ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (5/2/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Προς Τιμόθεον Β΄, κεφάλαιο Γ΄, εδάφια 10-15
10 Σύ δέ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, 11 τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾽Αντιοχείᾳ, ἐν ᾽Ικονίῳ, ἐν Λύστροις· οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. 12 Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται· 13 πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. 14 Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, 15 καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. 16 πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, 17 ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
10 Εσύ όμως έχεις παρακολουθήσει την διδασκαλία μου, την γενικότερη συμπεριφορά μου, την πρόθεση και τα ελατήριά μου, την φωτισμένη πίστη μου, την μακροθυμία μου, την αγάπη μου, την υπομονή μου, 11 τους διωγμούς μου, τα παθήματά μου, σαν αυτά που υπέμεινα στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα. Τι φοβερούς διωγμούς υπέφερα! Και από όλους με γλύτωσε ο Κύριος. 12 Και όχι μόνο εγώ έπαθα και πάσχω αυτά, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να ζουν με ευσέβεια, όπως αρμόζει στους πιστούς που είναι ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, θα καταδιωχθούν. 13 Αντιθέτως, άνθρωποι κακοί, που καταδιώκουν και βασανίζουν τους ευσεβείς, αλλά και απατεώνες, θα προχωρούν από το κακό στο χειρότερο· θα πλανούν και θα εξαπατούν τους άλλους, αλλά και αυτοί οι ίδιοι θα πλανώνται και θα εξαπατώνται.
14 Εσύ όμως Τιμόθεε, μένε ακλόνητος σε εκείνα που έμαθες και βεβαιώθηκες για την αλήθειά τους, από την προσωπική σου πείρα, διότι ξέρεις καλά από ποιον διδάσκαλο τα έμαθες. 15 Αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, αλλά να το διατηρείς ζωντανά στη μνήμη σου. Και ότι ακόμη από μικρό παιδί γνωρίζεις τις Άγιες Γραφές, οι οποίες μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία με την πίστη στον Ιησού Χριστό. 16 Όλη η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη και έχει συγγραφεί με τον άμεσο φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν είναι ωφέλιμη για να διδάσκει την αλήθεια, για να ελέγχει τις πλάνες και τις παρεκτροπές, για να διορθώνει αυτούς που αμαρτάνουν, για να διαπαιδαγωγεί σε όλες τις αρετές, 17 και έτσι ο άνθρωπος του Θεού να είναι τέλειος, καταρτισμένος σε κάθε καλό έργο.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Κατά Λουκάν, κεφ. ΙΗ΄, εδάφια 10-14
10 Ἂνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 11 Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· 12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 13 Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 14 Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
10 Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν˙ ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. 11 Ο Φαρισαίος στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, και προσευχόταν προς τον εαυτό του και για τον εαυτό του με τα εξής λόγια: “Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη. Ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι. 12 Έχω όμως και αρετές: Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Δίνω το ένα δέκατο από όλα εκείνα που αποκτώ, ακόμη και από τα πιο μικρά και τιποτένια, για τα οποία δεν επιβάλλει ο νόμος τη «δεκάτη»”. 13 Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό. Αλλά χτυπούσε συνεχώς το στήθος του, που περιέκλεινε την αμαρτωλή και ακάθαρτη καρδιά του, και έλεγε: “Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό”.
14 Σας βεβαιώνω ότι αυτός ο περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε από το ιερό και πήγε στο σπίτι του αθωωμένος και δικαιωμένος από τον Θεό και όχι ο Φαρισαίος εκείνος. Δικαιώθηκε λοιπόν ο τελώνης και κατακρίθηκε ο Φαρισαίος, διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα κατακριθεί. Αντίθετα όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί και θα τιμηθεί από τον Θεό.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ [:Τιμ.Β΄3,10-15]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Σύ δέ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ(:Εσύ όμως έχεις παρακολουθήσει τη διδασκαλία μου)»[Β΄Τιμ.3,10]. «Ο στόχος σου ήταν να είσαι ισχυρός· δεν ήρθες απλώς, αλλά ‘’έχεις παρακολουθήσει’’». Εδώ δηλώνει ότι ο χρόνος ήταν πολύς, με το να πει «έχεις παρακολουθήσει τη διδασκαλία μου»: αυτό λέγεται για τον λόγο, την προφορική διδασκαλία του Παύλου· «τῇ ἀγωγῇ(:τη γενικότερη συμπεριφορά μου)»: αυτό λέγεται για τον βίο του· «τῇ προθέσει (:την πρόθεση και τα ελατήριά μου)»: αυτό λέγεται για την προθυμία και την καρτερικότητα της ψυχής του. «Αυτά», λέγει, «δεν τα έλεγα χωρίς να τα εφαρμόζω και ούτε φιλοσοφούσα μόνο με λόγια».
«Έχεις παρακολουθήσει επίσης, Τιμόθεε», του λέγει, «τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ (:τη φωτισμένη πίστη μου, τη μακροθυμία μου)»· «ότι τίποτε από αυτά», λέγει, «δεν μου προκαλούσε ταραχή»· «τῇ ἀγάπῃ (:την αγάπη μου)», πράγμα που δεν το είχαν αυτοί· «τῇ ὑπομονῇ (:την υπομονή μου)», όπως ακριβώς ούτε και αυτό. «Με τη μακροθυμία μου», λέγει· προς τους αιρετικούς έδειχνα πολλή μακροθυμία. «Με την υπομονή μου» προς τους διωγμούς: «τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν (:στους διωγμούς μου, στα παθήματά μου)». Γιατί δύο είναι αυτά που ταράσσουν τον δάσκαλο, το να υπάρχουν γύρω πολλοί αιρετικοί, και το να μη δείχνει υπομονή στα παθήματα. Αλλά όμως γι΄αυτούς πολλά είπε ο Παύλος, ότι και παλιά υπήρχαν και θα υπάρξουν, και κανένας χρόνος δεν είναι καθαρός απ’ αυτούς, και ότι δεν θα μπορέσουν να μας βλάψουν σε τίποτε, και ότι στον κόσμο υπάρχουν σκεύη χρυσά και αργυρά.
Βλέπεις λοιπόν αυτόν που ομιλεί για τις θλίψεις; «οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾽Αντιοχείᾳ, ἐν ᾽Ικονίῳ, ἐν Λύστροις(:σαν αυτά που υπέμεινα στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα )». Γιατί άραγε αυτά μόνο είπε από τα πολλά παθήματα; Επειδή τα υπόλοιπα ήταν γνωστά στον Τιμόθεο· και ίσως αυτά τα πράγματα τα θυμάται σαν πρόσφατα, όχι τα παλιά· και δεν τα απαριθμεί κατά είδος· γιατί δεν είναι κενόδοξος ούτε φιλόδοξος, αφού το λέγει για παρηγοριά του μαθητή, όχι για επίδειξη. «Αντιόχεια» εδώ εννοεί την Αντιόχεια της Πισιδίας, και τα Λύστρα, από όπου καταγόταν ο Τιμόθεος. «οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα (:ποιους φοβερούς διωγμούς υπέμεινα)». Και τα δύο είναι παρηγορητικά· ότι δηλαδή και εγώ έδειχνα γενναία προθυμία, και δεν εγκαταλείφτηκα, και δεν είναι δυνατό να πω ότι ο Θεός με πρόδωσε, αλλά κατέστησε λαμπρότερο το στεφάνι μου. «οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα (:ποιους φοβερούς διωγμούς υπέμεινα)», λέγει, «καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος (:και από όλα με γλύτωσε ο Κύριος)».
«Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται (:και όχι μόνο εγώ έπαθα και πάσχω αυτά, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να ζουν με ευσέβεια, όπως αρμόζει στους πιστούς που είναι ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, θα καταδιωχθούν)»[Β΄Τιμ.3,12]. «Γιατί όμως», λέγει, «ομιλώ απλώς για τον εαυτό μου; Καθένας από αυτούς που θέλει να ζει με ευσέβεια, θα διωχθεί». «Διωγμούς» εδώ εννοεί τις θλίψεις, τις οδύνες. Γιατί δεν υπάρχει άνδρας που να βαδίζει την οδό της αρετής χωρίς θλίψη, οδύνη και πειρασμούς· γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς γι΄αυτόν που βαδίζει τη στενή και θλιμμένη οδό; Γι΄αυτόν που άκουσε ότι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε(:εφόσον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχετε θλίψη)»;[Ιω. 16,33]. Αν εκείνο τον χρόνο έλεγε ο Ιώβ, «πειρατήριόν ἐστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς(:γεμάτη δοκιμασίες και πειρασμούς είναι η ζωή του ανθρώπου εδώ στη γη)»[Ιώβ, 7,1], πόσο μάλλον τότε;
«Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι(:αντιθέτως, άνθρωποι κακοί, που καταδιώκουν και βασανίζουν τους ευσεβείς)», λέγει, «καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι(:αλλά και απατεώνες, θα προχωρούν από το κακό στο χειρότερο· θα πλανούν και θα εξαπατούν τους άλλους, αλλά και αυτοί οι ίδιοι θα πλανώνται και θα εξαπατώνται)»[Β΄Τιμ. 3,13]. «Τίποτε από αυτά ας μη σε θορυβεί», λέγει, «αν εκείνοι ζουν με άνεση, ενώ εσύ με πειρασμούς· τέτοια είναι η φύση του πράγματος. Από τα δικά μου μπορείς να μάθεις ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να πολεμά με τους πονηρούς και να μην είναι σε θλίψη. Δεν είναι δυνατόν αυτός που πυγμαχεί να ζει σε τρυφή, δεν είναι δυνατόν αυτός που παλεύει να ευωχεί. Κανένας λοιπόν από τους αθλητές ας μη ζητάει άνεση, κανένας ας μη βρίσκεται σε ευθυμία. Πάλι τα παρόντα είναι αγώνας, πόλεμος, θλίψη, στενοχώρια, δοκιμασία, το στάδιο των αγώνων. Άλλοι είναι οι καιροί της ανέσεως· αυτός ο καιρός είναι των ιδρώτων, αυτός είναι των πόνων. Κανένας που αποδύθηκε και αλείφτηκε δεν επιζητεί άνεση. Αν λοιπόν επιζητείς άνεση, γιατί αποδύθηκες τον αγώνα; Γιατί σήκωσες τα χέρια;». «Και πώς», λέγει, «να μην τα σηκώσω τώρα;» Όταν δεν συγκρατείς τις επιθυμίες, όταν δεν μάχεσαι ενάντια προς την ορμή της φύσεως.
«Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (:εσύ όμως Τιμόθεε, μένε ακλόνητος σε εκείνα που έμαθες και βεβαιώθηκες για την αλήθειά τους, από την προσωπική σου πείρα, διότι ξέρεις καλά από ποιον διδάσκαλο τα έμαθες. Αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, αλλά να το διατηρείς ζωντανά στη μνήμη σου. Και ότι ακόμη από μικρό παιδί γνωρίζεις τις Άγιες Γραφές οι οποίες μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία με την πίστη στον Ιησού Χριστό)»[Β΄Τιμ.3,14-15].
Τι σημαίνει αυτό; Όπως ακριβώς ο προφήτης Δαβίδ προέτρεψε και είπε «Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις(:μη ζηλεύεις τη φαινομενική ευτυχία των πονηρών)»[Ψαλμ.36,1], αυτό προτρέπει και αυτός λέγοντας: «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης(:εσύ όμως Τιμόθεε, μένε ακλόνητος σε εκείνα που έμαθες και βεβαιώθηκες για την αλήθειά τους)». Όχι απλώς «ἔμαθες», αλλά «καὶ ἐπιστώθης», δηλαδή πίστεψες. «Ποιο λοιπόν είναι αυτό που πίστεψα;». Ότι αυτή είναι η ζωή. Και αν λοιπόν βλέπεις εδώ αντίθετα από αυτά που πίστεψες, μην ανησυχείς, γιατί και ο Αβραάμ έβλεπε αντίθετα, αλλά τίποτε δεν έπαθε· άκουσε υπόσχεση από τον Θεό: « ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα (:με τον Ισαάκ θα αποκτήσεις απογόνους)»[Γέν.21,12], και έπαιρνε εντολή να σφάξει τον Ισαάκ, και δεν ανησυχούσε, ούτε ταρασσόταν.
Κανένας να μη σκανδαλίζεται για τους πονηρούς· αυτό η Γραφή το είπε από παλιά. Τι λοιπόν όταν και οι αγαθοί ευφραίνονται και οι πονηροί τιμωρούνται; Το δεύτερο από αυτά είναι φυσικό να γίνεται, το άλλο όμως δεν είναι· γιατί το να τιμωρούνται οι πονηροί είναι δυνατό, το να ευφραίνονται όμως οι αγαθοί πάντοτε δεν είναι δυνατό. Κανένας δεν ήταν ίσος με τον Παύλο, αλλά όμως όλο τον χρόνο τον περνούσε με θλίψη, με δάκρυα, με στεναγμούς νύχτα και μέρα. Γιατί λέγει: «Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον(:γι’ αυτό να προσέχετε και να είστε άγρυπνοι, έχοντας ως παράδειγμα εμένα˙ και να θυμάστε ότι για μια τριετία συνεχώς νύχτα και μέρα δεν σταμάτησα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας ξεχωριστά)»[Πράξ. 20,31]· και πάλι· «χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν(: και για να μην αναφέρω τόσα και τόσα άλλα, με ταλαιπωρούσε και με έριχνε σε στενοχώρια η καθημερινή πίεση και ενόχληση από εχθρούς και φίλους, όπως επίσης και η αγωνιώδης φροντίδα για τις Εκκλησίες)»[Β΄Κορ.11,28], λέγει. Δεν χαιρόταν δηλαδή σήμερα και αύριο πονούσε, αλλά καθημερινά δεν σταματούσε να πονάει.
«Πώς λοιπόν», θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος, «πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον(:αντιθέτως, άνθρωποι κακοί, που καταδιώκουν και βασανίζουν τους ευσεβείς, αλλά και απατεώνες, θα προχωρούν από το κακό στο χειρότερο)»; Δεν είπε «θα τύχουν άνεσης», αλλά «θα προχωρούν από το κακό στο χειρότερο»· η προκοπή τους αυτή θα είναι προς το χειρότερο. Δεν είπε «θα βρίσκονται σε ευπορία». Και αν πάλι τιμωρούνται, γι’ αυτό τιμωρούνται, για να μη νομίσεις ότι τα αμαρτήματα είναι ατιμώρητα. Επειδή δηλαδή η γέεννα δεν μπορεί να μας εμποδίσει από την κακία, δείχνοντας την ευσπλαχνία Του για μας, μάς αφυπνίζει και μας ανορθώνει. Αν δεν τιμωρούνταν κανένας πονηρός, κανένας δεν θα πίστευε ότι ο Θεός φροντίζει τα ανθρώπινα πράγματα· αν όλοι τιμωρούνταν, κανένας δεν θα περίμενε να γίνει ανάσταση, γιατί όλοι εδώ θα απολάμβαναν την τιμωρία.
Γι’ αυτό και τιμωρεί και δεν τιμωρεί· γι’ αυτό εδώ οι δίκαιοι θλίβονται, γιατί είναι πάροικοι, γιατί είναι ξένοι, γιατί βρίσκονται σε ξένη γη. Οι δίκαιοι λοιπόν υπομένουν αυτά για να δοκιμασθούν· γιατί άκουσε τον Θεό που λέγει στον Ιώβ: «Οἴει δέ με ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος;(:νομίζεις ότι για κάποιον άλλο λόγο ενήργησα εγώ για εσένα, παρά για να αναδειχθείς δίκαιος)»;[Ιώβ 40,8].Οι αμαρτωλοί όμως αν κάποτε υποστούν κάτι τέτοιο, πληρώνουν για τις αμαρτίες τους. Για το καθετί λοιπόν ας ευχαριστούμε τον Θεό, είτε έτσι είτε αλλιώς· γιατί και τα δύο είναι χρήσιμα. Τίποτε δεν κάνει από μίσος ούτε αποστρεφόμενος εμάς, αλλά και τα δύο τα κάνει από φροντίδα και ενδιαφέρον για μας.
«Εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας (:διότι ξέρεις καλά από ποιον διδάσκαλο τα έμαθες· αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, αλλά να το διατηρείς ζωντανά στη μνήμη σου. Και ότι ακόμη από μικρό παιδί γνωρίζεις τις Άγιες Γραφές)», λέγει[Β΄Τιμ.3,14]. «Ἱερά γράμματα» ονομάζει τις θείες Γραφές. «Με αυτές ανατράφηκες, ώστε και με αυτές πρέπει η πίστη σου να είναι στερεά και καθόλου να μη βλάπτεσαι». Γιατί η ρίζα είναι βαθιά, χωρίς να τράφηκε επί πολύ χρόνο· τίποτε δεν μπορεί να την ξεριζώσει.
Αφού είπε «τὰ ἱερὰ γράμματα», πρόσθεσε: «τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (:οι οποίες θείες Γραφές μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, που οδηγεί στη σωτηρία με την πίστη στον Ιησού Χριστό)»· δηλαδή δεν σε αφήνουν να πάθεις κάτι ανόητο, πράγμα που παθαίνουν οι πολλοί. Αυτός λοιπόν που γνωρίζει τις Γραφές, όπως πρέπει να τις γνωρίζει, για κανένα από όσα συμβαίνουν δεν σκανδαλίζεται· όλα τα υπομένει γενναία· άλλα απ΄αυτά τα εμπιστεύεται στην πίστη και στο ακατάληπτο της οικονομίας του Θεού, άλλων πάλι γνωρίζει και τις αιτίες, βρίσκοντας παραδείγματα στις Γραφές. Καθόσον το να μην περιεργάζεται τα πάντα και να μη θέλει να γνωρίζει τα πάντα, είναι μεγάλη απόδειξη γνώσεως.
Και αν θέλετε θα σας το αποδείξω με παράδειγμα· ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας ποταμός, ή καλύτερα ότι υπάρχουν ποταμοί (δεν το λέγω κατά παραχώρηση, αλλά λέγω αυτό που είναι οι ποταμοί)· δεν έχουν όλοι το ίδιο βάθος, αλλά άλλοι έχουν ρηχό βάθος και άλλοι βαθύ και ικανό να πνίξει τον ανίδεο, και στην περίπτωση αυτή προξενούνται ίλιγγοι, ενώ στην άλλη όχι. Το να μη θέλει λοιπόν κάποιος όλα να τα επιχειρεί όμοια είναι καλό, και το να μη θέλει να γνωρίζει όλα τα βάθη, δεν είναι μικρή απόδειξη γνώσεως· γιατί αυτός που θέλει να ερευνήσει ριψοκινδυνεύοντας κάθε μέρος του ποταμού, αυτός προπάντων δεν γνωρίζει τις ιδιότητες των ποταμών, και πολλές φορές θα χαθεί επειδή τόλμησε να ερευνήσει το βάθος του ποταμού με την ίδια θρασύτητα με την οποία διάβαινε τα ρηχά νερά.
Έτσι και με τον Θεό· αυτός που θέλει να τα γνωρίζει όλα και τολμά τα πάντα, αυτός προπάντων δεν γνωρίζει τι είναι ο Θεός. Αλλά στους ποταμούς βέβαια το μεγαλύτερο μέρος είναι ασφαλές και λίγοι είναι οι στρόβιλοι και τα βάθη, στην περίπτωση όμως του Θεού τα περισσότερα είναι απόκρυφα και δεν είναι δυνατό να εξιχνιάσει κανείς τα έργα Αυτού. Γιατί λοιπόν αγωνίζεσαι να καταποντίσεις τον εαυτό σου; Αυτό μόνο γνώριζε, ότι όλα ο Θεός τα οικονομεί, ότι για όλα προνοεί, ότι είμαστε αυτεξούσιοι, ότι άλλα τα ενεργεί Αυτός, άλλα πάλι τα παραχωρεί, ότι δεν θέλει να γίνεται τίποτε πονηρό, ότι όλα δεν γίνονται από τη θέλησή Του, αλλά και από τη δική μας· όλα τα κακά γίνονται μόνο από μας, ενώ όλα τα καλά από μας και από τη βοήθειά Του, και ότι τίποτε δεν Του διαφεύγει. Γι’ αυτό όλα τα ενεργεί Αυτός. Έπειτα, γνωρίζοντας εσύ γι’ αυτό, λογάριασε ποια είναι τα αγαθά, ποια τα κακά, και ποια τα αδιάφορα· δηλαδή, αγαθό είναι η αρετή, κακό η φαυλότητα, αδιάφορα ο πλούτος, η φτώχεια, η ζωή, ο θάνατος. Αν τα γνωρίζεις αυτά, θα γνωρίσεις μαζί με αυτά ότι οι δίκαιοι γι’ αυτό θλίβονται, για να στεφανωθούν, και οι αμαρτωλοί για να πληρώσουν για τις αμαρτίες τους· όλοι όμως οι αμαρτωλοί δεν τιμωρούνται εδώ, για να μην απιστούν οι πολλοί στην ανάσταση· όπως όλοι οι δίκαιοι δεν θλίβονται, για να μην νομίσεις την κακία ότι είναι επαινετή, αλλά την αρετή. Αυτοί είναι κανόνες και όροι· αυτό που θέλεις παραλλήλισέ το με αυτούς και δεν θα αμφιβάλλεις καθόλου.
Όπως ακριβώς είναι για τους γραμματοδιδασκάλους ο αριθμός έξι χιλιάδες, και από αυτόν όλα ξεκινούν, και όλα μπορείς να τα διαιρέσεις και να τα πολλαπλασιάσεις με τον κανόνα των έξι χιλιάδων, και γύρω από αυτόν τον αριθμό όλα στρέφονται, και αυτά τα γνωρίζουν όσοι έχουν μάθει γράμματα, έτσι και τους κανόνες αυτούς, τους οποίους πάλι θα αναφέρω συντομότερα, αν κάποιος τους γνωρίζει, ποτέ δεν σκανδαλίζεται. Ποιοι λοιπόν είναι αυτοί; Ότι αγαθό είναι η αρετή· ότι φαύλο είναι η κακία· ότι αδιάφορα είναι οι αρρώστιες, η φτώχεια, οι επιβουλές, οι συκοφαντίες, και όσα παρόμοια· ότι οι δίκαιοι εδώ θλίβονται· αν όμως μερικοί ευημερούν, συμβαίνει αυτό για να μη θεωρηθεί η αρετή ότι είναι μισητή· ότι οι πονηροί ευφραίνονται, για να τιμωρηθούν εκεί· αν πάλι μερικοί τιμωρούνται, συμβαίνει αυτό για να μη θεωρηθεί ότι η κακία είναι καλό, ούτε ότι τα πράγματα μένουν ατιμώρητα· ότι δεν τιμωρούνται όλοι, για να μην αμφισβητηθεί ο καιρός της αναστάσεως· ότι υπάρχουν μερικοί και από τους αγαθούς που πράττουν έργα φαύλα και αυτά τα αποθέτουν εδώ, και από τους πονηρούς υπάρχουν μερικοί που πράττουν καλά έργα και απολαμβάνουν εδώ, για να τιμωρηθούν εκεί· ότι τα περισσότερα έργα του Θεού είναι ακατάληπτα· ότι η απόσταση ανάμεσα σε μας και σε Αυτόν είναι πολύ μεγάλη, τόσο, που δεν είναι δυνατό να περιγραφεί.
Αν τα σκεπτόμαστε αυτά, τίποτε δεν θα μπορέσει να μας θορυβήσει. Αν ακούμε συνέχεια τις Γραφές, θα βρούμε και πολλά παρόμοια παραδείγματα· «αυτές», λέγει, «που μπορούν να σου μεταδώσουν την αληθινή σοφία, ώστε να σωθείς». Καθόσον οι Γραφές διδάσκουν αυτά που πρέπει να πράττουμε και αυτά που δεν πρέπει να πράττουμε· γιατί άκουε τι λέγει αλλού αυτός ο μακάριος σε κάθε Ιουδαίο που τυφλωμένος υπερηφανεύεται για την καταγωγή του και την τήρηση του μωσαϊκού νόμου: «Πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ(:και έχεις για τον εαυτό σου την αλαζονική πεποίθηση ότι είναι οδηγός των τυφλών ειδωλολατρών, φως εκείνων που βρίσκονται στο σκοτάδι της άγνοιας και της ειδωλολατρικής πλάνης, παιδαγωγός ικανός να συνετίζεις τους ανόητους ανθρώπους, διδάσκαλος εκείνων που είναι σε νηπιώδη πνευματική κατάσταση, και ότι έχεις την ακριβή γνώση και αλήθεια που εμπεριέχεται στον μωσαϊκό νόμο)» [Ρωμ.2,19-20].
Βλέπεις ότι ο μωσαϊκός νόμος είναι φως αυτών που βρίσκονται στο σκοτάδι; Αν λοιπόν αυτός που δείχνει το γράμμα είναι φως, το γράμμα που σκοτώνει, τι άραγε είναι αυτός που δείχνει το Πνεύμα που ζωοποιεί; Αν η Παλαιά Διαθήκη είναι φως, τι είναι η Καινή, όπου τόσα φανερώθηκαν; Όπου τόση είναι η διαφορά, όση είναι αν κάποιος, σε εκείνους που δε γνωρίζουν τίποτε περισσότερο από τη γη, τους ανοίξει τον ουρανό και τους κάνει να τα δουν όλα; Μάθαμε για τη γέεννα, για την ουράνια βασιλεία, για την κρίση.
«Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι(: Άνθρωποι κακοί, που καταδιώκουν και βασανίζουν τους ευσεβείς, αλλά και απατεώνες, θα προχωρούν από το κακό στο χειρότερο· θα πλανούν και θα εξαπατούν τους άλλους, αλλά και αυτοί οι ίδιοι θα πλανώνται και θα εξαπατώνται)» [Β΄Τιμ. 3,13]. Ας μην πιστεύουμε σε παράλογα πράγματα· όλα εκείνα είναι μαγικά πράγματα. «Γιατί τότε», θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος, «μερικές φορές πραγματοποιείται αυτό που λέγουν;». Επειδή εσύ πιστεύεις, εφόσον βέβαια γίνεται. Σε αιχμαλώτισε, είναι κύριος πλέον της ζωής σου ο αντικείμενος, τη ρυθμίζει όπως θέλει αυτός. Πες μου, αν κάποιος λήσταρχος, που έχει στα χέρια και στην εξουσία του τον γιο του βασιλιά, που κατέφυγε σε αυτόν και επιθύμησε την ερημιά και τη συντροφιά εκείνου, θα μπορέσει να του πει αν είναι πεθαμένος ή αν ζει; Και βέβαια θα μπορέσει. Γιατί άραγε; Όχι επειδή προείδε το μέλλον, αλλά επειδή είναι κύριος και των δύο, κα του να σκοτώσει, και του να σώσει το παιδί, εφόσον εκείνο κατέστησε κύριό του τον λήσταρχο. Καθόσον και να το σκοτώσει θα μπορέσει αν θελήσει· γιατί βρίσκεται στην εξουσία εκείνου. Αν πει ότι θα είσαι πλούσιος ή φτωχός, και των δύο αυτός είναι κύριος. Οι περισσότεροι άνθρωποι του κόσμου παρέδωσαν τους εαυτούς τους στα χέρια του διαβόλου.
Και εξάλλου όταν συνηθίσει ο άνθρωπος να πιστεύει, και αυτό πολύ βοηθάει εκείνους τους απατεώνες· γιατί κανένας δεν προσέχει τις αποτυχίες στις προβλέψεις τους, αλλά μόνο αν κάπου συνέβηκε να επιτύχουν. Αν έχουν κάποια προγνωστική δύναμη, οδήγησέ τους σε μένα, τον πιστό. Δεν το λέγω καυχώμενος· γιατί το να απαλλαγείς από αυτούς δεν είναι θέμα καυχήσεως. Γιατί είμαι γεμάτος από αμαρτήματα· εξαιτίας αυτών δεν θα ήταν δυνατόν να φανώ ταπεινόφρονας· όλους αυτούς τους μάντεις και τους μάγους τους περιγελώ με τη χάρη του Θεού. Οδήγησε σε μένα τον άνδρα τον μάγο, αν έχει κάποια δύναμη προγνωστική, και ας μου πει τι θα μου συμβεί, ας μου πει αύριο τι θα μου έρθει. Αλλά δεν πρόκειται να πει· γιατί είμαι υπό την εξουσία του Βασιλιά των Ουρανών και ο μάγος αυτός δεν έχει την εξουσία μου, ούτε την υποταγή μου· βρίσκομαι μακριά από τα κρησφύγετά του και τα σπήλαιά του, είμαι στρατευμένος στην υπηρεσία του Βασιλιά.
«Αλλά ο τάδε έκλεψε», λέγει ίσως κάποιος, «και ο τάδε τον μήνυσε». Μα αυτό προπάντων δεν είναι αληθές παντού, αλλά είναι γελοίο και ψέμα· γιατί δεν γνωρίζουν τίποτε· αν γνωρίζουν κάτι, όφειλαν πολύ περισσότερο τα δικά τους να πουν, πώς έκλεψαν τα πολλά αφιερώματα των ειδώλων, πώς χάθηκε ο πολύς χρυσός. Γιατί δεν το προείπαν στους ιερείς τους; Ώστε τίποτα δεν γνωρίζουν. Ούτε για τα χρήματα μπορούσαν να πουν, όταν οι ειδωλολατρικοί ναοί τους καίγονταν και πολλοί χάνονταν μαζί. Γιατί δεν ενδιαφέρονται για τη σωτηρία τους; Αλλά επιτυχία τους θεωρείται μόνο το πράγμα, εφόσον κάπου, σε κάποια μονάχα περίπτωση, προείπαν κάτι. Υπάρχουν προφήτες σε μας που ποτέ δεν αποτυγχάνουν· δεν προλέγουν το ένα, ενώ στο άλλο διαψεύδονται, αλλά αποδεικνύονται αληθινοί σε όλα· αυτό είναι πραγματική πρόγνωση.
Σας παρακαλώ, παύσατε αυτή τη μανία κάποτε, αν βέβαια πιστεύετε στον Χριστό· αν όμως δεν πιστεύετε, γιατί κοροϊδεύετε τους εαυτούς σας, γιατί τους απατάτε; Ως πότε θα κουτσαίνετε και με τα δυο σας πόδια; Γιατί λοιπόν έρχεσαι σε αυτούς τους απατεώνες μάντεις και χρησμολόγους; Γιατί ρωτάς; Μόλις προσήλθες και μόλις ρώτησες, έκαμες τον εαυτό σου δούλο· γιατί ρωτάς επειδή πιστεύεις. «Όχι», απαντάει, «δεν πιστεύω ότι είναι αληθινά αυτά που λέγει, αλλά τον πειράζω». Ακόμα και πειράζοντάς τον αν αληθεύουν τα λεγόμενά του, δεν δείχνει άνθρωπο πεπεισμένο ότι ο μάντης ή ο μάγος αυτός ψεύδεται, αλλά άνθρωπο που ακόμη αμφιβάλλει. Για ποιο λόγο λοιπόν τον ρωτάς τι θα συμβεί; Γιατί, αν βέβαια λέγει αυτό, ότι ούτε και έτσι έπρεπε να ειδωλολατρείς, πλην όμως η ανοησία δεν θα ήταν τόση· εφόσον όμως προλέγουν τα μέλλοντα, τίποτε άλλο δεν κερδίζει αυτός που τα έμαθε, παρά λύπη περιττή· γιατί και το προλεγόμενο γεγονός δεν συνέβηκε, και τη λύπη την υπέμεινε και στενοχώρησε τον εαυτό του.
Αν μας συνέφερε αυτό, το να γνωρίζουμε δηλαδή τι θα μας συμβεί στο μέλλον, δεν θα μας το απέκρυπτε ο Θεός, δε θα απέφευγε να μας το πει Αυτός που μας αποκάλυψε τα ουράνια. Γιατί λέγει : «Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν(:Δεν σας ονομάζω πλέον δούλους, διότι ο δούλος χρησιμοποιείται ως απλό όργανο από τον κύριό του και δεν γνωρίζει ποιο σκοπό και ποιο λόγο έχει αυτό που θέλει να κάνει ο κύριός του, όταν του ζητά να εκτελέσει κάποια εντολή του. Σας ονόμασα φίλους, διότι όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου σας τα γνωστοποίησα· διότι σας θέλω συνεργάτες μου, για να συνεχίσετε με πλήρη επίγνωση το έργο μου)»[Ιω.15,15].
Γιατί λοιπόν δεν μας τα γνώρισε αυτά; Επειδή θέλει να μην ασχολούμαστε εμείς με αυτά. Γιατί το ότι δεν αποφεύγει να μας το γνωρίσει, στους παλαιούς φανερώνονταν αυτά, όπως και για το χαμένο γαϊδουράκι και για μερικά άλλα, επειδή ήταν σε πνευματικά νηπιώδη κατάσταση, σε μας όμως, επειδή θέλει με κανένα τρόπο να μην ασχολούμαστε με αυτά, δεν φρόντισε να μας τα γνωρίσει. Αλλά τι μαθαίνουμε; Αυτό που δεν έμαθαν εκείνοι· γιατί όλα εκείνα είναι μικρά, ενώ αυτά, που μάθαμε εμείς είναι αυτά, ότι ανασταινόμαστε, ότι θα είμαστε αθάνατοι, ότι θα είμαστε άφθαρτοι, ότι δεν έχει τέλος η ζωή, ότι όλα θα παρέλθουν, ότι θα αρπαγούμε μέσα σε σύννεφα, ότι οι πονηροί θα τιμωρηθούν, και μύρια άλλα εκτός από αυτά, και τίποτε δεν είναι ψέμα. Δεν είναι πολύ καλύτερα να γνωρίζεις αυτά, παρά ότι βρέθηκε κάποιο γαϊδουράκι μας που χάθηκε; Έστω πήρες τον όνο, έστω τον βρήκες· ποιο το κέρδος; Δεν θα τον χάσεις πάλι με άλλον τρόπο; Και αν αυτός δε σε αφήσει, εσύ θα τον αφήσεις με τον θάνατο· ενώ τα πράγματα που εγώ είπα, αν θέλουμε να τα έχουμε για πάντα, θα τα έχουμε διαρκώς.
Εκείνα λοιπόν να επιδιώκουμε, εκείνα να ακολουθούμε που μένουν, τα σίγουρα. Ας μην προσέχουμε σε μάντεις, ούτε σε χρησμολόγους, ούτε σε αγύρτες, αλλά στον Θεό που γνωρίζει τα πάντα σαφώς, που έχει τη γνώση των πάντων. Και έτσι όλα θα τα γνωρίσουμε, αυτά που πρέπει να γνωρίζουμε, και θα επιτύχουμε όλα τα αγαθά.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloadsfiles.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-timotheum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Τιμόθεον Β΄επιστολήν , πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 23, ομιλία Η΄, σελίδες 614-629.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ [:Λουκ. 18, 9-14]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΗ
«…Έχεις όμως και τρίτο δρόμο που φέρνει στη μετάνοια. Και σου παρουσίασα πολλές οδούς μετάνοιας, για να σου κάνω με την ποικιλία τους εύκολη τη σωτηρία. Όμως ποια είναι αυτή η τρίτη οδός; Η ταπεινοφροσύνη. Έχε ταπεινό φρόνημα και εξάλειψες το πλήθος των αμαρτιών σου. Και έχεις και γι᾽ αυτό απόδειξη από την Αγία Γραφή, από την ανάγνωση της παραβολής του Τελώνη και του Φαρισαίου [:Λουκα 18, 10-14 ].
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης(:Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν˙ ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης)», λέγει· και άρχισε ο Φαρισαίος να απαριθμεί τις αρετές του: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης(:Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη. Ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι. Έχω όμως και αρετές: Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτός ο Τελώνης)».
Άθλια και ταλαίπωρη ψυχή, όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί λύπησες και τον πλησίον σου; Δεν σου άρκεσε η οικουμένη, κι έφτασες να καταδικάσεις και τον Τελώνη; Όλους λοιπόν τους κατηγόρησες και δεν λυπήθηκες ούτε τον ένα αυτόν άνθρωπο; ‘’Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτός ο Τελώνης’’. Και συνεχίζει: «Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι(:Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, δίνω το δέκατο από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς)». Είπε δηλαδή λόγια αλαζονικά. Άθλιε άνθρωπε, καλά όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί κατηγόρησες και τον πλησίον σου Τελώνη; Δεν χόρτασες με την κατηγορία της οικουμένης, αλλά κατέκρινες κι εκείνον που ήταν μαζί σου;
Τι έκαμε λοιπόν ο Τελώνης; Όταν τα άκουσε αυτά δεν είπε: «Εσύ ποιος είσαι που λες αυτά εναντίον μου; Από πού γνωρίζεις τον βίο μου; Δεν με συναναστράφηκες. Δεν έμεινες μαζί μου. Δεν ζήσαμε μαζί. Γιατί υπερηφανεύεσαι τόσο πολύ; Ποιος είναι μάρτυρας των δικών σου αγαθοεργιών; Γιατί παινεύεις τον εαυτό σου; Γιατί κάνεις χάρη στον εαυτό σου;» Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν είπε ο Τελώνης, αλλά, αφού έσκυψε, προσκύνησε τον Θεό και είπε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό», και με την ταπεινοφροσύνη που έδειξε ο Τελώνης, δικαιώθηκε. Αντίθετα ο Φαρισαίος κατέβηκε από το ναό στερημένος τη δικαίωση, ενώ ο Τελώνης κατέβηκε πετυχαίνοντας τη δικαίωση. Κι έτσι τα λόγια νίκησαν τα έργα. Γιατί ο ένας έχασε τη δικαίωση από τα έργα, ενώ ο άλλος με τον ταπεινό λόγο και λογισμό πέτυχε τη δικαίωση. Αν και βέβαια ούτε ταπεινοφροσύνη ήταν εκείνο· γιατί ταπεινοφροσύνη είναι όταν κανείς, ενώ είναι μεγάλος, ταπεινώνει τον εαυτό του. Αυτό που είπε ο Τελώνης δεν ήταν λόγος ταπεινοφροσύνης, αλλά ήταν η αλήθεια· γιατί ήταν αληθινά τα λόγια· ήταν πραγματικά αμαρτωλός.
Πραγματικά πες μου, τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη; Είναι έμπορος ξένης σοδειάς, και καρπώνεται καρπούς από ξένους κόπους. Και τον κόπο βέβαια δεν τον προσέχει, ενώ το κέρδος το μοιράζεται. Ώστε η αμαρτία του Τελώνη είναι η χειρότερη. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι ο Τελώνης, παρά σκέτος εκβιασμός. Εκβιασμός χωρίς φόβο, αμαρτία νόμιμη, εύσχημη πλεονεξία. Πραγματικά τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη που κάθεται στον δρόμο και τρυγάει τους ξένους κόπους; Όταν είναι η ώρα των κόπων, καμιά φροντίδα εκ μέρους του, όταν όμως φτάνει η στιγμή του κέρδους, από εκείνα που δεν κόπιασε παίρνει τη μερίδα. Ώστε, εάν ο Τελώνης, ενώ ήταν αμαρτωλός, πέτυχε τόση μεγάλη δωρεά με την ταπεινοφροσύνη του, πόσο πιο μεγάλη δεν θα επιτύχει εκείνος που είναι ενάρετος και ζει ταπεινά; Ώστε, αν εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου και ταπεινωθείς, γίνεσαι δίκαιος.
Θέλεις να μάθεις και ποιος είναι ταπεινόφρονας; Πρόσεχε τον Παύλο τον δάσκαλο της οικουμένης, τον πνευματικό ρήτορα, το σκεύος της εκλογής, το λιμάνι το ακύμαντο, τον πύργο τον ασάλευτο, εκείνον που με το μικροκαμωμένο σώμα του περικύκλωνε την οικουμένη και σαν κάποιος φτερωτός περιέτρεξε αυτήν. Πρόσεχε εκείνον που έχει ταπεινό λογισμό, τον αμαθή και φιλόσοφο, τον φτωχό και πλούσιο. Εκείνον ονομάζω πραγματικό ταπεινόφρονα, εκείνον που υπέμεινε αμετρήτους κόπους, που έστησε αμέτρητα τρόπαια κατά του διαβόλου, που κήρυττε και έλεγε:
«Χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί(: Με τη χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλαδή Απόστολος, ίσος με τους άλλους. Και η χάρη που μου έδωσε ο Κύριος δεν έμεινε άκαρπη και χωρίς αποτέλεσμα, αλλά περισσότερο από όλους αυτούς κοπίασα. Και το έργο μάλιστα αυτό δεν το εργάστηκα εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου και με ενισχύει)» [Α’ Κορ. 15, 10]. Εκείνος που υπέμεινε φυλακές και πληγές και μαστιγώματα, εκείνος που σαγήνευσε με επιστολές την οικουμένη, εκείνος που κλήθηκε με ουράνια φωνή. Εκείνος ταπεινοφρονεί, λέγοντας:
« Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ(:Γιατί εγώ είμαι ο πιο ασήμαντος, ο κατώτερος απ᾽ όλους τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησία του Θεού)» [Α’ Κορ. 15, 9].
Είδες μέγεθος ταπεινοφροσύνης, είδες τον Παύλο που ταπεινοφρονεί, που ονομάζει ελάχιστο τον εαυτό του; Γιατί λέγει:«Εγώ είμαι ο πιο ασήμαντος από τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος». Γιατί αυτό πραγματικά είναι ταπεινοφροσύνη, το να ταπεινώνεται σε όλους και να ονομάζει τον εαυτό του ελάχιστο. Σκέψου ποιος ήταν αυτός που έλεγε αυτά τα λόγια. Ήταν ο Παύλος,ο πολίτης του ουρανού,αυτός που σωματικά ίσα-ίσα που ζούσε,το στήριγμα των εκκλησιών,ο επίγειος άγγελος,ο ουράνιος άνθρωπος.
Γι’ αυτό ευχαρίστως ασχολούμαι με τον άνδρα αυτόν και τον ενθυμούμαι, επειδή βλέπω την ομορφιά της αρετής του. Δεν μου ευφραίνει τόσο τα μάτια ο ήλιος, όταν ανατέλλει και σκορπά τις λαμπρές του ακτίνες, όσο μου φωτίζει τη σκέψη το πρόσωπο του Παύλου. Γιατί ο ήλιος φωτίζει τα μάτια, ο Παύλος όμως σου δίνει φτερά και σε ανεβάζει σε ουράνια ύψη, καθώς σου κάνει την ψυχή ψηλότερη από τον ήλιο και ανώτερη από τη σελήνη. Τέτοια είναι η δύναμη της αρετής. Κάνει άγγελο τον άνθρωπο, δίνει φτερά στην ψυχή και την ανυψώνει στον ουρανό. Αυτήν την αρετή μας διδάσκει ο Παύλος. Ας προθυμοποιηθούμε λοιπόν και ας φροντίσουμε να γίνουμε ζηλωτές της αρετής του.
Αλλά δεν πρέπει να ξεφύγουμε από το θέμα μας. Σκοπός μας ήταν να υποδείξουμε ως τρίτο δρόμο της μετάνοιας την ταπεινοφροσύνη και ακόμη πως ο τελώνης ούτε καν έδειξε ταπεινοφροσύνη, αλλά απλώς ομολόγησε την αλήθεια φανερώνοντας τα αμαρτήματά του. Και δικαιώθηκε ο τελώνης χωρίς να πληρώσει χρήματα, χωρίς να διανύσει πέλαγα, χωρίς να βαδίσει δρόμους μακρινούς, χωρίς να περάσει θάλασσες άπειρες, χωρίς να προσκαλέσει φίλους, χωρίς να καταναλώσει χρόνο πολύ, αλλά δια της ταπεινοφροσύνης δικαιώθηκε και αξιώθηκε να κερδίσει την Βασιλεία των ουρανών, την οποία είθε όλοι μας να κερδίσουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
[σελίδες 10-12].
- Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Οι εννέα λόγοι περί μετανοίας, απόσπασμα από την ομιλία Β’, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σειρά Η Φωνή των Πατέρων μας, Αθήνα 1998, σελ. 49-52.
- Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, τόμος 30, Ομιλίες Κατηχητικές- Ηθικές, Λόγοι «Περί μετανοίας», επιλογές από την ομιλία Β΄, σελίδες 126-133.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 9, σελίδες 31-34(ή 13- 15 του PDF).
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ[:Λουκ. 18, 9-14]
Πνευματικά θησαυρίσματα από ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Αν η αμαρτία, όταν είναι ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη, τρέχει τόσο γρήγορα στο δρόμο της θεϊκής ευσπλαχνίας, ώστε μπορεί να ξεπεράσει και την αρετή που τρέχει με αλαζονεία, τότε πού δεν θα φτάσει η αρετή, όταν συνυπάρχει με την ταπεινοφροσύνη; Αν εκείνοι που ομολογούν τα αμαρτήματά τους, βρίσκουν έλεος από τον Κύριο, τότε πόσα στεφάνια δεν θα κερδίσουν εκείνοι που έχουν πλήρη επίγνωση των αγαθών τους πράξεων και παραμένουν ταπεινοί;
Έχεις πραγματοποιήσει αναρίθμητα καλά έργα; Έχεις αποκτήσει κάθε αρετή; Όλα αυτά είναι μάταια και ανώφελα, αν δεν συνοδεύονται από την ταπεινοφροσύνη. Κανένα, μα κανένα κατόρθωμα δεν μπορεί να σταθεί δίχως αυτήν.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με σώμα και ψυχή, δηλαδή με ένα στοιχείο υλικό και με ένα πνευματικό, είναι και τούτος: όταν κυριεύεται από την αλαζονεία, να ταπεινώνεται από την ευτέλεια του φθαρτού σώματος, και όταν του έρχεται λογισμός εξευτελιστικός για τη θεόπλαστη φύση του, να ενθαρρύνεται από την ευγένεια της αθάνατης ψυχής του. Γι’ αυτό είναι καλό να συλλογιζόμαστε την καταγωγή μας, να θυμόμαστε από τι και πώς δημιουργηθήκαμε.
Έβαλε ακόμα μέσα μας ο Θεός μεγάλες δυνάμεις, αλλά και πολλές αδυναμίες. Έτσι, με τις δυνάμεις δοξάζεται η δική Του σοφία και με τις αδυναμίες περιορίζεται η δική μας υπερηφάνεια. Μας έδωσε, λ.χ., γλώσσα που μιλάει, ψάλλει, υμνεί τον Κύριο του σύμπαντος, διηγείται την ωραιότητα της κτίσεως, συζητάει για τα γήινα και τα επουράνια, για τα πρόσκαιρα και τα αιώνια. Και όλα αυτά, μολονότι είναι ένα μικρό κομμάτι σάρκας, που δεν έχει μέγεθος ούτε δυο δαχτύλων. Για να μη νομίζει, λοιπόν, η γλώσσα πως είναι κάτι σπουδαίο και υπερηφανεύεται για τις θεόσδοτες ικανότητές της, πολλές φορές, με θεία παραχώρηση, πληγώνεται ή πρήζεται. Έτσι μαθαίνει ότι ενώ μπορεί να μιλάει για πράγματα αθάνατα, η ίδια είναι θνητή· και ενώ ο Θεός, τον οποίο κηρύσσει, είναι παντοδύναμος, η ίδια είναι αδύναμη.
Μας έδωσε ακόμα ο Πλάστης μας το μάτι, τον μικρό αυτό βολβό, με τον οποίο ατενίζουμε ολόκληρη την κτίση. Και για να μην υπερηφανεύεται το μάτι, έχοντας τέτοια θαυμαστή ικανότητα, προσβάλλεται συχνά από διάφορες παθήσεις, που μειώνουν ή και αποσβήνουν την όραση. Έτσι μαθαίνει τι είναι στην πραγματικότητα, μαθαίνει όμως και να δοξάζει, μέσω της ορατής κτίσεως, τον Δημιουργό.
Σκέψου τώρα, αν ο άνθρωπος μολονότι σέρνει μαζί του τόσες αδυναμίες, συχνά ξεχνάει την ελεεινότητά του και ξεσηκώνεται με θρασύτητα εναντίον του Ευεργέτη του, μέχρι πού θα έφτανε η έπαρσή του αν ήταν ολότελα απαλλαγμένος από τις αδυναμίες αυτές;
Βάλε λοιπόν καλά στο νου σου εσύ ο ψηλομύτης, ότι ο πλησίον σου, που δεν καταδέχεσαι ούτε να τον κοιτάξεις, είναι κι αυτός άνθρωπος όμοιος και ισότιμος με εσένα. Φτωχός είναι εκείνος κι εσύ πλούσιος; Αγράμματος είναι εκείνος κι εσύ μορφωμένος; Άσημος είναι εκείνος κι εσύ ένδοξος; Τι σημασία έχουν όλα αυτά τα πρόσκαιρα και μάταια; Δεν αποτελεί και ο συνάνθρωπός σου μιαν εικόνα του Θεού; Γιατί λοιπόν τον περιφρονείς; Δεν καταλαβαίνεις ότι στο πρόσωπό του περιφρονείς τον ίδιο τον Θεό; Γιατί δεν τον εξυπηρετείς, δεν τον περιποιείσαι, δεν τον τιμάς; Επειδή το ξέρω, τον θεωρείς κατώτερό σου. Και σε ρωτάω: Πόσο κατώτεροι ήταν οι απόστολοι από τον Χριστό; Άνθρωποι αυτοί, Θεός Εκείνος. Αγράμματοι αυτοί, πάνσοφος Εκείνος. Πάμφτωχοι αυτοί, πάμπλουτος Εκείνος. Κι όμως, ο Κύριος καταδέχθηκε να πλύνει τα πόδια τους. Δεν θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ το ίδιο στους συνανθρώπους σου; Αλλά μήτε να το ακούσεις δεν μπορείς!
Αν δεν μιμηθείς τον Χριστό στην ταπείνωση, δεν θα έχεις θέση κοντά Του στη μέλλουσα ζωή. Το αιώνιο συμφέρον σου, επομένως, επιβάλλει να μην υπερηφανεύεσαι για τα αγαθά και τα πλούτη σου. Αυτό επιβάλλει όμως και το πρόσκαιρο γήινο συμφέρον σου. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν προκαλεί τόσο το φθόνο των άλλων, όσο ο πλούσιος. Όταν μάλιστα ο πλούσιος είναι και υπερφίαλος, τότε μισείται δύο φορές. Ο ταπεινός, αντίθετα, μετριάζει το μίσος που αισθάνονται γι’ αυτόν οι άλλοι. Αν επιπλέον είναι ελεήμων, κερδίζει και την αγάπη τους. Έτσι κατέχει με μεγαλύτερη ασφάλεια τα υπάρχοντά του. Τόσο σπουδαία είναι η ταπεινοφροσύνη· δεν μας χαρίζει μόνο την ουράνια βασιλεία, αλλά μας ωφελεί και σε τούτον τον κόσμο.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, ούτε για τον πλούτο μας, ούτε για κανένα προτέρημά μας. Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την φύση μας, ας σκεφτούμε τις αμαρτίες μας, ας μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Η αυτογνωσία θα βάλει στην ψυχή μας την ταπεινοφροσύνη.Εκείνος, μάλιστα, που θεωρεί πως δεν έχει καμιάν αξία, αυτός είναι που έχει γνωρίσει καλά τον εαυτό του.
Τίποτα δεν είναι τόσο αρεστό στον Κύριο, όσο το ταπεινό φρόνημα. «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ (:Διδαχθείτε απ΄το δικό μου παράδειγμα)», είπε, «ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ(:γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά)»[Ματθ.11,29]. Και πραγματικά, αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, μολονότι Υιός του μεγάλου Θεού, θα διάλεγε ως μητέρα μιαν άσημη κόρη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο δημιουργός του ορατού και αοράτου κόσμου, θα κατέβαινε από τον ουρανό στη γη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο εξουσιαστής του πλούτου όλης της κτίσεως, θα καταδεχόταν να ξαπλωθεί μέσα σε ένα φτωχικό παχνί; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο αναμάρτητος και αθώος, θα μαστιγωνόταν, θα χλευαζόταν, θα πέθαινε πάνω στο σταυρό, για τη σωτηρία των αμαρτωλών και ένοχων ανθρώπων; Τόσο ταπεινός είναι, ώστε θυσιάστηκε για τις αμαρτίες που εμείς κάναμε. Τόσο ταπεινός είναι, ώστε Θεός αυτός, παρακαλάει και ικετεύει εμάς,τα πλάσματά Του, να μετανοήσουμε, για να μην καταστραφούμε.
Έχεις λοιπόν ταπεινό φρόνημα; Μη θαυμάζεις τον εαυτό σου! Σκέψου πόσο χαμηλά κατέβηκε ο Κύριός σου και τότε όχι μόνο δεν θα θαυμάσεις, αλλά και θα περιγελάσεις τον εαυτό σου. Ακόμα κι αν ήσουνα ο ταπεινότερος από όλους τους ανθρώπους, δε θα είχες κάνει τίποτα το σπουδαίο, μπροστά σε αυτό που έκανε ο Χριστός. Ποιο θα είναι το κέρδος σου, άλλωστε, αν η ταπεινοφροσύνη σε οδηγήσει στην υπερηφάνεια; Και όποιος λέει πως είναι καλύτερα να κατορθώνουμε μιαν αρετή και να υπερηφανευόμαστε, παρά να πέφτουμε σε ένα αμάρτημα και να ταπεινωνόμαστε, αυτός αγνοεί τη ζημιά που προξενεί η αλαζονεία και το κέρδος που επιφέρει η ταπεινοφροσύνη. Γιατί ο άνθρωπος που κατορθώνει κάτι και υπερηφανεύεται γι’ αυτό, γρήγορα θα πέσει, όπως έχει αποδείξει η πείρα, στην έσχατη απώλεια. Απεναντίας, εκείνος που πέφτει σε ένα παράπτωμα και ταπεινώνεται από την πτώση του και εμπειρότερος γίνεται και γρήγορα ξανασηκώνεται, αν βέβαια θέλει, και επανορθώνει το σφάλμα του.
Ωστόσο θα μου πείτε πολλοί από αυτούς που προχωρούσαν σταθερά στον σωστό δρόμο πριν δοκιμάσουν πειρασμούς, έπεσαν σε παραπτώματα όταν τους βρήκαν πειρασμοί. Σας απαντώ, λοιπόν: Ποιος είναι εκείνος που γνωρίζει καλά, αν κάποιος βαδίζει στον σωστό δρόμο, εκτός από τον παντογνώστη Κύριο, τον δημιουργό μας, που δεν αγνοεί καμία πράξη, κανένα λόγο, κανένα αίσθημά μας; Γιατί, πολλές φορές άνθρωποι που εμείς τους θεωρούμε χρηστούς και ενάρετους, είναι ανήθικοι και ανέντιμοι.
Ας τους αφήσουμε, όμως αυτούς και ας μιλήσουμε για τους άλλους, που πραγματικά ζουν με χρηστότητα. Και όλες τις αρετές να έχουν αποκτήσει, αν έχουν παραμελήσει τη σπουδαιότερη, την ταπεινοφροσύνη, εγκαταλείπονται από τον Θεό, για να συνειδητοποιήσουν έτσι ότι όσα κατόρθωσαν δεν οφείλονται στη δική τους δύναμη, αλλά στη δική Του χάρη, βοήθεια και προστασία. Γιατί ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα συντρέχει τους πιστούς και ταπεινούς δούλους Του. Θα σας θυμίσω δύο τρία σχετικά περιστατικά από την Αγία Γραφή.
Όταν ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ και οι Φιλισταίοι βοσκοί έδιωξαν άδικα τον Ισαάκ από τα χωράφια του κι από τα πηγάδια που με τόσον κόπο είχε ανοίξει, αυτός δε φέρθηκε μικρόψυχα, δεν αγανάκτησε, δε λιποψύχησε, δεν είπε και δεν σκέφτηκε τίποτα κακό μήτε για τους ανθρώπους, που τον αδίκησαν, μήτε για τον Θεό, που δεν τον υπερασπίστηκε. Γι’ αυτό ο Κύριος τον τίμησε και τον βοήθησε υπερβολικά. Του φανερώθηκε την ίδια νύχτα και του είπε «ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ τοῦ πατρός σου· μὴ φοβοῦ· μετὰ σοῦ γάρ εἰμι καὶ εὐλογήσω σε καὶ πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου δι᾿ Ἁβραὰμ τὸν πατέρα σου(: Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου του Αβραάμ. Μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου και θα σε ευλογήσω και θα πληθύνω και τους απογόνους σου ένεκα του Αβραάμ του πατέρα σου)»[Γέν.26,24]. Σαν άκουσε τα λόγια τούτα ο δίκαιος Ισαάκ, παρηγορήθηκε και εγκαρδιώθηκε. Η θεϊκή υπόσχεση δεν άργησε να εκπληρωθεί. Κοίτα πόση δύναμη έχει η ταπείνωση! Εκείνοι που πρωτύτερα τον είχαν διώξει, ήρθαν τώρα να τον συναντήσουν, να του ζητήσουν συγνώμη και να ομολογήσουν τη δύναμή του. «ἰδόντες ἑωράκαμεν, ὅτι ἦν Κύριος μετὰ σοῦ(:Είδαμε πια καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου)», του είπαν (Γέν. 26,28). Και ποιος μπορεί να είναι δυνατότερος από εκείνον που έχει τον Θεό μαζί του;
Ας δούμε τώρα πώς ταξίδεψε σε ξένη γη ο γιος του Ισαάκ, ο Ιακώβ, όταν τον καταδίωκε ο αδελφός του, γιατί μεγάλη ωφέλεια θα αποκομίσουμε και απ’ αυτό. «Καὶ ἐξῆλθεν Ἰακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ ἐπορεύθη εἰς Χαῤῥάν αυτός καὶ ἀπήντησε τόπῳ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐκεῖ (:Και ο Ιακώβ αναχώρησε από το φρέαρ του όρκου και καθώς πήγαινε προς την Χαρράν της Μεσοποταμίας και βρέθηκε σε ένα τόπο και κοιμήθηκε εκεί)», λέει η Αγία Γραφή: «Ἒδυ γὰρ ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν λίθων τοῦ τόπου, καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ(:Καθώς είχε δύσει ο ήλιος. Και αφού πήρε ένα λιθάρι, το έβαλε για προσκέφαλό του και κοιμήθηκε στον τόπο εκείνο)»[Γέν. 28,10-11]. Βλέπεις φιλοσοφική διάθεση, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια; Βλέπεις μεγαλοψυχία και απλότητα σε έναν νέο από πλούσια οικογένεια, αναθρεμμένο με κάθε φροντίδα και περιποίηση; Μια πέτρα χρησιμοποίησε για προσκέφαλο και πάνω στο χώμα πλάγιασε για να κοιμηθεί. Και αξιώθηκε να δει τον ίδιο τον Κύριο, που του είπε: «Ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ τοῦ πατρός σου, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαάκ· μὴ φοβοῦ(:Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ, των πατέρων σου. Μη φοβάσαι)»[Γέν.28,13].Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν ῇ ὁδῷ πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς(:Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε προστατεύω σε κάθε δρόμο σου, όπου κι αν πας)»[Γέν. 28,14].
Αν λοιπόν θέλεις να είναι πραγματικά μεγάλα τα κατορθώματά σου, ούτε μεγάλα να τα θεωρήσεις, ούτε στον εαυτό σου να τα αποδώσεις ποτέ. Πάντα να ομολογείς ότι στη χάρη του Θεού οφείλονται όλα. Έτσι κάνεις τον Κύριο οφειλέτη σου, όχι μόνο για τα κατορθώματα, αλλά και για την ευγνωμοσύνη, τη μετριοφροσύνη, την ταπείνωσή σου. Έτσι κερδίζεις και την αγάπη, τη συμπάθεια, την ευμένεια των ανθρώπων· γιατί κανένας δεν είναι τόσο αγαπητός και συμπαθητικός, όσο ο ταπεινός.
Η ταπείνωσή σου, όμως πρέπει να είναι γνήσια και πηγαία, όχι υποκριτική η επιφανειακή. Να είναι αμετάπτωτη και να εκδηλώνεται όμοια σε όλους, είτε φίλοι είναι είτε εχθροί, είτε μεγάλοι είτε μικροί. Να μην αποτελεί μόνο χαρακτηριστικό της εξωτερικής σου συμπεριφοράς, αλλά και βίωμα της καρδιάς σου.
Την αληθινή ταπεινοφροσύνη, που είναι συνδυασμένη με τη διάκριση, μπορεί να σου τη διδάξει ένα περιστατικό από το Ευαγγέλιο: «Ἐλθόντων δὲ αὐτῶν εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθον οἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες τῷ Πέτρῳ καὶ εἶπον· ὁ διδάσκαλος ὑμῶν οὐ τελεῖ τὰ δίδραχμα;(:Και όταν ο Ιησούς και οι μαθητές Του έφθασαν στην Καπερναούμ, ήλθαν στον Πέτρο οι εισπράκτορες του φόρου των δύο δραχμών που οι Ιουδαίοι από ευλάβεια πρόσφεραν για τον ναό, και είπαν: ‘’Ο διδάσκαλός σας δεν πληρώνει τις δύο δραχμές;’’)»[Ματθ. 17,24].Παρατήρησε ότι δεν τόλμησαν να μιλήσουν στον Χριστό, αλλά στον Πέτρο· και σε αυτόν όχι επιθετικά, αλλά συγκρατημένα. Δεν κατηγόρησαν τον Κύριο. Απλώς ρώτησαν με συστολή: «Οὐ τελεῖ;(:Δεν πληρώνει;)». Γιατί δεν πίστευαν, βέβαια, πως ήταν Υιός του Θεού, Τον σέβονταν όμως για τα θαύματα που έκανε.
Τι απάντησε λοιπόν ο Πέτρος; «Ναί (:Ναι, πληρώνει)». Μα μόλις μπήκε στο σπίτι, όπου έμενε, και πριν πει τίποτα, τον πρόλαβε ο παντογνώστης Κύριος και του είπε: «Τί σοι δοκεῖ, Σίμων; Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ τίνων λαμβάνουσι τέλη ἢ κῆνσον; Ἀπὸ τῶν υἱῶν αὐτῶν ἢ ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων;(:Τι γνώμη έχεις, Σίμων; Οι βασιλείς της γης από ποιους παίρνουν δασμούς ή κεφαλικό φόρο; Από τα παιδιά τους ή από τους ξένους, που δεν είναι μέλη του βασιλικού τους οίκου;)». «Ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων(:Από τους ξένους)», αποκρίθηκε ο Πέτρος. «Ἄραγε ἐλεύθεροί εἰσιν οἱ υἱοί (:Συνεπώς τα παιδιά του βασιλιά απαλλάσσονται από κάθε φορολογία. Ούτε εγώ λοιπόν, που είμαι γνήσιος Υιός του Θεού, ούτε εσείς που με υπηρετείτε, είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε φόρο για τον οίκο του Θεού Πατέρα μας)», συμπέρανε ο Ιησούς [Ματθ.17,25-26]. Τι εννοούσε με αυτό; Ότι αφού οι γιοι των επίγειων βασιλιάδων απαλλάσσονται από τη φορολογία, πολύ περισσότερο Εκείνος, ο Υιός του ουράνιου Βασιλιά και Βασιλιάς ο ίδιος. Ωστόσο πρόσθεσε: «ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον καὶ τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἆρον, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα· ἐκεῖνον λαβὼν δὸς αὐτοῖς ἀντὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ(:Για να μη σκανδαλίσουμε, πάντως, τους εισπράκτορες του φόρου, πήγαινε στη θάλασσα, ρίξε το αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι που θα βγάλεις· άνοιξε το στόμα του και θα βρεις μέσα ένα τετράδραχμο· παρ’ το και δώσε τους το, για μένα και για σένα)»[Ματθ. 17,27].
Βλέπεις ότι δεν αρνείται να πληρώσει τον φόρο, ούτε και προστάζει απλά τον Πέτρο να τον πληρώσει. Πληρώνει, αφού πρώτα αποδεικνύει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Γιατί; Για να μη σκανδαλιστούν οι εισπράκτορες και οι μαθητές Του. Δεν δίνει δηλαδή τον φόρο σαν υποχρεωμένος σε πληρωμή, αλλά για την αδυναμία εκείνων.
Και για ποιο λόγο δεν τους λέει να δώσουν τον φόρο από το ταμείο τους; Για να δείξει και σε τούτη την περίσταση ότι είναι Θεός και Κύριος του σύμπαντος, ότι εξουσιάζει και τη θάλασσα. Προείπε, λοιπόν, ότι από τον βυθό της θα πιαστεί ένα ψάρι, που θα πληρώσει τον φόρο. Και πραγματικά, με τη βουλή και το πρόσταγμά Του, πιάστηκε το ψάρι, που είχε στο στόμα του ένα τετράδραχμο. Αυτό το νόμισμα προσφέροντάς Του ως δώρο η θάλασσα, έδειξε την υποταγή της στον Δημιουργό της. Αλλά και ο Κύριος έδειξε την ταπείνωσή Του, πληρώνοντας φόρο στους εισπράκτορες-ο Θεός στους ανθρώπους, ο Πλάστης στα πλάσματα, ο ευεργέτης στους οφειλέτες.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, για τίποτα. Ας θεωρούμε τον εαυτό μας τιποτένιο. Είμαστε αμαρτωλοί; Αν το παραδεχόμαστε και το ομολογούμε με συντριβή, όπως ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής, γινόμαστε δίκαιοι. Είμαστε δίκαιοι; Αν πιστεύουμε ταπεινά πως είμαστε αμαρτωλοί, γινόμαστε δυο φορές δίκαιοι. Γιατί «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν(:ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη Του)»[Ιακ.4,6].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Θέματα ζωής(από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, σελ. 36-44, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2010.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ[:Λουκ. 18, 9-14]
Πνευματικά θησαυρίσματα από ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ
Αν θέλεις να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «Τί ὑπερηφανεύεται γῆ καὶ σποδός;(:Γιατί έχει τόση αλαζονεία και υπερηφανεύεται ο άνθρωπος, που είναι χώμα και στάχτη;)»[Σοφία Σειράχ 10,9]. Κι αν εκείνος σου πει ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά τον θάνατό του, δώσε του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του· έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμη του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του»[Σοφ.Σειρ.10,9: «Ὅτι ἐν ζωῇ ἔῤῥιψα τὰ ἐνδόσθια αὐτοῦ(:Διότι του υπερήφανου ανθρώπου, ενόσω ακόμη ζούσε, έριξα κάτω τα εντόσθιά του)»].
Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφτεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα, ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλά απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Με αυτόν τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές για να γινόμαστε ταπεινοί. Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει «Θα ανέβω στον ουρανό» [βλ. Ησ. 14,13-16: «Σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βοῤῥᾶν, ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ,νῦν δὲ εἰς ᾅδην καταβήσῃ καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς. οἱ ἰδόντες σε θαυμάσονται ἐπὶ σοὶ καὶ ἐροῦσιν· οὗτος ὁ ἄνθρωπος ὁ παροξύνων τὴν γῆν, ὁ σείων βασιλεῖς;(:Εσύ λοιπόν όταν ζούσες, είπες με τον νου σου: ’’Θα ανεβώ στον ουρανό, επάνω στα αστέρια του ουρανού θα στήσω τον θρόνο μου, θα καθίσω ένδοξος βασιλιάς σε όρος υψηλό, στα όρη τα υψηλά, που βρίσκονται προς τον Βορρά. Θα ανεβώ’’, είπες, ‘’επάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος προς τον Ύψιστο Θεό’’. Τώρα ιδού, θα κατεβείς στον άδη, στα βάθη, όπου υπάρχουν τα θεμέλια της γης. Οι άνθρωποι, οι οποίοι θα δουν το κατάντημά σου, θα καταπλαγούν και θα πουν: ’’αυτός λοιπόν είναι ο άνθρωπος που ανετάρασσε και τρομοκρατούσε την οικουμένη, συγκλόνιζε και κατεκρήμνιζε τους βασιλείς;’’»],πού θα έφτανε με το λογισμό του αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;.
Όταν λοιπόν δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει τον λαιμό του, να ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;»[: Σοφ. Σειρ. 10,9].
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θα αναφωνήσεις και εσύ μαζί με τον προφήτη: «Πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου(:Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι και η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο)»[Ησ. 40,6].
Γιατί λοιπόν υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και σκιά, χορτάρι και αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουν εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος με όσους συναντάς στην αγορά. Αν λοιπόν είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;
Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την πιο φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε με εκείνους που έζησαν πριν από σένα. Αν πάλι είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων. Όταν θα φεύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήνεις σε άλλους, ίσως μάλιστα σε εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν να αντικρίσεις.
Ο άνθρωπος και τα ανθρώπινα δεν είναι, θα το ξαναπώ, παρά χώμα και στάχτη και καπνός και σκιά και ό,τι πιο μηδαμινό από αυτά. Γιατί, πες μου, τι είναι εκείνο που θεωρείς μεγάλο; Ένα πολιτειακό αξίωμα; Ποιο; Το αξίωμα του «υπάτου»; Βέβαια, πολλοί νομίζουν ότι μεγαλύτερο αξίωμα δεν υπάρχει. Ε λοιπόν, από τον άνθρωπο που ανέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπατος. Και οι δύο στην ίδια ανθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Και οι δύο ύστερα από λίγο δε θα υπάρχουν.
Πότε έγινε ύπατος; Και για πόσον καιρό έμεινε ύπατος; Πες μου! Για δύο μέρες; Μα αυτό γίνεται και στα όνειρα. «Ναι, αλλά είναι όνειρα», απαντάς. Ε και; Όσα συμβαίνουν την ημέρα, δεν είναι όνειρα; Γιατί να μην τα λέμε και αυτά όνειρα; Όπως όταν ξημερώσει, αποδεικνύεται ότι τα όνειρα δεν είναι τίποτα, έτσι και όταν νυχτώσει, αποδεικνύεται ότι τα γεγονότα της ημέρας δεν είναι τίποτα. Και όπως την ημέρα δεν δοκιμάζει κανείς ευχαρίστηση από τα όνειρα που είδε τη νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκιμάζει καμίαν απόλαυση από όσα έγιναν την ημέρα.
Έγινες λοιπόν ύπατος; Έγινα κι εγώ τη νύχτα στο όνειρό μου. «Ναι», λες, «αλλά εγώ έγινα πραγματικά, ενώ εσύ φανταστικά». Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίποτα περισσότερο από εμένα, εκτός από το ότι οι άνθρωποι λένε για σένα. «Ο τάδε είναι- ή ήταν-ύπατος», κι από τη φράση τούτη δοκιμάζεις μια κενόδοξη ευχαρίστηση. Τέλειωσε η φράση; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματικότητα: Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε η δόξα.
Ας δεχθούμε, όμως ότι κάποιος έγινε ύπατος και έμεινε στο αξίωμα αυτό όχι για δυο μέρες, αλλά για δύο ή τρία τέσσερα χρόνια. Σε ρωτάω, λοιπόν πού είναι όσοι διετέλεσαν ύπατοι για δέκα χρόνια; Πουθενά. Τους ξέχασαν όλοι. Σκέψου τώρα τον απόστολο Παύλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αυτός; Όχι. Ονομαστός ήταν όσο ζούσε, περισσότερο ονομαστός έγινε αφού πέθανε, κοσμοξάκουστος είναι και σήμερα, τόσους αιώνες μετά την κοίμησή τους. Και αυτό μόνο στη γη. Γιατί ποια λόγια μπορούν να παραστήσουν τη δόξα και τη λαμπρότητά του στον ουρανό;
Όπως βλέπουμε τα κύματα, τη μια στιγμή να ανεβαίνουν σε τεράστιο ύψος και την άλλη να χαμηλώνουν, έτσι βλέπουμε κα όσους κυριεύονται από αλαζονεία για τα πλούτη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγμή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπεινώνονται ελεεινά. Αυτούς υπαινίσσεται ο μακάριος Δαβίδ, όταν λέει: «Μὴ φοβοῦ, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος, ἢ ὅταν πληθυνθῇ ἡ δόξα τοῦ οἴκου αὐτοῦ· ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα, οὐδὲ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ. ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εὐλογηθήσεται· ἐξομολογήσεταί σοι, ὅταν ἀγαθύνῃς αὐτῷ. εἰσελεύσεται ἕως γενεᾶς πατέρων αὐτοῦ, ἕως αἰῶνος οὐκ ὄψεται φῶς. καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς(:Μην ταράζεσαι, όταν ένας ασεβής άνθρωπος πλουτίζει ή όταν μεγαλώνει η δόξα του σπιτιού του· διότι όταν πεθάνει, τίποτε δεν θα πάρει μαζί του από τα πλούτη του, ούτε η δόξα του θα κατεβεί μαζί με αυτόν στον άδη. Εφόσον βέβαια ζει τον παρόντα επίγειο βίο, θα επαινείται από τους κόλακες, και αυτός ο ίδιος θα επαινέσει και εσένα, όταν θα εκτραπείς σε κολακείες και επαίνους προς αυτόν. Θα πεθάνει όμως και θα μεταβεί να συναντήσει τους προγόνους του. Ποτέ πλέον δεν θα δει το φως του ήλιου. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενώ έχει πάρει από τον Θεό την ανυπολόγιστη τιμή της λογικής του φύσεως, δε συνετίστηκε, αλλά έταξε τον εαυτό του στη θέση των ανόητων κτηνών, έγινε όμοιος με αυτά κατά τον τρόπο της ζωής και τα ένστικτα)» [Ψαλμ. 48,17]. Καλά λοιπόν είπε ο Δαβίδ: «Μην ταράζεσαι». Γιατί ύστερα από λίγο, θα δεις τον πλούσιο ή τον δοξασμένο να είναι πεσμένος χάμω, νεκρός και ακίνητος, γυμνωμένος από τα επίγεια αγαθά. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να πάρει μαζί του. Τα αφήνει όλα εδώ και φεύγει για πάντα, φορτωμένος μόνο με την κακία του και τις αμαρτίες του.
Σωστά λοιπόν το πάθος αυτό έχει ονομαστεί κενοδοξία, που σημαίνει κενή, δηλαδή άδεια, δόξα· γιατί ουσιαστικά είναι άδεια, δεν έχει τίποτα το χρήσιμο. Είναι σαν ένα προσωπείο με υπέροχα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που καθώς είναι ψεύτικο και κενό από μέσα, μολονότι ωραιότερο από αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, δεν κάνει ποτέ κανέναν να το ερωτευθεί. Τέτοια είναι και η τιμή, η υπόληψη, που θέλει να απολαμβάνει κανείς από τον κόσμο, ή μάλλον πολύ χειρότερη. Γιατί τίποτα δεν αποξενώνει τόσο τον άνθρωπο από τη φιλανθρωπία του Θεού, τίποτα δεν τον ρίχνει τόσο εύκολα στη φωτιά της κολάσεως όσο η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η έπαρση, η αλαζονεία.
Έχουμε υπερηφάνεια; Η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω κι αν είμαστε σωματικά αγνοί, έστω κι αν κάνουμε νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες. «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος(:Ακάθαρτος είναι μπροστά στον Θεό κάθε υπερήφανος)», λέει η Αγία Γραφή[:Παροιμ. 16,5]. Και είναι τόσο μεγάλο κακό η κενοδοξία, όχι μόνο γιατί παρασύρει στην αμαρτία όσους κυριεύει, αλλά και γιατί συνοδεύει συχνά ακόμα και την αρετή. Αν δεν μπορέσει να μας βγάλει από τον δρόμο της αρετής, μας βλάπτει χρησιμοποιώντας την ίδια την αρετή, καθώς μας αναγκάζει να υπομένουμε τους κόπους της, μας στερεί όμως τους καρπούς της. Δεν είναι δυνατόν, όταν κανείς επιθυμεί και την αρετή και τη δόξα, να πετύχει και τις δύο. Μπορεί βέβαια να αποκτήσει και τις δύο, όταν επιδιώκει μόνο τη μία, την ουράνια αρετή, οπότε είναι δυνατό να ακολουθήσει και η δόξα. Όταν όμως επιθυμεί και τις δύο, καμία δεν θα πετύχει.
Εκείνος, δηλαδή, που κάνει μια καλή πράξη, προσπαθώντας να κερδίσει και τη δόξα των ανθρώπων, είτε μπορέσει να αποκτήσει αυτήν τη δόξα είτε όχι, παίρνει την αμοιβή του στην παρούσα ζωή, και καμιάν ανταμοιβή δεν θα πάρει για την καλή του πράξη στην άλλη ζωή. Γιατί; Επειδή στέρησε τον εαυτό του από τη γενναιοδωρία του Κυρίου, προτιμώντας τη μικρή δόξα των ανθρώπων από τη μεγάλη και αιώνια δόξα του δίκαιου Κριτή.
Από το άλλο μέρος, εκείνος που ασκεί κάποια πνευματική αρετή μόνο και μόνο για να είναι ευάρεστος στο Θεό, και την αρετή του διατηρεί ακέραιη και πλούτο αδαπάνητο αποταμιεύει στον ουρανό και παρηγοριά μεγάλη νιώθει από τη χρηστή προσδοκία της μελλοντικής αιώνιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊκή ανταμοιβή του, που βρίσκεται ασφαλισμένη στο θησαυροφυλάκιο του ουρανού, θα γνωρίσει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώπινη δόξα. Γιατί τότε απολαμβάνουμε άφθονη τη δόξα, όταν αδιαφορούμε γι’ αυτήν, όταν δεν την επιζητούμε.
Έτσι λοιπόν όλα τα κερδίζει όποιος ταπεινά κάνει το καθετί για τον Θεό, και όλα τα χάνει όποιος υπερήφανα επιδιώκει την τιμή των ανθρώπων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Θέματα ζωής(από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 29-35.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ [:Λουκ. 18, 9-14]
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας,
Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, κεφ.ιη΄, εδάφια 9-14: η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου
[…] Για να μάθεις όμως πόση ζημία προκαλεί το να κατακρίνουμε τους άλλους και να μη μετανοούμε για τα δικά μας πταίσματα, θα σου το επιβεβαιώσω και από τα ίδια τα Ευαγγέλια. Λέγει πράγματι αυτός ο μακάριος Λουκάς για τον Σωτήρα μας Χριστό: «Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην(:Σε μερικούς μάλιστα που είχαν τη βεβαιότητα και την αυτοπεποίθηση ότι είναι δίκαιοι και ενάρετοι, και γι’ αυτό περιφρονούσαν τους άλλους, είπε την παραβολή αυτή)»[Λουκ.18,9]. Και ποια είναι η παραβολή;
«Ἂνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται (:Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, και προσευχόταν προς τον εαυτό του και για τον εαυτό του με τα εξής λόγια: ‘’Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη· ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι. Έχω όμως και αρετές: Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Δίνω το ένα δέκατο απ’ όλα εκείνα που αποκτώ, ακόμη και από τα πιο μικρά και τιποτένια, για τα οποία δεν επιβάλλει ο νόμος τη «δεκάτη»’’.
Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό. Αλλά χτυπούσε συνεχώς το στήθος του, που περιέκλεινε την αμαρτωλή και ακάθαρτη καρδιά του, και έλεγε: ‘’Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό’’. Σας βεβαιώνω ότι αυτός ο περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε από το ιερό και πήγε στο σπίτι του αθωωμένος και δικαιωμένος από τον Θεό και όχι ο Φαρισαίος εκείνος. Δικαιώθηκε λοιπόν ο τελώνης και κατακρίθηκε ο Φαρισαίος, διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα κατακριθεί. Αντίθετα, όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί και θα τιμηθεί από τον Θεό)»[Λουκ. 18,9-14].
Εδώ λοιπόν ο Κύριος μάς διδάσκει με ποιον τρόπο να κάνουμε τις προσευχές μας προς Αυτόν, για να μη βρεθούν χωρίς ανταπόκριση τα αιτήματα όσων τις χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν με τον Θεό, ούτε και με αυτά που κάποιος νομίζει ότι μπορεί να ωφελείται, με αυτά τα ίδια να στρέφει ενάντια στον εαυτό του τον χορηγό των ουρανίων χαρισμάτων Θεό· διότι έχει γραφεί: «Ἒστι δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ (:Υπάρχει δίκαιος ο οποίος χάνεται κατά την αυτοδικαίωσή του)»[Εκκλ. 7,15]· διότι ιδού εδώ για τον Φαρισαίο έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, επειδή δεν έκανε την προσευχή του με επίγνωση και σύνεση· διότι ήταν πολλές οι εναντίον του κατηγορίες· πρώτον είναι ενοχλητικός και άμυαλος, γιατί αισθανόταν θαυμασμό ο ίδιος για τον εαυτό του, αν και η Αγία Γραφή φωνάζει: «Ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καὶ μὴ τὸ σὸν στόμα, ἀλλότριος καὶ μὴ τὰ σὰ χείλη(:Ας σε επαινεί ο άλλος, ο πλησίον, και όχι το δικό σου στόμα, ο ξένος και όχι τα δικά σου χείλη)»[Παροιμ. 27,2]. Έπειτα αγνόησε ότι το να είναι κάποιος ανώτερος από τα κακά, δεν τον κάνει πάντοτε και οπωσδήποτε αξιοθαύμαστο, ενώ το να αγαπά να αντιπαρατίθεται με εκείνους που συνήθως χαίρουν της εκτιμήσεως των άλλων, τον κάνει λαμπρό και διαπρεπή και τον συγκαταλέγει δίκαια μεταξύ εκείνων που έχουν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Ο τελώνης λοιπόν στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο, χωρίς να τολμά να σηκώσει ούτε στον ουρανό τα μάτια του, αλλά με το κοκκινισμένο βλέμμα του έδειχνε ότι δεν είχε η ψυχή του καμία παρρησία ενώπιον του Θεού. Βλέπεις ότι περιορίζοντας την παρρησία του, επειδή δεν την είχε, δέχεται τα πλήγματα από τους ελέγχους της συνειδήσεώς του; Γιατί φοβόταν ακόμα και μόνο να εμφανιστεί ενώπιον του Θεού, επειδή λίγο είχε φροντίσει για την εφαρμογή των νόμων Του, και με την ίδια τη στάση του στο ναό κατηγορεί τη φαυλότητά του· χτυπά το στήθος του, ομολογεί τα εγκλήματά του, δείχνει σαν σε γιατρό την ασθένειά του, και παρακαλεί να τον κατευσπλαχνισθεί. Όπως ακριβώς λοιπόν ούτε ο τελώνης περιφρονήθηκε- γιατί άκου τι λέγει γι΄αυτόν που ομολόγησε τις δικές του αμαρτίες, ο Κριτής των όλων, Αυτός που γνωρίζει καλά τις καρδιές, Αυτός που δέχεται τις προσευχές όλων: «Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος(:Σας διαβεβαιώνω ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον Φαρισαίο τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένες τις αμαρτίες του, αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά ο Φαρισαίος εκείνος)»[Λουκ. 18,14]-, έτσι και κάθε ταπεινό και με συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του άνθρωπο ο Κύριος τελικά τον δικαιώνει.
Και αν κάποιος λοιπόν γίνει καλός και ενάρετος, να μην κυριευτεί εξαιτίας αυτού από υπεροψία, αλλά μάλλον να θυμάται τον Χριστό που λέγει στους αγίους αποστόλους: «Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν(:Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας διέταξε ο Θεός τηρώντας τις εντολές Του, πρέπει να λέτε ότι ‘’είμαστε δούλοι άχρηστοι˙ διότι εκείνο που είχαμε χρέος και καθήκον να κάνουμε, αυτό και μόνο κάναμε, και τίποτε περισσότερο, τίποτε το έκτακτο και εξαιρετικό’’)»[Λουκ. 17,10]. Οφείλουμε όμως σαν από έναν αναγκαίο ζυγό, στον Θεό των όλων τη δουλεία και την υποταγή σε καθετί. Βλέπεις πώς ο τελώνης απαλλάχθηκε από τα αμαρτήματά του, επειδή υπέμεινε την κατηγορία του Φαρισαίου με πραότητα; Και εκείνος βέβαια από τη δόξα έπεσε στο βάραθρο της ατιμίας, ενώ ο τελώνης από την ατιμασμένη ζωή του επανήλθε στη μακάρια κατάσταση· και ο ένας αποχωρίστηκε πολύ από την εγγύτητα προς τον Θεό και βρέθηκε αμέτρητα μακριά, ενώ ο άλλος ανυψώθηκε προς τον τόπο της παρρησίας. Ο ένας εξαιτίας της έπαρσης ταπεινώθηκε, ενώ ο άλλος εξαιτίας της ταπείνωσης ανυψώθηκε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,
σελ. 134-135)
- Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον », τόμος Β΄, σελ. 149-151.
- Παν.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν
Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν’ αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, μέσω της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλά επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί μέσω της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίσει μέσω της υπερηφάνειας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένο ήδη. Αλλά κρατηθείτε, μην πτοηθείτε· διότι ο επιμελής είναι περισσότερο επινοητικός στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι’ αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο ο Οποίος δύναται τα πάντα και ενδυναμώνει από αγαθότητα όλους τους εραστές της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστη από ποικίλα πονηρές πανουργίες που μηχανεύεται ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρει όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγει εύκολα στον Θεό με τη μετάνοια και την ταπείνωση.
Δείγμα λοιπόν και διαρκής απόδειξη σε όσα ειπώθηκαν παραπάνω είναι το εξής. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να πούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρύνεται από αυτήν με τρόπο απλό, αφού έγινε συγκοινωνός προς όσους διάγουν ενάρετο βίο με μόνο τον λόγο που είπε στην προσευχή του, κι αυτόν σύντομο[«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ(:Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό)»[Λουκ.18,13], και ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον ίδιο τον αδέκαστο Κριτή, συγκαταλέγεται στον χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο που είπε καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν είναι λιγότερα από αυτά τα λόγια.
Και γιατί άραγε η μεν ταπείνωση ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι’ αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν(:Ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη)»[Ιακ.4,5].
Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης(:Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν˙ ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης)»[Λουκ.18,10]. Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το κέρδος που προκύπτει για τον άνθρωπο από την ταπείνωση και τη ζημία που προκαλείται από την υπερηφάνεια, διαίρεσε σε δύο κατηγορίες όλους όσους προσέρχονται στον ναό, πόσο μάλλον βέβαια όσους ανεβαίνουν σ’ αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύση της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από τη γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός.
Άλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί τη ρομφαία κατά της πόλεως, εκεί ανέβηκε και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε στον Θεό θυσία και σταμάτησε η θανατηφόρος επιδημία. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του ιλασμού που προέρχεται έπειτα από αυτήν(διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για τη σωτηρία μας), και, εάν θέλεις, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμό όλου του κόσμου, ως καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.
Γι’ αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι “προσήλθαν” στον ναό, αλλά “ανέβηκαν” στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη της συναναστροφής και της συνομιλίας μεταξύ τους, όπως δηλαδή κάνουν και όσοι επιδίδονται σε αγοραπωλησίες· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν τα αντικείμενα προς πώληση, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον: «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν·καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν(:Τότε ο Ιησούς μπήκε στον ιερό ναό που ήταν αφιερωμένος στο Θεό, κι έβγαλε έξω όλους εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν στο ιερό προαύλιο των εθνών κι αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, καθώς και τα καθίσματα όπου κάθονταν αυτοί που πουλούσαν τα περιστέρια. Και τους λέει: Είναι γραμμένο στον Ησαΐα: “Ο οίκος μου θα ονομαστεί και θα είναι οίκος προσευχής. Εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο που συχνάζουν ληστές, αφού με τις αισχροκέρδειές σας κατακλέβετε και ληστεύετε τους προσκυνητές”)»[Ματθ.21,12], έτσι τους εξέβαλε και από τις συνομιλίες τους αυτές κατά τις αγοραπωλησίες, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.
Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να προσευχηθεί· διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς τους ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλά ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι διδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του: «Ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος (:Ταπεινώθηκα και με έσωσε ο Κύριος)»[Ψαλμ.114,6].
Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος: «Καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:Και ενώ παρουσιάστηκε με την εξωτερική όψη του ανθρώπου, δεν ήταν μόνο άνθρωπος, όπως φαινόταν, αλλά ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος)»[Φιλιπ.2,8]. Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον Οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν «ὡς ράκος ἀποκαθημένης(:ράκος γυναίκας που έχει εμμηνόρροια)»[Ησ.6,5]· διότι δεν άκουσε εκείνον που λέγει: «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος(:Κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου)»[Παροιμ.16,5] και: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται (:Ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερηφάνους)»[Ιακ.4,8], και «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες(: Αλίμονο σ’ αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες)»[Ησ.5,21].
Δεν τους διαχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στον ναό του Θεού για να δοξάσει και να ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από Αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεση των αμαρτημάτων, και μάλιστα για όσους αμαρτάνουν κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεση των όσων με ευσέβεια προσφέρονται από εμάς στον Θεό δεν ονομάζεται προσευχή, αλλά ευχή· και τούτο το δήλωσε εκείνος που είπε: «Εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν(: Κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας)»[Ψαλμ.75,12], και αυτός που λέγει: «Ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαί σε ἢ τὸ εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι(:καλύτερο είναι να μην κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις)»[Εκκλ.5,4].
Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απρόσεκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική η υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και η δέηση, η πίστη και η κατάνυξη μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό όμως την καθιστά η απόγνωση και η πώρωση. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδεκτη ευχαριστία για όσα έχουμε ευεργετηθεί από τον Θεό, η ταπείνωση και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερούμενους, απαράδεκτη δε η έπαρση γι’ αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με δική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκριση εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι λοιπόν είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του· διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση· διότι, λέγει, αφού στάθηκε καθ’ εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης(:Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη· ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι)»[Λουκ.18,11].
Η στάση του Φαρισαίου δεν δηλώνει τη δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ’ εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε: “Σ’ ευχαριστώ“, δεν πρόσθεσε τα λόγια: «διότι από ευσπλαχνία, σαν σε ασθενή ν’ αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού». Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού πιάστηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με τη μετάνοια. Γι’ αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανώτερη πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με τη βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε τη δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζουμε.
Ο Φαρισαίος όμως λέγει: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, όχι διότι έλαβα καμιά βοήθεια από σένα», αλλά «διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι»· σαν να διέθετε αφ’ εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαγας, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν πρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, και εξουθενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο θεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· «δεν είμαι» λέγει, «όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης».
«Πόση μωρία σε διακρίνει», θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. «Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες, τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ’ εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και, θα λέγαμε, οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και στεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το γνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το γνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι· αλλά αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ’ απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως για όσα αδίκησε, εσύ όμως θα καταδικαστείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικά εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. “Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί“».
Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους ανθρώπους, αλλ’ επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφετέρου πάλι αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στη δική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλά αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκονται εμπρός τους προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου.
Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός: «Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι(:Έχω όμως και αρετές: νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Δίνω το ένα δέκατο από όλα εκείνα που αποκτώ, ακόμη και από τα πιο μικρά και τιποτένια, για τα οποία δεν επιβάλλει ο νόμος τη “δεκάτη”)»[Λουκ.18,12]. Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμπόδιστα όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!
Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν’ αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαγας των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, και, αν θέλεις, και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν όμως το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωση και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ’ αυτόν που το έδωσε και σ’ αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για όσους βλέπουν.
Και «Σάββατο» ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι’ αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.
Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ(:Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό. Αλλά χτυπούσε συνεχώς το στήθος του, που περιέκλεινε την αμαρτωλή και ακάθαρτη καρδιά του, και έλεγε: “Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό”)»[Λουκ.18,13].
Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωση και η πίστη και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και τη συντριβή της καρδιάς, αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστη, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωση. Συνδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα· διότι, λέγει: «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς(:Και ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα)». Δεν είπε «σταθείς», όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «ἑστὼς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, πρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνη τη μονολόγιστη δέηση, που είναι το αποτελεσματικότερο είδος προσευχής.
«Ο τελώνης», λοιπόν, «στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό». Αυτή η στάση ήταν συγχρόνως και στάση και υπόκυψη, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς Αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλά ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκριση και αυτομεμψία του· διότι θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού στεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό όμως δεν τολμούσε ούτε ν’ ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την έντονη κατάνυξη και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιο τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό»· διότι πίστεψε σε Εκείνον που λέγει: «Ἐπιστρέψατε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς(:Επιστρέψτε προς Εμένα και Εγώ θα επιστρέψω προς εσάς)»[Ζαχ.1,3], και στον προφήτη που διαβεβαίωσε: «Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου(:Είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και Εσύ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου)»[Ψαλμ.31,5].
Τι συνέβη λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται(:Αυτός ο περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε από το ιερό και πήγε στο σπίτι του αθωωμένος και δικαιωμένος από τον Θεό και όχι ο Φαρισαίος εκείνος. Δικαιώθηκε λοιπόν ο τελώνης και κατακρίθηκε ο Φαρισαίος, διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα κατακριθεί. Αντίθετα όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί και θα τιμηθεί από τον Θεό)», λέγει ο Κύριος[Λουκ.18,14].Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία, και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι’ αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωση ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη· διότι η ταπείνωση είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν’ ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας: «Ἒπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα(:Έπειτα εμείς που θα είμαστε τότε ακόμη στη ζωή, συγχρόνως και μαζί μ’ αυτούς θα αρπαχτούμε με σύννεφα για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο μετέωροι στον αέρα, μεταξύ ουρανού και γης. Κι έτσι, αφού ανεβούμε μαζί Του στον ουρανό, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο)»[Α΄Θεσ.4,17]. Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωση, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονης προαιρέσεως.
Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ’ έπειτα, εγκαταλείποντας τη διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, δικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, ενώ δεν οικειοποιούνταν όσα ανήκαν σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς τους, τι θα πάθουν;
Αλλ’ ας αφήσουμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχόμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσουμε τη δικαίωση του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχουμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας, αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.
Όταν λοιπόν κι εσύ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ’ αυτούς που σε καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και εσύ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξη δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς τους αμαρτωλούς, και το λέμε και το νομίζουμε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνηση είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν(:Ευχαριστώ τον Θεό μου διότι μου έδωσε το χάρισμα των γλωσσών και μιλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας)»[Α΄Κορ.14,18] (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι «περικάθαρμα» όλων των ανθρώπων[Α΄Κορ.4,13: «Βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι(:Ενώ μας δυσφημούν και μας συκοφαντούν, απαντάμε με λόγια γλυκά και παρηγορητικά. Σαν καθάρματα και σκουπίδια του κόσμου γίναμε, αποβράσματα ακάθαρτα της κοινωνίας στα μάτια όλων μέχρι τη στιγμή αυτή)»], για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα ταπεινά λόγια του τελώνη να συνυπάρχει και η μετάθεση από τα κακά και η ψυχική διάθεση, η κατάνυξη και η υπομονή εκείνου.
Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δίκαιη και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους· διότι μετά την αμαρτία του, όταν άκουγε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αντιδράσουν: «Ἄφετε αὐτὸν καὶ οὕτως καταράσθω, ὅτι Κύριος εἶπεν αὐτῷ καταρᾶσθαι τὸν Δαυίδ(: Αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ)»[Β΄Βασ.16,10], λέγοντας ότι η συγχώρηση από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα Εκείνου, αν και ο Δαβίδ πάλευε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.
Τότε μάλιστα ο Δαβίδ, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έριχνε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράστηκε μια και δυο φορές, και έριχνε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικότερα από τους λίθους· «αλλά», λέγει, «προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί βάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίχνοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα». Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συγκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ(:Αφήστε τον, για να δει ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού)»[Β΄Βασ.16,12].
Αυτό το πράγμα και τότε μεν τελέστηκε και πραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι’ αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη· διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πώς δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δείχνει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαριά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές, μάλιστα, λυτρώνεται και από τα τωρινά δεινά που τον βασανίζουν, καθώς η θεία χρηστότητα λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρωστείται λόγω της υπομονής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε: «Ὀργὴν Κυρίου ὑποίσω, ὅτι ἥμαρτον αὐτῷ, ἕως τοῦ δικαιῶσαι αὐτὸν τὴν δίκην μου(:Θα υπομείνω την παιδευτική οργή και την τιμωρία από τον Κύριο, διότι αμάρτησα σε Αυτόν)»[Μιχ.7,9].
Είθε κι εμείς, παιδευόμενοι με ευσπλαχνία, αλλά όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μην καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος να ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Γρηγορίου του Παλαμά Άπαντα τα έργα, Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν, ομιλία Β΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 9, σελίδες 47-73
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.