Ἡ ἀκατανόητη ἀπόφαση τῆς Πρωτοδίκη Φλώρινας γιὰ τὸ Σωματεῖο «Κέντρο Μακεδονικῆς Γλώσσας στὴν Ἑλλάδα»

Ἡ ἀκατανόητη ἀπόφαση τῆς Πρωτοδίκη Φλώρινας γιὰ τὸ

Σωματεῖο «Κέντρο Μακεδονικῆς Γλώσσας στὴν Ἑλλάδα»

τῆς Βασιλικῆς Θάνου, Προέδρου Ἀρείου Πάγου ἐπίτ., πρώην Πρωθυπουργοῦ

Οἱ δικαστικὲς ἀποφάσεις εἶναι σεβαστές. Ἐπιτρέπεται ὅμως, ἢ μᾶλλον ἐπιβάλλεται ἡ κριτική τους, ὅταν ἡ κρίση τοῦ Δικαστῆ εἶναι καταφανῶς ἐσφαλμένη. Ἡ Πρωτοδίκης Φλώρινας, μὲ τὴν ὑπ᾽ ἀρ. 41/2023 ἀπόφασή της, ἐπικύρωσε τὴν ἀναγνώριση τοῦ Σωματείου «Κέντρο Μακεδονικῆς Γλώσσας στὴν Ἑλλάδα». Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δικαιολογημένα προκαλεῖ πλεῖστα ἐρωτηματικά, διότι:

I) Πολλὲς Ἑνώσεις καὶ Σύλλογοι, πολιτιστικοὶ καὶ πατριωτικοί, ἀπὸ τοὺς πλέον ἱστορικοὺς στὴ Μακεδονία καὶ στὴν Ἑλλάδα γενικότερα, σκοπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ προστασία τῆς ἐθνικῆς κληρονομιᾶς καὶ ἡ προάσπιση τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων εἶχαν ἀσκήσει πρόσθετη παρέμβαση ὑπὲρ τῆς ἀνακοπῆς τῆς Εἰσαγγελέως Φλώρινας, ζητώντας τὴν ἀκύρωση τῆς ἀπόφασης ἀναγνώρισης τοῦ ἐπίμαχου Σωματείου. Μεταξὺ αὐτῶν ἡ «Ἑ­ταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν», ὁ «Σύν­δεσμος Προάσπισης Μακεδονίας-Θράκης», ὁ «Φιλεκπαιδευτικὸς Σύλλογος Φλώρινας ὁ Ἀριστοτέλης», ἡ «Ἕνωση Ἀποστράτων Ἀξιωματικῶν Στρατοῦ».

Ἡ πρωτοδίκης ἀπέρριψε ὅλες αὐτὲς τὶς πρόσθετες παρεμβάσεις, ὡς ἀπαράδεκτες, μὲ τὴ λακωνικότατη φράση ὅτι «δὲν στοιχειοθετεῖται ἄμεσο ἔννομο συμφέρον» χωρὶς ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτιολογία. Ἔτσι, ἔθεσε, ἐξ ἀρχῆς, ἐκτὸς δίκης ὅλους τοὺς ὡς ἄνω παρεμβαίνοντες, μὲ τὴν αὐθαίρετη κρίση ὅτι οἱ ὡς ἄ­νω Σύλλογοι καὶ τὰ ἑκατοντάδες μέλη αὐτῶν, ὅλοι Ἕλληνες στὴν ἰθαγένεια καὶ Μακεδόνες στὴν καταγωγή, δὲν ἔχουν τό, κατ᾽ ἀντικειμενικὴ νομικὴ λογική, αὐ­τονόητο καὶ αὐταπόδεικτο ἔννομο συμφέρον, νὰ παρέμβουν στὴν δίκη, ἂν καὶ ἐπικαλοῦνται ὅτι πλήττονται τὰ ἐθνικὰ συμφέροντα καὶ ἡ ἐθνική τους συνείδηση ἀπὸ τοὺς ἀντεθνικοὺς σκοποὺς τοῦ ἐπίμαχου Σωματείου.

II) Στὴν συνέχεια, ἐρευνώντας τὴν οὐσία τῆς ὑπόθεσης, ἡ Δικαστὴς υἱοθετεῖ πλήρως ὅλους τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ ἐν λόγῳ Σωματείου καὶ ἀντίθετα ἀπορρίπτει στὸ σύνολό τους ὅλους τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ἀνακόπτουσας Εἰσαγγελέως Πρωτοδικῶν Φλώρινας καὶ τοῦ τριτανακόπτοντος Σωματείου «Παμμακεδονικὴ Ἕνωση Μακεδονικοῦ Ἀγώνα Ἑλλάδος – Αὐστραλίας». Εἰδικότερα, δέχεται μέν, ὅτι τὸ ἐπίμαχο Σωματεῖο, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναγνώρισή του, τὸν Ἰούλιο τοῦ 2022, ἀνάρτησε στὴν ἐπίσημη ἱστοσελίδα του καὶ σὲ ἄλλες ἱστοσελίδες κείμενο, στὸ ὁποῖο ἀναγράφεται ρητῶς ὅτι οἱ σκοποί του εἶναι:

«ἡ ὑποστήριξη τῆς ἀναγνώρισης τῆς Μακεδονικῆς γλώσσας ὡς μειονοτικῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης τῆς ἐπικύρωσης ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τῆς Σύμβασης πλαισίου γιὰ τὴν προστασία τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων καὶ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ χάρτη γιὰ τὶς μειονοτικὲς γλῶσσες, ἡ διεξαγωγὴ δημόσιας ἐκστρατείας γιὰ τὴν προώθηση τῆς δημόσιας χρήσης τῆς Μακεδονικῆς γλώσσας στὴν Ἑλλάδα καὶ τῆς χρήσης τῶν παραδοσιακῶν τοπωνυμίων στὴ Βό­­ρεια Ἑλλάδα καὶ ἡ τεκμηρίωση παραβι­άσεων τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ ρητορικῆς μίσους ἀπὸ τὶς (ἑλληνικὲς) ἀρχὲς ἐναντίον ἐθνοτικῶν Μακεδόνων στὴν Ἑλλάδα».

Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτό, κατὰ τὴν λογικὴ κρίση κάθε μέσου συνετοῦ ἀνθρώπου, ἀποδεικνύεται ἀδιαμφισβήτητα ὅτι οἱ σκοποὶ τῶν μελῶν τοῦ Σωματείου εἶναι ἐξ ἀρχῆς νὰ παρουσιάσουν ψευδῶς στὸ ἐσωτερικὸ καὶ στὴ διεθνῆ κοινότητα ὅτι ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ὑπάρχει γλωσσικὴ μειονότητα καὶ ἐθνικὴ μειονότητα Μακεδονική. Παραδόξως ὅμως, κατὰ τὴν κρίση τῆς Πρωτοδίκη, τὸ κείμενο αὐτό, στὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο ρητὸ καὶ σαφῆ διατυπώνονται οἱ προθέσεις τῶν μελῶν τοῦ ἐπίμαχου σωματείου, δὲν ἀρ­­κοῦν γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν οἱ ὡς ἄνω προπαγανδιστικοὶ στόχοι τους. Ὁμοίως, κατὰ τὴν κρίση της Πρωτοδίκη, δὲν ἀρκοῦν γιὰ τὴν ἀπόδειξη τοῦ σκοποῦ τοῦ Σωματείου, οὔτε οἱ ἐπίμονες ἐνέργειες τῶν μελῶν του, μὲ διαδοχικὲς καὶ συνεχεῖς, ἀπὸ τὸ ἔτος 2017, αἰτήσεις τῶν ἰδί­ων προσώπων ἐνώπιον τοῦ Πρωτοδικείου Φλώρινας γιὰ τὴν ἀναγνώριση Σω­ματείου «Μακεδονικῆς γλώσσας», οἱ ὁ­ποῖες ὅλες ἀπορρίφθηκαν καὶ τὶς ὁ­ποῖες ἀποσιωπᾶ πλήρως, ἐνῶ ὄφειλε νὰ τὶς γνωρίζει καὶ νὰ τὶς συνεκτιμήσει.

Ὅλες οἱ αὐτὲς οἱ ἀδιαμφισβήτητες ἀ­ποδείξεις συνιστοῦν κατὰ τὴν κρίση της «ἁπλὲς ὑπόνοιες καὶ ἐντυπώσεις», σχετικὰ μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ ἐπίμαχου Σωματείου. Οὔτε τέλος, κατὰ τὴν κρίση τῆς πρωτοδίκη, ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῶν ἐπιδιώξεων τῶν μελῶν του ὁ, κατ᾽ ἀντικειμενικὴ κρίση, ἄκρως ὑπερβολικὸς στόχος τους, νὰ διδάσκεται στὰ ἑλληνικὰ δημόσια σχολεῖα καὶ Πανεπιστήμια ἡ γλῶσσα ἑνὸς μικροῦ γειτονικοῦ κράτους. Εὐλόγως διερωτᾶται κάποιος πόσο πιὸ ἀπροκάλυπτα ἔπρεπε νὰ ἐνεργοῦν καὶ νὰ ἐκφράζονται τὰ μέλη τοῦ ἐ­πίμαχου Σωματείου, γιὰ νὰ κρίνει ἕνας ἀντικειμενικὸς δικαστὴς ὅτι ἀποδεικνύ­ονται οἱ προφανεῖς σκοποί τους γιὰ προ­σπάθεια παρουσίασης δῆθεν ὕπαρξης στὴν Ἑλλάδα γλωσσικῆς – μακεδονικῆς μειονότητας.

III) Περαιτέρω, ἀπομονώνει, κατὰ τρό­πο ἀποσπασματικὸ καὶ ἐπιλεκτικό, ὁρισμένα τμήματα ἀπὸ κάποιες ἀποφάσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καὶ συγχρόνως παραβλέπει καὶ παρακάμπτει τόσο τὴν πάγια νομολογία τοῦ Ἀρείου Πάγου, ὅσο καὶ ἀποφάσεις τοῦ ὡς ἄνω Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου, καθὼς καὶ τὶς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καὶ τῆς ΕΣΔΑ, ποὺ προβλέπουν ὅτι ἡ σωματειακὴ ἐλευθερία ὑπόκειται σὲ περιορισμούς, ὅταν οἱ δραστη­ριότητες ἢ προθέσεις τοῦ Σωματείου, ποὺ ἐκδηλώνονται ρητῶς ἢ σιωπηρῶς, θέτουν σὲ κίνδυνο τοὺς θεσμοὺς τοῦ Κράτους ἢ τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ἐλευθερίες τρίτων.

Ἐπισημαίνεται ὅτι μὲ τὴν ἀπόφαση ἀνεπιτρέπτως σχολιάζονται, κατὰ τρόπο ἀρνητικὸ καὶ μειωτικὸ καὶ καθόλου ἀ­παραίτητο, οἱ πρὸς τὸν μάρτυρα ἐρωτήσεις καὶ οἱ ἰσχυρισμοὶ τῆς ἀνακόπτουσας Εἰσαγγελέως Πρωτοδικῶν, μὲ τὶς λέ­ξεις «ἀνεδαφικοὶ καὶ τοὐλάχιστον μὴ πειστικοί».

Τέλος ἀπορίας ἄξιον εἶναι ὅτι ἡ Πρωτοδίκης ἀναγράφει στὴν ἀπόφασή της κάτι ἰδιαίτερα ἀσύνηθες καὶ καθόλου ἀ­ναγκαῖο. Δηλαδή, ὅτι ἡ κρίση της εἶναι, ὅπως ἁρμόζει γιὰ τὸν ἑκάστοτε δικάζοντα Δικαστή, ἀνεξάρτητη, ἀμερόληπτη, χωρὶς νὰ ὑποκύπτει σὲ τυχὸν ἀθέμιτες πιέσεις ἢ πολιτικοποιήσεις καὶ χωρὶς σκοπιμότητες. Δικαιολογημένα θὰ διερωτηθεῖ κάποιος, γιὰ ποιό λόγο προσπαθεῖ νὰ πείσει γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς κρίσης της καὶ γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία της. Καί, ἐπίσης δικαιολογημένα, θὰ ὑποθέσει κάποιος ὅτι ὑπονοεῖ σαφῶς (καὶ ὅ­λως ἀντιδεοντολογικὰ) ὅτι τόσο ἡ ἀνακόπτουσα Προϊσταμένη Εἰσαγγελέας Φλώρινας, ὅσο καὶ ἡ παρεμβαίνουσα Περιφέρεια Δυτικῆς Μακεδονίας, κα­θὼς καὶ τὰ δεκάδες ἑλληνικὰ σωματεῖα, ποὺ ἄσκησαν τριτανακοπὲς ἢ παρεμβάσεις, κινοῦνται μὲ σκοπιμότητες καὶ μὲ πολιτικὰ κίνητρα.

Ἀπὸ τὸ ἔτος 1990, ὁπότε κατατέθηκε ἡ πρώτη αἴτηση, γιὰ τὴν ἀναγνώριση ὁ­μοειδοῦς Σωματείου, μὲ σκοπὸ «τὴ διατήρηση καὶ καλλιέργεια τῆς μακεδονικῆς γλώσσας» καὶ μετὰ τὶς ἐπακολουθήσασες πλεῖστες ἄλλες ὅμοιες αἰτήσεις, ἀπορρίφθηκαν ὅλες, σὲ ὅλα τὰ Δικαστήρια μέχρι καὶ τὸν Ἄρειο Πάγο. Ἡ σχολιαζόμενη ἀπόφαση τοῦ Πρωτοδικείου Φλώ­­ρινας, εἶναι ἡ μόνη ἀπόφαση, ἡ ὁποία γιὰ πρώτη φορά, καὶ καταφανῶς ἐσφαλ­μένα, δέχθηκε ὅτι οἱ ἐν λόγῳ σκοποὶ τοῦ Σωματείου εἶναι νόμιμοι.