Ἐχθροί, δὲν σᾶς φοβούμεθα. Μετανοῆστε!

Ἐχθροί, δὲν σᾶς φοβούμεθα. Μετανοῆστε!

 

«Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν» (Ψαλμ. 67,2)

«Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥ­ρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης… Καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀ­νεῴχθησαν» (Ματθ. 27, 45,51-52). Ὅλη ἡ φύσι πενθοῦ­σε, ἀγαπητοί μου, καὶ ἡ Παναγία μας θρηνοῦσε· «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;» (Ἐγκ. γ΄ στάσ.).

Ὁ μόνος ποὺ χαιρόταν ἦταν ὁ σατανᾶς. Καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτὸν χαίρονταν τὰ ὄργανά του, αὐτοὶ ποὺ συνετέλεσαν στὸ φρικτὸ ἔγ­κλημα κατὰ τοῦ Ἀθῴου. Κι ἀφοῦ ὁ Ἰη­σοῦς ἐξέπνευσε, οἱ ἐ­­χθροί του ἔμεναν πλέ­ο­ν ἥσυχοι. Ἐξωντώθη­κε ὁ ἀντίπαλός τους! Ἡ γλῶσσα ἐκείνη, ποὺ ἤ­­λεγξε τὰ ἁμαρτήματα καὶ ξεσκέπασε τὴν ὑ­πο­κρισία τους, ἡ γλῶσσα ποὺ σὰν ἀ­στροπελέ­κια ἔρριξε πάνω στὰ κεφάλια τους τὰ φοβερὰ ἐ­κεῖ­να «οὐαί» (Ματθ. κεφ. 23ο), ἡ γλῶσσα ποὺ δὲν ἤ­ξερε συμβιβασμούς, ἡ γλῶσσα τῆς ἀπολύ­του ἀ­ληθείας ποὺ συγκλόνισε τὸν Ἰσραήλ, τώρα πιὰ ἐσίγησε γιὰ πάντα – κατὰ τὴ γνώμη τους. Καὶ αὐτοί, εὐχαριστημένοι ἀ­πὸ τὸ ἔγκλημα ποὺ ἔ­καναν, πῆγαν στὰ σπίτια τους μὲ ἱκανοποίησι «ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα» (Ἰω. 18,28).

Πόσο ὅμως ἄλλαξαν τὰ πράγματα! πῶς τόσο σύντομα ἡ κατάστασι μετεβλήθη! Δὲν πέρα­σαν τρεῖς μέρες καὶ μήνυμα οὐράνιο, παγ­κό­­σμιο, μήνυμα ποὺ συγκλονίζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀκούγεται· Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε!

Ὤ ἡ ἀνάστασι τοῦ Κυρίου! Εἶνε τὸ μεγαλύ­τερο γεγο­νὸς τῆς παγκοσμίου ἱστο­ρίας· ὁ ἀ­κλόνητος βράχος, ἐπάνω στὸν ὁ­ποῖο στηρίζε­ται ἡ χριστιανικὴ πίστι· ἡ με­γαλύ­τερη ἀπόδει­ξι ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Να­ζαρὲτ εἶνε ὄχι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄνθρωπος ὅ­πως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ τὸ μοναδικὸ πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἑνώθηκαν ἡ θε­ότης καὶ ἡ ἀνθρωπότης· εἶνε ὁ Θεάνθρωπος.

Ἀνέστη λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ οἱ ἐχθροί του διασκορπίζονται. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ποῦ εἶνε ὁ Ἄννας; ποῦ ὁ Καϊάφας; ποῦ ὁ Ἡ­ρῴδης; ποῦ ὁ Πιλᾶτος; ποῦ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖ­οι; ποῦ ὅλοι αὐτοί; Ὁ Ἰούδας ἀπαγχονίστηκε, ὁ Ἄννας ἀποδοκι­μά­­στηκε, ὁ Πιλᾶτος ἐξωρίστηκε καὶ αὐ­τοκτό­νη­σε· κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ φώναξαν «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27,25), ὕ­στε­­ρα ἀ­πὸ τριάντα χρόνια, τὸ 70 μ.Χ., πλήρω­σαν ἀ­κρι­βὰ ἐκείνη τὴν κραυγή· οἱ ῥωμαϊκὲς λεγε­ῶνες πολιόρκησαν τὴν Ἰε­ρουσαλήμ, τὴν κυρί­ευ­σαν καὶ ἡ ἱστορία διέσωσε δραματικὲς λεπτομέρει­ες τῆς τιμωρίας. Σκληρὸς ὁ Τίτος, συν­έλαβε κα­τὰ χιλιάδες τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὰ παιδιά τους καὶ ἄρ­χισε νὰ τοὺς σταυρώνῃ. Σταύρωνε μέχρι ποὺ ἐξαντλήθηκαν τὰ ξύλα! «Τὸ αἷμα αὐ­τοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν»!

Αὐτὸ τὸν θρίαμβο τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν του εἶδε χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Δαυῒδ εἶπε· «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ δι­ασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυ­γέ­τωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦν­τες αὐ­τόν»· ἂς σηκωθῇ ὁ Θεός, καὶ ἂς διασκορπισθοῦν οἱ ἐχθροί του, καὶ ἂς φύγουν ἀπὸ ἐμ­πρός του αὐτοὶ ποὺ τὸν μισοῦν (Ψαλμ. 67,2).

* * *

Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, ἔχουν περάσει τό­σοι αἰῶνες, καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἐ­χθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔλειψαν· ὑπάρχουν! Ὑπάρ­χει Ἄννας, Καϊάφας, Ἡρῴδης, Πιλᾶτος, Ἰούδας, ὑπάρχουν ὅλοι· οἱ ὁποῖοι ἄλλοι μὲν ἀ­μέσως ἄλλοι δὲ ἐμμέσως προσπαθοῦν νὰ κλο­­νί­­­σουν τὸ κῦρος τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησί­ας, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἀπέκτησε «τῷ τιμίῳ αὐ­τοῦ αἵ­ματι» (καταβ. Ὑπαπ. ᾠδ. γ΄· βλ. Πράξ. 20,28· πρβλ. Ψαλμ. 73,2). Εἶνε αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὸ κή­ρυ­γμα τοῦ εὐαγγελίου· δὲν θέλουν νὰ ὑπάρχουν ἱε­ρεῖς καὶ ἱεροὶ ναοί. Αὐτοί, ἂν ἦταν δυνατόν, θὰ ἐ­πέ­βαλλαν σιγὴ σὲ ὅλα τὰ στόματα τῶν ἐπισκό­πων καὶ τῶν ἱεροκηρύκων· θὰ ἤθε­λαν νὰ μὴν ἀκούγεται τὸ ὄνομα Ἰησοῦς Χριστός. Εἶνε πολλοὶ διὰ μέσου τῶν αἰώνων· ἀ­ναφέ­ρω χαρακτηριστικὰ μόνο δύο παραδείγματα.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος ἕνας δι­α­φω­τι­στής, ποὺ γιὰ τὴν σκληρὴ πολεμικὴ καὶ τὶς χυδαῖες ὕβρεις του ἐναν­τίον τοῦ Ναζωραίου χαρακτηρίστηκε ὡς πατριάρχης τῆς ἀθεΐας, «προ­­φή­τευε» ὅτι· ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ θὰ ἔχῃ σβήσει, δὲν θὰ ὑπάρ­χῃ Ἐκ­κλησία, δὲν θὰ ὑπάρχουν ἱερεῖς, δὲν θὰ χτυποῦν καμπάνες… Δὲν πέρασαν ὅμως τὰ ἑκα­­τὸ χρόνια καὶ ὁ Ναζωραῖος τὸν «ἐκ­δικήθη­κε». Ποιά ἡ «ἐκδίκησι»; Τὸ σπίτι τοῦ ἀθέου ἔγινε – τί νο­μίζετε· βιβλιοπωλεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς!

Ἡ ἁγία Γραφὴ εἶνε τὸ πιὸ διαδεδομένο βιβλίο στὸν κόσμο. Ἡ γλῶσσα ποὺ γράφτηκε τὸ Εὐαγγέλιο –πρὸς τιμὴν ἀλλὰ καὶ πρὸς ἔλεγχό μας– δὲν εἶνε οὔτε τὰ γιαπωνέζικα, οὔτε τὰ κινέζικα, οὔτε τὰ ῥώσικα, οὔτε τὰ ἐγγλέζικα, οὔτε τὰ γερμανικά· εἶνε ἡ ἑλληνική· ἀπὸ αὐ­τὴν ἔχει μεταφραστῆ σὲ χίλιες διακόσες γλῶσ­σες καὶ διαλέκτους· «εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξ­ῆλ­­θεν ὁ φθόγγος» (Ψαλμ. 18,5) τῶν ἁγίων ἀποστόλων.

Τὸ ἄλλο παράδειγμα εἶνε νεώτερο. Σὲ κάποια χώρα ἀθέων τέτοια ἅγια ἡμέρα, σ᾽ ἕ­­να μεγάλο ἀμφιθέατρο τῆς πρωτευούσης ποὺ χωροῦσε χιλιάδες κόσμο, ἕνας ἄθεος ὑπουρ­γὸς παιδείας ἀνέβηκε στὸ βῆμα καὶ ἐπὶ δύο ὧρες ὕβριζε τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Εἶπε, εἶπε… Ποιός τολμοῦσε ν᾽ ἀντιμιλήσῃ; Κάποιος ὅμως τόλμη­σε. Τί ἦταν; ἐπιστήμονας, μορφωμένος; Ὄ­χι. Ἕνας ἁπλὸς χωρικός. –Ἐπιτρέπεται; ζή­τησε τὸ λόγο. Ἐκεῖνος ταράχτηκε. –Ἐπιτρέπεται (ἀναγκάστηκε νὰ πῇ), ἀλλὰ ὑπὸ τὸν ὅ­ρο νὰ μὴ μιλήσῃς πολύ (αὐτὸς βέβαια εἶχε μιλήσει τόσην ὥ­ρα). –Μόνο ἕνα λεπτό, σύντροφε. –Πές, λέει, ἐπιτρέπεται. Ἀνεβαίνει ὁ χωρικὸς καὶ λέει στὸ ἀκροατήριο· –Ἀδέρφια, «Χρι­στὸς ἀ­νέστη»! Καὶ τότε ὅλη ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀ­πὸ τὴν κραυγὴ θριάμβου –«Ἀληθῶς ἀνέστη»!

Σὰν τὴ σπίθα ποὺ διατηρεῖται κάτω ἀπὸ τὴ στάχτη καὶ ἀναφλέγεται, ἔτσι εἶνε καὶ ἡ πίστι στὴν Ἀνάστασι. Τὸ «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ δι­ασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ…» τὸ ἔγρα­­ψε πρὶν ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες χρόνια ὁ προ­­φήτης Δαυΐδ· μπορεῖτε νὰ τὸ βρῆτε στὸ Ψαλ­τή­­ρι, στὴν ἀρχὴ τοῦ ἑξηκοστοῦ ἑβδόμου (67ου) ψαλμοῦ. Καὶ αὐτὸ λέει κ᾽ ἐπαναλαμβάνει ἀ­κορέστως τὸ Πάσχα ἡ ἁ­γία Ὀρθόδοξος Ἐκ­κλησία στὴ νυχτερινὴ τελετὴ τῆς Ἀναστάσε­ως, εὐθὺς μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη…».

Ἀλλὰ γιὰ ἐμᾶς τὸ «Ἀναστήτω ὁ Θεός…» δὲν εἶ­νε μόνο ὁ παιὰν τῆς Ἐκκλησίας μας· εἶ­νε καὶ τὸ ἐμβατήριο τῆς πατρίδος μας. Ὑπενθυμίζω τὸν «θρῦλο» τῆς ἱστορίας μας. Ὅ­ταν ἦλθε ἡ 25η Μαρτίου 1821, στὴν Ἁγία Λαύρα τῆς Πελοποννήσου ἕνας ἔνδοξος ἱεράρχης, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ἐτέλε­σε τὴν θεία λει­­τουργία, κοινώνησαν οἱ ὁπλαρ­χηγοὶ καὶ οἱ ἄλ­­λοι ἀγωνισταί, κοινώνησε ὁ λα­ὸς καὶ τὰ παι­διά. Καὶ μετά, ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη, εὐλόγησε τὴν ἔναρξι τῆς ἐπαναστάσεως καὶ ὑψώ­νον­τας τὸ λάβαρο ἔψαλε «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐ­τοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦν­τες αὐτόν». Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως ἦ­ταν καὶ ἐ­χθροὶ τῆς πα­τρίδος. Καὶ ὅλο τὸ ἐκ­κλη­σίασμα, μικροὶ – μεγάλοι, ἐβόησαν μετὰ κλαυθμοῦ δεόμενοι τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἀναστή­σῃ τὴν πατρίδα. Καὶ πράγματι τὸ ἔθνος μας ἀναστήθηκε ἐκ τάφου τεσσάρων αἰώνων δουλείας. Καὶ ἔζησε καὶ θαυ­ματούργησε. Καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς περιπέτειες καὶ τὶς θύελλες, συνεχίζει τὸν ἱστορικό του βίο. Διότι ἡ Ἑλλὰς δὲν εἶνε σάρκα, ὕλη, ἐδαφικὴ ἔκτασις· εἶνε πίστις, ἰδέα· καὶ οἱ ἰδέες δὲν πεθαίνουν, ἐκεῖνες μάλιστα ποὺ ἔχουν τὶς ῥίζες τους στὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.

* * *

«Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ…». Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ ἡττῶνται. Τὸ εἶπε ὁ Δαυΐδ, τὸ εἶ­πε ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ εἶπε ἡ φω­νὴ τοῦ ἔ­θνους. Τὸ ἐπανα­λαμβάνουμε κ᾽ ἐ­μεῖς πρὸς κάθε κατεύθυνσι.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐχθρούς. Ὁποιοδήποτε ὄνομα καὶ ἂν ἔχουν, ὁποιεσδήποτε θέσεις καὶ ἂν κατέχουν, ὁποιεσδήποτε μεθόδους καὶ ἂν μετέρχωνται γιὰ νὰ κλονίσουν τὸ κῦρος της, δὲν τοὺς φοβούμεθα. Ἡ Ἐκ­κλησία εἶνε ἀήττητη. Εἴμεθα ἐπὶ τῆς πέτρας, πατοῦμε ἐπά­νω στὸ βράχο. Εὐχόμεθα, ἀγωνι­ζόμεθα, ἀλλὰ δὲν παραδίδουμε τὰ ὅ­πλα. Λέ­με στὸν καθένα ἀπὸ αὐτούς· «Σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτί­ζειν» (Πράξ. 26,15). Ὅ­ποιος πάει κόν­τρα μὲ τὸ Χριστό, θὰ γίνῃ στά­χτη. Τοὺς εἰ­δοποιοῦμε· Ἐχθροί, ματαίως κοπιάζετε! Ποῦ εἶ­νε ὁ Ἡρῴδης, ὁ Πι­λᾶτος, ὁ Δέκιος, ὁ Βολταῖ­ρος, οἱ ἄθεοι;… Μαχό­μεθα, ἀγωνιζόμεθα μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀναστάντα ἐκ τάφου, καὶ εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι ἡ νίκη εἶνε δική του. Ἕνα τοὺς συν­ι­στοῦμε· νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἁγία μας Ἐκ­κλη­σία, ὥστε ὅλοι μαζί, ἄν­θρωποι καὶ ἄγγελοι, ν᾽ ἀποτελέσουμε μία κιθά­ρα καὶ νὰ ψάλλουμε· «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦν­τες αὐτόν»· ἀμήν.

«Χριστὸς ἀνέστη»!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Φλωρίνης τὴν 13-4-1969 ἑσπέρας)