Πόσο ζητάει ἡ κοινωνία μας σήμερα ἕναν Ἰωάννη!

«Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖ­κα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)

Ἡ 29η Αὐγούστου, ἑ­ορτ­ὴ τῆς Ἀποτο­μῆς τῆς Κεφαλῆς τοῦ τιμίου Προδρόμου, εἶ­νε ἡ μεγα­λύ­τερη ἀ­πὸ τὶς ἑορτές του. Τὸν τιμοῦμε, διότι εἶ­νε μία μοναδικὴ φυσιογνωμία, ὁ μεγαλύτερος ἄν­δρας τοῦ ἀρ­χαί­ου κόσμου. Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ τὸν ἐγκωμί­ασε λέγοντας ὅτι δὲν γεννήθηκε μεγαλύτερο πνευματικὸ ἀνάστη­μα ἀπὸ αὐτόν (βλ. Ματθ. 11,11). Εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ προ­φῆ­τες, πατριάρχες, δικαίους· ὕψος οὐράνιο, ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος ἐπὶ τῆς γῆς.

Εἶνε θαυμαστὸς γιὰ τὴ γέννησί του. Γεννήθηκε ἀ­πὸ σπλάχνα δύο γερόντων, τοῦ ἱερέως Ζαχαρία καὶ τῆς στείρας Ἐ­λι­σάβετ, ἁγιασμένος «ἐκ κοι­λίας μητρὸς αὐ­τοῦ» (πρβλ. Γαλ. 1,15), ἀφοῦ κατὰ τὴ συνάντησι Ἐλισάβετ καὶ Θεομήτορος «ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ» (Λουκ. 1,41).

Εἶνε θαυμαστὸς κατόπιν γιὰ τὴ ζωή του. Ἀπὸ περιβάλλον ἱερατικό, βγῆκε μι­­κρὸς στὴν ἔρημο κ᾽ ἐκεῖ ἔζησε ἀ­σκητι­κά, μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἔ­τρω­γε «ἀ­κρί­δες» χόρτων καὶ «μέλι» ἀ­πὸ ἄ­γρια μελίσσια (Ματθ. 3,4)· ἔπινε νερὸ ἀπ᾽ τὸν Ἰορδάνη, φοροῦσε κάππα ἀ­πὸ τρί­χες καμήλας, κοιμόταν στὰ χαλίκια τῆς ὄ­χθης κά­τω ἀπ᾽ τ᾽ ἄστρα συντροφιὰ μὲ τ᾽ ἀγρίμια.

Εἶνε θαυμαστὸς ἐπίσης γιὰ τὸ κήρυ­γμά του. Τριάντα ἐτῶν, μὲ σῆμα ἐξ οὐ­ρανοῦ, ἄ­φησε τὴν ἔρημο, ἔ­­­στησε ἄμβωνα πλάι στὸ ποτά­μι καὶ ἄρχισε νὰ κηρύτ­τῃ μὲ λόγο πύρινο. Ἤλεγχε πλου­σί­ους, στρατιωτικούς, μικροὺς – μεγάλους. Σὲ ὅ­λους ἔλεγε· «Μετα­νοεῖ­τε» (Ματθ. 3,2), ἔρχεται τιμωρία· τὰ ἄκαρπα δέντρα τὰ περι­μένει τσεκούρι καὶ φωτιά (βλ. Ματθ. 3,10· βλ. & Λουκ. 3,8).

Μὰ πιὸ θαυμαστὸς εἶνε γιὰ τὸ τέλος του. Δὲν πέ­θανε σὲ κρεβάτι, ἀλλὰ μὲ τρό­πο βίαιο· εἶχε τέλος ἡρω­­ικό. Ποῦ καὶ πῶς; Τὸ ἱστορεῖ τὸ Εὐαγγέλιο (βλ. Μᾶρκ. 6,14-30).

* * *

Στὴν ἐποχή του ζοῦσε ἕνας ἀσελγὴς καὶ ἀ­κόλαστος βασιλιᾶς, ὁ Ἡρῴδης (ὄχι ἐ­κεῖνος ποὺ ἔσφαξε τὰ νήπια τῆς Βηθλεέμ, ἀλ­λὰ ὁ γυιὸς ἐ­κείνου). Ἦταν φι­λάρ­γυ­ρος, δοῦλος τῶν παθῶν. Λέει ὁ ἱστορικὸς Ἰώσηπος, ὅτι τὰ ἀ­νάκτορα ἦταν κέντρο ὀργίων· ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖ­κα του καὶ συζοῦσε μὲ τὴν Ἡρῳ­διάδα, γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. Ἔκανε δύο μεγάλα ἁ­μαρτήμα­τα· μοιχεία καὶ αἱμομειξία. Ἐν τούτοις τὸν τιμοῦσαν ὅλοι, ἱερεῖς καὶ ἀρ­χι­ερεῖς· καν­είς δὲν τολμοῦσε νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀνομία του, τὸ δημόσιο σκάνδαλο.

Ἕνας μόνο, ὁ Ἰωάννης, τόλμησε κ᾽ ἔρ­ρι­ξε κεραυνὸ ἐναν­τίον του. Σεισμὸς ἂν γινόταν, δὲν θὰ τάραζε τὰ ἀνάκτορα τόσο ὅσο τώρα ὁ ἔλεγχος τοῦ Προδρόμου. Δὲν εἶπε πολλὰ λόγια· ἕξι – ἑ­φτὰ λέ­ξεις μόνο, ἀλλὰ τὸ κήρυ­γμα αὐτὸ ἔμεινε στοὺς αἰῶνες· Βασιλιᾶ, λέει, «δὲν σοῦ ἐ­πιτρέπεται νὰ ἔχῃς σύζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)!

Τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔρριξαν στὶς φυ­λακὲς τοῦ φρουρίου τῆς Μαχαιροῦντος.

Μιὰ βραδιὰ τότε ὁ βασι­λιᾶς γιώρταζε τὰ γενέθλιά του κ᾽ εἶχε μαζευ­τῆ ἡ ἀ­φρό­κρε­μα –γράψε κοπρόκρεμα– τῆς κοι­νωνίας· διασκέδαζαν, ἔτρωγαν κ᾽ ἔ­πι­ναν· μεθοῦ­σαν ἀπὸ κρασὶ καὶ ὀ­φθαλ­μοπορνεία. Τὸ συμ­πόσιο εἶχε καὶ μουσι­κὴ καὶ χορό· χόρεψαν γυναῖκες μὲ κινήσεις πρόστυχες, ὅπως σὲ αὐλὲς μεγιστάνων τῆς Ἀ­να­το­­λῆς. Στὸ χορὸ «διέπρε­ψε» μία νεαρή, ἡ Σαλώμη κόρη τῆς μοιχαλίδος Ἡρῳ­δι­άδος. Καὶ ἄρεσε τόσο πο­λὺ στὸν ἡδονοβλεψία Ἡρῴδη, ὥστε, πάνω στὴ ζάλη τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ, πῆ­ρε δημοσίως μιὰ παράλογη ἀ­πόφασι.

Σταματῶ λίγο ἐδῶ. Μερικοὶ λένε· Ἁ­μαρ­τία εἶνε ὁ χορός; θὰ μᾶς τὸ ἀπαγορεύσῃ τώρα κι αὐτὸ ὁ Καντιώτης;… Ἂν πρόκειται γιὰ χορὸ Πόντου καὶ Μικρᾶς Ἀσίας, νὰ πῶ ναί· ἂν πρόκειται ὅμως γιὰ χορὸ Εὐ­ρώ­πης καὶ Ἀμερικῆς, ὄχι. Καταλαβαίνετε; Ὄχι ἐ­γώ, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ λέει· «Ἔν­θα ὄρ­­χησις (=ὅπου χορός), ἐ­κεῖ διάβολος» (P.G. 58,491,493). Καὶ ὄντως συχνὰ πορνεῖες, μοιχεῖες, διαζύγια, πολλὰ κακά, ἀρχίζουν σὲ χορό.

Νά κ᾽ ἡ ἀπόδειξι τώρα. Ποῦ κατέληξε ὁ χο­ρὸς τῆς Σαλώμης; Ἐσὺ ποὺ νομίζεις ὅτι δὲν εἶνε τί­ποτα ν᾽ ἀγκαλιάζεσαι, νὰ κολ­λᾷς μὲ τὸ κορμὶ ξένης γυναίκας, νὰ μὴ σᾶς χωρίζῃ οὔτε τσιγαρόχαρτο, ἔλα ν᾽ ἀκού­σῃς τί στοίχισε αὐτὸς ὁ χορὸς τοῦ Ἡρῴδη.

Πάνω στὴν ἔξαψί του ὁ βασιλιᾶς εἶ­πε στὴν κοπελλιὰ μπροστὰ σὲ ὅλους· Ζήτα μου ὅ,τι θέλεις, μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου! Θὰ τό ᾽λεγε αὐτὸ ἂν δὲν εἶχε προηγηθῆ ἡ ζάλη τοῦ χοροῦ; Καὶ τί ἀκολούθησε τώρα!

Τί μποροῦσε ἡ κόρη αὐτὴ νὰ ζητήσῃ ἀ­π᾽ τὸ βασιλιᾶ; παλάτια, ἐπαύλεις, διαμάντια, χρυσάφια… Δὲν ζήτησε τίποτε ἀπ᾽ αὐτά, ἀλ­λὰ τί; Ὤ κακία γυναίκας! Πάει, συμβουλεύεται τὴν πονηρὴ μάνα της· κι αὐτὴ τῆς εἶ­πε νὰ ζητή­­σῃ ἕνα μόνο. Καὶ μπαί­νον­τας ἀμέσως λέει στὸ βασιλιᾶ· «Θέλω νὰ μοῦ δώ­σῃς τώρα δὰ μέσα σ᾽ ἕνα πιάτο τὸ κεφάλι «Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Μᾶρκ. 6,25). Σὰν τ᾽ ἄ­κουσε ὁ Ἡρῴδης, αἴτημα θηρίου κι ὄχι ἀν­­θρώ­που, ἔγινε περίλυπος. Γιατὶ στὸ βάθος σεβόταν τὸν Βαπτιστή. Ἀλλὰ κάμφθηκε.

Συχνὰ ἀσθενεῖς χαρακτῆρες κάμπτον­ται ἀ­πὸ γυναῖκες. Βλέπεις ἕναν νὰ κυβερνάῃ κόσμο; Ψέματα εἶνε· τὸν κυβερνάει ἀ­πὸ πίσω μιὰ γυναίκα πονηρή· αὐτὲς ἄγουν καὶ φέρουν πολ­λὲς φορὲς ἰ­σχυροὺς ἄντρες· πίσω ἀπὸ πολλὰ διεθνῆ ἐγκλήματα κρύβεται κάποια Σαλώμη καὶ Ἡρῳδιάδα.

Ἔτσι ὁ Ἡρῴδης διέταξε σπεκου­λάτο­ρα κι αὐτὸς ἐν καιρῷ νυκτὸς πῆγε στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς, ὕψωσε τὸ σπαθὶ καὶ ἀπέκοψε τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. Στάζον­τας αἷμα τὴν ἔβαλε σὲ πιάτο, τὴν ἔφερε στὸ κο­ρι­τσόπουλο, κι αὐτὸ τὴν ἔ­δωσε στὴ μάνα της.

Τέτοιο ἦταν τὸ τέλος τοῦ ἁγίου Ἰωάν­νου τοῦ Προδρόμου· τέλος μαρτυρικό.

* * *

Ἀπὸ τότε πέρασαν εἴκοσι αἰ­ῶνες, ἀλ­­λὰ ἡ μνήμη τοῦ Ἰωάννου μένει ἀγέραστη.

Πόσο διψάει ἡ κοινωνία σήμερα ἕναν Ἰ­ωάννη Πρόδρομο! Ἑκατὸ δεσποτάδες καὶ ὀ­χτὼ χιλιάδες παπᾶδες, ἂν μᾶς στύψῃς, τὸ νυ­χάκι τοῦ Ἰωάν­νου δὲν κάνουμε. Δειλοὶ καὶ ἄνανδροι ἀπέ­ναν­τι στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡ­μέρας, κολακεύ­οντες τὰ ἀν­θρώπινα πάθη, δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀρθοῦμε στὸ ὕψος του. Ἔλειψε ἀπ᾽ τὰ χείλη μας τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι».

Ἂν ξαναρχόταν σήμερα ὁ Ἰωάννης κ᾽ ἐμ­φανιζόταν ξαφνικὰ μὲ τὴν κάπ­πα του μέσ᾽ στὴ βου­λὴ τῶν Ἑλλήνων, θὰ φώναζε στοὺς βουλευτὰς ὅ­λων τῶν παρατάξεων· «Οὐκ ἔξ­ε­στιν ὑμῖν» ἐκδίδειν αὐτόματα διαζύγια, ἀ­μνηστεύειν πορνείαν καὶ μοιχείαν, διαλύ­ειν τὴν οἰ­κογένειαν μὲ νόμους πολιτικοῦ «γά­μου»… Νεκρὸς θά ᾽βγαινε ἀπὸ κεῖ μέσα.

Λείπει σήμερα τὸ κήρυγμα αὐτὸ τὸ προφητικό, ποὺ σείει κάστρα ἀνομίας.

Ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὶς δύο σήμερα μεγάλες δυνάμεις, Ἀμερικὴ καὶ ῾Ρωσία, μό­νο ὁ  Θεὸς γνωρίζει ποιά θὰ ἐπικρα­τή­­σῃ. Ἐγὼ ὅμως βλέπω μία ἄλλη πάλη. Μεγάλη δύναμις ἡ ῾Ρωσία. Ποιός ὅμως τὴν σείει τώρα; Ἕνας Χριστιανός, ὁ Ἀ­λέξανδρος Σολζενίτσιν, ποὺ εἶπε κι αὐ­τὸς «Οὐκ ἔξεστί σοι» ἔ­χειν στρατόπεδα συγκεντρώσεως καὶ ἐξο­ρίζειν τὰ ὄργανα τοῦ καθήκοντος. Εἶνε αὐ­τὴ μία φωνή, τὴ στιγμὴ ποὺ δεσποτάδες καὶ πα­πᾶδες λιβανίζουν τὸ Κρεμλῖνο τὸ ὁ­ποῖο διαδέχθηκε τοὺς ἀθέους. Ἐκεῖνος ὅ­μως, μόνος ἀλλὰ ἄκαμπτος, εἶχε τὸ θάρρος νὰ ἐπαναλάβῃ τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι».

Ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν θὰ σβήσῃ. Κι ἂν δὲν ἀ­κούγεται ἀπὸ κληρικοὺς καὶ λογίους καὶ ἀξιωματούχους, κάποιος σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς γῆς θὰ ὀρθώνῃ τὸ ἀνάστημά του καὶ θὰ λέῃ στὸν ἀσεβῆ κόσμο· «Οὐκ ἔξ­εστί σοι» διαπράττειν τὴν ἁμαρτίαν.

Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη, ἀδελφοί μου, ὑποθέ­σουμε ὅτι ἔρχεται τέτοια κατάπτωσις ὥσ­τε νὰ σιγήσουν οἱ φω­νὲς ἀνθρώπων – προ­φητῶν κ᾽ ἐπικρατήσῃ χάος καὶ ἐρημιά, καὶ πάλι μὴν ἀπελπισθῆτε. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη φωνή. Τὴν ἀκούω, τὴν ἀκοῦτε κ᾽ ἐσεῖς, τὴν ἀ­κοῦνε ὅ­λοι· εἶνε ἡ συνείδησις. Εὐτυχεῖς ὅ­σοι ἀκούγοντάς την μετανοοῦν, ἐξομολογοῦν­ται, πλένουν τὰ ἱμάτιά τους στὸν Ἰορδάνη τῆς μετανοίας καὶ παύει ἡ συνείδησι νὰ τοὺς ἐλέγχῃ. Δυστυχὴς ὅ­ποιος συνεχίζει νὰ βασανίζεται ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους της, ἔστω καὶ ἂν κατοικῇ σὲ ἀνάκτορα κ᾽ ἐξουσιάζῃ τὴ γῆ.

Εὔχομαι, ποτέ νὰ μὴ σᾶς τύψῃ ἡ συνείδησι καὶ ὅ­σο ὑπάρχει καιρὸς νὰ μετανοήσουμε εἰλικρινά. Εἰ δ᾽ ἄλλως, ὅπως εἶ­πε ὁ ἅγιος Ἰωάννης «πᾶν δένδρον μὴν ποιοῦν καρπὸν κα­­λὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10· βλ. & 7,19).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος στὶς 29-8-1982)