ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (28/5/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Κ΄, εδάφια 16-18 και 28-38
16 Ἒκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. 17 ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. 18 Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην.
[…] 28 Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. 29 Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· 30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. 31 Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
32 Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. 33 Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· 34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 35 Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. 36 Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο. 37 Ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν, 38 ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. Προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16 Πλεύσαμε κατευθείαν στη Μίλητο, διότι ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει με το πλοίο την Έφεσο και να μην αποβιβαστεί σε αυτήν, για να μην του συμβεί να αργοπορήσει στην Ασία· διότι βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, εάν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής. 17 Από την Μίλητο λοιπόν έστειλε ανθρώπους στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να έλθουν να τον συναντήσουν. 18 Και όταν ήλθαν κοντά του, τους είπε: «Εσείς γνωρίζετε καλά πώς συμπεριφέρθηκα απέναντί σας όλο το χρονικό διάστημα της εδώ παραμονής μου από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Ασία.
[…] 28 Προσέχετε λοιπόν τον εαυτό σας, πώς θα συμπεριφέρεστε και τι θα διδάσκετε. Προσέχετε και όλο το πνευματικό σας ποίμνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύμα σας τοποθέτησε επισκόπους για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα του με το δικό Του αίμα. 29 Προσέχετε, διότι εγώ το γνωρίζω, μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν ανάμεσά σας ψευδοδιδάσκαλοι και πλάνοι σαν άγριοι και σκληροί λύκοι που θα διαρπάζουν αλύπητα το ποίμνιο, βλάπτοντας και αφανίζοντας τις ψυχές των λογικών προβάτων. 30 Ακόμη κι από σας τους ίδιους θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα διδάσκουν διδασκαλίες, οι οποίες θα διαστρέφουν την αλήθεια, για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους. 31 Γι’ αυτό να προσέχετε και να είστε άγρυπνοι, έχοντας ως παράδειγμα εμένα˙ και να θυμάστε ότι για μια τριετία συνεχώς νύχτα και μέρα δεν σταμάτησα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας ξεχωριστά.
32 Και τώρα σας εμπιστεύομαι, αδελφοί, στον Θεό και στον λόγο που η χάρη Του μας αποκάλυψε. Αυτός ο λόγος Του θα σας προφυλάξει από κάθε πλάνη και διαστροφή. Σας εμπιστεύομαι στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να συνεχίσει την οικοδομή σας και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός. 33 Ασήμι ή χρυσάφι ή ρουχισμό, τίποτε από αυτά δεν επιθύμησα. 34 Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου, υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια. 35 Με κάθε τρόπο σας έδωσα το παράδειγμα ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά για να προλαβαίνετε κάθε σκανδαλισμό των αδύναμων αδελφών και να τους βοηθάτε να γίνουν δυνατοί πνευματικά. Αλλά και να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου Ιησού, που είχε πει: “Είναι καλύτερο να δίνει κανείς παρά να παίρνει, ακόμη και όταν δικαιούται να πάρει. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχή’’». 36 Και αφού τα είπε αυτά, γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς. 37 Τότε όλοι ξέσπασαν σε κλάματα και οδυρμό μεγάλο και αφού έπεσαν πάνω στον τράχηλο του Παύλου, τον φιλούσαν με πολλή στοργή. 38 Ήταν τόσο θλιβερός ο χωρισμός αυτός, και είχαν όλοι μια τέτοια οδύνη, προπαντός γι’ αυτό που είχε πει, πως δεν θα ξανάβλεπαν πια το πρόσωπό του. Μετά ξεκίνησαν μαζί του και τον ξεπροβόδισαν μέχρι το πλοίο.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ
Κατά Ιωάννην, κεφ. ΙΖ΄, εδάφια 1-13
1 Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. 4 Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω·
5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· 8 ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
9 ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθητές Του κι έπειτα σήκωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, ήλθε η ώρα που η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ. Δέξου την θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και ως προς την ανθρώπινη φύση Του˙ για να σε δοξάσει και ο Υιός Σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία Του που θα ακολουθήσει μετά απ’ αυτή. 2 Δόξασε τον Υιό Σου σύμφωνα με την εξουσία που Του έδωσες πάνω σε όλη την ανθρωπότητα, για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος Αρχιερεύς καθισμένος στα δεξιά σου σε όλο το πλήθος εκείνο που του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σε Αυτόν. 3 Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου. 4 Εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω.
5 Και τώρα που η επίγεια αποστολή μου τελείωσε, ανάδειξέ με με την Ανάσταση και την Ανάληψή μου αιώνιο αρχιερέα και δόξασέ με και ως άνθρωπο Εσύ, Πάτερ, δίπλα Σου, με τη δόξα που είχα κοντά Σου προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος. 6 Φανέρωσα το όνομά Σου κι έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε μένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε μένα, κι αυτοί τήρησαν τον λόγο σου, τον οποίο τους αποκάλυψα. 7 Τώρα έμαθαν τελειότερα και πείστηκαν ότι η διδασκαλία μου και τα έργα μου και όλα γενικότερα όσα μου έδωσες προέρχονται από Εσένα. 8 Και απόδειξη ότι έλαβαν την πληροφορία και τη γνώση αυτή είναι: ότι τους λόγους που μου έδωσες για να τους αποκαλύψω στους ανθρώπους, Εγώ τους παρέδωσα σε αυτούς με τη διδασκαλία μου, και αυτοί τους παρέλαβαν και τους αποδέχθηκαν. Και απέκτησαν πράγματι τη βεβαιότητα και την πεποίθηση ότι γεννήθηκα και βγήκα από τους κόλπους Σου, και πίστεψαν ότι Εσύ με απέστειλες στον κόσμο.
9 Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, Σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας Αρχιερεύς και μεσίτης. Δεν Σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου. 10 Και όλα όσα ανήκουν σε μένα δικά Σου είναι, όπως και τα δικά Σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοιπόν δικοί Σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε μένα. 11 Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε μένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα και Εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση. 12 Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής. 13 Τώρα όμως έρχομαι σε σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα κι εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ[:Πράξ. 20, 16-17 και 20, 28-38]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα(:Πλεύσαμε κατευθείαν στη Μίλητο, διότι ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει με το πλοίο την Έφεσο και να μην αποβιβαστεί σε αυτήν, για να μην του συμβεί να αργοπορήσει στην Ασία· διότι βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, εάν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής)»[Πράξ.20,17]. Ώστε και γι’ αυτό δεν ήταν δυνατό να μένει. Πρόσεχε αυτόν που κινείται και από ανθρώπινα κίνητρα και επιθυμεί και βιάζεται και πολλές φορές δεν το κατορθώνει. Γι’ αυτό γίνονται αυτά, για να μη νομίσουμε ότι ήταν πάνω από την ανθρώπινη φύση· διότι οι άγιοι και μεγάλοι εκείνοι άντρες είχαν μεν την ίδια φύση με εμάς, όχι όμως και την ίδια προαίρεση, γι’ αυτό και απολάμβαναν σε μεγάλο βαθμό τη χάρη του Θεού.
Πρόσεχε λοιπόν πόσα και από μόνοι τους ρυθμίζουν. Γι’ αυτό και έλεγε: «Mηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν(:Και τώρα σας απευθύνουμε αυτά τα παρακλητικά λόγια, χωρίς να δίνουμε αφορμή σκανδάλου σε τίποτε)»[Β’ Κορ. 6,3] και πάλι· «ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία (:για να μην κατηγορηθεί στο ελάχιστο η διακονία του κηρύγματος)»[Β’ Κορ. 6,3]. Να και τρόπος ζωής άμεμπτος και μεγάλη συγκατάβαση. Αυτό ονομάζεται οικονομία, το να βρίσκεται κανείς στο ακρότατο σημείο και ύψος της αρετής και να κατεβαίνει στο τελευταίο σημείο της ταπεινοφροσύνης.
Και παραδέξου πως εκείνος που ξεπερνούσε όλους στο να υλοποιεί τα παραγγέλματα του Χριστού, αυτός πάλι ήταν ο πιο ταπεινός από όλους. «Tοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω (: Σε όλους έχω γίνει τα πάντα και έδειξα συγκατάβαση δε όλους τους χαρακτήρες, ώστε με κάθε τρόπο ανένοχα να σώσω μερικούς)»[Α’ Κορ. 9,22]. Ο ίδιος και σε κινδύνους έριξε τον εαυτό του, καθώς σε άλλο σημείο λέει: «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς(:αλλά αντίθετα, με κάθε τρόπο συστήνουμε τους εαυτούς μας και αποδεικνυόμαστε αληθινοί διάκονοι του Θεού· με υπομονή πολλή, με θλίψεις, με ανάγκες, με στενοχώριες, με δαρμούς και μαστιγώσεις που πληγώνουν το σώμα μας, με φυλακίσεις)»[Β’ Κορ. 6,4-5]. Και ήταν μεγάλος ο πόθος του για τον Χριστό· διότι αν δεν υπάρχει αυτό, όλα είναι περιττά και τα της οικονομίας, και του ενάρετου τρόπου ζωής και του ριψοκίνδυνου πνεύματος. «Τίς ἀσθενεῖ(:ποιος από τους Χριστιανούς ασθενεί σωματικά ή πνευματικά)»,λέει,«καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;(:και δεν ασθενώ και εγώ μαζί του; Ποιος σκοντάφτει και πέφτει στην αμαρτία και δεν καίγομαι και εγώ στο καμίνι της θλίψεως και της ντροπής;)»[Β’ Κορ. 11,29].
Αυτά τα λόγια, παρακαλώ, ας μιμούμαστε και εμείς, και ας ριψοκινδυνεύουμε για χάρη των αδερφών μας. Και αν ακόμα είναι φωτιά και αν ακόμα είναι σίδηρος, ρίψου, αγαπητέ, για να σώσεις το μέλος σου· ρίψου, μη φοβηθείς. Μαθητής είσαι του Χριστού, ο οποίος θυσίασε την ψυχή Του για τους αδελφούς Του· συμμαθητής είσαι του Παύλου, που προτίμησε να πάθει κακά για τους εχθρούς, για εκείνους που πολεμούσαν γι’ αυτόν· γέμισε από ζήλο, μιμήσου τον Μωυσή. Είδε αδικούμενο και τον υπερασπίστηκε, περιφρόνησε τη βασιλική απολαυστική ζωή, και έγινε, για χάρη των καταπονεμένων, φυγάς, περιπλανώμενος και στερήθηκε τους συγγενείς και το σπίτι του· πέρασε τόσο χρόνο ζώντας σε ξένη χώρα, και ούτε μέμφθηκε τον εαυτό του, ούτε είπε: «γιατί γίνεται αυτό; Περιφρόνησα την βασιλεία τόση τιμή και δόξα· προτίμησα να φροντίσω τους αδικουμένους και με παρέβλεψε ο Θεός, και όχι μόνο δεν με επανέφερε στην προηγούμενη τιμή, αλλά και σαράντα χρόνια ζω σε ξένη χώρα. Πολύ καλά λοιπόν· διότι δεν απόλαυσα τους μισθούς». Όμως τίποτε από αυτά δεν είπε ούτε σκέφτηκε.
Έτσι και εσύ· και αν ακόμα πάθεις κάποιο κακό ενώ κάνεις το καλό, και αν ακόμα για πολύ χρόνο το υφίστασαι, μην σκανδαλίζεσαι, ούτε να ανησυχείς· οπωσδήποτε θα σου ανταποδώσει ο Θεός την αμοιβή. Όσο περισσότερο καθυστερεί η απόδοση, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι τόκοι. Λοιπόν ας έχουμε ψυχή συμπαθητική, ας έχουμε νου που να γνωρίζει να συμπάσχει· ας μην υπάρχει τίποτα το σκληρό σε εμάς, τίποτε το απάνθρωπο. Και αν ακόμα τίποτα δεν μπορέσεις να προσφέρεις, δάκρυσε, πόνεσε, στέναξε γι’ αυτά που γίνονται· ούτε αυτά θα σου είναι άχρηστα. Εάν πρέπει να πονάμε μαζί με εκείνους που τιμωρούνται δίκαια από τον Θεό, πολύ περισσότερο πρέπει να γίνεται αυτό προς εκείνους που υφίστανται άδικα κακά από τους ανθρώπους.
«Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας(:Από τη Μίλητο λοιπόν έστειλε ανθρώπους στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να έλθουν να τον συναντήσουν).Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην(:Κι όταν ήλθαν κοντά του, τους είπε: “Εσείς γνωρίζετε καλά πώς συμπεριφέρθηκα απέναντί σας όλο το χρονικό διάστημα της εδώ παραμονής μου από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Ασία”)»[Πράξ.20.16-17].
Πρόσεχε αυτόν που και βιάζεται να τους προσπεράσει και δεν τους παραβλέπει, αλλά τα τακτοποιεί όλα όπως πρέπει. Αφού έστειλε ανθρώπους και προσκάλεσε τους προϊσταμένους της εκκλησίας, απευθύνει προς αυτούς τα όσα έχουν λεχθεί. Και είναι άξιο θαυμασμού πως, ενώ χρειάστηκε να πει μερικά σπουδαία πράγματα για τον εαυτό του, προσπαθεί να φανεί μετριόφρονας. Διότι, όπως ακριβώς ο Σαμουήλ, όταν επρόκειτο να παραδώσει την εξουσία στον Σαούλ, λέγει προς αυτούς: «Μάρτυς Κύριος ἐν ὑμῖν καὶ μάρτυς χριστὸς αὐτοῦ σήμερον ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὅτι οὐχ εὑρήκατε ἐν χειρί μου οὐδέν(:Είναι μάρτυρας ενώπιόν σας ο Κύριος και χρισμένος από Αυτόν βασιλιάς Σαούλ την ημέρα αυτή, ότι τίποτε το άδικο δεν βρήκατε στη ζωή μου και στα χέρια μου)»[Α΄Βασ. 12,5]· και ο Δαβίδ, που δεν έγινε πιστευτός, λέγει: «Ποιμαίνων ἦν ὁ δοῦλός σου τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἐν τῷ ποιμνίῳ, καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων καὶ ἡ ἄρκος καὶ ἐλάμβανε πρόβατον ἐκ τῆς ἀγέλης, καὶ ἐξεπορευόμην ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπάταξα αὐτὸν (:Βρισκόμουν στο ποίμνιό μου εγώ ο δούλος Σου, βόσκοντας τα πρόβατα του πατέρα μου όταν ήρθε η αρκούδα και το λιοντάρι το οποίο απομάκρυνα με τα χέρια μου)»[Α΄Βασ. 17,34-35] και ο ίδιος ο Παύλος λέγει προς τους Κορινθίους: «Γέγονα ἄφρων καυχώμενος! ὑμεῖς με ἠναγκάσατε(:Έγινα ανόητος με τις καυχήσεις μου αυτές! Αλλά εσείς με αναγκάσατε να γίνω)»[Β΄Κορ. 12,11]. Και ο Θεός το ίδιο κάνει· δεν ομιλεί χωρίς λόγο για τον εαυτό Του, αλλά όταν υπάρχουν αμφιβολίες, τότε αναφέρει και τις ευεργεσίες Του.
Πρόσεχε λοιπόν και εδώ τι κάνει· παρουσιάζει τη μαρτυρία αυτών, για να μη νομίσεις σαν καύχηση τα λόγια, και για τα όσα λέγει καλεί μάρτυρες τους ίδιους τους ακροατές, διότι δεν θα έλεγε ψέματα μπροστά τους. Αυτή είναι η αρετή του δασκάλου, όταν έχει μάρτυρες των κατορθωμάτων του τους μαθητές.
Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι δεν συνέχισε να το κάνει αυτό, ούτε μία ημέρα ούτε δύο, αλλά πλήθος ετών· διότι λέγει: «Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην (:Εσείς γνωρίζετε καλά πώς συμπεριφέρθηκα απέναντί σας όλο το χρονικό διάστημα της εδώ παραμονής μου από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Ασία)»[Πράξ.20,18]. Θέλει λοιπόν να παρηγορήσει αυτούς, ώστε να τα υπομένουν όλα γενναία, και τον χωρισμό αυτού και τις δοκιμασίες που πρόκειται να συμβούν, όπως ακριβώς δηλαδή συνέβη και στην περίπτωση του Μωυσή και του Ιησού.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος(:Προσέχετε λοιπόν τον εαυτό σας, πώς θα συμπεριφέρεστε και τι θα διδάσκετε. Προσέχετε και όλο το πνευματικό σας ποίμνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύμα σάς τοποθέτησε επισκόπους για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα)»[Πράξ. 20,28].
Βλέπεις; Δύο εντολές έδωσε. Ούτε δηλαδή παρέχει κάποια ωφέλεια το να οδηγεί κανείς σε πνευματική προκοπή μόνο άλλους – διότι λέει: «ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (:αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποβάλλω σε σκληρή πειθαρχία και δουλεία για να μην αποδοκιμαστώ από τον Θεό και αποδειχτώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία πήραν αυτοί το βραβείο)»[Α’ Κορ. 9,27]-, ούτε το αν φροντίζει μόνο για τον εαυτό του· διότι ο παρόμοιος άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, και είναι όμοιος με εκείνον που παράχωσε το τάλαντό του μέσα στην γη. Αυτά τα λέει όχι επειδή η δική μας σωτηρία είναι προτιμότερη από τη σωτηρία του ποιμνίου· αλλά επειδή όταν προσέχουμε τον εαυτό μας, ωφελείται και το ποίμνιο.
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος (:Προσέχετε λοιπόν τον εαυτό σας, πώς θα συμπεριφέρεστε και τι θα διδάσκετε. Προσέχετε και όλο το πνευματικό σας ποίμνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύμα σάς τοποθέτησε επισκόπους για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα)» [Πράξ. 20,28].
Πρόσεχε πόσες είναι οι υποχρεώσεις. «Από το Άγιο Πνεύμα», λέει, «έχετε λάβει την χειροτονία»· διότι αυτό σημαίνει το «ἔθετο»· αυτή είναι μια υποχρέωση. Έπειτα «για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού»· να και η δεύτερη. Και η τρίτη «την οποία», λέει, «ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα». Έπειτα ακολουθεί και η παρηγοριά· «ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος(:την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα)»[Πράξ. 20,31]. Εάν λοιπόν την απέκτησε με το δικό Του αίμα, οπωσδήποτε θα την προστατεύσει.
Δείχνει με αυτά που είπε ότι είναι πολύτιμο το πράγμα και ότι ο κίνδυνος δεν είναι για μικρά πράγματα, εφόσον βέβαια ο Κύριος δεν λυπήθηκε για χάρη της εκκλησίας ούτε και το δικό Του αίμα, ενώ εμείς περιφρονούμε τη σωτηρία των αδελφών μας. Και εκείνος μεν για να συμφιλιώσει εχθρούς και το αίμα Του έχυσε, ενώ εσύ δεν μπορείς να τους διατηρήσεις τέτοιους και ενώ έγιναν φίλοι.
«Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου(:Προσέχετε, διότι εγώ το γνωρίζω, μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν ανάμεσά σας ψευδοδιδάσκαλοι και πλάνοι σαν άγριοι και σκληροί λύκοι που θα διαρπάζουν αλύπητα το ποίμνιο βλάπτοντας και αφανίζοντας τις ψυχές των λογικών προβάτων)» [Πράξ. 20,29].
Πάλι από άλλη αιτία κάνει αυτούς να αυξήσουν την προσοχή τους από εκείνα που πρόκειται να συμβούν· όπως ακριβώς όταν λέει σε άλλη του επιστολή: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις (:διότι πραγματικά δεν έχουμε να παλέψουμε με αντιπάλους ίδιους με εμάς, με αίμα και σάρκα σαν τη δική μας· αλλά η πάλη και ο πόλεμός μας είναι με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τα διαβολικά αυτά τάγματα, με τους κοσμοκράτορες που εξουσιάζουν το πλήθος των ανθρώπων που είναι βυθισμένοι στο ηθικό σκοτάδι που επικρατεί στον κόσμο αυτό. Καλούμαστε να παλέψουμε με τα πνευματικά όντα που είναι γεμάτα πονηρία και κατοικούν ανάμεσα στη γη και στον ουρανό)»[Εφ. 6,12]. «Διότι θα εισχωρήσουν», λέει «μετά την αναχώρησή μου μέσα σας λύκοι φοβεροί». Διπλό το κακό: και ότι αυτός δεν θα βρίσκεται εκεί και ότι άλλοι θα κάνουν την επίθεσή τους. Γιατί λοιπόν αναχωρείς εφόσον γνωρίζεις αυτό από πριν; «Το Άγιο Πνεύμα με σύρει», λέει.
Και πρόσεχε δεν είπε απλώς «λύκοι», αλλά πρόσθεσε «φοβεροί», υπονοώντας την αγριότητα αυτών και τη θρασύτητα· και το πιο φοβερό είναι πως λέει ότι από αυτούς τους ίδιους θα ξεπηδήσουν αυτοί, πράγμα που είναι και πάρα πολύ φοβερό όταν και ο πόλεμος είναι και εμφύλιος. Και πολύ καλά είπε «προσέχετε», για να δείξει ότι το πράγμα είναι πάρα πολύ σοβαρό -διότι πρόκειται για την Εκκλησία του Χριστού-, και ότι είναι μεγάλος ο κίνδυνος -διότι με το ίδιο το αίμα Του ο Κύριος τη λύτρωσε-, και ότι είναι μεγάλος ο πόλεμος και διπλός.
Αυτά λοιπόν τα δήλωσε λέγοντας: «Καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (:Ακόμη κι από σας τους ίδιους θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα διδάσκουν διδασκαλίες οι οποίες θα διαστρέφουν την αλήθεια, για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους)»[Πράξ. 20,30].
Έπειτα λέγεται και η αιτία αυτής της επικείμενης διαστροφής της αλήθειας από κάποιους μετά την αναχώρηση του Παύλου: «Τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν(:για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους)»[Πράξ.20,30]. Ώστε για τίποτα άλλο δεν δημιουργούνταν οι αιρέσεις, παρά γι’ αυτό.
Έπειτα, επειδή τους φόβισε πάρα πολύ με το να πει τη φράση «λύκοι φοβεροί», και ότι από εκείνους θα εμφανιστούν εκείνοι που θα κηρύττουν διεστραμμένα την αλήθεια, σαν ακριβώς από κάποιον να ρωτήθηκε και να του είπε: «Πώς λοιπόν; Και ποια θα είναι η προφύλαξή μας;», προσθέτει και λέει: «Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον (:Γι’ αυτό να προσέχετε και να είστε άγρυπνοι, έχοντας ως παράδειγμα εμένα˙ και να θυμάστε ότι για μια τριετία συνεχώς νύχτα και μέρα δεν σταμάτησα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας ξεχωριστά)»[Πράξ. 20,31].
Πρόσεχε πόσες υπερβολές· «με δάκρυα», «νύχτα και μέρα» και «τον καθένα ξεχωριστά»· όχι βέβαια ότι τότε αν έβλεπε πολλούς τους απέφευγε, αλλά γνώριζε και για μια ψυχή να κάνει τα πάντα. Με αυτόν τον τρόπο δηλαδή τους σφυρηλάτησε. Και αυτό που λέει σημαίνει το εξής: «είναι αρκετά αυτά που έγιναν από εμένα· τρία χρόνια έμεινα, πολύ καλά στερεώθηκαν στην πίστη, πολύ καλά ριζώθηκαν».
«Με δάκρυα» λέει. Βλέπεις ότι γι’ αυτό έχυνε τα δάκρυα; Αυτά ας κάνουμε και εμείς. Δεν πονά ο κακός· πόνεσε εσύ, ίσως πονέσει και εκείνος. Όπως ακριβώς όταν ο ασθενής, δει τον γιατρό να τρώει φαγητό, παρακινείται και αυτός να φάει, έτσι λοιπόν θα συμβεί και εδώ· εάν δει εσένα να θρηνείς, θα μαλακώσει, θα γίνει καλός άνθρωπος και πράος.
«Τὰ ἐν αὐτῇ συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς(:Χωρίς να ξέρω τι θα μου συμβεί εκεί)»[Πράξ.20,22], λέει. «Τι λοιπόν, γι’ αυτό φεύγεις;». «Καθόλου, αλλά και πάρα πολύ καλά γνωρίζω ότι με περιμένουν φυλακίσεις και θλίψεις. Το ότι λοιπόν με περιμένουν δοκιμασίες το γνωρίζω, ποιες δοκιμασίες όμως δεν το γνωρίζω, πράγμα που ήταν φοβερότερο. Μη λοιπόν νομίζετε ότι τα λέω αυτά θρηνώντας· δεν θεωρώ πολύτιμη την ζωή μου». Για να ενθαρρύνει τη σκέψη τους τα λέει αυτά, και να τους πείσει όχι μόνο να μην αποφύγουν τις θλίψεις, αλλά και να τις υποφέρουν γενναία. Γι’ αυτό ονομάζει το πράγμα «δρόμο» και «διακονία»· για να δείξει από τον δρόμο την λαμπρότητα του πράγματος, και από την διακονία την υποχρέωση που έχει. «Διάκονος», λέει, «είμαι· τίποτε παραπάνω δεν έχω».
Αφού τους παρηγόρησε για τα κακοπαθήματα που υφίσταται, και αφού είπε ότι αυτά τα υπομένει με χαρά, και έδειξε τον καρπό από αυτά, τότε προσθέτει και το λυπηρό. Και αυτό το κάνει για να μην βυθίσει στην θλίψη τη σκέψη τους. Και ποιο είναι αυτό που λέει; Το «καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (:ακόμη κι από σας τους ίδιους θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα διδάσκουν διδασκαλίες οι οποίες θα διαστρέφουν την αλήθεια, για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους)»[Πράξ. 20,30].
«Τι λοιπόν;», θα μπορούσε να πει κάποιος, «Τόσο σπουδαίο θεωρείς τον εαυτό σου, και αν φύγεις, εμείς πεθαίνουμε;». «Δεν εννοώ αυτό», λέει, «αλλά αν φύγω, αυτό το κάνει η δική μου απουσία», αλλά τι; «Ότι θα ξεσηκωθούν μερικοί εναντίον σας». Δεν είπε «εξαιτίας της αναχωρήσεώς μου», αλλά «μετά την αναχώρησή μου», αν και βέβαια αυτό έχει γίνει σχεδόν· και εάν είχε γίνει, πολύ περισσότερο θα συμβεί στη συνέχεια.
«Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν(: Και τώρα σας εμπιστεύομαι, αδελφοί, στον Θεό και στον λόγο που η χάρη Του μας αποκάλυψε. Αυτός ο λόγος Του θα σας προφυλάξει από κάθε πλάνη και διαστροφή. Σας εμπιστεύομαι στον Θεό, ο οποίος μπορεί να συνεχίσει την οικοδομή σας και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός)»[Πράξ.20,32].
Εκείνο ακριβώς που κάνει αποστέλλοντας επιστολή, αυτό κάνει και συμβουλεύοντας· μετά από τη συμβουλή που δίνει τελειώνει τον λόγο με ευχή. Επειδή δηλαδή φόβισε αυτούς πάρα πολύ, λέγοντας ότι «λύκοι φοβεροί θα εμφανιστούν ανάμεσά σας»[Πράξ.20,29], για να μην καταπλήξει τη διάνοιά τους και την καταστρέψει, πρόσεχε την παρηγορία. «Και τώρα», λέγει. Αυτό το είπε, για να δείξει με αυτό ότι όπως ακριβώς πάντοτε «σας εμπιστεύομαι, αδελφοί, στον Θεό και στο λόγο που η χάρη Του μας αποκάλυψε», δηλαδή στη χάρη Του. Και πολύ σωστά το είπε αυτό· διότι γνωρίζει ότι η Χάρη σώζει. Συνέχεια τους υπενθυμίζει τη Θεία Χάρη, κάνοντάς τους να φροντίζουν περισσότερο σαν οφειλέτες και προτρέποντάς τους να έχουν θάρρος.
«τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν (:ο Θεός, ο Οποίος μπορεί να συνεχίσει την οικοδομή σας και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός)»[Πράξ.20,32]. Δεν είπε «να οικοδομήσει» αλλά «να εποικοδομήσει», για να δείξει ότι ήδη οικοδομήθηκαν. Έπειτα υπενθύμισε τη μέλλουσα ελπίδα, λέγοντας: «και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός».
Έπειτα πάλι ακολουθεί συμβουλή. Λέγει: «Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα(:Ασήμι ή χρυσάφι ή ρουχισμό, τίποτε από αυτά δεν επιθύμησα)»[Πράξ.20,33]. Καταστρέφει τη ρίζα των κακών, τη φιλαργυρία. «Χρήματα», λέγει, «ή χρυσάφι». Δεν είπε «δεν έλαβα», αλλά «ούτε καν επιθύμησα». Δεν είναι ακόμα αυτό σπουδαίο, εκείνο όμως που λέγει στη συνέχεια είναι πολύ σπουδαίο.
«Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται(:Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια).Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων(:Με κάθε τρόπο σάς έδωσα το παράδειγμα ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά για να προλαβαίνετε κάθε σκανδαλισμό των αδύναμων αδελφών, και να τους βοηθάτε να γίνουν δυνατοί πνευματικά)»[Πράξ.20,34-35]. Πρόσεχε αυτόν που κάνει χρήση της εργασίας και όχι απλώς εργάζεται, αλλά κοπιάζει. «Για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια»· αυτό το λέγει σαν προτροπή, και πρόσεχε πώς το λέγει με τρόπο κατάλληλο· διότι δεν είπε: «Να γίνετε ανώτεροι χρημάτων», αλλά τι; «Να βοηθάτε τους αδύνατους». Όχι απλώς όλους, αλλά τους αδύνατους.
«Μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν(:Αλλά και να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου Ιησού, που είχε πει: “Είναι καλύτερο να δίνει κανείς παρά να παίρνει, ακόμη και όταν δικαιούται να πάρει. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχή”)». Για να μη νομίσει κάποιος ότι λέχτηκε προς εκείνους και ότι δίνει τον εαυτό του σαν παράδειγμα, πράγμα που αλλού λέγει «δίνοντας τον εαυτό μου παράδειγμα σε σας» [Β΄Θεσ. 3,8: «Οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος, ἀλλ’ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν(:Ούτε δεχθήκαμε από κανέναν να μας προσφέρει δωρεάν τα μέσα της διατροφής και της συντηρήσεώς μας, αλλά τα προμηθευθήκαμε με κόπο και μόχθο, καθώς νύχτα και ημέρα εργαζόμασταν για να μην επιβαρύνουμε κανέναν από σας)»], πρόσθεσε την απόφαση του Χριστού, λέγοντας: «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν (:Είναι καλύτερο να δίνει κανείς παρά να παίρνει, ακόμη και όταν δικαιούται να πάρει. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχή)».
«Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο(:Και αφού τα είπε αυτά, γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς)»[Πράξ.20,36]. Προσευχήθηκε με αυτούς προτρέποντάς τους να κάνουν το ίδιο, για να δείξει αυτό και έμπρακτα. «Και αφού είπε αυτά, γονάτισε μαζί με όλους και προσευχήθηκε», όχι έτσι απλά, αλλά με πολλή κατάνυξη. Μεγάλη η παρηγοριά· και με το να πει: «σας αφιερώνω στον Κύριο», παρηγορεί.
«Ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν, ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον (:Τότε όλοι ξέσπασαν σε κλάματα και οδυρμό μεγάλο, και αφού έπεσαν πάνω στον τράχηλο του Παύλου, τον φιλούσαν με πολλή στοργή. Ήταν τόσο θλιβερός ο χωρισμός αυτός, και είχαν όλοι μια τέτοια οδύνη, προπαντός γι’ αυτό που είχε πει, πως δεν θα ξανάβλεπαν πια το πρόσωπό του. Μετά ξεκίνησαν μαζί του και τον ξεπροβόδισαν μέχρι το πλοίο)»[Πράξ.20,37-38].
Είπε προηγουμένως ότι «θα εμφανιστούν ανάμεσά σας λύκοι φοβεροί»[Πράξ.20,29], είπε ότι «εγώ δεν έχω καμιά ευθύνη για όλους εσάς, εάν συμβεί κανείς από σας να χαθεί» [Πράξ. 20,26]· και τα δύο αυτά ήταν φοβερά και ικανά να τους λυπήσουν, πολύ περισσότερο όμως από όλα αυτό τους έκανε να πονέσουν υπερβολικά, το ότι άκουσαν ότι δεν θα τον δουν πλέον και αυτό έκανε τον αγώνα φοβερό. «Συνόδευαν αυτόν», λέγει, «μέχρι το πλοίο». Τόσο πολύ τον αγαπούσαν, τέτοια ήταν η ψυχική διάθεσή τους προς αυτόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-actapdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία ΜΔ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 580-585, 592-595, 605-613 και τόμος 16Β, ομιλία ΜΕ΄, σελίδες 6-11.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 79, ομιλία ΜΔ΄, σελίδες 37-38,43-47, και ομιλία ΜΕ΄, σελ. 52-54.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ[:Ιω. 17,1-13]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε(:Αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθητές Tου κaι έπειτα σήκωσε τα μάτια Tου στον ουρανό και είπε: “Πατέρα, ήλθε η ώρα που η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και ως προς την ανθρώπινη φύση Του˙ για να σε δοξάσει και ο Υιός Σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία Του που θα ακολουθήσει μετά από αυτήν”)»[Ιω.17,1].
«Ὅς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ(:Εκείνος που θα εφαρμόσει όλες ανεξαιρέτως τις εντολές και θα διδάξει και τους άλλους να τις τηρούν, Εκείνος που θα αγωνιστεί να τηρήσει όλες τις εντολές και να διδάξει την τήρησή τους στους ανθρώπους)», λέγει ο Κύριος, «οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν(:αυτός θα ανακηρυχτεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών)»[Ματθ.5,17]. Και πολύ ορθά· διότι το να εκφράζει κανείς φιλόσοφες σκέψεις με τα λόγια είναι εύκολο, ενώ το να παρουσιάζει με έργα αυτά που λέγει, είναι γνώρισμα ανθρώπου γενναίου και μεγάλου.
Για τον λόγο αυτό και ο Χριστός, όταν ομιλεί περί ανεξικακίας, φέρει ως πρότυπο ενώπιον όλων τον εαυτό Του, προτρέποντας τους ακροατές να λαμβάνουν από Αυτόν παράδειγμα. Για τον λόγο αυτό και μετά τη συμβουλή αυτή καταφεύγει σε προσευχή, διδάσκοντάς μας κατά τις δοκιμασίες αφού τα αφήσουμε όλα κατά μέρος, να καταφεύγουμε στον Θεό. Διότι αφού είπε: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε(:στον κόσμο αυτό θα έχετε θλίψη)» και αναστάτωσε τις ψυχές τους με την ανησυχία, πάλι δια της προσευχής αναπτερώνει το φρόνημά τους· διότι μέχρι τότε έστρεφαν την προσοχή τους οι Μαθητές προς Αυτόν, σαν να ήταν ένας άνθρωπος.
Και για τους Μαθητές ο Κύριος πράττει τα ίδια, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Λαζάρου, και λέγει την αιτία, δηλαδή ότι «διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)»[Ιω.11,42].
Ναι, θα μπορούσε να πει κανείς: «Για τους Ιουδαίους ευλόγως μεν γίνονταν αυτά, για τους Μαθητές όμως για ποιο λόγο;» Και για τους μαθητές ορθά γίνονταν· διότι εκείνοι, οι οποίοι κατόπιν τόσων έργων και λόγων, έλεγαν: «Νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα (:Τώρα καταλαβαίνουμε ότι χωρίς να σου πει κανείς κάτι, γνωρίζεις τις απορίες μας και τους μυστικούς προβληματισμούς μας. Και έτσι πληροφορούμαστε και εμείς ότι τα ξέρεις όλα, και αυτές ακόμη τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων. Δεν έχεις ανάγκη να ακούσεις αυτό που θέλει κάποιος να σε ρωτήσει, αλλά τον προλαβαίνεις και δίνεις απάντηση στις απορίες του. Εξαιτίας της υπερφυσικής αυτής γνώσεώς Σου πιστεύουμε ότι κατάγεσαι από τον Θεό και ότι Αυτός σε απέστειλε στον κόσμο)»[Ιω.16,30],περισσότερο από όλους είχαν ανάγκη να βεβαιωθούν.
Άλλωστε μάλιστα ούτε «προσευχή» την ονομάζει ο Ευαγγελιστής την ενέργεια αυτήν του Κυρίου, αλλά λέγει: «Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν(:Σήκωσε τους οφθαλμούς Του προς τον ουρανό)» και αποκαλεί αυτό μάλλον συνομιλία με τον Πατέρα. Και αν σε άλλη περίπτωση την ονομάζει «προσευχή» και δείχνει τον Κύριο άλλοτε να γονατίζει και άλλοτε να υψώνει τους οφθαλμούς Του προς τον ουρανό, να μη θορυβηθείς· διότι δια τούτων διδασκόμαστε το αδιάλειπτο της προσευχής, ώστε και όταν στεκόμαστε, να βλέπουμε προς τον Ουρανό όχι μόνο με τους σωματικούς μας οφθαλμούς, αλλά και με τους οφθαλμούς της διανοίας, και όταν γονατίζουμε, να συντρίβουμε έτσι την καρδιά μας· διότι ήλθε ο Χριστός, όχι μόνο για να μας παρουσιάσει τον Εαυτό Του, αλλά και για να μας διδάξει την ανέκφραστη αρετή. Εκείνος ο οποίος διδάσκει, δεν πρέπει μόνο με λόγια, αλλά και με έργα να διδάσκει.
Ας ακούσουμε λοιπόν τι λέγει εδώ: «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε(:Πατέρα, ήλθε η ώρα, την οποία η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ κατ’ αυτήν. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και κατά την ανθρώπινη φύση Του, για να σε δοξάσει και ο Υιός σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα αχθεί εις πέρας με τη θυσία Του αυτή και την αιώνια αρχιερατική Του μεσιτεία μετά από αυτήν)»[Ιω. 17,1]. Πάλι δείχνει σε εμάς ότι δεν έρχεται προς τον Σταυρό χωρίς τη θέλησή Του. Διότι πώς δεν θα ερχόταν με τη θέλησή Του, Αυτός που ευχόταν τούτο να συμβεί και το πράγμα τούτο το αποκαλεί «δόξα», όχι μόνο Αυτού, ο οποίος θα σταυρωνόταν, αλλά και του Πατρός; Και πράγματι έτσι έγινε· διότι δεν δοξάστηκε μόνο ο Υιός, αλλά και ο Πατέρας· διότι πριν από τη σταύρωση ούτε οι Ιουδαίοι Τον γνώριζαν· διότι λέγει: «Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω(:Ο ισραηλιτικός λαός δεν με γνώρισε, ούτε με αναγνώρισε ως Κύριό του)»[Ησ. 1,3], μετά όμως από τη σταύρωση όλη η οικουμένη προσέτρεξε κοντά Του.
Έπειτα λέγει και τον τρόπο της δόξας και πώς θα δοξάσει ο Πατήρ τον Υιό: «Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον(:Δόξασε τον Υιό Σου σύμφωνα με την εξουσία που Του έδωσες πάνω σε όλη την ανθρωπότητα, για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος αρχιερέας καθισμένος στα δεξιά Σου σε όλο το πλήθος εκείνο που Του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σε Αυτόν)»[Ιω.17,2]· διότι πάντοτε το να ευεργετεί είναι δόξα για τον Θεό.
Και τι σημαίνει το «καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ’ αρχάς δείχνει ότι τα κηρύγματά Του δεν έχουν περιοριστεί μόνο στους Ιουδαίους, αλλά επεκτείνονται και σε όλη την οικουμένη και προετοιμάζει την κλήση των εθνικών. Διότι, όταν είπε: «Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε(:Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες και μην μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ. 10,5], και πρόκειται στη συνέχεια μετά από αυτά να πει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη(:Λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)»[Ματθ.28,19], δείχνει ότι και ο Πατήρ το επιθυμεί αυτό· διότι αυτό πολύ σκανδάλιζε τους Ιουδαίους, αλλά και τους μαθητές· διότι ούτε μετά από αυτά δέχονταν με ευκολία να έρχονται σε επικοινωνία με τους εθνικούς, έως ότου έλαβαν τη διδασκαλία από το Άγιο Πνεύμα· καθόσον δεν γινόταν αυτό μικρό σκάνδαλο για τους Ιουδαίους. Μετά λοιπόν από αυτήν την τόσο μεγάλη εμφάνιση και επίδειξη του Αγίου Πνεύματος, όταν ο Πέτρος έφτασε στα Ιεροσόλυμα, με δυσκολία κατόρθωσε να αποφύγει τις κατηγορίες, όταν είπε εκείνα τα σχετικά με το σινδόνι [:που είδε σε όραμά του από τον Θεό και του υποδείκνυε και ότι και στους εθνικούς έπρεπε να διδάξει και ότι και σε αυτούς έδωσε ο Θεός τη χορηγηθείσα στους Ιουδαίους μετάνοια, για να λάβουν και αυτοί δια του Μεσσία τη σωτηρία και την αιώνια ζωή][ βλ.Πράξ. κεφ. 11].
Τι σημαίνει λοιπόν το «ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν την πήρε αυτήν την εξουσία; Θα ρωτήσω τους αιρετικούς: πριν τους πλάσει ή κατόπιν; Διότι ο ίδιος ο Κύριος λέγει ότι την έλαβε μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Τότε λοιπόν λέγει: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς(:Δόθηκε και στην ανθρώπινη φύση μου κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη)»[Ματθ. 28,18]· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη(:Λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)»[Ματθ.28,19].
Τι λοιπόν; Δεν είχε εξουσία επί των δικών Του έργων, αλλά δημιούργησε μεν αυτούς, ο Ίδιος όμως μετά από αυτό το γεγονός της δημιουργίας δεν είχε εξουσία επ’ αυτών; Και όμως φαίνεται ότι όλα ο Ίδιος τα επιτελεί και κατά την παλαιά εποχή, και άλλους μεν να τους τιμωρεί επειδή αμάρταναν, ενώ άλλους οι οποίοι επέστρεφαν, να τους διορθώνει· διότι λέγει: «Οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ(:Δεν θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ τον δούλο μου, αυτά που εγώ θα κάνω)»[Γέν.18,17], και άλλους πάλι να τους τιμά επειδή εκτελούσαν τις εντολές Του· έπειτα τότε μεν είχε εξουσία, έπειτα όμως την απώλεσε, και τώρα την έλαβε και πάλι; Και ποιος δαίμονας θα ήταν δυνατό να ξεστομίσει τέτοια πράγματα;
Εάν επίσης είναι η ίδια εξουσία τότε και τώρα -διότι λέγει: «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ(:ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική, αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή τη μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21],τι σημαίνει ο λόγος Του εκείνος; Επρόκειτο να στείλει τους Μαθητές Του στα έθνη· για να μη νομίζουν λοιπόν ότι αυτό αποτελεί καινοτομία, επειδή έλεγε: «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ(:Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ.15,24], δείχνει ότι αυτό φαίνεται καλό και στον Πατέρα.
Και αν πάλι το λέγει αυτό με ταπεινά και ευτελή λόγια, καθόλου απορίας άξιο δεν είναι· διότι με αυτόν τον τρόπο κατήρτιζε και εκείνους που ζούσαν εκείνη την εποχή και αυτούς που έζησαν μετά από αυτά, και -εκείνο το οποίο είπα- πάντοτε με τις πιο ταπεινές και απλοϊκές εκφράσεις έπειθε ότι οι λόγοι Του προσαρμόζονταν, από συγκατάβαση, στην αντιληπτική ικανότητα που διέθεταν ακόμη τότε.
Αλλά τι σημαίνει: «πάσης σαρκός»; Διότι βέβαια δεν πίστεψαν όλοι. Και όμως, όσο εξαρτάται από Αυτόν, όλοι πίστεψαν· εάν όμως δεν πρόσεχαν στα λόγια Του, δεν ανήκει στον Διδάσκαλο η κατηγορία, αλλά σε εκείνους οι οποίοι δεν δέχονταν τα λόγια Του.
«Ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον(:Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,2]. Εάν πάλι και εδώ ομιλεί κατά τρόπο περισσότερο προσαρμοσμένο στα ανθρώπινα μέτρα, να μην απορήσεις· διότι πράττει τούτο και για τις αιτίες που αναφέρθηκαν προηγουμένως και διότι αποφεύγει ο Ίδιος να λέγει κάτι σπουδαίο για τον Εαυτό Του, γιατί κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στο αίσθημα και τη σκέψη των ακροατών Του, εφόσον μέχρι τότε δεν είχαν σχηματίσει καμία υψηλή γνώμη περί Αυτού.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης βέβαια, όταν ομιλεί από μόνος του, δεν ομιλεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά χρησιμοποιεί υψηλότερες εκφράσεις, λέγοντας τα εξής: «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3] και ότι «ζωὴ ἦν (:είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια)»[Ιω.1,4] και ότι «ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν(:ως Λόγος και ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν πάντοτε ο Χριστός το απολύτως τέλειο φως, η μοναδική πηγή του φωτός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο)»[Ιω.1,9] και ότι «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε(:ήλθε απ’ τον ουρανό και έζησε ως άνθρωπος στη γη της επαγγελίας, που ήταν ξεχωρισμένη πριν από πολλούς αιώνες από τον Θεό ως ιδιαιτέρως δική Του)»[Ιω.1,11] και όχι ότι δεν θα είχε εξουσία, εάν δεν την έπαιρνε από τον Πατέρα, αλλά ότι και σε άλλους έδωσε «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι(:τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού)» [Ιω.1,12].
Και ο απόστολος Παύλος ομοίως αποκαλεί Αυτόν ίσο με τον Θεό[βλ. Φιλιπ.2,6: «Ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ(:Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής· διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)»]. Ο Ίδιος όμως ο Κύριος παρακαλεί τον Πατέρα κατά τρόπο περισσότερο ταιριαστό και κατανοητό από τους ανθρώπους, ομιλώντας ως εξής: «ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν(:για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος αρχιερεύς καθισμένος στα δεξιά Σου σε όλο το πλήθος εκείνο που Του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σε Αυτόν. Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,2-3].
Λέγει «τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν» προς διάκριση από τους μη πραγματικούς «θεούς»· διότι επρόκειτο να στείλει τους μαθητές στα έθνη. Αλλά εάν τούτο δεν το δεχθούν, με αυτό και μόνο αρνούνται οι εθνικοί ότι ο Υιός είναι αληθινός Θεός, τότε περαιτέρω θα αρνηθούν και την ύπαρξη του Θεού· καθόσον λέγει: «τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;(:αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστέψετε εσείς, αφού επιδιώκετε να παίρνετε δόξα και επαίνους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε τη δόξα που πηγάζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44].
Τι λοιπόν; Δεν θα είναι Θεός ο Υιός; Εάν όμως είναι Θεός ο Υιός και ονομάζεται μόνος του Πατρός, είναι φανερό ότι είναι και αληθινός και ονομάζεται «μόνος αληθινός».
Αλλά τι; Όταν λέγει ο Παύλος: «Ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας(:Ή μόνος εγώ και ο Βαρνάβας)»[Α΄Κορ.9,6], άραγε αποκλείει τον Βαρνάβα; Καθόλου· διότι το «μόνος» χρησιμοποιείται προς διάκριση από άλλους. Εάν λοιπόν δεν είναι αληθινός ο Θεός, πώς ο Ιησούς είναι αλήθεια[Ιω.14,6:«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»]; Διότι η αλήθεια δεν διαφέρει πολύ του αληθινού.
Για τον μη αληθινό άνθρωπο, τι θα πούμε; Πες μου, τι θα πούμε, ότι δεν είναι καν αληθινός άνθρωπος; Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν δεν είναι αληθινός Θεός ο Υιός, πώς είναι Θεός; Πώς επίσης καθιστά εμάς θεούς και υιούς, όταν δεν είναι αληθινός;
Αλλά για αυτά έχω ομιλήσει σε σας ακριβέστερα και λεπτομερέστερα σε άλλους λόγους· γι’αυτό, ας προχωρήσουμε στη συνέχεια: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς(:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4]. Καλώς είπε: «ἐπὶ τῆς γῆς»· διότι στον ουρανό είχε δοξαστεί, δεδομένου ότι και στη φύση Του είχε τη δόξα, και εκ μέρους των αγγέλων προσκυνούνταν. Δεν ομιλεί λοιπόν για τη δόξα εκείνη, η οποία ανήκει στη φύση Του (διότι και αν ακόμη κανείς δεν δοξάσει Αυτόν κατ’ εκείνη τη δόξα, μονίμως τη διατηρεί πλήρη), αλλά εννοεί αυτήν, η οποία προέρχεται από τη λατρεία των ανθρώπων.
Λοιπόν και το «δόξασόν με», αυτή τη σημασία έχει. Και για να μάθεις ότι αυτόν τον τρόπο της δόξης εννοεί, άκουσε τα εξής: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω(:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4]· αν και βέβαια η υπόθεση ακόμη αυτή είχε αρχή, μάλλον δε ούτε αρχή.
Πώς λέγει λοιπόν «ἐτελείωσα»; Ή σημαίνει: «επιτέλεσα οτιδήποτε εξαρτάται από εμένα» ή εκείνο, το οποίο πρόκειται να γίνει, το αναφέρει ως τετελεσμένο, ή εκείνο, το οποίο κυρίως μπορούμε να πούμε, εννοεί ότι το παν είχε πλέον επιτελεστεί με την τοποθέτηση της ρίζας των αγαθών, εκ της οποίας οπωσδήποτε αναγκαίως θα παράγονταν οι καρποί, και ότι σε εκείνους, οι οποίοι επρόκειτο μετά από αυτά να έλθουν, ο Ίδιος θα ήταν παρών και θα τους ακολουθούσε ενωμένος με αυτούς.
Γι’ αυτό και πάλι λέγει κατά ανθρώπινη έκφραση: «ὃ δέδωκάς μοι». Διότι, βεβαίως, εάν περίμενε ο Κύριος να ακούσει και να μάθει, θα απείχαν αυτά πολύ από τη δόξα Του· διότι ότι οικειοθελώς ενσαρκώθηκε και ήλθε στο σταυρικό πάθος για τη σωτηρία των ανθρώπων είναι από πολλές πηγές φανερό. Π.χ. όταν λέγει ο Παύλος ότι «καὶ περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας(: και να συμπεριφέρεστε με αγάπη, όπως και ο Χριστός μάς αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μας και για τη σωτηρία μας ως προσφορά και θυσία στον Θεό, για να είναι μπροστά Του η θυσία αυτή σαν οσμή που εωδιάζει)»[Εφ.5,2] και «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών(:αλλά κένωσε τον εαυτό Του συγκαλύπτοντας και κρύβοντας για κάποιο διάστημα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητάς Του. Πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους)»[Φιλιπ.2,7]· και πάλι: «καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς(:ο σύνδεσμος που μας ενώνει όπως τα κλήματα με την κληματαριά είναι σύνδεσμος αγάπης. Πράγματι. Όπως με αγάπησε ο Πατέρας μου, όταν έγινα άνθρωπος και του έδειξα τέλεια υπακοή, έτσι και εγώ σας αγάπησα. Εξακολουθήστε να μένετε στην αγάπη μου, με το να αποδεικνύεστε άξιοι αυτής της αγάπης)»[Ιω.15,9].
«Καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί (:Και τώρα που η επίγεια αποστολή μου τελείωσε, ανάδειξέ με με την Ανάσταση και την Ανάληψή μου αιώνιο Αρχιερέα και δόξασέ με και ως άνθρωπο Εσύ, Πάτερ, δίπλα Σου, με τη δόξα που είχα κοντά Σου προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος)»[Ιω.17,5].Και πού είναι η δόξα εκείνη; Διότι έστω ότι πλησίον των ανθρώπων ήταν άνευ δόξης λόγω της ενδυμασίας Του· πώς ζητεί να δοξασθεί και πλησίον του Θεού; Ο λόγος εδώ είναι περί της οικονομίας· δηλαδή λέγει το εξής ότι θα Τον δοξάσει τώρα ο Πατήρ, επειδή δεν είχε ακόμη δοξαστεί η φύση της σαρκός, ούτε είχε ακόμη απολαύσει την αφθαρσία, ούτε είχε μετάσχει του βασιλικού θρόνου. Γι’ αυτό δεν είπε: «ἐπί τῆς γῆς» αλλά «παρά σοί».
«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι(:Φανέρωσα το όνομά Σου και έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε Εμένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε Εμένα, και αυτοί τήρησαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους αποκάλυψα)»[Ιω.17,6].
«Μεγάλης βουλής Άγγελος» λέγεται ο Υιός του Θεού και για όλα τα άλλα, τα οποία δίδαξε και κυρίως διότι παρουσίασε τον Πατέρα στους ανθρώπους· τούτο ακριβώς και τώρα λέγει: «Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις (:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4], επεξηγεί πάλι αυτό, λέγοντας ποιο έργο ήταν· και όμως, ήταν φανερό το όνομα του Θεού· διότι και ο Ησαΐας λέγει: «Οἱ ὀμνύοντες ἐπὶ τῆς γῆς ὁμοῦνται τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν (:Και όσοι από τους κατοίκους της γης βρίσκονται στην ανάγκη να ορκίζονται, θα ορκιστούν στον αληθινό Θεό)»[Ησ. 65,16])· αλλά εκείνο, το οποίο πολλές φορές είπα, αλλά και τώρα λέγω, δηλαδή ότι αν και ήταν φανερό το όνομα, ήταν όμως φανερό μόνο στους Ιουδαίους και όχι πάλι σε όλους αυτούς· τώρα όμως ομιλεί περί των εθνών. Και δεν δείχνει αυτό μόνο, αλλά ότι και τον ίδιο τον Πατέρα γνώρισαν. Και δεν είναι όμοιο να μάθει κανείς ότι είναι Δημιουργός με το να μάθει ότι έχει και Υιό. Φανέρωσε μάλιστα το όνομα Αυτού και με λόγια και με έργα.
«Οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου (:Τους οποίους Εσύ πήρες από τον κόσμο και μου τους έδωσες ως μαθητές μου)».Όπως ακριβώς λέγει στην αρχή: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου(:Επειδή γνώριζα ότι μερικοί από σας θα κλονίζονταν στην πίστη και δεν θα παρέμεναν μέχρι τέλους μαθητές μου, γι’ αυτό σας είπα ότι κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί μέσα του ότι είμαι ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής και με την πίστη αυτή να έλθει κοντά μου, εάν δεν του έχει δοθεί αυτό από τον Πατέρα μου)»[Ιω.6,65], έτσι και εδώ λέγει: «οὓς δέδωκάς μοι».
Και όμως ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον Εαυτό Του ότι είναι η οδός: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή (:Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος, από τον οποίο μπορεί να φτάσει κανείς στον ουρανό. Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη αλήθεια και η πραγματική και πηγαία ζωή. Κανείς δεν είναι δυνατόν να έλθει προς τον Πατέρα και να μετάσχει στη μακαρία ζωή Του, παρά μόνο αν περάσει από Εμένα˙ διότι εγώ με τη διδασκαλία μου σας γνωρίζω τον Πατέρα μου και την αλήθεια Του. Και με τη θυσία μου ως αιώνιος αρχιερέας σας συμφιλιώνω με Αυτόν)» [Ιω.14,6].
Από αυτό είναι φανερό ότι με τα λόγια Του δύο πράγματα εδώ αποδεικνύει, δηλαδή και ότι δεν είναι αντίθετος προς τον Πατέρα και ότι θέλημα του Πατρός είναι να πιστέψουν οι Μαθητές στον Υιό.
«Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας». Εδώ θέλει να διδάξει ότι σε μεγάλο βαθμό Τον αγαπάει ο Πατήρ. Διότι, ότι δεν είχε ανάγκη να λάβει αυτούς, είναι φανερό από το εξής: ο Ίδιος δημιούργησε αυτούς, ο Ίδιος και φροντίζει για αυτούς συνεχώς. Πώς λοιπόν έλαβε αυτούς; Αλλά, πράγμα το οποίο είπα εγώ, αυτό δείχνει τη συμφωνία προς τον Πατέρα.
Εάν πάλι κανείς ήθελε να εξετάσει τα παραπάνω λόγια με τον ανθρώπινο τρόπο, και με αυτόν τον τρόπο, κατά τον οποίο έχει λεχθεί, δεν θα είναι πλέον του Πατρός· διότι εάν, όταν ο Πατήρ είχε αυτούς, δεν είχε αυτούς ο Υιός, είναι ευνόητο ότι, και όταν έδωσε ο Πατήρ αυτούς στον Υιό, παραιτήθηκε από την εξουσία Του σε αυτούς· και το πλέον παράλογο πάλι είναι τούτο· δηλαδή από τη μια πλευρά θα βρεθούν να είναι ατελείς, όταν ήσαν υπό την εξουσία του Πατρός, και από την άλλη να καθίστανται τελειότεροι, όταν περιήλθαν υπό την εξουσία του Υιού. Αλλά αυτά είναι γελοία ακόμη και να τα πει κανείς.
Τι δείχνει λοιπόν με τον λόγο αυτό; Ότι και στον Πατέρα φαινόταν καλό να πιστεύουν στον Υιό.
«Καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν(:Φανέρωσα το όνομά Σου και έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε Εμένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε μένα, κι αυτοί τήρησαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους αποκάλυψα. Τώρα έμαθαν τελειότερα και πείστηκαν ότι η διδασκαλία μου και τα έργα μου και όλα γενικότερα όσα μου έδωσες προέρχονται από Εσένα)»[Ιω.17,6-7].
Πώς τήρησαν τον λόγο Σου; Με το να πιστέψουν σε Εμένα και να μην προσέχουν στους Ιουδαίους· διότι εκείνος, ο οποίος πιστεύει σε Αυτόν, λέγει: «Ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν(:Εκείνος που πίστεψε στη μαρτυρία Του και εγκολπώθηκε τη διδασκαλία Του, αυτός έβαλε τη σφραγίδα Του κάτω από τα λόγια αυτά του Υιού και απεσταλμένου του Θεού και επιβεβαίωσε επίσημα ότι ο Θεός είναι αληθινός και δεν ψεύδεται)»[Ιω.3,33]. Διότι μερικοί λέγουν ότι «νῦν ἔγνων [δηλαδή όχι “ἔγνωκαν”] ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν(: τώρα γνώρισα εγώ ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από εσένα)», αλλά αυτό δεν δύναται να έχει καμία δικαιολογία και υπόσταση· διότι πώς επρόκειτο ο Υιός να αγνοεί τα σχετικά με τον Πατέρα; Αλλά τούτο έχει λεχθεί για τους Μαθητές. Δηλαδή: «από τότε που είπα αυτά», λέγει, «έμαθαν ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από Εσένα»· «τίποτα δεν είναι ιδιαίτερο, τίποτα δεν είναι ξένο εκ μέρους μου απέναντί Σου· διότι το ιδιαίτερο τα παρουσιάζει τα περισσότερα σαν να ανήκουν σε ξένο. Έμαθαν λοιπόν ότι όλα όσα διδάξω, είναι δικά Σου, και τα διδάγματα και τα δόγματα».
Και πώς τα έμαθαν; «Από τους λόγους μου· διότι κατά τον τρόπο αυτό και δίδασκα». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι «ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον(:και απόδειξη ότι έλαβαν την πληροφορία και τη γνώση αυτή είναι ότι τους λόγους που μου έδωσες για να τους αποκαλύψω στους ανθρώπους, εγώ τους παρέδωσα σε αυτούς με τη διδασκαλία μου, και αυτοί τους παρέλαβαν και τους αποδέχθηκαν. Και απέκτησαν πράγματι τη βεβαιότητα και την πεποίθηση ότι γεννήθηκα και βγήκα από τους κόλπους Σου, και πίστεψαν ότι Εσύ με απέστειλες στον κόσμο)»[Ιω.17,8]· διότι αυτό φρόντισε να αποδείξει από την αρχή έως το τέλος του Ευαγγελίου.
«Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ(:Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9]. Τι λέγεις; Διδάσκεις τον Πατέρα σαν να το αγνοεί; Συνομιλείς με Αυτόν σαν με άνθρωπο που δεν γνωρίζει; Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η διάκριση; Βλέπεις ότι η προσευχή γίνεται όχι για άλλο λόγο, αλλά για να μάθουν οι μαθητές την αγάπη, την οποία έχει προς αυτούς; Διότι Εκείνος, ο Οποίος όχι μόνο τις δικές Του δωρεές παρείχε, αλλά παρακαλεί και Άλλον για τον σκοπό αυτό, δείχνει μεγαλύτερη την αγάπη Του.
Τι σημαίνει λοιπόν το «περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ»; «Οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι(:Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9].Συνεχώς θέτει το «δέδωκας», για να μάθουν ότι τούτο είναι γνώμη του Πατρός.
Έπειτα, επειδή κατ’ επανάληψη είπε: «Σοί εἰσί καί σύ μοι αὐτούς δέδωκας», για να καταρρίψει την πονηρή γνώμη, δηλαδή για να μη νομίσει κανείς ότι είναι πρόσφατη η εξουσία Αυτού, και ότι τώρα έχει παραλάβει αυτούς, τι λέγει; «Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς(:Και όλα όσα ανήκουν σε μένα δικά σου είναι, όπως και τα δικά σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοιπόν δικοί σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε Εμένα)»[Ιω.17,10].
Είδες ισοτιμία; Δηλαδή για να μην νομίσεις όταν ακούς «δέδωκάς μοι», ότι οι Μαθητές παύουν να ανήκουν στην εξουσία του Πατρός, ή προηγουμένως δεν ανήκαν στην εξουσία του Υιού, ο Κύριος και τα δύο τα κατέρριψε, αφού είπε εκείνα τα οποία είπε· ισοδυναμούν αυτά με το να έλεγε: «Ούτε, ακούγοντας ότι ‘’εμένα αυτούς έχεις δώσει’’ να νομίσεις ότι αυτοί είναι ξένοι ως προς τον Πατέρα(διότι τα δικά μου είναι και δικά Του),ούτε να νομίσεις ακούγοντας το ‘’ήσαν δικοί Σου’’ ότι είναι ξένοι ως προς Εμένα· διότι τα δικά Του είναι και δικά Μου».
Ώστε το «δέδωκας» έχει λεχθεί μόνο λόγω προσαρμογής του λόγου στα ανθρώπινα μέτρα· διότι εκείνα τα οποία έχει ο Πατήρ είναι του Υιού και εκείνα τα οποία έχει ο Υιός, είναι του Πατρός. Και αυτό, δηλαδή το «καί τά σά ἐμά», ούτε επί του Υιού δύναται να λέγεται με την ανθρώπινη έννοια, αλλά επειδή ο λόγος είναι περί Ανωτέρου των ανθρώπων, γι’ αυτό λέγεται έτσι. Διότι εκείνο μεν, το οποίο έχει ο μικρότερος είναι βέβαια καθ’ ολοκληρίαν φανερό ότι είναι του μεγαλύτερου, καθόλου όμως δεν συμβαίνει το αντίστροφο.
Αλλά εδώ ο Κύριος τα αντιστρέφει, η δε αντιστροφή δηλώνει την ισότητα. Δείχνοντας αυτό και σε άλλη περίπτωση ο Κύριος λέγει: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι(:Προηγουμένως σας είπα ότι ο Παράκλητος θα σας πει όσα θα ακούσει από τον Πατέρα μου. Όλα όμως όσα έχει ο Πατέρας μου είναι δικά μου. Γι’ αυτό σας είπα στη συνέχεια ότι ο Παράκλητος θα πάρει από τη δική μου γνώση και σοφία και θα την αποκαλύψει σε σας)»[Ιω.16,15], ομιλώντας περί γνώσεως· το δε «δέδωκάς μοι» και όσα παρόμοια λέγει, τα λέει, για να δείξει ότι προσείλκυσε αυτούς όχι ως ξένος, αφού ήλθε, αλλά έλαβε τους δικούς Του.
Έπειτα εκθέτει και την αιτία και την απόδειξη λέγοντας: «Καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς(:Και όλα όσα ανήκουν σε Εμένα δικά Σου είναι, όπως και τα δικά Σου είναι δικά μου. Και αυτοί λοιπόν δικοί Σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί Σου. Και εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε Εμένα)»[Ιω.17,10]· δηλαδή: ή «ότι έχω εξουσία επ’ αυτών», ή «ότι θα με δοξάσουν ομοίως». Εάν όμως δεν δοξάστηκε από αυτούς κατά όμοιο τρόπο, δεν είναι τότε δικά Του τα του Πατρός· διότι κανείς δεν δοξάζεται με εκείνα επί των οποίων δεν έχει εξουσία.
Πώς λοιπόν έχει δοξαστεί με όμοιο τρόπο; Όλοι ομοίως αποθνήσκουν υπέρ Αυτού, όπως και υπέρ του Πατρός και κηρύσσουν Αυτόν, όπως και τον Πατέρα· και όπως στο όνομα του Πατρός λέγουν ότι τα πάντα γίνονται, έτσι και στο όνομα του Υιού.
«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί(:Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα και εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]· αυτό σημαίνει «και αν δε φαίνομαι κατά σάρκα, δια των μαθητών μου δοξάζομαι».
Γιατί άραγε συνεχώς λέγει ότι «οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ(:στον κόσμο πια δεν είμαι)» και ότι «επειδή αφήνω αυτούς, θέτω αυτούς υπό την προστασία Σου» και «ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12];
Διότι εάν λάβει κανείς αυτούς τους λόγους με την καθ’ αυτό σημασία τους, θα προκύψουν πολλά παράλογα· διότι πώς δύναται να έχει λογική εξήγηση το να μη βρίσκεται ο Ίδιος στον κόσμο, και όταν απέρχεται να εμπιστεύεται τους Μαθητές σε Άλλον; Διότι αυτοί ήταν ως λόγοι ενός ανθρώπου που συνεχώς χωριζόταν από αυτούς. Βλέπεις ότι κατά ανθρώπινο τρόπο εκφράζεται κατά το πλείστον, σύμφωνα με τη νοοτροπία και την πνευματική τους ωριμότητα, επειδή νόμιζαν ότι είχαν κάπως περισσότερη ασφάλεια από την παρουσία Αυτού;
Γι’ αυτό λέγει: «Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς (:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Και όμως λέγει ότι «ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς»[Ιω.14,28] και «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος(:και ιδού, Εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου)»[Ματθ.28,20]. Πώς τώρα λέγει αυτά, σαν να πρόκειται να χωρισθεί; Αλλά, πράγμα το οποίο είπα, τα λέγει σύμφωνα με την νοοτροπία τους, για να αναπνεύσουν ανακουφισμένοι λίγο, ακούγοντας Αυτόν να λέει αυτά και να εμπιστεύεται αυτούς στον Πατέρα.
Διότι, επειδή ενώ άκουγαν από Αυτόν πολλούς παρηγορητικούς λόγους, δεν πείστηκαν, στο εξής συνομιλεί με τον Πατέρα, δείχνοντας τη στοργή Του απέναντι σε αυτούς· οι λόγοι Του ισοδυναμούν με το να έλεγε: «Εφόσον με καλείς προς Εσένα, κατάστησε αυτούς ασφαλείς».
«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι(:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Τι λες; Και δεν μπορείς να διατηρήσεις αυτούς ασφαλείς; «Ναι, μπορώ». Για ποιον λόγο λοιπόν λες αυτά; «ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς(:τώρα όμως έρχομαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τα ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα και εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου)»[Ιω.17,13], δηλαδή «για να μην ταράσσονται, επειδή είναι ατελέστεροι». Αυτά λοιπόν αφού είπε, έδειξε ότι όλα αυτά τα έλεγε κατ’ αυτόν τον τρόπο για την ανακούφιση και τη χαρά τους· διότι φαίνεται ότι ο λόγος παρουσιάζει αντίθεση.
«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί(:Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε Εσένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα κι εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]·αυτό δηλαδή υπέθεταν εκείνοι· κατ’ αρχήν λοιπόν εκφράζεται σε αυτούς με τον ανθρώπινο τρόπο· διότι εάν έλεγε: «εγώ φυλάσσω αυτούς», δεν θα πίστευαν τότε· για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πατέρα μου άγιε, φύλαξε αυτούς με τη δύναμη του ονόματός Σου»· δηλαδή «με τη δική Σου βοήθεια».
«Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου (:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε και έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Πάλι ως άνθρωπος ομιλεί και ως προφήτης· διότι σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να έπραξε κάτι εν τω ονόματι του Θεού.
«Οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Και σε άλλη περίπτωση λέγει: «Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ(:Και το θέλημα του Πατρός, που με έστειλε στον κόσμο, είναι αυτό ακριβώς: να μη χάσω ούτε ελάχιστους απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά να τους αναστήσω όλους ένδοξα την τελευταία ημέρα του κόσμου αυτού, τότε που θα γίνει η δευτέρα μου παρουσία και η παγκόσμια Κρίση)»[Ιω.6,39].
Και όμως δεν χάθηκε εκείνος μόνο, αλλά και πολλοί κατόπιν· πώς λοιπόν λέγει: «Οὐ μὴ ἀπολέσω(:δεν θα τους χάσω)»; Εννοεί: «δε θα τους χάσω, όσο εξαρτάται από εμένα» (δηλαδή όσον εξαρτάται από εμένα, δεν θα γίνω αίτιος απωλείας) πράγμα το οποίο και σε άλλο μέρος δείχνοντάς το έλεγε σαφέστερα ως εξής: «Τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω(:Αλλά εάν εσείς δεν πιστεύετε σε Εμένα, υπάρχουν άλλοι που θα πιστέψουν. Κάθε λογικό πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατέρας μου για να γίνει δικός μου και να σωθεί από μένα, θα πιστέψει και θα έλθει οπωσδήποτε σε Εμένα. Και αυτόν που έρχεται κοντά μου δεν θα τον πετάξω έξω με περιφρόνηση, αλλά θα τον δεχτώ με μεγάλη στοργή)»[Ιω.6,37], «δεν θα αποχωρήσει κανείς εξαιτίας μου, ούτε επειδή τον ωθώ(πράγμα που δεν κάνω), ούτε επειδή θα τον εγκαταλείψω εγώ· εάν όμως από μόνοι τους απομακρύνονται, εγώ δεν θα τους σύρω δια της βίας».
«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι(:Τώρα όμως έρχομαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι Εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα και εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου)»[Ιω.17,13]. Παρατηρείς ότι ο διάλογος διεξάγεται κατά ανθρωπινότερο τρόπο; Ώστε εάν κανείς ήθελε να παρουσιάζει κατώτερο τον Υιό από τα λόγια αυτά, θα παρουσιάσει κατώτερο και τον Πατέρα.
Παρατηρεί λοιπόν εξαρχής ότι ο Κύριος ομιλεί άλλοτε μεν ως κάποιος που διδάσκει και διευκρινίζει αυτά στον Πατέρα και άλλοτε σαν να δίνει παραγγελίες· ως κάποιος που διδάσκει ομιλεί όταν π.χ. λέγει: «Οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ(:Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9], ενώ ως κάποιος που δίνει παραγγελίες, ομιλεί όταν λέγει: «ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου», «οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο» και «πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου» · και πάλι: «σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» και «ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς».
Όλων ωστόσο η εξήγηση είναι ότι οι λόγοι έχουν λεχθεί εξαιτίας της πνευματικής ακόμα αδυναμίας τους και έχουν προσαρμοστεί κατά συγκατάβαση προς το επίπεδό τους να κατανοούν τα υψηλά εκείνα νοήματα.
Όταν είπε ότι «οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας(:κανένας από αυτούς τους μαθητές δεν χάθηκε, παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης)» πρόσθεσε «ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12].
Ποια Γραφή εννοεί; Εκείνη, η οποία προλέγει περί του Ιούδα. Δεν χάθηκε βέβαια για τον λόγο αυτό, δηλαδή για να πραγματοποιηθεί αυτό που λέει η Γραφή. Και για την έκφραση αυτή πολλά είπαμε και προηγουμένως, ότι δηλαδή αυτός ο τρόπος εκφράσεως είναι ιδιάζων τρόπος της Γραφής, δια του οποίου εκθέτει τα συμβαίνοντα από τα αποτελέσματά τους[δηλαδή όταν λέγει «ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» δεν σημαίνει ότι συνέβη «με τον σκοπό να πραγματοποιηθεί η Γραφή», αλλά συνέβη «με αποτέλεσμα να επαληθευτούν οι λόγοι της Γραφής»]. Και πρέπει με ακρίβεια όλα να τα εξετάζει κανείς, και τον λεκτικό τρόπο του ομιλούντος, και την υπόθεση, και τους νόμους της Γραφής, εάν βεβαίως δεν έχουμε την πρόθεση να καταλήξουμε σε παραλογισμούς· διότι λέγει: «Ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν(:Αδελφοί, μη συμπεριφέρεστε σαν να είστε ακόμη παιδιά στο μυαλό, ανίκανοι να σκεφτείτε σοβαρά και συνετά, αλλά να γίνεστε μόνο ως προς την κακία σαν τα νήπια, απονήρευτοι και αθώοι. Στο μυαλό όμως και στη σκέψη φροντίζετε πάντοτε να γίνεστε τέλειοι άνδρες)»[Α΄Κορ.14,20].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες Π΄και ΠΑ΄(κατ’ επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 552-563 και 570-581 .
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 75, σελ. 139-144 και 148-155 .
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
[:Πράξεις 20, 16-18 και 28-36]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα: «Οἱ ἑτεροδιδασκαλοῦντες»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 11-6-1989]
(Β217)
Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, επιστρέφει από την περιοδεία του στην Ελλάδα κατευθυνόμενος προς Ιερουσαλήμ. Το ταξίδι του ήτο δια θαλάσσης. Σε κάποια λιμάνια σταθμεύει, για να δει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πώς πηγαίνουν οι Εκκλησίες που είχε ιδρύσει. Εστάθμευσε και εις την Μίλητον. Δεν πήγε εις την Έφεσον, διότι δεν έμενε χρόνος, αλλά μετεκάλεσε, δηλαδή εκάλεσε από την Έφεσον τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου, για να τους δει για λίγο, ακριβώς για να μη χρονοτριβήσει, επειδή εβιάζετο να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα και να προλάβει την εορτήν της Πεντηκοστής. Η συνάντησίς του αυτή με τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου, έμεινε ιστορική. Και είναι μία από τις ένδοξες σελίδες της Καινής Διαθήκης από πλευράς ποιμαντικής, αλλά και διότι εκεί εις ό,τι διημείφθη και είπε στους πρεσβυτέρους της Εφέσου, εκεί και ξεδιπλώθηκε η απέραντη ψυχή του Παύλου, σε ένα ανείπωτο ουράνιο μεγαλείο.
Είναι μία αθάνατη όντως ποιμαντική σελίδα αυτή της Καινής Διαθήκης. Μια σελίδα γραμμένη όντως από το Πνεύμα το Άγιον. Θα μείνουμε σε ό,τι ειπώθηκε, μόνο σε ένα βαρυσήμαντο σημείον, το οποίον αποτελεί και ένα κεντρικόν μέρος, κεντρικό σημείο της όλης του αυτής ομιλίας. Αναφέρεται στο θέμα ότι μετά την αναχώρησή του θα εισορμούσαν «λύκοι βαρεῖς», δηλαδή αιρετικοί εις το ποίμνιον της Εκκλησίας της Εφέσου και θα το κατεσπάρασσαν. «Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο(:Διότι γνωρίζω τούτο, λέγει), ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς(:Μετά την εδώ άφιξίν μου κι όταν θα αναχωρήσω, θα εισέλθουν λύκοι βαρείς)εἰς ὑμᾶς(:στην Εκκλησία της Εφέσου), μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου(:δεν θα λυπώνται καν το ποίμνιο, όταν θα το κατασπαράσσουν) καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν(:Αλλά και κάποιοι από σας που με ακούτε τώρα, θα σηκωθούν και θα αρχίσουν να ομιλούν πράγματα ανορθόδοξα, διεστραμμένα, με σκοπό να αποσπούν τους μαθητάς και να τους κάνουν οπαδούς των). Διὸ γρηγορεῖτε (:Γι’αυτό μένετε ξύπνιοι, μένετε άγρυπνοι και προσέχετε και τον εαυτόν σας και το ποίμνιο που σας ενεπιστεύθη ο Κύριος)».
Εδώ βλέπει ο Απόστολος Παύλος αγαπητοί μου, με το προφητικό του μάτι ότι μετά, όπως είπαμε την αναχώρησή του, θα εισβάλλουν αιρετικοί εις το ποίμνιο της Εκκλησίας. Αξίζει να δούμε με τι χαρακτηρισμούς ομιλεί δια τους αιρετικούς αυτούς. Βέβαια δεν μας ομιλεί περί ποιας αιρέσεως ή περί ποιων αιρέσεων, αλλά έμμεσα το βγάζουμε, θα το δείτε λίγο πιο κάτω. Αν θα θέλαμε λοιπόν να κάνουμε μία ανάλυση, μία ανατομία της ψυχολογίας των αιρετικών, θα βλέπαμε, πάντα, κατά τους χαρακτηρισμούς του Παύλου, ότι πρώτον είναι λύκοι. Εφόσον γίνεται λόγος περί ποιμνίου, έχομε την εικόνα του ποιμνίου, τι χειρότερο, τι βαρύτερο θα μπορούσε να σταθεί για ένα ποίμνιον από την παρουσία λύκων; Και ο Κύριος ομίλησε περί ποιμνίου και λύκων. Όταν είπε: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν -γιατί αυτοί είναι οι «λύκοι»-, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων(:με σχήμα πράου και ακάκου εργάτου), ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες (:Από μέσα τους όμως είναι λύκοι που αρπάζουν και δεν χορταίνουν)».
Έτσι, κάθε αιρετικός είναι ένας λύκος. Αλλά ακόμα είναι και ένας κλέπτης. Όπως πάλι ο Κύριος λέγει: «Ὁ κλέπτης οὐκ ἒρχεται εἰ μή ἵνα κλέψῃ και θύσῃ και ἀπωλέσῃ». Δεν έρχεται παρά να κλέψει, να θυσιάσει, να σφάξει και να καταστρέψει. Έτσι η αίρεσις φαίνεται πολύ καλά εδώ ότι είναι η μεγαλύτερη καταστροφή της ψυχής. Λέγεται κλέπτης ακόμη ο αιρετικός, γιατί κλέπτει την αθάνατη ψυχή. Αυτή για την οποία, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, περιποιήθηκε, εφρόντισε δια του ιδίου Του αίματος. Ακόμη χαρακτηρίζονται οι αιρετικοί «λύκοι βαρεῖς». Όχι απλώς λύκοι. Αλλά βαρείς λύκοι. Όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οὐχ ἁπλῶς εἶπε, Λύκοι, ἀλλὰ προσέθηκε, Βαρεῖς(Δηλαδή «προσέθεσε και τον χαρακτηρισμόν ‘’βαρεῖς’’»), τὸ σφοδρὸν αὐτῶν καὶ ἰταμὸν αἰνιττόμενος». Για να δείξει πόσο είναι φοβεροί, σφοδροί, αναίσχυντοι και θρασείς οι αιρετικοί.
Ακόμη, λέει ο Απόστολος Παύλος, «μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου», «δεν θα λυπώνται το ποίμνιον». Ξέρετε ότι ένας κλέπτης, ένας ληστής, ένας λύκος, δεν εφρόντισε για το ποίμνιον, γι΄αυτό μπαίνει, σφάζει, καταστρέφει, ποδοπατεί, γιατί δεν είναι δικό του. Οι σκοποί των αιρετικών είναι ιδιοτελείς. Δεν λογαριάζουν τι κακό θα επιφέρουν, ούτε λυπώνται εάν ο Χριστός έδωκε το αίμα Του. Έστω κι αν επικαλούνται το όνομα του Χριστού. Δεν λυπώνται το αίμα του Χριστού, που εφρόντισε και εθεμελίωσε την Εκκλησία.
Ακόμη θα είναι, λέει ο Απόστολος Παύλος, «λαλοῦντες διεστραμμένα». Αυτό εξάλλου είναι το κύριον χαρακτηριστικόν των αιρετικών. Ότι η διδασκαλία των θα είναι διεστραμμένη. Δηλαδή τέτοια που δεν θα οδηγεί εις την σωτηρίαν. Θα είναι οι ετεροδιδασκαλούντες. Εκείνοι που θα διδάσκουν άλλα πράγματα, ξένα πράγματα. Τι θα διδάσκουν; Ετεροδιδασκαλίαν. Αυτός εξάλλου είναι και ο κύριος σκοπός τους. Ποιος λέτε; «τοῦ ἀποσπᾶν -ακόμη ένας χαρακτηρισμός- τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν». Γιατί; Διότι όλη αυτή η ιστορία των αιρετικών, επειδή δεν πείθονται εις την παράδοσιν και ερμηνείαν του λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής, αυτήν που είναι κατατεθειμένη μέσα εις την Αγίαν Γραφήν, είναι η κενοδοξία, είναι η υπερηφάνεια. Θέλουν να επιδειχθούν, θέλουν να πρωτοτυπήσουν. Βεβαίως είναι μία πρωτοτυπία δαιμονική.
Γι’ αυτό λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος: «Ο σκοπός τους; Να αποσπάσουν μαθητάς». Από πού να τους αποσπάσουν; Από την εν Χριστώ απλότητα, από την Αλήθεια. Και τι να τους κάνουν; Να τους αποσπάσουν ὀπίσω αὐτῶν. Δηλαδή να τους καταστήσουν οπαδούς. Όπως λέγει ο Αμμώνιος: «Ὁ γάρ τῶν αἱρετικῶν σκοπός σπουδάζει, οὐ τῷ Κυρίῳ, ἀλλ’ ἑαυτοῖς περιποιῆσαι λαόν, ἵνα ἑαυτοῖς καυχῶνται». Φροντίζουν να δημιουργούν έναν κύκλον ανθρώπων, ένα λαό όχι τον λαό του Κυρίου, για να καυχηθούν. Ότι «εγώ έχω την δυνατότητα να συγκεντρώσω λαό γύρω από το όνομά μου. Είμαι σπουδαίος». Δηλαδή φοβερή, αθεράπευτη, ναι, το τολμώ να το πω, αθεράπευτη κενοδοξία και υπερηφάνεια. Γιατί είπα: «αθεράπευτη»; Γιατί λέγει ο Απόστολος Παύλος στον Τίτο στη επιστολή του προς τον Τίτον, επίσκοπο Κρήτης, του λέγει ότι… «Φρόντισε γιατί κάποιος μπορεί να έχει απλώς παρασυρθεί, να έχει πλανηθεί, να τον βοηθήσεις να επανέλθει εις την πίστιν. Δεν το καταφέρνεις; «Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ(:Να παραιτηθείς) εἰδὼς(:γνωρίζοντας) ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος» (ἐκστρέφω, βγαίνω από τις τροχιές μου, κάνω άλλη κίνηση. Αν φερειπείν η συμπεριφορά ενός φαινομένου είναι δεξιόστροφος, να κάνω εγώ… θυμηθείτε από την Φυσική, αριστερόστροφη κίνηση. Δηλαδή το αντίθετο. Λέγεται ότι ο καρκίνος δεν είναι τι άλλο παρά η αντίθετος στροφή από εκείνη που κάνουν στη συμπεριφορά τους τα υγιή κύτταρα. Αυτό είναι ο αιρετικός. Είναι φοβερόν πράγμα). Και λέγει ο Απόστολος Παύλος ακόμη ότι είναι «ἀξιοκατάκριτος» ο άνθρωπος αυτός. Δηλαδή αθεράπευτος πια η υπερηφάνειά του και οδηγείται εις την απώλεια. Μιμούνται τον διάβολον, ο οποίος βεβαίως δεν πρόκειται ποτέ να μετανοήσει ο διάβολος.
Ακόμα βλέπομε εδώ κάτι πολύ σπουδαίο. Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει. Διότι οι ίδιοι μόνοι τους ήσαν αυτοί που είναι, τότε δεν θα ενδιαφέρει και πάρα πολύ. Το θέμα είναι ότι ιδιοποιούνται τον λαό του Θεού. Παρασύρουν τον λαό του Θεού.
Ποιοι όμως μπορούσαν να είναι αυτοί και τι μπορούσαν να διδάσκουν; Βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση στην ομιλία του στους πρεσβυτέρους της Εφέσου ο Απόστολος Παύλος δεν κάνει αναφορά σε ονόματα. Γνωρίζουμε όμως από τις επιστολές του τις ποιμαντικές στον Τιμόθεο, που ήτο επίσκοπος της Εφέσου, που τις γράφει τις επιστολές αυτές από τη Ρώμη ενώ είναι δέσμιος, ότι ο Παύλος δικαιώθηκε με αυτά που τους είχε πει. Και εκεί αναφέρονται ποιοι ήσαν αυτοί οι ψευδοδιδάσκαλοι. Εφέσιοι μάλιστα. Είναι ο Υμέναιος και ο Αλέξανδρος, ο Φύγελλος και ο Ερμογένης, ο Φιλητός και ο Διοτρεφής. Ακόμη αναφέρει ο Ευσέβιος στην Ιστορία του την εκκλησιαστική ότι στην Έφεσο είχε συναντήσει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής τον Κύρινθον. Έτσι έχομε επτά ονόματα Εφεσίων αιρετικών. Για τον Υμέναιο και για τον Αλέξανδρο, γράφει στην Α΄ του επιστολή προς Τιμόθεον ο Απόστολος Παύλος, προσέξτε γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικά, δεν αποτελούν στοιχεία Ιστορίας αλλά είναι στοιχεία τα οποία, ιστορικά μεν, πολλά όμως διδάσκοντα, διότι δεν πρωτοτυπούν οι αιρετικοί. Ό,τι έλεγαν τότε, λέγουν και σήμερα και θα λέγουν και αύριο και συνεπώς το θέμα μας ενδιαφέρει πολύ.
Σημειώνει λοιπόν εκεί ο Απόστολος Παύλος και λέει στον Τιμόθεο: «Περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν(Ώστε ο αιρετικός είναι ένας ναυαγός της πίστεως. Ναυαγός!) ὧν (εκ των οποίων … Συνεπώς όταν λέγει «ὧν», εκ των οποίων, προϋποθέτει περισσότερους αλλά αναφέρεται στους κυριότερους) ὧν ἐστιν Ὑμέναιος καὶ Ἀλέξανδρος, οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν)». Τους απέκοψα από την Εκκλησία. Αυτό θα πει «τούς παρέδωκα τῷ σατανᾷ» Να είχαμε χρόνο να δείτε πόσο φοβερό πράγμα είναι αυτό το «παρέδωκα τῷ σατανᾷ». Φοβερόν. Δηλαδή είναι ο αφορισμός. «Τους αφόρισα», όπως θα λέγαμε σήμερα. Γιατί; Για να μη βλασφημούν.
Ώστε βλέπει κανείς ότι η αιρετική διδασκαλία είναι βλασφημία. Και είναι βλασφημία, διότι δεν αποδίδει τα ορθά. Και παν ό,τι δεν αποδίδει στον Θεό το ορθόν, αυτό είναι βλασφημία. Αν σας πουν ότι το παιδί που έχετε δεν είναι δικό σας, δεν είναι δικό σας το παιδί, δεν μου λέτε, δεν θα το θεωρούσατε αυτό βλασφημία και προσβολή; Εάν λοιπόν ο Άρειος, επί παραδείγματι έλεγε ότι ο Ιησούς δεν είναι υιός του Θεού, αλλά είναι κτίσμα, δεν είναι προσβολή; Δεν είναι βλασφημία; Το λέω για να καταλάβετε την έννοια του γιατί η αίρεσις είναι βλασφημία. Διά δε τον Υμέναιον και τον Φιλητόν, λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Καὶ ὁ λόγος αὐτῶν -η διδασκαλία τους η αιρετική- ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει· ὧν ἐστιν Ὑμέναιος καὶ Φιλητός, οἵτινες περὶ τὴν ἀλήθειαν ἠστόχησαν, λέγοντες τὴν ἀνάστασιν ἤδη γεγονέναι, καὶ ἀνατρέπουσι τήν τινων πίστιν». Δηλαδή ότι η διδασκαλία τους θα εξαπλωθεί σαν γάγγραινα. Γάγγραινα είναι μία πληγή η οποία εσάπισε και δεν έχει ποτέ την ελπίδα να κλείσει. Είδατε χαρακτηρισμό του Αποστόλου Παύλου; Γιατί είναι αθεράπευτο πράγμα. Η γάγγραινα είναι αθεράπευτο πράγμα.
Τι εδίδασκαν αυτοί; Ότι «η ανάστασις», έλεγαν, «έχει ήδη γίνει». Διότι ηρνούντο την ανάστασιν του σώματος. Και έμεναν εις την ανάστασιν …των ψυχών. Δηλαδή σε μία ηθική ανάστασιν, πνευματικήν ανάστασιν. Προσέξτε· αυτή τη στιγμή, πόσοι με ακούτε; Για να δείτε πόσο ενδιαφέροντας πράγματα είναι αυτά. Αν σας δώσω μία κόλλα χαρτί κι ένα μολύβι και σας πω: «Γράψτε μου σας παρακαλώ, βάλτε και το όνομά σας από πάνω, εσείς πώς πιστεύετε την ανάστασιν;». Είμαι σίγουρος, γιατί αυτό είναι το μεγάλο δυστύχημα της Εκκλησίας μας, που αγνοεί και πολλές φορές είμαστε εμείς υπεύθυνοι γιατί το εκκλησίασμα αγνοεί, θα γράφατε περί αναστάσεως των ψυχών. Και δεν θα κάνατε τίποτε άλλο παρά να γράφατε εκείνο το οποίον ήδη είχε πει στην εποχή του Παύλου ο Υμέναιος και ο Φιλητός. Για να δείτε πόσο κοντά μας είναι όλα αυτά τα πράγματα… «Και με τον τρόπον αυτόν», λέγει, «που κηρύσσουν ότι έγινε η ανάστασις των νεκρών και εννοούν πνευματική ανάστασιν, δηλαδή αναγέννησιν και όχι ανάστασι σωμάτων, κατά το «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» που λέμε στο Σύμβολο της ομολογίας της Πίστεως, ανατρέπουν μερικών την πίστιν». Ποίων; Εκείνων που δεν είναι θεμελιωμένοι.
Τι κάνει αλήθεια, αγαπητοί μου, τον αιρετικό να αποκλίνει από την αλήθειαν; Σας είπα. Η υπερηφάνεια. Αυτό είναι βασικό. Ακόμη, η προσπάθεια ερμηνείας της πίστεως με την λογικήν. Και όχι με την παράδοσιν της Εκκλησίας. Δεν αποδέχεσαι την αποκάλυψιν του Λόγου του Θεού. Πώς θα γίνει η ανάστασις των νεκρών; Ο Θεός το ξέρει. Ο Θεός είναι δυνατός. Αυτό μου δίδαξε ο Χριστός. Και με δίδαξε και με τη δική Του την ανάσταση. Το πώς θα γίνει, Εκείνος το ξέρει. Αν καθίσω και το λογικοποιήσω , θα πω, είναι αδύνατον να γίνει ανάσταση σωμάτων, γιατί τα σώματα λιώνουν στον τάφο. Συνεπώς πρέπει να πρόκειται περί αναστάσεως ηθικής, πνευματικής αναστάσεως των ανθρώπων. Ιδού πώς ξεκινάει κανείς και φθάνει στην αίρεση. Όταν λογικοποιήσει το δόγμα. Όταν το εντάξει μέσα στα λογικά κατηγορήματα εκείνο που αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού και είναι υπέρ λόγον. Λέγει ο Θεοδώρητος ότι ακόμη μία αιτία που κανείς δημιουργεί την αίρεσιν είναι «ὑποβάθρα πολλάκις ἀσεβείας ὁ διεφθαρμένος βίος». Όταν έχεις διεφθαρμένο βίο, προσπαθείς να προσαρμόσεις την πίστη σου ανάλογα με εκείνα που ζεις.
Προσέξτε αυτό. Πάρα πολλοί άνθρωποι λέγουν: «Δεν θα γίνει ανάστασις των νεκρών». Γιατί; Δεν τους συμφέρει. Κάποτε ένας φύλαρχος στην Αφρική, όταν άκουσε έναν ιεραπόστολο να κηρύσσει την ανάσταση των νεκρών, άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Αδύνατον! Αδύνατον!». «Γιατί», του λέει ο ιεραπόστολος, «είναι αδύνατον;». «Και όλους αυτούς που εγώ σκότωσα, θα αναστηθούν;». Ιδού! Ιδού! Δηλαδή ότι η ηθική είναι εκείνη η οποία υπαγορεύει την άρνησιν ενός δόγματος. Κι όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ὅταν γὰρ ᾖ βίος ἀπεγνωσμένος, καί δόγμα τίκτεται τοιοῦτον -δηλαδή όταν υπάρχει ένας βρώμικος τρόπος ζωής, τότε και ανάλογο δόγμα γεννάει- ἵνα γάρ μή φόβῳ τῶν μελλόντων βασανίζονται(για να μη βασανίζεται η συνείδησή τους από τον φόβο μιας κολάσεως) σπουδάζουσιν πεῖσαι τήν ψυχήν ὅτι ψευδῆ πάντα τά παρ’ ἡμῖν(σπεύδουν να πείσουν τον εαυτό τους ότι εκείνα που εμείς διδάσκουμε είναι ψέματα)». Υπάρχει κόλασις, αδελφέ. Δεν θες να διορθωθείς; Θέλεις να μείνεις στο ίδιο στην ίδια βάση; Μέσα στην αμαρτία σου; Στην επιμονή σου στην αμαρτία; Αρνείσαι την κόλαση. Και θα πεις: «Δεν υπάρχει κόλασις». Γιατί; Όταν δεν έχεις λόγους να πας στην κόλαση, γιατί να το αρνηθείς; Βλέπετε πόσο παίζει ρόλο ο τρόπος ζωής, ο τρόπος ζωής τον τρόπον του σκέπτεσθαι.
Αυτά βέβαια έχουν ισχύ πάντοτε μέσ’ την Εκκλησία. Σήμερα όμως μεσ’ την Εκκλησία, αγαπητοί μου, δρουν, πάντοτε δηλαδή, σήμερα ομοίως, γιατί το σήμερα μας ενδιαφέρει, πολλοί αιρετικοί. Σήμερα. 1989. Σήμερα. Επιτρέψατέ μου έτσι ενδεικτικώς να σας πω. Πρώτα πρώτα είναι ο Γνωστικισμός. Αυτός ποτέ δεν πέθανε· ο Γνωστικισμός. Στην εποχή μας έχει πάρα πολλήν έξαρσιν. Και στην πόλη μας υπάρχει κέντρον Γνωστικών. Ή, όπως λέγεται, «Κέντρον Γνωστικών Σπουδών». Τι είναι; Ο Γνωστικισμός είναι ένα ανακάτωμα πολλών πραγμάτων. Θρησκευτικών και φιλοσοφικών, ανοήτων και βλακωδών, αυθαιρέτων πραγμάτων, κατ’ επινόησιν ενός νοσηρού μυαλού. Όλα αυτά είναι ανακατεμένα. Και αποτελεί ο Γνωστικισμός, προσέξατέ το αυτό, το μεταφυσικό υπόβαθρον της Θεοσοφίας και του Μασωνισμού. Της Θεοσοφίας και του Μασωνισμού· το μεταφυσικόν υπόβαθρον είναι ο Γνωστικισμός. Χρησιμοποιεί την Αγίαν Γραφήν. Αλλά, εάν δείτε, κυκλοφορούν πάμπολλα, δεκάδες βιβλία κυκλοφορούν, χοντρά βιβλία, δεκάδες κυκλοφορούν, φρικώδης ερμηνεία της Αγίας Γραφής, φρικώδης· που είναι καθαρώς ειδωλολατρικό σύστημα και απόλυτα δαιμονικόν.
Ακόμη στην εποχή μας έχομε τον νεο-Νικολαϊτισμόν. Είναι Γνωστικής προελεύσεως. «Θέλεις να φθάσεις τον Θεό;». Είναι παλιός, στην εποχή του Ευαγγελιστού Ιωάννου· και σήμερα είναι. «Θέλεις να φθάσεις τον Θεό; Στην θέωση; Θα φθάσεις διαμέσου της ερωτικής πράξεως!». Είναι η λεγομένη «Νέο-ορθοδοξία». Τι είναι αυτή; Την ονόμασαν δήθεν, για να απελευθερωθούμε από μία τελματισμένη Ορθοδοξία. Κι έτσι φτιάχνουμε μία Νέο- ορθοδοξία, η οποία έχει τελείως ξένα στοιχεία μέσα της και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια να πολιτικοποιήσουν τον Χριστιανισμόν. Έχει δοκιμαστεί αυτό εις την Νότιον Αμερικήν. Η δε πνευματική ζωή δεν είναι παρά επάνω σε ένα υπόβαθρο φιλελευθερισμού.
Είναι ακόμη ο αγαπισμός. Τι είναι ο αγαπισμός; Αυτό μυρίζει Οικουμενισμόν. Είναι… «ο Θεός είναι αγάπη, είναι αγάπη, είναι αγάπη…». Και παραμερίζουν την κρίσιν του Θεού. «Μη μιλάτε για την κρίση του Θεού. Μη μιλάτε για δαίμονες, φοβούνται οι άνθρωποι. Μιλάτε μόνο για την αγάπη». Αίρεσις είναι αυτό.
Είναι ο Οικουμενισμός. Αυτή η παναίρεσις, πραγματικά. Αυτή η χοάνη. Μέσα στην οποία χωνεύεται ο θρησκευτικός συγκρητισμός. Το ανακάτεμα των πάντων. Ακόμα και του Μουσουλμανισμού, του Μωαμεθανισμού και του Βουδισμού, μαζί με τον Χριστιανισμό κ.λπ.
Είναι ακόμη και ο Παπικός κόσμος με την Ουνία του, που είναι ο Δούρειος Ίππος του Ρωμαιοκαθολικισμού. Είναι ακόμη και η Χ.Ο.Ε. Έχομε στη Λάρισα Χ.Ο.Ε. · Χριστιανική Οργάνωση Ειρήνης. Είναι ο Δούρειος Ίππος του Προτεσταντισμού. Θέλετε ακόμη; Είναι και οι ανατολικές θρησκείες. Γιατί αναφέρομαι; Γιατί χρησιμοποιούν περίβλημα χριστιανικόν πολλές φορές.
Όλα αυτά προφανώς αποπροσανατολίζουν από την υγιά πίστη και τελικά αποκλείουν από τη σωτηρία.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζομε, αγαπητοί μου, ότι η αίρεσις κινείται επί τριών επιπέδων. Αυτό να το θυμόσαστε. Επί επιπέδου δογματικού. Όπως το δόγμα της Αγίας Τριάδος, όπως το θέμα της Χριστολογίας, το δόγμα της Χριστολογίας, της Ανθρωπολογίας, τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι ο Χριστός, τι είναι η σωτηρία, το θέμα της σωτηριολογίας κλπ.
Ακόμα, επί δευτέρου επιπέδου, που είναι ο πνευματικός βίος. Ο τρόπος με τον οποίοιν θα ερμηνεύσουμε και θα ζήσουμε το Ευαγγέλιον. Σταυρικός ή αντισταυρικός τρόπος; Εκκοσμικευμένη ζωή ή όχι; Είναι αίρεσις επί του πνευματικού βίου. Η αμνήστευσις της πορνείας, της μοιχείας, της εκτρώσεως… «Ε, και τι; Τι είναι η πορνεία;». Είναι αίρεσις επί πνευματικού επιπέδου.
Και τρίτον επίπεδον είναι επί του κοινωνικού. Δηλαδή η προσπάθεια της μεταβολής της παρούσης ζωής σε κοινωνικόν φαινόμενον. «Ο Παράδεισος είναι εδώ στη Γη. Και θα κάνουμε τη ζωή μας τέτοια που θα είναι εδώ ο Παράδεισος. Δεν υπάρχει άλλος Παράδεισος, ούτε άλλη κόλασις. Είναι, φερ΄ειπείν, τα καλά και τα κακά πολιτεύματα ο Παράδεισος ή η κόλασις». Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά άρνηση μιας μεταφυσικής πραγματικότητος. Έτσι, πάρα πολλά κοινωνικά συστήματα, πρέπει να σας πω, από μίαν άποψη, θρησκευτικώς είναι αίρεσις επί κοινωνικού επιπέδου.Ακόμα είναι η έννοια της Ελευθερίας! Όπως είναι και η έννοια του φεμινισμού. Είναι αιρέσεις επί κοινωνικού επιπέδου.
Αγαπητοί μου, αποτεινόμενος ο Απόστολος Παύλος προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, τους λέγει: «Διό γρηγορεῖτε («Μένετε ξύπνιοι!»),μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον». «Να ενθυμείσθε, νύχτα-μέρα, τρία χρόνια, με δάκρυα καθόμουν και σας νουθετούσα και σας συνεβούλευα». Αυτό το «γρηγορεῖτε» είναι ο μέγας φράχτης που φυλάττει την Εκκλησία. Είναι εκείνος που θα φυλάττει και την κάθε ψυχή. Το «γρηγορεῖτε», μένετε ξύπνιοι. Μη λοιπόν, αγαπητοί μου, περιπέσουμε εις την ραθυμίαν, δηλαδή την πνευματική τεμπελιά, την άγνοια και την λήθη. Να έχουμε εγρήγορη ψυχή. Μη νυστάζομε πνευματικά. Ο εχθρός δεν νυστάζει. Αγρυπνεί. Ο Κύριος πολλές φορές μας είπε: «Γρηγορεῖτε οὖν · ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε». «Γρηγορείτε λοιπόν», λέει ο Κύριος. «Εκείνα τα οποία σας λέγω, σε όλους σας τα λέγω. Γρηγορείτε!». Το αντικείμενον που πρέπει να γρηγορούμε, είναι η ψυχή. Αφορά τη σωτηρία της· την αιωνία σωτηρία της. Γι΄αυτό λοιπόν αγαπητοί μου να γρηγορούμε, πάντοτε ανύστακτοι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_440.mp3
Φαντάσου πῶς βλέπεις τοὺς μαθητὲς κάποιου δάσκαλου, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσὺ δὲν ἔχεις ἀκούσει ποτέ. Βλέπεις πῶς εἶναι ταπεινοί, αὐτοσυγκεντρωμένοι, σοφοί, ἐπιμελεῖς, ὑπάκουοι καὶ γενικά τους στολίζει κάθε ἀρετή. Τί θὰ σκεφτεῖς τότε γιά το δάσκαλό τους; Σίγουρα θὰ ὑποθέσεις ὅ,τι καλλίτερο καὶ ὑψηλότερο γι’ αὐτόν.
Φαντάσου πῶς παρατηρεῖς τοὺς στρατιῶτες κάποιου διοικητῆ, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου δὲν ἄκουσες ποτέ. Βλέπεις πῶς εἶναι ἐπιμελεῖς, γενναῖοι, πειθαρχημένοι, γεμᾶτοι μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη καὶ πνεῦμα αὐτοθυσίας. Τί θὰ σκεφτεῖς γιά το διοικητή τους; Ὁπωσδήποτε θὰ πεῖς πῶς εἶναι ἄξιος, τοῦ ἁρμόζει ὁ μεγαλύτερος ἔπαινος.
Σκέψου πῶς μπροστά σου ἔχεις ἕνα φροῦτο ποὺ δὲν τὸ ἔχεις ξαναδεῖ οὔτε καὶ τὸ ἔχεις γευτεῖ ποτὲ στὴ ζωή σου. Ἕνα φροῦτο ποὺ εἶναι πανέμορφο στὴν ὄψη, μὲ θαυμάσια γεύση καὶ ἐξαίσιο ἄρωμα. Σίγουρα θὰ ρωτοῦσες τί εἴδους δέντρο παράγει τέτοιο καρπὸ καί, ἂν τὸ δέντρο αὐτὸ σοῦ ἦταν ἄγνωστο, δὲν εἶχες ξανακούσει γι’ αὐτό, θὰ πίστευες πῶς εἶναι τὸ καλλίτερο δέντρο στὸν κόσμο καὶ θὰ τὸ ἐξυμνοῦσες ὼς τὸν οὐρανό.
Ὅταν βλέπεις λοιπὸν καλοὺς μαθητές, συμπεραίνεις πῶς ὁ δάσκαλός τους εἶναι καλός. Ὅταν βλέπεις καλοὺς στρατιῶτες, ἐκτιμᾶς πῶς ὁ διοικητής τους εἶναι καλός. Κι ὅταν ἀντικρύζεις ἕνα ὄμορφο φροῦτο, ἀποφαίνεσαι πῶς τὸ δέντρο ποὺ τὸ παράγει εἶναι καλό.
«Ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται» (Λουκ. στ’ 44). Τὸ καλὸ δέντρο δὲ βγάζει κακοὺς καρπούς, ὅπως καὶ τὸ κακὸ δέντρο δὲν μπορεῖ νὰ βγάλει καλοὺς καρπούς. «Ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα;» (Ματθ. ζ’ 16). “Ὄχι! Οὔτε ἀπὸ τ’ ἀγκάθια θὰ συνάξεις σταφύλια οὔτε ἀπὸ τὰ τριβόλια σῦκα. Τὸ καλὸ δέντρο παράγει καλὸ καρπό, τὸ κακὸ δέντρο κακό. Αὐτὸ εἶναι τόσο αὐτονόητο, τόσο γνωστὸ σὲ ὅλους, ὥστε δὲ χρειάζεται ἀποδείξεις. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς χρησιμοποίησε τέτοια παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύση, γιὰ νὰ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους τίς προφανεῖς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀλήθειες. Ἡ φύση γενικὰ λειτουργεῖ ὡς ἡ καλλίτερη εἰκόνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Φαντάσου γιὰ μιὰ στιγμὴ πῶς δὲν ξέρεις τίποτα γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ πῶς δὲν ἔχεις ἀκούσει τίποτα γι’ Αὐτὸν πῶς δὲ διάβασες ποτὲ τὸ εὐαγγέλιό Του. Καὶ φαντάσου ἔπειτα πῶς ζεὶς σ’ ἕναν τόπο, ὅπου μοναδικοὶ κάτοικοι εἶναι οἱ ἀπόστολοί Τοῦ, οἱ ἅγιοι κι οἱ μάρτυρες, ἄντρες καὶ γυναῖκες ποὺ ζοῦν θεάρεστα. Πῶς βρίσκεις ἐκεῖ δηλαδὴ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκολούθησαν τὸ Χριστὸ καὶ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τίς ἐντολὲς καὶ τὸ παράδειγμά Του. Θὰ βρισκόσουν ἔτσι ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς κάποιου δάσκαλου ἄγνωστου σὲ σένα ἀνάμεσα σὲ στρατιῶτες κάποιου ἄγνωστου σὲ σένα διοικητὴς θὰ βλεπες τὸν καρπὸ κάποιου ἄγνωστου δέντρου. Χωρὶς νὰ γνωρίζεις τίποτα γιὰ τὸ Χριστό, θὰ τὸν γνώριζες μέσῳ τοῦ λαοῦ Του. Μέσα ἀπὸ τοὺς μαθητές Του θὰ γνώριζες τὸ μεγαλύτερο δάσκαλο ποὺ γνώρισε ὁ κόσμος. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς ὀπαδούς Του, θὰ μάθαινες γιὰ τὸν πιὸ ἰσχυρὸ καὶ νικηφόρο Διοικητὴ ποὺ περπάτησε ποτὲ στὴ γῆ. Ἀπὸ τὸν καρπὸ Τοῦ θὰ γνώριζες τὸ γλυκύτερο καὶ ὠφελιμότερο δέντρο, τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς, ποὺ ὁ καρπός του ξεπερνάει σὲ γλυκύτητα τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δέντρων τοῦ δημιουργημένου κόσμου.
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μιᾶς πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλὰ ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), ποὺ φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους νὰ φανεῖ ἡ δύναμη ἐκείνων ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὸ Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, ποὺ παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ κεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολῖτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β ́κόρ. Στ’ 16).
Πιστεύω πῶς εἶναι ἀρκετὸ ν’ ἀναφερθῶ σὲ τρεὶς μόνο ἀπ’ αὐτούς, ἐκείνους ποὺ σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νά ‘χεῖς μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κι ἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸ Μέγα. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα ποὺ εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ παράδειγμα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασάνιζαν. Ὅλοι τους ἔλαμπαν ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ φῶς ποὺ προερχόταν ἀπό το Θεό, ἕνα φῶς ὅπου διακρινόταν καθαρὰ ἡ ἀλήθεια. Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲ λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ αφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴ θεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας ποὺ κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ποῦ κρατοῦμε ὼς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὼς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲ μᾶς μιλάει γιὰ τὴ Σύνοδο αὐτή, ἀλλὰ γιὰ τὴν τελευταία προσευχὴ ΝΑ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Γιατί διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ στὴ σημερινὴ γιορτη; Ἐπειδὴ δείχνει τὴν ἐπιρροή του στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς αὐτῆς καὶ Θεὸς ἐνίσχυσε τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς συνόδου καὶ τοὺς ἔκανε ἀτρόμητους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας, νικητὲς στὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Νά, πῶς ἀρχίζει ἡ προσευχὴ αὐτή:
«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε: πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα: δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἶνα καὶ ὁ υἱὸς σοῦ δοξάση σέ» (Ἰωάν. ἴζ’ 1). Ὅλα ὅσα δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδάξει τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ προσεύχονται: «Πάτερ ἡμῶν, δέν τους οὐρανοῖς…» (Ματθ. στ’ 9). Ὁ ἴδιος σήκωσε τὸ βλέμμα Του στοὺς οὐρανούς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Πατέρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλὰ ἁπλᾶ «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ «Πατέρα μου». Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τόσο κατὰ τὴν ὕπαρξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία – ὁ μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο υἱοὶ ἐξ υἱοθεσίας, μέ τη χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. Δὲ σήκωσε μόνο τὰ σωματικά Του μάτια ἀλλὰ καὶ τὰ πνευματικά, κυρίως αὐτά. Ὁ Ἄσωτος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι» (Λουκ. ἰη’ 13), γιατί αἰσθανόταν τὴν ἀμαρτωλότητά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν ἐλεύθερα, γιατί ἦταν ἀναμάρτητος. Ἡ ὥρα Του – ἡ ὥρα τοῦ μεγάλου πάθους – πλησίαζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλεπε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπὸ καταβολῆς καὶ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλεπε καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προεῖπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ μίλησε γι’ αὐτὴν στοὺς μαθητές Του. Οἱ μαθητές Του ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, δὲν τὸ ἔκαναν δικό τους, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖχε πιὰ μέρες, ἀλλὰ λεπτά.
«Δόξασόν σου τὸν υἱόν!» Δόξασε Τὸν τὴ φοβερὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξασες μέχρι τώρα. Δόξασέ Τὸν στὸ θάνατο, ὅπως τὸν δόξασες στὴ ζωή. Δόξασέ Τον στὴν ταπείνωση καὶ στὰ πάθη Του, ὅπως τὸν δόξασες μὲ τούς δυνατοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξασέ Τὸν στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν εἶχες δοξάσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στοὺς ἀγγέλους Σου. Δόξασε τὸν Υἱόν Σου «ἶνα καὶ ὁ υἱὸς σοῦ δοξάση σε». Ἄν ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος τῆς πρότασης φαίνεται πῶς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἰσότητά Τοὺς καὶ τὴν ἀμοιβαία συμμετοχὴ στὴν ἴση δύναμή τους. Ὁ Πατέρας δοξάζει τὸν Υἱὸ καὶ ὁ Υἱὸς δοξάζει τὸν Πατέρα, μὲ ἀδιαίρετη δύναμη καὶ ἀδιαίρετη ἀγάπη. «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (Α’ Ἰωάν. β’ 23). Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο: ὁ Υἱὸς φανέρωσε τὸν Πατέρα στὸν κόσμο. Τίποτα δὲ θὰ ξέραμε γιὰ τὸν Υἱὸ χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δὲ θὰ γνωρίζαμε γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰ ξέραμε ἂν δὲν τὸν φανέρωνε τὸ φῶς. Ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τὴ σύγκριση αὐτὴ καὶ ὀνομάζει τὸ Χριστὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρός)» (Ἐβρ. α’ 3). Ὁ Κύριος δὲ ζητᾶ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα λόγια:
«Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἶνα πᾶν ὁ δέδωκας αὐτῷ δώση αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ἴζ’ 2). Προσέξτε με ποιό τρόπο ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ δόξα Του: μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον ποὺ θὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα ποὺ ζητάει. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑτοιμάζουν ἕνα πικρὸ ποτήρι θλίψεων, γεμᾶτο μὲ βάσανα, ἱδρῶτα καὶ αἷμα, Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Ἡ ἀπάντησή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυκύτερο ψωμί. Κι ἀνέφερε ἀρκετὲς φορὲς ποὺ ὁ Πατέρας του ἔδωσε δύναμιν ἐπὶ πάσης σαρκός. «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς μοῦ» (Ματθ. ἰα’ 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15). Ἀλλὰ καὶ μετὰ τήν ‘Ἀνάστασή Τοῦ, ὅταν φανερώθηκε στοὺς μαθητές Του εἶπε: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή18). Ὅπως λοιπὸν εἶχε λάβει ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ὕπαρξη, ὁ Κύριος ζητάει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του ἐξουσία στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τίς ψυχὲς ἐκεῖνες ποὺ τὸν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ, νὰ τοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἀλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξουσία πάνω στὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιοδοσία σου τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχὴ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο, στὴ δημιουργία ἔλαβε μέρος ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γένεση (ἅ’ 26): «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν». Τώρα, ποὺ ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτῆρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, προσφεύγει στὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶναι αὐτονόητη καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουργία, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀποκλειστικὸ χάρισμα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώνια ζωὴ δηλῶνεται πῶς εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ ποὺ χαρίζει ὁ Θεός.
Ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνυπέρβλητη, μοναδική, ὅπως κι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνητο ἄνθρωπο ἀθάνατο εἶναι τόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ πράξη, ὅσο καὶ ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν πηλό.
«Αὕτη δὲ ἔστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἶνα γινώσκωσί σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὄν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. ἴζ’ 3). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπίγεια ζωή μας εἶναι ἀπαρχὴ καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ γιά μας ποὺ ζοῦμε ἀκόμα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στὴ μέλλουσα κατάστασή μας; «… ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὓς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (A΄ Κορ. β’ 9). Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυψε πνευματικὰ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κείνους ποὺ Τὸν εὐαρέστησαν. Ἡ μεγαλύτερη εὐφροσύνη ὅμως στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρέπει νὰ συνίσταται στὴ μέγιστη γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ παιδιὰ εἶχε πεῖ: «… οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ἰη’ 10).
Ἢ ἀκόρεστη θέαση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκὴς ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση καὶ χαρά, ἀέναη δοξολογία καὶ ἀγάπη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγελική, ποὺ ἁρμόζει καὶ στοὺς ἁγίους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «βλέπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α ́κόρ. ἴγ’ 12). Ἡ γνώση ποὺ ἔχουμε τώρα γιά το Θεὸ εἶναι μερική, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλήρης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πῶς ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει το Θεὸ ὅταν φτάνει μὲ τίς διεργασίες τοῦ νοῦ στὸ συμπέρασμα πῶς ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κατοικεῖ κάπου. Τὸ Θεὸ γνωρίζει ἐκεῖνος ποὺ νιώθει μέσα του ἀλλὰ καὶ γύρω του τὴ ζείδωρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν καρδιά, το νοῦ καὶ τὴν ψυχή του αἰσθάνεται τὴ μεγαλειώδη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή του.
Γιατί ὁ Χριστὸς τονίζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν πανθεϊσμὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρεία, νὰ βεβαιώσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε μέσῳ τοῦ Μωυσῆ: «Ἐγὼ εἶμι Κύριος ὁ Θεὸς σοῦ… οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἔξ. κ’ 2,3). Καὶ γιατί ἐπισημαίνει πῶς αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο μπορεῖ ν’ ἀποκαλυφθεῖ στὸ θνητὸ ἄνθρωπο, κι ἐπειδὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸ Χριστὸ μποροῦν νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. “Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους, «εἴ ἐμὲ ἤδειτε, καὶ τὸν πατέρα μοῦ ἤδειτε ἄν» (Ἰωάν. ἡ’ 19). ‘Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα πῶς τὸν Πατέρα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μόνο μέσῳ τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Ἐγὼ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ἰωάν. ἴζ’ 4). Τί σημαίνουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαίνουν πῶς αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐν σαρκί, ζῶντας ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο ποὺ ἔκανε καὶ τελείωσε ὁ Κύριος ἐν σαρκί, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του στὸ σταυρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λόγια ζωοποιά, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέτρητα θαύματα, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξαναγίνει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώνει τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Τοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή.
«Καὶ νὺν δόξασόν μὲ σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τὴ δόξη ἢ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ἴζ’ 5). Τί μποροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖνοι ποὺ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πλάσματά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴ δόξα ποὺ εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάποτε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ: «πρίν ‘Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἶμι» (Ἰωάν. ἡ’ 58). Εἶπε πῶς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τόν ‘Ἀβραάμ. Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρονες Ἰουδαίους, μὰ στὴν προσευχή Του εἶπε πῶς ὑπῆρχε καὶ μάλιστα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει περισσότερα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσευχή Του, τὸ ἀποκαλύπτει στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατί τώρα μόνο; Ἐπειδὴ γνωρίζει ὡς παντογνώστης πῶς ἡ προσευχή Του θὰ φτάσει στ’ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων μόνο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Τοῦ, τότε ποὺ θὰ εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν προαιώνια δόξα Του.
Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξα ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός» (Ἰωάν. ἅ’ 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πῶς «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15); Ἑπομένως ἡ δόξα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ δικὴ Τοῦ δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Τότε γιατί προσεύχεται στὸν Πατέρα νὰ τὸν δοξάσει; Δὲ ζητάει νὰ δοξαστεῖ ὡς πρὸς τὴ θεία Του φύση, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη. Γιὰ τὸν πλασμένο κόσμο ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι καινούργια, ὄχι ἡ θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του πρέπει νὰ θεωθεί, νὰ φτάσει στὴ θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεγγίσουμε τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στεφάνωμα ὅλων ὅσα ἔκανε ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εἰρήνευσης τοῦ ἀνθρώπου μέ το Θεό, ἡ εὐλογημένη υἱοθεσία τους ὡς κατὰ χάρη υἱῶν, μέσῳ τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου.
Πρόσεξε ἐπίσης ποιά σπουδαία στιγμὴ διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Πατέρα καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Κι αὐτὸ ἔγινε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτελείωσα καὶ δέδωκάς μοὶ ἶνα ποιήσω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθαρὴ καὶ σαφὴς διδασκαλία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πῶς, γιὰ νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση ἀπό το Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ τηρήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πῶς, στὸ τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν «μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ… τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ἴστ’27). Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, γιατί θὰ λάβουν ὡς ἀνταπόδοση ἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκαμαν, θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου.
«Ἐφανέρωσὰ σου τὸ ὄνομα τοὺς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δεδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι» (Ἰωάν. ἴζ’ 6). Ποιό εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνομα «Πατέρας». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο τόσο στοὺς εἰδωλολάτρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι μιὰ ὁλότελα καινούργια ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. Οἱ προφῆτες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν το Θεὸ μὲ τὰ ὀνόματα «Θεός», «Δημιουργός», «Κύριος», «Βασιλιᾶς», «Κριτής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸν ἤξεραν ὡς «Πατέρα». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Κανένας θνητὸς ἄνθρωπος δὲ θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαλύψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιατί κανένας θνητὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὴν πατρότητα τοῦ Δημιουργοῦ Του, ζῶντας κάτω ἀπό το ζυγὸ τοῦ σκότους καὶ τοῦ τρόμου, τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς, ἀκόμα κι ἂν τὸ ἐκφράσει μὲ τὴ γλῶσσα του, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱὸς μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσει το Θεὸ «Πατέρα». «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. ἅ’ 18).
Σὲ ποιόν ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὸ γλυκύτατο αὐτὸ ὄνομα τοῦ «Πατέρα»; Στοὺς ἀνθρώπους, οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχολιαστὲς νομίζουν πῶς τόνισε ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους, τοὺς «οὐράνιους ἀνθρώπους», ἀλλὰ στοὺς συνηθισμένους, τοὺς ἐπίγειους ἀνθρώπους. Ὁπωσδήποτε ὅμως φαίνεται πιὸ ὀρθὸ νὰ θεωρήσουμε πῶς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς μαθητές Του, τόσο μὲ τὴ στενὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέει στὴ συνέχεια στὴν προσευχή Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ἴζ’ 20). Τὸ σκεπτικὸ ἐκείνων ποὺ ἰσχυρίζονται πῶς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ «προορισμός», ποὺ διακρίνουν στὰ λόγια τοῦ Χριστου προειλημμένη ἀπόφαση σωτηρίας ἢ καταδίκης, εἶναι ἐντελῶς ἀβάσιμο.
«Σοὶ ἦσαν καὶ ἔμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» (Ἰωάν. ἴζ’ 6). Δηλαδή, δικοὶ Σοῦ ἦταν ὡς πλάσματα καὶ δοῦλοι, Σὲ γνώριζαν μόνο ὡς Δημιουργὸ καὶ Κριτή. Τώρα ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ Ἐμένα τὸ γλυκύτερο καὶ ἀγαπητὸ ὄνομὰ Σου, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ Μένα κατὰ χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδωσες ὡς σκλάβους, γιὰ νὰ τοὺς παραδώσω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπόδειξαν πῶς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, γιατί τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς μαθητές Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Καὶ συνεχίζει τὰ ἐγκώμιά Του:
«Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοὶ παρὰ σοῦ ἔστιν» (Ἰωάν. ἴζ’ 7). Οἱ πονηροὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ συκοφαντοῦσαν τὸν Κύριο, ἔλεγαν πὼς εἶχε δαιμόνιο καὶ πῶς ἡ θαυματουργική του δύναμη προερχόταν ἀπὸ τὸν Βεελζεβούλ, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Πρέπει νά ‘χουμε κατὰ νοῦ πῶς ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ὑπῆρχε κάποια σύγχυση καὶ διαφωνία γιὰ τὸ Χριστό: Ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ὄχι; Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς ἀποστόλους ποὺ πίστευαν πῶς ἦταν Θεός. Πάντα ὅσα δέδωκάς μοι, δηλαδή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.
«Ὅτι τὰ ρήματα ἅ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ἴζ’ 8). Μὲ τὰ ρήματα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέργεια τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τὴν εἶχαν ἤδη δοκιμάσει οἱ μαθητὲς ὅλο τὸ διάστημα ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πειστεῖ πῶς ὅλη ἡ σοφία καὶ ἡ δύναμή Τοῦ ἦταν ἀπό το Θεό.
«Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ: οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτώ, ἀλλὰ περὶ ὤν δέδωκάς μοι, ὅτι σοὶ εἰσί» (Ἰωάν. ἴζ’ 9). Μήπως αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; Οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρὸ αὐτόν, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος. Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πῶς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁ σπόρος ποὺ θὰ σπαρεὶ θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρὸ κι ὄχι γιὰ τὸν ἄγονο κι ἀκαλλιέργητο;
Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τίς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τίς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Οἱ προσπάθειές τους ὅμως γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία.
Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰν ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ ποὺ σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς καὶ ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει ὅμως καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τοὺς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ σπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου.
«Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σὰ ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 10). Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά Του, ὁ Υἱὸς εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἴσος στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀθανασία ἴσος στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιοσύνη. Στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ὅμως, ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱὸ εἶναι τοῦ Γεννήτορα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριότητα καὶ ἡ αὐθεντία σ’ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου ἀνήκουν ἐξίσου καὶ ἀδιαίρετα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων εἶναι μιὰ ἀόρατη μονάδα, των ὑποστάσεων εἶναι ἀσύγχυτη Τριάδα. Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σὰ ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκουν στὸν Πατέρα ὅπως ἀνήκουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρίτερα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοί αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τώρα λέει καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σὰ ἐστι καί τα σὰ ἐμά; Ἐπειδὴ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατέρα τους εἶχε παραλάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς ἀκατέργαστο ὑλικὸ κι ὁ ἴδιος τοὺς ἐπεξεργάστηκε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τώρα τοὺς παραδίδει ξανά καλλιεργημένους καὶ λυτρωμένους στὸν Πατέρα Του. Ἑπομένως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέρα εἶναι δικά Του κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέρα.
Ὅπως εἶναι δύσκολο νὰ μοιράσεις τὴν ἀγάπη δυό ἀνθρώπων ποὺ ἀγαπιοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοιράσεις αὐτὸ ποὺ ἀνήκει ξεχωριστὰ στὸν καθένα. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης: «καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Κι ὡς ἄνθρωπος δοξάζεται ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν ἀγγέλων. ‘Ἀπὸ τί ἐγκωμιάζεται ἕνα δέντρο ἂν ὄχι ἀπὸ τοὺς καρπούς του; Ὁ Κύριος δὲ ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Τοῦ ἀπὸ τοὺς καρπούς Του – τοὺς μαθητές Του – ποὺ τὸν ἀκολούθησαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγάπη καὶ ζῆλο. Ὑπάρχουν γονεῖς ποὺ ζητοῦν μεγαλύτερη δόξα ἀπ’ αὐτὴν ποὺ τοὺς δίνουν τὰ παιδιά τους; Ἢ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ παιδιά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.
«Καὶ οὐκέτι εἶμι ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμο εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ὦ δέδωκάς μοι, ἶνα ὦσιν ἔν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 11). Γιατί λέει ὁ Κύριος πῶς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπειδὴ τέλειωσε τὸ ἔργο του καὶ τώρα πιὰ περιμένει νὰ ὑποστεῖ τὸ ἔσχατο καὶ μέγιστο πάθος, νὰ σφραγίσει τὸ τελειωμένο ἔργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.
Προσέξτε μὲ πόση ἀγάπη προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του! Καμιὰ μητέρα δὲ θὰ προσευχόταν μὲ τόση στοργὴ γιὰ τὰ παιδιά της. Πάτερ ἅγιε, τήρησαν αὐτούς. Τοὺς ἀφήνει ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους. Ἄν δὲν τοὺς προστάτευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ τοὺς εἶχαν κατασπαράξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέρας. Γίνου δικός τους Πατέρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μέ την πατρική Σου ἀγάπη στήριξή τους καὶ προστάτεψέ τους ἀπὸ τοὺς κακοὺς λύκους, ὁδήγησέ τους, ἶνα ὦσιν ἔν καθὼς ἤμείς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνότητα δὲ θὰ δεῖς μόνο τὴν πανίσχυρη δύναμη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ διαφέρουν μόνο στὰ πρόσωπα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολλὰ καὶ διάφορα τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἕνας στὴν ἀγάπη, τὸ θέλημα καί το νοῦ.
Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοὶ ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἶνα ἢ γραφὴ πληρωθῆ» (Ἰωάν. ἴζ’ 12). Κανένας ἀπ’ ὅσους διάλεξε ὁ Κύριος δὲ θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ στὴ Γραφή. Ὁ Ἰούδας βέβαια δὲ χάθηκε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἀπίστησε στὸ Θεὸ καὶ λάτρεψε τὸ χρῆμα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουν γραφεῖ τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰούδα: «Ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ’ ἐμὲ πτερνισμόν» (Ψαλμ. μ’10), τὸ ὁποῖο χωρίο ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. ἴγ’ 18). «Καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» (Ψαλμ. ρή’ 8), ἀναφέρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν στὸν Ἰούδα. Ἔφαγε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπειτα σήκωσε τὴν φτέρνα ἐναντίον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὁ τρώγων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῇρεν ἐπ’ ἐμὲ τὴν πτέρναν» (Ἰωαν. ἴγ’ 18). Καὶ μετὰ τὴν προδοσία του ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε κι ὁ Ματθίας πῆρε τὴν ἀποστολικὴ θέση του. Καὶ τελειώνει ὁ Κύριος:
«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προσευχὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο προτοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τοὺς μαθητές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνωρίζει πῶς τὸν περιμένει ὁ θάνατος κι ὁ τάφος. Δὲ μιλάει γι’ αὐτὸ ὅμως στὸν ἀθάνατο Πατέρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνατος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλάει γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα Του – νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι – στὴν αἰώνια δόξα – τὴ δόξη ἢ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλιστα πεπληρωμένην. Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ ἔχει ὁ ὑπάκουος γιὸς ὅταν ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρηνοποιοῦ, ποὺ ἡ δική του ἐσωτερικὴ καὶ θεϊκὴ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ παραληρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοικοκύρη, ποὺ ἀφοῦ καθάρισε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργωσε καὶ τὸν ἔσπειρε, ὕστερα βλέπει τὸν καρπὸ ν’ ἀναπτύσσεται, νὰ ὡριμάζει καὶ ν’ ἀποδίδει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικητῆ, ποὺ κατατρόπωσε ὅλους τοὺς ἐχθρούς του καὶ χάρισε τὴ δύναμη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νά ‘ναι νικητὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Εἶναι τελικὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεοφίλητης καρδιᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγάπη καὶ δύναμη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πληρότητα τῆς ἐκείνη ποὺ ζητοῦσε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθητές Του προτοῦ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπό το θάνατό Τοῦ εἶχε τὴν ἄμεση καὶ πλήρη προσοχὴ τοῦ Πατέρα Του. Τ’ ἀποτελέσματά της φάνηκαν σύντομα. Τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του ὁ πρωτομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀρχιδιάκονος Στέφανος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἐστώτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ’ 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει πῶς ὁ Θεὸς «ἐκάθισεν (τὸ Χριστὸ) ἕν δεξιὰ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος όνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντα καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. ἅ’ 20-22). Αὐτὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξελίχτηκαν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἀναφέρεται πῶς «ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν» (Πράξ. ἅ’ 14) καὶ «τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἢν ἢ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ’ 32).
Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ἢ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς ἀποστόλους -ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀναφέρεται σ’ αὐτούς- ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν ἢ θὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἑπομένως ἦταν καί γιὰ τοὺς ἅγιους πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Τήρησαν αὐτούς, προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα Του. Κι ὁ Πατέρας τοὺς τήρησε καὶ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τίς πλάνες τοῦ ‘Ἀρείου. Τοὺς φώτισε, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τοὺς ἐνίσχυσε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως ἔγινε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε βαφτιστεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ποὺ μάθαμε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους τὸ σωτήριο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρα μας.
Ἀδελφοί μου! Σκεφθεῖτε πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Τοῦ, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, σκέφτηκε καί σας, προσευχήθηκε στὸ Θεὸ γιά σας! Εὔχομαι ἡ παντοδύναμη αὐτὴ προσευχὴ νὰ σᾶς προστατεύει καὶ νὰ σᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώσει τίς καρδιὲς καὶ τίς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰ δοξολογοῦμε ἑνωμένοι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.