«Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι!»
(ἅγ. Νέστωρ)
Μ᾽ αὐτὴ τὴν κραυγὴ ἢ μᾶλλον δέησι καὶ παράκλησι τοῦ ἁγ. Νέστορος πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρχίζω ὁ γέροντας ἐγώ.
Ἑορτάζει ὁ ἅγιος Δημήτριος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δημοφιλεῖς ἁγίους. Τιμᾶται σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρι καὶ τὴ Ρωσία, ὅπου μέχρι πρό τινος ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων δὲν ἦταν ἐλεύθερη. Παντοῦ τὸν τιμοῦν. Ἄντρες καὶ γυναῖκες (Δήμητρες) ἔχουν τὸ ὄνομά του.
* * *
Ὁ ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη τὸν 3ον αἰῶνα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ τὸν δίδαξαν τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἀπὸ μικρὸς ξεχώριζε γιὰ τὴν εὐρωστία, τὴν ἑτοιμότητα, τὴν εὐφυΐα καὶ τὸ ἀθλητικό του παράστημα. Νεαρὸς κατατάχθηκε στὸ ῥωμαϊκὸ στρατὸ καὶ λόγῳ τῆς ἀνδρείας του ἀνέβηκε σύντομα τὶς βαθμῖδες τῆς ἱεραρχίας.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ προπαντὸς τὸν διέκρινε ἦταν ἡ θερμὴ πίστι του στὸν Κύριό μας. Καὶ τὴν πίστι αὐτὴ δὲν τὴν ἔκρυβε· προσπαθοῦσε νὰ τὴ μεταδίδῃ καὶ σὲ ἄλλους. Ἤθελε εἰ δυνατὸν κάθε μέρα καὶ κάποιον ἀκόμη νὰ ὁδηγῇ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. «Εἷς πρὸς ἕνα εἰς Χριστόν», ὁ ἕνας νὰ φέρῃ ἄλλον ἕνα στὸ Χριστό.
Μιὰ τέτοια ὅμως δραστηριότητα οὔτε ἄγνωστη ἔμεινε οὔτε ἀνεκτὴ ἀπὸ τὶς εἰδωλολατρικὲς ἀρχές. Αὐτοκράτορες τότε ἦταν ὁ Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.), ποὺ μισοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ εἶχε κηρύξει ἐναντίον τους φοβερὸ διωγμό, καὶ ὁ Μαξιμιανός (286-305 μ.Χ.). Τότε λοιπὸν κατήγγειλαν τὸν ἅγιο Δημήτριο ὡς Χριστιανό. Τὸν κάλεσαν ἐνώπιον τοῦ τυράννου, τὸν ἀνέκριναν, τοῦ εἶπαν ν᾽ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό. Αὐτὸς ἀρνήθηκε ν᾽ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό! Ἀμέσως τὸν καθαίρεσαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ σὲ ἁπλὸ στρατιώτη καὶ τὸν ἔρριξαν στὴ φυλακή.
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες στὴ Θεσσαλονίκη γίνονταν ἀθλητικοὶ ἀγῶνες. Παρουσιάστηκε λοιπὸν στὸ στάδιο ἕνας εἰδωλολάτρης ἀθλητής, γίγαντας στὸ ἀνάστημα, ποὺ λεγόταν Λυαῖος. Αὐτὸς προκαλοῦσε κάθε μέρα τοὺς Χριστιανοὺς λέγοντας· Ὅποιος μπορεῖ, ἂς ἔρθῃ νὰ παλέψῃ μαζί μου. Ποιός ὅμως νὰ τὰ βάλῃ μ᾽ αὐτόν; Κι ὁ Λυαῖος καυχόταν καὶ προκαλοῦσε.
Τότε ἕνας νεαρὸς Χριστιανὸς ἡλικίας 18 ἐτῶν μαθητὴς τοῦ ἁγίου Δημητρίου ποὺ τὸν ἔλεγαν Νέστορα, ἔνιωσε προσβολὴ τὸ νὰ ὑβρίζῃ ὁ Λυαῖος τὴ θρησκεία του καὶ θέλησε νὰ τὸν ἀντιμετωπίσῃ. Πῆγε στὸ δάσκαλό του, ποὺ ἦταν κρατούμενος κοντὰ στὸ στάδιο, καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του. Ὁ ἅγιος Δημήτριος τοῦ ἔδωσε εὐλογία καὶ εἶπε· Πήγαινε, «καὶ Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις»· καὶ τὸ Λυαῖο θὰ νικήσῃς, ἀλλὰ καὶ θὰ μαρτυρήσῃς ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ὡπλισμένος ἔτσι ὁ Νέστορας βγῆκε στὸ στάδιο ν᾽ ἀνταγωνιστῇ τὸ γίγαντα. Τὸν κοίταξαν ὅλοι μὲ αἴσθημα οἴκτου. Ὁ βασιλιᾶς τοῦ ἔλεγε νὰ λυπηθῇ τὴ ζωή του· ἡ ἧττα του ἦταν σίγουρη. Ὁ Νέστορας ὅμως ἐπέμενε. Κι ὅταν δόθηκε τὸ σύνθημα, γεμᾶτος πίστι καὶ ἐλπίδα στὸ Χριστό, φώναξε καὶ τὸν ἄκουσαν ὅλοι· «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι!». Δίχως χρονοτριβὴ ὁρμᾷ κατὰ τοῦ Λυαίου, μὲ ἀστραπιαία κίνησι τὸν χτυπᾷ, τὸν ῥίχνει κατὰ γῆς καὶ τὸν φονεύει ἀφήνοντας ὅλους κατάπληκτους. Νίκησε!
Ὁ βασιλιᾶς ὅμως καταπατώντας τοὺς κανονισμοὺς δὲν ἀναγνωρίζει τὸ νικητή. Δίνει ἐντολή, συλλαμβάνουν τὸ Νέστορα καὶ τὸν ἐκτελοῦν ἐπὶ τόπου. Πηγαίνουν ἔπειτα ἐκεῖ ποὺ ἐκρατεῖτο ὁ ἅγιος Δημήτριος καὶ λογχίζοντάς τον στὴν πλευρὰ τὸν θανατώνουν.
Τέτοιο τέλος εἶχε ἡ δυάδα τῶν μαρτύρων Νέστορος καὶ Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου.
* * *
Θὰ πῇ τώρα κάποιος· Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»! ἀνήκουν στὸ παρελθόν, στὴν ἱστορία…
Στὴν ἱστορία; λάθος κάνεις. Ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ δὲν παύει νὰ θαυματουργῇ. Τὸ θαῦμα αὐτό, ποὺ ἔγινε τότε στὴ Θεσσαλονίκη, καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ ἅγιος Δημήτριος συνεχίζονται, ἀγαπητοί μου, καὶ στὴ γενεά μας.
Θέλετε ἀπόδειξι; Τὸ 1912 ἡ Ἑλλάδα ἦταν μιὰ μικρὴ χώρα μέχρι τὸν Ὄλυμπο. Ἤτανε ὁ Νέστωρ τῶν Βαλκανίων· καὶ Λυαῖος πανίσχυρος καὶ σιδηρόφρακτος ἡ Τουρκικὴ αὐτοκρατορία. Καὶ τόλμησε ἡ μικρὴ Ἑλλάδα νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ τῆς Τουρκίας γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τὰ σκλαβωμένα παιδιά της. Καὶ πέρασαν τὸν Ὄλυμπο, προχώρησαν, καὶ σὰν σήμερα, ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μπῆκαν στὴ Θεσσαλονίκη! Σᾶς ἐρωτῶ· εἶνε ἢ δὲν εἶνε αὐτὸ θαῦμα; Τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του ὁ πολιοῦχος ἐλευθέρωσε τὴν πόλι του καὶ ἡ σημαία τοῦ σταυροῦ ὑψώθηκε στὸ Λευκὸ Πύργο. Τὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἐπαναλήφθηκε.
–Μά… Τί «μά»; Θέλεις καὶ ἄλλο θαῦμα;
Ὅσοι εἶνε μεγαλύτεροι θὰ τὸ θυμοῦνται. Μικρὴ ἡ Ἑλλάδα· καὶ τὸ 1940, 28 Ὀκτωβρίου, βγαίνει μπροστά της ἄλλος «Λυαῖος». Τὰ ὀνόματα μόνο ἀλλάζουν. Πρῶτα ἦταν ὁ Τοῦρκος, τώρα ἀπέναντί της ἔχει κάποιον Ἰταλὸ –μὴν ἀναφέρω τ᾽ ὄνομά του– ποὺ καυχᾶται, ὅτι ἔχει τόσα ἀεροπλάνα ποὺ θὰ σκιάσῃ τὸν ἥλιο. Χτυπάει τὴν πόρτα της νύχτα – μεσάνυχτα καὶ λέει, –Παραδώσου! Καὶ ἡ πατρίδα μας τί ἀπαντᾷ· –ΟΧΙ! Καὶ μὲ τὴν πίστι στὸ Θεὸ καὶ προσευχὴ στὴν Παναγία, ἔκανε τὰ βουνὰ νὰ σμίξουν μὲ τ᾽ ἀστέρια. Περίμενε κανείς, ὁ Νέστορας νὰ νικήσῃ τὸν Λυαῖο τῆς Εὐρώπης;
Ἄλλο ἕνα. Σήμερα συγκινήθηκα. Οἱ γέροι ζοῦμε μὲ ἀναμνήσεις. Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽40, στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Μακεδονίας ἡ μικρὴ Ἑλλάδα, ὁ Νέστορας αὐτός, δεχόταν τὴν ἀπειλὴ τοῦ κομμουνισμοῦ, σὲ ἡμέρες ποὺ ἡ ῾Ρωσία ἦταν πανίσχυρη. Σκληρὴ ἦταν ἡ μάχη, σειόταν τὸ ἔδαφος, ἔπεφταν κορμιά. Ἐγὼ στρατιωτικὸς ἱερεύς. Καὶ ἦταν παραμονὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Τότε ἄκουσα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος –ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ψάλτης μὲ γλυκειὰ φωνή– νὰ λένε τὸ τροπάριο «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ, πρὸς ἡμᾶς…» (ἑσπ.). Ἔλα κοντά μας, δηλαδή, ἅγιε Δημήτριε, μὴ μᾶς ἀφήσῃς, τώρα ποὺ πολεμοῦμε τὸν κόκκινο Λυαῖο… Καὶ τὴν πρώτη νίκη ἐναντίον του τὴν ἔκαναν τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος. Ἦταν τυχαῖο αὐτό;
Καὶ τὰ θαύματα συνεχίζονται. Στὶς ἡμέρες μας εἴδαμε καὶ ἄλλο μεγαλύτερο θαῦμα. Ποιός τολμοῦσε στὴ ῾Ρωσία ἐπὶ 75 χρόνια, 1917-1992, ν᾽ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Δημητρίου; Τώρα ὅμως οἱ πόρτες ἄνοιξαν καὶ οἱ Χριστιανοὶ προσέρχονται στὶς ἐκκλησίες. Καὶ ὄχι ὅπως ἐμεῖς· ποιός ἀπὸ μᾶς σήμερα ἔρριξε ἕνα δάκρυ; ἀλλ᾽ ἐὰν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, θὰ δῆτε δάκρυα. Τὸ Λένινγκραντ ἔγινε Ἁγία Πετρούπολις καὶ δοξάζουν τὸ Θεό.
Θαύματα λοιπόν· ἕνα, δύο, τρία… Ἀμέτρητα εἶνε τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων.
* * *
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, πλὴν τῶν Λυαίων αὐτῶν ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι. Καὶ πιὸ φοβερὸς ἀπ᾽ ὅλους ξέρετε ποιός εἶνε; Αὐτὸς ποὺ ἔχουμε μέσα μας· ὁ λεγόμενος «παλαιὸς ἄνθρωπος» (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9). Στὰ ἄδυτα τῆς καρδιᾶς διεξάγεται ὁ πιὸ σοβαρὸς πόλεμος. Ποιός δὲν τὸν αἰσθάνεται;
Ἔχουμε μέσα μας «Λυαίους». Ποιοί εἶν᾽ αὐτοί; Τὰ πάθη καὶ οἱ κακίες μας. «Λυαῖοι» εἶνε ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία κι ὅσα βλαστάνουν ἀπ᾽ αὐτές. Φαίνονται μικρὰ μὰ γιγαντώνονται. Συνάντησα πρὸ καιροῦ κάποιον ποὺ ἔπαθε ἡ καρδιά του· οἱ γιατροὶ τοῦ εἶπαν ὅτι κινδυνεύει, πρέπει νὰ κόψῃ τὸ κάπνισμα. Τὸν συμβουλέψαμε ὁ γιατρός, ἡ γυναίκα του, ἐγώ. Κόβει τὸ τσιγάρο, νικάει τὸ πάθος· ἀλλὰ δὲν περνοῦν δέκα – δεκαπέντε μέρες, κ᾽ ἐπανέρχεται πάλι στὰ ἴδια.
Ἐρευνῆστε, ἐξετάστε, καὶ θὰ βρῆτε ὅτι ὅλοι ἔχουμε ἕναν «Λυαῖο», ἕνα πάθος ἐνσαρκωμένο μέσα μας, πάθος ποὺ τρέχει στὸ αἷμα μας.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔφτασε νικητὴς μέχρι τὸ Γάγγη καὶ τὶς πηγὲς τοῦ Νείλου. Ἀλλὰ αὐτός, ὁ νικητὴς ὅλων, νικήθηκε. Ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ ἕνα πάθος του· μέθυσε καὶ πάνω στὸ μεθύσι σκότωσε τὸ φίλο του, τὸν Κλεῖτο.
Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Τὸ νικᾶν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη» (Πλάτ., Νόμ., Α΄ 626e)· τὸ νὰ νικᾷς τὸν ἑαυτό σου, τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, δηλαδὴ τὰ πάθη σου, αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη νίκη.
Πρέπει νὰ πολεμήσουμε γενναῖα ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Σᾶς συνιστῶ νὰ βρῆτε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μὲ τίτλο «Ὁ ἀόρατος πόλεμος»· ἐκεῖ θὰ δῆτε τί πόλεμο ἔχουμε νὰ διεξαγάγουμε ὅλοι, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Ἐκεῖ εἶνε τὸ στάδιο τοῦ πιὸ φοβεροῦ ἀγῶνος· καὶ ἐκεῖ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ νικήσουμε.
Ὅταν λοιπὸν μᾶς πειράζουν ἢ τὰ διάφορα πάθη, ἢ οἱ ἄνθρωποι, ἢ ὁ σατανᾶς καὶ οἱ δαίμονες, ὅταν μᾶς πολεμοῦν οἱ «Λυαῖοι» καὶ ὑπάρχῃ κίνδυνος νὰ νικηθοῦμε, τότε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ λέμε· «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι!».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης στὶς 26-10-1991)