ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (30/4/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΣΤ΄, εδάφια 1-7
1Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. 2 Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. 3 Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· 4 ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. 5 Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, 6 οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας 7 καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
1Τις ημέρες αυτές, ενώ αυξανόταν ο αριθμός των πιστών, οι Εβραίοι Χριστιανοί που ήταν από ξένα μέρη και γι’ αυτό μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, άρχισαν να γογγύζουν εναντίον των ντόπιων Εβραίων Χριστιανών, που μιλούσαν την αραμαϊκή γλώσσα. Τα παράπονα αυτά προέκυψαν, διότι οι χήρες των ελληνόφωνων Ιουδαίων Χριστιανών που δεν ήταν ντόπιοι, παραμελούνταν στην καθημερινή περίθαλψη και υπηρεσία της διανομής τροφών και ελεημοσυνών. 2 Μετά λοιπόν απ’ αυτό οι δώδεκα απόστολοι συγκάλεσαν το πλήθος των μαθητών που πίστευαν στον Χριστό και είπαν: «Δεν μας φαίνεται σωστό να αφήσουμε εμείς το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε σε τραπέζια φαγητού. 3 Εξετάστε λοιπόν προσεκτικά, αδελφοί, και εκλέξτε από σας τους ίδιους, επτά άνδρες, που να έχουν καλή μαρτυρία απ’ όλους και να είναι γεμάτοι από Άγιο Πνεύμα και σύνεση. Αυτούς θα εγκαταστήσουμε για να διεξάγουν την αναγκαία αυτή διακονία 4 και εμείς θα αφοσιωθούμε και θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στη διακονία του κηρύγματος».
5 Η πρόταση αυτή των αποστόλων φάνηκε αρεστή σε όλο το πλήθος της Εκκλησίας. Έτσι εξέλεξαν τον Στέφανο, άνδρα γεμάτο από πίστη στον Χριστό και από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και τον Φίλιππο και τον Πρόχορο και τον Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και τον Νικόλαο από την Αντιόχεια, ο οποίος ήταν κάποτε ειδωλολάτρης και πριν πιστέψει στον Χριστό είχε προσέλθει στον Ιουδαϊσμό 6 Αυτούς τους επτά παρουσίασαν ενώπιον των αποστόλων. Και οι απόστολοι, προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια τους πάνω στα κεφάλια των επτά, για να τους μεταδοθεί η θεία χάρη η οποία τους ήταν αναγκαία για τη διεξαγωγή της διακονίας τους. 7 Έτσι το κήρυγμα του λόγου του Θεού προόδευε και διαδιδόταν. Και ο αριθμός των μαθητών στα Ιεροσόλυμα αυξανόταν πάρα πολύ, και πλήθος πολύ από τους ιερείς των Ιουδαίων, αποδέχονταν τις αλήθειες της πίστεως και υποτάσσονταν σε αυτές.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Κατά Μάρκον, κεφ. ΙΕ΄, εδάφια 42-47 και κεφ. ΙΣΤ΄, εδάφια 1-8
Κεφ. ΙΕ΄ 42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον, 43 ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. 44 Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· 45 καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. 46 Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. 47 Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
Κεφ. ΙΣΤ’ 1 Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. 2 Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. 3 Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; 4 Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. 5 Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 6 Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 7 Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8 Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
Κεφ. ΙΕ΄ 42 Και σαν άρχισε πλέον να βραδιάζει, επειδή ήταν ημέρα Παρασκευής και προετοιμασίας, δηλαδή παραμονή του Σαββάτου, προτού δύσει ο ήλιος και αρχίσει η ημέρα του Σαββάτου, η οποία συνέπιπτε και με το πάσχα, 43 ήλθε ο Ιωσήφ που καταγόταν απ’ την πόλη Αριμαθαία, ένα σεβαστό και επίσημο μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου, που είχε πιστέψει κι αυτός στο κήρυγμα του Ιησού για τη βασιλεία του Θεού και περίμενε τη βασιλεία αυτή χωρίς να κλονιστεί η ελπίδα του από τον θάνατο του Ιησού˙ αυτός λοιπόν τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. 44 Ο Πιλάτος μάλιστα έμεινε έκπληκτος και απόρησε που τόσο γρήγορα είχε κιόλας πεθάνει ο Ιησούς. Κι αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε εάν είχε ώρα πολλή που πέθανε. 45 Κι όταν έμαθε από τον εκατόνταρχο ότι πραγματικά πέθανε ο Ιησούς, χάρισε το σώμα του στον Ιωσήφ. 46 Κι εκείνος, αφού αγόρασε καινούργιο και αμεταχείριστο σεντόνι και κατέβασε τον Ιησού από τον σταυρό, τύλιξε το σώμα του στο σεντόνι και τον έβαλε κάτω σε ένα μνημείο, το οποίο ήταν σκαλισμένο μέσα στον βράχο˙ και κύλισε ένα μεγάλο λίθο πάνω στο στόμιο του μνημείου, κλείνοντας έτσι την είσοδο του μνημείου. 47 Στο μεταξύ η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρακολουθούσαν προσεκτικά και με πολύ ενδιαφέρον πού τοποθετήθηκε το σώμα του Ιησού.
Κεφ.ΙΣΤ΄ 1 Αφού πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν το βράδυ του Σαββάτου αρώματα, για να έλθουν το πρωί στον τάφο και να αλείψουν το σώμα του Ιησού. 2 Και πολύ πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδας έρχονται στο μνημείο την ώρα που ο ήλιος άρχισε να διαλύει το πρωινό σκοτάδι, καθώς πήρε ν’ ανατέλλει κάτω απ’ τον ορίζοντα. 3 Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλίσει τη μεγάλη πέτρα μακριά από την είσοδο του μνημείου;». 4 Μόλις όμως έστρεψαν τα μάτια τους προς τα εκεί, είδαν ότι είχε μετατοπιστεί η πέτρα μακριά απ’ το μνημείο. Και τα έλεγαν αυτά μεταξύ τους, διότι η πέτρα αυτή ήταν πολύ μεγάλη και δεν ήταν εύκολο να μετακινηθεί. 5 Και αφού μπήκαν στο μνημείο, είδαν έναν νέο που καθόταν στα δεξιά του μνημείου και ήταν ντυμένος με λευκή στολή, και γέμισαν με τρόμο και κατάπληξη. 6 Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε και μη φοβάστε. Ξέρω ποιον ζητάτε. Ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό, τον εσταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να, είναι αδειανό το μέρος που τον έβαλαν. 7 Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές Του και ιδιαιτέρως στον Πέτρο, που έχει ανάγκη παρηγοριάς και βεβαιώσεως ότι συγχωρήθηκε για την άρνησή του, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία και σας περιμένει εκεί. Εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε πριν σταυρωθεί». 8 Εκείνες τότε βγήκαν κι έφυγαν από το μνημείο. Ήταν μάλιστα γεμάτες τρόμο και έκσταση. Δεν είπαν όμως τίποτε σε κανένα, διότι ήταν φοβισμένες.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ [:Πράξ.6,1-7]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΔΙΑΚΟΝΩΝ
[υπομνηματισμός των χωρίων Πράξ.6,1-7]
«Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν(:Τις ημέρες αυτές, ενώ αυξανόταν ο αριθμός των πιστών, οι Εβραίοι Χριστιανοί που ήταν από ξένα μέρη και γι’ αυτό μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, άρχισαν να γογγύζουν εναντίον των ντόπιων Εβραίων Χριστιανών, που μιλούσαν την αραμαϊκή γλώσσα. Τα παράπονα αυτά προέκυψαν, διότι οι χήρες των ελληνόφωνων Ιουδαίων Χριστιανών που δεν ήταν ντόπιοι, παραμελούνταν στην καθημερινή περίθαλψη και υπηρεσία της διανομής τροφών και ελεημοσυνών)»[Πράξ.6,1].
«Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις(:Κατά τις ημέρες αυτές)»[Πράξ.6,1].Ποιες ημέρες εννοεί; Όταν συνέβαιναν αυτά, όταν μαστιγώνονταν, όταν απειλούνταν, όταν αυξανόταν ο αριθμός των μαθητών, τότε «άρχισαν να γογγύζουν». Ίσως μάλιστα να συνέβηκε αυτό από το πλήθος, διότι δεν είναι δυνατό στο πλήθος να υπάρχει ακρίβεια και τελειότητα. Δεν εννοεί οπωσδήποτε τις ημέρες εκείνες, αλλά συνηθίζει η Γραφή, και τα μέλλοντα να συμβούν να τα αναφέρει σαν να συνέβησαν, και γι’ αυτό μίλησε έτσι. «῾Ελληνιστές» νομίζω ότι ονομάζει εκείνους που ομιλούν την ελληνική γλώσσα· διότι αυτοί μιλούσαν ελληνικά, αν και ήταν εβραίοι. Να και άλλη δοκιμασία· πόσο μάλλον και εσύ, αν θέλεις να εξετάσεις, θα διαπιστώσεις ότι από την αρχή οι πόλεμοι γίνονται και από μέσα και από έξω.
«Ἐγένετο(:άρχισαν), λέει, «γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν(:οι Εβραίοι Χριστιανοί που ήταν από ξένα μέρη και γι’ αυτό μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, να γογγύζουν εναντίον των ντόπιων Εβραίων Χριστιανών, που μιλούσαν την αραμαϊκή γλώσσα. Τα παράπονα αυτά προέκυψαν, διότι οι χήρες των ελληνόφωνων Ιουδαίων Χριστιανών που δεν ήταν ντόπιοι, παραμελούνταν στην καθημερινή περίθαλψη και υπηρεσία της διανομής τροφών και ελεημοσυνών)». Άρα η καθημερινή ήταν η φροντίδα για τις χήρες. Και πρόσεχε ότι και αυτός την ονομάζει διακονία, και όχι αμέσως ελεημοσύνη, εξυψώνοντας ταυτόχρονα και εκείνους που προσέφεραν και εκείνους που λάμβαναν. Αυτή η διάκριση σε βάρος εκείνων των χηρών δεν ήταν αποτέλεσμα κακίας, αλλά ίσως αμέλειας του πλήθους. Γι’ αυτό ανέφερε και αυτό (διότι δεν ήταν μικρό κακό), για να διορθωθεί σύντομα. Βλέπεις πως τα κακά και απ’ αρχής δεν προέρχονταν μόνο από έξω, αλλά και από μέσα; Εσύ όμως μην παρατηρήσεις αυτό μόνο, ότι διορθώθηκε, αλλά ότι ήταν μεγάλο κακό.
«Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις(:Μετά λοιπόν απ’ αυτό οι δώδεκα απόστολοι συγκάλεσαν το πλήθος των μαθητών που πίστευαν στον Χριστό και είπαν: ‘’Δεν μας φαίνεται σωστό να αφήσουμε εμείς το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε σε τραπέζια φαγητού)»[Πράξ.6,2].Πρώτα παρουσιάζουν το άτοπο δείχνοντας ότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν και τα δύο με μεγάλη προσοχή· διότι και όταν επρόκειτο να χειροτονήσουν τον Ματθία στη θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη, πρώτα από όλα δείχνουν την ανάγκη του πράγματος και ότι τους έλειπε ένας και ότι έπρεπε να γίνουν δώδεκα. Και εδώ την ανάγκη έδειξαν και δεν ενέργησαν προηγουμένως, αλλά ανέμεναν να εκδηλωθεί ο γογγυσμός, ούτε όμως ανέχθηκαν για πολύ να συμβεί αυτό.
Και πρόσεχε ότι αναθέτουν την εκλογή στον λαό και αναδεικνύουν εκείνους που ήταν από όλους αρεστοί και από όλους διατυπώνονταν καλές μαρτυρίες. Όταν λοιπόν επρόκειτο να εκλέξουν τον Ματθία έλεγαν: «Δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθε ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος Ἰωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ᾿ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων (:Από τους άνδρες που ήταν μαζί μας και παρακολούθησαν σε όλη τους τη διάρκεια τα γεγονότα και τη δράση του Κυρίου μας Ιησού, ο οποίος μας συναναστρεφόταν και μπαινόβγαινε ανάμεσά μας, από τον καιρό δηλαδή που ξεκίνησε τη δημόσια δράση Του, όταν βαπτίστηκε από τον Ιωάννη, μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε κι έφυγε από κοντά μας˙ από τους ανθρώπους αυτούς λοιπόν πρέπει να εκλεγεί ένας και να γίνει μαζί με μας μάρτυρας της Αναστάσεώς Του)»[Πράξ.1,20-21].
Εδώ όμως δεν έγινε έτσι η επιλογή των επτά διακόνων· διότι δεν ήταν παρόμοια η περίπτωση. Γι’ αυτό και δεν έθεσαν αυτήν σε κλήρο. Ούτε πάλι αν και βέβαια μπορούσαν οι ίδιοι να εκλέξουν, εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα, κάνουν αυτό, αλλά μάλλον ενισχύουν τη γνώμη τους με την μαρτυρία των πολλών. Άλλωστε το να ορίσουν μεν τον αριθμό και να χειροτονήσουν για την κάλυψη αυτής της ανάγκης ήταν δικό τους έργο, την εκλογή όμως των ανδρών αναθέτουν σε εκείνους, για να μην φανούν ότι αυτοί χαρίζονται σε κάποιους και τους προωθούν· διότι και ο Θεός επιτρέπει στον Μωυσή να επιλέξει πρεσβύτερους, εκείνους που γνωρίζει. Καθόσον χρειάζεται πολλή σύνεση για την ρύθμιση παρόμοιων υποθέσεων· διότι μην νομίζετε βέβαια ότι επειδή του κάθε διακόνου δεν του ανατίθεται το κήρυγμα του λόγου, αυτός δεν έχει ανάγκη και από σύνεση· διότι φυσικά και χρειάζεται και μάλιστα πολλή σύνεση.
Σωστά εκτίμησαν οι Απόστολοι· διότι από τα αναγκαία τα αναγκαιότερα είναι προτιμότερα. Και πρόσεχε πώς λαμβάνουν πρόνοια για αυτά αμέσως, και δεν παραμελούν το κήρυγμα. Και εφόσον εκείνοι που εξέλεξαν ήταν και εκείνοι που έχαιραν του μεγαλυτέρου σεβασμού από τους άλλους, γι’ αυτό και προτιμούνται: «Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης, ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν (:Εξετάστε λοιπόν προσεκτικά, αδελφοί, και εκλέξτε από σας τους ίδιους επτά άνδρες, που να έχουν καλή μαρτυρία απ’ όλους και να είναι γεμάτοι από Άγιο Πνεύμα και σύνεση. Αυτούς θα εγκαταστήσουμε για να διεξάγουν την αναγκαία αυτή διακονία και εμείς θα αφοσιωθούμε και θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στη διακονία του κηρύγματος’’)»[Πράξ.6,3-4].
«Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά(:Εξετάστε λοιπόν προσεκτικά, αδελφοί, και εκλέξτε από σας τους ίδιους επτά άνδρες)». Δεν το κάνουν αυτό μόνοι τους, αλλά προηγουμένως απολογούνται στο πλήθος. Έτσι και σήμερα έπρεπε να γίνεται.«Ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν(:Και εμείς θα αφοσιωθούμε και θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στη διακονία του κηρύγματος)»[Πράξ.6,4]. Και στην αρχή και στο τέλος απολογούνται. «Θα αφοσιωθούμε» έλεγαν, και όχι απλώς ως έτυχε, αλλά «θα αφοσιωθούμε αποκλειστικά στο κήρυγμα».
«Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας). καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει (:Η πρόταση αυτή των αποστόλων φάνηκε αρεστή σε όλο το πλήθος της Εκκλησίας. Έτσι εξέλεξαν τον Στέφανο, άνδρα γεμάτο από πίστη στο Χριστό και από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και τον Φίλιππο και τον Πρόχορο και τον Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και τον Νικόλαο από την Αντιόχεια, ο οποίος ήταν κάποτε ειδωλολάτρης και πριν πιστέψει στον Χριστό είχε προσέλθει στον Ιουδαϊσμό. Αυτούς τους επτά παρουσίασαν ενώπιον των αποστόλων. Και οι απόστολοι, προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια τους πάνω στα κεφάλια των επτά, για να τους μεταδοθεί η θεία χάρη η οποία τους ήταν αναγκαία για τη διεξαγωγή της διακονίας τους.Έτσι το κήρυγμα του λόγου του Θεού προόδευε και διαδιδόταν. Και ο αριθμός των μαθητών στα Ιεροσόλυμα αυξανόταν πάρα πολύ, και πλήθος πολύ από τους ιερείς των Ιουδαίων, αποδέχονταν τις αλήθειες της πίστεως και υποτάσσονταν σε αυτές)»[Πράξ.6,5-7]. Εξέλεξαν λοιπόν ως διακόνους άντρες γεμάτους πίστη ώστε να μη γίνουν τα ίδια με εκείνα που συνέβησαν στην περίπτωση του Ιούδα, και του Ανανία και της Σάπφειρας.
«Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους(:Και η πρόταση αυτή των αποστόλων φάνηκε αρεστή σε όλο το πλήθος της Εκκλησίας)»[Πράξ.6,5]. Και αυτό είναι αντάξιο της σοφίας των δώδεκα αποστόλων. Και όλοι επαίνεσαν αυτό που λέχθηκε · τόσο πολύ συνετό ήταν.
«Καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα(:Και εξέλεξαν τον Στέφανο, άνδρα γεμάτο από πίστη στο Χριστό και από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και τον Φίλιππο και τον Πρόχορο και τον Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και τον Νικόλαο από την Αντιόχεια, ο οποίος ήταν κάποτε ειδωλολάτρης και πριν πιστέψει στον Χριστό είχε προσέλθει στον Ιουδαϊσμό),οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας(:Αυτούς τους επτά παρουσίασαν ενώπιον των αποστόλων. Και οι απόστολοι, προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια τους πάνω στα κεφάλια των επτά, για να τους μεταδοθεί η θεία χάρη η οποία τους ήταν αναγκαία για τη διεξαγωγή της διακονίας τους)».
Από αυτό είναι φανερό ότι ξεχώρισαν αυτούς από το πλήθος, και αυτοί προσελκύουν, δεν καθοδηγούν οι απόστολοι. Πρόσεχε πως δεν λέει περιττά λόγια ο συγγραφέας· διότι δεν λέει πώς, αλλά απλώς ότι χειροτονήθηκαν κατόπιν προσευχής· διότι αυτό είναι η χειροτονία. Το χέρι τοποθετείται επάνω στον άνδρα, ενώ το όλο έργο το επιτελεί ο Θεός και το χέρι Αυτού είναι εκείνο, που αγγίζει το κεφάλι του χειροτονημένου εάν χειροτονείται όπως πρέπει.
Δεν τα είπε αυτά στην τύχη, αλλά για να δείξει πόση είναι η δύναμη της ελεημοσύνης και της σωστής διευθέτησης των πραγμάτων. Και πρόκειται στη συνέχεια να διηγηθεί τα σχετικά με τον Στέφανο, γι’ αυτό και προηγουμένως αναφέρει τις αιτίες αυτών. Ποιο λοιπόν αξίωμα είχαν αυτοί οι διάκονοι και ποια χειροτονία δέχθηκαν είναι ανάγκη να μάθουμε. Άραγε τη χειροτονία των διακόνων; Και όμως αυτή δεν υπάρχει στις εκκλησίες, αλλά η διαχείριση των ναών είναι έργο των πρεσβύτερων· αν και βέβαια κανένας επίσκοπος δεν υπήρχε τότε, παρά μόνο οι απόστολοι. Συνεπώς νομίζω ότι η ονομασία αυτή δεν δηλώνει τους διακόνους, ούτε τους πρεσβύτερους, αλλά κατ’ αρχήν γι’ αυτό το έργο χειροτονήθηκαν. Και δεν έθεσαν απλώς τα χέρια τους επάνω τους, αλλά ευχήθηκαν να έλθει η δύναμη σε αυτούς. Πρόσεχε επίσης σε παρακαλώ, εάν χρειάσθηκαν σε αυτό εφτά άνδρες, άραγε πόσο μεγάλο ήταν το πόσο των χρημάτων που συγκεντρώθηκε και πόσο μεγάλο το πλήθος των χήρων;
Επομένως δεν γινόταν στην τύχη οι προσευχές, αλλά γινόταν με πολλή προσοχή· και αυτό όπως και το κήρυγμα έτσι τελούνταν· διότι τα περισσότερα με τις προσευχές τα κατόρθωναν. Και έτσι ρυθμιζόταν τα πνευματικά, έτσι στέλνονταν σε περιοδείες, έτσι παρέδωσαν το κήρυγμα της πίστης. Και δεν επαινεί, ούτε εξυψώνει αυτούς, αλλά ότι δεν είναι αρεστό να αφήσουν το έργο που τους ανατέθηκε.
Έτσι είχαν διδαχθεί από τον Μωυσή, να μην ασχολούνται οι ίδιοι με όλα. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέει: «Μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιῆσαι(:Μας ζήτησαν μόνο να θυμόμαστε τους φτωχούς Χριστιανούς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και να φροντίζουμε γι’ αυτούς. Κι αυτό το επιμελήθηκα με ζήλο, προκειμένου να το εφαρμόσω με ακρίβεια)» [Γαλ. 2,10]. Και για το πώς συντελούσαν στην πρόοδο αυτών, μάθαινε: Νήστευαν, αφοσιώνονταν στην προσευχή. Αυτό πρέπει και τώρα να γίνεται.
Και εξέλεξαν διακόνους όχι απλώς πνευματικούς, αλλά «πλήρεις πνεύματος καί σοφίας», για να δηλωθεί έτσι ότι χρειάζονταν μεγάλη ευσέβεια και αυτοκυριαρχία για να υποφέρει κανείς τις κατηγορίες των χήρων. Διότι ποιο είναι το όφελος, όταν δεν κλέβει κανείς μεν, αλλά καταστρέφει τα πάντα; Ή είναι θρασύς και οργίζεται; Και κατά τούτο ήταν αξιοθαύμαστος ο Φίλιππος· διότι λέει για αυτόν: «Τῇ δὲ ἐπαύριον ἐξελθόντες ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐμείναμεν παρ᾿ αὐτῷ(:Την άλλη μέρα φύγαμε από την Πτολεμαΐδα και φθάσαμε στην Καισάρεια. Εκεί μπήκαμε στο σπίτι του ευαγγελιστή Φιλίππου, ο οποίος ήταν ένας από τους επτά διακόνους που είχαν χειροτονηθεί βοηθοί των αποστόλων στα κοινά τραπέζια και μείναμε κοντά του)». Βλέπεις ότι τίποτα δεν ρυθμιζόταν κατά ανθρώπινο τρόπο;
«Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα(:Έτσι το κήρυγμα του λόγου του Θεού προόδευε και διαδιδόταν. Και ο αριθμός των μαθητών στα Ιεροσόλυμα αυξανόταν πάρα πολύ)»[Πράξ.6,6]. «Πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει(:Και πλήθος πολύ από τους ιερείς των Ιουδαίων, αποδέχονταν τις αλήθειες της πίστεως και υποτάσσονταν σε αυτές)»[Πράξ.6,7]. Αυτό αποτελεί υπαινιγμό και δείχνει ότι πολλοί από αυτούς που μηχανεύθηκαν τον θάνατο του Χριστού, πίστεψαν.
Στα Ιεροσόλυμα προόδευε το πλήθος των πιστών. Το περίεργο ήταν ότι εκεί που σταυρώθηκε ο Χριστός, εκεί αυξάνονταν το κήρυγμα. Και όχι μόνο δεν σκανδαλίστηκαν μερικοί από τους μαθητές, βλέποντας τους μεν αποστόλους να μαστιγώνονται, άλλους να τους απειλούν, άλλους να πειράζουν το πνεύμα, άλλους να γογγύζουν, αλλά πολύ περισσότερο αυξανόταν ο αριθμός εκείνων που πίστεψαν· έτσι από το περιστατικό του Ανανία σωφρονίστηκαν και περισσότερος φόβος κατέλαβε αυτούς. Πρόσεχε επίσης πώς αυξανόταν το πλήθος. Μετά τις δοκιμασίες τότε αυξήθηκε, αλλά όχι πριν από αυτές.
Και σκέψου σε παρακαλώ και πόση είναι η φιλανθρωπία του Θεού. Διότι από εκείνους τους αρχιερείς, που παρότρυναν τους όχλους σε φόνο, που κραύγαζαν και έλεγαν: «Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ (:Άλλους έσωσε με τα αγύρτικά του θαύματα˙ τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει. Εάν είναι βασιλιάς του Ισραήλ, του ευλογημένου δηλαδή λαού του Θεού, ας κατεβεί απ’ τον σταυρό και θα τον πιστέψουμε)»[Ματθ. 27,42], από αυτούς, λέει το ιερό κείμενο, «πολλοί αποδέχονταν τις αλήθειες της πίστεως».
Του Θεού και Δημιουργού μας λοιπόν ας γίνουμε και εμείς μιμητές. Δέχθηκε αυτούς και δεν τους έδιωξε. Έτσι ας αμείβουμε κι εμείς τους εχθρούς, που διέπραξαν σε εμάς άπειρα κακά. Ό,τι αγαθό και αν έχουμε, ας το δίνουμε σε αυτούς· ας μην παραλείψουμε να τους ευεργετούμε· διότι αν μεν χρειάζεται να πάθει κάποιος κάποιο κακό για να ικανοποιήσει τον θυμό τους, πολύ περισσότερο θα τους ικανοποιήσει, με το να τους ευεργετήσει (διότι αυτό είναι λιγότερο από εκείνο)· διότι δεν είναι το ίδιο να ευεργετεί κάποιος τον εχθρό του και να θέλει να πάθει χειρότερα από αυτά που ο εχθρός του επιθυμεί. Από αυτό θα έρθουμε και σε εκείνα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-actapdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία ΙΔ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 15, σελίδες 392-397 και 399-409.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 79, ομιλία ΙΔ΄, σελ. 208-209 και σελ. 213-219.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ [:Μάρκ.15,43-16,8]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[υπομνηματισμός των χωρίων: Ματθ.27,57-66 και Ματθ.28,1-10]
«Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἀριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ Ἰησοῦ· οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν(: Όταν προχώρησε το δειλινό, ήλθε κάποιος άνθρωπος πλούσιος που καταγόταν από την Αριμαθαία και ονομαζόταν Ιωσήφ, που κι αυτός υπήρξε μαθητής του Ιησού. Αυτός πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθεί το σώμα. Κι αφού ο Ιωσήφ πήρε το σώμα, το τύλιξε σε καθαρό και αμεταχείριστο σεντόνι και το έβαλε στο δικό του καινούριο μνημείο, το οποίο είχε σκαλίσει στον βράχο. Κι αφού κύλισε ένα μεγάλο λίθο στη θύρα του μνημείου, την έκλεισε με τον λίθο αυτόν κι έφυγε)»[Ματθ. 27, 57-60].
Αυτός είναι ο Ιωσήφ, ο οποίος προηγουμένως κρυβόταν. Τώρα όμως, μετά τον θάνατο του Χριστού, έδειξε μεγάλη τόλμη. Διότι ούτε ασήμαντος ήταν, ούτε από εκείνους που μένουν απαρατήρητοι, αλλά ένας από τα μέλη του Συνεδρίου[πρβλ. Λουκ.23,51: «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος·οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν- ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(:Και ιδού, παρουσιάζεται τότε ένας άνθρωπος που λεγόταν Ιωσήφ και ήταν βουλευτής, δηλαδή μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου,άνθρωπος καλοκάγαθος και ενάρετος. Αυτός δεν είχε συμφωνήσει με την απόφαση που πήραν τα μέλη του συνεδρίου εναντίον του Ιησού, ούτε με τα μέτρα και τις πράξεις που έκαναν για να εξασφαλίσουν την επικύρωση και την εκτέλεση της αποφάσεως. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν ήταν από την πόλη των Ιουδαίων Αριμαθαία. Είχε πιστέψει στο κήρυγμα του Ιησού για τη βασιλεία του Θεού και περίμενε κι αυτός μαζί με τόσους άλλους μαθητές τη βασιλεία αυτή)»], και πολύ επιφανής.
Από αυτό μάλιστα φαίνεται καθαρά η ανδρεία του. Διότι ουσιαστικά καταδίκασε σε θάνατο τον εαυτό του, τη στιγμή που διακήρυξε την απέχθειά του προς όλους, με την έκφραση-ομολογία της συμπάθειάς του προς τον Ιησού, και τόλμησε να ζητήσει το σώμα Του, και δεν απομακρύνθηκε παρά μόνο αφού πέτυχε αυτό που ήθελε. Την αγάπη μάλιστα και την ανδρεία του την δείχνει όχι μόνο με το ότι παρέλαβε το σώμα του Χριστού και το έθαψε με πολυτέλεια, αλλά και με το ότι Τον έθαψε στο δικό του καινούριο μνημείο. Και αυτό δεν έγινε έτσι στην τύχη, αλλά για να μην υπάρξει ούτε η παραμικρή υποψία ότι αναστήθηκε άλλος αντί άλλου.
«Ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου(:Ήταν μάλιστα εκεί η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, οι οποίες κάθονταν απέναντι από τον τάφο)»[Ματθ.27,61]. Γιατί αυτές κάθονται πλησίον του τάφου; Τίποτε ακόμη μεγάλο και υψηλό δεν γνώριζαν, όπως έπρεπε, περί Αυτού· γι’ αυτόν τον λόγο και μύρα έφεραν και παρέμεναν με καρτερία κοντά στον τάφο, ώστε, εάν κατασίγαζε η μανία των Ιουδαίων, να προσέρχονταν και να αλείψουν το Σώμα του Ιησού με αυτά.
Είδες την ανδρεία των γυναικών; Είδες την αγάπη; Είδες τη μεγαλοψυχία την έμπρακτη, η οποία φτάνει μέχρι θανάτου; Ας μιμηθούμε τις γυναίκες αυτές όλοι μας· ας μην εγκαταλείψουμε τον Ιησού στις δοκιμασίες Του· διότι εκείνες μεν, και όταν Εκείνος πέθανε, ξόδεψαν τόσα πολλά και έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Ενώ εμείς( πάλι τα ίδια θα επαναλάβω), ούτε όταν πεινά Τον τρέφουμε, ούτε όταν είναι γυμνός Τον ντύνουμε, αλλά αντιθέτως και όταν Τον βλέπουμε να ζητιανεύει, Τον προσπερνούμε. Είμαι βέβαιος ότι εάν βλέπατε τον ίδιο τον Κύριο, θα έδινε ο καθένας σας όλα τα υπάρχοντά Του. Αλλά και τώρα ο ίδιος είναι. Άλλωστε και Αυτός είπε ότι «Εγώ είμαι».
«Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης(:Την άλλη τώρα ημέρα, η οποία είναι μετά την Παρασκευή, δηλαδή το Σάββατο, μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και πήγαν όλοι μαζί στον Πιλάτο και του είπαν: ‘’Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο λαοπλάνος είχε πει όταν ακόμη ζούσε: «Τρεις ημέρες μετά τον θάνατό μου θα αναστηθώ». Γι’ αυτό δώσε διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές του μέσα στη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη του λαού χειρότερη από την πρώτη, που τον πίστεψαν ως Μεσσία’’. Ο Πιλάτος τότε τους είπε: ‘’Πάρτε φρουρά. Πηγαίνετε και ασφαλίστε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρετε’’. Κι αυτοί πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο. Έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθο που σκέπαζε το μνημείο. Και τοποθέτησαν εκεί τη φρουρά)»[Ματθ.27,62-66].
Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αλήθειας. Πρόσεξε όμως. Έπρεπε να πιστευτεί ότι πέθανε, ότι ενταφιάστηκε και ότι αναστήθηκε. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Κοίταξε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώνουν όλα αυτά. «Θυμηθήκαμε», λέγει, «ότι εκείνος ο λαοπλάνος είχε πει όταν ακόμη ζούσε»· άρα πέθανε· «’’Τρεις ημέρες μετά τον θάνατό μου, θα αναστηθώ’’. Γι’ αυτό δώσε διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα»· άρα ενταφιάστηκε· «μήπως έλθουν οι μαθητές του μέσα στη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς». Άρα, εάν ο τάφος σφραγιστεί, δεν θα γίνει καμία απάτη. Δεν έγινε λοιπόν. Επομένως η απόδειξη της αναστάσεως, με όσα προτείνατε εσείς, έγινε αναντίρρητη. Διότι αφού σφραγίστηκε, δεν συνέβη καμία απάτη. Εάν επίσης δεν έγινε καμία απάτη, βρέθηκε όμως κενός ο τάφος, είναι φανερό ότι αναστήθηκε σαφώς και αναντίρρητα.
Είδες ότι και χωρίς να το θέλουν, υποστηρίζουν την απόδειξη της αλήθειας; Εσύ πάλι κάνε μου τη χάρη να προσέξεις τη φιλαλήθεια των μαθητών· ότι δεν αποκρύπτουν τίποτε από όσα λένε οι εχθροί, και όταν ακόμη λένε πράγματα υβριστικά. Να που τον ονομάζουν και πλάνο και αυτοί δεν το αποσιωπούν. Αυτά λοιπόν δείχνουν και τη σκληρότητα εκείνων, αφού ούτε με τον θάνατο απέβαλαν την οργή, και αυτών την απλότητα και φιλαλήθεια.
Αξίζει μάλιστα να αναζητήσουμε και αυτό, δηλαδή το ότι είπε ότι «μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ». Διότι δεν θα το βρει κανείς πουθενά να λέγεται με τόση σαφήνεια, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά. Ώστε λοιπόν γνώριζαν αυτά που έλεγαν και ηθελημένα τα παραποιούσαν.
Και τι απαντά ο Πιλάτος; «‘’Πάρτε φρουρά. Πηγαίνετε και ασφαλίστε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρετε’’. Και αυτοί πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο. Έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στο λίθο που σκέπαζε το μνημείο. Και τοποθέτησαν εκεί τη φρουρά»[Ματθ.27,65-66]. Δεν αφήνει μόνους τους στρατιώτες να τον σφραγίσουν· διότι επειδή είχε μάθει σχετικά με Αυτόν, δεν ήθελε πλέον να συμπράξει με αυτούς. Αλλά για να απαλλαγεί από αυτά, ανέχεται και τούτο και λέγει: «Σφραγίστε τον τάφο όπως θέλετε εσείς, για να μην μπορείτε να κατηγορείτε άλλους». Διότι εάν τον σφράγιζαν μόνοι τους οι στρατιώτες, θα μπορούσαν να πουν(αν και θα ήσαν απίθανα και ψευδή όσα θα έλεγαν, αλλά όμως, όπως στα άλλα έδειχναν αναισχυντία, έτσι θα μπορούσαν να πουν και στην περίπτωση αυτή), ότι οι στρατιώτες, αφού επέτρεψαν να κλαπεί το σώμα, έδωσαν το δικαίωμα στους μαθητές να πλάσουν το κήρυγμα της αναστάσεως. Τώρα όμως που οι ίδιοι σφράγισαν τον τάφο, ούτε αυτό μπορούν να πουν.
Είδες πώς πασχίζουν άθελά τους υπέρ της αλήθειας; Διότι αυτοί προσήλθαν στον Πιλάτο, αυτοί ζήτησαν να ασφαλιστεί ο τάφος, αυτοί τον σφράγισαν μαζί με τη φρουρά, ώστε να είναι κατήγοροι και ελεγκτές των εαυτών τους. Αν και πότε θα μπορούσαν να τον κλέψουν; Το Σάββατο; Και με ποιον τρόπο, αφού ούτε να εξέλθουν από το σπίτι τους δεν ήταν δυνατόν; Εάν πάλι παρέβαιναν τον μωσαϊκό νόμο, πώς θα τολμούσαν να εξέλθουν από το σπίτι τους οι μαθητές, αυτοί οι τόσο δειλοί; Πώς ακόμη θα μπορούσαν να πείσουν το πλήθος; Τι θα έλεγαν; Τι θα έκαναν; Με ποια διάθεση θα τάσσονταν με το μέρος του νεκρού; Ποια επιτέλους αντιμισθία θα περίμεναν; Ποια ανταμοιβή; Ενώ ακόμη ήταν ζωντανός, και μόνο όταν τον είδαν να συλλαμβάνεται, έφυγαν. Και θα μιλούσαν με θάρρος μετά τον θάνατό Του για Εκείνον, εάν δεν είχε αναστηθεί;
Και πώς θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν; Διότι ότι ούτε σκέφτηκαν, ούτε μπορούσαν να πλάσουν μία ανάσταση η οποία δεν έγινε, είναι φανερό από τα εξής: Πολλά τους είχε πει και συνεχώς τους έλεγε περί της αναστάσεως, όπως είπαν και αυτοί οι ίδιοι ότι «μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ». Εάν όμως δεν ανασταινόταν, είναι ολοφάνερο ότι επειδή αυτοί είχαν απατηθεί και είχαν παρασυρθεί εξαιτίας του σε πόλεμο με ολόκληρο το έθνος, και είχαν μείνει χωρίς οικογένεια και χωρίς πατρίδα, θα τον αποστρέφονταν και δεν θα ήθελαν να του παραδώσουν τέτοια δόξα, καθόσον είχαν απατηθεί και είχαν περιέλθει σε έσχατο κίνδυνο εξαιτίας του.
Ότι δε δεν θα μπορούσαν εάν η ανάσταση δεν ήταν αληθινή, να την πλάσουν, αυτό δεν χρειάζεται ούτε απόδειξη. Διότι σε τι θα βασίζονταν; Στη δεινότητα των λόγων; Αλλά αυτοί ήσαν πιο αμαθείς από όλους. Μήπως στα πολλά τους χρήματα; Αλλά αυτοί δεν είχαν ούτε ράβδο, ούτε υποδήματα. Μήπως στην ευγενική καταγωγή τους; Αλλά αυτοί ήσαν άσημοι και κατάγονταν από άσημους γονείς. Μήπως στη μεγάλη πατρίδα τους; Αλλά κατάγονταν από άσημα χωριά. Μήπως στον μεγάλο αριθμό τους; Αλλά δεν ήσαν περισσότεροι από έντεκα και αυτοί μάλιστα διασκορπισμένοι. Μήπως στις υποσχέσεις του διδασκάλου τους; Ποιες; Διότι εάν δεν ανασταινόταν, ούτε εκείνες δεν θα ήσαν γι’ αυτούς αξιόπιστες.
Και πώς θα υπέφεραν τον μαινόμενο όχλο; Διότι εάν ο κορυφαίος από αυτούς δεν άντεξε τον λόγο της θυρωρού που ήταν γυναίκα, και όλοι οι υπόλοιποι όταν Τον είδαν δεμένο, διασκορπίστηκαν, πώς θα διανοούνταν να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να σπείρουν το φανταστικό κήρυγμα της αναστάσεως; Διότι, εάν ο μεν πρώτος δεν αντιστάθηκε στην απειλή της γυναίκας, οι δε άλλοι ούτε στη θέα των δεσμών, πώς μπορούσαν να αντισταθούν σε βασιλιάδες και άρχοντες και πλήθη, όπου υπήρχαν ξίφη και τηγάνια και κάμινοι και μυρίου είδους θανατώσεις καθημερινά, εάν δεν δέχονταν τη δύναμη και την τόνωση του Αναστάντος; Τόσα και τέτοιου είδους θαύματα είχαν γίνει και τίποτε από αυτά δεν σεβάστηκαν οι Ιουδαίοι, αλλά σταύρωσαν Αυτόν που τα έκανε· και θα έλεγαν σε αυτούς απλά να πιστέψουν στην Ανάσταση. Δεν είναι δυνατόν αυτά, δεν είναι· αλλά μόνο η δύναμη του Αναστάντος τα έκανε.
Κάνε μου τη χάρη να προσέξεις την καταγέλαστη απάτη τους. «Θυμηθήκαμε», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπε όταν ακόμη ζούσε, ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ». Και εφόσον ήταν πλάνος και καυχιόνταν ψευδώς, γιατί φοβηθήκατε και τρέχετε τριγύρω και δείχνετε τόση βιασύνη; «Φοβόμαστε», λένε, «μήπως Τον κλέψουν οι μαθητές και εξαπατήσουν τα πλήθη». Αν και βεβαίως αποδείχτηκε ότι ο φόβος τους αυτός δεν είχε κανένα λόγο, αλλά η κακία είναι πράγμα φιλόνικο και αναιδές και επιχειρεί και τα παράλογα. Έτσι παρακαλούν να ασφαλιστεί ο τάφος για τρεις μέρες, σαν να αγωνίζονταν για προφάσεις, και θέλοντας να δείξουν ότι και πριν από αυτό ότι είναι πλάνος, γι΄αυτό επεκτείνουν την κακία τους μέχρι τον τάφο.
Γι΄αυτό ακριβώς αναστήθηκε νωρίτερα, για να μην λένε ότι διαψεύστηκε και ότι κλάπηκε· διότι αυτό μεν, το να αναστηθεί νωρίτερα, δεν επέτρεπε κατηγορία, ενώ το να αναστηθεί αργότερα, ήταν γεμάτο υποψίες. Διότι, εάν δεν ανασταινόταν τότε, όταν κάθονταν αυτοί εκεί και φύλασσαν τον τάφο, αλλά όταν θα αναχωρούσαν μετά από τρεις ημέρες, θα είχαν κάτι να ισχυριστούν και να αντιτάξουν, έστω και ανόητα. Γι΄αυτό λοιπόν τους πρόλαβε· διότι έπρεπε, καθώς κάθονταν κοντά στον τάφο και τον φύλασσαν, να γίνει η ανάσταση. Επίσης έπρεπε να γίνει εντός των τριών ημερών, διότι εάν γινόταν όταν παρέρχονταν αυτές και αναχωρούσαν, θα θεωρείτο ύποπτο το πράγμα. Γι’αυτό τον λόγο και επέτρεψε να σφραγίσουν τον τάφο όπως ήθελαν και στρατιώτες φύλασσαν.
Και δεν τους έμελε που έκαναν αυτά σε ημέρα Σαββάτου και ότι εργάζονταν, αλλά μόνο σε ένα πράγμα απέβλεπαν, την πονηρία τους, πώς θα επικρατήσουν με αυτήν, πράγμα το οποίο ήταν δείγμα εσχάτης μωρίας και φόβου, ο οποίος τους τάρασσε δυνατά· διότι αυτοί οι οποίοι Τον συνέλαβαν ζωντανόν, Τον φοβούνταν νεκρό. Αν και, εάν ήταν απλός άνθρωπος, έπρεπε να έχουν θάρρος. Αλλά για να μάθουν ότι και όταν ήταν ζωντανός, με τη θέλησή Του έπαθε αυτά τα οποία έπαθε, τοποθετήθηκε και η σφραγίδα και ο λίθος και η φρουρά, και δεν μπόρεσαν να Τον κρατήσουν. Με όλα αυτά ένα πράγμα μόνο επιτυγχάνεται, να γίνει γνωστή δημοσία η ταφή και έτσι να πιστευτεί η ανάσταση· διότι και στρατιώτες φύλασσαν και οι Ιουδαίοι κάθονταν κοντά.
«Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί (:Αργά λοιπόν τη νύχτα του Σαββάτου, την ώρα που ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο. Και ξαφνικά, έγινε σεισμός μεγάλος· διότι ένας άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε απ’ τον ουρανό και ήλθε στο μνημείο, κύλισε την πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω σε αυτήν. Το εξωτερικό του σχήμα και το πρόσωπό του ήταν λαμπερό σαν αστραπή, και το ένδυμά του ολόλευκο σαν το χιόνι Από τον φόβο μάλιστα που προκάλεσε, συγκλονίστηκαν οι φρουροί κι έγιναν σαν νεκροί)» [Ματθ.28,1-4].
Μετά την Ανάσταση ήλθε ο άγγελος. Για ποιο λόγο λοιπόν ήλθε και σήκωσε τον λίθο; Προς χάριν των γυναικών· διότι αυτές τον άγγελο είδαν τότε μέσα στον τάφο. Για να πιστέψουν λοιπόν ότι αναστήθηκε, βλέπουν τον τάφο να είναι άδειος από το σώμα. Γι’ αυτό σήκωσε τον λίθο, γι’ αυτό έγινε και σεισμός, για να ξυπνήσουν και να σηκωθούν. Διότι είχαν έλθει για να αλείψουν το σώμα με έλαιο και αυτά συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της νύκτας και ήταν φυσικό μερικές να νυστάξουν και να αποκοιμηθούν.
«Αλλά για ποιο λόγο και γιατί», θα ρωτήσει κάποιος, «είπε ο άγγελος προς αυτές: «Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς(:Μη φοβάστε εσείς);». Πρώτα τις απαλλάσσει από τον φόβο και έπειτα ομιλεί σε αυτές για την Ανάσταση. Και το «εσείς» περιέχει πολύ μεγάλη τιμή και δείχνει ότι η εσχάτη τιμωρία αναμένει εκείνους που διέπραξαν όσα αποτόλμησαν, εάν δεν μετανοήσουν. Λέγει, δηλαδή, «δεν πρέπει εσείς να φοβάστε, αλλά εκείνοι που Τον σταύρωσαν». Αφού τις απάλλαξε λοιπόν από τον φόβο, και με τα λόγια και με την εμφάνισή του(διότι και η εμφάνισή του ήταν χαρωπή, εφόσον έφερνε τέτοια χαρμόσυνη αγγελία),πρόσθεσε λέγοντας: «Οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε(:Διότι γνωρίζω ότι ζητάτε με πόθο και ευλάβεια τον Ιησού τον Εσταυρωμένο)».Και δεν ντρέπεται να Τον αποκαλεί Εσταυρωμένο, διότι αυτό ήταν η απαρχή των αγαθών. «Οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ»(:Δεν είναι εδώ · διότι αναστήθηκε)». Από πού είναι φανερό; «Καθὼς εἶπε(:όπως είπε)». «Επομένως», λέγει, «και αν ακόμη δεν έχετε εμπιστοσύνη σε εμένα, θυμηθείτε τα λόγια Εκείνου, και τότε ούτε σε εμένα θα δυσπιστήσετε».
Έπειτα, ακολουθεί και άλλη απόδειξη: «Δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος(:Ελάτε να δείτε τον τόπο όπου είχε τεθεί ο Κύριος)»[Ματθ. 28,10].Για τον λόγο αυτό κύλισε τον λίθο ο άγγελος, ώστε και από αυτό να πάρουν αυτές την απόδειξη. «Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν(:Πηγαίνετε όμως γρήγορα και πείτε στους μαθητές Του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και ιδού, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία˙ εκεί θα Τον δείτε. Να λοιπόν, σας είπα αυτά που είχα εντολή να σας πω)»[Ματθ. 28,7]. Και σε άλλους επίσης τις προετοιμάζει να διαδώσουν το χαρμόσυνο μήνυμα, πράγμα το οποίο τις κάνει να πιστέψουν καλύτερα. Και καλώς είπε: «στη Γαλιλαία», απαλλάσσοντάς τις από ενοχλήσεις και κινδύνους, ώστε να μην παρεμποδίσει ο φόβος την πίστη τους.
«Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ(:Και οι γυναίκες, αφού βγήκαν γρήγορα από το μνημείο με φόβο εξαιτίας της αγγελικής οπτασία, αλλά και με χαρά μεγάλη εξαιτίας του χαρμόσυνου αγγέλματος, έτρεξαν να τα πουν όλα αυτά στους μαθητές)». Γιατί άραγε με φόβο και με χαρά; Διότι είδαν ένα καταπληκτικό και παράδοξο πράγμα, κενό τον τάφο, όπου προηγουμένως Τον είχαν δει να τοποθετείται. Γι’ αυτό και τις οδήγησε να δουν, για να γίνουν μάρτυρες και οι δύο, και του ενταφιασμού και της Αναστάσεως. Διότι κατανοούσαν ότι κανείς δεν μπορούσε να Τον μετακινήσει από εκεί, εφόσον τόσοι στρατιώτες κάθονταν εκεί κοντά φρουροί, εάν δεν ανέσταινε ο Ίδιος τον εαυτό Του. Γι’ αυτό και χαίρονται και απορούν και αμείβονται για την τόση παραμονή τους εκεί πλησίον του τάφου, με το να δουν πρώτες και να διακηρύξουν ευαγγελιζόμενες όχι μόνο όσα ειπώθηκαν προς αυτές, αλλά και όσα είδαν.
Αφού λοιπόν εξήλθαν με φόβο και με χαρά, «ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων·χαίρετε(:καθώς όμως πήγαιναν να τα πουν στους μαθητές Του, ξαφνικά ο Ιησούς τις συνάντησε και είπε: ‘’Χαίρετε’’)». Και αφού έτρεξαν πλησίον Του με μεγάλη χαρά, έλαβαν δια της αισθήσεως της αφής απόδειξη και διαβεβαίωση της Αναστάσεως. «Αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ(:Αυτές τότε, αφού πλησίασαν, δεν τόλμησαν να Τον αγγίξουν στο σώμα, αλλά με ευλάβεια πολλή έπιασαν μόνο τα πόδια Του και Τον προσκύνησαν)».
Τι τους λέγει, λοιπόν, Εκείνος; «Μὴ φοβεῖσθε». Και Αυτός δηλαδή εκδιώκει τον φόβο τους και προετοιμάζει την οδό για την πίστη. «Ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται(:Μη φοβάστε. Πηγαίνετε να αναγγείλετε στους αδελφούς μου να πάνε στη Γαλιλαία και εκεί θα με δουν)». Πρόσεξε ότι και Αυτός διαμέσου των μυροφόρων γυναικών κηρύσσει στους μαθητές το χαρμόσυνο άγγελμα, πράγμα το οποίο ανέφερα πολλές φορές, τιμώντας και οδηγώντας σε χρηστές ελπίδες το γυναικείο φύλο, που κατεξοχήν είχε περιφρονηθεί και θεραπεύοντάς το αυτό το ασθενές και καταπονημένο φύλο.
Μήπως κανείς από σας θα ήθελε να βρισκόταν στη θέση τους και να κρατούσε τα πόδια του Ιησού; Μπορείτε και τώρα όσοι θέλετε, όχι μόνο τα πόδια και τα χέρια, αλλά ακόμη και την ιερή εκείνη κεφαλή να αγκαλιάσετε, συμμετέχοντας στα φρικτά μυστήρια με καθαρή συνείδηση. Και όχι μόνο εδώ, αλλά και εκείνη την ημέρα θα Τον δείτε να έρχεται με την απερίγραπτη εκείνη δόξα και με το πλήθος των αγγέλων, εάν θελήσετε να γίνετε φιλάνθρωποι. Και θα ακούσετε όχι μόνο τα λόγια αυτά, όπως το «Χαίρετε», αλλά και τα άλλα: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου(:Ελάτε εσείς που είστε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τότε που θεμελιωνόταν ο κόσμος)»[Ματθ.25,34].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλίες ΠΗ΄ και ΠΘ΄ (επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 353-355 και 367-381 αντίστοιχα.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 69, σελ. 176-177 και σελ.190-193:
http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_keimena/Eurethrio/Agios_Iwannhs_o_Xrusostomos_Apanta.htm
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία,εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ [:Μάρκ.15,43-16,8]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 3-5-1998]
(Β374)
Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας, Κυριακή των Μυροφόρων γυναικών, τιμά όλως ιδιαιτέρως τα πρόσωπα εκείνα που συνετέλεσαν εις την φροντίδα του νεκρού σώματος του Ιησού, όπως του Ιωσήφ, του Νικοδήμου και των λοιπών μυροφόρων γυναικών.
Για να καταλάβουμε τι υπηρεσίες προσέφεραν και κάτω από ποιες συνθήκες προσέφεραν αυτές των τις υπηρεσίες, θα πρέπει να μεταφερθούμε στο κλίμα των ημερών εκείνων, του πώς δηλαδή εθεωρείτο για τους άρχοντες ο Ιησούς μετά την Σταύρωσή Του· ώστε να γράφει ο Μάρκος ο Ευαγγελιστής ότι ο βουλευτής Ιωσήφ «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Τολμήσας… Επήρε την τόλμη να πάει εκεί στο Διοικητήριον του Πιλάτου να ζητήσει το σώμα του Ιησού. Γιατί βάζει «τολμήσας»; Διότι εθεωρείτο κάτι πολύ φοβερό να υπήρξες γνωστός, μέτοχος του Ιησού Χριστού, του καταδικασθέντος ως κακούργου επί του Σταυρού.
Ωστόσο, η στάσις των γυναικών εκείνων που η Εκκλησία μας, σας είπα, τις ονόμασε «Μυροφόρες γυναίκες» γιατί αγόρασαν μύρα και ήθελαν να αλείψουν το σώμα του Ιησού, φυσικά πάνω από τα εντάφια σπάργανα, αυτό το θέμα, ιδιαιτέρως σήμερα θα μας απασχολήσει.
Είναι γνωστή, αγαπητοί μου, η θέσις της γυναικός εις τον αρχαίον κόσμον. Ακόμη και εις τον πολιτισμένον κόσμον των Ελλήνων. Η θέσις, όμως, της γυναικός στον χώρον της Παλαιάς Διαθήκης κατά πολύ υπερέβαλε την κατάστασιν της εξωβιβλικής γυναικός, της γυναικός που ήταν έξω από τον λαό του Θεού. Δηλαδή της Βίβλου, της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά και αυτήν την θέση της γυναικός στην Παλαιά Διαθήκη κατά πολύ υπερβάλλει η θέσις της γυναικός εις την Καινήν Διαθήκην.
Χωρίς υπερβολή, η θέσις της γυναικός μέσα στον Χριστιανισμό, είναι η θέσις της Εύας εις τον Παράδεισον πριν πέσει. Ακόμη περισσότερο η καταξιωμένη χριστιανή γυναίκα είναι και έχει ως πρότυπον την Θεοτόκον. Αυτήν την γυναίκα προβάλλει η Καινή Διαθήκη: την Θεοτόκον· η οποία βεβαίως, απείρως ανωτέρα είναι της παλαιάς Εύας, πριν αυτή πέσει. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο πρώτος άνθρωπος που εισέρχεται εις την Βασιλείαν του Θεού είναι η Θεοτόκος, δηλαδή γυναίκα. Είπα «εισέρχεται»· διότι η Εκκλησία μας πιστεύει απολύτως ότι η Θεοτόκος ανεστήθη, όπως και ο Υιός της και όπως Εκείνος Ανελήφθη μετά της σαρκός εις την Βασιλείαν Του, κατά τον ίδιον τρόπο και η Θεοτόκος ανελήφθη, ανεστήθη, ανελήφθη μετά της σαρκός της. Ενώ εις την Βασιλείαν του Θεού δεν υπάρχει κανείς με την σάρκα του. Ούτε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Ούτε οι Απόστολοι, ούτε ο Παύλος. Μόνη η Θεοτόκος. Όλοι αναμένομε την ανάσταση των νεκρών. Και τότε θα εισέλθομε μετά της σαρκός, υπογραμμίζω, εις την Βασιλείαν του Θεού. Το ακούσατε καλά, ε; Μετά της σαρκός. Έτσι, αγαπητοί μου, η μόνη που εισέρχεται εις την Βασιλείαν του Θεού μετά σαρκός είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτό τι σημαίνει; Ότι η γυναίκα πρώτη έρχεται εις την Βασιλείαν του Θεού μετά σαρκός, λέει πολλά.
Αλλά αξίζει να δούμε ιστορικά την θέση της γυναικός απέναντι εις τον άνδρα, διότι η γυναίκα παραπαίει στην προσπάθειά της να συνειδητοποιήσει ποια είναι η θέση της. Πραγματικά παραπαίει…
Μια εικόνα του αληθούς ανθρώπου, ανδρός ή γυναικός, είναι ο άνθρωπος μέσα εις τον Παράδεισον. Είναι η αυθεντική δημιουργία, χωρίς τα τραύματα της περιπέτειας της ελευθερίας. Διότι η ελευθερία προς κατάκτησή της, παρέχει όχι λίγα τραύματα. Κάποτε είναι τραύματα και αίματος. Αλλά προπαντός ψυχικά τραύματα, συναισθηματικά τραύματα. Η ελευθερία δεν κατακτάται εύκολα. Πάντως εκεί και ο άνδρας και η γυναίκα, εκεί εις τον Παράδεισον είναι άνθρωποι. Άνθρωπος είναι ο άνδρας, άνθρωπος είναι και η γυναίκα. Διότι αργότερα η γυναίκα, θα θεωρηθεί από τον άνδρα, μετά την πτώση βέβαια, ως res, δηλαδή πράγμα! Σαν ένα πρόσωπο… καταχρηστικά είπα πρόσωπο, μία ύπαρξη, η οποία απλώς θα ικανοποιεί και θα ευχαριστεί τον άνδρα και αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αντικείμενον. Res. Πράγμα.
«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός -διαβάζομε στην Αγία Γραφή-· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς». Ώστε λοιπόν και ο άνδρας και η γυναίκα, και το άρσεν και το θήλυ, είναι άνθρωποι. Το υπογραμμίζω γιατί αυτό αποτελεί το κριτήριον των όσων θα δούμε παρακάτω. Και ο άνδρας είναι άνθρωπος και η γυναίκα είναι άνθρωπος. Η γυναίκα λοιπόν είναι άνθρωπος, σε τίποτα δεν υστερεί του ανδρός, διότι αν υστερούσε, τότε δεν θα ήτο άνθρωπος. Αν υστερούσε του ανδρός. Άλλο τώρα ότι υπάρχουν κάποια γνωρίσματα, τα οποία διαφοροποιούν τον άνδρα από την γυναίκα, για να φέρουν εις πέρας το μυστήριον του γάμου, να φέρουν τον τρίτον άνθρωπο εις τον κόσμον αυτόν. Το παιδί τους, τον τρίτον άνθρωπον.
Η γυναίκα κατάγεται από τον Αδάμ. Και είναι σάρκα από την σάρκα και «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων» του Αδάμ. Ό,τι είναι ο Αδάμ, είναι και η γυναίκα. Ξαναλέγω· άνθρωπος. Τα λέει όλα αυτό. Δεν έχει λοιπόν ξεχωριστή δημιουργία. Έξω, που σας είπα, ότι υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εκείνα που καθορίζουν τον άνδρα ως άνδρα, ως φύλον κι εκείνα που κάνουν την γυναίκα γυναίκα ως φύλον. Το ξαναλέγω. Για σκοπό που σας εξήγησα.
Η γυναίκα επλάσθη ως βοηθός του ανδρός. Κυριότατα εις το έργον της σωτηρίας. Λέμε, η γυναίκα είναι βοηθός του ανδρός. Σε τι; Εις την σωτηρίαν. Όχι να την βοηθάει, επιτρέψατέ μου, να κατέβω πολύ πεζά, να της πλένει τα πιάτα και να της μαγειρεύει. Άλλο θέμα τώρα ότι πρέπει και ο άνδρας να βοηθάει και εις το νοικοκυριό. Όπως μαζί θα κτίσουν το σπίτι τους, μαζί θα το συγυρίσουν το σπίτι τους, θα το διακοσμήσουν, μαζί πάντα θα το υπηρετούν το σπίτι τους. Για να τους υπηρετεί. Αλλά δεν νομίζετε ότι είναι πολύ πεζόν να λέμε ότι η γυναίκα είναι βοηθός… δηλαδή η έννοια του «βοηθός» της λέξεως «βοηθός» είναι μόνο και μόνον για να τον εξυπηρετεί τον άνδρα; Να τον εξυπηρετεί από πλευράς δηλαδή νοικοκυριού; Άπαγε! Αν είναι δυνατόν…
Η βοήθεια θα ήτο δε αμοιβαία. Διότι θα συνιστούσε τον σκοπόν της υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι η κοινωνία του, του ανθρώπου η κοινωνία με τον Θεό. Σ’ αυτό θα βοηθούσε η γυναίκα. Αλλά αυτή θα βοηθούσε τον άνδρα να βρει τον σκοπόν του, την θέωση, αλλά και ο άνδρας θα βοηθούσε την γυναίκα να βρει τον σκοπό της, δηλαδή την θέωση. Διότι ο άνθρωπος -όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός- είναι «ζῷον θεούμενον». Όταν λέμε «ζῷον», μην πάει το μυαλό σας στα κτήνη. Αλλά είναι ύπαρξις που ζει. Αυτό είναι το «ζῷον». Η ύπαρξις που ζει. Και συνεπώς είναι κάτι το ζωντανό με προορισμό την θέωση. Και ο άνδρας και η γυναίκα. Βλέπετε φερειπείν εις το Αγιολόγιον της Εκκλησίας μας και άνδρες και γυναίκες. Λέμε: ο άγιος άλφα, ο άγιος βήτα, η αγία άλφα, η αγία βήτα. Το βλέπετε αυτό.
Όμως τα πράγματα δεν έμειναν όπως ο Θεός τα όρισε, αλλά αλλοιώθηκαν. Η γυναίκα, εδώ θα ήθελα να επιστήσω ιδιαιτέρως την προσοχή σας, η γυναίκα υπερέβη τα όριά της. Να το ξαναπώ; Η γυναίκα υπερέβη τα όριά της· που δεν θα έπρεπε αυτό να το κάνει. Αλλά και ο άνδρας υπερέβη και αυτός τα όριά του, που κι αυτός δεν έπρεπε να το κάνει. Διότι «η σχέσις ανδρός και γυναικός είναι η σχέσις κεφαλής και σώματος», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Έτσι, θα λέγαμε, όρια και υπήρχαν, και έπρεπε να υπάρχουν και εις την γυναίκα και εις τον άνδρα. Και τα όρια αυτά είναι τα ανθρώπινα όρια. Δεν θα τα υπερβούμε, ούτε ο άνδρας, ούτε η γυναίκα. Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Εἴσω τῶν ἡμετέρων ὅρων φιλοσοφῶμεν». Αν και αυτό είναι βέβαια πολύ πολύ ευρύτερο, που λέει ο άγιος Γρηγόριος, στον 1ον του θεολογικό λόγο, που σημαίνει το «εἴσω», δηλαδή εντός, μέσα, όχι έξω από τα όρια, αλλά εκτός των ορίων της ανθρωπίνης διανοίας. «Εἴσω», μέσα από τα όρια των εντολών του Θεού. Δεν θα υπερβείς τίποτα. Ούτε τις εντολές; Ναι, ούτε τις εντολές. Διότι τότε έχομε παρέκκλιση. Δεν είναι της ώρας να σας το αναπτύξω. Το να έχομε παρεκκλίσεις αριστερά, που είναι η παράβασις, και δεξιά, που είναι η υπερβολή. Εἴσω των εντολών. Εἴσω της φύσεώς του ο άνθρωπος.
Αλλά αυτό είναι πολύ γενικό. Είδατε τι ωραία που το λέει ο άγιος Γρηγόριος; Ότι «εἴσω τῶν ἡμετέρων ὅρων φιλοσοφῶμεν». Ας φιλοσοφούμε. Μέσα από τα όριά μας. Όπως ο άνθρωπος, δεν πρέπει να ξεπερνά τα όρια εκείνα που και η φύσις του τα ορίζει. Ξέρετε, είναι πάρα πολύ σοβαρό το θέμα αυτό. Να, αυτή την στιγμή μιλάμε για κλωνοποίηση, μιλάμε για τέτοια πράγματα, κάπου θα βγάλομε τερατογενέσεις. Διότι ο άνθρωπος υπερβαίνει τα όριά του. Και σημειώσατε ότι αυτό δεν είναι πάντοτε πρόοδος. Διότι αν ήταν πρόοδος, οι σύγχρονοι Οικολόγοι δεν θα ανησυχούσαν δια το μέλλον της ανθρωπότητος. Αλλά ανησυχούν, γιατί ο άνθρωπος, στην ανόητη περιέργειά του και εις τις ανόητες ενέργειές του, βγαίνει από τα όριά του. Ας είναι.
Η γυναίκα έδειξε προπέτεια και όχι βουλήν μετά του ανδρός. Η Εύα με τον Αδάμ. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οὐκ ἀνασχομένη μεῖναι ἐπί τῶν οἰκείων ὅρων» . «Δεν ηνείχετο να μείνει», λέει, «στους δικούς της όρους». Και υπερβαίνουσα τους ιδίους της ὅρους, έφθασε στο σημείο να καταστρατηγήσει το έργον του βοηθού στην σωτηρία, τόσον του ανδρός, όσο και της ιδίας. Έκτοτε δέχεται την ποινήν του Θεού. Από την εποχή της Εύας· που ήτο… -είναι γραμμένο αυτό που θα σας πω στο τρίτο κεφάλαιο, στον 16ον στίχο: «Πρὸς τὸν ἄνδρα σου –της λέγει- ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει». Πωπω!… Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; «Ἀποστροφή» θα πει στροφή. Δηλαδή «θα είσαι κάτω από την υπακοή του ανδρός σου και αυτός θα γίνει κύριός σου». Χωρίς να το θέλει η γυναίκα και μάλιστα η σύγχρονη γυναίκα- όχι και η παλαιά, και η Σάρα το έλεγε αυτό: «Ο κύριός μου». Ο Αβραάμ. Σήμερα λένε: «Από δω είναι ο κύριός μου». Ορθώς. Διότι είναι ο άνδρας κύριος της γυναικός. Δεν είναι όμως σωστή η έκφρασις όταν ο άνδρας πει: «Από δω η κυρία μου». Όχι. «Η σύζυγός μου». Όχι «η κυρία μου», «η σύζυγός μου». Διότι ο άνδρας κυριεύει της γυναικός. Όχι η γυναίκα του ανδρός.
Αλλά είναι γνωστόν ότι το κυριαρχικόν θέμα το έδωσε ο Θεός και εις τον άνδρα, τον Αδάμ και εις την γυναίκα. Και είπε: «Και κατακυριεύσετε -εις πληθυντικόν αριθμόν- ολόκληρη τη γη και τα ζώα κα τα πετεινά κ.λπ. κ.λπ. καί τούς ἰχθῦς τῆς θαλάσσης …». Τώρα όμως προσθέτει ο Θεός ότι ο άνδρας θα κατακυριεύσει και την γυναίκα. Αυτό είναι η ποινή της, η τιμωρία της. Και η γυναίκα να αισθάνεται την ασφάλειά της πλάι στον άνδρα.
Αγαπητοί μου, κοιτάξτε. Μπορεί καμία κυρία από σας να λέγει: «Δεν τα ανέχομαι αυτά». Τα λέγει ο Θεός. Δεν τα λέγω εγώ. Μέσα στον Χριστιανισμό, η γυναίκα επιστρέφει στην προπτωτική της κατάσταση. Μες στον Χριστιανισμό όμως. Και μάλιστα στα μέτρα της Θεοτόκου. Εφόσον πάλι τηρήσει ό,τι και τότε στον Παράδεισον. Ήτοι τους ὅρους της, τα όριά της. Αυτό όμως δεν άρεσε εις την Χριστιανή γυναίκα των μετέπειτα χρόνων. Και είτε από τον δικό της εγωισμό δεν της άρεσε αυτό, είτε από τον εγωισμό του ανδρός της, γιατί κι αυτός έκανε υπέρβαση των ὅρων του, με το να είναι εγωιστής και να μην προσέχει την σύζυγό του, ξεχνώντας ότι εξήλθε εκ της πλευράς του, και ότι και οι δύο είναι άνθρωποι και τότε, αγαπητοί μου, τα πράγματα αρχίζουν να μην πηγαίνουν καλά. Αυτή δε η υπέρβαση των ὅρων, των ορίων, και από την γυναίκα και από τον άνδρα, εγέννησε ένα τέρας, που λέγεται… -αφύσικο πράγμα, τέρας– που λέγεται φεμινισμός. Όλοι έχετε ακούσει την λέξιν Φεμινισμόν. Είναι η κίνησις εκείνη που θέλει να δώσει δικαιώματα εις την γυναίκα.
Αλλά γιατί να δώσει δικαιώματα; Δεν τα έχει τα δικαιώματά της η γυναίκα; Ναι, αλλά έκανε υπέρβαση ο άνδρας. Ορθόν. Αυτό είναι αλήθεια. Είπαμε ότι και οι δύο υπερέβησαν τα όριά τους. Αλλά όμως δεν καταλαβαίνει η γυναίκα ότι αυτό το κίνημα του φεμινισμού την οδηγεί στην ίδια της την καταδίκη. Ναι, ναι. Στην υποβάθμισή της, στην φθορά της. Δεν θέλω να προσβάλλω τις κυρίες οι οποίες εργάζονται έξω. Αλλά το να εργάζεται η γυναίκα έξω, ενώ είναι η βασίλισσα του οίκου της, δεν είναι υποβάθμισις; Αν το σκεφθούμε καλά και το φιλοσοφήσουμε και το μελετήσουμε, όταν η γυναίκα βγαίνει έξω να δουλέψει, ουσιαστικά υποβαθμίζεται. Λίγο παλιότερα χρόνια, μερικές δεκαετίες πίσω, μόνον η γυναίκα εκείνη που είχε ανάγκη, δηλαδή ήτανε χήρα, ο πατέρας της ήταν άρρωστος ή υπερήλικας, τότε έβγαινε να δουλέψει η γυναίκα. Ήταν ντροπή να βγει έξω η γυναίκα να δουλέψει. Μερικές δεκαετίες πίσω. Κι αν η γυναίκα φθαρεί, τότε βεβαίως θα φθαρεί και ο άνδρας. Αν η γυναίκα υποβαθμιστεί, θα υποβαθμιστεί ασφαλώς και ο άνδρας.
Και αν θέλετε, να τα δούμε τα πράγματα ως εξής. Διαβάζουμε ένα περίεργο χωρίο του Αποστόλου Παύλου· εκ πρώτης όψεως περίεργο. Δεν θα κάνω πλήρη ανάλυση, παρά μόνον τούτου. Ο Απόστολος Παύλος εντέλλεται οι γυναίκες, όταν προσεύχονται, να φορούν κάλυμμα. Κάλυμμα να φορούν. Μία μαντήλα. Ξέρετε γιατί; Όπως ο άνδρας απαγορεύεται να λειτουργεί ή να προσεύχεται, το λέει ο Απόστολος Παύλος, με καλυμμένο το κεφάλι. Γιατί είναι εις δόξαν του Υιού του Θεού. Η γυναίκα είναι εις δόξαν του ανδρός της. Και δείχνει υποταγή. Σύμβολον είναι. Αλλά εάν καταργήσομε τα σύμβολα, δηλαδή τους τύπους, τότε θα καταργήσομε και την ουσία. Και έτσι ακριβώς γίνεται. Είναι λοιπόν σύμβολον. Όταν η γυναίκα βάζει κάλυμμα, όταν πηγαίνει στην Εκκλησία, δείχνει την υποταγή της εις τον άνδρα.
Λέει ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη του επιστολή: «Οὕτω γάρ ποτε καὶ αἱ ἅγιαι γυναῖκες(:κάποτε –λέει- έτσι και οι άγιες γυναίκες) αἱ ἐλπίζουσαι ἐπὶ τὸν Θεὸν, ἐκόσμουν ἑαυτάς(:έτσι στόλιζαν τον εαυτό τους. Υπήρχε το κάλυμμα), ὑποτασσόμεναι τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν(:υποτασσόμενες στους ίδιους τους τους άνδρες), ὡς Σάῤῥα ὑπήκουσε τῷ Ἀβραάμ, κύριον αὐτὸν καλοῦσα (:υπήκουσε και τον αποκαλούσε κύριον τον Αβραάμ, τον άνδρα της)».
Έτσι, στον χώρο της Καινής Διαθήκης, αλλά και στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αγαπητοί, βλέπομε ποια είναι η καταξιωμένη γυναίκα. Πρώτα πρώτα οι Μυροφόρες γυναίκες που έχουν ανδρείον φρόνημα, χωρίς να μεταβάλλονται σε άνδρες. Χωρίς να μεταβάλλονται σε άνδρες. Ανδρείον φρόνημα. «Τίς εὗρε ἀνδρεία γυναῖκα –λέει το τελευταίο κεφάλαιο των Παροιμιών στην Παλαιά Διαθήκη- εὗρε θησαυρόν». Η ανδρεία γυναίκα. Όχι η ανδρούτσα! Η ανδρεία γυναίκα. Ανδρεία στο φρόνημα. Όχι στα «ποντίκια», να δίνει ξύλο στον άνδρα της. Στο φρόνημα. Αρρωσταίνει ο σύζυγος, παθαίνει ένα ατύχημα. «Τι στενοχωριέσαι, άνδρα μου; Εγώ θα πάω να δουλέψω». «Τι θα κάνεις;». «Θα πλένω σκάλες πολυκατοικιών. Τι σε νοιάζει εσένα;». Αυτή είναι η ανδρεία γυναίκα· που με ανδρείο φρόνημα θα μεγαλώσει και τα παιδιά της κ.ο.κ. Η Μάρθα και η Μαρία, που γνωρίζουν πώς να αγαπούν και πώς να φιλοξενούν, να ασχολούνται τόσο με το νοικοκυριό τους, όσο και με την ακρόαση του θείου λόγου. Η μητέρα, όπως σημειώνει ο Απόστολος Παύλος, του Ρούφου, την οποία αποκαλεί και δική του μητέρα, ο Παύλος, που τον διακονούσε η μητέρα του Ρούφου: «Ἀσπάσασθε -γράφει εις την προς Ρωμαίους- Ροῦφον τὸν ἐκλεκτὸν ἐν Κυρίῳ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἐμοῦ». Και την μητέρα του, που είναι δική του, αυτή τον γέννησε, «αλλά κι εμένα με έχει βοηθήσει, με έχει περιθάλψει, και την δική μου μητέρα». Είδατε;
Η Λυδία, με τον δυναμικό της χαρακτήρα, που μεταβάλλει το σπίτι της σε Εκκλησία. Και φιλοξενεί εκεί τον Παύλο. Η Χλόη, σαν διάκονος που υπηρετεί την Εκκλησία της Κορίνθου. Κι αν το θέλετε, σ’ αυτήν εμπιστεύτηκε την προς Ρωμαίους επιστολήν του ο Απόστολος Παύλος. Ξέρετε τι σήμαινε εμπιστοσύνη για μια επιστολή; Δεν είναι της ώρας να σας το αναλύσω περισσότερο. Η Πρίσκιλλα, αυτή η θαυμασία απόστολος και θεολόγος, που διορθώνει έναν τρανόν Απολλώ. Και στέκεται δεξί χέρι του Παύλου. Η Ολυμπιάς, στα μετέπειτα χρόνια, η ξακουστή εκείνη διάκονος της Κωνσταντινουπόλεως και δεξί χέρι του Ιερού Χρυσοστόμου στα έργα της φιλανθρωπίας.
Και να έρθουμε εις τους νεοτέρους χρόνους. Η Φιλοθέη η Αθηναία. Η κυρία και αρχόντισσα των Αθηνών· που μέσα στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας, προστατεύει τις Αθηναίες κοπέλες από την αμαρτωλή βουλιμία του κατακτητού. Είναι και όλες εκείνες οι γυναίκες που σκιαγραφούνται στις επιστολές του Παύλου και του Πέτρου.
Πρότυπον όμως πάντων είναι η Κυρία Θεοτόκος. Όλη της την ζωή, που ήταν αληθινά μια ζωή προσφοράς. Από την σύλληψη του Υιού της στα σπλάχνα της, του Υιού του Θεού, μέχρι τον Σταυρό και μέχρι την παρουσία της ανάμεσα στους δώδεκα Αποστόλους και τους 120 Χριστιανούς την ημέρα της Πεντηκοστής.
Αγαπητοί, με αυτά τα κριτήρια θα εξετάσομε και θα ελέγξομε τον σύγχρονον Φεμινισμόν· που είναι προϊόν του αποστρατημένου και παραπαίοντος ανθρώπου. Ενός Φεμινισμού που κινείται με κριτήρια καθαρά υλιστικά, που αρνείται τον Θεό και φθάνει τέλος στην άρνηση και αυτού του ανθρώπου. Ένας φεμινισμός που αρνείται την χριστιανική ηθική και ζητά να κηρύξει την χειραφέτηση από τον Θεό και την ηθική, για να ζήσει αυτόν τον ελευθεριασμόν, είναι κάτι πολύ κακό. Αυτός ο ελευθεριασμός, εξάλλου, όχι ελευθερία, ελευθεριασμός, όπως λέμε, μια πρόστυχη γυναίκα, λέμε «ἐλευθερίων ἠθῶν», αυτός ο ελευθεριασμός εξάλλου θα γεννήσει τον Αντίχριστον. Γιατί λένε οι Πατέρες ότι θα γεννηθεί από πόρνη γυναίκα ο Αντίχριστος. Έτσι, οι αντίποδες, θα λέγαμε, αυτού του φεμινισμού, και που είναι η αγνότης, και που είναι η παρθενία της Θεοτόκου, φέρει τον Χριστόν εις τον κόσμον.
Γι’αυτό είναι ανάγκη η χριστιανή γυναίκα να επανεύρει τον αληθινό της δρόμο και να μην δέχεται θέσεις και επιδράσεις από τον αρνητικόν φεμινισμόν. Σ’ αυτό έχει ευθύνη και ο άνδρας. Όχι να προσφέρει στην γυναίκα του τσιγάρο, για να μάθει κι αυτή να καπνίζει… Τι να λέω, πού να λέω, τα ξέρετε. Πρέπει να μην δέχεται το φεμινιστικό κίνημα. Αλλά πρέπει να παύσει ο άνδρας και να καταδυναστεύει την γυναίκα. Αυτός είναι η κεφαλή. Και η κεφαλή δεν καταδυναστεύει το σώμα. Αλλά το κατευθύνει, το προφυλάττει, το αγαπά και συναλγεί μαζί του.
Αγαπητοί, το αιώνιο παράδειγμα είναι μπροστά μας: ο Χριστός και η Εκκλησία· την οποία ως νύμφη ο Χριστός την αγαπά και παρέδωκε Εαυτόν υπέρ αυτής. Έτσι σήμερα, η τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα, η Εκκλησία μας αφιερώνει την ημέρα αυτή στις θαυμάσιες εκείνες και ανδρείες γυναίκες, τις Μυροφόρες. Για να δείχνει στις χριστιανές γυναίκες όλων των αιώνων και όλων των εποχών, την σωστή πορεία της χριστιανής γυναίκας.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_754.mp3
(Εὐαγγέλιο: Μάρκ. ιε’ 43-47, ιστ’ 1-8)
Ἡ ἀγάπη ποὺ νιώθουν οἱ ζωντανοὶ γιὰ τοὺς ζωντανοὺς εἶναι ὑπέροχο πρᾶγμα. Εἶναι πιὸ ὑπέροχο ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Ἡ ἀγάπη ποὺ νιώθουν οἱ ζωντανοὶ γιὰ τοὺς νεκροὺς εἶναι ἐπίσης κάτι ὑπέροχο. Εἶναι πιὸ ὑπέροχο ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ποὺ ἀντικατοπτρίζεται σὲ μιὰ λίμνη.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπέροχος ὅταν φροντίζει γιὰ τοὺς ζωντανούς. Εἶναι πολὺ πιὸ ὑπέροχος ὅμως ὅταν μεριμνᾷ γιὰ τοὺς νεκρούς.
Γιὰ τοὺς ζωντανοὺς συχνὰ ὁ ἄνθρωπος φροντίζει ἀπὸ ἰδιοτέλεια. Ἡ φροντίδα του γιὰ τοὺς νεκροὺς ὅμως, τί ἰδιοτέλεια μπορεῖ νὰ ἔχει; Μήπως μποροῦν νὰ τὸν πληρώσουν οἱ νεκροὶ ἢ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους;
Μερικὰ ζῶα θάβουν τοὺς νεκρούς τους. Τοὺς σκεπάζουν στὸν τάφο καὶ τοὺς ἐγκαταλείπουν στὴ λήθη. Ὅταν ὅμως ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος ἐνταφιάζει ἕνα νεκρό, μαζί του θάβει κι ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του. Γυρίζει στὸ σπίτι κουβαλῶντας μαζί του, στὴν ψυχή του, κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ νεκρὸ ἄνθρωπο. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ πιὸ ζωντανὸ καὶ πιὸ ἐναργές, ὅταν ὁ συγγενὴς κηδεύει το συγγενῆ του, ὁ φίλος τὸ φίλο.
Καημένοι νεκροθάφτες! Σὲ πόσους τάφους ἔχετε θάψει μέρος τοῦ ἑαυτοῦ σας! Πόσοι νεκροῖ ζοῦν μέσα σας!
Ὁ θάνατος ἔχει ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικὸ μὲ τὴν ἀγάπη. Μεταβάλλει πολὺ βαθιὰ πολλοὺς ποὺ ἔρχονται σ’ ἐπαφὴ μαζί του καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν. Ἡ μητέρα ποῦ ἔθαψε τὰ παιδιά της, ἐπισκέπτεται συχνὰ τὸν τάφο τους. Γιατί πηγαίνει ἐκεῖ; Γιατί μαζὶ μ’ ἐκείνην, στὴν ψυχή της, ζοῦν καὶ τὰ παιδιά της. Στὴν ψυχὴ τῆς μητέρας ἡ ἴδια ζεῖ σὲ μιὰ μικρὴ γωνιὰ μόνο. Ὅλη ἡ ὑπόλοιπη εἶναι ἕνα παλάτι ὅπου ζοῦν τὰ παιδιὰ ποὺ γέννησε.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸ Χριστό. Μόνο ποὺ τὰ μεγέθη ἐδῶ εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα, ἀνυπέρβλητα. Ὁ Χριστὸς περιορίστηκε στὰ στενὰ ὅρια ἑνὸς τάφου ὥστε οἱ ἄνθρωποι, τὰ παιδιά Του, νὰ γνωρίσουν τὴν εὐρυχωρία τοῦ ἀπεριόριστου παλατιοῦ στὸν παράδεισο.
Ἡ μητέρα ἐπισκέπτεται τοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της ἐπειδὴ θέλει νὰ τὰ ζωντανέψει στὴν ψυχή της, νὰ τὰ λυτρώσει μὲ τὰ δάκρυά της, νὰ νιώσει τὴν ἀγάπη τους μέ το νοῦ της. Ἡ ἀγάπη τῆς μάνας σώζει τὰ παιδιὰ ἀπό τὴ λησμονιά, ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισή τους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἔστω καὶ γιὰ περιορισμένο διάστημα.
Ὁ Κύριος, ταπεινωμένος καὶ περιφρονημένος, μὲ τὴν ὑποταγή Του στὸ σταυρὸ καί το θάνατο, κατόρθωσε μὲ τὴν ἀγάπη Τοῦ ν’ ἀναστήσει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄπειρα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν πράξη ὁποιασδήποτε μητέρας στὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι ἄπειρα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη ὁποιασδήποτε μητέρας στὸν κόσμο γιὰ τὰ παιδιά της.
Ἄν καὶ μιὰ μάνα ἔχει πάντα δάκρυα νὰ χύσει γιὰ τὰ παιδιά της, ἀπὸ ἀγάπη καὶ θλίψη γι’ αὐτά, ὅμως θὰ τῆς μείνουν κάποια δάκρυα ποὺ θὰ τὰ πάρει μαζί της ὅταν κι ἡ ἴδια θὰ μπεῖ μέσα στὸν τάφο. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως ἔχυσε ὅλα τὰ δάκρυα γιὰ τὰ παιδιά Του, ὡς τὴν τελευταία σταγόνα, τὰ μάτια Του ἄδειασαν. Ἀλλὰ ἔδωσε κι ὅλο τὸ αἷμα του γιὰ τὰ παιδιά Του, ὡς τὴν τελευταία σταγόνα.
Ἁμαρτωλὲ ἄνθρωπε! Ποτὲ δὲ θὰ χυθοῦν περισσότερα δάκρυα γιὰ σένα, εἴτε ζωντανὸς εἶσαι εἴτε νεκρός. Ποτὲ μάνα, σύζυγος, παιδιὰ ἢ πατρίδα δὲ θὰ πληρώσει περισσότερα γιὰ σένα ἀπ’ ὅσα πλήρωσε ὁ Χριστός.
Φτωχὲ ἄνθρωπε, μοναχικέ. Μὴν πεῖς ποτέ: «Ποιός θὰ κλάψει γιὰ μένα ὅταν πεθάνω; Ποιός θὰ θρηνήσει στὸ νεκρό μου σῶμα;» Ἄκουσε λοιπόν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει κλάψει κι ἔχει θρηνήσει γιὰ σένα τόσο στὴ ζωὴ ὅσο καὶ στὸ θάνατο, καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅσο θὰ σὲ θρηνοῦσε ἡ μητέρα σου.
Δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζουμε νεκροὺς ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπόφερε καὶ πέθανε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Εἶναι ζωντανοὶ ἐν Κυρίῳ. Θὰ τὸ μάθουμε ὅλοι αὐτὸ ὅταν ὁ Κύριος ἐπισκεφτεῖ τὸ νεκροταφεῖο τοῦ κόσμου γιὰ τελευταία φορά, τότε ποὺ θὰ ἠχήσουν οἱ σάλπιγγες.
Ἡ ἀγάπη τῆς μάνας δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τὰ νεκρὰ παιδιά της ἀπὸ τὰ ζωντανά. Καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση βέβαια, δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι πιὸ διορατικὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο. Βλέπει τὸν ἐπικείμενο θάνατο ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀκόμα ζωντανοὶ στὴ γῆ, βλέπει τὴν ἔναρξη τῆς ζωῆς ἐκείνων ποὺ ἤδη ἀναπαύονται. Γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τὴ γῆ «ἐκ τοῦ μηδενός», ποὺ ἔφτιαξε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ πηλό, δὲν ὑπάρχει διαφορὰ στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτὸς ζεῖ στὴ γῆ εἴτε βρίσκεται μέσα στὸν τάφο. Ὁ καρπὸς τοῦ σιταριοῦ, εἴτε βρίσκεται στὸ χωράφι εἴτε στὸν σιτοβολῶνα, δὲν κάνει καμιὰ διαφορὰ στὸν νοικοκύρη. Ἐκεῖνος καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις σκέφτεται τὸ σιτάρι, ὄχι τὰ ἄχυρα ἢ τὴ σιταποθήκη. Εἴτε ζεῖ ὁ ἄνθρωπος εἴτε βρίσκεται στὸν τάφο, δὲν κάνει καμιὰ διαφορὰ στὸν Κύριο τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν ἦρθε στὴ γῆ ὁ Κύριος ἔκανε δυὸ ἐπισκέψεις στοὺς ἀνθρώπους: πρῶτα ἐπισκέφτηκε ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στοὺς σωματικοὺς τάφους κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους, ποὺ ζοῦσαν στοὺς τάφους τῶν νεκροταφείων. Πέθανε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ τὰ νεκρὰ παιδιά Του. Ἀλήθεια, πόσο πραγματικὰ πεθαίνει μιὰ μάνα ὅταν ἐπισκέπτεται τοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της!
Οἱ νεκροὶ εἶναι ἡ μόνη φροντίδα τοῦ Θεοῦ. “Ὅλα τ’ ἄλλα τοῦ δίνουν χαρά. Ὁ Θεὸς δὲ φροντίζει γιὰ τοὺς ἀθάνατους ἀγγέλους. Εὐφραίνεται μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὅπως κι ἐκεῖνοι εὐφραίνονται κοντά Του. Φροντίζει διαρκῶς ὅμως νὰ βρεῖ τρόπο ν’ ἀναστήσει τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ κι ἐπισκέπτεται πάντα μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους Τοῦ τοὺς τάφους τῶν ἀνθρώπων, τόσο τοὺς κινητοὺς (τοὺς σωματικοὺς) ὅσο καὶ τοὺς ἀκίνητους (στὰ νεκροταφεῖα). Ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς νεκροὺς εἶναι πολὺ μεγάλη. Ὄχι γιατί δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀναστήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει ζωή, ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἐπιθυμοῦν ὅλοι οἱ νεκροὶ ν’ ἀναστηθοῦν «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς». Οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται τὸ δικό τους καλό. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς μεριμνᾷ πάντα γι’ αὐτούς.
Ἀλήθεια, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ γίνεται στὸν οὐρανὸ γιὰ ἕνα νεκρὸ ἄνθρωπο ποὺ ἀνασταίνεται κι ἐπιστρέφει στὴ ζωή, γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ! Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετανοεῖ εἶναι τὸ ἴδιο μ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει πεθάνει κι ἐπανέρχεται στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸν ὁ Θεὸς χαίρεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο χαίρεται μὲ ἐνενῆντα ἐννιὰ ἀγγέλους ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια. «Λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτῳ χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας» (Λουκ. ἰε’ 7).
Πόσο εὐγενής, πόσο γενναιόδωρη εἶναι ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς νεκρούς! Ὅταν φροντίζει γιά μας, στὴν κοιλάδα αὐτὴ τοῦ κλαυθμῶνος, οἱ ἄγγελοι συμμετέχουν στὴ μέριμνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φροντίζουμε τοὺς νεκρούς, συμμετέχουμε κι ἐμεῖς στὴ μέριμνα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι γινόμαστε φίλοι Του, συνεργάτες Του.
Ὅταν ὅμως ὁ Μέγας Κύριος καὶ Θεὸς πεθαίνει ὡς ἄνθρωπος, κυρτωμένος ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ποιός ἀπ’ ὅλους ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους φροντίζει προαιώνια φροντίζει γι’ Αὐτόν; Ποιός ἐπισκέπτεται τὸν τάφο Του; Γυναῖκες. Ὄχι ὅλες οἱ γυναῖκες, ἀλλὰ οἱ Μυροφόρες, ποὺ ἡ ψυχή τους εἶχε χριστεὶ μὲ ἀθάνατη ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό, τὸν Κύριο. Οἱ ψυχές τους ἦταν γεμᾶτες, ξεχείλιζαν ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστης, γι’ αὐτὸ καὶ γέμισαν τὰ χέρια τους μὲ εὐωδιαστὰ μύρα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸν τάφο, νὰ χρίσουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀναφέρεται στὸ περιστατικὸ αὐτό. Στὴ φροντίδα ποὺ ἔδειξαν γιά το θάνατο τοῦ Ἀθάνατου οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἔδωσε ζωή.
Τότε «ἔλθῶν Ἰωσὴφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὅς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθεν πρὸς Πιλάτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μάρκ. ἰε’ 43). Ὑπῆρχε κι ἄλλος ἕνας μεγάλος ἄντρας ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία στὸ ὄρος Ἐφραίμ. Αὐτὸς ἦταν ὁ προφήτης Σαμουήλ. Ὁ Ἰωσὴφ ἀναφέρεται κι ἀπὸ τοὺς τέσσερις εὐαγγελιστές, κυρίως σὲ ὅσα σχετίζονται μὲ τὴν ταφή του Κυρίου Ἰησοῦ. Ὁ Ἰωάννης τὸν ἀποκαλεῖ κρυφὸ μαθητη του Ἰησοῦ (ἴθ’ 38). Ὁ Λουκᾶς τὸν ὀνομάζει ἄντρα «ἀγαθὸ καὶ δίκαιο» (κγ’ 50), ὁ Ματθαῖος πλούσιο (κζ’ 57). Ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν ὀνομάζει πλούσιο τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ ματαιότητα, γιὰ νὰ δείξει πῶς ὁ Κύριος ἀνάμεσα στοὺς μαθητές Του εἶχε καὶ πλούσιους, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε πῶς μποροῦσε ἐκεῖνος νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Πιλάτο. Ἕνας φτωχὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ πλησιάσει τὸν Πιλάτο, ἐκπρόσωπο τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν πλούσιος ψυχικά. Εἶχε φόβο Θεοῦ κι ἀνέμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα πνευματικά του χαρίσματα, ὁ Ἰωσὴφ ἦταν καὶ πλούσιος, ἄνθρωπος ἐπιρροῆς. Ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς τὸν ὀνομάζουν βουλευτῆ. Ἦταν κι αὐτός, ὅπως κι ὁ Νικόδημος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβύτερους τοῦ λαοῦ. Ὅπως κι ὁ Νικόδημος ἐπίσης, ἦταν κι αὐτὸς θαυμαστὴς καὶ κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ οἱ δυὸ αὐτοὶ ἄντρες νὰ ἦταν κρυφοὶ ὀπαδοὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἕτοιμοι ὅμως νὰ ἐκτεθοῦν στὸν κίνδυνο καὶ νὰ σταθοῦν κοντά Του. Ὁ Νικόδημος κάποτε ρώτησε κατὰ πρόσωπο τοὺς πικρόχολους Ἰουδαίους ἄρχοντες, ὅταν ἀναζητοῦσαν νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστό: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνὼ τί ποιεῖ;» (Ἰωάν. ζ’ 51).
Ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσὴφ μπῆκε σὲ μεγαλύτερο κίνδυνο ὅταν ἀποφάσισε νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὴν ὥρα ποὺ οἱ στενοὶ μαθητές Του εἶχαν διασκορπιστεί, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι λύκοι ποὺ δολοφόνησαν τὸν Ποιμένα, ἦταν ἕτοιμοι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἐπιπέσουν καὶ στὸ ποίμνιο. Τὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἐπικίνδυνο, τὸ ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστὴς μὲ τὴ λέξη «τολμήσας». Ἤθελε τότε κάτι παραπάνω ἀπὸ θάρρος. Ἤθελε τόλμη το νὰ παρουσιαστεῖ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Καίσαρα καὶ νὰ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ σταυρωμένου «κακούργου». Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς ψυχῆς του, ἀπέβαλε το φόβο του κι ἀπόδειξε πῶς ἦταν πραγματικὸς μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Ὁ δὲ Πιλάτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ,εἶ πάλαι ἀπέθανε καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ» (Μάρκ. ἰε’ 44-45). Ὁ Πιλάτος ἦταν καχύποπτος καὶ ἐπιφυλακτικός. Ἦταν ἀπὸ τοὺς κυβερνῆτες ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἐξουσία τους μὲ βία, ὅπως μὲ βία τὴν εἶχε ἀποσπάσει ἀπὸ ἄλλους. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει οὔτε λέξη ἀκόμα κι ἀπὸ εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὅπως ὁ Ἰωσήφ. Ἴσως δυσκολευόταν πραγματικὰ νὰ πιστέψει πῶς ‘Ἐκεῖνος, ποὺ μόλις τὸ προηγούμενο βράδυ εἶχε καταδικάσει σὲ σταυρικὸ θάνατο, εἶχε ἤδη παραδώσει τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ σταυρό. Ὁ Πιλάτος ἀποδείχτηκε πῶς ἦταν ἕνας γνήσιος ἀντιπρόσωπος τῆς ρωμαϊκῆς τυπολατρείας. Ἦταν πολὺ πιὸ πρόθυμος νὰ πιστέψει τὸν κεντυρίωνα, ποὺ τὸν εἶχε ἐπιφορτίσει μὲ τὸ καθῆκον νὰ φρουρήσει το Γολγοθᾶ, παρὰ ἕναν ἐξέχοντα πρεσβύτερο τοῦ λαοῦ. Μόνο ὅταν ὁ κεντυρίων ἐπιβεβαίωσε «ἐπίσημα» τὴν ἀναφορά του Ἰωσήφ, θέλησε ὁ Πιλάτος νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά του.
«Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τὴ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὸ ἢν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπί την θύραν τοῦ μνημείου» (Μάρκ. ἰε’ 46-47).”Ἀλλος εὐαγγελιστὴς λέει πῶς αὐτὸς ὁ τάφος ἦταν τοῦ Ἰωσήφ – «καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ» (Ματθ. κζ’ 60) – «ἕν ὦ οὐδεὶς ἀνθρώπων ἐτέθῃ» (Ἰωάν. ἴθ’ 41). Ὅταν σταυρώνουμε το νοῦ μας γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἐνταφιάζουμε σὲ μιὰ ἀναγεννημένη καρδιά, σὰν σὲ τάφο, τότε ὁ νοῦς μας θὰ ἀναζωογονηθεῖ καὶ θ’ ἀναγεννηθεῖ ὁλόκληρος ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος.
Ἕνας νέος τάφος, σφραγισμένος. Μιὰ μεγάλη πέτρα στὴν εἴσοδο τοῦ τάφου κι ἕνας φύλακας νὰ φρουρεῖ μπροστὰ στὸν τάφο. Τί σημαίνουν όλ’ αὐτά; Ὅλα τους ἦταν προληπτικὰ μέτρα, παρμένα μὲ τὴ σοφία τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ σφραγίζονταν κι ὅλα τὰ στόματα ἐκείνων ποὺ θὰ τολμοῦσαν νὰ ἰσχυριστοῦν πῶς ὁ Χριστὸς εἴτε δὲν πέθανε εἴτε δὲν ἀναστήθηκε εἴτε ὅτι ἔκλεψαν τὸ σῶμα Του. Ἄν ὁ Ἰωσὴφ δὲν εἶχε ζητήσει τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἂν ὁ κεντυρίων δὲν εἶχε δώσει ἐπίσημη διαβεβαίωση γιά το θάνατο τοῦ Χριστοῦ· ἂν τὸ σῶμα δὲν εἶχε ἐνταφιαστεῖ καὶ σφραγιστεῖ μὲ τὴν παρουσία φίλων καὶ ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ἴσως νὰ ἰσχυρίζονταν πολλοὶ πῶς ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε πεθάνει πραγματικά, ἀλλὰ εἶχε πέσει σὲ κῶμα καὶ μετὰ ἀνέκτησε τίς αἰσθήσεις Του. Κάτι τέτοιο ὑποστήριξαν τελευταῖα ὁ Σλαϊερμάχερ καὶ κάποιοι προτεστάντες. Ἄν ὁ τάφος δὲν εἶχε σφραγιστεῖ μ’ ἕναν ὀγκόλιθο κι ἂν δὲν τὸν φύλαγαν φρουροί, ἴσως παραδέχονταν πῶς ὁ Χριστὸς πέθανε κι ἐνταφιάστηκε, ἀλλὰ οἱ μαθητές Του ἔκλεψαν τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν τάφο. Ἄν δὲν ἦταν καινούργιος ὁ τάφος, ἴσως νὰ ὑποστήριζαν πὼς δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς αὐτὸς ποὺ ἀναστήθηκε ἀλλὰ κάποιος ἄλλος νεκρός, ποὺ εἶχε ταφεῖ ἐκεῖ παλιότερα. Ἔτσι ὅλα τὰ προληπτικὰ μέτρα ποὺ πῆραν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ νὰ πνίξουν τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ βοήθησαν γιὰ νὰ τὴν καταδείξουν.
Ὁ Ἰωσὴφ πῆρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, «ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρά» (Ματθ. κζ’ 59) καὶ τὸ ἀπόθεσε στὸν τάφο. Ἄν θέλουμε ν’ ἀναστηθεῖ μέσα μας ὁ Κύριος, πρέπει νὰ τὸν διατηροῦμε μέσα στὸ καθαρὸ καὶ ἁγνὸ σῶμα μας. Τὸ καθαρὸ σεντόνι ὑποδηλώνει τὸ καθαρὸ σῶμα. Τὸ σῶμα ποὺ ἔχουν μολύνει οἱ κακίες καὶ τὰ πάθῃ δὲν εἶναι κατάλληλος τόπος γιὰ ν’ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν καὶ νὰ ζήσει ὁ Κύριος.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμπληρώνει τὴν εἰκόνα ποὺ δίνουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, λέγοντας πῶς στὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ ἦρθε καὶ ὁ Νικόδημος «φέρων μῖγμα Σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. ἔλαβον οὔν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἕν όθονίοις μετὰ τῶν ἄρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοὶς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ἴθ’ 39-40).
Εὐλογημένοι ἄνθρωποι! Πῆραν τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μὲ τόλμη, στοργὴ καὶ ἀγάπη καὶ τὸ ἀπέθεσαν στὸ μνημεῖο. Τί ὑπέροχο παράδειγα εἶναι αὐτὸ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Κύριο! Καὶ τί φοβερὸ κατηγορητήριο γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λαϊκοὺς ποὺ ντρέπονται τὸν κόσμο καὶ πλησιάζουν τὸ ἅγιο ποτήριο ἀπρόσεχτα, ἀδιάφορα καὶ χωρὶς ἀγάπη, γιὰ νὰ κοινωνήσουν τὰ ζωοποιὰ τίμια δῶρα, τὸ πάντιμο σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου!
ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικόδημος δὲν ἦταν μόνο φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διαπίστωσαν μὲ τὰ μάτια τοὺς πῶς ὁ Ἰησους πέθανε κι ἐνταφιάστηκε. ἡ μέριμνα γιὰ τὸ νεκρὸ Κύριο ἦταν πράξη ἀγάπης γιὰ τὸν ἀγαπημένο τους Φίλο καὶ Διδάσκαλο, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπιστικὸ καθῆκον πρός ‘Ἐκεῖνον ποὺ εἶχε ὑποφέρει γιὰ χάρη τῆς δικαιοσύνης.
Μὲ θέα τὸν τάφο ὅμως βρίσκονταν καὶ δυὸ ἀκόμα ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦσαν τὸν Κύριο καὶ παρακολουθοῦσαν μὲ μεγάλη προσοχὴ τίς ἐνέργειες τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικόδημου. Προετοιμάζονταν κι αὐτὲς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοὺς γιὰ μιὰ πράξη ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο. Ἠταν οἱ δυὸ μυροφόρες γυναῖκες: ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωση.
«ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωση ἐθεώρουν ποὺ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία καὶ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἶνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» (Μάρκ. ἰε’ 47, ἴστ’ 1).
Πρῶτα ἀναφέρονται δύο γυναῖκες κι ἔπειτα τρείς. Δύο ἦταν οἱ μάρτυρες γιὰ ὅλα ὅσα ἔγιναν στὸ Γολγοθᾶ, ποὺ εἶδαν τοὺς κρυφοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ νὰ κατεβάζουν τὸ νεκρὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ σταυρό. Μετὰ εἶδαν ὅλα ὅσα ἔκαναν στὸ νεκρὸ σῶμα καί, αὐτὸ ποὺ τίς ἐνδιέφερε περισσότερο, εἶδαν τὸν τάφο ὅπου τὸν τοποθέτησαν. ‘Ἀλήθεια, πόση χαρὰ θὰ ἔνιωθαν ἂν μποροῦσαν νὰ τρέξουν καὶ νὰ βοηθήσουν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδημο γιὰ νὰ ξεπλύνουν τὸ ἅγιο σῶμα του ἀπὸ τὰ αἵματα, νὰ καθαρίσουν τίς πληγές Του, νὰ ἰσιώσουν τὰ μαλλιά Του, νὰ σταυρώσουν τὰ χέρια Του, νὰ δέσουν τὸ μαντήλι γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι Του καὶ νὰ τυλίξουν ὅλο τὸ σῶμα Του μὲ τὸ σεντόνι! Ὅμως οὔτε τὸ ἔθιμο οὔτε κι ὁ νόμος ἐπέτρεπε νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ μαζὶ μὲ ἄντρες. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πήγαιναν ἀργότερα νὰ τὰ κάνουν ὅλα μόνες τους, καὶ κυρίως γιὰ ν’ ἀλείψουν τὸν Κύριο μὲ ἀρώματα. Μαζί τους ἀργότερα θὰ πήγαινε κι ἡ τρίτη μυροφόρα, ἡ φίλη τους. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ τίς ἔδεσε ὅλες μὲ φιλία.
Ποιὲς ἦταν οἱ γυναῖκες αὐτές; Τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ τὴν ξέρουμε. Ἠταν ἡ Μαρία ἐκείνη ποὺ ὁ Κύριος τὴ θεράπευσε, τῆς ἔβγαλε ἑπτὰ δαιμόνια ἀπὸ μέσα της.
Ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσὴ κι ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου, ὅπως λένε οἱ πατέρες, ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Ἡ Σαλώμη ἦταν σύζυγος τοῦ Ζεβεδαίου, ἡ μητέρα τῶν ἀποστόλων Ἰακώβου καὶ Ἰωάννη.
Τί μεγάλη διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες αὐτὲς καὶ στὴν Εὔα! Αὐτὲς ἔτρεξαν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ ὑπακούσουν τὸ νεκρὸ Κύριο, ἐνῶ ἡ Εὔα δὲν ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Ζῶντα Κύριο! Ἐκεῖνες φάνηκαν ὑπάκουες στὸ Γολγοθᾶ, στὸν τόπο τοῦ ἐγκλήματος, τῆς κακίας καὶ τῆς αἱματοχυσίας, ἐνῶ ἡ Εὔα ἔκανε παρακοὴ μέσα στὸν παράδεισο!
«Καὶ λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Μάρκ. ἴστ’2). Σ’ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἦταν ἡ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδας ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἡ ἑπόμενη μέρα τοῦ Σαββάτου, συμφωνοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές. Ὁ Μάρκος τὸ ξεκαθαρίζει καλύτερα: «καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου…» (Μάρκ. ἴστ’ 1), ἀφοῦ εἶχε περάσει τὸ Σάββατο. Ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς συμφωνοῦν πῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολὺ πρωὶ τὴν Κυριακή. Συμφωνοῦν ἐπίσης πῶς οἱ γυναῖκες πῆγαν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου πολὺ νωρὶς τὸ πρωί. Ὁ Μάρκος στὸ εὐαγγέλιό του φαίνεται πῶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ μεταφέρει λίγο ἀργότερα, γιατί λέει ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
Εἶναι πολὺ πιθανὸ οἱ γυναῖκες νὰ πηγαν στὸν τάφο ἀρκετὲς φορές, τόσο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ νεκρὸ Κύριο, ὅσο κι ἀπὸ φόβο, μήπως οἱ ἐχθροί Του ἔρθουν καὶ βεβηλώσουν τὸν τάφο καὶ τὸ ἴδιο Του τὸ σῶμα. “Ὅπως λέει ὁ Ἱερώνυμος στὸ σχόλιό του στὸ κατὰ Ματθαῖον, «πηγαινοέρχονταν μὲ ἀνυπομονησία, δὲν ἤθελαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν γιὰ πολὺ ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Κυρίου». Ἴσως ἐδῶ ὁ Μάρκος νὰ μὴ μιλάει γιὰ τὸν αἰσθητὸ ἥλιο ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη, «καὶ ἀνατελεῖ ὑμῖν… ἥλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. Δ’ 2), ἀναφερόμενος στὸ Μεσσία. Ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης εἶχε ἤδη ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν τὴν πρωινὴ ὥρα ποὺ οἱ μυροφόρες πῆγαν στὸν τάφο. Ὅπως ὁ Ἥλιος αὐτὸς ἔλαμψε πολὺ προτοῦ δημιουργηθεῖ καὶ αἰσθητὸς ἥλιος, ἔτσι καὶ τώρα, στὴ δεύτερη δημιουργία, στὴν ἀναγέννηση τοῦ κόσμου, ἔλαμψε στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία προτοῦ ἀνατείλει στὴ γῆ καὶ αἰσθητὸς ἥλιος.
«Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτές τις ἀποκυλίσει ἡμῖν τον λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (Μάρκ. ἴστ’ 3). Καθὼς οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀνέβαιναν πρὸς τὸ Γολγοθᾶ, συζητοῦσαν μεταξύ τους τὸ πρόβλημα αὐτό. Ποιός θὰ κυλίσει τὴ βαριὰ πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου; Ὅλα ἔδειχναν πὼς δὲν περίμεναν κάτι ἀναπάντεχο. Τὰ γυναικεῖα χέρια δὲν ἦταν δυνατὰ γιὰ νὰ σπρώξουν τὴ βαριὰ πέτρα καὶ νὰ ἐλευθερώσουν τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου. Κι ὁ λίθος ἦταν μέγας σφόδρα.
Καημένες γυναῖκες! Δὲ θυμήθηκαν πῶς τὸ ἔργο ποὺ πήγαιναν μὲ τόσο ζῆλο καὶ σπουδὴ νὰ κάνουν στὸν τάφο, εἶχε ἤδη συντελεστεῖ ὅσο ζοῦσε ὁ Κύριος. Στὸ δεῖπνο ποὺ παρέθεσε στὸν Κύριο στὴ Βηθανία ὁ Σίμων ὁ Λεπρός, κάποια γυναῖκα ἔχυσε στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ ἕνα πολύτιμο μύρο. Ὁ παντογνώστης Κύριος εἶπε τοτε γιὰ τὴ γυναῖκα αὐτή: «Βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι μὲ ἐποίησεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προγνώριζε μὲ ἀκρίβεια ὅτι τὸ σῶμα Του δὲ θὰ δεχόταν κανένα ἄλλο ἄρωμα στὸ θάνατό Του. Ἴσως διερωτηθείς: Γιατί τότε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἄφησε τίς ἀφοσιωμένες αὐτὲς γυναῖκες ν’ ἀπογοητευτοῦν τόσο πολύ; Πῆγαν ν’ ἀγοράσουν τὸ πολύτιμο μύρο, ἦρθαν φοβισμένες μέσα στὴ νύχτα στὸ μνημεῖο καὶ στὸ τέλος νὰ μὴν ἐκτελέσουν τὸ καθῆκον αὐτό, ποὺ μὲ τόση ἀγάπη καὶ θυσία εἶχαν προετοιμάσει; Μήπως ὅμως ἡ θεία αὐτὴ πρόνοια δὲν ἀποζημίωσε τίς προσπάθειές τους μ’ ἕναν ἀσύγκριτα πλουσιότερο τρόπο κι ἀντὶ νὰ δοὺν νεκρὸ τὸν Κύριο τὸν εἶδαν ζωντανό;
«Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσαν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἢν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκoν καθήμενον ἐν τοῖς δεξιούς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ἴστ’ 4-5). Ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔφτασε μέ το λαό του στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, ἀντιμετώπισε μιᾷ δυσκολίᾳ, ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Πῶς θὰ ἄνοιγε δρόμο στὴ θάλασσα, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε; Μόλις ὅμως κραύγασε γιὰ βοήθεια στὸ Θεὸ καὶ θάλασσα χώρισε στὰ δύο κι ὁ δρόμος ἄνοιξε. Τὸ ἴδιο ἔγινε τώρα μὲ τίς Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολὺ ἔντονα γιά το ποιός θὰ κυλίσει τὴ μεγάλη πέτρα, κοίταξαν καὶ εἶδαν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος. Ἡ πέτρα εἶχε μετακινηθεῖ κι ἐκεῖνες μπῆκαν ἀμέσως μέσα στὸ μνημεῖο. Μὰ ποὺ πῆγαν οἱ στρατιῶτες ποὺ φρουροῦσαν τὸν τάφο; Αὐτοὶ δὲν ἀποτελοῦσαν μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ νὰ μποῦν στὸ μνημεῖο, ἀπὸ τὴ βαριὰ πέτρα; Ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ φρουροὶ εἴτε κείτονταν στὴ γῆ μισοπεθαμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἴτε εἶχαν δραπετεύσει πρὸς τὴν πόλη γιὰ νὰ διηγηθοῦν μὲ τρεμάμενη φωνὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ ὼς τότε δὲν εἶχαν ἀκούσει ἀνθρώπινα αὐτιά. Δὲν ὑπῆρχε κανένας στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ τίς ἐμποδίσει, κανένας καὶ τίποτα στὴν εἴσοδο. Ὑπῆρχε κάποιος ὅμως μέσα στὸ μνημεῖο. Κάποιος ποὺ τὸ πρόσωπό του ἦταν «ὼς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιῶν» (Ματθ. κή’ 3). Ἠταν ἕνας νέος ἄντρας. Ἦταν πραγματικὰ ἄγγελος τοῦ Θεου. Οἱ γυναῖκες φοβήθηκαν κι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ (βλ. Λουκ. κδ’ 5). Εἶναι φοβερὸ νὰ βλέπει κανεὶς τὴ μορφὴ ἑνὸς οὐράνιου ἀγγελιαφόρου τοῦ Θεοῦ, ἐκείνου ποὺ ἔφερε τίς πιὸ ὑπερφυσικὲς καὶ χαρμόσυνες εἰδήσεις στὴ γῆ, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἐκπεσμένος ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ περιπλανιέται μακριὰ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὁ Ματθαῖος λέει πῶς ὁ ἄγγελος καθόταν πάνω στὴν πέτρα ποὺ εἶχε κυλίσει ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου, ἐνῶ ὁ Μάρκος πῶς ὁ ἄγγελος ἦταν μέσα στὸ μνημεῖο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει καμιὰ ἀντίθεση. Ἴσως οἱ γυναῖκες εἶδαν πρῶτα τὸν ἄγγελο πάνω στὴν πέτρα κι ἔπειτα ἄκουσαν τὴ φωνή του μέσα στὸ μνημεῖο. Ὁ ἄγγελος δὲν εἶναι κάτι ὑλικὸ καὶ ἀκίνητο. Μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ ὁποιαδήποτε στιγμὴ καὶ ὁπουδήποτε. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει δύο ἀγγέλους, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος ἕναν, δὲν πρέπει νὰ φέρει σὲ σύγχυση τοὺς πιστούς. Ὅταν γεννήθηκε ὁ Κύριος στὴ Βηθλεέμ, ἕνας ἄγγελος ἐμφανίστηκε ξαφνικὰ στοὺς ποιμένες κι ἐκεῖνοι «ἔφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9). Πολὺ σύντομα μετά, «ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου στὸ Γολγοθᾶ ἴσως παρευρίσκονταν λεγεῶνες ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Γιατί πρέπει νὰ ἐκπλαγοῦμε ἂν οἱ Μυροφόρες εἶδαν τὴ μιὰ φορὰ ἕναν ἄγγελο καὶ τὴν ἄλλη δύο;
«Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς: μὴ ἔκθαμβεῖσθε· ‘Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθῃ, οὐκ ἔστιν ὧδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ’ ὑπάγετε, εἴπατε τους μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν» (Μάρκ. Ἴστ’ 6-8).
Ὁ ἀστραπόμορφος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ φροντίζει πρῶτα νὰ ἠρεμήσει τίς γυναῖκες ἀπό το φόβο καὶ τὸν τρόμο τους. Ἤθελε νὰ τίς προετοιμάσει γιὰ τὰ καταπληκτικὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Ἡ πρώτη ἔκπληξη γιὰ τίς γυναῖκες ἦταν ὅταν εἶδαν τὸ μνημεῖο ἀνοιχτό. Μετὰ ἡ ἔκπληξή τους μεταβλήθηκε σὲ τρόμο ὅταν, ἀντὶ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ γύρευαν, εἶδαν αὐτὸν ποὺ δὲν περίμεναν.
Ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες μὲ σιγουριά: Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον. Γιατί μίλησε ἔτσι; Γιὰ νὰ τίς στερήσει ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία καὶ σύγχυση γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ. Ὁ ἄγγελος μιλάει πολὺ συγκεκριμένα τόσο γιὰ τὶς ἴδιες τὶς γυναῖκες ὅσο καὶ γιὰ τίς μελλούμενες γενιές. Μὲ τὴν ἴδια πρόθεση ὁ ἄγγελος τοὺς δείχνει τὸ καινὸ μνημεῖο. Ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος ἦταν πλεονασμός. Οἱ γυναῖκες εἶχαν δεῖ οἱ ἴδιες μὲ τὰ μάτια τους αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε ὁ ἄγγελος. Δὲ γινόταν τὸ ἴδιο ὅμως μὲ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπίσης ὁ Κύριος πέθανε κι ἀναστήθηκε. Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Ὁ οὐράνιος ἀγγελιαφόρος πρόφερε μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ τρόπο τὴν συγκλονιστικότερη εἴδηση ποὺ ἀκούστηκε ποτὲ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Γιὰ τίς ἀθάνατες χορεῖες τῶν ἀγγέλων ἡ συγκλονιστικότερη εἴδηση ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, ὄχι ἡ ἀνάστασή Του. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὰ πράγματα ἦταν ἀντίθετα.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες νά μεταφέρουν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση στοὺς ἀποστόλους καί το Πέτρῳ. Γιατί καί το Πέτρῳ; Σίγουρα ἐπειδὴ ὁ Πέτρος ἔνιωθε περισσότερο ταραγμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές. Ἡ συνείδησή του πρέπει νὰ τὸν ἐνοχλοῦσε ἐπειδὴ πρόδωσε τρεῖς φορὲς τὸν Κύριο καὶ στὸ τέλος ἔφυγε μακριά Του. Ἡ ἀφοσίωση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο ἦταν οἱ πιὸ στενοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, θὰ πρέπει νὰ ἔκανε πιὸ εὐαίσθητη τὴ συνείδηση τοῦ Πέτρου. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε φύγει. Παρέμεινε κάτω ἀπό το σταυρὸ τοῦ σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ὁ Πέτρος πρέπει νὰ ἔνιωθε προδότης τοῦ Κυρίου καὶ θὰ αἰσθανόταν ἄβολα στὴ συντροφιὰ τῶν ἀποστόλων, κυρίως μπροστὰ στὴν Παναγία Μητέρα Του.
Ἡ πίστη τοῦ Πέτρου δὲ φάνηκε σταθερὴ σὰν πέτρα. Ἡ διστακτικότητα καὶ ἡ δειλία του τὸν ἔκαναν νὰ νιώθει περιφρονημένος στὰ ἴδια του τὰ μάτια. Εἶχε ἀνάγκη νὰ σταθεῖ ξανὰ στὰ πόδια του, ν’ ἀνακτήσει τὴν ὑπόληψή του ὡς ἄνθρωπος καὶ ὡς ἀπόστολος. Ὁ Κύριος, ποῦ ἀγαπᾷ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀκριβῶς αὐτὸ ἔκανε τώρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἄγγελος ἔκανε εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸν Πέτρο.
Γιατί ὁ ἄγγελος μίλησε γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Γαλιλαία κι ὄχι γιὰ τίς ἄλλες ἐμφανίσεις Του στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ στὰ περίχωρα, ποὺ θὰ γίνονταν νωρίτερα; Ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Γιατί ἡ Γαλιλαία ἦταν περισσότερο εἰδωλολατρικὴ κι ὄχι ἰσραηλιτικὴ περιοχή. Ἡ θέληση τοῦ Κυρίου λοιπὸν ἦταν νὰ ἐμφανιστεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ δείξει στοὺς μαθητὲς τὸ δρόμο τοῦ εὐαγγελίου Του, τὸ βασικὸ χῶρο ὅπου ἔπρεπε νὰ δραστηριοποιηθοῦν γιὰ νὰ ἱδρύσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Κι ἄλλος ἕνας λόγος ἦταν ἐπειδὴ στὴ Γαλιλαία θὰ ἔνιωθαν ἐλεύθεροι, ὄχι ὅπως στὴν Ἱερουσαλὴμ ποὺ ζοῦσαν μὲ φόβο. Ὄχι στὸ σκοτάδι ἢ στὸ μεσόφωτο, ἀλλὰ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς πῶς ὁ φόβος ἔχει μεγάλα μάτια, πῶς οἱ μαθητὲς εἶδαν ζωντανὸ τὸν Κύριό τους στὴν Ἱερουσαλὴμ πάνω στὸν πανικό τους καὶ μὲ τὴν πίεση τοῦ φόβου τους. Καὶ τελικὰ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μίλησε γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Γαλιλαία χωρὶς ν’ ἀναφέρει τίποτα γιὰ τίς ἐμφανίσεις Του στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ ν’ ἀφαιρέσει τὰ ὅπλα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀπίστων, ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἰσχυρίζονταν πῶς οἱ ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ κάποιο φάντασμα, ἐπειδὴ περίμεναν μὲ μεγάλη ψυχικὴ ἀγωνία νὰ τὸν δούν. Λέει ὁ Νικηφόρος: «Γιατί ὁ ἄγγελος μιλάει εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐμφάνισή του στὴ Γαλιλαία; Ἐπειδὴ ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία. Ἐκεῖ ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε σὲ κάποιο σπίτι μὲ κλειδωμένες τίς πόρτες, ἀλλὰ σ’ ἕνα βουνό, ὁρατὸς ἀπὸ ὅλους. Οἱ μαθητὲς μέ το ποὺ τὸν εἶδαν ἐκεῖ τὸν προσκύνησαν. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε δυναμικὰ μπροστά τους καὶ τοὺς ἀποκάλυψε γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας Του. «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή’ 18). «Μετὰ τὸ ἐγερθῆναι μὲ προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ἴδ’ 28), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Ὡς Νικητής, δηλαδή, θὰ προπορευτῶ στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο καὶ σεῖς θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ὁπουδήποτε κι ἄν σᾶς ὁδηγήσει τὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ κηρύξετε, κοιτᾶξτε Με, θὰ βρίσκομαι μπροστά σας. Θὰ προπορεύομαι γιὰ νὰ σᾶς ἀνοίγω το δρόμο.
«Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγαν ἀπὸ τοῦ μνημείου εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ» (Μάρκ. ἴστ’ 8). Οἱ Μυροφόρες τὰ εἶχαν χάσει. Ποὺ βρίσκονταν, στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ; Μὲ ποιόν μιλοῦσαν; Τί ἄκουσαν; Τέτοια πράγματα οὔτε στὸν ὕπνο τους δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Μὰ αὐτὸ ποὺ βλέπουν καὶ ἀκοῦν τώρα δὲν εἶναι ὄνειρο, εἶναι ἀληθινό. Ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔγιναν, προκύπτει πῶς ζοῦσαν μιὰ πραγματικότητα.
Τί εὐλογημένος εἶναι ὁ φόβος κι ὁ τρόμος ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος ὅταν βλέπει ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς, ὅταν ἀκούει μιὰ χαρούμενη φωνὴ ἀπὸ τὴν ἀληθινή, ἀθάνατη καὶ ποθεινὴ πατρίδα του! Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ δεὶς ἕναν ἀθάνατο ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, οὔτε ν’ ἀκούσεις μιᾷ φωνῇ ποὺ βγαίνει ἀπὸ ἀθάνατα χείλη. Πιὸ εὔκολα ἀντέχεις νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο καὶ ν’ ἀκούσεις τὸν ὀρυμαγδὸ ὁλόκληρου τοῦ φθαρτου σύμπαντος, παρὰ νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο καὶ ν’ ἀκούσεις τὴ φωνὴ κάποιου ἀθάνατου ὄντος ποὺ δημιουργήθηκε πρὶν ἀπὸ τὸ σύμπαν, ποὺ τὸ κάλλος του εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη αὐγή. Ὅταν ὁ προφήτης Δανιήλ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου, μονολόγησε: «Οὐχ ὑπελείφθη ἕν ἐμοί ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφῃ εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος… ἤμην κατανενυγμένος, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν» (Δανιήλ, ἰ’ 8,9).
Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν τίς πιάσει φόβος καὶ τρόμος τίς ἀδύναμες γυναῖκες; Πῶς νὰ μὴ φύγουν γρήγορα ἀπὸ τὸ μνημεῖο; Πῶς θὰ μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ μιλήσουν; Μὲ τὰ λόγια νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ εἶδαν; Κύριε, ἡ δόξα Σου εἶναι ἀνέκφραστη! Ἐμεῖς οἱ θνητοὶ ἄνθρωποι εὐκολότερα μποροῦμε νὰ τὴν ἐκφράσουμε μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὰ δάκρυά μας παρὰ μὲ λόγια.
Καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ. Δὲν εἶπαν τίποτα στὸ δρόμο, σὲ κανέναν. Δὲ μίλησαν σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα Του, οὔτε σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ ποῦ συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν ὅμως στοὺς ἀποστόλους. Οὔτε τόλμησαν μὰ οὔτε καὶ μποροῦσαν νὰ μήν τοὺς ποῦν τὰ νέα, ἀφοῦ ἔτσι τίς πρόσταξε ὁ ἀθάνατος ἄγγελος. Πῶς μποροῦσαν νὰ μὴν ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σαφὲς λοιπόν, πῶς οἱ γυναῖκες μίλησαν σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10) καὶ πῶς δὲν εἶπαν τίποτα σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔπρεπε, τοὺς ὁποίους φοβοῦνταν.
Ἔτσι τέλειωσε ἡ ἐπίσκεψη ποὺ ἔκαναν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες στὸ μνημεῖο τοῦ Χριστοῦ τὸ πρωὶ τῆς ‘Ἀνάστασης. Τὰ φτωχά τους μύρα, ποῦ σκόπευαν νὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ νὰ συντηρήσουν ἀπὸ τὴ φθορὰ Ἐκεῖνον ποὺ τηρεῖ τοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, νὰ μυρώσουν Αὐτὸν ποὺ χαρίζει στοὺς οὐρανοὺς τὸ ἄρωμὰ Τοῦ, ἔμειναν στὰ χέρια τους.
Κύριε, εἶσαι τὸ μόνο ἄρωμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὴν ἱστορία του. Πόσο πλούσια καὶ θαυμαστὰ ἀποζημιώνεις τίς ἀφοσιωμένες ψυχὲς ποὺ δὲ σὲ ξέχασαν νεκρὸ μέσα στὸ μνῆμα Σου!
Ἔκανες τίς Μυροφόρες γυναῖκες φορεῖς τοῦ ἀγγέλματος τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς δόξας Σου. Δὲν ἔχρισαν τὸ νεκρό Σου σῶμα: ‘Ἐσὺ ἔχρισες τίς ζωντανὲς ψυχές τους μὲ τὸ μύρο τῆς χαρᾶς. Ἐκεῖνες ποὺ θρηνοῦσαν τὸ νεκρὸ Κύριο, ἔγιναν χελιδόνια τῆς καινούργιας ἄνοιξης, ἅγιοι στὴν οὐράνια βασιλεία Σου.
Ἀναστημένε Κύριε, μὲ τίς προσευχές τους ἐλέησέ μας, σῶσε μας, ὥστε νὰ σὲ δοξάζουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα τώρα καὶ πάντα καὶ τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.