ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (18/12/2022)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Προς Εβραίους, κεφ. ΙΑ΄, εδάφια 8-10 και 32-40
8Πίστει καλούμενος ᾿Αβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. 9Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς. 10Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός.
32 Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, 33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
Ερμηνευτική απόδοση Παν. Τρεμπέλα
8 Εξαιτίας της πίστεώς του ο Αβραάμ υπάκουσε στον Θεό, ο Οποίος τον καλούσε να φύγει από την πατρίδα του και να πάει στον τόπο που θα κληρονομούσε. Και έφυγε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. 9 Χάρη στην πίστη ο Αβραάμ έμεινε ως ξένος στη γη που του υποσχέθηκε ο Θεός και τη θεωρούσε ξένη χώρα κι όχι δική του. Και διέμεινε μέσα σε σκηνές μαζί με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήταν συγκληρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως του Θεού. 10 Ζούσε ο Αβραάμ ακόμη και στη γη της επαγγελίας ως ξένος και μετανάστης, διότι περίμενε να κατοικήσει στην επουράνια πόλη, η οποία έχει τα αληθινά και αδιάσειστα θεμέλια, και τεχνίτη και κτίστη της τον ίδιο τον Θεό.
32 Και τι ακόμη να λέω και να διηγούμαι; Πρέπει να σταματήσω, διότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος να διηγούμαι για τον Γεδεών και τον Βαράκ, τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτες. 33 Αυτοί, επειδή είχαν πίστη, καταπολέμησαν και υπέταξαν βασίλεια, κυβέρνησαν τον λαό με δικαιοσύνη, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων που τους έδωσε ο Θεός, έσφαξαν στόματα λιονταριών, όπως ο Δανιήλ, 34 έσβησαν την καταστρεπτική δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τον κίνδυνο της σφαγής, πήραν δύναμη κι έγιναν καλά από αρρώστιες, αναδείχθηκαν ισχυροί και ανίκητοι στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή τις εχθρικές παρατάξεις και τα πολυπληθή στρατεύματά τους.35 Με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών, οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες. Και άλλοι δέθηκαν στο βασανιστικό όργανο που λεγόταν τύμπανο και δάρθηκαν σκληρά μέχρι θανάτου, επειδή δεν δέχθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους και να ελευθερωθούν έτσι από το μαρτύριο. Προτίμησαν το σκληρό αυτό μαρτύριο, για να αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωή, παρά να έχουν μια πρόσκαιρη αποκατάσταση στη ζωή αυτή. 36 Και άλλοι πάλι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμη μάλιστα και δεσμά και φυλακίσεις. 37Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, δοκίμασαν πολλούς πειρασμούς, θανατώθηκαν με σφαγή από μαχαίρι, περιφέρονταν σαν πλανόδιοι εδώ κι εκεί. Φορούσαν για ρούχα προβιές και γιδοδέρματα, ζώντας μέσα σε στερήσεις, θλίψεις και κακοπάθειες.
38 Ολόκληρος ο κόσμος δεν άξιζε όσοι οι άγιοι αυτοί άνδρες, κι ούτε μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς. Περιπλανιόνταν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. 39 Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς. 40 Κι αυτό διότι ο Θεός προέβλεψε για μας κάτι καλύτερο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθμό τέλειο τη σωτηρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβουμε όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ αυτούς˙ όχι μόνο επειδή ζούμε στα χρόνια της απολυτρώσεως του Χριστού, αλλά και επειδή η περίοδος της αναμονής για μας είναι μικρότερη.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο Α΄, εδάφια 1-25
1Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ ᾿Αβραάμ. 2 ᾿Αβραὰμ ἐγέννησε τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, 3 ᾿Ιούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εσρώμ, ᾿Εσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αράμ, 4 ᾿Αρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμιναδάβ, ᾿Αμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, 5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ῥαχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ωβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, ᾿Ωβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεσσαί, 6 ᾿Ιεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, 7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αβιά, ᾿Αβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ασά, 8 ᾿Ασὰ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσαφάτ, ᾿Ιωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωράμ, ᾿Ιωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Οζίαν, 9 ᾿Οζίας δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωάθαμ, ᾿Ιωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν ῎Αχαζ, ῎Αχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εζεκίαν, 10 ᾿Εζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμών, ᾿Αμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσίαν, 11 ᾿Ιωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.
12Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ,13Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αβιούδ, ᾿Αβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελιακείμ, ᾿Ελιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αζώρ, 14᾿Αζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αχείμ, ᾿Αχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελιούδ, 15 ᾿Ελιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, 16᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός.17Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ ᾿Αβραάμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες.
18 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου. 19᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. 20Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου. 21 Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. 22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 23 ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. 24Διεγερθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Γενεαλογικός κατάλογος στον οποίο φαίνεται ακριβώς από πού κατάγεται ο Ιησούς Χριστός, ο απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος πάλι ήταν απόγονος του Αβραάμ. 2 Ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ γέννησε τον Ιούδα και τους αδελφούς του, 3 ο Ιούδας γέννησε δίδυμα παιδιά, τον Φαρές και τον Ζαρά από τη νύφη του τη Θάμαρ, ο Φαρές γέννησε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ γέννησε τον Αράμ, 4 ο Αράμ γέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ γέννησε τον Ναασσών, ο Ναασσών γέννησε τον Σαλμών, 5 ο Σαλμών γέννησε τον Βοόζ από την Ραχάβ την πόρνη, η οποία δέχθηκε στην Ιεριχώ τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους φυγάδευσε σώους˙ ο Βοόζ γέννησε τον Ωβήδ από τη Ρούθ, η οποία ως προσήλυτη Μωαβίτισσα καταγόταν από έθνος πολύ μισητό στους Εβραίους˙ ο Ωβήδ γέννησε τον Ιεσσαί, 6 ο Ιεσσαί γέννησε τον Δαβίδ τον βασιλιά. Ο Δαβίδ ο βασιλιάς γέννησε τον Σολομώντα από τη γυναίκα που υπήρξε σύζυγος του Ουρία, για να φαίνεται σαφώς όχι μόνο από τις περιπτώσεις της Θάμαρ και της Ραχάβ, αλλά και από το ολίσθημα αυτό του Δαβίδ, ότι η αμαρτία είχε εισχωρήσει και σ’ αυτούς τους προγόνους του Μεσσία. 7 Ο Σολομών γέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ γέννησε τον Αβιά, ο Αβιά γέννησε τον Ασά, 8 ο Ασά απέκτησε τρισέγγονο τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ γέννησε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ απέκτησε τρισέγγονο τον Οζία, 9 ο Οζίας γέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ γέννησε τον Άχαζ, ο Άχαζ γέννησε τον Εζεκία, 10 ο Εζεκίας γέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής γέννησε τον Αμών, ο Αμών γέννησε τον Ιωσία, 11 ο Ιωσίας γέννησε τον Ιωαχίμ ή Ιεχονία και τους αδελφούς του στα χρόνια εκείνα της αιχμαλωσίας των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα. 12 Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, ο Ιεχονίας γέννησε εκεί τον Σαλαθιήλ, ο Σαλαθιήλ γέννησε τον Ζοροβάβελ, 13 και του Ζοροβάβελ απόγονος υπήρξε ο Αβιούδ. Ο Αβιούδ γέννησε τον Ελιακείμ, ο Ελιακείμ γέννησε τον Αζώρ,14 ο Αζώρ γέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ γέννησε τον Αχείμ, ο Αχείμ γέννησε τον Ελιούδ, 15 ο Ελιούδ γέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ γέννησε τον Ματθάν, ο Ματθάν γέννησε τον Ιακώβ,16 κι ο Ιακώβ γέννησε τον Ιωσήφ τον αρραβωνιαστικό της Μαρίας. Αλλά και η Μαρία καταγόταν απ’ το ίδιο γένος από το οποίο καταγόταν κι ο Ιωσήφ. Από την Μαρία αυτή, η οποία ήταν απόγονος του Δαβίδ και του Αβραάμ, γεννήθηκε ο Ιησούς που επονομάζεται Χριστός.17 Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω κατάλογο όλες οι γενιές που έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθμούνται από τους συντάκτες του καταλόγου, είναι γενιές δεκατέσσερις˙ και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα είναι γενιές δεκατέσσερις˙ και οι γενιές που έζησαν από την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα μέχρι τα χρόνια του Χριστού είναι γενιές δεκατέσσερις.
18 Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε με τον εξής υπερφυσικό και πρωτοφανή τρόπο: Όταν δηλαδή η μητέρα του Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ, προτού συγκατοικήσουν ως σύζυγοι, βρέθηκε η Μαρία έγκυος με τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
19 Κι ο Ιωσήφ, ο αρραβωνιαστικός της, όταν αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη, επειδή ήταν ενάρετος και αγαθός και δεν ήθελε να την διαπομπεύσει για δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφθηκε να της δώσει μυστικά διαζύγιο.20 Ενώ όμως σκεφτόταν αυτά, ιδού, ένας άγγελος του Κυρίου φάνηκε στο όνειρό του και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις και μη φοβηθείς να παραλάβεις στο σπίτι σου την Μαρία την μνηστή σου· διότι το παιδί που συνέλαβε μέσα της προέρχεται από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος.21 Θα γεννήσει γιο, και εσύ, που από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αναγνωρίζεσαι ως προστάτης και πατέρας Του, θα Του δώσεις το όνομα «Ιησούς», το οποίο σημαίνει «Σωτήρας». Και θα Του δώσεις αυτό το όνομα, διότι Αυτός θα σώσει από τις αμαρτίες του τον νέο Ισραήλ, ο οποίος θα Τον πιστέψει ως σωτήρα και θα γίνει με την πίστη αυτήν ο πραγματικός λαός Του». 22 Με όλο αυτό το θαύμα της υπερφυσικής συλλήψεως της Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως και επαληθεύθηκε εκείνο που είπε ο Κύριος μέσω του προφήτη Ησαΐα, ο οποίος πριν από πολλούς αιώνες είχε πει: 23 «Να, η παρθένος που δεν γνώρισε άνδρα, θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και όσοι θα πιστεύουν σε Αυτόν θα Τον ονομάσουν Εμμανουήλ, όνομα εβραϊκό που σημαίνει ‘’ο Θεός είναι μαζί μας’’».24 Όταν λοιπόν ο Ιωσήφ σηκώθηκε απ’ τον ύπνο, έκανε όπως τον διέταξε ο άγγελος του Κυρίου. Και παρέλαβε την μνηστή του στο σπίτι του 25 και δεν ήλθε σε σχέση συζυγική μαζί της ποτέ, άρα και έως ότου γέννησε τον πρώτο και μονάκριβο υιό της. Και τότε ο Ιωσήφ του έδωσε το όνομα «Ιησούς».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ [:Εβρ.11,8-10 και 32-40]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός(:εξαιτίας της πίστεώς του ο Αβραάμ υπάκουσε στον Θεό, ο Οποίος τον καλούσε να φύγει από την πατρίδα του και να πάει στον τόπο που θα κληρονομούσε. Και έφυγε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Χάρη στην πίστη του ο Αβραάμ έμεινε ως ξένος στη γη που του υποσχέθηκε ο Θεός και τη θεωρούσε ξένη χώρα και όχι δική του. Και διέμεινε μέσα σε σκηνές μαζί με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήταν συγκληρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως του Θεού. Ζούσε ο Αβραάμ ακόμη και στη γη της επαγγελίας ως ξένος και μετανάστης, διότι περίμενε να κατοικήσει στην επουράνια πόλη, η οποία έχει τα αληθινά και αδιάσειστα θεμέλια, και τεχνίτη και κτίστη της τον ίδιο τον Θεό)»[Εβρ.11,8-10].
Πράγματι, πες μου, ποιον παλαιότερο είδε ο Αβραάμ για να τον μιμηθεί; Είχε πατέρα ειδωλολάτρη, προφήτες δεν είχε ακούσει, ούτε ήξερε πού πήγαινε. Επειδή δηλαδή σε αυτούς απέβλεπαν όσοι από τους Εβραίους είχαν πιστέψει, διότι είχαν απολαύσει μύρια αγαθά, δείχνει ο Παύλος εδώ ότι κανείς ακόμη δεν απήλαυσε τίποτε, αλλά όλοι είναι χωρίς βραβείο και ότι κανείς ακόμη δεν αμείφθηκε. Εκείνος απομακρύνθηκε από την πατρίδα του και το σπίτι του και βγήκε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Και τι θαυμαστό, εάν ενήργησε έτσι αυτός, τη στιγμή που και οι απόγονοί του έτσι έζησαν; Αν και έβλεπε δηλαδή να αναιρείται η υπόσχεση, δεν αμέλησε· καθόσον ο Θεός του είχε πει: «Τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην(:Αυτήν όλη τη χώρα θα την δώσω στους απογόνους σου)» [Γέν.12,7].Είδε το παιδί του να κατοικεί εκεί και ο απόγονός του πάλι είδε τον εαυτό του να κατοικεί σε ξένη χώρα και δεν θορυβήθηκε καθόλου. Διότι εκείνο που συνέβη στον Αβραάμ ήταν σύμφωνο με τη λογική, αφού η υπόσχεση του Θεού επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στους απογόνους του· αν και βέβαια και σε αυτόν λέχθηκε, ότι «σε σένα και στους απογόνους σου»· όχι «δια του σπέρματός σου σε σένα», αλλά «σε σένα και στους απογόνους σου»· και ούτε αυτός, ούτε ο Ισαάκ, ούτε ο Ιακώβ απήλαυσαν τα της υποσχέσεως· διότι ο ένα δούλεψε ως υπηρέτης, ο άλλος απομακρύνθηκε από την πατρίδα του και αυτός αυτοεξορίσθηκε από φόβο· και άλλα με πόλεμο τα κατέλαβε, άλλα πάλι, εάν δεν είχε τη συμπαράσταση του Θεού, θα τα έχανε τελείως. Γι’ αυτό λέγει «μαζί με τους κληρονόμους της ίδιας υποσχέσεως». «Όχι μόνο αυτός», λέγει, «αλλά και οι κληρονόμοι».
Έπειτα και κάτι άλλο πιο μεγάλο από αυτά που λέχθηκαν πρόσθεσε, λέγοντας: «όλοι αυτοί πέθαναν με την πίστη και την ελπίδα, χωρίς να λάβουν υποσχέσεις». Δύο πράγματα πρέπει εδώ να εξετάσουμε, πώς, αφού είπε, ότι «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός(:Για την πίστη του ο Ενώχ μετατέθηκε ζωντανός από τον παρόντα κόσμο, για να μη δει θάνατο και δεν βρισκόταν πλέον στη γη, διότι τον είχε μεταθέσει ο Θεός)»[Εβρ.11,5], λέγει, «Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες(:με την πίστη πέθαναν όλοι αυτοί)»[Εβρ.11,13]. Και πάλι αφού είπε «μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας(:χωρίς να απολαύσουν τις υποσχέσεις)», δείχνει ότι ο Νώε έλαβε μισθό, τη σωτηρία της οικογένειάς του, ο Ενώχ μετατέθηκε, ο Άβελ ακόμη μιλάει, και ο Αβραάμ έχει καταλάβει τη γη· και λέγει: «με την πίστη και την ελπίδα που γεννά η πίστη αυτή, πέθαναν όλοι αυτοί, χωρίς να απολαύσουν αυτά που τους υποσχέθηκε ο Θεός». Τι σημαίνει λοιπόν αυτό που λέγει; Πρέπει να εξηγήσουμε πρώτα το πρώτο και έπειτα το δεύτερο.
«Με την πίστη», λέγει, «πέθαναν όλοι αυτοί». Το «όλοι», το είπε εδώ, όχι επειδή όλοι πέθαναν, αλλά επειδή αν εξαιρέσουμε τον Ενώχ, πέθαναν όλοι αυτοί, που γνωρίζουμε πράγματι ότι έχουν πεθάνει. Επίσης, το «χωρίς να απολαύσουν τις επαγγελίες», είναι αληθές· διότι δεν είναι αυτή η υπόσχεση που δόθηκε στον Νώε.
Και ποιες υποσχέσεις εννοεί; Διότι ο Ισαάκ και ο Ιακώβ έλαβαν τις επαγγελίες της γης· εκείνοι όμως που είναι γύρω από τον Νώε και τον Άβελ και τον Ενώχ, ποιες επαγγελίες έλαβαν; Ή λοιπόν για αυτούς τους τρεις λέγει, ή αν ομιλεί και γι΄αυτούς, δεν ήταν αυτό η επαγγελία το να θαυμαστεί ο Άβελ, ούτε το να μετατεθεί ο Ενώχ, ούτε το να διασωθεί ο Νώε, αλλά και αυτά συνέβησαν σε αυτούς εξαιτίας της αρετής τους, και ήταν κάποιες γεύσεις εκείνων που επρόκειτο να απολαύσουν στο μέλλον.
Διότι ο Θεός, επειδή γνωρίζει ότι το ανθρώπινο γένος χρειάζεται πολλή συγκατάβαση, μας χαρίζει όχι μόνο τα μελλοντικά, αλλά και τα εδώ αγαθά· όπως ακριβώς και στους μαθητές Του έλεγε ο Χριστός: «Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μείνει ενωμένος και να μη χωριστεί από μένα, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα σ’ αυτή τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)» [Ματθ.19,29]· και πάλι: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν(:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)» [Ματθ.6,33]. Βλέπεις ότι και αυτά δίνονται συμπληρωματικά από τον Κύριο, για να μην αποκάμουν; Διότι όπως ακριβώς οι αθλητές απολαμβάνουν κάποια περιποίηση και όταν αγωνίζονται, αλλά όμως δεν απολαμβάνουν όλη την άνεση τότε, διότι ζουν κάτω από νόμους, ενώ όλη την άνεση θα την απολαύσουν μετά τον αγώνα, έτσι και ο Θεός δεν δίνει εδώ την απόλαυση ολόκληρης της ανέσεως· δίνει βέβαια και εδώ, αλλά ολόκληρη τη φύλαξε για τη μέλλουσα ζωή.
Και ότι αυτό είναι αληθινό, το φανέρωσε με τα όσα πρόσθεσε, λέγοντας: «ἀλλὰ πόῥῥωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι(:αλλά από μακριά τις είδαν και τις αποδέχτηκαν με όλη τους την ψυχή)»[Εβρ.11,13]. Εδώ υπαινίσσεται κάποιο μυστήριο· δείχνει δηλαδή, ότι εκ των προτέρων έλαβαν όλα όσα έχουν λεχτεί για τη μέλλουσα ζωή, τα σχετικά με την ανάσταση, με τη βασιλεία των ουρανών και με όλα τα άλλα που κήρυξε ο Χριστός όταν ήρθε· διότι λέγοντας «επαγγελίες» αυτές εννοεί. Ή αυτό λοιπόν εννοεί, ή ότι δεν τις έλαβαν βέβαια, έφυγαν όμως με την πεποίθηση ότι θα τις λάβουν· και αντλούσαν το θάρρος από την πίστη και μόνο. Και είπε ότι «τις είδαν από μακριά», για να δηλώσει, ότι πριν τέσσερις γενεές συνέβηκε·διότι μετά από τόσες επέστρεψαν από την Αίγυπτο.
«Καὶ ἀσπασάμενοι(:και τις χαιρέτησαν με ευχαρίστηση)», λέγει[Εβρ.11,13]. Τόσο είχαν πειστεί για την πραγματοποίησή τους, ώστε και τις χαιρέτησαν με χαρά· με μεταφορική σημασία το είπε αυτό, κατά το παράδειγμα των ναυτιλλομένων που, βλέποντας από μακριά τις πόλεις που τόσο ποθούν, πριν ακόμη μπουν σε αυτές, τις κάνουν δικές τους, ακούγοντας μόνο γι’ αυτές· διότι, λέγει, περίμεναν «τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός(:την πόλη που έχει τα αληθινά θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός)». Βλέπεις ότι το «ἒλαβον» σημαίνει ότι θα λάβουν μελλοντικά και ότι έχουν θάρρος γι’ αυτά;
Εάν λοιπόν το «είχαν θάρρος» σημαίνει «τα έλαβαν» και εσείς είναι δυνατό να λάβετε· διότι αυτοί, αν και δεν απήλαυσαν τις υποσχέσεις, όμως εξαιτίας του πόθου τους γι’ αυτές τις έβλεπαν. Γιατί λοιπόν γίνονται αυτά; Για να ντραπούμε εμείς, διότι εκείνοι, αν και τους είχε δοθεί η υπόσχεση για τα αγαθά της γης, δεν τα έδιναν σημασία, αλλά αναζητούσαν τη μέλλουσα πόλη· ενώ σε εμάς με όλους τους τρόπους ο Θεός μιλάει για την άνω πόλη, εμείς όμως επιζητούμε αυτήν που υπάρχει εδώ. Τους είπε: «θα σας δώσω τα αγαθά του παρόντος κόσμου»· επειδή όμως είδε ή, καλύτερα, επειδή έδειξαν ότι είναι άξιοι μεγαλύτερων, τότε πια δεν τους άφησε να λάβουν αυτά, αλλά εκείνα τα μεγαλύτερα, θέλοντας να μας δείξει ότι είναι άξιοι μεγαλυτέρων, επειδή δε θέλησαν να προσδεθούν σε αυτά· όπως αν κάποιος επρόκειτο να υποσχεθεί παιδικά πράγματα σε συνετό άνθρωπο, όχι για να τα λάβει, αλλά για να δείξει την όλη αρετή του, εκείνος όμως ζητά τα μεγαλύτερα. Πράγματι αυτό δείχνει ότι με τόσο ζήλο απέρριπταν τα της γης, αφού δεν έπαιρναν, ούτε εκείνα που τους δίνονταν. Γι’ αυτό λοιπόν τα λαμβάνουν οι απόγονοί τους· διότι αυτοί είχαν γήινες επιδιώξεις. Τι σημαίνει, «την πόλη που έχει τα πραγματικά θεμέλια»; Αυτά δηλαδή δεν είναι θεμέλια; Σε σύγκριση με εκείνα δεν είναι. «Αυτής της πόλεως τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός». Πω πω, ποιο είναι το εγκώμιο της πόλεως εκείνης!
«Πίστει καὶ αὐτὴ Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβε(: Εξαιτίας της πίστεώς της και αυτή η στείρα και πολύ ηλικιωμένη Σάρρα)». Με κάποια μορφή ντροπής για μας άρχισε εδώ, εάν συμβεί να φανούμε εμείς πιο ολιγόψυχοι από μία γυναίκα. Αλλά ίσως πει κάποιος: «Πώς είναι πιστή αυτή που γέλασε όταν πρωτοάκουσε ότι θα γεννούσε παιδί σε τέτοια ηλικία;». Το γέλιο προέρχεται από την απιστία, ο φόβος όμως που ακολούθησε προέρχεται από την πίστη· διότι τα λόγια «δεν γέλασα», τα είπε από πίστη. Γι’ αυτό λοιπόν αφού απομακρύνθηκε η απιστία, εισήλθε η πίστη. «Για την πίστη της και αυτή η στείρα Σάρρα έλαβε τη δύναμη της συλλήψεως και παρά την ηλικία της γέννησε». Τι σημαίνει «εἰς καταβολὴν σπέρματος(:ώστε να καταβληθεί και να ζωογονηθεί σε αυτήν σπέρμα)»; Έλαβε δύναμη για να κρατήσει το σπέρμα, να το φιλοξενήσει, αυτή που είχε νεκρωθεί, η στείρα· διότι η σωματική βλάβη ήταν διπλή, η μία προερχόταν από τον χρόνο, αφού πράγματι είχε γεράσει· η άλλη ήταν φυσική, διότι ήταν στείρα. Γι’ αυτό και από μία γυναίκα, και μάλιστα νεκρωμένη, γεννήθηκαν όλοι, που είναι ως προς το πλήθος όπως τα άστρα του ουρανού και η αναρίθμητη άμμος που βρίσκεται κοντά στο χείλος της θάλασσας. Γι’ αυτό λέγει «διὸ καὶ ἀφ᾿ ἑνὸς ἐγεννήθησαν (:και από μία γεννήθηκαν όλοι)».
Δεν λέγει αυτό μόνο εδώ, το ότι γέννησε, αλλά ότι έγινε και μητέρα τόσων πολλών, όσων δεν έγιναν ούτε οι εύφορες κοιλιές· «σαν τα άστρα», λέγει. Πώς λοιπόν πολλές φορές τους απαριθμεί, αν και είπε: «καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος(:αναρίθμητοι απόγονοι σαν τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος και σαν την άμμο της ακροθαλασσιάς, που είναι αδύνατον να μετρηθεί)»; Ή το είπε υπό μορφή υπερβολής ή το είπε έτσι για τους μετέπειτα απογόνους· διότι είναι δυνατό να απαριθμήσει κανείς τους προγόνους μίας μόνο οικίας, όπως ο τάδε είναι του τάδε, και ο τάδε του τάδε· εδώ όμως που το γένος τους παραβάλλεται με το πλήθος των άστρων, δεν είναι δυνατό να απαριθμηθεί.
«Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν (:Και τι ακόμη να λέω και να διηγούμαι; Πρέπει να σταματήσω, διότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος να διηγούμαι για τον Γεδεών και τον Βαράκ, τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτες)»[Εβρ.11,32].
Κατηγορούν μερικοί τον Παύλο, γιατί αναφέρει σε αυτό το σημείο τον Βαράκ και τον Σαμψών και τον Ιεφθάε. Τι λες; Αυτός που ανέφερε την πόρνη Ραάβ, δεν θα αναφέρει αυτούς; Μη μου αναφέρεις την άλλη ζωή τους, παρά μόνο το αν πίστεψαν ή έλαμψαν ως προς την πίστη.
«τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας(:και τους προφήτες οι οποίοι, επειδή είχαν πίστη, καταπολέμησαν και υπέταξαν βασίλεια)». Βλέπεις ότι εδώ δεν παρουσιάζει τη λαμπρή ζωή τους· διότι δεν ήταν αυτό προηγουμένως το ζητούμενο· αλλά η εξέταση προηγουμένως ήταν για την πίστη. Διότι, πες μου, δεν τα κατόρθωσαν όλα με την πίστη; Πώς; «Με την πίστη», λέγει, «καταπολέμησαν βασίλεια οι όμοιοι με τον Γεδεών. Άσκησαν δικαιοσύνη». Ποιοι; Αυτοί οι ίδιοι οι παραπάνω. Την φιλανθρωπία εδώ την ονόμασε ‘’δικαιοσύνη’’.
«ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν(:πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων που τους έδωσε ο Θεός». Νομίζω ότι αυτό το λέγει για τον Δαβίδ. Και ποιες από αυτές τις υποσχέσεις πέτυχε; Αυτές που του είπε, ότι το σπέρμα του, ο Μεσσίας, θα καθίσει στον θρόνο του.
«ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας(:έφραξαν στόματα λιονταριών, όπως ο Δανιήλ, έσβησαν την καταστρεπτική δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τον κίνδυνο της σφαγής». Πρόσεχε πως ήταν μέσα στον ίδιο τον θάνατο, ο Δανιήλ περικυκλωμένος από τα λιοντάρια, οι τρεις παίδες μέσα στο καμίνι του πυρός, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, περιβαλλόμενοι από διάφορους πειρασμούς, και όμως δεν απογοητεύτηκαν. Πράγματι αυτό είναι πίστη· όταν τα γεγονότα εκπληρώνονται αντίθετα από ό,τι προσδοκούμε, τότε πρέπει να πιστεύουμε ότι τίποτε το αντίθετο δεν έγινε, αλλά όλα ήταν επακόλουθα. «Διέφυγαν τον κίνδυνο της σφαγής». Αυτό νομίζω πάλι ότι το λέγει για τους τρεις Παίδες.
«ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων(:πήραν δύναμη, και έγιναν καλά από αρρώστιες, αναδείχθηκαν ισχυροί και ανίκητοι στον πόλεμο· έτρεψαν σε φυγή τις εχθρικές παρατάξεις και τα πολυπληθή στρατεύματά τους)»[Εβρ.11,34]. Εδώ υπαινίσσεται εκείνα που συνέβησαν κατά την επάνοδό τους από τη Βαβυλώνα. «Από ασθένειες», λέγει· δηλαδή, από την αιχμαλωσία. Όταν πια είχαν εγκαταλείψει τα ιουδαϊκά, όταν δεν διέφεραν σε τίποτε από τα οστά των νεκρών, τότε έγινε η επάνοδός τους. Πράγματι, ποιος θα έλπιζε να επανέλθουν από τη Βαβυλώνα, και όχι μόνο να επανέλθουν, αλλά και να γίνουν ισχυροί και να τρέψουν σε φυγή τα στρατεύματα των εχθρών; «Σε μας όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο», λέγει. Αλλά αυτά είναι τύποι των μελλοντικών.
«ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν(:με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους, που ανέστησαν οι προφήτες)». Εδώ αναφέρει εκείνα που έγιναν από τους προφήτες, τον Ελισαίο, τον Ηλία· διότι αυτοί ανέστησαν νεκρούς.
«ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν(:άλλοι πάλι δέθηκαν στο βασανιστικό όργανο που λεγόταν τύμπανο και δάρθηκαν σκληρά μέχρι θανάτου, επειδή δεν δέχθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους και να ελευθερωθούν έτσι από το μαρτύριο. Προτίμησαν το σκληρό αυτό μαρτύριο, για να αναστηθούν σε μία καλύτερη ζωή, παρά να έχουν μία πρόσκαιρη αποκατάσταση στη ζωή αυτή)»[Εβρ.11,37]· ενώ εμείς δεν πετύχαμε την ανάσταση. Αλλά «έχω να σας παρουσιάσω», λέγει, «και εκείνους που αποκεφαλίστηκαν και δεν δέχθηκαν τη σωτηρία, για να πετύχουν καλύτερη ανάσταση». Διότι, πες μου, γιατί, ενώ μπορούσαν, δε θέλησαν να ζήσουν; Δεν το έκαναν επειδή περίμεναν καλύτερη ζωή; Και αυτοί που ανέστησαν τους άλλους, προτίμησαν οι ίδιοι να πεθάνουν, για να επιτύχουν καλύτερη ανάσταση, όχι σαν εκείνη που πέτυχαν τα παιδιά των γυναικών. Εδώ μου φαίνεται ότι υπονοεί και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο· καθόσον ‘’αποτυμπανισμός’’ λέγεται ο αποκεφαλισμός. Μπορούσαν να βλέπουν τον ήλιο, μπορούσαν να μην ελέγχουν, και όμως προτίμησαν να πεθάνουν· και αυτοί που άλλους ανέστησαν, προτίμησαν να πεθάνουν οι ίδιοι για να επιτύχουν καλύτερη ανάσταση.
«ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς·ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν (:Κι άλλοι πάλι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμη μάλιστα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλούς πειρασμούς)»[Εβρ.11,37].Σταματά σε αυτούς που τους ήταν πιο γνωστοί. Καθόσον μεγαλύτερη παρηγοριά φέρνουν αυτά, όταν η αιτία της λύπης τους είναι κοινή, διότι και αν πεις κάτι μεγαλύτερο, που δεν προήλθε όμως από την ίδια αιτία, δεν έκανες τίποτε. Γι’ αυτό σταμάτησε σε αυτόν τον λόγο του, μιλώντας για δεσμά, φυλακές, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, θυμίζοντάς τους όσα έχουν σχέση με τον Στέφανο και τον προφήτη Ζαχαρία, τον πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή· γι’ αυτό και συμπλήρωσε: «ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (:θανατώθηκαν με σφαγή από μαχαίρι)».
Τι λες; Άλλοι διέφυγαν τη σφαγή, και άλλοι πέθαναν δια σφαγής; Τι σημαίνει αυτό; Ποιον επαινείς, ποιον θαυμάζεις; Αυτό ή εκείνο; «Ναι», λέγει, «και αυτό και εκείνο· αυτό, διότι σας είναι πιο οικείο, και εκείνο, διότι η πίστη νίκησε και τον ίδιο τον θάνατο και η νίκη αυτή είναι τύπος των μελλοντικών». Διότι δύο είναι τα θαύματα της πίστεως, και κατορθώνει μεγάλα πράγματα, και πάσχει μεγάλα, χωρίς να υπολογίζει τα παθήματα. «Και δεν μπορείς να πεις», λέγει, «ότι ήταν κάποιοι αμαρτωλοί και μηδαμινοί· διότι και αν ακόμη όλον τον κόσμο παραβάλεις μαζί τους, θα δεις ότι προς αυτούς θα κλείνει η ζυγαριά και ότι αυτοί είναι τιμιότεροι». Γι’ αυτό και έτσι μίλησε: «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (:ολόκληρος ο κόσμος δεν άξιζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς)». Τι λοιπόν επρόκειτο εδώ να απολαύσουν, εφόσον τίποτε από τα του κόσμου δεν ήταν άξιο γι΄αυτούς; Εδώ διεγείρει τη διάνοιά τους, για να τους διδάξει ότι δεν πρέπει να προσηλώνονται στα παρόντα, αλλά να έχουν τη σκέψη τους πάνω από όλα τα αγαθά αυτής της ζωής, εφόσον όλος ο κόσμος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Γιατί λοιπόν θέλεις να λάβεις εδώ μισθό; Διότι είναι ατιμία για σένα, εάν λάβεις εδώ τον μισθό.
Ας μη σκεπτόμαστε λοιπόν κοσμικά, ας μην περιμένουμε εδώ την ανταπόδοση, και ας μην είμαστε τόσο φτωχοί· εφόσον όλος ο κόσμος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους, γιατί θέλεις να συγκρίνεις ένα μέρος αυτού; Και σωστά· διότι αυτοί είναι φίλοι του Θεού. «Κόσμο» εδώ λέγει το πλήθος των ανθρώπων ή την ίδια την κτίση· καθόσον και τα δύο συνηθίζει η Γραφή να τα ονομάζει έτσι. «Εάν όλη η κτίση μαζί με τους ανθρώπους της», λέγει, «σταθεί δίπλα τους, δεν θα μπορέσουν να φανούν αντάξιοι αυτών»· και σωστά. Διότι, όπως ακριβώς μύριες ζυγαριές άχυρου και χόρτου δεν θα ήταν αντάξιες δέκα μαργαριταριών, έτσι ούτε και εκείνοι· διότι «είναι ανώτερος ένας που πράττει το θέλημα του Κυρίου, παρά μύριοι παράνομοι»· «μυρίους» δεν λέγει τους πολλούς, αλλά το πλήθος το άπειρο.
Σκέψου πόσο ανώτερος είναι ο δίκαιος. Είπε ο Ιησούς του Ναυή: «Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών (:Ας σταθεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβαών και η σελήνη πάνω από τη κοιλάδα Αιλών)»[Ιησ. Ναυή 10,12.]. Ας έλθει λοιπόν όλη η οικουμένη, ή μάλλον δύο και τρεις και τέσσερις και δέκα και είκοσι οικουμένες, και ας πουν και ας το κάνουν αυτό· όμως δεν θα μπορέσουν. Ενώ ο φίλος του Θεού διέτασσε τα κτίσματα του Φίλου του ή καλύτερα παρακαλούσε τον Φίλο του και υποχωρούσαν τα στοιχεία της φύσεως, οι υπηρέτες του Θεού, και ο άνθρωπος που ήταν στη γη διέτασσε αυτά που ήταν στον ουρανό. Βλέπεις ότι αυτά έχουν γίνει για να υπηρετούν και να εκπληρώνουν τον δρόμο τον διατεταγμένο;
Αυτό είναι μεγαλύτερο από τα έργα του Μωυσή. Γιατί άραγε; Διότι δεν είναι το ίδιο να διατάσσεις τη θάλασσα και αυτά που βρίσκονται στον ουρανό· πράγματι είναι μεγάλο και εκείνο και πολύ μεγάλο μάλιστα, αλλά όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσο με αυτό.
Άκουσε και πώς έγινε τόσο μεγάλος. Γιατί δηλαδή; Το όνομα του Ιησού του Ναυή ήταν τύπος του Χριστού. Γι’ αυτό λοιπόν, εξαιτίας αυτής της προσωποποιημένης προσφωνήσεως, την οποία είχε ο Ιησούς, η κτίση υποτάχθηκε με σεβασμό. Τι λοιπόν; Άλλος δεν ονομάστηκε Ιησούς; Αλλά αυτός για αυτόν τον σκοπό ονομάστηκε, για να είναι τύπος· διότι ονομαζόταν και Αυσής· γι’ αυτό αλλάχθηκε το όνομα· διότι ήταν πρόρρηση και προφητεία. Αυτός εισήγαγε στη γη της επαγγελίας τον λαό, όπως ο Ιησούς στον ουρανό· δεν τον εισήγαγε ο νόμος, όπως ούτε ο Μωυσής, αλλά έμενε έξω· δεν έχει τη δύναμη ο νόμος να εισαγάγει, αλλά η χάρη. Βλέπεις ότι οι τύποι από παλιά έχουν προκαθοριστεί; Διέταξε την κτίση, ή καλύτερα το κύριο μέρος της κτίσεως, που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι του, για να μην τρομάξεις ούτε να παραξενευτείς, όταν δεις τον Ιησού με την ανθρώπινη μορφή να λέγει τα ίδια. Ο Ιησούς του Ναυή και ενώ ζούσε ο Μωυσής, κατατρόπωσε τους εχθρούς, ο Ιησούς Χριστός, αν και υπάρχει ο νόμος, διοικεί τα πάντα, αλλά όχι φανερά.
Ας δούμε όμως πόσο μεγάλη είναι η αρετή των αγίων. Εάν εδώ τόσο μεγάλα εργάζονται, εάν εδώ τόσο μεγάλα κάνουν, όσα οι άγγελοι, τι άραγε θα κάνουν εκεί; Πόση λαμπρότητα θα έχουν; Ίσως καθένας από εσάς θα ήθελε να είναι τέτοιος, ώστε να μπορεί να διατάσσει τον ήλιο και τη σελήνη. Ως προς αυτό, τι θα μπορούσαν να πουν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι ο ουρανός είναι σφαιρικός; Γιατί λοιπόν δεν είπε «ας σταθεί ο ήλιος», αλλά πρόσθεσε «ας σταθεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβαών και η σελήνη πάνω από τη φάραγγα Αιλών»[Ιησού Ναυή, 10,12].Δηλαδή, να κάνει την ημέρα μεγαλύτερη. Αυτό έγινε και επί του Εζεκία· διότι οπισθοδρόμησε ο ήλιος. Αλλά αυτό είναι περισσότερο θαυμαστό από εκείνο, το να έλθει πάλι πίσω στον ίδιο δρόμο, χωρίς να περιέλθει τον δρόμο. Αλλά εμείς, εάν θέλουμε, μεγαλύτερα από αυτά θα κατορθώσουμε. Πράγματι τι μας υποσχέθηκε ο Χριστός; Δεν μας είπε ότι θα σταματήσουμε τον ήλιο, αλλά τι; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν (:Εάν κανείς με αγαπά, θα τηρήσει στη ζωή του τις εντολές μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει)», λέγει, «καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν (:και θα έλθουμε σε αυτόν και θα μεταβάλουμε την καρδιά του σε μόνιμη κατοικία μας, ώστε αυτός να είναι ο έμψυχος ναός του ζώντος Θεού)»[Ιω.14,23].
Τι μου χρειάζεται ο ήλιος και η σελήνη και τα θαυμαστά τους,όταν ο ίδιος ο Δεσπότης πάντων κατέρχεται και εγκαθίσταται σε εμένα; Δεν μου χρειάζονται αυτά. Διότι σε τι θα μου χρειαστεί κάτι από αυτά; Αυτός θα μου είναι ήλιος και σελήνη και φως. Διότι πες μου, τι θα ήθελες, εάν εισερχόσουν στα ανάκτορα, να μπορούσες να μεταρρυθμίσεις κάτι από αυτά που είναι στερεωμένα, ή να επιτύχεις τη φιλία του βασιλιά, ώστε να τον πείσεις να κατέλθει προς εσένα; Δεν θα προτιμούσες πολύ περισσότερο αυτό παρά εκείνο; Τι όμως; Δεν είναι θαυμαστό πράγματι ότι άνθρωπος προστάσσει αυτά που προστάσσει και ο Χριστός; «Αλλά ο Χριστός», θα μπορούσε να έλεγε κάποιος, «δε χρειάζεται τον Πατέρα, αλλά με απόλυτη εξουσία ενεργεί». Καλώς· λοιπόν ομολόγησε πρώτα και πες ότι δεν έχει ανάγκη του Πατρός και ότι με απόλυτη εξουσία ενεργεί, και τότε θα σου πω πάλι, ή καλύτερα θα σε διδάξω για την προσευχή που κάνει, ότι γινόταν από συγκατάβαση και θεία οικονομία (διότι δεν ήταν κατώτερος από τον Ιησού του Ναυή ο Χριστός) και ότι μπορούσε να μας διδάσκει χωρίς προσευχή.
Όπως ακριβώς δηλαδή όταν ακούς τον διδάσκαλο να ομιλεί σαν παιδί και να διηγείται τα στοιχειώδη δεν λες ότι είναι αμαθής, και όταν ερωτά «πού είναι αυτό το στοιχείο», γνωρίζεις ότι δεν το ερωτά από άγνοια, αλλά επειδή θέλει να διδάξει τον μαθητή· έτσι και ο Χριστός προσευχήθηκε όχι επειδή είχε ανάγκη προσευχής, αλλά επειδή θέλει να διδάξει εσένα, να προσεύχεσαι συνεχώς, αδιαλείπτως, με νηφαλιότητα, και να κάνεις αυτήν με πολλή αγρυπνία. Και όταν λέω να αγρυπνείς δεν εννοώ μόνο το να σηκώνεσαι τη νύχτα, αλλά και κατά το διάστημα της ημέρας να επαγρυπνείς στις προσευχές· διότι αυτός που ενεργεί έτσι ονομάζεται άγρυπνος. Αφού είναι δυνατό να κοιμάται κανείς και όταν προσεύχεται τη νύχτα και να αγρυπνεί κατά το διάστημα της ημέρας και όταν δεν προσεύχεται, όταν η ψυχή υψώνεται προς τον Θεό, όταν γνωρίζει με Ποιον συνομιλεί, σε Ποιον απευθύνεται, όταν σκεφτεί ότι οι άγγελοι στέκονται δίπλα στον Θεό με φόβο και τρόμο, ενώ αυτός προσέρχεται με χασμουρητά και ξυνόμενος.
Είναι μεγάλο όπλο η προσευχή, όταν γίνεται με την αρμόζουσα διάθεση. Και για να μάθεις τη δύναμή της, πρόσεχε εδώ· η συνεχής προσευχή κατανίκησε την αδιαντροπιά και την αδικία και την ωμότητα και την θρασύτητα· διότι λέγει: «Ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει(:Ακούστε και προσέξτε καλά τι λέγει ο άδικος κριτής)» [Λουκ. 18,6]. Επίσης και την απροθυμία νίκησε· και αυτό που δεν πέτυχε η φιλία, αυτό το κατόρθωσε η συνεχής αίτηση: «Λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει(:Σας διαβεβαιώνω ότι και αν ακόμη δεν θελήσει να σηκωθεί να του δώσει, μολονότι τον είχε φίλο, πάντως για την αδιακρισία του ότι σε τέτοια νυκτερινή ώρα τον ανησυχεί, θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα του χρειάζονται)» [Λουκ.11,8].
Και μία ανάξια πάλι η συνεχής επιμονή την έκανε άξια: «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης)»[ Ματθ.15,26-27].
Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί κατά την προσευχή· είναι μεγάλο όπλο, όταν γίνεται με προθυμία, χωρίς κενοδοξία, όταν γίνεται με ειλικρίνεια ψυχής. Αυτή κατατρόπωσε εχθρούς, αυτή έθνος ολόκληρο και ανάξιο ευεργέτησε: «Καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων (:Και κατέβηκα να ελευθερώσω αυτούς από την δουλεία των Αιγυπτίων, να τους βγάλω από την χώρα της Αιγύπτου και να τους οδηγήσω σε χώρα εύφορη και μεγάλη, σε γη που θα ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο τον οποίο σήμερα κατέχουν οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι)» [Έξ.3,8]· αυτή είναι φάρμακο σωτήριο, αυτή εμποδίζει τα αμαρτήματα και θεραπεύει τα πλημμελήματα· με αυτήν και η χήρα η εγκαταλειμμένη απηύθυνε επίμονα το αίτημά της.
Εάν λοιπόν προσευχόμαστε με ταπεινοφροσύνη, εάν κτυπούμε το στήθος όπως ο τελώνης, εάν λέμε εκείνα τα λόγια που είπε και εκείνος, εάν λέμε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» [Λουκ.18,13], όλα θα τα επιτύχουμε· διότι, και αν δεν είμαστε τελώνες, όμως έχουμε άλλα αμαρτήματα, όχι λιγότερα από εκείνου. Μη μου πεις λοιπόν ότι είναι μικρό το σφάλμα σου· διότι έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Όπως ακριβώς δηλαδή ανδροφόνος ονομάζεται όμοια και αυτός που σκότωσε παιδί και εκείνος που σκότωσε άνδρα, έτσι πλεονέκτης ονομάζεται και αυτός που αρπάζει πολλά και εκείνος που αρπάζει λίγα.
Αλλά και η μνησικακία δεν είναι μικρό, αλλά μεγάλο αμάρτημα. Διότι λέγει: «Ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον(:Στους δρόμους της αρετής υπάρχει η αληθινή και ευχάριστος ζωή, ενώ οι δρόμοι των μνησίκακων και εμπαθών ανθρώπων οδηγούν στον θάνατο)» [Παροιμ. 12,28]. Το ίδιο και αυτός που αποκαλεί τον αδελφό του μωρό και ανόητο ή οτιδήποτε άλλο όμοιο με αυτά: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο, διαπράττει έγκλημα ανάλογο με εκείνο το οποίο δικαζόταν άλλοτε από το τοπικό επταμελές δικαστήριο, την “κρίση”. Κι εκείνος που θα πει περιφρονητικά στον αδελφό του: “ανόητε”, είναι ένοχος βαρύτερου εγκλήματος, σαν εκείνα που δικάζουν από το ανώτατο δικαστήριο των Ιουδαίων, το Συνέδριο. Κι εκείνος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελφό του: “ηλίθιε”, θα είναι ένοχος εγκλήματος που πρέπει να τιμωρηθεί με τη γέεννα του πυρός που βρίσκεται στον Άδη)»[Ματθ.5,22]. Μεταλαμβάνουμε επίσης και των φρικτών μυστηρίων αναξίως και φθονούμε και κακολογούμε· και μερικοί από εμάς πολλές φορές και μέθυσαν. Καθένα από αυτά τα αμαρτήματα και αυτό καθ’ εαυτό, μάλιστα είναι ικανό να μας στερήσει τη βασιλεία των ουρανών· όταν όμως και υπάρχουν όλα μαζί, ποια απολογία θα έχουμε;
Έχουμε ανάγκη πολλής μετάνοιας, αγαπητοί, πολλής προσευχής, πολλής καρτερίας, πολλής προσοχής, για να μπορέσουμε να κερδίσουμε τα αγαθά που μας έχει υποσχεθεί. Ας πούμε λοιπόν και εμείς: «συγχώρησέ με τον αμαρτωλό»· ή καλύτερα ας μην το λέμε μόνο, αλλά και έτσι να σκεπτόμαστε· και αν κάποιος άλλος μας κατηγορήσει, ας μην οργιστούμε. Άκουσε εκείνος, ότι «δεν είμαι όπως αυτός ο τελώνης» και δεν οργίστηκε, αλλά λυπήθηκε· δέχθηκε την υπεροχή και απέβαλε το όνειδος. Είπε εκείνος το τραύμα, αναζήτησε Αυτός το φάρμακο. Ας λέμε λοιπόν: «Θεέ μου, συγχώρησέ με τον αμαρτωλό»· αλλά και αν άλλος μας ονομάσει αμαρτωλούς, ας μην αγανακτούμε. Εάν όμως οι ίδιοι λέμε ότι διαπράξαμε μύρια κακά, και όταν το ακούμε από τους άλλους αγανακτούμε, αυτό δεν είναι τότε ταπεινοφροσύνη, ούτε εξομολόγηση, αλλά επίδειξη και κενοδοξία.
«Είναι επίδειξη», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «να αποκαλείς τον εαυτό σου αμαρτωλό;». Ναι· διότι αποκτούμε φήμη ταπεινοφροσύνης, θαυμαζόμαστε, εγκωμιαζόμαστε· εάν όμως πούμε τα αντίθετα για τους εαυτούς μας, μας περιφρονούν. Ώστε και αυτό το κάνουμε για τη δόξα. Και τι είναι ταπεινοφροσύνη; Το να υπομένεις την κατηγορία του άλλου, το να αναγνωρίζεις το αμάρτημά σου, το να αντέχεις τις κατηγορίες. Και ούτε αυτό θα ήταν δείγμα ταπεινοφροσύνης, αλλά ευγνωμοσύνης. Τώρα όμως αποκαλούμε βέβαια τους εαυτούς μας αμαρτωλούς, αναξίους και πόσα άλλα· αν όμως κάποιος άλλος μας αποδώσει ένα από αυτά, στενοχωρούμαστε, εξαγριωνόμαστε. Βλέπεις ότι δεν είναι εξομολόγηση, ούτε ευγνωμοσύνη; Είπες ότι είσαι τέτοιος· μην αγανακτείς όταν το ακούς και από τους άλλους και όταν ατιμάζεσαι· έτσι γίνονται ελαφρύτερα τα αμαρτήματά σου, όταν άλλοι σε κατηγορούν· διότι αυτοί στους εαυτούς τους προσθέτουν επιπλέον βάρος, ενώ εσένα σε οδηγούν στην άσκηση της αρετής.
Άκουσε τι είπε ο μακάριος Δαβίδ όταν τον καταριόταν ο Σεμεεί: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ(:Υπομένω τις κατάρες του, μήπως ο Θεός δει αυτόν τον εξευτελισμό μου και με ανταμείψει με αγαθά, αντί της κατάρας η οποία κατά την ημέρα αυτήν εκσφενδονίστηκε εναντίον μου)» [Β΄Βασ.16,10-12]. Ενώ εσύ αν και λες για τον εαυτό σου το πιο μεγάλο κακό, αγανακτείς, όταν δεν ακούς από τους άλλους τα εγκώμια των μεγάλων δικαίων. Βλέπεις ότι παίζεις με πράγματα που δεν πρέπει κανείς να παίζει; Διότι αρνούμαστε τους επαίνους άλλων, για να επισύρουμε πάλι μεγαλύτερους επαίνους, για να μας θαυμάσουν ακόμη περισσότερο. Επομένως το κάνουμε αυτό, όχι επειδή δεν θέλουμε τα εγκώμια, αλλά για να τα αυξήσουμε· και όλα γίνονται για τη δόξα μας, και όχι επειδή πραγματικά τα θέλουμε. Γι’ αυτό όλα είναι κενά, όλα μάταια.
Γι’ αυτό λοιπόν παρακαλώ τώρα να απομακρυνθούμε από τη μητέρα των κακών, την κενοδοξία, και να ζήσουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να κερδίσουμε και τα μελλοντικά αγαθά, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
«Περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς(:φορούσαν για ρούχα προβιές και γιδοδέρματα, ζώντας μέσα σε στερήσεις, θλίψεις και κακοπάθειες. Ολόκληρος ο κόσμος δεν άξιζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς. Περιπλανιόνταν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης)»[Εβρ.11,37].
Πάντοτε βέβαια, κυρίως όμως όταν σκέπτομαι τα κατορθώματα των αγίων, τότε μου έρχεται να ξεχνώ όλα τα δικά μου, διότι ούτε στο όνειρό μας δεν γνωρίσαμε αυτά που εκείνοι οι άνδρες πέρασαν σε όλη τους τη ζωή, και αυτά δεν ήταν τιμωρία για τα αμαρτήματά τους, αλλά, αν και σημείωναν πάντοτε κατορθώματα, όμως πάντοτε αντιμετώπιζαν θλίψεις. Πράγματι, σκέψου τον Ηλία, στον οποίο αναφέρεται ο λόγος σήμερα· διότι γι’ αυτόν το λέγει αυτό εδώ, το «φορούσαν προβιές» και τελειώνει σε αυτόν τα παραδείγματα χωρίς να αφήσει ούτε αυτό που τους ήταν γνωστό. Και αφού αναφέρθηκε στους αποστόλους, ότι υπέστησαν τον θάνατο με μάχαιρα, ότι λιθοβολήθηκαν, επανέρχεται πάλι στον Ηλία, που έπαθε τα ίδια με αυτούς. Επειδή δηλαδή ήταν φυσικό να μην έχουν ακόμη αυτοί τόση μεγάλη ιδέα για τους αποστόλους, από αυτόν που αναλήφθηκε και υπερβολικά θαυμάστηκε, δηλαδή τον προφήτη Ηλία, φέρνει την παρηγοριά και την παράκληση.
«Φορούσαν», λέγει, «δέρματα προβάτων και δέρματα γιδιών, γεμάτοι στερήσεις, θλίψεις και κακοπαθήματα, και όλων αυτών δεν ήταν άξιος ο κόσμος αυτός». Ούτε ένδυμα είχαν, λέγει, να ντυθούν, εξαιτίας των υπερβολικών θλίψεων, ούτε πόλη, ούτε σπίτι, ούτε κατάλυμα· αυτό ακριβώς που ο Χριστός έλεγε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:Οι αλεπούδες έχουν τρύπες που τις χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη για να κουρνιάζουν, ενώ ο υιός του ανθρώπου (δηλαδή εγώ που γεννήθηκα από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος γνωστός από τις υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής ένδοξος πάνω στις νεφέλες του ουρανού) δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το κεφάλι του. Μην περιμένεις λοιπόν κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίες, όπως η δική μου)» [Ματθ.8,20].
Αλλά τι λέγω «δεν είχαν κατάλυμα»; Ούτε τόπο για να σταθούν είχαν· διότι ούτε όταν κατέφευγαν στην έρημο, ησύχαζαν· καθόσον δεν είπε, «παρέμειναν στην έρημο», αλλά και εκεί ευρισκόμενοι έφευγαν και από εκεί καταδιώκονταν· τους έδιωχναν όχι μόνο από την κατοικημένη περιοχή, αλλά και από την ακατοίκητη. Και υπενθυμίζει τους τόπους όπου ζούσαν και τα γεγονότα που τους συνέβηκαν εκεί· «γεμάτοι από στερήσεις και θλίψεις». «Έπειτα», λέγει, «εσάς σας κατηγορούσαν για τον Χριστό, και αυτό τα έκαναν στον Ηλία· τι είχαν να πουν σε βάρος του, και τον έδιωχναν και τον καταδίωκαν και τον ανάγκαζαν να παλεύει με την πείνα;». Αυτό και αυτοί τότε πάθαιναν. Γι’ αυτό αλλού έλεγε: «Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς(:Οι μαθητές, λοιπόν, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία)»[Πράξ.11,29]. Πράγμα που συνέβηκε και σε αυτούς.
«Κακουχούμενοι», λέγει· δηλαδή ήταν εκτεθειμένοι σε όλα τα κακά, και στις οδοιπορίες και στους κινδύνους· πράγμα που και σε αυτούς συνέβαινε. Αλλά το «περιῆλθον», τι σημαίνει; «Περιπλανώμενοι στις ερήμους και στα όρη και στα σπήλαια και στις τρύπες της γης». Τίποτε άλλο δεν δείχνει αυτό παρά μόνο παρουσιάζει με μια λέξη, ότι περιφέρονταν όπως ακριβώς οι εξόριστοι και οι μετανάστες, όπως ακριβώς εκείνοι που έχουν καταδικαστεί για ατιμίες, όπως εκείνοι που δεν είναι άξιοι να βλέπουν ούτε τον ήλιο και ούτε στην έρημο έβρισκαν καταφύγιο, αλλά έπρεπε διαρκώς να φεύγουν, έπρεπε να αναζητούν κρύπτες, έπρεπε ζωντανοί να θάπτονται, πάντοτε να είναι φοβισμένοι.
«Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι(:Και όλοι αυτοί, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομίας, επειδή ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για εμάς, ώστε να λάβουν σε τέλειο βαθμό τη σωτηρία χωρίς εμάς)»[Εβρ.11,39]. «Ποιος λοιπόν», λέγει, «είναι ο μισθός της τόσο μεγάλης ελπίδας; Ποια είναι η ανταπόδοση;». Μεγάλη είναι και τόσο μεγάλη, ώστε να μην μπορεί να εκφραστεί με τον λόγο. «Διότι αυτά», λέγει, «που οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε ούτε στην καρδιά του ανθρώπου ανέβηκαν, αυτά είναι εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που τον αγαπούν». Αλλά ακόμη δεν τα απήλαυσαν, ακόμη περιμένουν και πέθαναν έτσι μέσα σε τόση μεγάλη θλίψη.
Και εκείνοι βέβαια έχουν τόσα πολλά χρόνια που νίκησαν όλα αυτά και ακόμη δεν τα απήλαυσαν την αμοιβή, και εσείς που βρίσκεστε ακόμη στο στάδιο του αγώνα, αδημονείτε; Σκεφτείτε και εσείς τι σημαίνει αυτό και πόσο ο Αβραάμ θα περιμένει· και τον απόστολο Παύλο που περιμένει πότε εσύ θα τελειωθείς, για να μπορέσουν τότε να λάβουν τον μισθό. Διότι, εάν και εμείς δεν παραβρεθούμε εκεί, τους το προείπε ο Σωτήρας, δε θα τους ανταμείψει. Όπως ακριβώς ένας φιλόστοργος πατέρας εάν έλεγε για τα παιδιά του, που ευδοκιμούν και έχουν ολοκληρώσει το έργο τους, να μην τα δώσουν να φάνε, εάν δεν έλθουν και οι αδελφοί τους. Και εσύ στενοχωριέσαι γιατί ακόμα δεν αμείφθηκες; Τι λοιπόν θα πρέπει να κάνει ο Άβελ, που πριν από όλους νίκησε, και ακόμη περιμένει αστεφάνωτος; Τι πρέπει επίσης να κάνει ο Νώε; Και τι όλοι εκείνοι που έζησαν εκείνα τα χρόνια, που περιμένουν εσένα και τους μετά από εσένα; Βλέπεις ότι εμείς βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους; Καλά λοιπόν είπε «ότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για εμάς». Για να μη νομίζουν δηλαδή ότι πλεονεκτούν απέναντί μας εάν στεφανώνονταν πρώτοι, όρισε να είναι κοινός για όλους ο καιρός των στεφάνων και εκείνος που έχει νικήσει πριν τόσα πολλά χρόνια μαζί σου να λάβει το στεφάνι.
Βλέπεις φροντίδα; Και δεν είπε «για να μην στεφανωθούν χωρίς εμάς», αλλά «για να μην τελειωθούν χωρίς εμάς»· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρόλαβαν στους αγώνες, αλλά δεν θα μας προλάβουν και στα στεφάνια. Δεν αδίκησε εκείνους, αλλά τίμησε εμάς· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρόλαβαν στους αγώνες, αλλά δε θα μας προλάβουν και στα στεφάνια. Δεν αδίκησε εκείνους, αλλά τίμησε εμάς· διότι και αυτοί περιμένουν τα αδέλφια τους. Εφόσον όλοι είμαστε ένα σώμα, μεγαλύτερη γίνεται η ηδονή στο σώμα, όταν από κοινού στεφανώνεται και όχι μεμονωμένα. Πράγματι οι δίκαιοι και ως προς αυτό είναι αξιοθαύμαστοι, διότι χαίρονται για τα αγαθά των αδελφών τους, σαν να είναι δικά τους. Ώστε αυτό είναι σύμφωνο και με την επιθυμία εκείνων, το να στεφανωθούν δηλαδή μαζί με όλα τα μέλη του σώματός τους· διότι το να δοξαστούν μαζί είναι μεγάλη ηδονή. «Λοιπόν και εμείς, αφού έχουμε γύρω μας ένα τόσο πυκνό σύννεφο μαρτύρων».
Σε πολλές περιπτώσεις η Γραφή παρουσιάζει την παρηγοριά στα κακοπαθήματα από τα γεγονότα που συμβαίνουν, όπως όταν λέγει ο προφήτης: «Καὶ ἔσται εἰς σκιὰν ἀπὸ καύματος καὶ ἐν σκέπῃ καὶ ἐν ἀποκρύφῳ ἀπὸ σκληρότητος καὶ ὑετοῦ(:Όλοι και όλα, όσα υπάρχουν κάτω από τη δροσερή σκιά της νεφέλης, θα προστατεύονται από το καύμα του ηλίου, θα σκεπάζονται από τις ραγδαίες καταστρεπτικές βροχές, θα ευρίσκονται σε ασφάλεια και θα ζουν με άνεση)»[Ησ.4,6]·και ο Δαβίδ: «Ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα(:Τότε κατά την ημέρα ο ήλιος δεν θα σε καυματίσει, ούτε η σελήνη θα σε βλάψει κατά την νύκτα)» [Ψαλμ. 120,6].Αυτό λοιπόν και εδώ λέγει, ότι η μνήμη των αγίων εκείνων ανδρών, ως νέφος θα σκιάζει εκείνον που φλέγεται από θερμότερη ακτίνα· έτσι ανασταίνει και αναζωογονεί την ψυχή, που είναι αποκαμωμένη από τις δυστυχίες. Και δεν είπε: «που αιωρείται πάνω από εμάς», αλλά «που μας περιβάλλει», που είναι πολύ πιο ανώτερο· το κάνει για να δηλώσει με αυτό, ότι περιβάλλοντάς μας, είναι φυσικό ότι θα μας έχει σε μεγαλύτερη ασφάλεια. Μάρτυρες ονομάζει όχι μόνο αυτούς που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παλαιά· καθόσον και αυτοί μαρτύρησαν για το μεγαλείο του Θεού· όπως οι τρεις παίδες, οι περί τον Ηλία, οι προφήτες όλοι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολή, ομιλίες ΚΓ΄(κατ΄επιλογήν), ΚΖ΄(κατ΄επιλογήν) και ΚΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 25, σελίδες 136-145, 220-237 και 239-243.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ[:Ματθ. 1,1-25]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Aς εγερθούμε και ας μην κοιμόμαστε πλέον, διότι βλέπω τις πύλες να ανοίγονται για χάρη μας. Όμως ας εισέλθουμε με μεγάλη τάξη και φόβο, αμέσως μόλις πατήσουμε τα πρόθυρα της πόλεως. Ποια είναι αυτά τα πρόθυρα; «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ(:Κατάλογος γενεαλογικός του Ιησού Χριστού, του υιού του Δαυίδ, του υιού του Αβραάμ)»[Ματθ.1,1].
Τι λέγεις, λοιπόν, Ματθαίε; Μας υποσχέθηκες ότι θα μας ομιλήσεις για τον μονογενή Υιό του Θεού και εσύ μας μνημονεύεις τον Δαβίδ, έναν άνθρωπο που γεννήθηκε ύστερα από αναρίθμητες γενεές και υποστηρίζεις ότι αυτός είναι και πατέρας και πρόγονος του Ιησού; Περίμενε, αγαπητέ αδελφέ, και μη ζητείς να τα μάθεις όλα μεμιάς αλλά σιγά και κατ’ ολίγον. Στα πρόθυρα στέκεσαι ακόμη, στα προπύλαια. Γιατί λοιπόν βιάζεσαι να εισέλθεις στα άδυτα; Ακόμη δεν παρατήρησες καλά όλα τα εξωτερικά πράγματα. Διότι δεν σου διηγούμαι ακόμη εκείνη την προαιώνια γέννηση —αλλά ούτε και αυτήν που επακολούθησε— διότι είναι ανέκφραστη και απόρρητη. Άλλωστε πριν από εμένα, σου το είπε αυτό και ο Ησαΐας, ο οποίος προφητεύοντας το Πάθος και το μεγάλο ενδιαφέρον Του για ολόκληρη την ανθρωπότητα, γεμάτος κατάπληξη για το ποιος ήταν ο Ιησούς, τι έγινε και πού κατέβηκε, αναφώνησε με δυνατή και ισχυρή φωνή, λέγοντας τα εξής: «Τήν γενεάν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;(:Ποιος δύναται να εκθέσει με λεπτομέρειες την καταγωγή Του;)» [Ησ.53,8].
Ώστε τώρα δεν κάνω λόγο για εκείνη την ουράνια γέννηση, αλλά για την κάτω, αυτήν που συνέβη στη γη και συνοδεύτηκε από πολλούς μάρτυρες. Μα και τα αναφερόμενα σε αυτήν γεγονότα έτσι θα σας τα διηγηθώ, όπως δηλαδή, είναι δυνατό να ομιλήσω περί αυτών με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Πραγματικά ούτε την επίγεια Γέννηση του Ιησού είναι δυνατόν να παρουσιάσει κανείς με σαφήνεια, εφόσον και αυτή προκαλεί μεγάλη φρίκη. Λοιπόν, να μη νομίσεις ότι ακούς ασήμαντα πράγματα, όταν ακούς να γίνεται λόγος για την Γέννηση αυτήν. Αντίθετα, να έχεις το μυαλό σου σε ετοιμότητα και να αισθανθείς αμέσως φρίκη, όταν ακούσεις ότι ο Θεός ήλθε στη γη. Διότι το γεγονός αυτό ήταν τόσο απροσδόκητο, ώστε και οι άγγελοι έστησαν χορό γι’ αυτό και έψαλαν το καλό που απέρρευσε απ΄ αυτό για την οικουμένη. Επίσης, και οι προφήτες παλαιότερα δοκίμασαν κατάπληξη, διότι ο ίδιος ο Θεός «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»(:εμφανίστηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους)» [Βαρούχ,3,8].
Πραγματικά, ήταν πολύ παράδοξο να πληροφορηθείς ότι ο Θεός ο απόρρητος, ο ανέκφραστος, ο απερινόητος και ίσος με τον Πατέρα, διήλθε από την μήτρα της Παρθένου, καταδέχτηκε να γεννηθεί από γυναίκα και να έχει προγόνους τον Δαβίδ και τον Αβραάμ και το ακόμα φρικτότερο, τις γυναίκες εκείνες ήταν τόσο αμαρτωλές. Άκουσέ τα αυτά και σήκω χωρίς καμία ταπεινή υποψία, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να αισθανθείς θαυμασμό, ότι δηλαδή ενώ είναι Υιός του ανάρχου Θεού, και μάλιστα γνήσιος Υιός, εντούτοις ανέχθηκε να ακούσει ότι είναι υιός και του Δαβίδ, για να σου δώσει τη δυνατότητα να γίνεις υιός του Θεού. Ανέχθηκε να γίνει πατέρας Του ένας δούλος(:ο Δαβίδ),για να σου δώσει ως πατέρα τον Κύριο, μολονότι είσαι δούλος.
Είδες ποια είναι αμέσως από τα προοίμια η καλή αγγελία; Αν αμφιβάλλεις για ό,τι σε αφορά, πίστεψέ το από ό,τι αφορά Εκείνον. Διότι είναι βέβαια πολύ δυσκολότερο για τον ανθρώπινο λογισμό να γίνει ο Θεός άνθρωπος, παρά να υπάρξει ο άνθρωπος υιός του Θεού. Όταν ακούσεις λοιπόν ότι ο Υιός του Θεού είναι υιός του Δαβίδ και του Αβραάμ, να μην αμφιβάλεις τότε, ότι και εσύ, ο υιός του Αδάμ, θα γίνεις υιός του Θεού· διότι δεν ταπείνωσε βέβαια τόσο πολύ τον εαυτό του άδικα και παράλογα, αν δεν σκόπευε να μας ανυψώσει. Γεννήθηκε κατά σάρκα, για να γεννηθείς εσύ πνευματικά· γεννήθηκε από γυναίκα, για να πάψεις εσύ να είσαι υιός γυναίκας.
Για τον λόγο αυτόν η γέννηση έγινε δύο ειδών· όμοια με τη δική μας, αλλά και υπερβαίνουσα τη δική μας. Το να γεννηθούμε όμως όχι από αίμα, μήτε από θέλημα σαρκός και ανδρός αλλά από Πνεύμα άγιο, προμήνυε τη μελλοντική γέννησή μας που μας υπερβαίνει και που σκόπευε να μας χαρίσει μέσω του Πνεύματος. Το ίδιο νόημα είχαν και όλα τα άλλα. Τέτοιο ήταν το βάπτισμα· είχε κάτι από το παλαιό και κάτι από το νέο. Το παλαιό το φανέρωνε το ότι βαπτίστηκε από τον προφήτη, η κάθοδος του Πνεύματος υπογράμμισε το νέο. Και όπως κάποιος που στέκεται στο μεταίχμιο δύο πραγμάτων που απέχουν το ένα από το άλλο, τα ενώνει, αν απλώσει τις χείρες του από το ένα και το άλλο μέρος, έτσι έκανε και αυτός· ένωσε την παλαιά με τη νέα, τη θεία με την ανθρώπινη, τα δικά Του με τα δικά μας.
Είδες την αστραπή της πόλεως, με πόση φεγγοβολή σε περιέλαμψε από την αρχή; Πώς σου έδειξε αμέσως τον βασιλιά στη δική σου μορφή, σαν να είστε σε στρατόπεδο; Διότι εκεί ο βασιλέας δεν επιδεικνύει φανερά πάντοτε το αξίωμά του, αλλά αφήνει την πορφύρα και το στέμμα, και ενδύεται συχνά τη στολή του στρατιώτη. Και εκεί μεν για να μην αναγνωριστεί και προσελκύσει προς τον εαυτό του τους εχθρούς, ενώ εδώ το αντίθετο, για να μην αναγνωριστεί και κάνει τον εχθρό να αποφύγει τη συμπλοκή μαζί του και προκαλέσει την ταραχή όλων των δικών του· διότι αποβλέπει στη σωτηρία και όχι στον τρόμο.
Για τούτο και έδωσε στον εαυτό Του το όνομα Ιησούς. Το όνομα Ιησούς δεν είναι βέβαια ελληνικό. Υπάρχει στην εβραϊκή γλώσσα και στην ελληνική εξηγείται Σωτήρας. Και Σωτήρας ονομάζεται από το ότι έσωσε τον λαό Του.
Είδες πώς έδωσε φτερά στον ακροατή; Ενώ μίλησε για τα συνηθισμένα, με αυτά φανέρωσε συνάμα σε όλους εμάς τα πέρα από προσδοκία. Και τα δύο αυτά ονόματα είχαν μεγάλη διάδοση μεταξύ των Ιουδαίων. Επειδή τα μέλλοντα να συμβούν ήσαν παράδοξα, προέτρεξαν οι τύποι των ονομάτων, ώστε από τον ουρανό να διαλυθεί κάθε θόρυβος για μια καινοτομία.
Ως γνωστόν Ιησούς λέγεται εκείνος που διαδέχτηκε τον Μωυσή και εισήγαγε τον λαό στη γη της Επαγγελίας[Στους Αριθμούς, τέταρτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης(13,17),μαθαίνουμε ότι ο Ιησούς του Ναυή ονομαζόταν προηγουμένως Αυσή. Σε Ιησού τον μετονόμασε ο Μωυσής μετά την αποστολή του μαζί με άλλους ένδεκα εκπροσώπους των φυλών προς κατασκόπευση της γης Χαναάν]. Είδες τον τύπο; Πρόσεξε την αλήθεια. Εκείνος[:ο Ιησούς του Ναυή] τον έφερε στη γη της επαγγελίας, Αυτός[:ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός] στον ουρανό και στα ουράνια αγαθά. Εκείνος μετά τον θάνατο του Μωυσή, Αυτός μετά την παύση της ισχύος του νόμου. Εκείνος ως ηγέτης του λαού, Αυτός ως βασιλέας. Και για να μην ακούσεις Ιησούς και εξαιτίας της ομωνυμίας παραπλανηθείς, πρόσθεσε: «Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ». Ο Ιησούς του Ναυή δεν προερχόταν από τη γενεά του Δαβίδ, αλλά από άλλη φυλή.
Και για ποιον λόγο ονομάζει ο ευαγγελιστής το Ευαγγέλιό του «βίβλον γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ(:κατάλογο γενεαλογικό του Ιησού Χριστού)», μολονότι δεν περιλαμβάνει μόνο τη γέννηση, αλλά ολόκληρη τη θεία οικονομία; Απλούστατα, διότι ολόκληρου του μυστηρίου της θείας οικονομίας αυτό είναι το κεφάλαιο, καθώς και η αρχή και ρίζα όλων των αγαθών, τα οποία προέκυψαν για εμάς. Δηλαδή όπως ακριβώς ο Μωυσής ονομάζει την συγγραφή του «βίβλον γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς (:βιβλίο της δημιουργίας του ουρανού και της γης)»,έστω κι αν δεν κάνει λόγο μόνο για τον ουρανό και τη γη, αλλά και για όλα όσα βρίσκονται μεταξύ αυτών, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Ευαγγελιστής έδωσε ονομασία στο βιβλίο του από το βασικότερο σημείο των αγαθών. Πραγματικά, το γεγονός το οποίο προκαλεί μεγαλύτερη κατάπληξη και υπερβαίνει κάθε ελπίδα και προσδοκία είναι το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Αφού συνέβη αυτό, όλα τα άλλα γεγονότα γενικώς ακολουθούν κατά λογική σειρά και τάξη.
Και γιατί δεν είπε πρώτα «υἱοῦ Ἀβραάμ» και έπειτα να προσθέσει «υἱοῦ Δαυΐδ»; Όχι βέβαια, όπως νομίζουν μερικοί, διότι ήθελε να παρουσιάσει την γενεαλογία εκ των κάτω προς τα άνω, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να εργαστεί όπως ο ευαγγελιστής Λουκάς, που αρχίζει από τον Ιωσήφ και φθάνει μέχρι τον Αδάμ· τώρα όμως κάνει ακριβώς το αντίθετο. Για ποιο λόγο λοιπόν ανέφερε πρώτα τον Δαβίδ; Επειδή όλοι οι Ιουδαίοι ανέφεραν και θυμούνταν τον Δαβίδ διαρκώς και λόγω της δόξας του και λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος που είχε μεσολαβήσει από τον θάνατό του, διότι δεν είχε βέβαια πεθάνει προ τόσων πολλών ετών, όσο ο Αβραάμ. Εξάλλου είναι γεγονός ότι ο Θεός είχε δώσει υποσχέσεις και στους δύο, αλλά η υπόσχεση προς τον Αβραάμ, ως πολύ παλαιά λησμονούνταν, ενώ η άλλη ως πολύ πρόσφατη και νεότερη, διαδιδόταν από όλους. Οι ίδιοι εξάλλου οι Ιουδαίοι λέγουν:« Οὐκ ἐκ τοῦ σπέρματος ∆αυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν ∆αυῒδ, ἔρχεται ὁ Χριστός;(:Δεν είπε η Γραφή ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαβίδ και έρχεται από το χωριό Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και έζησε ο Δαβίδ;)» [Ιω. 7, 42]. Εντούτοις κανείς δεν Τον ονομάζει «Υἱόν Ἀβραὰμ» αλλά όλοι «Υἱόν ∆αυίδ», διότι όπως είπα προηγουμένως ο Δαβίδ διατηρείτο καλύτερα στη μνήμη όλων και εξαιτίας του λίγου σχετικά χρόνου από τον θάνατό του και εξαιτίας της ενδόξου βασιλείας του.
Για τον λόγο αυτόν ακριβώς και όσους τιμούσαν ως βασιλείς έπειτα από αυτόν έδιναν σε αυτούς το όνομά του και αυτοί και ο Θεός. Και ο Ιεζεκιήλ, ως γνωστό, αλλά και άλλοι προφήτες έλεγαν ότι θα έλθει και θα αναστηθεί προς χάριν του Δαβίδ. Δεν εννοούσαν εκείνον που είχε πεθάνει, αλλά τους ζηλωτές της αρετής εκείνου. Αλλά και ο Θεός λέγει στον Εζεκία: «Καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου(:Εγώ θα υπερασπίσω την πόλη αυτήν για εμένα και προς χάριν του δούλου μου Δαβίδ)»[Δ΄Βασ.19,34]· έλεγε και στον Σολομώντα επίσης ότι «καὶ οὐ μὴ λάβω τὴν βασιλείαν ὅλην ἐκ χειρὸς αὐτοῦ, διότι ἀντιτασσόμενος ἀντιτάξομαι αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, διὰ τὸν Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου, ὃν ἐξελεξάμην αὐτόν(:δεν θα αφαιρέσω όλο το βασίλειό του από τα χέρια του, αλλά θα αντιταχθώ υπέρ αυτού και θα διατηρήσω αυτόν στην βασιλεία του, για όσο χρόνο ζει. Τούτο δε προς χάριν του δούλου μου Δαυίδ, τον οποίο εγώ εξέλεξα ως βασιλέα)»[Γ΄Βασ.11,34]. Είχε μεγάλη δόξα ο Δαβίδ και πλησίον του Θεού και μεταξύ των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν αρχίζει αμέσως από τον πιο γνωστό και ανατρέχει στον πατέρα· θεώρησε περιττό να αναφερθεί σε πιο μακρινό χρόνο απευθυνόμενος προς Ιουδαίους. Αυτοί οι δύο θαυμάζονταν περισσότερο ο ένας ο προφήτης και βασιλέας(:ο Δαβίδ), ο άλλος ως πατριάρχης και προφήτης(:ο Αβραάμ).
Ίσως κάποιος να ρωτήσει: «Πώς αποδεικνύεται όμως ότι ο Ιησούς κατάγεται από τον Δαβίδ; Διότι εάν γεννήθηκε μόνο από γυναίκα, χωρίς τη συνεργασία ανδρός, πώς θα βεβαιωθούμε ότι είναι απόγονος του Δαβίδ, αφού η Παρθένος δεν έχει θέση στη γενεαλογία;».
Στο σημείο αυτό τίθενται δύο ζητούμενα· για ποιο λόγο η Παρθένος δεν γενεαλογείται και γιατί μνημονεύεται από τους Ευαγγελιστές ο Ιωσήφ, ο οποίος κανένα ρόλο δεν παίζει στη Γέννηση. Το δεύτερο εκ πρώτης όψεως φαίνεται περιττό, ενώ τα πρώτο φαίνεται σαν έλλειψη. Ποιο πρόβλημα λοιπόν είναι ανάγκη να ερευνήσουμε πρώτα; Το πώς αποδεικνύεται ότι η Παρθένος κατάγεται από τον Δαβίδ. Και πώς θα μάθουμε ότι είναι απόγονος του Δαβίδ; Άκουσε λοιπόν ποια εντολή δίνει ο Θεός στον Γαβριήλ, να μεταβεί «πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρὶ, ᾧ ὄνομα Ἰωσὴφ, ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς ∆αυῒδ καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ (: σε μία παρθένα κόρη που ήταν αρραβωνιασμένη με έναν άντρα που λεγόταν Ιωσήφ. Η παρθένος αυτή κόρη καταγόταν από τη γενιά του Δαβίδ, και το όνομά της ήταν Μαριάμ)»[Λουκ. 1, 27]. Ποια σαφέστερη απόδειξη ζητείς από αυτήν, όταν ακούς ότι η Παρθένος κατάγεται από το γένος και την οικογένεια του Δαβίδ;
Συνεπώς από αυτό γίνεται φανερό ότι και ο Ιωσήφ είχε την ίδια καταγωγή, διότι, ως γνωστόν, υπήρχε νόμος ο οποίος δεν επέτρεπε να λαμβάνει κανείς σύζυγο από άλλη φυλή, παρά μόνο από τη δικιά του. Αλλά και ο πατριάρχης Ιακώβ προέλεγε ότι ο Ιησούς θα κατάγεται από τη φυλή του Ιούδα με τα εξής λόγια: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, οὐδὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ,ἕως ἂν ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται· καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (: Δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και αρχηγός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του Οποίου απόκεινται οι εξουσίες· και Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)»[Γέν. 49, 10].
Η προφητεία αυτή βέβαια φανερώνει ότι κατάγεται από τη φυλή του Ιούδα, αλλά δεν αποδεικνύει ακόμη ότι ανήκει στο γένος του Δαβίδ. Μα μήπως στη φυλή του Ιούδα υπήρχε ένα μόνο γένος, δηλαδή το γένος του Δαβίδ; Όχι βέβαια. Αντίθετα υπήρχαν και πολλά άλλα γένη. Και συνέβαινε κάποιος να κατάγεται μεν από την φυλή του Ιούδα, χωρίς όμως να ανήκει στο γένος του Δαβίδ. Αλλά για να μην υποστηρίζεις αυτό το πράγμα, σου αφαίρεσε αυτήν την υποψία ο Ευαγγελιστής, όταν είπε ότι κατάγεται από το γένος και την οικογένεια του Δαβίδ.
Αν όμως θέλεις να πεισθείς περί αυτού με διαφορετικό συλλογισμό, δε θα δυσκολευτώ να σου παρουσιάσω και άλλη μία απόδειξη. Λοιπόν, δεν απαγορευόταν μόνο να λάβουν σύζυγο από άλλη φυλή, αλλά και από άλλη οικογένεια, μη συγγενική δηλαδή. Συνεπώς εάν τη φράση «από το γένος και την οικογένεια του Δαβίδ» την αποδώσουμε στην Παρθένο, ευσταθεί η έκφραση, εάν όμως την αποδώσουμε στον Ιωσήφ, πάλι το ίδιο επιτυγχάνουμε. Πραγματικά, εάν ο Ιωσήφ καταγόταν από το γένος και την οικογένεια του Δαβίδ, δεν θα μπορούσε να λάβει σύζυγο από άλλο γένος, παρά μόνο από εκείνο που και ο ίδιος καταγόταν.
Ναι, αλλά αν δεν συμμορφώθηκε στο νόμο αυτό; Μα γι’ αυτό ακριβώς πρόφτασε και διαβεβαίωσε ο ευαγγελιστής ότι ο Ιωσήφ ήταν δίκαιος[πρβλ. Ματθ.1,19:«Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν(:Κι ο Ιωσήφ ο αρραβωνιαστικός της, όταν αντιλήφτηκε την εγκυμοσύνη, επειδή ήταν ενάρετος και αγαθός και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει για δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε να της δώσει μυστικά διαζύγιο)»], ώστε να μην υποστηρίζεις την άποψη αυτή, αλλά, αφού πληροφορηθείς την αρετή του, να καταλάβεις και αυτό, ότι δηλαδή, δεν ήταν δυνατόν να παραβεί τον νόμο· διότι πώς μπορούσε να γίνει παραβάτης του νόμου χάριν της ηδονής, αυτός, που διακρινόταν για τη μεγάλη του φιλανθρωπία και ήταν απαλλαγμένος από κάθε πάθος, τη στιγμή που δε θέλησε να τιμωρήσει την παρθένο, μολονότι η υποψία τον προωθούσε σε αυτό; Επίσης, αυτός που σκέφθηκε ανώτερα από τον νόμο (διότι το να την αφήσει ελεύθερη, και μάλιστα να την απελευθερώσει κρυφά, είναι γνώρισμα ανθρώπου σκεπτόμενου ανώτερα από τον νόμο), πώς ήταν δυνατόν να διαπράξει κάτι παράνομο, όταν μάλιστα, δεν τον υποχρέωνε καμία αιτία;
Επομένως το ότι η Παρθένος καταγόταν από το γένος του Δαβίδ αποδεικνύεται ολοφάνερα από τα παραπάνω. Είναι, όμως, ανάγκη να πούμε στη συνέχεια για ποιο λόγο δεν παρέθεσε την γενεαλογία της Παρθένου, αλλά γενεαλόγησε τον Ιωσήφ μόνο. Για ποιο λόγο, λοιπόν; Διότι δεν υπήρχε νόμος στους Ιουδαίους να γενεαλογούνται οι γυναίκες. Για να συμμορφωθεί όμως προς τη συνήθεια και να μη δώσει την εντύπωση ότι από το προοίμιο ακόμη την παραβαίνει, γι’ αυτό και αποσιώπησε τους προγόνους της και έδωσε την γενεαλογία του Ιωσήφ. Αν όμως έκανε αυτό για την Παρθένο, θα έδινε την εντύπωση ότι καινοτομεί. Εάν πάλι αγνοούσε εντελώς τον Ιωσήφ, δε θα ήμασταν σε θέση να πληροφορηθούμε τους προγόνους της. Συνεπώς με σκοπό να μάθουμε ποια ήταν η Μαρία και από ποιους καταγόταν, αλλά συγχρόνως να μείνει αμετακίνητη και η επιταγή του νόμου, γενεαλόγησε τον μνηστήρα και μας απέδειξε ότι κατάγεται από το γένος του Δαβίδ. Αφού όμως αποδείχθηκε αυτό, αποδείχθηκε συγχρόνως και εκείνο, ότι δηλαδή και η Παρθένος καταγόταν από το ίδιο γένος, καθόσον, όπως παραπάνω ανέφερα, ο δίκαιος Ιωσήφ δε θα δεχόταν να λάβει σύζυγο από διαφορετική οικογένεια.
Είναι δυνατόν να αναφέρουμε και άλλο λόγο περισσότερο μυστικό, για τον οποίο αποσιωπήθηκαν οι πρόγονοι της παρθένου. Την αιτία αυτήν δεν είναι ώρα να την αποκαλύψουμε, επειδή είναι πολλά όσα έχουν ειπωθεί. Για τον λόγο αυτόν, ας σταματήσουμε εδώ τον λόγο για τα ζητήματα αυτά και ας κρατήσουμε στο εξής με ακρίβεια όσα αποκαλύψαμε σε σας. Το γιατί π.χ. μνημόνευσε τον Δαβίδ πρώτα, γιατί αποκάλεσε το σύγγραμμά του «Βίβλον γενέσεως», γιατί είπε «τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ », πώς η γέννηση είναι και δεν είναι κοινή, από πού φάνηκε ότι η Μαρία προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και για ποιο λόγο περιλήφθηκε στη γενεαλόγηση του Ιωσήφ, ενώ αποσιωπήθηκαν οι δικοί της οι πρόγονοι.
Βρισκόμαστε στην τρίτη ομιλία της σειράς αυτής και δεν κατορθώσαμε ακόμη να ολοκληρώσουμε την εξέταση του προοιμίου. Δεν έκανα επομένως λάθος, όταν έλεγα ότι το περιεχόμενό του είναι από τη φύση του πολύ βαθύ. Εμπρός λοιπόν, ας ασχοληθούμε σήμερα με τα αμέσως επόμενα.
Τι είναι λοιπόν εκείνο, που θα εξετάσουμε τώρα; Το εξής: για ποιο λόγο περιλαμβάνεται στο γενεαλογικό δένδρο του Χριστού ο Ιωσήφ, αφού δεν συνέβαλε καθόλου στην γέννηση. Σε προηγούμενη ομιλία ανέφερα ήδη μια αιτία. Είναι όμως απαραίτητο να σας εκθέσω και την άλλη, η οποία είναι περισσότερο μυστική και απόρρητη από την προηγούμενη. Ποια είναι αυτή; Το ότι ο ευαγγελιστής δεν ήθελε να αποκαλύψει στους Ιουδαίους, τη στιγμή ακριβώς που η Εκκλησία βρισκόταν στην αρχή της ιδρύσεώς της, ότι ο Χριστός γεννήθηκε εκ Παρθένου. Μην ταράσσεστε, όμως, για το παράδοξο αυτού που λέγεται· διότι δεν είναι δική μου γνώμη, αλλά των αποστολικών Πατέρων μας, οι οποίοι υπήρξαν θαυμαστοί και περίφημοι άνδρες[Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται ιστορικά και γραμματολογικά οι εκκλησιαστικοί εκείνοι συγγραφείς του 2ου αι. π.Χ. Βαρνάβας, Κλήμης ο Ρώμης, Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης, ο Ερμάς και ο Παπίας. Έζησαν και έδρασαν ευθύς μετά τους Αποστόλους, δηλαδή κατά τα τέλη του πρώτου αιώνα και το πρώτο μισό του δευτέρου].
Πραγματικά, εάν πολλά γεγονότα ο ίδιος ο Ιησούς τα παρουσίασε συνεσκιασμένα από την αρχή, όπως όταν ονόμαζε τον εαυτό Του «Υιό του ανθρώπου», και δεν μας φανέρωσε καθαρά σε κάθε περίπτωση την ισότητά Του προς τον Πατέρα, γιατί παραξενεύεσαι, εάν και τότε το απέκρυψε αυτό, οικονομώντας κάποιο θαυμαστό και μέγα γεγονός; «Και ποιο ήταν άξιο θαυμασμού;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος ίσως. Το να διασωθεί η Παρθένος και να απαλλαγεί από την πονηρή υποψία.
Διότι, εάν αποκαλυπτόταν αυτό από την αρχή στους Ιουδαίους, ασφαλώς θα θανάτωναν με λιθοβολισμό την Παρθένο, κακοποιώντας την εξαιτίας της αποκαλύψεως αυτής, και θα την καταδίκαζαν για μοιχεία. Εάν για άλλες πράξεις του Κυρίου, για τις οποίες πολλές φορές είχαν αντίστοιχα παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη, συμπεριφέρονταν φανερά με αναίδεια( έτσι π.χ. επειδή εξεδίωκε τους δαίμονες Τον ονόμαζαν δαιμονισμένο και επειδή θεράπευε κατά την ημέρα του Σαββάτου, Τον θεωρούσαν εχθρό του Θεού, μολονότι βέβαια πολλές φορές στο παρελθόν είχε καταλυθεί η αργία του Σαββάτου) σκέψου τι υπάρχει, το οποίο δεν θα το υποστήριζαν, εάν και αυτό αποκαλυπτόταν;
Είχαν βέβαια ως συμπαραστάτη στους ισχυρισμούς τους ολόκληρο το παρελθόν, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν είχε παρουσιαστεί παρόμοιο γεγονός πριν από αυτό. Αφού, λοιπόν, ύστερα ακόμη κι από τόσα πολλά θαύματα θεωρούσαν τον Ιησού ως υιό του Ιωσήφ, πώς ήταν δυνατόν να πιστεύουν πριν καν δουν θαύματα ότι γεννήθηκε από Παρθένο; Για τον λόγο αυτό και γενεαλογείται ο Ιωσήφ και μνηστεύεται την Παρθένο. Όταν όμως ακόμη και ο ίδιος ο Ιωσήφ, ο οποίος ήταν δίκαιος και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, χρειάστηκε πολλές αποδείξεις, δηλαδή και την εμφάνιση του αγγέλου και την αποκάλυψη μέσω των ονείρων, καθώς και τη μαρτυρία των προφητών για να παραδεχθεί το συμβάν, πώς ήταν δυνατόν να παραδεχθούν την ιδέα αυτή οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ήσαν πονηροί και διεφθαρμένοι και διέκειντο τόσο εχθρικά απέναντι στον Ιησού; Οπωσδήποτε θα τους έφερνε μεγάλη σύγχυση το παράδοξο και πρωτοφανές αυτό γεγονός και ακόμη το ότι δεν είχαν, έστω και μία προφορική μαρτυρία από τους προγόνους τους ότι συνέβη κάτι παρόμοιο στην εποχή τους.
Εκείνος, όμως, ο οποίος μια φορά θα πίστευε ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού, δεν θα διατύπωνε πλέον αμφιβολίες για τον τρόπο της γεννήσεως. Όποιος όμως θεωρεί Αυτόν πλάνο και ασεβή, πώς είναι δυνατόν να μη σκανδαλισθεί περισσότερο από τη γέννηση και να μην οδηγηθεί προς εκείνη την υποψία; Επομένως γι’ αυτό και οι απόστολοι δεν διακηρύσσουν αμέσως το γεγονός αυτό της εκ Παρθένου γεννήσεως του Κυρίου από την αρχή· μιλούν ωστόσο κυρίως συνεχώς και αναφέρουν πολλά για την ανάσταση, επειδή υπήρχαν πολλά παραδείγματα γι’ αυτήν από το παρελθόν, μολονότι, βέβαια, δεν ήσαν απολύτως όμοια με αυτή. Το ότι όμως γεννήθηκε από Παρθένο δεν το αναφέρουν συνεχώς.
Μα ούτε και η ίδια η Μητέρα τόλμησε να δώσει δημοσιότητα σε αυτό το γεγονός. Κοίταξε, λοιπόν, τι λέγει η Παρθένος και προς τον ίδιο τον Ιησού: «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ ὁ πατήρ σου ἐζητοῦμέν σε(:Ο πατέρας σου και εγώ σε ζητούσαμε με μεγάλη ανησυχία)»[Λουκ. 2,48]. Συνεπώς εάν δε γινόταν πιστευτό αυτό, δεν θα γινόταν βέβαια πιστευτό και ότι είναι απόγονος του Δαβίδ. Εάν πάλι, δεν γινόταν πιστευτό αυτό, θα προέκυπταν στη συνέχεια και πολλά άλλα κακά[όπως π.χ. εκείνο το οποίο αναφέρει ο Ευαγγελιστής: «Ἂλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;(:Άλλοι έλεγαν: “Αυτός είναι ο Μεσσίας Χριστός”. Άλλοι έλεγαν: ‘’Δεν είναι δυνατόν να είναι ο Μεσσίας· διότι μήπως ο Μεσσίας είναι να έρθει από τη Γαλιλαία; Δεν είπε η Αγία Γραφή ότι ο Μεσσίας Χριστός θα προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ;’’)»[Ιω.7,42]]. Για τον ίδιο λόγο, ούτε και οι άγγελοι ανακοινώνουν σε όλους αυτό, παρά μόνο στη Μαρία και τον Ιωσήφ το αποκαλύπτουν, ενώ, όταν γνωστοποιούσαν τη Γέννηση στους ποιμένες, δεν πρόσθεσαν και το χαρακτηριστικό της αυτό.
Αλλά για ποια αιτία, ενώ όταν μνημόνευσε τον Αβραάμ και ανέφερε ότι απέκτησε ως γιο του τον Ισαάκ και ότι ο Ισαάκ στη συνέχεια απέκτησε τον Ιακώβ, δεν ανέφερε και τους αδελφούς του[:αδερφοί του Αβραάμ ήταν ο Ναχώρ και ο Ααρών, ενώ του Ιακώβ αυτός που παρακάτω αναφέρεται, ο Ησαύ], ενώ όταν έφθασε στον Ιακώβ, μνημόνευσε και τον Ιούδα και τους αδελφούς του; Μερικοί, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι αποσιώπησε τον Ησαύ εξαιτίας του κακού του χαρακτήρα και των προηγούμενων πονηρών ενεργειών του. Εγώ, όμως, δεν θα δεχθώ την άποψη αυτή· διότι εάν συνέβαινε αυτό, τότε γιατί λίγο παρακάτω ανέφερε τέτοιας χαμηλής ηθικής υπόστασης γυναίκες στη γενεαλογία Του; Πραγματικά, από τα αντίθετα αποδεικνύεται εδώ η δόξα του Ιησού, δηλαδή, δεν δοξάζεται επειδή είχε μεγάλους προγόνους, αλλά επειδή καταγόταν από μικρούς και αφανείς. Διότι στον διάσημο προσδίδει μεγάλη δόξα το να κατορθώσει να ταπεινωθεί πάρα πολύ.
Μα γιατί λοιπόν δεν τους ανέφερε; Επειδή εκείνοι δεν είχαν τίποτε το κοινό με το γένος των Ισραηλιτών, δηλαδή οι Σαρακηνοί, οι Ισμαηλίτες και οι Άραβες και όσοι κατάγονταν από τους προγόνους αυτούς. Ώστε γι’ αυτό τους αποσιώπησε, αλλά σπεύδει να αναφέρει τους προγόνους του Ιησού και του ιουδαϊκού λαού. Γι’ αυτό λέγει: «Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ». Στο σημείο λοιπόν αυτό χαρακτηρίζεται το υπόλοιπο γένος των Ιουδαίων.
«Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ». Τι επιδιώκεις, άνθρωπε, υπενθυμίζοντας ιστορία, η οποία περιέχει παράνομη συνουσία; Και γιατί το λέγει αυτό; Ασφαλώς, εάν κάποιος κατέγραψε την γενεαλογία ανθρώπου καταγόμενου από ασήμαντο γένος, ήταν φυσικό να απέκρυπτε αυτά τα γεγονότα. Τώρα, όμως, που γενεαλογεί τον Σαρκωθέντα Θεό, όχι μόνο δεν πρέπει να αποσιωπά αυτά, αλλά αντιθέτως, πρέπει να τα φέρει στη δημοσιότητα, για να αποδείξει την πρόνοια και την δύναμη Αυτού· διότι γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό κατήλθε ο Κύριος στη γη, όχι βέβαια για να αποφύγει τις δικές μας αμαρτίες, αλλά για να τις εξαφανίσει. Όπως ακριβώς προκαλεί τον θαυμασμό, όχι επειδή πέθανε, αλλά επειδή υπέστη σταυρικό θάνατο.(Είναι, βέβαια, επονείδιστος αυτός ο θάνατος, αλλά όσο πιο επονείδιστος είναι, τόσο πιο φιλάνθρωπο αποδεικνύει τον Ιησού).
Το ίδιο είναι δυνατόν να λεχθεί και για τη Γέννηση. Δεν είναι, δηλαδή, δίκαιο να θαυμάζουμε Αυτόν μόνο επειδή περιεβλήθη το σώμα και έγινε άνθρωπος, αλλά και επειδή καταδέχθηκε να έχει αυτού του είδους τους συγγενείς, χωρίς σε καμία περίπτωση να αισθανθεί ντροπή για τα δικά μας κακά. Και αυτό το διακήρυσσε από την ίδια την αρχή της γεννήσεως ότι δηλαδή, για κανένα από τα δικά μας δεν ντρέπεται, διδάσκοντας και εμάς με το παράδειγμά Του να μη νιώθουμε ντροπή για την κακία των προγόνων μας, αλλά ένα μόνο να επιθυμούμε διακαώς, την αρετή.
Διότι, αφού δεν είναι δυνατόν να ζημιωθεί ο ενάρετος έστω και αν η μητέρα του είναι αλλόφυλη, έστω και αν είναι πόρνη, έστω και αν είναι οτιδήποτε άλλο· διότι, αφού δεν είναι καθόλου προσβλητική για τον ίδιο τον πόρνο που μετανόησε η προηγούμενη ζωή του, πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να είναι ενοχλητική για τον ενάρετο η ανηθικότητα των προγόνων του, επειδή η μητέρα του ήταν πόρνη και μοιχαλίδα. Και τα έκανε αυτά όχι μόνο για να διδάξει εμάς, αλλά και για να δαμάσει τον εγωισμό των Ιουδαίων. Επειδή δηλαδή αδιαφορούσαν για τις ψυχικές τους αρετές και πρόβαλλαν παντού την αρετή του Αβραάμ με την εσφαλμένη σκέψη ότι μπορούν να στηρίζονται στην αρετή των προγόνων τους, τους διδάσκει εξαρχής ότι πρέπει να καυχόμαστε όχι για τους προγόνους μας, αλλά για τα δικά μας κατορθώματα.
Εκτός από αυτό επιδιώκει και κάτι άλλο, να δείξει ότι όλοι είναι αμαρτωλοί, ακόμη και οι πρόγονοί τους. Ο πατριάρχης τους, από τον οποίο πήραν και το εθνικό τους όνομα, είναι γνωστό ότι υπέπεσε σε μεγάλη αμαρτία· διότι παρουσιάζεται η Θάμαρ και τον κατηγορεί για την πορνεία του. Και ο Δαβίδ επίσης απέκτησε τον Σολομώντα από γυναίκα με την οποία περιέπεσε στην πορνεία, τη Βηρσαβεέ. Και αφού δεν κατόρθωσαν οι σπουδαίοι να μην παραβούν τον μωσαϊκό νόμο, πολύ περισσότερο δεν το κατόρθωσαν οι ασήμαντοι. Και αφού τον παρέβαιναν, ήσαν αμαρτωλοί όλοι και ήταν αναγκαία η ενανθρώπηση του Χριστού.
Για τον λόγο αυτόν ανέφερε και τους δώδεκα πατριάρχες, για να αμβλύνει πάλι με αυτόν τον τρόπο τον εγωισμό τους για την καταγωγή τους από σπουδαίους προγόνους· διότι πολλοί από αυτούς είχαν γεννηθεί από μητέρες δούλες. Αλλά η κοινωνική διαφορά των γονέων δεν έγινε αιτία διαφοράς και των παιδιών, διότι ήσαν όλοι εξίσου και πατριάρχες και φύλαρχοι. Διότι η Εκκλησία μας υπερέχει σε αυτό. Αυτή έχει την πρωτοκαθεδρία για την αξιολόγηση της αρετής μας, επειδή έχει ως πρότυπο όσα συμβαίνουν στους ουρανούς. Επομένως, αν είσαι δούλος ή ελεύθερος, δεν έχεις ούτε κέρδος ούτε ζημία από αυτό, αλλά υπάρχει ένας όρος απαράβατος, η ψυχική διάθεση και ο χαρακτήρας σου.
Εκτός από όσα είπαμε, υπάρχει και κάτι άλλο, για το οποίο αναφέρει αυτήν την ιστορία. Δεν ανέφερε δηλαδή χωρίς λόγο εκτός από τον Φαρές, και τον Ζαρά· διότι, αφού αναφέρει τον Φαρές, από τον οποίο θα γενεαλογούσε τον Χριστό, δε χρειαζόταν και ήταν περιττό να αναφέρει και τον Ζαρά. Γιατί λοιπόν τον ανέφερε; Όταν ήλθε η ώρα να τους γεννήσει η Θάμαρ και άρχισε ο τοκετός, έβγαλε πρώτος το χέρι ο Ζαρά. Μόλις το είδε η μαμή, το έδεσε με κάτι κόκκινο, για να γνωρίζουν το πρώτο από τα παιδιά. Αλλά μόλις το έδεσε τράβηξε το παιδί το χέρι του και μόλις το τράβηξε, προηγήθηκε ο Φαρές και ακολούθησε ο Ζαρά. Όταν τα είδε αυτά η μαμή, είπε: «Τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;(: Γιατί έφυγε από το μέσο ο φραγμός του προηγουμένου αδελφού και άνοιξε για σένα ο δρόμος;)»[Γέν.38,29].Βλέπεις πόσο παράξενος είναι αυτός ο υπαινιγμός; Και ασφαλώς δεν είναι τυχαία η αναγραφή του. Δεν έχει δηλαδή σκοπό η διήγηση να μας κάνει γνωστό τι είπε η μαμή. Ούτε έχει σκοπό να μας μάθει ότι έβγαλε πρώτος το χέρι του ο δεύτερος.
Ποιο είναι λοιπόν το βαθύτερο νόημα; Την πρώτη απάντηση στο ερώτημα μας τη δίνει το όνομα του παιδιού· διότι Φαρές σημαίνει διαίρεση και διακοπή. Τη δεύτερη μας τη δίνει το ίδιο το περιστατικό. Διότι δεν ήταν φυσικό να βγάλει το χέρι του και να το αποσύρει πάλι μόλις το έδεσαν. Η κίνηση λοιπόν αυτή δεν οφειλόταν ούτε σε λογική σκέψη ούτε σε φυσική κατάσταση. Ίσως βέβαια να είναι φυσικό να προπορευτεί το χέρι του ενός και να γεννηθεί πρώτος ο άλλος. Δεν είναι όμως σύμφωνο προς όσα συμβαίνουν κατά τη γέννηση να αποσύρει το χέρι του και να αφήσει τον άλλο να περάσει. Αλλά βρισκόταν εκεί, κοντά στα παιδιά, η χάρις του Θεού, ρύθμιζε όσα γίνονταν και σχεδόν μας ζωγράφιζε με αυτόν τον τρόπο την εικόνα όσων επρόκειτο να συμβούν.
Τι σημαίνουν λοιπόν αυτά; Μερικοί από εκείνους που εξέτασαν με προσοχή αυτά τα πράγματα, λένε ότι αυτά τα παιδιά συμβολίζουν τους δύο λαούς. Έπειτα λένε ότι δεν παρουσιάστηκε το παιδί ολόκληρο, αλλά το χέρι του τεντωμένο, και το απέσυρε μετά από λίγο, για να μάθεις ότι ακτινοβόλησε πρώτα ο δεύτερος λαός με τον τρόπο ζωής του και ακολούθησε ο πρώτος λαός. Γεννήθηκε λοιπόν ο πρώτος αδελφός μετά τη γέννησή του δευτέρου. Αυτό συνέβη και με τους δύο λαούς. Κατά τους χρόνους δηλαδή του Αβραάμ[:ο Αβραάμ τοποθετείται ιστορικώς μεταξύ του 23ου και 20ού π.Χ. Ο Μωυσής τον 13ο αι. π.Χ.] εμφανίζεται η εκκλησιαστική πολιτεία, η οποία όμως παρήκμασε εν τω μεταξύ και παρουσιάστηκε ο ιουδαϊκός λαός και ο μωσαϊκός νόμος και τότε έχουμε την εμφάνιση ολόκληρου του νέου λαού και των νόμων του. Για τον λόγο αυτόν είπε η μαία: «Τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;». Διότι ήλθε εν τω μεταξύ ο μωσαϊκός νόμος και έθεσε φραγμό στον ασύδοτο τρόπο ζωής των Ισραηλιτών.
Η Αγία Γραφή ονομάζει πράγματι πολύ συχνά φραγμό τον νόμο. Και ο προφήτης ομιλεί ως εξής: «Καθεῖλες τὸν φραγμὸν αὐτῆς καὶ τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν ὁδόν(:Γιατί τώρα γκρέμισες τον φράκτη που ολόγυρα την περιέβαλε, την προστασία σου, ώστε όλοι οι διερχόμενοι από την οδό διαβάτες να τρυγούν τους καρπούς της;)»[Ψαλμ.79,13]. Και «φραγμὸν περιέθηκα(:έστησα ολόγυρα φράκτη)»[Ησ.5,2]. Και ο Παύλος: «Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας(:διότι Αυτός είναι η ειρήνη όλων μας, ο οποίος τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, τους δύο αντιμαχόμενους αυτούς κόσμους, τους έκανε ένα. Αυτός γκρέμισε και κατέλυσε τον τοίχο που δημιουργούσε ο φραγμός του νόμου που ορθωνόταν ανάμεσα στους δύο λαούς και τους χώριζε)»[Εφ.2,14].
Άλλοι πάλι λένε ότι με τη φράση «τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;» γίνεται υπαινιγμός για τον νέο λαό· διότι Αυτός είναι που ήλθε και κατάργησε τον νόμο.
Βλέπεις ότι δεν είναι λίγοι και ασήμαντοι οι λόγοι, για τους οποίους αναφέρει τη Ρουθ[:η Ρουθ ήταν Μωαβίτισσα. Η παροχή βοήθειας από αυτήν στους Ισραηλίτες κατασκόπους θεωρήθηκε ως αναγνώριση και υποταγή των ειδωλολατρών στο θέλημα του ενός και αληθινού Θεού των Ισραηλιτών] και τη Ραάβ, από τις οποίες η πρώτη ήταν από άλλη φυλή και η δεύτερη ήταν πόρνη, για να βεβαιωθείς ότι ήλθε για να εξαλείψει όλες τις κακίες μας· διότι ήρθε για να διαδραματίσει ρόλο ιατρού και όχι δικαστού. Όπως λοιπόν εκείνοι πήραν πόρνες για γυναίκες τους, έτσι πήρε και ο Θεός και προστάτεψε την ανθρωπότητα, που είχε γίνει πόρνη και ανήθικη. Μερικοί προφήτες μάλιστα λένε ότι αυτό έγινε παλιότερα στην εκκλησία των Ισραηλιτών, τη συναγωγή. Αλλά εκείνη αποδείχτηκε αχάριστη προς τον προστάτη της. Η Εκκλησία μας αντίθετα απαλλάχτηκε οριστικά από τις προγονικές αμαρτίες και παραμένει ακλόνητα πιστή στον Νυμφίο της.
Πρόσεξε λοιπόν ότι, όσα συνέβησαν με την Ρουθ, είναι όμοια με τα δικά μας. Εκείνη δηλαδή ήταν αλλόφυλη και είχε καταντήσει πολύ πτωχή. Όταν την είδε όμως ο Βοόζ, δεν έλαβε υπόψη την ανέχειά της ούτε θεώρησε αποκρουστική την καταγωγή της. Έτσι ακριβώς και ο Χριστός, αν και βρήκε την Εκκλησία αλλόφυλη, ειδωλολατρική δηλαδή, και σε ελεεινή κατάσταση, την έκανε μέτοχο των μεγάλων Του αγαθών. Αλλά όπως δε θα έκανε αυτόν τον επιτυχημένο γάμο η Ρουθ, αν δεν εγκατέλειπε προηγουμένως τον πατέρα της και δεν ντρόπιαζε την πατρική της οικογένεια και τους ομοφύλους και την πατρίδα και τους συγγενείς της, έτσι και η Εκκλησία μας αγαπήθηκε από τον Νυμφίο της, επειδή εγκατέλειψε την νοοτροπία των προγόνων μας.
Αυτό ακριβώς της λέγει και ο προφήτης Δαβίδ απευθυνόμενος προς αυτήν: «Ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου(:λησμόνησε εντελώς τον λαό, στον οποίον μέχρι τώρα ανήκες, και αυτόν ακόμη τον πατρικό σου οίκο. Τότε ο βασιλέας Νυμφίος σου θα αγαπήσει το κάλλος σου)»[Ψαλμ.44,11-12]. Αυτό έκανε και η Ρουθ. Για τούτο έγινε μητέρα βασιλέων, όπως ακριβώς η Εκκλησία μας· διότι από τη Ρουθ κατάγεται ο Δαβίδ. Επειδή λοιπόν ήθελε ο Ματθαίος να τους φιλοτιμήσει και να τους πείσει να μην είναι εγωιστές, περιέλαβε στη γενεαλογία όλα αυτά τα γεγονότα και ανέφερε τις γυναίκες αυτές. Η Ρουθ λοιπόν γέννησε έμμεσα τον μέγα βασιλέα Δαβίδ, ο οποίος δεν αισθάνεται καμία ντροπή γι’ αυτό.
Είναι λοιπόν σφάλμα, είναι μεγάλο σφάλμα να θεωρείται κανείς ηθικός ή ανήθικος, ασήμαντος ή σημαντικός εξαιτίας της αρετής ή των ελαττωμάτων των προγόνων του, αλλά- ας πω κάτι που θα θεωρηθεί πολύ παράξενο- ακτινοβολεί περισσότερο όποιος δεν κατάγεται από λαμπρούς προγόνους, αλλά είναι ενάρετος ο ίδιος. Για τον λόγο αυτόν δεν πρέπει ασφαλώς να καμαρώνει κανείς για την καταγωγή του, αλλά, αφού λάβει υπόψη του τους προγόνους του Κυρίου, ας αποβάλει κάθε εγωισμό και ας υπερηφανεύεται για τα δικά του κατορθώματα. Μάλλον όμως ας μην υπερηφανεύεται ούτε για αυτά. Διότι αυτή η νοοτροπία έφερε τον Φαρισαίο σε κατώτερη θέση από τον τελώνη. Αν θέλεις λοιπόν να θεωρηθεί μεγάλο το κατόρθωμά σου, μην υπερηφανεύεσαι για αυτό. Έτσι θα αποδείξεις ότι είναι μεγαλύτερο. Μη νομίσεις ότι έκανες κάτι και εξάντλησες όλες σου τις δυνατότητες· διότι αν όταν είμαστε αμαρτωλοί, επειδή συνειδητοποιήσαμε την πραγματική μας κατάσταση, γινόμαστε ενάρετοι, όπως ακριβώς συνειδητοποίησε και ο τελώνης, πόσο μάλλον θα συμβεί αυτό, αν είμαστε ενάρετοι και θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς;
Αφού λοιπόν η ταπεινοφροσύνη μάς μεταβάλλει από αμαρτωλούς σε ενάρετους- αν και αυτό δεν είναι ασφαλώς ταπεινοφροσύνη, αλλά ευγνωμοσύνη-, αφού λοιπόν η ευγνωμοσύνη έχει τόση επίδραση επί των αμαρτωλών, σκέψου πόσο μπορεί να επιδράσει η ταπεινοφροσύνη επί των εναρέτων. Μην καταστρέψεις λοιπόν τους κόπους σου, μην αχρηστεύσεις τους ιδρώτες σου, μην τρέχεις άδικα, αφού μετά από πάρα πολλά τρεχάματα σπαταλάς άδικα τους κόπους σου· διότι ο Κύριος γνωρίζει καλύτερα και από εσένα τα κατορθώματά σου. Και δεν παραλείπει να αμείψει ούτε και ένα ποτήρι κρύο νερό που προσφέρεις. Αν δώσεις έστω και μία δραχμή, αν αναστενάζεις απλώς, θα το δεχτεί με πολλή ευχαρίστηση και θα το λάβει υπόψη Του και θα σε αμείψει γενναία για αυτό.
Γιατί διηγείσαι τα κατορθώματά σου και μας τα προβάλλεις κάθε στιγμή; Δεν γνωρίζεις ότι δεν θα σε επαινέσει ο Θεός αν επαινείς συνεχώς τον εαυτό σου; Όπως δεν θα πάψει να σε επαινεί ασφαλώς ενώπιον όλων, αν ελεεινολογείς τον εαυτό σου· διότι δεν θέλει βεβαίως να μειώσει την αξία των προγόνων σου. Τι λέω δεν θέλει να μειώσει την αξία τους; Είναι βέβαιο ότι κάνει το παν και φροντίζει να σε αμείψει γενναία και για το παραμικρό και επιζητεί να βρει κάποια αφορμή, για να μπορέσεις να απαλλαγείς από την αιώνια κόλαση.
«Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες(:Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω κατάλογο, όλες οι γενιές που έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθμούνται από τους συντάκτες του καταλόγου, είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές που έζησαν από την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα μέχρι τα χρόνια του Χριστού είναι γενιές δεκατέσσερις)»[Ματθ.1,17].
Σε τρεις ομάδες διέκρινε ο Ευαγγελιστής όλες τις γενιές, διότι ήθελε να δείξει ότι δεν βελτιώθηκαν ούτε με τις αλλαγές της πολιτειακής τους καταστάσεως, αλλά διατήρησαν τα ίδια ελαττώματα και με το αριστοκρατικό πολίτευμα και με τη βασιλεία και με το ολιγαρχικό. Και ότι δεν έγιναν περισσότερο ενάρετοι ούτε υπό την ηγεσία μεγάλων αρχηγών ούτε ιερέων ούτε βασιλέων.
Αλλά γιατί παρέλειψε τρεις βασιλείς στη μεσαία ομάδα και γιατί είπε ότι είναι δεκατέσσερις οι γενιές της τελευταίας αφού αναφέρει δώδεκα;
Το πρώτο ζήτημα αφήνω να το ερευνήσετε εσείς· διότι δεν είναι σκόπιμο να σας ερμηνεύονται τα πάντα, για να μη γίνετε αδιάφοροι για την προσωπική έρευνα. Μάλλον όμως θα σας δώσω την απάντηση και στο πρώτο πρόβλημα, ώστε να μη συναντάτε δυσκολίες κατά την έρευνα, διότι η έρευνα έχει να μας αποδείξει κάτι βαθύ. Για ποιο λόγο, λοιπόν, αφού από την εποχή του Δαβίδ μέχρι τους χρόνους του Ιεχονίου και της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας βασίλευσαν δεκαεπτά βασιλιάδες, αναφέρει ο ευαγγελιστής ότι είναι δεκατέσσερις γενεές;
Εάν βέβαια είχε ως έργο του να αναγράψει τις διαδοχές των βασιλέων, ίσως δικαιολογημένα θα τον κατηγορούσε κανείς ότι παραποιεί τη σειρά των βασιλέων· διότι ενώ σύμφωνα με τα βιβλία των Βασιλειών και των Παραλειπομένων ύστερα από τον Ιωράμ τον υιό του Ιωσαφάτ, βασίλευσαν τρία πρόσωπα, ο Οζίας, ο Ιωάθαμ και ο Άχαζ, ο ευαγγελιστής όμως αφού παρέλειψε τους τρεις πρώτους, που βασίλευσαν μετά τον υιό του Ιωσαφάτ Ιωράμ, συνδέει προς αυτόν τον Οζία, τον Ιωάθαμ και τον Άχαζ, αποσιωπώντας τους τρεις αναφερθέντες ενδιάμεσους. Αυτό το έκανε επειδή σκοπός του δεν ήταν να παρουσιάσει τη σειρά των βασιλέων, διότι τότε θα έπρεπε να κατηγορούσαμε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ως εσφαλμένο.
Όμως δεν θέλησε να παρουσιάσει την διαδοχή των βασιλέων, αλλά να αριθμήσει τους προγόνους· διότι αυτό θέλει, όταν λέγει: «Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες(:Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω κατάλογο, όλες οι γενιές που έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθμούνται από τους συντάκτες του καταλόγου, είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές που έζησαν από την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα μέχρι τα χρόνια του Χριστού είναι γενιές δεκατέσσερις)»[Ματθ.1,17].
Αλλά δεν είναι δεκατέσσερις διαδοχικοί βασιλείς. Συνεπώς, δίκαια απαλλάσσεται από κάθε κατηγορία. Επειδή όμως μερικοί νομίζουν ότι μπορούσε να τις ονομάσει και διαδοχές και να γράψει ως εξής· «όλες λοιπόν οι γενεές από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ είναι διαδοχές δεκατέσσερις και από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα γενεές δεκατέσσερις», εάν βέβαια, το έλεγε αυτό, τότε το καθετί θα λεγόταν δικαιολογημένα. Αλλά θα μπορούσε να ελεγχθεί ότι παραχαράσσει την ιστορία. Τώρα όμως, όπως προείπα, έχει ως σκοπό να παρουσιάσει τις γενεές και όχι τις διαδοχές. Ενώ λοιπόν στα βιβλία των Βασιλειών και των Παραλειπομένων ιστορούνται οι διαδοχές των βασιλέων και όχι οι γενεές, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντίθεση μεταξύ αυτών και του Ευαγγελιστού.
«Γενεά» δεν μπορούμε να ονομάσουμε τον χρόνο της ζωής του ανθρώπου. Επειδή πολλές φορές συμβαίνει μερικοί να ζήσουν λίγο χρόνο και να πεθάνουν πριν από την παιδική ηλικία. Άλλοι πάλι φτάνουν μέχρι την ηλικία του παιδιού, άλλοι στην εφηβική ηλικία και άλλοι γίνονται άνδρες. Τέλος άλλοι φτάνουν σε βαθύ γήρας. Ποια λοιπόν θα θεωρήσει κανείς ως γενεά, όταν ο ένας, επί παραδείγματι, φτάνει μέχρι το δέκατο έτος της ηλικίας του, άλλος μέχρι το εικοστό, άλλος μέχρι το πεντηκοστό, άλλος μέχρι το εβδομηκοστό και άλλος υπερβαίνει και το εκατοστό; Και αυτό δεν παρατηρείται μόνο στους παλαιούς, αλλά και στην εποχή μας. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να ονομάζουμε τη ζωή του ανθρώπου γενεά;
Αλλά δεν μπορούμε πάλι, να ονομάσουμε γενεά το χρονικό διάστημα που φτάνει μέχρι της απόκτησης τέκνων, διότι άλλοι μεν νυμφεύτηκαν και απέκτησαν τέκνα προτού να γίνουν είκοσι ετών, ενώ άλλοι, όταν υπερέβησαν τα τριάντα. Και μεταξύ των συνομηλίκων μπορεί κανείς να δει ότι άλλοι μεν απέκτησαν μόνο ένα παιδί, άλλοι πάλι απέκτησαν τέσσερα, ώστε να δουν τους εγγονούς τους στα πενήντα έτη τους, ενώ άλλοι στα εβδομήντα τους δεν είδαν κανένα παιδί.
Πώς πρέπει συνεπώς να αριθμήσουμε τις γενεές; Με βάση αυτούς που ζουν πολλά χρόνια ή με βάση αυτούς που ζουν λίγα χρόνια; Με βάση αυτούς που αποκτούν αμέσως παιδιά ή με βάση αυτούς που καθυστερούν να τεκνοποιήσουν; Με βάση εκείνους που βλέπουν μόνο τα πρώτα παιδιά ή με βάση εκείνους που αντικρίζουν πολλές γενεές;
Όταν λοιπόν εξεταστούν αυτά κατά αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι ο ιερός ευαγγελιστής, επειδή δεν σκόπευε να εκθέσει τις διαδοχές των βασιλέων, αλλά τις γενεές των ανθρώπων, δεν έδωσε μεγάλη σημασία στη σειρά των βασιλέων, όπως υπάρχει στην ιστορία, αλλά αριθμώντας όπως αυτός γνωρίζει, παίρνει τόσους βασιλείς, όσοι του ήσαν αρκετοί για να συμπληρώσει τις δεκατέσσερις γενεές. Έτσι, διατηρείται πλήρης ο αριθμός αυτών και καθόλου δεν αντιφάσκει προς τις ειδήσεις της ιστορίας. Η πρώτη απορία λύθηκε πλέον.
Πρέπει όμως να μιλήσω και για το δεύτερο πρόβλημα. Γιατί, ενώ οι αναφερόμενοι από τον Ιεχονία μέχρι τον Ιωσήφ είναι δώδεκα, λέγει ο ευαγγελιστής ότι είναι γενεές δεκατέσσερις; Για την ίδια αιτία. Διότι, όπως είπα, δεν ήθελε να αναγράφει διαδοχές αλλά γενεές. Συμβαίνει όμως πολλές φορές στους μακρόβιους και τους πολυχρόνιους ανθρώπους να γίνονται λίγες διαδοχές ανδρών, ενώ οι γενεές είναι πλήρεις. Σύμφωνα λοιπόν με την σκέψη αυτή, ενώ από τον Δαβίδ μέχρι την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας αναφέρονται περισσότεροι στις διαδοχές, οι γενεές, όμως, ήσαν λιγότερες. Διότι σε δεκαεπτά διαδοχές ανδρών αναφέρθηκαν δεκατέσσερις γενεές. Κατά τον ίδιο συλλογισμό, συνεπώς, και τώρα σε δώδεκα γενεές ανδρών συμπληρώνονται οι δεκατέσσερις γενεές, επειδή όπως είναι φυσικό, οι δώδεκα ήσαν πιο μακρόβιοι και πολυχρόνιοι και ήσαν αρκετοί για να συμπληρωθούν οι δεκατέσσερις γενεές. Μια απάντηση λοιπόν στο πρόβλημα αυτό είναι αυτή.
Αλλά και σύμφωνα με άλλο συλλογισμό θα μπορούσες να ερευνήσεις και εδώ να βρεις δεκατέσσερις άνδρες αναφερόμενους και στην παρούσα διαδοχή· σύμφωνα με την ιστορία, εάν στους δώδεκα συναριθμήσεις και τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος θεωρήθηκε υιός του Ιωσήφ. Θα μπορούσες επίσης να προσθέσεις σε αυτούς και τον Ιεχονία, ο οποίος γεννήθηκε στη Βαβυλώνα, και όχι εκείνον που βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ πριν από την αιχμαλωσία· διότι υπήρξαν δύο άντρες που είχαν το όνομα Ιωακείμ μετά τον Ιωσία, ο υιός του Ιωσίου, ο οποίος τον διαδέχτηκε στη βασιλεία της Ιερουσαλήμ και ο υιός αυτού, δεύτερος Ιωακείμ. Αυτοί ονομάστηκαν και Ιεχονίας, όταν εξελληνίστηκε το όνομά τους. Ο πρώτος λοιπόν Ιωακείμ, που κι αυτός λεγόταν και Ιεχονίας, ήταν υιός του πρώτου Ιεχονίου και εγγονός του Ιωσίου, εάν υπολογιστεί σε όσους γενεαλογούνται μετά την αιχμαλωσία μέχρι του Χριστού, τότε, θα μας δώσει πλήρη τον αριθμό των δεκατεσσάρων γενεών.
Το ότι υπήρξαν δύο Ιωακείμ θα το μαρτυρήσει το βιβλίο των Βασιλειών, το οποίο λέγει τα εξής: «Καὶ ἐβασίλευσε φαραὼ Νεχαὼ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἐλιακὶμ υἱὸν Ἰωσίου βασιλέως Ἰούδα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωακείμ· καὶ τὸν Ἰωάχαζ ἔλαβε καὶ εἰσήνεγκεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ(:Ο βασιλιάς της Αιγύπτου ο Νεχαώ ενθρόνισε ως βασιλέα στο βασίλειο του Ιούδα τον Ελιακίμ, άλλο υιό του Ιωσίου, αντί του Ιωσίου του πατρός του. Ο Νεχαώ άλλαξε το όνομα του Ελιακίμ σε Ιωακείμ. Τον δε Ιωάχαζ πήρε και μετέφερε στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε ο Ιωάχαζ)» [Δ΄Βασ. 23,34]. Στη συνέχεια λέγει ότι αυτός πέθανε και ενταφιάστηκε με τους πατέρες του. Έπειτα, λέγει, ότι βασίλευσε ο υιός του Ιωακείμ. Κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του, του επιτέθηκε ο Ναβουχοδονόσορας ο βασιλέας της Βαβυλώνας στην Ιερουσαλήμ και πολιόρκησε αυτήν και αφού την κυρίευσε, μετέφερε και τον Ιωακείμ και τους άλλους στη Βαβυλώνα. Αυτός λοιπόν ο δεύτερος Ιωακείμ, που από τον προφήτη Ιερεμία έχει ονομαστεί Ιεχονίας, ήταν εγγονός και όχι υιός του Ιωσίου. Γι’ αυτό τον λόγο δικαιολογημένα ας υπολογιστεί στην τρίτη γενεαλογία των δεκατεσσάρων γενεών από τον Ιεχονία μέχρι τον Χριστό, ενώ ο πατέρας του, επειδή ήταν υιός του Ιωσίου, ας αριθμηθεί στις προηγούμενες γενεές. Έτσι, συμπληρώνεται ο αριθμός των δεκατεσσάρων τελευταίων γενεών· διότι σε αυτές, νομίζω, ότι υπολογίζει και τον χρόνο της αιχμαλωσίας.
Θα σας μιλήσω λοιπόν και για το δεύτερο. Νομίζω ότι στο σημείο αυτό υπολογίζει ως μία γενεά τον χρόνο της αιχμαλωσίας[ο Ναβουχοδονόσωρ ο Β΄, ο οποίος βασίλευσε για 43 έτη( 604-561 π. Χ.), εκστράτευσε εναντίον της Ιερουσαλήμ, την κυρίευσε, την κατέσκαψε και εξανδραπόδισε τους κατοίκους] και ως άλλη τον ίδιο τον Χριστό και έτσι Τον συνδέει στενότατα με εμάς τους ανθρώπους. Ορθά επίσης υπενθυμίζει και την αιχμαλωσία εκείνη και υποδηλώνει ότι δε συνετίστηκαν ακόμη και τότε που εξέπεσαν στην κατάσταση εκείνη. Επομένως όλα αποδεικνύουν ότι ήταν ανάγκη να έλθει στον κόσμο ο Χριστός.
Τίθεται το ερώτημα: Γιατί λοιπόν δεν κάνει το ίδιο και ο Μάρκος και δεν αναφέρει τη γενεαλογία του Χριστού, αλλά εκθέτει με συντομία τα πάντα; Νομίζω ότι ο Ματθαίος άρχισε το έργο του πριν από τους άλλους. Για τον λόγο αυτόν και τη γενεαλογία αναφέρει με ακρίβεια και τα σημαντικότερα εκθέτει με λεπτομερέστερο τρόπο. Ο Μάρκος έγραψε μετά από εκείνον, γι’ αυτό ακολούθησε συντομότερη οδό, διότι ήσαν πολλά όσα είχαν γραφεί και είχαν γίνει μέχρι τότε.
Σε αυτά επιπλέον έδινε μεγαλύτερη σημασία ο ιουδαϊκός λαός. Για τον λόγο αυτόν ήταν επόμενο να έχουμε διαφορετικό προοίμιο στον καθένα. Και αν έγιναν θαύματα σε διάφορες εποχές έγιναν για τους βαρβάρους, για να πιστέψουν πολλοί και για να φανερωθεί η δύναμη του Θεού, διότι, όποτε τους πέταξαν οι εχθροί, νόμισαν ότι αυτό συνέβη, διότι οι θεοί εκείνων ήταν ισχυροί. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Αίγυπτο και γι’ αυτό δημιουργήθηκε εκεί μεγάλη σύγχυση. Και αργότερα στη Βαβυλώνα, όπου τα σχετικά με την κάμινο και τα όνειρα του Ναβουχοδονόσορα. Έγιναν ακόμη θαύματα και όταν ήταν μόνοι τους στην έρημο, όπως έγιναν και μετά την Ενανθρώπηση του Κυρίου· διότι και στην εποχή εκείνη έγιναν πολλά θαύματα, όταν απομακρυνόμασταν από την ειδωλολατρία. Έπειτα σταμάτησαν, επειδή έπεσε παντού ο σπόρος της ευσέβειας. Και αν έγιναν, έγιναν λίγα και σποραδικά, όπως π.χ. όταν σταμάτησε ο ήλιος να φωτίζει εξαιτίας τρομερών γεγονότων.
Τότε γιατί ο Λουκάς παραθέτει τη γενεαλογία και μάλιστα με περισσότερα στοιχεία; Αφού ο Ματθαίος προετοίμασε τον δρόμο, επιθυμεί και ο Λουκάς να μας διδάξει κάτι περισσότερο.
Πέραν αυτών, ο κάθε ευαγγελιστής μιμήθηκε τον διδάσκαλό Του. Δηλαδή ο μεν Λουκάς μιμήθηκε τον Παύλο, του οποίου ο λόγος έρεε πλουσιότερος και ταχύτερος των ποταμών, ο δε Μάρκος τον Πέτρο, ο οποίος αγαπούσε τη βραχυλογία.
Αλλά για ποιο λόγο ο Ματθαίος δεν πρόσθεσε στην αρχή της αφηγήσεώς του, όπως ο προφήτης, την φράση: «Ὅρασις, ἣν εἶδεν Ἡσαΐας(:Αποκαλυπτικά οράματα, τα οποία εκ μέρους του Θεού είδε και άκουσε ο Ησαΐας)»[Ησ.1,1] ή «Ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦτον, ὃν ἐλάλησε Κύριος(:Ακούσατε αυτόν τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος)»[Αμ.3,1], όπως έκαναν οι προφήτες; Διότι έγραφε προς ανθρώπους, οι οποίοι κατέχονταν από αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για τις ευεργεσίες Του και τον πρόσεχαν πάρα πολύ.
Εξάλλου, και τα περιεχόμενα στο Ευαγγέλιο θαύματα μαρτυρούσαν την αλήθεια των λόγων Του και οι αναγνώστες ήσαν πολύ σταθεροί στην πίστη. Αντίθετα, στην εποχή των προφητών δεν πραγματοποιούνταν τόσο πολλά θαύματα, για να αποδεικνύουν την αξιοπιστία τους και σε μεγάλο βαθμό ήκμασε η τάξη των ψευδοπροφητών, τους οποίους και πρόσεχε περισσότερο ο ιουδαϊκός λαός. Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν ήσαν αναγκαία τα προοίμια αυτού του είδους στους προφήτες. Βέβαια, μερικές φορές, έγιναν και θαύματα, αλλά αυτά συνέβησαν για τους βαρβάρους, για να πολλαπλασιαστούν οι προσήλυτοι και να αποδειχτεί η δύναμη του Θεού. Όσες φορές δηλαδή αιχμαλωτίστηκαν και πίστεψαν οι αντίπαλοί τους ότι τους νίκησαν, επειδή τάχα οι θεοί τους ήσαν ισχυροί, όπως συνέβη στην Αίγυπτο από την οποία αναχώρησε πολύς λαός ανάμεικτος και στη συνέχεια στη Βαβυλώνα με τα περιστατικά της καμίνου και των ονείρων[βλ. βιβλίο του Δανιήλ]. Επίσης έγιναν θαύματα και στην έρημο όταν ήσαν μόνοι τους, αλλά και σε μας πολλά θαυμαστά γεγονότα, μαρτυρούνται ότι συνέβησαν κατά τον χρόνο που αφήναμε την πλάνη[όταν δηλαδή από ειδωλολάτρες γίνονταν Χριστιανοί].
Στη συνέχεια όμως όταν η πίστη προς τον Θεό φυτεύτηκε σε όλα τα σημεία της γης, έπαψαν τα θαύματα. Τώρα εάν και ύστερα από αυτά συνέβησαν και άλλα θαύματα, αυτά ήσαν ολίγα και σποραδικά. Όπως όταν ο ήλιος σταμάτησε την πορεία του και γύρισε πίσω[πρβ. Ιησ. Ναυή 10, 12-14: «Τότε ἐλάλησεν Ἰησοῦς πρὸς Κύριον, ᾗ ἡμέρᾳ παρέδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Ἀμοῤῥαῖον ὑποχείριον Ἰσραήλ, ἡνίκα συνέτριψεν αὐτοὺς ἐν Γαβαὼν καὶ συνετρίβησαν ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών. Καὶ ἔστη ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεὸς τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν. Καὶ ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμὰς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς. Καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θεὸν ἀνθρώπου, ὅτι Κύριος συνεξεπολέμησε τῷ Ἰσραήλ(:Κατά την ημέρα εκείνη, κατά την οποία είχε ήδη αποφασίσει και παραδώσει ο Κύριος υποχειρίους τους Αμορραίους στους Ισραηλίτες, όταν δηλαδή συνέτριψε αυτούς ο Ιησούς στην Γαβαών και συνετρίβησαν πράγματι ενώπιον των Ισραηλιτών, είπε τότε ο Ιησούς προς τον Κύριο: “Ας σταθεί ο ήλιος επάνω από την Γαβαών και η σελήνη επάνω από την κοιλάδα Αιλών”. Και πράγματι στάθηκε ο ήλιος και έμεινε στη θέση της η σελήνη, μέχρις ότου ο Θεός απέκρουσε τελείως τους εχθρούς των Ισραηλιτών. Ο ήλιος σταμάτησε ακίνητος στο μέσο του ουρανού. Δεν προχωρούσε προς δυσμάς για μία ολόκληρη ημέρα. Τόσο μεγάλη και επιφανής ημέρα δεν έγινε ποτέ προηγουμένως, ούτε στο απώτατο, ούτε στο εγγύς παρελθόν, να ακούσει δηλαδή ο Θεός τέτοια αίτηση από άνθρωπο. Και έγινε αυτό το πρωτοφανές και μοναδικό θαύμα, διότι ο Κύριος πολέμησε μάζα με τους Ισραηλίτες)»].
Είναι επίσης δυνατόν να διαπιστώσει κανείς επίσης ότι έγιναν θαύματα και στη δική μας εποχή. Πραγματικά, και στον καιρό μας, επί των ημερών εκείνου που ξεπέρασε στην απιστία όλους, του Ιουλιανού του Παραβάτη, συνέβησαν πολλά και παράδοξα. Δηλαδή, όταν οι Ιουδαίοι επιχείρησαν να ανοικοδομήσουν τον ναό του Σολομώντα[έπειτα από σχετική διαταγή του αυτοκράτορα Ιουλιανού, για να διαψεύσουν το βιβλίο της Αποκαλύψεως σχετικά με την εμφάνιση του Αντιχρίστου και μάλιστα μέσα στον εκ νέου οικοδομηθέντα ναό του Σολομώντα], φωτιά ξεπήδησε από τα θεμέλια, κατατρομοκρατώντας τους και τους απέτρεψε όλους από τη συνέχεια του έργου αυτού. Και όταν ο ταμίας και θείος και συνονόματος του Ιουλιανού, Ιουλιανός βεβήλωνε τα ιερά σκεύη, αποδεικνύοντας με πρωτοφανή τρόπο την ασέβειά του, αυτός μεν γέμισε σκουλήκια που τον έφαγαν εσωτερικά και έπεσε νεκρός, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουλιανός έπαθε διάρρηξη από το περσικό δόρυ που τον διατρύπησε στην κοιλιακή του χώρα και χύθηκαν έξω όλα τα σπλάχνα του και έτσι έφυγε από τη ζωή χωρίς να τελειώσει το ασεβέστατο έργο του[πρβ. για την έκφραση αυτή- «ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ»– στις Πράξεις, 1,18 όπου ο απόστολος Πέτρος κάνει αναφορά στον Ιούδα που είχε παρόμοιο τέλος: «Οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ(:Ο Ιούδας λοιπόν από τον μισθό που πήρε ως αμοιβή για την αδικία και το έγκλημα της προδοσίας του απέκτησε κάποιο χωράφι. Και όταν αυτοκτόνησε, έπεσε από εκεί και κρεμάστηκε με το πρόσωπο κατά γης και έπαθε διάρρηξη στην κοιλιακή του χώρα και χύθηκαν έξω όλα τα σπλάχνα του)»].Αλλά και το γεγονός ότι στέρεψαν οι πηγές, όταν τελέστηκαν ειδωλολατρικές θυσίες σε αυτές, και το ότι άρχισε η πείνα στις πόλεις με την είσοδο του βασιλέως Ιουλιανού, υπήρξε μέγιστο θαύμα.
Ο Θεός λοιπόν ενεργεί συνήθως κατά τον εξής τρόπο. Όταν αυξηθούν πάρα πολύ περισσεύσουν κάπου τα κακά και δει ότι στον τόπο εκείνο οι άρχοντες κακουργούν και οι αρχόμενοι παραλογίζονται φοβερά από την καταπίεση που υφίστανται, τότε φανερώνει στους ανθρώπους τη δύναμή Του. Έτσι ενήργησε για τους Ιουδαίους μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας από τους Πέρσες[τότε επέτρεψε ο Θεός στον Πέρση βασιλιά Κύρο τον Β΄ να νικήσει στον πόλεμο τους Βαβυλώνιους, και έπειτα αφού κατέλαβε και την ίδια τη Βαβυλώνα το 538 π. Χ., παραχώρησε την άδεια στους Ιουδαίους να επανέλθουν στην Ιερουσαλήμ].
Έγινε λοιπόν φανερό από τα παραπάνω ότι δεν ενέργησε άσκοπα και τυχαία ο Ματθαίος, όταν διέκρινε σε τρεις ομάδες τους προγόνους του Χριστού. Και πρόσεξε από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Από τον Αβραάμ στον Δαβίδ. Από τον Δαβίδ στη μετοικεσία στη Βαβυλώνα. Από τη μετοικεσία στον ίδιο τον Χριστό. Και στην αρχή του Ευαγγελίου αναφέρει και τους δύο μαζί, τον Δαβίδ και τον Αβραάμ, και στην ανακεφαλαίωση επίσης τους αναφέρει και τους δύο. Διότι, όπως είπα άλλοτε, σε αυτούς είχαν δοθεί οι υποσχέσεις.
Γιατί όμως δεν ανέφερε την κάθοδο των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, όπως αναφέρει τη μετοικεσία τους στη Βαβυλώνα; Διότι οι Ιουδαίοι δεν φοβούνταν πλέον τους Αιγύπτιους, έτρεμαν όμως ακόμη τους Βαβυλώνιους. Και διότι η κάθοδος στην Αίγυπτο ήταν γεγονός παλαιό, ενώ η μετοικεσία ήταν νέο και είχε γίνει πρόσφατα. Και διότι στην Αίγυπτο τους οδήγησαν οι αμαρτίες τους, ενώ στη Βαβυλώνα τους έσυρε η ασέβειά τους.
Αν επιχειρούσαμε να διερευνήσουμε τα ονόματα, όπως π.χ. από τον Αβραάμ, από τον Ιακώβ, από τον Σολομώντα, από τον Ζωροβάβελ, θα οδηγούμασταν σε πολλά συμπεράσματα με μεγάλη σημασία για την Καινή Διαθήκη. Διότι δεν τους δόθηκαν τυχαίως αυτά τα ονόματα. Όμως, για να μη γίνω ενοχλητικός εξαιτίας της μεγάλης εκτάσεως της ομιλίας μου, θα αφήσω αυτά και θα προχωρήσω στα πάρα πολύ σημαντικά που αναφέρει στο ευαγγέλιό του ο Ματθαίος αμέσως παρακάτω.
«Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός(:Και ο Ιακώβ γέννησε τον Ιωσήφ, τον αρραβωνιαστικό της Μαρίας. Αλλά και η Μαρία καταγόταν από το ίδιο γένος από το οποίο καταγόταν και ο Ιωσήφ. Από τη Μαρία αυτή, η οποία ήταν απόγονος του Δαβίδ και του Αβραάμ, γεννήθηκε ο Ιησούς που επονομάζεται Χριστός)»[Ματθ.1,16]
Αφού λοιπόν κατονόμασε όλους τους προγόνους και έφτασε στον Ιωσήφ, δεν σταμάτησε σε αυτό το σημείο, αλλά πρόσθεσε: «Ο Ιωσήφ, ο άνδρας της Μαρίας», αποδεικνύοντας έτσι ότι εξαιτίας της τον περιέλαβε στο γενεαλογικό δέντρο που ανέφερε. Έπειτα ακούγοντας τη φράση «άνδρα Μαρίας», για να μη νομίσεις ότι γεννήθηκε σύμφωνα με τον κοινό νόμο της φύσης, πρόσεξε πώς το διορθώνει αυτό με τα παρακάτω που λέει. Άκουσες, λέει, την λέξη άνδρας, άκουσες την λέξη μητέρα, άκουσες το όνομα που ορίσθηκε για το παιδί, άκουσε λοιπόν και το πώς γεννήθηκε αυτό: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν(:Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε με τον εξής υπερφυσικό και πρωτοφανή τρόπο)»[Ματθ.1,18]. Για ποια γέννηση μού μιλάς; Πες μου, αν και ανέφερες τους προγόνους. Θέλω όμως να μου μιλήσεις και για το πώς έγινε η γέννηση. Είδες πως ανέβασε ψηλά τον ακροατή; Καθώς επρόκειτο κάτι πιο καινούργιο να πει, υπόσχεται να μιλήσει και για τον τρόπο.
Πρόσεξε την άριστη συμφωνία των λεγομένων. Δεν πηγαίνει ο συγγραφέας κατευθείαν στη γέννηση, αλλά πρώτα μας θυμίζει σε ποια σειρά βρισκόταν αν αρχίσουμε να μετράμε από τον Αβραάμ[Γέν.49,10: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν(:Δεν θα λείψει άρχοντας από την φυλή Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του οποίου απόκεινται οι εξουσίες. Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)»], σε ποια σειρά από τον Δαβίδ, σε ποια από τη μετανάστευση από τη Βαβυλώνα, και με όλα αυτά αναγκάζει τον ακριβολόγο ακροατή να ερευνήσει τον αριθμό των ετών, αποδεικνύοντας έτσι ότι αυτός ακριβώς είναι ο Χριστός, για τον οποίο προφήτευσαν οι προφήτες.
Αν μετρήσεις τις γενιές και πεισθείς από το μέτρημα των χρόνων ότι αυτός ακριβώς είναι εκείνος για τον οποίο μιλούν οι προφήτες, εύκολα θα παραδεχτείς και τον θαυματουργικό τρόπο της γεννήσεώς Του. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να πει κάτι πάρα πολύ σπουδαίο, ότι δηλαδή γεννήθηκε από παρθένο, προτού να λογαριάσει τον χρόνο, συγκαλύπτει αυτό που ειπώθηκε «τον άνδρα της Μαρίας», μάλλον συντομεύει την ίδια τη διήγηση της γεννήσεως. Απαριθμεί λοιπόν από δω και πέρα τα χρόνια, θυμίζοντας στον ακροατή, ότι Αυτός ακριβώς είναι Εκείνος, τον οποίο ο πατριάρχης Ιακώβ είπε ότι θα έλθει αφού εξέλιπαν στο μέλλον οι άρχοντες των Ιουδαίων.
Γι’ Αυτόν ο προφήτης Δανιήλ προφήτευσε ότι θα έλθει, αφού περάσουν πολλές χρονικές περίοδοι που τις ονομάζει «εβδομάδες»[Δαν.9,25-27: «Καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις· ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καὶ ἐπιστρέψει καὶ οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καὶ τεῖχος, καὶ ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί. καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καὶ κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καὶ ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς. καὶ δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία· καὶ ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καὶ σπονδή, καὶ ἐπὶ τὸ ἱερὸν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καὶ ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπὶ τὴν ἐρήμωσιν(:Μάθε και κατανόησε καλά, ότι από την ημέρα, που θα εκδοθεί διάταγμα για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, μέχρι της ημέρας που θα εμφανιστεί ο άρχοντας, ο οποίος θα έχει χρισθεί από Εμένα, θα περάσουν επτά εβδομάδες ετών και άλλες εξήντα δύο εβδομάδες ετών. Μετά τις πρώτες επτά εβδομάδες θα επιστρέψουν οι Ιουδαίοι αιχμάλωτοι και θα ανοικοδομηθεί η πλατεία και το τείχος της πόλεως και θα πραγματοποιηθούν έτσι οι πρώτοι καιροί. Και μετά την παρέλευση των εξήντα δύο εβδομάδων ετών, θα θανατωθεί ο χριστός Κυρίου, ο Σωτήρας, χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως αμαρτία και αιτία θανάτου γι’ Αυτόν. Η πόλη της Ιερουσαλήμ και ο άγιος ναός θα καταστραφούν μαζί με τους ηγουμένους, τους άρχοντες της εποχής εκείνης. Οι κάτοικοι θα κατακλυσθούν από συμφορές και ένας ξένος λαός θα αναλάβει πόλεμο κατά του Ισραήλ, ενώ μέχρι το τέλος του πολέμου θα επιφέρει φοβερές καταστροφές και τρομερούς αφανισμούς. Κατά μία εβδομάδα ετών ο Χριστός θα συνάψει και θα καταστήσει ισχυρή και έγκυρη μία νέα διαθήκη. Και κατά το μέσο της εβδομάδας αυτής, που θα προσφερθεί η μεγάλη θυσία του λυτρωτή Χριστού, θα τεθεί οριστικό πλέον τέρμα στις παλαιές θυσίες και σπονδές. Και στον ναό μου και τον λαό του Ισραήλ, θα εισέλθουν βδελυρές δυνάμεις καταστροφής και ερημώσεως. Τέρμα όμως στην καταστροφή αυτή θα τεθεί όταν συμπληρωθεί ο ορισμένος χρόνος)»]. Αν θελήσει κάποιος τα χρόνια που περιλαμβάνονται σε αυτές τις χρονικές περιόδους που ο άγγελος ανέφερε στον Δανιήλ, να τα αριθμήσει αρχίζοντας από την οικοδόμηση της Ιερουσαλήμ και φθάσει στην γέννησή Του, θα δει ότι συμφωνούν απόλυτα αυτά με εκείνα που προφητεύτηκαν.
Να σου πω λοιπόν πώς γεννήθηκε; «Μνηστευθείσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ(:Αφού μνηστεύθηκε η μητέρα του Μαρία)». Δεν είπε η παρθένος, αλλά απλά η μητέρα, για να γίνει πιο εύκολα αποδεκτός αυτός ο λόγος. Γι’ αυτό προετοιμάζει πρώτα τον ακροατή να προσδοκά να ακούσει κάτι συνηθισμένο, και αφού το πετυχαίνει αυτό, τότε τον ξαφνιάζει με την εμφάνιση του παράδοξου γεγονότος, λέγοντας ότι: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου(:προτού αυτοί να συνευρεθούν βρέθηκε έγκυος με τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)». Δεν είπε: «Προτού να οδηγηθεί αυτή στο σπίτι του γαμπρού», γιατί ήδη κατοικούσε εκεί. Υπήρχε έθιμο στους παλιούς, ως επί το πλείστον τις γυναίκες που μνηστεύονταν να τις κρατούν στο σπίτι τους, πράγμα που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς να συμβαίνει και στις μέρες μας. Για παράδειγμα οι γαμπροί του Λωτ κατοικούσαν μαζί του στο σπίτι του. Κι αυτή λοιπόν μαζί με τον Ιωσήφ κατοικούσε στο σπίτι του.
Ρωτάς γιατί δεν έμεινε έγκυος από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος πριν μνηστευθεί κάποιον άντρα; Όπως είπα από την αρχή, για να συγκαλύψει αυτός ο αρραβωνιαστικός το γεγονός της εγκυμοσύνης της Παρθένου και να απαλλαγεί η Παρθένος από κάθε πονηρή υπόνοια. Γιατί όταν αυτός, που κυρίως οφείλει να είναι ζηλιάρης περισσότερο από όλους, αποδεικνύεται ότι όχι μόνο δεν την εκθέτει, ούτε την εξευτελίζει, αλλά την αποδέχεται και την περιποιείται μετά την κύηση, είναι ολοφάνερο πως αν δεν ήταν απόλυτα βέβαιος ο ίδιος, ότι από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος προερχόταν αυτό που επρόκειτο να γεννηθεί, δεν θα συγκρατιόταν ο ίδιος και δεν θα έκανε όλα τα άλλα που έκανε.
Ακριβώς με έντονο τρόπο έγραψε και το «Βρέθηκε έγκυος», που συνηθίζεται να λέγεται για παράδοξα και ανέλπιστα πράγματα, που δεν τα περιμένει κανείς να συμβούν. Μην προχωρείς λοιπόν περισσότερο, μην ζητάς ν’ ακούσεις κάτι πέρα απ’ αυτά που ειπώθηκαν, μη λες: «Πώς το έκανε αυτό το Άγιο Πνεύμα να γίνει από μία παρθένο;». Αν είναι αδύνατο να ερμηνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργική φύση διαμορφώνει τα πράγματα, πώς θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στα παραπάνω όταν θαυματουργεί το Άγιο Πνεύμα; Τα λέω όλα αυτά, για να μη στενοχωρείς τον Ευαγγελιστή ούτε να τον ενοχλείς μέσα σου συνέχεια με τέτοιες ερωτήσεις. Αφού είπε ποιος έκανε το θαύμα, έκλεισε την υπόθεση. Λέει: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου(:προτού αυτοί να συνευρεθούν βρέθηκε έγκυος με τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)». Δηλαδή :«Τίποτε περισσότερο δεν γνωρίζω, παρά ότι αυτό που συνέβη έγινε από το Άγιο Πνεύμα».
Πρέπει να νιώθουν ντροπή όσοι λεπτολογούν τόσο πολύ με τη θεϊκή αυτή Γέννηση. Γιατί αν αυτή η γέννηση που έχει μύριους μάρτυρες και που έχει προαναγγελθεί πριν από τόσα πολλά χρόνια και αποκαλύφθηκε και εξετάσθηκε λεπτομερώς από πολλούς, κανείς όμως δεν μπόρεσε να την ερμηνεύσει, δεν είναι τελείως τρελοί αυτοί που περιεργάζονται το απόρρητο αυτό γεγονός και το εξετάζουν με περιέργεια; Γιατί ούτε ο Γαβριήλ[βλ.Ματθ.1,20: «Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου (: διότι το παιδί που συνέλαβε μέσα της προέρχεται από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)»], ούτε ο Ματθαίος μπόρεσαν να πουν κάτι παραπάνω, παρά μόνον ότι αυτό συνέβη από το Άγιο Πνεύμα.
Το πώς συνέβη αυτό από το Άγιο Πνεύμα και με ποιο τρόπο, κανείς από τους δύο δεν προσπάθησε να το ερμηνεύσει, ούτε βέβαια αυτό ήταν δυνατόν. Μη νομίσεις, ακροατή, ότι έμαθες τα πάντα ακούγοντας ότι αυτά συνέβησαν από το Άγιο Πνεύμα, γιατί πολλά αγνοούμε ακόμη κι αν πληροφορούμασταν πως ο Άπειρος βρίσκεται στη μήτρα, πως Αυτός που συγκρατεί το σύμπαν κυοφορείται από γυναίκα, πως γεννά η Παρθένος και παραμένει παρθένος. Πες μου, πώς δημιούργησε το Άγιο Πνεύμα αυτόν τον ναό, δηλαδή τον Χριστό; Πώς έλαβε ο Κύριος ένα μέρος της σάρκας Του από τη μήτρα και το αύξησε αυτό και το μορφοποίησε; Το ότι προήλθε από την σάρκα της Παρθένου, το δήλωσε λέγοντας: «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν(:το παιδί που συνέλαβε μέσα της)»· και ο απόστολος Παύλος είπε: «ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός γενόμενον ὑπὸ νόμον(:όταν όμως συμπληρώθηκε ο χρόνος που είχε ορίσει η πανσοφία του Θεού, απέστειλε ο Θεός στον κόσμο τον Υιό Του, ο οποίος έγινε άνθρωπος από γυναίκα και υποτάχθηκε στον Μωσαϊκό νόμο)»[Γαλ.4,4], αποστομώνοντας αυτούς που ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός εμφανίστηκε σαν να πέρασε από κάποιο σωλήνα.
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί χρειαζόταν η μήτρα; Αν συνέβαινε αυτό, τότε δεν θα είχε τίποτε κοινό με μας ο Χριστός, θα είχε κάποια άλλη σάρκα κι όχι όμοια με τη δική μας. Πώς όμως θα καταγόταν από την οικογένεια του Ιεσσαί; Πώς θα ήταν η ράβδος; Πώς θα ονομαζόταν υιός ανθρώπου; Πώς θα είχε μητέρα τη Μαριάμ; Πώς θα καταγόταν από το σπέρμα του Δαβίδ; Πώς πήρε τελικά μορφή δούλου; Πώς «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο(:ο Θεός Λόγος έγινε μέσα στον χρόνο άνθρωπος)»; Πώς γράφει στους Ρωμαίους ο Παύλος: «Ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεός;(:Από αυτούς τους μακαριστούς πατέρες κατάγεται ο Χριστός ως προς την ανθρώπινη φύση Του, ο οποίος είναι Θεός εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνείται στους αιώνες)» [Ρωμ.9,5]. Το ότι όμως κατάγεται από μας και από το δικό μας φύραμα και από την παρθενική μήτρα, αποδεικνύεται κι απ’ αυτά και από άλλα πολύ περισσότερα. Το πώς συνέβησαν αυτά, δεν είναι καθόλου γνωστό. Λοιπόν μην ερευνάς και εσύ, αναγνώστη, αλλά δέξου την αποκάλυψη και μην περιεργάζεσαι αυτό που αποσιώπησε ο Θεός.
«Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν(:Ο Ιωσήφ, ο μνηστήρας αυτής, όταν αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη,(πήρε την απόφαση να διαλύσει την μνηστεία)·επειδή όμως ήταν ενάρετος και εύσπλαχνος και δεν ήθελε να την διαπομπεύσει προς δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε να τη διώξει μυστικά χωρίς να ανακοινώσει σε κανένα τις υποψίες του)»[Ματθ.1,19].
Αφού ανέφερε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και χωρίς να λάβει χώρα σαρκική ένωση, ολοκληρώνει ο Ματθαίος την διήγησή του και από μια άλλη σκοπιά. Για να μη δώσει το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να ερωτά: «Πώς αποδεικνύεται αυτό; Ποιος είδε ή άκουσε ότι συνέβη ποτέ κάποιο παρόμοιο γεγονός;» Επίσης, για να μην υποπτευθείς ότι ο μαθητής από εύνοια προς τον Διδάσκαλο επινοεί όλα αυτά, εμφανίζει ο Ματθαίος τον Ιωσήφ να συνηγορεί, με όσα έπαθε με τις υποψίες του που διαλύθηκαν από τον άγγελο, στο να γίνουν πιστευτά τα λεχθέντα, σαν να μας λέγει σχεδόν με αυτά που γράφει ότι «εάν δεν πιστεύεις σε εμένα και θεωρείς ύποπτη τη μαρτυρία μου, να πιστέψεις στον ίδιο τον μνηστήρα της Μαρίας».
Διότι λέγει: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν(:Και ο Ιωσήφ, ο αρραβωνιαστικός της, επειδή ήταν ενάρετος)»[Ματθ.1,19]. «Δίκαιο» εδώ ονομάζει τον σε όλα ενάρετο. Βέβαια, δικαιοσύνη είναι το να αποφεύγει κανένας την πλεονεξία, αλλά δικαιοσύνη ονομάζεται και η αρετή στο σύνολό της. Και μάλιστα η Γραφή χρησιμοποιεί με αυτή τη σημασία την έννοια της δικαιοσύνης, όπως όταν λέγει· «Ἄνθρωπος δίκαιος, ἀληθινός»[Ιώβ, 1,1] και αλλού: «Ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι(:Ήσαν και οι δύο δίκαιοι)»[Λουκ. 1,16]. Ώστε «επειδή ήταν δίκαιος» δηλαδή καλοκάγαθος και επιεικής και σε όλα ενάρετος, «σκέφτηκε να της δώσει διαζύγιο μυστικά». Γι’ αυτόν τον λόγο αναφέρει το γεγονός πριν ο Ιωσήφ γνωρίσει την αλήθεια, για να μην δείξεις απιστία προς όσα συνέβησαν ύστερα από την γνώση της αλήθειας. Βέβαια, μια τέτοια γυναίκα δεν ήταν άξια να υποστεί μόνο την διαπόμπευση, τον δημόσιο εξευτελισμό προς παραδειγματισμό, αλλά ο νόμος διέτασσε να τιμωρηθεί κιόλας .
Όμως ο Ιωσήφ όχι μόνο τη μεγαλύτερη εκείνη τιμωρία αλλά και τη μικρότερη δεν επέτρεψε, δηλαδή την διαπόμπευση. Γιατί όχι μόνο να την τιμωρήσει δεν ήθελε, αλλά ούτε και να τη διαπομπεύσει προς παραδειγματισμό. Βλέπεις, λοιπόν, άνθρωπο ευσεβή και απαλλαγμένο από το τυραννικότατο πάθος της ζήλειας; Γνωρίζετε, βέβαια, πόσο μεγάλο πάθος είναι η ζήλεια. Για τον λόγο αυτό και εκείνος ο οποίος γνώριζε καλά αυτά τα θέματα, λέγει: «Μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρός· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως(:Είναι γεμάτος από ζηλότυπη εκδίκηση ο θυμός του άνδρα της μοιχαλίδας γυναίκας. Δεν θα δείξει έλεος, όταν θα δικάζεται ενώπιον του δικαστηρίου)»[Παροιμ. 6,34]· και: «Σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος (:Η ζήλεια είναι σκληρή σαν τον Άδη)»[ Άσμ.8,6] .
Και εμείς, όμως, γνωρίζουμε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι θα προτιμούσαν να χάσουν τη ζωή τους, παρά να κυριευτούν από ζηλότυπη καχυποψία. Εδώ βέβαια δεν επρόκειτο απλά περί υποψίας, εφόσον έγινε αντιληπτός ο όγκος της κοιλιάς. Ήταν όμως τόσο πολύ απαλλαγμένος από τη ζήλεια ο Ιωσήφ, ώστε δεν θέλησε να προξενήσει λύπη στην Παρθένο, ούτε και με την πλέον ασήμαντη τιμωρία. Επειδή όμως αφενός μεν ήταν απόδειξη ότι παραβαίνει τον νόμο, εάν την κρατούσε στο σπίτι του, αφετέρου δε το να την διαπομπεύσει και να την οδηγήσει στο δικαστήριο σήμαινε σαν να την ανάγκαζε να υποστεί την ποινή του θανάτου, γι’ αυτό δεν έκανε τίποτε από αυτά, αλλά συμπεριφέρεται πλέον κατά τρόπο ανώτερο από εκείνο που ορίζει ο νόμος.
Έπρεπε, βέβαια, να υπάρχουν πολλά δείγματα υψηλής, ανώτερης συμπεριφοράς, εκεί που παρουσιάστηκε η χάρη του Θεού. Δηλαδή, όπως ακριβώς ο ήλιος, χωρίς ακόμη να ανατείλει, καταυγάζει με το φως του το μεγαλύτερο μέρος της γης, κατά όμοιο τρόπο και ο Χριστός, όταν επρόκειτο να ανατείλει από την μήτρα εκείνη και προτού να γεννηθεί, φώτισε ολόκληρη την οικουμένη. Γι’ αυτό τον λόγο οι προφήτες σκιρτούσαν από χαρά πριν να γεννηθεί, οι γυναίκες προέλεγαν τα μέλλοντα[Λουκ.1,42-43: «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;(:Είσαι ευλογημένη από τον Θεό εσύ περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Και είναι ευλογημένο και το έμβρυο που βλάστησε στην κοιλιά σου ως καρπός άχραντος και παρθενικός. Και πώς μου έγινε αυτή η τιμή; Ποια αρετή ή αξία έχω εγώ, ώστε να έλθει να με επισκεφτεί η μητέρα του Κυρίου μου;)»] και ο Ιωάννης πριν να εξέλθει από την κοιλιά της μητέρας του της Ελισάβετ αναπήδησε από αγαλλίαση[Λουκ. 1,44: «Ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου(:Και είσαι πραγματικά η μητέρα του Κυρίου μου, διότι να, μόλις ήλθε στα αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, αναπήδησε μέσα στα σπλάχνα μου το βρέφος με ασυγκράτητη χαρά)»].
Έτσι και ο Ιωσήφ συμπεριφέρθηκε με μεγάλη λεπτότητα, αφού ούτε την κατήγγειλε, ούτε την διαπόμπευσε, παρά αποπειράθηκε μονάχα να την απομακρύνει από το σπίτι του. Ενώ λοιπόν τα πράγματα είχαν φθάσει σ’ αυτό το σημείο και όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία, εμφανίζεται ο άγγελος για να λύσει όλες τις απορίες.
Αξίζει, όμως, να εξετάσουμε για ποιο λόγο δεν μίλησε προηγουμένως ο άγγελος, δηλαδή, προτού να σκεφθεί αυτό ο Ιωσήφ, αλλά, όταν το σκέφθηκε, τότε εμφανίζεται. «Ταῦτα γὰρ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος(:ενώ όμως σκεπτόταν αυτά)», λέγει ο ευαγγελιστής, «ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου»[Ματθ. 1,20] έρχεται. Βέβαια, ο ίδιος άγγελος είχε αναγγείλει την ευχάριστη είδηση προς την Θεοτόκο, πριν ακόμη συλλάβει. Το γεγονός όμως αυτό δημιουργεί νέα απορία. Δηλαδή εάν ο άγγελος δεν το έλεγε στον Ιωσήφ, για ποιο λόγο το αποσιώπησε η Παρθένος, όταν το πληροφορήθηκε από τον άγγελο και ενώ έβλεπε τον μνηστήρα της να κατέχεται από σύγχυση, δεν του έλυσε την απορία; Ακόμη, για ποιο λόγο δεν μίλησε ο άγγελος προτού να θορυβηθεί ο Ιωσήφ;
Είναι ωστόσο ανάγκη να επιλύσουμε πρώτα την προγενέστερη απορία. Γιατί λοιπόν δεν το είπε από την αρχή ο άγγελος στον Ιωσήφ, ώστε να μη βρεθεί σε τέτοια αμηχανία; Για να μη δείξει απιστία και πάθει ό,τι έπαθε ο Ζαχαρίας[Λουκ.1,8-20]. Πραγματικά, όταν βρισκόμαστε μπροστά στο θαυμαστό γεγονός και το βλέπουμε, τότε λοιπόν είναι εύκολο να πιστέψουμε σε αυτό. Όταν όμως δεν έχει καν αρχίσει να πραγματοποιείται ακόμη, τότε δεν γίνεται εξίσου εύκολα παραδεκτό αυτό που λέγεται. Συνεπώς, γι΄αυτό τον λόγο δεν το ανήγγειλε από την αρχή ο άγγελος στον Ιωσήφ και για την ίδια αιτία το αποσιώπησε και η Παρθένος. Νόμισε δηλαδή ότι δεν θα γινόταν πιστευτή από τον μνηστήρα, όταν θα ανήγγειλε είδηση παράδοξη· αντιθέτως, θα τον εξόργιζε περισσότερο, εάν του γεννιόταν η υποψία ότι προσπαθούσε να καλύψει μια αμαρτία που είχε διαπραχθεί. Διότι όταν ακόμα κι αυτή η οποία επρόκειτο να δεχθεί τόσο μεγάλη χάρη, δεικνύει ανθρώπινη αδυναμία και ερωτά: «Πῶς ἔσται τοῦτο ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;(:Πώς θα γίνει το πρωτοφανές και πρωτάκουστο τούτο μυστήριο, και πώς θα συλλάβω και θα γεννήσω αφού δεν έχω συζυγική σχέση με άντρα;)»[Λουκ. 1,34], πολύ περισσότερο θα εξέφραζε αμφιβολίες εκείνος (:ο Ιωσήφ) δεδομένου μάλιστα ότι θα πληροφορείτο την παράδοξη είδηση από τη γυναίκα η οποία μπορούσε να εγείρει κάθε υποψία.
Αυτή είναι λοιπόν η αιτία για την οποία η Παρθένος δεν λέγει τίποτε στον Ιωσήφ για τον ευαγγελισμό του αγγέλου. Όταν όμως έφθασε η κατάλληλη ευκαιρία, εμφανίζεται ο άγγελος. Γεννάται όμως το ερώτημα: Γιατί δεν έκανε το ίδιο και στην Παρθένο και δεν επανέλαβε τον ευαγγελισμό μετά την κύηση; Αναμφίβολα, για να μην βρισκόταν σε ταραχή και μεγάλη ανησυχία καθ’ όλο το διάστημα της κυοφορίας. Ήταν, βέβαια, φυσικό, αφού δεν θα γνώριζε την πραγματική σημασία του γεγονότος, να σκεφθεί κάτι άτοπο για τον εαυτό της και να αποπειραθεί να θέσει τέλος στη ζωή της με απαγχονισμό ή με ξίφος, μην υποφέροντας τη μεγάλη ντροπή· διότι η Παρθένος ήταν θαυμαστή και φανερώνει την αρετή της ο ευαγγελιστής Λουκάς, όταν λέγει ότι όταν άκουσε τον χαιρετισμό του αγγέλου, δεν άφησε τον εαυτό της να κυριευθεί από χαρά, ούτε δέχτηκε αδιαμαρτύρητα αυτό που της ειπώθηκε, αλλά αντιθέτως καταλήφθηκε από ταραχή και προσπαθούσε να αντιληφθεί ποια σημασία και ποιο σκοπό να είχε ο χαιρετισμός αυτός[Λουκ. 1,28-29: «Καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν. ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος(: Μόλις μπήκε ο άγγελος στο δωμάτιό της, της είπε: “Χαίρε εσύ, που είσαι προικισμένη από τον Θεό με πολλής και εξαιρετικές χάριτες. Ο Κύριος είναι μαζί σου και Αυτός σε γέμισε με τις χάριτές Του. Έχεις ευλογηθεί εσύ όσο καμία άλλη γυναίκα”. Αυτή όμως, όταν είδε τον άγγελο, ταράχτηκε πολύ απ΄ τον λόγο που της είπε και σκεπτόταν μέσα της ποια σημασία και ποιο σκοπό να είχε άραγε ο χαιρετισμός αυτός)»]. Συνεπώς, αυτή η οποία ήταν τόσο γνωστή για την αρετή της, ασφαλώς, θα έχανε τα λογικά της από την λύπη της, όταν θα σκεπτόταν την ντροπή, αφού μάλιστα δεν πίστευε ότι ήταν δυνατό όσα και αν έλεγε, να πείσει κάποιον από όσους την άκουγαν ότι το γεγονός δεν ήταν πράξη μοιχείας.
Για να μη συμβούν λοιπόν όλα τα παραπάνω, εμφανίστηκε ο άγγελος προ της συλλήψεως· διότι έπρεπε οπωσδήποτε να είναι απαλλαγμένη ταραχής η κοιλιά εκείνη στην οποία εισήλθε ο Δημιουργός του σύμπαντος, και ακόμη, να είναι ελεύθερη από κάθε σύγχυση η ψυχή, η οποία κρίθηκε άξια να υπηρετήσει τόσο μεγάλα μυστήρια.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, ομιλεί ο άγγελος στην Παρθένο προ της συλλήψεως, ενώ στον Ιωσήφ εμφανίζεται κατά τις ημέρες της γεννήσεως περίπου. Το γεγονός αυτό πολλοί οι οποίοι από μεγάλη αφέλεια δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα, το θεώρησαν ότι είναι διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών. Επειδή, δηλαδή, ο Λουκάς γράφει ότι ο άγγελος έφερε τη χαρμόσυνη είδηση στη Μαρία, ενώ ο Ματθαίος στον Ιωσήφ( γι’ αυτό δημιουργούν την υποτιθέμενη διαφωνία),χωρίς να γνωρίζουν ότι έλαβαν χώρα και οι δύο εμφανίσεις. Την περίπτωση αυτήν πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και σε ολόκληρη τη διήγηση, διότι έτσι θα δώσουμε απάντηση σε πολλές φαινομενικές διαφωνίες.
Εμφανίζεται λοιπόν ο άγγελος, όταν ο Ιωσήφ καταλήφθηκε από ταραχή. Ασφαλώς αναβάλλει την εμφάνισή του και για όσα είπαμε παραπάνω, αλλά και για να αποδειχθεί η ευσέβεια του Ιωσήφ. Όταν όμως επρόκειτο να ολοκληρωθεί το έργο, έρχεται πλέον ο άγγελος.
«Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων (:Ενώ όμως σκεπτόταν αυτά, ιδού, ένας άγγελος του Κυρίου φάνηκε στο όνειρό του και του είπε)».Βλέπεις την επιείκεια του ανδρός; Όχι μόνο, διότι δεν την τιμώρησε, αλλά και διότι σε κανένα δεν είπε τίποτε, ούτε και στην ίδια που θεωρούσε ως ύποπτη. Αντίθετα, σκεπτόταν μυστικά μέσα του, στην προσπάθειά του να κρύψει την αιτία και από την ίδια την Παρθένο. Πραγματικά, δεν είπε ο ευαγγελιστής ότι ο Ιωσήφ ήθελε να την εκδιώξει βίαια από τα σπίτι του, παρά ότι ήθελε να της δώσει κρυφά διαζύγιο. Τόσο πολύ ήρεμος και επιεικής ήταν ο άνθρωπος αυτός.
«Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ(:Καθώς λοιπόν ο Ιωσήφ συλλογιζόταν αυτά, ένας άγγελος φάνηκε στο όνειρό του)». Αλλά γιατί δεν έρχεται φανερά ο άγγελος, όπως στους ποιμένες, τον Ζαχαρία και την Παρθένο, αλλά έρχεται στο όνειρο του Ιωσήφ; Ήταν τόσο πολύ πιστός ο Ιωσήφ, ώστε δεν χρειαζόταν την εμφάνιση αυτή ενώπιόν του για να πιστέψει την αλήθεια των λόγων του αγγέλου. Αντίθετα, η Παρθένος επειδή ευαγγελιζόταν πολύ σπουδαιότερη είδηση και από αυτήν ακόμη που άκουσε ο Ζαχαρίας, χρειαζόταν και προ του γεγονότος παράδοξη εμφάνιση. Επίσης, οι ποιμένες βρίσκονταν σε περισσότερο πνευματικά ακαλλιέργητη και απολίτιστη κατάσταση (και γι’ αυτό είχαν ανάγκη από πιο έντονη και πιο θαυμαστή εμφάνιση). Ο Ιωσήφ όμως δέχεται εύκολα την αποκάλυψη διότι του έγινε μετά την εκδήλωση της εγκυμοσύνης και ενώ η ψυχή του είχε πλέον κυριευθεί από την πονηρή καχυποψία, αλλά ήταν και έτοιμη να δεχθεί τις αγαθές ελπίδες, υπό την προϋπόθεση ότι θα εμφανιζόταν κάποιος που θα τον οδηγούσε με ευκολία προς αυτές. Γι’ αυτό και μαθαίνει την ευχάριστη πληροφορία μετά την υποψία που άρχισε να τον βασανίζει, για να του χρησιμεύσει το γεγονός αυτό ως απόδειξη των λεγομένων.
Πραγματικά, ενώ τα σκέφθηκε κατ’ ιδίαν όλα αυτά, χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν άλλον, και άκουσε τον άγγελο να του ομιλεί για τις σκέψεις του αυτές, του πρόσφερε πλέον μια αδιάσειστη απόδειξη ότι είχε έλθει απεσταλμένος από τον Θεό· διότι μόνο ο Θεός έχει την ικανότητα να γνωρίζει τις απόκρυφες επιθυμίες της καρδιάς. Κοίταξε, λοιπόν, πόσα πράγματα λαμβάνουν χώρα και αφενός μεν αποδεικνύεται η ευσέβεια του Ιωσήφ, αφετέρου δε ενισχύει την πίστη του το γεγονός ότι η αναγγελία έγινε στην κατάλληλη στιγμή, αλλά επιπλέον και το όλο περιστατικό δεν γεννά υποψίες αναληθείας, διότι φανερώνει ότι έπαθε ό,τι ήταν φυσικό να πάθει ένας άντρας.
Με ποιο τρόπο όμως τον οδηγεί προς την πίστη ο άγγελος; Άκουσε και θαύμασε τη σοφία της αφηγήσεως. Όταν ήλθε, λοιπόν, ο άγγελος λέγει: «Ἰωσὴφ υἱὸς ∆αυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου (:Ιωσήφ, απόγονε του Δαυίδ, μη διστάσεις και μη φοβηθείς να παραλάβεις στον οίκο σου την Μαριάμ, την αγνή και πιστή μνηστή σου)»[Ματθ. 1,20]. Αμέσως δηλαδή του υπενθυμίζει τον Δαβίδ, από το γένος του οποίου έμελλε να προέλθει ο Χριστός και δεν τον αφήνει να ταραχθεί, αφού του υπενθύμισε την υπόσχεση, η οποία είχε δοθεί προς ολόκληρο το γένος, με το να τον προσφωνήσει από τους προγόνους του. Διότι για ποιο άλλο λόγο τον ονόμασε «υιό του Δαυίδ»;
«Μὴ φοβηθῇς(:Να μη δοκιμάσεις κανένα φόβο)», λέγει. Βέβαια, ο Θεός σε άλλες περιπτώσεις δεν κάνει το ίδιο, αλλά όταν κάποιος όπως π.χ. ο Αβιμέλεχ έκανε απρεπείς σκέψεις για κάποια γυναίκα, χρησιμοποίησε προς αυτόν ο Θεός αυστηρότερες λέξεις και τις συνόδευσε από απειλή, μολονότι και εκεί η συμπεριφορά ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας. Δηλαδή, και εκείνος ο ίδιος ο βασιλιάς των Γεράρων, ο Αβιμέλεχ, χωρίς να γνωρίζει ότι η Σάρα είναι σύζυγος και όχι αδελφή του Αβραάμ όπως νόμιζε, έλαβε τη Σάρα για να την έχει ως σύζυγό του, αλλά παρά ταύτα τον επέπληξε ο Θεός[Γέν. 12,10-20 και 20, 1-18· ειδικότερα, βλ. Γέν.20, 3 : «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι συνῳκηυῖα ἀνδρί (:Ο Θεός όμως παρουσιάστηκε στον Αβιμέλεχ κατά την νύκτα στο όνειρό του και του είπε· “ιδού εσύ πεθαίνεις αμέσως μετά ως τιμωρία, εξαιτίας της γυναικός, την οποία έλαβες, διότι αυτή είναι σύζυγος άλλου ανδρός, του Αβραάμ”)»]. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Θεός φέρεται με μεγαλύτερη επιείκεια, διότι είναι μεγίστη η σπουδαιότητα των γεγονότων που επιτελούνται, αλλά και η μεταξύ των δύο ανδρών διαφορά, ώστε δεν θεωρείται απαραίτητη η επίπληξη.
Με το να πει «μη δοκιμάσεις κανένα φόβο» αποδεικνύει ότι ο Ιωσήφ είχε κυριευθεί από φόβο μήπως έλθει αντιμέτωπος προς το θέλημα του Θεού, εάν την εκλάμβανε ως μοιχαλίδα· διότι διαφορετικά δεν θα σχεδίαζε να την απομακρύνει από το σπίτι του. Με όλα αυτά λοιπόν, αποδεικνύει ότι ο άγγελος ήλθε εκ μέρους του Θεού, αφού του αποκαλύπτει και του φανερώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, τα οποία δοκίμασε.
Αφού λοιπόν αναφέρεται το όνομα της Παρθένου, δεν σταμάτησε εκεί, αλλά πρόσθεσε: «την γυναίκα σου». Βέβαια, δεν θα την αποκαλούσε με τέτοιο τρόπο, εάν είχε διαφθαρεί και είχε φερθεί με ανήθικο τρόπο προδίδοντάς τον. Μάλιστα όταν λέγει «γυναίκα», εννοεί την μνηστή, όπως ακριβώς συνηθίζει η Γραφή να ονομάζει «γαμπρούς» τους μνηστήρες και προ του γάμου.
Τι σημαίνει όμως η λέξη «να παραλάβει»; Να την κρατήσει στο σπίτι του, επειδή με τη σκέψη του της είχε δώσει πλέον διαζύγιο. «Συνεπώς αυτήν την οποία έχεις απομακρύνει ήδη με τα σχέδιά σου», λέγει, «να την κρατήσεις κοντά σου. Σου την παραδίδει ο Θεός, όχι οι γονείς της. Σου την παραδίδει, όμως, όχι ως σύζυγο, αλλά απλώς για να κατοικείς μαζί της, και σου την παραδίδει διαμέσου της δικής μου φωνής». Όπως δηλαδή, αργότερα, ο Χριστός παρέδωσε τη Μητέρα Του στον μαθητή[ Ιω. 19, 26-27: «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου ·εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια(:Ο Ιησούς λοιπόν, όταν είδε τη μητέρα Του και τον μαθητή που αγαπούσε να στέκεται εκεί κοντά, λέει στην μητέρα του: ‘’ Γυναίκα, να ποιος από τώρα θα είναι γιος σου’’. Έπειτα λέει στον μαθητή:’’ Να η μητέρα σου’’. Και από εκείνη την ώρα την πήρε ο μαθητής στο κατάλυμά του)»], έτσι και τώρα την παραδίδει στην προστασία του Ιωσήφ.
Στη συνέχεια, αφού έθιξε το θέμα της γεννήσεως του Υιού του Θεού με τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν ανέφερε την πονηρή υποψία που ως τότε βασάνιζε τον Ιωσήφ για την Μαρία, αλλά κατά τρόπο περισσότερο ευγενή και διακριτικό ο άγγελος την εξαφάνισε, με το να δώσει την εξήγηση του επικείμενου τοκετού. Έτσι αποδείκνυε ότι εκείνη η αιτία, η οποία τον έκανε να νιώσει φόβο και ήθελε να απομακρύνει την Παρθένο από το σπίτι του, αυτή ακριβώς ήταν που θα τον έκανε να ενεργήσει σωστά, εάν έπαιρνε την Παρθένο κοντά του και της πρόσφερε την προστασία του κάτω από τη στέγη του σπιτιού του. Με αυτόν τον τρόπο διέλυσε πλήρως την αγωνία του Ιωσήφ, με την αφθονία της πειστικότητας των λόγων του· διότι δεν λέγει μόνο ότι η Παρθένος είναι απαλλαγμένη από την υποψία της παράνομης συνευρέσεως, αλλά επιπλέον εξηγεί ότι κυοφορεί κατά τρόπο υπερβαίνοντα τους φυσικούς νόμους. «Συνεπώς, όχι μόνο να διώξεις τελείως τον φόβο σου, αλλά και να χαίρεσαι υπερβολικά».
«Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου(:διότι το παιδί που κυοφορείται μέσα της έχει συλληφθεί από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)»[Ματθ.1,20].Παράδοξο είναι το περιεχόμενο των λόγων αυτών και υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση και τους νόμους της φύσεως. Πώς λοιπόν μπορούσε να το πιστέψει ο άνθρωπος αυτός, ο Ιωσήφ δηλαδή, ο οποίος δεν είχε πείρα από παρόμοια λόγια; «Μα φυσικά από την αποκάλυψη των προηγούμενων γεγονότων», λέγει. Διότι γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό του φανέρωσε ο άγγελος όλες γενικώς τις σκέψεις του, δηλαδή, τα συναισθήματά του, τους φόβους του και ό, τι διανοήθηκε να πράξει, για να τον κάνει να πιστέψει και αυτό από τις αποκαλύψεις αυτές. Και όχι μόνο από τα γεγονότα του παρελθόντος τον οδηγεί προς την πίστη, αλλά μάλλον από τα μέλλοντα να ακολουθήσουν: «Τέξεται υἱόν»(:Θα γεννήσει ένα γιο)»,λέγει, «καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦ(:και εσύ που από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αναγνωρίζεσαι ως προστάτης του, θα του δώσεις το όνομα ’’Ιησούς’’, το οποίο σημαίνει ‘’σωτήρας’’)»[Ματθ.1,21].
«Επομένως, να μην έχεις την ιδέα ότι είσαι απαλλαγμένος από την υποχρέωση να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου στην τακτοποίηση των ζητημάτων τα οποία σχετίζονται με το νεογέννητο, επειδή η γέννησή Του έχει ως αιτία την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος· διότι, μολονότι δεν έπαιξες κανένα ρόλο στη γέννηση και παρέμεινε ανέπαφη η Παρθένος, εντούτοις σου αναθέτω το εξής καθήκον, το οποίο αποτελεί γνώρισμα του πατέρα, χωρίς βέβαια να καταστρέφει την ιδιότητα της παρθενίας,δηλαδή να δώσεις το όνομα στο παιδί. Εσύ, λοιπόν, θα το ονομάσεις. Έστω κι αν δεν είναι δικό σου το παιδί, θα εκτελέσεις χάριν αυτού τα καθήκοντα που ανήκουν στον πατέρα. Γι’ αυτό αμέσως σου δίδω τη θέση του πατέρα για το παιδί που γεννιέται, με το να σου αναθέσω να δώσεις το όνομα σε αυτό».
Έπειτα για να μη δημιουργηθεί η υποψία στον οποιονδήποτε ότι είναι πραγματικός πατέρας, άκουσε με πόση προσοχή ομιλεί στη συνέχεια: «Θα γεννήσει», λέγει, «υιό». Δεν είπε: «Θα σου γεννήσει γιο», αλλά απλώς «θα γεννήσει» χωρίς να προσδιορίσει τη φράση· διότι δεν γεννούσε τον Ιησού χάριν του Ιωσήφ, αλλά Τον χάριζε στην οικουμένη ολόκληρη.
Γι’ αυτό τον λόγο ήλθε ο άγγελος από τον ουρανό φέροντας το όνομα, για να αποδείξει και με το γεγονός αυτό ότι η γέννηση ήταν άξια θαυμασμού, διότι ο Θεός από υψηλά έστειλε με τον άγγελο το όνομα στον Ιωσήφ. Αλλά και το ίδιο το όνομα δεν στερείτο περιεχομένου. Αντίθετα, περιέκλειε ένα θησαυρό, από τον οποίο πήγαζαν αναρίθμητα καλά. Γι’ αυτό και ερμηνεύει αυτό ο άγγελος και συντελεί στο να δημιουργηθούν αγαθές ελπίδες. Έτσι οδηγεί τον Ιωσήφ προς την πίστη. Βέβαια, συνηθίζουμε να δείχνουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι’ αυτά τα θέματα, γι’ αυτό και πιστεύουμε ευκολότερα στα ευχάριστα.
Αφού λοιπόν με όλα αυτά οδήγησε τον Ιωσήφ προς την πίστη, δηλαδή, με την αποκάλυψη των γεγονότων του παρελθόντος, την εξαγγελία των μελλοντικών αγαθών, την περιγραφή της παρούσης καταστάσεως και τη γνωστοποίηση της τιμής που αποδιδόταν σ’ Εκείνον που επρόκειτο να γεννηθεί, στην κατάλληλη στιγμή εμφανίζει και τον προφήτη να διακηρύττει όλα αυτά γενικώς[Ματθ. 1,21: «Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (:Και θα γεννήσει υιό, και εσύ -ο οποίος σύμφωνα με τον νόμο θεωρείσαι προστάτης και πατέρας Του- θα Τον ονομάσεις Ιησού (δηλαδή Θεό-Σωτήρα), διότι Αυτός θα σώσει πράγματι τον λαό Του από τις αμαρτίες τους)»]. Προτού όμως να επικαλεσθεί ο ευαγγελιστής τη μαρτυρία του προφήτη Ησαΐα για να επικυρώσει όλα αυτά, προλέγει ο άγγελος στον Ιωσήφ τα αγαθά, τα οποία θα προέλθουν από τον Ιησού για ολόκληρη την οικουμένη. Και ποια είναι αυτά; Η απελευθέρωση του ανθρώπου από τις αμαρτίες του και η τέλεια απάλειψη αυτών. «Αὐτὸς γὰρ (:Διότι Αυτός)», λέγει, «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (:θα σώσει τον λαό Του από τις αμαρτίες του)».
Και στο σημείο αυτό αποδεικνύεται ο θαυμαστός και παράδοξος χαρακτήρας της σωτηρίας αυτής· διότι δεν υπόσχεται την απαλλαγή από αισθητούς πολέμους ή την απελευθέρωση από βαρβάρους λαούς, αλλά κάτι που είναι πολύ σπουδαιότερο από αυτά, δηλαδή, τη λύτρωση από τις αμαρτίες, πράγμα το οποίο δεν μπόρεσε κανείς να κάνει στο παρελθόν. Θα ρωτήσει, βέβαια, κάποιος: «Και για ποιο λόγο είπε ‘’τον λαό Του’’ και δεν πρόσθεσε και τα άλλα έθνη;». Για να μην προξενήσει αμέσως φόβο στον ακροατή του. Αλλά σε εκείνον που με προσοχή άκουγε τα λόγια, υπέδειξε ότι συμπεριέλαβε και τους άλλους λαούς· διότι λαός του Ιησού δεν ήσαν μόνο οι Ιουδαίοι, αλλά όλοι όσοι πήγαιναν να μαθητεύσουν κοντά Του και δέχονταν τη σωτηριώδη γνώση που πήγαζε από Αυτόν.
Πρόσεξε ακόμη με ποιο τρόπο μας παρουσίασε και το αξίωμα του Ιησού, όταν ονόμασε «λαὸν αὐτοῦ» τον ιουδαϊκό λαό· διότι αυτό δεν υποδεικνύει τίποτε άλλο, παρά ότι είναι του Θεού Υιός αυτός που γεννιέται και ότι εδώ ο άγγελος ομιλεί για τον Βασιλέα του ουρανού, δεδομένου ότι καμία άλλη δύναμη δεν είναι σε θέση να συγχωρεί τις αμαρτίες, παρά μόνο η δύναμη του Θεού.
Συνεπώς, αφού μας προσφέρθηκε από τον Θεό μία τόσο μεγάλη δωρεά, ας πράττουμε το παν για να μην φανούμε αχάριστοι για μια τόσο μεγάλη ευεργεσία. Διότι ενώ και προτού να μας δοθεί η τιμή αυτή ήσαν άξιες τιμωρίας οι διαπραττόμενες αμαρτίες, πολύ περισσότερο θα είναι μετά την προσφορά της ανέκφραστης αυτής Δωρεάς. Και την σκέψη αυτή δεν τη λέγω τυχαία τώρα, αλλά οδηγούμαι προς αυτήν, επειδή βλέπω πολλούς να περνούν τον καιρό τους, μετά το βάπτισμα με μεγαλύτερη αμεριμνησία από αυτούς που δεν έχουν γνωρίσει ακόμη την χριστιανική αλήθεια και δε διαθέτουν κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου της ζωής τους. Στην αιτία αυτήν οφείλεται το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει εύκολα κάποιος, ούτε στην αγορά, ούτε στην Εκκλησία, ποιος είναι πιστός και ποιος ο άπιστος, εκτός εάν παρευρίσκεται κανένας κατά τη στιγμή της τελέσεως των μυστηρίων και δει άλλους μεν να εξέρχονται, άλλους δε να παραμένουν εντός του ναού.
Έπρεπε βέβαια να διακρινόμαστε όχι από τον τόπο, αλλά από τον τρόπο της ζωής μας. Πραγματικά, ενώ τα αξιώματα των ευρισκομένων εκτός της πίστεώς μας διακρίνονται, όπως είναι φυσικό, από τα ανάλογα εξωτερικά γνωρίσματα, τα δικά μας πρέπει να ξεχωρίζουν από την ψυχική μας ανωτερότητα· διότι ο πιστός δεν πρέπει να ξεχωρίζει μόνο από το όνομα, αλλά και από τον νέο τρόπο ζωής. Ο πιστός πρέπει να είναι φως και αλάτι του κόσμου. Όταν όμως δεν είσαι σε θέση να φωτίζεις τον εαυτό σου και να συγκρατείς τη δική σου σήψη, από πού θα μπορέσουμε να σε γνωρίσουμε; Μήπως επειδή βαπτίστηκες; Όταν όμως δεν ζεις και ανάλογη ζωή, το βάπτισμα είναι ένα εφόδιο που σε οδηγεί στην τιμωρία. Διότι το μέγεθος της τιμής συντελεί στην αύξηση της τιμωρίας εκείνων, οι οποίοι δεν έχουν την διάθεση να ζουν αντάξια προς την τιμή που τους προσφέρθηκε. Ασφαλώς, ο πιστός δεν είναι δίκαιο να διακρίνεται μόνο από όσα του έδωσε ο Θεός, αλλά και από όσα ο ίδιος πρόσφερε. Επίσης, πρέπει να ξεχωρίζει από πάσης απόψεως, δηλαδή από τον τρόπο του βαδίσματος, από το βλέμμα του, από την ενδυμασία του και από την ομιλία του. Αυτά βέβαια δεν τα είπα για να ρυθμίσουμε τη ζωή μας αποβλέποντας στην επίδειξη, αλλά τα είπα για την ωφέλεια αυτών, οι οποίοι προσέχουν τον εαυτό τους[…].
«Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός(:Με όλο αυτό το θαύμα της υπερφυσικής συλλήψεως της Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως και επαληθεύτηκε εκείνο που είπε ο Κύριος μέσω του προφήτη Ησαΐα, ο οποίος πριν από πολλούς αιώνες είχε πει: ‘’Να, η παρθένος, που δεν γνώρισε άνδρα, θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και όσοι θα πιστεύουν σε Αυτόν, θα Τον ονομάσουν Εμμανουήλ, όνομα εβραϊκό που σημαίνει ’’ο Θεός είναι μαζί μας’’)»[Ματθ.1,22-23].
Όταν λέγει «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν» ομιλεί, όσο του είναι δυνατό, όπως αξίζει στο θαύμα. Επειδή δηλαδή είδε όλο το πλάτος και το βάθος της φιλανθρωπίας του Θεού και ότι έγινε πραγματικότητα ό,τι δεν ήταν δυνατό ούτε να φανταστούμε και ότι καταλύθηκαν οι φυσικοί νόμοι και επήλθε συμφιλίωση και κατέβηκε ο ανώτερος από όλους προς τον κατώτερο από όλους και εξαφανίστηκε το χάσμα και εξουδετερώθηκαν τα εμπόδια και συνέβησαν και άλλα πολύ περισσότερα, μας παρουσίασε με μία μικρή φράση το θαύμα. Είπε: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος(:Με όλο αυτό το θαύμα της υπερφυσικής συλλήψεως της Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως και επαληθεύτηκε εκείνο που είπε ο Κύριος μέσω του προφήτη Ησαΐα)» [Ματθ.1,22]. «Δεν πρέπει», λέγει, «να νομίσεις ότι τούτο αποφασίστηκε τώρα. Σχεδιάστηκε από πολύ παλαιά». Αυτό φρόντισε να το δείξει παντού ο Παύλος. Παραπέμπει επίσης ο άγγελος τον Ιωσήφ στον Ησαΐα, ώστε και αν δυσπιστήσει όταν σηκωθεί από τον ύπνο, προς τα λόγια του, επειδή λέχτηκαν τώρα, να θυμηθεί τα λόγια του προφήτη τα οποία άκουγε σε όλη του τη ζωή και να τα κατανοήσει. Στην Παρθένο δεν είπε τίποτε από αυτά διότι ήταν νεαρή και δεν είχε την απαιτούμενη πείρα. Απευθύνεται προς τον άνδρα με αυτόν τον τρόπο επειδή ήταν ευσεβής και μελετούσε τους προφήτες.
Προ ολίγου είπε: «Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου»[Ματθ.1,20]. Στο σημείο αυτό αφού ανέφερε τον προφήτη, του εμπιστεύεται την λέξη «παρθένος». Διότι αν δεν άκουγε πρώτα τα λόγια του Ησαΐα, δε θα παρέμενε ατάραχος στο άκουσμα της λέξεως «παρθένος». Ενώ τώρα θα άκουγε όχι κάτι το παράξενο· αλλά κάτι με το οποίο είχε εξοικειωθεί και το είχε μελετήσει προ πολλού στο βιβλίο του προφήτη. Για τούτο αναφέρει τον Ησαΐα ο άγγελος, για να γίνει ευπρόσδεκτος ο λόγος. Και δεν αρκείται σε αυτό αλλά αναφέρει ως πηγή της προφητείας τον Θεό· διότι δεν λέγει ότι τα λόγια είναι του Ησαΐα, αλλά του Θεού του παντός. Για τούτο δεν είπε για να πραγματοποιηθεί το ρηθέν από τον Ησαΐα, αλλά : «τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου» · διότι μόνο το στόμα ήταν του Ησαΐα. Πηγή της προφητείας ήταν ο ουρανός.
Λέγει ο Θεός μέσω του Ησαΐα: «Διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον(:Γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύμα μέγα και καταπληκτικό)» και έπειτα αναφέρει τη συγκεκριμένη προφητεία. Τι λέγει λοιπόν αυτή η προφητεία; «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ(:Ιδού, η παρθένος θα συλλάβει με υπερφυσικό τρόπο και θα γεννήσει υιό και το όνομα του υιού της αυτού θα είναι Εμμανουήλ, που σημαίνει ‘’ο Θεός μαζί μας’’)»[Ησ.7,14].
Τίθεται όμως το ερώτημα: Γιατί λοιπόν δεν ονομάστηκε Εμμανουήλ, αλλά Ιησούς Χριστός; Διότι δεν είπε θα ονομάσεις, αλλά θα ονομάσουν, οι απλοί άνθρωποι, δηλαδή και η απλή πραγματικότητα. Εδώ δηλαδή δίνει ως όνομα το αποτέλεσμα. Η Αγία Γραφή έχει αυτή τη συνήθεια, να δίνει ως όνομα εκείνα που θα συμβούν στην πραγματικότητα. Το «καλέσουσιν Ἐμμανουήλ» δεν σημαίνει λοιπόν τίποτε άλλο παρά ότι θα δουν τον Θεό μεταξύ των ανθρώπων. Πάντοτε βέβαια βρισκόταν μεταξύ των ανθρώπων, ουδέποτε όμως τόσο φανερά.
Αν αυθαδιάζουν οι Ιουδαίοι, θα τους ερωτήσουμε: «Πότε ονομάστηκε το παιδί ‘’Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον(:ταχέως λαφυραγώγησε, πλήρως και τελείως λεηλάτησε’’)»; [Ησ.8,3].Και ασφαλώς δεν θα μπορέσουν να δώσουν απάντηση. Αλλά τότε γιατί ο προφήτης έλεγε «κάλεσον τὸν ὄνομα αὐτοῦ ‘’Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον’’»; Διότι η γέννησή Του προκάλεσε αρπαγή και διανομή λαφύρων. Για τούτο του δίνει ως όνομα εκείνο που συνέβη στην πραγματικότητα[ο Θεός δικαιολογεί το όνομα ως εξής: «διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως Ἀσσυρίων(:διότι πριν ακόμη το παιδί μάθει να λέγει την λέξη “πατέρα” και “μητέρα”, θα κυριεύσει ενώπιον του βασιλέως των Ασσυρίων τον στρατό της Δαμασκού και θα πάρει τα λάφυρα της Σαμάρειας)»: Ησ.8,3].
«Καὶ μετὰ ταῦτα κληθήσῃ πόλις δικαιοσύνης, μητρόπολις πιστὴ Σιών(:και έτσι εσύ θα ονομαστείς πόλη δικαιοσύνης, η Σιών η πρωτεύουσα του ισραηλιτικού λαού, η πιστή στον Θεό)», λέγει ο Θεός μέσω του προφήτη Ησαΐα [Ησ.1,26]. Δεν βρίσκουμε όμως πουθενά ότι η πόλη ονομάστηκε «δικαιοσύνη», αλλά εξακολούθησε να λέγεται Ιεροσόλυμα. Αλλά επειδή ήταν αυτό το αποτέλεσμα, διότι βελτιώθηκε πράγματι ηθικώς η πόλη αυτή, για τον λόγο αυτόν είπε ότι θα της δοθεί αυτό το όνομα· διότι, όταν συμβεί πράγματι κάτι, το οποίο κάνει σαφέστερα γνωστό εκείνο που το έκανε ή που το απόλαυσε, από όσο τον κάνει το σύνηθες όνομά του, τότε λέγει ότι αυτός έχει ως όνομα εκείνο που συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Και αν μετά την αποστόμωσή τους στο ζήτημα αυτό αναζητούν άλλο, αυτό π.χ. που λέγεται περί της παρθενίας, και παρουσιάζουν προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους κάποιους άλλους ερμηνευτές, και μας λέγουν ότι αυτοί δεν ομιλούν για ‘’παρθένο’’, αλλά για ‘’νεαρή κόρη’’, θα απαντήσουμε πρώτα ότι είναι ορθό να είναι περισσότερο αξιόπιστοι από όλους τους άλλους οι Εβδομήκοντα· διότι οι δικοί τους ερμηνευτές[εκτός από την μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, που αποκαλείται μετάφραση των Εβδομήκοντα, που ολοκληρώθηκε στα μέσα περίπου του 2ου αιώνα π.Χ., έχουμε και άλλες στην ελληνική, την αραμαϊκή και τη συριακή γλώσσα, οι οποίες έγιναν κατά τον 2ο κυρίως αιώνα μ.Χ.] ερμήνευσαν μετά την ενανθρώπηση του Χριστού και επιπλέον παρέμειναν πιστοί στην ιουδαϊκή θρησκεία. Δικαίως λοιπόν πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστοι, επειδή ομίλησαν μάλλον με μίσος και επειδή παραποιούν σκόπιμα τις προφητείες. Οι Εβδομήκοντα αντιθέτως συγκεντρώθηκαν εκατό ή και περισσότερα χρόνια πριν από την γέννηση του Χριστού τόσοι πολλοί άνθρωποι, και επομένως είναι απαλλαγμένοι από κάθε υποψία και είναι δίκαιο να τους εμπιστευόμαστε περισσότερο και εξαιτίας του χρόνου της συγκεντρώσεως και εξαιτίας του πλήθους και της ομοφωνίας αυτών που είχαν συγκεντρωθεί και είχαν αναλάβει τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης.
Αλλά η νίκη είναι οπωσδήποτε δική μας, έστω και αν επιμένουν να παρουσιάζουν τη μαρτυρία των δικών τους. Διότι και η λέξη «νεάνις» χρησιμοποιείται με την έννοια της παρθένου [Σε άλλες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης αντί της φράσεως «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει», έχουμε: «ἰδοὺ ἡ νεάνις ἐν γαστρὶ ἕξει». Ο Ιερός Χρυσόστομος αποδεικνύει στη συνέχεια ότι η λέξη ‘’νεάνις’’ αντιστοιχεί προς τη λέξη ‘’παρθένος’’. Όμως δεν αρκείται βέβαια στο επιχείρημα αυτό. Παρουσιάζει, όπως θα δούμε παρακάτω, και άλλα ισχυρότατα]. Η Αγία Γραφή τη χρησιμοποιεί συχνά όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες. Λέγει π.χ. «Νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων(:Οι νέοι άνδρες και οι παρθένοι, οι γεροντότεροι μαζί με τους νεότερους)» [Ψαλμ.148,12].
Και όταν ομιλεί σε άλλο σημείο για μία κοπέλα, που ζήτησε κάποιος να τη βιάσει και λέγει: «Καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε οὐδέν· οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα θανάτου, ὅτι ὡς εἴ τις ἐπαναστῇ ἄνθρωπος ἐπὶ τὸν πλησίον καὶ φονεύσῃ αὐτοῦ ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα τοῦτο, ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ εὗρεν αὐτήν, ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ μεμνηστευμένη, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθήσων αὐτῇ. Ἐὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα τὴν παρθένον, ἥτις οὐ μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ εὑρεθῇ, δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν ἐταπείνωσεν αὐτήν· οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον(:Στην κόρη που πέφτει θύμα βιασμού δεν θα επιβάλετε καμία τιμωρία. Δεν διέπραξε αυτή αμάρτημα συνεπαγόμενο τον θάνατο· διότι το πάθημα της νεανίδας είναι, ως εάν ένας οπλισμένος άνθρωπος επιτεθεί εναντίον αόπλου και τον φονεύσει. Στον αγρό βρήκε εκείνος την μνηστευμένη κόρη. Φώναξε εκείνη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να σπεύσει σε βοήθειά της. Εάν κάποιος άντρας συναντήσει κόρη παρθένο, η οποία δεν είναι μνηστευμένη και αφού κοιμηθεί μαζί της την βιάσει, και ανακαλυφθεί αυτός που διέπραξε το αδίκημα αυτό, θα δώσει ο άνθρωπος αυτός στον πατέρα της παρθένου κόρης πενήντα δίδραχμα αργυρίου και θα λάβει αυτήν ως σύζυγό του, διότι την διέφθειρε. Και δεν θα δυνηθεί αυτός ποτέ να την διαζευχθεί)»[Δευτ.22,27]·επομένως η λέξη «νεάνις» και εκεί είναι ταυτόσημη με τη λέξη «παρθένος».
Και οι προφητείες επικυρώνουν τη λογική αυτή σκέψη. Δεν είπε δηλαδή ο προφήτης απλώς: «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει», αλλά είπε πρώτα: «Διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον(:γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύμα μέγα και καταπληκτικό)» και συμπλήρωσε κατόπιν: «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει(:Ιδού, η παρθένος θα συλλάβει με υπερφυσικό τρόπο)». Αν λοιπόν δεν ήταν παρθένος εκείνη που επρόκειτο να μείνει έγκυος, αλλά θα συνέβαινε αυτό με τη μεσολάβηση κάποιου άντρα, ποιο θα ήταν τότε το θαυματουργικό σημείο;
«Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου(:Όταν λοιπόν ο Ιωσήφ σηκώθηκε από τον ύπνο, έκανε όπως τον διέταξε ο άγγελος του Κυρίου)»[Ματθ.1,24]. Βλέπεις την υπακοή του και τον πειθαρχικό χαρακτήρα του; Βλέπεις την εκλεκτή και πάντοτε ορθώς σκεπτόμενη ψυχή του; Ούτε όταν είχε υποψίες για κάτι το δυσάρεστο και το ανήθικο δέχτηκε να κρατήσει την Παρθένο, ούτε υπέμεινε να την αποπέμψει, όταν έπαψε να τον βασανίζει η υποψία αυτή, αλλά την κράτησε και έγινε υπηρέτης του σχεδίου αυτού. «Καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ(:και παρέλαβε τη μνηστή του στο σπίτι του)». Βλέπεις ότι ο Ευαγγελιστής, επειδή δεν θέλει να αποκαλύψει ακόμη εκείνο το μυστήριο και επειδή θέλει να εξαφανίσει την καχυποψία εκείνη, χρησιμοποιεί συνεχώς αυτή τη λέξη;
«Παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον(:Παρέλαβε την μνηστή του στο σπίτι του και δεν ήρθε σε σχέση συζυγική μαζί της ποτέ, άρα και έως ότου γέννησε τον πρώτο και μονάκριβο υιό της)»[Ματθ.1,24-25].Χρησιμοποίησε εδώ ο Ευαγγελιστής τη λέξη «ἕως» όχι για να νομίσεις ότι είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της αργότερα, αλλά για να σε βεβαιώσει ότι η Παρθένος εξάπαντος δεν ήλθε σε επαφή μαζί του πριν από τη γέννηση. Τίθεται όμως το ερώτημα: «Γιατί χρησιμοποίησε τη λέξη ‘’ἕως’’»; Διότι η Αγία Γραφή την χρησιμοποιεί συχνά, χωρίς όμως να της δίνει την έννοια ορισμένου χρονικού ορίου. Για τον λόγο αυτόν λέγει και στη διήγηση περί της κιβωτού ότι ο κόρακας που έστειλε ο Νώε για να ελέγξει αν είχαν πια αποσυρθεί τα νερά από την επιφάνεια της γης μετά τον κατακλυσμό, είναι γνωστό ότι δεν επέστρεψε ούτε αργότερα: «Καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἀπέστειλε τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς (:Έπειτα από σαράντα ημέρες άνοιξε ο Νώε την θυρίδα της κιβωτού, την οποία είχε κατασκευάσει, και απέλυσε τον κόρακα, για να δει εάν έπαψε να υπάρχει νερό στην ξηρά. Ο κόρακας αφού βγήκε έξω από την κιβωτό δεν επέστρεψε πλέον, ούτε και όταν εξατμίστηκε εντελώς το νερό από την επιφάνεια της γης. Έπειτα από τον κόρακα που δεν επέστρεψε, έστειλε ο Νώε την περιστερά, για να δει εάν είχε πάψει το νερό να σκεπάζει την επιφάνεια της γης)» [Γέν.8,6-8].
Και για τον Θεό λέγει επίσης ο Ψαλμωδός: «Πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ(:Πριν γίνουν τα όρη και πριν διαμορφωθεί η γη και η οικουμένη, προ πάντων των αιώνων Εσύ υπήρχες, υπάρχεις και θα υπάρχεις)» [Ψαλμ.89,2]. Ασφαλώς δεν θέτει χρονικά όρια στο σημείο αυτό. Και όταν προφητεύει και λέγει: «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη(:Από την πνευματική αυτή γλυκεία άρδευση θα αναβλαστήσει και θα ανθίσει επί των ημερών Του δικαιοσύνη και ειρήνη πλούσια και ατελείωτη, μέχρις ότου κατά τη συντέλεια του κόσμου λάβει τέλος η σελήνη)» [Ψαλμ.71,7], δεν περιορίζει χρονικά την ύπαρξη του ωραίου τούτου ουρανίου σώματος.
Έτσι λοιπόν χρησιμοποίησε και εδώ το «ἕως», για να βεβαιώσει για το χρονικό διάστημα μέχρι της γεννήσεως, και σε άφησε να συμπεράνεις για τα κατόπιν. Ο Ευαγγελιστής είπε εκείνο το οποίο έπρεπε να μάθεις απαραιτήτως από αυτόν, ότι δηλαδή η Παρθένος δεν είχε συζυγικές σχέσεις μέχρι τον χρόνο της γεννήσεως. Άφησε κατόπιν να συμπεράνεις εσύ εκείνο που ήταν λογικό συμπέρασμα των λόγων του και απολύτως ευνόητο, ότι δηλαδή ο Ιωσήφ, που ήταν ευσεβής, δεν θα αποφάσιζε να συνάψει συζυγικές σχέσεις με τη γυναίκα που έγινε μητέρα κατά θαυμάσιο τρόπο και που κρίθηκε άξια για πρωτοφανή τοκετό και θαυμαστή εγκυμοσύνη. Εάν είχε συζυγικές σχέσεις με αυτήν και αν την θεωρούσε νόμιμη σύζυγό του, τίθεται το ερώτημα: «Πώς την παρέδωσε ο Ιησούς στον μαθητή Του σαν να στερούνταν προστάτη και να μην είχε κανένα δικό της, και πώς του έδωσε την εντολή να την πάρει στο κατάλυμά του;».
Γιατί όμως θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανένας, ονομάζονται αδελφοί Του οι περί τον Ιάκωβο;[Ο Ιάκωβος ήταν υιός του Ιωσήφ από την πρώτη του γυναίκα, η οποία είχε πεθάνει. Επίσκοπος Ιεροσολύμων έγινε το 33 μ. Χ. Λιθοβολήθηκε και πέθανε το 62 μ.Χ. Άλλοι αδελφοί του Κυρίου θεωρούνταν ο Ιωσής, ο Σίμων και ο Ιούδας: βλ. Ματθ.12,46-50]. Απαντώ: όπως ακριβώς θεωρείτο και ο Ιωσήφ σύζυγος της Μαρίας· διότι επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι, για να καλυφτεί για ορισμένο χρόνο το μυστήριο της Γεννήσεως. Για τούτο και ο Ιωάννης τούς είπε ‘’αδελφούς του Κυρίου’’ με τα εξής λόγια: «Οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν(:ακόμη και τα αδέρφια Του δεν πίστευαν σε Αυτόν ότι είναι ο Μεσσίας)» [Ιω.7,5].
Αλλά αυτοί που δεν πίστευαν προηγουμένως σε Αυτόν, έγιναν αργότερα αξιοθαύμαστοι και λαμπροί για την πίστη τους· διότι όταν πήγε στα Ιεροσόλυμα[ μετά την πρώτη αποστολική περιοδεία του ο Παύλος ήλθε στα Ιεροσόλυμα, διότι οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί απαιτούσαν να εκτελούν και οι εξ εθνικών Χριστιανοί τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Ο Παύλος, ο Πέτρος και ο Βαρνάβας τακτοποίησαν και έθεσαν τότε τέρμα στο όλο ζήτημα: βλ. Πραξ.15,1-35], ο Παύλος και η συνοδεία του για να τακτοποιήσουν ζητήματα της εκεί εκκλησίας, πήγαν αμέσως στο σπίτι του. Και ήταν τόσο εκλεκτός, ώστε πρώτος αυτός έγινε επίσκοπος εκεί. Λέγουν μάλιστα ότι ο Ιάκωβος σκληραγωγούσε τον εαυτό του τόσο πολύ, ώστε νεκρώθηκαν όλα τα μέλη του σώματός του και ότι το μέτωπό του έγινε τόσο σκληρό από τη συνεχή προσευχή και την αδιάκοπη επαφή του με το έδαφος, ώστε έγινε για αυτόν τον λόγο εξίσου σκληρό με τα γόνατα καμήλου.
Αυτός συμβούλευσε ακόμη και τον Παύλο, όταν αργότερα ήλθε για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα, και του είπε: «Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι(:Βλέπεις, αδελφέ, πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιουδαίων που έχουν πιστέψει στον Κύριο και έγιναν Χριστιανοί. Και όλοι αυτοί με ζήλο υπερασπίζονται το κύρος του νόμου)» [Πράξ.21,20]. Τόση ήταν η σύνεση και ο ζήλος του. Ή μάλλον, τόση ήταν η δύναμη του Χριστού. Απόδειξη αποτελεί και αυτό: τόσος ήταν μετά τον θάνατό του ο θαυμασμός εκείνων οι οποίοι τον κατεδίωξαν, ώστε να θυσιάσουν γι΄Αυτόν με πολλή προθυμία και τη ζωή τους ακόμη. Πράγμα που μαρτυρεί αναμφισβήτητα τη δύναμη της αναστάσεως. Για τον λόγο αυτόν διατηρήθηκαν μετά από αυτήν τα σημαντικότερα, ώστε να αποτελέσουν αναμφισβήτητη απόδειξη. Ενώ δηλαδή λησμονούμε, όταν πεθάνουν, ακόμη και εκείνους που θαυμάζαμε όταν ζούσαν, πώς στην περίπτωση αυτήν, αν ήταν κάποιος συνηθισμένος άνθρωπος ο Χριστός, θα τον θεωρούσαν μετά τον θάνατό Του ότι είναι Θεός; Πώς θα δέχονταν ακόμη και να θανατωθούν με μαρτύρια για Αυτόν, εάν δεν είχαν σαφείς αποδείξεις για την ανάστασή Του;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Mathaeum.pdf
- Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», ΕΠΕ, εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», ομιλίες Β΄(επιλεγμένα αποσπάσματα),Γ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), Δ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), Ε΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), τομ. 9, σελ. 53-69, 80-97, 101-139 και 167-177, Θεσσαλονίκη 1978
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 63, σελ. 41-96 και 112 – 118.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ [:Εβρ. 11,9-10 και 32-40]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 22-12-1991]
(Β 256, έκδοσις Β΄)
Όταν ο Θεός παρήγγειλε, σεβασμιώτατε και αγαπητοί μου αδελφοί, εις τους πρωτοπλάστους να μη δοκιμάσουν από τον καρπόν ορισμένου δένδρου, ήθελε να εισαγάγει εις την ζωήν των την πίστιν εις τον Θεόν. «Πίστις» εδώ σημαίνει εξάρτησις. Και η πίστις θα ήτο ἐν ἐλευθερίᾳ. Γιατί αλλιώτικα η εξάρτησις χωρίς ελευθερίαν, παύει να είναι ελευθερία και έτσι εισάγεται ο καταναγκασμός. Έτσι η πίστις εισάγεται από τον Θεό εις τους πρωτοπλάστους, δυστυχώς όμως ηθετήθη. Ηθετήθη γιατί ακριβώς υπήρχε η ελευθερία. Είπα όμως «δυστυχώς», διότι δεν είναι –και προσέξατέ το αυτό- η επιλογή μεταξύ καλού και κακού η ελευθερία αλλά η δυνατότητα του καλού και του κακού, μένοντας όμως εις το αγαθόν. Αυτή είναι η έννοια της ελευθερίας. Παντού. Όχι μόνο στις σχέσεις μας με τον Θεό, αλλά και στις σχέσεις μας μεταξύ μας και στους πολίτες ανάμεσα μιας πολιτείας, μεταξύ πολιτών και πολιτείας κ.ο.κ. Επειδή δε είναι ακριβώς μεταξύ επιλογής καλού ή κακού, γι΄αυτό έχομε πάσαν κακοδαιμονίαν, που απορρέει από μία κακώς νοουμένη ελευθερίαν.
Τι είναι ελευθερία; Η δυνατότητα να διαλέξεις ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η δυνατότητα. Και όχι να διαλέξεις γιατί θέλεις το κακό. Γιατί αλλιώτικα, γιατί να τιμωρείσαι; Αμέσως εδώ φαίνεται καθαρά ότι δεν είναι η επιλογή, αλλά είναι η δυνατότης. Όταν λοιπόν οι πρωτόπλαστοι ηθέτησαν τον Θεόν, πώς Τον ηθέτησαν; Ηθέτησαν την πίστιν. Δεν εδέχθησαν εκείνο το οποίο ο Θεός τους είπε, τώρα ο Θεός έρχεται πάλι, εν ευδοκία να σώσει τους ανθρώπους και επανεισάγει την πίστιν σαν μέθοδο προσεγγίσεως του Θεού. Βλέπετε, δεν παραιτείται ο Θεός από τας μεθόδους Του. Την μέθοδον την πρώτην, δηλαδή την πίστιν, αυτήν επανεισάγει πάλι, δια να σώσει τους ανθρώπους. Και η πίστις αυτή, δεν θα ήταν απλώς εις τον λόγον του Θεού, όπως τότε, αλλά θα ήτο εις το Θεανθρώπινον πρόσωπο του Χριστού. Δηλαδή κάτι βαθύτερο. Εκεί πάλι το ίδιο πρόσωπο μίλησε. Ο Θεός Λόγος. Αλλά εδώ είναι κάτι βαθύτερο. Εκεί ήταν η πίστις απλώς σε έναν λόγον. Βέβαια λόγος του Θεού. Εδώ είναι σε ένα πρόσωπον Το οποίον πρόσωπον ομιλεί και η πίστις πρέπει να αποταθεί εις αυτό το πρόσωπο και όχι απλώς σε έναν λόγο. Έτσι η πίστις γίνεται η μεγαλυτέρα αρετή και η βασικοτέρα προϋπόθεσις της σωτηρίας.
Γι΄αυτό γράφει ο Απόστολος Παύλος στη σημερινή του αποστολική περικοπή, όπως θα ακούσατε, που είναι ο ύμνος της πίστεως -είναι στην προς Εβραίους επιστολή στο 11ο κεφάλαιο- ότι «χωρὶς πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». «Χωρίς την πίστιν», λέγει, «είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς εις τον Θεόν». Προσέξτε, «εὐαρεστῆσαι». Δεν μπορείς να είσαι ευάρεστος εις τον Θεόν, εάν δεν έχεις αυτήν την πίστιν. «Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται». «Πρέπει», λέγει, «να πιστεύσει εκείνος που προσέρχεται εις τον Θεόν, ότι υπάρχει, και ακόμη, εις εκείνους οι οποίοι Τον εκζητούν, γίνεται μισθαποδότης». Έτσι βλέπομε εδώ στην προς Εβραίους στο 11ο κεφάλαιο, λέγει ο Απόστολος, ότι η πίστις έχει δύο σκέλη. Πρώτον είναι η πίστις εις την ύπαρξιν του Θεού, «ὅτι ἔστι», ότι υπάρχει, και δεύτερον είναι η αναζήτησις του Θεού -«καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν». Έχομε λοιπόν εδώ δύο σκέλη. Πράγματι δεν είναι αρκετόν να πεις «πιστεύω εις τον Θεόν», αλλά θα πρέπει και να εκζητείς τον Θεόν. Για να μπορείς να γνωρίσεις Ποιος είναι και τι θέλει από σένα. Δηλαδή να γνωρίσεις το θέλημά Του, για να σταθείς σωστά απέναντι στο θέλημά Του, εις το να ευαρεστήσεις τώρα τον Θεόν σε εκείνο το οποίο θέλει Εκείνος, όπως λέγει στην προς Ρωμαίους ο Απόστολος Παύλος.
Η διάνοια λοιπόν δεν προηγείται, αλλά η πίστις προηγείται στην γνώσιν. Πώς γνωρίζω; Οι φιλόσοφοι έλεγαν «διά τῆς διανοίας», «διά τῶν αἰσθήσεων», «διά τῆς διανοίας καί τῶν αἰσθήσεων», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης. Πώς γνωρίζω; Νέο στοιχείον: Δια της πίστεως. Η διάνοια λοιπόν δεν προηγείται. Γι’ αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους: «Πίστει νοοῦμεν(:Δια της πίστεως καταλαβαίνομε) κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι». Έτσι, με την πίστιν, καθαρά το βλέπομε, ευαρεστούμε εις τον Θεόν και με την πίστιν γνωρίζομε τον Θεόν.
Η πίστις είναι, συνεπώς, η μεγάλη δοκιμασία της προαιρέσεως. Θα το επαναλάβω. Η πίστις είναι η μεγάλη δοκιμασία της προαιρέσεως. Θέλεις ή δεν θέλεις να πιστεύσεις; Αλλά είναι ταυτόχρονα και η μεγάλη ανάπαυσις της διανοίας. Η διάνοια ξεκουράζεται. Το είπε ο Θεός· δεν έχω τίποτα να αγωνιώ τούτο, για κείνο ή το άλλο πώς είναι. Το είπε ο Θεός! Περιπέτεια λοιπόν της προαιρέσεως, ανάπαυσις της διανοίας. Ο Απόστολος Παύλος θέλει να τονίσει αυτήν τη μεγάλη αξία της πίστεως και ότι γεννά ηρωισμόν και ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση προσεγγίσεως του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού, αναφέρει ένα πλήθος περιπτώσεων, πλήθος ονομάτων που επίστευσαν και δικαιώθησαν, στη σημερινή αποστολική περικοπή. Επιτρέψατέ μου να πάρω δυο τρεις τέσσερις -ό,τι προλάβομε- περιπτώσεις.
Πρώτη περίπτωσις: Είναι πολλές, αναφέρει πάρα πολλές. Αν θέλετε, μάλιστα, ο Συναξαριστής, στο Μηναίον, της Κυριακής των Προπατόρων -αν έχετε Συναξαριστή, κοιτάξτε σπίτι σας- ο Συναξαριστής αναφέρει 95 περιπτώσεις! Λοιπόν, λέγει ο Απόστολος: «Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι᾿ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή: «Δια της πίστεως περισσότερο ο Άβελ από τον Κάιν προσέφερε πιο πολλή θυσία εις τον Θεόν, δια της οποίας θυσίας εμαρτυρήθη ότι είναι δίκαιος». «Δίκαιος» εδώ θα πει ενάρετος. Δεν είναι η δικαιοσύνη με την στενή σημασία της λέξεως. Αλλά με την ευρεία, που θα πει ενάρετος και δίκαιος, ε.., συγνώμη, άγιος.
«Μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ»· που μαρτυράει για τα δώρα του Αυτός ο Θεός. Ναι! Στην Καινή Διαθήκη δε ο Χριστός είπε: «θα ζητηθεί» λέει, «από τη γενεά αυτή κάθε ευθύνη από το αίμα του δικαίου Άβελ, έως του Ζαχαρίου» κ.τ.λ. -του δικαίου Άβελ. Το είπε και ο Χριστός. Αλλά και η Παλαιά Διαθήκη αυτό το καταμαρτυρεί. Γιατί; Επειδή επίστευσαν. Και προσέφερε και σε ποσότητα και σε ποιότητα ό,τι καλύτερο είχε εις τον Θεόν. Γιατί; Γιατί επίστευσε. Τι θα πει «επίστευσε»; Δεν πίστευε ο Κάιν; Κι εκείνος δεν προσέφερε θυσίαν; Τι θα πει «επίστευσε»; Με την προαίρεσή του και την καρδιά του ζητούσε την εξάρτησή του από τον Θεόν. Την εξάρτησή του, το υπογραμμίζω. Το αντίθετον αυτού είναι η αυτονομία. Το αμάρτημα το προπατορικόν. Θα γίνομε Θεοί χωρίς τον Θεό. Και αυτό το προπατορικόν αμάρτημα επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες από όλους τους ανθρώπους, πλην των δικαίων.
Δεύτερο σημείο: «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ». «Δια της πίστεως ο Ενώχ», λέγει, «μετετέθη». Κάπου πήγε. Κάπου τον έβαλε ο Θεός. Πού; Κάπου στον ουρανό. Όχι στη Γη. Κάπου στον ουρανό. Για να μην γνωρίσει θάνατον. Και δεν ευρίσκετο. Ψάχναν να τον βρουν και πουθενά δεν τον έβρισκαν. Διότι τον μετέθεσε ο Θεός. Το λέει η Παλαιά Διαθήκη, το επαναλαμβάνει ο Απόστολος Παύλος. Διότι προ της μεταθέσεώς του, επήρε την μαρτυρίαν ότι είχε ευαρεστήσει εις τον Θεόν. Σε τι ευηρέστησε; Δια της πίστεως. «Πίστει», που λέει εδώ στην αρχή ο Απόστολος Παύλος. Τι επίστευσε; Αληθινά στον Θεό. Κι εδώ τώρα βλέπομε, με τον Άβελ, προσέξτε αυτό το σημείο, ο Θεός δείχνει ότι αυτό που είχε πει…τι είχε πει; Ότι θα εισήγετο ο θάνατος εάν παρέβαιναν την εντολήν Του, ιδού! Είναι ο πρώτος που πεθαίνει ο Άβελ. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που πεθαίνει ο Άβελ. Με την μετάθεση του Ενώχ, που δεν πεθαίνει, θέλει να δείξει ο Θεός ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος πέραν του αισθητού. Ότι μετά της ψυχής θα συνυπάρχει και το σώμα. Και ακόμη ένα τρίτο, ότι εις τους δικαίους επιφυλάσσεται πλουσία αμοιβή. Ιδού. Ώστε λοιπόν δείχνει ότι ο Θεός είναι δυνατός να δώσει τον θάνατον, να επιτρέψει τον θάνατον, γιατί ο Θεός δεν είναι ο εισηγητής του θανάτου, αλλά ο διάβολος, να επιτρέψει τον θάνατον, είναι δυνατός να δώσει την αιώνιον ζωήν. «Γιατί», θα ’λεγε κανείς, «θα ήσαν αιώνιοι πάνω στη Γη οι πρωτόπλαστοι;». Ναι, εάν δεν παρέβαιναν την εντολή. Δεν θα υπήρχε ο θάνατος.
Ας πάμε σε ένα τρίτο σημείο. Συνεχίζει ο Απόστολος και λέγει -κατ’ επιλογήν τα παίρνω: «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον(:κατεδίκασε τον κόσμο), καὶ τῆς κατά πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος». Τι του είπε ο Θεός; Θα γίνει κατακλυσμός. Ξέρετε, να είναι χαρά Θεού, και να σου πει ο Θεός: «Θα γίνει κατακλυσμός». Σε ποιο βαθμό θα πνιγούν οι άνθρωποι; Όλοι οι άνθρωποι, μα όλοι οι άνθρωποι, εάν δεν μετανοήσουν. Κι αυτό…α, σήμερα έχομε ωραίο καιρό. Και αύριο. Και του χρόνου… Εκατόν είκοσι χρόνια! Ωραίος καιρός. Επίστευσε όμως ο Νώε. Και κατασκευάζει την κιβωτόν. Και σώζεται δια της Κιβωτού. Κι εδώ τι γίνεται; Κληρονόμος της κατά πίστιν δικαιοσύνης. Έγινε κληρονόμος της αρετής, της αγιότητος, που συνίσταται από την πίστιν.
Ένα τέταρτον σημείον. Ξέρετε σήμερα γιορτάζομε, έχομε μνήμη «τῶν εὐαρεστησάντων Θεῷ ἀπό Ἀδάμ ἕως Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος». Το ακούσατε και στην απόλυση. «Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». «Δια της πίστεως εκλήθη ο Αβραάμ να βγει από τη χώρα του, την πόλη του και τη χώρα του και ότι επρόκειτο να πάρει κληρονομίαν από τον Θεόν, μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Δεν ήξερε πού πάει». Του είπε ο Θεός: «Φύγε. Θα σου πω Εγώ πού θα πας. Φύγε. Πήγαινε». Και πήγε βορειοδυτικά. Πάνω στη Συρία. Από την Ουρ, πόλιν της Μεσοποταμίας. Μάλιστα κοντά στον Περσικό κόλπο η Ουρ κοντά. Βορειοδυτικά προς Συρίαν. Του λέει ο Θεός: «Κάθισε εδώ». Ύστερα από καιρό του λέει: «Φύγε. Θα σου δείξω πού θα πας. Προς Νότον». Και ήρθε στη γη Χαναάν.
«Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν(: Δια της πίστεως παρώκησε, κατοίκησε, εις την γην της υποσχέσεως, σαν ξένη χώρα), ἐν σκηναῖς κατοικήσας – Δεν έκτισε. Δεν έκανε οικοδομές. Αλλά σε σκηνές. Δια το πρόχειρον. Γιατί πρόχειρο; Αφού ο Θεός του είπε ότι «αυτή η γη είναι δική σου»-. Και κατοίκησε «μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» -της ιδίας επαγγελίας, υποσχέσεως, μαζί με τον γιο του και τον εγγονό του. Γιατί; Γιατί επί σκηνών;-
«Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Δεν έδωσε σημασία σε αυτή τη γη. Την είδε γρήγορα ο Αβραάμ και οι απόγονοί του, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, γρήγορα είδαν ότι είναι ένα σύμβολον. Λέει ο Απόστολος Παύλος ότι δεν πήραν ούτε ενός ποδός γη. Πόσο είναι μία πατούσα; Τριάντα εκατοστά. Ούτε 30 εκατοστά γη δεν πήραν… Θέλετε ακόμη; Και τον τάφο που χρειάστηκε να θάψει τη γυναίκα του τη Σάρρα, σε ένα σπήλαιο, το λεγόμενο «διπλοῦν σπήλαιον» κι ήταν ξένη ιδιοκτησία, των κατοίκων της γης Χαναάν, το αγόρασε το σπήλαιο. Και λέει και την τιμή. Τετρακόσια αργυρά δίδραχμα. Γιατί; Δηλαδή ούτε έναν τάφο δεν μπορούσε να έχει; Πού ήτο η επαγγελία του Θεού; Η γη της επαγγελίας πού ήτο; Το προσέξατε; «Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Την άκτιστον πατρίδα.
Ύστερα, λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι είχαν καιρό, αν ήθελαν, αν είδαν ότι εξηπατήθησαν ή ό,τι άλλο, είχαν καιρό, ακούστε: «ὅτι ἐξηπατήθησαν» από τον Θεόν, είχαν καιρό να ξαναγυρίσουν πίσω. Δεν γύρισε πίσω ο Αβραάμ. Και όχι μόνον αυτό. Όταν έστειλε τον δούλο του τον Ελεάζαρο εις την Ουρ, του είπε: «Πρόσεξε· θα μου φέρεις από εκεί γυναίκα για τον γιο μου τον Ισαάκ. Πρόσεξε. Ο Ισαάκ δεν πρέπει να επιστρέψει ποτέ εις την Ουρ». Και τον όρκισε τον Ελεάζαρο. Μπορούσε λοιπόν να γυρίσει ο Αβραάμ πίσω. Όταν έβλεπε ότι δεν είχε τίποτα. Είναι ξένοι. Ξένοι λαοί κατοικούσαν στη γη Χαναάν, οι Χαναανίται. «Λοιπόν, είχε καιρό να γυρίσει πίσω», λέει ο Απόστολος. Αλλά είχε πιστέψει· ότι αυτή η χώρα ήτο -θα το πω για δεύτερη φορά- σύμβολον. Σύμβολον μιας άλλης χώρας, μιας άλλης πατρίδος. Εκείνο που θα γράψει αργότερα ο Απόστολος Παύλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μένουσαν ἐπιζητοῦμεν». Την Βασιλεία του Θεού.
Ακόμη ένα σημείο να πάρομε. Μία πέμπτη περίπτωση: «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος(:μάλλον προτιμώντας) συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν».Ο Μωυσής τι ήτο; Θετός υιός της θυγατρός του Φαραώ. Τι θα εγίνετο; Φαραώ θα εγίνετο μίαν ημέραν. Βασιλιάς της Αιγύπτου. Φαραώ είναι γενικός τίτλος. Όπως θα λέγαμε «Καίσαρ». Θα εγίνετο βασιλιάς της Αιγύπτου. Αλλά τι; Επροτίμησε να συγκακουχείται με τον λαό του Θεού, να φύγει, παρά να έχει την απόλαυση κάποιων αγαθών. Γιατί λέει: «ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν»; Θα μου το βρείτε; Διότι θα ήτο άρνησις της πίστεως. Ενώ τώρα προτιμά να συγκακουχείται, επειδή μπαίνει η πίστις. Ποία πίστις; Ότι «ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν». Ήτο Εβραίος. Η μάνα του που τον μεγάλωσε, σαν δήθεν παραμάνα, νταντά, σαν δήθεν, του έβαλε μέσα όλο το θέμα του λαού της στον Μωυσή. Και του είπε: «Παιδί μου, ξέρεις το και το, είμεθα απόγονοι του Αβραάμ, ο οποίος δια της πίστεως κατοίκησε εις την γην Χαναάν» κ.λπ. κ.λπ. Επροτίμησε να συγκακουχείται γιατί απέβλεπε εις την μισθαποδοσίαν, δηλαδή στην πίστη και όχι τα αγαθά της Αιγύπτου, που θα ήτο σε αυτήν την περίπτωση. Διότι το να απολαμβάνεις κάποια αγαθά δεν είναι αμαρτία. Διότι θα ηρνείτο την πίστιν, προκειμένου να απολαύσει τα αγαθά της Αιγύπτου. Και δεν θα πήγαινε μαζί με τον λαό του Θεού. Και δεν θα ήτο ο αρχηγός του λαού.
Πολλά παραδείγματα υπάρχουν. Πολλά παραδείγματα που αναφέρει ο Απόστολος στην προς Εβραίους. Σας προκαλώ, πηγαίνετε σπίτι σας να διαβάσετε εις την προς Εβραίους επιστολήν κι εκεί θα τα βρείτε. Γενικώς όμως, χωρίς την πίστη, είναι αδύνατο να υπάρξει το μαρτύριο. Γι’ αυτό σημειώνει ο Απόστολος, σήμερα ειπώθηκε και ακούστηκε: «Ἓτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς». «Άλλοι», λέγει, «μαστιγώθηκαν, κοροϊδεύτηκαν, επήραν πείρα φυλακών και δεσμών». «Δεσμά» είναι και οι φυλακές, είναι και οι αλυσίδες. Είναι και τα δυο.· ἐλιθάσθησαν(:πετροβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν(:πριονίστηκαν-Πριστήριο θα πει πριονιστήριο), ἐπειράσθησαν(:Μπήκαν σε δοκιμασίες μεγάλες), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον(:πέθαναν αφού τους εσκότωσαν), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς(:έφυγαν στα βουνά και στα δάση με προβιές ζώων, γιατί δεν είχαν πώς να ντυθούν), ἐν αἰγείοις δέρμασιν(: με δέρματα αιγών), ὑστερούμενοι(:δεν είχαν να φάνε), θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν(:των οποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος(:Δεν συγκρινόταν ο κόσμος σε αξία μπροστά τους), ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι(:στις ερημιές επλανώντο) καὶ ὄρεσι(:στα βουνά) καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς(:και στα σπήλαια και στις τρύπες της γης)». Γιατί; Επειδή επίστευαν. Και ο κόσμος δεν ήθελε αυτοί να πιστεύουν. Γι΄αυτό εκυνηγήθησαν.
Αυτή η εικόνα, όπως σας τη διάβασα αυτή την περικοπή, τι σας θυμίζει; Δεν σας θυμίζει περιγραφή μελλόντων γενέσθαι; Δεν σας θυμίζει περιγραφή μελλόντων γενέσθαι; Θα επαναλάβουν την ιδίαν εικόνα οι άγιοι, δηλαδή οι πιστοί, εις τα έσχατα της Ιστορίας επί ημέρες Αντιχρίστου. Γιατί θα διωχθούν; Επειδή θα πιστεύουν. Εκεί το καταλαβαίνομε. Επειδή θα πιστεύουν. Είναι εκπληκτικόν, αγαπητοί. Το αντιλαμβανόμεθα; Ότι αυτά δεν είναι πράγματα τα οποία έγιναν και τώρα διατηρούμε μίαν ακαδημαϊκήν μνήμην. Είναι πράγματα ζωντανά και τρέχοντα και υπαρκτά και σήμερα και αύριο μέχρι πού να τελειώσει η Ιστορία, να τελειώσει αυτός ο αιώνας. Μας ενδιαφέρουν αμεσότατα. Και βλέποντες τι έγινε τότε, θα κάνομε εμείς τι πρέπει να γίνει παρακάτω. Σας είπα, μία εικόνα των εσχάτων.
Αγαπητοί μου, είμεθα προ της εορτής των Χριστουγέννων. Δηλαδή της μνήμης του Ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού. Και μας παραθέτει αυτήν την θαυμασία εικόνα, περικοπή, η Εκκλησία, από τον Απόστολο στην προς Εβραίους· που είναι αυτός ο ύμνος της πίστεως. Για να μας θυμίσει την πίστη στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η πίστις εστάθη η πρώτη εντολή. Και η πρώτη αρετή. Στους ανθρώπους, τότε, από τον αρχαίον Παράδεισον. Η πρώτη αρετή. Η πρώτη εντολή. Και η πρώτη αρετή. Γιατί ξέπεσαν οι πρωτόπλαστοι; Επειδή δεν επίστευσαν. Γιατί βγήκαν από τον Παράδεισον; Επειδή δεν επίστευσαν στον λόγο του Θεού. Ότι «θα πεθάνετε εάν δοκιμάσετε τον καρπόν». Γιατί πέθαναν; Γιατί δεν επίστευσαν. Τώρα η πίστις πάλι θα σταθεί η πρώτη εντολή και συνεπώς και η πρώτη αρετή –προσέξτε- των εσχάτων. Έχετε αντιληφθεί ότι περνούμε εσχάτους καιρούς; Φυσικά όλοι οι καιροί και κάθε χρονιά και κάθε στιγμή, μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια, λέγονται έσχατοι. Έχομε βεβαίως αυτήν την ονομασία και τον χαρακτηρισμόν. Όμως όντως έσχατη, με ιδιάζοντα χαρακτηρισμό, είναι η εποχή μας. Και γιατί πολλά σημάδια είναι εκείνα τα οποία μας δείχνουν ότι πράγματι οι καιροί είναι τελευταίοι. Εντούτοις, πάλι η πίστις θα μείνει η κεφαλαιώδης αρετή. Βέβαια προϋποθέτει την τήρηση των εντολών του Θεού.
Ρωτάει κάποιος, κάποιοι, έναν γέροντα -είναι από το Γεροντικό: «Εμείς», λέει, «κρατούμε ετούτα, εκείνα, εκείνα, εκείνα, πες μας, ύστερα από μας τι θα κάνουν;». «Το μισόν έργον». «Κι ύστερα απ’ αυτούς;»Δ-ηλαδή το μισόν έργον ως άσκηση αρετής- «Κι ύστερα απ’ αυτούς;» «Δεν θα έχουν πια έργον. Θα έχουν πίστη. Και θα είναι τόσο φοβερή η περίπτωσις να κρατάς την πίστιν τότε, ώστε εκείνοι που τότε θα κρατούν την πίστιν, θα είναι ανώτεροι από μας». Γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να κρατήσεις την πίστιν. Το βλέπομε στα παιδιά μας, στους ανθρώπους μας:. «Μη συγκοινωνείτε με τα τερτίπια του κόσμου και τις μόδες του κόσμου». «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά»… Δεν έχουν πίστιν. Η πίστις λοιπόν θα είναι και η αρετή των εσχάτων, θα είναι και η πρώτη εντολή των εσχάτων. Το είπε ο Κύριος, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, 18,8: «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;». «Όταν θα έλθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρει την πίστη επάνω στη Γη;». Να ένα ερώτημα μελαγχολικό.
Αγαπητοί μου, σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου, Καλά Χριστούγεννα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_517.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ [: Ματθ.1,21]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 22-12-1984]
(Β128) [ Έκδοσις Β΄]
Σε λίγες μέρες, αγαπητοί μου, θα γιορτάσομε το πιο μεγάλο ιστορικό γεγονός. Είναι εκείνο που στάθηκε το κέντρον της Ιστορίας. Και που μέχρι τώρα αυλακώνει την Ιστορία και επηρεάζει την Ιστορία. Είναι η είσοδος του Υιού του Θεού μέσα εις αυτήν την Ιστορίαν. Και που δεν είναι τι άλλο παρά αυτό που λέμε: η Γέννησις του Ιησού Χριστού.
Με πολλή σαφήνεια ο ευαγγελιστής Ιωάννης μάς παρουσιάζει ακριβώς αυτό το γεγονός: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». «Ο Λόγος σαρκώθηκε και ήλθε και σκηνώθηκε, σκήνωσε ανάμεσά μας». Από τότε ο Υιός του Θεού, που εμφανίζεται μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, αναταράσσει τις ανθρώπινες καρδιές και θέτει ένα βαθύ, όσο κανένα άλλο, ερώτημα, στην κάθε ψυχή της κάθε εποχής: «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;». «Οι άνθρωποι τι λένε για μένα; Ποιος είμαι;».
Πράγματι, στέκεται το πιο μυστηριώδες πρόσωπο της Ιστορίας ο Ιησούς Χριστός. Είναι τόσο μυστηριώδες το πρόσωπό Του, αλλά και τόσο μεγάλο και φοβερό, που εξαρτάται η ευτυχία ή η δυστυχία των ανθρώπων και των λαών, από την στάση που θα πάρουν απέναντί Του. Αν θα πάρω μία στάση Α ή Β απέναντι στον Πλάτωνα ή στον Αριστοτέλη, αν θα πάρω μία στάση Α ή Β απέναντι στους σύγχρονους φιλοσόφους ή κοινωνιολόγους, δεν έχει και πολλή σημασία. Μόδες είναι όλα και παρέρχονται. Αν όμως πάρω μια θετική ή αρνητική στάση απέναντι στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, έχει επιπτώσεις ή θετικές ή αρνητικές. Εδώ είναι το καταπληκτικό. Έτσι το ερώτημα του Κυρίου: «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;», στέκεται όχι επίκαιρο, αλλά τρομακτικά επίκαιρο σε κάθε στιγμή. Θα το δείτε -πολύ απλό- πώς ακριβώς οι άνθρωποι ή θα Τον αγαπούν ή θα στρέφονται εναντίον Του. Και σήμερα· και αύριο· μέχρι που να τελειώσει ο κόσμος.
Αν ο Ιησούς Χριστός δεν είναι σημαντικό, δεν είναι κεντρικόν πρόσωπον της Ιστορίας, τότε για ποιο λόγο να μιλάνε γι’ Αυτόν και να λέγουν αν είναι ή δεν είναι Θεός; Γιατί να στρέφονται εναντίον του Ιησού Χριστού, αν υποτεθεί ότι δεν είναι –επαναλαμβάνω- κεντρικόν πρόσωπον; Είναι λοιπόν κεντρικόν πρόσωπον. Σήμερα τι αντιθρησκευτικός αγών γίνεται; Αναμφισβήτητα όχι εναντίον του Βουδισμού. Ούτε εναντίον του Ισλαμισμού. Αλλά εναντίον του Χριστιανισμού. Γιατί; Γιατί άραγε; Μάλιστα, ο Ισλαμισμός; Εν ονόματί του; Ωωωω… Σωβινισμός και εθνικισμός ορθώνεται τόσο που να απειλείται η Δύσις. Αλλά, γιατί στρέφεται ο κόσμος εναντίον του Χριστού; Τι συμβαίνει; Τι είναι το πρόσωπο αυτό; Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός; Είναι εκείνο το οποίον είπε ο Απόστολος Πέτρος στο ερώτημα του Κυρίου «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;». Και εξ ονόματος των λοιπών μαθητών λέγει: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». «Συ είσαι ο Χριστός –δηλαδή ο αναμενόμενος Μεσσίας-, ο Οποίος έχεις την ανθρωπίνη διάσταση. Αλλά ταυτοχρόνως είσαι και ο Υιός του Θεού. Δηλαδή ο αιώνιος Θεός. Δηλαδή ο αληθινός Θεός, ο ζωντανός Θεός, ο πραγματικός Θεός. Ο αεί υπάρχων. Συ που πάντα υπάρχεις. Συ που είπες ‘’πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι, ἐγώ’’, όχι ‘’ήμουν’’, αλλά: ‘’εἰμί’’. Εγώ είμαι. Είμαι πάντοτε. Ο αεί υπάρχων, ο πάντοτε υπάρχων. Αυτός είσαι».
Αυτό λοιπόν αποτελεί, αγαπητοί μου, και την «λυδίαν λίθον», το κριτήριο του Χριστιανισμού. Δεν μπορείς να πεις ότι είσαι Χριστιανός, αδελφέ μου, αν δεν πιστεύεις στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Είναι τόσο θεμελιώδες. Ξαναλέγω, το πρόσωπο το Θεανθρώπινο του Χριστού είναι το κριτήριον του Χριστιανισμού και του κάθε Χριστιανού. Από εκεί ακριβώς θα φανεί τι πιστεύει.
Αλλά πλάι, θα λέγαμε, στα θαύματα του Κυρίου, την σοφή Του διδασκαλία και την αγιότητά Του, στέκεται ως πίστις αδιάσειστος, ο προφητικός λόγος, η προφητεία. Διότι πού μπορώ να ξέρω ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός; Η διδασκαλία Του; Σοφή. Τα θαύματά Του; Καταπληκτικά. Ο βίος Του; Άγιος. Ποιος έχει να επιδείξει, ό,τι επιδεικνύει ο Κύριος; Ο ίδιος είπε «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;». «Τι λέγουν οι άνθρωποι για μένα; Ποιος είμαι; Τίς ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;», λέγει ο Κύριος. «Ποιος με ελέγχει για αμαρτία; Ποιος μπορεί να βρει ένα ψεγάδι τόσο δα; Τι λέτε για μένα;».
Αγαπητοί, παρά ταύτα, ενώ όλα μαζί μπορούν να αποδείξουν το θεανθρώπινο πρόσωπό Του, όμως εκείνο που στέκεται αδιάσειστο πραγματικά, είναι, επαναλαμβάνω, ο προφητικός λόγος. Είναι η προφητεία. Δηλαδή είναι το πρόσωπο που προεφητεύθη. Ο Ιησούς Χριστός. Σημειώσατε ότι ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, είτε σαν προφητεία, με την έννοια την γνωστή, δηλαδή με την έννοια της προρρήσεως, είτε ως τυπολογία, όπως θα λέγαμε αυτός ούτος ο λαός του Ισραήλ, μέσα στα γεγονότα του τα ιστορικά, αποτελεί στους σταθμούς του τους ιστορικούς, αποτελεί τύπον του Μεσσίου, είναι ο πρωτότοκος υιός, ο οποίος έρχεται από την Αίγυπτο στη γη της Επαγγελίας. Είναι ο πρωτότοκος υιός. Είναι λοιπόν τύπος του πρωτότοκου υιού του Θεού. Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα πρόσωπο. Αν κανείς έχει λίγο γνώση της Παλαιάς Διαθήκης και έχει κάποιες προϋποθέσεις μελέτης, τότε θα αντιληφθεί πολύ καθαρά ότι όλες οι προφητείες μιλάνε για κάποιο πρόσωπο. Όλες συγκλίνουν σε κάποιο πρόσωπο, σε μία εστία. Και αυτό το πρόσωπον είναι ο Ιησούς Χριστός.
Γι’ αυτό λέγει ο Απόστολος Πέτρος: «Καὶ ἔχομεν βεβαιότερον τὸν προφητικὸν λόγον – γράφει στην επιστολή του την δευτέρα-, ᾧ(:τῷ ὁποίῳ προφητικῷ λόγῳ) καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ(:καλά κάνετε και προσέχετε. Καλά κάνετε και μελετάτε)». Διότι πραγματικά όταν άκουγαν το κήρυγμα περί του Χριστού, οι Εβραίοι κυρίως, γιατί σ’ αυτούς ανήκει ο προφητικός λόγος, άνοιγαν την Γραφή. Να δουν τι λέει η Γραφή γι’αυτό το πρόσωπο. «Καλά κάνετε», λέγει, «και προσέχετε, διότι η προφητεία μιλάει για τον Χριστόν, οι προφητείες ‘’ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν’’, έως ότου φωτιστεί η καρδιά σας και αντιληφθείτε Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός».
Ο απόστολος Παύλος στις Συναγωγές χρησιμοποιούσε τον προφητικό λόγο, για να καταδείξει Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός. Ιδίως και κυρίως, κυριότατα, θα λέγαμε, όταν φυσικά ομιλούσε σε ακροατήριο εβραϊκό, δηλαδή στις Συναγωγές, όχι στους Έλληνας, όχι δηλαδή στους εθνικούς.
Έτσι, βλέπει κανένας πραγματικά τον προφητικόν λόγον να έρχεται να δώσει την μαρτυρίαν του περί του προσώπου του Ιησού Χριστού. Μάλιστα μια μαρτυρία μέχρι λεπτομερειών καταπληκτικών. Γι’αυτό, στην αγάπη σας, για λίγα λεπτά, ας αναφερθούμε, έτσι, σε πολύ αδρές γραμμές, πώς ακριβώς οι προφήται μίλησαν για το πρόσωπον του Ιησού Χριστού.
Είναι γνωστό ότι όταν οι πρωτόπλαστοι αμάρτησαν και ο Θεός τους κρίνει και τους διώχνει απ’ τον Παράδεισον, έστησε δικαστήριο ο Θεός μέσα εις τον Παράδεισον, για να κρίνει τρεις ενόχους. Τον Αδάμ, την Εύα και τον διάβολον. Για κάποια στιγμή παραμερίζεται ο Αδάμ, ενώ είναι το κύριον πρόσωπον. Δεν είναι η Εύα το κύριον πρόσωπον. Είναι ο Αδάμ το κύριον πρόσωπον. Και στρέφεται στον διάβολο και στην Εύα και λέγει: «Ἒχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ – του όφεως· «Θα βάλω», λέγει, «έχθρα, θα στήσω έχθρα, ανάμεσα σε σένα, τον διάβολο»– καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς(:και ανάμεσα στην γυναίκα. Ανάμεσα σε σας τους δυο) καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου(: ανάμεσα στο σπέρμα σου- Και ποιο είναι το σπέρμα του διαβόλου; Οι κακοί άνθρωποι. Σπέρμα του διαβόλου. Ο διάβολος δεν έχει σώμα. Το σπέρμα λοιπόν του διαβόλου είναι νοητόν, είναι ἐν ἐννοίᾳ πνευματικῇ, ἐν ἐννοίᾳ ἠθικῇ. Είναι οι κακοί άνθρωποι-) καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς». Αλλά η γυναίκα είναι άνθρωπος. Είναι άνθρωπος και συνεπώς έχει απογόνους. Απογόνους σωματικούς, οντολογικούς απογόνους. Όχι ηθικούς, όχι πνευματικούς απογόνους. Αλλά η γυναίκα δεν έχει σπέρμα, ο άνδρας έχει σπέρμα. Γιατί λοιπόν βλέπομε να ομιλεί έτσι; Ακούσατε προηγουμένως στην ευαγγελική περικοπή: «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ» κ.ο.κ. Ώστε ο Αβραάμ γεννά. Δεν γεννά η Σάρα. Πώς λοιπόν εδώ λέγει «ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς» και δεν λέγει «ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτοῦ»; Δηλαδή του Αδάμ. Τον Αδάμ τον παραμερίζει, το ξαναλέγω αυτό. Για να καταδείξει, αλλά σε υπαινιγμό σαφέστατο, ότι θα γεννηθεί κάποιος άνευ σπέρματος ανδρός. Και Αυτός που θα γεννηθεί, θα είναι εκ παρθένου. Γιατί την στιγμή που μιλάει για την Εύα, η Εύα εκείνη την ώρα είναι παρθένος η Εύα. Γάμος ακόμη δεν έχει επιτελεστεί μέσα εις τον Παράδεισον. Ο γάμος θα επιτελεστεί μετά ταύτα, έξω από τον Παράδεισον.
Και ποια αυτή, θα λέγαμε, η συνάφεια, ανάμεσα στους απογόνους σου τους πνευματικούς, διάβολε, και εις Αυτόν τον κάποιον που θα γεννηθεί από αυτήν την γυναίκα, την Εύα; Να ποια θα είναι η σχέσις: «Αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». «Αυτός θα σου συντρίψει το κεφάλι, συ, δε, θα του δαγκώσεις την φτέρνα». Η φτέρνα δε μια ακρούλα του σώματος· που σημαίνει ότι η ζημιά δεν είναι πολλή. «Θα τον ανεβάσεις στον Σταυρό, αλλά Εκείνος θα αναστηθεί. Αλλά με τον Σταυρό Του και την Ανάστασή Του, θα συντρίψει το δικό σου το κεφάλι». «Πρωτευαγγέλιον» ονομάστηκε. Μέσα σε εκείνο το ζοφερό δειλινό, έρχεται μία ακτίνα ελπίδος: Θα ‘ρθει Εκείνος που θα σώσει τον Αδάμ και την Εύα και τους απογόνους του. Είναι καταπληκτικό… Είναι η πρώτη προφητεία, αγαπητοί μου, μέσα στην Αγία Γραφή. Αλλά έκτοτε, αυτή η προφητεία θα μείνει σαν πόθος, σαν προσδοκία στους λαούς. Και όλοι οι λαοί θα τον αναμένουν. Γιατί όλοι καταγόμεθα από τον Αδάμ και την Εύα. Και αυτό το Πρωτευαγγέλιον πέρασε μέσα στους λαούς, έστω κι αν περιεβλήθη με πολλά περιβλήματα μύθου. Ο πυρήνας όμως είναι αληθινός: «Περιμένομε κάποιον». Και όπως θα πει ο Ιακώβ αργότερα ευλογώντας το παιδί του τον Ιούδα: « Και Αυτός που θα ΄ρθει, από σένα, Ιούδα, απόγονος σου, προσδοκία ἐθνῶν». Αυτός είναι η προσδοκία των Εθνών. Να μια δεύτερη προφητεία. Γένεση 49,10.
Αλλά προφητεύεται, αγαπητοί μου, ακόμη και ο τόπος που θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Λέγει ο Μιχαίας και επαναλαμβάνει ο Ματθαίος: «Καί σύ, Βηθλεέμ – στρέφεται προς την Βηθλεέμ. Ω, προς την Βηθλεέμ! Εκεί που γεννήθηκε ο Δαβίδ, που είναι η περιοχή του Ιούδα και που ο Ιησούς Χριστός, ο Μεσσίας, θα κατάγεται από τον Δαβίδ. Αγαπητοί μου, γι’αυτό ακούστηκε αυτό το γενεαλογικό δένδρο σήμερα στην ευαγγελική περικοπή. Για να καταδειχθεί ποια είναι η καταγωγή Του κατ΄άνθρωπον, του Ιησού Χριστού. Δηλαδή βασιλική καταγωγή. Ότι κατάγεται από τον Δαβίδ. Αλλ΄ ο Δαβίδ είναι απόγονος του Αβραάμ. Καλύτερα, είναι απόγονος του Ιούδα, ο οποίος είναι απόγονος του Αβραάμ. Είναι καταπληκτικό, καταπληκτικό! «Καί σύ, Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα (: Και συ, Βηθλεέμ, που είσαι από την περιοχή του κλήρου του Ιούδα, της επαρχίας του Ιούδα) οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα(: καθόλου δεν είσαι μικρή ανάμεσα στις πόλεις και πρωτεύουσες της επαρχίας του Ιούδα)· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ(:γιατί από σένα θα βγει αρχηγός που θα ποιμάνει τον λαόν μου τον Ισραήλ)». Και αυτά προφητεύει ο Μιχαίας. Αλλά ο Μιχαίας είναι μετά τον Δαβίδ, τον μεγάλο βασιλέα, που εποίμανε τον λαόν. Τον εποίμανε όμως ως βασιλιάς. Δεν τον εποίμανε ως μέγας αρχιερεύς και βασιλιάς. Και Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο αιώνιος βασιλεύς.
Αλλά και ο τρόπος, αγαπητοί μου, προφητεύεται. Λέγει ο προφήτης Ησαΐας εκείνο το καταπληκτικό, στο 7ο κεφάλαιο, στίχος 14: «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει(: Ιδού. –Αυτό το ἰδού που δείχνει ότι προκαλεί την προσοχήν του αναγνώστου- Να. Να η παρθένος –πρόκλησις– Να, η παρθένος θα εγκυμονήσει) ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν». «Και θα γεννήσει υιόν». Και το όνομά του; Εμμανουήλ. Δηλαδή, «μαζί μας ο Θεός». Το Εμμανουήλ είναι περιφραστικόν όνομα· που δείχνει ιδιότητα· που δείχνει Ποιο θα είναι το πρόσωπο αυτό, τι θα κάνει το πρόσωπον αυτό. Και το όνομά Του; Δηλαδή του Ποιος θα είναι; Γιατί έτσι συνήθιζαν στους Εβραίους, το όνομα να εκφράζει το πρόσωπο. Και το όνομά Του; «Μαζί μας ο Θεός». Δηλαδή θα είναι ο Θεός. Αλλά ο Θεός δεν είναι μαζί μας; Γιατί τονίζει ότι ο Θεός θα είναι μαζί μας; Πάντα ο Θεός δεν ήταν μαζί με τον Ισραήλ; Ναι, αλλά ήταν όμως και ταυτόχρονα μακριά. Είναι ο κοντινός και ταυτόχρονα ο απρόσιτος Θεός. Τώρα όμως γιατί Εμμανουήλ; Γιατί ‘’μαζί μας ο Θεός’’; Που δείχνει ότι θα είναι πολύ κοντά μας, πάρα πολύ κοντά μας. Πόσο κοντά μας; Όσο μπορεί να είναι δύο άνθρωποι μεταξύ τους. Δηλαδή θα γίνει άνθρωπος.
Αλλά ακόμη και ο χρόνος που προφητεύεται, αγαπητοί μου· που είναι οι περίφημες εβδομήκοντα εβδομάδες του Δανιήλ. Αν διαβάσετε τον προφήτη Δανιήλ, θα ιδείτε ότι αναφέρεται από κάποιο ιστορικό σημείο που θα συνέβαινε μελλοντικά, δηλαδή από το διάταγμα του Πέρσου βασιλέως δια την ανοικοδόμηση του ναού, από εκεί μετράται ο χρόνος, έως τον χρόνον της Σταυρώσεως. Και μάλιστα η τελευταία εβδομάς χωρίζεται στην μέση -που είναι η εβδομάς επτά χρόνια- χωρίζεται στη μέση,3 ½ χρόνια, ακριβώς δημιουργεί μία δαιδαλότητα στην προφητεία του, για να βγάλει κάθε υποψία ότι μπορούσε ποτέ ανθρώπινη πρόβλεψη να μιλήσει.
Αλλά και τα πάθη Του ακόμη προφητεύονται. Λέγει ο Ησαΐας στο 53ο κεφάλαιο, ολόκληρο το κεφάλαιο: «Καὶ εἴδομεν αὐτόν(: Τον είδαμε. -Τον βλέπει στον Σταυρό ο Ησαΐας, 800 χρόνια προ Χριστού…), καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος(:Δεν είχε ομορφιά. Το ανθρώπινο είδος Του έφυγε· δηλαδή κακοποιήθηκε)· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον(: αλλά η μορφή Του, το εἶδος Του, ήταν χωρίς τιμή· είχε εξαφανιστεί. – Όπως ένας άνθρωπος που κακοποιείται και φονεύεται, χάνει το πρόσωπό του τρόπον τινά, όχι μόνον την ομορφιά του. Εννοείται το ανθρώπινο, το εξωτερικό πρόσωπον). Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει –Ποιος είναι όμως αυτός που είναι «τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον;»: Αυτός είναι Εκείνος που φέρει τις αμαρτίες μας) καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται(:και για μας πονά) · ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ(:Σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή. Και όπως ακριβώς το αρνί μπροστά σε εκείνον που το κουρεύει, τον ποιμένα, έτσι και Εκείνος ο αμνός, το στόμα του δεν το ανοίγει να διαμαρτυρηθεί και να φωνάξει εναντίον εκείνων που Τον κακοποιούν)».
Αλλά, μεγαλειώδης, αγαπητοί μου, είναι και η προφητεία εκείνη του Δανιήλ, ή καλύτερα του Ναβουχοδονόσορος το όραμα, το οποίον ερμηνεύει ο Δανιήλ. Και είναι περίεργο πώς ο Θεός τα οικονομεί. Το όραμα, το όνειρο εκείνο, το βάζει στον Ναβουχοδονόσορα ο Θεός. Δηλαδή σε έναν άνθρωπο… θέλετε; Είναι εκείνος ο οποίος κατέστρεψε, κατακατέστρεψε, θα λέγαμε, τους Εβραίους. Ο Ναβουχοδονόσορ. Άρπαξε τα σκεύη του ναού, ήταν ο βέβηλος για τον ναό. Και του βάζει ο Θεός, αγαπητοί μου, όνειρο, που το προφητεύει ο Δανιήλ και είναι καταπληκτικό. Γιατί άραγε έβαλε σε έναν εχθρό του λαού του Θεού, ένα τέτοιο όνειρο; Για να δημιουργήσει το ανύποπτον της προφητείας. Το ανύποπτον! Να μην πει κανείς ότι… να, ότι τα πράγματα παρασκευάστηκαν. Αλλά, το σπουδαιότερον· ότι τις προφητείες, μέχρι σήμερα κατέχουν και κρατούν οι άπιστοι Εβραίοι. Αυτοί είναι οι θεματοφύλακες της γνησιότητος των προφητειών. Οι άπιστοι Εβραίοι. Όπως ακριβώς άπιστος άνθρωπος ο Ναβουχοδονόσορ, ομιλεί γι’αυτό.
Τι λέγει; «Είδα», λέγει, «ένα βουνό αλατόμητον -Δεν είχε γίνει λατομείο, δεν υπήρχε κάτι που να είναι σκαμμένο· αλατόμητον -. «Και από εκεί φεύγει», λέγει, «μία πέτρα, αποσπάται, άνευ χειρός ανθρώπου και πηγαίνει και πέφτει επάνω σε ένα άγαλμα, που είναι τετραμερές στη σύνθεση της ύλης του και το λιάνισε». Είναι οι τέσσερις μεγάλες δυναστείες: η Βαβυλωνιακή, η Περσική, η Ελληνική ή Μακεδονική, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η Ρωμαϊκή. «Και στον τόπο», λέει, «εκείνον, εκείνη η πέτρα η αποσπαθείσα από το αλατόμητον όρος, έγινε μέγα όρος και κάλυψε την γην». Και λέγει ο Δανιήλ: «Βασιλιά μου, Αυτός είναι ο Μεσσίας. Αυτός είναι Εκείνος που θα ‘ρθει από Παρθένον». «Ἀλατόμητον ὄρος». Γι΄αυτό και η Θεοτόκος λέγεται «ἀλατόμητον ὄρος». Επειδή είναι Παρθένος. Από εκείνην απεσπάσθη άνευ χειρός ανδρός, δηλαδή χωρίς την επέμβασιν ανδρός. «Καί ἡ βασιλεία Αὐτοῦ», λέγει, ο Δανιήλ, «οὐκ ἒσται τέλος». «Δεν έχει τέλος η βασιλεία Του, που θα εγκαθιδρυθεί πάνω στα ερείπια των ανθρωπίνων βασιλειών και δυναστειών». Είναι καταπληκτικό. Αγαπητοί, είναι καταπληκτικό. Είναι στο 2ο κεφάλαιο, αν έχετε Παλαιά Διαθήκη –πρέπει να έχετε- διαβάσατέ το στο σπίτι σας).
Αγαπητοί μου, θα έλεγα ακόμα, ότι ο Κύριός μας δεν είναι απλώς ένας μεγάλος αναμορφωτής ή ένας αρχηγός ή φιλόσοφος. Είναι Αυτός ο Υιός του Θεού. Είναι Αυτός ο Ενανθρωπήσας Υιός. Είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Όλα μαρτυρούν γι’ Αυτόν. Προπαντός όμως η προφητική απόδειξις. Προπαντός δηλαδή η προφητεία. Γι’αυτό ας μελετάμε την Αγία Γραφή, όπως μας συνιστά και ο Απόστολος Πέτρος. Εκεί θα δούμε τον Χριστό. Την Γραφή μελετούσαν κι εκείνοι οι δύο οι μαθηταί Του -όλοι οι μαθηταί Του, αλλά τουλάχιστον κατεγράφη αυτό- ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ. Και όταν ο Φίλιππος βρήκε τον Χριστόν… δυνάμει τίνων χαρακτηριστικών; Δυνάμει των χαρακτηριστικών της μελέτης που έκανε στην Αγία Γραφή. Δυνάμει των χαρακτηριστικών των προφητών για το πρόσωπο του Μεσσίου. Βρίσκει τον Ναθαναήλ και του λέγει: «Ευρήκαμε τον Μεσσία». «Τον Μεσσία;». «Τον από Ναζαρέτ», λέγει. «Από Ναζαρέτ; Όχι», του λέγει. «Εμείς διαβάσαμε ότι δεν κατάγεται από την Ναζαρέτ ο Μεσσίας». Εμείς διαβάσαμε. Εμείς ξέρομε.
Πράγματι ο Ιησούς δεν κατήγετο από την Ναζαρέτ. Κατήγετο από την Βηθλεέμ. Γνωρίζετε το περιστατικό, το γιατί έφυγε ο Ιωσήφ από την Βηθλεέμ. Επήγε στην Αίγυπτο. Όταν δε επέστρεψε, και αντί του Ηρώδου, εβασίλευε ο Αρχέλαος, φοβηθείς δε, γιατί κι αυτός ήταν ωμός άνθρωπος, μήπως είχε καμία περιπέτεια, κατέφυγε εις το Βόρειον Βασίλειον, στην Ναζαρέτ και επειδή εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Κύριος και τα μετέπειτα χρόνια Του, ονομάστηκε Ναζωραίος· ενώ δεν ήτο Ναζωραίος. Δηλαδή δεν είναι Ναζαρηνός ο Μεσσίας. Και του λέγει ο Φίλιππος: «Ἔρχου καί ἴδε». Βέβαια τα πράγματα μπερδεύτηκαν εκεί. Πού μπερδεύτηκαν; Όχι στην Γραφή, αλλά στον Ναθαναήλ. «Έλα και θα δεις».
Και πράγματι, αγαπητοί μου, θα μπορούσαμε κι εμείς, αν ψάχναμε την Αγία Γραφή, αυτό το ζωντανό βιβλίο του Θεού, τότε εκεί, αν διαθέτομε και μία ευσεβή ψυχή, μια καθαρή ψυχή, και χωρίς προκατάληψη μελετούμε τον λόγο του Θεού, εκεί θα βρούμε τον Μεσσίαν. Οπωσδήποτε θα βρούμε τον Μεσσίαν. Εκεί οπωσδήποτε θα αναγνωρίσουμε Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτός που γεννήθηκε ταπεινά και απλά σε ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Και τότε θα αναφωνήσομε μαζί με τον Απόστολο Πέτρο: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_260.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ[: Ματθ.1,21]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΩΤΗΡ;»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 20-12-1987]
(Β187)
Το μήνυμα, αγαπητοί μου, του αρχαγγέλου Γαβριήλ προς τον απορούντα Ιωσήφ περί της Μαρίας της μνηστής του ήτο: «Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου. Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν».
Το μήνυμα αυτό, αγαπητοί μου, του αρχαγγέλου Γαβριήλ προς τον Ιωσήφ ήταν θεμελιακό. «Αὐτὸς», λέγει, «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». «Σώσει». Θα είναι Σωτήρας. «Σώσει». Ή, όπως ακριβώς ο άγγελος είπε στους ποιμένας, όπως μας περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ότι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». Σωτήρ! Και ετέχθη αυτός ο Σωτήρ σήμερον.
Βέβαια, το θέμα του σωτήρος δεν ήταν άγνωστο εις τον κόσμο τον αρχαίον. Αυτός ούτος ο αυτοκράτωρ ελέγετο «σωτήρ». Αλλά κατά πόσο βεβαίως ο αυτοκράτωρ ήταν σωτήρας, μόλις και ανάγκη να το πούμε· εφόσον γνωρίζομε από την Ιστορία ότι βασικά άνθρωποι δεν μπορούν να σταθούν σωτήρες, πολύ δε παραπάνω αυτοκράτορες και δη Ρωμαίοι αυτοκράτορες, οι οποίοι ήσαν οι εξουσιασταί των ζωών των υπηκόων των. Τι είδους λοιπόν σωτήρες μπορούσαν να υπάρχουν; Εντούτοις, κάποιοι από αυτούς έπαιρναν και την προσωνυμία πλάι στο όνομά τους, και την προσωνυμία «σωτήρ». Όπως και οι βασιλείς της Αιγύπτου, οι Πτολεμαίοι· έπαιρναν πλάι τους και την προσωνυμία «σωτήρ».
Όμως, όταν ο άγγελος είπε γι’ Αυτόν τον Σωτήρα που θα ‘ρθει στον κόσμον, αυτός ο Σωτήρ ήταν μοναδικός. Ήταν ιδιάζων Σωτήρ. Όχι όπως ακριβώς θα πίστευαν ή θα ενόμιζαν οι άνθρωποι. Ή ακόμη, άνθρωποι που θα απαιτούσαν από τους άλλους να τους προσφωνούν ως σωτήρες.
Αλλά όταν λέμε ότι ο Χριστός είναι Σωτήρας, τι σημαίνει σωτήρας; Σημαίνει ότι είναι κομιστής μιας σωτηρίας. Αλλά τι σημαίνει αυτή η σωτηρία; Σήμερα για τους πάρα πολλούς Χριστιανούς μας κατά δυστυχίαν, σωτηρία σημαίνει κάλυψις υλικών αναγκών. Όπως και υπάρχει η κοινοτάτη έκφρασις, όταν λέμε ότι «πήρα μεγάλο μισθό και σώθηκα». Ή «μπήκα σε μία θέση και πληρώνομαι και σώθηκα». Ή ακόμα ότι «ο τάδε γιατρός ή η επιστήμη με έσωσε». Ή ό,τι άλλες τέτοιες εκφράσεις γύρω από τις ανάγκες τις βιολογικές μας, τις υλικές μας ανάγκες, μπορούμε να λέμε με κάποια ευκολία ότι «έχομε σωθεί». Ή ακόμη προς πρόσωπα, να τα λέμε ότι είναι οι σωτήρες μας. Ότι «αυτός είναι ο σωτήρας μου».
Βέβαια, αν θα έπρεπε να πούμε ότι ο όρος είναι καταχρηστικός, ότι καταχρηστικά μπορούμε να λέμε ότι όλοι αυτοί είναι σωτήρες μας και όλα αυτά τα άλλα πράγματα είναι η σωτηρία μας, ε, δεν θα είχε και πάρα πολλή σημασία. Εάν όμως ξεχωρίζαμε την πραγματική σωτηρία, αλλά όμως, αλλά όμως δεν ξεχωρίζουμε, και το δυστύχημα είναι ότι τον Χριστόν κάποτε τον βάζομε πιο κάτω από αυτούς τους σωτήρες μας. Διότι αν πούμε ότι «ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του σώματός σου», «καί αὐτός ἐστίν», λέει ο Απόστολος Παύλος, «ὁ σωτήρ τοῦ σώματος», «και αυτός είναι», λέγει, «ο σωτήρ του σώματος» , ο Χριστός, αλλά εγώ ποτέ δεν θα θεωρούσα μέσα μου ότι μπορεί να είναι σωτήρας μου ο Χριστός, όσο ο γιατρός, άρα τότε δεν είναι μία απλή καταχρηστική έκφρασις· είναι μία πεποίθησις. Γι΄αυτό τον λόγο θα πρέπει να βγούμε από αυτήν την αντίληψιν.
Γιορτάζομε σε λίγες μέρες το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, ως τι; Ως Σωτήρος. Διότι όπως σας είπα, αυτό ανηγγέλθη από τον ουρανόν, ότι είναι Σωτήρ. Αν θέλετε ακόμη και το όνομα «Ιησούς» το οποίον προκαθορίστηκε, ο άγγελος είπε στον Ιωσήφ: «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Το όνομα Ιησούς μεταφράζεται «Σωτήρ» ελληνικά. Ό,τι θα λέγαμε σήμερα «ο Σωτήρης», να το πω στην απλοελληνική. Ο Σωτήριος, ο Σωτήρης. Αυτό θα πει Ιησούς. Αυτός ο Οποίος σώζει. Συνεπώς θα πρέπει να δούμε πια στο πρόσωπο του Χριστού τον αληθινό Σωτήρα.
Αλλά πώς θα Τον δούμε; Πώς θα μπορούμε να διακρίνουμε ότι πράγματι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας; Καταρχάς, ο Χριστός δίδει απάντηση σε όλα τα μεταφυσικά προβλήματα. Όχι «δίδει απάντηση»· είναι η απάντησις. Είναι και τα δυο. Διότι ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει ποιο είναι το νόημα της υπάρξεως του ανθρώπου, ή, αν θέλετε, αυτός ούτος ο άνθρωπος; Ξέρετε ότι έξω από τον Θεό, έξω από τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού, δεν γνωρίζομε τι είναι ο άνθρωπος. Είναι εκείνο που παλεύει η φιλοσοφία και η Επιστήμη εν τινι μέτρω, να ανακαλύψουν και να βρουν τι είναι ο άνθρωπος. Έχομε εκφράσεις, φιλότιμες ίσως, της σοφίας, όπως και από την αρχαιότητα, «να, ο άνθρωπος». Κάποτε, λέγεται για τον Αριστοτέλη, που πήρε έναν μαδημένο κόκορα και είπε: «Να, ο άνθρωπος!». Δηλαδή; Δηλαδή ότι είναι μια ύπαρξις που έχει δύο ποδάρια και δύο χέρια. Ωραία απάντησις, θα μου πείτε, ε; Ωραία απάντησις… Πάντως είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του. Ποτέ δεν θα μπορούσε να γνωρίσει ο άνθρωπος ποιος είναι ο εαυτός του, εάν δεν του απεκαλύπτετο εν Χριστώ Ιησού. Και, αποκαλυπτομένης της αληθείας περί του ανθρώπου, ο άνθρωπος αναφέρεται πλέον, ανάγεται εις αυτόν τον ουρανόν. Γίνεται παιδί του Θεού κατά χάριν. Μπαίνει μέσα στη θεία δόξα.
Ερωτώ, σας παρακαλώ: Ποιος θα μου το πει αυτό; Υπάρχει…,τι υπάρχει μετά θάνατον; Γιατί να υπάρχει κάτι μετά θάνατον, κι αυτό που υπάρχει, τι είναι; Η ψυχή; Υπάρχει ψυχή; Έχομε φθάσει στο σημείο, από τον περασμένο ήδη αιώνα, που ξεκίνησε η επιστήμη της Ψυχολογίας, να μιλάμε για ψυχολογία χωρίς ψυχή. Δεν δεχόμεθα πνευματική ψυχή. Εννοείται, οι γιατροί εκείνοι, οι Ψυχολόγοι, οι οποίοι έχονται υλιστικών αντιλήψεων. Δεν γνωρίζομε… έχει ο άνθρωπος ψυχή, δεν έχει; Μην το πάρετε ότι είναι αυτονόητο. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Ο Κύριος θα μας απαντήσει σε αυτό. «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;»· κ.ο.κ. Και του λέγει του ληστού: «Σε βεβαιώνω, σήμερα θα είσαι μαζί μου…». Πού; Ένας που πεθαίνει, εκεί τελειώνει; Πού; Θα είσαι μαζί μου; Στον τάφον;
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, αγαπητοί μου, ότι ο Χριστός δίδει την απάντηση σε όλα αυτά τα μεγάλα αγωνιώδη μεταφυσικά προβλήματα. Όχι «δίδει την απάντηση». Είναι η απάντησις. Διότι αν ο Χριστός δεν σημείωνε τον μεγάλον σταθμόν της Ενανθρωπήσεώς Του και τους επιμέρους σταθμούς της επιγείου ζωής Του, όπως είναι η Σταύρωσις, η Ανάστασις και η Ανάληψις, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να βαδίσομε τον δρόμον αυτού του μεγάλου προορισμού μας που είναι ο ουρανός. Έτσι ο Χριστός έρχεται να απαντήσει σε όλα αυτά. Μάλιστα ο Ίδιος είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ Ζωή». Είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ Ἀνάστασις». Είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια». Είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάπαυσις». Όταν είπε: «Δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Πώς «ἐγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς»; Γιατί Εγώ είμαι η ανάπαυσις. Προηγουμένως που κάναμε το μνημόσυνον, που λέγει εκεί: «Συ είσαι η ανάπαυσις και η ζωή και η ανάστασις». Ναι! Προσέξτε. Δεν ήρθε να πει: «Ήρθα να σας πω την αλήθεια, ήρθα να σας πω να κατακτήσετε τη ζωή σας, ήρθα να σας πω να βρείτε τον τρόπο με τον οποίον θα αναπαυθείτε». Όχι. «Εγώ είμαι η Ζωή, Εγώ είμαι η Αλήθεια, Εγώ είμαι η Ανάστασις». Θυμηθείτε τι είπε στις αδελφές του Λαζάρου ο Κύριος. «Δεν πιστεύεις ότι ο αδελφός σου θα αναστηθεί;». «Ξέρω», λέει, «Κύριε, ότι κάποτε, στο τέλος της Ιστορίας, θα γίνει η ανάστασις των νεκρών». «Εγώ είμαι η Ανάστασις», λέει ο Κύριος. «Κι αφού εγώ είμαι η Ανάστασις, όποιος ενσωματούται σε μένα, θα αναστηθεί εις ζωήν αιώνιον».
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, αγαπητοί μου, Ποιο είναι το πρόσωπον του Ιησού Χριστού; Μπορεί να συγκριθεί με τους σωτήρες αυτοκράτορες της Ρώμης ή τους όποιους άλλους της Ιστορίας σωτήρες, που υπόσχονται την σωτηρία και επαγγέλλονται την σωτηρίαν εις τους ανθρώπους; Φτώχεια, αλήθεια, φτώχεια που υπάρχει, όταν στον άνθρωπο αποδίδεται ένας τέτοιος τίτλος, που ανήκει μόνον εις τον Χριστόν.
Αλλά ακόμη ο Χριστός είναι Σωτήρ γιατί διαλύει την ενοχήν. Είδατε τι είπει ο άγγελος εις τον Ιωσήφ; «Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». «Αυτός θα σώσει τον λαό Του, από τις αμαρτίες του». Δηλαδή; Είναι εκείνο που είπε αργότερα ο Κύριος: «Εάν δεν πιστεύσετε ότι Εγώ είμαι…-Τι;- θα πεθάνετε στις αμαρτίες σας». «Εγώ είμαι». Τι; «Ο Κύριος. Εκείνος που συγχωρεί τις αμαρτίες». Συνεπώς είναι Εκείνος που πραγματικά συγχωρεί τις αμαρτίες. Όταν λέμε «συγχωρεί» σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια για τον Θεό όρασις αμαρτιών. «Μακάριοι», λέει, «ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καί ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι». «Ἐπικαλύπτω»: σκεπάζω. Αν βάλω σε μία πληγή έναν επίδεσμο, η πληγή δεν φαίνεται. Αλλά για τον Θεό, κάθε κτίσις είναι γυμνή και τετραχηλισμένη. Πώς λοιπόν ο Θεός δεν θα έβλεπε τι υπάρχει κάτω από τον επίδεσμον; Όταν, λοιπόν, λέγει ότι στα μάτια του Θεού είναι σκεπασμένες οι αμαρτίες, σημαίνει ότι δεν τις βλέπει. Αλλά…δεν τις βλέπει, σημαίνει δεν υπάρχουν πια. Αφού ο Θεός όλα τα βλέπει. Δεν υπάρχουν διαχωριστικά σώματα που να κρύπτουν ένα αντικείμενο από τα μάτια, την όραση του Θεού. Άρα δεν υπάρχει ενοχή. Το συλλάβατε αυτό; Γνωρίζετε παρακαλώ ότι ο πυρήν όλων των ψυχολογικών προβλημάτων είναι η ενοχή; Το γνωρίζετε αυτό; Εκείνα από όλα που πάσχει ο άνθρωπος και δεν λέω μόνο τις ποικίλες αρρώστιες αλλά λέγω τις ψυχολογικές, τις ψυχικές αρρώστιες, και εντοπίζω το θέμα, είναι για όλα αλλά μένω σ’ αυτό ιδιαίτερα, ξέρετε ότι ο πυρήνας όλων αυτών των ασθενειών των ψυχικών, είναι η ενοχή; Δεν το λέγω εγώ. Το λέγει η Ψυχολογία. Αν λοιπόν την ενοχή, με κάποιο τρόπο την εξαλείψουμε, δεν θα έχομε προβλήματα ψυχολογικά. Ή αρρώστιες ψυχικές.
Πώς όμως θα εξαλειφθεί η ενοχή, αφού η ενοχή, είτε το θέλομε είτε δεν το θέλομε, έχει μίαν μεταφυσικήν διάστασιν; Δεν είναι δυνατόν λοιπόν ποτέ να μπορέσομε να την εξαλείψουμε παρά μόνον εάν την εξαλείψει ο Θεός. Και ο Θεός έρχεται δι΄εκείνου του φιλανθρωποτάτου μυστηρίου της Εξομολογήσεως. Για να δώσει άφεση αμαρτιών. Με τόσο εύκολο τρόπο. Αρκεί να υπάρξει από την πλευρά του ανθρώπου ένα «μετανοώ», ένα εκ καρδίας «μετανοώ». Και «μετανοώ» θα πει αλλάζω νοοτροπία. Μετά-νοῶ. Αλλάζω τρόπον σκέψεως. Αλλάζω τρόπον ζωής. Πλέον δεν ξαναγυρίζω σε ό,τι παλιό. Να γιατί λοιπόν είναι τόσο φιλάνθρωπον μυστήριον το μυστήριον της Εξομολογήσεως. Διότι δημιουργεί την εξάλειψιν των αμαρτιών, το σβήσιμο των αμαρτιών. Αυτό κάνει τον Χριστόν, Σωτήρα. Ήρθε προχθές κάποιος νεαρός, ο οποίος άρχισε να χάνει την πίστη του στο Θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού. Του λέγω: «Αχ, καημένο παιδί, μου έδεσες τα χέρια· διότι μόνο αν πιστεύεις ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός που ενηνθρώπησε, θα μπορεί να ενεργήσει το μυστήριον της αφέσεως των αμαρτιών σου. Τώρα λες και επιμένεις και μάλιστα, εντόνως επιμένεις ότι δεν πιστεύεις ότι ο Χριστός είναι ο Ενανθρωπήσας Θεός. Λυπούμαι. Δεν είναι δυνατόν να σου δοθεί άφεσις αμαρτιών». Απήλθε… Αυτό είναι… Έφυγε. Έτσι, όπως ήρθε, έφυγε… Δεν υπάρχει άφεσις αμαρτιών αν δεν πιστέψεις. Έτσι, αγαπητοί μου, έρχεται ο Χριστός και διαλύει την ενοχήν, την πηγή και το κέντρον και την αφετηρία όλων των ψυχολογικών, σας είπα, προβλημάτων και ψυχικών ασθενειών.
Ακόμη ο Χριστός είναι Σωτήρ του σώματος κατά οντολογικόν τρόπον. Το σκεφθήκατε αυτό; Όπως λέει, σας είπα προηγουμένως, ο Απόστολος Παύλος: «Καί Αὐτός ἐστίν σωτήρ τοῦ σώματος». Πώς είναι σωτήρ του σώματος; Σημαίνει αυτό το ταλαίπωρο σώμα, που είναι εικόνα του Ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού, είναι εικόνα του Ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού, διότι δεν πήρε ο Χριστός την εικόνα μας, αλλά πήραμε εμείς την δική Του εικόνα, δεν έγινε άνθρωπος κατά την εικόνα του Αδάμ, αλλά ο Αδάμ έγινε κατά την εικόνα του Χριστού, έστω κι αν ο Αδάμ ο παλιός ιστορικά προηγείται. Έστω και αν έχομε αυτό το μεθύστερον σχήμα. Όμως προηγείται ο Χριστός, ως μοντέλο. Αυτό το σχήμα που λέγεται «άνθρωπος», αυτό το σχήμα ήταν ενόψει να γίνει ο Υιός του Θεού. Και κάνει, κατά την εικόνα Του και κατά την ιδέα Του, τον Αδάμ. Και όταν θα γεννηθεί το πρώτο παιδί του Αδάμ, θα είναι κατά την εικόνα και κατά την ιδέα του πατέρα του, του Αδάμ. Ώστε λοιπόν το ανθρώπινο σώμα είναι κατά την εικόνα του Χριστού. Αυτό το σώμα η αμαρτία το κατήντησε εις τον θάνατον, εις τον τάφον. Και γίνεται εξ ων συντίθεται. Δηλαδή χώμα. Διαλύεται. Συνεπώς αυτό το σώμα δεν δύναται να μείνει ανορθωμένο και συντεθειμένον. Αλλά μία των ημερών θα γίνει διάλυσις από εκείνα που συνετέθη. Ποιος θα επανοικοδομήσει αυτό το σώμα; Όχι με την έννοια ότι έρχεται η καινούρια γενεά και επανοικοδομείται το ανθρώπινον γένος. Εγώ, επί παραδείγματι, δίνω την ύπαρξή μου, δίνω την ουσία μου να γίνει ένα καινούριο παιδί, ένας καινούριος άνθρωπος. Αυτός είναι εγώ; Αυτός δεν είμαι εγώ. Αλλά αυτός είναι μία καινούρια ύπαρξις. Έδωσα τα υλικά εκείνα που χρειάζεται για να δομηθεί αυτός ο άνθρωπος. Εγώ όμως, πηγαίνω εις την φθοράν.
Για μένα η σωτηρία πώς νοείται; Όχι ότι αναστήνομαι εγώ εν τω προσώπω του παιδιού μου. Κι εκείνο το… βέβαια συναισθηματικό είναι, δεν βαριέστε, άντε, ας το πάρομε κι έτσι, αλλά ανόητο, αν φθάνομε να μαλώνομε, να δώσω το όνομά μου στο εγγόνι μου για να… μείνω. Πού να μείνεις, φτωχέ άνθρωπε! Θα ονομάσεις τον εγγονό σου Αθανάσιον; Ε, πόσοι άλλοι Αθανάσιοι υπάρχουν και τι βγήκε απ’ αυτό; Ύστερα, δεν είσαι εσύ ο εγγονός σου. Εσύ είσαι ανεπανάληπτος ύπαρξις, ανεπανάληπτος προσωπικότης. Για σένα ο Χριστός πώς μπορεί να είναι Σωτήρας; Με το να σου αναστήσει αυτό το σώμα το δικό σου. Γι΄αυτό ο Χριστός είναι Σωτήρ, οντολογικά Σωτήρ. Έρχεται να αναστήσει αυτή την ίδια την ύπαρξή μου. Εγώ είμαι άλλος, το παιδί μου είναι άλλο και ο εγγονός μου είναι άλλο. Είμεθα τρία πρόσωπα. Τέσσερα, εκατό, ένα εκατομμύριο. Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει έχομε την ατομικήν, την προσωπικήν σωτηρία και όχι την γενικήν, την ονομαστικήν, θα λέγαμε, σωτηρίαν. Όχι. Ο κάθε άνθρωπος έχει τον προσωπικό του σωτήρα,τον Ιησούν Χριστόν. Όλοι εν Χριστώ Ιησού, ευσεβείς και ασεβείς, θα αναστηθούμε.
Ώστε, λοιπόν, αγαπητοί μου, ο Χριστός είναι ο οντολογικός Σωτήρ. Δυνάμει τίνος; Δυνάμει της Αναστάσεώς Του. Δεν είναι λόγια. Είναι πραγματικότητα. Όπως ο Χριστός έγινε άνθρωπος και ανεστήθη, αφού απέθανε, παίρνοντας τη δική μου φύσιν την θνητήν, και τώρα της δίδει ζωήν, δυνάμει αυτού του γεγονότος, εγώ θα αναστηθώ.
Εάν λοιπόν, αγαπητοί μου, η ανθρωπότητα δεχθεί έτσι τον Χριστόν, τότε και όλα τα άλλα αγαθά, στα οποία δίνομε διαστάσεις σωτηρίας, μπορούμε να τα έχομε. Λέμε «το ψωμί μου, σωτηρία, το επάγγελμά μου, σωτηρία…». Όλα αυτά τα αγαθά, τα δίδει ο Θεός, εφόσον όμως έχομε τοποθετηθεί σωστά, το τι είναι σωτηρία. Αυτές τις μέρες θα γιορτάσομε τον Ιησούν Χριστόν, Σωτήρα του κόσμου. Πώς θα γιορταστεί; Με ένα χριστουγεννιάτικο δένδρον; Με ένα πλούσιο τραπέζι; Με διακοπές; Με χρήματα; Με διασκεδάσεις; Με χορούς; Αν θέλετε ακόμη, και με πορνείες και αμαρτίες ποικίλες; Θα πάει να βρει ο άλλος τη φιλενάδα του να κάνει Χριστούγεννα. Τι οξύμωρα πράγματα! Τι αντιφατικά πράγματα! Θα πάει να βρει τη φιλενάδα του, για να κάνει Χριστούγεννα… Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, αγαπητοί μου, πώς ο κόσμος γιορτάζει; Απλώς παίρνει την αφορμή μιας διακοπής, τίποτε άλλο. Κατά τα άλλα; Δεν έχει ουδεμίαν γνώσιν περί της εορτής των Χριστουγέννων. Δηλαδή περί του γεγονότος της Ενανθρωπήσεως του Σωτήρος Χριστού. Ας αφήσομε λοιπόν αυτές τις αντιλήψεις. Όσο για τα νόμιμα εκείνα, «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον» που λέμε εις την Κυριακήν προσευχήν, αυτά θα μας δοθούν. Αρκεί να βάλομε κορυφαίο γεγονός τον Σωτήρα Χριστόν. Λέγει ο ίδιος ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη: «Εάν με ακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης». Θα το μετατρέπαμε λιγάκι και θα λέγαμε: «Εάν κατά κάποιον τρόπον, εννοήσετε το νόημα των γεγονότων, των εορτών που είναι πίσω από αυτές κάποια γεγονότα, τότε τα αγαθά της γης θα φάτε». Αλλά εάν εννοήσετε. Μη λοιπόν ειδωλολοποιούμε τα πράγματα του κόσμου τούτου. Μη ειδωλοποιούμε το σώμα μας, την υγεία μας, τα αγαθά μας και να νομίζομε ότι αυτά είναι οι σωτήρες μας. Σωτήρας μας είναι μόνος ο Χριστός και μόνος Αυτός.
Λέει ένα τροπάριο των ημερών: «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Είναι τόσο χαριτωμένο! Μάλιστα όλη η υμνολογία των ημερών, όπως και όλου του έτους η υμνολογία, είναι χαριτωμένη. Είναι τόσο χαριτωμένη! Είναι τόσο ανθρώπινη! Είναι τόσο συναισθηματική! Είναι τόσο ποιητική! Που, αν κανείς ξαναγυρίσει και γίνει ένα παιδί στην καρδιά, αλλά με σώας τας φρένας και πλήρεις, δηλαδή με σοφό μυαλό, τότε χαίρεται αυτές τις εκφράσεις. «Δεῦτε ἴδωμεν,πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». «Ελάτε, πιστοί, να δούμε πού εγεννήθη ο Χριστός». Σκεφτείτε μία ομάδα μικρών παιδιών, που λέει το ένα στο άλλο: «Ελάτε, παιδιά, να δούμε πού είναι ο κρυμμένος θησαυρός». Με εκείνο το γνωστό παιχνίδι. «Ελάτε παιδιά…». Μόνο άμα είναι κανείς παιδί μπορεί να νιώσει αυτή τη φράση: «Ελάτε παιδιά». Και με όλη εκείνη την ευχαρίστηση που νιώθει το κάθε παιδί, άμα του πει το άλλο: «Πάμε να δούμε…». Τι να δούμε; Έτσι, γι΄αυτό σας είπα, έχει τόσο αίσθημα η υμνολογία μας. Ε, «δεῦτε», λοιπόν, «ἴδωμεν,πιστοί», ελάτε πιστοί να δούμε, πού εγεννήθη ο Χριστός».
Αλήθεια,να μάθομε δηλαδή με άλλα λόγια, ποιο είναι το νόημα της Ενανθρωπήσεως. Πού εγεννήθη ο Χριστός; Στην Βηθλεέμ; Αυτό έγινε εφάπαξ. Αν πάω στη Βηθλεέμ και προσκυνήσω τούτες τις μέρες, θα εκπληρώσω αυτό το «Δεῦτε ἴδωμεν,πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός»; Κι εκείνοι οι οποίοι δεν θα πάνε, θα λέγαμε, στον τόπον εκείνον, δεν θα το μάθουν αυτό; Δεν θα γνωρίσουν ποτέ τίποτε; Όχι, αγαπητοί. Πολλοί είναι εκείνοι οι προσκυνηταί, χωρίς βέβαια να προσβάλω την έννοια της προσκυνήσεως, οι οποίοι πηγαίνουν, αλλά μένουν πάντως ανύποπτοι, στο πού γεννήθηκε ο Χριστός. Έτσι, είτε πάω είτε δεν πάω, το θέμα είναι…πρέπει να μάθω πού εγεννήθη ο Χριστός.
Και ο Χριστός εγεννήθη, αγαπητοί μου…, πού εγεννήθη; Εφάπαξ στη Βηθλεέμ. Αλλά πάντοτε μέσα στην κάθε ανθρώπινη καρδιά. Δεν είναι σχήμα λόγου. Δεν είναι ποιητικό σχήμα, να πούμε ότι γεννιέται ο Χριστός μέσα στην καρδιά. Είναι μία πραγματικότητα. Όταν λέμε ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε μία φάτνη, σε ένα παχνί, δηλαδή ζώων, και ότι η καρδιά γίνεται ένα παχνί, δεν είναι ένα σχήμα λόγου. Είναι μία μεταφορά. Αν το θέλετε, το πρώτο, δεν έχει και πολλή αξία και σημασία, το ότι εγεννήθη σε ένα παχνί. Εδώ έχει σημασία. Αν ο Χριστός γεννηθεί μέσα στη δική μου την καρδιά. Και την κάνει παχνί Του. Με άλλα λόγια, πραγματικά να γεννηθεί ο Χριστός μέσα στην καρδιά μου. Και γεννιέται με τη γνώση, με την κατανόηση τη θεολογική. Γεννιέται ακόμη με το να έρθει να μείνει μέσα μου με την Ενανθρώπησή Του την πλήρη· το σώμα Του και το αίμα Του. Γιατί, τι σημαίνει ότι ανεκλήθη σε μία φάτνη; Σημαίνει ότι εκεί τοποθετήθηκε. Όταν λοιπόν κοινωνώ, τι σημαίνει; Σημαίνει ότι τοποθετώ τον Σωτήρα μου Χριστό μέσα μου. Για να με κάνει αιώνιον, να με κάνει αθάνατον, να μου διαλύσει την ενοχή. Να μου απαντήσει σε όλα τα αγωνιώδη προβλήματα της υπάρξεως και του προορισμού μου.
Αυτός είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτού την Γέννησιν, την Ενανθρώπηση γιορτάζομε, αγαπητοί μου, τούτες τις μέρες. Γι΄αυτό ας συλλάβομε το νόημα του μεγάλου αυτού γεγονότος. Και συλλαμβάνοντες το νόημα αυτό, τότε μπορούμε να γιορτάζομε το γεγονός σαν το πιο μεγάλο και κεντρικότερο της Ιστορίας.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_379.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.