ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ) (26/3/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Προς Εβραίους, κεφάλαιο ΣΤ΄, εδάφια 13-20
13 Τῷ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. 16 ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
13 Οι επαγγελίες του Θεού θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε· διότι όταν έδωσε ο Θεός τις επαγγελίες στον Αβραάμ, ορκίστηκε ότι θα τις πραγματοποιήσει. Κι επειδή δεν είχε κανέναν ανώτερό Του ο Θεός να ορκιστεί σε αυτόν, ορκίστηκε στον εαυτό Του 14 και είπε: ‘’Σου υπόσχομαι αληθινά ότι θα σε ευλογήσω πολύ πλούσια και θα πληθύνω πάρα πολύ τους απογόνους σου’’. 15 Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση του Θεού. Και αφού περίμενε με υπομονή πολλά χρόνια, πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή. Απέκτησε δηλαδή από τη Σάρρα παιδί, από το οποίο πληθύνθηκαν οι απόγονοι του πατριάρχη κι έγιναν ένα μεγάλο έθνος. 16 Ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του. Οι άνθρωποι βέβαια ορκίζονται στον Θεό, ο Οποίος είναι ανώτερος απ’ όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι, για να σταματήσουν κάθε αντιλογία και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους.
17 Επειδή λοιπόν με τον όρκο αποκλείεται κάθε αμφιβολία και επειδή ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα σε εκείνους που θα κληρονομούσαν τις επαγγελίες ότι ήταν αμετάκλητη και αμετάθετη η απόφασή Του να πραγματοποιήσει τα όσα υποσχέθηκε, γι’ αυτό δέχθηκε από άκρα συγκατάβαση και αγαθότητα να μεσολαβήσει όρκος στα λόγια Του. 18 Και δέχθηκε τη μεσολάβηση του όρκου, ώστε με δύο πράγματα στερεά και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσή Του και με τον όρκο Του, στα οποία είναι απολύτως αδύνατο να πει ψέματα ο Θεός, να έχουμε εμείς που καταφύγαμε σε Αυτόν μεγάλη ενθάρρυνση και προτροπή και στήριγμα προκειμένου να κρατήσουμε την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας. 19 Αυτή την ελπίδα την έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής. Αυτή μας ασφαλίζει από τους πνευματικούς κινδύνους και είναι σταθερή και αμετακίνητη και εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων. 20 Εκεί, στον ουρανό, ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει τον δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο. Και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, «κατά την τάξη Μελχισεδέκ».
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Κατά Μάρκον, κεφ. Θ΄, εδάφια 14-29
14 Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτοῖς. 15 καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν. 16 καὶ ἐπηρώτησε τοὺς γραμματεῖς· τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς; 17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
14 Και όταν ήλθε κοντά στους υπόλοιπους μαθητές, είδε γύρω απ’ αυτούς πολύ λαό και γραμματείς να συζητούν μαζί τους. 15 Κι όλος ο λαός αμέσως μόλις Τον είδε, απ’ τη χαρά του θαμπώθηκε, κι έτρεχαν όλοι προς Αυτόν να Τον χαιρετήσουν. 16 Ρώτησε τότε τους γραμματείς: ‘’Τι συζητάτε μεταξύ σας;’’ 17 Τότε ένας μέσα απ’ το πλήθος του αποκρίθηκε: ‘’Διδάσκαλε, σου έφερα τον γιο μου που έχει καταληφθεί από δαιμονικό πνεύμα, που του πήρε κα τη λαλιά. 18 Και σε όποιο μέρος τον πιάσει, τον ρίχνει κάτω, κι αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και μένει ξερός κι αναίσθητος. Είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν’’.
19 Τότε ο Ιησούς του αποκρίθηκε: “Ω γενεά που τόσα θαύματα είδες και είσαι ακόμη άπιστη! Έως πότε θα είμαι μαζί σας; Έως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον μου εδώ”. Και τον έφεραν κοντά Του. 20 Και όταν το πονηρό πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε με σπασμούς τον νέο, ο οποίος, αφού έπεσε κάτω στη γη, κυλιόταν και έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα του. 21 Τότε ρώτησε ο Κύριος τον πατέρα του παιδιού: “Πόσος καιρός είναι από τότε που του συμβαίνει αυτό;” Κι εκείνος Του απάντησε: “Από μικρό παιδί. 22 Πολλές φορές μάλιστα τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή. Αλλά εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας”. 23 Ο Ιησούς τότε του είπε το εξής: “Εσύ εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε εκείνον που πιστεύει”. 24 Και αμέσως φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε: “Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύναμη να με βοηθήσεις. Βοήθησέ με να απαλλαγώ απ’ την ολιγοπιστία μου και αναπλήρωσε εσύ την έλλειψη της πίστεώς μου”.
25 Όταν λοιπόν είδε ο Ιησούς ότι έτρεχε εκεί και μαζευόταν πολύς λαός, πρόσταξε αυστηρά το ακάθαρτο δαιμονικό πνεύμα και του είπε: “Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ πια μέσα του”. 26 Τότε το πονηρό πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί, βγήκε. Και έγινε σαν νεκρός ο νέος, ώστε πολλοί να λένε ότι πέθανε. 27 Ο Ιησούς όμως τον έπιασε απ’ το χέρι και τον σήκωσε˙ και εκείνος στάθηκε όρθιος. 28 Όταν κατόπιν ο Κύριος μπήκε σε κάποιο σπίτι, Τον ρωτούσαν ιδιαιτέρως οι μαθητές Του: “Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα;” 29 Και εκείνος τους απάντησε: “Αυτό το είδος του δαιμονίου δεν βγαίνει με τίποτε άλλο παρά με προσευχή που συνοδεύεται με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο το δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό”.
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ[:Εβρ.6,13 έως 20]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Τῷ γάρ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ λέγων(:Οι επαγγελίες του Θεού θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε· διότι όταν έδωσε ο Θεός τις επαγγελίες στον Αβραάμ, ορκίστηκε ότι θα τις πραγματοποιήσει. Και επειδή δεν είχε κανένα ανώτερό Του ο Θεός να ορκιστεί σε Αυτόν, ορκίστηκε στον εαυτό Του και είπε:) ‘’Ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε’’(:‘’Σου υπόσχομαι αληθινά ότι θα σε ευλογήσω πολύ πλούσια και θα πληθύνω πάρα πολύ τους απογόνους σου)· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας(:Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση του Θεού. Και αφού περίμενε με υπομονή πολλά χρόνια, πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του. Απέκτησε δηλαδή από τη Σάρρα παιδί, από το οποίο πληθύνθηκαν οι απόγονοι του πατριάρχη κι έγιναν ένα μεγάλο έθνος).Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος (:ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του. Οι άνθρωποι βέβαια ορκίζονται στον Θεό, ο Οποίος είναι ανώτερος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,13-16].
Αφού επέκρινε σφοδρά τους Εβραίους και αφού τους φόβισε αρκετά, πρώτα τους παρηγορεί με τους επαίνους και ύστερα με το ότι θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε οι ελπίδες τους, πράγμα που είναι και ισχυρότερο. Δεν τους παρηγορεί όμως από τα παρόντα, αλλά πάλι από τα περασμένα. Αυτό τους έπειθε περισσότερο. Όπως δηλαδή στην τιμωρία τούς φοβίζει περισσότερο με εκείνα, έτσι και στα βραβεία τους παρηγορεί με αυτά, δείχνοντας ποια είναι η συνήθεια του Θεού. Και είναι αυτή η συνήθεια του Θεού, να μην εκπληρώνει δηλαδή αμέσως τις υποσχέσεις Του, αλλά ύστερα από πολύ καιρό. Και το κάνει αυτό, και για να φανερώσει μια μέγιστη απόδειξη της δύναμής Του, και για να οδηγήσει και εμάς στην πίστη, ώστε όσοι ζουν σε θλίψεις και δεν λαμβάνουν τις υποσχέσεις ούτε τους μισθούς να μην αποκάμουν από τους κόπους τους. Και αφού τους άφησε όλους, παρόλο που μπορούσε να αναφέρει πολλούς, εστίασε στον Αβραάμ και εξαιτίας του αξιώματος του προσώπου αυτού και εξαιτίας του ότι σε αυτόν κυρίως είχε συμβεί αυτό. Αν και βέβαια στο τέλος της επιστολής λέγει ότι όλοι αυτοί, αφού είδαν από μακριά και ασπάσθηκαν τις υποσχέσεις, δεν τις έλαβαν, για να μη φτάσουν στην τελειότητα χωρίς εμάς.
«Όταν ο Θεός» λέγει, «έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ, επειδή δεν είχε κανέναν ανώτερο για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό Του λέγοντας: ’’αλήθεια, σου υπόσχομαι ότι θα σε ευλογήσω πλούσια και θα πληθύνω πολύ τους απογόνους σου’’. Και έτσι με την υπομονή που επέδειξε ο Αβραάμ προσμένοντας την εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού, προσέλκυσε τη θεία χάρη και πραγματοποίησε την υπόσχεση».
Πώς λοιπόν στο τέλος λέγει ότι: «Οὐκ ἐκομίσατο τὴν ἐπαγγελίαν(:Δεν έλαβε τις υποσχέσεις)»[Εβρ.11,39: «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν(:Και όλοι αυτοί οι άγιοι άντρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς)»] και εδώ ότι «με την υπομονή με την οποία περίμενε ο Αβραάμ πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του»; Πώς δεν έλαβε αυτές; Και πώς πραγματοποίησε αυτές; Δεν λέγει για τα ίδια πράγματα εδώ και εκεί, αλλά τους παρηγορεί δύο φορές. «Έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ». Και τα επίγεια βέβαια του τα έδωσε ύστερα από πολύ καιρό, ενώ τα μελλοντικά, τα επουράνια, όχι ακόμη. «Και έτσι με την υπομονή που επέδειξε πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του».
Βλέπεις ότι δεν έκαμε τα πάντα μόνο η υπόσχεση, αλλά και η υπομονή; Εδώ τους φοβίζει, δείχνοντας ότι πολλές φορές η υπόσχεση εμποδίζεται από ολιγοψυχία. Και αυτό βέβαια το απέδειξε μέσω του λαού· γιατί ολιγοψύχησαν και γι’ αυτό δεν πραγματοποιήθηκε σε αυτούς καθόλου η υπόσχεση· ενώ το αντίθετο το δείχνει με τον Αβραάμ. Έπειτα προς το τέλος κάνει και κάτι περισσότερο. Δείχνει δηλαδή πως, αν και έδειξαν υπομονή, δεν πραγματοποιήθηκαν σε αυτούς οι υποσχέσεις και ούτε έτσι όμως στενοχωρήθηκαν.
«Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος(:Ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του. Οι άνθρωποι βέβαια ορκίζονται στον Θεό, ο Οποίος είναι ανώτερος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,16]. Σωστά. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος που ορκίστηκε στον Αβραάμ; Δεν είναι ο Υιός; «Όχι», λέγει. Από πού το λέγεις αυτό, Παύλε; Κυρίως βέβαια το λέγει ο Υιός, αλλά δεν το αμφισβητώ. Όταν λοιπόν Αυτός κάνει τον ίδιο όρκο: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω», δεν φαίνεται ότι τον κάνει, επειδή δεν έχει κάποιον ανώτερο να ορκιστεί;
Όπως λοιπόν ορκίστηκε ο Πατέρας, έτσι ορκίζεται και ο Υιός στον εαυτό Του, λέγοντας «αλήθεια, αλήθεια σάς λέγω». Εδώ τους υπενθυμίζει εκείνους τους όρκους του Χριστού, τους οποίους έλεγε συνέχεια: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται·καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα(:Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει· διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς. Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος)»[Ιω.11,26].
Τι σημαίνει «καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος (:και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»; Αντί για το «απ’ αυτόν διαλύεται η αμφισβήτηση κάθε αντιλογίας»· όχι αυτής ή εκείνης, αλλά κάθε αντιλογίας. Έπρεπε βέβαια και χωρίς όρκο να πιστεύεται ο Θεός. «Ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ (:Επειδή λοιπόν με τον όρκο αποκλείεται κάθε αμφιβολία και επειδή ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα σε εκείνους που θα κληρονομούσαν τις επαγγελίες Του ότι ήταν αμετάκλητη και αμετάθετη η απόφασή Του να πραγματοποιήσει τα όσα υποσχέθηκε, γι’ αυτό δέχθηκε από άκρα συγκατάβαση και αγαθότητα να μεσολαβήσει όρκος στα λόγια Του)»[Εβρ.6,17], λέγει. Εδώ περιλαμβάνει και τους πιστούς. Γι’ αυτό υπενθυμίζει και την υπόσχεση αυτή που γενικά δόθηκε σε μας. «Εγγυήθηκε», λέγει, «με όρκο». Πάλι εδώ λέγει ότι ο Υιός έγινε εγγυητής ανάμεσα στους ανθρώπους και στον Θεό.
«ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν (:και δέχθηκε τη μεσολάβηση του όρκου, ώστε με δύο πράγματα στερεά και αμετακίνητα δηλαδή με την υπόσχεσή Του και με τον όρκο Του, στα οποία είναι απολύτως αδύνατο να πει ψέματα ο Θεός)»[Εβρ.6,18]. Ποιο είναι το ένα και ποιο το άλλο; Το να πει και να υποσχεθεί, και το να προσθέσει τον όρκο στην υπόσχεση. Επειδή λοιπόν στους ανθρώπους αυτό φαίνεται πως είναι πιο αξιόπιστο, δηλαδή ο όρκος, γι’ αυτό και το πρόσθεσε.
Βλέπεις ότι δεν προσέχει τη δική Του αξία, αλλά πώς να πείσει τους ανθρώπους, και ότι ανέχεται να λέγονται ανάξια πράγματα για τον εαυτό Του; Δηλαδή, θέλει να βεβαιώσει. Και στην περίπτωση του Αβραάμ δείχνει ότι όλα ανήκουν στο Θεό και όχι στην υπομονή εκείνου, επειδή δέχτηκε να προσθέσει και όρκο, αφού σε αυτό που ορκίζονται οι άνθρωποι, σε αυτό ορκίστηκε και ο Θεός, δηλαδή στον εαυτό Του. Αλλά εκείνοι ορκίζονται σε ανώτερο, Αυτός όμως όχι σε ανώτερο· παρ΄όλ’ αυτά, το έκαμε. Δεν είναι δηλαδή το ίδιο να ορκιστεί στον εαυτό του ο άνθρωπος και ο Θεός· γιατί ο άνθρωπος δεν εξουσιάζει τον εαυτό του. Βλέπεις λοιπόν ότι αυτό δε λέχθηκε μάλλον προς τον Αβραάμ αλλά προς εμάς.
«ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος (:να έχουμε εμείς που καταφύγαμε σε Αυτόν μεγάλη ενθάρρυνση και προτροπή και στήριγμα προκειμένου να κρατήσουμε δυνατά την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας)»[Εβρ.6,18], λέγει. Και εδώ πάλι με την υπομονή πραγματοποίησε την υπόσχεση. Τώρα λέγει· και δεν είπε, επειδή ορκίστηκε. Και τι σημαίνει όρκος, το φανέρωσε λέγοντας το «να ορκιστεί στο μεγαλύτερο». Αλλά επειδή το ανθρώπινο γένος είναι άπιστο, κατεβαίνει στα ίδια με μας. Όπως λοιπόν ορκίζεται για μας, παρόλο που είναι ανάξιο γι΄Αυτόν το να μην πιστεύεται, έτσι είπε και το «καίπερ ὢν υἱός, ἔμαθεν ἀφ᾿ ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοήν(:έτσι λοιπόν, αν και ήταν Υιός του Θεού, ο μονογενής και ομοούσιος του Πατρός, έμαθε εκ προσωπικής πείρας ως άνθρωπος από όσα έπαθε, την υπακοή, την οποία έδειξε έμπρακτα και στον ύψιστο βαθμό)»[Εβρ.5,8], επειδή οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό είναι περισσότερο αξιόπιστο, το να τα δοκιμάσει ο ίδιος. Και τι σημαίνει: «Τῆς προκειμένης ἐλπίδος(:την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας)»; «Απ’ αυτά», λέγει, «συμπεραίνουμε τα μελλοντικά. Γιατί, αν αυτά πραγματοποιήθηκαν ύστερα από τόσο χρόνο οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν και εκείνα. Επομένως όσα έγιναν στον Αβραάμ μάς εγγυώνται και για τα μελλοντικά».
«ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα(:εκεί, στον ουρανό, ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει τον δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο. Και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, κατά την τάξη Μελχισεδέκ)»[Εβρ.6,20].Ενώ βρισκόμαστε ακόμη στον κόσμο και δεν αναχωρήσαμε ακόμη από τη ζωή, δείχνει ότι απολαμβάνουμε ήδη τις υποσχέσεις, γιατί μέσω της ελπίδας είμαστε ήδη στον ουρανό. Είπε «περιμένετε»· γιατί μέσω της ελπίδας είμαστε ήδη στον ουρανό. Είπε «περιμένετε» γιατί οπωσδήποτε θα συμβούν. Έπειτα βεβαιώνοντας αυτό λέγει· «μάλλον όμως, τα απολαύσατε ήδη με την ελπίδα». Και δεν είπε «εμείς είμαστε μέσα» αλλά «αυτή μπήκε μέσα», πράγμα που ήταν αληθέστερο και πιθανότερο. Γιατί, όπως η άγκυρα όταν κρεμαστεί από το πλοίο δεν το αφήνει να πηγαίνει εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυπούν άπειροι άνεμοι, αλλά όταν ριφθεί το σταθεροποιεί, έτσι και η ελπίδα.
«ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος(:αυτή την ελπίδα την έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής. Αυτή μας ασφαλίζει από τους πνευματικούς κινδύνους και είναι σταθερή και αμετακίνητη και εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων)»[Εβρ.6,19].Και πρόσεχε πώς βρήκε την κατάλληλη εικόνα. Γιατί δεν μίλησε για θεμέλιο, πράγμα που δεν ταίριαζε, αλλά για άγκυρα. Εκείνο δηλαδή που βρίσκεται σε τρικυμία και δε φαίνεται να είναι πάρα πολύ σταθερό, στέκεται πάνω σε νερό, όπως επάνω στη γη, και ταλαντεύεται και δεν ταλαντεύεται. Για όσους λοιπόν είναι πάρα πολύ σταθεροί και πιστοί, εύλογα ανέφερε εκείνο ο Χριστός λέγοντας: «ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν(:αυτός είναι συνετός άνθρωπος, που έκτισε το σπίτι του πάνω στην πέτρα, στο στερεό δηλαδή και αδιάσειστο θεμέλιο της διδασκαλίας μου και του παραδείγματός μου)»[Ματθ.7,24].
Για όσους όμως αποκάμνουν και πρέπει να στηρίζονται με την ελπίδα, ορθά το ανέφερε αυτό ο Παύλος. Γιατί η θύελλα και η μεγάλη τρικυμία ταλαντεύει το σκάφος, ενώ η ελπίδα δεν αφήνει να περιφέρεται εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυπούν άπειροι άνεμοι. Επομένως αν δεν την είχαμε, θα είχαμε καταποντιστεί πριν από πολύ καιρό. Όχι μόνο στα πνευματικά, αλλά και στα βιοτικά θα μπορούσε κανείς να βρει μεγάλη τη δύναμή της, όπως στο εμπόριο, στη γεωργία και στην εκστρατεία. Γιατί, αν κανείς δεν την προστάξει αμέσως, δεν θα μπορέσει να ασχοληθεί με κανένα έργο. Και δεν είπε απλώς «ἄγκυραν» αλλά και «ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν», για να φανερώσει τη σταθερότητα εκείνων που στηρίζονται σε αυτήν για τη σωτηρία τους. Γι’ αυτό προσθέτει, «εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων». Τι σημαίνει αυτό; Αντί για το «αυτή φθάνει στον ουρανό».
Στη συνέχεια πρόσθεσε και την πίστη, για να μην είναι μόνο ελπίδα, αλλά και πολύ αληθινή. Γιατί μετά τον όρκο προσθέτει και κάτι άλλο, την απόδειξη από τα πράγματα, ότι δηλαδή πρόδρομος για χάρη μας μπήκε ο Ιησούς. Ο πρόδρομος όμως είναι πρόδρομος για κάποιους, όπως ήταν ο Ιωάννης για τον Χριστό. Και δεν είπε απλώς «μπήκε», αλλά «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς (:ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει τον δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο)», επειδή επρόκειτο και εμείς να ακολουθήσουμε. Γιατί δεν πρέπει να είναι μεγάλη η απόσταση του προδρόμου από αυτούς που τον ακολουθούν, επειδή δεν θα ήταν τότε πρόδρομος. Ο πρόδρομος δηλαδή και όσοι ακολουθούν πρέπει να βρίσκονται στον ίδιο δρόμο, και αυτός να βαδίζει, ενώ οι άλλοι να προσπαθούν να τον φτάσουν.
«κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα(:και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, κατά την τάξη Μελχισεδέκ)», λέγει παρακάτω. Να και άλλη παρηγοριά, αφού ο αρχιερέας μας βρίσκεται στον ουρανό και είναι πολύ καλύτερος από τους αρχιερείς των Ιουδαίων, όχι μόνο ως προς τον τρόπο, αλλά και ως προς τον τόπο και τη σκηνή και τη διαθήκη και το πρόσωπο. Και αυτό αναφέρεται στη σάρκα.
Πρέπει λοιπόν και αυτοί στους οποίους είναι ιερέας, αυτοί που αποτελούν το ποίμνιό του να είναι πολύ καλύτεροι. Και όπως είναι μεγάλη η διαφορά του Χριστού από τον Ααρών, τέτοια είναι και η δική μας διαφορά από τους Ιουδαίους. Πρόσεχε λοιπόν, στον ουρανό έχουμε το Ιερό Σφάγιο, στον ουρανό τον Ιερέα, στον ουρανό τη Θυσία. Επομένως ας προσφέρουμε τέτοιες θυσίες που μπορούν να προσφέρονται σε εκείνο το θυσιαστήριο· όχι πια πρόβατα και βόδια, όχι αίμα και κνίσα.
Όλα αυτά έχουν καταργηθεί και έχει εισαχθεί στη θέση τους η λογική λατρεία. Τι όμως είναι η λογική λατρεία; Αυτά που προσφέρονται με την ψυχή, με το πνεύμα(γιατί λέγει: «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν(:Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει)»[Ιω.4,24]· όσα δεν έχουν ανάγκη από το σώμα, από όργανα, από τόπους. Και τέτοια είναι η πραότητα, η σωφροσύνη, η ελεημοσύνη, η ανεξικακία, η υπομονή, η ταπεινοφροσύνη.
Τις θυσίες αυτές θα μπορούσε να τις δει κανείς και στην Παλαιά Διαθήκη να έχουν από την αρχή προεικονιστεί. Γιατί λέγει ο Δαβίδ: «Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε ἐπὶ Κύριον(:Προσφέρετε ως θυσία όχι ζώα και υλικές προσφορές, αλλά δικαιοσύνη και αγαθότητα· και στηρίξτε όλη την ελπίδα και την εμπιστοσύνη σας στον Κύριο)»[Ψαλμ. 4,6]. Και πάλι: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσομαι(:Σε σένα λοιπόν και εγώ τώρα θα προσφέρω ευχαριστήρια θυσία για τη διάσωσή μου. Και γεμάτος ευγνωμοσύνη θα επικαλεστώ το όνομά Σου, υψώνοντας ευλαβικά το ποτήριο της θυσίας για να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς Εσένα)»[Ψαλμ. 115,8]· και: «Θυσία αἰνέσεως δοξάσει με(:Εμένα μόνο η θυσία δοξολογίας θα με δοξάσει· μια θυσία ευγνωμοσύνης που θα ξεχειλίζει από μία αγνή καρδιά αφοσιωμένη σε Εμένα)»[Ψαλμ.49,23]· και: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον(:Θυσία ευάρεστη και ευπρόσδεκτη στον Θεό είναι εκείνη που προσφέρεται με εσωτερική συντριβή και ειλικρινή μετάνοια· ποτέ ο Θεός δεν θα απορρίψει μια καρδιά που αισθάνεται αληθινή συντριβή και ταπείνωση)»[Ψαλμ.50,19].
Και πάλι: «Ἱνατί μοι λίβανον ἐκ Σαβὰ φέρετε;(:Τι να κάνω εγώ το λιβάνι, που φέρετε από τη Σαβά, εφόδον καταπατείτε συνέχεια τον νόμο μου;)»[Ιερ.6,20]. Και άλλος: «Μετάστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ ἦχον ᾠδῶν σου, καὶ ψαλμὸν ὀργάνων σου οὐκ ἀκούσομαι(: Απομακρύνετε από κοντά μου τον ήχο των ωδών σας. Δεν θέλω να ακούσω τις μελωδίες των οργάνων σας)»[Αμώς 5,23]. Αλλά αντί για όλα αυτά: «Ἒλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν(:Προτιμώ την αγάπη σας προς Εμένα και όχι τις τυπικές θυσίες)»[Ωσηέ, 6,6].
Βλέπεις με ποιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός; Βλέπεις ότι άλλες έχουν ήδη παραμεριστεί από την αρχή και ότι άλλες πήραν τη θέση τους; Αυτές λοιπόν ας προσφέρουμε. Γιατί εκείνες είναι απόδειξη πλούτου και των πλουσίων, αυτές όμως της αρετής· εκείνες είναι εξωτερικές, αυτές εσωτερικές· εκείνες θα μπορούσε να τις κάνει και ο τυχαίος άνθρωπος, αυτές όμως λίγοι. Όσο ανώτερος είναι ο άνθρωπος από το πρόβατο, τόσο ανώτερη είναι αυτή η θυσία από εκείνη, γιατί εδώ προσφέρεις θυσία την ψυχή σου. Υπάρχουν όμως και άλλες θυσίες, τα πραγματικά ολοκαυτώματα, τα σώματα των αγίων μαρτύρων. Εκεί είναι αγία και η ψυχή και το σώμα, εκείνα έχουν μεγάλη ευωδιαστή οσμή.
Μπορείς και εσύ, αν θέλεις, να προσφέρεις τέτοια θυσία. Τι δηλαδή αν δεν κάψεις το σώμα με τη φωτιά; Μπορείς όμως να το κάψεις με άλλη φωτιά, όπως με τη φωτιά της θεληματικής φτώχειας, της θλίψης. Το να μπορεί δηλαδή κάποιος να ζει με απολαύσεις και πολυτέλεια, αλλά να προτιμά την επίπονη και δύσκολη ζωή και να νεκρώνει το σώμα, δεν είναι ολοκαύτωμα; Νέκρωσε και σταύρωσε το σώμα σου, και τότε θα λάβεις και ο ίδιος το στεφάνι αυτού του μυστηρίου. Εκείνο δηλαδή που κάνει εκεί το ξίφος, ας το κάνει εδώ η προθυμία. Ας μη σε καίει και ας μη σε κατέχει ο έρωτας για τα χρήματα, αλλά ας κατακαίεται και ας σβήνει τελείως η παράλογη αυτή επιθυμία με τη φωτιά του πνεύματος και ας κατακόβεται με τη μάχαιρα του Πνεύματος. Αυτή είναι θυσία καλή, δεν χρειάζεται ιερέα, αλλά αυτόν που την προσφέρει· θυσία καλή, που τελείται βέβαια στη γη, αλλά αμέσως ανεβαίνει στον ουρανό.
Δεν θαυμάζουμε ότι η φωτιά στην παλαιά εποχή κατέβαινε και κατέστρεφε τα πάντα; Μπορεί και τώρα να κατεβεί φωτιά πολύ πιο θαυμαστή από εκείνη και να καταστρέψει όλα όσα βρίσκονται μπροστά της· ή καλύτερα όχι να καταστρέψει, αλλά να ανεβάσει στον ουρανό. Γιατί δεν τα κάνει αυτά στάχτη, αλλά προσφέρει δώρα στον Θεό. Τέτοιες ήταν οι προσφορές του Κορνηλίου. Γιατί λέγει: «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ(:Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη στο Θεό και ως μια ενθύμηση για να μη σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4]. Βλέπεις άριστη σύζευξη; Τότε μας ακούνε, όταν και εμείς ακούμε τους φτωχούς που μας πλησιάζουν· «Ὅς φράσσει τὰ ὧτα αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς, καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ εἰσακούων(:Εκείνος που κλείνει τα αυτιά του, για να μην ακούσει την παράκληση του φτωχού, ενός αδύνατου και ασθενούς, θα ευρεθεί και αυτός στην ανάγκη να επικαλεστεί και να ζητήσει βοήθεια των άλλων και δεν θα υπάρξει κανείς να τον ακούσει)»,λέγει η Γραφή [Παροιμ.21,13].
«Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ῥύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος(:Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που κατανοεί τον φτωχό και αυτόν που στερείται τα πάντα· κατανοεί τη δύσκολη θέση του και ενδιαφέρεται γι΄αυτόν· διότι, όταν κάποια μέρα θα τον βρουν στενοχώριες, ασθένειες και συμφορές, ο Κύριος θα τον λυτρώσει και θα τον σώσει)»[Ψαλμ. 40,2]. Και δεν είναι άλλη αυτή η ημέρα, παρά εκείνη η ημέρα της κρίσης, η οποία γίνεται δύσκολη για τους αμαρτωλούς. Τι σημαίνει: «Ὁ συνιῶν(:αυτός που κατανοεί)»; Αυτός που καταλαβαίνει τι σημαίνει φτωχός, αυτός που γνωρίζει καλά τη στενοχώρια του. Γιατί, όποιος μάθει τη στενοχώρια του, οπωσδήποτε θα τον βοηθήσει αμέσως. Όταν δεις φτωχό, μην τον περιφρονήσεις, αλλά αμέσως σκέψου ποιος θα ήσουν, αν εσύ ήσουν εκείνος, αν ήσουν εσύ στη θέση του· τι δεν θα ήθελες να σου κάνουν όλοι; «Αυτός που κατανοεί», λέγει. Σκέψου ότι είναι ελεύθερος όμοια με σένα και ότι μετέχει στην ίδια με σένα ευγενική καταγωγή και ότι όλα τα έχει κοινά με σένα. Παρόλο όμως που αυτός δεν έχει τίποτε κατώτερο από εσένα, ούτε με τα σκυλιά σου πολλές φορές τον θεωρείς ίσο. Γιατί εκείνα χορταίνουν ψωμί, αυτός όμως κοιμήθηκε πολλές φορές πεινασμένος· ο ελεύθερος έγινε περισσότερο περιφρονημένος και από τους δούλους σου.
«Οι δούλοι όμως», λέγει ίσως κάποιος, «εκτελούν υπηρεσία σε μας». Πες μου, ποια ακριβώς είναι αυτή; Ότι σε υπηρετούν καλά; Αν λοιπόν αποδείξω ότι και αυτός εκπληρώνει υπηρεσία σε σένα πολύ μεγαλύτερη από εκείνους, τι θα πεις; Γιατί θα σου παρασταθεί την ημέρα της κρίσης και θα σε γλυτώσει από τη φωτιά. Τι παρόμοιο κάνουν όλοι οι δούλοι; Όταν πέθανε η Ταβιθά, ποιος την ανάστησε;[βλ. Πράξ.9,36-43]. Δούλοι που την περιστοίχισαν ή φτωχοί; Εσύ όμως δεν θέλεις να εξισώνεις τον ελεύθερο με τους δούλους. Είναι πολύ το κρύο και πεσμένος στο χώμα ρακένδυτος ο φτωχός, πεθαίνοντας από το κρύο, χτυπώντας τα δόντια, και από το πρόσωπο και την εμφάνιση είναι ικανός να σε παρακαλέσει, ενώ εσύ που ζεσταίνεσαι και μεθάς, τον περιφρονείς. Πώς λοιπόν έχεις την αξίωση να σε σώσει ο Θεός όταν βρίσκεσαι σε συμφορά; Πολλές φορές όμως λες και αυτό: «αν ήμουν εγώ και έπιανα κάποιον να έχει αμαρτήσει πολύ, θα τον συγχωρούσα, και ο Θεός δεν συγχωρεί;». Μην το πεις αυτό, γιατί και εσύ αυτόν που δεν αμάρτησε καθόλου σε εσένα, που μπορείς να τον απαλλάξεις, τον περιφρονείς.
Αν όμως περιφρονείς έναν τέτοιον άνθρωπο, πώς ο Θεός θα σε συγχωρήσει όταν αμαρτάνεις σε Αυτόν; Άραγε δεν είναι άξια αυτά για τη γέενα; Και τι το παράξενο; Πολλές φορές ένα σώμα νεκρό και αναίσθητο, που δεν αισθάνεται πια την τιμή, το στολίζεις με πολλά και ποικίλα και χρυσοΰφαντα ρούχα, αλλά περιφρονείς το σώμα που υποφέρει και αφανίζεται και βασανίζεται και ταλαιπωρείται από την πείνα και το κρύο, και ενδίδεις περισσότερο στη ματαιοδοξία παρά στον φόβο του Θεού.
Και είθε να σταματούσε εδώ, αλλά αμέσως ακολουθούν κατηγορίες εναντίον εκείνου που τον πλησιάζει· «γιατί δεν εργάζεται», λέγει, «και γιατί τρέφεται χωρίς να εργάζεται;» Πες μου, εσύ από την εργασία σου έχεις αυτά που έχεις και δεν πήρες πατρικό κλήρο; Αν όμως εργάζεσαι, γι’ αυτό κατηγορείς άλλον; Δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «῾Υμεῖς δέ, ἀδελφοί, μὴ ἐκκακήσητε καλοποιοῦντες(:Εσείς όμως, αδελφοί, μην αποκάμνετε κάνοντας το καλό ακόμη και σε αυτούς, αλλά να το κάνετε ακούραστα)»;[Β΄Θεσ.3,13]. Γιατί, αφού είπε: «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω(:Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει)»[Β΄Θεσ.3,10], πρόσθεσε αυτό.
«Αλλά», λέγει επίσης ίσως κάποιος, «είναι απατεώνας». Τι λες, άνθρωπε; Τον ονομάζεις «απατεώνα» για ένα ψωμί και ένα ένδυμα; Αλλά το πουλάει αμέσως, λέγει. Αλλά μήπως εσύ διαχειρίζεσαι τα δικά σου σωστά; Τι δηλαδή; Όλοι είναι φτωχοί επειδή δεν εργάζονται; Κανείς δεν είναι φτωχός από ναυάγια; Κανείς από δικαστήρια; Κανείς από κλοπή; Κανείς από κινδύνους; Κανείς από αρρώστιες; Κανείς από άλλη περίσταση; Αλλά αν ακούσουμε κάποιον να οδύρεται και να τα φωνάζει δυνατά αυτά, και γυμνό να βλέπει στον ουρανό, και να έχει μακριά μαλλιά και να είναι ρακένδυτος, τον αποκαλούμε αγύρτη, απατεώνα και υποκριτή; Δεν ντρέπεσαι; Ποιον ονομάζεις απατεώνα; Μη δώσεις τίποτε, και να μην κατηγορήσεις όμως τον άνθρωπο. «Αλλά έχει χρήματα»,λέγει, «και προσποιείται». Αυτό είναι κατηγορία εναντίον σου, όχι εναντίον εκείνου. Αυτός γνωρίζει ότι έχει να κάνει με σκληρούς, με θηρία μάλλον παρά με ανθρώπους, και ότι, και αν ακόμη μιλήσει αξιολύπητα, δεν παρασύρει κανέναν· και γι’ αυτό αναγκάζεται να περιβληθεί και με αξιολύπητη ενδυμασία για να σου λυγίσει την ψυχή.
Αν δούμε κάποιον να πλησιάζει με ενδυμασία που ταιριάζει σε ελεύθερο, αυτός είναι απατεώνας, λέγει, και για να φανεί ότι κατάγεται από ευγενείς πλησιάζει με αυτόν τον τρόπο. Αν δούμε κάποιον με την αντίθετη ενδυμασία, και αυτόν τον κακίζουμε. Τι να κάνουν λοιπόν; Πω πω, πόση αγριότητα, πόση σκληρότητα! «Και για ποιο λόγο», λέγει, «γυμνώνουν τα ακρωτηριασμένα μέλη τους;» Για σένα. Αν ήμασταν ελεήμονες, δε θα είχαν ανάγκη από αυτά τα τεχνάσματα· αν έπειθαν από την πρώτη προσέλευση, δε θα μηχανεύονταν τόσα πολλά. Ποιος είναι τόσο άθλιος, ώστε να θέλει να φωνάζει τόσα πολλά, ώστε να θέλει να ασχημονεί, ώστε να θέλει να οδύρεται δημόσια με τη γυμνή γυναίκα του, με τα παιδιά του και να πασπαλίζεται με σκόνη; Από πόση φτώχεια είναι χειρότερα αυτά; Αλλά γι’ αυτά όχι μόνο δεν ελεούνται, αλλά και κατηγορούνται από μας. Ακόμη λοιπόν θα αγανακτήσουμε, επειδή δεν εισακουόμαστε όταν προσευχόμαστε στον Θεό; Ακόμη λοιπόν θα δυσανασχετήσουμε, επειδή δεν πείθουμε όταν παρακαλούμε; Δε φρίττουμε, αγαπητοί;
«Αλλά πολλές φορές», λέγει, «έδωσα». Αλλά μήπως εσύ δεν τρως πάντοτε; Και τα παιδιά πολλές φορές όταν ζητούν τα διώχνεις; Πω πω αδιαντροπιά! Ονομάζεις αδιάντροπο τον φτωχό; Και εσύ βέβαια όταν αρπάζεις δεν είσαι αδιάντροπος, ενώ εκείνος όταν παρακαλεί για ψωμί είναι αδιάντροπος; Δεν καταλαβαίνεις πόση είναι η ανάγκη της κοιλιάς; Δεν τα κάνεις όλα γι’ αυτό; Δεν αδιαφορείς για τα πνευματικά γι΄αυτόν τον λόγο; Δεν είναι μπροστά μας ο ουρανός και η βασιλεία των ουρανών; Εσύ όμως φοβούμενος την εξουσία εκείνης, υπομένεις τα πάντα, και δεν την περιφρονείς; Αυτή είναι αδιαντροπιά. Δεν βλέπεις γέρους ανάπηρους; Αλλά, πω πω ανοησία! «Ο τάδε», λέγει, «δανείζει τόσα χρυσά νομίσματα, και ο τάδε τόσα, και όμως επαιτεί». Λέτε παραμύθια για μικρά παιδιά και ανοησίες. Γιατί και εκείνα πάντοτε ακούνε τέτοια παραμύθια από την τροφό τους. Δεν πείθομαι, δεν πιστεύω μακριά μία τέτοια σκέψη. Δανείζει κάποιος και ενώ έχει πολλά επαιτεί; Πες μου, για ποιο λόγο; Και τι είναι αισχρότερο από την επαιτεία; Προτιμότερος ο θάνατος παρά η επαιτεία.
Μέχρι πότε θα είμαστε σκληροί; Τι λοιπόν; Όλοι δανείζουν; Όλοι είναι απατεώνες; Κανείς δεν είναι αληθινά φτωχός; «Ναι», λέγει, «και πολλοί μάλιστα». Γιατί λοιπόν δεν τους βοηθείς εκείνους, επειδή εξετάζεις λεπτομερώς τη ζωή τους; Πρόσχημα είναι αυτά και δικαιολογία. «Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς(:Σε εκείνον που σου ζητά ελεημοσύνη δίνε, αλλά πάντοτε με διάκριση που θα την διαπνέει η ειλικρινής αγάπη. Και μην περιφρονήσεις εκείνον που σου ζητά δανεικά χωρίς τόκο)»[Ματθ.5,42]· άπλωσε το χέρι σου, και μην το έχεις μαζεμένο. Δεν οριστήκαμε εξεταστές της ζωής των ανθρώπων, γιατί έτσι δεν θα ελεήσουμε κανέναν.
Γιατί όταν παρακαλείς τον Θεό λες «να μην θυμηθείς τις αμαρτίες μου»; Επομένως, και αν ακόμη είναι πάρα πολύ αμαρτωλός εκείνος, το ίδιο να σκέπτεσαι και γι΄αυτόν και να μη θυμάσαι τις αμαρτίες του. Ο καιρός είναι για φιλανθρωπία, όχι για λεπτομερή εξέταση· για ελεημοσύνη, όχι για υπολογισμούς. Θέλει να τον θρέψεις· αν θέλεις, δώσε του· αν όμως δεν θέλεις, διώξε τον, χωρίς να απορείς γιατί είναι άθλιος και ταλαίπωρος. Γιατί δεν τον ελεείς και γιατί αποτρέπεις και αυτούς που θέλουν να τον ελεήσουν; Όταν δηλαδή ο τάδε ακούσει από σένα ότι αυτός είναι απατεώνας, ότι εκείνος είναι υποκριτής, ότι ο άλλος δανείζει, ούτε σε αυτούς δίνει ούτε σε εκείνους, επειδή υποψιάζεται πως όλοι είναι τέτοιοι. Γνωρίζετε βέβαια ότι εύκολα υποψιαζόμαστε τα κακά, ενώ τα καλά καθόλου.
Ας γίνουμε ελεήμονες, όχι απλώς, αλλά όπως ο Πατέρας μας ο ουράνιος. Αυτός τρέφει και μοιχούς και πόρνους και αγύρτες. Και τι λέγω; Τρέφει και εκείνους που έχουν κάθε είδος κακίας. Γιατί μέσα σε τόσο κόσμο είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και πολλοί τέτοιοι. Όμως όλους τους τρέφει, όλους τους ντύνει. Κανείς δεν πέθανε ποτέ από πείνα, εκτός αν κάποιος το ήθελε. Έτσι ας γίνουμε ευσπλαχνικοί· αν έχει κάποιος ανάγκη και βρίσκεται σε οικονομική δυσκολία, βοήθα τον. Τώρα όμως φθάσαμε σε τόσο μεγάλο σημείο αδιαφορίας, ώστε να το κάνουμε αυτό όχι μόνο στους φτωχούς που βαδίζουν μέσα από στενωπούς, αλλά και στους μοναχούς. «Ο τάδε είναι απατεώνας», λέγει. Δεν το έλεγα αυτό προηγουμένως, ότι αν δίνουμε σε όλους χωρίς διάκριση πάντοτε θα ελεούμε, αν όμως αρχίσουμε να εξετάζουμε λεπτομερώς δε θα ελεήσουμε ποτέ; Τι λες; Για να πάρει ψωμί, είναι απατεώνας; Αν βέβαια ζητάει τάλαντα χρυσού και αργύρου ή πολυτελή ενδύματα ή δούλους ή οτιδήποτε άλλο, δίκαια θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς απατεώνα. Αν όμως δε ζητάει τίποτε από αυτά, αλλά τροφή και στέγη, που είναι απόδειξη ευσέβειας, αυτό, πες μου, είναι γνώρισμα απατεώνα;
Ας σταματήσουμε αυτήν την άκαιρη, σατανική και ολέθρια πολυπραγμοσύνη. Αν κάποιος λέγει ότι ανήκει στον κλήρο ή ονομάζει τον εαυτό του ιερέα, να τον περιεργάζεσαι και να τον εξετάζεις προσεκτικά, γιατί εκεί δεν είναι ακίνδυνη η ανεξέταστη παροχή, αλλά ο κίνδυνος είναι για μεγάλα πράγματα. Αν όμως είναι ανάγκη από τροφή, να μην εξετάζεις τίποτε, γιατί δε δίνεις, αλλά παίρνεις. Εξέτασε, αν θέλεις, πώς έδειχνε τη φιλοξενία ο Αβραάμ σε όλους που έρχονταν κοντά του. Αν ήταν περίεργος για εκείνους που κατέφευγαν σε αυτόν, δε θα φιλοξενούσε αγγέλους. Γιατί ίσως δεν θα πίστευε ότι είναι άγγελοι και θα τους έδιωχνε και αυτούς μαζί με τους άλλους, αλλά επειδή τους δεχόταν όλους, δέχθηκε και αγγέλους.
Μήπως ο Θεός σού δίνει τον μισθό από τη συμπεριφορά αυτών που λαμβάνουν; Από τη δική σου προαίρεση, από την ανάλογη γενναιοδωρία, από την πολλή φιλανθρωπία, από την καλοσύνη. Αυτή ας υπάρχει και θα απολαύσεις όλα τα αγαθά, τα οποία είθε να τα απολαύσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολήν», ομιλία ΙΑ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 467-493.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ [:Μάρκ.9,14-29]
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ
«Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι(: Και όταν έφθασαν στο πλήθος του λαού, Τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος που γονάτισε μπροστά Του κι έλεγε: ‘’Κύριε, λυπήσου και σπλαχνίσου το παιδί μου, διότι σεληνιάζεται και υποφέρει άσχημα, αλλά και κινδυνεύει τον έσχατο κίνδυνο· διότι πολλές φορές πέφτει στη φωτιά, και πολλές φορές στο νερό, και κινδυνεύει έτσι να καεί ή να πνιγεί. Και τον έφεραν στους μαθητές Σου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν)»[Ματθ.17,14-16].
Αυτόν τον άνθρωπο η Γραφή μας τον παρουσιάζει πάρα πολύ ασθενή ως προς την πίστη· και τούτο είναι φανερό από πολλά σημεία, και από το ότι είπε ο Χριστός: «Πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι (:Σε εκείνον που πιστεύει όλα είναι δυνατά)»[Μάρκ.9,23],και από το ότι είπε αυτός που Τον πλησίασε «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ (:Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύναμη να με βοηθήσεις. Βοήθησέ με να απαλλαγώ απ’ την ολιγοπιστία μου και αναπλήρωσε εσύ την έλλειψη της πίστεώς μου)»[Μάρκ.9,24] και από το ότι έδωσε ο Χριστός εντολή στον δαίμονα να μην εισέλθει πλέον σε αυτόν, αλλά ακόμη και από το ότι είπε ο άνθρωπος εκείνος στον Χριστό: «Εἴ τι δύνασαι(:Εάν μπορείς)»[Μάρκ.9,22].
Και γιατί κατηγορεί τους μαθητές, εάν η απιστία του πατέρα αυτού υπήρξε η αιτία να μην εξέλθει ο δαίμονας; Για να δείξει ότι πολλές φορές είναι δυνατόν σε αυτούς που έχουν πίστη, να θεραπεύσουν τους ασθενείς και χωρίς να έχουν πίστη οι ίδιοι ασθενείς αυτοί που προσέρχονται για αποκατάσταση της υγείας τους· διότι όπως ακριβώς πολλές φορές αρκούσε η πίστη εκείνου που προσερχόταν στο να εκπληρωθεί το αίτημά του και από πολύ κατώτερους ως προς το αξίωμα, έτσι πολλές φορές αποδείχτηκε αρκετή η δύναμη και η πίστη εκείνων που ενεργούσαν τις θαυματουργικές ιάσεις να θεραπεύσουν και χωρίς να πιστεύουν αυτοί που προσέρχονταν για να γιατρευτούν.
Και τα δύο αυτά επιβεβαιώνονται από τις θείες Γραφές· διότι και όσοι ζούσαν μαζί με τον Κορνήλιο έλαβαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος εξαιτίας της πίστεώς τους[ βλ. Πράξ. 10,1-48], και στην περίπτωση του Ελισσαίου πάλι αναστήθηκε ο νεκρός, μολονότι δεν υπήρξε κάποιος που να δείξει πίστη[Δ΄Βασιλειών 13,21 «Καὶ ἀπέθανεν Ἑλισαιέ, καὶ ἔθαψαν αὐτόν. Καὶ μονόζωνοι Μωὰβ ἦλθον ἐν τῇ γῇ ἐλθόντος τοῦ ἐνιαυτοῦ· καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῤῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ Ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ(: Και πέθανε ο Ελισαίος και τον έθαψαν. Κατά δε το επόμενο έτος εισέβαλαν στη χώρα των Ισραηλιτών επιδρομείς Μωαβίτες. Και καθώς οι Ισραηλίτες πήγαιναν να θάψουν ένα νεκρό, φάνηκαν από μακριά ερχόμενοι επιδρομείς Μωαβίτες. Κατελήφθησαν από τρόμο οι Ισραηλίτες και έριξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοικτό τάφο του προφήτη Ελισαίου και ετράπησαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγιξε τα οστά του Ελισαίου, επανήλθε στη ζωή και ανορθώθηκε στα πόδια του)»].Διότι και αυτοί που έριξαν το νεκρό σώμα μέσα στο ανοικτό μνήμα, όπου βρισκόταν τα οστά του προφήτη Ελισαίου, το έριξαν εκεί απλώς και ως έτυχε και όχι από πίστη, αλλά από δειλία και επειδή φοβήθηκαν τις δοκιμασίες εάν τους προλάβαιναν και τους αιχμαλώτιζαν οι επιδρομές Μωαβίτες, έφυγαν, και αυτόν που είχε πεθάνει, τον έριξαν εκεί και αναστήθηκε ο νεκρός αυτός από μόνης της δύναμης του αγίου σώματος του προφήτη Ελισαίου. Επομένως είναι φανερό ότι στην περίπτωση αυτή του σεληνιαζόμενου νέου οι μαθητές φάνηκαν ασθενείς ως προς την πίστη, αλλά όχι όλοι· διότι οι στύλοι[: Ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης] δεν ήταν παρόντες εκεί τότε[βρίσκονταν στο όρος της Μεταμορφώσεως μαζί με τον Ιησού, όταν ο πατέρας αυτός είχε αρχικά φέρει τον ασθενή υιό του για θεραπεία στους άλλους μαθητές].
Αλλά και από την άλλη πλευρά πρόσεξε την αγνωμοσύνη του ανθρώπου αυτού,πώς πλησιάζει τον Ιησού ενώπιον του λαού και ομιλεί εναντίον των μαθητών λέγοντας ότι: «Προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι(:Έφερα αυτόν προς τους μαθητές Σου με την παράκληση να τον θεραπεύσουν και αυτοί δεν μπόρεσαν να του χαρίσουν την θεραπεία)»[Μάρκ.9,18]. Ο Χριστός όμως απαλλάσσοντας τους μαθητές Του από τις κατηγορίες αυτές ενώπιον του λαού, επιρρίπτει σε εκείνον τη μεγαλύτερη ευθύνη. Διότι λέγει : «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! Ἓως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; (: Ω γενεά που τόσα θαύματα είδες και είσαι ακόμη άπιστη, και απ΄ την κακία σου είσαι διεστραμμένη! Έως πότε θα σας ανέχομαι;”)»[Ματθ.17,17]· και δεν απευθύνεται μόνο στο πρόσωπο αυτού για να μη φέρει σε δύσκολη θέση και σε αμηχανία τον πατέρα αυτό, αλλά απευθύνεται και προς όλους τους Ιουδαίους· διότι ήταν φυσικό να σκανδαλισθούν πολλοί από τους παρόντες και να σκεφθούν για τους μαθητές ανάρμοστα και ανυπόστατα πράγματα. Αλλά και όταν λέγει «Ἓως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν;(: Έως πότε θα σας ανέχομαι; Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας;)», δείχνει πάλι ότι ο θάνατος είναι για Αυτόν κάτι το ευπρόσδεκτο και επιθυμητό και ποθητή η αναχώρηση από αυτήν τη ζωή· και ότι είναι βαρύ πράγμα όχι το να σταυρωθεί, αλλά το να είναι μαζί με τους απίστους και κακοπροαίρετους αυτούς ανθρώπους.
Όμως δεν σταμάτησε στις κατηγορίες, αλλά τι λέγει; «Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε(:Φέρετέ μου αυτόν εδώ)». Και ρωτά τον πατέρα πόσα χρόνια είναι ο γιος του ασθενής, δικαιολογώντας έτσι και τους μαθητές Του και οδηγώντας ταυτόχρονα εκείνο τον πατέρα στην καλή ελπίδα και στο να πιστέψει ότι θα απαλλαγεί από το κακό. Και τον αφήνει να σπαράζει όχι προς επίδειξη(επειδή λοιπόν ο όχλος συγκεντρωνόταν, τον επιτίμησε),αλλά εξαιτίας του πατέρα του, ώστε όταν έβλεπε το δαιμόνιο να καταλαμβάνεται από ανησυχία και να ταράσσεται για το ότι και μόνο οδηγήθηκε μπροστά σ’ Αυτόν, έστω και έτσι να πιστέψει στο θαύμα που επρόκειτο να γίνει.
Επειδή λοιπόν ο πατέρας εκείνος είπε ότι το δαιμόνιο είχε καταλάβει τον γιο του «Παιδιόθεν(:από την παιδική του ηλικία)»[Μάρκ.9,21-22:«Παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν(:Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή)»] και ότι «Εἴ τι δύνασαι(:εάν μπορείς να κάνεις κάτι)»[Μάρκ. 9,22: «Ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς(:αλλά εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας)»], ο Χριστός λέγει: «Πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι(:όλα είναι δυνατά σε όποιον πιστεύει)»[Μάρκ. 9,23: «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι(:Εσύ εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε όποιον πιστεύει)»], επιρρίπτοντας και πάλι σε αυτόν την κατηγορία.
Και όταν μεν έλεγε ο λεπρός, «Κύριε, ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι(:Κύριε, πιστεύω ότι, εάν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα)»,ομολογώντας με τα λόγια του αυτά τη δύναμή Του, ο Κύριος με σκοπό να τον επαινέσει και να επιβεβαιώσει τα λόγια του, έλεγε: «Θέλω, καθαρίσθητι(:Θέλω, καθαρίσου από τη λέπρα)»[Λουκ.5,12-13].Όταν όμως αυτός ο πατέρας δεν είπε τίποτε αντάξιο της δύναμής Του, λέγοντας: «Εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς(:Εάν μπορείς, να κάνεις τίποτε, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας)»[Μάρκ.9,22], δες πώς το διορθώνει επειδή δεν ειπώθηκε με τον πρέποντα τρόπο. Τι λέγει λοιπόν; «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι(:Εάν εσύ μπορείς να πιστέψεις, τότε όλα είναι κατορθωτά σε όποιον έχει πίστη)»[Μάρκ.9,22-23]. Τα λόγια Του αυτά έχουν την εξής σημασία: «Τόσο μεγάλη αφθονία δυνάμεως υπάρχει σε Εμένα, ώστε να μπορώ και άλλους να κάνω ικανούς να θαυματουργούν. Άρα λοιπόν εάν πιστεύεις όπως πρέπει,», λέγει, «και ο ίδιος μπορείς να θεραπεύσεις και αυτόν και πολλούς άλλους». Και αφού τα είπε αυτά, απάλλαξε τον ασθενή από το δαιμόνιο.
Εσύ όμως μη σκέπτεσαι μόνο από αυτό την πρόνοια και την ευεργεσία Του, αλλά και τον χρόνο εκείνο που επέτρεψε να παραμείνει μέσα στον άνθρωπο το δαιμόνιο· καθόσον εάν και τότε δεν εκδηλωνόταν στον άνθρωπο σε τόσο μεγάλο βαθμό η πρόνοιά Του, ίσως να είχε προ πολλού χαθεί· καθόσον «καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν(: πολλές φορές μάλιστα τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή)»[Μάρκ.9,22], λέγει. Εκείνον όμως που αποτολμούσε τέτοια πράγματα, να πέφτει, δηλαδή, στη φωτιά και στα νερά, ασφαλώς και το δαιμόνιο θα τον εξολόθρευε, εάν ο Θεός δεν του συγκρατούσε τη μεγάλη μανία με ισχυρό χαλινάρι· όπως ακριβώς συνέβη τούτο και στην περίπτωση εκείνων των δύο γυμνών που έτρεχαν στις ερημιές και κατέσχιζαν τα σώματά τους με πέτρες[Ματθ.8,28: «Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης(:Και όταν ο Κύριος ήλθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, Τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έβγαιναν από τα μνήματα που υπήρχαν εκεί, στα οποία ευχαριστιούνταν να κατοικούν. Ήταν και οι δύο επιθετικοί και πολύ επικίνδυνοι· τόσο, ώστε να μην μπορεί κανείς να περάσει απ’ τον δρόμο εκείνο)»].
Καθόλου επίσης να μην περιεργήσεις επειδή αποκαλεί τον νεαρό αυτό «σεληνιαζόμενο»[ ο πατέρας του απέδιδε την αλλόκοτη αυτή συμπεριφορά του στην επενέργεια της σελήνης], διότι η ονομασία αυτή αποδόθηκε από τον πατέρα του δαιμονιζόμενου αυτού νέου. Μα πώς λοιπόν τότε ο ευαγγελιστής λέγει ότι ο Κύριος θεράπευσε πολλούς σεληνιαζόμενους;[Ματθ.4,24: Καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς(:Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη του σε όλη τη Συρία. Κι έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε όλους)»].
Τους ονομάζει έτσι στηριζόμενος στην αντίληψη των πολλών[κατά τη λαϊκή αυτήν αντίληψη στην ασθένεια αυτή ασκούν επίδραση οι φάσεις της σελήνης. Κάποιες μορφές της νόσου κατά την Αγία Γραφή οφείλονται στην επενέργεια των ακαθάρτων πνευμάτων]·διότι ο διάβολος για να συκοφαντήσει το φυσικό στοιχείο, κάνει τους δαιμονιζόμενους να καταλαμβάνονται από κρίσεις και πάλι να χαλαρώνουν ανάλογα με τις περιστροφές και τις διάφορες φάσεις της σελήνης· όχι φυσικά επειδή εκείνη επενεργεί, μη γένοιτο· αλλά ο διάβολος διαπράττει την κακουργία αυτήν προς συκοφάντηση του φυσικού στοιχείου. Γι’ αυτό και επικράτησε μεταξύ των ανοήτων η εσφαλμένη αυτή αντίληψη, και εξαπατώμενοι να αποκαλούν «σεληνιαζομένους» τους δαιμονισμένους ανθρώπους· καθώς πράγματι αυτό δεν είναι αλήθεια, η σελήνη καμία επενέργεια δεν ασκεί στους ανθρώπους.
«Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;(:Τότε οι μαθητές πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ιησού και του είπαν: “Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το δαιμόνιο αυτό;”(Και το είπαν αυτό, διότι σε άλλες περιστάσεις είχαν εκδιώξει δαιμόνια)»[Ματθ.17,19].Έχω τη γνώμη πως αγωνιούν οι μαθητές και φοβούνται μήπως τυχόν έχασαν τη χάρη, την οποία τους έκρινε άξιους να τους εμπιστευτεί ο Χριστός· διότι έλαβαν εξουσία εναντίον δαιμόνων ακαθάρτων[Ματθ.10,8: «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε(:Και για να επιβεβαιώνεται το κήρυγμά σας, σας δίνω εξουσία και δύναμη να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να βγάζετε δαιμόνια. Τη χάρη αυτή της θαυματουργίας τη λάβατε δωρεάν, δωρεάν δώστε την κι εσείς, χωρίς να παίρνετε χρήματα)»]. Γι’ αυτό και Τον ρωτούν, αφού Τον πλησίασαν ιδιαιτέρως, χωρίς να ντρέπονται(διότι εφόσον συνέβη ό,τι συνέβη, και ελέγχθηκαν, ήταν περιττό να ντρέπονται στο εξής να ομολογήσουν με τα λόγια την αδυναμία τους), αλλά επειδή επρόκειτο να Τον ρωτήσουν για ένα απόρρητο και μεγάλο πράγμα.
Τι λοιπόν τους λέγει ο Χριστός; «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν(:Επειδή σας λείπει η πίστη· διότι, αληθινά σας λέω, εάν έχετε πίστη θερμή και δυνατή σαν το μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό, πήγαινε από εδώ εκεί, και θα μετακινηθεί. Και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο σε σας)»[Ματθ.17,20].Εάν όμως ήθελες να φέρεις την αντίρρησή σου, ρωτώντας σε ποια περίπτωση μετακίνησαν ένα όρος, εκείνο έχω να σας πω, ότι πραγματοποίησαν πολύ μεγαλύτερα θαύματα, εφόσον ανέστησαν μυρίους νεκρούς· διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα, το να μετακινήσεις ένα όρος και να εκδιώξεις τον θάνατο από ένα νεκρό σώμα. Αναφέρονται μάλιστα μαζί με τους αποστόλους και κάποιοι άγιοι που ήταν πολύ κατώτεροι στο αξίωμα από αυτούς και οι οποίοι μετακίνησαν και όρη, όταν παρουσιάστηκε ανάγκη. Επομένως είναι φανερό ότι και οι απόστολοι θα τα μετακινούσαν εάν το απαιτούσε η περίσταση. Εάν όμως τότε δεν προέκυψε ανάγκη για κάτι παρόμοιο, μην κατηγορείς. Εξάλλου και ο Χριστός δεν είπε ότι «οπωσδήποτε θα μετακινήσετε όρη», αλλά ότι «θα μπορέσετε και αυτό να το κάνετε, αν παραστεί ανάγκη». Αν όμως δεν μετακίνησαν, συνέβη αυτό όχι επειδή δεν μπόρεσαν(πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό, τη στιγμή που αυτοί μπόρεσαν να επιτελέσουν και μεγαλύτερα από αυτά;), αλλά επειδή δε θέλησαν, καθώς δεν παρέστη ανάγκη για κάτι τέτοιο. Φυσικό βέβαια και να έχει συμβεί αυτό και να μην έχει γραφεί· καθόσον δεν καταγράφηκαν από τους ευαγγελιστές όλα τα θαύματα που οι απόστολοι επιτέλεσαν.
Τότε βέβαια ήταν ακόμη πολύ ατελείς πνευματικά. Τι λοιπόν; Ούτε αυτήν την πίστη δεν είχαν τότε(σαν τον σπόρο του σιναπιού); Ασφαλώς δεν την είχαν· διότι δεν ήσαν πάντοτε οι ίδιοι· για τον λόγο αυτό και ο Πέτρος, για παράδειγμα, άλλοτε μακαρίζεται από τον Κύριο, και άλλοτε επιτιμάται· όμως και οι υπόλοιποι μαθητές ελέγχονται από τον Χριστό για πνευματική ατέλεια, όταν δεν κατανόησαν τον λόγο Του σχετικά με τη ζύμη[Ματθ.16,6-7:«Ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβομεν(:Ανοίξτε τα μάτια σας και προσέχετε από την κακή επίδραση της υποκριτικής διδασκαλίας των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που μοιάζει με κακό προζύμι. Αυτοί όμως άρχισαν να συλλογίζονται μέσα τους και να λένε: ‘’Δεν πήραμε άρτους από προζύμι καθαρό, προζύμι που δεν προέρχεται από σπίτι Φαρισαίου ή Σαδδουκαίου’’)» και Ματθ. 16,11-12: «Πῶς οὐ νοεῖτε ὅτι οὐ περὶ ἄρτου εἶπον ὑμῖν προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων; τότε συνῆκαν ὅτι οὐκ εἶπε προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ ἄρτου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων(:«Πώς δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα για τον συνηθισμένο υλικό άρτο, όταν σας σύστησα να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;’’. Τότε κατάλαβαν ότι δεν τους είπε να φυλάγονται απ’ το προζύμι με το οποίο γίνεται ο άρτος, αλλά απ’ τη διδασκαλία και την υποκρισία των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων)»]. Συνέβη λοιπόν και τότε να φανούν πνευματικά αδύνατοι· διότι πριν από τη Σταύρωσή Του ήσαν πνευματικά πάρα πολύ ατελείς.
Στην περίπτωση επίσης αυτή, «πίστη» εννοεί εκείνη με την οποία μπορούσαν να κάνουν θαύματα και αναφέρει τον κόκκο του σιναπιού, για να φανερώσει την απερίγραπτη δύναμη της πίστεως· διότι μολονότι το σινάπι φαίνεται ως προς το μέγεθος μικρό, όμως έχει την πιο μεγάλη δύναμη από όλα. Για να δείξει λοιπόν ότι και η ελάχιστη ακόμη, αλλά γνήσια πίστη, μπορεί μεγάλα πράγματα να επιτύχει, ανέφερε το σινάπι· και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά πρόσθεσε και όρη και προχώρησε ακόμη περισσότερο. Διότι, λέγει: «Τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατο».
Εσύ όμως θαύμασε από όλα αυτά και τον τρόπο σκέψης τους και τη δύναμη του Πνεύματος. Τον τρόπο σκέψης τους θαύμασέ τον επειδή δεν έκρυψαν το ελάττωμά τους, ενώ τη δύναμη του Πνεύματος, διότι τόσο πολύ ανέβασε, σιγά-σιγά, εκείνους που δεν είχαν πίστη ούτε σαν τον κόκκο του σιναπιού, ώστε να αναβλύσουν από αυτούς ποταμοί και πηγές πίστεως.
«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ(:Αυτό όμως το είδος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει καταληφθεί από αυτό, παρά μόνο με προσευχή που συνοδεύεται και με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό)»[Ματθ.17,21], πρόσθεσε, εννοώντας όλο το γένος των δαιμόνων, όχι μόνο αυτών που κατέχουν τους σεληνιαζομένους. Βλέπεις πώς τώρα με τα λόγια Του αυτά τους προετοιμάζει για να ακούσουν τα σχετικά με τη νηστεία; Μη μου αναφέρεις βέβαια τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που ορισμένοι εκδίωξαν δαιμόνια και χωρίς νηστεία. Εάν όμως θελήσει κάποιος να το προβάλλει αυτό και για εκείνους που επιτιμούν ένα και ενδεχομένως και δύο δαιμόνια, όμως πάραυτα είναι αδύνατο κάποιος που πάσχει και κάνει τρυφηλή ζωή, να απαλλαγεί κάποτε από αυτή τη μανία· διότι αυτός που υποφέρει από αυτήν την ασθένεια, αυτός κατεξοχήν έχει ανάγκη από αυτό το πράγμα, δηλαδή την προσευχή που συνοδεύεται από νηστεία.
«Αλλά όμως», θα μπορούσε να πει κανείς, «εάν έχουμε πίστη, τι χρειάζεται η νηστεία;» Χρειάζεται επειδή και η νηστεία μαζί με την πίστη προσφέρει πολύ μεγάλη δύναμη. Καθόσον προσφέρει πολλή ευσέβεια στον άνθρωπο και τον μεταβάλλει από άνθρωπο σε άγγελο και τον κάνει να αγωνίζεται εναντίον των ασωμάτων δυνάμεων. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει μόνη της, αλλά χρειάζεται και προσευχή και μάλιστα η προσευχή κατέχει την πρώτη θέση.
Πρόσεχε λοιπόν πόσα είναι τα αγαθά που προέρχονται από αυτές τις δύο αρετές· διότι αυτός που προσεύχεται και νηστεύει όπως πρέπει, δεν χρειάζεται πολλά πράγματα· επομένως, αυτός που δεν χρειάζεται πολλά πράγματα, δεν θα ήταν δυνατό να γίνει ποτέ φιλοχρήματος· και αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, είναι περισσότερο πρόθυμος για ελεημοσύνη. Επιπρόσθετα, αυτός που νηστεύει είναι απαλλαγμένος από βάρη, έχει φτερά και προσεύχεται με καθαρή καρδιά, σβήνει τις πονηρές επιθυμίες και εξευμενίζει τον Θεό και ταπεινώνει την υπερηφανευόμενη ψυχή του. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και οι απόστολοι σχεδόν πάντοτε νήστευαν.
Επίσης, αυτός που προσεύχεται και νηστεύει έχει διπλές φτερούγες, πιο ελαφρές και από τους ίδιους τους ανέμους· διότι δεν χασμουριέται κατά την ώρα της προσευχής, ούτε τεντώνεται, ούτε βυθίζεται σε ύπνο, πράγμα που το παθαίνουν οι περισσότεροι, αλλά έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη φωτιά και είναι ανώτερος από τα γήινα πράγματα. Και για τον λόγο αυτόν ο άνθρωπος αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός και πολέμιος των δαιμόνων· καθόσον τίποτε δεν υπάρχει πιο δυνατό από τον άνθρωπο εκείνο που η προσευχή του είναι ειλικρινής· διότι εάν γυναίκα κατόρθωσε να κάμψει κάποιον άρχοντα που δε φοβόταν ούτε τον Θεό ούτε και τον άνθρωπο ντρεπόταν, πολύ πιο εύκολο θα προσελκύσει τον Θεό εκείνος που επιμένει διαρκώς στην προσευχή του προς αυτόν και εξουσιάζει την κοιλία του και αποφεύγει την τρυφηλή ζωή.
Εάν όμως το σώμα σου είναι ασθενές, ώστε να μην μπορείς να νηστεύεις συνεχώς, αλλά όμως δεν είναι ασθενές για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει την κοιλιά· διότι εάν δεν μπορείς να νηστεύεις, μπορείς όμως να μην κάνεις τρυφηλή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγμα. Ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικανό και αυτό να καταβάλει την μανία του διαβόλου. Καθόσον τίποτε δεν είναι τόσο αγαπητό στον δαίμονα εκείνο, όσο η τρυφηλή ζωή και η μέθη, διότι αυτή η ζωή είναι η πηγή και η μητέρα όλων των κακών. […]
[…] Ας αποφύγουμε λοιπόν αυτήν την ασθένεια, ώστε και τα αγαθά της παρούσης ζωής να απολαύσουμε και τα μελλοντικά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμις μαζί και στον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΝΖ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 6-28.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 103-109.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
(Έχει θέμα το ευαγγέλιο που αναγιγνώσκεται κατ’ αυτήν, όπου γίνεται λόγος και για την επιμέλεια των εσωτερικών λογισμών)
Πολλές φορές μίλησα προς την αγάπη σας σχετικά με τη νηστεία και την προσευχή, ιδιαίτερα μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν σε εκείνους που τις αγαπούν και τις καλλιεργούν και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σε αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι’ αυτές κυρίως από τη φωνή του Κυρίου που διαβάζεται σήμερα στο ευαγγέλιο.
Ποια λοιπόν είναι αυτά τα οφέλη; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα λέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλουν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, και Τον ρώτησαν: «διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;(:Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το δαιμόνιο αυτό;)»[Ματθ.17,19], είπε προς αυτούς ο Κύριος: «Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ(:Αυτό το είδος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει καταληφθεί από αυτό, παρά μόνο με προσευχή που συνοδεύεται και με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].
Ίσως γι’ αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος Θαβώρ και την κατ’ αυτήν εμφάνιση της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ο ιερός ευαγγελιστής ότι, αφού ο Κύριος παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητές, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθεί και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού φάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας[Ματθ.17,3: «Καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες(:και τότε εμφανίστηκαν σε αυτούς ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνομιλούσαν μαζί Του)»], οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δείχνοντας και με την παρουσία τους στην προσευχή, τη συμφωνία και εναρμόνιση μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλεί με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο.
Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως μάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως[Γέν.4,10: «Καί εἶπε Κύριος· τί πεποίηκας; φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς(: και ο Κύριος είπε προς τον Κάιν: ‘’ Για ποια αιτία έκανες τον φοβερό αυτόν φόνο; Η φωνή του αίματος του αθώου αδελφού σου ανεβαίνει από τη γη, μου φωνάζει και ζητάει εκδίκηση από εμένα, που είμαι εκείνος που εκδικείται για όσους αδικούνται’’)»], πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, που έχουν κακοπάθει με τη νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή εκείνου που νηστεύει και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν περισσότερο ευπρόσδεκτη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψη, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητές, στους οποίους οδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότητα υπήρξε επιβράβευση γι’ αυτούς), έτσι, αφού κατεβεί, θα επιδείξει ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.
Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν’ αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγηση περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσουμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει[Μάρκ.9,17-31]. «Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητές και τους παρευρισκομένους με αυτούς και ρώτησε: ‘’Τι συζητείτε;’’, κάποιος από το πλήθος είπε: ‘’Διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβει, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται’’»[Μάρκ.9,16-17].
Πώς λοιπόν άφριζε αυτός και έτριζε τα δόντια και ξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ’ αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολη καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν λοιπόν πάσχει ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νεύρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξη και ακουσία κίνηση σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητας των πόρων και της εγγύτητας προς τον εγκέφαλο, επειδή εξαιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων, η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευστεί αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντες αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Ξηραινόταν δε έπειτα από τη σφοδρότερη επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από τη θέρμη της ηλιακής ακτίνας, αν αυτή είναι σφοδρότερη, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότητα που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερη, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας και εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.
Ο πατέρας του δαιμονισμένου πρόσθεσε προς τον Κύριο ότι είπε στους μαθητές να το εκβάλουν και δεν κατόρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν, αλλά και προς όλους, λέγει: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;(:Ω γενεά που τόσα θαύματα είδες και είσαι ακόμη άπιστη! Έως πότε θα σας ανέχομαι;)»[Μάρκ.9,19]. Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθητές, θα βλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού βρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν τελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία. Πραγματικά δίνει προσταγή: «Φέρετέ τον εδώ σ’ Εμένα», και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο σπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε και κυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήσει φανερή την κακία του.
Ο δε Κύριος ρώτησε τον πατέρα του παιδιού, «πριν από πόσον χρόνο του συνέβη τούτο;». Αυτήν την ερώτηση την κάνει ο Κύριος, για να τον οδηγήσει προς την πίστη και την παράκληση με πίστη. Τόσο απείχε από την πίστη ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μην παρακαλεί ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι’ αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητές: «Τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν γονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι’ αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μΕ εκείνον, ρωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκληση. Αυτός τότε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίσει, και προσθέτει: «αλλ’ αν μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».
Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει «αν μπορείς», φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε: «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι (:Εσύ εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε εκείνον που πιστεύει)»· και το λέγει αυτό όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαία στην πίστη και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθητές τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε επίσης τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορείς να πιστέψεις», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστη από όσους ζητούσαν τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμόνας και των ψυχών, φρόντιζε να θεραπευθούν κι αυτές διά της πίστεως· αλλά εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστη του ακολουθεί η ίαση, έλεγε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο πίστεψε για τη θεραπεία του παιδιού, αλλά και ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήσει και την απιστία του, αν θελήσει. Ενώ δε ο όχλος επάνω σε αυτά τα λόγια συνέρρεε, επιτίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του: «Το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθεις ποτέ πάλι σ’ αυτόν»[Μάρκ.9,25].
Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερότατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότητα της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθει άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψει πάλι μετά την εκβολή. Εξάλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκταση τον άνθρωπο, ήταν δύσκολο στο να αποσπαστεί από αυτόν, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μην επαρκεί η φύση να εξυπηρετεί την υπερβολική του μανία, γι’ αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον σπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λένε ότι πέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή που σημαίνει κάποια έννοια, ενώ η κραυγή είναι άναρθρη φωνή, που τίποτα συγκεκριμένο δεν σημαίνει. Και αφήνεται το δαιμόνιο να σπαράξει τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήσει σαν νεκρό, για να φανερωθεί όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε σηκώθηκε, δείχνοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωση της κτιστής δικής μας ενέργειας, ενώ το ότι τον ανέστησε απαλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωση της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενέργειας.
Και όταν έπειτα οι μαθητές ρώτησαν τον Κύριο ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθει με τίποτε άλλο, παρά μόνο με την προσευχή και τη νηστεία». Λένε λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από αυτόν που πάσχει· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθεί ή νηστέψει επωφελώς για τον εαυτό του;
Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα μέσω της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σε αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές ενός τέτοιου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα να ακούει και να λαλεί τα θεία. Αλλά όμως όταν κανείς δεν έχει ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθεί προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώσει το σώμα και καταστείλει τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήσει και κατευνάσει τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· και έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία τη σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήσει στο πάθος. Όταν όμως δεν ενεργείται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλά έχει ένοικο τον ίδιο τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει, ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξει κάτι προς θεραπεία του, αλλά ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντελέσει σημαντικά για την εκβολή του δαίμονος.
Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται να εκδιώκουμε δαίμονες, και αν μπορέσουμε να εκδιώξουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθει για μας, αν έχουμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «Πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν(:Πολλοί θα μου πουν εκείνη την ημέρα της κρίσεως: “Κύριε, Κύριε, στο όνομά Σου δεν προφητεύσαμε, πιστεύοντας ότι είσαι ο Μεσσίας και Υιός του Θεού; Και πιστεύοντας σε Σένα δεν βγάλαμε δαιμόνια; Και πιστεύοντας σε Σένα δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και τώρα λοιπόν δεν θα μπούμε στη βασιλεία Σου;”. Και τότε θα διακηρύξω ξεκάθαρα σε αυτούς ότι “Ποτέ δεν σας αναγνώρισα ως δικούς μου. Φύγετε μακριά μου εσείς που εργαζόσασταν την ανομία, διότι τα χαρίσματά μου τα χρησιμοποιήσατε όχι για τη δική μου δόξα, αλλά σύμφωνα με τα δικά σας θελήματα και τους εγωιστικούς σας σκοπούς”)»[Ματθ.7,22-23].
Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσουμε να απελάσουμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από ό,τι το να εκβάλλουμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο να απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρουμε και την ενέργεια που ενοικεί μέσα στην ψυχή· διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια -και αυτά είναι που κινούν τον άνθρωπο[βλ. Μάρκ.7,21-22: «Ἒσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη(:Διότι μέσα απ’ την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν κακές σκέψεις και αποφάσεις, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, κάθε είδους αδικίες που προέρχονται από την πλεονεξία, μοχθηρίες και κακίες, απάτες, ηθική παραλυσία και ακράτεια, μάτι φθονερό και κακό, βλασφημία, υπερηφάνεια, τρέλα και αμυαλοσύνη, που τη γεννά ο σκοτισμός της αμαρτίας)»], και «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸν ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ(:Αλλά εγώ σας λέω ότι καθένας που βλέπει οποιαδήποτε γυναίκα έχοντας πονηρή επιθυμία να αμαρτήσει μαζί της, ήδη με την εμπαθή αυτή ματιά του τη μοίχευσε μέσα στην καρδιά του και αμάρτησε με την πρόθεση και τη διάθεσή του)»[Ματθ.5,28]. Όταν απρακτεί το σώμα, είναι δυνατό να ενεργείται η αμαρτία νοερώς· όταν όμως η ψυχή αποκρούει εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιοσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που καθάρισε το απ’ έξω του ποτηριού, δεν καθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίστε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό εξ ολοκλήρου[Ματθ.23,25:«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας(:Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, διότι καθαρίζετε την εξωτερική επιφάνεια του ποτηριού και της πιατέλας, μέσα όμως αυτά είναι γεμάτα από τροφές που προέρχονται από αρπαγή και αδικία)»].
Πραγματικά, καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσεις τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε(:Και με αυτά που σας λέω, εννοώ ότι πρέπει να συμπεριφέρεστε σύμφωνα με τις εμπνεύσεις του Αγίου Πνεύματος, και τότε δεν θα εκπληρώσετε την επιθυμία της σάρκας, και συνεπώς δεν θα δαγκώνει ο ένας τον άλλο, ούτε θα υπάρχει μίσος μεταξύ σας)», λέγει ο απόστολος Παύλος[Γαλ.5,16].
Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την τελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι(:Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταργήσω και να ακυρώσω τον ηθικό νόμο του Μωυσή ή την ηθική διδασκαλία των προφητών. Δεν ήλθα να τα καταργήσω αυτά, αλλά να τα συμπληρώσω και να σας τα παραδώσω τέλεια)»[Ματθ.5,17]. Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίδα και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν φρόντιζαν γι’ αυτήν, ονειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, προκαλούσαν αποστροφή σε Εκείνον που βλέπει στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι’ αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάνουμε τις προσευχές μας χωρίς οργή και άσχημους λογισμούς[Α΄Τιμ.2,8: «Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ(:Θέλω λοιπόν να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο και να σηκώνουν προς τον ουρανό χέρια καθαρά από κάθε μολυσμό, ελεύθεροι από οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας)»].
Και όταν ο Κύριος μάς διδάσκει να φροντίσουμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητας αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε, υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών[Ματθ. 5,3-8: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν. μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται(:Μακάριοι και τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι που συναισθάνονται ταπεινά την πνευματική τους φτώχεια και την εξάρτηση ολόκληρου του εαυτού τους από τον Θεό, διότι είναι δική τους η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό. Μακάριοι είναι οι πράοι, που συγκρατούν τον θυμό τους και δεν παραφέρονται ποτέ˙ διότι αυτοί θα κληρονομήσουν από τον Θεό τη γη της επαγγελίας και θα απολαύσουν τα αγαθά της ουράνιας κληρονομιάς απ’ αυτήν τη ζωή. Μακάριοι είναι εκείνοι που με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτάσουν, καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους. Μακάριοι είναι οι ευσπλαχνικοί και επιεικείς, που συμπονούν τους συνανθρώπους τους στη δυστυχία τους, διότι αυτοί θα ελεηθούν από τον Θεό την ημέρα της κρίσεως. Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν την καρδιά τους καθαρή από κάθε μολυσμό αμαρτίας, διότι αυτοί θα δουν τον Θεό)»]· και «πτωχούς» εννοεί αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει μάλιστα απλώς όλους τους πτωχούς ανθρώπους, αλλά τους πτωχούς κατά το φρόνημα, δηλαδή αυτούς που, εξαιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει μάλιστα όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας φταίνε και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσουμε την οργή.
Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία δίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικότερα λέγει: Εάν το φώς που έχεις μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθηση, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; [βλ. Ματθ.6,23: «Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;(: Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμμένο και τυφλωμένο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν εκείνο που σου δόθηκε για να σου μεταδίδει φως, γίνει σκοτάδι, σε πόσο σκοτάδι θα βυθιστείς; Κάτι ανάλογο θα συμβεί, εάν και ο νους σκοτιστεί από την προσκόλληση στον πλούτο. Σε πόσο ηθικό σκοτάδι θα βυθιστεί τότε η ψυχή σου!)»], Εάν όμως το μέσα σου φως είναι καθαρό, σε περίπτωση που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζει το λυχνάρι με τη λάμψη του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στη σάρκα, που δόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποδηλώνει εκείνην και να οδηγεί προς εκείνην. Επειδή όμως αυτοί δεν φρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος[Ρωμ.2,25: «Περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν(:Και έτσι, ενώ έχεις περιτμηθεί, αυτό δεν σε ωφελεί σε τίποτε· διότι η περιτομή ωφελεί βέβαια, εάν τηρείς τα προστάγματα του νόμου˙ εάν όμως είσαι παραβάτης του νόμου, η περιτομή σου έχασε κάθε αξία ενώπιον του Θεού και έγινε σαν την ακροβυστία˙ και συνεπώς είσαι κι εσύ σαν να μην έχεις περιτμηθεί)»], έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.
Ας προσέχουμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, και ας καθαρίσουμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε με εκείνους που κατακρίθηκαν. «Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη, συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος Ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν(:Και αλίμονό μας αν πέσουμε έξω. Διότι, εάν ο νόμος που ανήγγειλε ο Θεός στο Μωυσή διαμέσου αγγέλων αποδείχθηκε έγκυρος και ισχυρός, και κάθε παράβασή του και παρακοή τιμωρήθηκε δίκαια με την ανάλογη τιμωρία, πώς εμείς θα ξεφύγουμε την τιμωρία, εάν αμελήσουμε μια τόσο μεγάλη και σπουδαία σωτηρία; Τη σωτηρία αυτή δεν μας την γνωστοποίησαν κάποιοι άγγελοι, όπως έγινε στον νόμο, αλλά αφού άρχισε να την κηρύττει ο ίδιος ο Κύριος, μας την παρέδωσαν ως αληθινή και αξιόπιστη οι άγιοι Απόστολοι που την άκουσαν κατευθείαν από το στόμα του Κυρίου. Και μαζί με τη μαρτυρία των Αποστόλων πρόσθεσε τη μαρτυρία Του και ο ίδιος ο Θεός. Αυτός επιβεβαίωνε το κήρυγμα των Αποστόλων με θαύματα και καταπληκτικά έργα και ποικίλες υπερφυσικές δυνάμεις και θεία χαρίσματα, τα οποία το Άγιον Πνεύμα διαμοίραζε στους πιστούς σύμφωνα με το θέλημά Του)» [Εβρ.2,2-4].
Ας φοβηθούμε λοιπόν Εκείνον που διερευνά καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσουμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλουμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξη, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα δει τον Κύριο· ας ποθήσουμε γεμάτοι πίστη την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξουμε τα πάντα, για να επιτύχουμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.
Αυτά μακάρι να επιτύχουμε όλοι εμείς σε αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον Οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, στους απέραντους αιώνες. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες Α΄- Κ΄, ομιλία ΙΒ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, τόμος 9, σελίδες 328-349.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΛΑΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΦΟΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 28-3-1993]
(Β277)
Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας άγει την τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών. Σε αυτήν την Κυριακή προβάλλει το πρόσωπον του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, συγγραφέως του βιβλίου «Κλίμαξ», για να μας θυμίσει ότι σκαλί- σκαλί πρέπει να ανεβαίνουμε την κλίμακα των αρετών. Αλήθεια, μια Σαρακοστή γίνεται κλίμακα ανοδικής πορείας; Τίθεται το ερώτημα. Ή μένουμε μόνο σε μια τυπική νηστεία, που πολλές φορές μας καλλιεργεί μια κρυφή υπερηφάνεια; Μάλιστα είναι μια ευκαιρία, μια που έγινε λόγος αν δεν έχουμε γνωρίσει αυτό το θαυμάσιον βιβλίον της «Κλίμακος» μέχρι τώρα, ευκαιρία να το γνωρίσουμε, να το προσεγγίσουμε. Είναι θαυμάσιο βιβλίο.
Ακόμη η Εκκλησία μας προβάλλει και την ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στη θεραπεία ενός δαιμονιζόμενου νέου, που έγινε ευθύς μετά την κάθοδο του Κυρίου μας από το όρος Θαβώρ, μετά τη Μεταμόρφωση. Και εκείνος ο ταλαίπωρος πατέρας αυτού του δαιμονιζόμενου παιδιού, λέγει στον Κύριον: «Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε(:έφερα τον υιόν μου σε σένα), ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν(:τον ρίχνει κάτω), καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται(:γίνεται αναίσθητος)». Πρόκειται για μια φρικτή περιγραφή δαιμονιζόμενου ανθρώπου και μάλιστα νέου ανθρώπου. Αλλά ταυτόχρονα προβάλλεται και η ιστορία ενός γονιού που πάσχει ένεκα του δαιμονιζομένου παιδιού του. Το παιδί δαιμονισμένο. Ο γονιός σε απόγνωση. Αλλά ας προσεγγίσουμε να δούμε αυτά τα δύο τραγικά πρόσωπα. Το παιδί, ο νέος, είχε δαιμόνιο· που η συμπεριφορά του τον καθιστούσε άλαλον και κωφόν. Ούτε άκουγε το παιδί, ούτε λαλούσε. Όχι ότι δεν άκουγε και δεν λαλούσε αλλά όταν δαιμονίστηκε, ούτε άκουγε ούτε λαλούσε. Είχε λοιπόν πνεύμα άλαλον και κωφόν. Εκ του αποτελέσματος κρίνουμε το δαιμόνιον πώς ενεργεί. Και το αποκαλούμε έτσι.
Αυτή όμως η ιστορία ίσως να μοιάζει ότι είναι σπανία, αλλά δεν είναι. Αντίθετα εμφανίζεται και σε βαρύτερες μορφές, όταν μάλιστα αναφέρεται όχι απλώς σε μία αλαλία ή σε μία κώφωση, αλλά σε κάτι πολύ-πολύ χειρότερο, όπως θα δούμε στη συνέχεια και μάλιστα στην εποχή μας. Παρατηρούμε ότι τα σύγχρονα παιδιά μας, σε ένα μεγάλο μέρος, είναι ενεργούμενα του σατανά. Μη μας εκπλήσσει. Ενεργούμενα του σατανά. Όπως στην εποχή του Χριστού υπήρχαν πολλοί δαιμονισμένοι, έτσι και στην εποχή μας υπάρχουν δυστυχώς, πολλοί νέοι, ιδίως νέοι, δαιμονισμένοι. Και είναι ενεργούμενοι από τον σατανά.
Διότι πρώτον, κάνουν κακή χρήση της ελευθερίας. Λέγει ο λόγος του Θεού: «῾Υμεῖς γὰρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις»[:Γαλ. 5,13]. Προσέξτε όμως, διότι δεν πρέπει να σταθεί η ελευθερία που μας έδωσε ο Χριστός και εκ φύσεως, δηλαδή σύμφωνα με το κατ΄εικόνα, αλλά και την ελευθερία που μας έδωκε με την χάριν που έφερε στον κόσμον με την παρουσία Του, προσέξτε μη γίνει αυτή η ελευθερία «ἀφορμή τῇ σαρκί», αφορμή για να ζήσουμε σαρκικόν βίον· διότι δυστυχώς, παρά τη διευκρίνιση που μας κάνει ο λόγος του Θεού εδώ, πάρα πολλοί νέοι, πάρα πολλοί άνθρωποι, μικροί, μεγάλοι, την ελευθερία την θεωρούν ως ασυδοσία. Και μάλιστα ακριβώς μια ευκαιρία για σαρκική ζωή. Και μάλιστα με κάθε τρόπο προσπαθούν να αμυνθούν υπέρ του δικαιώματος αυτού, της ελευθερίας των, για να κάνουν ό,τι θα ήθελαν ζώντας σαρκική ζωή. Πάντως από μια τέτοια αντίληψη περί ελευθερίας γεννιέται η βαναυσότης, όταν υπάρχει η ασυδοσία, γεννιέται η βαναυσότης, ο αναρχισμός, το ποδοπάτημα κάθε αυθεντίας που υπάρχει, ακόμη και της Εκκλησίας του Θεού.
Η ελευθερία των πρωτοπλάστων ήταν να πουν «όχι» στον πονηρό. Και όχι να διαλέξουν ανάμεσα στον διάβολο και στον Θεό. Δεν ήταν να διαλέξουν. Αλλά να πουν σαν δυνατότητα το «όχι» στον διάβολον. Αυτό είναι η ουσία της ελευθερίας. Είναι τεραστίας σημασίας το μέγα αυτό θέμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και που λέγεται ελευθερία. Και το πώς μπορούμε να εννοούμε την έννοια της ελευθερίας.
Ένα δεύτερον. Το γιατί δαιμονίζονται σήμερα οι νέοι μας, γιατί είναι ενεργούμενοι του σατανά. Δεύτερον κάνουν κακή χρήση της λογικής. Η λογική, γνωρίζουμε όλοι ότι είναι ο ηγεμών νους, που κυβερνά τον άνθρωπον. Λέμε στον 50ο ψαλμό και ζητούμε: «Καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με(:Και με το ηγεμονικό αυτό πνεύμα, τον νου, να με στηρίξεις)». Η λογική έχει περιέλθει δυστυχώς σε πολλούς εκ των νέων μας, στη νεοτέρα γενεά, έχει περιέλθει εις τον Ορθολογισμόν. Γιατί έχει αρρωστήσει. Και ο Ορθολογισμός είναι μια αρρώστια του νου. Όταν θέλει να δέχεται μόνον ό,τι καταλαβαίνει. Ό,τι δεν καταλαβαίνει, δεν το δέχεται. Γι’ αυτό ακριβώς ο ορθολογισμός απορρίπτει την πίστιν.
Μια τέτοια όμως λογική είναι δαιμονική. Είναι μια λογική που δεν μπορεί να κατανοήσει εκείνα για τα οποία πλάσθηκε. Να κατανοήσει τον Θεό. Εξυπηρετεί αυτή η λογική κατώτερα πράγματα, ανάξιά της. Και όχι ανωτέρους σκοπούς ή ακόμη και τη σωτηρία. Ο νους δεν ανέρχεται, αλλά κατέρχεται. Δεν ανάγεται, αλλά κατάγεται. Συνεπώς, όταν έχουμε έναν τέτοιον νουν, μια τέτοια λογική, πώς είναι δυνατόν να μην δώσουμε ευκαιρία εις τον σατανά να κάνει κατάκτησή μας, να κάνει κατάληψή μας; Για να χρησιμοποιήσω μία σύγχρονη έκφραση. Έτσι ο άνθρωπος που έχει τόσο φτωχό νου, δεν σκέφτεται τον Θεό πια·ενώ έπρεπε να σκέφτεται τον Θεό. Γι’ αυτό του δόθηκε η λογική. Δεν σκέφτεται τον Θεό, αλλά γήινα, φτωχά, ρηχά και τιποτένια πράγματα.
Τρίτον, γιατί είναι ενεργούμενοι aπό τον διάβολο σήμερα οι νέοι μας. Γιατί κάνουν κακή χρήση του σώματός των. Πιστεύουν ότι τους ανήκει. Αλλά ο λόγος του Θεού μας λέγει στην Α΄Κορ. 6ο κεφ. Προς το τέλος του κεφαλαίου στο 19ον χωρίον: «Καί οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν» . Ομιλεί για το σώμα εκεί ο Απόστολος Παύλος· που το παραδίδουν οι άνθρωποι στην ανηθικότητα. Λέγει: «Είστε ναός του Αγίου Πνεύματος και δεν ανήκετε εις τον εαυτόν σας». Το Πνεύμα του Θεού καθιστά, γιατί Εκείνο έχει ιδιοκτησία Του το σώμα μας, καθιστά το σώμα μας κατοικητήριό Του, ναό δικό Του. Έτσι, αντί ναός του Αγίου Πνεύματος το σώμα μας, μεταβάλλεται με την ανηθικότητα, κυριότατα, σε σπήλαιο ληστών και δαιμόνων. Ακόμη είναι όλα εκείνα τα ηδονιστικά, από την γαστριμαργία μέχρι το οινόπνευμα και το τσιγάρο και τα ναρκωτικά, που είναι τόσο διαδεδομένα στην εποχή μας, που μεταβάλλουν κυριολεκτικά, κυριολεκτικά, ό,τι λέει η λέξις, το σώμα του ανθρώπου, ιδίως του νέου ανθρώπου, σε κατοικητήριο των δαιμόνων. Τι κρίμα! Αντί του Αγίου Πνεύματος. Έτσι το ανθρώπινο σώμα γίνεται ένα ερείπιο, άχρηστο για εκείνον που το φέρει. Γίνεται ένας τέτοιος άνθρωπος, μη δυνάμενος πια ούτε να σκεφθεί, ούτε να εργαστεί, ούτε οικογένεια να φτιάξει, ούτε να σπουδάσει, τίποτα, τίποτα, γίνεται ένα άχθος αρούρης, ένα βάρος της γης.
Αφού τα παιδιά μας είναι ενεργούμενα του σατανά, τότε, αγαπητοί μου, έρχεται το δαιμόνιον, το άλαλο και κωφό. Έχομε ποικίλα δαιμόνια. Γιατί κι αυτά έχουν κάποια ειδικότητα· που προσβάλλουν αντιστοίχως τον άνθρωπο. Δεν είναι μάταιο το ότι η Γραφή, ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Σύ, τό δαιμόνιον τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν» ή ό,τι άλλο, άλλος χαρακτηρισμός, ανάλογα με εκείνο που προσβάλλει την ανθρωπίνη ύπαρξη. Έρχεται λοιπόν το δαιμόνιον το άλαλον και κωφόν και αναπαύεται μέσα σε ένα τέτοιο σώμα, σε έναν τέτοιον άνθρωπο ,και σώμα και ψυχή. Και μεταβάλλει τον νέον σε μια άλαλη και κωφή ύπαρξη.
Σήμερα, μάλιστα, με την παρουσία της τηλεοράσεως, λιγόστεψε-θα κάνω και μεταφορές, επιτρέψατέ μου, λιγόστεψε και δεν είναι λιγότερο δαιμονισμοί αυτά που θα αναφέρω, λιγόστεψε το λεξιλόγιο των νέων μας, έγινε πάμπτωχο, πάμπτωχο… Οι νέοι μας πια μεταξύ τους δεν μιλούν. Μάλιστα αυτήν την θαυμασία δυνατότητα που μας έδωσε ο Θεός, αυτού του ενάρθρου λόγου. Δεν μιλούν πια οι νέοι μας, αλλά γρυλίζουν. Μμ.μμ.μμ. Γρυλίζουν, δεν μιλούν. Τι ωραία μάλιστα η ελληνική γλώσσα, τι ωραία που είναι! Είναι τόσο πλουσία, τόσο πλουσία. Και δεν τη γνωρίζουμε την γλώσσα μας.
Ακόμη, έπαψαν να μιλούν για τον Θεό. Το κωφόν και άλαλον πνεύμα,δεν τους αφήνει να μιλήσουν για τον Θεό. Με οτιδήποτε ασχολούνται εκτός από τον Θεό. Δεν προσεύχονται. Δεν συζητούν για ό,τι είναι πνευματικόν. Πολλοί νέοι μας έφθασαν στη λησμοσύνη του Θεού, Τον ξέχασαν τον Θεό. Τι συμφορά! Και μπήκαν εις τον χώρον της αθεΐας. Κάποτε και της οργανωμένης αθεΐας. Αντίθετα, οργιάζει ο σατανισμός. Γιατί όχι; Και μόνο γιατί υπάρχει ο σατανισμός διάχυτος στην εποχή μας, από τη μουσική, που γίνεται φορέας του σατανισμού και δαιμονίζονται όχι λίγοι νέοι με την μουσική, μέχρι πράξεις και τελετές λατρείας του σατανά, μπορούμε, ερωτώ, μπορούμε να μην έχουμε σήμερα δαιμονισμένη τη νεότητά μας; Μπορούμε;
Κατειλημμένα τα παιδιά μας από το κωφόν πνεύμα, ομοίως δεν τους επιτρέπει να ακούν. Το κωφόν πνεύμα, το κωφόν δαιμόνιον, δεν επιτρέπει να ακούν. Τι; Δεν δέχονται οποιαδήποτε αγαθή προτροπή που θα τους γίνει, είτε από τους γονείς είτε από τους διδασκάλους. Δεν αναγνωρίζουν καμία αυθεντία. Είναι αυτόνομοι. Δαιμονικώς αυτόνομοι. Ό,τι έχει ο διάβολος, το μεταδίδει. Γι’ αυτό ο διάβολος, έγινε διάβολος. Ζήτησε την αυτονομία. Κι έτσι, την προσφέρει στους ανθρώπους για να φύγουν από τον Θεό. Εν ονόματι μιας ελευθερίας. Τι τραγικό, αλήθεια: Δεν θέλουν να ακούσουν το Ευαγγέλιον. Δεν θέλουν να ακούσουν τη Θεία Λειτουργία. Ζαλίζονται, λένε, να πάνε στη Λειτουργία. Αισθάνονται μια ανιαρότητα. Μπαίνουν μέσα και βγαίνουν γρήγορα έξω. Δεν μπορούν. Άραγε γιατί; Τι συμβαίνει; Γιατί δεν το παθαίνουν αυτό σε άλλους χώρους; Και το παθαίνουν ειδικά εις την Λειτουργία; Δεν τους αφήνει το κωφόν πνεύμα αν ακούσουν την Θεία Λειτουργία, να αγιασθούν και να σωθούν. Δεν θέλουν τίποτα το καλό ποτέ να ακούσουν. Γιατί το θεωρούν κατεστημένο και παρωχημένο, μπαγιάτικο, παλιό, περασμένο, ντεμοντέ, εκτός μόδας…
Και τα αποτελέσματα από μια τέτοια δαιμονοληψία, ποια μπορεί να είναι; Ποια μπορεί να είναι; Τα απαριθμεί ο ταλαίπωρος εκείνος πατέρας στον Κύριον, για τον γιο του τον δαιμονισμένο. Και λέγει: «Κύριε, ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν». Τι θα πει; Τον ρίχνει χάμω. Πέφτει χάμω. Και οι νέοι μας πηγαίνουν από πτώση σε πτώση και από γκρεμό σε γκρεμό. Και δεν μπορεί κανείς να τους βοηθήσει, γιατί δε θέλουν να ακούσουν για να βοηθηθούν. Είναι γνωστό ότι ένας άνθρωπος μόνον τότε βοηθάται, όταν αποδεχθεί την βοήθειαν. Ακόμα και την ιατρικήν βοήθειαν. Δεν μπορεί ο γιατρός να επέμβει, να σου κάνει θεραπεία, εάν δεν αποδεχθείς την θεραπείαν. Πολύ περισσότερο για άλλα πράγματα, πνευματικά θέματα, δεν είναι δυνατόν να σου προσφερθεί η βοήθεια εάν δεν την αποδεχθείς. Αλλά δεν αφήνει το δαιμόνιο να αποδεχθείς.
Δεύτερο χαρακτηριστικό του νέου εκείνου. Ότι αφρίζει. Από τον σύγχρονο χορό οι νέοι μας κυριολεκτικά καταλαμβάνονται από μανία. Καταλαμβάνονται από ένα άμοκ και αφρίζουν. Τα πάντα σπάζουν, γκρεμίζουν, καταστρέφουν, ύστερα από μία τέτοια μανία. Αφρίζουν, κυριολεκτικά αφρίζουν. Τυπικό παράδειγμα είναι η παρουσία των νέων στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Τι γίνεται εκεί… Άστε ότι δεν είναι καλός τόπος να πάει κανείς. Σίγουρα δεν είναι καλός τόπος. Ένας τόπος μανίας, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, στην εποχή του ήταν το Ιπποδρόμιον, αντίστοιχο είναι το ποδόσφαιρο σήμερα, διότι έστω κι αν κάποιος ήθελε να πάει, φοβείται να πάει. Από τη μανία και τη βία που ασκείται σήμερα εις τους χώρους αυτούς. Αφρίζουν λοιπόν οι άνθρωποι,κυριολεκτικά αφρίζουν. Για να μην πω ακόμη και η μορφή των διασκεδάσεων που σήμερα οι νέοι μας έχουν και μετέρχονται, τους κάνει κυριολεκτικά να αφρίζουν.
Και ένα τρίτο χαρακτηριστικό, λέει ο ταλαίπωρος πατέρας στον Κύριον, ότι τρίζει τους οδόντας. «Το παιδί μου, Κύριε,», λέγει, «τρίζει τα δόντια του». Ξέρετε τι είναι αυτό μεταφερόμενον; Η πολιτικοποίησις και κομματοποίησις των νέων μας, η αναρχία κλπ, που κάνει τους μεν να τρίζουν τα δόντια των εναντίον των δε. Βλέπουν οι μεν τους δε ως αντιπάλους, μέσα στο ίδιο το σχολείο, στο ίδιο το σχολείο, μέσα στην κοινωνία, στον δρόμο, παντού, και οι μεν τρίζουν τα δόντια κατά των δε.
Και ένα τέταρτο χαρακτηριστικό. «Το παιδί μου», λέει, «Κύριε, ξηραίνεται». Είπε κι άλλα. Είπε ότι πάει να ρίξει τον εαυτό του στη φωτιά άλλοτε και άλλοτε στο νερό. Δηλαδή τάση αυτοκτονίας. Ξέρετε, από μία στατιστική, και δεν είναι μία αυτή,στην εποχή μας, εδώ στον χώρο τον δικό μας, τον ελληνικό χώρο, ξέρετε πόσο έχουν αυξηθεί οι αυτοκτονίες; Και μάλιστα των νέων μας που είναι στρατιώται; Αυτό τι δείχνει; Δεν δείχνει έναν δαιμονισμό; Λοιπόν, ξηραίνεται, λέει, Κύριε, ξηραίνεται. Τι θα πει; Λέμε «ξεράθηκε αυτός ο άνθρωπος». Δηλαδή, σαν να κοκάλωσε. Όπως συμβαίνει πολλές φορές με το φαινόμενο της Ιστορίας. Είναι γνωστό, η νεολαία μας αποκτά αναισθησία του νου, της καρδιάς και της συνειδήσεως. Γίνονται αναίσθητοι οι νέοι μας.
Είναι όμως και ο γονιός, είναι και ο γονιός. Τι να πούμε γι’ αυτόν τον γονιό; Όταν ρωτήθηκε από τον Κύριον αυτός ο γονιός, ο πατέρας «πόσος καιρός είναι που πάσχει το παιδί» κι εκείνος απήντησε «παιδιόθεν», δηλαδή από παιδί, από νέο παιδί. Αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος που ήταν τρία χρόνια, γιατί αυτά συνέβησαν, σας είπα, μετά από τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, λίγο προ του Πάθους, αυτό σημαίνει ότι τρία χρόνια, δεν άκουσε αυτός ο πατέρας για τον Κύριον; Γιατί δεν πήγε το παιδί του εκεί; Γι’αυτό ο Κύριος είπε: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος»· διότι ο πατέρας ηλέγχθη μάλιστα από τον Κύριον όταν του είχε πει: «Εάν μπορείς». Εάν μπορώ; Το θέμα δεν είναι εάν μπορώ εγώ, αλλά εάν εσύ πιστεύεις. Είχε λοιπόν έλλειψη πίστεως ο πατέρας αυτός, φαίνεται καθαρά. Και δεν πήγε το παιδί του εις τον Κύριον τρία χρόνια.
Όταν οι γονείς δεν ασκούν την χριστιανική αγωγή στα παιδιά τους, δεν τα προτρέπουν να εκκλησιάζονται, δεν επιτηρούν τα παιδιά τους να προσεύχονται το πρωί και το βράδυ… Επιτρέψατέ μου, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να λέγω τα ίδια και στα ίδια πρόσωπα χρόνια ολόκληρα, να κάνουν, φερ’ειπείν, το πρωί προσευχή και δεν κάνουν. Και παντρεύονται και κάνουν παιδιά και τα παιδιά τους ομοίως το πρωί δεν κάνουν προσευχή. Τι θέλετε; Δεν τα προτρέπουν να εξομολογούνται, να κοινωνούν, να ευσεβούνται. Εδώ είναι αυτή η τεράστια ευθύνη της γενεάς των γονέων και των παππούδων, γιατί και οι παππούδες δεν δίδουν πολλές φορές καλό παράδειγμα, ότι δεν εδημιούργησαν προϋποθέσεις να οδηγηθεί η νέα γενεά στον Χριστό.
Αγαπητοί, περιμένετε να αναφερθεί η θεραπεία; Να σας πω για θεραπεία; Το φάρμακο είναι ένα και μόνον. Ο Χριστός. Αυτός είναι το φάρμακο. Είναι ο μόνος που είπε εις τον δαίμονα, αποτεινόμενος στο παιδί: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω(-Ποιος; Εγώ. Όχι άλλος, Εγώ, Εγώ σε διατάζω-), ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν».
Aλλά γιατί να μιλάμε για θεραπεία και όχι για πρόληψη; Γιατί να μην ασκηθεί χριστιανική αγωγή νηπιόθεν, εγκαίρως; Πρέπει να αρρωστήσει το παιδί μας; Πρέπει να δαιμονιστεί, για να τρέχουμε από δω και από κει; Κι όταν δούμε μάλιστα ότι δεν πετύχαμε και σπουδαία πράγματα ή τίποτα, γιατί μέσα μας φωλιάζει η απιστία, απόδειξις; Πάμε σε άλλες πόρτες. Στις πόρτες του μάγου, της χαρτορίχτρας, της καφετζούς, στον Πνευματισμό κ. ο. κ.
Άραγε απ’ όσους ακούν την ευαγγελική περικοπή, εσείς που ακούτε, ποιος από σας θα σκεφθεί σοβαρά; Μην πούμε αυτά είναι για τους άλλους, γιατί δε γνωρίζεις εσύ ο γονιός, αδελφέ μου, αύριο τι βρίσκει το παιδί σου. Δεν ξέρεις τι βρίσκει το παιδί σου, τι το συναντά το παιδί σου. Για να μη λες, άμα το συναντήσει κάτι κακό, ότι…κακιά ώρα το βρήκε. Δεν υπάρχουν κακές ώρες. Ο διάβολος συναντά το παιδί σου, γιατί δεν το έμαθες να αγωνίζεται εναντίον του σατανά. Σήμερα, λοιπόν, σήμερα, από τώρα, οδήγησε το παιδί σου στον Χριστό. Είναι η καλύτερη και η σωστότερη οδήγηση, να γίνεις εσύ ο γονιός σωστός και θερμός Χριστιανός. Όχι να πάρεις το παιδί σου και να το πας στον Χριστό. Θα πάρεις το παιδί σου, αφού κι εσύ έχεις βρει τον Χριστό. Έτσι έχεις την ελπίδα, όχι τη βεβαιότητα, είναι πονηρή η εποχή μας, έχεις την ελπίδα να δεις παιδιά όχι μόνο απηλλαγμένα από το δαιμόνιο το κωφό και το άλαλο, αλλά να δεις και παιδιά μέσα στην Χάρη του Θεού, μέσα στο φως του Χριστού λουσμένα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_559.mp3
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ Ἡ τοῦ χρόνου, ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πιστεύουν πῶς ὁ πνευματικὸς κόσμος ὑπάρχει καὶ πῶς τὰ ἀόρατα πνεύματα εἶναι ἀληθινά. Πολλοὶ ἄνθρωποι ὅμως ἔχουν πλανηθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ὑποστηρίζουν πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα ἔχουν μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὰ ἀγαθά. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μάλιστα προχώρησαν στὴ θεοποίηση τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τοὺς ἔφτιαξαν ναούς, πρόσφεραν θυσίες καὶ προσευχὲς καὶ πρόστρεχαν σ’ αὐτὰ γιὰ ὅλα τὰ θέματα. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκατέλειψαν τελείως τὴν πίστη στὰ ἀγαθὰ πνεύματα καὶ κράτησαν τὴν πίστη τους μόνο στὰ πονηρά, ἢ στοὺς κακοὺς «θεούς», ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦσαν. Ἔτσι αὐτὸς ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ μοιάζει μ’ ἕνα στίβο, ὅπου ἄνθρωποι καὶ πονηρὰ πνεύματα ἀνταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν ὅλο καὶ περισσότερο τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς τύφλωναν, μὲ ἀποκλειστικὸ στόχο νὰ σβήσουν ἀπό το νοῦ τους κάθε ἰδέα γιὰ τὸν καλὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴ μεγάλη καὶ θεόσδοτη δύναμη τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων.
Στὶς μέρες μας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τῶν πνευμάτων. Κι ἡ πίστη αὐτὴ κατ’ ἀρχὰς εἶναι σωστή. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸ κάνουν ἐπειδὴ κοιτάζουν μόνο μὲ τὰ σωματικά τους μάτια κι ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ τὸν δούν. Ὁ κόσμος αὐτὸς ὅμως δὲ θὰ ἦταν πνευματικός, ἂν ἦταν ὁρατὸς στὴ σωματικὴ ὅραση. Κάθε ἄνθρωπος ἑπομένως, ποὺ ὁ νοῦς του δὲν ἔχει τυφλωθεῖ κι ἡ καρδιά του δὲν ἔχει γίνει ἀναίσθητη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα νὰ νιώθει μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη πῶς στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἴμαστε μόνοι, μὲ ἀποκλειστικὴ συντροφιὰ τὴν ἄψυχη φύση, τοὺς βράχους, τὰ φυτά, τὰ ζῶα κι ἄλλα πλάσματα, στοιχεῖα καὶ φαινόμενα. Οἱ ψυχές μας βρίσκονται σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο, μὲ ἀόρατες ὑπάρξεις. Καὶ κάνουν μεγάλο λάθος ὅσοι καταργοῦν τὰ ἀγαθὰ πνεύματα καὶ θεοποιοῦν τὰ πονηρὰ καὶ τὰ προσκυνοῦν.
Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο, οὐσιαστικὰ ὅλοι οἱ λαοὶ πίστευαν στὴ δύναμη καὶ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ κακοῦ ἔναντι τοῦ καλοῦ. Οἱ πονηρὲς δυνάμεις ἐπικρατοῦσαν στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος ἀποκάλεσε τὸν ἀρχηγό τους ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκόμα κι οἱ ἡγέτες τῶν Ἰουδαίων ἀπέδιδαν ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαίμονες καὶ στὴ δύναμή τους.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σπάσει, νὰ ξεριζώσει τὴν ἀδύναμη πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸν πονηρὸ καὶ νὰ σπείρει τὴν πίστη τοῦ ἀγαθοῦ στὶς ψυχές τους. Νὰ στηρίξει τὴν πίστη στὴν παντοδύναμη ἰσχὺ τοῦ ἀγαθοῦ, στὴν ἀκατανίκητη καὶ παντοτεινὴ φύση του. Ὁ Χριστὸς δὲν κατάργησε, ἀλλ’ ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀρχαία καὶ παγκόσμια πίστη στὰ πνεύματα. Ἀποκάλυψε ὅμως τὸν πνευματικὸ κόσμο ὅπως πραγματικὰ εἶναι, ὄχι ὅπως τὸν πίστευαν οἱ ἄνθρωποι κάτω ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ διαβολικὴ ἐπιρροή. Ὁ ἕνας, ἀγαθός, σοφὸς καὶ παντοδύναμος Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τόσο τοῦ πνευματικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου. Τὰ ἄγαθα πνεύματα εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ εἶναι δύσκολο νὰ ὑπολογίσεις τὸ πλῆθος τους.
Τὰ ἀγαθὰ πνεύματα, οἱ ἄγγελοι, εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ ἰσχυρὰ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ πνεύματα στὴν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρα νὰ κάνουν ὁτιδήποτε, ἂν δέν τους τὸ ἐπιτρέψει ὁ παντεπόπτης Θεός. ‘Ἀλλὰ καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι ἀμέτρητα. Σ’ ἕναν μόνο δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, ποὺ τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος, κατοικοῦσε ὁλόκληρη λεγεῶνα, δηλαδὴ μερικὲς χιλιάδες πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα ἀπατοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ἢ καὶ λαοὺς ὁλόκληρους ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅπως σήμερα ἐξαπατοῦν πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς πείθουν πῶς εἶναι παντοδύναμοι πῶς εἶναι τάχα οἱ μόνοι θεοί, πῶς δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοὶ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ πῶς ἀγαθὰ πνεύματα δὲν ὑπάρχουν. “Ὅπου ὅμως ἐμφανιζόταν ὁ Κύριος, ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἔντρομοι. Ἀναγνώριζαν σ’ Ἐκεῖνον τόσο ἐξουσία ὅσο καὶ δικαίωμα κρίσης, πῶς μποροῦσε νὰ τοὺς ἐκβάλει, νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς καταδικάσει στὴν ἄβυσσο τῆς κόλασης. Δημιουργοῦσαν ἀναταραχὲς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. “Ἔπεφταν καταπάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος σὰν μῦγες πάνω σὲ θνησιμαῖο καὶ λογάριαζαν τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν καταφύγιό τους, σὰν φωλιά τους καὶ σὰν τραπέζι γιὰ τὸ φαγητό τους.
Ξαφνικὰ ὁ φορέας τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ἐκεῖνοι, γεμᾶτοι φόβο καὶ τρόμο ἔκραξαν: «Ἦλθες ὧδε πρὸ καιρου βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’29). Κανένας δὲ φοβᾷται τόσο τὰ βάσανα ὅσο καὶ βασανιστής. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ χιλιάδες χρόνια, ἔβρισκαν ἱκανοποίηση στὰ βάσανα αὐτά. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὸ Χριστὸ ἄρχισαν νὰ τρέμουν ἀπὸ φόβο μπροστὰ στὸ μεγαλύτερο βασανιστή τους κι ἦταν ἕτοιμα νὰ βγοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα, ἔφτανε μόνο νὰ μὴν ὁδηγηθοῦν ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.
Ὁ Χριστὸς δὲ σκεφτόταν νὰ τοὺς ἐκβάλει ἀμέσως ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνας χῶρος μὲ ἀνάμικτες δυνάμεις. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πεδίο μάχης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι, ἔχουν νὰ διαλέξουν συνειδητὰ ἂν θ’ ἀκολουθήσουν το Νικητὴ Χριστὸ ἢ θὰ προσκολληθοῦν στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ὁ Χριστὸς ἦρθε ἐπειδὴ ἀγαπᾷ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦρθε γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, νὰ βεβαιώσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸ καλό, μόνο στὸ καλό.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει ἕνα παράδειγμα ἀπὸ ἀμέτρητα ἄλλα. Μᾶς λέει πὼς ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀποκάλυψε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, πῶς προσπάθησε νὰ ἐμπεδώσει τὴν πίστη στὸ καλὸ ὡς παντοδύναμη καὶ νικηφόρα.
«Καὶ ἀποκριθεὶς εἰς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε: διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱὸν μοῦ πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσει αὐτὸν καὶ ἀφρίζει… καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἕνα ἀπολέσῃ αὐτόν» (βλ. Μάρκ. Θί7-29 καὶ Λουκ. θ’37-42). Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατέγραψαν κι οἱ δυὸ εὐαγγελιστές. Ὁ καθένας τοὺς προσθέτει κάποιες λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ. Ἠταν ὁ μονογενὴς υἱὸς τοῦ πατέρα του καὶ κατεχόταν ἀπὸ πνεῦμα ἄλαλον. Ὅταν τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἔμπαινε μέσα του, τὸ συγκλόνιζε τὸ παιδί, τὸ τάραζε, τὸ ἔκανε νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του, νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ στὸ τέλος νὰ μένει ξερὸ καὶ ἀναίσθητο.
Τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὴν ἴδια στιγμὴ στόχευαν πρὸς τρεῖς κατευθύνσεις: στὸν ἄνθρωπο, στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τὸ παιδὶ σεληνιαζόταν. Πῶς μπορεῖ νὰ εὐθύνεται τὸ φεγγάρι γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου; “Ἄν ἡ σελήνη παράγει τρέλα καὶ ἀλαλία σ’ ἕναν ἄνθρωπο, γιατί δὲν τὸ κάνει σὲ ὅλους; Τὸ κακὸ δὲ βρίσκεται στὴ σελήνη ἀλλὰ στὸν πονηρό, τὸ πανοῦργο πνεῦμα ποὺ ἀπατᾷ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ τὸ ἴδιο κρύβεται. Ἐνοχοποιεῖ τὸ φεγγάρι, κάτι ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ κάνει. Ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ σκεφτεῖ πῶς ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι κακά, πῶς τὸ κακὸ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φύση κι ὄχι ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ ἔπεσαν κι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό το Θεό. Τὰ θύματά τους ἐπηρεάζονται στὶς ἀλλαγὲς φάσης τῆς σελήνης, ὥστε νὰ σκεφτοῦν οἱ ἄνθρωποι: «Δεῖτε τὸ κακὸ αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴ σελήνη». Κι ἀφοῦ τὴ σελήνη τὴ δημιούργησε ὁ Θεός, ἀκολουθεῖ τὸ συμπέρασμα πῶς τὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἄγρια καὶ πανοῦργα θηρία.
Στὴν πραγματικότητα, ὅλα ὅσα ἔφτιαξε ὁ Θεὸς εἶναι καλὰ λίαν. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, πλάστηκε γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι νὰ τὸν καταστρέψει. Καὶ ἂν ἀκόμα ὑπάρχει κάτι ποὺ ἴσως ἐμποδίζει τὴ φυσικὴ ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα κι αὐτὸ ὑπηρετεῖ τὴν ψυχή του, τὴν χαροποιεῖ, τὴν πλουτίζει. «Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρανοι καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς σὺ ἔθεμελίωσας» (Ψαλμ. πή12). «Πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ χείρ μου… λέγει Κύριος» (Ἠσ. ξστ’2). ‘Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα προέρχονται ἀπό το Θεό, θὰ εἶναι καὶ καλά. Ἡ βρύση θὰ βγάλει μόνο αὐτὸ ποὺ περιέχει, ὄχι κάτι ποὺ δὲν ἔχει. Στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει κακό. Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ προέλθει κακὸ ἀπ’ Αὐτόν, ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ; Κάποιοι ἀδαεῖς ἄνθρωποι ὀνομάζουν κάθε κακό, πόνο. Στὴν πραγματικότητα ὅμως κάθε πόνος δὲν εἶναι κακός. Ὑπάρχει πόνος ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ κι ὑπάρχει κι ἄλλος πόνος ποὺ θεραπεύει ἀπὸ τὸν πονηρό. Κακὸ εἶναι μόνο τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ ἐνεργεῖ μέσα ἀπὸ ἕναν τρελὸ ἢ ἀλλόφρονα ἄνθρωπο.
Ὁ πόνος κι ἡ δυστυχία ποὺ ξέσπασε πάνω σὲ πολλοὺς βασιλιᾶδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ ἔπραξαν πονηρὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἦταν ἔργο καὶ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας τους. Ὁ πόνος κι ἡ δυστυχία ὅμως, ποὺ ὁ Κύριος ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτοῦν τὸν δίκαιο, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ ἀλλὰ φάρμακο, ποὺ ἀφορᾷ τόσο τὸν ἴδιο τὸ δίκαιο, ὅσο καὶ τοὺς οἰκιακούς του. Ἐκεῖνοι καταλαβαίνουν πῶς τὸν πόνο τους τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό τους. Ὁ πόνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ στὸν ἄνθρωπο ἢ εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, εἶναι κακός. Ὁ πόνος ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτεῖ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς καθαρίσει ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ καὶ τοὺς φέρνει κοντὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς ὁ καθαρτήριος πόνος δὲν εἶναι τοῦ πονηροῦ, οὔτε καὶ ἀπὸ μόνος του εἶναι κακός, ἀλλὰ προέρχεται ἀπό το Θεὸ κι ἀποβλέπει στὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων. «’Ἀγαθὸν μοὶ ὅτι ἐταπείνωσάς μέ, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη’71), λέει ὁ διορατικὸς βασιλιᾶς Δαβίδ.
Ὁ διάβολος εἶναι πονηρός, δρόμος του εἶναι ἡ ἁμαρτία. “Ἔξω ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ τὴν ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει ἄλλο κακό. Γιὰ τὰ βάσανα καὶ τοὺς πόνους τοῦ νέου του εὐαγγελίου, ὑπόλογο εἶναι μόνο τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ὄχι ἡ σελήνη. “Ἄν ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπερινόητη ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν περιόριζε τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ δὲν προστάτευε τὰ πλάσματά Του ἀπ’ αὐτά, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα μὲ τοὺς ἀγγέλους Του, τὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ εἶχαν συντρίψει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ» ψυχικὰ καὶ σωματικά, ὅπως συντρίβουν οἱ ἀκρίδες τοὺς καρποὺς στοὺς ἀγρούς.
«Καὶ εἶπον τοὶς μαθηταῖς σου ἕνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν», εἶπε ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ στὸν Κύριο. Παρακάλεσα τοὺς μαθητές σου νὰ διώξουν τὸ πονηρὸ αὐτὸ πνεῦμα, μὰ ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν.
Τρεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἔλειπαν ἀπὸ τὸ περιστατικό: ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, ποὺ βρίσκονταν μαζί του στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅταν μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Ἔπειτα κατέβηκαν μαζὶ Τοῦ πάλι, γιὰ νὰ βροῦν κάτω ἕνα πλῆθος συγκεντρωμένο γύρω ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀποστόλους, καθὼς καὶ τὸν ἄρρωστο νέο. Ὁ δυστυχισμένος πατέρας, ἀφοῦ δὲ βρῆκε τὸ Χριστό, ἔφερε τὸ γιό του στοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μπόρεσαν, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ τὸν βοηθήσουν. Πρῶτα γιὰ τὴ δική τους ὀλιγοπιστία, δεύτερο γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα καὶ τρίτο γιὰ τὴν καθολικη ἀπιστία τῶν γραμματέων ποὺ ἦταν παρόντες. ‘Ἀναφέρεται πῶς γύρω ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ καὶ «γραμματεῖς συζητοῦντες αὐτοῖς» (Μάρκ. θ16). Ἡ ἀδύναμη πίστη τοῦ πατέρα φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸ Χριστό. Δὲ μίλησε ὅπως ὁ λεπρός, ποῦ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαι μὲ καθαρίσαι» (Ματθ. ἡ’ 2). Ἐκεῖ μίλησε ἕνας ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ πίστη. Οὔτε καὶ σὰν τὸν Ἰάειρο μίλησε, ὅταν κάλεσε τὸ Χριστὸ ν’ ἀναστήσει τὴν κόρη του: «Ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χείρά σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. 918). Κι ἐδῶ αὐτὸς ποὺ μιλάει εἶναι ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ πίστη. Πολὺ λιγότερο μίλησε σὰν τὸν ἑκατόνταρχο τῆς Καπερναούμ, ποῦ ἦταν ἄρρωστος ὁ δοῦλος του: «Κύριε… μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’8). Ἐδῶ μίλησε ἢ πολὺ μεγάλη πίστη. Ἐκείνη ὅμως ποὺ εἶχε τὴ μεγαλύτερη πίστη ἀπ’ ὅλους δὲν εἶπε τίποτα. Πλησίασε ἁπλᾶ τὸ Χριστὸ καὶ ἄγγιξε τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Του. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ αἱμορροοῦσα.
Ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου νέου δὲν ἐνεργεῖ οὔτε μιλάει σὰν αὐτούς, ἀλλὰ λέει στὸ Χριστό: «’Ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν». “Ἄν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, βοήθησέ μας.
Ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Πρέπει νὰ γνώριζε λίγα, πολὺ λίγα γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ μίλησε ἔτσι σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα. Ἢ ἀδύναμη πίστη του ἐξασθένησε ἀκόμα περισσότερο τὴ δύναμη τῶν ἀποστόλων. Σ’ αὐτὸ συνέβαλαν κι οἱ κακόβουλες συκοφαντίες τῶν γραμματέων ἐναντίον τοῦ Χριστου καὶ τῶν ἀποστόλων Του. ‘Ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν. Αὐτὸ φανερώνει μιὰ μικρὴ σπίθα πίστης, πολὺ πολὺ μικρή, ἕτοιμη νὰ σβήσει.
«Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτὸ λέγει· ώ, γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;». Ὁ Κύριος ἔστρεψε τὴν ἐπίπληξη αὐτὴ πρὸς ὅλους γενικά. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄπιστους ἢ ὀλιγόπιστους τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς παρισταμένους, ὅπως ὁ ἀδύναμος πατέρας, οἱ μαθητές του καὶ ἰδιαίτερα οἱ γραμματεῖς. “Ὦ, γενεὰ ἄπιστος! Αὐτὸ σημαίνει: “Ὦ γενεὰ ποὺ ὑποτάχτηκε στὸν πονηρό, στὸ διάβολο, ποὺ πιστεύει σταθερὰ στὴ δύναμη τοῦ πονηροῦ, ποὺ ὑπηρετεῖ μὲ δουλοπρέπεια τὸν πονηρὸ καὶ ἀντιστέκεται στὸ ἀγαθό, ποῦ ἀπαρνιέται τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γενεὰ ποῦ εἶναι ὀλιγόπιστη ἢ καὶ ἐντελῶς ἄπιστη στὸ καλό, ποὺ δραπετεύει ἐπαναστατικὰ ἀπὸ τὸ ἀγαθό!
‘Ἐδῶ ὁ Κύριος πρόσθεσε στὴ γενεὰ καὶ τὴ λέξη διεστραμμένη. “Ἤθελε ἔτσι νὰ δείξει ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀπιστία, πῶς αἰτία της δηλαδὴ εἶναι ἡ διαφθορὰ ἤ, ἀκόμα πιὸ καθαρά, ἡ ἁμαρτία. Αἰτία εἶναι ἡ διαφθορά.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι συνέπεια. Ἡ ἀπιστία εἶναι ἕνωση μὲ τὸ διάβολο: ἡ ἁμαρτία – ἡ διαφθορά – εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση αὐτή.
Διαφθορὰ εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό το Θεό· ἀπιστία εἶναι τὸ σκοτάδι, ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ φρίκη ὅπου βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό το Θεό. Δέστε μὲ πόση προσοχὴ διατυπώνει τίς παρατηρήσεις Του ὁ Κύριος. Δὲν ἀναφέρει κανέναν ὀνομαστικά, μιλάει γενικά. Δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ξυπνήσει. Οὔτε καὶ νὰ προσβάλλει ἢ νὰ ταπεινώσει προσωπικὰ κάποιον θέλει. Ἔπιθυμεὶ μόνο νὰ διεγείρει τίς συνειδήσεις τους, νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ξεπεράσουν τὸν ἑαυτό τους.
Τί μεγάλο δίδαγμα εἶναι αὐτὸ γιὰ τὴν ἐποχή μας, γιὰ τὴ γενιά μας, ποὺ εἶναι τόσο πρόθυμη νὰ μιλάει καὶ νὰ προσβάλει! “Ἄν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι σήμερα νὰ περιορίζουν καὶ νὰ μετροῦν τὴ χρήση τῆς γλώσσας τους, ἂν μποροῦσαν νὰ σταματήσουν νὰ προσβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, θὰ ἐξαφανιζόταν τὸ μισὸ κακὸ ἀπὸ τὴ γῆ. Τὰ μισὰ κακὰ πνεύματα θ’ ἀποβάλλονταν, δὲ θὰ κυκλοφοροῦσαν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Προσέξτε μὲ πόση σοφία μιλάει ὁ μεγάλος ἀπόστολος Ἰάκωβος, ποὺ διδάχτηκε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου Του: «Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τίς ἐν λόγῳ οὐ,οὗ πταίει, οὗτος τέλειος ἄνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν» (Ἰάκ. γ’2-3).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φανταστεῖτε ἕναν εὐγενῆ καὶ φωτισμένο ἄνθρωπο, νὰ τὸν βάλουν νὰ ζήσει μαζὶ μὲ πρωτόγονους καὶ ἄξεστους ἀνθρώπους. Ἢ φανταστεῖτε ἕνα βασιλιᾶ ν’ ἀφήνει το θρόνο του καὶ νὰ κατεβαίνει σ’ ἕνα χῶρο ὅπου κυκλοφοροῦν βρώμικοι ἀγύρτες. Καὶ σκοπός του δὲν εἶναι μόνο νὰ ζήσει μαζί τους καὶ νὰ τοὺς μάθει πῶς νὰ ζοῦνε, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς διδάξει πῶς νὰ σκέφτονται, νὰ νιώθουν καὶ νὰ λειτουργοῦν ὡς βασιλιᾶδες, εὐγενεῖς καὶ μεγαλόκαρδοι. “Ὅποιος καὶ νά ‘τὰν ὁ ἐπίγειος αὐτὸς βασιλιᾶς, μετὰ ἀπὸ τρεὶς μέρες δὲ θὰ ἔκραζε, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; Θὰ εἶχε σταματήσει μέσα σὲ τρεῖς μέρες ἡ ἀγυρτεία, ἡ ἀνοησία, ἡ βρωμιὰ κι ἡ δυσωδία; Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ὁ βασιλιᾶς τῶν βασιλέων, ἄφησε ν’ ἀκουστοῦν τὰ λόγια αὐτὰ μετὰ ἀπὸ τριάντα τρία χρόνια ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Κι ἡ ἀπόσταση ποὺ χώριζε τοὺς συγχρόνους Του ἀπὸ τὸν ἴδιο ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνην ποὺ χωρίζει τοὺς ἐπίγειους βασιλιᾶδες ἀπὸ τοὺς ἀγύρτες. Προφανῶς δὲν μετροῦσε το χρόνο σὲ μέρες καὶ ἔτη, ἀλλὰ σὲ ἔργα καὶ θαύματα ποὺ ἔκανε μπροστὰ σὲ χιλιάδες αὐτόπτες μάρτυρες, τὸν μετροῦσε μὲ τὴ διδασκαλία Του ποὺ σκόσπισε καὶ ἔσπειρε σὲ χιλιάδες ψυχές. Καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα ἔργα καὶ θαύματα, διδαχὲς καὶ γεγονότα, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν το χρόνο χιλίων ἐτῶν, διαπιστώνει ξαφνικὰ πῶς οἱ μαθητές Του δὲν μποροῦσαν νὰ θεραπεύσουν ἕναν ἐπιληπτικὸ νεαρὸ καὶ νὰ ἐκβάλουν τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Κι όλ’ αὐτὰ ἀφοῦ τοὺς εἶχε διδάξει μέ το λόγο καὶ τὸ παράδειγμά Τοῦ πῶς ἐκβάλλεται ὁλόκληρη λεγεῶνα. Κι ἀκούει κι ἕναν ἁμαρτωλὸ ὀλιγόπιστο νὰ τοῦ λέει: ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν.
Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τοὺς παρευρισκόμενους γιὰ ἔλλειψη πίστης, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν τὸν ἄρρωστο νεαρὸ μπροστά Του. «Προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε».
Στὴ συνέχεια ἐπιτίμησε τὸ διάβολο κι αὐτὸς ἀμέσως βγῆκε ἀπὸ τὸ παιδί, ποὺ θεραπεύτηκε τὴν ἴδια στιγμή. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Οἱ ἄλλοι δυὸ εὐαγγελιστὲς δίνουν περισσότερες πληροφορίες γιὰ ὅσα ἔγιναν πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ νεαροῦ. “Ἔτσι ἔχουμε τρεὶς ἐπιπλέον λεπτομέρειες. Πρώτη, ὅτι ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν πατέρα ἀπὸ πότε ὑποφέρει ὁ γιός του δεύτερη, ὅτι ἔδωσε ἔμφαση στὴν πίστη, σὰν προϋπόθεση τῆς θεραπείας καὶ τρίτη, ὅτι καθὼς ὁ νεαρὸς πλησίασε τὸ Χριστό, ὁ τρομοκρατημένος διάβολος βγῆκε ἀπὸ μέσα του κι ἐξαφανίστηκε.
«Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;» (Μάρκ. θ’21), ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τὸν πατέρα τοῦ νεαροῦ. Δὲ ἔκανε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἦταν κοντά Του. Ὁ ἴδιος τὸ γνώριζε καλά, ἤξερε πῶς τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο ἀπὸ χρόνια. Κι ὁ πατέρας ἀπάντησε: «Παιδιόθεν». Ἔπρεπε ν’ ἀκούσουν ὅλοι καὶ νὰ μάθουν τὸ εἶδος τοῦ τρομεροῦ πόνου ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ πόσο δυνατὴ εἶναι ἡ προστασία ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς τὴν προστασία αὐτὴ τὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ εἶχαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ καταστρέψει κυριολεκτικὰ τόσο τὴν ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα τοῦ νεαροῦ. Καὶ τελικὰ ἔπρεπε νὰ μάθουν ὅλοι πόσο μεγάλη δύναμη καὶ πόση ἐπιβολὴ ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὰ πονηρὰ πνεύματα.
Ἀλλ’ εἰ,εἶ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, σπλαγχνισθεῖς ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε ὁ πατέρας στὸ Χριστό. Ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε, δὲν ἀναφέρθηκε μόνο στὸ παιδί. Ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ, εἶναι καὶ τοῦ πατέρα πόνος, εἶναι καὶ ὁλόκληρης τῆς οἰκογένειας πόνος. Ἄν ὁ νεαρὸς θεραπευόταν, τὸ βάρος θά ‘φευγε ἀπὸ πολλὲς ἀνθρώπινες ψυχές. Κι ὁ Ἰησοῦς του εἶπε: «Το εἰ,εἶ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά το πιστεύοντι» (Μάρκ. θ’23).
Σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ συνηθίζει νὰ ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἤθελε ἐδῶ νὰ κάνει τὸ μέγιστο δυνατὸ καλὸ μὲ μιὰ πράξη. Τὸ ἕνα καλὸ ἦταν ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ. Γιατί ὄχι καὶ τῶν ἄλλων; Γιατί νὰ μὴν ἐπιβεβαιώσει καὶ τὴν πίστη τοῦ πατέρα του; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει ταυτόχρονα κι ἕνα τρίτο καλό, νὰ δείξει δηλαδὴ τὴ δύναμή του μὲ τὸν πιὸ ἐντυπωσιακὸ τρόπο, ὥστε νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα τέταρτο καλό, νὰ καταγγείλει τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορά, καθὼς καὶ τὴ χαμερπῆ κλίση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ κακό, τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ τὴν ἁμαρτία; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα πέμπτο καλό, κι ἕνα ἕκτο, κι ἕνα ἕβδομο, κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ προκαλεῖ μιὰ καλὴ πράξη; Γιατί μιὰ καλὴ πράξη φέρνει πάντα πολλὲς ἄλλες στὴ σειρά.
Ἄς δοῦμε ὅμως γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ μὲ πόση σοφία καὶ μὲ τί τρόπο συνδυάζει ὁ Κύριος τὴν ἀποφασιστικότητα μὲ τὴν εὐγένεια. Ὅταν καταγγέλει μὲ ὀξύτητα τὴν ἀπιστία, μιλάει γενικὰ καὶ αὐξάνει τὴν πίστη ὅλων, μὰ δὲν ταπεινώνει κανέναν προσωπικά. “Ὅταν ὅμως ἀπευθύνεται προσωπικὰ σὲ κάποιον ποὺ τὸν ἱκετεύει, δὲ μιλάει αὐστηρά, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ εὐγένεια. Ἡ εὐγένεια καὶ ἡ διακριτικότητα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ ἔφεραν τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ πατέρας ἀναφώνησε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία» (Μάρκ. θ’24).
Δὲν ὑπάρχει τίποτ’ ἄλλο ποὺ νὰ λιώνει τόσο εὔκολα τὸν πάγο τῆς ἀπιστίας, ὅσο τὰ δάκρυα. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔκλαψε μπροστὰ στὸν Κύριο, εἶχε ἤδη μετανιώσει γιὰ τὴν προηγούμενη ἀπιστία του. Μέσα του, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη του ἀναδύθηκε ξαφνικὰ ὅπως προβάλει ἕνα ρυάκι ἀπὸ φουσκωμένο ποτάμι. Κι ὕστερα ἡ πίστη του αὐτὴ μεταμορφώθηκε σὲ φωνή, σὲ λόγια, ποὺ ἔμειναν σὰν δυναμικὸ μήνυμα σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία!»
Τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὴν πίστη χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ν’ ἀποχτήσει κάποια μικρή, ρηχὴ πίστη. Νὰ πιστέψει δηλαδὴ στὴν ὕπαρξη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἤ, μὲ λίγα λόγια, ν’ ἀμφισβητήσει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἡ ἀπόσταση ὅμως ἀπὸ τὴ μερικὴ αὐτὴ πίστη στὴν ἀληθινή, εἶναι μεγάλη. Δὲν μπορεῖ νὰ τὴν διανύσει κανεὶς ἂν δὲν τὸν καθοδηγει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ πατέρας, βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία! εἶναι σὰ νὰ λένε: «Κύριε, βοήθησέ μὲ νὰ Σὲ πιστέψω!..Βοήθησέ μὲ νὰ μὴ πιστεύω στὸν πονηρό!..Βοήθησέ μὲ ν’ ἀποδεσμευτῶ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ νὰ ἑνωθῶ μαζί Σου!»
«Ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’42). Τὴν ὥρα ποὺ τοῦ ἔφεραν κοντά το νεαρὸ ὁ δαίμονας τὸν ἔριξε κάτω μὲ ὁρμὴ καὶ τὸν συγκλόνισε μὲ σπασμούς. Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο πρᾶγμα ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ κάνει ὁ δαίμονας, ὥστε νὰ δοὺν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ φοβηθοῦν, νὰ τρομοκρατηθοῦν γι’ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ σατανᾶς στὸν ἄνθρωπο. Νὰ πειστοῦν καὶ ν’ ἀντιληφθοῦν πόσο ἀνεπαρκὴς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη κι ἡ δύναμη τῶν ἱκανότερων γιατρῶν τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γλιτώσουν τὴ ζωὴ ἔστω κι ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τέτοιο φόβο καὶ τρόμο. Κι ἀφοῦ δοῦν τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ συνειδητοποιήσουν τὴ δική τους ἀδυναμία, οἱ ἄνθρωποι θ’ ἀναγνωρίσουν τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὴ θεία δύναμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀναφέρει ἐδῶ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ πονηρὸ πνεῦμα: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν» (925). Σὲ διατάζω, λέει ὁ Κύριος. Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δύναμης καὶ τῆς ἐξουσίας. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ τὰ δανειστεῖ αὐτὰ ἀπὸ κάποιον ἄλλο. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ15), εἶχε πεῖ ὁ Χριστὸς σὲ ἄλλη περίπτωση. Κι ὅπως βλέπουμε, τὸ ἐφαρμόζει αὐτὸ στὴν πράξη. «Ἐγώ σου μιλάω. Σὲ διατάζω μὲ τὴ δική Μου ἐξουσία, σὲ βγάζω μὲ τὴ δική Μου δύναμη».
Πρέπει νὰ καταλάβει καλὰ ὁ κόσμος πῶς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες ποὺ ἔκαναν κάποια θαυμαστὰ πράγματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο προφήτεψαν οἱ προφῆτες καὶ τὸν Ὁποῖο ἀνέμενε ὁ κόσμος.
Θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη καὶ τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἐντολῆς ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸ διάβολος καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Ὁ Κύριος τὸν διατάζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ μέσα του, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει στὸ νεαρὸ ποὺ εἶχε ὑποφέρει τόσο πολύ. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα κι ἀφοῦ καθαριστεῖ, μπορεῖ πάλι νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν ἀκάθαρτο δαίμονα. Ὁ διάβολος ποὺ ἐκδιώχτηκε μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ ξαναγυρίσει. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετάνιωσε καὶ συχωρέθηκε ἀπό το Θεό, ἐπιστρέφει στὴν παλιά του ἁμαρτία. Τότε ὁ διάβολος ξαναμπαίνει μέσα του. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν διατάζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παιδί, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει κοντά του. Πρῶτο, ὥστε ἡ θεϊκὴ δωρεὰ πρὸς τὸ παιδὶ νὰ εἶναι πλήρης καὶ τέλεια. Δεύτερο, γιὰ νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὴ διδασκαλία Του αὐτὴ τὸ συμπέρασμα καὶ τὴ βεβαιότητα, πῶς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ λάβουμε τὴ συχώρεση τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν παλιά μας ἁμαρτία, «ὡς κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἔξέραμα», ὅπως ὁ σκύλος στὸ πέρασμά του (Βπέτρ. β’22). Γιατι ἔτσι θὰ ἐκτεθοῦμε πάλι στὸ θανατηφόρο κίνδυνο ν’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα στὸ πονηρὸ πνεῦμα, γιὰ νὰ ξαναμπει μέσα μας καὶ νὰ μᾶς κυριεύσει.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέγιστο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, «ἔξεπλήσσοντο πάντες ἐπὶ τὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. Θ’43). Ἡ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ παντοδυναμία Τοῦ μακάρι νά ‘μεναν διαρκεῖς κι ἀνεξάλειπτες στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Νὰ μὴ διαλύονταν ὅπως οἱ φοῦσκες στὸ νερό. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπέρνει μάταια. “Ἄν ὁ σπόρος ποὺ θὰ πέσει στὸ δρόμο, στὴν πέτρα ἢ ἀνάμεσα στὸ ἀγκάθια χαθεῖ, ἐκεῖνος ποὺ θὰ πέσει στὴν καλὴ γῆ δὲ χάνεται, ἀλλὰ θὰ φέρει καρπὸ ἑκατονταπλασίονα.
“Ὀταν ὁ Χριστὸς ἔμεινε μόνος μὲ τοὺς μαθητές Του, ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν: «διατὶ ἤμεὶς οὔκ ἠδυνήθημεν ἔκβαλέίν αὐτό;» Κι ὁ Ἰησοῦς τους ἀπάντησε: «διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχετε πίστιν ὼς κόκκον σινάπεως, ἔρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. ἴζ’20). Ἡ ἀπιστία σας φταίει, τοὺς εἶπε ὁ Κύριος. Ἐὰν εἴχατε πίστη, ἔστω ἴσαμε τὸν μικρὸ κόκκο τοῦ συναπιοῦ, θὰ μπορούσατε νὰ πεῖτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ κι αὐτὸ θὰ πήγαινε. Τίποτα δὲ θὰ σᾶς ἦταν ἀδύνατο.
Ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους ἑπομένως ἦταν ἡ ἀπιστία. “Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ πίστη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ δύναμη. Λιγότερη ἡ πίστη, λιγότερη κι ἡ δύναμη. Νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε δώσει στοὺς ἀποστόλους «ἔξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (Ματθ. 11). Κι ἐκεῖνοι εἶχαν κάνει καλῇ χρήση τῆς δύναμης αὐτῆς γιὰ κάποιο διάστημα. Στὸ μέτρο ὅμως ποῦ ἡ πίστη τους ἀδυνάτισε, εἴτε ἀπό το φόβο τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἐξασθένησε κι ἡ δύναμη ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ.
Στὸν Ἀδὰμ εἶχε δοθεῖ ἐξουσία πάνω σ’ ὅλα τὰ πλάσματα. Μὲ τὴν παρακοή του ὅμως, μὲ τὴν ἀπληστία καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, ἔκανε κακὴ χρήση κι ἔχασε τὴν ἐξουσία του. Οἱ ἀπόστολοι τώρα, ἀπὸ κάποιο σφάλμα τους, ἔχασαν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ. Ἡ ἀπώλεια τῆς δύναμης αὐτῆς μπορεῖ ν’ ἀνακτηθεῖ μόνο μὲ πίστη, πίστη, περισσότερη πίστη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴν περίπτωση αὐτὴ δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ δύναμη τῆς πίστης. Ἡ πίστη μπορεῖ νὰ μετακινήσει ὄρη. Τίποτα δὲν ἀδυνατεῖ μπροστὰ στὴν πίστη. Ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ εἶναι πολὺ μικρός, ἡ μυρωδιά του ὅμως μπορεῖ νὰ καλύψει ὁλόκληρο πιάτο φαγητό. Γράφει ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων σὲ μιὰ ἀπὸ τίς κατηχήσεις τοῦ: «Ὅπως ὁ κόκκος τοῦ συναπιοῦ, ποὺ εἶναι μικρὸς στὸ μέγεθος ἀλλὰ δυνατὸς στὴν ἐπίδρασή του, ὅταν τὸν σπέρνεις σ’ ἕνα μικρὸ χῶρο βγάζει πολλὰ βλαστάρια κι ὅταν μεγαλώνει μπορεῖ νὰ στεγάσει ἀκόμα καὶ πουλιά, ἔτσι κι ὅταν ὑπάρχει πίστη στὴν ψυχή, σύντομα κάνει πράγματα μεγάλα. Γι’ αὐτὸ πίστεψε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβεις ἀπ’ Αὐτὸν πίστη μεγάλη ποῦ ξεπερνάει τὴν ἀνθρώπινη δύναμη». “Ἄν ἔχεις πίστη, ἔστω ὅσο ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ, τὰ βουνὰ θὰ ὑποχωρήσουν μπροστά σου καὶ θὰ μετακινηθοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος σὲ ἄλλο.
Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν μετακίνησε βουνά; Γιατί δέν του ἦταν ἀπαραίτητο. “Ἔκανε μόνο τὰ θαύματα ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἀναγκαία γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Εἶναι ὅμως μεγαλύτερο θαῦμα ἢ μετακίνηση τῶν βουνῶν ἀπὸ τὴ μετατροπὴ τοῦ νεροῦ σὲ κρασί, ἀπὸ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων, ἀπὸ τὴ θεραπεία δαιμονισμένων καὶ ὅλων τῶν λογιῶν ἀσθενειῶν, ἀπὸ τὸ περπάτημα πάνω στὸ νερὸ ἢ τὸ γαλήνεμα τῆς ἀνταριασμένης θάλασσας μ’ ἕνα Του λόγο ἢ μιὰ Τοῦ σκέψῃ; Δὲν μπορεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση ν’ ἀποκλειστεῖ ἡ περίπτωση πιστῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀνταποκρίνονται σὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ ἔχουν δυνατὴ πίστη, νὰ κάνουν καὶ τὸ θαῦμα μετακίνησης κάποιου βουνοῦ. Ἀλλ’ ὑπάρχουν μεγαλύτερα βουνά, πιὸ δύσβατα ὑψίπεδα καὶ πιὸ δυσβάχταχτα βάρη καὶ πιὸ ἐξαντλητικὴ κούραση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τίς γήινες μέριμνες, τίς ἁλυσίδες καὶ τὰ ἐγκόσμια δεσμά; “Ὅποιος μπορεῖ ν’ ἀφαιρέσει τὸ βάρος αὐτὸ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασσα, αὐτὸς ἔχει μετακινήσει οὐσιαστικὰ τὸ μεγαλύτερο καὶ βαρύτερο βουνὸ τοῦ κόσμου.
«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ,εἶ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ἴζ’21). Τὸ εἶδος αὐτὸ τῶν δαιμόνων δὲ διώχνεται μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Ἡ νηστεία καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι οἱ δυὸ στῦλοι τῆς πίστης. Εἶναι οἱ δυὸ φωτιὲς ποὺ καῖνε τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μὲ τὴ νηστεία ἤρεμοὺν καὶ ἀδρανοῦν ὅλα τὰ σωματικὰ πάθη καὶ κυρίως ἡ φιληδονία. Μὲ τὴν προσευχὴ ἤρεμοὺν καὶ ἀδρανοῦν ὅλα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ὅπως ἐκδίκηση, φθόνος, μῖσος, κακία, ὑπερηφάνεια, φιλοδοξία, ἐπιθυμία καὶ τέλεση πονηρῶν πράξεων κ.ἄ. Μὲ τὴ νηστεία καθαρίζονται τὰ δοχεῖα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ δυσῶδες περιεχόμενό τους, ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια πάθη καὶ τὴν κακία. Μὲ τὴν προσευχὴ προσελκύουμε στὸ ἄδειο καὶ καθαρμένο δοχεῖο τῆς καρδιᾶς τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἡ πληρότητα τῆς πίστης κατορθώνεται μὲ τὴν ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια ἐφαρμόσει τὴ νηστεία σὰν ἕνα δοκιμασμένο καὶ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο γιὰ ὅλα τὰ ψυχικὰ πάθη, σὰν ἕνα δυνατὸ ὅπλο ἐνάντια στὰ πονηρὰ πνεύματα. “Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποτιμοῦν ἢ ἀπορρίπτουν τὴ νηστεία, στὴν οὐσία ὑποτιμοῦν ἢ ἀπορρίπτουν μιὰ σαφῆ καὶ καθοριστικὴ ὁδηγία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προσευχὴ δυναμώνει καὶ ἐνισχύεται μὲ τὴ νηστεία. Ἡ πίστη βεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κι ἡ πίστη μετακινεῖ βουνά, ἐκβάλλει δαίμονες καὶ κάνει τὰ ἀδύνατα δυνατά.
Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲ φαίνονται νὰ σχετίζονται μὲ τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου νέου παιδιοῦ κι ἐνῶ οἱ συγκεντρωμένοι ἄνθρωποι θαύμαζαν τὰ γενόμενα, ξαφνικὰ ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ μιλάει στοὺς μαθητές Του γιὰ τὸ πάθος Του.
«Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν, καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἐγερθήσεται» (Ματθ. ἴζ’22-23). Γιατί μετὰ τὸ θαῦμα αὐτό, ὅπως κι ὕστερα ἀπὸ κάποια ἄλλα θαύματα, ὁ Χριστὸς μιλάει στοὺς μαθητές Του γιὰ τὸ πάθος Του; “Ὥστε ὅταν ἔρθει καὶ προδιαγεγραμμένος καιρὸς νὰ μὴ δειλιάσουν, νὰ μὴ φοβηθεῖ ἡ καρδιά τους. Τοὺς τὸ λέει αὐτὸ μετὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματά Τοῦ, μετὰ τίς τιμές, τὴ δόξα καὶ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ τὸν περιμένουν καὶ τὸν ὑποδέχονται οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ χαραχτοῦν καλύτερα στὸ νοῦ τους. Τὸ λέει αὐτὸ ὅμως καὶ γιὰ νὰ διδάξει, ὄχι μόνο τοὺς ἀποστόλους ἀλλὰ κι ἐμᾶς, ὥστε μετὰ ἀπὸ τέτοια μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα νὰ μὴν περιμένουμε ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ δεχτοῦμε τὰ χειρότερα καὶ σκληρότερα χτυπήματα καὶ τίς ταπεινώσεις, ἀκόμα κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εὐεργετήσαμε πολύ.
Ὁ Κύριος δὲν προεῖπε μόνο τὰ πάθη καὶ τὸ θάνατό Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάστασή Του. Στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση, ἡ νίκη κι ἡ αἰώνια δόξα. Ὁ Κύριος προλέγει στοὺς μαθητές Του κάτι ποὺ μοιάζει ἀπίθανο, γιὰ νὰ τονώσει τὴν πίστη τους σὲ ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν. Νὰ τοὺς διδάξει, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσα τοὺς εἶπε. Πρέπει κάθε ἄνθρωπος νά ‘χει πίστη ἴσαμε τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ ἢ καὶ λιγότερη, γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ, νὰ περιμένει κάθε εἶδος πειρασμοῦ καὶ βασάνων σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Πρέπει νὰ ξέρουν μὲ σιγουριὰ ὅμως πῶς στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν περιμένει ἡ Ἀνάσταση.
Ὅλη τὴ δόξα τοῦ κόσμου κι ὅλους τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ τοὺς λογαριάζουμε σὰν ἕνα ἀπόλυτο μηδέν. Μετὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς θριάμβους ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει ὁ κόσμος, πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ πειρασμούς. Πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς στέλνει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας μὲ ταπείνωση καὶ ὑπομονή. Δὲν πρέπει ν’ ἀφηγούμαστε καὶ νὰ κοχορευόμαστε μὲ ὅσα ἔχουμε κάνει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὴν πόλη ἢ γιὰ τὸ χωριό μας, γιὰ τὸ ἔθνος ἢ γιὰ τὴν πατρίδα μας. Δὲν πρέπει νὰ ἐπαναστατοῦμε ὅταν οἱ πειρασμοὶ μᾶς πιέζουν. “Ἄν κάναμε κάτι γιὰ κάποιους ἀπὸ τοὺς γνωστούς μας, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεου. Ἔτσι εἶναι. Κάθε καλὸ ἔργο γίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ὄργανο ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς ἑπομένως εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος ὅταν μᾶς στέλνει πειρασμοὺς μετὰ ἀπὸ ἔγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετὰ ἀπὸ ἐπαίνους, φτώχεια μετὰ ἀπὸ πλούτη, περιφρόνηση μετὰ ἀπὸ τιμές, ἀρρώστια μετὰ ἀπὸ ὑγεία, ἀπομόνωση καὶ μοναξιὰ μετὰ τὴν ἀπόλαυση πλήθους φίλων. Ὁ Θεὸς γνωρίζει γιατί μας τὰ στέλνει αὐτά. Γνωρίζει πῶς ὅλα ἀποβλέπουν στὸ καλό μας. Πρῶτο, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά, νὰ μὴν ὁδεύουμε πρὸς τὸν τάφο μὲ συνοδεία τὴν ψεύτικη καὶ παροδικὴ λαμπρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ δεύτερο ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀποβλέπουμε σὲ ἀνταπόδοση γιὰ τὰ καλά μας ἔργα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, γιατί τότε δὲ θά ‘χουμε τίποτα νὰ ζητήσουμε ἢ νὰ λάβουμε στὴ μέλλουσα. Εὔχομαι νὰ μὴν ἀκούσουμε στὴ θύρα τῆς οὐράνιας βασιλείας: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ: τὸ μισθό σας τὸν λάβατε».
Εὔχομαι αὐτὸ νὰ μὴ μᾶς συμβεῖ. Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ἀναπόφευκτη καταστροφὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο λάβαμε δόξα, ἐγκώμια καὶ τιμές, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μας διδάσκει πῶς, μετὰ ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη δόξα, τὰ ἐγκώμια καὶ τίς τιμὲς ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ὁ κόσμος, πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε ν’ ἀναλάβουμε τὸ σταυρό Του. Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ἡ αἰώνια δόξα κι ἡ τιμή, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.