ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ Ματθαίου (13/8/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Α΄Κορινθίους, κεφάλαιο Δ΄, εδάφια 9-16
9 Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 10 Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 Ἂχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.
14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. 15 Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
9 Κάθε άλλο όμως παρά βασιλεία απολαμβάνουμε εμείς οι απόστολοι· διότι νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους απόστολους μάς παρουσίασε δημόσια και στα μάτια όλων ως τελευταίους, ως καταδίκους που πρόκειται να θανατωθούν· διότι γίναμε θέαμα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Και από τη μια μας θαυμάζουν οι ενάρετοι άνθρωποι και από την άλλη, μας περιφρονούν και μας χλευάζουν οι άλλοι. 10 Εμείς οι απόστολοι θεωρούμαστε από τους απίστους ηλίθιοι και ανόητοι για το όνομα του Χριστού, εσείς όμως είστε συνετοί εν Χριστώ. Εμείς είμαστε ασθενείς και καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους· εσείς όμως είστε ισχυροί, διότι δεν σας βρήκε κάποιος πειρασμός. Εσείς είστε ένδοξοι, εμείς όμως είμαστε άτιμοι και περιφρονημένοι. 11 Μέχρι την ώρα αυτή που σας γράφω, και πεινάμε και υποφέρουμε από δίψα στις περιοδείες μας, και δεν έχουμε αρκετά ρούχα, όταν στη μέση των ταξιδιών μας, μάς πιάνει ξαφνικά ο χειμώνας· και δεχόμαστε χτυπήματα και κακομεταχειρίσεις, και δεν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, αλλά διαρκώς φεύγουμε εδώ και εκεί. 12 Και κοπιάζουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια. Την ώρα που μας βρίζουν εκείνοι που απιστούν στο ευαγγέλιο και μας περιγελούν, εμείς ευχόμαστε το καλό τους· ενώ μας καταδιώκουν, δείχνουμε ανοχή στους διώκτες μας.13 Ενώ μας δυσφημούν και μας συκοφαντούν, απαντάμε με λόγια γλυκά και παρηγορητικά. Σαν καθάρματα και σκουπίδια του κόσμου γίναμε, αποβράσματα ακάθαρτα της κοινωνίας στα μάτια όλων μέχρι τη στιγμή αυτή.
14 Δεν θέλω με αυτά που σας γράφω να σας ντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω. 15 Ναι. Σας συμβουλεύω με πατρική λαχτάρα και στοργή· διότι εάν έχετε πάρα πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες. Ένα και μόνο πνευματικό πατέρα έχετε, εμένα· διότι εγώ με το κήρυγμα του ευαγγελίου σάς γέννησα πνευματικά, με τη χάρη που μου έδωσε η κοινωνία και η σχέση μου με τον Χριστό. 16 Αφού λοιπόν είμαι πατέρας σας, σας παρακαλώ να γίνεστε μιμητές μου.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο ΙΖ΄, εδάφια 14-23
14 Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 15 Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. 16 Καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. 17 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! Ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. 18 Καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.19 Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; 20 Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. 21 Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
22 ᾿Αναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων 23 καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. Καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
14 Kαι όταν έφθασαν στο πλήθος του λαού, Τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος που γονάτισε μπροστά Του και έλεγε: 15 «Κύριε, λυπήσου και σπλαχνίσου το παιδί μου, διότι σεληνιάζεται και υποφέρει άσχημα, αλλά και κινδυνεύει τον έσχατο κίνδυνο· διότι πολλές φορές πέφτει στη φωτιά και πολλές φορές στο νερό, και κινδυνεύει έτσι να καεί ή να πνιγεί. 16 Και τον έφερα στους μαθητές σου, αλλά αυτοί δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν». 17 Ο Ιησούς τότε αποκρίθηκε: «Ω γενεά που τόσα θαύματα είδες και είσαι ακόμη άπιστη, και απ΄ την κακία σου είσαι διεστραμμένη! Έως πότε θα είμαι μαζί σας; Έως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον μου εδώ». 18 Τότε τον επέπληξε ο Ιησούς και βγήκε απ’ αυτόν το δαιμόνιο και θεραπεύτηκε το παιδί απ’ την ώρα εκείνη. 19 Τότε οι μαθητές πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ιησού κα Του είπαν: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το δαιμόνιο αυτό;». 20 Και ο Κύριος τούς είπε: «Επειδή σας λείπει η πίστη· διότι αληθινά σας λέω, εάν έχετε πίστη θερμή και δυνατή σαν το μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: ‘’Πήγαινε από εδώ εκεί’’, και θα μετακινηθεί. Και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο σε σας. 21 Αυτό όμως το είδος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει καταληφθεί από αυτό, παρά μόνο με προσευχή που συνοδεύεται και με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό».
22 Και ενώ αυτοί περιόδευαν στη Γαλιλαία, τους είπε ο Ιησούς: «Ο Yιός του ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί πολύ σύντομα σε χέρια ανθρώπων 23 και θα Tον θανατώσουν και την τρίτη ημέρα από τον θάνατό Tου θα αναστηθεί». Και οι μαθητές λυπήθηκαν πάρα πολύ.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Α΄ Κορ. 4,9-16]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Είδες πώς φανερώνει συγχρόνως και τη σοβαρότητα και την πατρική φροντίδα του και τον φιλόσοφο νου του; Είδες πώς αφαιρεί την αλαζονεία; «Δοκῶ γάρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις (:Κάθε άλλο όμως παρά βασιλεία απολαμβάνουμε εμείς οι απόστολοι· διότι νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους απόστολους μας παρουσίασε δημόσια και στα μάτια όλων ως τελευταίους, ως καταδίκους που πρόκειται να θανατωθούν· διότι γίναμε θέαμα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Και από τη μια μας θαυμάζουν οι ενάρετοι άνθρωποι ενώ, από την άλλη, μας περιφρονούν και μας χλευάζουν οι άλλοι)» [Α΄Κορ.4,9], δείχνει πάλι πολλή έμφαση και βαρύτητα με το να πει «ἡμᾶς». Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά προσθέτει και το αξίωμα, ελέγχοντας έντονα τους Κορίνθιους προς τους οποίους απευθυνόταν η επιστολή: «ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους(:εμάς τους αποστόλους)», δηλαδή εμάς οι οποίοι υπομένουμε μύρια κακά, που σπείρουμε το κήρυγμα της ευσεβείας, που σας οδηγούμε σε αυτήν την φιλοσοφία[:ως φιλοσοφία για τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς νοείται γενικά η χριστιανική θεολογία και η κατά Χριστό άσκηση και ζωή], σε αυτήν τη φιλοσοφημένη χριστιανική ζωή που θα σας χαρίσει τα αιώνια ουράνια αγαθά· αυτούς, τους Αποστόλους δηλαδή, τους παρουσίασε δημοσίως ως τελευταίους στη σειρά ανθρώπους, ως μελλοθάνατους, δηλαδή ως καταδίκους.
Επειδή δηλαδή παραπάνω ο Παύλος τούς είχε πει ελέγχοντάς τους για την αλαζονεία καθώς και για τη λανθασμένη συμπεριφορά τους, τη φράση: «ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν (:για να είμαστε και εμείς βασιλείς μαζί σας)» [βλ. Α΄Κορ.4,8: «Ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελόν γε ἐβασιλεύσατε, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν(:Και εσείς οι Κορίνθιοι έχετε αυτήν την ιδέα, ότι είστε μεγάλοι και επίσημοι. Τώρα πλέον είστε χορτασμένοι από όλα! Τώρα πλέον έχετε πλουτίσει από τις πνευματικές δωρεές! Χωρίς να έχετε μαζί σας εμάς, τους διδασκάλους σας, έχετε πλέον μόνοι σας κατακτήσει τη βασιλεία των ουρανών! Και μακάρι να βασιλεύατε, για να βασιλεύσουμε και εμείς μαζί σας...)»] και μείωσε με τον λόγο αυτό την αυστηρότητα του ελέγχου, για να μην τους κάνει να χαλαρώσουν, επανέρχεται πάλι σε αυτό με περισσότερη πικρία και λέει: «διότι νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους αποστόλους μας έδειξε τελευταίους ως μελλοθάνατους». Δηλαδή «από ό,τι βλέπω», λέγει, «και από ό,τι εσείς λέγετε, οι πλέον περιφρονημένοι και καταδικασμένοι είμαστε εμείς, οι οποίοι πάντοτε είμαστε εκτεθειμένοι στις ταλαιπωρίες, ενώ εσείς φαντάζεστε ήδη κατακτημένη τη βασιλεία και τις τιμές και τα έπαθλα».
Και επειδή ήθελε με τον λόγο του να δείξει ότι η κατάσταση είναι παράλογη και υπερβολικά απίθανη δεν είπε απλώς ότι εμείς είμαστε οι τελευταίοι, αλλά ότι «ο Θεός μας έκανε τελευταίους». ότι «εμείς είμαστε οι έσχατοι» αλλά ότι «ο Θεός μάς έκανε εσχάτους». Και δεν αρκέστηκε στο να πει «εσχάτους», αλλά πρόσθεσε και «μελλοθανάτους», για να δει και ο πλέον ανόητος το απίθανο των όσων ειπώθηκαν και ότι τα λεγόμενα προέρχονταν από άνθρωπο πολύ στενοχωρημένο, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους κάνει να ντραπούν.
Και κοίταξε τη σύνεση του Παύλου. Με τους ίδιους λόγους, που όταν το απαιτεί η περίσταση, υψώνει τον εαυτό του και τον παρουσιάζει σπουδαίο και μέγα, με τους λόγους αυτούς τώρα ελέγχει εκείνους ονομάζοντας τον εαυτό του ‘’κατάδικο’’. Έτσι είναι δυνατόν να κάνει τα πάντα, όταν το καλεί η περίσταση. Εδώ βεβαίως ‘’επιθανατίους’’ ονομάζει τους καταδίκους, που είναι άξιοι μυρίων θανάτων.
«Ὃτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις(:Διότι γίναμε θέαμα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους)». Τι σημαίνει «γίναμε θέατρα στον κόσμο»; «Δεν υποφέρουμε», λέγει, «αυτά σε μία γωνιά ούτε σε ένα μικρό μέρος της οικουμένης, αλλά παντού και επί πάντων». Τι σημαίνει όμως και το «και στους αγγέλους»; Είναι δυνατόν να είμαστε θέαμα για τους ανθρώπους και όχι για τους αγγέλους, όταν όσα συμβαίνουν είναι ευτελή· οι δικοί μας όμως αγώνες είναι τέτοιοι, ώστε αξίζουν να τους βλέπουν και οι άγγελοι. Κοίταξε πώς, ενώ εξευτελίζει τον εαυτό του, πάλι τον παρουσιάζει μέγα· ενώ επίσης εκείνοι υπερηφανεύονται, πώς τους παρουσιάζει ευτελείς. Επειδή δηλαδή εθεωρείτο ότι ήταν ευτελέστερο το να είναι μωροί από το να φαίνονται φρόνιμοι και το να είναι αδύνατοι από το να γίνονται ισχυροί και το να είναι περιφρονημένοι από το να είναι ένδοξοι και φημισμένοι, και επειδή πρόκειται να αποδώσει τα μεν δεύτερα σε εκείνους τα δε πρώτα τα δέχτηκε για τον εαυτό του, δείχνει ότι αυτά είναι ανώτερα από εκείνα, εφόσον χάρη σε αυτά πέτυχε να τους βλέπουν όχι μόνο όλοι οι άνθρωποι, αλλά και το σύνολο των αγγέλων· «διότι η δική μας πάλη δεν είναι μόνο προς ανθρώπους, αλλά και προς τις ασώματες δυνάμεις. Για τούτο γίνεται και μέγα θέαμα».
«Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι(:Εμείς οι απόστολοι θεωρούμαστε από τους απίστους μωροί και ανόητοι για το όνομα του Χριστού· εσείς όμως είστε συνετοί εν Χριστώ. Εμείς είμαστε ασθενείς και καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους· εσείς όμως είστε ισχυροί, διότι δεν σας βρήκε κάποιος πειρασμός. Εσείς είστε ένδοξοι, εμείς όμως είμαστε άτιμοι και περιφρονημένοι)»[Α’ Κορ.4,10]. Πάλι και τούτο το είπε, για να προκαλέσει ντροπή, δείχνοντας ότι είναι δυνατόν να συνέρχονται στον ίδιο τόπο άνθρωποι που απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους. «Πώς δηλαδή είναι δυνατόν», λέγει, «σε θέματα που αφορούν στον Χριστό, εσείς μεν να είστε φρόνιμοι, ενώ εμείς άφρονες και μωροί;». Επειδή δηλαδή τους Αποστόλους μεν τους έδερναν και τους καταφρονούσαν οι άπιστοι άνθρωποι και τους ατίμαζαν και τους θεωρούσαν τιποτένιους, ενώ εκείνοι οι Κορίνθιοι απολάμβαναν τιμής και μερικοί μάλιστα θεωρούνταν σοφοί και συνετοί από πολλούς, για τούτο τα λέγει αυτά· ότι δηλαδή πώς είναι δυνατόν εκείνοι που κηρύττουν αυτά να θεωρούνται ότι είναι τα αντίθετα;
«Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί (:Εμείς είμαστε ασθενείς και καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους· εσείς όμως είστε ισχυροί διότι δεν σας βρήκε κάποιος πειρασμός)». Δηλαδή «εμείς εκδιωκόμαστε, καταδιωκόμαστε, εσείς όμως δεν φοβάστε τίποτε και σας περιποιούνται». Αλλά τούτο δεν το ανέχεται η φύση του κηρύγματος. «Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι(:Εσείς είστε ένδοξοι εμείς όμως είμαστε άτιμοι και περιφρονημένοι)».Εδώ απευθύνεται προς όσους έχουν ευγενή καταγωγή και υπερηφανεύονται για τα κοσμικά.
«Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:Μέχρι την ώρα αυτή που σας γράφω, και πεινάμε και υποφέρουμε από δίψα στις περιοδείες μας, και δεν έχουμε αρκετά ρούχα, όταν στη μέση των ταξιδιών μας, μάς πιάνει ξαφνικά ο χειμώνας· και δεχόμαστε χτυπήματα και κακομεταχειρίσεις, και δεν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, αλλά διαρκώς φεύγουμε εδώ και εκεί) «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:και κοπιάζουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια)»[Α΄ Κορ. 4,11-12], δηλαδή δεν διηγούμαι παλαιά, αλλά πράγματα για τα οποία έχω μάρτυρα την παρούσα πραγματικότητα· διότι «δεν ομιλούμε καθόλου για τα ανθρώπινα ούτε για την δόξα του κόσμου, αλλά αποβλέπουμε μόνο στον Θεό, και αυτό ακριβώς είναι ανάγκη να κάνουμε και εμείς παντού· καθόσον δεν βλέπουν τούτο μόνο οι άγγελοι, αλλά και πριν από εκείνους ο Αγωνοθέτης».
«Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι (:Εμείς οι απόστολοι θεωρούμαστε από τους απίστους ηλίθιοι και ανόητοι για το όνομα του Χριστού, εσείς όμως είστε συνετοί εν Χριστώ. Εμείς είμαστε ασθενείς και καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους· εσείς όμως είστε ισχυροί διότι δεν σας βρήκε κάποιος πειρασμός. Εσείς είστε ένδοξοι εμείς όμως είμαστε άτιμοι και περιφρονημένοι)» [Α΄Κορ.4,10].
Αφού γέμισε τον λόγο του με πολλή βαρύτητα-πράγμα το οποίο πλήττει περισσότερο από κάθε κατηγορία- και αφού είπε ότι «γίνατε βασιλείς χωρίς εμάς» και ότι «ο Θεός μας έδειξε στα μάτια όλων τελευταίους ως μελλοθανάτους», στη συνέχεια δείχνει πως είναι όπως οι καταδικασμένοι σε θάνατο λέγοντας: «Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί(:Εμείς είμαστε ασθενείς και αδύνατοι. Εσείς όμως είστε ισχυροί και ακατανίκητοι! Εσείς είστε ένδοξοι, εμείς όμως περιφρονημένοι και εξουθενωμένοι. Από την ημέρα που λάβαμε το αποστολικό αξίωμα και μέχρις αυτής της ώρας, ζούμε ανάμεσα στο πλήθος από ταλαιπωρίες και περιπέτειες. Και πεινούμε και διψούμε· και δεν έχουμε ρούχα για να προφυλαχθούμε από τις κακοκαιρίες και δεχόμαστε ραπίσματα και γρονθοκοπήματα, και συνεχώς μετακινούμαστε από τόπου σε τόπο, χωρίς να έχουμε πουθενά σταθερή παραμονή. Και κοπιάζουμε εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια)»[Α΄Κορ.4,10-11], τα οποία ήσαν, ως γνωστόν, αποδείξεις γνησίων διδασκάλων και αποστόλων.
Αλλά εκείνοι οι Κορίνθιοι Χριστιανοί όμως που δεν είχαν αποβάλει ακόμα εντελώς τα κοσμικά φρονήματα, υπερηφανεύονταν για τα αντίθετα, για σοφία, για δόξα, για πλούτο, για τιμές. Επειδή λοιπόν ήθελε να αφαιρέσει την αλαζονεία τους και να τους δείξει ότι γι’ αυτό όχι μόνο δεν πρέπει να καυχώνται, αλλά και να ντρέπονται, κατά πρώτον μεν τους διακωμωδεί λέγοντας: «Γίνατε βασιλείς χωρίς εμάς». «Δηλαδή, εγώ μεν υποστηρίζω», λέγει, «ότι ο παρών καιρός δεν είναι για τιμή και δόξα, των οποίων εσείς απολαμβάνετε, αλλά και διώξεις και ύβρεις, τις οποίες εμείς πάσχουμε. Εάν όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά αυτός είναι ο καιρός των αμοιβών, όπως βλέπω- και τούτο το λέγει ειρωνευόμενος- εσείς μεν είστε οι μαθητές κι όμως είστε ήδη βασιλείς, εμείς όμως οι διδάσκαλοι και απόστολοι, που προπάντων έπρεπε να λάβουμε τον μισθό, όχι μόνο έχουμε γίνει οι έσχατοι από εσάς, αλλά ζούμε και ως μελλοθάνατοι, δηλαδή ως κατάδικοι συνεχώς με ατιμώσεις και κινδύνους και πείνα και υβριζόμενοι ως μωροί και εκδιωκόμενοι και υπομένοντες τα πάνδεινα…».
Και αυτά τα έλεγε, για να κάνει και αυτούς να κατανικήσουν με αυτά τα πάθη τους, ότι οφείλουν να ποθούν με ζήλο τα παθήματα των αποστόλων στον κόσμο αυτόν, δηλαδή τους κινδύνους και τις ύβρεις, όχι τις τιμές και τις δόξες, διότι το χριστιανικό κήρυγμα αυτά απαιτεί και όχι εκείνα. Αλλά δεν τα λέγει έτσι απευθείας, ώστε να μη φανεί σε αυτούς φορτικός, αλλά κάνει την επίπληξη αυτήν έτσι, όπως έπρεπε στην περίπτωση. Εάν δηλαδή απροκάλυπτα ομιλούσε, θα έλεγε ως εξής: «Πλανάστε και απατάστε και έχετε πολύ απομακρυνθεί από την αποστολική νομοθεσία· διότι ο απόστολος και διάκονος του Χριστού πρέπει να φαίνεται ότι είναι ανόητος στα μάτια του κόσμου που δεν έχει εγκαταλείψει τα σαρκικά φρονήματα και να ζει σε θλίψη και περιφρόνηση, κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε εμείς· σε εσάς όμως συμβαίνουν τα αντίθετα». Αλλά έτσι τα λεγόμενα θα φαίνονταν σε αυτούς ότι είναι εγκώμια των αποστόλων και εκείνους θα τους έκαναν θρασύτερους, διότι δήθεν θα συκοφαντούνταν για ραθυμία και ματαιοδοξία και τρυφηλότητα. Γι’ αυτό δεν ακολουθεί μεν αυτόν τον τρόπο σε όσα είπε, αλλά άλλο εντονότερο μεν, αλλά λιγότερο ενοχλητικό.
Για τον λόγο αυτόν ομιλεί με κάποια ειρωνεία λέγοντας: «Εσείς όμως θεωρείστε ισχυροί και ένδοξοι». Ενώ, εάν δεν χρησιμοποιούσε ειρωνεία, θα μπορούσε να τους πει τα εξής: «Δεν είναι δυνατόν άλλος μεν να θεωρείται ανόητος, άλλος δε φρόνιμος, άλλος μεν ισχυρός, άλλος δε ασθενής, τη στιγμή που το κήρυγμα του Χριστού απαιτεί άλλα. «Δηλαδή, εάν επιτρεπόταν άλλοι μεν να είναι τούτο, άλλοι δε εκείνο, ίσως θα είχαν κάποια δικαίωση τα λεγόμενα από εσάς· τώρα όμως δεν επιτρέπεται να φαίνεται κανείς ότι είναι φρόνιμος, ένδοξος και ότι έχει απαλλαγεί από κινδύνους. Ειδάλλως, είναι επόμενο ότι ο Θεός έχει προτιμήσει εσάς από εμάς, εσάς τους μαθητές από εμάς τους διδασκάλους που μύρια υποφέρουμε. Και αν κανείς δεν θα μπορούσε να πει αυτό, απομένει εσείς να ακολουθείτε επίμονα τη δική μας ζωή».
«Και ας μη φανταστεί κανείς», λέγει, «ότι αναφέρομαι μόνο σε πράγματα του παρελθόντος»· «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν (:μέχρι την ώρα αυτή που σας γράφω, και πεινάμε και υποφέρουμε από δίψα στις περιοδείες μας, και δεν έχουμε αρκετά ρούχα, όταν στη μέση των ταξιδιών μας, μάς πιάνει ξαφνικά ο χειμώνας· και δεχόμαστε χτυπήματα και κακομεταχειρίσεις, και δεν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, αλλά διαρκώς φεύγουμε εδώ και εκεί)»[Α΄Κορ.4,11]. Βλέπεις ότι τέτοιος πρέπει να είναι όλος ο βίος των Χριστιανών, και όχι μία ή δύο μόνο ημέρες; Διότι ούτε αν είναι κάποιος αθλητής στεφανώνεται, αν κερδίσει μία μονάχα νίκη και κατόπιν ηττηθεί. «Και πεινάμε», κατ’ αντίθεση προς όσους ζουν τρυφηλή ζωή· «και μας κακομεταχειρίζονται» κατ’ αντίθεση προς τους αλαζόνες· «και περιπλανιόμαστε», διότι εκδιωκόμαστε, λέγει· «και έχουμε ελλείψεις σε ρουχισμό», κατ’ αντίθεση προς όσους είναι πλούσιοι· «και κοπιάζουμε» κατ’ αντίθεση πλέον προς τους ψευδαποστόλους, που δεν ανέχονται ούτε να εργάζονται ούτε να κινδυνεύουν, αλλά οι ίδιοι να καρπούνται.
«Όμως εμείς», λέγει, «δεν είμαστε τέτοιοι, αλλά μαζί με τους εξωτερικούς κινδύνους που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, και οι ίδιοι με τη συνεχή εργασία θέτουμε σε συνεχή δραστηριοποίηση τους εαυτούς μας. Και το σπουδαιότερο είναι ότι κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δυσανασχετούμε γι’ αυτά, διότι ανταμείβουμε με τα αντίθετα εκείνους που μας κάνουν αυτά». Μέγα δηλαδή είναι τούτο, όχι η κακοπάθεια- διότι αυτή είναι κοινή μοίρα όλων- αλλά το να μην αναστατωνόμαστε ούτε να δυσανασχετούμε, όταν πάσχουμε. Εμείς όμως όχι μόνο δεν δυσανασχετούμε, αλλά και ευφραινόμαστε, και απόδειξη τούτου είναι το ότι εκείνους που μας βλάπτουν τους αμείβουμε με ευεργεσίες.
Και ότι τούτο ακριβώς έκαναν οι Απόστολοι, άκουσε τα επόμενα: «Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι(:Και κοπιάζουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια. Την ώρα που μας βρίζουν εκείνοι που απιστούν στο ευαγγέλιο και μας περιγελούν, εμείς ευχόμαστε το καλό τους. Ενώ μας καταδιώκουν, δείχνουμε ανοχή στους διώκτες μας, ενώ μας δυσφημούν και μας συκοφαντούν, απαντάμε με λόγια γλυκά και παρηγορητικά. Σαν καθάρματα και σκουπίδια του κόσμου γίναμε, αποβράσματα ακάθαρτα της κοινωνίας στα μάτια όλων μέχρι τη στιγμή αυτή)»[Α΄Κορ. 4,12-13], δηλαδή μωροί για τον Χριστό· διότι εκείνος που βλάπτεται και όμως ούτε εκδικείται ούτε θλίβεται, φαίνεται στους απίστους ότι είναι ανόητος και περιφρονημένος και αδύνατος. Και για να μην κάνει τον λόγο του ενοχλητικότερο με το να περιορίσει τα πάθη μονάχα στη δική τους πόλη, τι λέγει; «Γίναμε σαν σκουπίδια και αποβράσματα όχι της πόλεώς σας, αλλά του κόσμου όλου»· και πάλι· «Γίναμε ως ακαθαρσία όλων»· όχι μόνο δική σας, αλλά όλων.
Όπως ακριβώς λοιπόν, όταν ομιλεί περί της προνοίας του Χριστού, αφού αφήσει τη γη, τον ουρανό, όλη την κτίση, φέρει τον Σταυρό ως απόδειξη, έτσι και όταν θελήσει να επισύρει την προσοχή στον εαυτό του, αποσιωπά τα θαυματουργικά σημεία που έκανε με τη χάρη του Θεού και αναφέρει τα όσα έπαθε προς χάριν αυτών. Έτσι και εμείς, όταν αδικούμαστε από κάποιους και καταφρονούμαστε, συνηθίζουμε να αναφέρουμε όσα πάθαμε προς χάριν τους. «Γίναμε ως ακαθαρσία όλων έως τώρα». Έδωσε δυνατό χτύπημα στο τέλος. «Όλων δε», λέγει, «όχι των διωκόντων, αλλά αυτών, εξαιτίας των οποίων πάσχουμε αυτά· δηλαδή χρωστώ πολλή ευγνωμοσύνη σε αυτούς». Τα λεγόμενα δείχνουν άνθρωπο που βαρυθυμεί, όμως δε θλίβεται ο ίδιος, αλλά που θέλει εκείνους να πλήξει. Αυτός δηλαδή έχει μυρίους λόγους να τους κατηγορήσει, και όμως τους ασπάζεται. Για τον λόγο αυτό και ο Χριστός παραγγέλλει να υπομένουμε τις ύβρεις με πραότητα, για να ζούμε και εμείς οι ίδιοι με φιλοσοφία[ στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ο όρος ‘’φιλοσοφία’’ σημαίνει γενικώς τη χριστιανική θεολογία και την κατά Χριστόν άσκηση και ζωή] και για να κάνουμε εκείνους να ντρέπονται περισσότερο· διότι τούτο το επιτυγχάνει κανείς όχι τόσο με ύβρεις, όσο με τη σιωπή.
Έπειτα, επειδή είδε ότι η πληγή ήταν αφόρητη, ταχέως τη θεράπευσε με το να πει: «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ (:Δεν θέλω με αυτά που σας γράφω να σας ντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω)»[Α΄Κορ.4,14]. «Δηλαδή, δεν τα λέγω αυτά», λέγει, «για να σας ντροπιάσω». Αυτό που έκανε με τα λόγια ισχυρίζεται ότι δεν το έχει κάνει, μάλλον δε λέγει ότι το έχει κάνει μεν, αλλά όμως όχι με κακή διάθεση και εμπάθεια· διότι είναι άριστη η θεραπεία αυτή, δηλαδή, αφού είπε κανείς ό,τι θέλει, να προσθέσει την δικαιολόγηση της σκέψεώς του· διότι, το να μην ομιλήσει δεν ήταν δυνατό, επειδή θα παρέμεναν αδιόρθωτοι, το να ομιλήσει όμως και να αφήσει πάλι ανίατη την πληγή θα ήταν φοβερό· για τον λόγο αυτόν απολογείται με σοβαρότητα. Και αυτό όχι μόνο δε ματαιώνει την τομή, αλλά την κάνει να πάει βαθύτερα στην πληγή, καθώς μετριάζει όλο τον πόνο· διότι εκείνος που άκουσε ότι τα λέγει αυτά όχι από διάθεση χλευασμού αλλά από αγάπη, δέχεται περισσότερο την διόρθωση.
Και εδώ επίσης υπάρχει πολλή σοβαρότητα και ντροπή. Δηλαδή δεν είπε ως διδάσκαλος ούτε ως απόστολος, ούτε ως μαθητές που τους είχε- πράγμα το οποίο το άξιζε- αλλά «σας συμβουλεύω ως τέκνα μου αγαπητά»· και δεν τους ονόμασε απλώς τέκνα, αλλά ποθητά τέκνα. «Συγχωρήστε με», τους λέγει, «και αν έχω πει κάτι βαρύ, το είπα από αγάπη». Και δεν είπε «σας επικρίνω», αλλά «σας συμβουλεύω». Και ποιος δε θα δεχόταν να ακούσει έναν πατέρα που στενοχωριέται και συμβουλεύει τα πρέποντα; Για τον λόγο αυτόν δεν είπε τούτο προηγουμένως, αλλά αφού τους επέπληξε. «Τι λοιπόν;», θα έλεγε κάποιος, «δεν ενδιαφέρονται για μας οι άλλοι διδάσκαλοι;». Δεν εννοώ τούτο, αλλά δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ. Αλλά τούτο μεν δεν το είπε αμέσως, το υποδήλωσε όμως με την ιδιότητα και το όνομα με το να χρησιμοποιήσει τις λέξεις «παιδαγωγόν» και «πατέρα».
Καθόσον, λέγει: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας (:Ναι. Σας συμβουλεύω με πατρική λαχτάρα και στοργή· διότι εάν έχετε πάρα πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες)»[Α΄Κορ. 4,15]. Εδώ δεν υποδηλώνει το αξίωμα, αλλά το υπερβολικό μέγεθος της αγάπης. Και με το να προσθέσει το «ἐν Χριστῷ», δεν έθιξε εκείνους, αλλά και ενθάρρυνε αυτούς με το να ονομάσει όχι κόλακες, αλλά παιδαγωγούς εκείνους, οι οποίοι εργάζονταν με προθυμία και αναλάμβαναν τους κόπους· συγχρόνως υποδήλωσε και τη δική του φροντίδα. Και δεν είπε: «αλλά όμως δεν έχετε πολλούς διδασκάλους», αλλά είπε «δεν έχετε πολλούς πατέρες». Έτσι δεν ήθελε να αναφέρει το αξίωμά του ούτε να υπενθυμίσει ότι από αυτόν είχαν ωφεληθεί περισσότερο, αλλά, αφού συγχώρησε εκείνους για το ότι πολύ είχε κοπιάσει προς χάριν τους- διότι τέτοιος πρέπει να είναι ο παιδαγωγός- κρατεί για τον εαυτό του την υπερβολική αγάπη· διότι τέτοιος πρέπει να είναι ο πατέρας.
Και δεν λέγει ότι «κανείς δεν σας αγαπά τόσο πολύ», πράγμα το οποίο θα ήταν ανεύθυνο, αλλά αναφέρει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα(:Ένα και μόνο πνευματικό πατέρα έχετε, εμένα· διότι εγώ με το κήρυγμα του ευαγγελίου σάς γέννησα πνευματικά, με την χάρη που μου έδωσε η κοινωνία και η σχέση μου με τον Χριστό )»[Α΄Κορ.4,15].
«ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»· «δεν το θεωρώ έργο δικό μου». Πάλι πλήττει εκείνους οι οποίοι αποδίδουν σε αυτόν την επιτυχία της διδασκαλίας. «Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ (:Εάν για άλλους δεν είμαι απόστολος τουλάχιστον όμως για εσάς είμαι απόστολος· διότι η σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με την χάρη του Κυρίου, τους οποίους οδήγησα στον Χριστό)»[Α΄Κορ. 9,2].
Και πάλι λέγει «εγώ σας φύτευσα» και «εγώ σας γέννησα». Δεν είπε: «κήρυξα το Ευαγγέλιο σε σας», αλλά «εγώ σας γέννησα», χρησιμοποιώντας όρους της φύσεως. Δηλαδή, για ένα πράγμα φρόντιζε συνεχώς, να δείξει την αγάπη, την οποία έτρεφε για αυτούς. Δηλαδή, εκείνοι μεν, αφού σας παρέλαβαν από εμένα, συνέχισαν την καθοδήγησή σας· δηλαδή είπε «ως τέκνα», για να μην τονίσει ότι το είπε, για να τους κολακεύσει, αναφέρει και την αιτία: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ(:Αφού λοιπόν είμαι πατέρας σας, σας παρακαλώ να γίνεστε μιμητές μου)» [Α΄Κορ.4,16] ·[πρβλ. και Α΄Κορ.11,1: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ (:Να γίνεστε μιμητές μου, όπως και εγώ έγινα μιμητής του Χριστού)»]. Πω πω, πόση είναι η παρρησία του διδασκάλου· πόσο σαφής είναι η εικόνα εφόσον και άλλους παρακαλεί γι’ αυτό! και δεν το κάνει αυτό από υπερηφάνεια αλλά δείχνει ότι είναι εύκολη η αρετή.
«Μη μου πεις λοιπόν ότι δεν μπορώ να σε μιμηθώ, διότι εσύ είσαι ο δάσκαλος και μέγας’’. Η απόσταση μεταξύ μας δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μεταξύ Χριστού και εμένα· και όμως εγώ μιμήθηκα Εκείνον». Όταν μεν γράφει προς τους Εφεσίους, δεν θέτει τον εαυτό του στο μέσο, αλλά κατευθείαν όλους αυτούς τους οδηγεί εκεί λέγοντας: «Γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά(:Αφού λοιπόν ο Θεός σάς συγχώρεσε, να γίνεστε και εσείς μιμητές του Θεού ως παιδιά Του αγαπητά)»[Εφ.5,1]· εδώ όμως, επειδή απευθυνόταν προς αδύνατους στην πίστη, παρενέβαλε τον εαυτό του. Αλλά πάντως δείχνει ότι και έτσι είναι δυνατό να μιμηθούν τον Χριστό, διότι εκείνος που μιμήθηκε την ακριβή σφραγίδα, μιμήθηκε το πρωτότυπο.
Ας δούμε λοιπόν πώς μιμήθηκε τον Χριστό ο απόστολος Παύλος· διότι η μίμηση αυτή δεν χρειάζεται χρόνους και τέχνη, αλλά μόνο διάθεση. Εάν δηλαδή εισέλθουμε σε εργαστήριο ζωγράφου, δεν θα μπορέσουμε να μιμηθούμε την εικόνα, ακόμη και αν την δούμε μύριες φορές· τούτον όμως μπορούμε να τον μιμηθούμε και μόνο εξ ακροάσεως. Θέλετε λοιπόν να φέρουμε τον πίνακα στο μέσο και σχεδιάσουμε επάνω σας την πολιτεία του Παύλου; Ας τεθεί λοιπόν εμπρός ο πίνακας που είναι πολύ λαμπρότερος από τις βασιλικές εικόνες. Αυτό λοιπόν που βρίσκεται εμπρός μας δεν είναι σανίδες κολλημένες ούτε ύφασμα τοποθετημένο επάνω σε αυτές, αλλά τούτο εδώ εμπρός μας είναι έργο Θεού, διότι είναι ψυχή και σώμα. Η ψυχή είναι έργο του Θεού, όχι ανθρώπων, όπως επίσης και το σώμα. Χειροκροτήσατε στο σημείο αυτό; Όμως δεν είναι εδώ καιρός για χειροκροτήματα, αλλά χρειάζεται να χειροκροτήσετε και να ποθήσετε με ζήλο τα εξής: Κατά πρώτον, η ύλη είναι κατώτερη, εφόσον είναι κοινή σε όλους. Μία ψυχή δηλαδή δεν διαφέρει καθόλου από άλλη ψυχή, επειδή είναι και αυτή ψυχή, αλλά η διάθεση δείχνει την διαφορά. Όπως ακριβώς δηλαδή ένα σώμα δεν διαφέρει από άλλο σώμα- διότι και αυτό είναι σώμα- αλλά είναι όμοιο το σώμα και του Παύλου και των πολλών ανθρώπων, και μάλιστα οι κίνδυνοι κάνουν αυτό λαμπρότερο από εκείνο, έτσι συμβαίνει και με την ψυχή.
Ας τεθεί λοιπόν ενώπιόν μας ο πίνακας, η ψυχή του Παύλου. Αυτός ο πίνακας προηγουμένως ήταν μαυρισμένος, γεμάτος με αράχνες, διότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη βλασφημία. Όταν όμως ήλθε Εκείνος που μεταμορφώνει τα πάντα και είδε ότι ο Παύλος διαμορφώθηκε έτσι όχι από ραθυμία και μωρία, αλλά από απειρία και από έλλειψη ανθέων της ευσεβείας- διότι είχε μεν ζήλο, αλλά τα άνθη δεν είχαν χρώματα, εφόσον ο ζήλος του δεν ήταν κατ’ επίγνωση- του δίνει το άνθος της αληθείας, δηλαδή τη χάρη, και αμέσως έκανε βασιλική την εικόνα.
Αφού δηλαδή έλαβε τα χρώματα και αφού έμαθε όσα αγνοούσε, δεν έχασε χρόνο, αλλά αμέσως αποδείχτηκε τεχνίτης άριστος. Και κατά πρώτον με το να κηρύττει τον Χριστό δείχνει ότι η κεφαλή του είναι βασιλική· έπειτα ότι και το υπόλοιπο σώμα ανήκει στην πολιτεία την ακριβή. Λοιπόν, οι μεν ζωγράφοι, αφού κλειστούν καλώς μέσα στην οικία τους με πολλή ησυχία και ακρίβεια εργάζονται όλο το έργο χωρίς να ανοίγουν σε κανένα τις θύρες· αυτός όμως, αφού τοποθέτησε τον πίνακα στο μέσο της οικουμένης και ενώ όλοι εναντιώνονταν, θορυβούσαν, προκαλούσαν ταραχή, ζωγράφιζε έτσι αυτήν τη βασιλική εικόνα χωρίς κανένα εμπόδιο. Για τον λόγο αυτό και έλεγε: «Γίναμε θέαμα στον κόσμο», στο μέσο της γης και της θάλασσας και του ουρανού και όλης της οικουμένης και του κόσμου και του αισθητού και του νοητού, καθώς ζωγράφιζε την εικόνα.
Θέλετε να δείτε και τα υπόλοιπα μέρη αυτής κάτω από την κεφαλή; Ή θέλετε να αρχίσουμε από κάτω προς τα επάνω; Κοιτάξετε λοιπόν με θαυμασμό ένα χρυσό ανδριάντα, μάλλον δε πολυτιμότερο και από αυτόν, που θα έπρεπε να είχε στηθεί στον ουρανό, και όμως δεν είναι ντυμένος με μόλυβδο, ούτε τοποθετημένος σε έναν τόπο, αλλά τρέχει από την Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού και στην Ισπανία, πηγαίνει και σε όλα τα μέρη της οικουμένης έρχεται σαν να έχει φτερά. Τι θα μπορούσε να υπάρξει ωραιότερο από αυτά τα πόδια, τα οποία βάδισαν σε όλη τη γη, που βρίσκεται κάτω από τον ήλιο; Αυτήν την ωραιότητα διακηρύσσει από την παλαιά εποχή και ο προφήτης λέγοντας: «Ὡς ὥρα ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὡς πόδες εὐαγγελιζομένου ἀκοὴν εἰρήνης(:Όπως το έαρ επάνω στα όρη, όπως τα πόδια εκείνου ο οποίος σπεύδει να αναγγείλει το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης)»[ Ησ. 52,7]. Είδες γιατί είναι καλά τα πόδια;
Θέλεις να δεις και το στήθος; Έλα εδώ να σου δείξω και τούτο και θα δεις ότι είναι πολύ λαμπρότερο από τους ωραίους αυτούς πόδες και από το ίδιο το στήθος του παλαιού νομοθέτου. Ο Μωυσής μεν βάσταζε λίθινες πλάκες, αυτός όμως είχε μέσα του τον ίδιο τον Χριστό, είχε την ίδια την εικόνα του βασιλέως και για τον λόγο αυτόν ήταν σεβαστότερος και από το ‘’Ιλαστήριον’’[:το κάλυμμα της Κιβωτού στα Άγια των Αγίων· βλ. Εξ.25,16: «Καὶ ἐμβαλεῖς εἰς τὴν κιβωτὸν τὰ μαρτύρια, ἃ ἂν δῷ σοι καὶ ποιήσεις ἱλαστήριον ἐπίθεμα χρυσίου καθαροῦ, δύο πήχεων καὶ ἡμίσους τὸ μῆκος καί πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ πλάτος (:Μέσα δε στην κιβωτό θα θέσεις αντικείμενα, που μαρτυρούν την Παρουσία μου και τα οποία Εγώ θα σου δώσω και θα κατασκευάσεις το σκέπασμα της κιβωτού, το ιλαστήριο, από καθαρό χρυσό. Θα έχει μήκος μεν δύο και ήμισυ πήχεις, πλάτος δε ένα και ήμισυ πήχυ)»... και Λευιτ. 16,2: «Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· λάλησον πρὸς Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν σου, καὶ μὴ εἰσπορευέσθω πᾶσαν ὥραν εἰς τὸ ἅγιον ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος εἰς πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τοῦ μαρτυρίου, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται· ἐν γὰρ νεφέλῃ ὀφθήσομαι ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου(:Και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή:· “Πες στον αδελφό σου τον Ααρών να μην εισέρχεται κατά οποιανδήποτε ώρα και ημέρα στα Άγια των Αγίων, στο εσωτερικό του καταπετάσματος, ενώπιον του ιλαστηρίου, το οποίο βρίσκεται επάνω στην Κιβωτό του Μαρτυρίου, για να μη τιμωρηθεί με θάνατο. Διότι εγώ θα παρουσιάζομαι επί του ιλαστηρίου δια νεφέλης)»] και από τα Χερουβίμ· διότι από εκεί δεν προερχόταν τέτοια φωνή όπως από εδώ, αλλά η μεν φωνή εκείνων ομιλούσε κυρίως περί αισθητών πραγμάτων, η γλώσσα όμως του Παύλου ομιλούσε για τα ουράνια πράγματα· και η μεν φωνή που προερχόταν από το Ιλαστήριο δίδασκε τους Ιουδαίους μόνο, η φωνή όμως του Παύλου κήρυττε σε όλη την οικουμένη· εκείνη μεν η φωνή ομιλούσε με άψυχα μέσα, αυτή εδώ όμως η φωνή ομιλούσε με ενάρετη ψυχή.
Τούτο το ιλαστήριο ήταν λαμπρότερο και από τον ουρανό, όχι διότι άστραπτε από την ποικιλία των άστρων ούτε από τις ηλιακές ακτίνες, αλλά διότι είχε τον ίδιο τον ήλιο της δικαιοσύνης που εξέπεμπε από εκεί τις ακτίνες. Και τούτον μεν τον ουρανό, εάν ποτέ τον καλύψει ένα σύννεφο, τον κάνει σκυθρωπότερο, εκείνο όμως το στήθος καμία τέτοια κακοκαιρία ποτέ δεν κατέλαβε· μάλλον όμως πολλές φορές πολλοί χειμώνες το έπληξαν το φως όμως δεν το επισκότισαν, αλλά μέσα στον πειρασμό και τους κινδύνους τούτο το φως έλαμπε ακτινοβόλο. Για τον λόγο αυτόν και ενώ ο ίδιος ήταν δεμένος με αλυσίδες φώναζε: «ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται(:για το οποίο Ευαγγέλιο κακοπαθώ μέχρι τα δεσμά σαν κακούργος, αλλά ο λόγος του Θεού δεν έχει δεθεί)» [Β΄Τιμ.2,9]. Έτσι πάντοτε με εκείνη τη γλώσσα εξέπεμπε τις ακτίνες και ούτε φόβος ούτε κίνδυνος έκανε σκυθρωπό το στήθος εκείνο. Ίσως φαίνεται ότι το στήθος είναι ανώτερο από τους πόδες, αλλά και εκείνοι ως πόδες είναι καλοί και τούτο ως στήθος είναι καλό.
Θέλεις να δεις και κοιλία ωραία; Άκουσε τι λέγει περί αυτής: «Διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω(:Γι’ αυτό λοιπόν εάν αυτό που τρώω γίνεται αιτία σκανδάλου και αμαρτίας για τον αδελφό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος κρέατος, για να μην σκανδαλίσω τον αδερφό μου. Και έρχομαι τώρα να σας δείξω ότι για τους αδύναμους αδελφούς έκανα και εξακολουθώ να κάνω θυσίες των δικαιωμάτων μου)» [Α΄Κορ.8,13].
Επίσης σε άλλη επιστολή λέγει αντιστοίχως: «Καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ(:Γι’ αυτό, παρά την ελευθερία που έχουμε, καλό και προτιμότερο είναι να μη φας κρέατα και να μην πιεις οίνο και να μην κάνεις καμία πράξη, εξαιτίας της οποίας σκοντάφτει ή σκανδαλίζεται ή καταβάλλεται ο αδελφός σου)» [Ρωμ. 14,21]· και: «Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι(:Τα φαγητά έχουν γίνει για την κοιλιά και η κοιλιά για τα φαγητά. Ο Θεός όμως θα καταργήσει στην άλλη ζωή και αυτά και εκείνα. Μπορείτε λοιπόν να τρώτε ότι θέλετε αρκεί μόνο να μην γίνεστε δούλοι του φαγητού και της κοιλιάς. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με την γενετήσια επιθυμία· διότι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορνεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανήκει ως μέλος Του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα για να ανήκει σε Αυτόν)» [Α΄Κορ.6,13].
Τι θα μπορούσε να υπάρξει ωραιότερο από αυτήν την κοιλία, η οποία είχε ασκηθεί να παραμένει ήρεμη, έχει διδαχθεί όλη τη σωφροσύνη και η οποία γνώριζε και να πεινά και να λιμοκτονεί και να διψά; Όπως ακριβώς δηλαδή βαδίζει ένας πειθαρχημένος ίππος, αν του θέσουν χρυσά ηνία, έτσι και αυτή η κοιλία λειτουργούσε εύρυθμα, αφού νίκησε την ανάγκη που υπαγορεύει η φύση, διότι ο Χριστός βάδιζε μέσα σε αυτήν. Και εφόσον αυτή είχε τόση σωφροσύνη, ήταν ολοφάνερο ότι κατανικώνταν και όλα τα άλλα μειονεκτήματα.
Θέλεις να δεις και τα χέρια όπως είναι τώρα; Ή θέλεις καταρχήν να θαυμάσεις τα κακά έργα αυτών των χεριών κατά το παρελθόν; Αυτός εισερχόμενος στις οικίες κατά το παρελθόν έσυρε άντρες και γυναίκες, διότι είχε χέρια, όχι ανθρώπου, αλλά κάποιου άγριου θηρίου. Όταν όμως έλαβε τα χρώματα της αλήθειας και την πνευματική εμπειρία, τα χέρια αυτά πλέον δεν ήσαν ανθρώπου, αλλά πνευματικά χέρια που καθημερινά ήσαν δεμένα με αλυσίδες· και δεν έπληξαν μεν κανένα, επλήγησαν όμως μύριες φορές. Ακόμη και έχιδνα σεβάστηκε κάποτε αυτά τα χέρια, διότι δεν ήσαν πλέον χέρια ενός απλού ανθρώπου· για τον λόγο αυτόν ούτε τα άγγιξε.
Θέλεις να δεις και τα νώτα που ομοιάζουν με τα υπόλοιπα μέλη; Άκουσε τι λέγει και περί αυτών: «Ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα(:Από τους Ιουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις κάθε φορά. Τρεις φορές χτυπήθηκα με ράβδους· μια φορά λιθοβολήθηκα· τρεις φορές ναυάγησα· επί ένα ημερονύκτιο έμεινα ναυαγός στη θάλασσα)» [Β΄Κορ.11,24-25].
Αλλά για να μην πέσουμε και εμείς σε βυθό άπειρο και πάθουμε πολλά, ενώ εξετάζουμε ένα προς ένα τα μέλη του, εμπρός, αφού αφήσουμε το σώμα, ας δούμε άλλο κάλλος, το κάλλος των ενδυμάτων του, το οποίο ακόμη και οι δαίμονες το σεβάστηκαν· για τον λόγο αυτόν και αυτοί οι ίδιοι έφευγαν μακριά, και νοσήματα θεραπεύονταν. Και όπου τυχόν εμφανιζόταν ο Παύλος, τα πάντα υποχωρούσαν και τρέπονταν σε φυγή σαν να διερχόταν πλησίον τους ο άριστος της οικουμένης. Και όπως ακριβώς εκείνοι που δέχτηκαν πολλές πληγές σε πόλεμο αισθάνονται φρίκη, όταν δουν και το όπλο μόνο εκείνου που τους πλήγωσε, έτσι ακριβώς και οι δαίμονες· αν έβλεπαν και μόνο τη ζώνη του απομακρύνονταν.
Πού είναι τώρα οι πλούσιοι, που υπερηφανεύονταν για τα χρήματά τους; Πού είναι όσοι απαριθμούσαν τα αξιώματα και τα πολυτελή τους ενδύματα; Αν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με αυτά, θα δουν ότι όλα τα δικά τους είναι πηλός και βούρκος. Και γιατί αναφέρω τα ενδύματα και τα χρυσά κοσμήματα, διότι αν κάποιος μου έδινε την εξουσία όλης της οικουμένης, θα θεωρούσα το νύχι και μόνο του Παύλου ισχυρότερο εκείνης της βασιλικής εξουσίας, την πενία του ισχυρότερη κάθε τρυφής, την αδοξία του ισχυρότερη κάθε δόξης, την γύμνωσή του ισχυρότερη κάθε πλούτου, το ράπισμα της ιερής εκείνης κεφαλής ισχυρότερο κάθε αφοβίας, τους λίθους τους οποίους δέχτηκε ισχυρότερους κάθε διαδήματος.
Αυτόν τον στέφανο του αποστόλου Παύλου, αγαπητοί μου, ας ποθήσουμε και αν δεν συμβαίνει τώρα διωγμός, ας προετοιμάσουμε εν τω μεταξύ τους εαυτούς μας· διότι αυτός δεν αναδείχτηκε λαμπρός άντρας μόνο από τους διωγμούς, καθόσον μάλιστα έλεγε: «Ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι(:Αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να μην αποδοκιμαστώ και αποδειχτώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το βραβείο)» [Α΄Κορ. 9,27]· πρβλ. Ρωμ.8,13-14:«Εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε. ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ(:Διότι, εάν ζείτε κατά τις επιθυμίες της σάρκας, μέλλετε να αποθάνετε τον αιώνιο θάνατο. Εάν όμως, με τις πνευματικές δυνάμεις που χαρίζει το άγιο Πνεύμα, αποστρέφεστε και νεκρώνετε τις κακές πράξεις του σώματος, θα ζήσετε αιωνίως πλησίον του Θεού· διότι, όσοι οδηγούνται και κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγματικοί υιοί του Θεού)»· τούτο μάλιστα είναι δυνατόν να κατορθωθεί και χωρίς διωγμό.
Προέτρεπε επίσης να μη φροντίζουμε για τη σάρκα έτσι ώστε να της αυξάνουμε τις επιθυμίες. Και πάλι έλεγε: «Ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα(:Αν έχουμε λοιπόν διατροφές και σκεπάσματα, σε αυτά ας αρκεστούμε)» [Α΄Τιμ. 6,8]. Γι’ αυτά δηλαδή δεν απαιτούνται διωγμοί. Και τους απόρους επίσης προσπαθούσε να τους σωφρονίσει λέγοντας: «Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν(:Εκείνοι όμως που θέλουν να πλουτίζουν πέφτουν σε πειρασμό)»[Α΄Τιμ. 6,9]. Εάν λοιπόν και εμείς ασκήσουμε έτσι τους εαυτούς μας, αφού εισέλθουμε στον αγώνα, θα στεφανωθούμε και ενώ δεν είναι περίοδος διωγμού, θα λάβουμε πολλά βραβεία για τους εαυτούς μας· εάν όμως λιπαίνουμε το σώμα και ζούμε βίο χοίρων, ακόμη και σε περίοδο ειρήνης θα αμαρτήσουμε σε πολλά και θα καταισχυνθούμε.
Δεν βλέπεις εναντίον ποιων είναι η πάλη μας; Εναντίον των ασωμάτων δυνάμεων. Πώς λοιπόν θα νικήσουμε αυτές, ενώ είμαστε σάρκες; Διότι εφόσον πρέπει να τρώγει με σωφροσύνη κάποιος, εάν παλεύει με ανθρώπους, πολύ περισσότερο, όταν παλεύει με δαίμονες. Όταν όμως εκτός της πολυσαρκίας είμαστε προσδεμένοι και στον πλούτο, πώς θα νικήσουμε τους αντιπάλους; Διότι ο πλούτος είναι δεσμά, δεσμά βαρέα για όσους δε γνωρίζουν να τον χρησιμοποιούν καλώς, τύραννος ωμός και απάνθρωπος, του οποίου όλα τα προστάγματα καταλήγουν στην καταστροφή των δούλων του.
Αλλά εάν θέλουμε, θα ρίξουμε από τον θρόνο του τον πικρό αυτόν τύραννο και θα τον κάνουμε να υπακούει σε εμάς και όχι να μας διατάσσει. Πώς λοιπόν θα γίνει αυτό; Όταν μοιράζουμε τον πλούτο σε όλους. Διότι εφόσον είναι μόνος σε μεμονωμένους ανθρώπους, μηχανεύεται όλα τα κακά, όπως ένας ληστής, που βρίσκεται σε ερημικό τόπο· όταν όμως τον φέρουμε στο μέσο των ανθρώπων, δε θα μας νικά πλέον, διότι όλοι από παντού θα τον κρατούν δέσμιο.
Και τα λέγω αυτά, όχι επειδή είναι αμαρτία τα χρήματα· αμαρτία είναι το να μη διανέμει κανείς αυτά στους πτωχούς κα το να μην κάνει καλή χρήση αυτών. Ο Θεός δηλαδή δεν έκανε τίποτε κακό, αλλά όλα τα έκανε πολύ καλά· επομένως και τα χρήματα είναι καλά, αλλά εάν δεν κυβερνούν τους κατόχους τους, εάν εξαφανίζουν την πενία των πλησίον. Δεν είναι δηλαδή φως καλό εκείνο που δεν εξαφανίζει το σκοτάδι, αλλά και το επιτείνει, και ούτε θα μπορούσα να ονομάσω «πλούτο» αυτόν που δεν εξαφανίζει την πενία, αλλά αυτόν που την αυξάνει· διότι ο αληθώς πλούσιος δεν ζητεί να λαμβάνει από άλλους, αλλά να βοηθεί άλλους· εκείνος πάλι που επιζητεί να λαμβάνει από άλλους, δεν είναι πλέον πλούσιος, αλλά ο ίδιος είναι ο πτωχός.
Ώστε δεν είναι κακό τα χρήματα, αλλά η πενιχρή διάνοια, η οποία οδηγεί τον πλούτο σε πενία. Αυτού του είδους οι άνθρωποι, που είναι μέσα στα μεταξωτά και λαμπρά ενδύματα, είναι αθλιότεροι και από τους επαίτες των στενωπών, οι οποίοι έχουν ένα σάκο και σώματα ακρωτηριασμένα και περιβεβλημένα ράκη· αυτοί που περιπατούν με μεγαλοπρέπεια στην αγορά είναι δυστυχέστεροι από τους επαίτες εκείνους, οι οποίοι βαδίζουν στις συνοικίες, εισέρχονται στις αυλές των οικιών, φωνάζουν από κάτω και επαιτούν· διότι αυτοί μεν ανυμνούν τον Θεό και λέγουν λόγια ευσπλαχνίας και φιλοσοφίας πολλής, για τούτο και τους ευσπλαχνιζόμαστε και τους δίνουμε ελεημοσύνη και ουδέποτε τους κατηγορούμε. Εκείνοι όμως που πλουτίζουν κακώς εκστομίζουν λόγους ωμότητας και απανθρωπιάς, αρπαγής και σατανικής επιθυμίας, και για τον λόγο αυτόν είναι από όλους μισητοί και καταγέλαστοι.
Πρόσεξε επίσης το εξής: Τι θεωρούν όλοι οι άνθρωποι ότι είναι αισχρό, το να ζητεί κανείς να λάβει από τους πλουσίους ή από τους απόρους; Νομίζω ότι στα πάντα είναι φανερό ότι είναι αισχρό να ζητεί κανένας να λάβει κάτι από τους απόρους συνανθρώπους του. Τούτο λοιπόν κάνουν οι πλούσιοι, διότι δεν θα τολμούσαν να προσέλθουν στους πλουσιότερους, ενώ οι επαίτες ζητούν ελεημοσύνη από τους εύπορους· διότι ο επαίτης δεν θα ζητήσει από τον επαίτη, αλλά από τον εύπορο, ενώ ο πλούσιος κατασπαράσσει τον πτωχό.
Πες μου επίσης, τι είναι αξιοπρεπέστερο, το να λάβει κανείς κάτι από ανθρώπους με τη θέλησή τους, που χρεωστούν ευγνωμοσύνη ή το να αναγκάζει και να ενοχλεί ανθρώπους που δεν θέλουν να του δώσουν; Αλλά και τούτο το κάνουν οι πλούσιοι. Οι μεν πτωχοί δηλαδή λαμβάνουν από ανθρώπους, οι οποίοι θέλουν να προσφέρουν και οι οποίοι χρεωστούν ευγνωμοσύνη, ενώ οι πλούσιοι λαμβάνουν από ανθρώπους που δεν θέλουν και είναι πρόθυμοι να δώσουν, πράγμα το οποίο είναι απόδειξη μεγαλύτερης πενίας. Εφόσον δηλαδή ούτε σε πρόγευμα θα ήθελε κανείς να πάει, εάν αυτός που τον καλούσε δεν αισθανόταν οικειότητα προς τον καλούμενο, πώς είναι καλό να λάβει κανείς χρήματα εκβιαστικά; Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αποστρεφόμαστε τους σκύλους και δεν αποφεύγουμε εκείνους που γαβγίζουν, διότι με την πολλή επιμονή τους να μένουν πλησίον μας μάς εκβιάζουν;
Αυτό το κάνουν και οι πλούσιοι. Αλλά είναι αξιοπρεπέστερο, η προσφορά να συνυπάρχει με φόβο. Τούτο όμως που συμβαίνει είναι το αισχρότερο όλων, διότι αυτός που κάνει τα πάντα, για να λάβει κάτι, δεν θα είναι ο γελοιωδέστερος όλων; Και πράγματι, πολλές φορές από φόβο προς τους σκύλους εγκαταλείψαμε ό,τι έχουμε μαζί μας. Πες μου επίσης τι είναι αισχρότερο, να ζητεί να λάβει κάποιος περιβεβλημένος ράκη ή φορώντας μεταξωτά ενδύματα; Όταν δηλαδή κάποιος πλούσιος περιποιείται πτωχούς γέροντες, για να λάβει την περιουσία τους, ενώ εκείνοι έχουν δικά τους παιδιά, είναι άξιος καμίας συγνώμης; Και αν θέλετε, ας εξετάσουμε και τα ίδια τα λόγια, τι λέγουν οι πλούσιοι, όταν επαιτούν, και τι λέγουν οι πτωχοί.
Τι λέγει λοιπόν ο πτωχός; Λέγει ότι εκείνος που δίδει ελεημοσύνη ποτέ δεν θα στερηθεί ό,τι δίδει από αυτά που του χάρισε ο Θεός, ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και ότι θα του ανταποδώσει περισσότερα· και όλα αυτά είναι λόγια φιλοσοφίας και παραινέσεως καις συμβουλής, διότι σε βοηθεί να δεις προς τον Κύριο και σου αφαιρεί τον φόβο της μελλούσης πενίας· επομένως είναι δυνατόν κανείς να δει πολλή διδασκαλία στα λόγια των επαιτών.
Τι είδους όμως είναι τα λόγια των πλουσίων; Είναι λόγια χοίρων και σκύλων και λύκων και των άλλων θηρίων. Δηλαδή, άλλοι μεν από αυτούς συνεχώς συζητούν περί τραπεζών και τροφών και καρυκευμάτων και οίνου πάσης προελεύσεως και περί μύρων και ιματίων και της άλλης ασωτίας, άλλοι δε συζητούν περί τόκων και δανεισμών και επινοούν την ύπαρξη βιβλίων λογαριασμών και αναφέρουν αφόρητο όγκο χρεών, τα οποία κληρονόμησαν από τους πατέρες ή παππούδες τους, και έτσι αφαιρούν από άλλον μεν την οικία του, από άλλον τον αγρό του, από άλλον τον δούλο του και όλα τα υπάρχοντά του.
Τι να αναφέρει κανείς τις διαθήκες, οι οποίες έχουν γραφεί με μαύρο αίμα; Αφού δηλαδή παρουσιάσουν ότι διατρέχουν αφόρητο κίνδυνο ή αφού καταγοητεύσουν με μερικές μικρές υποσχέσεις, όσους δουν να έχουν μικρή περιουσία, συνήθως τους πείθουν να αδιαφορήσουν μεν για όλους τους συγγενείς τους, που πολλές φορές υποφέρουν από πενία, και αντί εκείνων να κληροδοτήσουν σε αυτούς την περιουσία τους. Αυτά λοιπόν ποιων θηρίων μανία και αγριότητα δεν κρύπτουν;
Για τούτο, σας παρακαλώ, ας αποφύγουμε κάθε πλούτο αυτού του είδους, που είναι αισχρός και γεμάτος από φόνους και ας αποκτήσουμε τον πνευματικό πλούτο και ας επιζητήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών· διότι εκείνοι που έχουν αυτούς, εκείνοι είναι οι πλούσιοι, εκείνοι είναι οι εύποροι που απολαμβάνουν όλων των αγαθών και της επιγείου και της αιωνίου ζωής. Εκείνος δηλαδή που θέλει να είναι πτωχός κατά τον λόγο του Θεού βρίσκει ανοικτές τις οικίες όλων· διότι σε εκείνον, ο οποίος δεν έχει τίποτε χάριν του Θεού, ο καθένας είναι δυνατόν να προσφέρει τα υπάρχοντά του· για εκείνον όμως ο οποίος θέλει να έχει με αδικία έστω και ολίγα, συνήθως κλείνονται οι θύρες όλων.
Για να αποκτήσουμε λοιπόν και τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά, ας προτιμήσουμε τον σταθερό πλούτο, την αθάνατη ευπορία· μακάρι όλοι εμείς να την αποκτήσουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Α΄ Προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΙΒ΄ και ΙΓ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 18, σελίδες 327-329 και 354-379 αντίστοιχα.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ.17, 14-23]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ
«Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι(:Και όταν κατέβηκαν από το όρος της Μεταμορφώσεως και ήλθαν προς το πλήθος, πλησίασε Αυτόν ένας άνθρωπος, που γονάτισε εμπρός Του και είπε: “Κύριε, σπλαχνίσου το παιδί μου, διότι σεληνιάζεται, ταλαιπωρείται και υποφέρει άσχημα, αλλά και κινδυνεύει τον έσχατο κίνδυνο· διότι πολλές φορές πέφτει στη φωτιά και πολλές φορές στο νερό, και κινδυνεύει έτσι να καεί ή να πνιγεί. Και έφερα αυτόν προς τους μαθητές Σου με την παράκληση να τον θεραπεύσουν και αυτοί δεν μπόρεσαν να του χαρίσουν την θεραπεία”)»[Ματθ.17,14-16].
Αυτόν τον άνθρωπο η Γραφή μάς τον παρουσιάζει πάρα πολύ ασθενή ως προς την πίστη· και τούτο είναι φανερό από πολλά σημεία, και από αυτό το οποίο είπε ο Χριστός: «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι (:Εάν εσύ μπορείς να πιστέψεις, θα γίνει ό,τι καλό επιθυμείς, επειδή σε εκείνον που πιστεύει όλα είναι δυνατά)»[Μάρκ.9,23] και από αυτό το οποίο είπε ο πατέρας αυτός που προσήλθε στον Κύριο: «Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ (:Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύναμη να με βοηθήσεις. Βοήθησέ με να απαλλαγώ απ’ την ολιγοπιστία μου και αναπλήρωσε εσύ την έλλειψη της πίστεώς μου)»[Μάρκ.9,24]· και από το να διατάξει ο Χριστός τον δαίμονα να μην εισέλθει πλέον σε αυτόν· και από το να πει πάλι ο άνθρωπος στον Χριστό: «Εἴ τι δύνασαι(:Εάν μπορείς να κάνεις κάτι)»[Μάρκ.9,22].
«Και γιατί κατηγορεί τους μαθητές», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, «εάν η απιστία η δική του υπήρξε η αιτία του να μην εξέλθει ο δαίμονας από το παιδί του;». Για να δείξει ότι είναι δυνατόν σε αυτούς, εάν έχουν πίστη, να θεραπεύσουν πολλές φορές τους ασθενείς, ακόμη και αν αυτοί που επιζητούσαν τη θεραπεία για τους δικούς τους δεν είχαν οι ίδιοι την απαραίτητη πίστη· διότι όπως ακριβώς αρκούσε πολλές φορές η πίστη αυτού που προσέρχονταν στο να λάβει βοήθεια και από μικρότερο ως προς το αξίωμα ακόμη, έτσι πολλές φορές υπήρξε αρκετή η δύναμη και η πίστη αυτών που διενεργούσαν τις θαυματουργικές θεραπείες, στο να θαυματουργήσουν και χωρίς να πιστεύουν οι προσευχόμενοι.
Οι θείες Γραφές πιστοποιούν και τα δύο αυτά· διότι και όσοι βρίσκονταν κοντά στον Κορνήλιο[Πράξ. 10,1 κ.ε.] εξαιτίας της πίστεώς τους προσείλκυσαν τη θεία χάρη· και ακόμη και στην περίπτωση του Ελισαίου, χωρίς κανείς να πιστέψει, αναστήθηκε ένας νεκρός· διότι εκείνοι οι οποίοι έριξαν το νεκρό σώμα μέσα στον τάφο του προφήτη Ελισαίου, όχι εξαιτίας της πίστεως, αλλά εξαιτίας της δειλίας τους το έριξαν απλώς και ως έτυχε, επειδή φοβήθηκαν τον βασανισμό για τον φόνο που είχε γίνει και έφυγαν· και αυτός που ρίχτηκε εκεί μέσα στον τάφο του Ελισαίου είχε πεθάνει και από μόνης της δύναμης του αγίου σώματος του προφήτη αναστήθηκε ο νεκρός[βλ. Δ΄Βασ. 13,20-21:«Καὶ ἀπέθανεν Ἑλισαιέ, καὶ ἔθαψαν αὐτόν. καὶ μονόζωνοι Μωὰβ ἦλθον ἐν τῇ γῇ ἐλθόντος τοῦ ἐνιαυτοῦ· καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῤῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ Ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ(:Ο Ελισαίος πέθανε και τον ενταφίασαν. Κατά το επόμενο έτος εισέβαλαν στην χώρα των Ισραηλιτών επιδρομείς Μωαβίτες. Ενώ λοιπόν οι Ισραηλίτες έθαπταν ένα νεκρό, φάνηκαν από μακριά ερχόμενοι οι επιδρομείς Μωαβίτες. Κατελήφθησαν από τρόμο οι Ισραηλίτες και έριξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοικτό τάφο του Ελισαίου και τράπηκαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγιξε τα οστά του Ελισαίου, ανέζησε και ανορθώθηκε στα πόδια του)»].Επομένως είναι φανερό ότι στην περίπτωση αυτήν οι μαθητές φάνηκαν ασθενείς στην πίστη, αλλά όχι όλοι· διότι οι στύλοι[δηλαδή ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Ο πατέρας εκείνος έφερε τον ασθενή του υιό στους άλλους μαθητές, όταν οι τρεις μαθητές βρίσκονταν στο όρος της Μεταμορφώσεως] δεν παρευρίσκονταν εκεί.
Αλλά και από την άλλη πλευρά πρόσεχε και την αγνωμοσύνη του ανθρώπου αυτού, πώς δηλαδή συναντά τον Ιησού ενώπιον του λαού και ομιλεί εναντίον των μαθητών Του λέγοντας ότι «καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι(:και έφερα αυτόν προς τους μαθητές Σου με την παράκληση να τον θεραπεύσουν και αυτοί δεν μπόρεσαν να του χαρίσουν τη θεραπεία)».
Ωστόσο, ο Χριστός, απαλλάσσοντας τους μαθητές από τις κατηγορίες ενώπιον του λαού, επιρρίπτει σε εκείνον τη μεγαλύτερη ευθύνη: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν;(: Ω γενεά άπιστη και διεστραμμένη από την κακία! Έως πότε θα είμαι μαζί σας; Έως πότε θα σας ανέχομαι;)»[Ματθ.17,17], μη απευθυνόμενος μόνο στο πρόσωπο του πατέρα, για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τον άνθρωπο αυτόν, αλλά και σε όλους τους Ιουδαίους· διότι φυσικό ήταν να σκανδαλιστούν πολλοί από τους παρόντες και να σκεφτούν περί των μαθητών πράγματα που δεν άρμοζαν. Και όταν λέγει «έως πότε θα είμαι μαζί σας;», αποδεικνύει πάλι ότι είναι ευπρόσδεκτος σε Αυτόν ο θάνατος και κάτι το επιθυμητό, και λίαν αγαπητή η αναχώρηση από αυτήν τη ζωή· και ότι όχι το να σταυρωθεί, αλλά το να είναι μαζί τους είναι βαρύ.
Αλλά όμως δεν σταμάτησε μόνο στις κατηγορίες, αλλά τι λέγει; «Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε(:Φέρετέ μου αυτόν εδώ)». Και ο Ίδιος ρωτά τον πατέρα για πόσο χρόνο είναι ο υιός του ασθενής, και τους μαθητές δικαιολογώντας, και εκείνον οδηγώντας σε καλή ελπίδα, και στο να πιστέψει, ότι θα απαλλαγεί από το κακό. Και αφήνει τον νέο να σπαράζει ακόμη, όχι προς επίδειξη (καθόσον και τον επιτίμησε επειδή συγκεντρωνόταν πολύ πλήθος) αλλά για αυτόν τον πατέρα, ώστε όταν δει το δαιμόνιο να ταράσσεται εξαιτίας του ότι προσκλήθηκε και μόνο ενώπιον του Χριστού, έτσι τουλάχιστον να οδηγηθεί στην πίστη για το επικείμενο θαύμα. Επειδή λοιπόν εκείνος είπε ότι «παιδιόθεν(:από την παιδική του ηλικία)»[Μάρκ.9,21] και ότι «εάν μπορείς, βοήθησέ με», ο Χριστός λέγει «σε εκείνον που πιστεύει όλα είναι δυνατά»[Μάρκ.9,22-23], επιρρίπτοντας πάλι την κατηγορία σε αυτόν.
Και όταν μεν ο λεπρός έλεγε «Κύριε, ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι(:Κύριε, πιστεύω ότι, εάν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα)»[Λουκ.5,12], μαρτυρώντας με τα λόγια του αυτά τη δύναμη του Κυρίου, ο Χριστός για να επιβεβαιώσει το λεχθέν και να τον επαινέσει έλεγε: «Θέλω, καθαρίσθητι (:Θέλω να καθαριστείς από τη λέπρα, καθαρίσου)»[Λουκ. 5,13]. Όταν όμως αυτός ο πατέρας δεν είπε τίποτε αντάξιο της δυνάμεώς Του με το να πει «εάν δύνασαι, βοήθησέ με», βλέπε πώς το διορθώνει, επειδή δεν ειπώθηκε καλώς. Τι λέγει λοιπόν; «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε όποιον πιστεύει»· αυτό σημαίνει: «Έχω τόσο μεγάλο πλούτο δυνάμεως και εξουσίας, ώστε μπορώ να καταστήσω ικανούς και άλλους να επιτελούν αυτά τα θαύματα. Επομένως εάν πιστεύεις όπως πρέπει», λέγει, «και ο ίδιος μπορείς να θεραπεύσεις και αυτόν και άλλους πολλούς».
Και αφού είπε αυτά, ελευθέρωσε τον δαιμονιζόμενο. Εσύ πάλι μην σκέπτεσαι μόνο από αυτό την πρόνοια και την ευεργεσία Του, αλλά και από τον χρόνο εκείνον κατά τον οποίο επέτρεψε την εντός του ανθρώπου παραμονή του δαίμονος· διότι εάν και τότε δεν εκδηλωνόταν στον νέο αυτόν σε τόσο μεγάλο βαθμό η πρόνοια του Θεού, θα είχε προ πολλού απολεσθεί. Καθόσον, όπως λέγει ο δυστυχής εκείνος πατέρας, «το δαιμόνιο ρίχνει τον γιο του άλλοτε στη φωτιά και άλλοτε στο νερό». Και εκείνος ο δαίμονας που αποτολμούσε τέτοια πράγματα σε βάρος του νέου αυτού, ασφαλώς και θα τον οδηγούσε στο θάνατο, εάν ο Θεός δεν του συγκρατούσε τη μεγάλη μανία με ισχυρό χαλινό· όπως ακριβώς συνέβη αυτό και στην περίπτωση των δύο εκείνων γυμνών (δαιμονιζομένων), οι οποίοι έτρεχαν στις ερήμους, και κατέκοπταν τα σώματά τους με πέτρες[Ματθ.8,28 κ.ε.].
Μη θορυβηθείς επίσης, εάν τον αποκαλεί «σεληνιαζόμενο», διότι η ονομασία αυτή ανήκει στον πατέρα του δαιμονιζόμενου. Πώς όμως ο Ευαγγελιστής λέγει ότι «καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς(:διαδόθηκε λοιπόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Και έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε)»[Ματθ.4,24].Τους ονομάζει έτσι στηριζόμενος στην αντίληψη των πολλών[κατά τη λαϊκή αντίληψη επί της ασθενείας αυτής ασκούν επίδραση οι φάσεις της σελήνης. Κάποιες μορφές της νόσου κατά την Αγία Γραφή οφείλονται στην επενέργεια των ακαθάρτων πνευμάτων]· διότι ο διάβολος για να διαβάλει το φυσικό στοιχείο, κάνει τους δαιμονιζόμενους να καταλαμβάνονται από κρίσεις και πάλι τους ελευθερώνει κατά τις περιστροφές της σελήνης· όχι διότι εκείνη επενεργεί, μη γένοιτο· αλλά ο διάβολος διαπράττει την κακουργία αυτήν, προς διαβολή του φυσικού στοιχείου. Γι’ αυτό και επικράτησε μεταξύ των ανόητων η εσφαλμένη αυτή αντίληψη, και εξαπατώμενοι αποκαλούν «σεληνιαζομένους» τους δαιμονιζόμενους.
«Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;(:Τότε οι μαθητές πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ιησού κα του είπαν: “Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το δαιμόνιο αυτό;” (Και αυτό το είπαν, διότι σε άλλες περιστάσεις είχαν εκδιώξει δαιμόνια)»][Ματθ. 17,19]. Σε εμένα φαίνονται ότι αγωνιούν και φοβούνται μην τυχόν έχασαν τη χάρη, την οποία τους είχε εμπιστευθεί ο Θεός· διότι έλαβαν εξουσία κατά δαιμόνων ακαθάρτων[Ματθ.10,8: «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε(:Και για να επιβεβαιώνεται το κήρυγμά σας, σας δίνω εξουσία και δύναμη να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να βγάζετε δαιμόνια. Τη χάρη αυτή της θαυματουργίας τη λάβατε δωρεάν, δωρεάν δώστε την και εσείς, χωρίς να παίρνετε χρήματα)»].Γι’ αυτό και ρωτούν, αφού Τον πλησίασαν ιδιαιτέρως, χωρίς να ντρέπονται (διότι εφόσον συνέβη ό,τι συνέβη, και ελέγχθηκαν, ήταν περιττό να ντρέπονται στο εξής να ομολογήσουν με τα λόγια την αδυναμία τους), αλλά επειδή επρόκειτο να Τον ρωτήσουν περί μυστικού και μεγάλου πράγματος.
Τι είπε λοιπόν ο Χριστός; «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν(:Επειδή σας λείπει η πίστη· διότι αληθινά σας λέω, εάν έχετε πίστη θερμή και δυνατή σαν το μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό, πήγαινε από εδώ εκεί, και θα μετακινηθεί. Και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο σε σας)»[Ματθ.17,20].
Εάν όμως ρωτάς «σε ποια περίπτωση μετακίνησαν όρος;», θα σου απαντήσω ότι πραγματοποίησαν πολύ μεγαλύτερα θαύματα, ανασταίνοντας μυρίους νεκρούς· διότι δεν είναι ίσο το να μετακινήσεις όρος και να διώξεις τον θάνατο από ένα νεκρό σώμα. Αναφέρονται δε μετά τους αποστόλους ως άγιοι μερικοί πολύ μικρότεροι ως προς το αξίωμα από εκείνους, οι οποίοι και όταν παρέστη ανάγκη να μετακινήσουν όρη, τα μετακίνησαν[Και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός σε κήρυγμά του για τη δύναμη της πίστεως, μάς αναφέρει για τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωακείμ(1487-1563),ότι επιτέλεσε παρόμοιο θαύμα:«… Εις την Αλεξάνδρειαν ήτον ένας Πατριάρχης, το όνομά του Ιωακείμ, αγιότατος άνθρωπος, σοφός και ενάρετος. Ακούγοντας ο βασιλεύς τον Πατριάρχην πως ήτον άγιος άνθρωπος, τον αγάπα κατά πολλά. Λέγει ο Εβραίος του βασιλέως: ‘’Κάτι πολλήν αγάπην έχεις με τον Πατριάρχην’’. Του λέγει ο Βασιλεύς: ‘’ο Ιωακείμ, ο Πατριάρχης, είναι καλός, δίκαιος άνθρωπος’’. Του λέγει ο Εβραίος, σαν βεζύρης οπού ήτον: ‘’Κράξε, Βασιλεύ, τον Πατριάρχην να έλθη’’. ..Λέγει ο Εβραίος του Πατριάρχου:’’ Τι θέλομεν να φιλονικώμεν; Εγώ ακούω, οπού λέγει ο Χριστός σας εις το ευαγγέλιον πως όποιος έχει πίστιν όσον με ένα σπυρί σινάπι μετατοπά ένα βουνό από τον τόπον του και πηγαίνει σ’ άλλο μέρος’’. Λέγει ο Πατριάρχης: ‘’Αληθινά, έτσι το λέγει το ευαγγέλιον’’. Λέγει του ο Εβραίος: ‘’λοιπόν, αν είσαι άξιος, πρόσταξε και συ να σηκωθή από τον τόπον του το βουνό και τότε να πιστεύσω’’. ….Ήτον ένα βουνό από την Αίγυπτον έως τρεις ώρες μακριά. Λέγει ο Εβραίος: ‘’Βασιλέα, πρόσταξε τον Πατριάρχη να σηκώση εκείνο το βουνό να πιστεύσωμεν και εμείς’’. Τότε πιάνει ο Πατριάρχης και θυμιάζει από μακριά εκείνο το βουνό και κάμνοντας τον Σταυρόν του τρεις φορές, λέγοντας και το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. ‘’Σε προστάζω εσέ βουνό να σηκωθής και να έρθης εδώ’’. Και, ω του θαύματος! Ευθύς εσηκώθη εκείνο το βουνό και έγινε τρία, εις τύπον της Αγίας Τριάδος, και εκίνησε και ερχόταν. Φωνάζει ο βασιλεύς και λέγει: ‘’για το όνομα του Θεού! Βοήθησέ μας και εχαθήκαμε!’’. Ερχόταν απάνω τους το βουνό. Και κάνοντας πάλιν δέησιν ο Πατριάρχης εστάθη το βουνό έως έξι μίλια μακριά από την Αίγυπτον και το ωνόμασαν Ντουρ νταγ· θέλει να ειπή: « στάσου βουνό πάλιν».Ο Εβραίος δεν επίστευσεν και λέγει: ‘’Πάλιν λέγει το Ευαγγέλιον πως όποιος έχει πίστιν, ανίσως και τύχη ανάγκη να πιή θανάσιμον φαρμάκι, δεν αποθαίνει. Λοιπόν πρόσταξε τον Πατριάρχην να του κάμω ένα φαρμάκι να το πίη’’… Ο Εβραίος παρεσκεύασε ιδίαις χερσίν ένα φαρμάκι, το οποίο μόνο να το ήγγιζες στα χείλη θα απέθνησκες. Ο Πατριάρχης ήπιε όλο το ποτήρι και δεν έπαθε τίποτε. Και λέγει τώρα στον βασιλιά: «Πες του να ξεπλύνη τώρα το ποτήρι και να πιη το ξέπλυμα». Και μόλις το ήπιε ο Εβραίος πέθανε μπροστά σε όλους!»].
Επομένως είναι φανερό ότι και οι απόστολοι θα τα μετακινούσαν εάν παρίστατο ανάγκη. Και εάν τότε δεν παρέστη τέτοια ανάγκη, μην κατηγορείς. Εξάλλου και ο Χριστός δεν είπε ότι «οπωσδήποτε θα μετακινήσετε όρη, αλλά θα μπορέσετε να πράξετε και αυτό». Αν όμως δεν μετακίνησαν όρη (τούτο συνέβη όχι διότι δεν μπόρεσαν – πώς ήταν δυνατόν αφού κατόρθωσαν τα μεγαλύτερα) αλλά επειδή δεν θέλησαν, για το ότι δεν παρέστη ανάγκη. Φυσικό επίσης ήταν και να έχει συμβεί αυτό, και να μην έχει γραφεί· καθόσον δεν έγραψαν οι Ευαγγελιστές όλα τα θαύματα που επιτελέστηκαν από τους μαθητές του Κυρίου. Αλλά βέβαια τότε ήσαν ακόμη πολύ ατελείς πνευματικά.
Τι λοιπόν; Δεν είχαν τότε ούτε αυτήν την πίστη, δηλαδή σαν το σπόρο του σιναπιού; Και βέβαια δεν την είχαν· διότι δεν ήσαν πάντοτε οι ίδιοι· για τούτο και ο Πέτρος άλλοτε μεν μακαρίζεται από τον Κύριο, άλλοτε όμως επιτιμάται. Αλλά και οι υπόλοιποι μαθητές κατηγορούνται από τον Κύριο για πνευματική ατέλεια, όταν δεν αντιλήφθηκαν τον λόγο Του σχετικά με τη ζύμη[βλ. Ματθ.16,6-12].Συνέβη λοιπόν και τότε να φανούν πνευματικά αδύνατοι· διότι ήσαν πνευματικά πάρα πολύ ατελείς πριν από τη σταύρωσή Του. Στην περίπτωση μάλιστα αυτήν ‘’πίστη’’ εννοεί εκείνη με την οποία μπορούσαν να κάνουν θαύματα και αναφέρει τον κόκκο του σιναπιού, για να φανερώσει την απερίγραπτη δύναμη της πίστεως· διότι μολονότι το σινάπι φαίνεται ως προς το μέγεθος μικρό, όμως έχει την πιο μεγάλη δύναμη από όλα. Για να δείξει λοιπόν ότι και ελάχιστη ακόμη, αλλά γνήσια πίστη, μπορεί μεγάλα πράγματα να επιτύχει, ανέφερε το σινάπι· και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά πρόσθεσε και όρη και προχώρησε ακόμη περισσότερο· διότι, λέγει «τίποτε δεν θα σας είναι αδύνατο».
Εσύ όμως θαύμασε από όλα αυτά και τη φιλοσοφία τους και τη δύναμη του Πνεύματος. Την μεν φιλοσοφία τους, επειδή δεν έκρυψαν το ελάττωμά τους, ενώ τη δύναμη του Πνεύματος, διότι τόσο πολύ αναβίβασε, σιγά σιγά, εκείνους που δεν είχαν πίστη ούτε σαν τον κόκκο του σιναπιού, ώστε να πηγάσουν από αυτούς ποταμοί και πηγές πίστεως.
«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ(:Αυτό όμως το είδος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει καταληφθεί από αυτό, παρά μόνο με προσευχή που συνοδεύεται και με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].
Με τα λόγια αυτά ο Κύριος εννοούσε όχι μόνο τους δαίμονες που κατέχουν τους σεληνιαζομένους, αλλά όλο το γένος των δαιμόνων. Βλέπεις πως τώρα με τα λόγια Του αυτά τους προετοιμάζει για να ακούσουν τα σχετικά με τη νηστεία; Μη μου αναφέρεις βέβαια τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που ορισμένοι εξέβαλαν δαιμόνια και χωρίς νηστεία. Εάν όμως θελήσει κάποιος να το προβάλει αυτό και για εκείνους που επιτιμούν ένα και ενδεχομένως και δύο, αλλά όμως είναι αδύνατον, κάποιος που πάσχει και κάνει τρυφηλή ζωή, να απαλλαγεί κάποτε από αυτήν τη μανία· διότι αυτός που υποφέρει από αυτήν την ασθένεια, αυτός κατεξοχήν έχει ανάγκη από αυτό το πράγμα. «Αλλά όμως», θα πει κάποιος, «εάν έχουμε πίστη, τι χρειάζεται η νηστεία;». Χρειάζεται επειδή και η νηστεία μαζί με την πίστη προσφέρει πολύ μεγάλη δύναμη. Καθόσον προσφέρει πολλή ευσέβεια στον άνθρωπο και τον μεταβάλλει από άνθρωπο σε άγγελο και τον κάνει να αγωνίζεται εναντίον των ασωμάτων δυνάμεων. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει μόνη της, αλλά χρειάζεται και προσευχή και μάλιστα η προσευχή κατέχει την πρώτη θέση.
Πρόσεχε λοιπόν πόσα είναι τα αγαθά που προέρχονται από αυτές τις δύο αρετές· διότι αυτός που προσεύχεται και νηστεύει όπως πρέπει, δεν χρειάζεται πολλά πράγματα, και αυτός που δεν χρειάζεται πολλά πράγματα, δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει φιλοχρήματος και αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, είναι περισσότερο πρόθυμος για ελεημοσύνη. Αυτός που νηστεύει είναι απαλλαγμένος από βάρη, έχει πτερά και προσεύχεται με καθαρή καρδιά, σβήνει τις πονηρές επιθυμίες και εξευμενίζει τον Θεό και ταπεινώνει την υπερηφανευόμενη ψυχή του.
Για τον λόγο αυτόν και οι Απόστολοι σχεδόν πάντοτε νήστευαν. Αυτός που προσεύχεται και νηστεύει έχει διπλές φτερούγες, πιο ελαφρές και από τους ίδιους τους ανέμους· διότι δεν χασμουριέται κατά την ώρα της προσευχής, ούτε τεντώνεται, ούτε βυθίζεται σε ύπνο–πράγμα που το παθαίνουν οι περισσότεροι- αλλά έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη φωτιά και είναι ανώτερος από τα γήινα πράγματα. Και για τον λόγο αυτόν ο άνθρωπος αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός και πολέμιος των δαιμόνων· καθόσον τίποτε δεν υπάρχει πιο δυνατό από τον άνθρωπο εκείνο που η προσευχή του είναι ειλικρινής· διότι εάν γυναίκα κατόρθωσε να κάμψει κάποιον άρχοντα που δεν φοβόταν ούτε τον Θεό, ούτε και τον άνθρωπο ντρεπόταν, πολύ πιο εύκολα θα προσελκύσει τον Θεό εκείνος που επιμένει διαρκώς στην προσευχή του προς Αυτόν και εξουσιάζει την κοιλιά του και αποφεύγει την τρυφηλή ζωή.
Εάν όμως το σώμα σου είναι ασθενές, ώστε να μην μπορείς να νηστεύεις συνεχώς, αλλά όμως δεν είναι ασθενές και για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει και την κοιλιά· διότι εάν δεν μπορείς να νηστεύεις, όμως μπορείς να μην κάνεις τρυφηλή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγμα, ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικανό και αυτό να καταβάλει την μανία του διαβόλου· καθόσον τίποτε δεν είναι τόσο αγαπητό στον δαίμονα εκείνο, όσο η τρυφηλή ζωή και η μέθη, διότι είναι η πηγή και η μητέρα όλων των κακών.
«Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα(:Και ενώ αυτοί περιόδευαν στη Γαλιλαία, τους είπε ο Ιησούς: “Ο Yιός του ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί πολύ σύντομα σε χέρια ανθρώπων, και θα Tον θανατώσουν, και την τρίτη ημέρα από τον θάνατό Tου θα αναστηθεί”. Και οι μαθητές λυπήθηκαν πάρα πολύ)»[Ματθ.17,22-23].
Για να μην αναρωτιούνται λοιπόν για ποιο λόγο μένουν συνεχώς εκεί, Τους ομιλεί και πάλι για το πάθος Του· αυτό ακριβώς ακούγοντας δεν ήθελαν να δουν τα Ιεροσόλυμα. Πρόσεχε λοιπόν πως μολονότι και ο Πέτρος επιτιμήθηκε, και συνομίλησαν με Αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας περί του πράγματος αυτού, και ονόμασαν δόξα τον θάνατό Του, και άφησε ο Πατήρ Του από τον ουρανό να ακουστεί η φωνή Του[Λουκά 9,30-36: «Καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας, οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ ἣν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ. Ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ· διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν Ἰησοῦν· ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη καὶ ἐπεσκίασεν αὐτούς· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν ἐκείνους εἰς τὴν νεφέλην· καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε. Καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος. Καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν καὶ οὐδενὶ ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν(:Και ιδού δύο άνδρες συνομιλούσαν μαζί Του. Και αυτοί ήσαν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με δόξα και έλεγαν για την έξοδό Του, για την αναχώρησή Του από τον κόσμο αυτό, την οποία σύμφωνα με τις προφητείες έμελλε να εκπληρώσει στην Ιερουσαλήμ. Ο δε Πέτρος και οι δύο άλλοι μαθητές είχαν καταληφτεί από βαρύ ύπνο. Όταν όμως ξύπνησαν, είδαν την δόξα Του και τους δύο άνδρες, που στέκονταν μαζί Του. Και συνέβη, όταν οι δύο άνδρες ετοιμάζονταν να χωριστούν από τον Ιησού, είπε ο Πέτρος προς Αυτόν: “Διδάσκαλε, είναι καλά να μένουμε εδώ· ας κάνουμε τρεις σκηνές, μία για Εσένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία”. Και τα έλεγε αυτά, χωρίς να καταλαβαίνει καλά-καλά, τι είναι αυτό που έλεγε. Ενώ λοιπόν ο Πέτρος έλεγε αυτά, ήλθε ένα σύννεφο και τους σκέπασε. Και φοβήθηκαν ο Πέτρος και οι δύο άλλοι μαθητές, όταν ο Ιησούς και οι δύο προφήτες εισήλθαν στην παράδοξη εκείνη νεφέλη, η οποία ήταν σημείο της παρουσίας του Θεού, όπως και άλλοτε στο όρος Σινά. Και ακούστηκε φωνή από την νεφέλη, η οποία έλεγε: “Αυτός είναι ο μονογενής Υιός μου, ο κατεξοχήν αγαπητός, που Τον έστειλα Σωτήρα του κόσμου. Αυτόν να ακούτε”. Και αφού έγινε αυτή η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος· και οι τρεις μαθητές κράτησαν σιγή για το γεγονός και σε κανέναν εκείνες τις μέρες δεν ανακοίνωσαν τίποτε από όσα είδαν)»], και τόσα θαύματα έγιναν, και βρισκόταν προ των θυρών η Ανάστασή Του (διότι δεν είπε ότι θα μείνει επί πολύ χρόνο στον θάνατο, αλλά είπε ότι θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα), ούτε και έτσι μπόρεσαν να υποφέρουν το πράγμα, αλλά λυπήθηκαν· και όχι απλώς λυπήθηκαν, αλλά σε βαθμό υπερβολικό.
Και συνέβη αυτό επειδή δεν ήσαν σε θέση ακόμη να αντιληφθούν τη δύναμη των όσων λέγονταν. Και ακριβώς αυτό υπαινισσόμενοι ο Μάρκος και ο Λουκάς έλεγαν· ο Μάρκος ότι: «Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι(:αυτοί όμως δεν καταλάβαιναν τον λόγο αυτό για την ανάσταση και απέφευγαν να Του ζητήσουν εξηγήσεις επειδή φοβούνταν μήπως ακούσουν απ’ Αυτόν κάτι άλλο πιο δυσάρεστο ή και επιτιμήσεις· διότι δεν είχαν ακόμη καταλάβει αυτό για το οποίο τους είχε μιλήσει επανειλημμένα)»[Μάρκ.9,32], ενώ ο Λουκάς ότι: «Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ᾿ αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό, καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι αὐτὸν περὶ τοῦ ῥήματος τούτου(:Αυτοί όμως δεν κατάλαβαν ποια σημασία είχαν αυτά τα λόγια Του˙ το νόημά τους παρέμενε κρυμμένο απ’ αυτούς, για να μην το κατανοήσουν· διότι δεν ήταν ακόμη καιρός να φωτίσει ο Θεός τον νου τους για να κατανοούν τις Γραφές. Εάν το κατανοούσαν παράκαιρα, ήταν επόμενο να κυριεύονται από διαρκή κατήφεια και αποθάρρυνση. Και από ευλάβεια φοβούνταν να Τον ρωτήσουν και δεν είχαν το θάρρος να Του ζητήσουν εξηγήσεις για τα λόγια Του αυτά)»[Λουκ.9,45].
Αλλά όμως εάν δεν εννόησαν τη σημασία του λόγου αυτού πώς τότε λυπήθηκαν; Διότι δεν τους ήταν όλα άγνωστα, αλλά το ότι επρόκειτο να πεθάνει το γνώριζαν, διότι το άκουγαν συνέχεια αυτό, τι τέλος πάντων όμως ήταν αυτός ο θάνατος και ότι θα πάψει πολύ γρήγορα η ισχύς του και ότι θα επιφέρει αμέτρητα αγαθά, αυτό δεν το γνώριζαν ακόμη με απόλυτη ακρίβεια· ακόμη δεν γνώριζαν ούτε και αυτή η Ανάστασή Του τι τέλος πάντων ήταν, αλλά την αγνοούσαν και αυτήν. Για τον λόγο αυτό λυπούνταν· καθόσον ήταν μεγάλη η αφοσίωσή τους προς τον Διδάσκαλό τους.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλίες ΝΖ΄και ΝΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 17-31 και 40-43.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 103- 109 και σελ. 115-116.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΤΡΥΦΗΛΗΣ ΖΩΗΣ
Εάν το σώμα σου είναι ασθενές, ώστε να μην μπορείς να νηστεύεις συνεχώς, αλλά όμως δεν είναι ασθενές και για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει και την κοιλιά· διότι εάν δεν μπορείς να νηστεύεις, όμως μπορείς να μην κάνεις τρυφηλή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγμα, ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικανό και αυτό να καταβάλει την μανία του διαβόλου· καθόσον τίποτε δεν είναι τόσο αγαπητό στον δαίμονα εκείνο, όσο η τρυφηλή ζωή και η μέθη, διότι είναι η πηγή και η μητέρα όλων των κακών.
Με αυτήν λοιπόν κάποτε οδήγησε τους Ισραηλίτες στην ειδωλολατρία και με αυτήν παρέσυρε τους Σοδομίτες σε παράνομους έρωτες. Διότι λέγει: « Πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς. τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῇ καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῆς, καὶ χεῖρα πτωχοῦ καὶ πένητος οὐκ ἀντελαμβάνοντο(:Αλλά η παρανομία των Σοδόμων, της αδελφής σου αυτής πόλεως, ήταν η υπερηφάνεια. Μέσα στην αφθονία των άρτων και του οίνου και των υλικών αγαθών ζούσε αυτή και οι κωμοπόλεις της μία άσωτη και σπάταλη ζωή. Επιπλέον υπήρχε σε αυτήν και στις κωμοπόλεις της και σκληρότητα, διότι δεν έδιδαν σε απλωμένο χέρι του πτωχού και του πένητος καμία βοήθεια)»[Ιεζ.16,49]. Με αυτήν οδήγησε σε απώλεια πλήθος άλλων ανθρώπων και τους παρέδωσε στη γέενα.
Διότι ποιο κακό είναι αυτό που δεν το προξενεί η τρυφηλή ζωή; Κάνει τους ανθρώπους χοίρους και μάλιστα χειρότερους και από χοίρους· διότι ο μεν χοίρος κυλίεται μέσα στον βούρκο και τρέφεται με την κοπριά, ενώ αυτός που αγαπά τις απολαύσεις και την τρυφηλή ζωή κάθεται και τρώγει σε τραπέζι που είναι πιο βρωμερό και από εκείνο του χοίρου, επινοώντας ανήθικες συνουσίες και παράνομους έρωτες. Ο άνθρωπος αυτού του είδους δεν διαφέρει σε τίποτε από τον δαιμονιζόμενο, διότι κατά τον ίδιο τρόπο διαπράττει αναισχυντίες και ενεργεί ως παράφρονας. Και τον μεν δαιμονιζόμενο, ακόμη και τον ελεούμε, ενώ αυτόν που είναι άνθρωπος των απολαύσεων τον αποφεύγουμε και τον αποστρεφόμαστε. Γιατί τέλος πάντων όλα αυτά; Διότι με τη θέλησή του φέρεται ως παράφρονας και το στόμα του, τα μάτια του και τη μύτη του κι όλα γενικώς, τα μεταβάλλει σε οχετό και αυλάκια ακαθαρσιών. Και αν θελήσεις να δεις και τον εσωτερικό του κόσμο, θα δεις και την ψυχή του να είναι σαν μέσα σε κάποια κακοκαιρία και παγωνιά παγωμένη και ναρκωμένη και να μην μπορεί σε τίποτε να ωφελήσει το σκάφος της λόγω της υπερβολικής κακοκαιρίας που την περιβάλλει.
Ντρέπομαι να αναφέρω τα κακά που παθαίνουν άντρες και γυναίκες από την τρυφηλή ζωή, τα αφήνω όμως στην συνείδησή τους που τα γνωρίζει λεπτομερέστερα· διότι τι υπάρχει αισχρότερο από γυναίκα που μεθά ή που παραφέρεται γενικώς; Και όσο ασθενέστερο είναι το σκεύος, τόσο πιο μεγάλο είναι το ναυάγιο, είτε αυτή είναι ελεύθερη, είτε είναι δούλη· διότι η μεν ελεύθερη διαπράττει ασχημοσύνες μπροστά στα μάτια των δούλων, ενώ η δούλη πάλι όμοια μεταξύ των δούλων και γίνονται αιτία να βλασφημούνται τα δώρα του Θεού από τους ανόητους.
Ακούω πάλι πολλούς που λέγουν, όταν συμβαίνουν αυτού του είδους τα πάθη, «μακάρι να μην υπήρχε ο οίνος». Πόσο μεγάλη αλήθεια ανοησία, πόσο μεγάλη παραφροσύνη… Άλλοι αμαρτάνουν και εσύ κατηγορείς τις δωρεές του Θεού; Πόση αλήθεια τρέλα αυτό δεν αποδεικνύει; Μήπως λοιπόν ο οίνος, άνθρωπέ μου, προξένησε αυτό το κακό; Όχι ο οίνος, αλλά η ακολασία αυτών που απολαμβάνουν αυτόν κακώς. Επομένως πες να μην υπάρχει μέθη, να μην υπάρχει τρυφηλή ζωή· εάν όμως επρόκειτο να πεις να μην υπάρχει οίνος, θα φτάσεις σιγά σιγά να πεις να μην υπάρχει σίδηρος, για να μην υπάρχουν φονιάδες, να μην υπάρχει νύκτα, για να μην υπάρχουν κλέφτες, να μην υπάρχει φως, για να μην υπάρχουν συκοφάντες, να μην υπάρχει γυναίκα, για να μη συμβαίνουν μοιχείες και γενικά θα τα καταργήσεις όλα.
Αλλά να μην σκέπτεσαι έτσι, διότι αυτή είναι σατανική σκέψη, ούτε να κατηγορείς τον οίνο, αλλά τη μέθη, και αφού πλησιάσεις αυτόν που μεθά, τότε που είναι νηφάλιος, περίγραψέ του όλη την ασχημοσύνη του και πες του ότι ο οίνος δόθηκε για να ευφραινόμαστε και όχι για να διαπράττουμε ασχημοσύνες, για να γελούμε και όχι για να γινόμαστε γελοίοι, για να μας χαρίζει υγεία και όχι για να ασθενούμε, για να θεραπεύσουμε την ασθένεια του σώματός μας, και όχι για να μας εξασθενίσει την ψυχή. Ο Θεός σε τίμησε με αυτό το δώρο· γιατί εσύ υβρίζεις τον εαυτόν σου με το να μην τον χρησιμοποιείς με μέτρο; Άκουσε τι λέγει ο Παύλος: «Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ’ οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας(: Να μην πίνεις πλέον μόνο νερό όταν τρως το φαγητό σου, αλλά να χρησιμοποιείς και λίγο κρασί για το στομάχι σου και τις συχνές ασθένειές σου)»[Α΄Τιμ.5,23]. Εάν λοιπόν εκείνος ο άγιος άνθρωπος, ο Τιμόθεος προς τον οποίο απευθυνόταν με την επιστολή του ο απόστολος Παύλος, δεν έπινε οίνο μέχρις ότου του το επέτρεψε ο διδάσκαλος, μολονότι επέφερε από ασθένεια και από πολλές άλλες την μίαν κατόπιν της άλλης αρρώστιες, ποιας συγχωρήσεως θα μπορούσαμε να τύχουμε εμείς που μεθούμε, ενώ είμαστε υγιείς;
Σε εκείνον μεν έλεγε: «Να χρησιμοποιείς λίγο οίνο για το στομάχι σου» ενώ στον καθένα από εσάς που μεθάτε θα πει: «Να χρησιμοποιείς λίγο οίνο, ώστε να αποφεύγεις τις πορνείες, τις συχνές αισχρολογίες και τις άλλες πονηρές επιθυμίες τις οποίες γεννά συνήθως η μέθη. Εάν όμως δεν θέλετε να τον αποφεύγετε για όλα αυτά, τουλάχιστον αποφεύγετέ τον για τις λύπες και τις αηδίες που πηγάζουν από αυτόν· διότι ο οίνος δόθηκε για να μας ευφραίνει· διότι λέγει ο Ψαλμωδός: «Οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου(:Ο οίνος ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου)»[Ψαλμ.103,15]· εσείς όμως καταστρέφετε και αυτήν την ιδιότητά του»· διότι ποια ευφροσύνη μάς προξενεί, όταν είμαστε εκτός εαυτού και υποφέρουμε από απείρους πόνους και όλα τα βλέπουμε να γυρίζουν άνω-κάτω και κατεχόμαστε από ζάλη, και χρειαζόμαστε, όπως ακριβώς εκείνοι που υποφέρουν από πυρετό, εκείνους που καταβρέχουν με έλαιο τις κεφαλές τους;
Τα λόγια μου αυτά δεν ειπώθηκαν για όλους, ή καλύτερα για όλους ειπώθηκαν. Όχι επειδή όλοι μεθούν· μη γένοιτο· αλλά επειδή δεν φροντίζουν για αυτούς που μεθούν εκείνοι που δεν μεθούν. Για τούτο και απευθύνομαι περισσότερο προς εσάς που είστε υγιείς· διότι και ο ιατρός, αφού αφήσει τους ασθενείς, συνομιλεί με εκείνους που κάθονται κοντά στους ασθενείς. Προς εσάς λοιπόν απευθύνω τον λόγο και σας παρακαλώ ούτε να αφήσετε ποτέ τον εαυτό σας να κυριευτεί από αυτό το πάθος, και να φροντίζετε εκείνους που κυριεύτηκαν από αυτό, ώστε να μη φαίνονται χειρότεροι και από τα ζώα· διότι εκείνα μεν δεν ζητούν τίποτε περισσότερο από αυτό που είναι αναγκαίο, ενώ αυτοί έχουν γίνει αλογότεροι και από εκείνα, καθόσον υπερβαίνουν τα όρια του μέτρου.
Πόσο καλύτερος λοιπόν είναι από αυτούς ο όνος; Πόσο επίσης είναι καλύτερος ο σκύλος; Καθόσον το καθένα από τα ζώα αυτά, αλλά και από όλα γενικώς τα άλλα, είτε είναι ανάγκη να φάγει είτε είναι ανάγκη να πιει, γνωρίζει ως όριο την αυτάρκεια και δεν προχωρεί πέρα από το αναγκαίο· και αν ακόμη άπειροι το εξαναγκάζουν, δε θα θελήσει να ξεπεράσει το μέτρο. Άρα λοιπόν εσείς είστε χειρότεροι και από τα άλογα ζώα, όχι μόνο σύμφωνα με τη λογική των υγιώς σκεπτόμενων ανθρώπων, αλλά και σύμφωνα με τη δική σας ακόμη λογική. Το ότι βέβαια θεωρείτε τους εαυτούς σας άξιους περισσότερης περιφρονήσεως από τους σκύλους και τους όνους, γίνεται φανερό από όλα αυτά· διότι τα μεν άλογα ζώα δεν τα εξαναγκάζεις να φάνε πέρα από την κανονική τροφή· και αν σε ρωτήσει κάποιος, «για ποιον λόγο;», θα του απαντήσεις για να μην τους προξενήσεις ζημία· για τον εαυτό σου όμως δεν λαμβάνεις ούτε αυτήν την πρόνοια. Έτσι θεωρείς τον εαυτό σου πιο ευτελή από εκείνα και τον αφήνεις αβοήθητο ώστε να υποφέρει διαρκώς.
Αλλά δεν υπομένεις τη βλάβη από τη μέθη μόνο κατά την ημέρα της μέθης, αλλά και μετά όταν περάσει η ημέρα εκείνη. Και όπως ακριβώς και αν ακόμη περάσει ο πυρετός, παραμένει η βλάβη από τον πυρετό, έτσι και όταν ακόμη περάσει η μέθη, η ζάλη από τη μέθη εξακολουθεί να επιδρά και στην ψυχή και στο σώμα. Και το μεν άθλιο σώμα βρίσκεται κάτω σε κατάσταση παραλυσίας, όπως ακριβώς το σκάφος που ναυάγησε, ενώ η ψυχή αυτού που είναι πολύ περισσότερο ταλαίπωρη από το σώμα, και όταν αυτό ακόμη έχει διαλυθεί, διεγείρει τη συμφορά και την επιθυμία ανάπτει, και όταν φαίνεται ότι σωφρονεί, τότε προπάντων εκδηλώνεται η μανία του, καθόσον φέρει στη φαντασία του οίνο, πιθάρια, φιάλες και ποτήρια. Και όπως ακριβώς κατά την περίπτωση κακοκαιρίας και αν ακόμη πάψει η ανεμοθύελλα, όμως παραμένει η ζημία που προκλήθηκε από τη θύελλα, έτσι λοιπόν και στην περίπτωση αυτή· καθόσον όπως ακριβώς στην περίπτωση εκείνη ρίχνονται στη θάλασσα τα μεταφερόμενα πράγματα, έτσι και εδώ αποβάλλονται όλα σχεδόν τα αγαθά.
Είτε λοιπόν βρει σωφροσύνη, είτε ντροπή, είτε σύνεση, είτε επιείκεια, είτε ταπεινοφροσύνη, όλα τα ρίπτει η μέθη στο πέλαγος της παρανομίας. Αλλά όμως δεν είναι πλέον όμοια τα όσα συμβαίνουν στη συνέχεια· διότι σε εκείνη μεν την περίπτωση μετά την απόρριψη των μεταφερόμενων πραγμάτων, το σκάφος γίνεται ελαφρύτερο, στην περίπτωση όμως της μέθης γίνεται περισσότερο βαρύ· διότι αντί εκείνου του πλούτου δέχεται άμμο και ύδωρ αλμυρό και όλα τα υπολείμματα της μέθης, τα οποία καταβυθίζουν αμέσως το σκάφος μαζί με τους επιβάτες και τον κυβερνήτη.
Ώστε λοιπόν για να μην πάσχουμε όλα αυτά, ας απαλλάξουμε τους εαυτούς μας από τη θύελλα αυτήν. Δεν είναι δυνατό μεθώντας κανείς να δει τη βασιλεία των ουρανών. Διότι λέγει ο απόστολος Παύλος: «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι(:Μην πλανάστε. Ούτε οι πόρνοι, ούτε οι ειδωλολάτρες, ούτε οι μοιχοί, ούτε οι εκθηλυμένοι και θηλυπρεπείς, ούτε οι αρσενοκοίτες, ούτε οι πλεονέκτες, ούτε οι κλέφτες, ούτε οι μέθυσοι, ούτε αυτοί που εμπαίζουν και βρίζουν τους άλλους, ούτε οι άρπαγες με κανένα τρόπο δεν θα κληρονομήσουν την Βασιλεία του Θεού)»[Α΄Κορ.6,9-10].
Και γιατί λέγω «τη Βασιλεία»; Διότι εκείνος που έχει συνδέσει τη ζωή του με τη μέθη δεν είναι δυνατόν ούτε τα παρόντα πράγματα να δει . Καθόσον η μέθη τις ημέρες τις κάνει νύκτες και το φως σκοτάδι και μολονότι αυτοί που μεθούν έχουν ανοικτά τα μάτια τους δε βλέπουν ούτε τα πόδια τους. Και δεν είναι αυτό μόνο το φοβερό, αλλά μαζί με αυτά υφίστανται και άλλη φοβερότερη τιμωρία, διότι καταλαμβάνονται από παράλογη λύπη, μανία, ασθένεια, γέλωτα και διαρκώς χλευάζονται. Ποια λοιπόν συγχώρηση υπάρχει για αυτούς που κεντούν τους εαυτούς τους με τόσα κακά; Δεν υπάρχει καμία.
Ας αποφύγουμε λοιπόν αυτήν την ασθένεια, ώστε και τα αγαθά της παρούσης ζωής να απολαύσουμε και τα μελλοντικά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί και στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΝΖ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 31-39.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 109- 114 (ή: 51-54 του PDF).
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLc00xQlk2TnZfbVE/view
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 17, 14-23]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-9-1983]
(Β97)
Όταν, αγαπητοί μου, ο Κύριος επέστρεψε από το όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθητάς Του, τον Ιάκωβον, τον Ιωάννην και τον Πέτρον, έφθασε εκεί που ήσαν οι άλλοι μαθηταί, οι εννέα, τους οποίους είχαν περικυκλώσει πλήθος πολύ κόσμου, Φαρισαίοι, και ακόμη ένας δυστυχισμένος πατέρας, ο οποίος έφερε το παιδί του εις τους μαθητάς του Κυρίου να το θεραπεύσουν, που ήταν δαιμονισμένο και δεν μπόρεσαν. Και τώρα έρχεται εις τον Κύριον και Του λέγει: «Κύριε, σε παρακαλών, κάνε καλά το παιδί μου, γιατί το έφερα στους μαθητάς σου και δεν μπόρεσαν να μου το κάνουν καλά». Και τότε ο Κύριος αναστέναξε και είπε: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! Ἓως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; Ἓως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;». «Ω γενεά άπιστη και διεστραμμένη, έως πότε θα είμαι μαζί σας, έως πότε θα σας ανέχομαι, που είδατε τόσα θαύματα και μένετε ακόμη στην απιστία σας;». Και τότε εζήτησε να φέρουν το παιδί μπροστά Του, από το οποίον έβγαλε το δαιμόνιον και το απήλλαξε.
Όταν έμεινε με τους μαθητάς Του, μόνοι έμειναν, ερώτησαν οι εννέα μαθηταί: «Γιατί δεν μπορέσαμε εμείς να βγάλομε το δαιμόνιο;». Και ο Κύριος τους απήντησε: «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν». «Ένεκα της απιστίας σας δεν μπορέσατε να βγάλετε το δαιμόνιο».
Και τίθεται το ερώτημα: Μπορεί να είμαστε βαπτισμένοι Χριστιανοί, όπως και οι μαθηταί ηκολούθουν τον Κύριον, να ζούμε κοντά εις τον Χριστό, να δεχόμεθα τις ευλογίες Του και ταυτόχρονα να είμεθα, άπιστοι; Αυτοί οι οποίοι εστάλησαν να κηρύσσουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας, να κάνουν θαύματα και να διώχνουν δαίμονες, οι μαθηταί, για μια στιγμή βρίσκονται άπιστοι; Είναι δυνατόν στον πυρήνα της πίστεως να υπάρχει η απιστία; Έτσι φαίνεται, αγαπητοί μου. Από τα πράγματα έτσι φαίνεται. Και μπορούμε να πούμε ότι η απιστία είναι κάτι που μπορεί να κρύπτεται με ένα περίβλημα πίστεως και μάλιστα κάποτε και θερμής.
Τι είναι εκείνο το οποίο μπορεί να γεννά την απιστία; Και δια την οποίαν πίστιν μας δεν μπορούμε να είμεθα σίγουροι. Δεν μπορούμε. Τι έκανε τον Απόστολο Πέτρο, από την μια να ομολογεί τον Κύριον ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος και από την άλλη να τον αρνείται; Εάν, άγιε Πέτρε του Θεού, άγιε Απόστολε του Θεού, Εκείνον τον οποίον ομολόγησες ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, τώρα γιατί φοβείσαι να Τον ομολογήσεις ενώπιον δυο- τριών ανθρώπων ασήμων; Για ποιο λόγο; Μήπως λοιπόν πράγματι μέσα στον πυρήνα, θα ξαναπώ άλλη μία φορά, στον πυρήνα της πίστεως, φωλιάζει η απιστία; Έτσι φαίνεται, ξαναλέγω. Τι είναι εκείνο το οποίο μπορεί να δημιουργεί τι να φωλιάζει ή να διατηρεί αυτήν την απιστίαν; Νομίζω ότι μας ενδιαφέρει όλους, γιατί όλοι θα θέλαμε να είμεθα πιστοί.
Αγαπητοί μου, το πρώτο πράγμα είναι ο ορθολογισμός μας. Τι είναι ο ορθολογισμός; Είναι αυτό που λέγει ο Κύριος σε μίαν άλλη περίπτωση· «Ἐάν πιστεύετε μηδέν διακρινόμενοι». «Διακρίνομαι» θα πει «έχω μίαν απιστίαν, η οποία στηρίζεται στον λογισμό μου». Αυτό θα το λέγαμε με έναν σύγχρονο τρόπο: «ορθολογισμόν». Τι είναι ακριβώς ο ορθολογισμός; Ο ορθολογισμός είναι το να βάζω τα πράγματα με την δική μου λογική να τα ερμηνεύσω. Ο Κύριος είπε πιο κάτω, στην ιδίαν περικοπήν: «Ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως», δηλαδή κάτι λίγη πίστη, αλλά θερμή, «μπορείτε να πείτε σε αυτό το βουνό να φύγει από την θέση του και να πάει να πέσει στην θάλασσα και θα σας υπακούσει». Τι είναι τώρα ο ορθολογισμός; Ο ορθολογισμός είναι ο εξής: «Πώς είναι δυνατόν ένα βουνό να φύγει από την θέση του και να πάει να πέσει εις την θάλασσαν; Είναι δυνατόν ποτέ;».
Θέλετε ακόμη κάτι άλλο; Έχομε ιστορικό προηγούμενο; Εάν είχαμε ένα ιστορικό προηγούμενο, να αποπειραθούμε να το κάνομε. Μα εάν δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, τότε γιατί; Ε, αυτό θα πει ορθολογισμός. Δηλαδή το να βάζεις όχι την εμπιστοσύνη σου στον λόγο του Θεού μπροστά, αλλά το να βάζεις τον δικό σου λογισμό, το δικό σου σχήμα της λογικής, για να ερμηνεύσεις τα φαινόμενα. Αυτό λέγεται ορθολογισμός. Δηλαδή με άλλα λόγια είναι μια αρρώστια του ιδίου του λογικού. Διότι η λογική είναι δημιούργημα του Θεού. Αλλά η λογική η ιδία, σαν δημιούργημα του Θεού, θα πρέπει να πει στον εαυτόν της: «Έχω τα όριά μου». Η ιδία η λογική πρέπει να υπαγορεύσει εις τον άνθρωπον και να του πει: «Αφού έχω τα όριά μου, πέραν τούτων των ορίων θα έχεις εμπιστοσύνη στην αγάπη και την δύναμη και την σοφία του Θεού». Αλλά δεν το κάνει όμως αυτό η λογική, γιατί έχει αρρωστήσει. Και αφού έχει αρρωστήσει, αυτή η λογική, έχει αρρωστήσει, υποβάλλει αρρωστημένα πράγματα. Συνεπώς ο ορθολογισμός είναι μία αρρωστημένη κατάστασις. Είναι αυτή η αρρωστημένη κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου, του ξεπεσμένου ανθρώπου. Δηλαδή αυτός ο ορθολογισμός πάνω στον οποίον στηρίζεται, τρέφεται, ζει, αυξάνει γενικά ο άνθρωπος, ειδικότερα δε ο δυτικός άνθρωπος, ο άνθρωπος της Δύσεως. Τρέφεται με αυτόν τον ορθολογισμόν. Παρότι η Δύσις είναι χριστιανική, φωλιάζει μέσα στην καρδιά του δυτικού ανθρώπου αυτός ο ορθολογισμός που του γεννά την απιστία και έχομε τόσα φαινόμενα απιστίας στον δυτικόν άνθρωπον.
Είναι όμως κι άλλος λόγος, που μπορεί να δημιουργήσει την απιστία. Είναι ο διεφθαρμένος βίος. Όταν κανείς, δηλαδή, πιστεύει στον Θεό, αλλά ταυτοχρόνως ζει έναν βίον διεφθαρμένον, έναν βίον αμαρτωλόν. Έναν αμαρτωλό βίο, τον οποίον όμως αγαπά. Δεν ομολογεί. Διότι ποιος δεν είναι αμαρτωλός; Θα λέγαμε τότε, αφού είμεθα όλοι αμαρτωλοί, τότε όλοι κουτσαίνομε στην πίστη; Αναμφισβήτητα όχι. Δεν είναι η αμαρτωλότητα που ομολογώ. Δεν είναι η αμαρτωλότητα για την οποία μετανοώ και παραδέχομαι. Αλλά είναι η αμαρτωλότητα την οποία δεν παραδέχομαι· θέλω να την κρατώ για δική μου, να είναι στη ζωή μου και θα ήθελα και να την δικαιολογώ, αν θέλετε -τραγικό για τον άνθρωπο…- με το ίδιο το Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο να μου δικαιολογεί την διεφθαρμένη μου ζωή. Είναι φοβερό! Φοβερό!
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αγαπητοί μου, θα μπορούσαμε να πούμε είναι εκείνο το οποίον λέγει πάλι ο λόγος του Θεού, ο Ιωάννης το λέγει: «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον καί οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς». Λέγει εδώ: «Ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Να η ψυχολογία του πράγματος, να η ερμηνεία του πράγματος. «Καθένας που πράττει», λέει, «το πονηρόν, πράττει τα φαύλα, μισεί το φως». Γιατί; Το μισεί διότι, εφόσον επιμένει και θέλει να επιμένει εις το να πράττει τα φαύλα, επόμενον είναι, εάν έρθει κοντά στο φως που είναι ο Χριστός, η ζωή του να ελεγχθεί, να φανερωθεί. Και τότε, εάν απ’ την μία επιμένει να ζει και απ’ την άλλη θα είναι κοντά στο φως, τότε τι κάνει; Προσβάλλεται, υποτιμάται, και για να μην υποτιμηθεί, τι κάνει; Δεν πάει στο φως. Και όχι μόνον δεν πάει στο φως αλλά και μισεί το φως. Επιτίθεται εναντίον του φωτός, να το σταυρώσει το φως, να φύγει από την μέση, δια να μην υπάρχει στοιχείον ελέγχου της συνειδήσεώς του.
Είναι φοβερή η ψυχολογία του ανθρώπου που θα ήθελε να μένει στην αμαρτία χωρίς να μετανοεί. Αυτό του δίδει την διάσταση της απιστίας. Μένει στην απιστία τελικά. Όταν θα του πεις του άλλου: «Μην πέφτεις στην ανηθικότητα», την οποία αγαπά, θα σου πει: «Και πού είναι γραμμένο αυτό;». «Μα το είπε ο Χριστός». «Το αμφισβητώ». «Πιστεύεις στον Χριστό;». «Βεβαιότατα!». «Ε, μα πώς πιστεύεις στον Χριστό, όταν αμφισβητείς τα λόγια Του;». Πιστεύω στον Χριστό σημαίνει «πιστεύω στα λόγια Του». Εδώ υπάρχει μία ασυνέπεια. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να λες «Πιστεύω» και να αμφισβητείς τον λόγον του Χριστού; Βλέπετε, ο άνθρωπος ο οποίος θέλει να μένει στην αμαρτία; Ενώ ο άνθρωπος ο αμαρτωλός που έχει μετάνοια, θα πει: «Δεν το ήξερα. Ώστε το λέγει ο Χριστός, θα αλλάξω ζωή». Αυτό είναι μία φυσιολογική ομαλή κατάστασις.
Θυμηθείτε εκείνο που λέγει ο ψαλμικός στίχος: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός». Ποιος είναι αυτός ο ἄφρων; Είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος ο οποίος λέγει: «Δεν υπάρχει Θεός». Ώστε σήμερα, αν υποτεθεί ότι λέμε, και το λέμε, ότι δεν υπάρχει ο Θεός, τότε τι σημαίνει; Σημαίνει δύο πράγματα. Η λέξις ἄφρων σημαίνει δυο πράγματα. Καταρχάς, κατά κυριολεξίαν θα πει ο μη έχων φρόνησιν, ο άμυαλος άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος που δεν έχει μυαλό. Λέει ότι δεν υπάρχει Θεός. Ώστε είναι αμυαλοσύνης αποτέλεσμα η αθεΐα; Ε, δεν θέλει φιλοσοφία, να το καταλάβει κανείς αυτό το πράγμα. Και το άλλο, ἄφρων θα πει εδώ και αμαρτωλός. Ώστε, εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ … Πού το είπε; «Ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ». Γιατί ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ; Διότι η καρδία, κατά τον Κύριον, είναι η έδρα των λογισμών, των επιθυμιών και όλων εκείνων που κατόπιν η καρδία θα εξωτερικεύσει με πράξεις. Λέει: «Από την καρδία εκπορεύονται μοιχείες, πορνείες, κλοπές», είπε ο Κύριος.
Πολύ ωραία λέγει ο ιερός Αυγουστίνος το εξής: «Κανείς δεν αρνείται τον Θεό παρά μόνον όσοι έχουν συμφέρον να μην υπάρχει». Αλλά εκείνη η μαρτυρία που είναι πολύ αξιόλογη, είναι του αγίου Θεοφίλου Αντιοχείας, είναι του 2ου αιώνος, που λέγει στην πρώτη του επιστολή προς Αυτολύκον – φίλος του ήτο ή εικονικόν πρόσωπον, δεν ξέρομε ακριβώς- τα εξής. Αμφισβητεί αυτός ο φίλος του ο ειδωλολάτρης, αμφισβητεί διά την ύπαρξιν του Θεού, όπως τα παρουσιάζει τα πράγματα ο Θεόφιλος. Και λέγει: «Ἐὰν φῇς· “Δεῖξόν μοι τὸν θεόν σου”, κἀγώ σοι εἴποιμι ἄν· “Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου κἀγώ σοι δείξω τὸν Θεόν μου”». Είναι κλασική αυτή η πρότασις· κλασική. Ακούσατέ την. Και πολύ σπουδαία. Νομίζω συνοψίζει όσα είπαμε. «Εάν μου πεις, δείξε μου τον Θεόν σου για τον οποίον μιλάς τόσο και λες ‘’ο Θεός μου και ο Θεός μου’’· δείξε μου τον. Θα σου τον δείξω, λέγει. Θα σου τον δείξω, εάν μου δείξεις κι εσύ ποιος είσαι». «Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου». Δείξε μου ποιος είσαι, ποια είναι η ζωή σου. «Βλέπεται γὰρ Θεὸς τοῖς δυναμένοις αὐτὸν ὁρᾶν». Διότι τον Θεόν πράγματι μπορείς να Τον δεις. Βλέπεται ο Θεός, οράται ο Θεός. Για εκείνους που μπορούν να Τον δουν. «Δεῖξον οὖν καὶ σὺ σεαυτόν, εἰ οὐκ εἶ μοιχός(:Δείξε κι εσύ τον εαυτό σου ότι δεν είσαι μοιχός), ἅρπαξ, ὀργίλος, φθονερός, ἀλαζών, πλήκτης, φιλάργυρος». Εάν δεν είσαι όλα αυτά, τότε δεν έχεις λόγους να πεις ότι δεν υπάρχει ο Θεός. Εάν είσαι όλα αυτά και θέλεις να μένεις σε αυτό που είσαι, τότε έχεις λόγους να λες: «Πού είναι ο Θεός;».
Και κάτι που είναι πολύ σπουδαίο ακόμα και είναι όχι ένα παράδειγμα, προσέξτε αυτό το σημείο, όχι ένα παράδειγμα, αλλά είναι μία πραγματικότης· λυπούμαι, δεν θα μπορέσω να σας την αναλύσω περισσότερο. Είναι η εξής. Λέγει: «Η ανθρωπίνη ψυχή μοιάζει με ένα κάτοπτρο, με έναν καθρέπτη. Εάν τώρα η επιφάνεια του καθρέπτου έχει σκουριά, τότε δεν μπορεί να ανακλάσει το φως». Όλα, ξέρετε, τα χαρίσματα, όλες οι θείες ενέργειες έρχονται στον άνθρωπο από τον Θεό. Η αγάπη δεν είναι παρά μία ενέργεια του Θεού, που έρχεται στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να αγαπήσει ο άνθρωπος, εάν ο Θεός δεν στείλει την ενέργειά Του αυτή, την άκτιστη ενέργεια. Και η πίστις το ίδιο. Έχει πολλά σημεία η Αγία Γραφή που το δείχνει αυτό. Θυμηθείτε για την πίστη που μιλάμε, θυμηθείτε εκείνο που λέγει ο Χριστός: «Εάν ο Πατήρ δεν σας ελκύσει προς Εμένα, δεν μπορείτε να ‘ρθείτε σε μένα». Τι θα πει «Δεν σας ελκύσει;». Θα πει ότι πρέπει να στείλει την θεία Του άκτιστη ενέργεια που αναφέρεται στο θέμα της ελκύσεως στην πίστη. Αλλιώτικα δεν γίνεται. «Μα τότε», θα πει κάποιος, «μα τότε εγώ δεν ελκύστηκα, για να μην πιστεύω».
Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αλλά μια που μιλάω για την έλξη, επιτρέψατέ μου να χρησιμοποιήσω την μαγνητική ιδιότητα. Αδελφέ μου, εάν είσαι σίδηρος θα ελκυστείς. Εάν είσαι μπρούντζος, δεν θα ελκυστείς. Εάν είσαι αλουμίνιο, δεν θα ελκυστείς. Δεν παύει να ασκεί την ελκτική δύναμη ο μαγνήτης. Εσύ δεν έλκεσαι. Γιατί είσαι κάτι άλλο. Έτσι κι εδώ: Όταν έρχονται οι θείες ακτίνες, οι θείες άκτιστες ενέργειες, επάνω στην ψυχή να ανακλαστούν και να επανέλθουν, παν ό,τι ανακλάται, ξαναγυρίζει πίσω… τι θα πει «ανακλάται» εδώ; «Ανακλάται» θα πει, αγαπητοί μου, ότι όταν θα σου στείλει ο Θεός την ενέργεια να πιστέψεις, πρέπει να ανακλάσεις αυτήν την ενέργεια. Δηλαδή να ανταποκριθείς. Σου στέλνει την ενέργειά Του κι Εσύ πρέπει να πεις: «Πιστεύω, Κύριε». Αλλά πότε θα γίνει η ανάκλασις αυτών των θείων ακτίνων; Όταν ο καθρέπτης της ψυχής σου είναι λείος, είναι καθαρός και μπορεί να ανακλάσει. Πότε γεμίζει σκουριά; Από τις αμαρτίες, τις ηθελημένες αμαρτίες. Γιατί ο αμαρτωλός σώζεται. Μετανοεί. Αλλά τις ηθελημένες, που είναι εκεί ο εγωισμός, ο ριζωμένος στο κέντρον της ψυχής, που δεν αφήνει περιθώρια ανακλάσεως αυτής της θείας ενεργείας. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». «Ευτυχισμένοι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό». Πώς; Είναι ό,τι σας λέγω τόσην ώρα.
Αλλά ακόμη είναι και κάτι άλλο που γεννάει, αγαπητοί μου, την απιστία. Δηλαδή στο κέντρον της πίστεως δημιουργείται το μικρόβιον της απιστίας. Ποιο είναι αυτό; Αυτό είναι… – εδώ θέλω να το προσέξετε αυτό- είναι…- θα πω μία σύγχρονη λέξη, η οποία δεν μ’ αρέσει σαν λέξη, αλλά θα την πω γιατί είναι γνωστή- είναι ο σνομπισμός. Δηλαδή να το πω Ελληνικά, η μίμησις. Αλλά η μίμησις επί αξιοθρήνητων πραγμάτων. Όχι επί σπουδαίων πραγμάτων. Το να μιμηθείς το καλό, να μιμηθείς το ωραίο, αυτό δεν λέγεται σνομπισμός. Η λέξις αυτή -ξένη είναι, όπως σας είπα- και καθιερώθηκε στην γλώσσα μας, να φανερώσει την μίμησιν επί πραγμάτων ανοήτων και που δεν διαθέτει κανείς κρίση και λογική να κρίνει αν αυτό είναι καλό ή δεν είναι καλό. Απλώς επειδή το κάνουν οι πολλοί, το κάνω κι εγώ. Ντύνεται ο άλλος σαν καραγκιόζης, θα ντυθώ κι εγώ σαν Καραγκιόζης, όχι διότι κάπως η λογική μου δεν θα μου έλεγε ότι αυτό που είναι… βγαίνω με τις πυτζάμες μου, σήμερα βγαίνουν οι γυναίκες με τις πυτζάμες τους έξω. Φοράνε κάτι παντελόνια… σαν πυτζάμες είναι· που κάποτε θα ντρεπόντουσαν να βγουν στο σαλόνι τους απ’ την κρεβατοκάμαρά τους, και βγαίνουνε στους δρόμους… Να πεις κανείς: «Βρε κυρά μου, δεν ντρέπεσαι με αυτόν τον τρόπο που βγαίνεις έξω;». Θα σου απαντήσει, αν είναι ειλικρινής: «Το καταλαβαίνω». «Γιατί το κάνεις;». «Μα όλες έτσι βγαίνουν».Άρα λοιπόν τι είναι ο σνομπισμός; Ο σνομπισμός είναι η μίμησις επί πραγμάτων που η λογική και η κρίσις έχουν ευνουχιστεί, έχουν παραμεριστεί. Είναι δυστύχημα, όταν ο άνθρωπος ενεργεί κατ΄αυτόν τον τρόπον. Ο λογικός άνθρωπος.
Ε, λοιπόν, αγαπητοί, σήμερα παρουσιάζεται το φαινόμενο και της απιστίας και της αθεΐας ευρύτατα, στον ελληνικό μας χώρο, να μην πάω πιο πέρα, μένω στον ελληνικό μας χώρο. Αν ερωτήσετε κάποιον: «Καλά δεν πιστεύεις; Εσύ ήσουνα πιστός μέχρι τώρα». Αν έχει ειλικρίνεια, θα σας πει ότι πιστεύει. Αλλά τότε γιατί μιλάει με τρόπο που σαν να δείχνει ότι είναι άθεος; Θα σας πει, αν έχει πάντα ειλικρίνεια, το ξαναλέγω, θα σας πει: «Γιατί όλοι έτσι μιλάνε». Μα δεν έχεις προσωπικότητα, άνθρωπε; Δεν έχεις ιδίαν κρίσιν; Είσαι τόσο δουλικός, ώστε να ακολουθείς το τι λέγει το σύνολο, η μάζα; Δεν έχεις δική σου κρίση; Αυτό είναι το φοβερό. Λοιπόν, στην εποχή μας, στον ελλαδικό μας χώρο, αγαπητοί μου, αυτό το φαινόμενο, αυτό το μυστήριο της ανομίας ενεργείται. Και συναγωνιζόμεθα να εμφανιστούμε ο ένας απιστότερος του άλλου, ο ένας αθεότερος του άλλου. Αυτό όμως είναι πια ένα κατάντημα αυτής της χώρας, που υπήρξε ανέκαθεν χριστιανική. Και αν θέλετε, η πίστις υπήρχε και στους προγόνους μας, που ήσαν ειδωλολάτρες. Γιατί αν δεν υπήρχε αυτή η πίστη, έστω κι αν ειδωλολάτρες ήσαν, δεν θα κτίζανε Παρθενώνες και σπουδαίους ναούς με καλλιτεχνήματα που τα θαυμάζει ο κόσμος όλος.
Τι σημαίνει; Σημαίνει ότι έχομε μαραζώσει, έχομε ξεφτίσει. Και βλέπετε την αθεΐα να κηρύσσεται παντού με τον τρόπο που σας είπα: τον σνομπισμό. Στην οικογένεια μέσα; Ω στην οικογένεια μέσα! Αρχίζει η πίστη στην οικογένεια να ατονεί και να δημιουργείται η απιστία. Δεν κάνουν πια οι άνθρωποι προσευχή. Οι γονείς δεν βάζουν τα παιδιά τους από νήπια να μάθουν να προσεύχονται, να κάνουν τον σταυρό τους στο τραπέζι, να κοινωνούν, να εξομολογούνται, να πηγαίνουν στην Εκκλησία. Στην κοινωνία έξω; Τι να πει κανείς; Τι να πει κανείς; Στα σχολεία μας; Που εκεί ακριβώς καθρεπτίζεται η αγωγή της νέας γενεάς; Κατεβάζομε τις εικόνες του Χριστού, οι δάσκαλοι και καθηγηταί μιλάνε εναντίον του Χριστού, άλλοι θα μιλήσουνε περιφρονητικότατα για τον Χριστό και άλλοι, οι κάπως ευγενέστεροι, όχι ολιγότερον δηλητηριώδεις, θα μιλήσουν για την ανθρωπίνη μόνον φύσιν του Χριστού. Έτσι βλέπετε, διαρκώς, μέσα σ’ αυτούς τους χώρους, στην οικογένεια, το σχολειό και την κοινωνία να ανθεί το φαινόμενον της αθεΐας και της απιστίας. Δεν είναι κρίμα; Δεν είναι κρίμα;
Οι Έλληνες δεν είμαστε πολλοί. Εννέα εκατομμύρια είμαστε. Αν αγαπητοί μου, όμως μερικοί άνθρωποι ξεφύγουν απ’ αυτόν τον κλοιόν, γιατί περί κλοιού πρόκειται, που λέγεται «σνομπισμός» και σταθούν όρθιοι και πουν: «Για στάσου βρε αδελφέ, αν εσύ είσαι άπιστος, εγώ δεν είμαι. Λες ότι είσαι παραδοσιακός; Και τι είναι η παράδοση; Τα μπουζούκια; Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις; Και τα σαντούρια; Γιατί αυτά βάζομε συνέχεια στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση και λέμε… «παράδοσις» και «παράδοσις». Στα χωριά κρατάνε από μια μέχρι εφτά μέρες οι γιορτές, με σαντούρια και με χορούς. Αυτά είναι η Παράδοση; Αυτά είναι η Παράδοση; Φτωχοί άνθρωποι! Η Παράδοσις είναι να κρατήσεις την ψυχή του λαού σου. Και η ψυχή του λαού σου είναι η πίστις. Η πίστις στον Χριστό και η αγάπη στην πατρίδα σου. Αν αυτά δεν τα κρατήσεις, έχασες την ψυχή σου.
Θυμηθείτε τι έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Τι έλεγε; «Ό,τι να σας κάνουν, να σας γδάρουν, να σας τηγανίσουν, να σας κάνουν, να σας κάνουν… ψυχή και Χριστό μην χάσετε». Αυτό είναι η Παράδοσις. Αυτό που λέγει στον Τιμόθεο ο Παύλος: «Φύλαξε την παρακαταθήκη». Αυτό θα πει παρακαταθήκη. Θα πει παράδοσις. Δηλαδή αυτό που παίρνω και σου δίνω. Αυτό θα πει παρακαταθήκη. Παίρνω και σου δίνω. Και σου λέω «Κράτα το καλά». Και τι λέει εκεί στην Αποκάλυψη ο Χριστός; «Κράτει καλά αυτό που έχεις. Για να μην σου πάρει κανείς το στεφάνι με το να πετάξεις αυτό που κρατάς. Κράτα καλά αυτό που έχεις». Τι είναι αυτό που έχεις; Αυτό που σας είπα τόσην ώρα. Αυτό είναι Παράδοσις. Εκείνος που το κατάλαβε καλά αυτό, που είναι η ψυχή της ψυχής μας, τότε δεν παρασύρεται από τα ρεύματα αυτά της εποχής, από αυτόν τον σνομπισμόν τον ανόητο, τον βλακωδέστατο και δαιμονικότατον ταυτοχρόνως. Αλλά στέκεται όρθιος. Στέκεται όρθιος και λέει: «Εγώ κρατώ την παράδοση των προγόνων μου. Κρατώ εκείνο που πήρα από την μάνα μου και τον πατέρα μου, κι εκείνοι απ’ τους γονείς των κι εκείνοι απ’ τους Αποστόλους και οι Απόστολοι από τον Χριστό. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτή είναι η μία πίστις, αυτή είναι η μία Παράδοση, μπροστά στην οποία αξίζει να πεθάνει κανείς».
Αν λοιπόν, εμείς οι Έλληνες, είμαστε 9 εκατομμύρια και μερικοί δεν υποκύψουν σ’ αυτούς τους συγχρόνους πειρασμούς αντί πινακίου φακής, για να έχομε κάποια αγαθά και κάποια καλοπέραση, τότε ίσως μας λυπηθεί ο Θεός και επιζήσουμε. Αν όμως όλοι οι Έλληνες φθάσουν σ’ αυτό το κατάντημα της απεμπολήσεως των πάντων, ε, τότε… η Ελλάδα τέλειωσε την ζωή της μέσα στην Ιστορία· την τέλειωσε. Δεν θα ήθελα ποτέ να είμαι προφήτης κακών αλλά ας μιμηθούμε τουλάχιστον τον Αβραάμ που ζήτησε: «Αν υπάρχουν μερικοί άνθρωποι στα Σόδομα, να σωθούν οι πόλεις αυτές». Έτσι, αν υπάρχουν, αν υπάρχουν κάποιοι Έλληνες πιστοί, που θα μείνουν πιστοί παρά το ρεύμα της εποχής, τότε η Ελλάς θα ζήσει. Καταλαβαίνετε, αγαπητοί μου, τι ανεβαίνει και τι πέφτει επάνω στους ώμους μας; Καταλαβαίνετε τι επωμιζόμεθα; Κι εμείς οι κληρικοί κι εσείς οι λαϊκοί. Εμείς οι πιστοί δηλαδή. Καταλαβαίνετε; Έχομε πολλή ευθύνη. Έχω να σηκώσω στους ώμους μου εκείνο που δεν σηκώνει ο άλλος. Και ο παραπέρα και ο παραπέρα. Το φορτίο; Βαρύτατο. Μα πρέπει να το σηκώσω. Και ο Χριστός θα με βοηθήσει να το σηκώσω, να το σηκώσομε. Και άμα το σηκώσομε, αγαπητοί μου, το φορτίο, τότε κι εμείς θα σωθούμε και θα έχομε εκφράσει στους συμπατριώτες μας, Έλληνες και Χριστιανούς, την πιο αγνή, την πιο καθαρή, την πιο σπουδαία αγάπη. Μια αγάπη στηριγμένη πάνω στη βαθιά πίστη.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_198.mp3
Ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πίστευαν πῶς ὑπάρχει πνευματικὸς κόσμος, ἀόρατα πνεύματα. Πολλοὶ ἄνθρωποι ὅμως ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ θεωρία αὐτὴ κι ἀποδίδουν μεγαλύτερη δύναμη στὰ πονηρὰ πνεύματα, παρὰ στὰ ἀγαθά. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θεοποίησαν τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἔχτισαν ναοὺς πρὸς τιμή τους, προσέφεραν θυσίες καὶ προσευχὲς καὶ κατέφευγαν σ’ αὐτὰ γιὰ κάθε πρόβλημά τους. Ὅσο περνοῦσαν τὰ χρόνια πολλοὶ ἄνθρωποι ἐγκατέλειψαν τελείως τὴν πίστη τους στὰ ἀγαθὰ πνεύματα κι ἀφέθηκαν νὰ πιστεύουν μόνο στὰ πονηρά, στοὺς «κακοὺς θεούς», ὅπως τὰ ὀνόμαζαν. Ὁ κόσμος αὐτὸς ἔμοιαζε πιὰ μὲ στάδιο, ὅπου ἄνθρωποι καὶ πονηρὰ πνεύματα ἀνταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν τοὺς ἀνθρώπους ὅλο καὶ περισσότερο, τοὺς τύφλωναν πνευματικά, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σβήσουν ἀπὸ τὴ μνήμη τους τὴν ἰδέα τοῦ καλοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μέγιστης καὶ θεόσδοτης δύναμης τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων.
Στὶς μέρες μας ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πιστεύουν στὰ πνεύματα. Ἡ πίστη αὐτὴ ἀπὸ μόνη της εἶναι ὀρθή. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀπορρίπτουν τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸ κάνουν ἐπειδὴ ἡ ὅρασή τους εἶναι μόνο σωματικὴ καὶ ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ τὸν δοῦν. Ὁ πνευματικὸς κόσμος ὅμως δὲ θὰ ἦταν πνευματικός, ἂν ἦταν ὁρατὸς στὰ σωματικὰ μάτια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὁ νοῦς τοῦ δὲν ἔχει τυφλωθεῖ καὶ τὴν καρδιά του δὲν τὴν ἔχει κάνει ἀναίσθητη ἡ ἁμαρτία, μπορεῖ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα νὰ νιώσει μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, πῶς στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἴμαστε μόνοι μας. Συντροφιὰ μᾶς δὲν εἶναι μόνο ἡ βουβὴ καὶ ἄλαλη φύση, οἱ βράχοι, τὰ φυτά, τὰ ζῶα καὶ τ’ ἄλλα πλάσματα, στοιχεῖα καὶ φαινόμενα. Οἱ ψυχές μας βρίσκονται σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο, μὲ ἀόρατες ὑπάρξεις. Ἐκεῖνοι ποῦ ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπορρίπτουν τὰ ἀγαθὰ πνεύματα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη θεοποιοῦν καὶ προσκυνοῦν τὰ πονηρά, εἶναι πλανεμένοι.
Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο, ὅλοι σχεδὸν οἱ λαοὶ πίστευαν πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα ἦταν δυνατὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ πνεύματα ἀνίσχυρα. Οἱ πονηρὲς δυνάμεις κυριαρχοῦσαν πραγματικὰ στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ὀνόμασε τὸν ἀρχηγό τους ἄρχοντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ κι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἀπέδιδαν ὅλη τὴ θεϊκή δύναμη τοῦ Χριστοῦ στὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ξεριζώσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸ πονηρὸ καὶ νὰ σπείρει στὶς ψυχές τους τὴν πίστη στὸ ἀγαθό, στὴν παντοδυναμία τοῦ καλοῦ καὶ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή του. Ὁ Χριστὸς δὲν κατήργησε, ἀλλ’ ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀρχαία καὶ παγκόσμια πίστη στὰ πνεύματα. Ἀποκάλυψε ὅμως τὸν πνευματικὸ κόσμο ὅπως πραγματικὰ εἶναι κι ὄχι ὅπως φαινόταν στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ φθοροποιὸ ἐπιρροὴ τῶν δαιμόνων. Ὁ ἕνας, ἀγαθός, σοφὸς καὶ παντοδύναμος Θεός, εἶναι ὁ Κύριος τόσο τοῦ πνευματικοῦ ὅσο καὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου. Τὰ ἀγαθὰ πνεύματα εἶναι οἱ ἄγγελοι κι ὁ ἀριθμός τους εἶναι ἀμέτρητος. Τὰ ἀγαθὰ πνεύματα, οἱ ἄγγελοι, εἶναι ἀπείρως πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχουν ἐξουσία νὰ κάνουν τίποτα, ἂν ὁ παντεπόπτης Θεὸς δὲν τὸ ἐπιτρέψει.
Τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι πολυάριθμα. Σ’ ἕνα μόνο δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, ποὺ τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος, κατοικοῦσε ὁλόκληρη λεγεῶνα, δηλαδὴ μερικὲς χιλιάδες δαίμονες. Τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα πλανοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους, λαοὺς ὁλόκληρους, ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὅπως καὶ σήμερα πλανοῦν πολλοὺς ἁμαρτωλούς, προσπαθοῦν νὰ τοὺς πείσουν πῶς εἶναι παντοδύναμα πῶς εἶναι στὴν οὐσία οἱ μόνοι θεοί, πῶς ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοί, ἀγαθὰ πνεύματα δὲν ὑπάρχουν. “Ὅπου κι ἂν ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ἐκεῖνα ἔφευγαν μακριὰ ἔντρομα. Ἀναγνώριζαν πῶς ὁ Κύριος εἶχε ἐξουσία καὶ δύναμη, πῶς μποροῦσε νὰ τοὺς διώξει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς στείλει στὴν ἄβυσσο τῆς κόλασης. Προκαλοῦσαν ἀναταραχὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο μὲ τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Πολεμοῦσαν τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τόση ὁρμή, ὅπως τὰ όρνια πέφτουν στὰ θνησιμαία. Τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν λογάριαζαν καταφύγιο, κρησφύγετό τους.
Ξαφνικὰ ὁ φορέας τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Τρέμοντας ἀπὸ φόβο ἐκεῖνοι ἔκραξαν: «Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ ὑιε τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιρου βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’ 29). Κανένας δὲ φοβᾶται τόσο πολύ, ὅσο ἐκεῖνος ποὺ βασανίζει τοὺς ἄλλους. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ χιλιάδες χρόνια, ἔβρισκαν ἱκανοποίηση στὰ βασανιστήρια αὐτά. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὸ Χριστό, τρόμαξαν μπροστὰ στὸ μέγιστο Κριτή τους. Ἦταν ἕτοιμα νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ μποῦν στὰ γουρούνια ἢ καὶ σὲ ἄλλα πλάσματα, φτάνει νὰ μὴν τὰ ἐξόριζε ὁ Χριστὸς ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν εἶχε τέτοια πρόθεση. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι γεμᾶτος μὲ ἀνάμικτες δυνάμεις. Εἶναι ἕνα πεδίο μάχης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νὰ διαλέξουν ἐντελῶς συνειδητὰ καὶ ἐλεύθερα: “Ἢ θ’ ἀκολουθήσουν το Νικητὴ Χριστό, ἢ θὰ πᾶνε μαζὶ μὲ τ’ ἀκάθαρτα καὶ νικημένα πνεύματα. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στοὺς ἀνθρώπους ὡς Ἄγάπη, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακὸ καὶ νὰ στερεώσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸ ἀγαθό – μόνο στὸ ἀγαθό.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα μόνο περιστατικὸ ἀπὸ ἀναρίθμητα ἄλλα ἀνάλογα. Μᾶς λέει πὼς ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀγάπη Τοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἔδειξε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακὸ καὶ πῶς προσπάθησε νὰ στερεώσει τὴν πίστη στὸ παντοδύναμο καὶ νικηφόρο ἀγαθό.
«Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ» (Ματθ. ἴζ’ 14-15). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ ἀναφέρουν κι ἄλλοι δυὸ εὐαγγελιστές: ὁ Μάρκος (Θ’ 9-17) κι ὁ Λουκᾶς (Θ’ 37-42). Κι οἱ δυό τους ἀναφέρουν κάποιες λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ. Ἠταν ὁ μοναδικὸς γιὸς τοῦ πατέρα καὶ τὸν κατεῖχε πνεῦμα ἄλαλο. Ὅταν τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ἔμπαινε μέσα τοῦ, «ἐξαίφνης κράζει καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ, καὶ μόγις ἀποχωρεῖ ἀπ’ αὐτοῦ συντρίβων αὐτόν» (Λουκ. θ’ 39). Τὸ πονηρὸ πνεῦμα κυριεύει τὸ παιδὶ κι αὐτὸ ἔξαφνα κραυγάζει, συγκλονίζεται μὲ σπασμοὺς ὅλο του τὸ σῶμα, συντρίβεται καὶ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα. Πολὺ δύσκολα φεύγει ἀπὸ μέσα του.
Τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ στόχευαν ταυτόχρονα τρεὶς στόχους: τὸν ἄνθρωπο, τὴν κτίση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τὸ παιδὶ «σεληνιαζόταν». Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐνοχοποιηθεῖ ἡ σελήνη γιὰ τὴν ἀρρώστια κάποιου ἀνθρώπου; “Ἄν ἡ σελήνη ἔχει τὴ δύναμη νὰ προκαλέσει σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἀλαλία ἢ παραφροσύνη, γιατί δὲν τὸ κάνει σὲ ὅλους; Τὸ κακὸ δὲ βρίσκεται στὴ σελήνη ἀλλὰ στὸ πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο πνεῦμα ποὺ πλανᾶ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ τὸ ἴδιο κρύβεται. Ἔνοχοποιεὶ τὴ σελήνη, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴ κατηγορήσουν τὸ ἴδιο. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλει νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴ σκέψη πῶς ὅλη ἡ κτίση τοῦ Θεοῦ εἶναι κακή, πῶς τὸ κακὸ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φύση κι ὄχι ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ ἐξέπεσαν ἀπό το Θεό. Τὰ θύματά τους ἐνεργοποιοῦνται στὶς ἀλλαγὲς φάσης τῆς σελήνης, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ σκεφτοῦν: «Ὁρίστε, τὸ κακὸ αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴ σελήνη!» Κι ἀφοῦ τὴ σελήνη τὴ δημιούργησε ὁ Θεός, σημαίνει πῶς τὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τ’ ἄγρια καὶ πανοῦργα αὐτὰ θηρία.
“Ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι καλὰ λίαν. Αὐτὸ εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινό. “Ὅλη ἡ κτίση ἔγινε γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν βοηθήσει, ὄχι νὰ τὸν βλάψει. Ἄν καὶ ὑπάρχουν πράγματα ποὺ ἐμποδίζουν τὴ φυσικὴ ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα κι λειτουργοῦν γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς του, νὰ τὴν χαροποιοῦν καὶ νὰ τὴν ἐμπλουτίζουν. «Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρανοὶ καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς σὺ ἔθεμελίωσας » (Ψαλμ. πῆ’ 12), ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός. Κι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἢ χεὶρ μοῦ» (ξστ’ 2).
Ὁτιδήποτε λοιπὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καλό. Ἡ πηγὴ βγάζει μόνο ὅ,τι περιέχει, ὄχι ὅ,τι θέλει. Δὲν ὑπάρχει κακὸ στὸ Θεό. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ προκύψει κακὸ ἀπὸ Ἐκεῖνον, τὴ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ καλοῦ; Πολλοὶ ἀδαεῖς κι ἀπερίσκεπτοι ἄνθρωποι ὀνομάζουν μεγάλο κακὸ τὴν ἀρρώστια. Εἶναι ἀλήθεια ὅμως πως δὲν εἶναι κακὴ κάθε ἀρρώστια. Μερικὲς ἀρρώστιες εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ κι ἄλλες εἶναι θεραπεία τοῦ κακοῦ. Κακὸ εἶναι τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ ἐνεργεῖ σ’ ἕναν παράφρονα ἢ παρανοϊκὸ ἄνθρωπο.
Οἱ ἀρρώστιες κι οἱ δυστυχίες ποὺ βρῆκαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ ἔπραξαν τὸ κακὸ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου (βλ. Α ́ Βασ. 25, 30), ἦταν συνέπεια τῆς ἁμαρτίας τους. Οἱ ἀρρώστιες κι οἱ δυστυχίες ὅμως ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος νὰ ἐπισκεφτοῦν τοὺς δίκαιους, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ ἀλλὰ φάρμακο, τόσο γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς δίκαιους ὅσο καὶ γιὰ τοὺς δικούς τους, ποὺ κατανοοῦν πῶς τὰ βάσανα τὰ στέλνει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό τους. Τὰ βάσανα ποῦ ἔρχονται ἀπὸ τίς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων στὸν ἄνθρωπο ἢ εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, εἶναι κακά. Ἐκεῖνα τὰ βάσανα ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιὰ νὰ καθαρίσει τελείως τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ πονηροῦ καὶ νὰ τὸν φέρει κοντά Του, εἶναι καθαρκτικά. Αὐτὰ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ διάβολο οὔτε καὶ εἶναι ἀπὸ μόνα τους κακά. Προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ λειτουργοῦν γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀνθρώπου. «Ἀγαθὸν μοὶ ὅτι ἐταπείνωσάς μέ, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη’ 71), λέει ὁ προφητάνακτας Δαβίδ.
Ὁ πονηρὸς εἶναι κακός. Δρόμος τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, δὲν ὑπάρχει κανένα κακό. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶναι ἔνοχο γιὰ τὰ βάσανα τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ, ὄχι ἡ σελήνη. Ἄν ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν περιόριζε τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ δὲν προστάτευε τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ αὐτά, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα μὲ τοὺς ἀγγέλους Του, τὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ ἐξολόθρευαν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀστραπιαῖα, σωματικὰ καὶ ψυχικά, ὅπως ἐξολοθρεύουν οἱ ἀκρίδες τοὺς σπόρους στοὺς ἀγρούς.
«Καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοὺς μαθηταῖς σου καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι» (Ματθ. ἴζ’ 16), εἶπε στὸν Κύριο ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔλειπαν τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου: ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, ποὺ εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν Κύριο στὸ ὄρος Θαβώρ, τότε ποὺ μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Ὅταν κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὄρος μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, βρῆκαν ἐκεῖ τὸ πλῆθος συγκεντρωμένο γύρω ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καθὼς καὶ τὸ ἄρρωστο παιδί. Ἀφοῦ δὲ βρῆκε τὸ Χριστό, ὁ δύστυχος πατέρας ἔφερε τὸ παιδὶ στοὺς μαθητές Του, ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ βοηθήσουν. Δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ γιὰ τρεὶς λόγους: πρῶτο, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι δὲν εἶχαν ἀρκετὴ πίστης δεύτερο, ἐπειδὴ κι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ δὲν εἶχε πίστη καὶ τρίτο, ἐπειδὴ ἡ πίστη ἔλειπε κι ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ καὶ συζητοῦσαν μὲ τοὺς μαθητές, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μάρκος (Θ’ 16). Ἡ ἀπιστία τοῦ πατέρα τοῦ παιδιοῦ εἶναι φανερὴ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸ Χριστό. Δὲ μίλησε ὅπως ὁ λεπρός, ποὺ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν θέλης δύνασαι μὲ καθαρίσαι» (Ματθ. ἡ 2). Τότε μίλησε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε δυνατὴ πίστη. Δὲ μίλησε ὅπως ὁ Ἰάειρος, ὅταν κάλεσε τὸ Χριστὸ γιὰ ν’ ἀναστήσει τὴν κόρη του: «ἐλθὼν ἐπίθες ἐπ’ αὐτὴν τὴν χείρά σου καὶ ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18). Κι ἐδῶ μίλησε ἕνας ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ πίστη. Πολὺ λιγότερο μίλησε ὅπως καὶ ἑκατόνταρχος στὴν Καπερναούμ, ποῦ ἦταν ἄρρωστος ὁ δοῦλος του: «μόνον εἶπε λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ 8). Ἐδῶ μίλησε ἡ πολὺ μεγάλη πίστη. Ἐκείνη ποὺ εἶχε τὴ μεγαλύτερη πίστη ὅμως, ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα, δὲν εἶπε τίποτα.
Σύρθηκε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄγγιξε τὸ ἱμάτιό Του.
Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ δὲ μίλησε σὰν κι αὐτούς. Αὐτὸς εἶπε στὸ Χριστό: «εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν» (Μάρκ. Θ’ 22). Εἴ τί δύνασαι! “Ἄν μπορεῖς, κάνε κάτι. Ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Θὰ πρέπει νὰ εἶχε μάθει πολὺ λίγα γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ δύναμή Τοῦ γιὰ νὰ μιλάει ἔτσι σ’ Ἐκεῖνον, ποῦ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα. Κι ἡ ἀδύναμη πίστη του ἐξασθένησε ἀκόμα περισσότερο τὴ δύναμη τῶν ἀποστόλων νὰ τὸν βοηθήσουν. Ἔτσι οἱ σκόπιμες συκοφαντίες τῶν γραμματέων ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν μαθητῶν Του, βοήθησαν γιὰ νὰ διατυπώσει μὲ τόση ἀμφιβολία ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ τὴν ἐρώτηση: εἴ τί δύνασαι. Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ προδίδει μόνο μιὰ ἀμυδρὴ ἀκτῖνα πίστης, πολὺ πολὺ μικρῆς, ἕτοιμης νὰ σβήσει.
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν: ὼ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. ἴζ’ 17). Ὁ Κύριος ἀπευθύνθηκε ἐπιτιμητικὰ σ’ ὅλους γενικά: στοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς ὀλιγόπιστους τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἦταν μπροστά τους στὸν πατέρα τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, στοὺς μαθητές Του καὶ κυρίως στοὺς γραμματεῖς. Ὦ, γενεὰ ἄπιστος! Γενεὰ ποὺ ἔχεις ὑποταχθεῖ στὸν πονηρό, στὸ διάβολο, ποὺ πιστεύει σταθερὰ στὴ δύναμη τοῦ πονηροῦ, ποὺ ὑπηρετεῖ δουλικὰ τὸν πονηρὸ καὶ ἀρνεῖται τὸ καλό, ποὺ ἀντιτίθεται στὸ Θεὸ γενεὰ ποὺ ἔχει λίγη ἢ καὶ καθόλου πίστη στὸ καλό, ποὺ ἐπαναστατεῖ στὸ καλό! Γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε τὴ λέξη διεστραμμένη ὁ Κύριος. “Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δείξει ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀπιστία: ἀπὸ τὴ διαστροφή, τὴ διαφθορὰ ἤ -ἀκόμα πιὸ καθαρά- ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἀπιστία εἶναι συνέπεια. Αἰτία εἶναι ἡ διαφθορά. Ἡ ἀπιστία εἶναι κοινωνία μὲ τὸ διάβολο. Ἡ ἁμαρτία -διαφθορά- εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία αὐτή. Διαφθορὰ εἶναι ἡ κατάσταση ἀποστασίας ἀπό το Θεό. Ἀπιστία εἶναι τὸ σκοτάδι, ἡ ἀδυναμία κι ὁ τρόμος ὅπου βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό το Θεό.
Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε πόσο προσεχτικὲς ἐκφράσεις χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος. Μιλάει γενικά, δὲν κατονομάζει κανέναν. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει νὰ κάνει κριτικὴ στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐαισθητοποιήσει. Δὲ θέλει νὰ τοὺς προσβάλει ἢ νὰ τοὺς ταπεινώσει, ἀλλὰ νὰ ξυπνήσει τὴ συνείδησή τους, νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ξεπεράσουν τὸν ἑαυτό τους. Πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ διδαχή Του γιὰ τὴν ἐποχή μας, γιὰ τὴ γενιά μας, ποὺ εἶναι τόσο πρόθυμη στὰ λόγια, τόσο γρήγορη νὰ προσβάλει! “Ἄν οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν σήμερα νὰ περιορίσουν τὴ γλῶσσα τους καὶ νὰ μετρήσουν τὰ λόγια τους, νὰ σταματήσουν νὰ προσβάλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, τότε τὸ μισὸ κακὸ στὸν κόσμο θὰ ἐξαφανιζόταν, τὰ μισὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ ἐγκατέλειπαν τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, ποὺ διδάχτηκε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου Του, λέει: «Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τίς ἐν λόγῳ οὐ,οὗ πταίει, οὗτος τέλειος ἄνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν» (Ἰάκ. γ’ 2-3).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φανταστεῖτε ἕναν εὐγενῆ καὶ φωτισμένο ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἔχουν ἀναγκάσει νὰ ζήσει ἀνάμεσα σὲ ἀγρίους. “Ἢ ἕνα βασιλιᾶ ποὺ ἀφήνει το θρόνο του καὶ κατεβαίνει στοὺς ἀγύρτες κι ἀπατεῶνες, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ζήσει μαζί τους καὶ νὰ μάθει τὸν τρόπο ζωῆς τους, ἀλλὰ νὰ τοὺς διδάξει πῶς νὰ σκέφτονται, νὰ ἐργάζονται καί νὰ νιώθουν σὰν βασιλιᾶδες, μὲ εὐγένεια καὶ μεγαλοκαρδία. Ὅταν περνοῦσαν τρεῖς μέρες, ἀκόμα κι ἕνας βασιλιᾶς θὰ φώναζε: «Πόσο καιρὸ μπορῶ νὰ μείνω μαζί σας;» Θὰ μπούχτιζε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγριότητα, τὴν ἀνοησία, τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὴ δυσωδία αὐτῶν τῶν τριῶν ἡμερῶν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ὁ «Βασιλεὺς τῶν βασιλέων», ἔβγαλε τέτοια φωνὴ μετὰ ἀπὸ τριάντα τρία ὁλόκληρα χρόνια ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, ποὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὴν ἀρχοντιά Του πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀπέχουν οἱ ἀγριότεροι τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν εὐγενέστερο ἀνάμεσά τους, ἀπ’ ὅσο διαφέρει ὁ πιὸ βρώμικος ἀγύρτης ἀπὸ τὸν μέγιστο τῶν ἐπίγειων βασιλιάδων.
Σίγουρα ὁ Κύριος δὲ θὰ μετροῦσε το χρόνο σὲ μέρες καὶ ἔτη, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάνει μπροστὰ σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους, μὲ τὴ διδασκαλία του ποὺ εἶχε διαδοθεῖ σὲ πολλὲς χιλιάδες ἀνθρώπινες ψυχές. Μετὰ ἀπὸ τόσα ἔργα καὶ θαύματα, μετὰ ἀπὸ τόσες διδαχὲς καὶ ἄπειρα θαυμαστὰ περιστατικὰ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ καλύψουν χιλιάδες χρόνια, ξαφνικὰ εἶδε πῶς οἱ μαθητὲς Τοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ θεραπεύσουν ἕναν ἐπιληπτικὸ νέο καὶ νὰ βγάλουν ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μ’ ὅλο ποὺ τοὺς εἶχε διδάξει μὲ λόγια καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Τοῦ πῶς νὰ ἐκβάλουν λεγεῶνες δαιμόνων. Κι ἄκουσε ἕναν ἁμαρτωλὸ μὲ πολὺ ἀδύναμη πίστη νὰ τοῦ λέει: εἰ,εἶ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν.
Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπιτίμησε ἐκείνους ποὺ ἦταν μπροστὰ γιὰ τὴν ἀπιστία τους, μετὰ τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν τὸ ἄρρωστο παιδὶ μπροστὰ Τοῦ: φέρετέ μου αὐτὸν ὧδε. Τότε ἐπιτίμησε τὸ δαιμόνιο κι ἐκεῖνο βγῆκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ. Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ἔγινε καλά. Αὐτὰ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Οἱ ἄλλοι δύο εὐαγγελιστὲς δίνουν λεπτομέρειες γιὰ ὅσα ἔγιναν πρὶν ἀπὸ τὴν πραγματικὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ. Οἱ τρεῖς αὐτὲς λεπτομέρειες εἶναι οἱ ἑξῆς: πρώτη, πῶς ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν πατέρα ἀπὸ πότε εἶναι ἄρρωστο τὸ παιδί.: δεύτερη, πῶς ἔδωσε ἔμφαση στὴν πίστη, ὡς προϋπόθεση τῆς θεραπείας καὶ τρίτη, πῶς τὴν ὥρα ποὺ ὁδηγοῦσαν τὸ παιδὶ μπροστὰ στὸ Χριστό, τρομοκρατημένος ὁ διάβολος ἐγκατέλειψε τὸ παιδὶ κι ἔφυγε.
«Πόσος χρόνος ἐστὶν ὼς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;», ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τὸν πατέρα τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ (Μάρκ. Θ’ 21). Καὶ βέβαια δὲν ἔκανε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἀκούσουν οἱ συγκεντρωμένοι ἄνθρωποι. Ὁ ἴδιος τὸ ἤξερε καλά, γνώριζε πῶς ἡ ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ ἦταν μακροχρόνια. Ὁ πατέρας ἀπάντησε: «παιδιόθεν». Ἄς ἀναλογιστεῖ καὶ καθένας πόσα τρομερὰ βάσανα προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴν προστασία Του, τὰ πονηρὰ πνεύματα σίγουρα θὰ εἶχαν κυριολεκτικὰ ἀφανίσει τόσο τὸ σῶμα ὅσο καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Καὶ τελικὰ ἂς σκεφτοῦμε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πάνω στὰ πονηρὰ πνεύματα. Βοήθησον ἡμῖν, εἶπε στὸ Χριστὸ ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ. Δὲν ἀνέφερε μόνο τὸ παιδί, γιατί τὰ βάσανα τοῦ παιδιοῦ ἦταν καὶ τοῦ πατέρα του βάσανα, ὅπως καὶ ὅλης τῆς οἰκογένειας. “Ἄν τὸ παιδὶ θεραπευόταν, θὰ ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὸ βάρος πολλὲς ἀνθρώπινες ψυχές. Κι ὁ Χριστός του ἀπάντησε: «εἴ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά το πιστεύοντι» (Μάρκ. Θ’ 23).
Ὅπως συνήθιζε νὰ ἐνεργεῖ ὁ Κύριος, ἤθελε νὰ κάνει κι ἐδῶ τὸ μέγιστο δυνατὸ καλὸ μὲ μιὰ πράξη. “Ἕνα καλὸ ἦταν ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ. Ἀλλὰ γιατί νὰ μὴν ὠφελήσει καὶ τοὺς ἄλλους; Γιατί νὰ μὴν ἐνισχύσει καὶ νὰ σταθεροποιήσει τὴν πίστη τοῦ πατέρα; Γιατί νὰ μὴν κάνει ταυτόχρονα κι ἕνα τρίτο καλό, νὰ δείξει δηλαδὴ τὴ δύναμή Του ὅσο πιὸ καθαρὰ γινόταν, ὥστε νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα τέταρτο καλό, νὰ καταγγείλει τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορά, καθὼς καὶ τὴ χαμερπῆ τάση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ κακό, πρὸς τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ τὴν ἁμαρτία; Καὶ γιατί νὰ μὴν ἐπιτύχει κι ἕναν πέμπτο καλό, κι ἕνα ἕκτο κι ἕνα ἕβδομο κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ μποροῦν νὰ προκύψουν ἀπὸ μιὰ καλὴ πράξη; Μιὰ καλὴ πράξη συνήθως σέρνει μαζί της πολλὲς ἄλλες, ὅπως τὸ τρένο σέρνει πολλὰ βαγόνια.
Προσέξτε ἐπίσης πὼς ὁ Κύριος συνδυάζει μὲ πολλὴ σοφία τὴν ἀκρίβεια μὲ τὴ λεπτότητα. Ὅταν κατάγγειλε αὐστηρὰ τὴν ἀπιστία, μίλησε γενικά, γιὰ νὰ διεγείρει ὅλων τὴν πίστη, χωρὶς νὰ ταπεινώσει κανέναν προσωπικά. Μετά, ὅταν στράφηκε σ’ ἐκεῖνον ποῦ τὸν ἱκέτευε, δὲ μίλησε αὐστηρά, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ εὐγένεια: εἰ,εἶ δύνασαι πιστεῦσαι… Αὐτὴ ἡ προσεχτικὴ διατύπωση κι ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ πατέρας ἔκραξε μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «πιστεύω, κύριε βοήθει μου τὴ ἀπιστία» (Μάρκ. Θ’ 24).
Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ λιώνει εὐκολότερα τὸν πάγο τῆς ἀπιστίας ὅσο τὰ δάκρυα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔκλαψε μπροστὰ στὸν Κύριο καί μετανόησε γιὰ τὴν προηγούμενη ζωή του, ἀπὸ μέσα του ξεπήδησε ἡ πίστη ὅπως τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή. Καὶ τότε εἶπε τὰ λόγια ποὺ ἔμειναν ὡς ἕνα δυνατὸ μήνυμα σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων: πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τὴ ἀπιστία.
Τὰ λόγια αὐτὰ δείχνουν πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ πιστέψει χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ μόνος του μπορεῖ νὰ φτάσει σὲ μιὰ ὑποψία πίστης, νὰ πιστεύει δηλαδὴ στὸ καλὸ καὶ στὸ κακὸ ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ν’ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ὁ δρόμος ὅμως ἀπὸ τὴ μερικὴ πίστη στὴν ἀληθινὴ εἶναι πραγματικὰ μακρύς. Χωρὶς τὸ καθοδηγητικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ν’ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο αὐτό. Τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ πατέρα τοῦ παιδιοῦ, πιστεύω, κύριε βοήθεια μοῦ τὴ ἀπιστία, εἶναι: «Βοήθησέ μέ, Κύριε, νὰ πιστέψω σὲ Σένα! Βοήθησέ μὲ νὰ μὴν πιστέψω στὸ κακό! Βοήθησέ μὲ ν’ ἀπαλλαγῶ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ νὰ ἑνωθῶ μαζί Σου!»
«Ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’ 42). Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο πρᾶγμα ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸ δαίμονα. Κι αὐτὸ ὥστε νὰ δοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι το φόβο καὶ τὸν τρόμο ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσει ὁ διάβολος στὸν ἄνθρωπο. Νὰ καταλάβουν πόσο ἄνεπαρκὴς εἶναι ἡ δύναμη τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ τῶν καλλίτερων γιατρῶν τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὸν τρόμο τὴ ζωὴ ἔστω καὶ ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου. Ἔτσι ὅταν οἱ ἄνθρωποι δοὺν τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ συνειδητοποιήσουν τὴ δική τους ἀδυναμία, θὰ κατανοήσουν πόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος καταγράφει τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸ πονηρὸ πνεῦμα: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθης εἰς αὐτόν» (Μάρκ. Θ’ 25). Σοὶ ἐπιτάσσω, εἶπε ὁ Κύριος. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δύναμης καὶ τῆς ἐξουσίας. Δὲν τὴ δανείζεται ἀπὸ κάποιον ἄλλο. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15), εἶχε πεῖ σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Καὶ τώρα βλέπουμε πῶς τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ στὴν πράξη. «Σοῦ μιλάω Ἐγώ: σὲ διατάζω μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ ἔχω καὶ σὲ διώχνω ἀπὸ τὸ παιδὶ μὲ τὴ δύναμή μου». Ἄς τὸ καταλάβουν καλὰ οἱ ἄνθρωποι πῶς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ποὺ ἔκαναν κάποια θαυμαστὰ πράγματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνος ποὺ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες καὶ ἀνέμενε ὁ κόσμος.
Θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα καὶ τὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸ διάβολος καὶ μηκέτι εἰσέλθης εἰς αὐτόν. Ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ ὄχι μόνο νὰ φύγει, μὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τόσο πολὺ ταλαιπωρήσει. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἀκόμα κι ὅταν καθαριστεῖ καὶ θεραπευτει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ προσβληθεῖ ξανὰ ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ ξανάρθει στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ὁποῖο διώχτηκε. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετάνιωσε καὶ συχωρέθηκε ἀπό το Θεό, ξαναγυρίσει στὴν παλιὰ ἁμαρτία του. Τότε ὁ διάβολος βρίσκει ἀνοιχτὴ τὴν εἴσοδο καὶ ξαναμπαίνει στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Κύριος ἐδῶ διατάζει τὸ διάβολο ὄχι μόνο νὰ ἐλευθερώσει τὸ παιδί, μὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει ποτέ. Κι αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτο, ὥστε τὸ θεϊκὸ δῶρο ποὺ τοῦ ἔδωσε νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένο καὶ τέλειο: καὶ δεύτερο, γιὰ νὰ διδαχτοῦμε πῶς, ἀφοῦ λάβουμε τὴν ἄφεση ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν πρέπει νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ἁμαρτία, «ὥσπερ κύων ἐπὶ τὸ ἴδιον ἔξέραμα» (Βπέτρ. β’ 22), γιὰ νὰ μὴν ἐκτεθοῦμε στὸν κίνδυνο κι ἀνοίξουμε πάλι τὴν πόρτα στὸ πονηρὸ πνεῦμα γιὰ νὰ μπεῖ μέσα μας καὶ νὰ μᾶς κυριεύσει.
Μετὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, «ἔξεπλήσσοντο πάντες ἐπὶ τὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (θ’ 43). Πόσο καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἔμενε ὁ θαυμασμὸς αὐτὸς διαρκὴς κι ἀνεξάλειπτος ἀπὸ τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων! Νὰ μὴν ἔσβηνε τόσο γρήγορα ὅσο οἱ σαπουνόφουσκες στὸ νερό! Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπέρνει μάταια. “Ἄν ὁ σπόρος ποὺ πέφτει στὸ δρόμο, στὴν πέτρα ἢ ἀνάμεσα στὰ ζιζάνια χάνεται, ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σὲ καλὴ γῆ μένει ζωντανὸς καὶ ἀποδίδει καρποὺς ἑκατονταπλάσιους..
Ἀργότερα ποὺ ὁ Χριστὸς ἔμεινε μόνος μὲ τοὺς μαθητές Του, ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν: «Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τὼ Ἰησοῦ κατ’ ἰδίαν εἶπον· διατὶ ἤμεὶς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς: διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν, ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἔρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατίσει ὑμῖν» (Ματθ. ἴζ’ 19-20). Ἡ ρίζα τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀποστόλων ἑπομένως ἦταν ἡ ἀπιστία. “Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ πίστη, τόσο μεγαλύτερη κι ἡ δύναμη. Λιγότερη πίστη, λιγότερη δύναμη. Νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε δώσει στοὺς ἀποστόλους «ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ μαλακίαν» (Ματθ. ἰ’ 1). Οἱ μαθητὲς ἔκαναν γιὰ κάποιο διάστημα καλὴ χρήση αὐτῆς τῆς ἐξουσίας. Στὸ μέτρο ὅμως ποὺ ἐξασθένησε ἡ πίστη τους, εἴτε ἀπό το φόβο τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἐξασθένησε καὶ ἡ δύναμη ποὺ τοὺς ἔδωσε. Στὸν Ἀδὰμ εἶχε δοθεῖ ἐξουσία πάνω σ’ ὅλα τὰ πλάσματα. Μὲ τὴν παρακοή, τὴν ἀπληστία καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του ὅμως, ἔχασε τὴν ἐξουσία αὐτή. Οἱ ἀπόστολοι τώρα, ἀπὸ κάποιο δικό τους σφάλμα, εἶχαν χάσει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς εἶχε δώσει ὁ Κύριος. Ἡ χαμένη αὐτὴ δύναμη τώρα μπορεῖ ν’ ἀνακτηθεῖ μόνο μὲ πίστη, πίστη καὶ περισσότερη πίστη.
Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ Κύριος ἔδωσε μεγάλη ἔμφαση στὸ θέμα τῆς πίστης. Ἡ πίστη μπορεῖ νὰ μετακινήσει καὶ ὄρη. Δὲν ἀδυνατεῖ τίποτα μπροστά της. “Ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ εἶναι πολὺ μικρός, τὸ ἄρωμά του ὅμως μπορεῖ νὰ διαπεράσει ἕνα μπὼλ ὁλόκληρο μὲ φαγητό. Γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὴν Κατήχησή του ἀρ. 5: «Ὅπως ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ, ποῦ εἶναι μικρὸς σὲ μέγεθος ἀλλὰ μεγάλος σὲ ἐνέργεια, ὅταν σπαρεὶ σ’ ἕναν τόπο βγάζει πολλοὺς κλάδους, ὥστε σ’ αὐτοὺς νὰ κάθονται καὶ πουλιά, ἔτσι εἶναι κι ἡ πίστη. Σύντομα κάνει ἔργα μεγάλα. Γι’ αὐτὸ ἔχετε πίστη σ’ Ἐκεῖνον, γιὰ νά σας δώσει πίστη δυνατή, ποῦ ἐνεργεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δύναμη». Ἄν ἔχετε πίστη ἔστω ὅσο ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ, τὰ βουνὰ θὰ ὑποχωρήσουν μπροστά σας καὶ θὰ μετακινηθοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος σὲ ἄλλο.
Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲ μετακίνησε βουνά; Ἐπειδὴ δέν του ἦταν ἀπαραίτητο νὰ τὸ κάνει. Ἔκανε ἐκεῖνα μόνο τὰ θαύματα, ποὺ χρειάζονταν γιὰ νὰ ὠφελήσουν τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὴ σωτηρία τους. Εἶναι ὅμως μεγαλύτερο θαῦμα νὰ μετακινήσεις ἕνα βουνὸ ἢ νὰ μετατρέψεις τὸ νερὸ σὲ κρασί, νὰ πολλαπλασιάσεις τούς ἄρτους, νὰ ἐκβάλεις πονηρὰ πνεύματα, νὰ θεραπεύσεις ὅλων τῶν λογιῶν τίς ἀρρώστιες, νὰ περπατήσεις πάνω στὸ νερὸ ἢ νὰ γαληνέψεις μ’ ἕνα λόγο – ἢ καὶ μία σκέψη – τίς καταιγίδες καὶ τοὺς ἀνέμους; Δὲν ἄποκλείεται πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχαν πολὺ μεγάλη πίστη καὶ σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις, νὰ “καναν καὶ τὸ θαῦμα αὐτό, νὰ μετακίνησαν δηλαδὴ ὄρη. Εἶναι ὅμως τὰ ψηλὰ βουνὰ πιὸ φοβερὰ φορτία γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τίς ἔγκόσμιες μέριμνες, τοὺς ἔγκόσμιους δεσμοὺς καὶ τίς ἁλυσίδες τῶν παθῶν; Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὰ βάρη αὐτὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὰ ρίξει στὴ θάλασσα, σίγουρα ἔχει μετακινήσει τὸ μεγαλύτερο βουνὸ τοῦ κόσμου.
«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ,εἶ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ἴζ’ 21). Ἡ νηστεία κι ἡ προσευχὴ εἶναι οἱ δύο πυλῶνες τῆς πίστης, δυὸ δυνατὲς φλόγες ποὺ κατακαίουν τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μὲ τὴ νηστεία καταπραύνονται καὶ νεκρώνονται ὅλα τὰ σωματικὰ πάθη, κυρίως τὰ σαρκικά. Μὲ τὴν προσευχὴ πολεμοῦνται κι ἄφανίζονται ὅλα τ’ ἄλλα πάθη τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ὅπως πονηρὲς ἐπιθυμίες, κακὲς πράξεις, φθόνος, ἐκδίκηση, μῖσος, κακία, ὑπερηφάνεια, κενοδοξία καὶ ἄλλα. Μὲ τὴ νηστεία καθαρίζονται τὰ δοχεῖα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο περιεχόμενό των ἐγκόσμιων παθῶν καὶ τῆς κακίας τους. Μὲ τὴν προσευχὴ ἕλκεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ ἄδειο καὶ καθαρὸ δοχεῖο κι ἐγκαθίσταται στὸν ἄνθρωπο ἡ πληρότητα τῆς πίστης. – Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀπὸ χρόνια ἀμνημόνευτα τονίσει τὴ δοκιμασμένη συνταγὴ τῆς νηστείας γιὰ ὅλα τὰ σωματικὰ πάθη καὶ σὰν ἕνα δυνατό ὅπλο ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἐκεῖνοι ποὺ ὑποβαθμίζουν ἢ ἀπορρίπτουν τὴ νηστεία, στὴν οὐσία ὑποβαθμίζουν κι ἀπορρίπτουν μιὰ θεμελιακὴ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ποὺ ἀφορᾶ στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προσευχὴ ἐνισχύεται μὲ τὴ νηστεία, ἡ πίστη ἑδραιώνεται κι ἀπὸ τὴ μιὰ (τὴν προσευχὴ) κι ἀπὸ τὴν ἄλλη (τὴ νηστεία). Κι ἡ πίστη μετακινεῖ ὄρη, ἐκβάλλει δαιμόνια καὶ κάνει δυνατὰ τὰ ἀδύνατα.
Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲ φαίνεται νὰ ἔχουν σχέση μὲ τὸ περιστατικὸ ποὺ προηγήθηκε. Μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ κι ἐνῶ οἱ ἄνθρωπου θαύμαζαν τὸ γεγονός, ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ μιλάει στοὺς μαθητὲς γιὰ τὸ Πάθος Του. «Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων. καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν, καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ἴζ’ 22, 23). Γιατί μετὰ τὸ θαῦμα, ὅπως καὶ μετὰ ἀπὸ κάποια ἄλλα ἀπὸ τὰ θαύματά Του, ὁ Κύριος μιλοῦσε στοὺς μαθητὲς γιὰ τὸ Πάθος Του; Τὸ ἔκανε αὐτὸ ὥστε, ὅταν ἐρχόταν τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, νὰ μὴν ἀποκαρδιωθοῦν, νὰ μὴν ὀλιγοπιστήσουν. Τά ‘λεγε αὐτὰ στοὺς μαθητὲς μετὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματά Τοῦ, ὥστε οἱ προρρήσεις αὐτές, κοντὰ στὰ μεγάλα γεγονότα, τὴ δόξα καὶ τὰ ἐγκώμια μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ὑποδέχονταν, νὰ χαραχτοῦν καλύτερα στὸ νοῦ τους. Τά ‘λεγε ὅμως καὶ γιὰ νὰ διδάξει, ὄχι μόνο τοὺς ἀποστόλους ἀλλὰ καί μας. Νὰ κατανοήσουμε πῶς μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλα ἔργα δὲν πρέπει νὰ ζητοῦμε καὶ νὰ περιμένουμε ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ τὸ χειρότερο, γιὰ τὰ σκληρότερα χτυπήματα καί τις ταπεινώσεις, ἀκόμα κι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ βοηθήσαμε κι εὐεργετήσαμε πολύ.
Ὁ Κύριος δὲν προεῖπε μόνο τὸ πάθος καί το θάνατό Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του. Στὸ τέλος ὅλων ὑπάρχει ἡ Ἀνάσταση, ἡ νίκη κι ἡ αἰώνια δόξα. Ὁ Κύριος προεῖπε στοὺς μαθητές Του κάτι ποὺ φαινόταν ἀδύνατο. Ἤθελε νὰ τονώσει τὴν πίστη τους, γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσουν ὅσα θ’ ἀκολουθοῦσαν, νὰ τοὺς διδάξει πῶς πρέπει νὰ πιστέψουν ὅσα τοὺς εἶπε. Πίστη ὅση ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ ἢ ἀκόμα λιγότερη, πρέπει νὰ χεῖ κάθε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ναὶ προετοιμασμένος καὶ νὰ περιμένει κάθε εἶδος βασάνων σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Νὰ `ναὶ σίγουρος ὅμως πῶς στὸ τέλος ὑπάρχει ἡ ἀνάσταση. Κάθε ἐπίγεια δόξα καὶ κάθε ἔπαινο πρέπει νὰ τὰ λογαριάζουμε σὰν μηδέν. Μετὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς θριάμβους ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁ κόσμος, πρέπει ν’ ἀναμένουμε τὸν πειρασμό. Ὅλα ὅσα μᾶς στέλνει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, πρέπει νὰ τὰ δεχόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοή. Δὲν πρέπει ν’ ἀπαριθμοῦμε τὰ καλὰ ποὺ ἔχουμε κάνει γιά το λαό, τὴν πόλη ἢ τὸ χωριό, γιὰ τὸ ἔθνος ἢ γιὰ τὴν πατρίδα μας. Δὲν πρέπει νὰ ἐπανασταστοῦμε ὅταν μᾶς πιέζουν προβλήματα. “Ἄν κάναμε κάτι γιὰ τοὺς πλησίον μας, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. “Ἔτσι εἶναι. Κάθε καλὸ γίνεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐμεῖς εἴμαστε ἁπλᾶ ὄργανά Του. Ἑπομένως δὲν πρέπει νὰ γογγύζουμε ὅταν μᾶς στείλει ὁ Θεὸς βάσανα μετά την εγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετὰ ἀπὸ ἐπαίνους, φτώχεια μετὰ τὸν πλοῦτο, περιφρόνηση μετὰ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀρρώστια μετὰ τὴν ὑγεία, μόνωση καὶ ἐγκατάλειψη μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση πολλῶν φίλων.
Ὁ Θεὸς γνωρίζει γιατί μᾶς τὰ στέλνει όλ’ αὐτά. Γνωρίζει πῶς ὅλα εἶναι γιὰ τὸ καλό μας. Πρῶτο, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τίς αἰώνιες κι ἄφθαρτες ἀξίες καὶ νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε στὸ θάνατο παρασυρμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη καὶ παροδικὴ λαμπρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δεύτερο, πῶς δὲν πρέπει νὰ λάβουμε ἀνταπόδοση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὰ καλὰ ποὺ κάναμε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, γιατί ἔτσι δὲ θὰ μείνει τίποτα νὰ περιμένουμε γιὰ νὰ λάβουμε στὴ μέλλουσα ζωή. “Ὅταν φτάσουμε στὴν πύλη τῆς οὐράνιας βασιλείας, εὔχομαι νὰ μὴν ἀκούσουμε: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἤδη ἀπέχετε τὸν μισθὸν ὑμῶν».
Ἐλπίζω νὰ μὴ συμβεῖ αὐτό σε μᾶς. Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε αἰώνια ὅταν ἔρθει τὸ σίγουρο τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου λάβαμε δόξα καὶ τιμή, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μοναδικός μας Φίλος, μᾶς διδάσκει πῶς μετὰ τὴ μέγιστη δόξα, τὸν ἔπαινο καὶ τὴν τιμὴ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει αὐτὸς ὁ κόσμος, πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ ν’ ἀναλάβουμε τὸ σταυρό μας. Γι’ αὐτὸ πρέπει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.