ΚΥΡΙΑΚΗ B΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (18/6/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Προς Ρωμαίους, κεφάλαιο Β΄, εδάφια 10-16
10 Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι· 11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 13 Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 14 Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν.Τρεμπέλα
10 Δόξα και τιμή και ειρήνη θα αποδοθεί σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται το καλό, τόσο στον Ιουδαίο κατά πρώτο λόγο, όσο και στον ειδωλολάτρη. 11 Θα συμβούν τα ίδια στους Ιουδαίους και στους ειδωλολάτρες, διότι δεν χαρίζεται σε πρόσωπα ο Θεός. 12 Και γι’ αυτό όσοι αμάρτησαν χωρίς να έχουν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα καταδικαστούν σε απώλεια χωρίς να έχουν κατήγορο τον νόμο αυτό. Και όσοι αμάρτησαν ενώ είχαν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα κριθούν με βάση τον νόμο αυτό. 13 Διότι δίκαιοι ενώπιον του Θεού είναι όχι όσοι ακούν απλώς την ανάγνωση του θείου νόμου, αλλά όσοι τηρούν τον νόμο˙ αυτοί θα αναγνωριστούν δίκαιοι. 14 Διότι όταν κάποιοι από τους εθνικούς, που δεν έλαβαν από τον Θεό γραπτό νόμο, θεοσεβείς άνθρωποι, οδηγούμενοι από τον έμφυτο ηθικό νόμο, κάνουν ό,τι προστάζει ο γραπτός νόμος, οι άνθρωποι αυτοί, αν και δεν έχουν γραπτό νόμο, έχουν ως νόμο τον ίδιο τον εαυτό τους, δηλαδή τη συνείδησή τους. 15 Το έργο που κάνει ο νόμος να διαφωτίζει τους ανθρώπους να διακρίνουν το καλό απ’ το κακό, αυτό το έργο οι εθνικοί αυτοί αποδεικνύουν ότι το έχουν γραμμένο στις καρδιές τους. Και αυτό συμβαίνει όταν η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σε αυτούς για κάθε πράξη και οι εσωτερικοί τους λογισμοί αναμεταξύ τους κατηγορούν ή και καμιά φορά απολογούνται. 16 Και θα ανακηρυχθούν δίκαιοι οι τηρητές του νόμου την ημέρα που θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο που κηρύττω. Και θα τις κρίνει διαμέσου του Ιησού Χριστού ως υπέρτατου Κριτή.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφ. Δ΄, εδάφια 18-22
18 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· 19 καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 20 Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. 21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. 22 Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
18 Και ενώ περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, τον οποίο κατόπιν ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα, τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη θάλασσα, διότι ήταν ψαράδες. 19 Και τους λέει: «Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω ικανούς να ψαρεύετε αντί για ψάρια ανθρώπους. Αυτούς θα ελκύετε στη βασιλεία των ουρανών με τα πνευματικά δίχτυα του κηρύγματος». 20 Και αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα τους και Τον ακολούθησαν. 21 Και αφού προχώρησε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβο, τον γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη τον αδελφό του, να ετοιμάζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Και τους κάλεσε. 22 Και αυτοί αμέσως άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και Τον ακολούθησαν.
KYΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ρωμ. 2,10-16]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἓλληνι (:Δόξα και τιμή και ειρήνη θα αποδοθεί σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται το καλό, στον Ιουδαίο πρώτα αλλά και στον ειδωλολάτρη Έλληνα)»[Ρωμ.2,10].
Ποιον «Ιουδαίο» εννοεί εδώ ο απόστολος Παύλος ή για ποιους «Έλληνες» μιλάει; Για αυτούς που έζησαν πριν από την ενανθρώπηση του Χριστού· γιατί ο λόγος του αποστόλου δεν έφθασε ακόμη στα χρόνια της χάριτος, αλλά μένει ακόμη στα προηγούμενα χρόνια, προκαθορίζοντας από μακριά και εξαφανίζοντας τη διαφορά του ειδωλολάτρη και του Ιουδαίου, ώστε, όταν το κάνει αυτό στον καιρό της χάριτος, να μη φανεί πια ότι επινοεί κάτι το νέο και ενοχλητικό. Εάν λοιπόν στα προηγούμενα χρόνια, όταν δεν έλαμψε ακόμη η τόσο μεγάλη χάρη, όταν τα πράγματα των Ιουδαίων ήταν σε όλους σεβαστά και ξακουστά και λαμπερά, δεν υπήρχε καμία διαφορά, ποιον λόγο θα μπορούσε να πει στη συνέχεια ύστερα από την τόσο μεγάλη φανέρωση της χάρης; Γι’ αυτό ακριβώς και με πολλή φροντίδα το ετοιμάζει αυτό· γιατί πραγματικά ο ακροατής, αφού μάθει ότι αυτό επικρατούσε στα προηγούμενα χρόνια, θα το παραδεχτεί αυτό πολύ περισσότερο μετά την πίστη.
«Ἓλληνες» όμως εδώ λέγει όχι τους ειδωλολάτρες, αλλά τους θεοσεβείς, εκείνους που πείθονταν στον φυσικό νόμο της συνειδήσεως, εκείνους που δεν τηρούσαν βέβαια τις εντολές που είχαν δοθεί από τον Θεό στους Ιουδαίους μέσω του μωσαϊκού νόμου, τηρούσαν όμως όλα αυτά που συντελούσαν στην ευσέβεια. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Μελχισεδέκ, τέτοιος ήταν ο Ιώβ, τέτοιοι ήταν οι Νινευίτες, τέτοιος ήταν ο Κορνήλιος. Ήδη λοιπόν υπονομεύει από πριν τη διαφορά της περιτομής και της ακροβυστίας και από πολύ νωρίτερα εξαφανίζει αυτή τη διαφορά, ώστε και χωρίς υποψία να κάμει αυτό και από άλλη ανάγκη να τους οδηγήσει σε αυτό το συμπέρασμα που επιθυμεί να τους διδάξει, πράγμα που πάντοτε είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύνεσης του αποστόλου. Εάν λοιπόν φανέρωνε αυτό στα χρόνια της χάριτος, θα φαινόταν πως ο λόγος ήταν πολύ ύποπτος, ενώ το να αλλάξει τον λόγο γι’ αυτούς με βάση το συμπέρασμα εκείνο, την ώρα που μιλούσε για την κακία και την πονηρία που επικρατούσε στον κόσμο, έκανε ανύποπτη τη διδασκαλία.
Και ότι θέλει αυτό και γι’ αυτό το παρουσίασε έτσι, είναι φανερό από εκεί· γιατί, εάν δεν προσπαθούσε να αποδείξει αυτό, ήταν αρκετό, λέγοντας, ότι «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ (:και σύμφωνα με την σκληρότητά σου και την αμετανόητη καρδιά σου, που δεν συγκινείται από την τόση καλοσύνη του Θεού, μαζεύεις εναντίον του εαυτού σου θησαυρούς οργής, που θα εξαπολυθούν εναντίον σου την ημέρα που θα ξεσπάσει η θεία οργή και θα αποκαλυφθεί η δίκαια κρίση του Θεού)»[Ρωμ.2,5], να σταματήσει το θέμα αυτό· γιατί πραγματικά είχε ολοκληρωθεί. Επειδή όμως δεν ήταν τούτο το ζητούμενο για τον απόστολο Παύλο, να μιλήσει δηλαδή μόνο για τη μέλλουσα κρίση, αλλά και να δείξει ότι ο Ιουδαίος δεν έχει τίποτε περισσότερο από έναν τέτοιον Έλληνα, για να μην υπερηφανεύεται, προχωρεί στα επόμενα, και χρησιμοποιεί την τάξη. Πρόσεχε όμως. Φοβέρισε τον ακροατή, υπενθύμισε σε αυτόν τη φοβερή ημέρα, είπε πόσο κακό είναι να ζει κανείς μαζί με την πονηρία, έδειξε πως κανείς δεν αμαρτάνει από άγνοια ούτε χωρίς τιμωρία, αλλά και αν ακόμη δεν τιμωρηθεί τώρα, θα τιμωρηθεί οπωσδήποτε. Έτσι στη συνέχεια θέλει να αποδείξει πως η διδασκαλία του νόμου δεν ήταν από τα πολύ επείγοντα πράγματα, γιατί η κόλαση και η τιμή βρίσκονται στα έργα, και όχι στην περιτομή και την ακροβυστία.
Επειδή λοιπόν είπε πως οπωσδήποτε θα τιμωρηθεί ο Έλληνας και το θεώρησε αυτό σαν δεδομένο, και από αυτό απέδειξε ότι και θα τιμηθεί, ως περιττά πλέον φανέρωσε στη συνέχεια και τον μωσαϊκό νόμο και την περιτομή· διότι εδώ μάχεται ιδιαίτερα τους Ιουδαίους. Επειδή λοιπόν εκείνοι ήταν περισσότερο φιλόνικοι, πρώτα με το να έχουν από υπερηφάνεια την αξίωση να μην συναριθμούνται μαζί με αυτούς που προέρχονταν από τους εθνικούς· δεύτερο, με το να περιγελούν, εάν η πίστη εξαφανίζει όλα τα αμαρτήματα, γι’ αυτό κατηγόρησε πρώτα τους Έλληνες[βλ. Ρωμ.2,9: «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος(:Θλίψη και στεναχώρια, θα πέσει σε κάθε άνθρωπο που επιμένει να εργάζεται το κακό, τόσο στον Ιουδαίο κατά πρώτο λόγο, όσο και στον ειδωλολάτρη)»], για τους οποίους μιλάει, ώστε χωρίς υποψία και με παρρησία να φθάσει στους Ιουδαίους.
Έπειτα, αφού ήρθε ο λόγος στην εξέταση για την κόλαση, δείχνει πως όχι μόνο δεν ωφελείται καθόλου ο Ιουδαίος από τον μωσαϊκό νόμο, αλλά και επιβαρύνεται. Και αυτό το αποδεικνύει από τα προηγούμενα. Εάν λοιπόν ο Έλληνας είναι γι’ αυτό αναπολόγητος, επειδή δεν έγινε καλύτερος, παρά το ότι η συνείδηση και οι σκέψεις του τον οδηγούσαν σε αυτό, πολύ περισσότερο θα είναι ο Ιουδαίος, αφού πήρε μαζί με αυτά και τη διδασκαλία από τον μωσαϊκό νόμο που δεν εφάρμοσε. Αφού έπεισε λοιπόν τον Ιουδαίο ακροατή του εύκολα να δεχθεί τη σκέψη αυτή στα αμαρτήματα των άλλων, τον αναγκάζει στη συνέχεια και χωρίς τη θέλησή του να κάνει αυτό και στα δικά του αμαρτήματα.
Και για να γίνει εύκολα δεκτός ο λόγος, τον οδηγεί και στα πιο αγαθά, λέγοντας τα εξής: «Δόξα από τον Θεό, τιμή και έπαινος, ειρήνη και χαρά θα δοθεί σε καθένα, που εργάζεται το αγαθό, στον Ιουδαίο πρώτα αλλά και στον ειδωλολάτρη»· γιατί εδώ βέβαια, όσα καλά και αν έχει κανείς, τα έχει με πολλές ταραχές, και αν ακόμη είναι πλούσιος ή άρχοντας ή βασιλιάς. Και αν όχι προς άλλον, τουλάχιστο επαναστατεί προς τον εαυτό του πολλές φορές και στις σκέψεις του έχει πολύ πόλεμο. Εκεί όμως δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, αλλά τα πάντα είναι γαλήνια και χωρίς ταραχή και έχουν τη γνήσια ειρήνη.
Αποδεικνύοντας λοιπόν από τα προηγούμενα ότι και εκείνοι που δεν είχαν νόμο, θα απολαύσουν τα ίδια, προσθέτει και ένα συλλογισμό, λέγοντας έτσι: «Οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ (:Θα συμβούν τα ίδια στους Ιουδαίους και στους ειδωλολάτρες, διότι δεν χαρίζεται σε πρόσωπα ο Χριστός )»[Ρωμ.2,11]· γιατί όταν λέγει ότι τιμωρείται και ο Ιουδαίος και ο Έλληνας, όταν αμαρτάνουν, δεν χρειάζεται συλλογισμούς· όταν όμως λέγει ότι και τιμάται ο Έλληνας, θέλει να κάνει αποδεικτικούς συλλογισμούς και στη συνέχεια χρειάζεται πλέον τεκμηρίωση· γιατί πραγματικά φαινόταν πως είναι θαυμαστό και παράδοξο, εάν εκείνος που δεν άκουσε ούτε τον νόμο ούτε τους προφήτες, τιμάται όταν εργάζεται τα αγαθά. Γι’ αυτό, πράγμα που είπα και πιο μπροστά, στα πριν από τη χάρη χρόνια γυμνάζει τις ακοές τους, για να προσθέσει ευκολότερα στη συνέχεια μαζί με την πίστη και τη συγκατάθεσή τους σε αυτά. Εδώ βέβαια γίνεται ιδιαίτερα ανύποπτος, επειδή ούτε το δικό του δεν προετοιμάζει.
Αφού λοιπόν είπε «δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἓλληνι», πρόσθεσε: «οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Πω, πω, με πόση αφθονία νίκησε! Γιατί δείχνει, φέροντας τον λόγο σε παραδοξολογία, ότι δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού το να μη γίνει έτσι· γιατί τότε το πράγμα θα ήταν αποτέλεσμα μεροληψίας, ενώ ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Και δεν είπε «εάν όμως δεν γίνει αυτό, ο Θεός είναι μεροληπτικός», αλλά με πιο σεμνό τρόπο εκφράστηκε: «Οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Δηλαδή ο Θεός δεν εξετάζει την ποιότητα των προσώπων, αλλά τη διαφορά των πράξεων. Λέγοντας αυτά, φανέρωσε ότι ο Ιουδαίος δεν διαφέρει από τον Έλληνα στις πράξεις, αλλά μόνο στα πρόσωπα.
Σε αυτά ήταν επόμενο να πει: «όχι λοιπόν, επειδή ο ένας είναι Ιουδαίος και ο άλλος Έλληνας, γι’ αυτό να τιμάται ο πρώτος και να περιφρονείται ο δεύτερος, αλλά και τα δύο γίνονται ανάλογα με τα έργα τους». Όμως δεν το εξέφρασε έτσι, γιατί θα προκαλούσε την οργή του Ιουδαίου, αλλά κάτι άλλο περισσότερο αναφέρει συγκρατώντας και ταπεινώνοντας παρακάτω το φρόνημά τους, ώστε να παραδεχθούν εκείνο. Και ποιο είναι αυτό; Τα επόμενα λόγια : «Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται (:Και γι’ αυτό όσοι αμάρτησαν χωρίς να έχουν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα καταδικαστούν σε απώλεια, χωρίς να έχουν κατήγορο τον μωσαϊκό νόμο σε αυτό. Και όσοι αμάρτησαν ενώ είχαν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα κριθούν με βάση το νόμο αυτό)»[Ρωμ.2,12].
Εδώ λοιπόν, πράγμα που είπα παραπάνω, όχι μόνο δείχνει την ισοτιμία Ιουδαίου και Έλληνα, αλλά και πώς ο Ιουδαίος επιβαρύνεται πολύ από τη χορήγηση του νόμου· γιατί ο Έλληνας κρίνεται χωρίς τον νόμο. Το «χωρίς νόμο» εδώ δεν σημαίνει το πιο δυσάρεστο, αλλά το πιο μαλακό· δηλαδή δεν έχει τον νόμο ως κατήγορο· γιατί το «χωρίς νόμο», δηλαδή, χωρίς την κατηγορία του νόμου, σημαίνει καταδικάζεται μόνο από τους φυσικούς συλλογισμούς και την επιβαρυμένη συνείδηση που δεν άκουγε όσο ζούσε. Ο Ιουδαίος όμως κρίνεται με βάση τον μωσαϊκό νόμο, δηλαδή μαζί με τη φύση είναι και ο νόμος κατήγορος· γιατί όσο περισσότερο δέχτηκε τη φροντίδα, τόσο περισσότερο θα τιμωρηθεί, εφόσον υπήρξε απείθαρχος και αμετανόητος. Βλέπεις πώς παρουσίασε μεγαλύτερη την ανάγκη στους Ιουδαίους για να τρέξουν στη χάρη; Επειδή λοιπόν έλεγαν ότι δεν χρειάζονται τη χάρη, σωζόμενοι μόνο με τον νόμο, δείχνει πως αυτοί τη χρειάζονται περισσότερο από τους Έλληνες, αφού βέβαια πρόκειται να τιμωρηθούν περισσότερο.
Έπειτα πάλι προσθέτει άλλο συλλογισμό, για να υπερασπίσει αυτά που ειπώθηκαν: «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται(:Διότι δίκαιοι ενώπιον του Θεού είναι όχι όσοι ακούνε απλώς την ανάγνωση του θείου νόμου, αλλά όσοι τηρούν τον νόμο· αυτοί θα αναγνωριστούν δίκαιοι)»[Ρωμ.2,13]. Σωστά πρόσθεσε τη φράση «παρὰ τῷ Θεῷ(:ενώπιον του Θεού)»· γιατί μπροστά στους ανθρώπους ίσως μπορούν να φαίνονται αξιοσέβαστοι και να υπερηφανεύονται πολύ επειδή απλώς γνωρίζουν τον Νόμο, μπροστά στον Θεό όμως, εντελώς το αντίθετο, «αυτοί που τηρούν τον νόμο, αυτοί μονάχα θα αναγνωριστούν δίκαιοι και άξιοι αμοιβής από τον Θεό». Είδες πόση αφθονία επιχειρημάτων μεταχειρίζεται για να τρέψει τον λόγο αυτό στο αντίθετο; «Εάν λοιπόν έχεις την αξίωση να σωθείς εξαιτίας του νόμου που ακούς στις συναγωγές», λέγει, « θα σταθεί έτσι πρώτα από εσένα ο Έλληνας, επειδή φάνηκε πως έκανε πράξη όσα έχουν γραφεί».
«Και πώς είναι δυνατό ένας άνθρωπος», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «χωρίς να ακούσει τον νόμο, να εκτελέσει τον νόμο με τις εντολές του Θεού;». «Είναι δυνατόν», απαντά ο Απόστολος Παύλος, «όχι μόνο αυτό, αλλά και το πολύ περισσότερο από αυτό· γιατί όχι μόνο χωρίς να ακούσει κανείς, μπορεί να εκτελέσει τον νόμο, αλλά και όταν τον ακούσει να μη συμβεί αυτό και να μην τον εφαρμόσει», πράγμα που αναφέρει πιο καθαρά ύστερα λέγοντας και με περισσότερη έμφαση: «Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις;(:Εσύ λοιπόν που διδάσκεις τον άλλο, δεν διδάσκεις καλύτερα τον εαυτό σου; Εσύ που κηρύττεις στους άλλους να μην κλέβουν, κλέβεις😉»[Ρωμ.2,21].Εδώ όμως πρώτα αποδεικνύει το προηγούμενο.
«Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος(:Διότι όταν κάποιοι από τους εθνικούς, που δεν έλαβαν από τον Θεό γραπτό λόγο, θεοσεβείς άνθρωποι, οδηγούμενοι από τον έμφυτο ηθικό νόμο κάνουν ό,τι προστάζει ο γραπτός νόμος, οι άνθρωποι αυτοί αν και δεν έχουν γραπτό νόμο, έχουν ως νόμο τον ίδιο τον εαυτό τους, δηλαδή τη συνείδησή τους)»[Ρωμ,2,14]. «Δεν απορρίπτω τον νόμο», λέγει, «αλλά και από εδώ δικαιώνω τους εθνικούς». Είδες πώς υπονομεύοντας τη δόξα του ιουδαϊσμού, δεν δίνει καμία αφορμή εναντίον του ότι προσβάλλει τον νόμο, αλλά το αντίθετο, αποδεικνύει τα πάντα έτσι, ώστε να τον εξυψώνει και να τον παρουσιάζει μεγάλο; Και όταν λέγει «φύσει» εννοεί «με τις σκέψεις που είναι έμφυτες μέσα στη συνείδηση του κάθε ανθρώπου» και αποδεικνύει ότι άλλοι είναι καλύτεροι από αυτούς, και το πιο σπουδαίο, γι’ αυτό είναι καλύτεροι, επειδή δεν έλαβαν νόμο, ούτε έχουν αυτόν, με τον οποίο οι Ιουδαίοι νομίζουν πως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από αυτούς.
«Γι’ αυτό ακριβώς», λέγει, «είναι αξιοθαύμαστοι, επειδή δεν χρειάστηκαν νόμο και εκτέλεσαν όλες τις εντολές του νόμου, χαράζοντας στις διάνοιές τους τα έργα και όχι τα γράμματα». Γιατί αυτό λέγει: «Οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων- ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ(:Το έργο που κάνει ο νόμος να διαφωτίζει τους ανθρώπους να διακρίνουν το καλό από το κακό, αυτό το έργο οι εθνικοί αποδεικνύουν ότι το έχουν γραμμένο στις καρδιές τους. Και αυτό συμβαίνει όταν η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σε αυτούς για κάθε πράξη, και οι εσωτερικοί τους λογισμοί αναμεταξύ τους κατηγορούν ή και καμιά φορά απολογούνται. Και θα αναδειχθούν δίκαιοι οι τηρητές του νόμου την ημέρα που θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω. Και θα τις κρίνει διαμέσου του Ιησού Χριστού ως υπέρτατου κριτή»[Ρωμ.2,15-16].Βλέπεις πως πάλι παρουσίασε την ημέρα εκείνη και την έφερε κοντά, τρομάζοντας τον νου τους και δείχνοντας πως πρέπει να τιμώνται περισσότερο αυτοί που, χωρίς να έχουν νόμο, φρόντισαν να πραγματοποιήσουν τις εντολές του νόμου;
Για εκείνο όμως που μπορούμε να θαυμάσουμε ιδιαίτερα τη σύνεση του αποστόλου, αυτό αξίζει να πούμε τώρα. Γιατί αφού με την απόδειξη έδειξε ότι ο Έλληνας είναι ανώτερος από τον Ιουδαίο, δεν το αναφέρει αυτό στην ανακεφαλαίωση και στο συμπέρασμα των σκέψεών του, για να μην ερεθίσει τον Ιουδαίο. Για να κάνω όμως πιο καθαρό αυτό που είπα, θα αναφέρω τα ίδια τα λόγια του αποστόλου. Αφού είπε «Γιατί όχι όσοι ακούνε τον νόμο, αλλά όσοι τον εκτελούν, θα αναγνωριστούν δίκαιοι», ήταν επόμενο να πει: «γιατί όταν οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση όσα ορίζει ο νόμος, είναι πολύ καλύτεροι από αυτούς που διδάσκονται από τον νόμο». Δεν λέγει όμως αυτό, αλλά σταματάει μέχρι τον έπαινο των Ελλήνων, και δεν συνεχίζει τον λόγο κάνοντας σύγκριση πρώτα, για να δεχθεί τουλάχιστο έτσι τα λεγόμενα ο Ιουδαίος.
Γι’ αυτό βέβαια δεν ομίλησε έτσι όπως ανέφερα προηγουμένως, αλλά πώς; «Γιατί όταν οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση όσα ορίζει ο νόμος, αυτοί χωρίς να έχουν νόμο, είναι οι ίδιοι νόμος στους εαυτούς τους. Αυτοί αποδεικνύουν πως έχουν γραμμένο στις καρδιές τους το έργο του νόμου, όταν η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σε αυτούς»· γιατί είναι αρκετή αντί του νόμου η συνείδηση και το λογικό. Με τα λόγια αυτά έδειξε πάλι πως ο Θεός έκανε τον άνθρωπο ικανό για την εκλογή της αρετής και την αποφυγή της κακίας.
Και μην απορήσεις, αν ο απόστολος Παύλος αποδεικνύει αυτό και μια και δυο και πολλές φορές· γιατί του ήταν πάρα πολύ αναγκαίο αυτό το σπουδαίο πράγμα για εκείνους που έλεγαν: «Γιατί λοιπόν ήρθε τώρα ο Χριστός; Και πού ήταν οι εκδηλώσεις της μεγάλης Του πρόνοιας τον προηγούμενο καιρό;». Και αυτούς λοιπόν αποκρούοντας παρεμπιπτόντως τώρα δείχνει πως και στα προηγούμενα χρόνια και πριν από τη χορήγηση του μωσαϊκού νόμου το ανθρώπινο γένος απολάμβανε όλη την πρόνοια του Θεού · γιατί πραγματικά εκείνο που μπορούσε από τον Θεό να γίνει γνωστό, ήταν φανερό σε αυτούς, και γνώριζαν ποιο ήταν το καλό και ποιο ήταν το κακό, με τα οποία έκριναν τους άλλους.
Γι’ αυτό ακριβώς τους κατηγορούσε και έλεγε ότι «ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις (:ακριβώς επειδή γνωρίζεις πόσο οργίζεται ο Θεός εναντίον της αμαρτίας, γι’ αυτό είσαι αναπολόγητος άνθρωπε μου, που γίνεσαι δικαστής των άλλων, οποιοσδήποτε και αν είσαι· διότι με την πράξη σου αυτή να κατακρίνεις τον άλλο, καταδικάζεις τον εαυτό σου)»[Ρωμ. 2,1]. Στην περίπτωση των Ιουδαίων όμως, μαζί με αυτά που ειπώθηκαν, ορίστηκε και ο νόμος, όχι μόνο το λογικό, ούτε η συνείδηση.
Για ποιο λόγο όμως αναφέρει το «όταν κατηγορούν οι σκέψεις ή απολογούνται»; Γιατί, αν έχουν γραπτό νόμο και αποδεικνύουν το έργο του, τι μπορεί να κατηγορήσει στη συνέχεια η σκέψη; Αλλά δεν λέγει πια για εκείνες μόνο το «όταν κατηγορούν», αλλά και για ολόκληρη τη φύση· γιατί τότε παρουσιάζονται και οι σκέψεις μας, άλλες για να κατηγορήσουν και άλλες για να απολογηθούν, και δεν χρειάζεται άλλον κατήγορο ο άνθρωπος σε εκείνο το δικαστήριο.
Στη συνέχεια αυξάνοντας τον φόβο δεν είπε «τα αμαρτήματα των ανθρώπων», αλλά «τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων». Επειδή λοιπόν είπε: «Φαντάζεσαι εσύ, που κατακρίνεις εκείνους που κάνουν τέτοια έργα και όμως κάνεις και εσύ αυτά, ότι θα αποφύγεις την κρίση του Θεού;», για να μη δεχθείς τέτοια κρίση, όμοια με αυτήν που εκφέρεις και ο ίδιος, αλλά για να δεις ότι η κρίση του Θεού είναι πολύ ακριβέστερη από τη δική σου, συμπλήρωσε: «τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων» και πρόσθεσε «σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω, με τον Ιησού Χριστό»· γιατί οι άνθρωποι δικάζουν τις φανερές πράξεις μόνο. Μολονότι βέβαια μιλούσε παραπάνω για τον Πατέρα μόνο, αλλά επειδή στη συνέχεια τους μαλάκωσε με τον φόβο, πρόσθεσε και τον λόγο για τον Χριστό. Και όχι μόνο αυτόν, αλλά και εδώ, αφού μνημόνευσε τον Πατέρα, τότε τον πρόσθεσε. Και την αξία όμως του κηρύγματος εξυψώνει με αυτά· «διότι το ίδιο το κήρυγμα», λέγει, «διακηρύσσει αυτά που προκαταβολικά φανέρωσε η φύση».
Είδες ότι με σύνεση οδήγησε αυτούς και τους προσκάλεσε στο ευαγγέλιο και τον Χριστό, και υπέδειξε ότι τα ανθρώπινα δεν σταματούν μέχρι εδώ, αλλά προχωρούν πιο πέρα; Αυτό και προηγουμένως το έκανε, λέγοντας «Μαζεύεις εναντίον σου θησαυρούς οργής κατά την ημέρα της οργής», και εδώ πάλι: «Θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων». Ο καθένας, λοιπόν, γνωρίζοντας τη συνείδησή του και αναλογιζόμενος τα αμαρτήματά του, ας ζητάει τις ευθύνες με ακρίβεια από τον εαυτό του για να μην κατακριθούμε τότε μαζί με όλο τον κόσμο· γιατί είναι φοβερό το δικαστήριο εκείνο, φρικτό το βήμα, οι ευθύνες είναι γεμάτες τρόμο, τρέχει ποταμός φωτιάς.«Ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος;(:Όμως και αυτοί θα αντικρίσουν το θάνατο· διότι από τον θάνατο και ο πιο αγαπημένος τους αδελφός δεν μπορεί να τους εξαγοράσει και να τους ελευθερώσει. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να τους ελευθερώσει οποιοσδήποτε άλλος άγνωστος άνθρωπος; Κανένας δεν μπορεί να εξαγοράσει την ζωή του από τον Θεό, δίνοντας Του κάποια προσφορά για να εξιλεωθεί απέναντι Του και να παρατείνει έτσι την ζωή του)»[Ψαλμ.48,8].
Θυμήσου λοιπόν αυτά που λέγονται στο ευαγγέλιο, τους αγγέλους που τρέχουν γύρω-γύρω να περισυνάξουν κάθε άνθρωπο για να γίνει η τελική κρίση, τον νυμφώνα που αποκλείεται για όσους δεν έχουν καθαρό ένδυμα, τις λαμπάδες που δεν σβήνουν, τις δυνάμεις που σύρουν στα καμίνια. Και εκείνο να σκεφτείς, ότι αν κάποιου από εμάς φανερώθηκε σήμερα κάποιο κρυφό πράγμα μπροστά στην εκκλησία μόνο, πώς δε θα ευχόταν να εξαφανιστεί μάλλον και να τον καταπιεί η γη, παρά να έχει τόσους μάρτυρες για την κακία του;
Τι λοιπόν θα πάθουμε τότε, όταν θα παρουσιάζονται όλα μπροστά στην οικουμένη σε τέτοιο λαμπρό και επίσημο θέατρο, και ενώ γνωστοί και άγνωστοι σε μας θα τα βλέπουν όλα καθαρά; Αλλά αλίμονο, από πού αναγκάζομαι να σας φοβερίσω; Από την υπόληψη των ανθρώπων, ενώ πρέπει να το κάμω αυτό από τον φόβο του Θεού και της καταδίκης Του. Ποιοι λοιπόν, πες μου, θα είμαστε τότε, όταν ενώ θα μας δέσουν και θα τρίζουν τα δόντια, θα μας οδηγήσουν στο σκότος το εξώτερο; Ή καλύτερα, τι θα κάνουμε, πράγμα που είναι πιο φοβερό από όλα, όταν θα έρθουμε σε σύγκρουση με τον Θεό; Γιατί, εάν κάποιος έχει αίσθηση και νου, ήδη υπέμεινε και τη γέεννα, όταν θα παρουσιαστεί μπροστά στον Θεό· επειδή όμως δεν παθαίνει αυτό, γι’ αυτό απειλούσε με τη φωτιά της κόλασης· γιατί πραγματικά έπρεπε να υποφέρουμε, όχι όταν τιμωρούμαστε, αλλά όταν αμαρτάνουμε.
[…]Ας σταματήσουμε λοιπόν στο εξής να βαδίζουμε προς τους γκρεμούς και ας συνέλθουμε και αφού αναλογιστούμε όλα αυτά, ας αναπέμψουμε δόξα στον Θεό με τα έργα μας, γιατί δεν είναι αρκετή η δόξα με τα λόγια, για να απολαύσουμε τη δική Του δόξα, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Ρωμαίους επιστολήν, ομιλία ΣΤ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Β, σελίδες 443-459 και 468-469.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
- Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 4, 18-22]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς.καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων.οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ(:Ενώ λοιπόν περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δυο αδελφούς· τον Σίμωνα, τον οποίο κατόπιν ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη θάλασσα, διότι ήταν ψαράδες. Και τους λέει: ‘’Ακολουθήστε με και θα σας κάνω ικανούς να αλιεύετε αντί για ψάρια ανθρώπους· αυτούς θα τους ελκύετε στη βασιλεία των ουρανών με τα πνευματικά δίχτυα του κηρύγματος’’. Και αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα τους και Τον ακολούθησαν)»[Ματθ.4,18-20].
Βέβαια ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι διαφορετικά προσκλήθηκαν αυτοί οι δύο μαθητές από τον Κύριο. Επομένως, είναι φανερό ότι η παραπάνω πρόσκληση που τους απηύθυνε ο Κύριος και που αναφέρει εδώ ο ευαγγελιστής Ματθαίος είναι η δεύτερη στη σειρά. Αυτό επίσης μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από πολλά σημεία. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη λοιπόν αναφέρεται ότι ο Ανδρέας και ο Πέτρος προσκλήθηκαν για πρώτη φορά, προτού κλειστεί στη φυλακή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής[βλ. Ιω.1,35-36: «Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ(:Την άλλη μέρα ο Ιωάννης στεκόταν πάλι στο συνηθισμένο μέρος που κήρυττε, και μαζί του ήταν και δύο από τους μαθητές του. Και αφού παρατήρησε με ευλάβεια τον Ιησού, που τη στιγμή εκείνη περπατούσε, είπε: “Αυτός είναι το Αρνίο που παρέδωσε ο Θεός Πατέρας του να θυσιαστεί για χάρη μας”. Οι δύο μαθητές τον άκουσαν να το λέει αυτό και ακολούθησαν τον Ιησού)»],ενώ εδώ στον Ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι προσκλήθηκαν μετά τη φυλάκιση του Ιωάννη του Βαπτιστή[Ματθ. 4,12: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(:Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στη φυλακή κατά διαταγή του βασιλιά Ηρώδη Αντύπα, αναχώρησε από την Ιουδαία και πήγε στη Γαλιλαία)» –βλ. παραπάνω Ματθ. 4,18-19: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»].
Επίσης, στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ο Ανδρέας καλεί τον Πέτρο[Ιω. 1,41-42: «ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ. εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός· καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν (:Ο ένας από τους δύο αυτούς μαθητές που άκουσαν από τον Ιωάννη τα όσα είπε για τον Ιησού και Τον ακολούθησαν, ήταν ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου. Πριν όμως ακόμη βρει ο άλλος μαθητής τον αδελφό του, βρίσκει ο Ανδρέας πρώτος τον αδελφό του τον Σίμωνα και του λέει: “Βρήκαμε τον Μεσσία”-όνομα που στα ελληνικά σημαίνει Χριστός-. Και ενώ είχε αρχίσει πια να νυχτώνει, τον έφερε την ίδια αυτή μέρα στον Ιησού)»], εδώ όμως και τους δύο τους καλεί ο Χριστός.
Και ο μεν Ιωάννης λέγει στο Ευαγγέλιό του ότι όταν είδε ο Ιησούς τον Σίμωνα να έρχεται προς Αυτόν του είπε: «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος(:Εσύ είσαι Σίμωνα, ο υιός του Ιωνά· εσύ, επειδή θα γίνεις στερεός στην πίστη σαν πέτρα, θα ονομαστείς Κηφάς, όνομα το οποίο στην ελληνική γλώσσα ερμηνεύεται Πέτρος)»[Ιω.1,43], ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι έφερε ήδη το όνομα αυτό ο μαθητής αυτός [Ματθ. 4,18: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ(:Και ενώ περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δυο αδελφούς, τον Σίμωνα, τον οποίο κατόπιν ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη θάλασσα, διότι ήταν ψαράδες)»].
Αλλά και από τον τόπο όπου κλήθηκαν και από πολλά άλλα σημεία μπορεί κανένας να αντιληφθεί αυτό και ακόμη από το γεγονός ότι υπάκουσαν εύκολα και πρόθυμα στην πρόσκληση και από το ότι εγκατέλειψαν τα πάντα· διότι ήδη είχαν προπαιδευτεί καλά. Επίσης στον ευαγγελιστή Ιωάννη φαίνεται ότι ο Ανδρέας ερχόταν στην οικία στην οποία διέμενε ο Ιησούς, και άκουγε πολλά από Αυτόν[πρβλ. Ιω. 1,39-40: «Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη (:”Τι θέλετε και τι ζητάτε από μένα;”. Κι εκείνοι του είπαν: “Ραββί (που σημαίνει Διδάσκαλε), πού μένεις, για να σε επισκεφτούμε και να μιλήσουμε μαζί σου;” Και Αυτός τους είπε: “Ελάτε τώρα και δείτε πού μένω”. Ήλθαν λοιπόν και είδαν πού μένει και έμειναν κοντά Του την ημέρα εκείνη. Η ώρα μάλιστα που συνάντησαν τον Ιησού οι δύο μαθητές ήταν περίπου δέκα από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή τέσσερις το απόγευμα)»], ενώ στον ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι μόλις άκουσαν έναν απλό λόγο, αμέσως Τον ακολούθησαν[Ματθ.4,20: «Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ(:Και αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυά τους και Τον ακολούθησαν)»].
Βέβαια ήταν φυσικό, μολονότι Τον είχαν ακολουθήσει από την αρχή, να Τον εγκαταλείψουν στη συνέχεια, όταν είδαν τον Ιωάννη να φυλακίζεται και τον Ιησού να αναχωρεί και να επανέλθουν στην εργασία τους. Έτσι, λοιπόν, τους βρήκε να ψαρεύουν. Ο δε Ιησούς, ούτε όταν πρώτα θέλησαν να φύγουν τούς εμπόδισε, ούτε πάλι όταν έφυγαν, τους άφησε οριστικά. Υποχώρησε μεν όταν αυτοί απομακρύνθηκαν, έρχεται όμως εκ νέου για να τους κάνει πάλι δικούς Του μαθητές. Αυτός είναι ένας σπουδαιότατος τρόπος αλιείας.
Πρόσεξε επίσης την πίστη και την υπακοή τους· διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους(γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν την προτροπή του Κυρίου δεν ανέβαλαν, ούτε και το μετέθεσαν για αργότερα, ούτε είπαν: «Να επιστρέψουμε στο σπίτι και να συνεννοηθούμε με τους δικούς μας», αλλά αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, Τον ακολούθησαν, όπως ο Ελισσαίος ακολούθησε κάποτε τον προφήτη Ηλία.
Πραγματικά αυτού του είδους την υπακοή ζητεί από μας για τη μετάνοιά μας ο Χριστός, ώστε να μην αναβάλλουμε ούτε για ελάχιστο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν, όπως κρίνουμε, μας κατεπείγει κάτι από τα πλέον απαραίτητα προς το ζην. Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλησίασε και ζήτησε να πάει πρώτα να θάψει τον πατέρα του, μήτε αυτό δεν τον άφησε να κάμει, δείχνοντας ότι από όλα πρέπει να προτιμούμε να Τον ακολουθήσουμε και να γίνουμε μαθητές Του [Μτθ.8,21-22: «Ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς(:Και ένας άλλος από τους μαθητές Του του είπε: “Κύριε, δώσε μου την άδεια πρώτα να φύγω, να πάω να θάψω τον πατέρα μου, και μετά θα σε ακολουθήσω παντού”. Και ο Ιησούς, προβλέποντας ότι η επιστροφή του μαθητή στο σπίτι του θα τον έριχνε σε σοβαρές κληρονομικές φροντίδες και διαμάχες που θα ψύχραιναν το ζήλο του, του είπε: “Ακολούθησέ με, και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι, ενώ φαίνονται ζωντανοί, λόγω της απιστίας τους είναι πνευματικώς νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς που είναι δικοί τους, διότι και αυτοί πέθαναν μέσα στην απιστία”)»].
Εάν πάλι θεωρείς ότι Τον ακολούθησαν επειδή ήταν μεγάλη η υπόσχεση, και πάλι τους θαυμάζω γι’ αυτό και ακόμη περισσότερο, επειδή παρόλο που δεν είχαν δει ακόμα κανένα θαυματουργικό σημείο, πίστεψαν σε μια τόσο μεγάλη υπόσχεση και όλα τα άλλα τα έθεσαν σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Πραγματικά, με όποια λόγια αλιεύτηκαν οι ίδιοι, πίστεψαν ότι με αυτά θα μπορούσαν κι άλλους να αλιεύσουν και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία των ψυχών τους.
Και σε αυτούς μεν αυτήν την υπόσχεση έδωσε, σε εκείνους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τίποτα παρόμοιο δεν είπε, διότι η υπακοή αυτών που πρώτους κάλεσε(δηλαδή του Ανδρέα και του Πέτρου),είχε προετοιμάσει πλέον και αυτούς. Εξάλλου πολλά είχαν ακούσει και προηγουμένως γι’ Αυτόν.
Πρόσεξε επίσης πώς κάνει σε μας σαφή υπαινιγμό και για τη φτώχεια του Ιακώβου και του Ιωάννη· τους βρήκε να διορθώνουν και να ράβουν τα δίχτυά τους[Μτθ.4,21: «Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν(:Και αφού προχώρησε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβο, τον γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη τον αδελφό του, να ετοιμάζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Και τους κάλεσε)»]. Τόσο μεγάλη ήταν η φτώχεια τους, ώστε να διορθώνουν τα χαλασμένα, επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν άλλα.
Δεν ήταν βέβαια κι αυτό τότε μικρή απόδειξη της αρετής τους, το ότι δηλαδή υπέφεραν αγόγγυστα τη φτώχεια τους, το ότι αποκτούσαν την τροφή τους με τίμιο μόχθο, το ότι είχαν μαζί τους και τον γέρο πατέρα τους και τον περιποιούνταν[πρβλ. παραπάνω, Ματθ. 4,21-22:«Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ(:Και αφού προχώρησε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβο, τον γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη, τον αδελφό του, να ετοιμάζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Και τους κάλεσε. Και αυτοί αμέσως άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν)»].
Αφού λοιπόν τους έκανε μαθητές Του, τότε αρχίζει να θαυματουργεί ενώπιόν τους, βεβαιώνοντας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτιστής Ιωάννης. Βρισκόταν αδιάκοπα στις συναγωγές και με την πράξη Του αυτή τους δίδασκε ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, ούτε πλάνος, αλλά έχει έρθει με το θέλημα του Θεού, κατόπιν κοινής Τους συμφωνίας. Και συχνάζοντας στις συναγωγές, δεν κήρυττε μόνο, αλλά και πολλά θαύματα επιτελούσε[βλ. Ματθ. 4,23-25: «Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ Ἱεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου(:Και περιόδευε ο Ιησούς όλη τη Γαλιλαία διδάσκοντας στις συναγωγές τους, όπου κάθε Σάββατο μαζεύονταν οι Εβραίοι για να ακούσουν την ανάγνωση της Αγίας Γραφής και να προσευχηθούν. Και κήρυττε εκεί το χαρμόσυνο άγγελμα ότι πλησίαζε ο χρόνος της πνευματικής βασιλείας, που θα έφερνε στους ανθρώπους την απολύτρωση και τη χαρά. Και θεράπευε κάθε είδους ασθένεια και αδιαθεσία στον λαό. Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη του σε όλη τη Συρία. Και έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε. Τότε Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού από τη Γαλιλαία και από τις δέκα ελληνικές πόλεις που είχαν κτιστεί κυρίως στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη, καθώς επίσης και από τα Ιεροσόλυμα και την Ιουδαία και τη χώρα που εκτείνεται πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό)»].
Πραγματικά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία συμβαίνει κάτι το νέο και παράδοξο και εισάγεται κάποιος νέος τρόπος ζωής, συνηθίζει ο Θεός να κάνει θαύματα, προσφέροντας εγγύηση της δυνάμεώς Του προς εκείνους που πρόκειται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι λοιπόν όταν επρόκειτο να πλάσει τον άνθρωπο, δημιούργησε όλον τον κόσμο και τότε του έδωσε εκείνο τον νόμο μέσα στον παράδεισο. Και όταν επρόκειτο να νομοθετήσει στον Νώε, πάλι μεγάλα θαύματα έκαμε, με τα οποία αναδημιουργούσε όλη την πλάση και τη φοβερή εκείνη θάλασσα την έκανε να κυριαρχεί επί της γης για ένα ολόκληρο χρόνο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλασμό διέσωσε τον δίκαιο εκείνο. Και στα χρόνια του Αβραάμ έδωσε πολλά σημεία της δυνάμεώς Του, όπως είναι η νίκη κατά τον πόλεμο, η πληγή κατά του Φαραώ και η απαλλαγή από τους κινδύνους. Και όταν επίσης επρόκειτο να θεσπίσει τους νόμους στους Εβραίους, έδειξε πρώτα τα θαυμαστά εκείνα και μεγάλα σημεία [στο όρος Σινά] και έπειτα τους έδωσε τον Νόμο.
Έτσι λοιπόν κι εδώ θέλοντας να δώσει έναν ανώτερο τρόπο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, επιβεβαιώνει τους λόγους με την επιτέλεση των θαυμάτων. Επειδή δηλαδή δεν γινόταν αντιληπτή με τις αισθήσεις η κηρυττόμενη Βασιλεία, αυτήν την αφανή, με τα ορατά σε όλους θαύματα την καθιστά φανερή. Και πρόσεξε την απλότητα του Ευαγγελιστή, ο οποίος δεν μας διηγείται χωριστά κάθε περίπτωση όσων θεραπεύονταν, αλλά με τρόπο συνοπτικό μας ενημερώνει για τα αναρίθμητα θαύματα. «Καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς(:Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Κι έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε)»[Ματθ.4,24]. «Του έφεραν», λέει, «όλους όσοι ταλαιπωρούνταν από κάθε λογής ασθένειες και βασανίζονταν, δαιμονισμένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς και τους θεράπευσε».
Αλλά γεννιέται το ακόλουθο ερώτημα: για ποιον λόγο από κανέναν από όσους θεραπεύτηκαν δεν ζήτησε την πίστη, ούτε είπε αυτό που έπειτα φανερά έλεγε: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;(:Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;)»[Ματθ.9,28]; Επειδή δεν είχε δώσει ακόμα απόδειξη της δυνάμεώς Του. Εξάλλου και μόνο το γεγονός ότι προσέρχονταν μόνοι τους και έφερναν ασθενείς κοντά στον Χριστό, δεν αποδεικνύει τυχαία πίστη· διότι τους έφερναν από μακριά, πράγμα το οποίο δεν θα έκαναν αν δεν πίστευαν πολύ οι ίδιοι.
Ας Τον ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς· γιατί έχουμε πολλές ασθένειες της ψυχής κι αυτές θέλει πρώτα να θεραπεύσει· διότι γι’ αυτό αποκαθιστά τις σωματικές ασθένειες, για να απομακρύνει τα ψυχικά νοσήματα από την ψυχή μας. Ας έρθουμε λοιπόν κοντά Του και τίποτα βιοτικό ας μην Του ζητήσουμε παρά μόνο συγχώρηση των αμαρτιών μας· την παραχωρεί και τώρα αν τη ζητούμε σοβαρά. Τότε βέβαια είχε φτάσει η φήμη Του ως τη Συρία[Ματθ. 4,24: «Καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς»(:Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Κι έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε)»],ενώ τώρα έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την οικουμένη. Κι εκείνοι έτρεχαν προς Αυτόν, όταν άκουγαν μόνο πως θεράπευσε δαιμονισμένους· εσύ όμως που έχεις περισσότερες και μεγαλύτερες αποδείξεις για τη δύναμή Του, γιατί δεν σηκώνεσαι να τρέξεις σ’ Αυτόν; Και εκείνοι άφησαν και πατρίδα και φίλους και συγγενείς· εσύ όμως δεν θέλεις μήτε το σπίτι σου να αφήσεις, για να πας κοντά Του και να λάβεις πολύ περισσότερα; Και μήτε που ζητώ αυτό από σένα. Άφησε μόνο την κακή συνήθεια και μένοντας στο σπίτι σου μαζί με τους δικούς σου θα μπορέσεις εύκολα να σωθείς.
Τώρα αν έχουμε μια σωματική πάθηση, κάνουμε τα πάντα και καταφεύγουμε σε κάθε μέσο προκειμένου να απαλλαγούμε από αυτήν. Αν όμως η ψυχή μας είναι σε κακή κατάσταση, αναβάλλουμε και βραδύνουμε να κάνουμε κάτι. Γι’ αυτό ακριβώς δεν γλυτώνουμε ούτε από τα σαρκικά παθήματα, επειδή εμείς θεωρούμε τα αναγκαία ως πάρεργα και τα πάρεργα ως αναγκαία και ενώ αφήνουμε την πηγή των κακών, θέλουμε να καθαρίσουμε τα ρυάκια· διότι το ότι βέβαια αιτία των σωματικών ασθενειών είναι η κακία της ψυχής το δήλωσε και εκείνος ο άνθρωπος στη Βηθεσδά που ήταν για τριάντα οκτώ χρόνια παράλυτος [βλ. Ιω.5,1-18], καθώς και εκείνος ο παράλυτος της Καπερναούμ, που τον κατέβασαν από τη στέγη ενώπιον του Ιησού για να τον θεραπεύσει [βλ. Λουκ.5,17-26].Αντίστοιχα το δήλωσε αυτό και ο Κάιν πριν απ’ αυτούς[Γέν.4,8 κ.εξ.].Αλλά και από πολλές άλλες περιπτώσεις μπορεί ο καθένας να το διαπιστώσει αυτό.
Ας αφανίσουμε λοιπόν την πηγή των κακών και τότε θα στερέψουν όλα τα ρεύματα των ασθενειών. Δεν είναι μόνο η παράλυση ασθένεια, αλλά και η αμαρτία· και η δεύτερη μάλιστα είναι πολύ πιο σοβαρή ασθένεια από την πρώτη, τόσο μάλιστα, όσο ανώτερη είναι από το σώμα η ψυχή. Ας έρθουμε λοιπόν και τώρα κοντά Του και ας Τον παρακαλέσουμε να σφίξει την ψυχή μας που έχει παραλύσει και αφού αφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα, ας φροντίζουμε μόνο για τα πνευματικά. Εάν με δύναμη προσηλωθείς στα πνευματικά, τότε φρόντιζε και για τα γήινα. Μήτε πάλι να αδιαφορείς για την αμαρτία σου, επειδή δεν αισθάνεσαι πόνο· γι’ αυτό ακριβώς να στενάζεις περισσότερο, επειδή δεν αισθάνεσαι οδύνη για τις αμαρτίες σου· διότι αυτό δεν συμβαίνει επειδή δεν δαγκώνει η αμαρτία, αλλά επειδή είναι αναίσθητη η ψυχή που αμαρτάνει. Σκέψου λοιπόν ότι όσοι αισθάνονται τα δικά τους αμαρτήματα στενάζουν χειρότερα από αυτούς που τους φονεύουν ή τους καίνε, πόσα κάνουν και πόσα υποφέρουν, πόσους θρήνους και οδυρμούς κάνουν, για να απαλλαγούν από την πονηρή συνείδηση που τους τύπτει. Δεν θα το έκαναν αυτό, αν δεν ένιωθαν σφοδρό ψυχικό πόνο.
Εκείνο λοιπόν που είναι το καλύτερο είναι να μην αμαρτάνουμε καθόλου, ύστερα όμως από αυτό, το να συναισθανόμαστε την αμαρτία και να διορθωνόμαστε· διότι αν μας λείπει αυτό, πώς θα παρακαλέσουμε τον Θεό και θα ζήσουμε τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, εμείς που καθόλου δεν δίνουμε καμία σημασία σε αυτά; Πραγματικά, όταν εσύ, που αμάρτησες, δεν θέλεις μήτε αυτό να αναγνωρίσεις, ότι δηλαδή αμάρτησες, για ποια αμαρτήματα θα παρακαλέσεις τον Θεό; Για εκείνα που δεν γνωρίζεις; Και πώς θα γνωρίσεις το μέγεθος της ευεργεσίας; Εξομολογήσου λοιπόν ξεχωριστά μία μία τις αμαρτίες σου στον πνευματικό σου πατέρα, για να μάθεις για ποιες παίρνεις συγχώρηση[για αυτές μονάχα δηλαδή που ομολογείς], για να νιώσεις ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη σου.
Εσύ όμως όταν εξοργίσεις κάποιον άνθρωπο, και φίλους και γείτονες και θυρωρούς παρακαλείς και χρήματα ξοδεύεις και χάνεις πολλές ημέρες να πηγαίνεις να τον βρίσκεις και να παρακαλείς και αν μια και δύο και αμέτρητες φορές σε αποκρούσει ο θυμωμένος, δεν ησυχάζεις, αλλά μεγαλώνει η αγωνία σου και πληθαίνεις τις παρακλήσεις. Όταν όμως προκαλούμε την οργή του Θεού των όλων, αδρανούμε και ησυχάζουμε και αδιαφορούμε και διασκεδάζουμε και μεθούμε και εκτελούμε όλες τις συνηθισμένες μας πράξεις. Πότε θα μπορέσουμε να Τον εξιλεώσουμε; Και πώς με αυτή μας την συμπεριφορά δεν θα Τον εξοργίσουμε περισσότερο; Πιο πολύ από την αμαρτία Τον κάνει να αγανακτεί περισσότερο και να οργίζεται η απουσία της λύπης για την αμαρτία. Γι’ αυτό αξίζει να κατεβούμε μέσα στη γη και μήτε τον ήλιο να αντικρίζουμε μήτε να αναπνέουμε καθόλου, γιατί παρόλο που έχουμε έναν τόσο διαλλακτικό Κύριο, Τον θυμώνουμε και αφού Τον θυμώνουμε, τουλάχιστο δεν μετανοούμε. Παρόλο που Εκείνος κι όταν θυμώνει, δεν μας μισεί ούτε μας αποστρέφεται, αλλά θέλει να μας επαναφέρει κοντά Του έστω και με τον τρόπο αυτό· γιατί αν μας ευεργετούσε αδιάκοπα και εμείς Τον υβρίζαμε, περισσότερο θα Τον περιφρονούσαμε. Για να μη γίνει αυτό, μας αποστρέφεται προσωρινά, για να μας έχει κοντά Του παντοτινά.
Ας έχουμε θάρρος λοιπόν στην φιλανθρωπία Του και ας επιδείξουμε μετάνοια με ενδιαφέρον πριν φτάσει η ημέρα εκείνη του θανάτου μας κι έπειτα, που η μετάνοια δεν θα μπορεί να μας ωφελήσει πλέον. Τώρα όλα είναι στο χέρι μας· τότε όμως η απόφαση είναι μόνο στο χέρι του δικαστού. Ας προσπέσουμε λοιπόν στον φιλάνθρωπο Κύριό μας και ας εξομολογηθούμε στον πνευματικό μα[ πρβ. Ψαλμ. 94,2: « Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει(:Ας τρέξουμε να Τον προϋπαντήσουμε και να εμφανιστούμε μπροστά Του, με δοξολογίες και ας Τον υμνήσουμε με ψαλμούς και αλαλαγμούς)»], ας κλάψουμε κι ας θρηνήσουμε.
Αν μπορέσουμε να καταπραΰνουμε τον δικαστή πριν από την δίκη(:την ημέρα της κρίσεως)και μας συγχωρέσει τα αμαρτήματά μας, τότε δεν θα χρειαστεί μήτε να μπούμε στο δικαστήριο. Όπως πάλι αν δεν γίνει αυτό, θα ακούσει την απολογία μας μπροστά σε ολόκληρη την οικουμένη, που θα είναι παρούσα και δεν έχουμε καμιά ελπίδα για συγχώρηση· διότι κανένας από εκείνους που δεν πήραν άφεση για τα αμαρτήματά τους εδώ στη γη, όταν φτάσει εκεί, δεν θα μπορέσει να αποφύγει τις ευθύνες του γι’ αυτά. Αλλά όπως οι φυλακισμένοι εδώ με τις αλυσίδες τους οδηγούνται στο δικαστήριο, έτσι και όλες οι ψυχές όταν φύγουν από εδώ βεβαρημένες με όλες τις σειρές των αμαρτημάτων τους, οδηγούνται στο φοβερό βήμα. Πραγματικά η παρούσα ζωή δεν διαφέρει καθόλου από μια φυλακή. Αλλά όπως στο κτίριο της φυλακής όταν εισέλθουμε, τους βλέπουμε όλους αλυσοδεμένους, έτσι και τώρα όταν εξέλθουμε από τη φαινομενική και εισχωρήσουμε μέσα στη ζωή καθενός και μέσα στην ψυχή του, θα τη βρούμε δεμένη με αλυσίδες χειρότερες από τις σιδερένιες.
Για όλα αυτά ας παρακαλέσουμε τον Λυτρωτή των ψυχών μας, ώστε και τα δεσμά μας να σπάσει, και τον σκληρό αυτόν φύλακα να απομακρύνει και αφού μας απαλλάξει από το φορτίο των σιδερένιων αλυσίδων, ας κάμει το φρόνημά μας ελαφρότερο και από το φτερό. Και παρακαλώντας Τον, ας Του φέρουμε και τα δικά μας δώρα, ζήλο και διάθεση καλή και προθυμία αγαθή. Έτσι θα επιτύχουμε και μάλιστα σε σύντομο χρόνο να απαλλαγούμε από τα κακά που μας κατέχουν και να αντιληφθούμε σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε προηγουμένως και να αποκτήσουμε την ελευθερία που μας αρμόζει. Αυτήν μακάρι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΙΔ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 440-459.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, σελ. 34-41.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ρωμ.2,10]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 10-7-1983]
(Β94)
«Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Αυτό, αγαπητοί μου, μας παραγγέλλει σήμερα ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του. Μία θέσις επικαιροτάτη και πάντοτε σημαντική δια την συντήρησιν μίας κοινωνίας ανθρώπων. Εις αυτήν την θέσιν βεβαίως δεν υπάρχει ευχετική διάθεσις του Αποστόλου. Ότι δηλαδή «ας υπάρχει δόξα και ας υπάρχει τιμή και ειρήνη σε καθέναν που εργάζεται το αγαθόν». Αλλά καθορίζει, τρόπον τινά, μία λειτουργία, έναν νόμο, που υπάρχει εις αυτόν τούτον τον άνθρωπο. Και πραγματικά είναι η σχέσις του αγαθού ή του κακού ως προς την λειτουργικότητα του ιδίου του ανθρώπου. Δηλαδή η δομή της ανθρώπινης υπάρξεως, που δεν είναι παρά η ψυχή και το σώμα, είναι τέτοια ώστε να λειτουργεί αρμονικώς, ευρύθμως, μόνο με την παρουσία του αγαθού. Αντιθέτως, με την παρουσία του κακού, αυτή η ευρυθμία της ανθρωπίνης κατασκευής διαλύεται. Χάνεται κυριολεκτικά. Είναι λοιπόν ένας, ούτως ειπείν, νόμος το αγαθόν, βιολογικός και ψυχολογικός. Δεν παίρνω την σχέση την μεταφυσική, την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, αυτήν την στιγμή που σας ομιλώ. Αλλά παίρνω μόνο ποια είναι η σχέσις αυτών των ιδίων των μερών ή μελών της ανθρωπίνης υπάρξεως από βιολογικής και ψυχολογικής πλευράς, με την παρουσία του αγαθού ή του κακού. Γιατί λέγει ο ίδιος ο Απόστολος λίγο πιο πάνω: «Θλῖψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν». «Θλίψις, πίεση, ζούληγμα και στενοχωρία για καθέναν που εργάζεται το κακόν». Αντιθέτως: «Δόξα δέ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν».
Θα πρέπει, αγαπητοί μου, πραγματικά να προσέξομε αυτήν την θέσιν, που ο λόγος του Θεού, δια γραφίδος Αποστόλου Παύλου μας αποκαλύπτει. Θα πρέπει πάρα πολύ, πραγματικά. Παρατηρούμε ότι ο Θεός κατασκεύασε τον άνθρωπον να μην αμαρτάνει. Και συνεπώς η ζωή του ανθρώπου εξαρτάται από την ζωή του Θεού. Εάν ο άνθρωπος, κατά κάποιον τρόπο, αμαρτήσει ή συνεχίζει να αμαρτάνει, αποκόπτεται από τον Θεό και η ζωή η δική του αποκόπτεται οπωσδήποτε από την ζωή του Θεού. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι αυτοζωή. Μόνον ο Θεός είναι αυτοζωή. Και συνεπώς αποκοπτόμενος ο άνθρωπος δια του κακού και όχι δια της εργασίας του αγαθού, νεκρούται ή διαλύεται. Λέγει πολύ ωραία ένας ψαλμικός στίχος: «Ἀποστρέψαντός δέ σου τό πρόσωπον ταραχθήσονται». «Όταν Εσύ ο Θεός, η αυτοζωή, γυρίσεις το πρόσωπό σου -ανθρωπομορφική έκφρασις- τότε τα πάντα, που παίρνουν ζωή από Σένα, όλα θα ταραχθούν, όλα θα αισθανθούν ότι έχασαν τα νερά τους· γιατί τα πάντα από Σένα εξαρτώνται και δεν έχουν από μόνα τους την ζωήν».
Αλλά ας δούμε από πιο κοντά, αγαπητοί μου, το χωρίο αυτό του Αποστόλου Παύλου, το τόσο πολύτιμο, το οποίον σε κάθε στιγμή πειρασμού μας, θα πρέπει να το ανακαλούμε εις την μνήμην μας. Όταν μας τυχαίνει ένας πειρασμός δια να πράξομε το κακόν, τότε αμέσως να ενθυμούμεθα και να λέμε: «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Και θα αποκρούομε τον πειρασμόν εκείνον, ο οποίος έρχεται να μας ξετινάξει και να μας διαλύσει πραγματικά.
Όταν λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος ότι είναι δόξα και τιμή και ειρήνη στον καθένα που εργάζεται το αγαθόν, μας κάνει εντύπωση αυτό το «παντί». Δηλαδή στον κάθε ένα. Πράγματι, υπάρχει μία καθολικότης του πράγματος. Δεν είναι κάτι το οποίον αφορά μόνο κάποια κατηγορία ανθρώπων. Αλλά όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών και κάθε πολιτικής, θα λέγαμε, καταστάσεως, αν είναι αυτοί οι άνθρωποι. Οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Εξάλλου αν παρακολουθήσατε την όλη περικοπή, αναφέρεται εις τον «Ἰουδαῖον» και εις τον «Ἕλληνα». Και «Ἰουδαῖος» είναι εκείνος που έχει τον νόμο του Θεού, ο δε «Ἕλλην» δεν είναι βέβαια ο «Ἕλλην» με τη γεωγραφική σημασία της λέξεως, αλλά με την έννοια της θρησκείας. Δηλαδή την ειδωλολατρικήν, δηλαδή ο ειδωλολάτρης. Ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει τον νόμο του Θεού, αλλά έχει τον νόμο της συνειδήσεως. Έχει δηλαδή αυτήν ταύτην την φύσιν, όπως ο Θεός τον κατεσκεύασε, που είναι η εικόνα του Θεού ο κάθε άνθρωπος και που ο Θεός ετοποθέτησε μέσα στον κάθε άνθρωπο τον άγραφο νόμον Του. Και εάν ο άνθρωπος δεν διεστράφη, τότε ο άγραφος αυτός νόμος διατηρείται μέσα εις την καρδιά και καθοδηγεί τον άνθρωπο. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι για κάθε άνθρωπο αυτή η θέσις, ότι πρέπει να τηρεί το αγαθόν. Οποιοσδήποτε κι αν είναι· μικρός και μεγάλος, πολιτισμένος και απολίτιστος, της οποιασδήποτε εποχής.
«Παντὶ», λοιπόν, «τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Σας κάνει εντύπωση ότι ενώ μιλήσαμε και είπαμε ότι ο Θεός έβαλε τον νόμο Του μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, που είναι άγραφος από ανθρωπίνης πλευράς; Σας κάνει εντύπωση που λέγει εδώ «παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν»; Εάν είναι δηλαδή μία έμφυτος κατάστασις, τότε γιατί θα πρέπει να εργαστώ το αγαθόν; Έμφυτος είναι τι; Ο νόμος του Θεού που καθορίζει το τι είναι καλόν και το τι είναι κακόν. Αλλά εγώ θα πρέπει να δουλέψω πάνω πρώτα στην εκλογή του καλού ή του κακού και κατόπιν να αρχίσω να εργάζομαι πάνω στο αγαθόν. Διότι η αναχώρησίς μου από τον Παράδεισον στο πρόσωπο του Αδάμ και της Εύας, μου καθιστά στον παρόντα κόσμο και εις την παρούσα ζωή δύσκολον το αγαθόν. Ενώ θα ήτο πολύ εύκολον, εάν ήμουν μέσα εις τον Παράδεισον. Τώρα που βγήκα από τον Παράδεισον, για μένα τον άνθρωπο είναι δύσκολο το αγαθόν. Θα πρέπει λοιπόν να δουλέψω.
Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να έχει αξία το αγαθόν, από την στιγμή που θα μου δοθεί ως ένα προσόν, για το οποίο δεν θα έχω δουλέψει. Αν, επί παραδείγματι, είμαι υψηλός ή κοντός, αυτό δεν είναι δικό μου θέμα. Αν είμαι έξυπνος ή όχι, αν έχω κάποιες καλλιτεχνικές ικανότητες ή όχι, αυτά είναι προσόντα. Αυτά είναι προσόντα. Δεν έχω να επαινεθώ. Εάν είμαι έξυπνος άνθρωπος, γιατί να καυχηθώ; Γιατί να μου δώσει ο Θεός αμοιβήν; Εκείνος με έκανε έξυπνον. Αλλά εάν έχω αρετήν, επειδή μπαίνει το στοιχείον της εργασίας, μπαίνει το στοιχείον του κόπου, τότε έχω τον έπαινον. Και αυτό έχει πάρα πολλή σημασία και αξία. Δηλαδή, με άλλα λόγια, αγαπητοί μου, το αγαθόν δεν είναι υπόθεσις τυχαία. Είναι υπόθεσις πραγματικής δουλειάς. Πρέπει, συνεπώς, να καταβάλομε τον κόπο μας, την επιμέλειά μας και το ενδιαφέρον μας.
Μην ξεχνάτε ότι ο Θεός όταν ετοποθέτησε τους πρωτοπλάστους εις τον Παράδεισον τούς είπε να εργάζονται. Τι να εργάζονται; Τον κήπον; Μα ο κήπος ήτο αυτοφυής. Ακόμη δεν υπήρχε ανάγκη καν υδρεύσεως. Λέγει σαφώς η Αγία Γραφή ότι ανήρχετο νερό, λέγει, πηγή και επότιζε τον κήπον. Τι έπρεπε να κάνει ο άνθρωπος; Ω, αγαπητοί μου, να εργαστεί τις αρετές. Κι επειδή οι πρωτόπλαστοι δεν εργάστηκαν τις αρετές, δεν επρόσεξαν, που τους είπε ο Θεός να προσέξουν, δηλαδή δεν καλλιέργησαν την προσοχήν, δεν εφρόντισαν περί της ψυχής των, να βάλουν μάντρα, γιατί ο Παράδεισος είναι η ψυχή μας, είναι ακριβέστερα η ύπαρξίς μας, αυτός είναι ο Παράδεισος του Θεού. Δεν είπε ο Κύριος ότι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν»; «Είναι μέσα σας».
Και πήραν την εντολή να εργάζονται τον Παράδεισον και να φυλάττουν τον Παράδεισον. Δηλαδή τον εαυτό τους να τον φυλάττουν από το κακό και από τον διάβολο. Και από την αμαρτία. Και να δουλεύουν, θετικώς τώρα, τις εντολές του Θεού. Και τότε, ποιες ήταν οι εντολές του Θεού; Οι εντολές του Θεού ήταν: να εργάζονται. Εντολή ήταν. Να φυλάττουν. Εντολή ήταν. Και να νηστεύουν. Δεν θα φάτε από τον καρπόν αυτόν. Τρεις εντολές. Δεν εδούλεψαν τις εντολές, δεν εργάστηκαν το αγαθόν και απώλεσαν τον Παράδεισον. Και εξήλθον του Παραδείσου. Έφυγε η Χάρις του Θεού. Βεβαίως ήτο τοπικός Παράδεισος. Μη νομίσετε ότι κάνω απλή μεταφορά και τα πράγματα είναι συμβολικά και μεταφορικά. Ήταν πραγματικός Παράδεισος. Αλλά ο καθαυτό πραγματικός Παράδεισος, πέραν από την τοπική του διάσταση, είναι αυτός ούτος ο άνθρωπος! Και απώλεσε ο άνθρωπος την χάρη του Θεού. Πρέπει τώρα να δουλέψει, να εργαστεί, και πολύ πιο σκληρά απ’ ό,τι την πρώτη φορά, πριν χάσει τον Παράδεισον.
Εάν, λοιπόν, λέγει ο Απόστολος, εργαστεί ο καθένας το αγαθόν, τότε σε αυτόν θα είναι δόξα, τιμή, ειρήνη. Τι είναι αυτή η δόξα; Εννοείται, βέβαια, η δόξα του Θεού. Σημειώσατε ότι με τον πλεονασμόν του κακού πια στον κόσμον, το αγαθόν όχι μόνον δεν τιμάται αλλά και διώκεται. Και συνεπώς ο αγαθός άνθρωπος, ο άνθρωπος που εκτελεί το αγαθόν, βεβαίως για μία στιγμή δεν έχει δόξα. Αλλά η δόξα αναφέρεται στον ουρανό. Είναι η θεία δόξα. Είναι εκείνη που θα στεφανώσει αυτός ο Χριστός τον κάθε εργάτη του αγαθού. Όμως, όχι ολιγότερον, παρότι είπα ότι διώκεται το αγαθόν εις τον κόσμον αυτόν, θα σας έλεγα ότι παρά ταύτα, παρά ταύτα και εις τον παρόντα κόσμον το αγαθόν δοξάζεται· διότι ίχνη της εικόνος του Θεού στους ανθρώπους υπάρχουν. Και δεν μπορεί παρά το αγαθόν στα μάτια των ανθρώπων να στέκεται πάντοτε αγαθόν. Και να δοξάζουν τους εργάτας του αγαθού.
Όμως σας λέγω ότι δεν θα αναζητήσομε την δόξα εις τον παρόντα κόσμον. Αλλά εις τον ουρανόν. Και η δόξα πρέπει να αναζητηθεί. Αν αναζητήσομε την δόξα στον παρόντα κόσμο, είμεθα κενόδοξοι· γιατί ο παρών κόσμος φεύγει, απέρχεται. Το σχήμα του κόσμου τούτου περνάει. Και συνεπώς πού θα στηρίξομε την δόξα μας; Σε κάτι που περνά; Να γιατί η δόξα, η αναζήτηση μιας τέτοιας δόξης είναι κενο-δοξία(το κε-με έψιλον). Άδειο πράγμα. Αντιθέτως, δεν μας είπε ο Θεός να μην κυνηγήσομε την δόξα. Αλλά όχι την επίγεια. Αλλά την ουρανία. Και μας είπε έναν δρόμο. Και ο δρόμος αυτός είπε, είναι το αγαθόν. «Θέλεις δόξα; Μπράβο· Εγώ θα σε δοξάσω. Κι Εγώ δοξασμένος είμαι. Και θα’ χεις την δική μου την δόξα. Θέλεις λοιπόν; Ναι. Κοίταξε, θα την τοποθετήσεις εκεί που μένει. Στον ουρανό. Θα επαναλάβω. Τον δρόμο; Άκουσέ τον ποιος είναι. Το αγαθόν. Θα διαπράξεις το αγαθόν. Τραχύς ο δρόμος του αγαθού, δύσκολος. Ζητά πολλή υπομονή, πολλή φροντίδα, πολύ κόπο. Αλλά αυτός είναι ο δρόμος. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Και γεμάτος πειρασμούς ο δρόμος αυτός».
Έρχεται ο διάβολος και σου λέγει και οι κακοί άνθρωποι, οι πονηροί άνθρωποι: «Κουτός είσαι· τον δρόμον αυτόν διαλέγεις; Υπάρχουν άλλοι δρόμοι εύκολοι». Μπορείς, αδελφέ μου, να αντέξεις τον πειρασμό που θα σου πει το κακόν; Θα σου πει: «Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι εύκολοι». Αυτόν τον δρόμον τον υπέδειξε ο διάβολος στους πρωτοπλάστους. «Θεοί θέλετε να γίνετε; Θεοί θα γίνετε. Α, θεοί, ε; Λοιπόν εγώ θα σας πω έναν εύκολον τρόπον. Όχι με την υπακοή στον Θεό αλλά με την παρακοή στο θέλημα του Θεού. Φάτε λοιπόν τον καρπόν. Παραβείτε την εντολή». Είδατε; Ο εύκολος δρόμος του κακού. Είναι μεγάλος ο πειρασμός. Κι αυτός ο πειρασμός στον οποίον υπέπεσαν και υπέκυψαν οι πρωτόπλαστοι, γιατί δεν θα υποπέσομε εμείς; Κι εκείνοι δεν είχαν στο ενεργητικό τους την αμαρτία. Ούτε την κλίση κανενός προπατορικού αμαρτήματος. Έχομε εμείς. Είμαστε ισχυρότεροι εκείνων; Είναι δύσκολος, λοιπόν, ο δρόμος. Είναι πολύ δύσκολος.
Αλλά όταν λέγει «δόξα», συνεπώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που είναι και ο προορισμός μας. Αν ερωτήσετε: «Ποιος είναι ο προορισμός μας»; Να δοξαστούμε. Δηλαδή να μην πεθάνομε ποτέ και να είμεθα μέσα στην δόξα του Θεού. Εις τους αιώνας των αιώνων.
«Δόξα καὶ τιμὴ παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν», λέγει ο Απόστολος. Μάλιστα. Αυτή η τιμή αγαπητοί μου είναι… ω, η τιμή! Όλοι οι άνθρωποι ξέρετε, θα ήθελαν να έχουν τιμή. Αλλά δεν θα πρέπει κι εδώ να διαλέξομε την γήινη τιμή αλλά την θεία τιμή· που οι άγγελοι θα σκύψουν μπροστά μας. Όχι οι άνθρωποι. Οι άγγελοι, ε; Οι άγγελοι. Μπορείτε να φανταστείτε πως οι άγγελοι έσκυβαν μπροστά στους αγίους; Ω αυτή η τιμή! Αυτή η τιμή είναι κάτι που φανερώνεται με εκείνο που λέγει ο 8ος ψαλμός: «Δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν». «Με δόξα και τιμή, Κύριε, εστεφάνωσες τον άνθρωπο». Αυτό που θα πει ο Μένανδρος αργότερα, ο Έλληνας, ο Μένανδρος, θα πει: «Ὡς χαρίεν ἐστί ἄνθρωπος ὅταν ἄνθρωπος ᾖ». «Τι χαριτωμένο πλάσμα είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος!». Είδατε; «Δόξῃ καί τιμῇ», με δόξα και τιμή εστεφάνωσες, δίκην στεφάνου εστεφάνωσες τον άνθρωπο. Τι ωραίο πράγμα η δόξα και η τιμή! Θα μου πείτε βέβαια· εδώ «τιμή» θα πει ό,τι λέμε: «τιμώ έναν άνθρωπο». Ναι ακριβώς αυτό είναι. Να τιμηθώ, να με εκτιμήσουν. Και θα με εκτιμήσουν μόνον δια της οδού του αγαθού. Του τραχέος δρόμου του αγαθού.
Και ειρήνη. «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Αυτή η ειρήνη είναι το μέγιστον αγαθόν, είναι ο καρπός. Θέλετε ακόμη; Είναι ο δείκτης, η παρουσία της ειρήνης ή η απουσία της ειρήνης, είναι ο δείκτης της δομής του ανθρώπου, που σας είπα στην αρχή της ομιλίας μου. Δηλαδή, σου λείπει η ειρήνη; Αισθάνεσαι διάλυση. Έχετε αισθανθεί, όταν σας λείπει η ειρήνη, τι αισθάνεσθε; Όλα τα μέλη διαλύονται. Κατ’ αρχάς υπάρχει διάλυση ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Υπάρχει μία σύγκρουσις. Κι έπειτα υπάρχει μία διάλυσις ανάμεσα στις δυνάμεις της ψυχής -νοήσεως, βουλήσεως και συναισθήματος- και ανάμεσα στα μέλη τα ίδια του σώματος. Ο άνθρωπος κυριολεκτικά τινάζεται στον αέρα, διαλύεται πραγματικά. Συνεπώς η ειρήνη είναι ένας καρπός· καρπός πάλι, όταν θα βαδίσει ο άνθρωπος τον δρόμο της αρετής, τον δρόμο του αγαθού.
Αλλά εδώ πρέπει να σας πω, τόσην ώρα μιλάω για το αγαθό, τι είναι αυτό το αγαθό; Ποιο είναι; Αυτό το αγαθό, αγαπητοί μου, δεν είναι μία αφηρημένη έννοια· διότι όλοι οι άνθρωποι λίγο πολύ το αγαθό το καταλαβαίνουν. Έχουνε μία εικόνα του αγαθού. Ο μικρός και ο μεγάλος, ο πολιτισμένος και ο απολίτιστος. Ξέρετε όμως πόσος υποκειμενισμός έχει μπει; Και ξέρετε ακόμη αυτό το αγαθόν όπως το θεωρούμε, δεν είναι παρά μία σκιά. Έστω κι αν έχομε σωστή εικόνα του αγαθού. Είναι μία σκιά. Είναι μία αντανάκλασις, ένας απόηχος. Αλλά όταν μιλάμε για μία αντανάκλαση, έχομε έναν ήλιο από πίσω. Όταν μιλάμε για έναν απόηχον, έχομε μία πηγή ήχου πίσω. Ποια είναι αυτή η πηγή του φωτός, η πηγή του ήχου; Είναι όχι κάτι αφηρημένο, αλλά κάτι το συγκεκριμένο. Είναι ένα πρόσωπο, είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή του αγαθού.
Όταν λοιπόν λέγει «παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν», θα μπορούσαμε να πούμε ότι ποια είναι η σχέση μας με το πρόσωπον του Ιησού Χριστού, την πηγή του αγαθού; Τι στάση έχομε πάρει εμείς απέναντι στον Χριστόν; Διότι πραγματικά ο Ιησούς Χριστός είναι το αρχέτυπό μας. Βάσει του σχεδίου Χριστός, της Θεανθρωπίνης Του φύσεως, κατασκευάστηκε ο άνθρωπος. Και τώρα, εάν ο Χριστός είναι η πηγή του αγαθού, εγώ πρέπει να ανακλώ το αγαθόν. Για να έχω αρμονική σύνδεση. Να συντονίζομαι ούτως ειπείν, εις το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αν δεν τηρώ το αγαθόν, τότε, ή αγνοώ τον Ιησούν Χριστον, τότε δεν είναι δυνατόν να έχω το αγαθόν. Και δεν μπορεί το αγαθό από μόνο του να με σώσει. Δεν είναι δυνατόν. Δεν έχω ειρήνη. Δεν έχω τα αγαθά που μου είπε προηγουμένως ο λόγος του Θεού. Ούτε δόξα, ούτε τιμή. Το καταλάβατε αυτό;
Ξέρετε σήμερα σε τι μεγάλο βαθμό προσπαθούν οι άνθρωποι να βρουν το αγαθόν έξω από τον Ιησούν Χριστόν; Το υπογραμμίζω αυτό. Προσέξατέ το, αγαπητοί μου. Διότι αν μιλήσουμε και σταθούμε έξω από τον Ιησούν Χριστόν ως προς την εργασία του αγαθού, ακούστε τι υπάρχει. Προσέξτε. Δεν μιλάνε όλοι σήμερα για το αγαθό; Όλοι μιλάνε. Ακούστε όμως τι υπάρχει. Το άγχος, η βία και η αλλοτρίωσις. Αυτά είναι σημάδια ότι ο άνθρωπος δεν έχει ειρήνη. Σήμερα οι πιο πολλοί άνθρωποι έχουν άγχος. Σήμερα οι άνθρωποι υφίστανται την βία κάποιων άλλων. Και σήμερα οι άνθρωποι έχουν αλλοτριωθεί πλέον, έχουν αποξενωθεί. Και από τον ίδιο τον εαυτό τους. Δεν μιλάω πια για τον Θεό, γιατί από εκεί είναι η πηγή του κακού, αλλοτριώθηκαν και με τους άλλους ανθρώπους, αποξενώθηκαν, αλλά και με τον εαυτό τους αποξενώθηκαν. Τον βλέπουν τον εαυτό τους και τους είναι σαν κάτι το ξένο. Τον σιχαίνονται τον εαυτό τους, τον αηδιάζουν τον εαυτό τους. Αυτά είναι στοιχεία που δείχνει ότι δεν υπάρχει ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε ειρήνη. Γιατί; Δεν δουλεύουν το αγαθόν; Πόσα ανθρωπιστικά συνθήματα έχομε περί αγαθού; Στα σχολειά μας, από δω, από κει, μαθαίνομε περί αγαθού. Το αγαθόν δεν είναι αφηρημένον, δεν είναι αφηρημένη έννοια. Το αγαθόν είναι συγκεκριμένο. Είναι ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτόν τον λόγο παθαίνομε αυτά. Είναι ταλαίπωροι εκείνοι οι οποίοι δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό. Και η εποχή μας έχει πολλούς τέτοιους ταλαίπωρους ανθρώπους. Ας το προσέξομε.
Αλλά και κάτι άλλο. Έξω του Ιησού Χριστού, το αγαθόν παραπαίει. Παραπαίει μέσα σε αυτούς τους μαιάνδρους της ανθρωπίνης λογικής και της ανθρωπίνης καρδίας. Ο καθένας μέσα του ψάχνει και φτιάχνει ένα καλούπι αγαθού, όπως το καταλαβαίνει και όπως το αισθάνεται. Κι εκεί παλεύει μέσα σε αυτό το αυτοκατασκεύαστον, θα λέγαμε, αγαθόν. Όλα αυτά, έξω του Ιησού Χριστού. Θέλετε να σας πάρω ένα παράδειγμα; Ακούσατέ το. Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό. Σήμερα δεν υπάρχει μου φαίνεται ούτε το πιο μικρό παιδάκι στο σχολείο που να μην άκουσε την λέξη «υπαρξιακός», «υπαρξισμός» κ.ο.κ. Τι είναι αυτό που λέμε υπαρξισμός; Ο υπαρξισμός είναι από την έννοια της υπάρξεως. Αυτό που λέμε «υπάρχω». Προσέξτε, υπάρχω. Είναι λοιπόν μία φιλοσοφική, θα λέγαμε, οπτική γωνιά, που βλέπει την ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτή η οπτική γωνιά λέγεται υπαρξισμός. Προσέξτε όμως τώρα. Ο υπαρξισμός δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει την ύπαρξη, να μου πει τι είμαι. Αλλά προσπαθεί να βρει το με ποιον τρόπο θα πραγματώσω αυτό που είμαι. Φερειπείν, είμαι εγώ που είμαι. Υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο. Τώρα, πώς μπορώ να ζήσω ευτυχισμένα; Δηλαδή να πραγματώσω, να καταξιώσω την ίδια μου την ύπαρξη. Αυτό λέγεται «υπαρξισμός». Λοιπόν, προσέξτε, παρακαλώ. Όλοι τα έχουν ακούσει αυτά, κυκλοφορούν ευρύτατα, δεν θα ΄θελα να δυσκολέψω τις σκέψεις σας, αλλά θα ‘θελα να σας πω, αυτά που ακούτε κάθε μέρα να σας τα βάλω σε κάποια σειρά. Ακούσατε:
Υπάρχει ο υπαρξισμός ο αρνητικός που οδηγεί όχι στον Θεό. Και υπάρχει και ο υπαρξισμός που οδηγεί στον Θεό. Το Ευαγγέλιον δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας οδηγός υπαρξιακός. Μας λέγει πώς να ζήσουμε. Αλλά και σήμερα φιλόσοφοι που μιλάνε για την ύπαρξη και είναι διάχυτες οι ιδέες τους, ιδία στον δυτικόν κόσμον, διάχυτες, μας μιλάνε πώς να ζήσουμε. Εξάλλου τι είναι ο πολιτισμός; Πώς να ζήσει αυτή η ύπαρξίς μου. Αλλά, λέγει, χωρίς Θεό. Προσέξτε· χωρίς Θεό. Γιατί μου βγάζεις τον Θεό; «Γιατί ο Θεός», λέγει, «με δεσμεύει. Και δεν είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω. Δεν μου χρειάζεται λοιπόν ο Θεός». Έχομε συνεπώς δύο κατευθύνσεις. Ο υπαρξισμός στη μέση. Από δω που οδηγεί στον Θεό και ο άλλος ο υπαρξισμός που οδηγεί στην αθεΐα. Για να δούμε εκεί που οδηγούμεθα στην αθεΐα, ποια είναι τα αποτελέσματα; Δηλαδή υπαρξισμός χωρίς Χριστόν. Έχομε τον μηδενισμόν, έχομε τον αναρχισμόν και στο τέλος την καταστροφήν της υπάρξεως. Αυτή η ίδια η ύπαρξις, ενώ αναζητούσε πώς θα ζήσει, στο τέλος να καταστρέφεται. Κλασική εικόνα τα ναρκωτικά. Ζητώ να ζήσω την ζωή μου, αυτό θα πει «την ύπαρξή μου», να ζήσω την ζωή μου, παίρνω ναρκωτικά και αυτοκαταστρέφομαι. Αντιθέτως η άλλη πορεία. Ο υπαρξισμός που οδηγεί στον Θεό, οδηγεί στον Χριστό. Τι πετυχαίνει; Ανόρθωση της εικόνος του Θεού. Είναι ο πεσμένος άνθρωπος και σηκώνεται η εικόνα του Θεού. Ακόμα έχω οργάνωση αυτών των ανθρωπίνων δυνάμεών μου και συνοχή. Νους, καρδία και βούλησις, ψυχή και σώμα, είναι οργανωμένα μέσα μου, συγκροτημένα. Έχω όχι διαλυμένη αλλά οργανωμένη προσωπικότητα. Τρίτον, έχω σεβασμό και διάσωση της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όταν λέμε «ο Χριστιανισμός σώζει», «Ήρθα να σας σώσω», λέει ο Χριστός, τι είναι αυτό «να σας σώσω»; Ακριβώς αυτό. Να σώσει την ύπαρξη.
Όλα αυτά αγαπητοί μου, ξεκινούν από το πώς βλέπω το αγαθόν. Ναι, πώς βλέπω το αγαθόν, αλλά τελικά τι θα διαλέξω; Ένα αυτόνομο αγαθό, ένα αγαθό που δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό ή το αγαθό που έχει σχέση με τον Θεό και είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός; Αν διαλέξω ένα αγαθό ανθρωπιστικό, απ’ αυτά που σερβίρει η εποχή μας, θα φθάσω στον μηδενισμό. Και στην καταστροφή της υπάρξεως. Αν διαλέξω το αγαθόν που είναι Αυτός ούτος ο Χριστός, τότε διασώζω την ύπαρξή μου. Και τότε για ‘μένα θα ίσχυε αυτό που λέγει – αθάνατη πια θέση, ο λόγος του Θεού: «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvnmp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 4,18-23]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΕΞΑΡΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 28-6-1992]
(Β263)
Καθώς, αγαπητοί μου, ανοίγει η εκκλησιαστική περίοδος του ευαγγελιστού Ματθαίου, η Εκκλησία μας, παρουσιάζει την ωραία εκείνη εικόνα που ο Κύριος αναζητά τους πρώτους Του μαθητάς παρά την λίμνην της Τιβεριάδος. Εκεί βρήκε τα πρώτα δύο ζεύγη αδελφών, που τους κάλεσε κοντά Του. Ήταν ο Πέτρος και ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Ήταν ένα όμορφο πρωινό στην ακρολιμνιά. Εκεί, στα ήσυχα νερά της λίμνης, είδε το πρώτο ζεύγος, «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς». Ρίχνοντας το δίχτυ τους στη θάλασσα· γιατί ήσαν αλιείς. Και τους λέγει: «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Και εκείνοι «εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ». Κι εκείνοι αμέσως, αφού άφησαν τα δίχτυα τους, τον ηκολούθησαν. Και αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα ο Κύριος, είδε το δεύτερο ζεύγος αδελφών. Τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Λέγει τότε και σ’ αυτούς να Τον ακολουθήσουν. «Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ». Εκείνοι δε αμέσως, αφού άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους, Τον ηκολούθησαν.
Οι πρώτοι άφησαν τα δίχτυα τους και Τον ακολουθούν. Οι δεύτεροι άφησαν πλοίο και πατέρα και ακολούθησαν τον Ιησούν. Μένομε, αγαπητοί μου, έκπληκτοι, που τόσο οι πρώτοι, όσο και οι δεύτεροι, άφησαν ευθέως, αμέσως, ό,τι τους συνέδεε και ακολουθούν τον Χριστόν. Τους χαρακτηρίζει εκείνο το «ευθέως», τους χαρακτηρίζει μία ανεξαρτητοποίησις με ό,τι ήσαν δεμένοι. Με πρόσωπα και με πράγματα. Είναι εκπληκτικόν. Και μένουν στην εξάρτηση του Ιησού, χωρίς όρους και συμφωνίες.
Αυτήν την απόρριψη των εξαρτήσεων και τη μετάβαση σε μία νέα εξάρτηση, αγαπητοί μου, θα δούμε σήμερα. Οι μαθηταί, σαν ψαράδες το επάγγελμα – ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς- για να μη θεωρηθεί ότι απλώς έκαναν το χόμπι τους, δηλαδή ήσαν ερασιτέχνες, πήγαν στη λίμνη εκεί, για να ψαρέψουν. Ήσαν επαγγελματίαι. Ζούσαν. Ήταν η δουλειά τους. Οι μαθηταί, λοιπόν, σαν ψαράδες επαγγελματίαι και σαν άνθρωποι, είχαν τη δική τους οικογένεια· όπως ο Πέτρος. Είχε πενθερά, μας σημειώνει κάπου αλλού το Ευαγγέλιο. Ή ήσαν άγαμοι ακόμη, όπως ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, στην πατρική τους οικογένεια, με τον πατέρα τους και τη μητέρα τους και τα τυχόν άλλα τους αδέλφια. Πάντως ευρίσκοντο στον χώρον των νομίμων και φυσικών εξαρτήσεων.
Πράγματι, κάθε άνθρωπος που έρχεται εις τον κόσμον, από τη στιγμή που παίρνει διαστάσεις υπάρξεως μέσα σε αυτά τα σπλάχνα ακόμη της μάνας του, μπαίνει στην εξάρτηση του χώρου και του χρόνου. Ο άνθρωπος κατ’ ανάγκην είναι χωροχρονικός. Δύο δεσμά που μπαίνουν αμέσως στην κάθε ύπαρξη και από τα οποία δεσμά του χώρου και του χρόνου, είναι αδύνατον να απαλλαγεί κάθε ύπαρξις, φυσικά και αυτός ο άνθρωπος. Έτσι γεννιέται ο άνθρωπος και κατοπινά μπαίνει σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εξαρτήσεων, αλληλεξαρτήσεων. Άνθρωποι με ανθρώπους, κοινωνικά, έχομε μίαν εξάρτησιν κοινωνικά και άνθρωποι με περιβάλλον βιολογικά. Αναπνέομε τον αέρα, χωρίς αέρα δεν μπορούμε να ζήσουμε, εξαρτώμεθα από τον αέρα, το οξυγόνο του αέρος, ακόμη από το νερό, από τις τροφές, από τον ήλιο… Γενικά εξαρτώμεθα. Από τη βαρύτητά μας επάνω στη Γη κ.ο.κ. Και αυτή η Γη μας ακόμη, εξαρτάται από τον δικό μας τον ήλιο. Πώς κινείται η Γη μας; Κινείται περί τον ήλιον, εξαρτώμενη απ’ αυτόν. Αλλά και ο ήλιος ο δικός μας ανήκει στον δικό μας τον Γαλαξία. Αν λογαριάσει κανείς, ότι υπάρχουν, όσα είδαμε τουλάχιστον μέχρι σήμερα, κάπου διακόσια εκατομμύρια Γαλαξίαι. Και κάθε Γαλαξίας έχει εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ηλίους. Το ένα εξαρτάται από το άλλο. Και αυτές όλες οι εξαρτήσεις είναι εντελώς, εντελώς φυσικές εκ κατασκευής. Έτσι ο Θεός έκανε τα πράγματα, γιατί έτσι ήθελε να κάνει τα πράγματα. Να έχουν μια αλληλεξάρτησιν. Δεν υπάρχει τίποτε, μα απολύτως τίποτε εις τον κόσμον αυτόν, ανεξάρτητον. Ούτε ένα ηλεκτρόνιον. Δεν λέγω άτομον της ύλης. Ούτε ένα ηλεκτρόνιον δεν έχει, θα λέγαμε, ανεξαρτησία. Τα πάντα εξαρτώνται. Ένα μόνο δεν εξαρτάται. Ο Θεός. Ο Θεός είναι έξω από όλα αυτά. Είναι ανεξάρτητος ο Θεός.
Μέσα λοιπόν σε αυτές τις δαιδαλώδεις αλληλεξαρτήσεις, ο Θεός θέλει να πετυχαίνεται η κοινωνία των όντων και όλα τα όντα μαζί, την κοινωνία με τον Θεό, διά των χειρών του ανθρώπου. Είδατε προηγουμένως στη Θεία Λειτουργία; Εσηκώσαμε το άγιο ποτήριον και το άγιο δισκάριον προς της τελεσιουργήσεως του μυστηρίου και του είπαμε, εσείς Του είπατε του Θεού, δια στόματος ιερέως: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοι προσφέρομεν». Σεις το είπατε, με τα χέρια του ιερέως και το κάνατε. Γιατί εσείς φτιάξατε το κρασί και το πρόσφορο. Και προσφέρει ο ιερεύς με τα χέρια, τα δικά του είναι, αλλά τα δικά σας χέρια, εις τον Θεόν την κτίσιν. Έτσι βλέπει κανείς ότι πραγματικά όλα τα όντα μαζί πρέπει να τύχουν μιας κοινωνίας με τον Θεό, δια των χειρών του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος προσφέρει, ως ιερεύς, την κτίσιν στον Θεό. Προσέξατέ το. Πας άνθρωπος. Είναι εκείνο που λέγει και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, ότι ο Θεός τον λαόν Του τον έκανε να είναι «ἱερεῖς καί βασιλεῖς». Το γνωστόν βασίλειον ἱεράτευμα. Δεν είναι βέβαια της ώρας να πούμε τι σημαίνει για τον κάθε πιστό που βαπτίζεται, ότι είναι ιερεύς της Δημιουργίας. Και ιερεύς του εαυτού του στον Θεό. Προσφέρει στον Θεό. Όταν λέει στην προς Ρωμαίους ο απόστολος Παύλος: «Να προσφέρετε θυσίαν ζώσαν και ευάρεστον εις τον Θεόν. Την λογικήν», λέγει, -δηλαδή πνευματικήν- «λατρεία στον Θεό». Τι είναι; Η καθαρότητα του εαυτού σας. Είναι εκπληκτικό αυτό, αγαπητοί μου. Έτσι ζούσε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Προσφέροντας την κτίσιν. Εξηρτημένος από την φύσιν, διότι έτρωγε, έπινε, ανέπνεε. Ωστόσο προσφέρει στον Θεό την κτίσιν ως ιερεύς της Δημιουργίας. Είναι μεγαλειώδες. Έτσι το θέλει ο Θεός. Και ξαναλέγω: είναι μεγαλειώδες.
Ο Αδάμ όμως με την παραδοχή που έκανε με τον διάβολο, αμέσως πέρασε από τον χώρον των θείων και φυσικών και νομίμων εξαρτήσεων, στον χώρο της δαιμονικής εξαρτήσεως. Κι από δω αρχίζει μία περιπέτεια δαιμονικών αλληλεξαρτήσεων. Η φύσις δαιμονοκρατείται με την πτώση του Αδάμ και ο άνθρωπος εξαρτάται πλέον από μίαν δαιμονοκρατουμένη κτίση. Έχουν πολλή σημασία αυτά. Αρχίζει η ιστορία των παθών εις τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος αρχίζει να σωριάζει στον εαυτό του ή καλύτερα, να τον εθίζει στα πάθη. Και τα πάθη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο χρονισμός συγκεκριμένων αμαρτημάτων. Αν πω ψέματα και ξαναπώ, έκανα αμαρτία. Και ξαναπώ και ξαναπώ, τότε αυτή η αμαρτία γίνεται πάθος, γίνεται εθισμός. Και έχω μία ροπή, χωρίς κανείς να με προκαλεί, να λέγω ψέματα εκεί που θα ήταν περιττό να πω ψέματα. Γιατί; Γιατί αυτό έγινε πάθος. Έτσι, αγαπητοί μου, όλα τα αμαρτήματα, εάν χρονίσουν, γίνονται πάθη. Τα πάθη πλέον όμως επιβάλλουν την εξάρτηση στον άνθρωπο.
Εδώ είναι που γίνεται ο άνθρωπος ένα τραγικόν πρόσωπον. Εξάρτησις από τα πάθη αφύσικος και παράνομος. Δηλαδή και παρά φύσιν και παρά νόμον. Αυτό θα πει αφύσικος και παράνομος. Ο άνθρωπος γίνεται δούλος των παθών. Δεν διστάζει με τον τρόπον αυτόν, όχι μόνον τις εντολές του Θεού να παραβεί –παράνομος– αλλά και αυτούς τους φυσικούς νόμους να παραβεί και λέγεται «παρά φύσιν άνθρωπος». Να αναφέρω τι σημαίνει παρά φύσιν άνθρωπος; Είναι φοβερό. Κάπου ο Δανιήλ αναφέρεται εις τον Αντίχριστον και λέγει εκεί ότι θα καταργήσει νόμον, τον νόμον και την φύσιν. Δεν είναι όμως της ώρας αυτό. Απλώς έκανα έναν υπαινιγμό.
Τώρα ο άνθρωπος, μετά την πτώση του, τι κάνει; Αναζητά την ηδονή. Την ηδονή εν ευρεία εννοία. Άμεσα. Εκείνη η οποία με τη σειρά της η ηδονή επιβάλλει την εξάρτηση από αυτήν του ανθρώπου. Τον κάνει δούλο τον άνθρωπο η ηδονή. Η ιστορία της ηδονής ξεκίνησε από τον Παράδεισο. Όταν η Εύα είδε ότι ο καρπός ήταν ωραίος, λέγει να τον βλέπεις, και γλυκύς να τον τρως. Μέχρι τότε, δεν έβλεπε η Εύα τον καρπόν; Πώς τώρα ξυπνά μία άλλη επιθυμία; Όπως λέγει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον μεγάλο του Κανόνα: αυτή η «παράλογος ἐπιθυμία, ἡ παράλογος βρώσις». Τι είναι λοιπόν αυτό; Απ΄τη στιγμή που ο άνθρωπος δοκιμάζει, αφού ξεκινάει από κει η αναζήτηση της ηδονής, της ευχαρίστησης πάντα, ξαναλέγω, εν ευρεία εννοία, επέρχεται η οδύνη. Εφεξής, ηδονή και οδύνη, θα πηγαίνουν πλάι πλάι. Έκτοτε ο άνθρωπος την αναζητά, παρ’ ότι γνωρίζει την οδύνη, αναζητά την ηδονή και με τον τρόπον αυτόν εδημιούργησε τον ευδαιμονισμό· που είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του πνευματικού βίου. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι «ὁ εὐδαιμονισμός διώκει μηδενός διώκοντος». Ότι ο ευδαιμονισμός διώκει όχι όπως ο Νέρων και ο Διοκλητιανός. Εκεί οι Χριστιανοί πραγματικά εχαλυβδώνοντο και αντιστέκονταν και γίνονταν μάρτυρες. Ο ηδονισμός, η ευημερία, παραλύει τον άνθρωπον και παραδίδεται εις το κοσμικόν φρόνημα. Γι΄αυτό λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος ψυχολογικότατα και αληθινότατα ότι όλη αυτή η ιστορία είναι η χειρότερη για τον άνθρωπο.
Ακόμη ο ευδαιμονισμός αναζητείται στον πλούτον. Δηλαδή στα πολλά αγαθά, δηλαδή σε εκείνα που είναι παραπάνω από τις ανάγκες μας. Εκείνο το ξεπέρασμα, που λέγει ο Απόστολος «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». Με αυτά τα πολλά αγαθά γεννιέται η αλαζονεία του βίου, δηλαδή είναι μία επίδειξις και μια προβολή ενός νομιζομένου υπάρχοντος και υπερέχοντος εγώ. «Εγώ είμαι εγώ!». Αναζητείται ακόμη μέσα εις τον ευδαιμονισμό, ένας πληθωρικός πολιτισμός και μάλιστα τεχνικός. Αναζητείται ακόμη η ικανοποίησις του γενετησίου ενστίκτου. Με όλο το ρεπερτόριο των διαστροφών. Επέρχεται κορεσμός και αναζητούμε νέους τρόπους ικανοποιήσεως, που είναι ο χώρος των παρεκτροπών, των διαστροφών. Αυτό έκαναν οι Σοδομίται. «Ἐπλήσθησαν ἄρτου», λέει η Γραφή. Δηλαδή χόρτασαν. Χόρτασαν, είχαν πολλά αγαθά. Και αναζητούσαν να βρουν σε νέους τρόπους την ηδονή.
Το κάπνισμα, ναι, προσέξτε, το κάπνισμα, το κάπνισμα είναι ηδονιστικόν. Γι΄αυτό και δεν μπορεί ο άνθρωπος να το κόψει. Διεγείρει το νευρικό σύστημα. Και αφήνει μνήμη επάνω στο νευρικό σύστημα. Κι αν το΄κοψες, αδελφέ μου, κάποια φορά, υπάρχει μεγάλη πιθανότης να το ξαναθυμηθείς. Γιατί απλούστατα είναι ναρκωτικόν. Και όπως δόθηκε ο χαρακτηρισμός «κοινής αποδοχής». Ναρκωτικόν κοινής αποδοχής. Ναι. Το κάπνισμα λοιπόν μπορεί να χαρακτηριστεί το σήμα κατατεθέν του ηδονιστικού πολιτισμού μας. Δεν είναι υπερβολή. Διότι το κάπνισμα άνοιξε τον δρόμο· τον δρόμο στα ναρκωτικά· που αποτελούν πλέον την κορωνίδα του πράγματος. Κανείς δεν έπεσε στα ναρκωτικά εάν προηγουμένως δεν έμαθε να καπνίζει. Είναι η πρόσβασις. Είναι η γέφυρα.
Μάλιστα αυτές τις ημέρες, χθες, προχθές, είχαμε την ημέρα κατά των ναρκωτικών. Ας θεωρηθούν κι αυτά που λέμε, μία μικρή, σπουδαιοτάτη όμως, με θεολογικό υπόβαθρο, συμβολή εις την προσπάθεια αυτή, γιατί έχω παρατηρήσει ότι κάνομε μνεία των πραγμάτων, εισηγούμεθα μύριες μεθόδους, εκτός από κείνη την σπουδαία, την τρανή. Να βάλομε στα παιδιά μας τον φόβο του Θεού. Και την μη αναζήτηση της ηδονής, μ’ αυτήν την ευρεία έννοια.
Έτσι, κάπνισμα και ναρκωτικά, δημιουργούν φοβερές εξαρτήσεις στον άνθρωπο. Φοβερές. Να κάνω περιγραφή; Δεν κάνω. Μπορεί και με τα μάτια σας να είδατε τους ανθρώπους θύματα, ιδίως νέους, αυτών των καταστάσεων. Ξέρετε ότι στην Ελλάδα, από τον μαθητόκοσμο έχομε 27.000 μαθητάς, αγόρια και κορίτσια, που παίρνουν ναρκωτικά; Το ακούσατε καλά; Εικοσιεφτά χιλιάδες μαθητάς έχομε. Δεν σας ανησυχεί αυτό; Δεν μπορείτε να σκεφτείτε ότι ένα παιδί σας, ένα εγγόνι σας, μπορεί να είναι μέσα σε αυτόν τον αριθμό; Κι επειδή είπαμε αυτόν τον σύνδεσμο της ηδονής με την οδύνη, γι΄αυτό σήμερα βλέπομε άπειρα θύματα που ξεκινούν από την ηδονή και εξαρτώμενοι από αυτήν, ζουν την πιο φοβερή οδύνη, την πιο τραγική οδύνη. Μέχρι τον θάνατο! Και οι εξαρτήσεις αυτές δημιουργούν την πιο στυγνή τυραννία.
Και ο άνθρωπος θα μένει πάντοτε καταδικασμένος σε αυτές τις δαιμονικές, πώς αλλιώς να το πούμε, τις δαιμονικές εξαρτήσεις; Τα ναρκωτικά ποιος τα έφτιαξε; Ο Θεός, αγαπητοί μου. Είναι υπεύθυνος ο Θεός; Άπαγε. Τα σταφύλια που κάνουν κρασί, ποιος τα δημιούργησε; Ο Θεός. Αν υπάρχουν μέθυσοι, φταίει ο Θεός; Άπαγε της βλασφημίας! Είναι η δαιμονική υπόδειξις: «Φάε αυτό». Μα ο Θεός δεν το έκανε γι’ αυτό να το φας. Όλα τα πράγματα δεν δοκιμάζονται. Έχουν ποικίλους σκοπούς, αν το θέλετε, αποτελούν, αν το θέλετε, αποτελούν και σκοπόν να μην είχαν, που έχουν σκοπόν, και σκοπόν να μην είχαν, αποτελούν το δένδρο της γνώσεως καλού και κακού, που σου λέει ο Θεός: «Απ’ αυτό δεν θα δοκιμάσεις». Βλέπετε ότι μέσα στην Ιστορία συνεχίζει η παρουσία του δένδρου του καλού και του κακού;
Αλλά πάντα θα μένουν έτσι τα πράγματα; Όχι, αγαπητοί μου. Γι΄αυτό ήλθε ο Υιός του Θεού. Να σπάσει αυτές τις αφύσικες εξαρτήσεις και να μας ξαναφέρει στη φυσική και θεϊκή εξάρτηση. Ο Χριστός μάς ξαναγύρισε στο μέτρο της χρήσεως της κτίσεως. Μόνο ό,τι είναι φυσικόν, ευλογείται. Ό,τι είναι αφύσικον, δεν ευλογείται. Ο γάμος ευλογείται· αλλά όχι η πορνεία. Η λήψη τροφής ευλογείται. Γιατί έτσι κατασκευαστήκαμε. Θυμηθείτε όταν ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και είπε: «Δώσατέ της να φάει». Εκείνος που την ανέστησε, δεν θα μπορούσε να τη δυναμώσει άνευ τροφής; Όχι· έτσι τα κατασκεύασε ο Θεός. Αλλά ωστόσο δεν είναι ευλογημένη η γαστριμαργία. Μας είπε να αγαπάμε τους γονείς μας και τα παιδιά μας και τους άλλους ανθρώπους. Αλλά όχι πιο πάνω από τον Θεό. Έβαλε μία ιεράρχηση. Μας έδωσε μια ωραία φύση, που μπορούμε να την εκμεταλλευόμεθα, αλλά όχι να την καταχρώμεθα. Ή να την καταστρέφομε ή να την θεοποιούμε. Με τον τρόπον αυτόν ο Κύριος μας έβγαλε από τη δαιμονική και παράνομη εξάρτηση σε μία φυσική και νόμιμη. Και όχι μόνον ο Χριστός μας ελευθέρωσε από την αφύσικη και δαιμονική εξάρτηση, αλλά και κάτι πολύ περισσότερο, ασύλληπτα περισσότερο. Ήλθε να σπάσει τα δεσμά του καθηλωμένου Προμηθέα από τον Καύκασον της φθοράς και του θανάτου. Γιατί; Γιατί μετά την κοινήν ανάστασιν, δεν θα υπάρχει φθορά. Φθορά θα πει μεταβολή σωματική. Τρώγω, πεινώ, κοιμάμαι, κουράζομαι. Και λέγει ο Παύλος ότι «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην(την κοιλίαν, γράφει στους Κορινθίους στην Α΄επιστολή του) καὶ ταῦτα (τα βρώματα, τα φαγητά) καταργήσει». Γιατί; Δεν θα υπάρχει πλέον η φθορά. Καταργείται και ο θάνατος. Φθορά και θάνατος, καταργούνται αυτά. Κοιλία λοιπόν και θάνατος, είναι οι δύο ακαταμάχητοι εχθροί που νικώνται. Και από τους οποίους εχθρούς τώρα, έχομε πλήρη εξάρτηση.
Αυτά μας έφερε ο Κύριος. Ήρθε να σπάσει λοιπόν τους δεσμούς του κακού και των εξαρτήσεων. Παρατηρούμε ότι όταν ο Κύριος κάλεσε τα δύο ζεύγη των αδελφών, Πέτρον, Ιάκωβον, Ιωάννην και Ανδρέα, τους είπα λίγο ανάποδα, αυτοί άφησαν κάποιες φυσικές και νόμιμες και ευλογημένες εξαρτήσεις. Ψαράδες ήσαν. Τι ωραίο επάγγελμα! Είχαν οικογένειες. Τον πατέρα τους, τη μάνα τους είχαν… Άφησαν όμως τα σύνεργά τους, συγνώμη ήσαν εξαρτώμενοι από όλα αυτά. Αλλά εδώ έχομε κάτι καταπληκτικό με τους μαθητάς αυτούς, τα δύο ζεύγη των μαθητών. Να δημιουργούν μία προοδευτική απεξάρτηση ακόμη κι από αυτές τις φυσικές και ευλογημένες εξαρτήσεις, για να μεταφερθούμε σε μία και μόνη εξάρτηση, τον Χριστό. Τα άφησαν όλα. Τα δίχτυα, το πλοίο και τον πατέρα, το επάγγελμα, τα άφησαν όλα. Ο Κύριος τους είπε: «Ελάτε να σας κάνω αλιείς ανθρώπων». Αυτό έκαναν οι μαθηταί. Δηλαδή απηλλάγησαν από τις εξαρτήσεις, θα το πω άλλη μία φορά, τις φυσικές και νόμιμες και ευλογημένες, για να δεχθούν μία άλλη εξάρτηση. Έτσι ο Κύριος, ξαναγυρίζει τον άνθρωπο στην πρώτη, την αρχέγονη, την παραδεισία εξάρτηση.
Αγαπητοί, η σημερινή ευαγγελική περικοπή, με μία εικόνα τόσο απλή και φυσική, μας έδειξε πώς πρέπει να κινούμεθα. Και πρώτα πρώτα πρέπει να σπάσουμε κάθε δαιμονική εξάρτηση. Τα πάθη πρέπει να φύγουν. Μετά να σπάσομε, όσο τούτο είναι επιτρεπτό φυσικά, γιατί ζούμε εις τον παρόντα κόσμο, κάθε φυσική εξάρτηση, πραγμάτων και προσώπων· που μπορούν να μας εμποδίσουν στο παρακάτω βήμα. Η νηστεία, σκεφτήκατε ποτέ ότι είναι μία άσκησις που προσπαθεί να μας απαλλάξει, να μας κάνει περισσότερο ανεξάρτητους του φαινομένου που λέγεται κοιλία και γαστριμαργία; Η ξενιτεία, δηλαδή το να πω, θα βρεθώ μακριά από τους ανθρώπους μου και την πατρίδα μου. Κάποτε μπορεί να είναι τροπική. Αλλά κυρίως είναι τοπική. Πρέπει να είναι και τροπική και τοπική, αν το θέλετε. Τι είναι παρακαλώ η ξενιτεία; Μία θαυμασία άσκησις απεξαρτητοποιήσεως.
Αλλά δεν σταματούμε εδώ. Πρέπει να προχωρήσουμε στην όσο το δυνατόν περισσότερα μας εξάρτηση από την Κύριον. Το καθημερινό μάννα που έπεφτε στην έρημο, το ενθυμείσθε; Αυτό θέλει να διδάξει. Δεν έριχνε μάννα ο Κύριος για πολλές μέρες. Κάθε μέρα. Σήμερα. Όποιος μάζευε περισσότερο, σκουλήκιαζε την άλλη μέρα. Πλην το μάννα της Παρασκευής πριν το Σάββατο. Εκείνο δεν σκουλήκιαζε. Γιατί; Ήθελε αυτό να διδάξει ο Κύριος. Ότι ο άνθρωπος πρέπει να μένει ανεξάρτητος ακόμη και από τη φυσική του τροφή! Θα σου τη δώσει ο Κύριος. Θα σου τη δώσει. Γιατί εκεί πρέπει, εκεί πρέπει να έχεις την εξάρτησή σου. Τι είπε ο Κύριος εις τον διάβολον; Είναι γραμμένο στο Δευτερονόμιο: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Και όλη αυτή η διαδικασία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία διαρκής πορεία προς την ελευθερία. Η δε ελευθερία, όπως την θέλει το Ευαγγέλιον. Εξάλλου, αυτό σημαίνει, αγαπητοί, απελευθέρωσις και σωτηρία. Και ο Χριστός γι΄αυτό λέγεται Λυτρωτής και Σωτήρας.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_531.mp3
Γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πάντα τόσο βιαστικοὶ σήμερα; Γιὰ νὰ δοῦν ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα τὴν ἐπιτυχία τῶν προσπαθειῶν τους. Κι ἡ ἐπιτυχία ἔρχεται καὶ παρέρχεται, ἀφήνοντας πίσω της κάποια ἴχνη λύπης.
Γιατί οἱ γιοὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι τόσο βιαστικοὶ σήμερα; Γιὰ νὰ δρέψουν τοὺς καρποὺς τῶν ἀγώνων τους τὸ συντομότερο δυνατό. Κι οἱ καρποὶ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἀφήνοντας πίσω τους τὰ ἴχνη κάποιας πικρίας.
Ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι πεθαίνουν βλέποντας τὸν ἑαυτό τους στὸ παρελθόν. Βλέπουν τίς ἐπιτυχίες τους ποὺ ἔχουν ξεχαστεῖ, τοὺς θερισμένους καρποὺς ποὺ ἔχουν σαπίσει. Μὲ τὸ δικό τους θάνατο, χάνονται καὶ τὰ τελευταῖα ἴχνη τῶν προσπαθειῶν καὶ τῶν καρπῶν τους. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς σπέρνουν μὲ τὴν ἴδια βιασύνη, θερίζουν τοὺς καρπούς, τοὺς τρῶνε κι ἔπειτα φεύγουν γυμνοὶ καὶ ἄδειοι ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Οἱ ἄνθρωποι ἔτσι ἐξελίσσονται. Δὲ γίνεται τὸ ἴδιο ὅμως μέ το Θεό. Οἱ ἄνθρωποι παρατηροῦν πῶς ἀντιμετωπίζουν τὰ πράγματα οἱ ἴδιοι καὶ πῶς τὸ ἀντιμετωπίζει ὁ Θεὸς καὶ λένε: Οἱ μύλοι τοῦ Θεοῦ ἀλέθουν ἀργά, ἀλλ’ ἀλέθουν πολὺ καλά.
Ὁ Θεὸς ἴσως ἀργεῖ στὴ μιὰ γενιά, ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ σ’ ὅλο τὸ φάσμα τῶν γενεῶν. Συχνὰ σπείρει στὴ μιὰ γενιὰ καὶ θερίζει στὴν ἄλλη. Ἔτσι ἡ πρώτη γενιὰ (τότε ποὺ σπέρνει ὁ Θεὸς) λέει πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ἀργός. Ἡ ἄλλη γενιά, τότε ποὺ θερίζει ὁ Θεός, λέει πῶς εἶναι ταχύς. Στὶς δικές μας, τίς ἀνθρώπινες ἐνασχολήσεις, κάθε θερισμὸς δὲν εἶναι πιὸ γρήγορος ἀπὸ τὸ ὄργωμα, τὴ σπορά, τὸ ξεχορτάριασμα καὶ τὴν ἀνιαρὴ περίοδο ἀναμονῆς τῆς ὡρίμανσης τοῦ καρποῦ; Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν εἶναι οὔτε ἀργὸς οὔτε γρήγορος. “Ἔχει το ρυθμό Του καὶ δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. Τὸ μυρμήγκι βλέπει μόνο τὴ μυρμηγκοφωλιά του. Ὁ ἀγρότης ὅμως παρατηρεῖ ὅλον τὸν ἀγρό.
Ἄν ὁ Χριστὸς ἐνεργοῦσε σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο τῶν ἀνθρώπων, δὲ θὰ εἶχε διαλέξει γιὰ ἀποστόλους Του δώδεκα ψαρᾶδες, ἀλλὰ μᾶλλον δώδεκα βασιλιᾶδες τῆς γῆς. Ἄν ἤθελε νὰ ‘χεῖ ἄμεση ἐπιτυχία στὸ ἔργο Του καὶ νὰ δρέψει τοὺς καρποὺς τῶν ἀγώνων Του, μὲ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή Τοῦ θὰ εἶχε διαλέξει δώδεκα ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου γιὰ νὰ τοὺς κάνει ὀπαδοὺς καὶ ἀποστόλους Του. Σκέψου ἁπλᾶ πῶς θὰ μποροῦσε ἀμέσως ὁ Χριστός, σὲ μιά στιγμή, νὰ γίνει γνωστὸς σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο: πόσο γρήγορα θὰ διαδίδονταν τότε ἡ διδασκαλία Του! Πῶς θὰ ἐξαφανίζονταν τὰ εἴδωλα ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ μ’ ἕνα αὐτοκρατορικὸ διάταγμα! Πῶς θὰ μετατρέπονταν ὅλοι οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ σὲ χριστιανικούς! Πῶς θὰ σταματοῦσαν ἀμέσως οἱ θυσίες ζώων στοὺς θεοὺς καὶ τοὺς καπνοὺς ἀπὸ τίς θυσίες θ’ ἀντικαθιστοῦσαν τὰ θυμιάματα! Σκέψου πόσο εὔκολα ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἑνὸς Θεοῦ θὰ εἶχε ἱδρυθεῖ, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας! Ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ χρειαζόταν νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ πάθει, θὰ καταλάμβανε τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ αὐτοκρατορικὸ θρόνο κι ἀπὸ κεῖ θὰ κυβερνοῦσε ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀπὸ ἀνατολὴ σὲ δύση κι ἀπὸ βορρᾶ ὡς το νότο, μὲ ἀντιπροσώπους του τοὺς δώδεκα ὑποτελεῖς βασιλιᾶδες. Χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ πάθει, οἱ σκληροτράχηλοι Ἰουδαῖοι θὰ ἀναγνώριζαν τὸ Χριστὸ ὡς βασιλιᾶ καὶ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ θὰ τὸν προσκυνοῦσαν.
Στοχάσου τελικὰ πόσα πράγματα θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἐπίγειο βασιλιᾶ καὶ μάλιστα σύντομα, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐφυΐα ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου! Τ’ ἀποτελέσματα θὰ ἦταν τὰ ἴδια μὲ ὅσα εἶχαν πραγματοποιήσει ὅλες μαζὶ οἱ βασιλεῖες, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ Χριστό. Θὰ ‘χὰν φτάσει κι αὐτὰ σ’ ἕνα τέλος, μαζὶ μὲ τοὺς ἱδρυτές τους. Ὁ κόσμος θὰ ξαναγύριζε ἐκεῖ ποὺ ἦταν καὶ πρίν. Πιὸ γραφικὰ ἀκόμα, θὰ ἦταν σὰ νά ‘χὲ ξεριζώσει κάποιος γίγαντας μιὰ πανύψηλη δρῦ ἀπὸ τὸ δάσος καὶ τὴν εἶχε ξαναφυτέψει σὲ μιὰ πεδιάδα. Ὅσο διάστημα ὁ γίγαντας στεκόταν δίπλα στὸ δέντρο καὶ τὸ κρατοῦσε ὄρθιο μὲ τὸ δυνατό του χέρι, ἡ δρῦς θὰ στεκόταν ὄρθια. Μὲ τὸ ποῦ θ’ ἀπομακρυνόταν ὁ γίγαντας ὅμως, ὁ ἄνεμος ποῦ θὰ φυσοῦσε θὰ τὴν ξερίζωνε καὶ θὰ τὴν ἔριχνε κάτω. Οἱ ἄνθρωποι θὰ μαζεύονταν γύρω ἀπὸ τὴν πεσμένη δρῦ καὶ θὰ θαύμαζαν πῶς ἕνα τόσο δυνατὸ δέντρο ἔπεσε μὲ τὸ πρῶτο φύσημα τοῦ ἀνέμου, ἐνῶ οἱ ἀργοανάπτυκτες φουντουκιὲς δίπλα τους ἀντιστέκονταν στὸν ἄνεμο καὶ στέκονταν ὄρθιες. Οἱ ἄνθρωποι θὰ κουνοῦσαν τὸ κεφάλι τους καὶ θὰ λεγαν: «Εἶναι ἀλήθεια πῶς οἱ χαμηλὲς φουντουκιὲς φυτεύονται μὲ σπόρο κι ἀναπτύσσονται ἀργά, ἀλλ’ ἀντιστέκονται σθεναρὰ κι ἀντιμετωπίζουν πιὸ εὔκολα τὸν ἄνεμο ἀπὸ τὴν πανύψηλη δρῦ ποῦ τὴ μεταφύτεψε ἕνας γίγαντας κι ἔπειτα τὴν ἐγκατέλειψε. Ὅσο πιὸ βαθιὰ βρίσκονται στὸ ἔδαφος οἱ ρίζες τοῦ δέντρου, τόσο πιὸ δυνατὸ καὶ πιὸ ἀνθεκτικὸ θὰ γίνει.
Πόσο σοφὸ ἦταν τὸ νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὰ χαμηλὰ καὶ Κύριος κι ὄχι ἀπὸ τὴν κορυφή. Πόσο σοφὸ ἦταν ν’ ἀρχίσει τὴν οἰκοδομὴ τῆς βασιλείας Του ὄχι μὲ βασιλεῖς, ἀλλὰ μὲ ψαρᾶδες. Πόσο καλό, πόσο σωτήριο ἦταν γιά μας, ποὺ ζοῦμε δυὸ χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή Του, το ὅτι δὲν ἀπέβλεψε στὴν τελικὴ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου Του, οὔτε καὶ στὸ νὰ θερίσει τοὺς καρποὺς τῶν ἀγώνων Του ὅσο ζοῦσε. Δὲν ἤθελε, ὅπως ὁ γίγαντας, νὰ μεταφυτέψει με μιᾶς τὸ τεράστιο δέντρο, ἀλλὰ σὰν ἁπλὸς ἀγρότης νὰ θάψει το σπόρο τοῦ δέντρου βαθιὰ μέσα στὴ γῆ κι ἔπειτα νὰ πάει στὸ σπίτι του. Κι αὐτὸ ἔκανε. Ὁ Κύριος ἔθαψε το σπόρο τοῦ Δέντρου τῆς Ζωῆς ὄχι μόνο στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν ἁπλῶν Γαλιλαίων ψαράδων, ἀλλὰ καὶ στὸ βάθος τῆς ἴδιας τῆς κόλασης. Ἔπειτα συνέχισε τὴν πορεία Του. Καί τὸ δέντρο ἀναπτυσσόταν ἀργά, πολὺ ἀργά. Ἄνεμοι ἰσχυροὶ φύσηξαν πάνω του σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ τὸ ξεριζώσουν, μὰ δὲν τὸ κατόρθωσαν. Οἱ ἐχθροὶ ἔκοψαν τὸ δέντρο, τὸ ἔριξαν κάτω, μὰ οἱ ρίζες του πέταξαν πολλοὺς καινούργιους βλαστούς. Ὅσο ἐκεῖνοι τὸ πελέκιζαν, τόσο πιὸ γρήγορα ἀναπτυσσόταν. Οἱ ὀρδὲς τοῦ ἐχθροῦ ἔσκαψαν στὴ γῆ, πιὸ βαθιὰ κι ἀπὸ τίς κατακόμβες γιὰ νὰ τὸ ξεριζώσουν. Ὅσο ὅμως ἐκεῖνοι προσπαθοῦσαν, τόσο οἱ ρίζες ἀντιστέκονταν, τόσο οἱ καινούργιοι βλαστοὶ μεγάλωναν κι ἄλλοι φύτρωναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ πύκνωναν. Ἔτσι τὸ δέντρο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυτεύτηκε μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν τρόπο κι ὄχι τοῦ ἀνθρώπου, ἐξακολουθεῖ ν’ ἀνθίζει ὡς σήμερα, δυὸ χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, παράγει καρποὺς γλυκοὺς γιὰ ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους καὶ λάμπει ἀπὸ φρεσκάδα καὶ κάλλος, σὰ νὰ ‘χε φυτευτεῖ μιὰ γενιὰ νωρίτερα.
Ἄν ὁ Κύριος εἶχε ἐνεργήσει ὅπως οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἀλήθεια πῶς θὰ τὸν εἶχαν δοξάσει πολὺ νωρίτερα οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς ὅμως δὲ θὰ εἴχαμε σωθεῖ. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἦχος τῶν ποιμενικῶν αὐλῶν, ποὺ σήμερα ἀκούγονται κι αὔριο ρίχνονται στὴ φωτιά. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἦρθε στοὺς ἀνθρώπους ὅπως κάνει κάποιος γίγαντας σὲ τσίρκο, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη καὶ τίς ἱκανότητές του, ν’ ἀπολαύσει τὸ χειροκρότημα τῶν θεατῶν. Ἠρθε σὰν φίλος σ’ ἐμᾶς, σὰν γιατρὸς σὲ θεραπευτήριο γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ, νὰ συνομιλήσει μὲ τὸν καθένα μας καὶ νὰ μᾶς προσφέρει συμβουλὲς καὶ θεραπεία. Εἶναι ἑπομένως πολὺ καλὸ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε ὁ κόσμος ὡς τὴ συντέλεια, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος ἐνήργησε μὲ θεϊκὸ τρόπο. Διάλεξε γιὰ ἀποστόλους Του ὄχι δώδεκα τρανοὺς βασιλιᾶδες, μὰ δώδεκα ἄσημους ψαρᾶδες. Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μαθαίνουμε μὲ ποιό τρόπο τοὺς διάλεξε.
«Περιπατῶν δὲ ὁ Ἰησοῦς) παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρος καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς» (Ματθ. δ’ 4). Ἀπὸ ποῦ ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας; Αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστής μας τὸ λέει στὴν προηγούμενη εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὅταν ἄκουσε πῶς φυλάκισαν τὸν Ἰωάννη το Βαπτιστή, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ πῆγε στὴ Γαλιλαία, στὴν περιφρονημένη αὐτὴ περιοχὴ τῆς Ἰσραηλιτικῆς γῆς. Προέβλεπε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ μεγάλου στρατιώτη Του, τοῦ Προδρόμου. Ἔτσι φάνηκε σὰ νὰ ὑποχώρησε, στὴν οὐσία ὅμως πῆγε νὰ προετοιμαστεῖ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς ἐχθρούς Του. .
Ὅσο διάστημα βρισκόταν στὴ Γαλιλαία τώρα, δὲν ἦταν φυσικὸ νὰ μείνει στὴ Ναζαρέτ, ὅπου εἶχε περάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του; Μὰ ποιός προφήτης εἶναι ἀποδεκτὸς στὴ δική του πατρίδα; Στὴ Ναζαρὲτ βρισκόταν, ὅταν οἱ συμπατριῶτες Του θέλησαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος κάποιου βράχου. Γιὰ ν’ ἀποφύγει ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν προσωρινὴ κακία τῶν ἀνθρώπων, ἐγκαταστάθηκε τελικὰ δίπλα στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, στὰ ὅρια τῶν φυλῶν Ζαβουλῶν καὶ Νεφθαλείμ. Ἐκεῖ ζοῦσαν οἱ πιὸ περιθωριακοὶ καὶ περιφρονημένοι ἄνθρωποι, «ἐν σκότει, ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (βλ. Ἠσ. θ’ 2). Σ’ αὐτὸ τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἔμελλε νὰ θάψει το σπόρο τοῦ καρποφόρου δέντρου τοῦ εὐαγγελίου Του.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει πῶς ὁ πρῶτος ποὺ κάλεσε ὁ Κύριος ἦταν ὁ Ἀνδρέας, στὴν Ἰουδαία. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν πρὶν μαθητὴς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰωάννης ἔδειξε τὸ Χριστὸ καὶ εἶπε πῶς Ἐκεῖνος ἦταν ἀνώτερός του, ὁ Ἀνδρέας ἄφησε τὸ δάσκαλό του καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέας βρῆκε τὸν ἀδερφό του Σίμωνα καὶ τοῦ εἶπε: «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὃ ἔστι μεθερμηνευόμενον Χριστὸς καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Ἰωάν. ἅ’ 42-43). Τότε ἦταν ποὺ ὁ Χριστὸς ἔδωσε στὸ Σίμωνα τὸ ὄνομα «Πέτρος», ποὺ σημαίνει τὴ σταθερὴ πέτρα τῆς πίστης. Ἡ Δὲν ὑπάρχει κάποια ἀντίφαση ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐδῶ καὶ σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος κάλεσε τὰ δυὸ ἀδέρφια στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας; Σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη, πρῶτος ἀκολούθησε τὸ Χριστὸ ὁ Ἀνδρέας κι ἔπειτα ὁ Πέτρος. Στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου βλέπουμε πῶς ὁ Χριστὸς τοὺς βρῆκε καὶ τοὺς κάλεσε μαζί. Ἀναφέρει μάλιστα πρῶτα τὸν Πέτρο κι ἔπειτα τὸν Ἀνδρέα. Αὐτὴ δὲν εἶναι μιὰ φανερὴ ἀντίφαση; Ὄχι, καθόλου. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐδῶ περιγράφονται δυὸ χωριστὰ γεγονότα. Τὸ ἕνα ἔλαβε χώρα στὴν Ἰουδαία, ὅταν ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἀκόμα ἐλεύθερος, καὶ τὸ ἄλλο στὴ Γαλιλαία, ἀργότερα, ὅταν ὁ Βαπτιστὴς εἶχε ἤδη φυλακιστεῖ κι ὁ Κύριος ζοῦσε πιὰ στὴν Καπερναούμ, στὰ παράλια τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας. Ὁ Ἰωάννης περιγράφει τὴν προηγούμενη συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, ὁ Ματθαῖος τὴ μεταγενέστερη. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ματθαῖος μιλάει γιὰ τὸ «Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον», ποὺ σημαίνει πῶς ὁ Σίμων εἶχε πάρει ἤδη τὸ ὄνομα «Πέτρος» ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἡ προηγούμενη συνάντηση, ἡ πρώτη ποὺ εἶχε ὁ Πέτρος μὲ τὸ Χριστό, ἔγινε στὴν Ἰουδαία, τότε ποὺ ὁ Ἀνδρέας τὸν ἔφερε στὸ Χριστό. Τὴν πρώτη συνάντηση τὴν περιγράφει ὁ Ἰωάννης: «Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν (ὁ Ἀνδρέας) πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: σὺ εἰ,εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνά, σὺ κληθήση Κηφάς, ὸ ἑρμηνεύεται Πέτρος» (Ἰωάν. ἅ’ 43).
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τὸ γνώριζε αὐτὸ καὶ τώρα περιγράφει τὴν ἑπόμενη συνάντηση ποὺ εἶχαν τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωνὰ μὲ τὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλάει γιὰ «Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον». Ἀναφέρει πρῶτα τὸν Πέτρο κι ὕστερα τὸν Ἄνδρέα, ἐπειδὴ ὁ Πέτρος ἦταν πιὸ ζωηρὸς χαρακτῆρας ἀπὸ τὸν ἀδερφό του κι ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μεγαλύτερη ἐντύπωση. Τὸ ὅτι ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ματθαῖος περιγράφουν δύο περιστατικά, εἶναι πεντακάθαρο σ’ ὅποιον διαβάσει καὶ τὰ δύο εὐαγγέλια. Ἐνῶ ὁ Ματθαῖος περιγράφει τὴν ὁριστικὴ κλήση τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἀνδρέα νὰ γίνουν μαθητές, ὁ Ἰωάννης περιγράφει ἕνα ἄλλο περιστατικό, ὅταν τὰ δυὸ ἀδέρφια συνάντησαν τὸ Χριστὸ τότε ποὺ ὁ Πρόδρομος εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!» Συνάγεται καθαρὰ πῶς μετὰ τὴν πρώτη αὐτὴ συνάντηση χωρίστηκαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ κι ἀργότερα πῆγαν στὴ Γαλιλαία, ὅπου καί Κύριος τοὺς συνάντησε τὴν ὥρα ποὺ ἐπιδίδονταν στὸ ἔργο τους, τοῦ ψαρᾶ.
«Καὶ λέγει αὐτοὺς δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτό» (Ματθ. δ’ 19-20). Ὁ Κύριος γνώριζε τὴν καρδιά τους. Οἱ ψαρᾶδες αὐτοὶ εἶχαν μιὰ παιδιάστικη πίστη στὸ Θεό, ὑπάκουγαν στὸ λόγο Του. Δὲν εἶχαν συνηθίσει νὰ ἐξουσιάζουν καὶ νὰ δίνουν ἐντολές, μὰ νὰ ἐργάζονται ἁπλᾶ καὶ νὰ ὑπακούν. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γέμιζε τὴν καρδιά τους. Μπορεῖ νὰ ἦταν ἁπλοϊκοὶ ψαρᾶδες, ἀλλὰ οἱ ψυχές τους διψοῦσαν καὶ πεινοῦσαν γιὰ ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη. Ὁ Ἀνδρέας εἶχε ἤδη ἐγκαταλείψει μιᾷ φορᾷ τὰ δίχτυα του, γιὰ ν’ ἀκολουθήσει ὡς μαθητὴς τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Μόλις ὁ Ἰωάννης ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶπε πῶς ‘Ἐκεῖνος ἦταν ἀνώτερός του, ὁ Ἀνδρέας ἄφησε τὸν Ἰωάννη κι ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἦταν κι οἱ δυό τους φλογερὲς ψυχές, ποὺ ἀναζητοῦσαν μὲ ἀγωνία τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βασιλεία Του. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτοὺς αὐθεντικά, μὲ ἐξουσία: «Ἀκολούθει μοι!»
Ἔτσι ἐνεργεῖ μὲ ὅλους μας ὁ Θεός. Δὲ θὰ μᾶς πιέσει ν’ ἀκολουθήσουμε το δρόμο Του. Μᾶς ἀφήνει νὰ διαλέξουμε τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας ἢ τῆς ἀπώλειάς μας ἐλεύθερα, σύμφωνα μὲ τὴ δική μας ἀντίληψη. Ὅταν ὅμως ὁ καρδιογνώστης Θεὸς μεριμνᾶ γιὰ νὰ βάλει τίς καρδιές μας στὸ σωστὸ δρόμο, στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, τότε μᾶς ἕλκει σταθερὰ πρὸς αὐτόν το δρόμο. Ὅταν βλέπει πῶς ἡ καρδιά μας ἔχει στραφεῖ ὁλότελα πρός το δρόμο τῆς κακίας καὶ τῆς ἀπώλειας, τότε μᾶς ἀφήνει ὁ Θεὸς καὶ πέφτουμε στὴ δυναστεία τοῦ σατανᾶ. Αὐτὸ ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ προδότη Ἰούδα. Ὅταν ἡ καρδιά του στράφηκε ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς τὸ πονηρὸ καὶ διάλεξε ν’ ἀκολουθήσει τὸ σκοτεινὸ δρόμο τῆς ἀπώλειας, ὁ Χριστὸς δὲν προσπάθησε περισσότερο νὰ τὸν γυρίσει πίσω. Ἀντίθετα, σὰν εἶδε πῶς ὁ σατανᾶς εἶχε μπεῖ πιὰ στὸν Ἰούδα, τοῦ εἶπε: «Ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» (Ἰωάν. ἴγ’ 27). Οὔτε στὴν περίπτωση τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἀνδρέα λοιπόν, οὔτε σὲ κείνην τοῦ Ἰούδα δὲν παραβίασε τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς τους. Μιλάει ἁπλᾶ στὶς καρδιὲς ποὺ ἔχουν ἤδη διαλέξει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ καὶ λέει ἀποφασιστικὰ στὸν Πέτρο, «ἀκολούθει μοὶ» καὶ στὸν Ἰούδα, «ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον».
Ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Τί σημαίνει αὐτό;
Πῶς ὅπως μέχρι τώρα πιάνετε ψάρια στὰ δίχτυα σᾶς ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς θάλασσας, ἔτσι ἀπὸ τώρα, μαζί μου καὶ μὲ τὸ εὐαγγέλιό μου, θὰ ἁλιεύετε ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς κακίας αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ὁ Πέτρος κι ὁ Ἀνδρέας ἄκουσαν τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἤκολούθησαν αὐτῷ. Βλέπεις πῶς οἱ καρδιὲς τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώπως εἶχαν ἤδη διαλέξει ν’ ἀκολουθήσουν τὸ καλό; Δὲ ρώτησαν: «Ἀπὸ ποὺ μᾶς καλεῖς; Τί θὰ τρῶμε; Ποιός θὰ φροντίσει τίς οἰκογένειές μας;» Θαρρεῖς πῶς ἦταν σὰ νὰ περίμεναν σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ αὐτὴν τὴν κλήση. Ἄφησαν σὰν παιδιὰ ὅλες τίς φροντίδες τοὺς στὸν Κύριο, τὰ ἐγκατέλειψαν ὅλα κι ἀνταποκρίθηκαν στὴν κλήση Του.
«Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τον τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, ἕν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. δ’ 21,22). Καὶ πάλι ἐδῶ ἔχουμε τὴν κλήση δύο ψαράδων, ὄχι δυὸ βασιλιάδων. Δὲ φοροῦσαν στέμματα στὸ κεφάλι τους, στὸ στῆθος τους ὅμως εἶχαν βασιλικὲς καρδιές. Ὁ Κύριος μαζεύει μαργαριτάρια στὸ σκοτάδι. Διαλέγει τοὺς ταπεινοὺς κι ἀγράμματους, γιὰ νὰ κατατροπώσει τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς σοφούς. Διαλέγει τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ντροπιάσει τοὺς πλούσιους.
Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης ἦταν πολὺ φτωχοί. Οἱ ἴδιοι ἐπισκεύαζαν τὰ δίχτυα, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους. Οἱ ψυχές τους ὅμως ἦταν πλούσιες. Πεινοῦσαν καί διψοῦσαν γιὰ τὸ Θεό. Οἱ καρδιές τους εἶχαν στραφεῖ πρὸς τὸ καλό. Καὶ περίμεναν. Καὶ μόλις τοὺς κάλεσε ὁ Κύριος, ἄφησαν τὴν ἴδια στιγμὴ τὴ δουλειά τους, τὴ βάρκα, τὸν πατέρα τους καὶ τὰ δίχτυα καὶ ἠκολούθησαν αὐτό.
Ἡ βαθύτερη ἔννοια εἶναι ἡ ἑξῆς: ἁλιεῖς, ψαρᾶδες, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν πνευματικὲς εὐλογίες τὰ δίκτυα ὑποδηλώνουν τὴν ψυχὴ θάλασσα εἶναι ὁ κόσμος καὶ πλοῖο τὸ σῶμα. To βάλλοντας ἀμφιβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν δείχνει πῶς οἱ ψαρᾶδες ἀναζητοῦσαν πνευματικὲς εὐλογίες, πνευματικὴ τροφή, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. “Ἅπλωναν καὶ βύθιζαν τὴν ψυχή τους στὰ πλάτη καὶ τὰ βάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ βροῦν τίς εὐλογίες αὐτές, ὅπου καὶ νὰ ἦταν. Καταρτίζοντας τὰ δίκτυα σημαίνει τίς προσπάθειες ποὺ ἔκαναν γιὰ νὰ καταρτίσουν τίς ψυχές τους. Γιὰ τοὺς δύο πρώτους, το ἀφέντες τὰ δίκτυα, ἠκολούθησαν αὐτῷ, σημαίνει πῶς ἄφησαν τὴν παλιὰ κι ἁμαρτωλὴ ψυχή τους κι ἄρχισαν ν’ ἀνακαινίζονται ἀπὸ τὸ Χριστό, γιὰ ν’ ἀναγεννηθοῦν, νὰ μορφώσουν καινούργια ψυχὴ καὶ καινούργιο πνεῦμα. Σημαίνει ἐπίσης πῶς ἀπὸ τώρα δὲ θ’ ἀναζητοῦν πιὰ ν’ ἀποκτήσουν πνευματικὲς εὐλογίες μὲ τίς δικές τους προσπάθειες καὶ δυνάμεις, ἀλλὰ μὲ τὸ Χριστό. Δὲ θὰ στηριχθοῦν στὴ δική τους δύναμη, ἀλλὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δὲ θὰ βασιστοῦν στὸ δικό τους νοῦ, ἀλλὰ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Στοὺς ἄλλους δύο μαθητές, το ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν σημαίνει πῶς ἄφησαν τ’ ἁμαρτωλὰ σώματα καὶ τὸν ἐπίγειο πατέρα τοὺς γιὰ ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, νὰ βαδίσουν πρὸς συνάντηση τοῦ οὐράνιου Πατέρα τους, ὡς παιδιὰ κατ’ υἱοθεσία μέ τη χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. δ’ 23). Μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια ποὺ εἶχε περάσει στὴν ἀφάνεια, τώρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς ξεκινάει τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του μὲ ζῆλο κι ἀποφασιστικότητα. Αὐτὸ ἐκφράζεται μὲ τὰ λόγια περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς. Ἀποστολὴ καὶ διακονία Του ἦταν νὰ ἐξηγήσει τὸ παλιὸ καὶ νὰ κηρύξει τὸ νέο. Νὰ ἐπιβεβαιώσει καὶ τὰ δυὸ μὲ θαύματα καὶ θεραπεῖες. Ὁ Νόμος εἶχε δοθεῖ ἀπό το Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες καὶ μαρτυρήθηκε μὲ πολλὰ θαύματα, γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι πῶς ὁ Νόμος αὐτὸς ἦταν θεϊκός. Οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ Νόμου ὅμως εἶχαν σκοτισμένες ψυχὲς καὶ διέστρεψαν τὸ πνεῦμα του. Ὁ παλιὸς Νόμος ἑπομένως εἶχε καταστεῖ νεκρός, ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτέ.
Τώρα ὁ πάναγνος κι ἀναμάρτητος Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίζεται ὡς ὁ μοναδικὸς ποὺ ἀντιλαμβάνεται καὶ μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει ἀληθινὰ τὸν πρῶτο αὐτὸ Νόμο. Ἑρμηνεύει τὸ νόημά του κι ἀποκαλύπτει τὸ πνεῦμα τοῦ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶναι τώρα καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ Πνεύματος, ὅπως ἀργότερα τὸ Πνεῦμα θὰ ἐπιβεβαιώσει τὸν ἴδιο. Δὲν ἀπορρίπτει τὸν παλιὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀπορρίψει, ἀφοῦ Ἐκεῖνος τὸν εἶχε δώσει; Ἀπὸ ἄποψη ὅμως πραγματικῆς πνευματικῆς καὶ προφητικῆς σημασίας, τώρα δίνει το νόμο τῆς σωτηρίας, κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας.
Ὁ παλιὸς Νόμος εἶναι σὰν μιὰ καλὴ καὶ εὔφορη γῆ. Μιὰ γῆ ὅμως ποὺ καλύφθηκε ὁλόκληρη ἀπὸ ἀγκάθια καὶ ζιζάνια, παραμελημένη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ ἀπὸ ἀσύνετους ἑρμηνευτές. Ἔτσι τὰ μάτια ὅλων στρέφονται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐγκαταλειμμένη αὐτὴ γῆ. Τώρα ὁ Κύριος τὴν ὀργώνει ὁλόκληρη, σπέρνει καινούργιο σπόρο κι οἱ ἄνθρωποι τὸν παρακολουθοῦν μὲ φόβο καὶ δέος. Κι ὅπως ὁ παλιὸς Νόμος πιστοποιήθηκε μὲ πολλὰ θαύματα, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς Νομοθέτης, πιστοποιεῖ τὸν καινούργιο Νόμο μὲ πολλὰ θαύματα. Τὰ θαύματα αὐτὰ δὲ γίνονται γιὰ νὰ κάνει μιὰ κενόδοξη καὶ μάταιη ἐπίδειξη τῆς δύναμής Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσφέρει ἀληθινὴ ὑπηρεσία στοὺς ἀνθρώπους. Τὰ θαύματα αὐτὰ ἦταν θεραπεῖες ἀσθενειῶν τοῦ σώματος, τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπινων ἀδυναμιῶν. Ὁ Κύριος μᾶς ἐπισκέφτηκε ὄχι σὰν κάποιος μάγος, ἀλλὰ σὰν φίλος καὶ θεραπευτής.
Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ πεινοῦμε καὶ διψοῦμε γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη Του, ἐμεῖς ποὺ ψαρεύουμε μάταια μὲ τὴν ψυχή μας, σὰν δίχτυα, στὴ θάλασσα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Μᾶς καλεῖ τώρα, ὅπως τότε τοὺς ψαρᾶδες στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας: «Ἀκολούθει μοι!» Μόλις ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτή, ἂς μὴ διστάσουμε οὔτε στιγμή. Ἄς παρατήσουμε ὅλες τίς παλιὲς δουλειὲς καὶ τίς παλιὲς ἀγάπες κι ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινός μας φίλος καὶ Θεραπευτής. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι εἴτε ἀνόητοι εἴτε ἀπατεῶνες.
Προσέξτε! Δὲ μᾶς καλεῖ ὡς βασιλιᾶδες ἢ ποιμένες, ὡς πλούσιους ἢ φτωχούς, ὡς σοφοὺς ἢ ἀμαθεῖς, ἀλλ’ ὡς ἄντρες καὶ γυναῖκες ἄρρωστους, ἀδύναμους. Οἱ ἀρρώστιες κι οἱ ἀδυναμίες μας προέρχονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ἂς προσκυνήσουμε τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἂς κραυγάσουμε σ’ Ἐκεῖνον, ὅπως ἔκαναν τόσοι ἄρρωστοι κι ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἐκεῖνο τὸν καιρό: «Κύριε Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ τον ἁμαρτωλό! Συγχώρεσέ μέ, Κύριε, συγχώρεσε τίς ἀμέτρητες ἁμαρτίες μου. Καθάρισὲ με μὲ τὴ δύναμή Σοῦ, ζωοποίησὲ με μὲ τὸν ζωοποιὸ ἄρτο Σου, εἴσελθε στὰ ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς μοῦ ὡς καθαρὸς καὶ ζωογόνος ἀέρας σὲ σκοτεινὸ δωμάτιο. Κι ἐγὼ τότε θὰ γιατρευτῶ θὰ γιατρευτῶ καὶ θὰ γίνω καλά, θὰ ζήσω!»
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ δοξαστεῖ ἔτσι μὲ τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματός μας, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.