Πέρασαν 14 χρόνια ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁ Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή
γράφει ὁ κ. Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης: Σὰν σήμερα, στὶς 28/8/2010, ἀναχώρησε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς ἡ ἁγία καὶ ἡρωικὴ ψυχὴ τοῦ Μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ νέου «Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ Ὀρθόδοξος λαός, ἐξυμνώντας τον γιὰ τὴν ἀπαράμιλλη ἀγωνιστικότητα ποὺ ἐπέδειξε σὲ ὁλόκληρο τὸν βίο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ προφητικὸ χάρισμα ποὺ διέθετε.
Ἔφυγε πλήρης ἡμερῶν σὲ ἡλικία 103 ἐτῶν.
Ἦταν ἕνας πραγματικὸς πνευματικὸς ἡγέτης μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης. Ἡ ζωὴ τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου ἦταν ἕνας διαρκὴς καὶ ἀκάματος ἀγῶνας γιὰ τὴν πίστη. Γιὰ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά. Γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἦταν δεινὸς ρήτορας. Τὰ πύρινα κηρύγματά του ἔσειαν τὰ ἀκροατήρια. Πλήθη λαοῦ ἔσπευδαν νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ ἀκόμα καὶ στὰ Ἐξάρχεια, στὸ κτίριο τῆς ἀδελφότητας τοῦ Σταυροῦ ὅπου κήρυττε, γέμιζαν οἱ δρόμοι ἀσφυκτικὰ μὲ κόσμο. Ὅπου καὶ ἂν μιλοῦσε, στὴν Ἀθήνα, στὴ Φλώρινα καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, χιλιάδες κόσμος τὸν ἀκολουθοῦσε.
Ἔβλεπες ἕναν μικρόσωμο ἱερέα, μὲ ταλαιπωρημένο ράσο, μὲ σκονισμένα ἄρβυλα καὶ μεγάλα μυωπικὰ γυαλιὰ νὰ ἀνεβαίνει στὸν ἄμβωνα καὶ νὰ μεταμορφώνεται σὲ γίγαντα, νὰ γίνεται τὸ στόμα του πύρινη ρομφαία ποὺ ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγο τῆς Ἀληθείας.
Τὸ κήρυγμά του, πάντα ζωηρότατο καὶ ἐλεγκτικό. Μὲ βροντερὴ φωνή, ἀφυπνιστική, χαρακτηριστική, ποὺ σοῦ ἀποτυπωνόταν. Δὲν ἔπαυε νὰ στηλιτεύει τὰ κακῶς κείμενα ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν προέρχονταν καὶ δὲν ὑπολόγιζε προσχήματα καὶ ἐπικοινωνιακὰ τερτίπια.
Μὲ ἀδιάψευστο γνώμονα τὸ Εὐαγγέλιο, ἤλεγχε σκληρὰ πρὸς πᾶσα κατεύθυνση αὐτοὺς ποὺ τὸ παράβαιναν.
Ὁ Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἀγωνίστηκε κατὰ τῶν αἰσχροτήτων ποὺ γίνονταν στὰ καρναβάλια τῆς Πάτρας, κατὰ τοῦ πανσεξουαλισμοῦ καὶ τοῦ γυμνισμοῦ ποὺ προωθοῦσαν οἱ τότε «διαγωνισμοὶ ὀμορφιᾶς», κατὰ τῆς ἀποκτήνωσης τῆς νεολαίας, κατὰ τοῦ τζόγου, κατὰ τῶν ἐκτρώσεων, κατὰ τῆς βλασφημίας τῶν Θείων, κατὰ τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ, κατὰ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατὰ τῆς μασονίας, κατὰ τῶν αἱρέσεων, κατὰ τῆς ὑποκρισίας τῶν πολιτικῶν καὶ πλήθους ἄλλων ζητημάτων.
Πρωτοστάτησε στὰ αἰτήματα γιὰ κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ ἱστορικὸ σύνθημα: «Ζητοῦμε Ἐλευθέρα καὶ Ζῶσα Ἐκκλησία», ζητοῦσε νὰ καθιερωθοῦν ἀξιοκρατικὲς ἐκλογὲς γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους μὲ τὴ συμμετοχὴ Κλήρου καὶ Λαοῦ, ἀγωνιοῦσε γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔδωσε μεγάλους ἀγῶνες καὶ γιὰ σημαντικὰ ἐθνικὰ θέματα ὅπως ὑπὲρ τῆς ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας, ὄντας ἰδιαίτερα καυστικὸς ἀπέναντι στὶς παράλογες ἀξιώσεις τῶν Σκοπίων, ὅπως ἐπίσης καὶ ὑπὲρ τῆς δικαίωσης τῶν Ἑλλήνων τῆς Β. Ἠπείρου.
Τὸ φιλανθρωπικό του ἔργο, ἀνυπολόγιστο. Ἐπεκτάθηκε σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Σὲ ἄπορους, ἀσθενεῖς, εὐπαθεῖς ὁμάδες, ἀδικημένους. Χωρὶς καμία ἀπολύτως διάκριση, βοηθοῦσε τοὺς πάντες. Εἰδικὰ ἡ φιλανθρωπικὴ δράση του στὴ Φλώρινα ἔμεινε χαραγμένη στὶς γενιὲς τοῦ τόπου, ὡς καὶ σήμερα.
Ἔχτισε δομὲς φιλοξενίας καὶ περίθαλψης γιὰ ἡλικιωμένους καὶ ἀναξιοπαθοῦντες, ἔφτιαξε μαθητικὲς κατασκηνώσεις ποὺ φιλοξενοῦσαν παιδιὰ ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἔκανε ἀναρίθμητες δωρεές, βάφτισε ἕνα πλῆθος ἀθίγγανων ποὺ ἦταν ἄστεγοι καὶ περιπλανώμενοι καὶ τοὺς ἔχτισε σπίτια γιὰ νὰ μένουν. Στὴν κηδεία του, τὸ 2010, ὅπου εἶχαν παρευρεθεῖ χιλιάδες λαοῦ, γυναῖκες τσιγγάνες πῆγαν νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ λόγια εὐγνωμοσύνης.
Ὁ Πατέρας Αὐγουστῖνος εἶχε τόσα χαρίσματα καὶ τάλαντα, ποὺ ἔμοιαζε σχεδὸν ὑπερφυσικός.
Ἦταν μορφωμένος καὶ μὲ ἐντυπωσιακὴ εὐρυμάθεια γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα. Ἄψογος γνώστης καὶ χειριστὴς τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἐξαιρετικὸς ἀρθρογράφος μὲ κείμενα ποὺ πετοῦσαν φωτιὲς τόσο – ὅσο καὶ τὰ κηρύγματα του. Εἶχε ἕνα πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο, ἦταν ἄοκνος καὶ ἀεικίνητος στὸν καθημερινὸ ἀγῶνα του, ἦταν ἀφιλάργυρος, ἀρνούμενος νὰ πιάσει λεφτὰ στὰ χέρια του, ζοῦσε πάμφτωχος καὶ πλήρως ἀποκομμένος ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, πέραν τῶν ἀπολύτως ἀπαραίτητων.
Καίτοι ἦταν Ἐπίσκοπος, ζοῦσε πάντα ἀσκητικά. Ἦταν ἁπλός, προσιτὸς καὶ ἀνιδιοτελής, ἀλλὰ ταυτόχρονα κάθε του κίνηση, κάθε του πράξη, κάθε του λόγος, σὲ ἔκανε νὰ νοιώθεις βαθιὰ μέσα σου πὼς ἔχεις μπροστά σου ἕναν μεγάλο Ἅγιο. Ἕναν μαχητὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔμοιαζε σὰν νὰ ξεπήδησε ἀπὸ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς αἰῶνες.
Παράλληλα, ἡ ψυχή του ἦταν ἀνόθευτη καὶ εὐαίσθητη σὰν μικροῦ παιδιοῦ. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ τὴν ὥρα τῶν τόσο συνταρακτικῶν καὶ δυναμικῶν κηρυγμάτων του, τὸν ἔπιανε συγκίνηση καὶ λύγιζε ἡ φωνή του ἀπὸ λυγμούς. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἡ ἀγωνία του γιὰ τὴν τύχη τῆς πατρίδας ποὺ τόσο λάτρευε, τὸν συγκλόνιζε καὶ βούρκωνε σὲ δευτερόλεπτα.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε προικίσει ὁ Θεός, ἦταν καὶ τὸ προφητικό. Συνέβαινε κατὰ τὴ διάρκεια κηρυγμάτων του, νὰ διακόπτει τὴ ροὴ τοῦ λόγου του σὰν νὰ λάμβανε κάποια πνευματικὴ πληροφορία καὶ νὰ προφητεύει γεγονότα. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προφήτευσε συνέβησαν πρὶν ἀκόμα κοιμηθεῖ, καὶ κάποια ἀλλὰ μένουν γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν.
Τὸ θάρρος τῆς γνώμης αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη, ἦταν μνημειῶδες. Δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει μὲ σφοδρότητα ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πέννα του, ἀπὸ λαοφιλεῖς σκηνοθέτες, συγγραφεῖς καὶ πολιτικούς, μέχρι Δικτάτορες καὶ Πρωθυπουργούς.
Σὰν ἕνας σύγχρονος Ἰωάννης Πρόδρομος, ἐπειδὴ «ἐνοχλοῦσε» πολλοὺς μὲ τὸν πύρινο λόγο του, γι᾽ αὐτὸ καὶ στοχοποιήθηκε πολλὲς φορὲς στὴ ζωή του καὶ κατασυκοφαντήθηκε. Κανένας πόλεμος λάσπης ὅμως, δὲν τὸν ἔκανε νὰ λυγίσει ἡ νὰ παρεκκλίνει ἔστω ἕνα χιλιοστὸ ἀπὸ τὴ μαχητικὴ πορεία του.
Ὁ Ἅγιος Γέροντας, πατὴρ Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἦταν ἕνας ποιμένας τέτοιου πνευματικοῦ βεληνεκοῦς, ποὺ ζήτημα εἶναι ἂν βρίσκεται ἕνας παρόμοιος σὰν καὶ αὐτόν, ἀνὰ αἰῶνα. Τὸ τιτάνιο ἱεραποστολικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο του, θὰ χρειαζόταν βιβλιοθῆκες ὁλόκληρες γιὰ νὰ περιγραφθεῖ ἐπαρκῶς.
Ἄξιος μιμητὴς τοῦ Πατρο – Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἁγνός, Θεοφόρος, ἄφοβος, λέοντας Ὀρθοδοξίας μὲ πῦρ-πνέουσα Χρυσοστομικὴ γλῶσσα, μὲ ὑποδειγματικὸ βίο, μὲ καρδιὰ ποὺ χαρίστηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὸν συνάνθρωπο καὶ ψυχὴ στολισμένη μὲ οὐράνια χαρίσματα.
Αὐτὸ τὸ διαμάντι τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἀπαράμιλλη μαχητικότητά του καὶ τὴ διορατικὴ ματιά του, μπορεῖ νὰ μᾶς λείπει πολὺ σήμερα, εἰδικὰ στὶς δύσκολες ἐποχὲς ποὺ ζοῦμε, ἀλλὰ ἄφησε πίσω του μιὰ τεράστια πνευματικὴ παρακαταθήκη γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ὅλων τῶν μελλοντικῶν γενεῶν. Τὸ παράδειγμά του, τὶς ὁμιλίες του, τὰ γραπτά του, τὶς προφητεῖές του, τὶς ἐλεημοσύνες καὶ τοὺς ἀγῶνές του. Ἄφησε πίσω του ἐφόδια αἰωνιότητας, καὶ αὐτὰ δὲν πρόκειται νὰ χαθοῦν ποτέ.
Ἔλεγε συχνὰ πυκνὰ στὰ ἀκροατήρια του: «Κλεῖστε τὶς ἄχρηστες τηλεοράσεις καὶ ἀνοῖξτε μιὰ ἄλλη τηλεόραση, πνευματική, τὴν τηλεόραση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο».
Εὐχόμαστε νὰ μᾶς εὐλογεῖ καὶ νὰ πρεσβεύει γιὰ ἐμᾶς, αὐτὸς ὁ πανσέβαστος Ἅγιος Ἱεράρχης.