«Κρατεῖ μὲν Ἄτλας μυθικὸς ὤμοις Πόλον, κρατεῖ δ᾽ ἀληθῶς Μᾶρκος Ὀρθοδοξίαν»
Δηλαδή: ὁ Ἄτλαντας, κατὰ τὴν ἑλληνικὴ Μυθολογία βαστάει στοὺς ὤ́μους του τὸν Κόσμο. Ὅμως, ὁ̔ ἅ́γιος Μᾶρκος ὁ̔ Εὐ̓γενικό̀ς, πραγματικὰ βαστάει στοὺς ὤ́μους του τὴν Ὀρθοδοξία!…
Ἦταν πράγματι ὁ ἄ́τλαντας τοῦ γνησίου πνεύματος τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ βάσταξε στοὺς ὤ́μους του ὅ́λον τον̀ πλοῦτο τῆς Ὀρθοδοξίας. Σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό –ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει ποτὲ τὴν Ἐκκλησία του ἀκυβέρνητη, ὅσο κι ἂ̀ν φαίνεται πὼς τὴν ἀφήνει νὰ κλυδωνίζεται καὶ νὰ κινδυνεύει νὰ σκεπαστεῖ ἀπὸ τ’ ἀλλεπάλληλα σατανοκίνητα κύματα– στάθηκε ὁ «μονομάχος», ὅ́πως τὸν ὀνομάζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ποὺ πάλεψε μὲ τὸν Παπισμὸ τῆς Δύσεως καὶ τὸν νίκησε. Κ’ ἔ́δωκε δόξα καὶ πνευματικὴ λάμψη στὴν Ὀρθόδοξη Ἀ̓νατολὴ σὲ μιὰν ἐποχή, ποὺ οἱ Αὐτοκράτορες καὶ οἱ Πατριάρχες ἐρωτοτροποῦσαν ἐπικίνδυνα μὲ τοὺς λύκους τῆς Δύσεως καὶ ἤ́θελαν νὰ παραδώσουν στὸ ἀνοιχτὸ στόμα τους τὴν ποίμνη τῆς ἐμπερίστατης τότε Ἀ̓νατολικῆς Ἐκκλησίας.
…Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος καὶ λαὸς ἐρευνοῦσε ἐπίμονα τὸν ὁρίζοντα, γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα νέο στυλοβάτη τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ ν’ ἀποθέσει στοὺς ὤ́μους του τὴν πάντιμη Κιβωτὸ τῶν ἱερῶν του παραδόσεων. Καὶ αὐτὸς ὁ στυλοβάτης βρέθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ σεμνοῦ καὶ ἀσκητικοῦ μοναχοῦ τῆς Μονῆς τῶν Μαγγάνων, ποὺ τὸ πρῶτο (κοσμικό) του ὄνομα ἦταν Μανουὴλ Εὐγενικὸς καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό̀ τοῦ Μᾶρκος, καὶ ἦταν γεμᾶτος σοφία, τὴν ἔσωθεν καὶ τὴν ἔ́ξωθεν, καὶ ἁγιότητα, προσηλωμένος στὰ μοναχικὰ ἰδεώδη. Ὅ́λοι θαύμαζαν τὴν ἁγιότητα, τὴν μεγάλη μόρφωση καὶ τὴ δογματικὴν ἀκεραιότητα τοῦ σοφοῦ μοναχοῦ. Ὁ Πατριάρχης μάλιστα τῆς Ἀλεξανδρείας τὸν ἐκλέγει ἔξαρχο καὶ τοποτηρητή του στὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ποὺ σχεδίαζε ἀπὸ καιρὸ ὁ Αὐτοκράτωρ, μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν Πάπα.
…(Στὴν Σύνοδο) μὲ τὴν πίεση τοῦ Αὐτοκράτορος και τοῦ Πατριάρχου, οἱ περισσότεροι ἀντιπρόσωποι τῆς Ἀνατολῆς ἄ́ρχισαν νὰ ὑποχωροῦν καὶ νὰ δέχονται τὴν ἕνωση μὲ τοὺς ὅρους ποὺ ἤ́θελε ὁ Πάπας –δηλαδὴ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας– γιὰ νὰ λήξει τὸ θέμα καὶ νά ᾽ρθει ἡ πολυπόθητη παπικὴ βοήθεια στὴν κινδυνεύουσα Κωνσταντινούπολη. Ὁ Μᾶρκος, ὅμως δὲν ἔ́σκυβε τὸ κεφάλι του, δὲν ἤ́θελε νὰ προδώσει τὴν Ὀρθοδοξία, ἔστω κι ἂν τοῦ τάζανε πὼς ὅ́λα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου θὰ ἔρχονταν νὰ βοηθήσουν τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθεῖ. Ἰδοὺ τί λέγει με δάκρυα παρακλήσεως στὴ Σύνοδο, καὶ πρὸς τοὺς Λατίνους καὶ πρὸς τοὺς λιποψυχήσαντας Ὀρθοδόξους, ποὺ ἀργότερα θὰ ὀνομάσει «Χριστοκαπήλους», Χριστεμπόρους», «Γραικολατίνους» καί «μιξόθηρας ἀνθρώπους»: «Παρακαλοῦμεν…, ἐπανέλθωμεν πρὸς τὴν καλὴν συμφωνίαν τὴν πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἣν εἴχομεν πρότερον, ὅτε τὸ αὐτὸ πάντες ἐλέγομεν, καὶ οὐκ ἦ͂ν ἡμῖν σχίσμα τι. Ἐπιγνῶμεν ἀλλήλους ἀδελφικῶς· αἰδεσθῶμεν τοὺς κοινοὺς Πατέρας ἡμῶν· τιμήσωμεν αὐτῶν τοὺς ὅ́ρους· φοβηθῶμεν αὐτῶν τὰς ἀπειλάς· φυλάξωμεν τὰς παραδόσεις, ἵνα ὁμοθυμαδόν, ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάσωμεν τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ̀ Ἁγίου Πνεύματος, νῦ̀ν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν».
Εἶναι γνωστὴ ἡ συνέχεια. …Κι ὅταν ὅλοι ὑπέγραψαν τοὺς ὅ́ρους τῆς ἑνώσεως, ὁ Πάπας ἐζήτησε νὰ τοῦ δείξουν τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Μάρκου. Ὅταν τοῦ εἶπαν πὼς ὁ Μᾶρκος δὲν ὑπέγραψε, στενοχωρημένος θανάσιμα, ὁμολόγησε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, τὴν ἐπιγραμματική: «Ἐ̓ποιήσαμεν λοιπὸν οὐδέν!»
Μετὰ τὸ οἰκτρὸ αὐτὸ τέλος τῆς Συνόδου, οἱ ἀνατολικοὶ ποὺ ὑπέγραψαν τὴν ἕνωση γύρισαν ντροπιασμένοι στὴν Πόλη, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος γινόταν δεκτὸς ἀπ’ ὅ́λη τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τιμὲς βασιλικές· καὶ πιὸ πάνω ἀκόμα: μὲ τιμὲς σωτῆρος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὕστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια, μετὰ ἀπὸ φυλακίσεις καὶ ἐξορίες, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Ἡ̔ Ἐκκλησία μας τὸν ἀνεγνώρισε ὡς ἅγιο καὶ τὸν γιορτάζει στὶς 19 Ἰανουαρίου.
…Μορφὲς σὰν τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, εἶναι ἱκανὲς σὲ ὅσους ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά τους, νὰ δίνουν τὴ μεγάλη δύναμη νὰ θαυματουργοῦν καὶ νὰ βαστάζουν στοὺς ὤ́μους τους, ὅπως ἐκεῖνος, τὴν ἁγιασμένη κιβωτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα – καὶ ν᾽ ἀντιστέκονται μπροστὰ σὲ ὁποιονδήποτε κίνδυνο, ἀπ᾽ ὁπουδήποτε καὶ ἂν προέρχεται.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ
[ἀπὸ τὸ ἔργο του Ἔρως Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ε΄ Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2006, σ. 287-296, ἐπιλογὴ ὑπὸ Δημητρίου Π. Ρίζου Δρ Θεολογίας]