ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (26/11/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ
Προς Εφεσίους, κεφάλαιο Δ΄, εδάφια 1-7
1Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, 2μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, 3σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. 4 Ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν. 7῾Ενὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Σύμφωνα λοιπόν με αυτά που σας έγραψα προηγουμένως, σας παρακαλώ εγώ που είμαι φυλακισμένος για το όνομα του Κυρίου, να πορευθείτε και να ζήσετε με τρόπο άξιο της υψηλής κλήσεως που σας έκανε ο Θεός. 2 Σας παρακαλώ, λοιπόν, να ζείτε με κάθε ταπεινοφροσύνη και πραότητα, με μακροθυμία και υπομονή. Να ανέχεστε με αγάπη ο ένας τα ελαττώματα του άλλου. 3 Και να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια προκειμένου να διατηρείτε μεταξύ σας ενότητα με την οποία σας ένωσε το Άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ως σύνδεσμο την ειρήνη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σε ένα. 4 Αποτελείτε ένα σώμα, την Εκκλησία, και ένα Πνεύμα ζωοποιεί το σώμα αυτό, αφού και όλοι σας κληθήκατε με μία ελπίδα της κλήσεώς σας· διότι ο Θεός για μία και την ίδια βασιλεία και για τα ίδια αγαθά σας κάλεσε όλους. 5 Ένας και μόνος Κύριος υπάρχει˙ μία πίστη έχουν όλοι οι Χριστιανοί˙ ένα βάπτισμα έλαβαν όλοι. 6 Ένας κυριαρχεί πάνω απ’ όλους ως Δεσπότης. Η δική Του δύναμη διαχύνεται και ενεργεί διαμέσου όλων των μελών της Εκκλησίας σε ολόκληρο το σώμα της. Αυτός κατοικεί μέσα σε όλους μας. 7 Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε όλοι ένα. Βέβαια όλοι οι πιστοί δεν έχουμε λάβει τα ίδια χαρίσματα, αλλά διάφορα και ποικίλα. Αυτή όμως η διανομή για κανένα λόγο δεν επιτρέπεται να γίνεται αιτία χωρισμού μεταξύ των πιστών· διότι η διανομή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά γίνεται απ’ τον ίδιο τον Χριστό. Αυτός δηλαδή στον καθένα ξεχωριστά από εμάς έδωσε την Θεία Χάρη, σύμφωνα με το μέτρο που με σοφία και δικαιοσύνη χρησιμοποιεί στην διανομή της δωρεάς Του.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο ΙΗ΄, εδάφια 18-27
18Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 20 Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
18 Κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον ρώτησε τα εξής: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». 19Του είπε τότε ο Ιησούς: «Αφού απευθύνεσαι σε εμένα νομίζοντας ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος, γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανείς δεν είναι από μόνος του απολύτως αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. 20 Γνωρίζεις τις εντολές: Να μη μοιχεύσεις, να μη σκοτώσεις, να μην κλέψεις, να μην ψευδομαρτυρήσεις, να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». 21 Και εκείνος είπε: «Όλα αυτά τα φύλαξα από την παιδική μου ηλικία».22 Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς, του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει. Πούλησε όλα όσα έχεις και μοίρασέ τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα να με ακολουθήσεις ως μαθητής μου, υπακούοντας πάντοτε σε όσα θα σε διδάσκει το παράδειγμά μου και η διδασκαλία μου». 23 Αυτός όμως όταν άκουσε τα λόγια αυτά, λυπήθηκε πάρα πολύ˙ διότι ήταν πάμπλουτος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τα πλούτη του.24 Όταν λοιπόν ο Ιησούς τον είδε τόσο πολύ στενοχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στην Βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! 25 Πράγματι, πολύ δύσκολα· διότι είναι ευκολότερο μία καμήλα να περάσει από τη μικρή τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να μπει ένας πλούσιος στην Βασιλεία του Θεού».26 Εκείνοι που τα άκουσαν αυτά, είπαν τότε: «Και ποιος μπορεί να σωθεί, αφού είναι τόσο πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να σωθούν οι πλούσιοι, στους οποίους ο Θεός έδωσε τα επίγεια αγαθά Του;». 27 Τότε ο Κύριος τούς απάντησε: «Εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν με την ασθενική δύναμη του ανθρώπου, είναι κατορθωτά και δυνατά με τη χάρη και τη δύναμη του Θεού· διότι μόνο ο Θεός μπορεί να λύσει τα δεσμά της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου προς το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ [:Εφεσ. 4,1-7]
Υπομνηματισμός του Ιερού Χρυσοστόμου στα εδάφια 1-3 του κεφ. 4 της «Πρός Ἐφεσίους» επιστολής του αποστόλου Παύλου
«Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραΰτητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης(:Σύμφωνα λοιπόν με αυτά που σας έγραψα προηγουμένως, σας παρακαλώ εγώ που είμαι φυλακισμένος για το όνομα του Κυρίου, να πορευτείτε και να ζήσετε με τρόπο άξιο της υψηλής κλήσεως που σας έκανε ο Θεός. Σας παρακαλώ λοιπόν να ζείτε με κάθε ταπεινοφροσύνη και πραότητα, με μακροθυμία και υπομονή. Να ανέχεστε με αγάπη ο ένας τα ελαττώματα του άλλου. Και να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια προκειμένου να διατηρείτε τη μεταξύ σας ενότητα με την οποία σας ένωσε το Άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ως σύνδεσμο την ειρήνη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σε ένα)»[:Εφ.4,1-3].
Αποδείχτηκε μεγάλη η δύναμη της αλυσίδας του Παύλου και λαμπρότερη από τα θαύματα. Όχι μάταια λοιπόν, όπως φαίνεται, ούτε τυχαία προβάλλει αυτήν, αλλά για να παρακινήσει. «Να φέρεστε αντάξια», λέγει, «προς την κλήση, την οποία λάβατε». Πώς; «Με κάθε ταπεινοφροσύνη και πραότητα, με υπομονή στο να ανέχεστε ο ένας τον άλλο με αγάπη». Καλό δεν είναι απλώς το να είναι κανείς φυλακισμένος, αλλά το να είναι για τον Χριστό φυλακισμένος. Τίποτε δεν είναι ίσο προς αυτό. Αλλά πάλι μας παρασύρει και μας αποσπά από το θέμα η αλυσίδα, και δεν μπορούμε να αντισταθούμε, αλλά ελκόμαστε θέλοντας και επιθυμώντας και ευχόμενοι για αυτό. Και είθε να ήταν δυνατό να ομιλούσαμε πάντοτε για την αλυσίδα του Παύλου.
Αλλά μη χαλαρώσετε· διότι ήλθε στον νου μου ένα ζήτημα τώρα. Όταν λοιπόν έλεγε ο απόστολος Παύλος, ενώ απολογούνταν στον Αγρίππα: «Εὐξαίμην ἂν τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ καὶ ἐν πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν δεσμῶν τούτων(:Θα ευχόμουν στο Θεό είτε εύκολα και με λίγο κόπο, είτε δύσκολα και με πολλή προσπάθεια, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούνε σήμερα να γίνουν τέτοιοι όπως είμαι και εγώ, εκτός από τις αλυσίδες μου αυτές, τις οποίες εύχομαι κανείς από σας να μην τις δοκιμάσει)» [Πράξ.26,29], δεν έλεγε αυτά, σαν να θεωρούσε το πράγμα ως κάτι που μπορούσε να γίνει, μη γένοιτο! Διότι δεν θα καυχιόταν για τα δεσμά του εάν ήταν απευκταίο πράγμα, και για τις φυλακίσεις και για τις άλλες θλίψεις· και γράφοντας έλεγε: «Ἣδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Με πολλή ευχαρίστηση θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)» [Β΄Κορ. 12,9].
Αλλά τι; Αυτό το ίδιο ήταν απόδειξη ότι θεωρούσε μεγάλης αξίας τα δεσμά. Όπως ακριβώς έλεγε και όταν έγραφε προς τους Κορινθίους: «Γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καὶ οὐ βρῶμα. οὔπω γὰρ ἠδύνασθε. ἀλλ᾿ οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε· ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε(: Σας πότισα με γάλα. Σας δίδαξα δηλαδή τις στοιχειώδεις χριστιανικές αλήθειες. Και δεν σας έθρεψα με στερεή τροφή· διότι δεν είχατε τότε αρκετή πνευματική δύναμη. Αλλά ούτε και τώρα έχετε αρκετή δύναμη· διότι έχετε ακόμη σαρκικά φρονήματα)»[Α΄Κορ. 3,2]. Έτσι λοιπόν και εδώ, δεν μπορούσαν να δεχτούν το κάλλος, ούτε την τιμή, ούτε την ωφέλεια των δεσμών. Για τον λόγο αυτόν λέγει «εκτός από αυτά τα δεσμά».
Στους Εβραίους όμως δεν έγραφε έτσι, αλλά τους παρότρυνε να φυλακιστούν μαζί με τους φυλακισμένους: «Μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων ὡς συνδεδεμένοι, τῶν κακουχουμένων ὡς καὶ αὐτοὶ ὄντες ἐν σώματι (:Να θυμάστε τους φυλακισμένους, σαν να είστε και εσείς μαζί τους δεμένοι με τις αλυσίδες της φυλακής. Να θυμάστε όσους υποφέρουν και κακοπαθούν, διότι και εσείς έχετε σώμα φθαρτό και μπορεί να βρεθείτε αύριο στη θέση τους κα να υποφέρετε αυτά που υποφέρουν αυτοί σήμερα)» [Εβρ.13,3].
Για τον λόγο αυτόν και ο ίδιος χαιρόταν για τα δεσμά και φυλακιζόταν και μαζί με τους δεσμώτες οδηγούνταν στην φυλακή. Μεγάλη η δύναμη της αλυσίδας του Παύλου· είναι αρκετό αντί όλων των αγαθών αυτό το θέαμα, το να δει κανείς δεμένο τον Παύλο και να εξάγεται από τη φυλακή. Το να τον δει κανείς δεμένο και να κάθεται μέσα, από ποια ηδονή δεν είναι μεγαλύτερο αυτό; Με τι δεν θα τιμούσαν αυτό το πράγμα; Δεν βλέπετε τους βασιλιάδες, τους υπάτους να φέρονται σε άμαξα με δύο ίππους και ενδεδυμένους με χρυσό κα τους ακολούθους να έχουν τα πάντα χρυσά, χρυσά τα δόρατα, χρυσές τις ασπίδες, χρυσά τα ενδύματα, ίππους χρυσοφορεμένους; Πόσο τερπνότερο είναι αυτό από εκείνο το θέαμα; Θα ευχόμουνα να δω μία φορά τον Παύλο να εξέρχεται από τη φυλακή με τα δεσμά, παρά χιλιάδες φορές εκείνους να περνούν σε πομπή μαζί με εκείνη την ακολουθία τους. Πόσοι άγγελοι νομίζετε ότι θα προηγούνταν αυτού, όταν οδηγούνταν έτσι;
Και για το ότι δεν ψεύδομαι, θα κάνω φανερό το πράγμα από κάποια παλαιά ιστορία. Ο προφήτης Ελισσαίος- ίσως να γνωρίζετε τον άνδρα-, ενώ ο βασιλιάς της Συρίας είχε εμπλακεί σε πόλεμο με τον βασιλέα του Ισραήλ, καθισμένος πλησίον του, όλα όσα αποφάσιζε εκείνος με τους συμβούλους του στο διοικητήριό του, τα φανέρωνε και αχρήστευε τα σχέδια του βασιλιά με το να λέγει από πριν τα απόρρητα κα να μην αφήνει τους Ισραηλίτες να πέφτουν στις παγίδες του. Αυτό στενοχωρούσε τον βασιλιά της Συρίας και μικροψυχώντας περιέπιπτε σε μεγαλύτερη στενοχώρια, μη μπορώντας να μάθει εκείνον ο οποίος γνωστοποιούσε τα πάντα και τον επιβουλευόταν και έκανε άχρηστα τα σχέδιά του.
Ενώ λοιπόν στενοχωριόταν και έψαχνε να βρει την αιτία, είπε κάποιος από τους υπασπιστές του, ότι ήταν κάποιος προφήτης Ελισσαίος ο οποίος καθόταν στη Σαμάρεια, ο οποίος δεν άφηνε να πραγματοποιηθούν τα σχέδια του βασιλέως, αλλά τα φανέρωνε όλα. Εκείνος νόμισε ότι βρήκε το παν. Τίποτε αθλιότερο από αυτό. Έπρεπε να τιμήσει τον άνδρα, να θαυμάσει, να εκπλαγεί, εφόσον έχει τόση δύναμη, ώστε ενώ καθόταν σε τόση απόσταση, όλα όσα σχεδιάζονταν στο διοικητήριο του βασιλέως, ενώ κανείς δεν του το ανήγγελλε, να το γνωρίζει· δεν έκανε μεν αυτό, αλλά αφού εξοργίστηκε και καταλήφθηκε μόνο από θυμό, συνέταξε ιππείς και οπλίτες και τους στέλνει να φέρουν εμπρός του τον προφήτη. Υπήρχε δε πλησίον του Ελισαίου κάποιος μαθητής ευρισκόμενος στα πρόθυρα του προφητικού χαρίσματος, ο οποίος απείχε ακόμη από του να αξιωθεί τέτοιες αποκαλύψεις.
Έφτασαν οι στρατιώτες του βασιλέως, για να δέσουν τον άνδρα, μάλλον δε τον προφήτη. Πάλι επάνω σε δεσμά πίπτουμε, και από παντού αυτός ο λόγος έτσι υφαίνεται. Και όταν είδε ο μαθητής το πλήθος των στρατιωτών, ταράχτηκε και γεμάτος φόβο και τρόμο αφού προσέτρεξε στον διδάσκαλό του, ανήγγειλε την συμφορά, όπως νόμιζε, και μήνυσε τον αναπόφευκτο κίνδυνο. Γέλασε ο προφήτης, διότι ο μαθητής φοβούνταν τα ανάξια φόβου, και τον παρότρυνε να έχει θάρρος. Εκείνος όμως επειδή ήταν ατελής ακόμη, δεν πειθόταν, αλλά εκπληττόμενος ακόμη περισσότερο από την εμφάνισή του, παρέμενε φοβισμένος. Τι έκανε λοιπόν ο προφήτης; «Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἑλισαιέ· οὐχὶ αὕτη ἡ πόλις καὶ αὕτη ἡ ὁδός· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ἄξω ὑμᾶς πρὸς τὸν ἄνδρα, ὃν ζητεῖτε· καὶ ἀπήγαγεν αὐτοὺς πρὸς Σαμάρειαν(:Ο Ελισαίος είπε προς τους προελαύνοντες στρατιώτες: «Δεν είναι αυτή η πόλη και ούτε η οδός. Ελάτε κοντά μου και εγώ θα σας οδηγήσω προς τον άνθρωπο, τον οποίο ζητείτε». Ο Ελισαίος οδήγησε αυτούς μέσα στη Σαμάρεια)» [Δ΄Βασ.6,17]. Και ξαφνικά βλέπει ολόκληρο το όρος, στο οποίο κατοικούσε τότε ο προφήτης, να έχει γεμίσει από πύρινους ίππους και άρματα. Τούτο δε τίποτε άλλο δεν ήταν, παρά στρατιές αγγέλων. Εάν λοιπόν στον Ελισαίο για τούτο μόνο ακολουθούσε τόσο μεγάλη παράταξη αγγέλων, τι θα γινόταν στον Παύλο;
Αυτό έλεγε και ο προφήτης Δαβίδ: «Παρεμβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τῶν φοβουμένων αὐτὸν καὶ ῥύσεται αὐτούς(:Άγγελος Κυρίου θα στρατοπεδεύει γύρω και θα περιφρουρεί όσους σέβονται τον Κύριο και θα τους γλυτώσει από τους κινδύνους, στους οποίους έχουν εκτεθεί)»[Ψαλμ33,8]. Και πάλι: «Ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου(:Θα σε αναλάβουν οι άγγελοι στα χέρια τους και θα σε καθοδηγούν, ώστε ούτε το ένα σου πόδι να μην σκοντάψει σε κανένα λίθο)» [Ψαλμ.90,12].
Και τι λέγω για τους αγγέλους; Ο ίδιος ο Κύριος βρισκόταν τότε μαζί του όταν εξερχόταν. Διότι βεβαίως δεν υπήρχε μόνο όταν εμφανιζόταν στον Αβραάμ, αλλά και μετά από αυτό· διότι ο ίδιος υποσχέθηκε λέγοντας: «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος(:Και ιδού, εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου)» [Ματθ.28,20].
Και πάλι αφού εμφανίστηκε ο ίδιος ο Κύριος σε αυτόν έλεγε: «Εἶπε δὲ ὁ Κύριος δι᾿ ὁράματος ἐν νυκτὶ τῷ Παύλῳ· μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς(:Κάποια ώρα λοιπόν μέσα στη νύχτα παρουσιάστηκε ο Κύριος, με όραμα στον Παύλο και του είπε: «Μη φοβάσαι τις απειλές των Ιουδαίων, οι οποίοι έγιναν έξω φρενών από την αποσκίρτηση του Κρίσπου· αλλά δίδασκε το ευαγγέλιο και μη σιωπήσεις»)» [Πράξ. 18,9].Και σε όνειρο τον επισκέφτηκε αυτό λέγοντας: «Θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην μαρτυρῆσαι(:Έχε θάρρος, Παύλε· διότι, όπως με παρρησία μαρτύρησες και κήρυξες την αλήθεια για εμένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι σύμφωνα με το θείο σχέδιο θα κηρύξεις και στη Ρώμη)» [Πράξ.23,11].
Πάντοτε μεν λοιπόν οι άγιοι είναι θαυμαστοί και γεμάτοι από πολλή χάρη, πολύ περισσότερο όμως όταν κινδυνεύουν για τον Χριστό, όταν φυλακίζονται. Διότι όπως ακριβώς ο στρατιώτης είναι μεν πάντοτε γενναίος και γίνεται ευχάριστο θέαμα σε εκείνους οι οποίοι τον βλέπουν στη συνήθη μορφή, πολύ περισσότερο όμως όταν έχει σταθεί και παραταχτεί στο πλευρό του ίδιου του βασιλέως. Έτσι λοιπόν να σκεφτείς και τον Παύλο, πόσο ευχάριστο ήταν να τον δεις να διδάσκει με τα δεσμά. Να πω όπως σε παρένθεση κάτι το ποιο ήλθε στη σκέψη μου τώρα; Ο μακάριος μάρτυρας Βαβύλας φυλακίστηκε και αυτός για την ίδια αιτία, για την οποία και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, επειδή δηλαδή έλεγξε τον βασιλέα διότι παρανομούσε. Όταν απέθνησκε, παράγγειλε να παραμείνουν τα δεσμά με το σώμα, και το σώμα να ταφεί δεμένο· και τώρα οι χειροπέδες βρίσκονται μαζί με την τέφρα. Τόσο πολύ ποθούσε τα δεσμά για τον Χριστό. «Ἐταπείνωσαν ἐν πέδαις τοὺς πόδας αὐτοῦ, σίδηρον διῆλθεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ(:Εκεί τον έριξαν στη φυλακή, έδεσαν με σιδηρά δεσμά τους πόδες του και τον εξευτέλισαν, σαν να επρόκειτο για κακούργο. Η ψυχή του υπέφερε την αγωνία των σιδερένιων αυτών αλυσίδων)» [Ψαλμ.104,18], λέγει ο προφήτης για τον Ιωσήφ.
Ήδη και οι γυναίκες έλαβαν πείρα αυτών των δεσμών. Εμείς όμως δε φυλακιζόμαστε. Ούτε προτρέπω σε αυτό, διότι τώρα δεν είναι ο κατάλληλος καιρός. Μη δέσεις τα χέρια σου, αλλά δέσε τη σκέψη σου. Υπάρχουν και άλλα δεσμά· όσοι δεν υποφέρουν αυτά, θα γνωρίσουν εκείνα. Άκουσε τον Χριστό ο Οποίος λέγει: «Δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον(:Δέσετε τα χέρια και τα πόδια του και πάρτε τον και ρίξτε τον έξω, στο πιο βαθύ σκοτάδι, που είναι μακριά από τη βασιλεία του Θεού)»[Ματθ.22,13]. Μακάρι όμως να μη γίνει ποτέ να λάβουμε πείρα εκείνων των αιωνίων δεσμών του Άδη, αλλά μακάρι να πλουτίσουμε από τη χάρη αυτών των δεσμών. Για τον λόγο αυτόν έλεγε: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε(:Σύμφωνα λοιπόν με αυτά που σας έγραψα προηγουμένως, σας παρακαλώ εγώ που είμαι φυλακισμένος για το όνομα του Κυρίου, να πορευτείτε και να ζήσετε με τρόπο άξιο της υψηλής κλήσεως που σας έκανε ο Θεός)».
Ποια όμως είναι αυτή; «Σώμα ονομαστήκατε», λέγει· «κεφαλή έχετε τον Χριστό· συνανύψωσε και σας κάθισε μαζί Του ενώ ήσασταν εχθροί και είχατε διαπράξει άπειρα κακά. Μεγάλη είναι αυτή η κλήση και σε μεγάλα πράγματα, όχι μόνο διότι προήλθε από αυτά, ούτε και διότι ισχύει για αυτά, αλλά και διότι δόθηκε με αυτόν τον τρόπο». Πώς όμως είναι δυνατό να ζήσουμε αντάξια; «Με κάθε ταπεινοφροσύνη». Αυτός ζει αντάξια. Αυτό είναι το θεμέλιο κάθε αρετής. Αν είσαι ταπεινός και αναλογιστείς ενώ ήσουν τέτοιος, πώς σώθηκες, ούτε στα δεσμά θα υπερηφανεύεσαι, ούτε σε αυτά τα οποία είπα, αλλά γνωρίζοντας ότι το παν είναι έργο της χάριτος, θα ταπεινώνεις τον εαυτό σου. Ο ταπεινόφρονας και ευγνώμονας μπορεί να είναι και ευάρεστος δούλος. Διότι «Τί δὲ ἔχεις (:Και ποιο χάρισμα έχεις)», λέγει, «ὃ οὐκ ἔλαβες;(:το οποίο δεν έλαβες από τον Θεό;)» [Α΄Κορ.4,7]. Άκουσε πάλι τον ίδιο ο οποίος λέγει: «Χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί (:Με τη χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλαδή Απόστολος ίσος με τους άλλους. Και η χάρη που μου έδωσε ο Κύριος δεν έμεινε άκαρπη και χωρίς αποτέλεσμα, αλλά περισσότερο από όλους αυτούς κοπίασα. Και το έργα μάλιστα αυτό δεν το εργάστηκα εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου και με ενισχύει)» [Α΄Κορ.15,10].
«Μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης(:Σας παρακαλώ λοιπόν να ζείτε με κάθε ταπεινοφροσύνη)», λέγει, όχι μόνο στους λόγους, ούτε στα πράγματα, αλλά και στη μορφή και στην ομιλία· όχι ως προς μεν το ένα να είσαι ταπεινός, ως προς το άλλο όμως να είσαι θρασύς· προς όλους να είσαι ταπεινός, είτε φίλος είναι, είτε εχθρός, είτε μεγάλος, είτε μικρός· αυτό είναι ταπεινοφροσύνη. Και στα κατορθώματα να είσαι ταπεινός. Διότι άκουσε τον Χριστό ο οποίος λέγει: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν(:Μακάριοι και τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι που συναισθάνονται ταπεινά την πνευματική τους φτώχεια και την εξάρτηση ολόκληρου του εαυτού τους από τον Θεό, διότι είναι δική τους η βασιλεία των ουρανών)»[Ματθ.5,3] και θέτει αυτό πρώτο από όλα.
Για τον λόγο αυτόν ο Παύλος λέγει: «Μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραΰτητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ(:Σας παρακαλώ λοιπόν να ζείτε με κάθε ταπεινοφροσύνη και πραότητα, με μακροθυμία και υπομονή. Να ανέχεστε με αγάπη ο ένας τα ελαττώματα του άλλου)». Πώς είναι δυνατόν να ανέχεσαι, αν είσαι οργίλος και κακόλογος; Είπε τον τρόπο: «με αγάπη». «Εάν δεν ανέχεσαι τον πλησίον», λέγει, «πώς θα σε ανεχτεί ο Θεός; Εάν εσύ δεν υποφέρεις αυτόν ο οποίος είναι σύνδουλός σου, πώς θα σε υπομείνει ο Κύριος;». Όπου υπάρχει αγάπη, όλα είναι υποφερτά.
«Σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης(:Και να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια προκειμένου να διατηρείτε την μεταξύ σας ενότητα με την οποία σας ένωσε το Άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ως σύνδεσμο την ειρήνη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σε ένα)», λέγει. Δέσε λοιπόν τα χέρια σου με την επιείκεια. Πάλι η ωραία λέξη, ο δεσμός· εμείς τον αφήσαμε και αυτός πάλι σε εμάς προσέτρεξε. Καλά είναι εκείνα τα δεσμά, καλά και αυτά· και εκείνα από αυτά γεννώνται. Σύνδεσε τον εαυτό σου με τον αδελφό· αυτοί που είναι συνδεδεμένοι με αγάπη, τα πάντα υποφέρουν ως ελαφρό ζυγό και όχι βαρύ. Δέσε τον εαυτό σου με εκείνον, και εκείνον με εσένα· εσύ είσαι κύριος για να κάνεις και τα δύο· διότι όποιον θέλω να κάνω φίλο, θα το κάνω με ευκολία.
«Σπουδάζοντες(:Και να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια)», λέγει· δεν το λέγει αυτό τυχαίως και ως σχήμα λόγου. «Και να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια», λέγει, «να διατηρείτε τη μεταξύ σας ενότητα με την οποία σας ένωσε το Άγιο Πνεύμα». Τι είναι ενότητα του Πνεύματος; Όπως ακριβώς στο σώμα υπάρχει πνεύμα το οποίο συνέχει τα πάντα, αν και σε διάφορα μέλη, έτσι και εδώ· διότι για τον λόγο αυτόν δόθηκε το Πνεύμα, για να ενώσει εκείνους οι οποίο είναι χωρισμένοι κατά τα γένη και κατά τους τρόπους· διότι ο γέροντας και ο νέος, ο πτωχός και ο πλούσιος, το παιδί και ο έφηβος, η γυναίκα και ο άνδρας και κάθε ψυχή γίνεται ένα, και περισσότερο από όσο εάν ήταν ένα σώμα· διότι από αυτή τη συγγένεια πολύ μεγαλύτερη είναι εκείνη, και αυτή η ένωση είναι τελειότερη· διότι η ένωση της ψυχής είναι τελειότερη, όσο και πιο απλή και ομοιόμορφη είναι αυτή.
Πώς όμως διατηρείται αυτή η ενότητα του Πνεύματος; «Ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης(:Χρησιμοποιώντας ως σύνδεσμο την ειρήνη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σε ένα)»[Εφ.4,3]. Δεν είναι δυνατό να ζει αυτή μέσα σε έχθρα και διχόνοια· διότι «Ὃπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;(:Εφόσον μεταξύ σας υπάρχει φθόνος και φιλονικία και διαιρέσεις, δεν είστε άνθρωποι κυριευμένοι από σαρκικά ελατήρια και πάθη και δεν συμπεριφέρεστε με διαγωγή κοινού ανθρώπου και μη αναγεννημένου;)»[Α΄Κορ.3,3]· διότι όπως ακριβώς το πυρ, όταν μεν βρει ξερά φύλλα, σε μία φωτιά μετατρέπει τα πάντα, ενώ όταν είναι υγρά, ούτε ενεργεί επάνω τους, ούτε τα ανάπτει, έτσι και εδώ· τίποτε από όσα ψυχραίνουν την αγάπη δεν μπορεί να την κάνει να συνενώνει, ενώ αυτό μπορεί να το κάνει, ως επί το πλείστον, το καθένα από όσα τη θερμαίνουν. Από αυτό λοιπόν γεννάται και η θερμότητα της αγάπης· από τον σύνδεσμο της ειρήνης θέλει να δέσει μαζί όλους εμάς. «Όπως ακριβώς, δηλαδή», λέγει, «εάν θέλεις να προσδέσεις τον εαυτό σου σε κάποιο άλλο, δε θα μπορέσεις να το κάνεις αυτό με άλλον τρόπο, παρά με το να προσδέσεις και εκείνον στον εαυτό σου· εάν βέβαια θέλεις να κάνεις διπλό τον δεσμό, πρέπει και εκείνος να προσδεθεί σε εσένα»· έτσι και εδώ θέλει να συνδεθούν μεταξύ τους, όχι απλώς να ειρηνεύουν, ούτε απλώς να αγαπούν, αλλά να είναι όλοι ένα, μία ψυχή.
Καλός είναι αυτός ο δεσμός· με αυτόν τον δεσμό και μεταξύ μας και με τον Θεό ας συνδέσουμε τους εαυτούς μας. Δεν πονάει ούτε πιέζει τα δεμένα χέρια αυτός ο δεσμός, αλλά ελευθερώνει και μας οδηγεί σε πολλή ευρυχωρία, και μας κάνει περισσότερο να αισθανόμαστε λυμένοι. Όταν ο ισχυρός είναι δεμένος μαζί με τον ασθενή, στηρίζει και εκείνον και δεν τον αφήνει να χαθεί· και αν συνδεθεί με τον οκνηρό, διεγείρει αυτό στο να είναι πρόθυμος. Διότι «Ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή, ἰσχύει δὲ ὥσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον(:Αδελφός, όταν με αγάπη βοηθιέται από τον αδελφό, είναι σαν οχυρωμένη και απόρθητη πόλη, κτισμένη επάνω σε υψηλό μέρος· και είναι ισχυρός σαν το ασάλευτο ανάκτορο, που έχει θεμελιωθεί σε στερεό έδαφος)»[Παροιμ. 18,19], λέγει. Αυτήν την αλυσίδα ούτε η απόσταση των οδών μπορεί να την εμποδίσει, ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε ο θάνατος, ούτε τίποτε άλλο, αλλά είναι ισχυρότερη και δυνατότερη από όλα. Αυτή η αγάπη, και από μία ψυχή εάν γεννηθεί, μπορεί να συμπεριλάβει πολλούς μαζί· διότι άκουσε τον Παύλο όταν λέγει: «Οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν· τὴν δὲ αὐτὴν ἀντιμισθίαν, ὡς τέκνοις λέγω, πλατύνθητε καὶ ὑμεῖς(:Δεν αισθάνεστε σφίξιμο καθώς είστε μέσα στην ευρύχωρη από αγάπη καρδιά μας. Πιέζεστε όμως μέσα στα δικά σας σπλάχνα, που είναι στενά, διότι σας λείπει η αγάπη. Δείξτε κι εσείς την ίδια αγαθή διάθεση για να ανταμείψετε την αγάπη μας. Σας μιλώ σαν παιδιά μου. Ανοίξτε κι εσείς διάπλατα τις καρδιές σας με την αγάπη)» [Β΄Κορ. 6,12-13].
Τι καταστρέφει, λοιπόν, αυτόν τον δεσμό; Η αγάπη των χρημάτων, της εξουσίας, της δόξας και των άλλων όσα είναι όμοια με αυτά· αυτά τους αποχαυνώνουν και τους κατακόπτουν. Πώς λοιπόν να μην κατακοπούν; Όταν αυτά απομακρύνονται και τίποτε δεν εμποδίζει αυτά τα οποία καταστρέφουν την αγάπη. Διότι άκουσε τον Χριστό ο οποίος λέγει: «Καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν(:Και επειδή θα πληθυνθεί η κακία και η ανηθικότητα, θα ψυχρανθεί η αγάπη των πολλών προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αυτών δηλαδή που στο όνομα μόνο είναι χριστιανοί και έχουν μία τυπική θρησκευτικότητα)» [Ματθ. 24,12]. Τίποτε δεν είναι τόσο ενάντιο στην αγάπη, όσο η αμαρτία, και δεν εννοώ μόνο την προς τον Θεό αγάπη, αλλά και την προς τον πλησίον. Πώς, λοιπόν, λέγει, οι ληστές έχουν μεταξύ τους ειρήνη; Πότε; Πες μου. Ασφαλώς όχι όταν ληστεύονται μεταξύ τους· διότι εάν μεταξύ τους, σε όσα μοιράζονται, δεν φυλάξουν τους νόμους του δικαίου και δεν αποδώσουν στον καθένα ό,τι του αναλογεί, θα βρεις και εκείνους να βρίσκονται σε πόλεμο και συγκρούσεις. Ώστε ούτε στα κακά είναι δυνατό να βρούμε την ειρήνη· είναι δυνατό όμως παντού να βρούμε αυτήν, όπου ζουν με δικαιοσύνη και αρετή.
Αλλά μήπως έχουν ειρήνη οι αντεραστές; Καθόλου. Αλλά για ποιον θέλεις να πω; Ο πλεονέκτης με τον πλεονέκτη δε θα ειρήνευε ποτέ· διότι εάν βέβαια δεν ήσαν οι άνθρωποι δίκαιοι και επιεικείς μεταξύ τους, θα είχε διασπαστεί το ανθρώπινο γένος. Όπως ακριβώς δύο θηρία τα οποία πεινούν πολύ, αν δεν παρουσιαστεί μπροστά τους κάτι το οποίο μπορούν να φάνε, κατατρώγονται μεταξύ τους, έτσι θα γινόταν και με τους πλεονέκτες και τους κακούς. Ώστε δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ειρήνη, εάν προηγουμένως δεν έχει κατορθωθεί η αρετή. Ας υποθέσουμε ότι κατασκευάζουμε μία πόλη, όπου όλοι οι πολίτες είναι πλεονέκτες και έχουν την ίδια αξία και τα ίδια δικαιώματα, και κανείς δεν ανέχεται να αδικείται, αλλά όλοι αδικούν· μήπως είναι δυνατόν να σταθεί εκείνη η πόλη; Καθόλου. Αλλά μήπως υπάρχει ειρήνη μεταξύ μοιχών; Δεν θα βρεις όμως ούτε δύο να ομονοούν.
Ώστε καμία άλλη αιτία δεν υπάρχει πάλι, παρά το ότι ψυχράνθηκε η αγάπη· η δε αιτία για το ότι ψυχράνθηκε η αγάπη, είναι ότι πληθύνθηκε η ανομία· διότι αυτό παρασύρει σε φιλαυτία και διαιρεί και σχίζει το σώμα και αποχαυνώνει και διασπά. Όπου όμως υπάρχει αρετή, κάνει το αντίθετο. Διότι ο μεν ενάρετος, και όταν είναι κύριος χρημάτων και όταν είναι χιλιάδες σε πτωχεία, δύναται να είναι ειρηνικός· ενώ οι πλεονέκτες, ακόμη και αν είναι δύο, ουδέποτε μπορούν να ειρηνεύσουν. Ώστε εάν εμείς είμαστε ενάρετοι, η αγάπη δεν αφανίζεται· διότι από την αγάπη γεννάται η αρετή, και η αρετή από την αγάπη. Και θα σας πω με ποιο τρόπο. Ο ενάρετος δεν προτιμά τα χρήματα από τη φιλία, ούτε μνησίκακος είναι, ούτε αδικεί τον πλησίον, ούτε υβρίζει, υπομένει τα πάντα με γενναιότητα. Από αυτά συνίσταται η αγάπη. Και πάλι, εκείνος ο οποίος αγαπά, όλα αυτά τα θέτει πλησίον. Έτσι βοηθούνται και συγκροτούνται μεταξύ τους.
Και αυτό μεν αποδεικνύεται εδώ, ότι από την αρετή γεννάται η αγάπη· διότι με το να πει: «Καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν(:Και επειδή θα πληθυνθεί η κακία και η ανηθικότητα, θα ψυχρανθεί η αγάπη των πολλών προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αυτών δηλαδή που στο όνομα μόνο είναι χριστιανοί και έχουν μία τυπική θρησκευτικότητα)»[Ματθ.24,12], αυτό φανέρωσε· και για το ότι από την αγάπη γεννάται η αρετή, «Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε(:Και σε σχέση με τα άλλα μέλη της κοινωνίας που δεν έχουν εξουσία ή αξίωμα, σας παραγγέλλω να μη χρωστάτε σε κανέναν τίποτε άλλο, παρά μόνο το να αγαπά ο ένας τον άλλον· διότι εκείνος που αγαπά τον άλλο, έχει εκπληρώσει με την αγάπη του αυτή όλο τον νόμο)»[Ρωμ.13,8], λέγει. Ώστε ένα από τα δύο πρέπει να υπάρχει, ή να είναι κανείς πολύ φιλικός και να αγαπά ή πολύ ενάρετος. Διότι εκείνος ο οποίος έχει το ένα, αποκτά κατ’ ανάγκη και το άλλο· και το αντίθετο, εκείνος ο οποίος δεν αγαπά, θα διαπράξει και πολλά κακά· εκείνος ο οποίος διαπράττει το κακό, ούτε να αγαπά γνωρίζει.
Ας επιδιώξουμε, λοιπόν, την αγάπη· διότι είναι φρούριο στο να μην επιτρέψει να πάθουμε κανένα κακό. Ας συνδέσουμε λοιπόν τους εαυτούς μας. Τίποτε δόλιο ή ύπουλο ας μην υπάρχει μεταξύ μας. Τίποτε τέτοιο δεν υπάρχει, όπου υπάρχει η αγάπη. Το είπε δε αυτό κάποτε και κάποιος άλλος σοφός άνδρας, ο Σειράχ: «Ἐπὶ φίλον ἐὰν σπάσῃς ῥομφαίαν, μὴ ἀπελπίσῃς, ἔστι γὰρ ἐπάνοδος·ἐπὶ φίλον ἐὰν ἀνοίξῃς στόμα, μὴ εὐλαβηθῇς, ἔστι γὰρ διαλλαγή· πλὴν ὀνειδισμοῦ καὶ ὑπερηφανίας καὶ μυστηρίου ἀποκαλύψεως καὶ πληγῆς δολίας, ἐν τούτοις ἀποφεύξεται πᾶς φίλος(:Εάν σε στιγμή παραφοράς ανασύρεις φανερά την μάχαιρα εναντίον του φίλου σου, μην απελπιστείς, διότι είναι δυνατή η επανόρθωση και αποκατάσταση της φιλίας. Εάν ανοίξεις το στόμα σου και καταφερθείς εναντίον του φίλου σου, μη φοβηθείς, διότι είναι δυνατόν να υπάρξει συνδιαλλαγή και συμφιλίωση. Μόνον εάν τον υβρίσεις και φερθείς προς αυτόν με υπερηφάνεια και φανερώσεις τα μυστικά του και δολίως τον πληγώσεις, τότε ο φίλος σου θα απομακρυνθεί οριστικά από εσένα)»[Σοφ. Σειρ.22,21-22]·στο να αποκαλύψεις δηλαδή μυστικά.
Αν, λοιπόν, είμαστε όλοι φίλοι, ούτε μυστικά χρειάζονται· διότι όπως ακριβώς κανείς δεν έχει μυστικά από τον εαυτό του, ούτε μπορεί να αποκρύψει κάτι από τον εαυτό του, έτσι ούτε από φίλους. Εάν δεν υπάρχουν λοιπόν μυστικά, είναι αδύνατη η διακοπή της φιλίας. Διότι για κανένα άλλο λόγο δεν έχουμε μυστικά, παρά διότι δεν έχουμε θάρρος προς όλους· ώστε το ότι ψυχράνθηκε η αγάπη δημιουργεί μυστικά. Διότι τι έχεις μυστικό; Θέλεις να αδικήσεις τον πλησίον; Ή τον εμποδίζεις να μετάσχει στην απόλαυση κάποιου αγαθού και δι’ αυτού κρύβεις τα έργα σου; Τίποτε από αυτά· αλλά ντρέπεσαι; Λοιπόν αυτό είναι απόδειξη του ότι δεν υπάρχει οικειότητα και θάρρος. Αν λοιπόν υπάρχει αγάπη, δε θα υπάρχει αποκάλυψη μυστικών αλλά ούτε περιφρόνηση και εξευτελισμός.
Διότι, πες μου, ποιος θα κατηγορούσε τη δική του ψυχή; Εάν όμως γίνει, θα γίνει προς όφελος. Διότι και τα παιδιά τα κατηγορούμε, αλλά επειδή θέλουμε να τα παιδεύσουμε· και ο Χριστός τότε άρχισε να κατηγορεί τις πόλεις, λέγοντας: «Οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά(:Αλίμονό σου, Χοραζίν, αλίμονό σου Βηθσαϊδά)»[Λουκά, 10,13], αλλά για να απαλλάξει αυτές από την κατηγορία στην Κρίση· διότι τίποτε δεν δύναται να καταπραΰνει τόσο τη διάνοια και να την ανασηκώσει και ενώ είναι αποχαυνωμένη να την ανορθώσει. Ας μην κατηγορούμε λοιπόν ο ένας τον άλλον χωρίς λόγο. Διότι τι; Για χρήματα τον κατηγορείς αυτόν; Καθόλου, εάν βέβαια όλα όσα αποκτάς είναι κοινά. Μήπως για αμαρτίες; Ούτε όμως για αυτό, αλλά μάλλον το κάνεις προς διόρθωση. «Καὶ πληγῆς δολίας(:Και με δόλιο τρόπο τον πληγώσεις)»[Σοφ. Σειρ.22,22], λέγει. Ποιος όμως θα φονεύσει τον εαυτό του; Ποιος θα τον πληγώσει; Κανείς.
Ας επιδιώκουμε λοιπόν την αγάπη. Δεν είπε απλώς να αγαπάμε, αλλά να επιδιώκουμε να καλλιεργούμε την αγάπη: «Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε(:Αφού λοιπόν τόσο πολύ υπερέχει η αγάπη, να επιδιώκετε με επιμονή να την αποκτήσετε. Και να επιθυμείτε με ζήλο τα πνευματικά χαρίσματα, και περισσότερο την έμπνευση του προφητικού χαρίσματος, για να διδάσκετε τους πιστούς)»[Α΄Κορ.14,1]. Χρειάζεται πολλή φροντίδα· ταχέως εξαφανίζεται, αλλά είναι και πολύ ταχεία στο να αναχωρεί· τόσα πράγματα σε αυτή τη ζωή την καταστρέφουν. Αν την επιδιώκουμε, δεν θα προφτάσει να απέλθει, αλλά ταχέως θα τη συγκρατήσουμε. Η αγάπη του Θεού ένωσε τον ουρανό με τη γη· η αγάπη του Θεού κάθισε τον άνθρωπο στο βασιλικό θρόνο· η αγάπη του Θεού φανέρωσε τον Θεό επί της γης· η αγάπη του Θεού έκανε τον Κύριο δούλο· η αγάπη του Θεού έκανε να σταυρωθεί προς χάριν των εχθρών ο αγαπητός, προς χάριν των μισούντων ο Υιός, προς χάριν των δούλων ο δεσπότης, προς χάριν των ανθρώπων ο Θεός, προς χάριν των δούλων ο ελεύθερος. Και ούτε μέχρι εδώ σταμάτησε, αλλά και σε μεγαλύτερα μας κάλεσε· διότι δεν μας απάλλαξε από τα προηγούμενα κακά μόνο, αλλά και υποσχέθηκε ότι θα μας δωρίσει άλλα πολύ μεγαλύτερα. Υπέρ όλων αυτών λοιπόν αφού ευχαριστήσουμε τον Θεό, κάθε αρετή ας αποκτήσουμε, για να καταξιωθούμε να επιτύχουμε τα αγαθά που μας έχει υποσχεθεί με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Εφεσίους επιστολή, ομιλία Θ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 644-667 .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ [: Λουκ.18,18-27]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ
ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ [Ματθ.19,16-26]
«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: “Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16]
Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό με τη σκέψη ότι πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δεν θα μπορούσα να αρνηθώ ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δεν θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία· καθόσον λέγει ότι «Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν(:Και ενώ έβγαινε ο Ιησούς από το σπίτι στον δρόμο, έτρεξε κοντά Του ένας άνθρωπος και αφού γονάτισε μπροστά Του, Τού έθετε ερωτήσεις)»[Μάρκ.10,17] και ότι «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν(:ο Ιησούς τότε τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε)»[Μάρκ.10,21].
Είναι, ωστόσο, μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από την περίπτωση αυτή· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, αυτή τα καταστρέφει όλα τα άλλα. Δικαίως λοιπόν και ο απόστολος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων γενικώς των κακών[βλ. Α΄Τιμ.6,9-10: «Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Όσοι έχουν προσκόλληση στο χρήμα και θέλουν να γίνουν πλούσιοι, πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και στην απώλεια. Πέφτουν σε πειρασμό και καταστρεπτική παγίδα διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].
Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»; Επειδή το νεαρό εκείνο αρχοντόπουλο Τον πλησίασε σαν να ήταν κάποιος απλός άνθρωπος και ένας από τους πολλούς και δάσκαλος των Ιουδαίων· για τούτο λοιπόν και ως άνθρωπος συζητεί μαζί του. Καθόσον σε πολλές περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει: «Ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν(:Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον)»[Ιω.4,22] και «Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής(: Ίσως μου πείτε: “Εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία”. Πράγματι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη)»[Ιω.5,31].
Όταν λοιπόν λέγει ότι «κανείς δεν είναι αγαθός», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό Του από το ότι είναι αγαθός, μη σκεφθείς κάτι τέτοιο· διότι δεν είπε, «για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός», αλλά ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε: «Εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός (:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνο ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό Του στον νεανίσκο.
Κατά τον ίδιο τρόπο και προηγουμένως αποκαλούσε τους ανθρώπους «πονηρούς», λέγοντας: «Εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;(:Εάν όμως εσείς, ενώ είστε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, γνωρίζετε να δίδετε ωφέλιμα πράγματα στα τέκνα σας, πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σε εκείνους που το ζητούν;)»[Ματθ.7,11]. Καθόσον και στην περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», θεωρώντας όχι όλη την ανθρώπινη φύση πονηρή (διότι το «εσείς» δεν σημαίνει όλοι εσείς οι άνθρωποι),αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· για τούτον τον λόγο και πρόσθεσε: «πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σε εκείνους που το ζητούν;»
Αλλά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: «ποια ανάγκη υπήρχε ή ποια ωφέλεια, ώστε να δώσει αυτήν την απάντηση;». Ανεβάζει τον πλούσιο αυτό νέο πνευματικά ολίγον κατ΄ολίγον και τον διδάσκει να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεό, και τον πείθει να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει Αυτόν που πράγματι είναι αγαθός και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών και σε Αυτόν να αποδίδει τις τιμές· διότι και όταν λέγει: «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε(: Εσείς όμως να μη δεχθείτε να σας ονομάσουν οι άνθρωποι ‘’ραββί’’, δηλαδή ‘’διδάσκαλε’’· διότι ένας είναι ο Διδάσκαλός σας, ο Χριστός· όλοι εσείς είστε αδελφοί)»[Ματθ.23,8], το λέγει εν συγκρίσει προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποια είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοια έντονη επιθυμία για τα πνευματικά αγαθά, τη στιγμή μάλιστα που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή· διότι ήταν μεν η ψυχή του εύφορη και πλούσια, αλλά όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο.
Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν την στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για την υπακοή των προσταγμάτων· διότι λέγει: «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;(:Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή😉»[Λουκ.18,18].Έτσι ήταν προετοιμασμένος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον πλησίασε με σκοπό να τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και στις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή στην περίπτωση του Φαρισαίου εκείνου νομοδιδάσκαλου που προσπαθούσε να παγιδεύσει τον Ιησού με τις ερωτήσεις που Του υπέβαλλε [βλ.Ματθ.22,34-36:«Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;(:Οι Φαρισαίοι όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν και Εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους και ένας από αυτούς, νομοδιδάσκαλος, Τον ρώτησε δοκιμάζοντάς Τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;)»].
Εάν όμως υποθέσουμε ότι και ο ευαγγελιστής το αποσιώπησε, ο Χριστός δεν θα ήταν δυνατόν να Τον αφήσει απαρατήρητο, αλλά θα Τον ήλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι πλανήθηκε και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, δεν θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε· διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλά εξαγριώνονταν όταν τους έκλεινε τα στόματα. Όμως δεν συνέβη αυτό στον νέο, αλλά φεύγει καταλυπημένος, πράγμα που αποτελεί όχι μικρή απόδειξη ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμεί μεν την αιώνια ζωή, αλλ΄ όμως είναι κατακυριευμένος από άλλο φοβερότατο πάθος.
Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε: «Εἰ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, τήρησον τὰς ἐντολάς(:Εάν θέλεις να εισέλθεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, τήρησε σε όλη τη ζωή σου τις εντολές)», ο νέος ρωτάει: «Ποίας;(:Ποιες εντολές😉» όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να φυλάττει τις εντολές του νόμου, απαντά: «Διδάσκαλε ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου(:Διδάσκαλε, όλα αυτά τα τήρησα από τα παιδικά μου χρόνια)»[Μάρκ.1,20]. Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά πάλι ερωτά· «Τί ἔτι ὑστερῶ; (:Τι άλλο μου λείπει ακόμη;)»[Ματθ.19,20], πράγμα που αποδείκνυε και αυτό την μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε.
Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς τοῖς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με)»[Ματθ.19.21].
Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει γι΄ αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως τον πείραζε, δεν θα του έλεγε αυτά. Τώρα όμως και το λέγει, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στη διάθεσή του, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν πει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας: «εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει, «πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία: «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.
«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα σε αυτά που έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να δώσει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσον είναι ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. Θησαυρό ονόμασε την μεγαλοδωρία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει τη μονιμότητα και την ασφάλειά της, όπως δηλαδή ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα.
Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους πτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλες τις εντολές του και να είναι έτοιμος ακόμη και για σφαγή χάριν Αυτού και για καθημερινό θάνατο· διότι: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι(:Εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί)»[Λουκά 9,23]. Ώστε είναι πολύ πιο ανώτερη η εντολή αυτή το να θυσιάζει κανείς τη ζωή του από το να περιφρονήσει τα χρήματα, και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.
«Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος(:Αφού όμως άκουσε ο νεανίσκος αυτά, έφυγε λυπημένος)». Και στη συνέχεια για να δείξει ο ευαγγελιστής ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το φυσικό, λέγει: «Ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά (:διότι είχε πολλά χρήματα)». Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος αυτοί που έχουν ολίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος τους για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δεν θα πάψω να το λέγω, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο την φλόγα και κάνει πιο πτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σε αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία γι΄ αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο την φτώχειά τους.
Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη παρουσίασε το πάθος αυτό· διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλά έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.
Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Πλούσιος δυσκόλως εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν(: Δύσκολα θα εισέλθουν οι πλούσιοι στη Βασιλεία των ουρανών)», κατηγορώντας όχι τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη Βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης· διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς, σκέψου πόση φωτιά επισωρεύει το να παίρνει και τα πράγματα των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον ήσαν φτωχοί και δεν είχαν τίποτε; Με σκοπό να τους διδάξει να μην ντρέπονται την φτώχεια και απολογούμενος κατά κάποιο τρόπο προς αυτούς για το ότι δε θα τους επέτρεπε να έχουν τίποτε.
Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, εν συνεχεία τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλά αδύνατο σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλου και της βελόνης. Διότι λέγει: «Εὐκοπώτερόν ἐστιν κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (:Ευκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού)». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι τυχαία η αμοιβή εκείνων που είναι πλούσιοι και μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, το να δείξει δηλαδή, ότι χρειάζεται πολλή χάρη από μέρους του Θεού εκείνος που πρόκειται να το κατορθώσει αυτό. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές του είπε: «Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστιν, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστιν(:Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στο Θεό όμως όλα είναι δυνατά)»[Ματθ. 19,26].
Και για ποιον λόγο οι μαθητές ταράσσονται, κατά την στιγμή που ήσαν φτωχοί οι ίδιοι και μάλιστα πάρα πολύ φτωχοί; Για ποια αιτία λοιπόν ανησυχούν; Επειδή πονούσαν για τη σωτηρία των άλλων και έτρεφαν μεγάλη στοργή προς όλους και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως διδασκάλους τους. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν έτρεμαν και είχαν κυριευτεί από φόβο για ολόκληρη την οικουμένη, εξαιτίας αυτής της αποφάσεως, και συνεπώς είχαν ανάγκη από πολλή παρηγοριά. Για τον λόγο αυτόν, αφού πρώτα τους κοίταξε, είπε: «Αυτά που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό». Αφού λοιπόν με το ήμερο και πράο βλέμμα Του παρηγόρησε τη γεμάτη από ταραχή σκέψη τους και διέλυσε την αγωνία τους(διότι αυτό το έκανε φανερό ο ευαγγελιστής με τη λέξη «ἐμβλέψας»), στη συνέχεια τους καθησυχάζει και με τα λόγια του, αφού παρουσίασε τη δύναμη του Θεού, και έτσι τους γέμισε με θάρρος. Αλλά εάν θέλεις να μάθεις και τον τρόπο και πώς θα μπορούσε το αδύνατο να γίνει δυνατό, άκου· διότι δεν είπε με τον σκοπό αυτόν τους λόγους «αυτά που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό», για να μην απελπιστείς δηλαδή και να παραιτηθείς με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά τα είπε με σκοπό ώστε αφού κατανοήσεις το μέγεθος του κατορθώματος, να σπεύσεις με ευκολία στον αγώνα και επικαλούμενος και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες σου, να επιτύχεις την αιώνια ζωή.
Πώς λοιπόν θα μπορούσε να επιτευχθεί η αιώνια ζωή για έναν άνθρωπο που είναι πλούσιος; Αν απαρνηθεί τα υπάρχοντά του, αν μοιράσει τα χρήματά του, αν απαλλαγεί από την πονηρή επιθυμία του. Το ότι λοιπόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκοπό να δείξει το μέγεθος του κατορθώματος, άκουσε τα όσα λέγει στην συνέχεια.
Διότι όταν ο Πέτρος είπε: «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι(:Να εμείς εγκαταλείψαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε)»[Ματθ.19,27] και ρώτησε «τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(:τι άραγε θα μας δοθεί ως αμοιβή;)», ορίζοντας το μισθό για εκείνους, πρόσθεσε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεστεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα καθίσετε και εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και ο καθένας που εγκατάλειψε σπίτια, αδελφούς, αδελφές, πατέρα ή μητέρα, για να μένει ενωμένος και να μη χωριστεί με εμένα, θα λάβει εκατονταπλάσια σε αυτήν τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)»[Ματθ. 19,28-29].
Έτσι το αδύνατο γίνεται δυνατό. Αλλά θα πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί; Πώς είναι δυνατό αυτός που κατακυριεύτηκε μία φορά από την επιθυμία αυτού του είδους να απαρνηθεί τα χρήματά του;». Αν αρχίσει να μοιράζει τα υπάρχοντά του και να περικόπτει τα περιττά πράγματα· διότι έτσι θα προχωρήσει και πιο πέρα και θα προχωρήσει στο εξής ευκολότερα.
Μη ζητήσεις λοιπόν να ανεβείς αμέσως, εάν σου φαίνεται δύσκολο το δια μιας ανέβασμα, αλλά ανέβαινε ήρεμα και σιγά σιγά την κλίμακα αυτήν που σε οδηγεί στον ουρανό· διότι, όπως ακριβώς αυτοί που υποφέρουν από πυρετό, έχοντας μέσα τους ευκολοερέθιστη και πλεονάζουσα χολή, όταν προσθέσουν τροφές και ποτά, όχι μόνο δεν σβήνουν τη δίψα τους, αλλά και ανάπτουν τη φλόγα, έτσι και οι φιλοχρήματοι, όταν προσθέτουν τα χρήματα στην πονηρή αυτήν επιθυμία, που είναι πολύ πιο ευκολοερέθιστη από εκείνη τη χολή, την ανάπτουν ακόμη περισσότερο. Τίποτε λοιπόν δεν καθησυχάζει αυτή τη φιλοχρηματία τόσο, όσο η απομάκρυνση κατ’ αρχήν της επιθυμίας του κέρδους, όπως ακριβώς βέβαια και την ευκολοερέθιστη χολή το λίγο φαγητό και η αποβολή. «Αλλά», θα μπορούσε να πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτό;». Εάν κατανοήσεις, ότι όσο μεν αυξάνονται τα πλούτη σου, ποτέ δε θα σταματήσει η δίψα σου γι’ αυτά και να βασανίζεσαι από την επιθυμία του περισσότερου, όταν όμως απαλλαγείς από τα υπάρχοντά σου, θα μπορέσεις και την ασθένεια αυτήν να την καθησυχάσεις.
Μην περιβάλλεσαι λοιπόν από περισσότερα, για να μην επιδιώκεις ακατόρθωτα πράγματα και υποφέρεις αθεράπευτα και να γίνεσαι έτσι, από την επίδραση αυτής της λύσσας, ελεεινότερος από όλους. Διότι πες μου: Ποιος θα μπορούσαμε να πούμε βασανίζεται και υποφέρει, αυτός που επιθυμεί πολυτελή φαγητά και ποτά και δεν μπορεί να τα απολαύσει όπως θέλει ή αυτός που δεν είναι κυριευμένος από τέτοια επιθυμία; Είναι ολοφάνερο ότι βασανίζεται αυτός που έχει μεν αυτήν την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να απολαύσει αυτά που επιθυμεί. Τόσο δηλαδή οδυνηρό είναι αυτό, το να διψά και να μην πίνει, ώστε, θέλοντας ο Χριστός αν μας παρουσιάσει με παράδειγμα την γέενα, με αυτόν τον τρόπο να την περιγράψει και να παρουσιάσει τον πλούσιο να κατακαίεται έτσι[πρβ. Λουκά 16,19-31]· τιμωρούνταν δηλαδή με το ότι επιθυμούσε μία σταγόνα νερού και δεν μπορούσε να την απολαύσει.
Εκείνος λοιπόν που περιφρονεί τα χρήματα κατάπαυσε την επιθυμία αυτήν, ενώ αυτός που επιθυμεί να πλουτεί και να αποκτήσει περισσότερα, την άναψε περισσότερο την επιθυμία του και ουδέποτε αρκείται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακόμη αποκτήσει άπειρα τάλαντα, επιθυμεί άλλα τόσα· και αν τα αποκτήσει και αυτά, επιθυμεί και πάλι άλλα διπλάσια από αυτά, και προχωρώντας, εύχεται και τα όρη και η γη και η θάλασσα και όλα γενικώς να γίνουν προς χάριν του χρυσός, κατεχόμενος από μία νέα μορφή φοβερής μανίας, που δεν μπορεί έτσι να σβήσει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν σταματά με την προσθήκη, αλλά με την αφαίρεση, πρόσεξε το εξής: Εάν κάποτε σου γεννιόταν η παράλογη επιθυμία να πετάξεις και να μεταβείς κάπου δια του αέρος, πώς θα μπορούσες να σβήσεις αυτήν την παράλογη επιθυμία σου; Με το να κάνεις φτερά και να κατασκευάσεις άλλα όργανα ή με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι επιθυμεί ακατόρθωτα πράγματα και ότι δεν πρέπει να επιχειρεί κανένα από αυτά; Ολοφάνερο είναι με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι η επιθυμία σου αυτή δεν έχει καμία λογική βάση και δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
«Αλλά», θα πει κάποιος, «το να πετάξει κανείς μέσω του αέρα είναι αδύνατο». Όμως και αυτό είναι πιο ακατόρθωτο, το να βρεις δηλαδή τέρμα για την ακόρεστη επιθυμία σου. Καθόσον είναι ευκολότερο, αν και είμαστε άνθρωποι, να πετάξουμε, παρά με την προσθήκη του επιπλέον να σταματήσουμε τη σφοδρή αυτήν επιθυμία· διότι όταν είναι κατορθωτά αυτά που επιθυμούμε, είναι δυνατόν να παρηγορηθεί κανείς και με την απόλαυση, όταν όμως είναι ακατόρθωτα, μία πρέπει να είναι τότε η φροντίδα μας, πώς να απομακρυνθούμε από αυτήν την επιθυμία μας, διότι δεν είναι δυνατό κατά άλλο τρόπο να ξανακερδίσουμε την ψυχή μας.
Επομένως για να μη στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αφού αποβάλουμε την σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς μια άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών· διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε κόπος τόσο μεγάλος, το δε κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπον επαγρυπνεί, φροντίζει και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του σε αυτά άπαξ και διά παντός, οπωσδήποτε αυτός θα αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.
Αναλογιζόμενος όλα αυτά, βγάλε από μέσα σου την πονηρή επιθυμία της διαρκούς απόκτησης χρημάτων. Βέβαια ούτε και αυτό μπορείς να μου πεις ότι σου δίνει μεν αυτή τα παρόντα, αλλά όμως σου στερεί τα μέλλοντα· και αν ακόμη βέβαια συνέβαινε αυτό, θα ήταν χειρότερη κόλαση και τιμωρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνατό· διότι μαζί με τη γέενα και πριν από τη γέενα εκείνη, και στην εδώ ζωή σου γίνεται πρόξενος χειρότερης κολάσεως. Καθόσον η επιθυμία αυτή πολλές οικίες κατέστρεψε και φοβερούς πολέμους υποκίνησε και οδήγησε κατ’ ανάγκη τη ζωή σε βίαιο θάνατο· και πριν από τους κινδύνους μάλιστα αυτούς καταστρέφει την ευγένεια της ψυχής και κατέστησε πολλές φορές, αυτόν που διακατέχεται από αυτήν, δειλό, άνανδρο, θρασύ, ψεύτη, συκοφάντη, άρπαγα, πλεονέκτη και οτιδήποτε άλλο χειρότερο.
Αλλά μήπως καταγοητεύεσαι, όταν βλέπεις τη λάμψη των χρημάτων και το πλήθος των υπηρετών και το κάλλος των οικοδομημάτων και τις τιμές όταν διέρχεσαι από την αγορά; Ποια λοιπόν θεραπεία θα μπορέσει να βρεθεί για το πονηρό αυτό τραύμα; Αν σκεφτείς, πώς καταντούν όλα αυτά την ψυχή σου, πώς την καθιστούν σκοτεινή, έρημη, αισχρή και άσχημη· αν αναλογιστείς με τη βοήθεια πόσων κακών αποκτήθηκαν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσσονται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακόμη αποφύγει κανείς όλων τις αρπαγές, όταν έλθει ο θάνατος, πολλές φορές οδηγεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσένα σε παίρνει γυμνό από όλα και φεύγει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύματα και τις πληγές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει.
Όταν λοιπόν δεις κάποιον να λάμπει εξωτερικά από τα ενδύματά του και τη μεγάλη ακολουθία του, ανάλυσε λεπτομερώς τη συνείδησή του, και θα βρεις μέσα της πολλή πονηρία και θα δεις να υπάρχει μέσα της πολλή σκόνη. Αναλογίσου τον Παύλο, τον Πέτρο· σκέψου τον Ιωάννη, τον Ηλία· ή, καλύτερα, σκέψου τον Υιό του Θεού, που δεν είχε πού να κλείνει την κεφαλή Του. Γίνε μιμητής Εκείνου και των δούλων Εκείνου και να φέρεις στη φαντασία σου τον απερίγραπτο πλούτο αυτών. Εάν όμως για μία στιγμή ρίξεις το βλέμμα σου προς τα χρήματα και σκοτιστεί και πάλι το μυαλό σου, όπως ακριβώς στην περίπτωση κάποιου ναυαγίου τη στιγμή που έρχεται η καταιγίδα, άκουσε την απόφαση του Χριστού που λέγει ότι είναι αδύνατο ο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Και απέναντι από την απόφαση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και την θάλασσα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέψη σου χρυσό· θα διαπιστώσεις λοιπόν τότε ότι τίποτε δεν μπορεί να εξισωθεί με τη ζημία που προέρχεται από αυτά.
Και εσύ μεν σκέπτεσαι τόσα και τόσα στρέμματα γης, και τις δέκα ή είκοσι οικίες ή και περισσότερες, και τα τόσο πολλά ιδιωτικά λουτρά και τους χίλιους δούλους ή τις δύο χιλιάδες αυτών, και τα αργυροστόλιστα και χρυσοστόλιστα οχήματα, εγώ όμως σου λέγω το εξής: Εάν ο καθένας από σας τους πλουσίους, εγκατέλειπε αυτήν την πτωχεία (διότι αυτά είναι πτωχεία εν συγκρίσει με εκείνα που πρόκειται να σας πω), και αποκτούσε ολόκληρο κόσμο και ο καθένας από αυτούς είχε τόσους πολλούς ανθρώπους, όσοι τώρα κατοικούν σε όλα τα μέρη της γης και της θάλασσας, και είχε ο καθένας όλη την οικουμένη, και τη γη και τη θάλασσα, και παντού είχε οικοδομήματα και πόλεις και έθνη, και από παντού έρρεε προς χάριν του αντί ύδατος, αντί πηγών, χρυσός, δεν θα μπορούσα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλούτη ότι αξίζουν τρεις οβολούς, εάν επρόκειτο να αποκλειστεί από τη βασιλεία των ουρανών· διότι εάν τώρα, επιθυμώντας να αποκτήσουν χρήματα, βασανίζονται όταν δεν επιτύχουν στην προσπάθειά τους αυτή, εάν επρόκειτο να λάβει γνώση των απορρήτων εκείνων αγαθών, τι θα αρκούσε τότε για να τους παρηγορήσει; Δεν υπάρχει τίποτε.
Μη μου προβάλλεις λοιπόν την αφθονία των χρημάτων, αλλά να σκέπτεσαι πόσο μεγάλη είναι η ζημία που υφίστανται οι εραστές αυτής, οι οποίοι αντί τούτων χάνουν τη βασιλεία των ουρανών, και παθαίνουν το ίδιο πράγμα που παθαίνει κάποιος, εάν επρόκειτο να συμβεί να εκπέσει από την τιμητική του θέση στα ανάκτορα, που θεωρεί πολύ σπουδαίο πράγμα τη μία σωρό κοπριά που έχει. Καθόσον ως προς τίποτε δεν διαφέρει η συγκέντρωση των χρημάτων από εκείνη, αλλά μάλλον είναι και καλύτερη· διότι η μεν κοπριά είναι χρήσιμη και για τη γεωργία και για τη θέρμανση του λουτρού και για άλλα παρόμοια, ο κρυμμένος όμως μέσα στην γη χρυσός δεν είναι χρήσιμος για κανένα από αυτά. Και μακάρι να ήταν μόνο άχρηστος· όμως τώρα ανάπτει και πολλές καμίνους σε εκείνον που τον έχει, εάν συμβεί να μην τον χρησιμοποιεί όπως πρέπει· διότι τα περισσότερα κακά προέρχονται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι μεν ειδωλολάτρες αποκαλούσαν τη φιλαργυρία ‘’ακρόπολη των κακών’’, ο δε μακάριος Παύλος τη χαρακτήρισε κατά τρόπο καλύτερο και παραστατικότερο, ονομάζοντας αυτήν ‘’ρίζα όλων των κακών’’.
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα αυτά, ας μάθουμε να είμαστε μιμητές των πραγμάτων εκείνων που είναι άξια μιμήσεως. Όχι τις λαμπρές οικοδομές, ούτε τους πλούσιους αγρούς, αλλά τους άνδρες εκείνους που έχουν πολλή παρρησία ενώπιον του Θεού, εκείνους που είναι πλούσιοι στον ουρανό, τους κυρίους των θησαυρών εκείνων, τους πραγματικά πλουσίους, τους πτωχούς χάριν του ονόματος του Χριστού, ώστε και των αιωνίων αγαθών να επιτύχουμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα κα πάντοτε και εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίον, ομιλία ΞΓ΄, σελίδες 209-233.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 195- 207.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην απλή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π. Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 13,10-17]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΥΡΙΛΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
«Καὶ ἐπηρώτησέν τις αὐτὸν ἄρχων λέγων, Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;(:Κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον ρώτησε το εξής: “Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;”)·εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(:του είπε τότε ο Ιησούς: “Αφού απευθύνεσαι σε εμένα νομίζοντας ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος, γιατί με ονομάζεις ‘’αγαθό’’; Κανείς δεν είναι από μόνος του απολύτως αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός”)»[Λουκ.18,18-19].
Ο αναφερόμενος εδώ άρχοντας που υπονοείται ότι είναι κάποιος συγκεκριμένος, νόμισε ότι μπορεί να ελέγξει τον Χριστό, ότι τάχα ο Ιησούς περιφρονεί την εντολή που δόθηκε μέσω του Μωυσή και εισάγει δικού του νόμους. Πλησιάζει λοιπόν και προσποιείται ότι ηθικολογεί, γιατί Τον αποκαλεί διδάσκαλο και Τον ονομάζει αγαθό και λέγει ότι θέλει να μάθει. Επειδή όμως ρωτούσε με σκοπό να Τον πειράξει, εύλογα Αυτός που συλλαμβάνει τους σοφούς πάνω στην πανουργία τους[Ιώβ, 5,13: «Ὁ καταλαμβάνων σοφοὺς ἐν τῇ φρονήσει, βουλὴν δὲ πολυπλόκων ἐξέστησεν(:Αυτός, που συλλαμβάνει τους καυχώμενους για τη σοφία τους, ματαιώνει όμως τα σχέδια και τις αποφάσεις των πονηρών ανθρώπων)»], λέγει προς αυτόν: «Εάν δεν έχεις πιστέψει ότι είμαι Θεός, γιατί μου αποδίδεις αυτά που ταιριάζουν μόνο στην ανώτατη φύση και με ονομάζεις αγαθό, εμένα που νομίζεις ότι είμαι άνθρωπος σαν εσένα; Γιατί ο Θεός από τη φύση Του είναι αγαθός, και ιδιαίτερο και ουσιώδες φυσικό και εξαίρετο αξίωμά Του είναι το ότι είναι αγαθός και κατά συμμετοχή οι άγγελοι και εμείς».
Και αυτός βέβαια υπήρξε ο σκοπός του λόγου αυτού για τον Χριστό, δεν θα ανεχθεί όμως ίσως την ορθότητα των εννοιών ο μέτοχος της ασέβειας του Αρείου λέγοντας: «Να, καθαρά αρνήθηκε ότι είναι αγαθός και αυτό το αποδίδει στον μόνο που πρέπει, τον Θεό και Πατέρα. Αλλά εάν ήταν», θα έλεγε αυτός ο αιρετικός, «ομοούσιος με Αυτόν και προερχόταν από Αυτόν κατά φύση, δεν θα ήταν και αυτός ως Θεός αγαθός;».
Πρέπει λοιπόν να λεχθεί σε αυτούς το εξής: Επειδή κάθε λόγος ορθός και ακριβής γνωρίζει ότι ο υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, πώς δεν είναι αγαθός και ο Υιός, όντας Θεός; Γιατί δεν μπορεί δένδρο αγαθό να κάνει καρπούς πονηρούς, ούτε από πηγή γλυκιά τρέχει ποταμός όχι γλυκός. Άρα, αφού ο Θεός είναι αγαθός, καρπός αγαθός είναι ο Υιός, και σαν εικόνα Του δείχνει στη δική Του φύση την ωραιότητα Εκείνου που Τον γέννησε. Αλλά αυτά βέβαια είναι αρκετά σε σχέση με τα παρόντα.
Όμως και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο έχει λεχθεί: Ενώ ο άρχοντας περίμενε να ακούσει τον Χριστό να λέγει «Απομακρύνσου από τα γραμμένα του Μωυσή και ασπάσου τις δικές μου εντολές”, αυτό βέβαια δεν το είπε, επειδή ως Θεός έβλεπε τον σκοπό εκείνου που τον πείραζε και επειδή δεν υπήρχαν άλλες εντολές, εκτός μόνο από εκείνες του Μωυσή, παραπέμπει τον άνθρωπο σε αυτές και λέγει: «Τὰς ἐντολὰς οἶδας· Μὴ μοιχεύσῃς, Μὴ φονεύσῃς, Μὴ κλέψῃς, Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα.ὁ δὲ εἶπεν, Ταῦτα πάντα ἐφύλαξα ἐκ νεότητος.ἀκούσας δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ, ῎Ετι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(:Γνωρίζεις τις εντολές: “Να μη μοιχεύσεις, να μη σκοτώσεις, να μην κλέψεις, να μην ψευδομαρτυρήσεις, να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου”. Και εκείνος είπε: “Όλα αυτά τα φύλαξα από την παιδική μου ηλικία”. Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς, του είπε: “Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα να με ακολουθήσεις ως μαθητής μου, υπακούοντας πάντοτε σε όσα θα σε διδάσκει το παράδειγμά μου και η διδασκαλία μου”)»[Λουκ.18,22].
Ο μωσαϊκός νόμος λοιπόν απαγορεύει κάθε είδος κακίας και καταδικάζει τους τρόπους της ασέβειας. Γιατί λέγει : «Να μη μοιχεύσεις, να μη φονεύσεις» και απαγορεύει και τα άλλα ολοκάθαρα, δηλαδή το ότι πρέπει να μη φονεύει κανείς, ούτε να ποθεί παράφορα ξένους γάμους, και καταδικάζει επίσης και την κλοπή, και την επιορκία, και την ψευδομαρτυρία, και ορίζει ποινές γι’ αυτούς που διαπράττουν τα πλημμελήματα αυτά. Έπειτα προστάζει να φροντίζουν για τον σεβασμό προς τους γονείς, ορίζοντας και αξιόλογα βραβεία για εκείνους που θέλουν να ευδοκιμήσουν, γιατί λέγει: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι (:Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, για να ευημερήσεις και γίνεις μακροχρόνιος στην πλούσια και εύφορη χώρα, την οποία θα σου δώσει ο Κύριος)»[Έξ. 20,12]. Νόμισε ο κακότροπος και φοβερός σε δολιότητες αυτός άρχοντας, αν και ο ερωτώμενος ήταν Θεός, ότι θα τον πάρει εύκολα με το μέρος του, δίνοντας απάντηση σύμφωνη με αυτά που πίστευε αυτός, ο Χριστός όμως, αν και ήταν πονηρός ο άρχοντας αυτός που Τον ρωτούσε, δεν τον έδιωξε.
«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγενήθη, ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα(:Αυτός όμως όταν άκουσε τα λόγια αυτά, λυπήθηκε πάρα πολύ· διότι ήταν πάμπλουτος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τα πλούτη του)»[Λουκ.18,22].Ο άρχοντας της Συναγωγής των Ιουδαίων δεν χώρεσε τον νέο οίνο, όντας ασκός παλαιός, αλλά σχίστηκε και αχρηστεύτηκε. Γιατί λυπήθηκε, αν και πήρε μάθημα πρόξενο της αιώνιας ζωής.
«᾽Ιδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπεν, Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσπορεύονται· εὐκοπώτερον γάρ ἐστιν κάμηλον διὰ τρήματος βελόνης διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν(:Αυτός όμως όταν άκουσε τα λόγια αυτά, λυπήθηκε πάρα πολύ· διότι ήταν πάμπλουτος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τα πλούτη του. Όταν τον είδε λοιπόν ο Ιησούς τόσο πολύ στενοχωρημένο, είπε: Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Πράγματι, πολύ δύσκολα. Διότι είναι ευκολότερο μία καμήλα να περάσει από τη μικρή τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να μπει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού)»[Λουκ.18,24].
«Καμήλα» εδώ δεν εννοεί το ζώο, αλλά το χοντρό σχοινί στα πλοία· γιατί είναι δυνατόν σε αυτούς εάν δεν προτιμήσουν να απομακρυνθούν μια για πάντα από όλα τα υπάρχοντά τους, να ευδοκιμήσουν με άλλο τρόπο, κάνοντας φίλους από τον άδικο μαμωνά, ώστε όταν θα φύγουν από την εδώ ζωή να τους δεχτούν στις αιώνιες σκηνές[Λουκά 16,9-10 : « Κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς. ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν πολλῷ πιστός ἐστι, καὶ ὁ ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν (:Κι εγώ σας λέω το εξής: Όπως ο άδικος αυτός διαχειριστής της παραβολής φρόντισε εγκαίρως να εξασφαλίσει τη φιλία των οφειλετών του κυρίου του, έτσι κι εσείς φροντίστε να κάνετε για το καλό σας φίλους από τον πλούτο που είναι άδικος· διότι οι μεγάλες περιουσίες με αδικία συνήθως συγκεντρώνονται· αλλά και όποιος κρατά τα πλούτη μόνο για τον εαυτό του διαπράττει μεγάλη αδικία. Κάντε λοιπόν κι εσείς φίλους από τον άδικο πλούτο, ευεργετώντας με φιλανθρωπίες τους συνανθρώπους σας, ώστε, όταν πεθάνετε, να σας υποδεχθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώνιες σκηνές του παραδείσου. Εσείς μοιράζοντας τα πλούτη σας σε αγαθοεργίες, δεν θα μοιάζετε με τον οικονόμο της αδικίας, ο οποίος προνόησε να κάνει φίλους με κλοπές και καταχρήσεις σε βάρος του κυρίου του·διότι εσείς σκορπίζοντας ευεργετικά τον πλούτο θα αποδειχθείτε τίμιοι και αξιόπιστοι διαχειριστές και οικονόμοι του Θεού, που σας εμπιστεύτηκε τα υλικά πλούτη. Κι εκείνος που είναι αξιόπιστος στα υλικά πλούτη, τα οποία σε σύγκριση με τα ουράνια αγαθά είναι κάτι ελάχιστο και τιποτένιο, αυτός είναι πιστός και στα ουράνια πλούτη, τα οποία είναι πολλά και ανεκτίμητα. Κι εκείνος που είναι άδικος στα ελάχιστα, θα είναι άδικος και ανάξιος εμπιστοσύνης και στα πολλά και ανεκτίμητα πλούτη)»].
«Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι(:Και είπε ο Πέτρος: ιδού εμείς αφήσαμε τα πάντα και Σε ακολουθήσαμε)»[Λουκ.18,28]. Και προσθέτει ο Ματθαίος: «Τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(:Τι άραγε θα μας δοθεί ως αμοιβή;)»[Ματθ.19,27]. Στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε κανείς να πει: «Τι άφησαν γενικά οι μαθητές ή ποιων πραγμάτων την ανταπόδοση ζητούν από τον Χριστό;». Τι θα πούμε λοιπόν σε αυτά; Και βέβαια εξαιτίας αυτού του πράγματος έκαναν πάρα πολύ αναγκαία την ερώτηση. Επειδή δηλαδή δεν είχαν τίποτε, εκτός από κάποια μικρά και ασήμαντα πράγματα, θέλουν να μάθουν με ποιο τρόπο θα τους αμείψει ο Θεός, αυτούς που εγκατέλειψαν και τα ελάχιστα πράγματα για την Βασιλεία του Θεού, δηλαδή επειδή επιθυμούσαν να κερδίσουν την βασιλεία των ουρανών, εξαιτίας της αγάπης τους προς Αυτόν· γιατί εύλογα ο πλούσιος που περιφρόνησε πολλά θα περιμένει τις αμοιβές, αυτός όμως που έχει λίγα και αποχωριστεί αυτά, ποιες ελπίδες θα έχει, πώς δεν έπρεπε να το μάθει;
Έπειτα, εκτός από αυτά είναι ανάγκη να πούμε και τούτο: Το ότι δηλαδή έχασαν πολλά ή λίγα θα μπορούσε σύμφωνα με τον ορθό λόγο, να είναι ισοδύναμο για εκείνους που το έπαθαν· γιατί, όσον αφορά την υπακοή και την πρόθεση, θα μπορούσαν να καταλογιστούν σε ίση μοίρα με εκείνους που έχουν πολλά αυτοί οι οποίοι δεν είναι βέβαια σαν αυτούς, αλλά δείχνουν ίσες προθυμίες, και υπομένουν με τη θέλησή τους την απάρνηση των υπαρχόντων τους.
Και τι απαντά ο Χριστός σε αυτούς; : «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεστεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και ο καθένας που εγκατάλειψε σπίτια, αδελφούς, αδελφές, πατέρα ή μητέρα, για να μένει ενωμένος και να μη χωριστεί με εμένα, θα λάβει εκατονταπλάσια σε αυτήν τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)»[Ματθ. 19,28-29].
Τα λεγόμενα είναι τέτοια που πρέπουν στον Θεό και η απόφαση αγία, γιατί ανεβάζει στην ασφαλή ελπίδα όλους, όσους την ακούν και συνοδεύει με όρκο την υπόσχεση, προτάσσοντας πριν από τον λόγο το «ἀμὴν λέγω ὑμῖν (:αλήθεια σας λέγω)», που κατά κάποιο τρόπο αναπληρώνει την ανάγκη του όρκου. Πρέπει όμως να εξετάσουμε ποιοι μπορεί να είναι αυτοί που άφησαν πατέρα ή μητέρα, γυναίκα και αδελφούς και σπίτια, και μετά να εξετάσουμε με λεπτομέρεια, πώς αυτοί θα μπορέσουν να λάβουν περισσότερα στον παρόντα κόσμο. Πράγματι εγκαταλείπουν κάποιοι τον πατέρα τους και αδιαφορούν πολλές φορές για τη φιλοστοργία προς όλο το γένος, εξαιτίας της αγάπης προς τον Χριστό, και με ποιο τρόπο, θα μας το διδάξει Αυτός λέγοντας: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος(:Εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από μένα, και με αρνιέται για να μη χωριστεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου)» [Ματθ.10,37] και: «Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς(:Ήλθα να χωρίσω τον πιστό και ευθύ άνθρωπο από τον άπιστο και διεστραμμένο πατέρα του, και την κόρη από τη μητέρα της, και τη νύφη από την πεθερά της)» [Ματθ.10,35], και τα παρακάτω.
Γιατί σαγηνεύοντας στην δική Του πίστη του θείου κηρύγματος την υφήλιο, θέλουν βέβαια κάποιοι να προσέλθουν σε αυτό, αλλά βλέπουν ίσως τους πατέρες και τις μητέρες, που είναι άπιστοι και πονηροί, και πολλές φορές οι πατέρες δεν ανέχονται να στενοχωρήσουν τα παιδιά τους, με την προσέλευσή τους στην πίστη. Ο ίδιος επίσης λόγος θα μπορούσε να γίνει και για τους αδελφούς προς τους αδελφούς τους, και τη νύφη προς την πεθερά της και την πεθερά προς τη νύφη. Όμως εκείνοι που είναι σταθεροί στην πίστη δεν προτάσσουν τίποτε από την αγάπη του Χριστού, μην υπολογίζοντας καθόλου το κατά σάρκα γένος τους.
Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε πώς μπορεί κάποιος, αφήνοντας αυτούς, να αποκτήσει πολλαπλάσια στην εδώ ζωή. Μήπως δηλαδή θα γίνει άνδρας πολλών γυναικών, ή θα βρει αντί για έναν πολλούς πατέρες επάνω στη γη και θα πολλαπλασιασθεί έτσι το σαρκικό γένος; Δεν λέμε αυτό, αλλά ότι, αφού εγκαταλείψει τα σαρκικά και τα πρόσκαιρα, θα απολαύσει τα πολύ πιο ανώτερα, και κατά κάποιο τρόπο περισσότερα από αυτά που θα περιφρονήσει. Άλλωστε και οι απόστολοι, εγκαταλείποντας λίγα, γέμισαν από το άγιο Πνεύμα και αξιώθηκαν να λάβουν πολλά χαρίσματα, και έγιναν παντού σε όλους επίλεκτοι και αείμνηστοι. Όλοι λοιπόν όσοι πιστέψαμε στον Χριστό και αγαπήσαμε το όνομά Του θα γίνουμε σαν εκείνους. Και αν απομακρυνθεί από τους αδελφούς του, θα τον παραλάβει ο Χριστός σε αδελφό Του. Όταν αφήσει τη σύντροφο γυναίκα του, θα βρει την ουράνια και κοντά στον Θεό Σοφία, από την οποία θα γεννήσει καρπούς καλούς. Και αν αφήσει τη μητέρα του, θα βρει την επουράνια, τη μητέρα όλων των Χριστιανών: «Ἡ δὲ ἄνω ῾Ιερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν(:ενώ η επουράνια Ιερουσαλήμ είναι ελεύθερη· είναι η θριαμβεύουσα Εκκλησία, που βρίσκεται στους ουρανούς, και η στρατευομένη, που είναι βέβαια επίγεια, αλλά καταλήγει στους ουρανούς. Αυτή είναι η μητέρα όλων μας, όλων των Χριστιανών)» [Γαλ.4,26].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Β΄», κεφάλαιο 18ο, σελ. 153-161.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 18,18-27]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΑ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 27-11-1994]
(Β 308)
Η παρουσία του πλουσίου νεανίσκου, αγαπητοί μου, που ζητά από τον Κύριον τι να πράξει για να κερδίσει την αιώνιον ζωήν, όντως μας συγκινεί. Ενώ το ερώτημα είναι ένα τεράστιον θέμα, «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;», η απάντησις του Κυρίου μοιάζει ότι είναι πολύ πεζή. Τι του είπε; «Τήρησε τις εντολές». Πολύ απλά. «Τήρησε τις εντολές». Και ο νεανίσκος ίσως νόμισε περί μεγάλων και εκτάκτων και αγνώστων εντολών. Γι΄αυτό ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απαριθμεί εντολές από τον δεκάλογον, πολύ γνωστές.
Έτσι, πολλοί σύγχρονοί μας, περιφρονούν, αγαπητοί μου, τις δέκα εντολές σαν πολύ γνωστές. Είναι ένα ίδιον του ανθρώπου να θέλει κάτι το γνωστό να το περιφρονεί. Πάντοτε. Ομιλητής είναι; Εντολές είναι; Λειτουργία είναι; Αισθάνεται την ανάγκη να απωθήσει, να περιφρονήσει. Γιατί; «Ε, τα ξέρομε αυτά, είναι γνωστά». Δεν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο εκείνη η διαρκής, γιατί εκεί μέσα είναι όλη η δουλειά, η διαρκής ανανέωσις, που να δημιουργεί παρθενικότητα ματιών. Να μπορείς να βλέπεις το ίδιο πράγμα κάθε φορά καινούριο! Αυτό είναι μία μεγάλη-μεγάλη υπόθεση. Και δεν είναι στην περίπτωση μόνο όσων πνευματικών πραγμάτων. Είναι και εις την γύρω μας φύση. Θέλετε; Και εις τα γύρω μας πρόσωπα. Πόσες φορές βαριόμαστε τα ίδια πρόσωπα, που τα έχουμε δει, τα έχομε ξαναδεί. Κάποτε η γυναίκα μας, ο άνδρας μας, τα παιδιά μας. Ναι, ναι. Οι φίλοι μας. Κάποτε τους βαριόμαστε. Τον πνευματικό μας, τα πνευματικά μας παιδιά. Τα βαριόμαστε. Λέμε: «Ε…». Ενώ έχομε ένα ενδιαφέρον πάντοτε για κάτι καινούριο. Το περιβάλλον, τα βουνά, τα δένδρα, η θάλασσα, τα πάντα. «Ε, τα ξέρομε, τι είναι αυτά;». Δεν βλέπομε με αυτά τα ανανεωμένα μάτια. Να αισθανόμεθα ότι τα βλέπομε για πρώτη φορά. Το θέμα πού βρίσκεται; Μέσα μας. Μόνο μέσα μας. Έτσι λοιπόν και οι δέκα εντολές. «Α, τις ξέρω». Τι είπε ο νεαρός; «Τις ετήρησα», λέει, «εκ νεότητός μου». Από μικρό μου παιδάκι τις ετήρησα τις εντολές. Και όμως η οδός των εντολών είναι εκείνη που οδηγεί εις την αιώνιον ζωήν. Εάν τηρούσε τις εντολές όντως, τότε δεν ήταν ανάγκη να ερωτήσει τον Κύριον· διότι θα ήξερε ότι οι εντολές είναι ο δρόμος, η οδός, ο τρόπος για να φθάσουμε εις την αιώνιον ζωήν.
Εκεί όμως είναι και το λάθος του νεανίσκου. Και η αποτυχία του. Στις εντολές; Ναι, νεανίσκε μου, υπάρχουν πράγματα που δεν παλιώνουν ποτέ. Οι εντολές του Χριστού. Δεν παλιώνουν. Είναι διαχρονικές. Είναι πάντοτε οι ίδιες. Κι αν θέλετε, ως προς την Καινή Διαθήκη και ως προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, «Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», λέει ο Απόστολος Παύλος. Ο Ίδιος και χθες και σήμερα και αύριο και αιωνίως. Λοιπόν; Λοιπόν. Οι δέκα εντολές πρέπει να βιωθούν.
Ωστόσο υπάρχει και η υπέρβασις των εντολών. Και ο νεανίσκος εζήτησε αυτήν την υπέρβασιν. Και ο Κύριος του είπε: «Ένα σου λείπει». «Τι, Κύριε;». «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ(:Όλα όσα έχεις πούλησέ τα, αφού επιθυμείς να είσαι πιο πάνω και από τις εντολές, πιο πέρα δηλαδή, και τότε θα έχεις θησαυρό στον ουρανό), καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Και έλα να με ακολουθήσεις».
Το βάρος της προτάσεως πέφτει πού; Όχι στον πλούτο, όχι στο «διάδος πτωχοῖς». Γιατί μπορούσε να ήταν κάποιος και να μην είχε πλούτον. Οπότε να μην έπρεπε, να μην είχε τη δυνατότητα να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να τα δώσει εις τους πτωχούς. Πού πέφτει το βάρος; Στο «Δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Έλα να με ακολουθήσεις». Η περιουσία του πλουσίου νεανίσκου ήταν απλώς ένα εμπόδιον. Κι έπρεπε να φύγει από τη μέση για να ακολουθήσει τον Χριστόν. Τι είναι αυτό; «Έλα να με ακολουθήσεις;». Είναι η αφιέρωσις· που ξεπερνά την τήρηση των εντολών. Δεν είναι πια τι θα τηρήσω, αλλά ποιος θα έχω γίνει. Θα το ξαναπώ. Δεν είναι πια τι θα τηρήσω. Αν τήρησα, δεν τήρησα τις εντολές και πόσο τις τήρησα. Αλλά εκ της τηρήσεως των εντολών, εγώ ποιος έχω γίνει, πώς διαμορφώθηκα, πώς φτιάχτηκα.
Ο νεανίσκος όμως έμενε στο τι θα τηρήσει. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτόν του και τα χρήματά του. Γι΄αυτό ο Κύριος τού είπε να πουλήσει ό,τι έχει, όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να ελευθερωθεί από το «ἔχειν» και να περάσει στο «εἶναι». Πάντως, πέραν των αν ο πλούσιος νεανίσκος αστόχησε, εκείνο που συγκινεί σε αυτόν τον νέον είναι η αναζήτησις ενός ιδανικού. Αυτό έχει πολλή σημασία. Κι αυτό είναι η αιώνιος ζωή. «Τι να κάνω για να κερδίσω την αιώνιον ζωήν». Και ο Κύριος, όπως μας πληροφορεί το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, γιατί το θέμα το περιγράφει και ο Ματθαίος και ο Μάρκος, εκεί λέγει ότι ο Κύριος τον συνεπάθησεν τον νέον αυτόν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν». Ήταν συμπαθής νέος. Πού ήτο συμπαθής; Στο ότι ζητούσε ένα ιδανικό. Και μάλιστα ακραίον, ύψιστον ιδανικόν. Την αιώνιον ζωήν.
Τι είναι τα ιδανικά; Είναι οι αξίες. Είναι όλα εκείνα που έλκουν τον άνθρωπο προς τα άνω. Τον αποσπούν από την πεζότητα της ζωής και του δείχνουν το «εὖ ζῆν» με την πνευματική σημασία του όρου. Γιατί «εὖ ζῆν» δύναται να λογαριαστεί και το να έχω να τρώω και να πίνω καλά. Αλλά με την πνευματική σημασία. Να γίνω πνευματικότερος άνθρωπος, υψηλότερος άνθρωπος. Και τα ιδανικά είναι εκείνα που αξιοποιούν το κατ΄εικόνα, που το έχομε όλοι αναγκαστικά -«κατ΄εικόνα» θα πει «άνθρωπος πια, θέλω δεν θέλω, είμαι άνθρωπος, δεν μπορώ να είμαι κάτι το διαφορετικό»- αξιοποιούν λοιπόν τα ιδανικά, οι αξίες αξιοποιούν το κατ΄εικόνα και το μεταβιβάζουν, το περνούν εις το καθ’ ομοίωσιν. Να φθάσω να μιμηθώ τον Θεόν.
Τα ιδανικά, οι αξίες, κάνουν τον άνθρωπο να είναι αυτό που πρέπει να είναι. Είναι εκείνο που έλεγε ο Πίνδαρος: «Γένοιο οἷος ἔσῃ». «Να γίνεις αυτό που η δομή σου, από τη δομή σου είσαι». Να γίνεις αυτό που είσαι. Δηλαδή να γίνεις άνθρωπος. «Γένοιο οἷος ἔσῃ». Είθε να γίνεις. Και τα ιδανικά, οι αξίες, είναι πολλά. Η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια, η μάθησις, η κοινωνικότης, η εντιμότης, η εργασία. Όλα είναι αξίες αυτά τα πράγματα. Ο Απόστολος Παύλος γράφει εις τους Φιλιππησίους κάτι θαυμάσιον. Δείχνοντας και εκθέτοντας αυτές τις αξίες. Λέγει: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα(:έχουν καλή φήμη), εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος(: ό,τι είναι κάτι που να αφορά την αρετή, οτιδήποτε είναι που αποσπά τον έπαινον), ταῦτα λογίζεσθε(:αυτά να έχετε στον νου σας),ταῦτα πράσσετε». «Αυτά να εφαρμόζετε». Ακόμη θα γράψει στην ίδια επιστολή: «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». «Το πολίτευμά μας είναι στον ουρανό. Ζούμε στη Γη, αλλά στον ουρανό πολιτευόμεθα». Δηλαδή; Δηλαδή, η ακρότης των ιδανικών είναι ο ουρανός. Η ακρότης των ιδανικών, των αξιών είναι η Βασιλεία του Θεού, η αιώνιος ζωή.
Όλα αυτά σαν αξίες τις έχομε είτε εξ αποκαλύψεως, ό,τι μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, είτε δυνάμει της ἐν ἡμῖν εικόνος του Θεού. Ως άνθρωποι, που έχομε την εικόνα του Θεού, έχομε λογικό και σκεφτόμαστε και έτσι μπορούμε να έχομε μίαν ωραίαν δέσμη αξιών και ιδανικών. Πώς φιλοσοφούσαν οι αρχαίοι; Οι αρχαίοι Έλληνες. Πώς είχε πει αυτό ο Πίνδαρος, «Γένοιο οἷος ἔσῃ», «είθε να γίνεις οἷος ἔσῃ»,κλπ. κλπ. Δεν είναι εξ αποκαλύψεως, αλλά είναι δυνάμει της ἐν ἡμῖν εικόνος του Θεού.
Και θέτομε το ερώτημα: Οι σύγχρονοι νέοι,μια που ο λόγος περί νεανίσκου στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, οι σύγχρονοι νέοι έχουν ιδανικά; Τι ιδανικά έχουν; Την εποχή μας, είναι γνωστό, τη χαρακτηρίζει μία πολιτιστική ή πνευματική καθίζηση. Έχομε κάτι που κατεβαίνει διαρκώς. Και το αποτέλεσμα είναι να έχομε έντονα σημάδια κοινωνικής, ανθρωπιστικής παρακμής. Βαθιά σημάδια. Εκτός βέβαια εξαιρέσεων, οι σύγχρονοι νέοι μας, δεν έχουν ιδανικά. Ή ακριβέστερα, τα ιδανικά τους είναι απαξίες, όχι αξίες. Απαξίες. Δείχνουν την προτίμησή τους σε πράγματα που σε άλλη εποχή θα ησθάνοντο ντροπή οι άνθρωποι. Είναι αυτό που γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Φιλιππησίους: «ὧν(: των οποίων) ὁ Θεὸς ἡ κοιλία– «Ό,τι αφορά την ικανοποίηση των αισθήσεων, αυτό είναι ο Θεός μας. Τι θα φάω, τι θα πιω, πώς θα αφροδισιάσω. Αυτό είναι ο Θεός μου»- καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν(: η δόξα τους, ο έπαινός τους, είναι σε πράγματα που θα έπρεπε να ντρέπονται), οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες». Αυτοί που φρονούν τα επίγεια. Αυτά είναι τα ιδανικά, σήμερα, των νέων μας.
Ακόμη ο Παύλος περιγράφει τον αρχαίο κόσμο και το ήθος του· που σήμερα το ήθος του αρχαίου κόσμου, οι Χριστιανοί μας, το ξεπέρασαν. Γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του στο Α΄ κεφάλαιο. Δεν θα το ερμηνεύσω. Θα διαβάσω: «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν(:Ισχυριζόμενοι ότι είναι σοφοί, αποκαλύπτονται μωροί, ανόητοι). Διὸ(:Γι΄αυτόν τον λόγο) καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς». Αναφέρεται εις την ομοφυλοφιλία ο Απόστολος Παύλος. «Δεν θέλετε, ε; Σας αφήνω στον εαυτό σας. Να πού φθάνετε». «Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν –Ω, αυτός ο αδόκιμος νους, αγαπητοί. Ο αδόκιμος νους. Ο αδοκίμαστος, ο παιδαριώδης νους– ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα(:Να πράττουν εκείνα που δεν πρέπει), πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας».
Μακρύς ο κατάλογος. Αυτά είναι απαξίες. Οι νέοι μας μένουν σε αυτές τις απαξίες. Τι; Να τιμήσουν τους γονείς; «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Είναι η εντολή η πέμπτη και που την ακούσαμε σήμερα. Ποιους γονείς να σεβαστούν;… Για να προσθέσομε ότι τα ιδανικά των σύγχρονων νέων μας, πάντοτε απαξίες είναι μία συστηματοποιημένη και οργανωμένη οκνηρία, ακηδία. Είναι το αμάρτημα του δευτέρου ημίσεος του 20ου αιώνος. Η ακηδία. Η τεμπελιά. Η τεμπελιά. Η ανερμάτιστη, ανελέητη τεμπελιά· που απλώνεται σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Ρίξτε μια ματιά στις πλατείες, κατά τις 10 το πρωί. Χειμώνας είναι, καλοκαίρι είναι, να δείτε στην πόλη μας, στη Λάρισα. Νέοι και νέες. Βγαίνουν…κάαααθονται, κάαααθονται. Μη μου πείτε ότι «υπάρχει ανεργία γι΄αυτό κάθονται». Μη μου το πείτε αυτό. Κάαααθονται. Άπραγοι. Περισσότερον άπραγοι από βατράχους. Ώστε να φαίνονται στην ήσσονα προσπάθεια· ό,τι είναι δυνατόν το λιγότερα να κάνουν. Ταυτόχρονα ζητούν χρήματα. Βέβαια από πού; Από τους γονείς. Ή κλέπτουν. Γι΄αυτό σήμερα η κλοπή είναι πολύ, πολύ, σε μεγάλο δείκτη. Γιατί; Για την σπατάλη στις ηδονές. Ηδονές πάσης μορφής. Το τσιγάρο, τα ναρκωτικά, τα σκληρά οινοπνευματώδη, οι ατέλειωτες χαμένες ώρες στις καφετέριες, στην ντίσκο, στην τηλεόραση, στους χορούς και τα τραγούδια· που έχουν δαιμονικό περιεχόμενο, αλλά και δαιμονικό σχήμα, το ατημέλητον, το ατσούμπαλο, το αλήτικο, με το επίτηδες για τ’ αγόρια ξεφτισμένο παντελόνι. Με το ύφος εκείνο που μόνο σοβαρούς νέους δεν προδίδει και κοπέλες. Με το ύφος εκείνο που μόνο σοβαρούς νέους δεν προδίδει και κοπέλες. Με σκουλαρίκια τ’ αγόρια. Τ’ αγόρια με σκουλαρίκια. Με δαχτυλίδια και μακριά μαλλιά. Με μιαν ηθελημένη αεργία. Όχι ανεργία. Α-εργία. Θεληματική, δηλαδή, τεμπελιά. Δεν θέλουν να δουλέψουν. Όλα αυτά συνθέτουν τις απαξίες που σήμερα οι νέοι μας επιθυμούν να χορτάσουν την ψυχή τους. Είναι κρίμα. Είναι πολύ κρίμα.
Αλλά πώς έφθασαν όμως οι νέοι μας σε αυτές τις απαξίες; Τι φταίει; Πολλά. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του αιώνος μας. Οι κοινωνικές ακαταστασίες και ανακατατάξεις. Η ανάπτυξις ενός ακράτου ατομισμού· που φθάνει εις τα όρια της αναρχίας, όπως σήμερα τη ζούμε και τη γνωρίζουμε την αναρχία. Ο Θεός, ο Θεός, ο Θεός, η θρησκεία, η οικογένεια, η πατρίδα, θεωρήθηκαν άχρηστο κατεστημένο. Και «όπου ο Θεός απουσιάζει, τότε όλα επιτρέπονται», λέγει ο Ντοστογιέφσκι. Ναι. Λείπει ο Θεός; Όλα μου επιτρέπονται.
Έτσι έχομε ένα γενικό κλίμα βαθιάς παρακμής, που οι νέοι πλέον δεν έχουν ιδανικά. Μάλλον κυνηγούν τις απαξίες. Η οικογένεια δεν μπορεί να βοηθήσει. Γιατί κι αυτή δυστυχώς είναι μπολιασμένη με ιδέες χαλασμένες. Πλην, βεβαίως, εξαιρέσεων. Αλλά και τα παιδιά καλών, χριστιανικών, αν θέλετε, οικογενειών, βρισκόμενα σε αυτό το γενικό, κακό κλίμα, που κατακλύζει τα πάντα, και αυτά υφίστανται φθορά. Το παιδί θα βγει στον δρόμο, θα βγει στην κοινωνία, θα πάει στο σχολειό και εκεί θα πάθει πολύ κακό.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Κάποτε, αγαπητοί, για ένα δαιμονισμένο παιδί είπε ο Κύριος ότι «τό γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται παρά μόνον μέ προσευχή καί νηστεία». «Κύριε», λέει, «γιατί δεν μπορέσαμε να θεραπεύσομε εμείς το παιδί;», είπαν οι μαθηταί. «Το γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι άνθρωποι της εποχής μας είναι λεία του διαβόλου. Γι΄αυτό, εκείνοι που καταλαβαίνουν, εκείνοι που πονούν, εκείνοι που ακόμη διατηρούν μέσα τους υγείαν πνευματικήν, ας το κάνουν αυτό. Να νηστεύουν και να προσεύχονται. Μην παραμελούμε τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, και τις Σαρακοστές. Να νηστεύομε. Και να παρακαλούμε τον Κύριον να απαλλάξει από τα δαιμόνια που επέπεσαν στην ανθρωπότητα και ιδιαίτερα εις τους νέους μας ανθρώπους. Ακόμη χρειάζεται μαρτυρία προς κάθε κατεύθυνση. Να πούμε, να διασαφήσομε, να διαφωτίσομε. Η παιδεία μας μάλιστα σήμερα όπως προσφέρεται, είναι ένας -και ποιος το αρνείται;- ένας μεγάλος παράλυτος. Δεν μπορεί τίποτε να κάνει η παιδεία. Φοβάμαι μήπως και αρνητικά προσφέρεται. Όσοι όμως εκπαιδευτικοί, που με ακούτε, έχετε μέσα σας μια πνευματική υγεία, τότε να προτάξετε αντίσταση. Να πείτε στα παιδιά, στους μαθητάς σας, μα Δημοτικό, μα Γυμνάσιο, μα Λύκειο, να πείτε το σωστό. Θα κάνομε ό,τι μπορούμε ωστόσο. Έχομε φθάσει, και το βλέπομε, σε οριακές τιμές, στο μη περαιτέρω…
Αγαπητοί, χαιρόμαστε βέβαια τον νεανίσκον του Ευαγγελίου, που ζήτησε να κατακτήσει την αιώνιον ζωήν. Βέβαια δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε γιατί η καρδιά του ήταν αιχμάλωτη στο πάθος της φιλαργυρίας. Όμως είχε ενατενίσεις ο πλούσιος νεανίσκος. Είχε ενατενίσεις. Έβλεπε και ποθούσε ιδανικά. Και ανάμεσά μας βέβαια υπάρχουν ακόμη νέοι με ωραία ιδανικά, με υψηλό φρόνημα, με αγάπη εις τον Χριστόν. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν. Αυτούς τους νέους να τους φυλάξομε, να τους προστατεύσομε, να τους επαινέσομε, να τους δώσομε θάρρος, σε αυτήν την εποχή που τόσο απογοητεύει. Επιτέλους θα κάνομε ό,τι μπορούμε. Ο καθένας όπως καταλαβαίνει, ό,τι καταλαβαίνει, ό,τι μπορούμε να περισώσομε. Θα κάνομε ό,τι μπορούμε. Έστω να δώσουμε την μαρτυρία μας. Και ας μην μας προσέχει κανείς. Να δώσομε όμως τη μαρτυρία μας. Κάποιοι πάντα θα βρίσκονται, θα είναι το λείμμα, θα είναι ο λαός του Θεού. Θα είναι «το μικρό ποίμνιον», που είπε ο Κύριος. Αυτό θα προσέξει. Αυτό θα ωφεληθεί. Και ο Θεός, αγαπητοί, ας λυπηθεί την νέα γενεά και ας την ελεήσει.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_622.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 18, 18-27]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ;»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-11-1989]
[Β 228]
Σήμερα, αγαπητοί μου, μας διηγείται ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς το περιστατικό που κάποιος νεαρός, άρχων και πλούσιος, ερώτησε τον Κύριον λέγοντάς Του: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Και ο Κύριος τού υπέδειξε την οδόν των αρετών. «Τὰς ἐντολὰς οἶδας», του λέγει, «τις εντολές τις γνωρίζεις». Δηλαδή η οδός κατακτήσεως της αιωνίου ζωής είναι πάρα πολύ γνωστή. Είναι η οδός της τηρήσεως των εντολών.
Στον νεανίσκο, όμως, αυτόν η απάντησις αυτή ήταν απροσδόκητη· γιατί περίμενε κάτι άλλο. Επερίμενε κάτι το υπερέχον, κάτι το εκπληκτικόν. Κι όμως ο Κύριος ανέφερε την πεπατημένη εκείνη οδό, την πολύ γνωστή, της τηρήσεως των εντολών. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πετάγματα υψηλά και νομίζουν ότι πρέπει να ανακαλύψουν ή να τους προσφερθεί όχι πια κάτι το τετριμμένο, αλλά κάτι το άλλο, κάτι το διαφορετικό, για να κατακτήσουν εκείνα που ποθεί η ψυχή των.
Εμείς όμως, αυτήν την βεβαιωτικήν απάντησιν του Κυρίου, που του είπε: «Τὰς ἐντολὰς οἶδας», δηλαδή «Τις εντολές τις γνωρίζεις», θα την μετατρέψουμε σε ερωτηματική: «Οἶδας τὰς ἐντολὰς;». «Γνωρίζεις τις εντολές;». Γιατί πρέπει να πούμε ότι εμείς οι Χριστιανοί έχομε άγνοια των εντολών του Θεού. Και δεν θα μπορούσε να μας πει ο Κύριος: «Τις εντολές τις γνωρίζεις». Αλλά τίθεται σε μας κατά ερωτηματικόν τρόπον. Γνωρίζομε τις εντολές; Αυτό το θέμα ακριβώς θα διερευνήσομε σήμερα, αγαπητοί μου, στην αγάπη σας, να ιδούμε, γνωρίζομε όντως τις εντολές;
Τι είναι οι εντολές; Εκείνα που εντέλλεται ο Θεός, εκείνα που παραγγέλλει. Εκείνα επί των οποίων ευχαριστείται ο Θεός, όταν εφαρμόζονται από τον άνθρωπο. Εκείνα που συνιστούν τις καλές σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτό είναι οι εντολές. Γι’ αυτό γράφει και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους επιστολή του: «Καὶ μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον». Ας προσέξομε τι γράφει ο Απόστολος Παύλος εδώ, αγαπητοί μου, εις τους Ρωμαίους. Καταρχάς, κατά έναν αρνητικόν τρόπον, συνιστά και λέγει εις τους Χριστιανούς της Ρώμης να μην συσχηματίζονται με τον κόσμον. Μην παίρνουν το ίδιο σχήμα που έχει ο κόσμος. Ο κόσμος είναι ένα σχήμα. Ένα σχήμα βέβαια του παρόντος αιώνος. Μέσα εις αυτό το σχήμα έρχονται πολλοί Χριστιανοί να τοποθετηθούν. «Σχήμα» θα πει «καλούπι», θα πει «φόρμα». Μέσα στο οποίο καλούπι έρχονται τώρα να καλουπιαστούν και να πάρουν την αυτήν μορφήν οι Χριστιανοί. Τι λέγει λοιπόν ο Απόστολος; «Όχι. Μη συσχηματίζεσθε», λέγει, «με τον κόσμον αυτόν». Αυτό αποτελεί μία βασική προϋπόθεση για να δημιουργηθεί μια, θα λέγαμε, μεταμόρφωση του νου μας, μια μεταμόρφωση της νοοτροπίας μας. Τι είπε; «Ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν». «Αλλά εις το να μεταμορφώνεσθε, στο να αλλάζετε, η νοοτροπία σας, ο νους σας, και τούτο θα αποτελεί το κριτήριον με το οποίον θα μπορείτε να δείτε ποιες είναι οι εντολές του Θεού, ποιο είναι το θέλημα του Θεού». Στο να μπορέσομε δηλαδή να δοκιμάσομε, «εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς». Εις το να μπορέσομε να δοκιμάσομε, δηλαδή να μάθομε, να εξακριβώσομε με εμπειρικόν τρόπον το θέλημα του Θεού, τις εντολές του Θεού· οι οποίες, κατά τον Απόστολο Παύλο, όπως είδαμε εδώ, οι εντολές του Θεού εμφανίζονται με τρία γνωρίσματα.
Πρώτα πρώτα είναι το ότι η εντολή του Θεού ή το θέλημα του Θεού – το ίδιο είναι- ότι είναι αγαθόν. Πρώτον λοιπόν ότι το θέλημα του Θεού είναι αγαθόν. Όχι κακόν. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν επιθυμεί, ούτε θέτει βεβαίως εντολές που οδηγούν στο κακό τον άνθρωπον. Δεν ζηλεύει τον άνθρωπο, όπως είπαν διάφοροι ερμηνευταί μέσα στους αιώνες. Όχι. Ο Θεός δεν θέτει παγίδα εις τον άνθρωπον. Δεν θέτει εντολή που να δημιουργήσει και αποφέρει το κακό, ούτε την βλάβη· γιατί απλούστατα ο άνθρωπος είναι κτίσμα του Θεού, είναι Πατέρας μας και δεν μπορεί παρά να μας αγαπά. Κάποτε είπε ότι «Εσείς, πονηροί όντες, ξέρετε στα παιδιά σας να δίνετε αγαθά πράγματα. Όταν σας ζητήσουν», λέγει, «ψωμί δεν δίνετε πέτρα. Όταν σας ζητήσουν ένα αβγό, δεν τους δίνετε έναν σκορπιό. Άμα σας ζητήσουν ψάρι, δεν τους δίνετε ένα φίδι. Σεις λοιπόν, παρότι είσαστε πονηροί άνθρωποι, ξέρετε να δίνετε στα παιδιά σας καλά πράγματα. Ο Πατέρας σας ο ουράνιος, πόσο περισσότερο θα δώσει το αγαθόν;». Η εντολή λοιπόν που θα δώσει είναι αγαθή. Και σκοπόν έχει να περιφρουρήσει τον άνθρωπον. Με τρόπον που να τον οδηγήσει τελικά και εις το αγαθόν.
Σήμερα δυστυχώς, αγαπητοί μου, καταστρατηγούμε τις εντολές του Θεού, όπως είναι η νηστεία, όπως είναι η σωφροσύνη, δηλαδή η εγκράτεια, η αγνότητα, με την στενή σημασία της λέξεως «σωφροσύνη». Γιατί; Γιατί νομίζομε ότι όταν ο Θεός εντέλλεται την νηστείαν ή την σωφροσύνη, δηλαδή να μείνεις αγνός μέχρι τον γάμο σου, και το αγόρι και το κορίτσι, ότι αυτό θα έχει αντίκτυπο εις την υγεία μας, ότι θα αρρωστήσουμε, θα πάθουμε κάτι κακό. Και συνεπώς οι εντολές που θέτει ο Θεός είναι βλαβερές και επικίνδυνες. Είναι δυνατόν ποτέ; Ο Θεός είναι ο κατασκευαστής μας. Και δεν γνωρίζει τι είναι εκείνο που εντελλόμενος σε μας θα μας βοηθήσει και θα μας ευεργετήσει και θα μας περιφρουρήσει; Είναι δυνατόν ποτέ; Το θέλημα λοιπόν του Θεού φέρεται ως αγαθόν. Οι εντολές δηλαδή.
Δεύτερον. Το θέλημα του Θεού φέρεται ως ευάρεστον. Δηλαδή εκείνο που θα αρέσει εις τον Θεόν, όταν ο άνθρωπος το εφαρμόσει. Λέγει επί παραδείγματι ο Απόστολος Παύλος, γράφει στους Κολοσσαείς: «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσι κατὰ πάντα – Αυτό τι αποτελεί; Μια εντολή. Ποια εντολή; «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου…». Τα παιδιά λοιπόν να υπακούουν κατά πάντα εις τους γονείς των-· τοῦτο γάρ ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». «Γιατί αυτό», λέγει, «είναι ευάρεστο εις τον Κύριον». Ακόμη λέγει ότι πρέπει τα παιδιά να αποδίδουν τιμάς εις τους προγόνους· όπως είναι, όχι μόνο οι γονείς, αλλά όπως είναι ο παππούς και η γιαγιά. Να αποδώσουν –κοιτάξτε- τιμάς εις τους προγόνους. Να τους τιμήσουν. Πάλι κι εκεί λέγει ο Απόστολος Παύλος, γιατί αυτό είναι ευάρεστον εις τον Θεόν. Βλέπετε λοιπόν αγαπητοί μου, ότι εκείνο που ο Θεός εντέλλεται, στο τέλος απολήγει το να είναι ευάρεστο εις Αυτόν. Εάν ο άνθρωπος το εφαρμόσει.
Βλέπομε τον Άβελ· με την θυσία του ο Άβελ ευηρέστησε εις τον Θεόν. Ο Ενώχ, επειδή, λέγει, ευηρέστησε εις τον Θεόν, μετετέθη. Δηλαδή δεν δοκίμασε θάνατον. Αλλά μετετέθη. Πού; Όπου και ο προφήτης Ηλίας. Ακόμη ο Νώε, επειδή ευηρέστησε εις τον Θεόν, και ευηρέστησε, ξέρετε, δια της πίστεως, γι’ αυτό ακριβώς και δεν επνίγη εις τον κατακλυσμόν ο Νώε. Ο Αβραάμ το ίδιο. Ο Ιακώβ, που του λέει ο Θεός «Εγώ θα σε προστατεύω». Γιατί; Διότι ο Ιακώβ ευηρέστησε εις τον Θεόν. Ο Ιωσήφ, το ενδέκατο παιδί του Ιακώβ, ο Μωυσής, οι προφήται, ο Δανιήλ, ο οποίος ονομάστηκε από τον Θεό «ἀνήρ ἐπιθυμιῶν», δηλαδή «άνδρας αγαπητός, άνδρας που μπαίνει μες στην καρδιά». Και άλλοι πολλοί και πολλοί και πολλοί ευηρέστησαν εις τον Θεόν. Γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Διὸ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι τῷ Κυρίῳ εἶναι». Είδατε; «Φιλοτιμούμεθα», λέγει. Βλέπετε ότι το φιλότιμο εις τον άνθρωπον είναι μια λειτουργία πάρα πολύ σπουδαία. Φιλοτιμούμεθα, λοιπόν, είτε ζούμε στην ζωή αυτή, είτε δεν ζούμε εις την ζωήν αυτήν, όπου κι αν βρισκόμεθα, να κάνομε το ευάρεστον εις τον Κύριον. Εκείνο που Του αρέσει. Θα λέγαμε, ο Θεός ευαρεστείται σήμερα να είμεθα εις τον ναό Του, να Τον λατρεύομε; Ασφαλώς ναι. Κ.ο.κ.
Ακόμη, τρίτον, το θέλημα του Θεού είναι τέλειον. Τι θα πει αυτό; Σημαίνει ότι δεν μπορείς να διορθώσεις το θέλημα του Θεού ή να κάνεις κριτική στο θέλημα του Θεού, στις εντολές του Θεού. Όταν ο Χριστιανός, αγαπητοί μου, συνειδητοποιήσει ότι το θέλημα του Θεού είναι τέλειον και δεν χωράει τίποτε να διορθώσει, τότε έχει εμπιστοσύνη εις τον Θεόν, τότε ο λογισμός του αναπαύεται. Μιλάμε πολλές φορές για ειρήνη. Πώς είναι η ειρήνη; Και πώς έρχεται η ειρήνη; Δείξε εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού, πες ότι οι εντολές του Κυρίου είναι αληθείς, είναι τέλειες και τότε ο λογισμός σου θα αναπαυθεί: «Ο Κύριος το είπε, ο Κύριος ξέρει». Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό!
Αν ερωτήσετε, πόσες είναι οι εντολές του Θεού, σίγουρα θα σπεύσουν κάποιοι να μας πουν ότι οι εντολές του Θεού είναι δέκα. Αγαπητοί μου, αυτές οι δέκα εντολές δεν είναι, παρά, θα λέγαμε, μία συνισταμένη όλων των εντολών που προσφέρει ο Θεός. Και πού είναι αυτές οι εντολές; Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη και ολόκληρη η Καινή Διαθήκη είναι εντολές. Εκφράζει ολόκληρη η Αγία Γραφή, σε κάθε της θέση, σε κάθε της σημείο, την εντολή του Θεού, το θέλημα του Θεού.
Οι πρώτες εντολές που δόθηκαν εις τον άνθρωπο, πιστεύω το γνωρίζετε, ήσαν τρεις. Ήταν η εργασία στον Παράδεισον, εντολή, «Να εργάζεσθε», λέει, «στον Παράδεισο», το δεύτερον η φυλακή του Παραδείσου, δηλαδή το φύλαγμα, «Να φυλάτε τον Παράδεισον» και η τρίτη εντολή ήταν η νηστεία: «Δεν θα φάτε από τον καρπόν αυτόν. Από τα άλλα φάτε, από τον καρπόν αυτόν όχι». Όπως λέμε: Θα φας ψάρι τώρα την Σαρακοστή που έχομε των Χριστουγέννων, δεν θα φας κρέας και τα παράγωγα του κρέατος, γάλα και τυρί κ.τ.λ. Αυτό μπορείς, εκείνο δεν μπορείς. Βλέπετε λοιπόν ότι οι πρώτες εντολές που δόθηκαν εις τον άνθρωπο ήσαν αυτές, στον Αδάμ και την Εύα. Και δόθηκαν μέσα εις τον Παράδεισον. Ακριβώς για να μην χάσουν τον Παράδεισον.
Όταν ο Κύριος είπε ακόμη στις Μυροφόρες γυναίκες εκείνο το «Χαίρετε», το μυαλό μας δεν πάει παρά μόνον ότι είναι ένας χαιρετισμός. Δηλαδή πώς λέμε: «Χαίρετε, καλημέρα σας, χαίρετε!». Κι όμως δεν ήταν παρά μία εντολή. Το σκεφτήκατε; Ποια εντολή; Να έχουν χαρά. «Χαίρετε». «Να έχετε χαρά». Γιατί; Γιατί η παράβαση της εντολής θα ήταν να μην αντιληφθούν την Ανάσταση του Χριστού και να λυπώνται. Γιατί λοιπόν να λυπάσαι; Εγώ σου δίνω την εντολή να έχεις χαρά. Θα μου πείτε, γιατί η εντολή, η χαρά φθάνει στο σημείο να εντέλλεται; Δηλαδή να γίνεται εντολή; Ναι. Γιατί ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, με τον λογισμό του διαστρέφει τα πράγματα. Ή έχει μία νωθρότητα. Γι’αυτό πρέπει… όπως και η αγάπη, λέμε είναι εντολή, τι θα πει η αγάπη είναι εντολή; Δηλαδή μου δίνεις την εντολή να σε αγαπώ; Φερειπείν ποιος άνδρας θα έλεγε στη γυναίκα του: «Σου δίνω την εντολή να με αγαπάς»; Κατανοείτε αυτό; Αυτό δείχνει ένα κατάντημα· που δείχνει μία νωθρότητα. Όταν πράγματα που θα έπρεπε να ήσαν αυθόρμητα, γίνονται εντολή. Πράγματι ο άνθρωπος με την πτώση του παρουσιάζει αυτήν την νωθρότητα, αυτήν την αδράνεια. Και πρέπει για να δραστηριοποιηθεί, εκείνα που θα ήσαν αυτονόητα, πηγαία, να γίνουν εντολές. Βέβαια περιττόν να σας πω ότι όταν ο άνθρωπος ωριμάσει, τότε πια δεν τηρεί τις εντολές· τις ξεπερνά. Όπως…η τροχαία σου λέγει: «Θα περάσεις μέσα από τα καρφιά, θα περάσεις από δω εκεί», σου λέει, για τους πεζούς εννοείται. Αυτό, θες δεν θες, θα το κάνεις. Όταν όμως συνειδητοποιήσεις μέσα σου μία εύρυθμη κυκλοφορία στην πόλη, δεν είναι ανάγκη να σου το πει αυτό η τροχαία. Ούτε ακόμη είναι ανάγκη να σε παρακολουθεί. Ακόμη και κανείς να μην υπάρχει στον δρόμο, να είσαι μόνος σου στον δρόμο, θα κάνεις εκείνο που πρέπει. Γιατί; Γιατί συνειδητοποίησες, ξεπέρασες την εντολή. Και πια αυτά έρχονται αυθορμήτως από μέσα.
Aκόμη ο Απόστολος Παύλος για την χαρά που σας είπα, γράφει στους Φιλιππησίους στο 4ο κεφάλαιο: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε(:Να έχετε πάντοτε την χαρά του Κυρίου)· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε(:Θα σας το ξαναπώ: να έχετε χαρά)». Λέμε πολλές φορές σε έναν που πενθεί: «Ε, όχι να λυπάσαι έτσι». Για να καταλάβετε ότι είναι εντολή. «Μα, δεν μπορώ». «Είναι αμαρτία να λυπάσαι. Να έχεις χαρά». «Μα πέθανε ο άνθρωπός μου, έπαθα δυστύχημα ή ό,τι άλλο». «Πρόσεξε, δεν θέλομε να σου πούμε να μην πενθήσεις· αλλά με το μέτρο. Άκου την εντολή του Θεού». Να πώς μπαίνει η εντολή. Γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεπεράσει την λύπη του. Να έχεις χαρά. Το φαντάζεστε αυτό; Συνεχίζει ο Απόστολος και λέει στους Φιλιππησίους: «Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς». Θα λέγατε: «Τι εντολές υπάρχουν;». Ακούστε πόσες εντολές υπάρχουν σε αυτό το χωρίο. Πρώτα πρώτα είναι η εντολή της χαράς. «Θα έχετε χαρά». Χριστιανός που δεν έχει χαρά εις τον παρόντα κόσμο κάτι δεν πάει καλά στη ζωή του για να μην έχει χαρά. Δεύτερον: «Πρέπει να γίνει γνωστή στους ανθρώπους η επιείκειά σας». Να είσαστε επιεικείς. Εντολή είναι αυτό. Ακόμη, τρίτον: «Πρέπει να αναθέσετε τα πάντα, μηδέν μεριμνάτε, στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού». Εντολή είναι αυτό. Ο Κύριος δεν είπε: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε» κ.τ.λ; Εντολή είναι αυτό. Κι ακόμη, αν θέλετε, και μία δογματική γνώσις· που κι αυτό είναι εντολή να το μάθομε. Ποια είναι αυτή η δογματική γνώσις; «Ὁ Κύριος ἐγγύς». Πώς ἐγγύς; Εγγύς, θα λέγαμε, τροπικά; Βεβαίως ο Κύριος είναι εγγύς τροπικά. Χρονικά είναι εγγύς ο Κύριος. Είναι κοντά, είναι πλησίον. Ο Κύριος έρχεται. Αν πεις «ο Κύριος χρονίζει» είναι παράβασις. Βλέπετε λοιπόν ότι μέσα σε αυτόν τον στίχον βρίσκομε τέσσερις εντολές που δίδει ο λόγος του Θεού;
Ο Κύριος είπε στους μαθητάς Του… για να ιδείτε μερικά ακόμα, μετά την Ανάστασή Του: «Περιμένετε λίγες μέρες εδώ εις τα Ιεροσόλυμα, μην απομακρυνθείτε, για να πάρετε την επαγγελία του Πατρός μου, δηλαδή το Άγιον Πνεύμα». Τι ήτο αυτό; Εντολή. Ακόμη τι είπε ο Κύριος: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἒθνη». Τι είναι αυτό; Εντολή. Όταν ανεστήθη, όπως ξέρετε, τους είπε, παρήγγειλε, με τις γυναίκες τις Μυροφόρες, τους παρήγγειλε ότι θα συναντηθούν εις την Γαλιλαία. Οι μαθηταί δεν πήγαν στην Γαλιλαία. Ήταν εντολή. Τι έκαναν εδώ οι μαθηταί; Παρέβησαν την εντολή του Χριστού.
Ώστε βλέπομε ότι κάθε λόγος του Θεού, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, όσο και εις την Καινή Διαθήκη, είναι το θέλημα το αμετάθετον του Θεού. Χωρίς να κάνομε καμιά κριτική. Ο Κύριος είπε: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων – δηλαδή δεν εφαρμόσει μία από αυτές τις εντολές τις νομιζόμενες μικρές, νομιζόμενες, δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές εντολές. Φερειπείν πολλοί λένε: «Και τι είναι η νηστεία; Μικρή εντολή» – ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». «Ἐλάχιστος» θα πει τιποτένιος. Εσύ κρίνεις τις εντολές του Θεού ότι είναι τιποτένιες; Ε, τιποτένιος κι εσύ θα κληθείς, όταν θα έρθει η ημέρα εκείνη της κρίσεως.
Συνεπώς βλέπομε εδώ ότι η γνώσις των εντολών του Θεού, αγαπητοί μου, δεν είναι αυτονόητη. Απλούστατα χρειάζεται διαρκής μελέτη των Γραφών, διαρκής ακρόασις του λόγου του Θεού, των Γραφών, για να μάθομε ποιες είναι οι εντολές του Θεού, δηλαδή το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο οι άνθρωποι, επειδή δεν έχουν μελέτη και ούτε ακρόαση, παραβαίνουν τις εντολές του Θεού, αλλά τις παραβαίνουν από άγνοια. Αλλά η άγνοια είναι γνωστό ότι δεν επιτρέπεται.
Οι εντολές του Θεού ακόμη, αγαπητοί μου, έχουν και αρνητικόν και θετικόν χαρακτήρα. Εντελλόμεθα τι δεν πρέπει να κάνομε. Τι είπε εις τον νεανίσκον; «Οὐ μοιχεύσεις». Εντελλόμεθα τι πρέπει να κάνομε. Θετικός χαρακτήρας. «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου». Συνεπώς πρέπει να τηρούμε τις εντολές, όσες, όπως προσφέρονται, αρνητικές και θετικές, χωρίς να κάνομε καμία επιλογή ή να είμεθα στις εντολές του Θεού εκλεκτικοί. Να πούμε: «Α, αυτή καλή είναι, την εφαρμόζω. Την άλλη, ε, όχι, δεν πειράζει, την απορρίπτω». Είτε θεωρητικώς, είτε πρακτικώς. Λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «Ὃστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί –«Να εφαρμόσεις όλες τις εντολές, αλλά πταίσεις σε μία εντολή»-, γέγονε πάντων ἔνοχος – «Αυτός», λέγει, έχει γίνει ένοχος όλων των εντολών»- ὁ γὰρ εἰπὼν μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου». «Γιατί Εκείνος που είπε μη μοιχεύσεις, είπε και μη φονεύσεις. Αν δεν μοιχεύσεις, αλλά φονεύσεις, τότε έγινες παραβάτης όλου του νόμου». Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, αγαπητοί μου. Μπορεί να είσαι σπουδαίος άνθρωπος… κάνεις μια κλοπή· έντιμος, κάνεις μια κλοπή. Σε πάνε στη φυλακή. Δεν σου λένε ότι… «Ξέρεις επειδή είσαι έντιμος, ε, τέλος πάντων, μια κλοπή έκανες, δεν είναι και τίποτα σπουδαίο πράγμα». Πας στην φυλακή. Είσαι παραβάτης ενός νόμου. Πας στην φυλακή. Για να το καταλάβομε τι θα πει είμαι ένοχος απέναντι στον Θεό, έστω κι αν έχω παραβεί μία εντολή.
Εξάλλου, η απόδειξις ότι πιστεύομε είναι η τήρησις των εντολών. Λένε μερικοί: «Πιστεύω στον Θεό». Δεν πάνε στην Εκκλησία. Μα εάν πιστεύεις, τότε θα πρέπει να πας στην Εκκλησία. Λένε μερικοί: «Αγαπώ την μάνα μου και τον πατέρα μου». Δεν τους δίνουν όμως σημασία στην μάνα τους και τον πατέρα τους. Μα πώς αγαπάς την μάνα σου και τον πατέρα σου; Εάν δεν δίνεις σημασία ή δεν τους φέρνεις τα πρέποντα, τα δέοντα, για να τραφούν κ.λπ. κ.λπ. Έτσι υπάρχει μία αντίφασις εδώ. «Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, – λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος- ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ;». Λες ότι πιστεύεις; Πρέπει να υπάρξει μία προσαρμογή της πίστεως με τα έργα. Έχεις έργα; Πρέπει να έχεις και πίστη.
Πράγματι, οι εντολές του Θεού, αγαπητοί μου, επεκτείνονται σε όλους τους τομείς των σχέσεων του ανθρώπου προς τον Θεό, τον εαυτόν του και τον πλησίον. Γι’αυτό και οι εντολές στον 118 Ψαλμό έχουν δέκα ονόματα. Ή καλύτερα, αν θέλετε, ο λόγος του Θεού παίρνει δέκα ονόματα που είναι εντολές. Ακούσατε. Γιατί η λέξις «εντολή» είναι ένα από τα δέκα ονόματα. Λέγει, λέγονται: «Μαρτύρια», «ἐντολαί», «δικαιώματα», «κρίματα», «κρίσεις», «λόγοι», «ὁδοί», «ἀλήθεια», «διάταξις», «νόμος». Δέκα ονόματα. Θα σας πω ένα… εκεί που λέει «δικαιώματα». Είναι εντολές. Ποιες είναι; Εκείνες που αφορούν στην λατρεία του Θεού, στα δικαιώματα του Θεού. Έχομε την εντολή να λατρεύσουμε τον Θεό. Η Θεία Λειτουργία ως λατρεία ανήκει στα δικαιώματα του Θεού. Δηλαδή στις εντολές εκείνες που αφορούν στην λατρεία του Θεού. Πρέπει κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή να τελέσουμε την Θεία Λειτουργία. Οφείλομε δε αφού τελέσουμε την Θεία Λειτουργία και να εκκλησιαζόμεθα. Είναι εντολή του Θεού. Γιατί αφορά, σας είπα, στα δικαιώματα του Θεού.
Ακόμη η τήρησις των εντολών είναι η οδός γνώσεως του Θεού. Είναι η ἐπίβασις ή ἀνάβασις, κατά τους πατέρες, της θεωρίας. Δεν θα φθάσεις στην θεωρία αν δεν ανεβείς επάνω εις την πράξιν. Όταν ο Κύριος πρόβαλε στον νεανίσκο την τήρησιν των εντολών, πίσω από αυτές εκρύπτετο ο Ίδιος. Αυτό είναι σημαντικό, προσέξατέ το. Κι όταν ο νεανίσκος βεβαίωνε ότι ετήρησε τις εντολές, ο Κύριος τού είπε: «Έλα από πίσω μου». Δηλαδή «Δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Έλα από πίσω μου. Έλα μαζί μου». Δηλαδή «Οι εντολές που είπες τήρησες, τώρα σε οδηγούν σε Εκείνον που σου έδωσε τις εντολές. Δηλαδή είμαι Εγώ. Εγώ είμαι Εκείνος που κρύπτομαι πίσω από τις εντολές». Συνεπώς οι εντολές μάς οδηγούν εις τον Κύριον. Ο Κύριος δεν θα προσμετρήσει αν τηρήσαμε τούτη ή εκείνη την εντολή κατά νομικιστικόν τρόπον και χαρακτήρα, αλλά αν με τις εντολές γινήκαμε κατάλληλοι να ζήσομε μαζί Του στην Βασιλεία του Θεού. Έτσι, δεν πρέπει να βλέπομε τι τηρήσαμε ή δεν τηρήσαμε, αλλά τι γινήκαμε ή ακόμα υστερούμε. Φτιάχτηκα; Έγινα;
Αγαπητοί, μάθαμε ότι εκείνος ο νεανίσκος, παρότι ετήρησε τις εντολές, απέτυχε στον τελικό σκοπό της τηρήσεως των εντολών. Έχασε τον Κύριον. Λυπήθηκε και έφυγε. Είχε κάνει σκοπό της πνευματικής του ζωής την τήρηση των εντολών και όχι τον νομοθέτην, τον Ιησούν Χριστόν. Κάποια μέρα οι εντολές θα καταργηθούν· γιατί δεν θα χρειάζονται. Λέει ο Απόστολος: «Ὃταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται». Τότε θα έχομε γνωρίσει τον Κύριον. Ο νεανίσκος γύρισε την πλάτη του, σας είπα, γιατί δεν έβλεπε πίσω από τις εντολές τον Κύριον.
Αγαπητοί, να τηρούμε τις εντολές. Να μην λησμονούμε ότι μ’ αυτές πρέπει να μεταμορφωθούμε. Να γίνομε καινούριοι άνθρωποι, καινοί – το «και-» με άλφα γιώτα. Για να μπορούμε να δούμε το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. «Ὃτι ὀψόμεθα αὐτὸν –λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης- καθώς ἐστι. Καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν». Τηρεί τις εντολές, καθαρίζεται, μεταμορφώνεται, γιατί έχει την ελπίδα να δει το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_461.mp3
Φανταστεῖτε ἕνα μεγάλο καὶ ὑπερήφανο Ἡ ἱστιοφόρο νὰ προσκρούει σ’ ἕναν ὕφαλο στὴ μέση τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ν’ ἀρχίζει νὰ βυθίζεται. Τί κάνουν τότε ὅσοι βρίσκονται μέσα στὸ πλοῖο; Ἕνας ἁρπάζει μιὰ σανίδα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐπιπλεύσει στὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ἕνας ἄλλος ἁρπάζει ἕνα βαρέλι καὶ κρέμεται ἀπ’ αὐτό. Ἕνας τρίτος κατορθώνει νὰ δέσει γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του ἕνα ἀσκὶ ἀπὸ κρασὶ καὶ νὰ κολυμπήσει μ’ αὐτό. “Ἕνας τέταρτος πηδάει μέσα στὸ νερὸ χωρὶς κανένα ἐξάρτημα κι ἁπλᾶ κολυμπάει. “Ἕνας πέμπτος κατεβάζει μιὰ βάρκα, κάθεται μέσα, δὲν πιάνει ἀμέσως τὰ κουπιὰ νά κωπηλατήσει ὅμως, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ γεμίσει τὴ βάρκα μὲ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸ πλοῖο ποὺ βυθίζεται. Ποιός ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ἀντιμετωπίζει μεγαλύτερο κίνδυνο; Ποιός ἀπ’ αὐτοὺς θὰ χαθεῖ μὲ τὸν πιὸ ἐπονείδιστο τρόπο;
Ἐκεῖνος ποὺ φαίνεται πῶς εἶναι ὁ πιὸ ἀσφαλής, αὐτὸς μᾶλλον θὰ χαθεῖ μὲ τὸν πιὸ ὀδυνηρὸ τρόπο. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐξασφάλισε τὴ βάρκα καὶ κάθεται δίπλα στὸ βυθιζόμενο πλοῖο, γιὰ νὰ μεταφέρει ἀπὸ ἐκεῖ τ’ ἀγαθὰ στὴ βάρκα του. Αὐτὸς ἀντιμετωπίζει τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο. Στὴν ἀρχὴ θὰ φορτώσει στὴ βάρκα ἀρκετοὺς σάκκους μὲ ἀλεύρι. Μετὰ βλέπει τὰ δοχεῖα μὲ τὸ κρασὶ καὶ τὸ κονιὰκ καὶ θ’ ἀρχίσει νὰ τὰ φορτώνει κι αὐτά. Μετὰ θὰ συνεχίσει νὰ φορτώνει ρουχισμό, κουβέρτες, σεντόνια καὶ μάλλινα. «Θὰ τὰ χρειαστῶ αὐτὰ γιὰ τὸ ντύσιμο καὶ τὸν ὕπνο μου», σκέφτεται. Στὴ συνέχεια κοιτάζει πιὸ προσεχτικά, βλέπει τ’ ἀσημικὰ καὶ τὰ χρυσᾶ κηροπήγια, θὰ τὰ πάρει κι αὐτά. Δὲς ὅμως, ἐδῶ ἔχει δοχεῖα μὲ λάδι, παστὰ κρέατα καὶ ψάρια μὲ ρύζι καὶ διάφορα ἄλλα λαχανικά. «Θὰ τὰ χρειαστῶ. Τί θὰ κάνω χωρὶς αὐτά;» Μετὰ θὰ παρατηρήσει κιβώτια μὲ χρήματα καὶ μὲ πολύτιμες πέτρες. Μὰ κι αὐτὰ πρέπει βέβαια νὰ τὰ βάλει μέσα στὴ βάρκα. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἀφήσει πίσω ὄμορφες καρέκλες, λουστραρισμένα τραπέζια καὶ βελούδινους καναπέδες, ἀφοῦ μπορεῖ κι αὐτὰ νὰ τὰ φορτώσει; Ἔτσι τὰ στριμώχνει κι αὐτὰ στὴ βάρκα. Ἡ βάρκα γεμίζει, παραγεμίζει κι ὅσο πάει, βυθίζεται ὅλο καὶ περισσότερο στὸ νερό. Μετὰ θυμᾶται πῶς θὰ χρειαστεῖ βενζίνη καὶ κάρβουνα γιὰ καύσιμα. Κάνει χῶρο καὶ γι’ αὐτά. Δές, ὅμως, ὑπάρχουν κάποιες βιβλιοθῆκες, γεμᾶτες μὲ θαυμάσια βιβλία. Θὰ τὰ χρειαστεῖ κι αὐτὰ γιὰ νὰ διαβάζει στὴ βάρκα, νὰ περνάει τὴν ὥρα του, ὡσότου φτάσει σὲ στεριά. Ἐδῶ ὅμως ὑπάρχουν καὶ πιάνα, βιολιὰ καθὼς καὶ ἄλλα ἔγχορδα ὄργανα, φλάουτα. Θὰ βοηθήσουν κι αὐτὰ γιὰ νὰ περνάει τὴν ὥρα του. Τὰ πιέζει καὶ τὰ στριμώχνει ὅλα στὴ βάρκα. Ἡ βάρκα βαραίνει ὅλο καὶ περισσότερο καὶ βυθίζεται ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὸ νερό.
«Ἀρκετά», λέει στὸ τέλος καὶ κάθεται στὴ βάρκα. Θυμᾶται ὅμως πῶς ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσε κι ἔπρεπε νὰ τὰ φορτώσει στὴ βάρκα. Ἔτσι σκαρφαλώνει καὶ πάλι στὸ πλοῖο καὶ τὰ παίρνει κι αὐτά. Ξαναλέει μέσα του πῶς εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ ποῦ φόρτωσε καὶ κάθεται στὴ βάρκα. Ἢ μάταιη ἐπιθυμία τοῦ γιὰ ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθὰ ὅμως τὸν πιέζει νὰ φορτώσει κι ἄλλα πράγματα στὴ βάρκα. Ὁ Τελικὰ τὸ πλοῖο βυθίζεται κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ κωπηλατεῖ καὶ ν’ ἀπομακρύνεται. Μέσα του κυριαρχοῦσε μιὰ θλίψη, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ τὰ φορτώσει ὅλα στὴ βάρκα. Κωπηλατεῖ τώρα ἀργὰ μὲ κατεύθυνση τὴν ἀκτή, τὸ νερὸ ὅμως ἔχει φτάσει ἴσαμε τὴν κουπαστή. Ἄν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θαλασσοπνίγονται τολμήσει ν’ ἀνεβεῖ στὴ βάρκα, θὰ τὸν σκοτώσει ἀμέσως, προτοῦ ἀνεβεῖ ἐπάνω. Ἔτσι, φορτώνοντας τὴ βάρκα μὲ ἀγαθά, φορτώνει καὶ τὴν ψυχή του μὲ ἐγκληματικὲς πράξεις. Ὁ ἄνεμος ὅμως φυσάει καὶ τὰ κύματα χτυποῦν τὴ βάρκα. Προσπαθεῖ νὰ προστατευτεῖ ἀπὸ τὸ νερό, νὰ τὸ κρατήσει ἔξω ἀπὸ τὴ βάρκα. Ὅταν βλέπει πῶς αὐτὸ εἶναι μάταιο, ἀρχίζει νὰ πετάει στὴ θάλασσα πρῶτα τὰ φθηνότερα πράγματα κι ἔπειτα τὰ ἀκριβότερα καὶ τὰ πιὸ πολύτιμα. Εἶναι κουρασμένος ὅμως. Κόπιασε πολὺ νὰ τὰ φορτώσει όλ’ αὐτὰ καὶ τώρα δὲν τοῦ ἔμεινε δύναμη νὰ τὰ σηκώσει ὅλα καὶ νὰ τὰ πετάξει στὴ θάλασσα. Τὸ νερὸ στὸ τέλος σκεπάζει τὴ βάρκα καὶ τὴν βυθίζει, μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν μέσα.
Τέτοια ζωὴ καὶ τέτοιο τέλος ἔχουν οἱ πλούσιοι κι οἱ ἄπληστοι στὴ θάλασσα τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ζοῦν μὲ τὴν ψευδαίσθηση πῶς ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνα ναυαγισμένο πλοῖο χωρὶς καπετάνιο, πηδάλιο ἢ τιμονιέρη. Ἕνα ναυάγιο ποὺ κομματιάζεται καὶ βυθίζεται. Ἀξίζει μόνο γι’ αὐτοὺς ποῦ ἁρπάζουν ὅσα περισσότερα μποροῦν καὶ τὰ μεταφέρουν στὴ βάρκα τους. Τότε ὅμως, στὸ μέσο αὐτῆς τῆς ἄπληστης ἁρπαγῆς καὶ τῆς ἐκκένωσης τοῦ πλοίου τῆς ζωῆς, ἐμφανίζεται ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου, βάζει τὸ χέρι τοῦ πάνω στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ δείξει πῶς εἶναι δικό του, λέει πῶς τὸ πλοῖο δὲ βυθίζεται κι ὅτι αὐτὸ συμβαίνει στοὺς κοντόφθαλμους καὶ τοὺς ἀδαεῖς, ποὺ ἔζησαν πολὺ λίγο πάνω στὸ κατάστρωμα. Ὁ καπετάνιος ἦταν πάνω στὸ πλοῖο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ πρόσεχε τοὺς ἐπιβάτες. Ἐκεῖνοι ἀλλάζουν, μὰ ὁ ἴδιος στέκεται κρυμμένος καὶ καθοδηγεῖ τὸ πλοῖο. Ξέρει ἀπὸ ποὺ ἔρχεται τὸ πλοῖο καὶ ποὺ πηγαίνει. Γνωρίζει τὴ ρότα καὶ ἡ θάλασσα δὲν τὸν φοβίζει. Ὁ Καπετάνιος τοῦ πλοίου εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Κατεβαίνει ἤρεμα ἀλλ’ ἀποφασιστικὰ στὰ κύματα κι ἁπλώνει τὸ χέρι Του σ’ ἐκείνους ποῦ πνίγονται. Ὅσοι δὲν κρατοῦν τίποτα στὰ χέρια τους καὶ κολυμποῦν, εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ ἀνταποκρίνονται καὶ πιάνονται γρήγορα ἀπὸ τὸ σωστικό Του χέρι. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔχουν γεμίσει τὴ βάρκα τοὺς μέχρι τὴν κουπαστή, δυσκολεύονται ν’ ἀνταποκριθοῦν στὸ κάλεσμά Του. Φοβοῦνται πῶς ἂν ἀφήσουν τὴ βάρκα τους καὶ ριχτοῦν ἄδειοι στὰ κύματα, θὰ βυθιστοῦν τόσο ἐκεῖνοι ὅσο κι ἡ βάρκα. Δὲν ἔχουν πίστη σ’ Ἐκεῖνον, ἐμπιστεύονται περισσότερο τ’ ἀγαθὰ τῆς βάρκας τους.
Βλέποντας τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ προσπαθῶντας νὰ διαβάσει τὴ μίζερη ψυχή τους καὶ τὴν ἀκόμα πιὸ μίζερη πίστη τους στὰ νεκρὰ ἄγαθά, ὁ Κύριος Ἰησοῦς στρέφεται σ’ ἐκείνους ποὺ ἔσωσε καὶ λέει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τὼν οὐρανῶν» (Ματθ. ἴθ’ 23). Ὁ Κύριος ἀναφερόταν συχνὰ σὲ τέτοια περιστατικὰ καὶ ξεκαθάριζε σὲ πολλὲς περιπτώσεις πῶς ἡ διδασκαλία Του ἀφοροῦσε σ’ αὐτούς. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει ἕνα ἀκόμα παρόμοιο περιστατικό.
Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἶνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. ιθ’ 16). Οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος λένε πῶς ἦταν νέος καὶ πλούσιος ὁ ἄνθρωπος (ἢν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά). Ὁ Λουκᾶς προσθέτει πῶς ἦταν καὶ ἄρχων, εἶχε ἐξουσία (Λουκ. ἰη’ 18). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε σ’ ἕνα δρόμο τῆς Ἰουδαίας, μετὰ τὸ χαριτωμένο περιστατικὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ παιδιά, ὅταν ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς μαθητές Του: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρὸς με…των γὰρ τοιούτων ἐστὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ἰη’ 16). Τότε τοὺς εἶχε πεῖ ἐπίσης, ὅταν ἀγκάλιασε καὶ εὐλόγησε τὰ παιδιά, πῶς ἐκεῖνος ποὺ δὲ δέχεται τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ παιδικὴ πίστη καὶ χαρὰ «οὖ μὴ εἰσέλθη εἰς αὐτήν».
Ἀφοῦ τόνισε στοὺς παρόντες ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι πολῖτες τῆς οὐράνιας βασιλείας, ὁ Κύριος βγῆκε στὸ δρόμο. Τότε ἔτρεξε κοντά Του ὁ νεαρὸς πλούσιος ἄντρας «καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν» (Μάρκ. ἰ’ 17). Τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση ποὺ ἤδη ἀναφέραμε. Ὁ τρόπος ποὺ πλησίασε τὸ Χριστὸ ἦταν ἀξιέπαινος, ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ κοντά Του ὅμως ἦταν θλιβερή. Ἔτρεξε στὸ Χριστό, γονάτισε μπροστὰ Τοῦ καὶ τὸν ρώτησε γιὰ τὸ σπουδαιότερο πρᾶγμα τοῦ κόσμου: γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ γιὰ τίς προϋποθέσεις ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσει κανείς. Τὸν πλησίασε μὲ ἀγαθὴ πρόθεση, ὄχι σὰν τοὺς γραμματεῖς ποὺ πήγαιναν κοντά Του μόνο γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσουν. Εἶχε πείνα πνευματική, παρ’ ὅλα τὰ ἐπίγεια πλούτη του.
Διδάσκαλε ἀγαθέ. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπευθύνθηκε ὁ νεαρὸς ἄντρας στὸ Κύριο. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γι’ αὐτόν. Ὅποιος δαπάνησε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ φυλακή, ἔχοντας γιὰ φὼς μόνο ἕνα κερί, δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ ὀνομάσει κερὶ τὸν ἥλιο ὅταν τὸν πρωτοδεί. Τί ἀγαθὸν ποιήσω; Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ φαίνεται πῶς βρίσκεται στὸ λεξιλόγιο τῶν πλουσίων, ὅπως συνηθίζεται στοὺς πλούσιους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν διάκριση ἀνάμεσα στοὺς ἴδιους καὶ στὰ πλούτη τους, οὔτε καὶ σκέφτονται τὸν ἑαυτό τους χωρὶς νὰ τὸν συναρτοῦν μὲ τὰ ἀγαθά τους. Τὸ καλὸ μπορῶ νὰ κάνω -μὲ τὰ πλούτη μου- ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; Δὲ γνώριζε πολὺ καλὰ σὲ ποιόν μιλοῦσε καὶ ἤξερε πολὺ λιγότερα γι’ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε. Θ’ ἄκουγε μὲ εὐχαρίστηση τὸν Κύριο νὰ τὸν συμβουλεύει πῶς θὰ μποροῦσε μὲ τ’ ἀγαθά Του ν’ ἀποκτήσει ἐκεῖνο ποῦ δὲν μποροῦν ν’ ἀγοράσουν ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου: τὴν αἰώνια ζωή.
«Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ τί μὲ λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἰς ὁ Θεός, εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς» (Ματθ. ἴθ’ 17). Ὁ Κύριος Ἰησους γνωρίζει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Διάβασε τίς σκέψεις τοῦ νεαροῦ ἄντρα σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο. Ὁ Κύριος εἶδε πῶς ὁ νεαρὸς δὲν τὸν γνώριζε. Τὸν ἔβλεπε μόνο σὰν ἕνα καλὸ ἄνθρωπο, ἕναν καλὸ δάσκαλο. Ἤθελε γι’ αὐτὸ μὲ τὰ λόγια Του νὰ τὸν κάνει νὰ σκεφτεῖ σοβαρά. Ἄν εἶμαι ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Ἄν ξέρεις ποιός εἶμαι, γιατί δὲν τὸ λὲς καθαρά, ἀντὶ νὰ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; «Ἀγαθὸς» στὴν πλήρη καὶ τέλεια σημασία του εἶναι μόνο ὁ Θεός. Τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους μποροῦμε νὰ τοὺς ὀνομάσουμε «ἀγαθοὺς» μόνο σὲ σύγκριση μὲ τοὺς κακούς. Κανένας ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ «ἀγαθὸς» σὲ σύγκριση μέ το Θεό. Μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀγαθός. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ἔψαξε τὸ νεαρὸ ἐπειδὴ τὸν ὀνόμασε «ἀγαθό». Μ’ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος δὲν ἐννοοῦσε πῶς «Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀγαθός», ἀλλὰ «Ἔγὼ δὲν εἶμαι συνηθισμένος ἄνθρωπος, θνητός. Εἶμαι ὁ μοναδικὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἀγαθός».
Μετὰ τὴν ἐξήγηση αὐτή, ὁ Κύριος ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση τοῦ νεαροῦ πλούσιου ἄντρα: «εἴ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. λέγει αὐτὸ ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: το οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτόν» (Ματθ. ἴθ’ 18.19). Αὐτὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ νέος ἄντρας ὅμως δὲ ρώτησε πῶς θὰ μπεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ πῶς θὰ ἔχει ζωή, πῶς θ’ ἀποκτήσει ἢ θὰ κληρονομήσει ζωή.
Τὴ μορφὴ τῆς ἄγνοιας ποὺ φανέρωσε στὴν κατανόηση τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, φανέρωσε καὶ τώρα στὴν ἄποψή του γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Κύριος στὴν πρώτη περίπτωση τὸν διόρθωσε. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τώρα Ἡ αἰώνια ζωὴ ἔχει τίς διαβαθμίσεις της: σὲ ἕνα ἐπίπεδο εἶναι ἁπλᾶ οἱ σεσωσμένοι στὸ ἄλλο εἶναι οἱ τέλειοι. Οἱ ἀπόστολοι θὰ καθήσουν σὲ δώδεκα θρόνους καὶ θὰ κρίνουν τίς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ἁπλᾶ σεσωσμένοι, δὲ θὰ καθήσουν σὲ θρόνους καὶ δὲ θὰ κρίνουν κανέναν, μ’ ὅλο ποὺ καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ θὰ βρίσκονται στὴν αἰώνια ζωή. «Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρινοῦσι;», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους (Α’ Κορ. στ’ 2). Θὰ κρίνουν ὄχι μόνο τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγγέλους. Δὲ θὰ κρίνουν ὅλοι οἱ σεσωσμένοι, ἀλλὰ μόνο οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, οἱ τέλειοι.
Ἢ πάναγνη καὶ Παναγία Παρθένος καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἔνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Οἱ ἀπόστολοι θὰ στέκονται μπροστὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἁγίους, οἱ ἅγιοι μπροστὰ ἀπὸ τοὺς δίκαιους κι οἱ δίκαιοι μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἁπλᾶ σεσωσμένους. Τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ, ξέχωρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἔσωσαν καὶ πολλοὺς ἄλλους μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σεσωσμένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατόρθωσαν νὰ σώσουν τὸν ἑαυτό τους μόνο. «Ἔν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς μοῦ πολλαι μοναι εἰσὶ» εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ἰωάν. ἴδ’ 2). Ἄν δὲν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα δὲ θά τους τὸ ἔλεγε αὐτό. Στὴν περίπτωση τοῦ πλούσιου νέου λέει τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Στὴ βασιλεία εἶναι ὅλοι ἴσοι. Ὑπάρχει μιὰ δόξα γιὰ ἐκείνους ποὺ μπῆκαν ἁπλᾶ στὴ βασιλεία καὶ μιὰ ἄλλη δόξα γιὰ κείνους ποὺ εἶναι τέλειοι..
Ἄς γυρίσουμε τώρα στὶς προϋποθέσεις ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπεῖ κανεὶς στὴν οὐράνια βασιλεία. Μετὰ θ’ ἀκούσουμε ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἴδιας τῆς Ἀλήθειας τίς προϋποθέσεις τῆς τελειότητας. Ποιὲς εἶναι λοιπὸν οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν εἴσοδο στὴ βασιλεία, στὴν αἰώνια ζωή; Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ποιὼν ἐντολῶν; Ὅλων. Πρῶτα πρέπει ν’ ἀποφεύγουμε τὴ διάπραξη τοῦ κακοῦ κι ἔπειτα νὰ προχωρήσουμε στὴν τέλεση τοῦ καλοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη ποὺ λέει: «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. λγ ́ 14). Πρῶτα λοιπὸν πρέπει νὰ προφυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸ κακὸ κι ἔπειτα θὰ δυνηθοῦμε νὰ πράξουμε τὸ ἀγαθό.
Ὁ Κύριος ἔδωσε ἔμφαση πρῶτα στὶς ἀρνητικὲς ἐντολὲς κι ἔπειτα στὶς θετικές, ὄχι μὲ τὴ σειρὰ ποὺ ἀποκαλύφτηκαν στὸ Μωυσῆ. Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις. Αὐτὲς εἶναι οἱ τέσσερις πρῶτες ἀρνητικὲς ἐντολές, ποὺ ἀνταποκρίνονται στὸ ἔκκλινον ἀπό κακοῦ. Καὶ τὸ τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτὸν εἶναι οἱ θετικὲς ἐντολὲς καὶ ἀνταποκρίνονται στὸ καὶ ποίησον ἀγαθόν. Ὥσπου νὰ τηρηθοῦν οἱ πρῶτες, δὲ γίνεται νὰ τηρηθοῦν οἱ δεύτερες. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ σκοτώσει το γείτονά του, δὲν εἶναι ἱκανὸς καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσει. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ διαπράξει μοιχείᾳ, δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει τί σημαίνει ἀγάπη.
Ὁ Κύριος ἀνέφερε τίς ἕξι αὐτὲς ἐντολὲς ὄχι ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τίς βάλει σὲ μιὰ τάξη καὶ σειρὰ ὅλες, ἀλλὰ νὰ μνημονεύσει μερικὲς ἀπὸ τίς σπουδαιότερες. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται πρῶτα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος παρέλειψε ν’ ἀναφέρει τὴ σπουδαιότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἐντολές: τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Δεύτερο, αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ ἴδιου περιστατικοῦ ἀπὸ τοὺς δυὸ ἄλλους εὐαγγελιστές, τὸ Μάρκο καί το Λουκᾶ, ποὺ δὲ μνημονεύουν καὶ τίς ἕξι ἐντολὲς ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Καμιὰ ἀπ’ αὐτές, γιὰ παράδειγμα, δὲν ἀναφέρει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον. Ὁ Μάρκος προσθέτει κι ἄλλη μιὰ ἐντολὴ στὶς ἀρνητικές, το οὐ κλέψεις. Ἐδῶ οἱ εὐαγγελιστὲς ἀλληλοσυμπληρώνονται, δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση μεταξύ τους.
Ἀπὸ τίς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν, ἕνα πρᾶγμα εἶναι σαφές: ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἤθελε νὰ δώσει ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς πέντε ἢ ἕξι ἐντολὲς ποὺ ἀναφέρονται, ἀλλὰ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ θυμίσει στὸ νέο ἄντρα ὁλόκληρο το νόμο. Ἡ σύσταση γιά τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Παλαιοῦ Νόμου ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ προηγούμενα λόγια Τοῦ: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον…ούκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Ματθ. ἔ’ 17).
Ἀφοῦ ὁ τέλειος Κύριος τήρησε ὁλόκληρο τὸ νόμο, τὸ ἴδιο καὶ περισσότερο πρέπει νὰ κάνουν κι αὐτοὶ ποὺ προσπαθοῦν μὲ κόπο ν’ ἀνεβοῦν τὰ σκαλοπάτια τῆς τελειότητας.
Ὅλες οἱ ἐντολὲς ποὺ ἀπαρίθμησε ὁ Κύριος ἔχουν μιὰ ἰδιαίτερη καὶ βαθύτερη σημασία γιὰ τὸν πλούσιο ἄντρα. Τὸ οὐ φονεύσεις σημαίνει: ἡ ὑπερβολικὴ περιποίηση τοῦ σώματος μὲ τὰ πλούτη καὶ τίς πολυτέλειες, καταστρέφουν τὴν ψυχή. Τὸ οὐ μοιχεύσεις σημαίνει: ἡ ψυχὴ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸν Κύριο, ὅπως ἡ νύμφη γιὰ τὸ σύζυγό της. Ἄν τὴν ψυχὴ ἀπασχολεῖ ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ ἐπίγεια πλούτη καὶ τὰ κοσμήματα καὶ τέρπεται μὲ τίς πολυτέλειες καὶ τίς ἐφήμερες διασκεδάσεις, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι σὰ νὰ διαπράττει μοιχεία στὸν ἀθάνατο σύζυγό της, τὸ Θεό. Τὸ οὐ κλέψεις σημαίνει: μὴν κλέψεις, μὴν ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ τὸ σῶμα. Μὴν ἀφαιρεῖς χρόνο, φροντίδα καὶ κόπους ποὺ ἔπρεπε ν’ ἀφιερώνεις στὴν ψυχή, ἀλλὰ τὰ δίνεις στὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι πλούσιος σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐσωτερικὰ εἶναι ἀπελπιστικὰ φτωχός. Καὶ γενικά, ἂν καὶ ὄχι πάντα, ὅλα τὰ πλούτη ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος ἔχουν σὰν ἀποτέλεσμα νὰ κλέβουν ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο. Παχὺ σῶμα σημαίνει ἀδύνατη ψυχή. Πολυτελῆ κοσμήματα σημαίνουν ἐσωτερικὴ γυμνότητα. Ἐξωτερικὴ λαμπρότητα σημαίνει ἐσωτερικὸ σκότος. Εξωτερικὴ δύναμη σημαίνει ἐσωτερικὴ ἀδυναμία. Τὸ οὐ ψευδομαρτυρήσεις σημαίνει: μὴ δικαιολογεῖς μὲ κανένα τρόπο τὴν ἀγάπη σου γιὰ τὰ πλούτη καὶ τὴν ἀμέλειά σου γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὴ εἶναι διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ψευδὴς μαρτυρία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συνείδησής σου. Τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα σημαίνει: Μὴ σέβεσαι καὶ μὴ τιμὰς μόνο τὸν ἑαυτό σου, γιατί αὐτὸ θὰ συντελέσει στὴν ἀπώλειά σου. Νὰ τιμὰς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ποῦ σ’ ἔφεραν στὸν κόσμο, γιατί ἔτσι τιμὰς καί το Θεὸ ποὺ ἔφερε καὶ σένα κι αὐτοὺς στὴ ζωή. Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ σημαίνει: σ’ αὐτὴν τὴν κατώτερη σχολὴ ἄσκησης τοῦ καλοῦ, μαθαίνουμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας, ὥστε νὰ φτάσουμε στὸ ἐπίπεδο ν’ ἀγαπήσουμε τὸ Θεό. Ν’ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου, γιατί ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὴ φιλαυτία, ποὺ μπορεῖ νά σε ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια. Ν’ ἀγαπήσεις τοὺς ἄλλους ὡς σεαυτόν, γιὰ ν’ ἀσκηθεὶς στὴν αὐτοπειθαρχία καὶ νὰ λογαριάσεις τοὺς ἄλλους ἴσους μαζί σου. Διαφορετικὰ ἡ ὑπερηφάνεια, ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὰ πλούτη, θὰ σ’ ἐξουσιάσει καὶ θά σε ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια.
Σ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, ὁ νεαρὸς ἄντρας ἀπάντησε: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. ἴθ’ 20). Ὅλες αὐτὲς τίς ἐντολὲς τίς ἤξερε ἀπὸ παιδὶ καὶ τίς εἶχε τηρήσει σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ νέος γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ἀπατοῦσε τὸν ἑαυτό του. Νόμιζε πῶς ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε τίποτα καινούργιο, ἐπανέλαβε ἁπλᾶ τίς παλιὲς διδαχές. Στὴν πραγματικότητα κάθε παλιὰ ἐντολὴ παίρνει ἕνα καινούργιο νόημα, φέρνει νέο πνεῦμα καὶ νέα ζωὴ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ κάθε ἐξωτερικὴ ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε στὸν Ἰσραὴλ ὁ Χριστὸς μέσῳ τοῦ Μωυσῆ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν Καινὴ Κτίση, στὴ Νέα Ἀποκάλυψη, δίνει κάποιο βαθύτερο νόημα. Ἄν ὁ νέος ἄντρας εἶχε τηρήσει τίς ἐντολὲς μὲ τὸ ἐσωτερικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιφανειακά, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι, μ’ ἕναν τρόπο τυπικὸ δηλαδή, θὰ εἶχε ἐλευθερωθεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ πλούτη του καὶ δὲ θά του ἦταν δύσκολο νὰ τηρήσει ἐκεῖνα ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ ἔθετε ἀμέσως μετά. Εἶχε τηρήσει τίς ἐντολὲς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἔκανε κι ὁ Φαρισαῖος, ποὺ στὴν προσευχή του ἐγκωμίαζε τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατὼ πάντα ὅσα κτῶμαι» (Λουκ. ἰη’ 12). Ἑπομένως ἦταν κι ἐξακολουθοῦσε νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀθέμιτη ἕνωση μὲ τὰ πλούτη του. Δὲν ὑπῆρχε κανένας τρόπος ν’ ἀποδεσμευτεῖ ἀπ’ αὐτὰ καὶ ν’ ἀκολουθήσει τὸ Χριστό.
Τί ἔτι ὑστερῶ; ρώτησε τὸν Κύριο, μὲ τὴν αἴσθηση πῶς βρισκόταν στὸ κατώφλι τῆς σωτηρίας. Φαίνεται πὼς εἶχε τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Κύριος θά του ἔδινε κάποιες ἄλλες παρόμοιες ἐντολές, ποὺ θὰ τοῦ ἦταν εὔκολο νὰ τίς τηρήσει. Ὁ Κύριος εἶδε τὴν ἁπλοϊκή, νομικίστικη ἐπιπολαιότητά του καὶ τὸν ἀγάπησε, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος: «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μάρκ. ι’ 21). Γιατί ὁ Κύριος ἀγάπησε αὐτὸν τὸν ἄπειρο νέο ἄντρα; Ἐπειδὴ ἡ νομικίστικη ἀντίληψή του δὲν ἦταν κακή, ὅπως τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν γραμματέων. Ἠταν ἁπλοϊκή, καλοπροαίρετη. Ὁ Κύριος ὅμως ἔμελλε νὰ τοῦ προσφέρει πιὸ πικρὲς ἀλήθειες, νὰ συντρίψει ὅλες τίς πλάνες του γιὰ γρήγορη καὶ εὔκολη σωτηρία.
«Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά» (Ματθ. ἴθ’ 21,22). Ὁ Κύριος τώρα διατύπωσε ἕναν καινούργιο λόγο στὸ νέο ἄντρα. Ἦταν σκληρὸς κι ἀναπάντεχος ὁ νέος λόγος. Κοίταξε βαθιὰ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ νέου κι ἔπειτα εἶπε αὐτὸν τὸν καινούργιο λόγο. Ἄν καὶ ἤξερε ἀπὸ πρὶν πῶς ὁ λόγος Του αὐτὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ξεκολλήσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πλούτη του καὶ νὰ τὴ δώσει στὸν Κύριο, τὸν εἶπε ἀκριβῶς ἔτσι, τόσο γιὰ τὸν ἴδιο ποὺ ρώτησε ὅσο καί – πολὺ περισσότερο – γιὰ τοὺς μαθητὲς ποὺ παρακολουθοῦσαν.
Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὄχι μόνο ὁδηγεῖ στὴ βασιλεία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐξουσία μέσα σ’ αὐτήν. Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα. Πήγαινε, ἀπόδειξε πῶς εἶσαι κύριος τῆς περιουσίας σου, πῶς δέν της ἀνήκεις. Στὴν πραγματικότητα ἡ περιουσία σου σὲ ἐλέγχει, δὲν τὴν ἐλέγχεις ἐσύ. Τὰ ὑπάρχοντά σου ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἐξουσιάζουν τὴν ψυχή σου λίγο λίγο, τὴν ὁδηγοῦν πρὸς τὸν πονηρό. Πήγαινε τώρα, πούλησε τήν, δῶσε την στοὺς φτωχούς, γίνε ἀφέντης, ὄχι δοῦλος της στὴ ζωή. Πήγαινε καὶ χαλάρωσε τὸν ἐπικίνδυνο καὶ παράνομο δεσμὸ ποὺ ἔχει ἡ ψυχή σου μὲ τὰ ὑπάρχοντά σου. Πήγαινε, χώρισέ την. Πήγαινε καὶ γίνου ἐλεύθερος. Πήγαινε καὶ ἀπάλλαξε τὴν ψυχὴ σοῦ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς γῆς, ἀπό τὸν πηγὸ τῆς ὕλης, ἀπὸ τίς σάπιες ἀπολαύσεις τῶν πλουσίων καὶ στεῖλε την νά με ἀκολουθήσει.
Ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν κατέχει τίποτα, τότε εἶναι πιὸ πλούσια. Ἡ ψυχὴ βρίσκει τὴν καλλίτερη συντροφιά της ὅταν δὲν κοινωνεῖ μὲ κανέναν ἄλλον, παρὰ μόνο μὲ Μένα. Πούλησέ τα ὅλα, δῶσε τα στοὺς φτωχούς. Οἱ φτωχοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ πλούτη σου ὄχι γιὰ στολίδια ἢ γιὰ νὰ ὑποδουλωθοῦν σ’ αὐτά, ἀλλὰ γιὰ τὸ καθημερινὸ ψωμί τους, γιὰ νὰ κάνουν τὴ ζωή τους λίγο καλλίτερη, τὰ χρησιμοποιοῦν σὰν ὑπηρέτες, σὰν βοηθούς. Όλ’ αὐτὰ ποὺ δίνεις ἀπὸ τὰ ὑλικά σου ἀγαθά, θὰ ξαναγυρίσουν σὲ σένα ὡς πνευματικὰ πλούτη. Πρόσεξε! Ἡ ψυχή σου εἶναι πολὺ φτωχή, ὅπως ἡ καρδιὰ κι ὁ νοῦς σου. Τὰ πλούτη σου θὰ φτάσουν σὲ ὅλους αὐτούς, ὅσα κι ἂν τοὺς λείπουν, ἂν ἐσὺ ἀποδεσμεύσεις ἐκεῖνα ποὺ δὲ χρειάζεσαι.
Γιατί ὁ Κύριος εἶπε στὸν πλούσιο νὰ πουλήσει τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ δώσει στοὺς φτωχοὺς καὶ δὲν τοῦ εἶπε ἁπλᾶ: «Ἄφησέ τα ὅλα μὴ γυρίσεις στὸ σπίτι σου, ἀκολούθησέ μέ»; Δὲν εἶπε τὸ ἴδιο στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε νὰ γυρίσει καὶ νὰ θάψει τὸν πατέρα του; «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τους ἑαυτῶν νεκροὺς σὺ δὲ ἀπελθὼν διάγγελε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ἰ’ 60), του εἶπε. Ὁ Κύριος δὲν εἶπε τὸ ἴδιο στὸν πλούσιο γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτο, ἂν δὲν πουλοῦσε τὴν περιουσία του καὶ τὴν ἔδινε στοὺς φτωχούς, τότε εἴτε οἱ γείτονές του θὰ ἔπεφταν πάνω στὴν ἐγκαταλειμμένη περιουσία καὶ θὰ τὴν ἔκλεβαν, εἴτε κάποιος ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του θὰ κληρονομοῦσε τὰ ὑπάρχοντά του καὶ θὰ βρισκόταν στὴν ἴδια θέση, στὴν ἴδια δουλεία στὰ ἴδια πλούτη, ὅπου βρέθηκε ὁ νέος ἄντρας. Ἔτσι οἱ λῃστὲς ἢ οἱ συγγενεῖς θὰ ‘χαναν τὴν ψυχή τους γιὰ τὰ ἴδια ὑπάρχοντα. Δεύτερο, γιὰ νὰ τὸν στείλει πίσω νὰ πουλήσει καὶ νὰ μοιράσει τὴν περιουσία τοῦ στοὺς φτωχούς, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ καλλιεργήσει στὴν ψυχὴ τοῦ πλούσιου τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς φτωχούς, γιὰ τοὺς συνανθρώπους του, νὰ τοῦ κεντρίσει τὴ συμπόνια γιὰ τοὺς πλησίον τοῦ κι ὁ ἴδιος νὰ φτάσει σὲ μιὰ κατάσταση ὅπου θὰ νιώσει πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἡδονὴ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀπὸ τὴν τέλεση καλῶν ἔργων.
Γιὰ νὰ καλλιεργήσει στὸ νέο ἄνθρωπο τὴν ἐπιθυμία αὐτή, ὁ Κύριος πρόσθεσε ἀμέσως μιὰ αἰώνια ἀνταμοιβή, αἰώνιες εὐλογίες στὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ οὔτε ὁ σκόρος τίς ἀπειλεῖ οὔτε ἡ σκουριὰ οὔτε κι οἱ κλέφτες μποροῦν νὰ τίς κλέψουν. Τὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ λάβεις εἶναι πολὺ ἀνώτερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐγκαταλείψεις. Τί θὰ σοῦ χρησιμέψουν τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ἀφοῦ θὰ πεθάνεις σήμερα ἢ αὔριο; Θὰ σὲ ὁδηγήσουν στὴν καταστροφή, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Ὁ θησαυρὸς ποῦ θ’ ἀποκτήσεις στὸν οὐρανὸ θὰ σὲ περιμένει μέχρι ν’ ἀναχωρήσεις ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Κι αὐτὸ θὰ γίνει σύντομα. Καὶ δὲ θά σου τὸν πάρει κανένας, θὰ διαρκεῖ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Μέ την προαγγελία τοῦ οὐράνιου θησαυροῦ ὁ Κύριος προσπάθησε νὰ τὸν παρηγορήσει γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐπίγειου καὶ στὸ τέλος τὸν κάλεσε: «Καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοί». Ὅταν ἐγκαταλείψεις τὰ πάντα, τότε μὲ ἀκολουθεῖς καὶ μὲ τὰ δυὸ πόδια καὶ μὲ τὰ δυὸ μάτια. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκολουθήσεις μὲ τὸ ἕνα πόδι Ἐμένα καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὰ πλούτη σου. Δὲν μπορεῖς νὰ κοιτάζεις ‘Ἐμένα μὲ τὸ ἕνα μάτι καὶ τὰ πλούτη σου μὲ τὸ ἄλλο. Ὄχι! Δὲν μπορεῖς νὰ ὑπηρετεῖς δύο κυρίους.
Ὅλα κατέληξαν μάταια. Ὁ νέος ἄνθρωπος ἄκουσε προσεχτικά, συνειδητοποίησε τί ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ στενοχωρήθηκε πολύ. Ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ἔτσι ἀπομακρύνθηκε καὶ μὲ τὰ δυὸ πόδια καὶ τὰ δυό του μάτια καὶ πορεύτηκε πρὸς τὰ καταστροφικὰ πλούτη του. Ἦταν πολὺ πλούσιος. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ἦταν δεμένος στὰ πλούτη του, δουλωμένος σ’ αὐτά. Δὲν μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὰ ζιζάνια, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα μεγάλωσε. Ὁ ἴδιος ἦταν σὰν τὸ σπόρο ποὺ ἔπεσε ἀνάμεσα στὰ ζιζάνια, στὰ ἀγκάθια, ποὺ φύτρωσε μὲν ἀλλὰ μετὰ τὸ ἔπνιξαν, τὸ περιόρισαν καὶ δὲν μπόρεσε νὰ καρποφορήσει. Τὰ μεγάλα πλούτη του ἦταν μιὰ μεγάλη συστάδα ἀπὸ ἀγκάθια γύρω ἀπὸ το σπόρο τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἰδιοκτήτης ἤθελε νὰ ξεριζώσει τ’ ἀγκάθια ποὺ περιβάλλουν τὴν ψυχή, νὰ τὴν ἀφήσει νὰ βγεῖ στὸ φῶς, ν’ ἀναπτυχθεῖ ἐλεύθερα. Δὲν μποροῦσε ὅμως. Οἱ κακές του ἔξεις,ἕξεις τὸν ἐμπόδιζαν, ὅπως καὶ τὸν ἄνθρωπο πού πνίγηκε στὴ θάλασσα μέσα στὴν ὑπερφορτωμένη βάρκα του. Ὁ Κύριος τοῦ ἅπλωσε τὸ παντοδύναμο χέρι Τοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν βάλει μέσα στὸ πλοῖο. Ἐκεῖνος ὅμως κατατρυχόταν ἀπὸ τά ἀγαθὰ ποὺ εἶχε βάλει στὴ βάρκα του. Κι ἔτσι ὁ νέος ἄντρας ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν Καπετάνιο τοῦ πλοίου τῆς ζωῆς. Χάθηκε στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, γιὰ νὰ πνιγεῖ γρήγορα μαζὶ μὲ τὰ πλούτη του.
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τους μαθηταῖς αὐτοῦ: ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματθ. ἴθ’ 23,24). Οὔτε ἕνας μοναδικὸς λόγος ἀπ’ ὅσους εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ἔπεσε μάταια στὴ γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄν αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἀπευθύνονταν ἄμεσα δὲν ἔκαμαν χρήση τους, ὅμως τὰ χρησιμοποίησαν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔλαβαν ἔμμεσα. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνονταν ἄμεσα στὸν πλούσιο νέο ἄντρα καὶ ἔμμεσα στοὺς μαθητές. Ὁ νέος ἄντρας δὲν μποροῦσε ν’ ἀξιοποιήσει τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, οἱ μαθητές Του ὅμως μποροῦσαν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλούσιου, γύρισε σ’ ἐκείνους καὶ τοὺς ἐξήγησε πόσο δύσκολο εἶναι νὰ μποῦν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν οἱ πλούσιοι.
Τὸ ὅτι δὲν εἶναι ἀδύνατο νὰ μποῦν οἱ πλούσιου στὴν οὐράνια βασιλεία, εἶναι καθαρὸ ἀπὸ τὰ παραδείγματα ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πολὺ πλούσιος ἄνθρωπος. Ἡ πίστη του ὅμως τὸν ἔφερνε πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ παρὰ στὰ πλούτη του, πιὸ κοντὰ ἀκόμα κι ἀπό το μονογενῆ γιό του. «Ἐγὼ εἶμι γῆ καὶ σποδός», ἔλεγε μέσα του ὁ Ἀβραάμ, παρὰ τὰ ἀρίφνητα πλούτη τοῦ (Γέν. ἰη’ 27). Ὁ δίκαιος Ἰὼβ ἦταν κι αὐτὸς πραγματικὰ πολὺ πλούσιος. Τὰ πλούτη του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ὑπακούσει, τόσο στὴν ἐποχὴ τῆς δόξας του ὅσο καὶ στοὺς καιροὺς τῶν βασάνων καὶ τῆς ταπείνωσής του. Ὁ Βοόζ, προπάππος τοῦ Δαβίδ, ἦταν πλούσιος κι αὐτός, ἀλλὰ εὐαρεστοῦσε στὸ Θεὸ μὲ τίς εὐεργεσίες του. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ἦταν πλούσιος. Τὰ πλούτη του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισαν ν’ ἀφοσιωθεῖ στὸν Κύριο. Φρόντισε ἰδιαίτερα γιὰ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρίου κι ἔδωσε νὰ ἐνταφιαστεῖ στὸ καινὸ μνῆμα ποὺ εἶχε προετοιμάσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Πολλοὶ ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν πλούσιοι. Σώθηκαν ὅμως, κληρονόμησαν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ καρδιά τους δὲν ἦταν δεμένη στὰ ἐπίγεια πλούτη, ἀλλὰ ἦταν δοσμένη στὸ Χριστό. Ὅλα τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ τὰ ἔβλεπαν σὰν χῶμα καὶ στάχτη.
Ὁ πλοῦτος δὲν εἶναι κακὸς ἀπὸ μόνος του. Τίποτα ἀπ’ ὅσα δημιούργησε ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κακό. Κακὸ εἶναι τὸ δόσιμο τῶν ἀνθρώπων στὰ πλούτη, στὰ κτήματα καὶ στ’ ἀγαθά. Κακὰ εἶναι τὰ ὀλέθρια πάθη ποὺ ἐνισχύονται ἀπὸ τὰ πλούτη, ὅπως ἡ μοιχεία, ἡ ἀπληστία, ἡ μέθη, ἡ τσιγκουνιά, ἢ αὐτοεκτίμηση, ἡ ματαιότητα, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ ὑποτίμηση τῶν φτωχῶν, ἡ λήθη κι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό το Θεό. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη ν’ ἀντισταθοῦν στὸν πειρασμὸ τοῦ πλούτου, νὰ ἐλέγχουν τὸν πλοῦτο τοὺς καὶ νὰ μὴ γίνουν ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι του.
Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος δυσκολεύεται κυρίως νὰ νηστεύει. Καὶ χωρὶς νηστεία δὲν ὑπάρχει συγκράτηση τῶν σαρκικῶν παθῶν οὔτε ταπείνωση οὔτε ἀληθινή προσευχή. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος πῶς εἶναι δύσκολο στὸν πλούσιο νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲ λέει ταυτόχρονα ὅμως πῶς εἶναι εὔκολο στοὺς φτωχοὺς νὰ μποῦν στὴν οὐράνια βασιλεία. Ἡ φτώχεια ἔχει κι αὐτὴ τοὺς πειρασμούς της, ὅπως κι ὁ πλοῦτος. Ὁ πλούσιος σώζεται μὲ τίς μεγάλες εὐεργεσίες καὶ μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ φτωχὸς σώζεται μὲ τὴν ὑπομονή του, τὴν καρτερία του καὶ τὴ σταθερὴ ἐλπίδα του στὸ Θεό. Δὲν ὑπάρχει σωτηρία γιὰ τὸν πλούσιο ποὺ εἶναι μικρόψυχος καὶ ὑπερήφανος, οὔτε γιὰ τὸ φτωχὸ ποὺ γογγύζει συνέχεια καὶ χάνει τὴν ἐλπίδα του στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ πλούσιος κι ὁ φτωχὸς δὲ βρέθηκαν τυχαῖα στὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ τὴν πάνσοφη πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Θὰ μποροῦσε ὁ Θεός, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, νὰ κάνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἴσους στὸν πλοῦτο, ἀλλ’ αὐτὸ θὰ ἦταν σκέτη ἀνοησία. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἦταν ἐντελῶς αὐτάρκεις κι ἀνεξάρτητοι, δὲ θὰ εἶχαν καὶ ἕνας τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Καὶ τότε ποιός θά σωζόταν; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ κανείς; Οἱ ἄνθρωποι σώζονται μὲ τὴν ἀλληλεξάρτησή τους. Οἱ πλούσιοι ἐξαρτιοῦνται ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς κι οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους. Οἱ μορφωμένοι ἔχουν ἀνάγκη τοὺς ἀμόρφωτους κι οἱ ἀμόρφωτοι τοὺς μορφωμένους. Οἱ ὑγιεῖς ἔχουν ἀνάγκη τοὺς ἄρρωστους κι οἱ ἄρρωστοι τοὺς ὑγιεῖς. Οἱ ὑλικὲς θυσίες ἀνταμείβονται μὲ πνευματικὰ χαρίσματα. Οἱ πνευματικὲς θυσίες ποὺ γίνονται ἀπὸ τοὺς μορφωμένους, ἀνταμείβονται μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τοὺς ἀμόρφωτους. Οἱ σωματικὲς ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρουν οἱ ὑγιεῖς ἀνταμείβονται πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους. Ἀντίστροφα, οἱ πνευματικὲς ὑπηρεσίες τῶν ἀρρώστων (ἐπειδὴ θυμίζουν στοὺς ἀνθρώπους το Θεὸ καὶ τὴν Κρίση), ἀνταμείβονται μὲ τίς σωματικὲς ὑπηρεσίες τῶν ὑγιῶν ἀνθρώπων.
Ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀλληλοσυμπλέκονται, ὅπως οἱ κόμποι τοῦ πολύχρωμου χαλιοῦ. Ἕνας κόσμος μονόχρωμος θὰ τύφλωνε ὅλα τὰ μάτια. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ἕνας πλούσιος μὲ τὴ φιλανθρωπία καὶ μὲ ταπείνωση ἢ νὰ χάσει τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, ἂν δὲν ὑπῆρχαν φτωχοί; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἢ νὰ χάσει τὴ σωτηρία του μέ το γογγυσμό, τὴν κλοπὴ καὶ τὴ λεηλασία, ἂν δὲν ὑπῆρχαν πλούσιοι; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ὁ μορφωμένος καὶ σοφὸς μὲ τὴ συμπόνια γιὰ τοὺς ἀμόρφωτους, στηριζόμενος στὴ δική τους δουλειά, ἢ νὰ τὴν χάσει με τὴν περιφρόνησή του στοὺς ἀμόρφωτους, ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἀμαθεῖς στὸν κόσμο; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ ὁ ἀμαθὴς ἢ νὰ κολαστεῖ γιὰ τὴν ἀνυπακοή του, το φθόνο καὶ τὴν ἐχθρότητα πρὸς τοὺς εγγράμματους, ἂν δὲν ὑπῆρχαν τέτοιοι; Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ σωθοῦν οἱ ὑγιεῖς μὲ τὴ συμπόνια καὶ τὴ φιλάνθρωπη φροντίδα τοὺς γιὰ τοὺς ἄρρωστους, ἢ νὰ κολαστοῦν μὲ τὴν ἀποστροφὴ καὶ τὴν ἀδιαφορία τοὺς πρὸς αὐτούς, κομπάζοντας γιὰ τὴ δική τους ὑγεία, ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἄρρωστοι; Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος νὰ σωθεῖ μὲ ὑποταγὴ κι εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς ὑγιεῖς ἢ νὰ κολαστεῖ μὲ τὸ μῖσος καί το φθόνο τοῦ πρὸς αὐτούς, ἂν δὲν ὑπῆρχαν ὑγιεῖς;
Ὁ Κύριος χάρισε ἐλεύθερη βούληση στοὺς ἀνθρώπους, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας μοναδικὸς ἄνθρωπος μπροστὰ στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχουν δυὸ δρόμοι ἀνοιχτοί: ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας κι ὁ δρόμος τῆς ἀπώλειας. Ἐδῶ ἔγκειται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πλούτη μποροῦν νὰ σώσουν ἕναν ἄνθρωπο, μὰ μποροῦν καὶ νὰ τὸν κολάσουν. Ἡ φτώχεια μπορεῖ ἐπίσης νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ τὸν κολάσει. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἄγνοια, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ὑγεία. Ὅλα ἀνήκουν στὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ παρακινήσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό, δὲν ἦρθε νὰ τοὺς πιέσει ἢ νὰ τοὺς ἐκβιάσει. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε στό νεαρὸ πλούσιο «ἔσο τέλειος» ἀλλὰ «εἴ θέλεις τέλειος εἶναι».
Εἰ θέλεις. Ἔτσι μιλάει ὁ Θεὸς στὰ ἐλεύθερα καὶ λογικὰ πλάσματά Του. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ βαδίζουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὸ σωστὸ δρόμο, νὰ σωθοῦν ὅλοι. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει πῶς μπροστὰ στὸν κάθε ἄνθρωπο εἶναι ἀνοιχτὸς κι ὁ δρόμος τῆς ἀπώλειας. Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος:
«Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Μαρτθ. ἴθ’ 24). Τὴ λέξη «κάμηλος», καμήλα, δὲν τὴν χρησιμοποιοῦσαν μόνο γιὰ τὸ γνωστὸ ζῶο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ χοντρὰ σχοινιά, τὰ «παλαμάρια», ποῦ τὰ ἔχουν οἱ ναυτικοὶ γιὰ νὰ δένουν τὰ πλοῖα στὰ λιμάνια, ὥστε νὰ μὴν τὰ παρασύρει ὁ ἄνεμος. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται πῶς ὁ Κύριος εἶχε κατὰ νοῦ τὸ παλαμάρι. Εἶναι πιὸ εὔκολο λοιπὸν νὰ περάσει τὸ χοντρὸ παλαμάρι ἀπὸ τὴν τρῦπα τῆς βελόνας, παρὰ νὰ μπεὶ κάποιος πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο, πολὺ δύσκολο, μὰ ὄχι ἀδύνατο. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ εἶπε Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καλὰ τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καθὼς καὶ πόσο εὔκολα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου παρασύρεται ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ μένει κολλημένη στὴ γῆ.
«Ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτου ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;» (Ματθ. ιθ’ 25). Γιατί οἱ μαθητὲς ἔνιωσαν τόσο μεγάλη ἔκπληξη, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι εἶχαν κάνει ἤδη αὐτὸ ποὺ ὁ νεαρὸς πλούσιος δὲν μπόρεσε νὰ κάνει; Τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα καὶ ἀκολούθησαν τὸ Χριστό. Τὸ ἐξηγεῖ αὐτὸ ὑπέροχα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Οἱ μαθητές, γράφει, δὲ φοβήθηκαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους πολλοὶ ἦταν πλούσιοι. Ἔνιωσαν ἔκπληξη καὶ φόβο λοιπὸν ἀπὸ τὰ φοβερὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἔστελνε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσουν ἀνθρώπους. Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ σώσουν τόσους πλούσιους στὸν κόσμο, ἀφοῦ γι’ αὐτοὺς εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μποῦν στὴ βασιλεία Του; Ἡ ἀγάπη τοὺς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους λοιπὸν πίεζε τὴν ψυχή τους καὶ γι’ αὐτὸ ρώτησαν στὴ συνέχεια: Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; Ἔκαναν λὲς καὶ κεῖνοι ἦταν πιὸ εὔσπλαχνοι ἀπὸ τὸ Χριστό! Λὲς καὶ κεῖνοι εἶχαν περισσότερη ἀγάπη ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν Ἐραστὴ τῆς Ἀνθρωπότητας!
«Ἔμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἔστι, παρὰ δὲ Θεὸ πάντα δυνατὰ ἔστι» (Ματθ. ἴθ ́ 26).
Ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν κοίταξε μόνο τὰ πρόσωπά τους, τὰ μάτια τους. Τὸ βλέμμα Του εἰσχώρησε βαθιὰ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Κι ἐκεῖ διάβασε τὴν ἄγνοια καί το φόβο τους. Δὲ γνώριζαν ἀκόμα τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, φοβοῦνταν ὅμως τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀδύνατο στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὸ στὸ Θεό. Καὶ ποιό εἶναι ἀδύνατο στοὺς ἀνθρώπους; Ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τί καλὸ μποροῦν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Τίποτα ἀπολύτως. Χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν οὔτε οἱ φτωχοὶ οὔτε οἱ πλούσιοι. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ἰε’ 5), εἶπε ὁ Κύριος.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ εἶχε νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ ζοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἐπιβεβαίωσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦνται με Χριστῷ» (Φιλ. δ’ 13). Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι δυνατὴ νὰ θερμάνει καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ πλουσιότερου ἀνθρώπου. Νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὰ ἐγκόσμια δεσμά του, νὰ τὸν ἀνυψώσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἐστι.
Ὁ Θεός μας εἶναι παντοδύναμος. Ὁ παντοδύναμος λόγος Του δημιούργησε τὸν κόσμο. Τὸ παντοδύναμο χέρι Του συγκρατεῖ τὸν οὐράνιο θόλο. Ἐκεῖνος λοιπόν, ὁ παντοδύναμος, μπορεῖ πραγματικὰ νὰ σώσει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σωτηρία τους. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση μας στὴ γῆ, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ κατάστασή μας ἢ οἱ περιστάσεις, ὁ Παντοδύναμος μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Κι ὄχι ἁπλᾶ μπορεῖ, ἀλλὰ τὸ ἐπιθυμεῖ. Ὁ Θεός μας εἶναι παντοδύναμος, εἶναι πανεύσπλαχνος. Ἐμεῖς ἂς βιαστοῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε, γιατί Ἐκεῖνος μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς περιμένει. Καὶ μόνο ὅταν βλέπει πῶς ἐμεῖς στρέψαμε τὸ βλέμμα μᾶς πρός ‘Ἐκεῖνον, χαίρεται μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους Του.
Ἄς στραφοῦμε πρὸς Αὐτόν, ἂς βαδίζουμε γρήγορα πρὸς τὴν ἀληθινή μας πατρίδα, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν παντοδύναμο καὶ πανεύσπλαχνο Θεό μας. Ἄς τὸ κάνουμε ὅμως προτοῦ κρούσει τὴν πόρτα μας ὁ θάνατος καὶ μᾶς πεῖ: «Εἶναι πολὺ ἀργά!»
Στὸν παντοδύναμο καὶ πανεύσπλαχνο Θεό μας, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει ὕμνος καὶ δόξα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.