Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Πράξεις των Αποστόλων, κεφ.ΙΓ΄, εδάφια 25-32
25 Ὡς δὲ ἐπλήρου ὁ ᾿Ιωάννης τὸν δρόμον, ἔλεγε· τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι; οὐκ εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔρχεται μετ᾿ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι. 26 ῎Ανδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους ᾿Αβραὰμ καὶ οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὑμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη. 27 Οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας κρίναντες ἐπλήρωσαν, 28 καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν.
29 Ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον. 30 Ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· 31 ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν. 32 Καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν, ἀναστήσας ᾿Ιησοῦν.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
25 Και όσο ο Ιωάννης εξακολουθούσε να κηρύττει για να ολοκληρώσει την αποστολή του, έλεγε: «Ποιος νομίζετε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε για Μεσσία˙ αλλά ιδού, ύστερα από μένα έρχεται κάποιος άλλος. Μπροστά Του εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω ως ταπεινός Του υπηρέτης τα υποδήματα από τα παπούτσια Του». 26 Άνδρες αδελφοί, παιδιά του γένους Αβραάμ και όσοι από σας ήσασταν κάποτε εθνικοί και τώρα λατρεύετε με ευλάβεια τον αληθινό Θεό˙ σε σας στάλθηκε το κήρυγμα της σωτηρίας αυτής, την οποία προσφέρει ο Ιησούς Χριστός. 27 Σε σας που κατοικείτε μακριά από την Παλαιστίνη στάλθηκε το κήρυγμα αυτό˙ διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν μπόρεσαν να καταλάβουν Ποιος ήταν ο Ιησούς, καθώς και τις διακηρύξεις των προφητών που αναγινώσκονται κάθε Σάββατο στις συναγωγές. Και αντί να Τον αναγνωρίσουν ως Μεσσία, Τον καταδίκασαν˙ και έτσι ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβουν εκπλήρωσαν και πραγματοποίησαν τις προφητείες αυτές. 28 Και ενώ δεν βρήκαν σε Αυτόν κανένα έγκλημα ή ενοχή που να δικαιολογεί την καταδίκη Του σε θάνατο, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί.
29 Και όταν επιτέλεσαν όλα όσα είχαν γράψει και προφητεύσει γι’ Αυτόν οι προφήτες, κατέβασαν από το ξύλο του σταυρού το σώμα Του και το έβαλαν σε ένα μνήμα. 30 Ο Θεός όμως Τον ανέστησε από τους νεκρούς. 31 Αυτός μετά την Ανάστασή Του εμφανιζόταν συνεχώς για πολλές ημέρες σε εκείνους που ανέβηκαν μαζί Του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ. Αυτοί Τον είδαν με τα μάτια τους και είναι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του στον λαό. 32 Και όπως εκείνοι δίνουν τη μαρτυρία τους στους κατοίκους της Ιουδαίας, έτσι κι εμείς αναγγέλλουμε σε σας το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την επαγγελία και υπόσχεση που είχε δώσει στους προγόνους μας, αυτήν ο Θεός την έχει τελείως πραγματοποιήσει για μας, τους απογόνους εκείνων. Και την πραγματοποίησε ανασταίνοντας τον Ιησού από τους νεκρούς και ανυψώνοντάς Τον.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο ΙΔ΄, εδάφια 1-12
1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν ῾Ηρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν ᾿Ιησοῦ. 2 Καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν ᾿Ιωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. 3 Ὁ γὰρ ῾Ηρῴδης κρατήσας τὸν ᾿Ιωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ ῾Ηρωδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. 4 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ ᾿Ιωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. 5 Kαὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. 6 Γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ ῾Ηρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς ῾Ηρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ ῾Ηρῴδη· 7 ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. 8 Ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 9 Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι, 10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν ᾿Ιωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. 11 Καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. 12 Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ ᾿Ἰησοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Εκείνον τον καιρό άκουσε ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας, την φήμη του Ιησού 2 και είπε στους αυλικούς του: «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής˙ αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς με νέα αποστολή από τον Θεό. Και γι’ αυτό οι υπερφυσικές δυνάμεις ενεργούν μέσα απ’ αυτόν». 3 Και το είπε αυτό ο Ηρώδης για τον Ιωάννη, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς, διότι ο Ηρώδης τον είχε θανατώσει. Αφού δηλαδή συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έβαλε στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, η οποία ήταν σύζυγος του Φιλίππου, του αδελφού του, και συζούσε τώρα με τον Ηρώδη. 4 Διότι του έλεγε ο Ιωάννης: «Δεν σου επιτρέπεται από τον νόμο του Θεού να την έχεις σύζυγο». 5 Και ενώ αρχικά, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε τα πλήθη του λαού, διότι τον θεωρούσαν και τον σέβονταν ως προφήτη. 6 Την ημέρα όμως που ο Ηρώδης γιόρταζε τα γενέθλιά του, η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε στο μέσο αυτών που ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι· και ο χορός της άρεσε στον Ηρώδη. 7 Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει καθετί που θα ζητούσε. 8 Αυτή όμως, καθοδηγημένη από τη μητέρα της, είπε: «Δώσε μου εδώ πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». 9 Και ο βασιλιάς λυπήθηκε˙ για τους όρκους όμως και για εκείνους που κάθονταν μαζί εκεί στο τραπέζι, στους οποίους ήταν εκτεθειμένος, δεν ήθελε να δείξει ότι αθετούσε τον λόγο του και τον όρκο του. Γι’ αυτό έδωσε διαταγή να της δοθεί το κεφάλι του Ιωάννη. 10 Και αφού έστειλε δήμιο, αποκεφάλισε τον Ιωάννη στην φυλακή. 11 Και έφεραν το κεφάλι του πάνω σε ένα πιάτο και το έδωσαν στο κορίτσι, κι εκείνο το έφερε στην μητέρα του. 12 Τότε οι μαθητές του Ιωάννη πήγαν στη φυλακή και σήκωσαν το σώμα του και το έθαψαν. Και μετά την ταφή ήλθαν και ανήγγειλαν στον Ιησού το γεγονός.
ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ [:Πράξ.13,25-32]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[:Υπομνηματισμός των εδαφίων Πράξ.13,23-36]
[…]Έπειτα αναφέρει και τον Ιωάννη, που δίνει τη μαρτυρία και λέγει: «Τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ Ἰσραὴλ σωτηρίαν, προκηρύξαντος ᾿Ιωάννου πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαῷ ᾿Ισραήλ. ὡς δὲ ἐπλήρου ὁ ᾿Ιωάννης τὸν δρόμον, ἔλεγε· τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι; οὐκ εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔρχεται μετ᾿ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι(:Από τους απογόνους του Δαβίδ ο Θεός, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει στους Πατριάρχες και στον ίδιο τον Δαβίδ, απέστειλε και ανέδειξε στον Ισραήλ, σωτήρα τον Ιησού. Προηγουμένως όμως, πριν αρχίσει ο Ιησούς τη δημόσια δράση Του, ο Ιωάννης είχε κηρύξει βάπτισμα μετανοίας σε όλο τον λαό του Ισραήλ, για να τον προετοιμάσει να υποδεχθεί τον Σωτήρα που θα ερχόταν μετά από λίγο. Και όσο ο Ιωάννης εξακολουθούσε να κηρύττει για να ολοκληρώσει την αποστολή του, έλεγε: ‘’Ποιος νομίζετε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε για Μεσσία˙ αλλά ιδού, ύστερα από μένα έρχεται κάποιος άλλος. Μπροστά Του εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω ως ταπεινός Του υπηρέτης τα υποδήματα από τα παπούτσια Του’’)» [Πράξ.13,23-25]. Και ο Ιωάννης δίνει τη μαρτυρία αυτή όχι έτσι στην τύχη, αλλά αποκρούοντας τη δόξα από τον εαυτό του, αν και βέβαια όλοι απέδιδαν αυτήν σε αυτόν. Δεν είναι το ίδιο πράγμα το να αποκρούει κάποιος την τιμή όταν κανένας δεν του δίνει αυτήν και όταν πολλοί του την παρέχουν, και όχι απλώς αυτό αλλά και όταν τόσο σπουδαία είναι η αποστολή του. Ο δε Ιωάννης, λέγοντας «πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ» [Πράξ.13,24], ονομάζει είσοδο τη σάρκωση του Χριστού, την ένσαρκη φανέρωση Αυτού στον κόσμο.
«῎Ανδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους ᾿Αβραὰμ καὶ οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὑμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη. οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας κρίναντες ἐπλήρωσαν, καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν(:Άνδρες αδελφοί, παιδιά του γένους Αβραάμ και όσοι από σας ήσασταν κάποτε εθνικοί και τώρα λατρεύετε με ευλάβεια τον αληθινό Θεό˙ σε σας στάλθηκε το κήρυγμα της σωτηρίας αυτής, την οποία προσφέρει ο Ιησούς Χριστός. Σε σας που κατοικείτε μακριά από την Παλαιστίνη στάλθηκε το κήρυγμα αυτό˙ διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν μπόρεσαν να καταλάβουν Ποιος ήταν ο Ιησούς, καθώς και τις διακηρύξεις των προφητών που αναγιγνώσκονται κάθε Σάββατο στις συναγωγές. Και αντί να Τον αναγνωρίσουν ως Μεσσία, Τον καταδίκασαν˙ και έτσι ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβουν, εκπλήρωσαν και πραγματοποίησαν τις προφητείες αυτές. Και ενώ δεν βρήκαν σε Αυτόν κανένα έγκλημα ή ενοχή που να δικαιολογεί την καταδίκη Του σε θάνατο, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί)» [Πράξ.13,26-28].
«Ἄνδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους Ἀβραὰμ(:Άνδρες αδελφοί, παιδιά του γένους Αβραάμ)». Τους προσφωνεί και από το όνομα του πατέρα τους. «Ὑμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη(:Σε σας στάλθηκε το κήρυγμα της σωτηρίας αυτής, την οποία προσφέρει ο Ιησούς Χριστός)»[Πράξ.13,26]. Εδώ το «Σε σας» δεν το λέγει ξεχωρίζοντάς τους από τους Ιουδαίους, αλλά τους δίνει τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους από εκείνους που τόλμησαν να κάνουν τον φόνο και αυτό γίνεται φανερό από αυτό που προσθέτει.
«Οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας κρίναντες ἐπλήρωσαν»[Πράξ.13,27]. «Σε σας που κατοικείτε μακριά από την Παλαιστίνη στάλθηκε το κήρυγμα αυτό˙ διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ», λέγει, «και οι άρχοντές τους δεν μπόρεσαν να καταλάβουν Ποιος ήταν ο Ιησούς, καθώς και τις διακηρύξεις των προφητών που αναγιγνώσκονται κάθε Σάββατο στις συναγωγές. Και αντί να Τον αναγνωρίσουν ως Μεσσία, Τον καταδίκασαν˙ και έτσι ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβουν, εκπλήρωσαν και πραγματοποίησαν τις προφητείες αυτές)» [Πράξ.13,27]. Μεγάλη η κατηγορία εφόσον δεν πρόσεχαν, ενώ άκουαν συνέχεια αυτά. Αλλά δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστο· διότι όλα εκείνα που λέχθηκαν κατά την παραμονή τους στην Αίγυπτο και την έρημο, είναι ικανά να δείξουν την αχαριστία αυτών. «Και πώς τον αγνόησαν», λέγει, «τη στιγμή που ο Ιωάννης διακήρυττε Αυτόν;». Τι το άξιο θαυμασμού, τη στιγμή βέβαια που Τον αγνόησαν και ενώ οι προφήτες διακήρυτταν Αυτόν μεγαλόφωνα;
Παντού αυτό φροντίζουν, το να δείξουν δηλαδή ότι το αγαθό είναι δικό τους, ώστε να μη φεύγουν, θεωρώντας Αυτόν σαν ξένο, επειδή Τον σταύρωσαν. «Αυτόν», λέγει, «δεν Τον αναγνώρισαν, Τον αγνόησαν»· ώστε από άγνοια διαπράχθηκε το έγκλημα. Πρόσεχε πώς με ήρεμο τρόπο απολογείται υπέρ εκείνων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και προσθέτει ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Έπειτα προστίθεται και άλλη κατηγορία: «Καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες(:Και ενώ δεν βρήκαν σε Αυτόν κανένα έγκλημα ή ενοχή που να δικαιολογεί την καταδίκη Του σε θάνατο)»[Πράξ.13,28], πράγμα που δεν έγινε από άγνοια· διότι ας υποθέσουμε ότι δεν θεωρούσαν Αυτόν σαν Χριστό· για ποιον λόγο τότε Τον φόνευσαν; «ᾘτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν· ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον». «Ζήτησαν», λέγει, «από τον Πιλάτο να θανατωθεί. Και όταν επιτέλεσαν όλα όσα είχαν γράψει και προφητεύσει γι’ Αυτόν οι προφήτες, κατέβασαν από το ξύλο του σταυρού το σώμα Του και το έβαλαν σε ένα μνήμα» [Πράξ.13,28-29]. Πρόσεχε πως όλη η φροντίδα τους ήταν συγκεντρωμένη σε αυτό. Ανέφερε τον τρόπο του θανάτου Του, αναφέρει δε και τον Πιλάτο, αφενός μεν για να γίνει φανερό το πάθος από το κριτήριο, αφετέρου δε για να γίνει μεγαλύτερη η κατηγορία για εκείνους, αφού Τον παρέδωσαν σε άνθρωπο αλλόφυλο. Και δεν είπε ότι αυτό «έγινε με ανεπηρέαστη απόφαση εκείνου», αλλά «ζήτησαν επίμονα από εκείνον», χωρίς να βρήκαν καμία αιτία θανάτου, να φονευθεί αυτός, ώστε να δείξει ότι τους έκανε το χατίρι, ενώ εκείνος δεν ήθελε, πράγμα που ο Πέτρος το λέγει σαφέστερα: «Ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν(:Όμως εσείς Τον παραδώσατε για να σταυρωθεί και Τον αρνηθήκατε μπροστά στον Πιλάτο, όταν εκείνος αποφάσισε να Τον αφήσει ελεύθερο ως αθώο)» [Πράξ.3,13]. Πολύ τους αγαπούσε ο Παύλος. Και πρόσεχε, ότι δεν επιμένει στην αχαριστία των πατέρων, αλλά εμβάλλει σε αυτούς τον φόβο· διότι ο μεν Στέφανος πολύ σωστά το κάνει αυτό, εφόσον επρόκειτο να φονευθεί, και όχι διδάσκοντας αυτούς, και για να δείξει ότι ο νόμος καταργείται πια, αυτός όμως δεν το κάνει γι΄αυτό, αλλά μόνο απειλεί και φοβίζει.
Έπειτα πάλι αναφέρει από τις Γραφές την επιβεβαίωση: «Ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον. ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν. καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν, ἀναστήσας ᾿Ιησοῦν. ὡς καὶ ἐν τῷ ψαλμῷ τῷ δευτέρῳ γέγραπται· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε (:Και όταν επιτέλεσαν όλα όσα είχαν γράψει και προφητεύσει γι’ Αυτόν οι προφήτες, κατέβασαν από το ξύλο του σταυρού το σώμα Του και το έβαλαν σε ένα μνήμα. Ο Θεός όμως Τον ανέστησε από τους νεκρούς. Αυτός μετά την Ανάστασή Του εμφανιζόταν συνεχώς για πολλές ημέρες σε εκείνους που ανέβηκαν μαζί Του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ. Αυτοί Τον είδαν με τα μάτια τους και είναι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του στον λαό. Και όπως εκείνοι δίνουν τη μαρτυρία τους στους κατοίκους της Ιουδαίας, έτσι κι εμείς αναγγέλλουμε σε σας το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την επαγγελία και υπόσχεση που είχε δώσει στους προγόνους μας, αυτήν ο Θεός την έχει τελείως πραγματοποιήσει για μας, τους απογόνους εκείνων. Και την πραγματοποίησε ανασταίνοντας τον Ιησού από τους νεκρούς και ανυψώνοντάς Τον, σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί και στον δεύτερο Ψαλμό: ‘’Υιός μου είσαι εσύ όχι μόνο προς τη θεϊκή, αλλά και ως προς την ανθρώπινη φύση Σου. Εγώ σήμερα, όταν έδειξες ύψιστη υπακοή και νίκησες τον θάνατο, επιβεβαίωσα με την Ανάστασή Σου από τους νεκρούς ότι έχεις γεννηθεί από Εμένα και Σε ανύψωσα ένδοξα στα δεξιά μου’’)» [Πράξ.13,29-33 και Ψαλμ.2,7]. Το δε «Ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε(:Εγώ σήμερα σε γέννησα, όταν ανέστησα από τον τάφο και δόξασα την ανθρώπινη φύση την οποία υπερφυσικά, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, Σου έδωσα)»[Ψαλμ.2,7],το είπε διότι γνώριζε ότι αυτό πλέον ακολουθούν και τα άλλα.
«Ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν(:Ο Θεός όμως Τον ανέστησε από τους νεκρούς. Αυτός μετά την Ανάστασή Του εμφανιζόταν συνεχώς για πολλές ημέρες σε εκείνους που ανέβηκαν μαζί Του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ. Αυτοί Τον είδαν με τα μάτια τους και είναι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του στον λαό)» [Πράξ.13,30-31]. Πρόσεχε λοιπόν αυτόν, επειδή έχει λάβει την έμπνευση από το άγιο Πνεύμα, διακηρύσσει συνέχεια το Πάθος και τον Τάφο. Αναφέρει και τους Αποστόλους σαν μάρτυρες της Αναστάσεως, λέγοντας: «Ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν(:Αυτός μετά την Ανάστασή Του εμφανιζόταν συνεχώς για πολλές ημέρες σε εκείνους που ανέβηκαν μαζί Του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ. Αυτοί Τον είδαν με τα μάτια τους και είναι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του στον λαό)»[Πράξ.13,31]. Και για να μην πει κάποιος: «Από πού γίνεται φανερό ότι αναστήθηκε;», λέγει και το ότι «Αυτοί είναι μάρτυρες αυτού». Ώστε καλά έλεγε «οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν(:Αυτοί Τον είδαν με τα μάτια τους και είναι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του στον λαό)» [Πράξ.13,31]· «Προς τον λαό», λέγει, «που Τον φόνευσε, δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν μάρτυρες, εάν δεν επιβεβαίωναν αυτά με θεία δύναμη· διότι δεν θα μπορούσαν να δώσουν τέτοιες μαρτυρίες προς ανθρώπους φονιάδες, δεν θα μπορούσαν να μαρτυρήσουν προς αυτούς που Τον φόνευσαν».
«Καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν, ἀναστήσας ᾿Ιησοῦν»[Πράξ.13,32]. «Και όπως εκείνοι δίνουν τη μαρτυρία τους στους κατοίκους της Ιουδαίας, έτσι κι εμείς», λέγει, «αναγγέλλουμε σε σας το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την επαγγελία και υπόσχεση που είχε δώσει στους προγόνους μας, αυτήν ο Θεός την έχει τελείως πραγματοποιήσει για μας, τους απογόνους εκείνων. Και την πραγματοποίησε ανασταίνοντας τον Ιησού από τους νεκρούς και ανυψώνοντάς Τον», δηλαδή «τη μεν υπόσχεση την έλαβαν οι πατέρες, το δε έργο εσείς».
Στη συνέχεια αναφέρει τον Δαβίδ που δίνει την ίδια μαρτυρία, λέγοντας: «Οὐ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν(:διότι δεν θα επιτρέψεις ο αφοσιωμένος σε Εσένα να δοκιμάσει τη φθορά και την αποσύνθεση του τάφου)»[Πράξ.13,35· Ψαλμ.15,10]· διότι ούτε τα παλιά θεωρούσε ότι είναι από μόνα τους τόσο ισχυρά, ούτε αυτά χωρίς εκείνα, και έτσι με το καθένα από αυτά επιβεβαιώνει τον λόγο του. Επειδή δηλαδή ήταν κυριευμένοι από τον φόβο, καθόσον είχαν φονεύσει αυτόν, και η συνείδησή τους τους έλεγχε και τους αποξένωνε, δεν μιλούσαν προς αυτούς οι Απόστολοι σαν να ήταν αυτοί χριστοκτόνοι, ούτε σαν να πρόσφερναν σε αυτούς ξένο αγαθό, αλλά το δικό τους. Πάρα πολύ αγαπητό σε αυτούς ήταν το όνομα του Δαβίδ, και γι΄αυτό αναφέρει αυτό, ώστε έστω και έτσι να δεχθούν Αυτόν, σαν δηλαδή να έλεγε: «Από τον υιό αυτού βασιλεύεστε, και επομένως μην απομακρύνεστε σαν τυφλοί από Αυτόν».
Μάλιστα, το ότι Τον ανάστησε από τους νεκρούς για να μην επιστρέψει ποτέ στη φθορά, το είπε ως εξής: «Καὶ διαθήσομαι ὑμῖν διαθήκην αἰώνιον, τὰ ὅσια Δαυὶδ τὰ πιστά(:Και θα συνάψω μαζί σας διαθήκη αιώνια, πραγματοποιώντας τις προς τον Δαβίδ ιερές και απαραβίαστες υποσχέσεις μου, τις βέβαιες και αξιόπιστες)» [Ησ.55,3]. Γι΄αυτό και σε άλλον ψαλμό λέγει: «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν(:διότι δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη, ώστε να εγκλειστεί σε αυτόν για πάντα, ούτε θα επιτρέψεις ο αφοσιωμένος σε Εσένα να δοκιμάσει τη φθορά και την αποσύνθεση του τάφου)» [Ψαλμ.15,10]. Τι σημαίνει «δώσω ὑμῖν τὰ ὅσια Δαυΐδ τὰ πιστά»[Πράξ.13,34· Ησ. 55,3: «Καὶ διαθήσομαι ὑμῖν διαθήκην αἰώνιον, τὰ ὅσια Δαυὶδ τὰ πιστά(:Και θα συνάψω μαζί σας διαθήκη αιώνια, πραγματοποιώντας τις προς τον Δαβίδ ιερές και απαραβίαστες υποσχέσεις μου, τις βέβαιες και αξιόπιστες)»]; «Τα σταθερά», λέγει, «εκείνα που δεν χάνονται ποτέ». Και δεν επιμένει σε αυτά, επειδή ο λόγος του έγινε πλέον πιστευτός, αλλά αυξάνει την τιμωρία, και αναφέρει αυτό που είναι ποθητό απ’ αυτούς, δείχνοντας ότι ο νόμος καταργείται, και επιμένει σε αυτό που τους συμφέρει, και ότι μεγάλα αγαθά θα δοθούν σε εκείνους που πιστεύουν αυτά, μεγάλα δε κακά σε εκείνους που δεν τα πιστεύουν.
Έπειτα ομιλεί για τον Δαβίδ πάλι και το κάνει αυτό με τρόπο εγκωμιαστικό· διότι, λέγει: «Δαυΐδ μὲν γὰρ ἰδίᾳ γενεᾷ ὑπηρετήσας τῇ τοῦ Θεοῦ βουλῇ ἐκοιμήθη καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ καὶ εἶδε διαφθοράν(: Η υπόσχεση όμως αυτή του Θεού δεν πραγματοποιήθηκε στον Δαβίδ, αλλά στον Ιησού· διότι ο Δαβίδ, αφού υπηρέτησε στη γενιά του το θέλημα του Θεού, το οποίο απέβλεπε στην προετοιμασία των ανθρώπων για τη σωτηρία του Μεσσία, πέθανε και ενταφιάστηκε. Προστέθηκε στους πεθαμένους προγόνους του και γνώρισε τη φθορά του θανάτου)» [Πράξ.13,36]· καθώς και ο Πέτρος, μιλώντας γι’ αυτόν, έλεγε: «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παῤῥησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυΐδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης(:Άνδρες αδελφοί, ας μου επιτραπεί να σας πω ελεύθερα για τον πατριάρχη Δαβίδ, ο οποίος είπε την προφητεία αυτή, ότι αυτός και πέθανε και ενταφιάστηκε, και το μνημείο του είναι ανάμεσά μας εδώ στα Ιεροσόλυμα μέχρι σήμερα. Δεν εφαρμόζεται λοιπόν η προφητεία αυτή στον Δαβίδ, που παραμένει νεκρός και θαμμένος μέχρι σήμερα)» [Πράξ.2,29]. Και δεν λέγει ότι «πέθανε», αλλά ότι «προστέθηκε στους πατέρες του», πράγμα που ήταν πιο εγκωμιαστικό. Και πρόσεχε πως πουθενά δεν αναφέρει κατορθώματα αυτών, αλλά εκείνα που τους προσάπτουν κατηγορία· διότι το «ζήτησαν επίμονα» και επέτυχαν αυτό που ζητούσαν, αποτελεί μέγιστη κατηγορία αυτών.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία ΚΘ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 155-167.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ [:Ματθ.14,1-12]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
«Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ (:Εκείνον τον καιρό άκουσε ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας, τη φήμη του Ιησού)»[Ματθ.14,1]· διότι ο βασιλιάς Ηρώδης, ο πατέρας του, που είχε φονεύσει τα νήπια της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, είχε πεθάνει.
Ο ευαγγελιστής δεν σημειώνει απλώς και χωρίς αιτία τον καιρό, αλλά για να πληροφορηθείς την αλαζονεία και την αδιαφορία του τυράννου· διότι δεν πληροφορήθηκε από νωρίς τα σχετικά με Αυτόν, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Τέτοιοι δηλαδή είναι αυτοί που κυβερνούν και περιβάλλονται από πολύ μεγάλη υλική δύναμη. Τα πληροφορούνται αυτά πολύ αργά, επειδή δεν ασχολούνται και πολύ με αυτά. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η αρετή· διότι μολονότι είχε πλέον πεθάνει ο ενάρετος Ιωάννης, τον φοβάται, και από τον φόβο φιλοσοφεί και για την ανάσταση· διότι λέγει ο ευαγγελιστής παρακάτω: «Καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ(:και είπε στους αυλικούς του: “Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής˙ αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς με νέα αποστολή από τον Θεό. Και γι’ αυτό οι υπερφυσικές δυνάμεις ενεργούν μέσα απ’ αυτόν”)»[Ματθ.14,2].
Είδες την έκταση που έλαβε ο φόβος; Διότι ούτε και τότε τόλμησε να πει κάτι στον έξω κόσμο, αλλά και τότε το λέγει μόνο στους αυλικούς του. Και αυτή όμως η σκέψη του είναι στρατιωτική και παράλογη. Καθόσον και πολλοί άλλοι αναστήθηκαν από τους νεκρούς και κανείς δεν έκανε κανένα παρόμοιο θαυματουργικό σημείο. Εγώ νομίζω ότι τα λόγια αυτά περιέχουν και φιλοτιμία και φόβο· διότι παρόμοιο πράγμα παθαίνουν οι παράλογοι άνθρωποι, οι οποίοι δέχονται πολλές φορές μέσα τους αντίθετα πάθη.
Ο Λουκάς όμως λέγει ότι το πλήθος έλεγε για τον Ιησού: «Ἤκουσε δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλίας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη(:Όταν άκουσε όμως ο τετράρχης Ηρώδης όλα τα θαυμαστά που γίνονταν από τον Ιησού, βρισκόταν σε μεγάλη απορία· διότι μερικοί έλεγαν ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς και ότι αυτός έκανε τα θαύματα. Μερικοί άλλοι πάλι ταύτιζαν τον Ιησού με κάποιον απ’ τους άλλους προφήτες και έλεγαν ότι εμφανίστηκε πάλι ο Ηλίας, ο οποίος δεν είχε πεθάνει αλλά είχε αναληφθεί. Κι άλλοι πάλι έλεγαν ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες)» [Λουκά 9,7-8]. Ο Ηρώδης όμως σαν να έλεγε κάτι πιο σοφό από τους άλλους είπε αυτό. Καταρχήν λοιπόν αυτός κατά πολύ φυσικό λόγο, όταν οι άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι ο Ιωάννης(διότι πολλοί το ισχυρίζονταν και αυτό), το αρνιόταν και έλεγε με υπερηφάνεια και αλαζονεία ότι «εγώ τον φόνευσα τον Ιωάννη» [βλ. Μάρκ.6,16: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν(:Όταν λοιπόν άκουσε ο Ηρώδης αυτά που έλεγαν όλοι αυτοί για τον Ιησού, είπε ότι αυτός είναι ο Ιωάννης που εγώ τον αποκεφάλισα. Αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς)» και Λουκά 9,9: «Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα;(:Εγώ τον Ιωάννη τον αποκεφάλισα και απαλλάχθηκα οριστικά απ’ αυτόν. Ποιος όμως να είναι αυτός για τον οποίο εγώ ακούω ότι ενεργεί τέτοια παράδοξα έργα; Και ζητούσε να δει τον Ιησού)»]. Όταν όμως η φήμη αυτή έπαψε, τότε πλέον και αυτός στο εξής λέγει τα ίδια με τον πολύ κόσμο. Ακολούθως ο ευαγγελιστής μάς διηγείται και την ιστορία.
Και γιατί λοιπόν δεν την ανέφερε προηγουμένως; Επειδή όλη η συγγραφική δράση των ευαγγελιστών απέβλεπε στο να εκθέσει την ιστορία του Χριστού· και δεν έκαναν τίποτε άλλο που ήταν άσχετο με αυτό, εκτός βέβαια εάν και αυτό επρόκειτο να συμβάλλει στον σκοπό τους αυτό. Συνεπώς ούτε τώρα θα μνημόνευαν την ιστορία του Ιωάννη, εάν δεν επρόκειτο για τον Χριστό, αλλά και επειδή έλεγε ο Ηρώδης ότι αναστήθηκε ο Ιωάννης. Ο Μάρκος πάλι λέγει ότι ο Ηρώδης τιμούσε πάρα πολύ τον άνδρα, παρά το γεγονός ότι ελεγχόταν από αυτόν [Μάρκ. 6,20: «Ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε(:Και δεν μπορούσε η Ηρωδιάδα να σκοτώσει τον Ιωάννη, διότι ο Ηρώδης τον φοβόταν επειδή τον σεβόταν ο λαός, αλλά και επιπλέον επειδή ήξερε ότι είναι άνθρωπος δίκαιος και άγιος. Και γι’ αυτό τον κρατούσε στη ζωή. Και όταν κάποτε τον άκουσε στη φυλακή, έκανε πολλά από εκείνα που τον συμβούλευσε ο Ιωάννης. Και κάθε φορά που τον συναντούσε, τον άκουγε με ευχαρίστηση)»].Τόσο μεγάλο πράγμα είναι η αρετή.
Στη συνέχεια, προχωρώντας στη διήγηση ο Ματθαίος λέγει τα εξής: «Ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον (:Και το είπε αυτό ο Ηρώδης για τον Ιωάννη, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς, διότι ο Ηρώδης τον είχε θανατώσει. Αφού δηλαδή συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έβαλε στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, η οποία ήταν σύζυγος του Φιλίππου, του αδελφού του, και συζούσε τώρα με τον Ηρώδη· διότι του έλεγε ο Ιωάννης: “Δεν σου επιτρέπεται από τον νόμο του Θεού να την έχεις σύζυγο”. Και ενώ αρχικά, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε τα πλήθη του λαού, διότι τον θεωρούσαν και τον σέβονταν ως προφήτη)»[Ματθ.14,3-5].
Και γιατί δεν λέγει τίποτε στην Ηρωδιάδα, αλλά απευθύνεται στον άνδρα; Επειδή αυτός ήταν πιο κατάλληλος. Και πρόσεξε πόσο προσεκτικά εκθέτει την κατηγορία, ώστε να διηγείται ιστορία μάλλον, παρά να περιγράφει κατηγορία. Λέγει: «Γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδη(:Την ημέρα όμως που ο Ηρώδης γιόρταζε τα γενέθλιά του, η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε στο μέσο αυτών που ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι· και ο χορός της άρεσε στον Ηρώδη)»[Ματθ.14,6]. Ω διαβολικό συμπόσιο· ω θέατρο σατανικό· ω παράνομος χορός και ακόμη πιο παράνομη η αμοιβή του χορού· διότι επιχειρείτο ο πιο βδελυρός φόνος απ΄όλους τους φόνους, και αυτός που ήταν άξιος να στεφανωθεί και να ανακηρυχθεί η αρετή του κατασφαζόταν παρουσία όλων, ενώ το τρόπαιο των δαιμόνων ήταν τοποθετημένο επάνω στην τράπεζα.
Άξιος επίσης ήταν και ο τρόπος της νίκης αυτών που συνέβησαν· διότι λέγει: «Ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδη· ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, ὧδε επὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ (:Η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε στο μέσο αυτών που ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι· και ο χορός της άρεσε στον Ηρώδη. Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει οτιδήποτε θα ζητούσε. Αυτή όμως, καθοδηγημένη από τη μητέρα της, είπε: “Δώσε μου εδώ πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή”)»[Ματθ.14,6-8].
Το έγκλημα είναι διπλό· και επειδή χόρεψε και επειδή άρεσε και μάλιστα άρεσε τόσο πολύ ώστε να λάβει ως μισθό έναν φόνο. Είδες πόσο ωμός ήταν; Πόσο αναίσθητος; Πόσο ανόητος; Καθόσον τον μεν εαυτό του τον καθιστά υπεύθυνο να κρατήσει τον όρκο του, ενώ σε εκείνη παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει ό,τι θέλει. Επειδή όμως είδε ότι διαπράχθηκε το κακό, λυπήθηκε, λέγει· μολονότι βέβαια από την πρώτη στιγμή τον φυλάκισε. Για ποιο λόγο όμως λυπάται; Τέτοια είναι η αρετή· θαυμάζεται και επαινείται και από τους κακούς ακόμη. Αλλά ω την μανιακή Ηρωδιάδα! Ενώ έπρεπε και αυτή να τον θαυμάζει τον Ιωάννη, ενώ έπρεπε να τον προσκυνεί, επειδή την υπερασπιζόταν που την ατίμαζε ο Ηρώδης, αυτή όμως αντιθέτως βοηθεί στο δράμα και τοποθετεί παγίδα και ζητεί χάρη σατανική.
«Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι(:Και ο βασιλιάς λυπήθηκε˙ για τους όρκους όμως και για εκείνους που κάθονταν μαζί εκεί στο τραπέζι, στους οποίους ήταν εκτεθειμένος, δεν ήθελε να δείξει ότι αθετούσε τον λόγο του και τον όρκο του. Γι’ αυτό έδωσε διαταγή να της δοθεί το κεφάλι του Ιωάννη)»[Ματθ.14,9]. Και πώς δεν φοβήθηκες το φοβερότερο, Ηρώδη; Διότι εάν φοβήθηκες επειδή θα είχες μάρτυρες της επιορκίας σου, έπρεπε πολύ περισσότερο να φοβηθείς που θα είχες τόσους μάρτυρες για μια τόσο παράνομη σφαγή.
Αλλά επειδή έχω την εντύπωση, ότι πολλοί δεν γνωρίζουν την υπόθεση του εγκλήματος, εξαιτίας της οποίας διαπράχθηκε ο φόνος, για τον λόγο αυτόν πρέπει να την αναφέρουμε και αυτήν για να κατανοήσετε τη σύνεση του νομοθέτη. Ποιος λοιπόν ήταν ο παλαιός νόμος, τον οποίο ο μεν Ηρώδης τον καταπάτησε, ο δε Ιωάννης τον υπερασπίστηκε; Ο νόμος αυτός έλεγε ότι έπρεπε η γυναίκα αυτού που πέθαινε χωρίς παιδιά να δοθεί στον αδελφό του[Δευτ.25,5-6: «Ἐὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνῃ εἷς ἐξ αὐτῶν, σπέρμα δὲ μὴ ᾖ αὐτῷ, οὐκ ἔσται ἡ γυνὴ τοῦ τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ μὴ ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα καὶ συνοικήσει αὐτῇ. καὶ ἔσται τὸ παιδίον, ὃ ἐὰν τέκῃ, κατασταθήσεται ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ τετελευτηκότος, καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξ Ἰσραήλ(:Εάν δύο αδελφοί κατοικούν μαζί και συμβεί να πεθάνει ο ένας από αυτούς, χωρίς να αφήσει παιδί, η χήρα του αποθανόντος δεν θα παντρευτεί άλλον άνδρα έξω από την συγγένεια του ανδρός της, αλλά ο αδελφός του άντρα της θα εισέλθει προς αυτήν, θα την λάβει σύζυγο και θα συγκατοικήσει μαζί της. Το δε πρώτο παιδί, το οποίο αυτή θα γεννήσει, θα λάβει την θέση και το όνομα του αποθανόντος και έτσι δεν θα εξαλειφθεί εκ μέσου των Ισραηλιτών το όνομα του αποθανόντος)»].
Επειδή δηλαδή ο θάνατος ήταν κακό απαρηγόρητο και επιδεικνυόταν πολύ μεγάλη φροντίδα για τη ζωή, θέσπισε ο νομοθέτης νόμο ο εν ζωή αδελφός να την παίρνει ως γυναίκα του τη σύζυγο του αποθανόντος και να δίνει όνομα στο παιδί που θα γεννιόταν το όνομα του αποθανόντος, ώστε να μη διαλυθεί η οικία εκείνου· διότι εάν ο αποθανών δεν άφηνε παιδιά, πράγμα που είναι η μέγιστη παρηγορία για τον θάνατο, θα καθίστατο το πένθος αθεράπευτο. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν ο νομοθέτης επινόησε αυτήν την παρηγορία για εκείνους που η φύση τούς στέρησε τα παιδιά, και έδωσε εντολή το νεογέννητο να θεωρείται τέκνο του αποθανόντος. Εφόσον όμως υπήρχε παιδί δεν επιτρεπόταν αυτός ο γάμος. «Και για ποιο λόγο;» θα ρωτούσε κάποιος· διότι εάν με άλλον επιτρεπόταν να συνάψει γάμο, πολύ περισσότερο με τον αδελφό του. Κάθε άλλο· διότι ο νομοθέτης επιθυμεί να συνεχιστεί η συγγένεια και να υπάρχουν πολλές αφορμές στις μεταξύ τους σχέσεις.
Γιατί λοιπόν και όταν κανείς πέθαινε χωρίς παιδί, δεν έπαιρνε άλλος τη χήρα ως γυναίκα του; Επειδή έτσι δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί το παιδί ότι ήταν του αποθανόντος. Ενώ τώρα που το έσπερνε ο αδελφός, γινόταν πειστικό το σόφισμα. Εξάλλου δεν ήταν υποχρεωμένος κανείς άλλος να αναστήσει την οικογένεια του αποθανόντος· ενώ αυτός αποκτούσε το δικαίωμα αυτό λόγω της συγγένειάς του με αυτόν. Επειδή λοιπόν ο Ηρώδης έλαβε ως γυναίκα του τη γυναίκα του αποθανόντος αδελφού του, μολονότι αυτή είχε παιδί, για τον λόγο αυτόν ο Ιωάννης τον κατηγορεί, η κατηγορία του όμως γίνεται κατά πολύ ήπιο τρόπο, δείχνοντας μαζί με την αυστηρότητά του και την επιείκειά του.
Εσύ, όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε ότι ήταν η όλη σκηνοθεσία σατανική· διότι κατά πρώτον τη σύστασή της την οφείλει στη μέθη και την απόλαυση, από όπου δεν ήταν δυνατόν να προέλθει κανένα καλό. Δεύτερο, οι θεατές ήσαν διεφθαρμένοι και αυτός που τους προσκάλεσε προς συνεστίαση ήταν ο πιο παράνομος από όλους. Τρίτον η παράλογη ευχαρίστηση. Τέταρτο, η κοπέλα για την οποία ήταν παράνομος ο γάμος και η οποία έπρεπε να κρύβεται επειδή διασυρόταν η τιμή της μητέρας της εισέρχεται με πολλή αδιαντροπιά στο χώρο της διασκεδάσεως και ξεπερνά, μολονότι ήταν παρθένα, όλες τις πόρνες. Και ο καιρός επίσης συντελεί τα μέγιστα προς κατηγορία αυτής της παρανομίας· διότι κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο Ηρώδης έπρεπε να ευχαριστεί τον Θεό, επειδή κατά την ημέρα εκείνη τον έφερε στο φως, τότε επιχειρεί εκείνα τα παράνομα. Τότε που έπρεπε να τον βγάλει από τη φυλακή, τότε προσθέτει στα δεσμά και τη σφαγή.
Ακούστε όσες από τις παρθένους, πολύ περισσότερο μάλιστα και από τις παντρεμένες γυναίκες όσες καταδέχεστε να διαπράττετε παρόμοιες ασχημίες στους γάμους άλλων, που με τους χορούς και τα σκιρτήματα καταντροπιάζετε την ανθρώπινη φύση. Ακούστε και οι άντρες, όσοι επιδιώκετε τα πολυτελή συμπόσια που είναι γεμάτα από μέθη, και φοβηθείτε το βάραθρο του διαβόλου. Καθόσον κατά τέτοιο τρόπο τότε κατανίκησε η Σαλώμη τον άθλιο εκείνον Ηρώδη, ώστε να ορκιστεί ότι θα έδινε και τα μισά της βασιλείας του· διότι αυτό το επιβεβαιώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος, λέγοντας: «Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου(:Και της ορκίστηκε ότι “θα σου δώσω ό,τι κι αν μου ζητήσεις, μέχρι και το μισό βασίλειό μου”)» [Μάρκ.6,23]. Τόσο πολύ αγαπούσε την εξουσία του, ώστε να την παραχωρήσει, έχοντας αιχμαλωτιστεί από το πάθος του, για έναν και μόνο χορό της.
Και γιατί θαυμάζεις, αν τότε συνέβαιναν αυτά, κατά τη στιγμή που και τώρα ακόμη, μετά από τόσο ανώτερη διδασκαλία, πολλοί από αυτούς τους αποχαυνωμένους νέους και τις ψυχές τους προσφέρουν χάριν του χορού, μην έχοντας ούτε καν ανάγκη από όρκο; Διότι έχοντας καταστεί αιχμάλωτοι της ηδονής, οδηγούνται όπου ήθελε να τους σύρει ο λύκος. Και ακριβώς αυτό έπαθε εκείνος ο παράφρονας ο Ηρώδης, ο οποίος επέδειξε παραφροσύνη για δύο περιπτώσεις από τις πλέον χειρότερες· και με το ότι έδωσε εξουσία σε εκείνη που είχε κυριευτεί από τόση τρέλα και μέθη εξαιτίας του πάθους της να θανατωθεί ο Ιωάννης και δεν έκανε καμία υποχώρηση, και με το να κατοχυρώσει την υπόσχεση που έδωσε εξαναγκασμένος από τον όρκο του. Αν όμως εκείνος πράγματι υπήρξε τόσο παράνομος, πιο παράνομη από όλους υπήρξε η άθλια εκείνη γυναίκα, η Ηρωδιάδα, και από την κόρη και από τον τύραννο· καθόσον αυτή ήταν η αρχιτεκτόνας όλων των κακών και αυτή εξύφανε ολόκληρο το δράμα, η οποία μάλιστα έπρεπε να χρωστά χάρη στον προφήτη· διότι πράγματι η θυγατέρα της από αυτήν πείστηκε και διέπραξε αυτές τις ασχημίες και χόρεψε και ζήτησε τον φόνο, αλλά και ο Ηρώδης από αυτήν σαγηνεύτηκε.
Βλέπεις ότι ο Χριστός είχε δίκιο όταν έλεγε: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος(:Εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή την μητέρα του περισσότερο από Εμένα, και με αρνείται για να μη χωριστεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από Εμένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου)» [Ματθ.10,37]; Διότι αν αυτή τηρούσε αυτόν τον νόμο δεν θα παρέβαινε τόσους άλλους νόμους, δεν θα διέπραττε αυτόν τον μιαρό φόνο· διότι πράγματι, τι θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από αυτήν τη θηριωδία; Φόνο που τον ζητεί στη θέση της χάριτος, φόνο παράνομο, φόνο σε ώρα δείπνου, φόνο που διαπράττεται δημόσια και κατά τρόπο αναίσχυντο· διότι δεν πήγε στον Ηρώδη για να συζητήσει για αυτά μαζί του ιδιαιτέρως, αλλά ενώπιον όλων, και αφού απέβαλε το προσωπείο και έμεινε με γυμνή την κεφαλή, λαμβάνοντας ως συνήγορο τον διάβολο, λέγει κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτά που λέγει.
Καθόσον ο διάβολος είναι εκείνος που και αυτήν έκανε να επιτύχει στον χορό και τον Ηρώδη να τον αιχμαλωτίσει τότε· διότι όπου υπάρχει χορός, εκεί είναι και ο διάβολος. Ούτε βέβαια ο Θεός μάς έδωσε τα πόδια για τον σκοπό αυτόν, αλλά για να βαδίζουμε όπως και όπου πρέπει· όχι για να διαπράττουμε ασχημίες, όχι για να πηδούμε σαν τις καμήλες(καθόσον και εκείνες όταν χορεύουν προκαλούν αηδία, χωρίς βέβαια να είναι γυναίκες), αλλά για να χορεύουμε μαζί με τους αγγέλους. Εάν λοιπόν το σώμα είναι αισχρό όταν διαπράττει παρόμοιες ασχημίες, πολύ περισσότερο είναι η ψυχή. Τέτοιους χορούς κάνουν οι δαίμονες, παρόμοιες ασχημοσύνες διαπράττουν οι υπηρέτες των δαιμόνων.
Πρόσεξε επίσης και την αίτησή της: «Δός μοι ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ(:Δώσε μου εδώ πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή)»[Ματθ.14,8]. Είδες την αδιάντροπη που δεν κοκκινίζει από ντροπή, που δόθηκε εξ ολοκλήρου στον διάβολο; Και το αξίωμα του Ιωάννη ενθυμείται, αλλά και ούτε έτσι ντρέπεται, αλλά σαν να μιλάει για κάποιο φαγητό, κατά τον ίδιο τρόπο ζητεί να της φέρουν επάνω σε πιάτο την ιερά εκείνη και μακαρία κεφαλή. Και δεν εξηγεί την αιτία της επιθυμίας, ούτε βέβαια είχε και τίποτε να πει· αλλά απλώς και μόνο επιθυμεί να τιμηθεί με τις συμφορές των άλλων.
Και δεν είπε: «Φέρε τον αυτόν εδώ και κατάσφαξέ τον»· διότι δεν είχε τη δύναμη να αντικρύσει την παρρησία του, ούτε και όταν ακόμη επρόκειτο να πεθάνει. Καθόσον φοβόταν ότι θα άκουγε τη φωνή του και τη στιγμή ακόμη εκείνη που θα κατασφαζόταν· διότι δεν ήταν δυνατόν να σιωπήσει ο Ιωάννης ούτε και όταν ακόμη επρόκειτο να αποκεφαλιστεί. Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Δώσε μου την κεφαλή του εδώ πάνω στο πιάτο»· «διότι επιθυμώ να δω εκείνη τη γλώσσα να σιωπά». Και δεν ενδιαφερόταν βέβαια απλώς και μόνο να απαλλαγεί από τους ελέγχους, αλλά ακόμη και να τον ποδοπατήσει και να περιπαίξει νεκρό. Ο Θεός όμως επεδείκνυε μακροθυμία και δεν έριξε κεραυνό από τον ουρανό και ούτε κατάκαψε το αναίσχυντο πρόσωπό της, αλλά και ούτε πρόσταξε τη γη να ανοίξει και να καταπιεί εκείνο το αμαρτωλό συμπόσιο· και έτσι και τον δίκαιο στεφανώνει με τον μεγαλύτερο στέφανο και παράλληλα άφησε μεγάλη παρηγορία για όλους εκείνους που μελλοντικά θα πάσχουν κάτι άδικα.
Ας τα ακούσουμε λοιπόν όλοι όσοι ζούμε ενάρετα και υφιστάμεθα κακά από πονηρούς ανθρώπους. Καθόσον και τότε ο Θεός έδειχνε μακροθυμία γι’ αυτόν που ζούσε στην έρημο, που φορούσε ζώνη δερμάτινη, που φορούσε το τρίχινο ένδυμα, που ήταν προφήτης, που ήταν μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες, που μεγαλύτερός του δεν υπήρξε κανείς μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν από γυναίκες, και να κατασφαγεί και μάλιστα από ακόλαστη κόρη και διεφθαρμένη πόρνη, και όλα αυτά κατά τη στιγμή που υπεραμυνόταν τους θείους νόμους.
Αναλογιζόμενοι λοιπόν όλα αυτά, ας υποφέρουμε με γενναιότητα όλα όσα υποφέρουμε. Καθόσον και τότε η μιαιφόνος αυτή και παράνομη Ηρωδιάδα, όσο περισσότερο επιθύμησε να αμυνθεί έναντι αυτού που την είχε λυπήσει, τόσο περισσότερο υπερίσχυσε και ικανοποίησε όλο τον θυμό της, και παρά ταύτα όμως ο Θεός έδειχνε μακροθυμία. Μολονότι βέβαια ο Ιωάννης προς αυτήν δεν είπε τίποτε, ούτε την κατηγόρησε, αλλά κατηγορούσε μόνον τον άντρα της. Η συνείδησή της όμως της έγινε πικρή κατήγορος. Για τον λόγο αυτόν και οδηγήθηκε με μεγάλο παραλογισμό σε μεγαλύτερα κακά, υποφέροντας και καταδαγκωμένη από τη μανία της και καταντρόπιαζε όλους μαζί, τον εαυτό της, τη θυγατέρα της, τον αποθανόντα άνδρα της, τον μοιχό που ήταν εν ζωή, και κατέβαλε προσπάθεια να ξεπεράσει τους προηγούμενους.
Ακούστε όσοι επιδεικνύετε αδυναμία προς τις γυναίκες μεγαλύτερη από όσο πρέπει. Ακούστε όσοι βιάζεστε να ορκιστείτε για μη φανερά πράγματα και κάνετε άλλους κυρίους της απωλείας σας και σκάπτετε βάραθρο για τον εαυτό σας· διότι και ο Ηρώδης κατ’ αυτόν τον τρόπο χάθηκε. Καθόσον δηλαδή περίμενε ότι αυτή θα ζητούσε κάτι που είχε σχέση με το δείπνο και επειδή ήταν κόρη και βρισκόταν σε εορτή και συμπόσιο και πανήγυρη θα ζητούσε κάποια χάρη χαρούμενη και ευχάριστη, και όχι ότι θα ζητούσε την κεφαλή του Ιωάννη· και όμως εξαπατήθηκε. Παρά ταύτα όμως τίποτε από αυτά δεν θα τον δικαιολογήσει· διότι εάν εκείνη είχε αποκτήσει ψυχή θηριομάχων ανδρών, όμως αυτός δεν έπρεπε να παραλογιστεί, ούτε να γίνει έτσι εκτελεστής παρομοίων τυραννικών διαταγών.
Και πρώτα-πρώτα, ποιος θα ήταν δυνατόν να μη φρίξει βλέποντας την ιερή εκείνη κεφαλή, που έσταζε από αίμα, να είναι τοποθετημένη στο δείπνο; Δεν συνέβη όμως κάτι παρόμοιο με τον παράνομο Ηρώδη, ούτε με την πιο αμαρτωλή από αυτόν, γυναίκα· διότι τέτοιες είναι οι γυναίκες που ασκούν την πορνεία· είναι οι πιο αναίσχυντες και σκληρές από όλους· διότι εάν εμείς φρίττουμε ακούγοντας αυτά, τι έπρεπε, κατά φυσική αναλογία, να νιώσει εκείνος τότε που τα έβλεπε αυτά; Τι έπρεπε να νιώσουν οι συνδαιτυμόνες εκείνοι βλέποντας στο μέσο του συμποσίου μια νεοσφαγείσα κεφαλή που έσταζε αίμα; Δεν έπαθε όμως τίποτε από αυτό το θέαμα η αιμοβόρος εκείνη γυναίκα που ήταν αγριότερη και από τις Ερινύες[:μυθολογικές θεότητες που καταδίωκαν τους φονιάδες], αλλά αντίθετα και υπερηφανευόταν· μολονότι βέβαια θα έπρεπε και αν από τίποτε άλλο, τουλάχιστον από το θέαμα και μόνο να παραλύσει. Τίποτε όμως παρόμοιο δεν έπαθε η μιαιφόνος, που διψούσε για τα προφητικά αίματα.
Διότι τέτοια είναι η πορνεία· δεν καθιστά τους ανθρώπους μόνο ασελγείς, αλλά και φονιάδες. Βέβαια αυτές που επιθυμούν να διαπράξουν και τη μοιχεία είναι προετοιμασμένες να σφάξουν ακόμη και τους αδικημένους συζύγους τους· και είναι έτοιμες όχι μόνον ένα, ούτε δύο, αλλά απείρους φόνους να διαπράξουν. Και υπάρχουν πολλοί μάρτυρες αυτών των δραμάτων· πράγμα που και εκείνη τότε το έκανε, με την ελπίδα να λησμονηθεί στη συνέχεια το τόλμημά της και να το αποκρύψει. Αλλά όμως συνέβη τελείως το αντίθετο, καθόσον ο Ιωάννης φώναξε μετά από αυτά πολύ πιο ισχυρότερα.
Όμως η κακία βλέπει μόνο προς το παρόν, όπως ακριβώς αυτοί που έχουν πυρετό, όταν ζητούν σε χρόνο ακατάλληλο κάτι το ψυχρό· καθότι αν δεν έσφαζε τον κατήγορο, δεν θα αποκαλυπτόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο το τόλμημά της. Και πράγματι οι μαθητές του δεν είπαν τίποτε σχετικό, όταν τον έβαλε στη φυλακή, όταν όμως τον φόνευσε τότε αναγκάστηκαν να φανερώσουν και την αιτία· διότι ήθελαν να αποκρύψουν την μοιχαλίδα και δεν ήθελαν να διαπομπεύουν τις συμφορές των πλησίον τους· όταν όμως εξαναγκάστηκαν από τα ίδια τα γεγονότα, τότε αποκαλύπτουν ολόκληρο το τόλμημα· διότι για να μην εκλάβει κανείς ως πονηρή την αιτία της σφαγής[:προφανώς ο άγιος εδώ εννοεί την υποψία προετοιμασίας εξέγερσης ενάντια στον Ηρώδη από τον Ιωάννη και τους μαθητές του], όπως ακριβώς συνέβη επί Θευδά και Ιούδα [Πράξ.5,36-37: «Πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν. μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν(:Διότι πριν από λίγο καιρό εμφανίστηκε ο Θευδάς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος σπουδαίος. Κοντά του προσκολλήθηκαν ως οπαδοί του ένας αριθμός περίπου τετρακοσίων ανδρών. Ο ίδιος όμως δολοφονήθηκε, και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν διαλύθηκαν και το κίνημά του εκμηδενίστηκε. Ύστερα απ’ αυτόν εμφανίστηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος, τις μέρες που έγινε από τους Ρωμαίους η απογραφή για να επιβληθεί ο κεφαλικός φόρος. Και παρέσυρε σε επανάσταση πολύ λαό, ο οποίος τον ακολούθησε. Αλλά και εκείνος θανατώθηκε και χάθηκε, και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν διασκορπίσθηκαν με τη βία των όπλων)»], αναγκάζονται να πουν και την αιτία του φόνου. Ώστε και αν θελήσεις να καλύψεις μία αμαρτία με αυτόν τον τρόπο, τόσο περισσότερο τη διαπομπεύεις· διότι η αμαρτία δεν κρύβεται με τη διάπραξη άλλης αμαρτίας, αλλά με την μετάνοια και την εξομολόγηση.
Πρόσεξε επίσης τον ευαγγελιστή, ότι όλα τα διηγείται κατά τρόπο μη ενοχλητικό και κάνει όσο του είναι δυνατόν και απολογία· διότι υπέρ του Ηρώδη λέγει: «εξαιτίας των όρκων και των προσκεκλημένων» και ότι λυπήθηκε· για την κόρη δε ότι «καθοδηγήθηκε από τη μητέρα της» και ότι «έφερε την κεφαλή στη μητέρα της», σαν να έλεγε δηλαδή ότι ξεπλήρωνε το πρόσταγμα εκείνης· διότι όλοι οι δίκαιοι δεν λυπούνται για αυτούς που υφίστανται κακά, αλλά για αυτούς που διαπράττουν κακά· διότι ούτε και ο Ιωάννης είχε αδικηθεί, αλλά αυτοί που διέπραξαν αυτά κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ας μιμούμαστε λοιπόν και εμείς αυτούς και ας μην επεμβαίνουμε στις αμαρτίες των πλησίον μας, αλλά όσο μας είναι δυνατό, να τις καλύπτουμε. Ας αποκτήσουμε ευσεβή ψυχή· καθόσον και ο ευαγγελιστής μιλώντας για πόρνη και φόνισσα γυναίκα, μίλησε όσο του ήταν δυνατόν ηπιότερα· διότι δεν είπε «καθοδηγημένη από τη μιαίφονο και μυσαρή γυναίκα», αλλά «προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς(:καθοδηγημένη από τη μητέρα της)», ονομάζοντάς τις με τις πλέον εύφημες στην ακοή λέξεις. Ενώ εσύ και υβρίζεις και κακολογείς τον συνάνθρωπό σου, και δεν θα σου είναι δυνατόν να ανεχτείς ποτέ και να ενθυμηθείς κάποιον αδελφό σου που σε λύπησε, κατά τον τρόπο αυτό που ο ευαγγελιστής ομίλησε για την πόρνη, αλλά θα το έκανες αυτό με πολλή θηριωδία και χλευασμούς, και θα τον αποκαλούσες πονηρό, κακούργο, ύπουλο, ανόητο και με πολλά άλλα χειρότερα από αυτά· καθόσον πράγματι γινόμαστε θηρία και μιλούμε σαν να είναι κάποιος άνθρωπος διαφορετικού φύλου, τον κατηγορούμε, τον κακολογούμε και τον υβρίζουμε. Δεν είναι όμως παρόμοια η συμπεριφορά των αγίων, αλλά αυτοί μάλλον θρηνούν για όσους αμαρτάνουν παρά τους καταρώνται.
Αυτό, λοιπόν, ας πράττουμε και εμείς και ας θρηνούμε για την Ηρωδιάδα και για όλους εκείνους που τη μιμούνται· καθόσον πολλά παρόμοια συμπόσια γίνονται και σήμερα, και αν δεν είναι ο Ιωάννης αυτός που κατασφάζεται, είναι όμως τα μέλη του Χριστού, και μάλιστα κατά πολύ χειρότερο τρόπο· καθόσον αυτοί που χορεύουν σήμερα δεν ζητούν κεφαλή επάνω σε πιάτο, αλλά τις ψυχές των συνδαιτυμόνων τους· διότι όταν τους μεταβάλλουν σε δούλους και τους οδηγούν σε παράνομους έρωτες και υπερασπίζονται πόρνες, δεν αποκόπτουν την κεφαλή, αλλά κατασφάζουν την ψυχή, κάνοντάς τους μοιχούς και θηλυπρεπείς και πόρνους· διότι βέβαια μη μου πεις ότι πίνοντας και μεθώντας και βλέποντας γυναίκα να χορεύει και να αισχρολογεί, ότι δεν καταλαμβάνεσαι από κάποια αισχρή επιθυμία γι’ αυτήν, ούτε ότι δεν παρασύρεσαι προς την ασωτία, νικώμενος από ηδονή. Και παθαίνεις εκείνο το φρικτό· μεταβάλλεις τα μέλη του Χριστού σε πόρνης μέλη[Α΄Κορ.6,15]· διότι και αν ακόμη δεν είναι παρούσα η κόρη της Ηρωδιάδος, παρευρίσκεται όμως ο διάβολος, ο οποίος τότε χόρεψε διαμέσου εκείνης, και χορεύει τώρα μέσω αυτών και αναχωρεί αφού αιχμαλωτίσει τις ψυχές των συνδαιτυμόνων.
Αλλά και αν εσείς μπορείτε να αποφύγετε τη μέθη, αλλά όμως γίνεστε κοινωνοί άλλης πολύ πιο φοβερής αμαρτίας· καθόσον τα συμπόσια αυτά είναι γεμάτα από πολλές αρπαγές· διότι, σε παρακαλώ, μη βλέπεις μόνο τα κρέατα που βρίσκονται μπροστά σου, ούτε και τα γλυκίσματα, αλλά αναλογίσου από πού έχουν συγκεντρωθεί, και τότε θα διαπιστώσεις ότι προέρχονται από αισχρές πράξεις, από πλεονεξία, βία και αρπαγή. Μα θα πει κάποιος: «Αυτά τα συμπόσια δεν προέρχονται από παρόμοιες ενέργειες. Μη γένοιτο· διότι ούτε και εγώ το επιθυμώ». Πλην όμως και αν ακόμη είναι καθαρά από αυτά, ούτε και έτσι είναι απαλλαγμένα τα πολυτελή δείπνα από εγκλήματα. Άκουσε λοιπόν τις κατηγορίες του προφήτη για τα συμπόσια αυτά που είναι απαλλαγμένα από όλα αυτά: «Οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον καὶ τὰ πρῶτα μῦρα χριόμενοι καὶ οὐκ ἔπασχον οὐδὲν ἐπὶ τῇ συντριβῇ Ἰωσήφ(:Εσείς, πίνετε εκλεκτό διυλισμένο οίνο, χρίεστε με τα πανάκριβα μύρα και δεν πονάτε καθόλου για την επικειμένη καταστροφή του ισραηλιτικού λαού εξαιτίας της διαφθοράς του)»[Αμώς, 6,6]. Βλέπεις ότι κατηγορεί και την τρυφηλή ζωή; Διότι βέβαια στην περίπτωση αυτήν δεν κατακρίνει την πλεονεξία, αλλά την ασωτία μόνο.
Και εσύ μεν τρως χωρίς μέτρο, ο Χριστός όμως δεν έτρωγε ούτε το προς το ζην· εσύ μεν τρως γλυκίσματα διάφορα, ενώ εκείνος ούτε ξερό άρτο· εσύ πίνεις οίνο από τη Θάσο, σε εκείνον όμως που διψά δεν έδωσες ούτε ένα ποτήρι κρύο νερό· εσύ μεν κοιμάσαι σε απαλό και ποικιλόχρωμο στρώμα, ενώ εκείνος πεθαίνει από το ψύχος. Για τον λόγο αυτόν και αν ακόμη είναι καθαρά τα δείπνα από πλεονεξία, παρά ταύτα είναι και πολύ αμαρτωλά, καθόσον εσύ μεν τα κάνεις όλα χωρίς να τα έχεις ανάγκη, σε Εκείνον όμως δεν δίνεις ούτε τα αναγκαία, και όλα αυτά κατά τη στιγμή που απολαμβάνεις όλες τις δωρεές Του. Αλλά όμως, αν ήσουν επίτροπος ανήλικου παιδιού και αφού έπαιρνες όλα τα υπάρχοντά του, το άφηνες να δυστυχεί, θα ήταν δυνατόν να έχεις άπειρους κατήγορους και θα λάμβανες τιμωρία σύμφωνα με τους νόμους, ενώ τώρα που έλαβες τις δωρεές του Χριστού και τις ξοδεύεις έτσι χωρίς κανένα σκοπό, δεν νομίζεις ότι θα δώσεις λόγο; Και αυτά δεν τα λέω γι΄αυτούς που προσκαλούν πόρνες στα τραπέζια(διότι σε αυτούς ο λόγος δεν έχει καμία θέση, όπως ακριβώς και στους σκύλους)· ούτε τα λέω για τους άρπαγες που κατατρώνε τους άλλους με απληστία(διότι ούτε και με αυτούς έχω τίποτε το κοινό, όπως ακριβώς δεν έχω με τους χοίρους και τους λύκους), αλλά τα λέω για εκείνους που απολαμβάνουν μεν την παρουσία τους, αλλά όμως δεν δίνουν στους άλλους, δηλαδή τα λέω απλώς και μόνο γι΄αυτούς που κατασπαταλούν την πατρική τους περιουσία· διότι ούτε και αυτοί απαλλάσσονται από την κατηγορία.
Διότι, πες μου, πώς θα διαφύγεις την κατηγορία και τις αφορμές για κατηγορία όταν ο μεν ομοτράπεζός σου τρώει με υπεραφθονία καθώς και ο σκύλος που βρίσκεται δίπλα σου, ενώ ο Χριστός δεν σου φαίνεται άξιος ακόμη και γι’ αυτά; Όταν ο μεν γελωτοποιός λαμβάνει τόσο μεγάλη αμοιβή για τα γέλιά του, ενώ ο Χριστός που σου χαρίζει τη βασιλεία των ουρανών δεν λαμβάνει μέσω των φτωχών ούτε το πολλοστημόριο από αυτά; Και ο μεν γελωτοποιός επειδή μάς είπε κάτι το αστείο έφυγε χορτάτος, ο Χριστός όμως, που μας δίδαξε αυτά, που αν δεν τα μαθαίναμε δεν θα διαφέραμε ως προς τίποτε από τους σκύλους, δεν αξίζει να λάβει ούτε εκείνα που λαμβάνει αυτός; Φρίττεις που τα ακούς αυτά; Φρίξε λοιπόν και για τις πράξεις σου. Εκδίωξε αυτούς που κάθονται στο τραπέζι σου ως παράσιτα και προσπάθησε να έχεις ομοτράπεζό σου τον Χριστό. Εάν Τον καταστήσεις κοινωνό στα γεύματά σου και στο τραπέζι σου, θα είναι επιεικής όταν θα σε δικάζει· γνωρίζει να σέβεται τη φιλοξενία· διότι εάν αυτό το γνωρίζουν οι ληστές, πολύ περισσότερο το γνωρίζει ο Κύριος.
Αναλογίσου λοιπόν την πόρνη εκείνη, πώς τη δικαίωσε όταν προσκλήθηκε σε τραπέζι, και πώς κατηγορεί τον Σίμωνα λέγοντας: «Φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας(:Εσύ δεν μου έδωσες φίλημα ούτε στο πρόσωπο, όπως συνηθίζουν για τον κάθε φιλοξενούμενο˙ αυτή όμως απ’ την ώρα που μπήκα δεν σταμάτησε με πολλή ταπείνωση να μου καταφιλεί τα πόδια)»[Λουκά 7,45]· διότι εάν ο Κύριος σε τρέφει χωρίς να τα κάνεις αυτά, πολύ μεγαλύτερη θα είναι η αμοιβή σου όταν τα κάνεις. Μη βλέπεις τον φτωχό που σε πλησιάζει λερωμένος και απεριποίητος, αλλά σκέψου ότι ο Χριστός διαμέσου εκείνου εισέρχεται στην οικία σου και πάψε να είσαι απάνθρωπος και να λες σκληρά λόγια, με τα οποία συνήθως περιλούζεις αυτούς που ζητούν τη βοήθειά σου, αποκαλώντας τους απατεώνες, οκνηρούς και με άλλα λόγια φοβερότερα από αυτά.
Και να σκέφτεσαι όταν λες αυτά: «Ποια είναι τα έργα αυτών που ζουν κοντά μου σαν παράσιτα; Σε τι ωφελούν την οικία μου; Κάνουν κατά κάποιον τρόπο ευχάριστο το φαγητό μου;». Μα πώς είναι δυνατόν να είναι ευχάριστο, κατά τη στιγμή που αλληλοχτυπιούνται και αισχρολογούν; Και τι θα μπορούσε να υπάρξει πιο δυσάρεστο από αυτό, όταν χτυπάς αυτόν που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού και νιώθεις ευχαρίστηση από τις ύβρεις σου προς αυτόν, μεταβάλλοντας την οικία σου σε θέατρο, γεμίζοντας το συμπόσιο με θεατρίνους και μιμούμενος αυτούς που παρουσιάζονται επάνω στη σκηνή ξυρισμένοι, εσύ ο ευγενής και ελεύθερος; Καθόσον και στη σκηνή υπάρχουν γέλια και χτυπήματα. Πες μου, λοιπόν, αυτά τα ονομάζεις ηδονή, αυτά που είναι άξια πολλών δακρύων, αυτά που είναι άξια πολλών θρήνων και οδυρμών; Και ενώ πρέπει να τους εμπνεύσεις μία σπουδαία ζωή, ενώ πρέπει να τους προτρέψεις για μια καθόλα πρέπουσα ζωή, εσύ αντιθέτως τους οδηγείς σε επιορκίες και σε λόγια απρεπή, και αυτό το πράγμα το ονομάζεις ευχαρίστηση, και αυτό που είναι πρόξενος της γεένης, αυτό εσύ το θεωρείς υπόθεση ηδονής; Καθόσον όταν τελειώσουν οι αστεϊσμοί τους, διαλύονται με όρκους και επιορκίες. Αυτά λοιπόν είναι άξια γέλωτος και δεν είναι άξια οδυρμών και δακρύων; Και ποιος λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να τα πει όλα αυτά;
Και αυτά τα λέω όχι για να εμποδίσω να τρέφονται και αυτοί, αλλά να μη τρέφονται για παρόμοια αιτία. Ας έχει δηλαδή η διατροφή ως αιτία της τη φιλανθρωπία και όχι τη σκληρότητα· την αγάπη και όχι την ύβρη. Θρέψε τον επειδή είναι φτωχός, θρέψε τον επειδή μέσω αυτού τρέφεται ο Χριστός, και όχι επειδή παρουσιάζει σατανικά λόγια και καταντροπιάζει τη ζωή του. Μη βλέπεις εξωτερικά που είναι γελαστός, αλλά εξέτασε τη συνείδησή του και τότε θα τον δεις να καταριέται αμέτρητες φορές τον εαυτό του και να αναστενάζει και να οδύρεται. Εάν όμως δεν το φανερώνει και αυτό γίνεται εξαιτίας σου.
Ας είναι λοιπόν αυτοί που τρώνε με εσένα άνθρωποι φτωχοί και ελεύθεροι, όχι όμως επίορκοι και γελωτοποιοί. Εάν πάλι θέλεις να ζητήσεις αμοιβή από αυτούς για την τροφή που τους παρέχεις, δώσε εντολή, εάν δουν να συμβαίνει τίποτε το άτοπο, να επιπλήξουν, να συμβουλέψουν, να βοηθήσουν στη φροντίδα της οικίας, στην προστασία των υπηρετών. Έχεις παιδιά; Ας γίνουν μαζί με σένα πατέρες τους, ας μοιραστούν μαζί με εσένα την προστασία τους, και ας σου φέρουν κέρδη που είναι αγαπητά στον Θεό.
Κάνε επίσης τους φίλους σου να ασχοληθούν με πνευματικό εμπόριο. Και αν δεις κάποιον που έχει ανάγκη προστασίας, δώσε εντολή να τον βοηθήσουν, διάταξε να τον εξυπηρετήσουν. Μέσω αυτών να ψάχνεις και να βρίσκεις τους ξένους, με αυτούς να ντύνεις τους γυμνούς, με αυτούς να στέλνεις αγαθά στις φυλακές και να δίνεις λύση στις ξένες ανάγκες. Αυτήν την αμοιβή ας σου δίνουν έναντι της τροφής τους, που και εσένα ωφελεί και δεν έχει καμία κατηγορία. Με όλες αυτές τις πράξεις σφίγγεται περισσότερο και η φιλία.
Διότι και τώρα και αν ακόμη νομίζουν ότι αγαπώνται, αλλά όμως ντρέπονται, επειδή βρίσκονται πλησίον σου χωρίς σκοπό· αν όμως εκτελούν όλα αυτά και οι ίδιοι θα μένουν κοντά σου με μεγαλύτερη άνεση και εσύ θα τους διαθρέψεις με μεγαλύτερη ευχαρίστηση, επειδή δεν θα δαπανάς άσκοπα, και εκείνοι θα διαμένουν κοντά σου με το θάρρος και την πρέπουσα ελευθερία, και η οικία σου θα καταστεί, αντί θεάτρου, εκκλησία, και ο διάβολος θα δραπετεύσει και ο Χριστός θα εισέλθει και μαζί με αυτόν και ο χορός των αγγέλων· διότι όπου βρίσκεται ο Χριστός, εκεί βρίσκονται και οι άγγελοι· και όπου βρίσκονται ο Χριστός και οι άγγελοι, εκεί υπάρχει ο ουρανός, εκεί φως που είναι λαμπρότερο και από το φως του ηλίου. Εάν λοιπόν θέλεις να έχεις και άλλη βοήθεια εκ μέρους τους, δώσε εντολή όταν ξεκουράζεσαι, να πάρουν βιβλία και να διαβάζουν τον θείο νόμο. Με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα κάνουν αυτά, παρά εκείνα· διότι αυτά καθιστούν και εσένα και εκείνους σεμνότερους, ενώ εκείνα σας καταντροπιάζουν όλους μαζί· εσένα μεν ως υβριστή και μέθυσο, ενώ εκείνους ως άθλιους και γαστρίμαργους· διότι εάν τους τρέφεις για να τους υβρίζεις, είναι φοβερότερο από το εάν τους σκότωνες· εάν όμως για ωφέλεια και κέρδος, τότε η προσφορά σου είναι περισσότερο χρήσιμη, παρά εάν τους επέστρεφες ενώ οδηγούνταν προς τον θάνατο. Και τώρα μεν τους καταντροπιάζεις περισσότερο και από τους υπηρέτες, καθόσον οι υπηρέτες σου έχουν περισσότερο θάρρος και πιο ελεύθερη συνείδηση από αυτούς, ενώ τότε θα τους κάνεις ίσους με τους αγγέλους.
Απάλλαξε λοιπόν και αυτούς και τον εαυτό σου και αφού τους απαλλάξεις από το όνομα των παρασίτων, ονόμαζέ τους ομοτράπεζους, και αφού απορρίψεις την ονομασία των κολάκων να τους αποκαλείς φίλους σου. Γι΄αυτόν τον σκοπό και ο Θεός έκανε τις φιλίες, όχι για το κακό όσων αγαπώνται και όσων αγαπούν, αλλά με σκοπό το καλό και το χρήσιμο. Παρόμοιες όμως φιλίες είναι φοβερότερες από κάθε άλλη έχθρα· διότι από μεν τους εχθρούς, αν θέλουμε, μπορούμε να έχουμε και κέρδος, από αυτούς όμως οπωσδήποτε είμαστε αναγκασμένοι να ζημιωνόμαστε.
Επομένως μην κρατάς πλησίον σου φίλους που σου είναι διδάσκαλοι βλάβης· μην κρατάς φίλους που είναι περισσότερο εραστές του τραπεζιού και του φαγοποτιού, παρά της φιλίας· διότι όλοι οι παρόμοιοι φίλοι, αν θέσεις τέρμα στις απολαύσεις, θα διαλύσουν και τη φιλία· αντιθέτως, όμως, εκείνοι που σε συναναστρέφονται εξαιτίας της αρετής σου, μένουν πλησίον σου συνεχώς, υπομένοντας κάθε δυστυχία σου. Όμως το γένος των παρασίτων πολλές φορές και σε καταπολεμούν και σου προσάπτουν φήμη πονηρή. Εξαιτίας αυτού γνωρίζω πολλούς από τους ελεύθερους που απέκτησαν κακή φήμη, και άλλοι μεν συκοφαντήθηκαν για μαγείες, άλλοι πάλι για μοιχείες και διαφθορά παιδιών· διότι όταν δεν ασχολούνται με τίποτε και ζουν χωρίς κανένα σκοπό στη ζωή τους, δημιουργούν σε πάρα πολλούς υποψίες, δεχόμενοι τις περιποιήσεις τους, σαν να είναι παιδιά.
Απαλλάσσοντας λοιπόν τους εαυτούς μας από κακή φήμη και προπάντων από τη μέλλουσα γέενα και πράττοντας αυτά που είναι αρεστά στον Θεό, ας θέσουμε τέρμα στη διαβολική αυτή συνήθεια, ώστε όλα να τα κάνουμε προς δόξαν του Θεού, και να τρώμε και να πίνουμε, για να απολαύσουμε και την δόξα από Αυτόν, την οποία δόξα εύχομαι όλοι να επιτύχουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΜΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 860-893.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 66, σελ. 155– 173.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm