Διακήρυξις – ὁμολογία urbi et orbi

Ταραγμένοι καιροί. Εἰδήσεις ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὸ ἐξωτερικό, μαυρίζουν τὸν ὀρίζον­τα, γεννοῦν ἀνησυχία, ἐντείνουν τὸ ἄγχος. Φαίνεται ὅτι εἶνε οἱ ἡ­μέρες γιὰ τὶς ὁποῖες τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο συμπονεῖ τὴ γῆ μας, διότι «κατέβη ὁ διάβολος» ἐδῶ σ᾽ ἐμᾶς «ἔχων θυμὸν μέγαν, εἰδὼς ὅτι ὀ­λίγον καιρὸν ἔχει» (Ἀπ. 12,12), καὶ μᾶς προειδοποιεῖ, ὅτι ὁ διάβολος, ἐνῷ δέθηκε ὥστε νὰ «μὴ πλανᾷ ἔτι τὰ ἔθνη», ἔπειτα πρόκειται γιὰ «μικρὸν χρόνον» νὰ λυθῇ, καὶ τότε θ᾽ «ἁλωνίσῃ» τὸν κόσμο (ἔ.ἀ. 20,3).

Ὅσοι ἀδελφοί μας δὲν ἔχουν ἀκόμη ἐμπιστευθῆ τὴ ζωή τους στὸν Κυρίαρχο τοῦ παν­τός, εὔκολα ἀπελπίζονται. Κάποιους μά­λι­στα ἡ ἀπελπισία τοὺς ἐξωθεῖ μέχρι καὶ τὸ ἀπονενοημένο τέλος τοῦ Ἰούδα, ποὺ τόσο συ­χνὰ ἀκούγαμε ἰδίως στὸ διάστημα τῆς πανδημίας – ὄχι βεβαίως ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε.. Θλιβερὸ κατάλογο θὰ σχημάτιζε κανεὶς ἂν ἄρχιζε –καὶ ἀξίζει νὰ τὸ κάνῃ– νὰ σημειώνῃ ὀνόματα ποὺ μαθαίνει στὸν κύκλο του· εἶνε οἱ ταλαίπωροι ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους, παρ᾽ ὅλη τὴν εὐσπλαχνία τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε κηδεία οὔτε μνημόσυνο οὔτε τρισάγιο γίνεται· μόνη βοήθεια ποὺ μπορεῖς νὰ τοὺς στεί­λῃς εἶνε ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» στὸ κομποσχοίνι σου γι᾽ αὐτούς.

Ἐμᾶς πάλι, ποὺ λέμε ὅτι γνωρίσαμε τὸν Ἰ­ησοῦν Χριστὸν καὶ βρήκαμε στήριγμα στὴν Ἐκκλησία του, στὴν Ὀρθοδοξία, ὁ ἐχθρὸς προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀπογοητεύσῃ μὲ ἄλλο τρό­πο· μὲ σκάνδαλα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, μὲ ἑτεροδιδασκαλίες ἐπ᾽ ἐκκλησίας γυμνῇ τῇ κεφαλῇ διὰ στόματος ἐξεχόντων ῥασοφόρων, μὲ συμβιβασμοὺς σὲ ζητήματα πίστεως, μὲ συχνὲς ἀνατροπὲς τῆς κανονικῆς τάξεως, μὲ καταπατήσεις ἱερῶν κανόνων, μὲ κατάλυσι τῆς λατρευτικῆς τάξεως, μὲ νοθεία τοῦ φρονήματος τῶν ποιμένων καὶ τῶν καθηγου­μένων, μὲ κατακερματισμὸ – πολυδιάσπασι, μὲ διωγμὸ τῶν γνησίων ποιμένων κ.ἄ..

Κοντὰ σ᾽ αὐτά, ἄλλες αἰτίες ποὺ αὐξάνουν τὸ «μαράζι» κάθε ἀνθρώπου ποὺ πονάει αὐτὸ τὸν τόπο εἶνε· ὅτι σὲ ἐθνικὰ ζητήματα οἱ κυβερνήσεις μας κατὰ κανόνα ὑποχωροῦν καὶ προδίδουν (βλ. συμφωνία τῶν Πρε­σπῶν) ἐνῷ οἱ ἀπέναντι συνεχῶς διεκδικοῦν, ὅτι ἡ ἄμυνά μας ὑποβαθμίζεται τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἀπέναντι συνεχῶς ἀναβαθμίζονται, ἡ τε­λεία ἀδιαφορία τοῦ κράτους γιὰ τὴν κραυγα­λέα δημογραφικὴ συρρίκνωσι, ἡ ὑποθήκευσι τοῦ ἐθνικοῦ πλούτου σὲ ξένα συμφέροντα, ἡ δέσμευσι καὶ ἀποθάρρυνσι κάθε προσπαθείας γιὰ αὐτόνομη δουλειά, παραγωγὴ καὶ αὐτάρκεια, ἡ ὁρατὴ πλέον πληθυσμιακὴ ἀλ­λοίωσι καὶ ἐκ τῶν ἔνδον ἅλωσι, ἡ ἐκτροπὴ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας στὸν οὐμανισμὸ τῆς Δύσεως, ὁ ὑποβιβασμὸς τοῦ μορφωτικοῦ ἐ­πιπέδου μαθητῶν, φοιτητῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν, τὸ μπλοκάρισμα τῆς οἰκονομίας μας ἐ­πὶ σειρὰ δεκαετιῶν ἀπὸ τὸν ἀσυγκράτητο ἐξωτερικὸ δανεισμὸ κ.ἄ κ.ἄ..

Ἰδού πῶς, ἀπὸ ὀλιγοπιστία καὶ ἀδυναμία στερρᾶς πίστεως, ἀπὸ ἔλλειψι ὀρθοδόξου κατηχήσεως καὶ ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, ἀπὸ ἐσφαλμένο προσανα­τολισμό, φθάνουμε συχνὰ τώρα νὰ μελαγχολοῦμε καὶ ν᾽ ἀπογοητευώμαστε. Κάποτε, βλέποντας τὴν ὄντως σοβαρὴ ἐνοχὴ τῆς πνευματικῆς κυρίως ἡγεσίας μας, ἐξανιστά­μεθα, στρεφόμαστε ἀγανακτισμένοι κατ᾽ αὐτῆς καὶ τῆς ἐπιρρίπτουμε ἀκεραία τὴν εὐ­θύνη γιὰ τὸ κατάντημα. Καὶ εἶνε στ᾽ ἀ­λήθεια μεγάλη ἡ εὐθύνη τους.

Δὲν λησμονοῦμε ὅμως, ὅτι ὑπεράνω ὅ­λων ὅσων ἀναφέραμε, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλ­λων ποὺ δὲν ἀναφέραμε, ὑπάρχει ὁ δίκαιος Θεός, κι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶνε δική Του, εἶνε τὸ Σῶμα Του, δὲν ἀνήκει σὲ καν­έναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ συμπεριφέρονται σὰν νὰ ἦταν ἰδιοκτῆτες της· ὅτι κι αὐτὴ τὴν πατρίδα τὴν ἔχει ὁ Κύριος στὴ φροντίδα του, γιατὶ τὴν ἁγίασαν μὲ τὰ αἵματα καὶ τοὺς ἱδρῶτες τους ὅσιοι καὶ μάρτυρες.

Δὲν χάθηκε λοιπὸν τὸ πᾶν. Συγκρούονται τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι, ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, ἡ δικαιοσύνη μὲ τὴν ἀδικία, ὅπως προ­βλεπόταν. Ἀλλὰ τὸ τέλος γνωρίζουμε ἀ­σφαλῶς ποιό θὰ εἶνε· δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός. Τὸ μόνο ἀμφίβολο εἶνε, ἂν ἐμεῖς θὰ μείνουμε μέχρι τέλους μαζί του. Νὰ ἐπηρεάσουμε τὶς ἐξελίξεις μὲ τὶς ἀσήμαντες δυνάμεις μας δὲν μποροῦμε· μποροῦμε μόνο νὰ δώσουμε τὸ παρὼν στὴν ἐποχή μας. Αὐτὸ ἔχει σημασία καὶ αὐτὸ μποροῦμε.

Μόνο ὁ Θεὸς ξέρει τὸ μέλλον, τί ξημερώνει αὔριο. Μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο φεύ­γουμε ἀπὸ τὴ ζωή. Τὸ μόνο ποὺ θὰ μείνῃ ἀ­πὸ τὸ σύντομο πέρασμά μας πάνω ἀπὸ τὸ φλούδι αὐτῆς τῆς γῆς, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος π. Αὐγουστῖνος, θὰ εἶνε ἡ ὁμολογία ὅτι δὲν συμβιβαστήκαμε μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου. Εἴμαστε μὲ τὸ φῶς, μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴ δικαιοσύνη· μείναμε ὣς τὸ τέλος μὲ τὸ Χριστό, καὶ εἴπαμε ὄχι στὸν ἀντίχριστο.

Γιὰ τὴν ὥρα μπορεῖ νὰ μὴν κάνουμε ἐν­τυπωσιακὲς κινήσεις, μπορεῖ νὰ μὴ διακόπτουμε τὴν κοινωνία μὲ τὴν ἐκκλησιαστι­κὴ ἀρχὴ τοῦ τόπου μας, μπορεῖ νὰ συνεχίζουμε νὰ μνημονεύουμε τὸν ἐπίσκοπο τῆς ἐ­παρχίας μας. Ὁμολογοῦμε ὅμως, ὅ,τι συνέπειες καὶ ἂν αὐτὸ συνεπάγεται, ὅτι διαφωνοῦμε μὲ ὅλες τὶς καινοτομίες καὶ αἱρέσεις, ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μέχρι καὶ τῆς τελευταίας ἑκατονταετίας, ἀπὸ τὸν Γνωστικισμὸ καὶ τὸν Ἀρειανισμὸ μέχρι τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν Μεταπατερικότητα, ἀπὸ τὸ Κολυμπάρι μέχρι τὸ Οὐκρανικὸ καὶ τὸ Σκο­πιανό, ἀπὸ τὶς ταὐτότητες μέχρι τὰ ἐμβόλια τοῦ κορωναϊοῦ. Συντασσόμεθα καὶ ἀ­κολουθοῦμε τοὺς ἁγίους Πατέρας τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Αὐτὰ λέμε καὶ γράφουμε ἀπὸ τὶς στῆ­λες αὐτοῦ τοῦ ἐντύπου, ἀνανεώνοντας καὶ συνεχίζοντας τὴν παράδοσί του, γιὰ νὰ εἶ­νε γνωστὰ σὲ ὅλους, ἀπὸ τοὺς ἔξω μέχρι τοὺς ἔσω, ἀπὸ τὸν κόσμο μέχρι τὴν Ἐκ­κλη­σία, ἀπὸ τὰ κοσμοπολίτικα κέντρα μέχρι τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ τὸ Σινά, ἀπὸ τὸν Καναδᾶ μέχρι τὴν Αὐστραλία, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μέχρι τὸ Φανάρι καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.