(Ἕνα σχόλιο περὶ τῆς πνευματικῆς μας συνευθύνης)
τοῦ κ. Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ἱστορίας
Πολλὲς φορές, σὲ παλαιότερα κείμενα, ἀναφέρθηκα στὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας. Ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ ἀρχόμενοι, ποιμένες ἀλλὰ καὶ ποιμαινόμενοι, κλῆρος ἀλλὰ καὶ λαός. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Καὶ μπορεῖ πολὺ συχνὰ νὰ ἐγκαλοῦμε τοὺς πολιτικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικούς μας ἡγέτες γιὰ ὑποκρισία, διαφθορὰ καὶ προδοσία. Καὶ ἀσφαλῶς ὄχι ἄδικα. Συνήθως ὅμως ξεχνοῦμε ἢ ἔστω ὑποτιμοῦμε τὴν τεράστια συνευθύνη ποὺ ἔχουμε καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι. Συνευθύνη ὁρατή, γιὰ ὅσα ἀποδεχόμαστε μὲ τὴν ψῆφο μας, γιὰ ὅσα στηρίζουμε μὲ τὴν ἐπιδοκιμασία μας, γιὰ ὅσα ἁπλῶς ἀνεχόμαστε μὲ τὴ μὴ ἀντίδραση καὶ τὴν τυφλὴ ὑπακοή μας. Ἀλλὰ καὶ συνευθύνη λιγότερο ὁρατή – καὶ τελικὰ πιὸ οὐσιαστική. Δηλαδή, εὐθύνη πνευματική. Ἐξ αἰτίας τῆς ἑκούσιας παρακμῆς μας, τῆς ἐμμονικῆς ἀποστασίας μας, τῆς ἐπίμονα συνεχιζόμενης πνευματικῆς μας ἀθλιότητας. Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία εἴμαστε βυθισμένοι ὡς λαὸς (καὶ ὡς πολίτες καὶ ὡς ὀρθόδοξοι πιστοὶ) ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, τὴν ὁποία τόσο ἐκκωφαντικὰ ἀποκάλυψε τὸ κορωνοαφήγημα καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀρνούμαστε νὰ ξυπνήσουμε, τὸ ἀποδεικνύει γιὰ μία ἀκόμη φορά.
Περὶ αὐτῆς τῆς πνευματικῆς εὐθύνης καὶ τὸ σημερινὸ κείμενο. Γιὰ νὰ μὴ λέμε μόνο γιὰ τὸν ὄντως θεόγυμνο βασιλιᾶ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους εἶναι ἐπίσης γυμνοὶ ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση ντυμένοι μὲ ἄθλια κουρέλια. Μὲ μιὰ πολὺ εὔγλωττη καὶ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση ποὺ δίνει σὲ ὅλους μας ἀπὸ τὸν μακρινὸ 7ο αἰῶνα ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος, ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σινᾶ καὶ μετέπειτα πατριάρχης Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος μιλώντας «περὶ ἀναξίων ἀρχόντων» (καὶ πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν), τονίζει ὅτι αὐτοὶ προχειρίζονται κατὰ παραχώρηση ἢ καὶ βούληση τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιους λαοὺς ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητάς τους. Καὶ πρὸς ἐπίρρωσιν αὐτοῦ, ἀναφέρει δύο ἄκρως διδακτικὰ περιστατικά.
Τὸ πρῶτο (καὶ πάρα πολὺ γνωστὸ) ἀναφέρεται σὲ ἕνα σύγχρονό του ἅγιο ἀσκητή, ποὺ ὅταν ἄρχισαν στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ αἱματοχυσίες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τυράννου Φωκᾶ (602-610), καθὼς εἶχε πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, ἄρχισε νὰ τὸν ρωτᾶ μὲ ἁπλότητα: «Κύριε, γιατί μᾶς ἔδωσες τέτοιον βασιλέα;». Καὶ τότε, ἀφοῦ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: «Σᾶς τὸν ἔδωσα, διότι δὲν βρῆκα ἄλλον ἀκόμη χειρότερο γιὰ νὰ σᾶς στείλω».
Τὸ δεύτερο (καὶ ὄχι τόσο γνωστὸ) περιστατικὸ σχετίζεται μὲ μία πόλη στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, ποὺ οἱ κάτοικοί της ζοῦσαν βουτηγμένοι στὴν ἀνομία καὶ τὴν ἀκολασία. Ἐκεῖ ὑπῆρχε καὶ κάποιος ἐξαιρετικὰ διεφθαρμένος, ποὺ μιὰ μέρα γιὰ κάποιο λόγο ἔγινε μοναχός, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ μὲ ἀσωτία. Ὅταν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλης, παρουσιάσθηκε σὲ ἕναν ἅγιο ἀσκητή, ποὺ ζοῦσε στὴν εὐρύτερη περιοχή, ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ πάει καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν πόλη, ὥστε νὰ χειροτονήσουν ἐπίσκοπο αὐτὸν τὸν διεφθαρμένο μοναχό. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Σύντομα μάλιστα ὁ νέος ἐπίσκοπος ἄρχισε μὲ τὸν νοῦ του νὰ φαντάζεται ὅτι εἶναι σπουδαῖος καὶ νὰ ὑψηλοφρονεῖ. Τότε παρουσιάσθηκε καὶ σ᾽ αὐτὸν ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί ὑπερηφανεύεσαι, ἄθλιε; Σοῦ λέω ἀλήθεια ὅτι δὲν ἔγινες ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ ἤσουν ἄξιος γιὰ ἱερωσύνη. Ἀλλὰ ἔγινες, ἐπειδὴ πολὺ ἁπλὰ αὐτῆς τῆς πόλης τέτοιος ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε».
Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, ἴσως εἶναι καιρὸς νὰ πάψουμε τόσο πολὺ νὰ ἀποροῦμε καὶ νὰ βαρυγκωμοῦμε μόνο μὲ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνοῦν. Ἡ κατάντια τους εἶναι ὄντως τραγική, ἂς δοῦμε ὅμως κάποια στιγμὴ πρωτίστως καὶ τὴ δική μας κατάντια. Καὶ νὰ καταλάβουμε κάποτε ἐπὶ τέλους ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι τόσο αὐτοί, ὅσο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Σὲ τέτοιους δαιμονικοὺς πολιτικοὺς τυράννους, ἀλλὰ καὶ σὲ τέτοιους ἀνάξιους καὶ φρικτοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες ἐπίσης, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ παραδινόμαστε ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, γιατὶ τέτοιοι καὶ ἀκόμη χειρότεροι εἶναι ποὺ μᾶς ἀξίζουν. Ἄλλωστε αὐτοὺς δὲν ἐπιζητοῦμε καὶ σὲ αὐτοὺς δὲν εἶναι ποὺ ἀναπαυόμαστε; Καὶ ἂν μᾶς ἔστελνε καλύτερους ἀπὸ ἐμᾶς, πόθεν προκύπτει δηλαδὴ ὅτι ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀποδεχόμασταν, ὅτι θὰ τοὺς ἀκολουθούσαμε καὶ δὲν θὰ τοὺς ἀποβάλλαμε ἀπὸ τὸ σῶμα μας (ὅπως κάποτε τὸν μέγα Καποδίστρια), ἐπιμένοντας πεισματικὰ στὸν βοῦρκο; Ἐπειδὴ λοιπὸν στὸ τρομακτικὸ σημεῖο ἀποστασίας ποὺ βρισκόμαστε καὶ μέσα στὸ ἐφιαλτικὰ ἄγονο καὶ νεκρικὸ τοπίο στὸ ὁποῖο ζοῦμε (πιὸ ζοφερὸ καὶ πιὸ ἀποτρόπαιο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ στὴν ἱστορία μας), οἱ ἀχρεῖοι εἶναι ποὺ μᾶς ἀξίζουν καὶ ἐπειδὴ ἀκόμη ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ἐπιβάλλουμε ἐμμέσως στοὺς ἑαυτούς μας τὴν παρουσία τους καὶ τὴν προκαλοῦμε (μέσῳ καὶ τῆς ἐνεργοποίησης τῶν πνευματικῶν νόμων), γι᾽ αὐτὸ τὸ ἐπιτρέπει καὶ ὁ Θεός. Ποὺ καὶ πάλι ὡστόσο, ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι δὲν τὸ ἐπιτρέπει τιμωρητικά, ἀλλὰ παιδευτικά. Ἀντὶ ὅμως νὰ βάλουμε μυαλό, ἀντὶ νὰ ἔλθουμε σὲ συναίσθηση γιὰ νὰ ζητήσουμε καὶ νὰ λάβουμε τὸ ἔλεός Του, ἐμεῖς συνεχίζουμε τὰ ἴδια, ἐμμονικὰ ἀνεπίστροφοι καὶ τραγικὰ ἀμετανόητοι. Εἶναι σίγουρο ὅμως ὅτι, ἂν ἀλλάζαμε λίγο τὰ μέσα μας, τὰ πράγματα θὰ ἦταν ἐντελῶς διαφορετικὰ καὶ ἔξω.
Κατὰ τὸν λαὸ καὶ οἱ ἄρχοντες λοιπόν. Καὶ γιὰ νὰ τὸ προχωρήσουμε καὶ λίγο πιὸ πέρα, τοιοῦτοι ἔπρεπον ἡμῖν ἀρχιερεῖς. Καὶ ὄχι μόνο ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ παπάδες καὶ πολιτικοὶ καὶ ἀκαδημαϊκοὶ καὶ δικαστὲς καὶ δάσκαλοι καὶ ἀστυνομικοὶ καὶ δημοσιογράφοι καὶ ἐπιχειρηματίες καὶ κάθε λογῆς ἄλλοι. Ποὺ διοικοῦν, ποὺ ἐπηρεάζουν καταστάσεις, ποὺ διαμορφώνουν συνειδήσεις. Σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς ἡμῶν ὅλοι τους. Ἂν δὲν ἦταν ἐξάλλου θανάσιμα ἄρρωστη ἡ σάρκα, θὰ τοὺς εἶχε ἀποβάλει πρὸ πολλοῦ. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ δική μας ἀποστασία καὶ ἡ δική μας τύφλωση, οὔτε καὶ αὐτοὶ θὰ ὑπῆρχαν.
Κάποια στιγμή, ἐπὶ τέλους, ὀφείλουμε νὰ τὸ σκεφτοῦμε σοβαρά…