ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (2/7/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Προς Ρωμαίους, κεφάλαιο ΣΤ΄, εδάφια 18-23
18 Ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. 19 Ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. 20 Ὃτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. 21 Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; Τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. 22 Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. 23 Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
18 Κι έτσι, αφού ελευθερωθήκατε από την αμαρτία, γίνατε δούλοι στην αρετή. 19 Μεταχειρίζομαι ανθρώπινο τρόπο εκφράσεως εξαιτίας της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσεώς σας, η οποία είναι ακόμα σαρκική και γι’ αυτό η άσκηση της αρετής σας φαίνεται δουλεία. Όπως δηλαδή προσφέρατε τα μέλη σας σκλάβα στην αμαρτία, που κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο και παραβάτη του νόμου, για να διαπράττετε την ανομία, έτσι τώρα να προσφέρετε τα μέλη σας δούλα στην ενάρετη ζωή, για να προοδεύσετε σε αγιότητα. 20 Η δουλεία όμως αυτή στην ενάρετη ζωή δεν είναι σκλαβιά αλλά ελευθερία· διότι όταν ήσασταν δούλοι της αμαρτίας, ήσασταν βέβαια ελεύθεροι και όχι υποταγμένοι στη δικαιοσύνη και την αρετή, αλλά σας ρωτώ: 21 Ποια ωφέλεια λοιπόν είχατε τότε από τα έργα της αμαρτίας, για τα οποία τώρα, όταν τα θυμάστε, ντρέπεστε; Καμία. Είχατε αντίθετα βλάβη μεγάλη, διότι το τελικό αποτέλεσμα των έργων εκείνων είναι θάνατος πνευματικός. 22 Τώρα όμως που ελευθερωθήκατε από την αμαρτία και υποδουλώσατε τον εαυτό σας στον Θεό, έχετε βέβαιο κέρδος την πρόοδο στην αγιότητα, και τελικό αποτέλεσμα στην αιώνια ζωή. Δεν είναι λοιπόν πραγματική ελευθερία η υποταγή σας στον Θεό; 23 Ναι. Τότε ήσασταν δούλοι δυστυχισμένοι, διότι ο μισθός με τον οποίο η αμαρτία πληρώνει τους δούλους της είναι ο θάνατος. Αντίθετα το δώρο που δίνει ο Θεός στους δούλους Του είναι η αιώνια ζωή, την οποία αποκτούμε με την ένωσή μας με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο Η΄, εδάφια 5 – 13
5 Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. 7 Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. 8 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 9 Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.
10 Ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 11 Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, 12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 13 Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
5 Και όταν ο Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά Του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος Τον παρακαλούσε και Του έλεγε: 6 «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους». 7 Ο Ιησούς τότε του λέει: «Θα έλθω εγώ στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω». 8 Και ο εκατόνταρχος Τού αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου. Αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο με έναν απλό λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου· 9 διότι κι εγώ άνθρωπος είμαι κάτω από εξουσία και παίρνω διαταγές από ανωτέρους, αλλά κι έχω στις διαταγές μου στρατιώτες· και λέω σε ένα στρατιώτη: ‘’Πήγαινε”˙ και πηγαίνει. Και σε άλλον λέω: ‘’Έλα’’, κι έρχεται. Και στον δούλο μου λέω: ‘’Κάνε αυτό’’, και το εκτελεί. Πόσο μάλλον θα εκτελεστεί ο δικός σου λόγος· διότι Εσύ δεν είσαι κάτω από τις διαταγές κανενός, αλλά έχεις εξουσία πάνω σε όλες τις αόρατες δυνάμεις!».
10 Όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια του αυτά, θαύμασε και είπε σε εκείνους που Τον ακολουθούσαν: «Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. 11 Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών. 12 Ενώ εκείνοι που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα με τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού είναι κληρονόμοι της βασιλείας, θα ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκοτάδι που είναι τελείως απομακρυσμένο από τη βασιλεία του Θεού. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους». 13 Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο: «Πήγαινε στο σπίτι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου)». Και πράγματι εκείνη την στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του.
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [: Ρωμ. 6,18-23]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ(:Κι έτσι, αφού ελευθερωθήκατε από την αμαρτία, γίνατε δούλοι στην αρετή )»[Ρωμ.6,18]. Εδώ δείχνει δύο δωρεές του Θεού, και την απελευθέρωση από την αμαρτία, και την υποδούλωση στην αρετή, πράγμα που είναι καλύτερο από κάθε ελευθερία. Γιατί ο Θεός έκανε το ίδιο, όπως θα έκανε κάποιος αν, παραλαμβάνοντας ένα ορφανό παιδί που μεταφέρθηκε από τους βαρβάρους στην χώρα τους, δεν το ελευθέρωνε μόνο από την αιχμαλωσία, αλλά και γινόταν γι΄αυτό πατέρας προνοητικός και το ανέβαζε στην πιο μεγάλη τιμή. Αυτό ακριβώς έγινε και σε μας. Γιατί όχι μόνον μας ελευθέρωσε από τα παλαιά κακά, αλλά και σε αγγελική ζωή μας οδήγησε, και άνοιξε για μας δρόμο άριστης διαγωγής, αφού μας παρέδωσε στην ασφάλεια της αρετής, θανάτωσε τα παλαιά κακά, νέκρωσε τον παλαιό μας άνθρωπο και μας οδήγησε στην αιώνια ζωή[…].
………………………………………………………………………………………………………………………………………………
[Oμιλία ΙΓ΄:] «Ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν(:Μεταχειρίζομαι ανθρώπινο τρόπο εκφράσεως εξαιτίας της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσεώς σας, η οποία είναι ακόμα σαρκική και γι’ αυτό η άσκηση της αρετής σάς φαίνεται δουλεία. Όπως δηλαδή προσφέρατε τα μέλη σας σκλάβα στην αμαρτία, που κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο και παραβάτη του νόμου, για να διαπράττετε την ανομία, έτσι τώρα να προσφέρετε τα μέλη σας δούλα στην ενάρετη ζωή, για να προοδεύσετε σε αγιότητα)»[Ρωμ.6,19].
Επειδή ζήτησε μεγάλη προσοχή στον τρόπο της ζωής τους, προτρέποντάς τους να είναι νεκροί ως προς τον κόσμο, να έχουν πεθάνει ως προς την κακία και να μένουν ακίνητοι στην διάπραξη των αμαρτημάτων, και φαινόταν πως έλεγε κάτι μεγάλο και βαρύ και που ξεπερνάει την ανθρώπινη φύση, θέλοντας να δείξει, ότι δεν απαιτεί τίποτε το υπερβολικό, ούτε όσο έπρεπε σε εκείνον που απόλαυσε τόσο μεγάλη δωρεά, αλλά και υπερβολικά μέτριο και ελαφρύ, το αποδεικνύει από τα αντίθετα, και λέγει «Ομιλώ με ανθρώπινο τρόπο εκφράσεως». Σαν να έλεγε «από ανθρώπινες σκέψεις, απ’ αυτά που συνήθως γίνονται». Ή λοιπόν αυτό, ή το μέτριο φανερώνει με την ονομασία του ανθρώπινου. Γιατί και αλλού λέγει: «Πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος(:Δεν σας κατάλαβε μέχρι τώρα πειρασμός μεγάλος, αλλά κάθε πειρασμός που αντιμετωπίσατε ήταν προσωρινός και ανάλογος με τις ανθρώπινες δυνάμεις σας)» [Α΄Κορ.10,13], δηλαδή, ανάλογος προς τις δυνάμεις του ανθρώπου και μικρός. «Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν(:Όπως δηλαδή προσφέρατε τα μέλη σας σκλάβα στην αμαρτία, που κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο και παραβάτη του νόμου, για να διαπράττετε την ανομία, έτσι τώρα να προσφέρετε τα μέλη σας δούλα στην ενάρετη ζωή, για να προοδεύσετε σε αγιότητα)»[Ρωμ.6,19]. «Αν και υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους κυρίους, αλλά όμως απαιτώ το ίσο μέτρο της δουλείας. Γιατί έπρεπε βέβαια και πολύ περισσότερο να προσφέρετε, και τόσο περισσότερο, όσο και αυτή η εξουσία είναι μεγαλύτερη και καλύτερη από εκείνη. Αλλά όμως δεν απαιτώ τίποτε περισσότερο εξαιτίας της αδυναμίας σας».
Και δεν είπε «της προαίρεσεώς σας», ούτε «της προθυμίας σας», αλλά «της σάρκας σας», κάνοντας τον λόγο λιγότερο δυσάρεστο. Αν και το ένα είναι ακαθαρσία, ενώ το άλλο αγιασμός· το ένα ανομία, ενώ το άλλο ενάρετη ζωή. «Και ποιος είναι τόσο άθλιος», λέγει, «και ταλαίπωρος, ώστε να μην προσφέρει τόση προθυμία για την δουλεία του Χριστού, όση στην δουλεία της αμαρτίας και του διαβόλου;». Άκουσε λοιπόν τα επόμενα και θα γνωρίσεις καλά, ότι δεν προσφέρουμε ούτε αυτό το μικρό. Επειδή δηλαδή, όταν λεγόταν αυτό έτσι απλά, δεν φαινόταν πως είναι αξιόπιστο, ούτε ευπρόσδεκτο, ούτε ανεχόταν κανείς να ακούσει, ότι δεν υπηρετεί σαν δούλος τόσο στον Χριστό, όσο υπηρέτησε στον διάβολο, με τα επόμενα το αποδεικνύει αυτό και το κάνει αξιόπιστο, παρουσιάζοντας μπροστά τους την δουλεία εκείνη και λέγοντας πως την υπηρέτησαν. «Ὃτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ(:Η δουλεία όμως αυτή στην ενάρετη ζωή δεν είναι σκλαβιά, αλλά ελευθερία· διότι όταν ήσασταν δούλοι της αμαρτίας, ήσασταν βέβαια ελεύθεροι και όχι υποταγμένοι στη δικαιοσύνη και την αρετή)»[Ρωμ. 10,20]. Αυτό όμως που λέγει, σημαίνει το εξής: «Όταν ζούσατε μέσα στην κακία κα την ασέβεια και τα χειρότερα κακά, ζούσατε με τόσα μεγάλη υπακοή, ώστε να μην κάνετε εντελώς κανένα καλό». Γιατί αυτό σημαίνει: «ελεύθεροι ήσαστε ως προς τη δικαιοσύνη». Δηλαδή «δεν ήσαστε υποταγμένοι σε αυτήν, αλλά εντελώς αποξενωμένοι. Ούτε βέβαια μοιράζετε τον τρόπο της δουλείας στην δικαιοσύνη και την αμαρτία, αλλά παραδίνατε ολοκληρωτικά τους εαυτούς σας στην κακία».
Επομένως και τώρα, επειδή μετατεθήκατε προς την δικαιοσύνη να παραδώσετε ολοκληρωτικά τους εαυτούς σας στην αρετή, χωρίς να κάνετε εντελώς κανένα κακό, για να δείξετε τουλάχιστο ίσο το μέτρο. Μολονότι βέβαια δεν είναι μεγάλη η διαφορά της εξουσίας μόνο, αλλά και της δουλείας αυτής μεγάλη είναι η διαφορά, πράγμα που και αυτό αναπτύσσει με μεγάλη σαφήνεια, και δείχνει σε ποιους ήταν δούλοι τότε, και σε ποιους τώρα. Και δεν λέγει ακόμη τη ζημία που προέρχεται από το πράγμα, αλλά πρώτα λέγει την ντροπή. «Τίνα οὖν καρπὸν (:Ποια ωφέλεια λοιπόν)», λέγει, «εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε;(:είχατε τότε από τα έργα της αμαρτίας, για τα οποία τώρα, όταν τα θυμάστε, ντρέπεστε; Καμία)». Γιατί τέτοια ήταν η δουλεία, ώστε και η ανάμνησή της τώρα προκαλεί ντροπή. Εάν όμως η ανάμνηση ντροπιάζει, πολύ περισσότερο η πράξη. «Ώστε τώρα κερδίσατε διπλά, και επειδή απαλλαχτήκατε από την ντροπή, και επειδή μάθατε σε ποια κατάσταση ήσαστε. Όπως ακριβώς λοιπόν τότε ζημιωνόσαστε διπλά, και επειδή κάνατε πράγματα που προκαλούσαν ντροπή, και επειδή δεν γνωρίζατε να ντρέπεστε, πράγμα που ήταν μεγαλύτερο από το πρώτο. Αλλά όμως εξακολουθούσατε να είστε δούλοι».
Αφού έδειξε λοιπόν με αφθονία την ζημία από αυτά που γίνονταν τότε, από την ντροπή, προχωράει και στο ίδιο το πράγμα. Ποιο λοιπόν ήταν το πράγμα; «Τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος(:Είχατε αντίθετα βλάβη μεγάλη, διότι το τελικό αποτέλεσμα των έργων εκείνων είναι θάνατος πνευματικός)»[Ρωμ. 10, 21]. Διότι αφού η ντροπή δεν φαινόταν πως ήταν πάρα πολύ ενοχλητικό πράγμα, έρχεται στο πολύ φοβερό, δηλαδή τον θάνατο· αν και βέβαια ήταν αρκετό και αυτό που λέχθηκε προηγουμένως. Σκέψου λοιπόν πόση είναι η δύναμη της κακίας, αφού βέβαια δεν μπορούσαν να απαλλαχθούν από την ντροπή, τη στιγμή που ήταν απαλλαγμένοι και από την τιμωρία. «Ποια λοιπόν αμοιβή», λέγει, «περιμένεις από την πράξη, όταν από την ανάμνηση μόνο, την στιγμή μάλιστα που είσαι απαλλαγμένος από την τιμωρία, κρύβεσαι και κοκκινίζεις, αν και βέβαια βρίσκεσαι σε τόσο μεγάλη χάρη;». Αλλ’ όμως δεν είναι τέτοια τα πράγματα του Θεού.
«Νυνὶ δὲ (:Τώρα όμως)», λέγει, «ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον (:που ελευθερωθήκατε από την αμαρτία και υποδουλώσατε τον εαυτό σας στον Θεό, έχετε βέβαιο κέρδος την πρόοδο στην αγιότητα, και τελικό αποτέλεσμα στην αιώνια ζωή)»[Ρωμ.6,22]. Το κέρδος εκείνων είναι η ντροπή και μετά την απαλλαγή, το κέρδος αυτών η αγιότητα· όπου όμως υπάρχει αγιότητα, υπάρχει κάθε παρρησία. Το τέλος εκείνων ο θάνατος, ενώ αυτών η αιώνια ζωή. Είδες πως άλλα δείχνει ότι έχουν δοθεί, ενώ άλλα ότι είναι σε ελπίδες, και από αυτά που έχουν δοθεί και εκείνα επιβεβαιώνει, από την αγιότητα την ζωή; Για να μη λέγεις λοιπόν ότι όλα είναι σε ελπίδες, δείχνει πως και εσύ ήδη κέρδισες. Πρώτο, το ότι απαλλάχθηκες από την πονηρία και τα παρόμοια κακά, που και η ανάμνησή τους προκαλεί ντροπή. Δεύτερο, το ότι έγινες δούλος στην δικαιοσύνη. Τρίτο, το ότι απόλαυσες την αγιότητα. Τέταρτο, το ότι θα κατορθώσεις την ζωή, και όχι την προσωρινή ζωή, αλλά την αιώνια. «Αλλά όμως μολονότι υπάρχουν και αυτά, τουλάχιστο», λέγει, «γίνετε δούλοι το ίδιο. Γιατί, αν και ο Κύριος υπερέχει πάρα πολύ, και η διαφορά της δουλείας και των βραβείων, για τα οποία είστε δούλοι, είναι μεγάλη, δεν απαιτώ τελικά τίποτε περισσότερο».
Έπειτα, επειδή ανέφερε όπλα και βασιλιά, επιμένει στην μεταφορά, λέγοντας: «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν(:Ναι. Τότε ήσασταν δούλοι δυστυχισμένοι, διότι ο μισθός με τον οποίο η αμαρτία πληρώνει τους δούλους της είναι ο θάνατος. Αντίθετα το δώρο που δίνει ο Θεός στους δούλους Του είναι η αιώνια ζωή, την οποία αποκτούμε με την ένωσή μας με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας)»[Ρωμ.6,23]. Αφού είπε «μισθός της αμαρτίας», για τα χρηστά δεν τήρησε την ίδια τάξη. Γιατί δεν είπε «ο μισθός των κατορθωμάτων σας», αλλά «το δώρο όμως του Θεού», δείχνοντας ότι δεν απαλλάχτηκαν από μόνοι τους, ούτε έλαβαν κάποια οφειλή, ούτε αμοιβή και ανταπόδοση των κόπων τους, αλλά από χάρη έγιναν όλα αυτά. Ώστε και από εδώ προέρχεται η υπεροχή, όχι γιατί τους απάλλαξε μόνο, ούτε γιατί τους μετακίνησε προς τα καλύτερα, αλλά γιατί έγινε αυτό χωρίς να κουραστούν ούτε να κοπιάσουν. Και όχι μόνο τους απάλλαξε, αλλά και πολύ περισσότερα τους έδωσε και με τον Υιό Του τα έδωσε.
Όλα αυτά όμως τα ανέφερε εδώ επειδή μίλησε και για τη χάρη, και πρόκειται στη συνέχεια να αναφέρει και τον νόμο. Για να μην τους κάνουν λοιπόν και τα δύο πιο αδιάφορους, ανέφερε ενδιάμεσα τα σχετικά με τον σωστό τρόπο ζωής, παρακινώντας παντού τον ακροατή στην φροντίδα της αρετής. Όταν βέβαια ονομάζει τον θάνατο «ὀψώνιον τῆς ἁμαρτίας(:μισθό της αμαρτίας)», τους φοβερίζει πάλι και τους ασφαλίζει προς τα μελλοντικά. Γιατί με τα προηγούμενα που τους θυμίζει, με αυτά τους κάνει και ευγνώμονες και ασφαλέστερους προς όλα εκείνα που ακολουθούν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Ρωμαίους επιστολή, ομιλίες ΙΒ΄ και ΙΓ’ (κατ΄επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 17, σελίδες 65 και 81-89.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ.8,5-13]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ
«Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος(:Και όταν ο Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά Του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος Τον παρακαλούσε και Του έλεγε: “Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους”)»[Ματθ.8,5-6].
Όταν λοιπόν ο Ιησούς κατέβηκε από το όρος[:αμέσως μετά την επί του Όρους ομιλία Του], τότε προσήλθε σ΄Αυτόν ο λεπρός για να Τον παρακαλέσει να τον θεραπεύσει[βλ. Ματθ.8,1-4: «Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(: Όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το βουνό, Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού. Και να, ένας λεπρός ήλθε και Τον προσκυνούσε γονατιστός λέγοντας: “Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου”.Ο Ιησούς τότε άπλωσε το χέρι Του και τον άγγιξε λέγοντας: “Θέλω. Καθαρίσου”. Και αμέσως καθαρίστηκε η λέπρα του, και έγινε τελείως υγιής. Τότε ο Ιησούς τού λέει: “Πρόσεξε να μην πεις σε κανέναν το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο”)»], ενώ ο εκατόνταρχος πήγε στον Ιησού έπειτα από λίγο, μόλις ο Κύριος εισήλθε στην Καπερναούμ.
Για ποιον λόγο λοιπόν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν ανέβηκαν στο όρος; Όχι από οκνηρία, διότι και των δύο η πίστη ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν τη διδασκαλία. Όταν λοιπόν προσήλθε στον Ιησού ο εκατόνταρχος, λέγει: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι για να δικαιολογηθεί ανέφερε και την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. «Διότι δεν ήταν δυνατόν», λέγουν, «να τον μεταφέρει σηκωτό, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε, ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του». Για το ότι ήταν ετοιμοθάνατος, το λέγει ο Λουκάς ότι επρόκειτο να πεθάνει[βλ. Λουκ.7,2: «Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος(: Στο μεταξύ ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν πολύ άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει. Και ο δούλος αυτός ήταν αγαπητός στον εκατόνταρχο για την πίστη και την υπακοή που του έδειχνε)»]. Εγώ όμως λέω ότι αυτό είναι απόδειξη της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνων που κατέβασαν τον άλλον παραλυτικό από τη χαλασμένη σκεπή[πρβ.Μάρκ.2,1-12]· διότι επειδή γνώρισε πολύ καλά ότι και μόνη η προσταγή Του αρκεί για να σηκωθεί ο κατάκοιτος, θεώρησε περιττό να τον μεταφέρει εκεί.
Τι έκανε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που δεν έκανε σε καμία προηγούμενη περίπτωση, το κάνει εδώ· διότι πάντοτε ακολουθούσε την παράκληση αυτών που Τον ικέτευαν, εδώ όμως και προχωρεί βιαστικά και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύσει, αλλά και να μεταβεί στην οικία του. Το πράττει λοιπόν αυτό για να γνωρίσουμε την αρετή του εκατόνταρχου· διότι εάν δεν υποσχόταν αυτό, αλλά έλεγε: «Πήγαινε, θα θεραπευτεί ο δούλος σου», δεν θα γνωρίζαμε τίποτε από αυτά. Αυτό βεβαίως έπραξε και στην περίπτωση της συροφοινίκισσας γυναίκας[:της Χαναναίας] που ενήργησε όλως αντιθέτως· διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλείται στην οικία, λέγει μόνος Του ότι θα μεταβεί, για να πληροφορηθείς την πίστη του εκατοντάρχου και τη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη· στην περίπτωση όμως της Φοινίκισσας[:που ζητούσε να θεραπεύσει την κόρη της από ένα πονηρό πνεύμα που την ταλαιπωρούσε] και αρνείται τη θεραπεία και απορεί που επιμένει[Μάρκ.7,25-30]. Διότι σαν σοφός και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να πράττει τα αντίθετα από τα αντίθετα. Και εδώ μεν, στην περίπτωση του εκατοντάρχου, με την αυτοπροαίρετη παρουσία του, εκεί δε, στην περίπτωση της Χαναναίας, αποκαλύπτει την πίστη της γυναικός με την παρατεταμένη επιμονή και ένθερμη παράκληση.
Έτσι ενεργεί και στην περίπτωση του Αβραάμ λέγοντας: «Οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ(:Δεν θα κρύψω εγώ από τον ευλαβή δούλο μου τον Αβραάμ εκείνα τα οποία πρόκειται να κάμω)» [Γέν. 18,17], για να πληροφορηθείς τη φιλοστοργία του Αβραάμ και την πρόνοιά του υπέρ των Σοδόμων [πρβ. Γέν. 18, 23-25 κ.έ.: « Καὶ ἐγγίσας Ἁβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; Ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; Οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; Μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. Μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; (:Και ο Αβραάμ, αφού πλησίασε τον Κύριο, είπε: «Είναι δυνατόν να καταστρέψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή και θα είναι λοιπόν ο δίκαιος στην ίδια μοίρα με τον ασεβή; Εάν βρίσκονται στην πόλη αυτή[των Σοδόμων] πενήντα δίκαιοι, θα τους καταστρέψεις μαζί με τους ασεβείς; Δεν θα αφήσεις ατιμώρητη όλη την πόλη εξαιτίας των πενήντα δίκαιων, εάν αυτοί ζουν στην πόλη αυτή; Ουδέποτε Εσύ ο Θεός δεν θα κάνεις κάτι τέτοιο· ποτέ δηλαδή δεν θα φονεύσεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή· είναι αδύνατον εσύ ο δίκαιος να εξισώσεις δίκαιο και ασεβή και να συμπεριφερθείς προς αυτούς με τον ίδιο τρόπο· ουδέποτε θα κάνεις κάτι τέτοιο. Εσύ, ο Οποίος είσαι ο δίκαιος κριτής όλου του κόσμου, δεν θα εφαρμόσεις και εδώ δικαιοσύνη;)»].
Και στην περίπτωση του Λωτ εκείνοι που απεστάλησαν αρνούνται αρχικά να εισέλθουν στον οίκο του, για να γνωρίσεις το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου εκείνου[πρβ. Γέν.19,1-3 κ.ε.: «Ἦλθον δέ οἱ δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν. καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον(: Ενώ ο Κύριος συνομιλούσε ακόμη με τον Αβραάμ, οι δύο άγγελοι, που χωρίστηκαν από αυτούς, έφτασαν στα Σόδομα κατά το βράδυ, για να εκτελέσουν την εντολή που έλαβαν από τον Θεό. Παρά το ότι τελείωσε η ημέρα, ο Λωτ καθόταν κοντά στην πύλη των Σοδόμων έτοιμος να προσφέρει φιλοξενία, διότι γνώριζε την κακότητα και το αφιλόξενο των Σοδομιτών. Όταν είδε τους δύο αγγέλους, σηκώθηκε από τη θέση του και έτρεξε προς συνάντησή τους και τους προσκύνησε με το πρόσωπο στη γη, αν και δεν γνώριζε ότι ήσαν άγγελοι, και τους είπε: “Κύριοι, ιδού· περάστε, παρακαλώ, στο σπίτι του δούλου σας, και διανυκτερεύστε κοντά μου και πλύνετε τα πόδια σας, που είναι κουρασμένα και λερωμένα από την οδοιπορία, και αφού σηκωθείτε νωρίς αύριο το πρωί συνεχίζετε τον δρόμο σας”. Οι δύο άγγελοι όμως απάντησαν: “Όχι· θα περάσουμε τη νύκτα στην πλατεία της πόλεως, στο ύπαιθρο”. Όταν ο Λωτ είδε ότι αρνιούνται, επέμεινε· τους βίαζε με παρακλήσεις και τους πίεζε με ικεσίες να δεχτούν την πρόσκλησή του. Οι δύο άγγελοι, κατόπιν της επιμονής του, υποχώρησαν, λοξοδρόμησαν και μπήκαν στο σπίτι του. Και ο Λωτ τούς παρέθεσε δείπνο, τους έδωσε να πιουν, τους έψησε στη φωτιά άζυμες κουλούρες και έφαγαν)» ].
Τι λέγει λοιπόν ο εκατόνταρχος; «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς(:Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου)»[Ματθ.8,8].Ας το ακούσουμε όσοι πρόκειται να υποδεχτούμε τον Χριστό διότι είναι δυνατόν Τον υποδεχτούμε και σήμερα. Ας το ακούσουμε και ας γίνουμε ζηλωτές Του και ας Τον δεχτούμε με την ίδια πίστη· καθόσον όταν υποδέχεσαι φτωχό που πεινά και είναι γυμνός, είναι σαν να υποδέχεσαι και φιλοξενείς Εκείνον.
«ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου(:αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο με έναν απλό λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου)»[Ματθ.8,8]. Πρόσεξε ότι και ο εκατόνταρχος, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη γι’ Αυτόν· διότι ούτε αυτός είπε «Παρακάλεσε τον Θεό», ούτε είπε: «Προσευχήσου και ικέτευσέ Τον», αλλά «Πρόσταξε μόνο».
Έπειτα, φοβούμενος μήπως ο Ιησούς αρνηθεί, μετριάζοντας την παράκλησή του λέγει: «Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ(:Διότι κι εγώ άνθρωπος είμαι κάτω από εξουσία και παίρνω διαταγές από ανωτέρους, αλλά κι έχω στις διαταγές μου στρατιώτες˙ και λέω σ’ ένα στρατιώτη: “Πήγαινε”˙ και πηγαίνει. Και σ’ άλλον λέω: “Έλα”, κι έρχεται. Και στον δούλο μου λέω: “Κάνε αυτό”, και το εκτελεί. Πόσο μάλλον θα εκτελεσθεί ο δικός Σου λόγος. Διότι Εσύ δεν είσαι κάτω από τις διαταγές κανενός, αλλά έχεις εξουσία πάνω σε όλες τις αόρατες δυνάμεις”)»[Ματθ.8,9].
«Και τι σημασία έχει αυτό», θα πει κάποιος, «εάν ο εκατόνταρχος περιέγραψε αυτό με τέτοια παρομοίωση; Διότι αυτό που ερευνούμε είναι εάν ο Χριστός το αποδέχτηκε αυτό και το επικύρωσε». Είναι ορθό και πολύ φρόνιμο αυτό που λέγεις. Λοιπόν ας το ερευνήσουμε αυτό, και θα διαπιστώσουμε αυτό ακριβώς που συνέβη στην περίπτωση του λεπρού, αυτό να έχει συμβεί και εδώ. Διότι όπως ακριβώς ο λεπρός είπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι(:“Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου”)»-και δεν βασιζόμαστε μόνο στα λόγια του λεπρού σχετικά με την εξουσία του Χριστού, αλλά και στους λόγους του Χριστού· διότι όχι μόνο δεν απέρριψε την υπόνοιά του, αλλά και την επιβεβαίωσε περισσότερο, με το να προσθέσει αυτό που ήταν περιττό να πει, λέγοντας το: «Θέλω, καθαρίσθητι (:Θέλω, καθαρίσου)»[Ματθ.8,3], για να επικυρώσει την πίστη εκείνου-, έτσι και εδώ, βέβαια, είναι δίκαιο να εξετάσουμε εάν συνέβη κάτι παρόμοιο· και πράγματι θα διαπιστώσουμε να έχει συμβεί το ίδιο πράγμα. Διότι αφού είπε ο εκατόνταρχος αυτά τα λόγια και παραδέχτηκε τόση εξουσία, όχι μόνο δεν τον κατηγόρησε ο Κύριος, αλλά και τον επιδοκίμασε και έκαμε κάτι επιπλέον από την επιδοκιμασία. Διότι δεν είπε ο ευαγγελιστής ότι μόνο επαίνεσε τα λόγια του, αλλά δηλώνοντας και επέκταση του επαίνου λέγει ότι και θαύμασε· και δεν θαύμασε απλώς, αλλά παρουσία ολόκληρου του πλήθους τον παρουσίασε και στους άλλους ως υπόδειγμα, ώστε να τον μιμηθούν.
Βλέπεις πώς θαυμάζεται ο καθένας από αυτούς που ομολόγησαν την εξουσία Του; Και καταλαμβανόταν από έκπληξη το πλήθος με τη διδασκαλία Του, διότι δίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων»[βλ. Ματθ.7,28-29: «Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς(:Και όταν ο Ιησούς τελείωσε τους λόγους Του αυτούς, τα πλήθη για πολλή ώρα έμεναν εκστατικά και έκπληκτα από τη διδασκαλία Του· διότι τους δίδασκε πάντοτε με εξουσία και κύρος, ως νομοθέτης και κριτής και αυθεντικός γνώστης της αλήθειας, και όχι σαν τους γραμματείς, οι οποίοι για να επιβεβαιώσουν τα όσα έλεγαν αναφέρονταν στον νόμο και τις παραδόσεις των παλαιοτέρων)»] και όχι μόνο δεν τους επέπληξε γι’ αυτήν τη γνώμη τους, αλλά και αφού έλαβε αυτούς κατέβη από το όρος και με τον τρόπο με τον οποίο καθάρισε τον λεπρό επιβεβαίωσε την πίστη αυτών.
Ο δε λεπρός πάλι, έλεγε: «Εάν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις»· και όχι μόνο δεν τον επιτίμησε, αλλά και, θεραπεύοντάς τον, τόν καθάρισε έτσι όπως είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι, λέγει τα εξής: «Πες μόνο ένα λόγο και θα θεραπευτεί ο δούλος μου», ενώ ο Ιησούς θαυμάζοντάς τον, έλεγε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον(:Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού)»[Ματθ.8,10].
Και για να διαπιστώσεις το ίδιο πράγμα και από αντίθετη περίπτωση πρόσεξε αυτό· επειδή η Μάρθα δεν είπε τίποτε το παρόμοιο, αλλά αντίθετα είπε ότι «ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω.11, 22], όχι μόνο επαινέθηκε, μολονότι και γνωστή ήταν και αγαπητή και από τους πλέον αφοσιωμένους μαθητές Του, αλλά και επιτιμήθηκε και διορθώθηκε από Αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει ορθά. Καθόσον έλεγε προς αυτήν: «Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;(:Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως όλων των ανθρώπων’’)» [Ιω.11,40], επιπλήττοντάς την σαν ακόμη να μην είχε πιστέψει.
Και ακόμη επειδή εκείνη έλεγε: «Ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός)», απομακρύνοντάς την από την αντίληψη αυτού του είδους και διδάσκοντας ότι δεν έχει ανάγκη να λάβει από Άλλον, αλλά ότι Αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)»[Ιω. 11,25], δηλαδή «δεν περιμένω από άλλον να δεχτώ ενέργεια, αλλά κατ’ ιδίαν δύναμη πράττω τα πάντα».
Για τον λόγο αυτόν και θαυμάζει τον εκατόνταρχο και τον παρουσιάζει σε όλο το πλήθος και τον τιμά με την υπόσχεση ότι θα του δώσει τη βασιλεία, και τους άλλους προσκαλεί να επιδείξουν τον ίδιο ζήλο. Και για να πληροφορηθείς ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να διδάξει και τους άλλους δηλαδή να πιστεύουν ομοίως, άκουσε του ευαγγελιστή τους κατάλληλους λόγους δια των οποίων υπαινίχτηκε αυτό· διότι λέγει: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον(:Όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια του αυτά, θαύμασε και είπε σε εκείνους που Τον ακολουθούσαν: “Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού”)».
Επομένως το να σκέπτεται κανείς γι’ Αυτόν μεγάλα πράγματα, αυτό κατεξοχήν είναι απόδειξη της πίστεως και αφορμή να κληρονομήσει τη βασιλεία και τα άλλα αγαθά του ουρανού· διότι ο έπαινός Του για τον εκατόνταρχο δεν σταμάτησε μόνο στα λόγια, αλλά αντί της πίστεως και τον ασθενή τον παρέδωσε υγιή, και πλέκει γι’αυτόν λαμπρό στέφανο και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας τα εξής: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν (: Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών)»[Ματθ.8,11].
Επειδή λοιπόν έκανε πολλά θαύματα, στη συνέχεια τούς διδάσκει με μεγαλύτερη παρρησία. Έπειτα, για να μη νομίσει κανείς ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά για να γνωρίσουν όλοι γενικώς ότι είχε τέτοια ψυχική διάθεση, λέγει: «Ὑπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι(:“Πήγαινε στο σπίτι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου)”)»[Ματθ.8,13]. Και αμέσως επακολούθησε η πράξη της θεραπείας, επιβεβαιώνοντας την προαίρεσή του. «Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ(:Και πράγματι εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του)».. Πράγμα που ακριβώς συνέβη και στη Συροφοινίκισσα· καθόσον λέγει και σε εκείνη: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης (:”Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις”. Και πράγματι απ’ την ώρα ακριβώς εκείνη γιατρεύτηκε η κόρη της)» [Ματθ.15,28].
Επειδή όμως και ο Λουκάς [πρβ. Λουκά 7,1-10] περιγράφοντας αυτό το θαύμα προσθέτει και πολλά άλλα, τα οποία φαίνεται να διαφωνούν, είναι ανάγκη να σας εξηγήσω και αυτά [πρβ. Ματθ. 8, 5-13, Λουκά 7, 1-10]. Τι λέγει λοιπόν ο Λουκάς; «Απέστειλε ο εκατόνταρχος Ιουδαίους πρεσβυτέρους προς Αυτόν, και Τον παρακαλούσε να έλθει» [βλ. Λουκά 7,3: «Ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ(:Όταν λοιπόν άκουσε για τον Ιησού ότι ήλθε στην Καπερναούμ, Του έστειλε μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων και Τον παρακαλούσε να έλθει και να σώσει το δούλο του από τον έσχατο κίνδυνο)»]. Ο δε Ματθαίος λέγει ότι ο ίδιος αφού προσήλθε έλεγε ότι «Δεν είμαι άξιος» [πρβ. Ματθ.8,5]. Και μερικοί λέγουν ότι αυτός ο εκατόνταρχος που αναφέρει ο Λουκάς δεν είναι ίδιος με εκείνον που αναφέρει ο Ματθαίος, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Διότι για εκείνον λέγει, ότι «ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν(: διότι, έλεγαν: “Ο εκατόνταρχος αυτός αγαπά το έθνος μας, και τη συναγωγή μας την έκτισε ο ίδιος με δικά του χρήματα”)» [Λουκά 7,5]· για τον εκατόνταρχο όμως που αναφέρει ο Ματθαίος, ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον(:Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού)». Και στην περίπτωση εκείνου μεν δεν είπε ότι «Πολλοί θα έλθουν από την ανατολή», πράγμα που σημαίνει ότι εκείνος ήταν Ιουδαίος. Τι λοιπόν θα πούμε; Ότι αυτή μεν είναι εύκολη λύση[:να πούμε δηλαδή ότι πρόκειται περί διαφορετικών προσώπων], παραμένει όμως να εξετάσουμε εάν αυτή είναι αληθινή.
Εγώ νομίζω ότι αυτός ο εκατόνταρχος που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ίδιος με εκείνον που αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς. «Μα τότε», θα έλεγε κανείς, «για ποιον λόγο ο Ματθαίος λέγει ότι αυτός είπε: “Δεν είμαι άξιος να εισέλθεις στην οικία μου”», ενώ ο Λουκάς ότι «έστειλε και τον κάλεσε να έλθει στην οικία του»; [πρβ. Λουκά 7,3]. Εγώ νομίζω ότι ο Λουκάς υπονοεί την κολακεία των Ιουδαίων και ότι αυτοί που ζουν υπό τη σκιά κάποιας συμφοράς εύκολα αλλάζουν γνώμη. Διότι ήταν φυσικό ο εκατόνταρχος να θέλησε να μεταβεί και να καλέσει τον Ιησού και να εμποδίστηκε από τους Ιουδαίους που τον κολάκευσαν λέγοντας, ότι «θα πάμε εμείς και θα σου φέρουμε αυτόν». Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησή τους είναι γεμάτη από κολακεία. «Διότι ο εκατόνταρχος αυτός αγαπά το έθνος μας», λέγουν, «και τη συναγωγή μας την έκτισε ο ίδιος με δικά του χρήματα» [Λουκά 7,5]. Ούτε γνωρίζουν για ποιον λόγο επαινούν τον άντρα. Διότι το ορθό ήταν να πουν: «Θέλησε μεν αυτός να έλθει και να σε παρακαλέσει, εμείς όμως τον εμποδίσαμε βλέποντας τη συμφορά και το πτώμα να είναι κατάκοιτο», και έτσι να παρουσιάσουν το μέγεθος της πίστεως του εκατοντάρχου. Όμως δεν το λέγουν αυτό, διότι δεν ήθελαν να αποκαλύψουν την πίστη του ανδρός εξαιτίας του φθόνου τους, αλλά προτιμούσαν μάλλον να επισκιάσουν την αρετή εκείνου προς χάριν του οποίου ήλθαν να Τον παρακαλέσουν, για να μη φανεί ότι ήταν κάποιος σπουδαίος αυτός που παρακαλούσε, παρά διακηρύσσοντας την πίστη εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίσει τον νου.
Αλλά ο Κύριος που γνωρίζει τα απόκρυφα επαίνεσε εκείνον και χωρίς αυτοί να το θέλουν. Και το ότι αυτό είναι αληθές, άκουσε τον Λουκά πάλι που ερμηνεύει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής, ότι: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. Ἢδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γάρ εἰμι ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς(:Πράγματι λοιπόν ο Ιησούς άρχισε να προχωρά μαζί τους προς το σπίτι του εκατοντάρχου. Λίγο όμως πριν φθάσουν στο σπίτι, όταν πλέον ήταν πολύ κοντά, έστειλε ο εκατόνταρχος κάποιους φίλους του και του είπε: “Κύριε, μην ταλαιπωρείσαι και μην μπαίνεις σε μεγαλύτερο κόπο να έλθεις στο σπίτι μου. Διότι δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου”)» [Λουκά 7,6]. Όταν δηλαδή απαλλάχθηκε από την ενόχληση αυτών, τότε αποστέλλει ανθρώπους και Tου λέγει: «Μη νομίσεις ότι δεν ήλθα λόγω οκνηρίας, αλλά επειδή έκρινα τον εαυτό μου ότι είμαι ανάξιος, να σε δεχτώ στην οικία μου».
Εάν λοιπόν ο μεν Ματθαίος λέγει ότι είπε αυτό σε αυτόν όχι δια των φίλων[πρβ. Λουκά 7,6], αλλά ο ίδιος αυτοπροσώπως, αυτό δεν έχει καμία σημασία· διότι αυτό που ερευνούμε είναι εάν παρουσίασε ο καθένας την προθυμία του ανδρός και εάν είχε την πρέπουσα γνώμη περί του Χριστού. Είναι φυσικό επίσης να ήλθε και αυτός μετά την αποστολή των φίλων του και να είπε αυτά. Εάν όμως δεν το ανέφερε αυτό ο Λουκάς, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, αυτό δεν σημαίνει ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους, αλλά μάλλον ότι συμπληρώνει ο ένας ό,τι παρέλειψε ο άλλος.
Πρόσεξε ακόμη πως και με άλλο τρόπο διακήρυξε την πίστη του ο Λουκάς λέγοντας ότι επρόκειτο να πεθάνει ο δούλος του[πρβ. Λουκά 7,2]. Αλλά όμως ούτε αυτό τον οδήγησε σε απόγνωση, ούτε τον έκαμε να απελπιστεί, αλλά και σε αυτήν την κατάσταση έλπιζε ότι θα επιζήσει. Εάν όμως ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Χριστός είπε ότι «Ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη», λόγια που φανερώνουν ότι αυτός δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς λέγει ότι έχτισε τη συναγωγή [πρβ. Λουκά 7,5], ούτε αυτό δηλώνει αντίφαση· διότι ήταν δυνατόν και Ιουδαίος να μην ήταν και τη συναγωγή να οικοδομήσει και το έθνος να αγαπά.
Εσύ, όμως, σε παρακαλώ, μην εξετάζεις απλώς τα λόγια του εκατοντάρχου, αλλά πρόσθεσε και το αξίωμα αυτού και τότε θα δεις την αρετή του ανδρός· καθόσον είναι μεγάλη η αλαζονεία αυτών που είναι στην εξουσία και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννη αξιωματούχος φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι (:Κατέβα)» [«Κατάβηθι», δηλαδή από την Κανά στην Καπερναούμ· πρβ. Ιω. 4,46-47: «῏Ηλθεν οὖν πάλιν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός, οὗ ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν Καπερναούμ· οὗτος ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς ἥκει ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱόν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν(:Ήλθε λοιπόν ο Ιησούς πάλι στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου παλιότερα είχε μετατρέψει το νερό σε κρασί. Εκεί υπήρχε κάποιος άνθρωπος που ανήκε στη βασιλική αυλή του Ηρώδη, και το παιδί του ήταν βαριά άρρωστο στην Καπερναούμ. Αυτός λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έφυγε από την Καπερναούμ και πήγε να τον συναντήσει˙ και άρχισε να τον παρακαλεί να κατεβεί από την Κανά στην Καπερναούμ και να θεραπεύσει τον γιο του˙ διότι ήταν βαριά άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει)»[πρβ. Ιω.4,49].
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον εκατόνταρχο αυτής της διηγήσεως, αλλά και από εκείνον και από αυτούς που κατέβασαν από τη χαλασμένη σκεπή το κρεβάτι[πρβ. Μάρκ.2,1-2: «Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο(:Ύστερα από μερικές ημέρες μπήκε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ˙ κι έγινε γνωστό ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως λοιπόν μαζεύτηκαν τόσο πολλοί, ώστε να γεμίσει το σπίτι και να μην υπάρχει χώρος πλέον ούτε δίπλα στη θύρα. Και τους δίδασκε τον λόγο του Θεού Έρχονται τότε και Του φέρνουν έναν παράλυτο, που τον σήκωναν πάνω σ’ ένα κρεβάτι τέσσερις. Κι επειδή δεν μπορούσαν εξαιτίας του πλήθους να τον πλησιάσουν, ξεσκέπασαν τη σκεπή στο μέρος όπου βρισκόταν ο Κύριος, κι αφού έκαναν ένα άνοιγμα, έριξαν από κει κάτω σιγά – σιγά το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος)»], ο εκατόνταρχος συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα· διότι δεν ζητεί τη σωματική παρουσία του Ιησού, ούτε μετέφερε τον ασθενή πλησίον του Ιατρού, πράγμα που σημαίνει ότι δεν σκεπτόταν γι’ αυτόν μικρά πράγματα, αλλά πίστευε ότι ήταν θεόσταλτος· γι’ αυτόν τον λόγο και λέγει: «Πες μόνο έναν λόγο» [Ματθ.8,8 και Λουκά 7,7]. Και δεν λέγει στην αρχή: «Πες έναν λόγο» αλλά αρχικώς περιγράφει μόνο την ασθένεια· διότι ούτε περίμενε, λόγω της μεγάλης ταπεινοφροσύνης του, αμέσως να συναινέσει ο Χριστός και να θελήσει να έλθει στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν μόλις άκουσε τους λόγους του Κυρίου: «Εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω», τότε λέγει: «Πες μονάχα έναν λόγο». Ούτε και η ασθένεια τού προξένησε σύγχυση, αλλά και μέσα στη συμφορά του φιλοσοφεί, προσέχοντας όχι τόσο στην υγεία του δούλου του, όσο προς το να μη φανεί να πράττει τίποτε το ασεβές. Μολονότι, βέβαια, δεν Τον εξανάγκασε να έλθει στην οικία του, αλλά ο Χριστός υποσχέθηκε αυτό, παρά ταύτα και πάλι φοβείται μην τυχόν φανεί να υπερτιμά τη δική του αξία και να επισύρει εναντίον του βαρύ παράπτωμα.
Είδες τη σύνεσή του; Πρόσεξε και τη μωρία των Ιουδαίων οι οποίοι λέγουν: «Ἂξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο(:Αξίζει να του κάνει τη χάρη αυτή που ζητά)» [Λουκά 7,4]. Διότι ενώ έπρεπε να προσφύγουν στη φιλανθρωπία του Ιησού, αυτοί όμως προβάλλουν την αξία του εκατοντάρχου, και ούτε γνωρίζουν πώς πρέπει να διατυπώσουν το αίτημά τους. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με εκείνον· αλλά και είπε ότι είναι ο ίδιος πολύ ανάξιος όχι μόνο να δεχτεί την ευεργεσία, αλλά και να δεχτεί τον Κύριο στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν και αφού είπε «ο δούλος μου είναι ασθενής» δεν πρόσθεσε το «Πες», επειδή φοβήθηκε μήπως ήταν ανάξιος να δεχτεί τη δωρεά, αλλά ανέφερε μόνο τη συμφορά. Όταν πάλι είδε τον Χριστό να δείχνει προθυμία, ούτε και τότε προχώρησε με ορμή, αλλά και πάλι συγκρατείται μέσα στον χώρο της πρεπούσης μετριοπάθειάς του.
Εάν όμως κάποιος έλεγε: «Για ποιον λόγο δεν ανταπέδωσε την τιμή ο Χριστός σε αυτόν;», θα μπορούσαμε να πούμε αυτό, ότι του ανταπέδωσε και μάλιστα μεγάλη τιμή. Πρώτον μεν, με το ότι φανέρωσε την πίστη του, πράγμα που κατεξοχήν έγινε φανερό από του ότι δεν μετέβη ο ίδιος στην οικία του[πρβ. Ματθ.8,13 και Λουκά 7,10]. Δεύτερον δε, με το ότι τον εισήγαγε στη βασιλεία και τον προτίμησε από όλο το ιουδαϊκό έθνος· διότι επειδή θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο να δεχτεί τον Χριστό στην οικία του, και άξιος κρίθηκε της βασιλείας των ουρανών και πέτυχε τα καλά που απόλαυσε ο Αβραάμ.
«Και γιατί», θα έλεγε κανείς, «και ο λεπρός δεν επαινέθηκε αν και επέδειξε μεγαλύτερη πίστη από τον εκατόνταρχο;» Διότι δεν είπε εκείνος: «Πες έναν λόγο», αλλά αυτό που ήταν πολύ μεγαλύτερο: «Θέλησε μόνο»· πράγμα που ο Προφήτης λέγει για τον Πατέρα, ότι «ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε(:ο Θεός μας όμως τόσο στον ουρανό, όσο και στη γη, όλα όσα θέλησε τα έκανε και τίποτε δεν παρουσιάστηκε αδύνατο στη θέλησή Του)» [Ψαλμ.113,11].
Αλλά και ο λεπρός επαινέθηκε από τον Χριστό. Διότι όταν λέγει «ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(:Πρόσεξε να μην πεις σε κανέναν το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο”)» [Ματθ.8,4], δεν λέγει τίποτε άλλο παρά αυτό, ότι «εσύ θα κατηγορήσεις αυτούς από όσους πίστεψες». Εξάλλου δεν ήταν το ίδιο πράγμα να πιστέψει ένας Ιουδαίος και ένας εκτός του έθνους των Ιουδαίων· διότι το ότι δεν ήταν Ιουδαίος ο εκατόνταρχος φαίνεται και από το ότι ήταν εκατοντάρχης και από τα λόγια που είπε: «Ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη».
Και ήταν βέβαια, πολύ σπουδαίο πράγμα ένας άνθρωπος εκτός του ιουδαϊκού έθνους να φτάσει σε τόσο υψηλή έννοια περί του Χριστού. Καθόσον, όπως εγώ πιστεύω, φαντάστηκε τις ουράνιες στρατιές ή ότι σε Αυτόν έτσι υποτάσσονται τα πάθη και ο θάνατος και όλα τα άλλα, όπως οι στρατιώτες στον ίδιο τον εκατόνταρχο. Για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Διότι και εγώ που είμαι ένας άνθρωπος και είμαι κάτω από εξουσία»· δηλαδή: «Εσύ είσαι Θεός, ενώ εγώ άνθρωπος· εγώ είμαι υπό την εξουσία άλλων, ενώ εσύ δεν είσαι υπό εξουσία άλλων. Εάν, λοιπόν, εγώ, που είμαι άνθρωπος και υπό εξουσίαν, μπορώ να κάνω τόσο μεγάλα πράγματα, πολύ περισσότερο αυτός που είναι και Θεός και δεν είναι υπό εξουσίαν άλλων». Θέλει δηλαδή, να Τον πείσει σε μεγάλο βαθμό, ότι δεν τα λέγει όλα αυτά για να παρουσιάσει ένα παρόμοιο παράδειγμα, αλλά ότι ο Κύριος υπερέχει σε μεγάλο βαθμό· διότι «εάν εγώ», λέγει, «που είμαι ισότιμος με αυτούς που διατάσσω και που βρίσκομαι υπό εξουσία, όμως λόγω της μικρής αυτής υπεροχής της αρχής μπορώ τόσο σπουδαία πράγματα να πράξω και δεν φέρει κανένας αντίρρηση, αλλά αυτά που διατάζω, αυτά γίνονται, και αν ακόμη είναι διαφόρων ειδών τα παραγγέλματα(διότι λέγω στον ένα «Πήγαινε» και πηγαίνει, και στον άλλο «Έλα» και έρχεται), πολύ περισσότερα αυτός μπορεί να πράξει». Μερικοί πάλι αναγιγνώσκουν ως εξής αυτό το χωρίο: «Διότι εάν εγώ, που είμαι άνθρωπος» και θέτοντας σημείο στίξεως ανάμεσα προσθέτουν: «έχω υπό την εξουσία μου στρατιώτες».
Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, πως ο εκατόνταρχος έδειξε ότι ο Ιησούς μπορεί να εξουσιάσει τον θάνατο σαν ένα δούλο και να τον διατάσσει ως Δεσπότης του. Διότι όταν λέγει: «Έλα» και έρχεται, και «πήγαινε» και πηγαίνει, αυτό εννοεί, ότι δηλαδή: «Αν διατάξεις να μην έλθει ο θάνατος στον δούλο μου, δεν θα έλθει». Είδες κατά ποιον τρόπο ήταν πιστός; Διότι αυτό που επρόκειτο αργότερα να γίνει σε όλους φανερό, αυτό αυτός ήδη έκανε ολοφάνερο, ότι έχει εξουσία και επί του θανάτου και επί της ζωής, και οδηγεί κάτω στις πύλες του Άδου και ανεβάζει από εκεί. Και δεν έκανε λόγο μόνο περί στρατιωτών, αλλά και περί δούλων, πράγμα που ήταν δείγμα μεγαλύτερης υπακοής. Αλλά όμως αν και είχε τόσο μεγάλη πίστη, θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο ακόμη. Ο Χριστός όμως δείχνοντας ότι είναι άξιος να εισέλθει στην οικία του, έκανε πολύ πιο μεγάλα πράγματα, διότι και τον θαύμασε, και διακήρυξε την πίστη του, και του έδωσε περισσότερα από αυτά που ζήτησε. Καθόσον ήλθε ζητώντας σωματική υγεία για τον δούλο του και έφυγε αφού έλαβε τη βασιλεία των ουρανών.
Είδες ότι ήδη αποδεικνυόταν αληθινό το «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν(:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά. Και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)»; [Ματθ.6,33]. Διότι, επειδή επέδειξε πολλή πίστη και ταπεινοφροσύνη και τον ουρανό τού έδωσε και την υγεία του δούλου τού πρόσθεσε· και δεν τον τίμησε μόνο με αυτό, αλλά και με το να δείξει ποιοι είναι εκείνοι που αποβάλλονται από τη βασιλεία των ουρανών και εισάγεται αυτός. Καθόσον εξ αυτού πλέον καθιστά σε όλους γνωστό, ότι σώζεται κανείς δια της πίστεως και όχι από τη φύλαξη των διατάξεων του μωσαϊκού νόμου.
Για τον λόγο αυτόν ακριβώς όχι μόνο στους Ιουδαίους, αλλά και στους εθνικούς θα δοθεί αυτή η δωρεά ως βραβείο· και περισσότερο σε εκείνους, παρά σε αυτούς. «Διότι μη νομίσετε, βέβαια», λέγει, «ότι αυτό συνέβη αποκλειστικά και μόνο για τον εκατόνταρχο, καθόσον αυτό θα συμβεί και σε όλη την οικουμένη». Αυτό λοιπόν το έλεγε προφητεύοντας για τα έθνη και δίνοντας αγαθές ελπίδες σε αυτούς. Καθόσον υπήρχαν πολλοί από τα μέρη της Γαλιλαίας όπου διέμεναν πολλοί εθνικοί [πρβ.Ματθ.4,15, 18 και 8,1]. Αυτά επίσης τα έλεγε για να προφυλάξει τους εθνικούς από την απογοήτευση και για να εξυγιάνει το φρόνημα των Ιουδαίων. Για να μην προσβάλουν τα λόγια Του αυτούς που Τον άκουγαν, και για να μη δώσει σε αυτούς καμία αφορμή για κατηγορία, δεν ομιλεί προηγουμένως για τους εθνικούς, παρά μόνο όταν έλαβε αφορμή από τον εκατόνταρχο, χωρίς, φυσικά, και πάλι να αναφέρει καθαρά το όνομα των εθνικών.
Διότι δεν είπε: «Πολλοί από τους εθνικούς» αλλά «Πολλοί από την ανατολή και τη δύση», πράγμα που φανέρωνε το όνομα των εθνικών, δεν σκανδάλιζε όμως έτσι αυτούς που Τον άκουγαν, διότι ήταν κεκαλυμμένος ο λόγος Του[βλ. Ματθ.8,11-12: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων(:Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών· ενώ εκείνοι που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα με τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού είναι κληρονόμοι της βασιλείας, θα ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκοτάδι που είναι τελείως απομακρυσμένο από τη βασιλεία του Θεού. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους”)»].
Και δεν καλύπτει μόνο με αυτόν τον τρόπο τη σκέψη ότι η διδασκαλία ήταν μία καινοτομία, αλλά και με το ότι ανέφερε αντί της βασιλείας, τους κόλπους του Αβραάμ. Διότι ούτε αυτό το όνομα ήταν γνωστό στους εθνικούς, και περισσότερο πληγώνονταν οι Ιουδαίοι με το ότι αναφερόταν το όνομα του Αβραάμ. Για τον λόγο αυτόν και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν είπε τίποτε ευθέως περί γεέννης, αλλά είπε αυτό που περισσότερο στενοχωρούσε αυτούς: «Καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν ᾿Αβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ(:Και μη σας αρέσει να εξαπατάτε τον εαυτό σας και να λέτε μέσα σας: “εμείς έχουμε πατέρα τον Αβραάμ”· διότι σας λέω ότι ο Θεός έχει τη δύναμη και απ’ αυτές εδώ τις πέτρες να αναστήσει απογόνους του Αβραάμ)» [Ματθ.3,9]. Μαζί επίσης με αυτά φροντίζει και για κάτι άλλο, το να μη νομιστεί, δηλαδή, ότι είναι αντίθετος με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης· διότι αυτός που θαυμάζει τους πατριάρχες και ονομάζει τους κόλπους εκείνων τέλος των αγαθών, με πολλή δύναμη αναιρεί και αυτήν την υποψία.
Κανείς λοιπόν ας μη νομίζει ότι στους λόγους αυτούς η απειλή είναι μία· διότι είναι διπλή και στους Ιουδαίους η τιμωρία και η ευφροσύνη στους εθνικούς. Στους μεν Ιουδαίους όχι επειδή εξέπεσαν της βασιλείας των ουρανών, αλλά επειδή εξέπεσαν από αυτήν που ήταν δική τους· στους εθνικούς δε όχι επειδή απέκτησαν αγαθά απλώς, αλλά επειδή τα απέκτησαν αυτά χωρίς να τα περιμένουν. Και ένα τρίτο που συνέβη μεταξύ αυτών είναι ότι οι εθνικοί έλαβαν τα αγαθά που ανήκαν στους Ιουδαίους. Και «υιούς της βασιλείας» ονομάζει αυτούς για τους οποίους ήταν προετοιμασμένη η βασιλεία των ουρανών· πράγμα που τους πλήγωνε κατεξοχήν. Αφού λοιπόν τους έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγγελία και την υπόσχεση βρίσκονταν στους κόλπους του Αβραάμ, στη συνέχεια τους απομακρύνει. Έπειτα επειδή αυτό που ελέχθη ήταν ασαφές, επιβεβαιώνεται αυτό με το θαύμα· όπως ακριβώς βέβαια, και τα θαύματα επαληθεύει με την προφητεία που ειπώθηκε σχετικά με αυτά.
Αυτός λοιπόν που δεν πιστεύει τη θεραπεία που συνέβη στον δούλο, τότε ας πιστέψει το θαύμα εκείνο, καθόσον επαληθεύτηκε σήμερα η προφητεία του· διότι, και η προφητεία έγινε πριν από το αποτέλεσμα φανερή σε όλους από το τότε θαύμα. Για τον λόγο αυτόν, βέβαια, αφού προηγουμένως προείπε αυτά, στη συνέχεια θεράπευσε τον παραλυτικό, για να γίνουν πιστευτά τα μέλλοντα να συμβούν από τα παρόντα και το μικρότερο διαμέσου του μεγαλύτερου· διότι το να απολαμβάνουν οι μεν ενάρετοι τα αγαθά, οι δε αντίθεοι να υπομένουν τα λυπηρά, δεν φανερώνει τίποτε άλλο, αλλά ότι συνέβαινε αυτό κατά τρόπο φυσικό και ήταν αποτέλεσμα των φυσικών νόμων· το να ενδυναμώσει όμως το σώμα του παραλυτικού και να αναστήσει τον νεκρό[πρβ. Λουκά 7,2] ήταν κάτι μεγαλύτερο από φυσικό.
Αλλά όμως στη μεγάλη αυτήν και θαυμαστή ενέργεια πρόσφερε πάρα πολλά και ο εκατόνταρχος· και ακριβώς αυτό θέλοντας να δηλώσει και ο Χριστός έλεγε: «Πήγαινε και ας σου γίνει όπως πίστεψες». Είδες πώς διεκήρυξε η υγεία του δούλου και τη δύναμη του Χριστού και την πίστη του εκατοντάρχου και επιβεβαίωσε αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον; Μάλλον δε όλα διεκήρυτταν τη δύναμη του Χριστού· διότι δεν θεράπευσε μόνο το σώμα του δούλου, αλλά και την ψυχή του εκατοντάρχου προσείλκυσε στην πίστη δια των θαυμάτων αυτών.
Εσύ όμως να μην προσέχεις μόνο αυτό, το ότι δηλαδή πίστεψε αυτός και το ότι θεραπεύτηκε εκείνος, αλλά θαύμασε και την ταχύτητα με την οποία συνέβησαν. Καθόσον για να δηλώσει αυτό ο ευαγγελιστής, έλεγε: «Και θεραπεύτηκε ο δούλος του την ίδια εκείνη στιγμή»· όπως ακριβώς λοιπόν είπε και στην περίπτωση του λεπρού, ότι «Αμέσως καθαρίστηκε» [Ματθ.8,2]· διότι όχι μόνο η θεραπεία, αλλά και το ότι αυτή έγινε κατά τρόπο παράδοξο και εν ριπή οφθαλμού, φανέρωνε τη δύναμή Του. Και δεν ωφελούσε μόνο με αυτήν, αλλά και με το ότι συνεχώς κατά την επίδειξη των θαυμάτων ανέπτυσσε λόγους περί της βασιλείας των ουρανών και προσείλκυε όλους προς αυτήν· διότι και αυτούς που απειλούσε ότι θα τους εκβάλει, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλει, αλλά για να τους προσελκύσει προς αυτήν, εκφοβίζοντας αυτούς με τους λόγους.
Εάν όμως ούτε και έτσι δεν ωφελούνταν, αυτών είναι όλη η ευθύνη και όλων εκείνων που πάσχουν από την ίδια ασθένεια· διότι αυτό θα έβλεπε κανείς να συμβαίνει όχι μόνο μεταξύ των Ιουδαίων, αλλά και μεταξύ αυτών που πίστεψαν στον Χριστό. Διότι και ο Ιούδας ήταν υιός της βασιλείας και άκουσε μαζί με τους μαθητές: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ(:Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε, όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεσθεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)» [Ματθ.19,28], αλλά έγινε υιός της γεέννης· ο Αιθίοπας [πρβ. Πράξ.8,26-39] όμως, αν και ήταν βάρβαρος [:δηλαδή ειδωλολάτρης, εθνικός] άνθρωπος και από αυτούς που κατάγονταν από την ανατολή και τη δύση, θα απολαύσει στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.
Αυτό συμβαίνει σήμερα και σε μας. Διότι λέγει: «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι(:Πολλοί μάλιστα που είναι στον κόσμο αυτό πρώτοι, θα είναι στον άλλο κόσμο τελευταίοι, και πολλοί τελευταίοι θα είναι εκεί πρώτοι)» [Ματθ.19,30]. Και αυτό το λέγει, ώστε και οι αμαρτωλοί να μη χάνουν το θάρρος τους, με τη σκέψη ότι τάχα δεν μπορούν να επιστρέψουν στον Θεό και οι πιστοί να μην παίρνουν θάρρος, ότι τάχα είναι αμετακίνητοι. Αυτό διακηρύττοντας και ο Ιωάννης προηγουμένως έλεγε: «Μπορεί ο Θεός και από αυτούς τους λίθους να αναστήσει τέκνα για τον Αβραάμ» [Ματθ.3,9]. Επειδή, δηλαδή, επρόκειτο αυτό να συμβεί, προλέγεται προ πολλού χρόνου, ώστε κανείς να μη θορυβηθεί από το παράξενο του πράγματος. Αλλά εκείνος μεν λέγει αυτό ως κάτι που ενδεχομένως να συμβεί· διότι προηγήθηκε του Χριστού· ο Χριστός όμως ως κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε, παρέχοντας την απόδειξη από τις πράξεις Του.
Ας μην έχουμε λοιπόν στον εαυτό μας μεγάλη εμπιστοσύνη εμείς οι πιστοί, αλλά να λέμε στους εαυτούς μας: «Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ(:Από τα διδακτικά λοιπόν αυτά παραδείγματα της ιστορίας του Ισραήλ, βγαίνει το συμπέρασμα ότι όποιος έχει την ιδέα ότι στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει όπως έπεσαν και οι Ισραηλίτες που ανέφερα)» [Α΄Κορ.10,12]. Ούτε να καταλαμβανόμαστε από απόγνωση όσοι πέφτουμε, αλλά να λέμε στους εαυτούς μας: «Ὅτι τάδε λέγει Κύριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει;(:Διότι αυτά λέγει ο Κύριος: Μήπως αυτός που πέφτει, δεν σηκώνεται, ή μήπως εκείνος που έχασε τον δρόμο του και πλανήθηκε δεν προσπαθεί να τον βρει πάλι και να επιστρέψει;)» [Ιερ.8,4].
Καθόσον πολλοί αν και ανέβηκαν σε αυτήν την κορυφή του ουρανού και επέδειξαν όλη την υπομονή, και μολονότι κατέλαβαν τις ερήμους και δεν είδαν ούτε στο όνειρό τους γυναίκα, επειδή προς στιγμή έδειξαν οκνηρία παραγκωνίστηκαν και έπεσαν σε αυτό το βάραθρο της κακίας. Άλλοι δε πάλι από εκεί, ανέβηκαν στον ουρανό, και από το θέατρο και την ορχήστρα μεταπήδησαν προς την αγγελική πολιτεία· και τόση αρετή επέδειξαν, ώστε να εκδιώξουν δαίμονες και να κάνουν πολλά άλλα παρόμοια θαύματα. Και οι μεν Γραφές είναι γεμάτες από αυτούς, η δε ζωή μας είναι γεμάτη από αυτά τα παραδείγματα. Έτσι και πόρνοι και ασήμαντοι κλείνουν τα στόματα των Μανιχαίων[Μανιχαίοι: ήσαν οπαδοί της θρησκείας του εκ Περσίας Μάνεντος, η οποία προήλθε από την περσική δυαρχία του φωτός και του σκότους, όπου απέδιδε αντίστοιχα το αγαθό και το κακό. Αργότερα προσέλαβε και στοιχεία από τον Χριστιανισμό], οι οποίοι λένε ότι η κακία είναι ακίνητη και βρίσκονται υπό την κυριαρχία του διαβόλου, και παραλύουν τα χέρια αυτών που θέλουν να αγωνιστούν για το καλό και ανατρέπουν έτσι όλη τη ζωή· διότι αυτοί που πιστεύουν σε αυτά και τα μεταδίδουν δεν βλάπτουν μόνο ως προς τα μελλοντικά αγαθά, αλλά και εδώ όλα τα κάνουν άνω-κάτω, όσο βέβαια, εξαρτάται από αυτούς· διότι πότε κανείς από αυτούς που ζουν στην κακία θα φροντίσει για την αρετή, όταν πιστεύει ότι είναι αδύνατη η επάνοδος προς εκείνη και η μεταβολή προς το καλύτερο; Διότι εάν τώρα που υπάρχουν και νόμοι, και απειλές περί τιμωριών, και δόξα που διεγείρει τους περισσότερους, και γέενα του πυρός αναμενόμενη, και βασιλεία των ουρανών που μας έχει υποσχεθεί, και ονειδίζονται οι κακοί ενώ εγκωμιάζονται οι καλοί, μόλις και μετά δυσκολίας μερικοί προτιμούν τους ιδρώτες υπέρ της αρετής, εάν όλα αυτά τα αφαιρέσεις, ποιο είναι εκείνο που θα εμποδίσει να χαθούν όλα και να διαφθαρούν;
Αφού λοιπόν συνειδητοποιήσουμε τη διαβολική κακουργία και ότι όλοι αυτοί που επιχειρούν να νομοθετούν την περί της ειμαρμένης[ειμαρμένη: έτσι καλούνταν η τύχη του κάθε ανθρώπου στον κόσμο με όλες τις περιπέτειές της· με άλλα λόγια η αναπότρεπτη μοίρα, το πεπρωμένο· επίσης καλούνταν έτσι και η προσωποποιημένη υπέρτατη δύναμη που κυβερνά τη φύση και ρυθμίζει τις πράξεις των ανθρώπων. Η πίστη στη ειμαρμένη καλείται «μοιροκρατία», έναντι της οποίας ο Χριστιανισμός αντιτάσσει την πίστη στην πρόνοια του Θεού, κατά την οποία τίποτε δεν συμβαίνει τυχαίως, αλλά τα πάντα βρίσκονται υπό την προστασία του Θεού και μάλιστα η ανθρώπινη ύπαρξη] διδασκαλία αντιτίθενται και προς τους μη Χριστιανούς νομοθέτες και προς τους νόμους του Θεού και προς τη λογική της φύσεως και προς την κοινή αντίληψη όλων γενικώς των ανθρώπων και προς αυτούς τους βαρβάρους, δηλαδή, και προς τους Σκύθες και τους Θράκες, ας επαγρυπνούμε, αγαπητοί μου, και αφού αποφύγουμε όλους εκείνους και ας βαδίζουμε και με θάρρος και με φόβο δια της στενής εκείνης οδού. Με φόβο μεν εξαιτίας των γκρεμών που υπάρχουν και από τα δύο μέρη, με θάρρος δε επειδή προηγείται από εμάς ο Ιησούς. Ας βαδίζουμε με πνευματική διαύγεια και άγρυπνοι.
Επειδή έστω και λίγο να νυστάξει κανείς αμέσως θα καταποντιστεί. Διότι δεν είμαστε προσεκτικότεροι από τον Δαβίδ, ο οποίος επειδή έδειξε αμέλεια μόνο για λίγο, κατακρημνίστηκε μέσα σε αυτό το βάραθρο της αμαρτίας. Αλλά αμέσως σηκώθηκε. Μη βλέπεις λοιπόν μόνο το ότι αμάρτησε, αλλά και το ότι απέπλυνε την αμαρτία του. Διότι η Γραφή ακριβώς γι΄αυτό περιέλαβε αυτήν την ιστορία, όχι για να πληροφορηθείς την πτώση του, αλλά για να θαυμάσεις την ανόρθωσή του· για να διδαχτείς πως πρέπει να σηκώνεσαι όταν συμβεί να πέσεις. Διότι όπως ακριβώς οι ιατροί, αφού εκλέξουν τα φοβερότερα από τα νοσήματα, τα γράφουν στα βιβλία και διδάσκουν τη μέθοδο της θεραπείας τους, ώστε με το να είναι ασκημένοι στα βαρύτερα να μπορούν εύκολα να θεραπεύονται από τα ελαφρότερα, έτσι, βέβαια, και ο Θεός τα μεγαλύτερα από τα αμαρτήματα τα απεκάλυψε για να μπορούν, μέσω αυτών, να επιτύχουν εύκολα τη διόρθωση των μικρών πταισμάτων τους· διότι εάν θεραπεύτηκαν εκείνα, πολύ περισσότερο θα θεραπευτούν τα μικρότερα.
Ας δούμε λοιπόν και πώς αμάρτησε και πώς θεραπεύτηκε ο μακάριος εκείνος Δαβίδ. Ποια λοιπόν ήταν η αρρώστιά του; Μοίχευσε και φόνευσε. Διότι δεν αισθάνομαι ντροπή διακηρύσσοντας αυτά με δυνατή φωνή. Διότι εάν το Πνεύμα το άγιο δεν θεώρησε ντροπή να παραθέσει όλη αυτήν την ιστορία[πρβ. Β΄Βασ.11-12], πολύ περισσότερο ούτε εμείς πρέπει να την επισκιάζουμε. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς δεν διακηρύσσω μόνο αυτά αλλά προσθέτω και κάτι άλλο. Ότι δηλαδή, όσοι αποκρύπτουν αυτά, αυτοί κατεξοχήν επικαλύπτουν την αρετή εκείνου· και όπως ακριβώς αυτοί που αποσιωπούν τον πόλεμο του Γολιάθ, τον αποστερούν όχι από μικρά στεφάνια, το ίδιο πράττουν και αυτοί που παραλείπουν αυτήν την ιστορία.
Δεν φαίνεται, λοιπόν, ότι είναι παράξενο αυτό που ειπώθηκε; Δείξτε όμως λίγη υπομονή και τότε θα διαπιστώσετε ότι αυτά δικαίως ειπώθηκαν. Διότι για τον λόγο αυξάνω το αμάρτημα και κάνω πιο παράδοξο τον λόγο μου, για να παρασκευάσω τα φάρμακα με περισσότερη αφθονία. Ποιο λοιπόν είναι αυτό που προσθέτω; Την αρετή του ανδρός, πράγμα που κάνει μεγαλύτερο και το αμάρτημα. Διότι σε όλες τις περιπτώσεις δεν κρίνονται όλα κατά όμοιο τρόπο· διότι, λέγει: «Ὁ γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους, δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται(:Διότι ο άσημος και ο αφανής στον οποίο δεν δόθηκε καμία εξουσία και κανένα αξίωμα, είναι άξιος της συγνώμης και του ελέους του Θεού. Αυτοί όμως που έλαβαν δύναμη και εξουσία, θα κριθούν με αυστηρότητα)» [Σοφ. Σολ. 6,6]· και: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς(: Και γενικότερα για κάθε δούλο ισχύει αυτός ο κανόνας: “Εκείνος ο δούλος που γνώρισε το θέλημα του κυρίου του και δεν ετοίμασε ούτε έκανε αυτό που θέλει ο κύριός του, θα δεχθεί πολλές μαστιγώσεις και θα τιμωρηθεί αυστηρά, διότι συνειδητά παρέβη το θέλημα του κυρίου του”)» [Λουκά 12,47]. Ώστε η περισσότερη γνώση γίνεται αιτία για μεγαλύτερη τιμωρία. Και ακριβώς γι΄αυτό εάν ιερέας επρόκειτο να διαπράξει τα ίδια αμαρτήματα με το ποίμνιό του, δεν θα τιμωρηθεί το ίδιο, αλλά πολύ φοβερότερα. Ίσως όμως, βλέποντας να αυξάνει η κατηγορία, να τρέμετε και να φοβάστε και να με εκλαμβάνετε κατάπληκτοι ως κάποιον που βαδίζει κατευθείαν στον γκρεμό. Αλλά όμως εγώ έχω τόση εμπιστοσύνη στην αρετή του δικαίου που με κάνει να προχωρώ πιο πέρα· διότι όσο θα αυξήσω το αμάρτημα, τόσο περισσότερο σπουδαίο θα μπορέσω να παρουσιάσω το εγκώμιο του Δαβίδ.
Θα ρωτήσει κάποιος: «Τι παραπάνω από αυτά μπορείς να αναφέρεις;». Και βέβαια υπάρχουν πάρα πολλά· διότι όπως ακριβώς στην περίπτωση του Κάιν αυτό που συνέβη δεν ήταν απλός φόνος, αλλά και από πολλούς φόνους χειρότερο, επειδή δεν φόνευσε ξένο, αλλά τον αδελφό του, και αδελφό μάλιστα που δεν τον είχε αδικήσει, αλλά είχε αδικηθεί, και όχι μετά από πολλούς φονιάδες, αφού πρώτος εφηύρε αυτός το βδέλυγμα, έτσι, βέβαια, και εδώ δεν ήταν μόνο φόνος το εγχείρημα· διότι δεν ήταν κάποιος τυχαίος ο άνδρας που έπραξε αυτό, αλλά προφήτης· και δεν φονεύει αυτόν που είχε αδικήσει, αλλά αυτόν που είχε αδικηθεί· διότι πράγματι τον είχε αδικήσει κατά τρόπο θανάσιμο, διότι του άρπαξε τη γυναίκα του· αλλά όμως μετά από εκείνο πρόσθεσε και τον φόνο.
Βλέπετε πως δεν λυπήθηκα το δίκαιο; Πως περιέγραψα τα αμαρτήματά του χωρίς κανένα περιορισμό; Αλλά όμως έχω τόση πεποίθηση στην απολογία, ώστε μετά από το τόσο βάρος του αμαρτήματος θα ήθελα να παρευρίσκονται εδώ και οι Μανιχαίοι, που αυτοί κυρίως διακωμωδούν όλα αυτά, καθώς και οι πλανημένοι οπαδοί του Μαρκίωνος[Μαρκίων: μέγας αιρεσιάρχης, που καταγόταν από τη Σινώπη του Πόντου, υιός επισκόπου και υπήρξε μαθητής του Βασιλείδου. Έζησε τον 2ο αιώνα και υπήρξε μέγας γνωστικός. Δίδασκε ότι ο ύψιστος αγαθός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης έστειλε τον υιό Του τον Χριστό, για να απαλλάξει τον άνθρωπο από την τυραννία του δεύτερου Θεού, του δημιουργού του κόσμου. Ο Χριστός είχε κατ’αυτόν φαινομενικό σώμα. Απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και από την Καινή δεχόταν το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο και 10 επιστολές, πλην των Ποιμαντικών και της προς Εβραίους], για να τους κλείσω τελείως τα στόματα. Διότι εκείνοι μεν λέγουν ότι φόνευσε και μοίχευσε ο Δαβίδ, εγώ όμως λέγω όχι μόνο αυτό, αλλά διπλό φανέρωσα τον φόνο και από το ότι φονεύτηκε ο αδικημένος και από την ποιότητα του προσώπου που διέπραξε τον φόνο.
Διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα, αυτός που αξιώθηκε να λάβει το Πνεύμα και έτυχε τόσων πολλών ευεργεσιών και είχε το κύρος και βρισκόταν σε τέτοια ηλικία να διαπράττει παρόμοια πράγματα με εκείνον που δεν έχει κανένα από όλα αυτά τα πλεονεκτήματα. Αλλά όμως κυρίως ως προς αυτό είναι αξιοθαύμαστος ο γενναίος εκείνος άνδρας, ότι, αν και κατέπεσε σε αυτόν τον πυθμένα της κακίας, δεν έχασε το θάρρος του, ούτε κατελήφθη από απόγνωση, ούτε άφησε τον εαυτό του πεσμένο, αν και δέχτηκε θανατηφόρο πλήγμα παρά του διαβόλου, αλλά ταχέως, μάλλον δε ευθέως και με πολλή σφοδρότητα έδωσε περισσότερο θανατηφόρο πλήγμα από αυτό που δέχτηκε. Και συνέβη εδώ το ίδιο με εκείνο που συμβαίνει στον πόλεμο και κατά την ώρα της μάχης, όταν κάποιος βάρβαρος καρφώσει το δόρυ του στην καρδιά κάποιου γενναίου στρατιώτη ή του ρίξει βέλος στο ήπαρ και έτσι του προσθέσει δεύτερο τραύμα περισσότερο θανατηφόρο από το πρώτο, και μολονότι είναι πεσμένος και βρέχεται με πολύ αίμα από όλα τα μέρη αυτός που δέχτηκε αυτά τα φοβερά πλήγματα, ξαφνικά σηκώνεται και ρίχνει δόρυ εναντίον εκείνου που τον τόξευσε και τον αφήνει ευθέως νεκρό στο πεδίο της μάχης. Έτσι βεβαίως και εδώ, όσο μεγαλύτερη ήθελες να παρουσιάσεις την πληγή, τόσο περισσότερο αξιοθαύμαστη παρουσιάζεις την ψυχή εκείνου που επλήγη, επειδή βρήκε τη δύναμη μετά το βαρύ αυτό τραύμα, και να σηκωθεί και να λάβει θέση στη γραμμή της πολεμικής φάλαγγας και να καταβάλει αυτόν που τον πλήγωσε.
Πόσο μεγάλο επίσης είναι αυτό το γνωρίζουν προπαντός όσοι υποπίπτουν σε βαριές αμαρτίες· διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα μία γενναία και νεανική ψυχή να βαδίζει ορθά και να τρέχει διαρκώς(διότι μια τέτοια ψυχή έχει ως συνοδοιπόρο την αγαθή ελπίδα που την αλείφει, τη διεγείρει, την ενδυναμώνει και την κάνει περισσότερο πρόθυμη), και μία ψυχή που μετά από τα αμέτρητα βραβεία και τις νίκες να υποστεί τη χειρότερη ζημία και να μπορέσει πάλι να συνεχίσει τους ίδιους αγώνες. Και για να γίνει περισσότερο σαφές αυτό που λέγω, θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω και άλλο παράδειγμα όχι κατώτερο από το προηγούμενο. Σκέψου λοιπόν κάποιον κυβερνήτη που διήλθε μύρια πελάγη, μετά τον διάπλου ολόκληρης της θάλασσας, μετά τις πολλές τρικυμίες και τους σκοπέλους και τα κύματα, επειδή είχε πολύ φορτίο, να καταβυθίζεται σε αυτήν την είσοδο του λιμένος και να διασώζεται μόλις και μετά βίας από το φοβερό αυτό ναυάγιο με γυμνό το σώμα. Ποια θα μπορούσε να είναι η διάθεσή του για τη θάλασσα, τη ναυτιλία και τους πόνους γενικότερα αυτού του είδους; Άραγε θα θελήσει ποτέ αυτός ο άνθρωπος, εάν δεν έχει πάρα πολύ γενναία ψυχή, να αντικρύσει θάλασσα ή πλοίο ή λιμένα; Εγώ τουλάχιστον νομίζω όχι· αλλά ξαπλωμένος στο κρεβάτι και σκεπασμένος θα βλέπει την ημέρα σαν τη νύκτα, εγκαταλείποντας και λησμονώντας τα πάντα. Και μάλλον θα προτιμήσει να ζει ως επαίτης παρά να πλησιάσει αυτούς τους πόνους. Όμως δεν ήταν τέτοιος ο μακάριος αυτός Δαβίδ· αλλά μολονότι υπέστη τέτοιο ναυάγιο, μετά από τους μύριους εκείνους πόνους και ιδρώτες δεν έμεινε σκεπασμένος στο κρεβάτι του, αλλά και το πλοίο έριξε στη θάλασσα, και αφού άνοιξε τα πανιά και έπιασε το πηδάλιο στα χέρια του επιχείρησε τους ίδιους πόνους και πάλι συγκέντρωσε περισσότερο πνευματικό πλούτο.
Εάν λοιπόν το να παραμένει κανείς ασάλευτος και το να μη μένει πεσμένος, όταν πέσει, είναι τόσο άξιο θαυμασμού, πόσους στεφάνους δεν θα άξιζε το να σηκωθεί και να πράξει παρόμοια κατορθώματα; Και βέβαια, πολλά ήσαν εκείνα που τον οδήγησαν σε απόγνωση. Και πρώτα-πρώτα, το μέγεθος του αμαρτήματος· δεύτερον το ότι δεν συνέβη αυτό στην αρχή της ζωής του, τότε που ήσαν περισσότερες και οι ελπίδες, αλλά συνέβη να τα πάθει αυτά προς το τέλος της ζωής του. Διότι ούτε ο έμπορος, που ναυαγεί μόλις εξέλθει από τον λιμένα, λυπάται κατά όμοιο τρόπο με εκείνον που προσκρούει σε σκόπελο μετά από μύρια ταξίδια. Τρίτον, το ότι έπαθε αυτό ενώ ήδη είχε συγκεντρώσει πολύ πλούτο. Καθόσον τότε δεν ήσαν μικρά τα φορτία που ήσαν υπό την εξουσία του· όπως επί παραδείγματι τα όσα συνέβησαν κατά τη νεανική ηλικία του όταν ήταν βοσκός· τα συμβάντα στον αγώνα του κατά του Γολιάθ, όταν έστησε το λαμπρό εκείνο τρόπαιο, και η μεγαλοψυχία την οποία έδειξε στον Σαούλ. Διότι πράγματι επέδειξε την ευαγγελική μακροθυμία, διότι τον ευσπλαχνιζόταν συνεχώς, αν και μύριες φορές είχε συλλάβει στα χέρια του τον εχθρό· και προτίμησε μάλλον να χάσει την πατρίδα του και την ελευθερία του και αυτήν τη ζωή του παρά να φονεύσει αυτόν που τον επιβουλεύτηκε άδικα. Και μετά τη βασιλεία δε δεν ήσαν μικρά τα κατορθώματά του. Μαζί δε με τα όσα ελέχθησαν και η εκτίμηση των περισσότερων ανθρώπων προς αυτόν και το ότι εξέπεσε από το μεγαλείο του, του προκαλούσαν ασφαλώς πολλή ταραχή. Διότι ούτε η πορφύρα τού έδινε τόση χαρά, όσο τον ντρόπιαζε η κηλίδα της αμαρτίας.
Γνωρίζετε όμως οπωσδήποτε πόσο τρομερό πράγμα είναι να διασύρονται τα αμαρτήματα και ότι χρειάζεται ένας τέτοιος άνθρωπος να έχει μεγάλη ψυχή, ώστε, μετά την κατηγορία του πλήθους και τους τόσους πολλούς μάρτυρες των παραπτωμάτων του που είχε να μην περιέλθει σε αληθινή απόγνωση. Αλλά όμως όλα αυτά τα βέλη της ψυχής, αφού τα έσυρε έξω ο γενναίος εκείνος άνδρας, τόσο έλαμψε στη συνέχεια, τόσο απέπλυνε την κηλίδα και τόσο καθαρός έγινε, ώστε να παρηγορούνται οι απόγονοί του μετά τον θάνατό του για τα αμαρτήματά τους· και αυτό ακριβώς που λεγόταν για τον Αβραάμ φαίνεται να το λέγει ο Θεός και γι’αυτόν· μάλλον δε πολύ περισσότερο γι’ αυτόν. Διότι στην περίπτωση του Πατριάρχου λέγει ότι «καὶ εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τὸν στεναγμὸν αὐτῶν, καὶ ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ(:και ο Θεός άκουσε τους στεναγμούς τους και θυμήθηκε τη διαθήκη που έκανε με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, στην οποία υποσχέθηκε ότι θα προστατεύσει τον λαό Του)» [πρβ. Έξ.2,24], εδώ όμως λέγει όχι της διαθήκης, αλλά τι; «Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης τοῦ σῶσαι αὐτὴν δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν παῖδά μου(:Θα υπερασπιστώ την πόλη αυτή για να τη σώσω εξαιτίας της αγαθότητας και της φιλανθρωπίας μου και για χάρη του δούλου μου του Δαβίδ)» [Ησ. 37,35].
Και τον Σολομώντα επίσης εξαιτίας της εύνοιάς του προς εκείνον δεν τον άφησε να εκπέσει της βασιλείας του, αν και διέπραξε τόσο μεγάλη αμαρτία. Και τόσο μεγάλη υπήρξε η δόξα του ανδρός, ώστε ο Πέτρος μετά από τόσα χρόνια ομιλώντας προς τους Ιουδαίους να λέγει τα εξής: «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παῤῥησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυΐδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης(:Άνδρες αδελφοί, ας μου επιτραπεί να σας πω ελεύθερα για τον πατριάρχη Δαβίδ, ο οποίος είπε την προφητεία αυτή, ότι αυτός και πέθανε και ενταφιάστηκε, και το μνημείο του είναι ανάμεσά μας εδώ στα Ιεροσόλυμα μέχρι σήμερα. Δεν εφαρμόζεται λοιπόν η προφητεία αυτή στον Δαβίδ, που παραμένει νεκρός και θαμμένος μέχρι σήμερα)»[Πράξ.2,29].
Αλλά και ο Χριστός, ομιλώντας προς τους Ιουδαίους, παρουσιάζει αυτόν ότι αξιώθηκε, μετά την αμαρτία του, να λάβει τόση δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ώστε να αξιωθεί να προφητεύσει πάλι και δια τη δική Του θεότητα· και κλείνοντας τα στόματα αυτών εξ αυτού του γεγονότος έλεγε: «Λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;(: Τους λέει: Πώς λοιπόν ο Δαβίδ εμπνεόμενος από το Άγιον Πνεύμα τον ονομάζει Κύριο, όταν λέει˙”Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: Κάθισε στο θρόνο μου στα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω τα πόδια σου”. Αλλά οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ κυρίους τους τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι τους απογόνους τους κυρίους)» [Ματθ.22,43-44]. Και ακριβώς αυτό που συνέβη με τον Μωυσή αυτό συνέβη και με τον Δαβίδ. Διότι όπως ακριβώς τη Μαρία, εν αγνοία του Μωυσή, την τιμώρησε ο Θεός εξαιτίας της ύβρεώς της προς τον αδελφό της, επειδή αγαπούσε πάρα πολύ τον άγιο, έτσι και τον Δαβίδ όταν κινδύνευσε από τον υιό του αμέσως τον βοήθησε, και μάλιστα χωρίς τη θέλησή του.
Είναι λοιπόν αρκετά και αυτά, μάλλον δε αυτά είναι περισσότερο ικανά από τα άλλα-για να δείξουν την αρετή του ανδρός. Διότι όταν ο Θεός αποφασίζει, δεν χρειάζεται πλέον να εξετάζει κανείς το θέμα. Εάν όμως θέλετε να γνωρίσετε και τα επιμέρους της ευσέβειας του Δαβίδ, μπορείτε να εξετάσετε λεπτομερώς την ιστορία που περιγράφει τη ζωή του μετά την αμαρτία του, όπου θα δείτε την παρρησία του προς τον Θεό, την εύνοια του Θεού προς αυτόν, την πρόοδό του στην αρετή και την κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωή του ευσέβειά του [βλ. Α΄, Β΄και Γ΄Βασ. 1-2. Α΄και Β΄Παραλ., Ψαλμούς, Ρουθ].
Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτά τα παραδείγματα, ας διατηρούμε την πνευματική μας διαύγεια και ας προσπαθούμε να μην πέφτουμε στο βάραθρο της αμαρτίας. Εάν όμως ποτέ πέσουμε, να μην παραμένουμε κατάκοιτοι· διότι ούτε σας ανέφερα τα αμαρτήματα του Δαβίδ για να σας κάνω να είστε αδιάφοροι, αλλά για να σας εμβάλω περισσότερο φόβο. Διότι εάν εκείνος ο δίκαιος, επειδή αδιαφόρησε λίγο μονάχα, δέχτηκε τέτοιου είδους τραύματα, τι θα πάθουμε εμείς που καθημερινά αμελούμε; Μην προσέξεις, λοιπόν, μόνο το ότι έπεσε και αδιαφορήσεις, αλλά σκέψου και πόσα έπραξε στη συνέχεια, πόσους θρήνους επέδειξε, πόση μετάνοια, το ότι πρόσθεσε στις ημέρες και τις νύκτες, τις πηγές των δακρύων που έχυσε, το λούσιμο της κλίνης του με τα δάκρυά του, και επιπλέον τον σάκο της μετανοίας που περιεβλήθη. Εάν δε εκείνος είχε ανάγκη από τόσο μεγάλη επιστροφή, πότε θα μπορέσουμε να σωθούμε εμείς, που εξακολουθούμε να είμαστε αναίσθητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που έχει πολλά κατορθώματα, εύκολα θα μπορούσε με αυτά να καλύψει τα αμαρτήματά του, ο γυμνός όμως από έργα αρετής, όπου και αν δεχτεί το βέλος, η πληγή που δέχεται είναι θανατηφόρος.
Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό, ας οπλίσουμε τους εαυτούς μας με αγαθά έργα, και αν συμβεί κάποιο αμάρτημα, ας το αποπλύνουμε, ώστε να αξιωθούμε, αφού ζήσουμε τον παρόντα βίο μας εις δόξαν του Θεού, να απολαύσουμε και τη μέλλουσα ζωή, την οποία είθε να συμβεί να επιτύχουμε όλοι μας, δια της χάριτος και της φιλανθρωπίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΚΣΤ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 170-215.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 38-61.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-7-1995]
(Β319)
Ακούσαμε, αγαπητοί, την ωραία περικοπή του Ματθαίου σήμερα, που ένας εκατόνταρχος ζητά από τον Κύριον την θεραπεία του δεινώς βασανιζομένου δούλου του. Κι αυτός ο εκατόνταρχος βεβαίως δεν ανήκε εις τον λαόν του Θεού. Ήταν Ρωμαίος πολίτης, αξιωματούχος και ειδωλολάτρης. Η στάση του, όμως, έναντι του Κυρίου ήταν στάση αξιοθαύμαστη. Λέγει το ιερό κείμενο ότι: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον».
Και είπε ο Κύριος εκείνον τον θαυμάσιον λόγον, που εξισώνει πλέον τους εθνικούς , δηλαδή τους ειδωλολάτρας, με τον λαόν του Θεού -όσοι φυσικά θα απεδέχοντο το θεανθρώπινον πρόσωπό Του: «Ἀμήν λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Ότι δηλαδή «από τους εθνικούς θα γίνει αποδεκτόν το θεανθρώπινον πρόσωπό Του· ενώ από τους υιούς της βασιλείας, αυτοί που κλήθηκαν πρώτοι να μπουν στην Βασιλεία του Θεού, ο λαός του Θεού, οι Εβραίοι, αυτοί», λέει, «θα εκβληθούν έξω». Και το «ἔξω» δεν είναι παρά, όπως σαφώς εδώ το λέγει ο Κύριος, η κόλασις.
Τι είναι όμως εκείνο που δίδει τόσα προνόμια; Είναι η πίστις. Σε τι πίστις; Στο θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Βλέπει κανείς την στάση του εκατόνταρχου, του στρατιωτικού, έναντι του Κυρίου, στάση πλήρους πίστεως. Και από την άλλη βλέπει την στάση των υιών της Βασιλείας, να λέγουν, οι Εβραίοι, να λέγουν δια τον Κύριον ότι είναι ο άρχων των δαιμονίων, ο σφετεριστής θείων ιδιοτήτων και άξιος, συνεπώς, θανάτου σταυρού και κολάσεως.
Όντως η παρουσία του Χριστού στον κόσμον εδημιούργησε κρίσιν. Κρίση στις ανθρώπινες ψυχές. Και τις χώρισε σε δύο στρατόπεδα. Σε εκείνους που θα πίστευαν και σε εκείνους που δεν θα πίστευαν. Είναι γνωστό ότι έχομε πάρα πολλά σημεία, στοιχεία που μπορούμε να λέμε ότι ο κόσμος χωρίζεται στα δυο. Λέμε: «το ανατολικό και το δυτικό μπλοκ», παράδειγμα. Λέμε: «ο ανατολικός και ο δυτικός πολιτισμός» κ.ο.κ. Αγαπητοί μου, στην πραγματικότητα μόνον ένα πράγμα χωρίζει την ανθρωπότητα. Μόνον ένα. Όλα τα άλλα είναι χωρισμοί κατ’ επίφασιν. Όπως θα χωρίζαμε ένα θέμα μας στο βιβλίο που γράφομε σε κεφάλαια, ενώ τα κεφάλαια έχουν μεταξύ των ενότητα, έτσι κι εδώ, μπορούμε να λέμε τούτο ή εκείνο· στην πραγματικότητα πρόκειται περί ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται, ούτως ή άλλως, μεταξύ των. Διαφοροποιούνται και συνδέονται. Ένα χωρίζει τους ανθρώπους. Η πίστις και η απιστία. Η πίστις στο θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού, η απιστία και η άρνησις του θεανθρώπινου προσώπου του Χριστού. Έτσι αυτή η κρίσις είναι η μεγαλύτερη μέσα στην Ιστορία των ανθρώπων. Γιατί το τέλος της Ιστορίας θα σταθεί ακριβώς πάνω εις αυτήν την κρίσιν. Όταν θα έλθει το τέλος της Ιστορίας, δεν θα σταθούν οι άνθρωποι σαν δυτικοί και ανατολικοί, σαν πολιτισμένοι και απολίτιστοι, σαν λευκοί και μαύροι, αλλά θα σταθούν σαν πιστεύσαντες και μη πιστεύσαντες.
Και εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν, θέλουν να πιστέψουν, είναι εκείνοι που αναζητούν και βρίσκουν τον Ιησούν Χριστόν κι εκείνοι που αναζητά ο Χριστός και τους βρίσκει. Πρόκειται για μια αμοιβαία αναζήτηση και αμοιβαία εύρεση. Και αξίζει να την προσεγγίσουμε. Δεν μας ενδιαφέρει ότι υπάρχει η μερίδα των ανθρώπων που δεν πιστεύει. Γι΄αυτό και ο Απόστολος Παύλος πολλές φορές, όταν καταπιάνεται με ένα τέτοιο θέμα, αγνοεί το τι θα γίνουν παρακάτω οι απιστούντες. Λέει: «Εμείς οι περιλειπόμενοι που θα ζούμε τότε, μαζί με εκείνους οι οποίοι πίστευσαν, ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ὑπάντησιν τοῦ Κυρίου» κ.λπ. Απόστολε Παύλε, οι αμαρτωλοί τι έχουνε γίνει; Δεν μας ενδιαφέρει. Είναι άξιοι της τύχης των. Ναι. Διότι απλούστατα, λυπούμεθα, αλλά είναι άξιοι της τύχης των, διότι απλούστατα είναι το αποτέλεσμα της κακής των προαιρέσεως.
Γι’αυτό εδώ ας μου επιτραπεί να μείνομε ανάμεσα στον Χριστόν και τους πιστούς. Και πρόκειται, όπως σας είπα, για μια αμοιβαία αναζήτηση, αλλά και μία αμοιβαία εύρεση. Εκείνοι που δεν αναζητούν, φυσικά δεν ευρίσκουν. Δεν μας ενδιαφέρει. Κι εκείνους που αναζητά ο Χριστός, αλλά δεν ανταποκρίνονται, συνεπώς κι αυτοί δεν τον ευρίσκουν. Δεν μας ενδιαφέρει. Μη νομιστεί αυτό το «δεν μας ενδιαφέρει» ότι πρόκειται περί ασπλαχνίας. Γιατί τότε πρώτος άσπλαχνος είναι ο Χριστός που παραπέμπει στην κόλαση τους τέτοιους ανθρώπους. Ή καλύτερα, ορθότερα, παραπέμπονται από τον ίδιον τον εαυτόν τους. Ένας μαθητής, όταν μένει στην ίδια τάξη, δεν τον παραπέμπει ο σύλλογος των καθηγητών. Αυτός παραπέμπει τον εαυτόν του στο να μείνει στην ίδια τάξη.
Έτσι λοιπόν ο Θεός αναζητά και βρίσκει. Ο Θεός αναζητά τον άνθρωπο. Είναι ο μεγάλος μαγνήτης που έλκει τα αντίτυπά Του, τις εικόνες Του. Το πρωτότυπον έχει τα αντίτυπα. Και ότι «ὁ Θεός πάντας θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» δεν υπάρχει καμία αντίρρηση. Όλους θέλει ο Θεός να τους σώσει. Ο Θεός προ της πτώσεως είχε κοινωνία με τον άνθρωπο. Διεκόπη όμως η κοινωνία αυτή ένεκα της αμαρτίας των πρωτοπλάστων. Και όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο Θεός έκτοτε δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπον. Τον περιπολούσε. Προσέξτε το ρήμα. Τον περιπολούσε. Και θα πει εις τους κατοίκους των Λύστρων: «Οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν». Ο Θεός. Αγαθοποιών. Δεν αφήκε τον εαυτόν Του χωρίς μαρτυρίαν. «Οὐκ ἀμάρτυρον». Είναι πολύ σημαντικό, πάρα πολύ σημαντικό. Να πει κανείς: «Μα, δεν ξέρω τον Θεό». Ο Θεός δίδει πάντα στην Ιστορία την μαρτυρία της υπάρξεώς Του και της προσωπικότητός Του. Έτσι: «Ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ἡμῖν ὑετούς διδούς καί καιρούς καρποφόρους (:δίδει την βροχή, δίδει τους ευκράτους καιρούς, για να καρποφορήσει η γη) ἐμπιπλῶν τροφῆς καί εὐφροσύνης τάς καρδίας ἡμῶν». «Και γεμίζει, χορταίνει», λέγει, «και δίδει και αγαλλίαση, ευφροσύνη από τα αγαθά της Γης». Και όπως λέγει ένας στίχος των Επιταφίων Εγκωμίων, είναι στο «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ», το ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή: «Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἴνα σώσῃς Ἀδάμ, καὶ ἐν γῇ μὴ εὐρηκώς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις Ἅδου κατελήλυθας ζητῶν». Τι ομορφιά έχει αυτός ο στίχος! «Κατέβηκες στην Γη για να σώσεις τον Αδάμ. Δεν τον βρήκες όμως γιατί είχε πεθάνει». Είχες πει: «Ἐάν παραβῆτε τήν ἐντολή μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». «Δεν τον βρήκες. Είχε πεθάνει. Δεν ησύχασες. Και κατέβηκες στον Άδη, για να πας να τον βρεις». Τι ωραίος στίχος! Αν έτσι έχομε αίσθηση του πράγματος.
Έτσι, λοιπόν, αγαπητοί, δείχνει ότι ο Χριστός φροντίζει, ζητά, ζητά να βρει και να σώσει. Η παραβολή του απολωλότος προβάτου είναι χαρακτηριστική. «Έχασε», λέει, «ένα πρόβατο, είχε εκατό, άφησε τα ενενήντα εννέα και πάει να βρει το ένα». Είναι η ανθρωπότητα. Ακόμα η παραβολή της ακάρπου συκής. «Ἦλθε», λέει, «ζητῶν -ζητῶν!- καρπόν ἐν αὐτῇ καί οὐχ εὗρεν». «Ζητάει καρπό, αλλά δεν τον βρήκε». Είναι βέβαια, αρχικά ο λαός του Ισραήλ. Ζητούσε καρπό. Αλλά δεν βρήκε. Ζητούσε όμως. Στην παραβολή της χαμένης δραχμής. «Καί ζητεῖ», λέει, «ἐπιμελῶς, ἕως ὅτου εὕρῃ». «Και ζητεί», λέει, «επιμελώς, έως ότου εύρει». Μία γυναίκα είχε δέκα δραχμές. Μία την έχασε. Κάπου στο σπίτι μέσα. Άναψε, λέει, λυχνάρι κι άρχισε να ψάχνει. Και την βρήκε την δραχμή την χαμένη. Κοιτάξτε την φρασούλα: «Καί ζητεῖ ἐπιμελῶς –ἐπιμελῶς- ἕως ὅτου εὕρῃ». Είναι ο χαμένος άνθρωπος· που ψάχνει να τον βρει ο Χριστός. Δια του Ησαΐου λέγει: «Ἐμφανής ἐγενήθην, τοῖς ἐμέ ἐπερωτῶσι (:Έγινα φανερός σε εκείνους οι οποίοι δεν με ρωτούσαν) εὑρέθην τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσιν». «Και βρέθηκα μπροστά σε εκείνους οι οποίοι δεν με ζητούσαν». Δηλαδή μία αυτεπάγγελτος πράξις.
Δηλαδή ο Χριστός ζητάει να βρει τον άνθρωπον. «Εἶπα· ἰδού εἰμί ἐν τῷ ἔθνει, οἳ οὐκ ἐκάλεσάν μου τό ὄνομα». «Είπα· Να, είμαι σε εκείνον τον λαό», στους εθνικούς συγκεκριμένα, «στους ειδωλολάτρας συγκεκριμένα πρώτοι εκ των οποίων είμεθα εμείς οι Έλληνες, εκείνοι που δεν με κάλεσαν με τ΄όνομά Μου, εκείνοι να φανερώσω». Και αντιθέτει ο Κύριος: «Ἐξεπέτασα τάς χεῖρας μου ὅλην τήν ἡμέραν πρός λαόν ἀπειθοῦντα καί ἀντιλέγοντα» -ομιλεί δια τους Εβραίους. «Άπλωσα τα χέρια μου…». Όταν ξέρετε, μιλάμε, πολλές φορές, κι έχομε αγανάκτηση , απλώνομε τα χέρια μας. Αυτό θα πει «ἐξεπέτασα τάς χεῖρας μου». Όλη την ημέρα. Κάθε μέρα. Σε έναν λαό που απειθεί και αντιλέγει. Κοιτάξτε αντιπαράθεσις. Γι΄αυτό ο Κύριος αναζητά την πίστη στο θεανθρώπινό πρόσωπό Του, για να δώσει την Βασιλεία Του. Γι΄αυτό εθαύμασε, αγαπητοί μου, εθαύμασε πραγματικά τον εκατόνταρχο για την συμπεριφορά του· που σας είπα, ήταν ειδωλολάτρης.
Έτσι, ερωτά ο Κύριος ως προς το θέμα της πίστεως. Γιατί οι Εβραίοι δεν πίστεψαν. Και να το μυστήριον, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, δύο χιλιάδες χρόνια. Δεν επίστεψαν. Ένα μέρος -αν θέλετε να ολοκληρώσω- ένα μέρος από αυτούς, θα πιστέψουν λίγο πριν από την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αν δείτε τους Εβραίους να αρχίσουν να πιστεύουν ομαδικά, θα πείτε: «Ήλθε το τέλος!». Είναι σημάδι των εσχάτων. Κάποτε ρωτήθηκε ο Κύριος εάν θα έλθει. «Δεν υπάρχει θέμα εκεί», είπε ο Κύριος. «Το πρόβλημα δεν είναι αν θα έλθω ή δεν θα έλθω. Βεβαίως θα έλθω». Το πρόβλημα είναι κάπου αλλού: «Πλήν, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς Γῆς;». «Εγώ θα ‘ρθω. Αλλά θα βρω την πίστη επάνω στη Γη;». Ναι. Ο Κύριος μάς είπε ότι η πίστις… – το θέτει ερωτηματικώς δεν απαντά, αλλά γνωρίζομε από άλλα σημεία ότι δεν θα βρει την πίστιν, παρά μόνον σε έναν μικρό αριθμό χριστιανών. Όπως δεν θα βρει και την αγάπη. Παρά μόνον σε ένα μικρό αριθμό χριστιανών. Γιατί ο Κύρος μας είπε ότι και η αγάπη θα ψυγεί, θα παγώσει. Και ομιλεί φυσικά για τους Χριστιανούς.
Ο Κύριος ομιλεί ακόμα περί μεγάλου πειρασμού εφ’ όλης της γης εις τα έσχατα της Ιστορίας. Το λέγει αυτό εις τον άγγελον της Φιλαδελφείας, δηλαδή εις τον επίσκοπον, εις την Εκκλησίαν της Φιλαδελφείας, μία από τις επτά ιστορικές Εκκλησίες της Μικράς Ασίας. Και λέγει: «Κἀγώ σέ τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπί τῆς οἰκουμένης ὅλης». «Θα σε φυλάξω», λέει. Ξέρετε οι επτά αυτές παραγγελίες στις επτά ιστορικές εκκλησίες, είναι επτά πτυχές της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Και προφανώς αποτείνεται εις το λείμμα, εις το υπόλοιπον. Σε εκείνο το μικρό ποίμνιον που θα σώσει, που θα μείνει σωστό. «Μή φοβοῦ, τό μικρό ποίμνιον», λέει ο Χριστός, «Μη φοβάσαι, ω μικρό ποίμνιον». Είναι κλητική. Δεν είναι ονομαστική, είναι κλητική. «ὅτι εὐδόκησε ὁ Πατήρ δοῦναι ὑμῖν τήν βασιλείαν». «Έτσι, λοιπόν», λέγει, «επειδή ετήρησες τις εντολές μου, τις εφύλαξες, κι Εγώ θα σε φυλάξω από εκείνον τον πειρασμόν που πρόκειται να έλθει σε όλη την οικουμένη» – Προσέξτε: «οικουμένη», «οικουμένη»! – «πειρᾶσαι τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς Γῆς»· που αυτός ο πειρασμός θα θέσει υπό δοκιμασίαν αυτούς που κατοικούν επάνω στη γη.
Ποιος είναι αυτός ο πειρασμός; Ακούσατέ τον ποιος είναι και τρομάξατε. Γιατί έχομε μπει στην περιοχή του πειρασμού αυτού. Κι εμείς οι Έλληνες μάλιστα… Είναι ο πειρασμός ποιος; Η αμφισβήτησις της θεανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Αυτός είναι ο πειρασμός. Το ακούσατε; Η αμφισβήτησις της θεανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. «Ο Χριστός δεν είναι Θεός». Αυτό είναι. Δηλαδή ο διαρκώς υπάρχων, υποβόσκων και αναδεικνυόμενος εις τα έσχατα Αρειανισμός· ο οποίος Αρειανισμός ηρνείτο βεβαίως την θείαν φύσιν του Ιησού Χριστού. Η απιστία στον Χριστό, να το πούμε έτσι απλά. Και το βλέπομε, το βλέπομε, σας είπα, να έρχεται ταχύτατα, αλματωδώς, στην εποχή μας, στην χώρα μας, στον κόσμον όλον. Η Ευρώπη; Προ πολλού, η χριστιανική Ευρώπη. Αρειανίζει. Δεν το λέω εγώ. Ο μακαριστός πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, έγραψε ολόκληρο βιβλίο. Διαβάσατέ το. «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος». Η Ευρώπη; Αρειανίζει. Η Αμερική; Η Αμερική είναι Ευρώπη. Οι ίδιοι κάτοικοι είναι. Οι Έλληνες; Ω, οι Έλληνες… Ανοίξτε, παρακαλώ, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, δεν ξέρω, ανοίξτε, να δείτε τι θα ακούτε κάθε φορά. Να δείτε τι θα ακούτε και να σας πιάνει αγανάκτηση… Κυριολεκτικά. Λοιπόν. Μέσα στον χρόνο στον μεταξύ των δύο παρουσιών του Χριστού, ο Κύριος συνεχώς ζητά να βρει την πίστη. Κι όπου την βρει, την επαινεί. Και την θαυμάζει. Όπως ακριβώς στάθηκε ο Κύριος μπροστά στην πίστη του εκατοντάρχου, που ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
Είναι, όμως, αγαπητοί μου, και η πλευρά του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος τώρα αναζητά τον Χριστόν και Τον βρίσκει. Όταν ο Φίλιππος λέγει εις τον Ναθαναήλ: «Ευρήκαμε τον Μεσσία!». Προφανώς εδώ υπονοείται ότι Τον ανεζήτουν. Γιατί; Πού Τον ανεζήτουν; Όχι βεβαίως εις τους δρόμους και στα βουνά. Εις τις γραφές. Κι εκεί εγνώριζαν πολύ καλά τα χαρακτηριστικά του Μεσσίου. Για διαβάστε Παλαιά Διαθήκη να δείτε. Διαβάστε τον Ησαΐα· όλους τους προφήτες· τον Ησαΐα, να δείτε πόσο κυριολεκτικά και μετά πολλών λεπτομερειών αναφέρεται ο προφήτης και οι προφήται εις τα γνωρίσματα, εις τα χαρακτηριστικά του Μεσσίου. Οι Εβραίοι δεν Τον ανεγνώρισαν. Δεν πρόσεχαν τα χαρακτηριστικά τα εξαγγελόμενα υπό των προφητών. Αλλά ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, φίλοι ήσαν, μελετούσαν κατά τρόπον αμερόληπτον. Όχι μεροληπτικόν, ότι έρχεται ένας Μεσσίας που θα μας απαλλάξει από τους Ρωμαίους και θα τρώμε με χρυσά κουτάλια… Αυτά που πιστεύει σήμερα ο Σιωνισμός. Το ίδιο κλίμα, το ίδιο κλίμα… Και θα γίνομε κοσμοκράτορες, που λέει ο Σιωνισμός. Όχι, όχι, όχι. Θέλομε τον Μεσσία. Με τα χαρακτηριστικά Του εκείνα που βλέπομε στην Αγία Γραφή. Και όταν μίλησε ο Χριστός εις τον Φίλιππον, ο Φίλιππος Τον αναγνώρισε. Αμέσως.
Και πάει και λέει στον Ναθαναήλ: «Βρήκαμε τον Μεσσία». Ποιον; «Ὅν ἔγραψε Μωσής καί οἱ προφῆται». Γιατί αυτούς μελετούσαν. Έτσι λοιπόν σημαίνει ότι δηλαδή «Τον βρήκαμε» σημαίνει Τον ανεζήτουν. Τότε κανείς μόνον βρίσκει όταν αναζητά . Γι’αυτό σημειώνει και ο Παύλος εις τους Αθηναίους – ειδωλολάτραι ήσαν οι Αθηναίοι πρόγονοί μας. «Ζητεῖ τόν Κύριον, εἰ ἄρα γέ ψηλαφήσειεν αὐτόν καί εὔροιεν». Να, ψηλάφησε. Θα τον βρεις. Είναι μέσα μας. Ψηλάφησε. Ψηλάφησε στην κτίσιν και θα τον βρεις. Είναι μέσα μας. Γιατί; Γιατί ο Θεός, δεν άφησε, όπως είπε εις τα Λύστρα, τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς μαρτυρία. «Καί γέ οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα». «Δεν υπάρχει μακριά από τον καθέναν από μας». «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν». Σ’ αυτόν υπάρχομε, σ’ Αυτόν κινούμεθα. Όχι κατά πανθεϊστικόν τρόπον.
Και θα σημειώσει: «Ὡς καί τινες τῶν καθ’ ἡμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι». «Όπως έχουν πει και μερικοί από τους δικούς σας ποιητάς και φιλοσόφους». Και ο αρχαίος κόσμος, ο έξω από τα όρια του Ισραήλ, αναζητούσε τον Κύριον. Και ο Κύριος για να δείξει αυτήν την ανθρωπίνη αναζήτηση και εύρεση, είπε την παραβολή του πολυτίμου μαργαρίτου. «Ὅς εὑρών (εκείνος ο άνθρωπος, λέει) ἕναν πολύτιμον μαργαρίτην, ἀπελθών πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καί ἠγόρασε αὐτόν». «Όσα είχε τα πούλησε για να αγοράσει αυτόν τον μαργαρίτην». Τι επούλησε; Καλός είναι ο πολιτισμός αλλά εάν με απομακρύνει από τον Χριστόν… γιατί από ένα όριο και πέρα στρέφεται εναντίον του ανθρώπου ο πολιτισμός, περιττόν να σας το εξηγήσω περισσότερο, τον ξεπουλώ, για να αγοράσω τον πολύτιμον μαργαρίτη. Και ό,τι άλλο, ό,τι άλλο… Ομοίως και η παραβολή του κρυμμένου θησαυρού. Βρήκε, λέει, έναν θησαυρό σε ένα χωράφι. Μαζεύει τις οικονομίες του, αγοράζει τον αγρόν, για να έχει τον θησαυρό. Είναι η Γραφή, είναι η Γραφή· κι εκεί μέσα θα βρεις τον θησαυρόν. Αυτές οι δυο παραβολές του πολυτίμου μαργαρίτου και του κρυμμένου θησαυρού, δείχνουν ότι είναι Αυτός ο Χριστός, ο πολύτιμος μαργαρίτης. Γι΄αυτό ο Κύριος συνιστά έντονα και λέγει: «Ζητεῖτε καί εὑρήσετε (:και θα βρείτε)». «Ὁ ζητῶν -λέει αλλού- εὑρίσκει». «Αυτός ο οποίος ζητάει, βρίσκει».
Αγαπητοί, πρόβλημα δεν υφίσταται αν θα αναζητήσομε τον Κύριον διά να Τον βρούμε. Πρόβλημα εκεί δεν υπάρχει. Το πρόβλημα υφίσταται στο αν υπάρχει η αναζήτησις. Και ερωτούμε: Σήμερα αναζητούμε τον Κύριον; Βέβαια κάποιοι άνθρωποι Τον αναζητούν και δεν θα παύσουν να Τον αναζητούν. Και βέβαια Τον βρίσκουν. Αλλά είναι οι ολίγοι. Οι πολλοί Τον αναζητούν στα υποκατάστατα. Γι΄αυτό υπάρχει και το πλήθος των αιρέσεων και των ανατολικών θρησκειών, που βρίσκουν απήχηση στους Χριστιανούς μας. Ξέρετε ποιο είναι το έσχατον υποκατάστατον αναζητήσεως του Χριστού και της μακαριότητος; Τα ναρκωτικά! Επειδή δεν βρίσκουν τον Χριστόν ή δεν θέλουν να Τον βρουν, πηγαίνουν στα υποκατάστατα. Είναι λυπηρό. Να αναζητούμε τον Χριστό εκεί που δεν υπάρχει. Γι΄αυτό ο Ψαλμωδός με μελαγχολικό τρόπο γράφει: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν (:έσκυψε από τον ουρανό) ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν (:να δει) εἰ ἔστι συνιῶν ἤ ἐκζητῶν τόν Θεόν (:Ποιος είναι φρόνιμος και ποιος αναζητά τον Κύριον;)». Και συμπληρώνει μελαγχολικά: «Πάντες ἐξέκλιναν(:όλοι στραβολόξυσαν) ἅμα ἠχρειώθησαν (:έγιναν αχρείοι) οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Κανείς! Και δεν αναζητούμε τον αληθινόν Κύριον Ιησούν Χριστόν, επειδή εξεκλίναμε. Δηλαδή απομακρυνθήκαμε. Όπως είπαμε, λοξοδρομήσαμε. Επειδή γινήκαμε αχρείοι. Το ήθος μας έγινε αχρείον. Επειδή δεν ποιούμε χρηστότητα. Δεν ασκούμε την αρετή. Είναι η εποχή μας φοβερή εποχή. Γκρεμίζει τα πάντα. Γι΄αυτό επιτρέπει ο Κύριος για τιμωρία μας να πλανώμεθα.
Τι χρειάζεται; Ταπείνωσις και αυτογνωσία. Όπως και ο εκατόνταρχος που είπε: «Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς». Και προσθέτει με πίστη: «Ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου». Και όταν υπάρχει ταπείνωσις και η αυτογνωσία, τότε έρχεται και η θεολογία. Και η θεολογία είναι να ζητήσεις και να βρεις τον Θεόν Λόγον. Αφού πρώτα Εκείνος σε ανεζήτησε. Και Τον βρίσκεις και σε βρίσκει. Και Τον θαυμάζεις και σε θαυμάζει. Όπως τότε ο Κύριος εθαύμασε τον εκατόνταρχον.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_644.mp3
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μεγάλη ταπείνωση, πραότητα, ὑποταγῆ καὶ ὑπακοὴ στὸ Θεό, πῶς μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ἕνας ἄπιστος κι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ὅταν κι ὁ δίκαιος «μόλις σώζεται» (Ἀπέτρ. δ’ 18); Τὸ νερὸ δὲ μαζεύεται στὰ ψηλὰ κι ἀπόκρημνα βουνά, ἀλλὰ σὲ χαμηλά, ἐπίπεδα καὶ βαθιὰ μέρη. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν κατοικεῖ στοὺς ὑπερήφανους, ποῦ κομπάζουν καὶ ἀντιτίθενται στὸ Θεό, ἀλλὰ στοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς πράους, ποὺ ἡ καρδιά τους εἶναι ταπεινωμένη κι εἰρηνική, ποὺ εἶναι ὑποταγμένοι στὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ κι ὑπάκουοι στὸ θέλημά Του.
Ὅταν κάποια ἀρρώστια προσβάλλει ἕνα κλίμα ποὺ ἔχει φυτέψει ὁ οἰκοδεσπότης καὶ τὸ φροντίζει προσεκτικὰ γιὰ χρόνο πολύ, τὸ κόβει καὶ τὸ καίει καί στὴ θέση του φυτεύει ἕνα ἀγριόκλημα. Ὅταν οἱ γιοὶ ξεχνοῦν τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα τους κι ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του, τί θὰ τοὺς κάνει; Θ’ ἀπομακρύνει τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ στὴ θέση τους θὰ προσλάβει μισθωτούς.
Ὅπως συμβαίνει στὴ φύση, ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Λένε οἱ ἄπιστοι: Ἔτσι γίνεται σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων. Οἱ πιστοὶ ὅμως δὲ μιλᾶνε ἔτσι. Ἐκεῖνοι τραβοῦν τὸ παραπέτασμα τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἀνθρώπινων νόμων, ἀτενίζουν μὲ φλογερὰ μάτια τὸ μυστήριο τῆς αἰώνιας ἐλευθερίας καὶ μιλοῦν διαφορετικά. Λένε: “Ἔτσι γίνεται μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὸ καλό μας. Ὁ Θεὸς τὰ γράφει αὐτὰ μὲ τὸ χέρι Του. Ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ διαβάζουν αὐτὰ ποὺ χαράζει ὁ Θεὸς μὲ φωτιὰ καὶ πνεῦμα τόσο στὴ φύση ὅσο καὶ στοὺς ἀνθρώπους, μόνο αὐτοὶ θὰ καταλάβουν τὴ σημασία τους. Ἐκεῖνοι ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια τους ἡ φύση κι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἀνακατεύονται ὅπως ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ γράμματα, χωρὶς πνεῦμα καὶ νόημα, λένε πῶς ὅλα εἶναι «τυχαία». «Ὅλα ὅσα βλέπουμε γύρῳ,γύρω μας, λένε, ἔγιναν τυχαῖα». Μὲ αὐτὸ ἐννοοῦν πῶς ὅλος αὐτὸς ὁ σωρὸς μὲ τὰ γράμματα κινεῖται καὶ ἀνακατεύεται ἀπὸ μόνος του, κι ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνόητη μίξη προκύπτει τὸ ἕνα γεγονὸς ἢ τὸ ἄλλο. Ἄν ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος, θὰ γελοῦσε μ’ αὐτοὺς τοὺς ἑρμηνευτὲς τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάποιος ποὺ γελάει καὶ χαίρεται μὲ τὴν ἀνοησία αὐτοῦ τοῦ συλλογισμοῦ: τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἔλεος οὔτε συμπάθεια πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ὅταν μιὰ χήνα περιπλανιέται σ’ ἕναν πολύχρωμο τάπητα ποὺ εἶναι ἁπλωμένος σὲ λιβάδι, ἴσως σκεφτεῖ πῶς όλ’ αὐτὰ τὰ σχέδια καὶ τὰ χρώματα τοῦ τάπητα βρέθηκαν ἐκεῖ τυχαία, πῶς ὁ τάπητας ξεπήδησε ξαφνικὰ ἀπό τη γῆ, ὅπως τὸ γρασίδι – κατὰ τὸ σκεπτικὸ τῆς χήνας. Ἡ ὑφάντρα ὅμως, ποῦ ὕφανε καὶ ἔβαψε τὸν τάπητα, γνωρίζει πῶς δὲ βρέθηκε τυχαῖα ἐκεῖ. Ξέρει τί σημαίνει κάθε λεπτομέρεια τοῦ σχεδίου καὶ τῶν χρωμάτων, γιατί τὰ σχέδια καὶ τὰ χρώματα παρουσιάζονται μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουν συνδυαστεῖ. Μόνο ἡ ὑφάντρα μπορεῖ νὰ διαβάσει καὶ νὰ ἐξηγήσει τὸν τάπητα, ἐκείνη ποῦ τὸν ὕφανε μὲ τὸ χέρι της, καθὼς κι ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους τὸ διηγεῖται. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ ἄπιστοι. Περιφέρονται γύρω ἀπὸ τὸν πανέμορφο τάπητα τοῦ κόσμου καὶ λένε πῶς ὅλα ἔγιναν «τυχαῖα». Ὁ Θεὸς μόνο, ποῦ ὕφανε αὐτὸν τὸν κόσμο, γνωρίζει τὴ σημασία ποὺ ἔχει κάθε κλωστὴ στὸ στημόνι καὶ στὸ ὑφάδι, καθὼς καὶ κεῖνοι στοὺς ὁποίους Ἐκεῖνος τὸ ἀποκαλύπτει.
Ὁ Ἠσαΐας εἶδε καὶ ἔγραψε: «Κύριος Ὕψιστος ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος καὶ ὀλιγοψύχοις διδοὺς μακροθυμίαν καὶ διδοὺς ζωῆς τους συντετριμμένοις τὴν καρδίαν» (Ἠσ. νζ’ 15). Ὁ Θεὸς βρίσκεται στὴ γῆ ἀνάμεσα σὲ κείνους ποὺ ἔχουν καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς σ’ ἐκείνους στοὺς ὁποίους «ἐνοικεῖ». Σ’ αὐτοὺς ἐξηγεῖ τὰ πνευματικὰ βάθη ὅλων ἐκείνων ποὺ ὁ ἴδιος ἔγραψε μέσα ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὰ γεγονότα. Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μωυσῆς κι ὁ Δαβὶδ εἶχαν συντετριμμένη καρδιά, ταπεινὸ πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς κατοικοῦσε μέσα τους καὶ ὑποσχέθηκε πῶς θὰ εἶναι μαζί τους καὶ μὲ τοὺς ἀπογόνους τους, ἐφόσον ἐκεῖνοι ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν συντετριμμένη καρδιὰ καὶ ταπεινὸ πνεῦμα. Ὅταν ὅμως ἡ συχνὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεὸ κάνει κάποιον ἄνθρωπο ὑπερήφανο, τότε ἐκεῖνος βλάπτεται περισσότερο ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲ γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ δὲν εἶχαν ἐπαφῆ μαζί Του.
Τὸ καλλίτερο καὶ σαφέστερο παράδειγμα σ’ αὐτὸ τὸ θέμα μας τὸ δίνουν οἱ Ἰσραηλῖτες. Ἠταν ἀπόγονοι τῶν μεγάλων καὶ θεαρέστων προπατόρων ποὺ προαναφέραμε. Ἡ ἐπαφή τους ὅμως μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τοὺς δημιούργησε οἴηση. Ἔτσι τὸ ἔθνος αὐτὸ ἄρχισε νὰ βλέπει ὅλα τ’ ἄλλα ἔθνη μὲ περιφρόνηση, σὰ νὰ ‘τὰν σκύβαλα πεταμένα. Μὲ τὴ συμπεριφορά τους αὐτὴ ὅμως προκάλεσαν τὴ δική τους καταστροφή. Ἡ ὑπερηφάνεια τοὺς τύφλωσε τόσο πολύ, ὥστε τὸ μόνο ποὺ κράτησαν ἀπ’ ὅλα ὅσα τοὺς ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἄλλους δίκαιους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦταν πῶς αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν περιούσιο. Τὸ πνεῦμα καὶ τὸ νόημα τῆς ἀρχαίας ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτοὺς εἶχε ὁλότελα χαθεῖ. Ἡ Ἁγία Γραφὴ χόρευε μπροστὰ στὰ μάτια τους σὰν ἕνα συνοθύλευμα μὲ ἀκατανόητα γράμματα. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο μὲ μιὰ νέα ἀποκάλυψη, ἐκεῖνοι μὲ τὴν τυφλότητά τους ἀγνοοῦσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶχαν φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῶν εἰδωλολατρῶν. Μὲ τὴ σκοτισμένη πνευματική τους ὅραση καὶ τὴν τραχύτητα τῆς καρδιᾶς τους, εἶχαν καταντήσει πολὺ χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ἀποδείχνει τὴν ἀλήθεια αὐτῶν ποὺ εἴπαμε παραπάνω. Μᾶς περιγράφει ἕνα γεγονὸς ποὺ μᾶς δείχνει πῶς κάποιοι ἄνθρωποι εἶναι ὑγιεῖς ἀνάμεσα στοὺς ἀσθενεῖς κι ἄλλοι εἶναι ἄρρωστοι ἀνάμεσα στοὺς ὑγιεῖς. Πῶς ὑπάρχει πίστη ἀνάμεσα στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἀπιστία ἀνάμεσα σὲ κείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς πίστης τους, κομπάζουν ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ γράφτηκε σὰν μιὰ διδαχὴ γιὰ ὅλες τίς ἐποχὲς καὶ γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ ἐφαρμόζεται καί σε μᾶς μέχρι σήμερα. Ἡ διδαχὴ αὐτὴ εἶναι τόσο ὀξεῖα, ὅσο καὶ τὸ ξίφος τῶν χερουβίμ, καθαρὴ σὰν τὸν ἥλιο, φρέσκια κι ἀναπάντεχη ὅπως τὰ λουλούδια τοῦ ἀγροῦ. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς δημιουργήσει δέος μὲ τὴν ὀξύτητά της, νὰ μᾶς φωτίσει μὲ τὴν καθαρότητά της καὶ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ νάρκωση κι ἀδράνειά μας. Κυρίως ὅμως καταγράφηκε γιὰ νὰ προειδοποιήσει ὅλους ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴν ξεχαστοῦμε καὶ πέσουμε στὴν οἴηση ἐπειδὴ ἐκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε στὸ Θεὸ καὶ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό. Γιατί τότε στὴν τελικὴ Κρίση τοῦ Θεοῦ θὰ συναντήσουμε μπροστά μας ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τήν ‘Ἐκκλησία, ἄλλ’ ἔχουν μεγαλύτερη πίστη καὶ περισσότερα καλὰ ἔργα.
«Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτὸ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων: Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος» (Ματθ. ἡ’ 5,6). Ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν ἀξιωματικὸς στὰ στρατόπεδα τῆς Καπερναούμ, ποὺ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία πόλη στὰ παράλια τῆς Γαλιλαίας. Δὲν ξέρουμε, ἀλλ’ ἔχει καὶ δευτερεύουσα σημασία, ἂν ὑπαγόταν ἀπ’ εὐθείας στὴ Ρώμη ἢ βρισκόταν στὴν ἐξουσία τοῦ Ἡρώδη Ἀντίπα, μᾶλλον ὅμως ἀναφερόταν ἀπ’ εὐθείας στὴ Ρώμη. Αὐτὸ ποὺ ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε εἶναι ὅτι ἦταν εἰδωλολάτρης, ὄχι Ἰουδαῖος. Εἶναι ὁ πρῶτος Ρωμαῖος ἀξιωματικὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο ὅτι πίστεψε στὸ Χριστό. Δεύτερος ἦταν ὁ ἑκατόνταρχος ποὺ βρισκόταν σὲ ὑπηρεσία στὴ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος ποὺ σὰν εἶδε τὰ ὑπερφυσικὰ φαινόμενα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος παρέδιδε τὸ πνεῦμα Του, ἀναφώνησε: «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἢν οὗτος» (Ματθ. κζ’ 54). Μετὰ ἀναφέρεται κι ὁ ἑκατόνταρχος Κορνήλιος στὴν Καισάρεια, ἐκεῖνος ποῦ τὸν βάφτισε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Πράξ. κεφ. ι). Ἄν κι οἱ ἀξιωματικοὶ αὐτοὶ ἦταν εἰδωλολάτρες, γνώρισαν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πίστεψαν σ’ Αὐτὸν πιὸ γρήγορα ἀπὸ τίς ὀρδὲς τῶν σοφῶν ἀλλὰ τυφλῶν Ἰουδαίων γραμματέων.
Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Ὁ «παῖς» του ἑκατόνταρχον πρέπει νὰ ἦταν δοῦλος του. Κι ὁ ὑψηλόβαθμος ἀξιωματικός, ὁ ἑκατόνταρχος, μίλησε σὰν ἁπλὸς στρατιώτης ποὺ ζητάει βοήθεια. Ἡ παράλυση εἶναι τρομερὴ πάθηση. Ὁ νεαρὸς στρατιώτης βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, ὅπως διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Καὶ φαίνεται πῶς ὁ ἑκατόνταρχος τὸν ἀγαποῦσε πολύ. Ἔτσι μόλις ἄκουσε πῶς ὁ Χριστὸς ἔφτανε στὴν Καπερναούμ, ξεκίνησε νὰ πάει νά τον συναντήσει καὶ νὰ τοῦ ζητήσει βοήθεια γιὰ τὸν ἀγαπημένο του δοῦλο. Ὁ Ὅποιος διαβάζει τὸ περιστατικὸ αὐτὸ στοὺς δύο εὐαγγελιστές, το Ματθαῖο καί το Λουκᾶ, θὰ σχηματίσει τὴν ἐντύπωση πῶς οἱ δυὸ ἀφηγητὲς διαφωνοῦν μεταξύ τους. Ὁ Ματθαῖος γράφει πῶς ὁ ἑκατόνταρχος πλησίασε ὁ ἴδιος τὸ Χριστὸ καὶ τοῦ παρουσίασε τὸ αἴτημά του. Ὁ Λουκᾶς γράφει πῶς ὁ ἑκατόνταρχος πρῶτα ἔστειλε τοὺς Ἰουδαίους πρεσβυτέρους γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ βοηθήσει τὸ δοῦλο του. Μετά, ὅταν ὁ Κύριος πλησίαζε στὸ σπίτι του, ἔστειλε τοὺς φίλους του νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ μὴν πάει στὸ σπίτι του, ἐπειδὴ ἐκεῖνος (ὁ ἑκατόνταρχος) ἦταν ἁμαρτωλός. Ἔφτανε νὰ πεῖ ἕνα λόγο ὁ Κύριος κι ὁ δοῦλος του θὰ γινόταν καλά. «Ἀλλὰ μόνον εἶπε λόγῳ καὶ ιαθήσεται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’ 8).
Εἶναι ἀλήθεια πῶς ἀνάμεσα στὶς δυὸ διηγήσεις ὑπάρχει μιὰ διαφορά, ἀλλ’ ὄχι ἀντίφαση. Ἡ διαφορὰ συνίσταται στὸ ὅτι ὁ Ματθαῖος παραλείπει τοὺς δυὸ ἀγγελιαφόρους ποὺ ἔστειλε ἀρχικὰ ὁ ἑκατόνταρχος στὸν Κύριο, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἑκατόνταρχος, παρὰ τὴν ταπείνωση ποὺ ἔνιωθε μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, πῆγε νὰ τὸν συναντήσει. Ἡ ὄμορφη καὶ ἀμοιβαία αὐτὴ φιλοφρόνηση ποὺ ἔχουν οἱ δυὸ εὐαγγελιστές, ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, δημιουργεῖ θαυμασμὸ καὶ χαρὰ στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Ἄν, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅλα τὰ γεγονότα εἶχαν καταγραφεῖ μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, ὁ καθένας θὰ σκεφτόταν πῶς ὁ ἕνας ἀντιγράφει τὸν ἄλλον. Τί χρειάζονταν τότε τέσσερις εὐαγγελιστὲς καὶ τέσσερα εὐαγγέλια; Σὲ ὅλα τὰ δικαστήρια στὴ γῆ ἢ μαρτυρία δύο μαρτύρων ἀπαιτεῖται γιὰ ν’ ἀποδειχτεῖ ἕνα γεγονός, νὰ γίνει πιστευτό. Ὁ Θεός μας ἔδωσε δυὸ φορὲς τὴ διπλὴ μαρτυρία μὲ τοὺς τέσσερις εὐαγγελιστές, ὥστε ὅσοι ἐπιδιώκουν τὴ σωτηρία τους νὰ πιστέψουν ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ εὔκολα καὶ πιὸ γρήγορα, ἀλλὰ καὶ ὅσοι δὲν πιστέψουν καὶ ὁδεύουν πρὸς τὴν ἀπώλεια νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι. Ὁ Θεός μας ἔδωσε τοὺς τέσσερις εὐαγγελιστὲς ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ὅλη τὴ σοφία Του γιὰ τὴ σωτηρία μας στὸ ἕνα μόνο εὐαγγέλιο. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ δοῦμε τὴν ἀμοιβαία φιλοφρόνησή τους καὶ νὰ μάθουμε ἀπ’ αὐτὸ πῶς πρέπει νὰ κάνουμε κι τὸ ἴδιο στὴ ζωή μας, ἀνάλογα μὲ τὰ διαφοροποιημένα πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν καθένα μας, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς Σώματος ποὺ εἴμαστε. Ἔτσι πρέπει νὰ βοηθᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀνάλογα μὲ τίς δυνάμεις καὶ τίς ἱκανότητές μας.
Ἔχοντας μπροστά μας τίς δύο διηγήσεις, μποροῦμε νὰ βγάλουμε ἀκριβῆ συμπεράσματα καὶ νὰ καθαρίσει ἡ εἰκόνα τοῦ γεγονότος ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἀκούοντας γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ αἰσθανόμενος τὴν ἀνθρώπινη ἀμαρτωλότητα κι ἀναξιότητά του, ὁ ἑκατόνταρχος ζήτησε πρῶτα ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων νὰ πᾶνε ἐκεῖνοι στὸν Κύριο καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ πάει στὸ σπίτι του. Δὲν ἦταν καθόλου σίγουρος πῶς ὁ Κύριος θὰ “θελε νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ. Ἴσως νὰ σκεφτόταν: «Ἐγὼ εἶμαι εἰδωλολάτρης κι ἁμαρτωλός. Ἐκεῖνος εἶναι διορατικός. Μὲ τὸ ποὺ θ’ ἀκούσει τὸ ὄνομά μου θὰ καταλάβει ἀμέσως πῶς εἶμαι ἁμαρτωλός. Ποιός ξέρει τότε ἂν θὰ θελήσει νὰ ἔρθει στὸ σπίτι μου; Εἶναι καλύτερα νά στείλω τοὺς Ἰουδαίους κι ἂν ἀρνηθεῖ, ἡ ἄρνηση θὰ εἶναι σ’ αὐτούς, ἂν δεχτεί…θα δοῦμε». Ὅταν διαπίστωσε πῶς ὁ Κύριος δέχτηκε, τὰ ‘χασε, βρέθηκε σὲ μεγάλη ἀμηχανία. Τότε ἔστειλε τοὺς φίλους του νὰ ποῦν στὸ Χριστὸ νὰ μὴν ἔρθει στὸ σπίτι του, γιατί ἦταν ἀμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος. Ἔφτανε μόνο νὰ πεὶ ἕνα λόγο κι ὁ δοῦλος του θὰ γινόταν καλά.
Μέ το ποὺ ἔφτασαν οἱ δοῦλοι του ὅμως στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ μήνυμα τοῦ ἐκατόνταρχου, ἔφτασε κι ὁ ἑκατόνταρχος. Ἠταν τόσο θλιμμένος, ποὺ δὲν ἄντεχε νὰ μείνει στὸ σπίτι του. Νὰ ἐρχόταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ σπίτι τοῦ; “Ὄχι, ὄχι. Οἱ φίλοι του δὲν ἤξεραν ἀκόμα ποιός ἦταν ὁ Κύριος. Ὅσο γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ὁ ἑκατόνταρχος θὰ εἶχε μάθει ἀπὸ πρὶν πῶς μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς λειτουργοῦσαν ἀνταγωνιστικὰ στὸ Χριστό, δὲν πίστευαν σ’ Αὐτόν. “Ἔτσι ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει ὁ ἴδιος, ἀφοῦ τώρα ἤξερε πῶς δὲ θ’ ἀρνιόταν κι ἑπομένως δὲ θὰ τὸν ταπείνωνε μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ ἦταν καὶ ἀξιωματικός.
Εἶναι ἀλήθεια πῶς οἱ Ἰουδαῖοι μίλησαν μὲ καλὰ λόγια στὸ Χριστὸ γιὰ τὸν ἑκατόνταρχο. «Ἄξιὸς ἔστιν ὦ παρέξει τοῦτο. ἀγαπᾶ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ώκοδόμησεν ἡμῖν» (Λουκ. ζ’ 4-5). “Ὅλα ὅσα κι ἂν εἶπαν ὅμως δὲν ἀγγίζουν τὴν οὐσία τοῦ θέματος. Πρόβαλαν τὴν καλοσύνη του ἐκατόνταρχου γιὰ δικό τους ὄφελος. Ἀγαπᾶ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, εἶπαν. Ἄλλοι Ρωμαῖοι ἀξιωματικοὶ κι ἀξιωματοῦχοι περιφρονοῦσαν τοὺς Ἰουδαίους, αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀγαποῦσε. Καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. Ἦταν σὰ νά ‘λεγαν δηλαδή: Αὐτὸς ξοδεύει τὰ δικά του χρήματα καὶ μεις γλιτώνουμε τὰ δικά μας. Μᾶς οἰκοδόμησε ἕναν οἶκο προσευχῆς ποὺ τὸν εἴχαμε ἀνάγκη, ἀλλιῶς θ’ ἀναγκαζόμασταν νὰ τὸν οἰκοδομήσουμε καὶ νὰ τὸν πληρώσουμε μόνοι μας». Τὰ εἶπαν όλ’ αὐτὰ σὰ ν’ ἀπευθύνονταν στὸν Καϊάφα, ὄχι στὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς ἔδωσε καμιὰ ἀπάντηση σ’ αὐτά, ἔμεινε σιωπηλὸς καὶ ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. Τότε οἱ φίλοι του ἐκατόνταρχου πῆγαν νὰ συναντήσουν τὸ Χριστὸ καὶ στὸ τέλος πῆγε κι ὁ ἴδιος ὁ ἑκατόνταρχος.
Ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος βρέθηκε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ Χριστό, ἔπρεπε βέβαια νὰ τοῦ ἐξηγήσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ὅλο τὸ πρόβλημα, ἂν κι ὁ Χριστὸς εἶχε ἤδη πληροφορηθεῖ γι’ αὐτό. «Καὶ λέει αὐτὸ καὶ Ἰησοῦς: ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν» (Ματθ. ἡ’ 5). Προσέξτε πῶς μιλάει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐξουσία καὶ δύναμη! Δὲν εἶπε «θὰ δοῦμε», οὔτε τὸν ρώτησε ὅπως ἔκανε μὲ ἄλλους: «Πιστεύεις πῶς μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό;» Ἔβλεπε ἤδη στὴν καρδιὰ τοῦ ἐκατόνταρχου τὴν πίστη του. Ἔτσι εἶπε ἀποφασιστικά, μ’ ἕναν τρόπο ποὺ κανένας γιατρὸς δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει: Ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν.
Ὁ Κύριος μίλησε σκόπιμα μὲ τέτοια ἀποφασιστικότητα, γιὰ νὰ προκαλέσει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἐκατόνταρχου τὴν ἀπάντηση μπροστὰ στοὺς Ἰουδαίους. Ὅταν ὁ Θεὸς ἐπιτελεῖ ἕνα ἔργο, τὸ κάνει μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴν ὑπηρετεῖ μιὰ μόνο περιοχή, ἀλλὰ πολλές. Ὁ Κύριος ἤθελε τὸ γεγονὸς αὐτὸ νὰ ὠφελήσει πολλούς: νὰ θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο, ν’ ἀποκαλύψει τὴ μεγάλη πίστη τοῦ ἐκατόνταρχου, νὰ ἐπιτιμήσει τοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὴν ἀπιστία τους καὶ νὰ κάνει μιᾷ μεγάλῃ προφητείᾳ γιὰ τὴ βασιλεία Του: νὰ μιλήσει δηλαδὴ γιὰ κείνους ποὺ νομίζουν πῶς εἶναι ἄξιοι νὰ μποῦν στὴ βασιλεία Του, ποὺ οὐδέποτε θὰ μποῦν, καθὼς καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ ἐλπίδα, ἀλλὰ τελικὰ θὰ μποῦν.
«Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη: Κύριε, οὐκ εἰμι ἱκανὸς νὰ μοῦ ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης: ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’ 8). Τί τεράστια διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ φλογερὴ αὐτὴ πίστη καὶ τὴν ψυχρή, νομικίστικη πίστη τῶν Φαρισαίων! Ἡ πίστη τοῦ ἐκατόνταρχου μοιάζει μὲ φωτιὰ ποὺ καίει, ἐνῶ τῶν Φαρισαίων ἡ πίστη εἶναι σὰν εἰκόνα τῆς φωτιᾶς. Ὅταν κάποιος Φαρισαῖος κάλεσε στὸ σπίτι του τὸ Χριστὸ γιὰ δεῖπνο, μὲ τὴ νομικίστικη νοοτροπία του σκέφτηκε πῶς, μὲ τὸ νὰ τὸν καλέσει στὸ σπίτι του, τιμοῦσε πολὺ τὸ Χριστό. Δὲ διανοήθηκε καθόλου πῶς ὁ Χριστὸς τιμοῦσε αὐτὸν καὶ τὸ σπίτι του μὲ τὴν ἐπίσκεψή Του. Μέ την ἀλαζονεία καὶ τὴν ὑπέρμετρη ὑπερηφάνειά του, ὁ Φαρισαῖος ἀμέλησε ἀκόμα καὶ τίς συνηθισμένες φιλοφρονήσεις καὶ τίς πράξεις φιλοξενίας, δηλαδὴ δὲν ἔφερε νερὸ στὸ φιλοξενούμενο γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια Του, δὲν τὸν ὑποδέχτηκε μὲ ἐναγκαλισμὸ οὔτε καὶ ἔχρισε τὸ κεφάλι Του μὲ μύρο (βλ. Λουκ. ζ’ 44-46).
Προσέξτε τώρα πόσο ταπεινὸς ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης αὐτός, πόσο συντετριμμένος στάθηκε μπροστὰ στὸν Κύριο, ἂν καὶ δὲν εἶχε διαβάσει το νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες. Εἶχε μόνο τὸν κοινὸ νοῦ, τὸ μοναδικὸ φῶς γιὰ νὰ διακρίνει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα, τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Ἤξερε πῶς ὁποιοσδήποτε ἄλλος κάτοικος τῆς Καπερναοὺμ θὰ τὸ λογάριαζε μεγάλη τιμὴ νὰ δεχτεῖ τὸν ἑκατόνταρχο στὸ σπίτι του. Στὸ Χριστὸ ὅμως καὶ ἑκατόνταρχος δὲν ἔβλεπε ἕνα συνηθισμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: οὐκ εἶμι ἱκανὸς νὰ μοῦ ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης.
Τί μεγάλη, τί ὑπέροχη πίστη στὸ Χριστὸ καὶ τὴ δύναμή Τοῦ! Μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἡ ἀρρώστια θὰ ξεπεραστεῖ, ὁ δοῦλος μου θὰ γίνει καλά. Οὔτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος δὲν μποροῦσε, γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, νὰ φτάσει σὲ τόσο μεγάλη πίστη. Στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ ἑκατόνταρχος ἔνιωσε τὴν παρουσία, τὸ πῦρ καὶ τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ἔπρεπε νὰ μπεῖ τόσο μεγάλη φωτιὰ στὸ σπίτι του, ὅταν καὶ μιὰ σπίθα θὰ ἦταν ἀρκετή; Γιατί νὰ βάλει ὁλόκληρο τὸν ἥλιο στὸ σπίτι του, ὅταν ἀρκοῦσε καὶ μιὰ μόνο ἀκτῖνα του; Ἄν ὁ ἑκατόνταρχος γνώριζε τίς Γραφές, ὅπως ἐμεῖς σήμερα, ἴσως νὰ ἔλεγε στὸ Χριστό: «Ἐσύ, ποὺ μόνο μὲ τὸ λόγο Σου δημιούργησες τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖς μ’ ἕνα Σου λόγο νὰ θεραπεύσεις τὸν ἄρρωστο. Μιὰ μόνο λέξη Σου εἶναι ἀρκετή, γιατί εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴ φωτιά, πιὸ λαμπερὴ ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἥλιου. Μόνον εἶπε λόγῳ! Πόση ντροπὴ πρέπει νὰ προξενήσει σὲ πολλοὺς ἀπὸ μᾶς σήμερα ἡ μεγάλη αὐτὴ πίστη, σὲ μᾶς ποὺ γνωρίζουμε τίς Γραφές, ἀλλὰ ἡ πίστη μας εἶναι ἑκατὸ φορὲς μικρότερη!
Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν τέλειωσε μὲ τὰ λόγια αὐτά. Συνέχισε γιὰ νὰ ἐξηγήσει ποὺ στήριζε τόσο πολὺ τὴν πίστη του στὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ: «Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπος εἶμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῶν δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ» (Ματθ. ἡ’ 9).
Τί ἦταν ὁ ἑκατόνταρχος; Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε στὴν ἐξουσία του ἑκατὸ στρατιῶτες καὶ ὑπῆρχαν ἄλλοι ἑκατὸ ποὺ τὸν ἐξουσίαζαν. Ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία του ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν υπακούν. Ὅταν λοιπὸν αὐτός, ποὺ εἶχε καὶ ἀνωτέρους νὰ τὸν ἐξουσιάζουν, ἀλλὰ ποὺ εἶχε κι ὁ ἴδιος μικρότερη ἐξουσία, μποροῦσε νὰ δίνει διαταγὲς στοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς δούλους του, πόση μεγαλύτερη ἐξουσία εἶχε ὁ Χριστός, ποῦ δὲν ἐξουσιάζεται ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἢ ὑπέρτατη ἐξουσία στὴ φύση καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ὅταν τόσοι ἄνθρωποι ὑποτάσσονται στὴν ἀδύναμη φωνὴ τοῦ ἑκατοντάρχου, πῶς νὰ μὴν ὑποτάσσονται τὰ πάντα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι δυνατὸς σὰν τὴ ζωή, ὀξὺς σὰν ξίφος καὶ φοβερὸς σὰν τὴν καταιγίδα;
Ποιοὶ εἶναι οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ; Δὲν εἶναι κάθε λογικὴ ὕπαρξη ἐνταγμένη στὸ στρατὸ τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἄγγελοι, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς θεοφοβούμενους ἀνθρώπους, δὲν εἶναι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ; Ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς φύσης, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τοῦ θανάτου, δὲν εἶναι δοῦλοι Του; Ὁ Κύριος διατάζει τὴ ζωή. Λέει: «πήγαινε σ’ αὐτὴν ἢ τὴν ἄλλη ὕπαρξη» καὶ πηγαίνει. Λέει «ἔλα πίσω» καὶ γυρίζει. Στέλνει ζωή, ἐπιτρέπει τὴν ἀρρώστια καί το θάνατο. Θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους καὶ ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς. Στὸ λόγο Του, οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις κάμπτουν ὅπως ἡ φλόγα στὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο. «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ’ 9). Κανένας δὲν μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στὴ δύναμή Τοῦ, δὲν τολμᾶ ν’ ἀμφισβητήσει τὸ λόγο Του. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ’ 46). Δὲ μιλοῦσε σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἐξουσιάζεται, ἀλλὰ ὡς ἄρχοντας, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» (Ματθ. ζ’ 29). Εἶχε τέτοιο πρόσωπο ποὺ ἔκανε τὸν ἑκατόνταρχο νὰ τὸν ἱκετεύσει: εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Θεραπεία παραλυτικοῦ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κανένας θνητὸς ἄνθρωπος στὴ γῆ, γιά τὸ Χριστὸ ὅμως ἦταν ἐντελῶς συνηθισμένο πρᾶγμα. Δὲ χρειαζόταν νὰ καταβάλει κάποια μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ κάνει τὴ θεραπεία, οὔτε κἂν νὰ πάει στὸ σπίτι τοῦ ἐκατόνταρχου. Δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε κἄν νὰ δεῖ τὸν ἄρρωστο. Δὲ χρειαζόταν νὰ τὸν πιάσει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν σηκώσει. Μόνο εἰπὲ λόγῳ καὶ τὸ ἔργο θὰ γίνει. Αὐτὸ ἦταν τὸ μέτρο τῆς πίστης τοῦ ἐκατόνταρχου, τῆς ἀπὸ μέρους τοῦ ἀποδοχῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοὶς ἀκολουθοῦσιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἕν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. ἡ’ 10). Γιατί θαύμασε ὁ Χριστός, ἀφοῦ γνώριζε ἀπὸ πρὶν ποιά θὰ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ ἐκατόνταρχου; Δὲν προκάλεσε τὴν ἀπάντηση αὐτὴ μὲ τὰ λόγια Του, ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν; Γιατί λοιπὸν τώρα θαυμάζει; Ἁπλᾶ γιὰ νὰ διδάξει ἐκείνους ποὺ ἦταν μαζί Του. Θαυμάζει γιὰ νὰ τοὺς δείξει τί ἀξίζει νὰ θαυμάζεται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Θαυμάζει τὴ μεγάλη πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, γιὰ νὰ διδάξει τοὺς πιστοὺς πῶς πρέπει νὰ ἐκτιμοῦν τὴ μεγάλη πίστη. Καὶ πραγματικὰ δὲν ὑπάρχει τίποτα στὸν κόσμο ποὺ ν’ ἀξίζει τόσο θαυμασμὸ ὅσο ἡ μεγάλη πίστη κάποιου ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲ θαύμαζε τὴν ὀμορφιὰ τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας, ἐπειδὴ τέτοια ὀμορφιὰ σὲ σύγκριση μὲ τὰ κάλλη τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἁπλωνόταν μπροστὰ στὰ μάτια Του, δὲν ἄξιζε τίποτα. Οὔτε καὶ τὴ μεγάλη σοφία τῶν ἀνθρώπων θαύμαζε, οὔτε τὰ πλούτη καὶ τὴ δύναμή τους. Όλ’ αὐτὰ εἶναι μηδαμινὰ μπροστὰ στὴ σοφία, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ δύναμη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ποὺ τοῦ ἦταν τόσο οἰκεία. Ἀλλ’ οὔτε καὶ τίς μεγάλες ἐθνικὲς συναθροίσεις ποὺ γίνονταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιά τη γιορτὴ θαύμαζε. Τέτοιες συναθροίσεις ἦταν ἐντελῶς ἀσήμαντες σὲ σύγκριση μὲ τὴ σύναξη τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανό, ποὺ γίνονταν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ὅταν οἱ ἄλλοι θαύμαζαν τὸ περίφημο κάλλος τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντα, Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιὰ τὴν ἰσοπέδωση τοῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἄξιζε νὰ θαυμάζει κανεὶς ἦταν ἡ μεγάλη πίστη κάποιου ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ μέγιστο καὶ κάλλιστο γεγονὸς στὴ γῆ. Μὲ τὴν πίστη καὶ σκλάβος ἐλευθερώνεται, ὁ μισθωτὸς γίνεται υἱὸς Θεοῦ, ὁ θνητὸς ἄνθρωπος μεταβάλλεται σὲ ἀθάνατο. Ὅταν ὁ δίκαιος Ἰὼβ κείτονταν πληγωμένος στὶς στάχτες καὶ τὰ ἐρείπια ὅλης του τῆς περιουσίας, ὅταν εἶχε χάσει καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἀκόμα, ἡ πίστη τοῦ στὸ Θεὸ παρέμεινε ἀναλλοίωτη, ἀκλόνητη. Ἐνῶ ὑπόφερε ἀπὸ τίς πληγὲς καὶ τοὺς πόνους, ἔκραζε: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰὼβ ἅ’ 21).
Σὲ ποιούς ἐκφράζει ὁ Κύριος Ἰησοῦς το θαυμασμό Του; Τοὺς ἀκολουθοῦσιν. Οἱ ἀκολουθοῦντες ἦταν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι. Θαύμαζε, γιὰ νὰ διδαχτοῦν ἐκεῖνοι. Οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι ποὺ εἶχαν πάει μαζί του στὸ σπίτι τοῦ ἐκατόνταρχου, ἄκουσαν τὰ λόγια ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Κύριος γιὰ νὰ διατυπώσει το θαυμασμὸ Τοῦ: οὐδέ ἕν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Τοὺς εἶπε δηλαδὴ ὁ Κύριος πῶς τέτοια πίστη δὲ συνάντησε οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλῖτες, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχαν μεγαλύτερη πίστη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους λαοὺς στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁ Κύριος τοὺς εἶχε ἀποκαλύψει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία Του, τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀγάπη Του μὲ ἀμέτρητα σημεῖα καὶ θαύματα, καθὼς καὶ μὲ τὰ πύρινα λόγια τῶν προφητῶν Του. Στὸν Ἰσραὴλ ὅμως ἡ πίστη εἶχε σχεδὸν ὁλότελα ἀφυδατωθεῖ, εἶχε στεγνώσει. Ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς εἶχε ἐπαναστατήσει ἐνάντια στὸν Πατέρα. Τόσο ἡ καρδιὰ ὅσο κι ὁ νοῦς τους τυφλώθηκαν, πέτρωσαν. Ἀκόμα κι οἱ ἀπόστολοι Του στὴν ἀρχή – γιὰ παράδειγμα ὁ Πέτρος – δὲν εἶχαν τόση πίστη στὸ Χριστὸ ὅση ὁ Ρωμαῖος αὐτὸς ἀξιωματικός. Οὔτε καὶ οἱ ἀδελφές του Λάζαρου, ποὺ ἐπισκέφτηκε ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι τους, οὔτε κι οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι Του στὴ Ναζαρέτ, ποὺ μεγάλωσαν μαζί.
Τώρα ὁ Κύριος, ποὺ βλέπει μὲ τὸ πνεῦμα Τοῦ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, προφητεύει τίς δυσμενεῖς ἐξελίξεις γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ τίς εὐχάριστες εἰδήσεις γιὰ τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο:
«Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξoυσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραάμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον: ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμός των ὀδόντων» (Ματθ. ἡ’ 11,12). Ἡ προφητεία αὐτὴ ἐκπληρώθηκε καὶ ἐκπληρώνεται ὡς τίς μέρες μας στὸ ἀκέραιο.
Στὰ ἀνατολικὰ καὶ τὰ δυτικὰ τῶν Ἰουδαίων ζοῦσαν εἰδωλολατρικοὶ λαοί. (Ὁ Θεοφύλακτος λέει: «Ὁ Κύριος δὲ λέει “πολλοὶ εἰδωλολάτρες” ἀλλὰ ” πολλοί…από ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν”, ἂν καὶ εἶναι φανερὸ πῶς ἔννοοῦσε τοὺς εἰδωλολάτρες. Γιατί δὲν κατονομάζει τοὺς εἰδωλολάτρες; Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσει τοὺς Ἰουδαίους. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν»). Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς προσῆλθαν στὴν πίστη ὡς ὁλόκληρα ἔθνη, ὅπως οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Αἰθίοπες, οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι, καθὼς καὶ οἱ ὑπόλοιποι λαοὶ τῆς Εὐρώπης. Σὲ μερικὲς χῶρες ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ ἀσπάστηκε τὴν πίστη, ὅπως στὴν Ἀραβία, τὴν Αἴγυπτο, τὴν Ἰνδία, τὴν Περσία, τὴν Ἰαπωνία κ.ἄ. ἐνῶ οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας (οἱ Ἰουδαῖοι), στοὺς ὁποίους προσφέρθηκε πρῶτα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔμειναν ἄκαμπτοι στὴν ἀπιστία τοὺς μέχρι σήμερα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ διασκορπίστηκαν σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τίς ἑστίες τους, περιφρονήθηκαν καὶ μισήθηκαν ἀπὸ τοὺς λαοὺς ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἔζησαν ὡς μετανάστες. Ἡ ζωή τους στὴ γῆ ἔγινε σκότος ἐξώτερον, κλαυθμὸς καὶ βρυγμός των ὀδόντων. Στὸν ἄλλο κόσμο, στὸ ἀθάνατο τραπέζι τῶν προπατόρων τοὺς Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, θὰ βρεθοῦν ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς, ἀπ’ ὅλες τίς φυλὲς καὶ τίς γλῶσσες, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Σ’ ἐκεῖνον τὸν κόσμο, γιά τοὺς ἄπιστους υἱοὺς τῆς βασιλείας θὰ ὑπάρξει σκότος, κλαυθμὸς καὶ βρυγμός των ὀδόντων.
Ὁ γεωργὸς ξεριζώνει καὶ καίει τὸ μαραμένο κλῆμα καὶ στὴ θέση του τοποθετεῖ βλαστάρια ἀπὸ παλιὰ κλήματα. Θὰ ξεχωρίσει τοὺς ἐπαναστατημένους γιοὺς τοῦ οὐράνιου Πατέρα Του γιὰ πάντα, αἰώνια, καὶ θὰ υἱοθετήσει τοὺς μισθωτούς Του. Οἱ ἐκλεκτοί Του θὰ γίνουν ἀπόβλητοι κι οἱ ἀπόβλητοι ἐκλεκτοί. Οἱ πρῶτοι θὰ γίνουν ἔσχατοι κι οἱ ἔσχατοι πρῶτοι. Κι ὁ Ἰησοῦς συνέχισε καὶ εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο:
«Καὶ εἶπεν Ἰησοῦς τὰ ἑκατοντάρχῳ ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοί. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (Ματθ. ἡ’ 13). Προφήτευσε πρῶτα κι ἔπειτα ἔκανε τὸ θαῦμα, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐπιβραβεύσει τὴν πίστη τοῦ ἐκατόνταρχου, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν προφητεία Του. Εἶπε ἕνα λόγο κι ὁ δοῦλος θεραπεύτηκε. Ὅπως στὴν πρώτη δημιουργία ὁ Θεὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, ἔτσι καὶ τώρα στὴν Καινὴ Κτίση, ὁ Κύριος λέει καὶ γίνεται. Ὁ παράλυτος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν θεραπεύσει ὁλόκληρη ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, θεραπεύτηκε καὶ σηκώθηκε ἀμέσως μ’ ἕνα θεϊκὸ λόγο τοῦ Σωτῆρα μας. Ἡ ἀρρώστια εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος λέει «πήγαινε», πηγαίνει ὅταν λέει «ἔλα», ἔρχεται. Ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος ἔγινε καλὰ δίχως φάρμακα καὶ ἀλοιφές, ἐπειδὴ ὁ ὑπηρέτης (ἡ ἀρρώστια) ἀναγνώρισε τὴ φωνὴ τοῦ Ἀφέντη του καὶ ἀναχώρησε. Τὰ φάρμακα κι οἱ ἀλοιφὲς δὲ θεραπεύουν. Ὁ Θεὸς θεραπεύει. Ὁ Θεὸς θεραπεύει εἴτε ἄμεσα μέ το λόγο Του εἴτε μὲ τὰ φάρμακα καὶ τίς ἀλοιφές, ἀνάλογα μὲ τὴν πολλὴ ἢ λίγη πίστη τοῦ ἄρρωστου. Δὲν ὑπάρχει σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο φάρμακο γιὰ κάθε περίπτωση, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διώξει τὴν ἀρρώστια καὶ ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴ δύναμη, τὴν παρουσία καί το λόγο Του.
Ἄς ἔχει δόξα ὁ Θεὸς γιὰ τίς ἀμέτρητες θεραπεῖες ποὺ κάνει στοὺς πιστοὺς μὲ τὸ δυναμικό Του λόγο, τόσο στὰ ἀρχαῖα χρόνια ὅσο καὶ σήμερα. Προσκυνοῦμε τὸν ἅγιο καὶ παντοδύναμο λόγο Του, μὲ τὸν ὁποῖο ἀναδημιουργεῖ, θεραπεύει τοὺς ἄρρωστους, ἀνασταίνει ὅσους ἔπεσαν, δοξάζει τοὺς περιφρονημένους, ἐπιβραβεύει τοὺς πιστοὺς καὶ προσηλυτίζει τοὺς ἄπιστους. Κι όλ’ αὐτὰ μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μας, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μαζὶ μὲ τίς χορεῖες τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, προσκυνοῦμε τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.