ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ (29/6/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
[Β΄ Κορ. κεφ.ΙΑ΄, εδάφια 21-33 και κεφ. ΙΒ΄, εδάφια 1-9]
ΚΕΦ. ΙΑ΄ 21 Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. 22 ῾Εβραῖοί εἰσι; Κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; Κἀγώ· σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; Κἀγώ· 23 διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· 24 ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, 25 τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· 26 ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· 27 ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· 28 χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. 29 Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; 30 Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. 31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
ΚΕΦ. ΙΒ΄ 1Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἣδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΠΑΝ. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΚΕΦ. ΙΑ΄ 21 Με ντροπή μου το λέω, σαν να υπήρξαμε εμείς ασθενείς και να μην μπορούσαμε να σας κάνουμε ό,τι σας έκαναν εκείνοι. Μάθετε όμως ότι για οτιδήποτε κι αν τολμά να καυχηθεί κανείς – κάνω τρέλα που το λέω – τολμώ κι εγώ να καυχηθώ. 22 Για ποιο προτέρημα και προσόν καυχώνται; Καυχώνται ότι είναι Εβραίοι; Κι εγώ είμαι Εβραίος και μιλώ την αραμαϊκή γλώσσα. Καυχώνται ότι είναι Ισραηλίτες; Είμαι κι εγώ απόγονος του Ισραήλ. Καυχώνται ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ; Κι εγώ είμαι. 23 Καυχώνται ότι είναι διάκονοι Χριστού; Κι αν παραδεχθούμε ότι είναι – μιλώ σαν τρελός – εγώ είμαι παραπάνω απ’ αυτούς διάκονος του Χριστού. Υποβλήθηκα σε κόπους περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Δέχθηκα στο σώμα μου χτυπήματα και πληγές υπερβολικές. Ρίχτηκα σε φυλακές περισσότερο από κάθε άλλον. Διέτρεξα πολλές φορές κινδύνους να θανατωθώ. 24 Απ’ τους Ιουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα με τριανταεννιά μαστιγώσεις. 25 Τρεις φορές με ράβδισαν, μία με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα στο ανοιχτό πέλαγος και με έδερναν τα άγρια κύματα. 26 Υπηρέτησα τον Κύριο πολλές φορές με οδοιπορίες. Κινδύνευσα μέσα σε πλημμυρισμένα ποτάμια τον χειμώνα, κινδύνευσα από ληστές που παραμόνευαν στα μέρη των περιοδειών μου. Κινδύνευσα από το δικό μου ιουδαϊκό γένος, στο οποίο έγινα μισητός επειδή κήρυττα τη σωτηρία όλων των ανθρώπων μόνο διαμέσου του Ιησού Χριστού˙ κινδύνευσα από εθνικούς και ειδωλολάτρες. Πέρασα κινδύνους μέσα σε πόλεις, κινδύνους σε έρημους τόπους, κινδύνους μέσα σε θάλασσες που διέσχιζα ταξιδεύοντας για το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Κινδύνευσα από ανθρώπους που ήταν ψευδάδελφοι και έφεραν υποκριτικά το όνομα του Χριστιανού. 27 Υπηρέτησα τον Κύριο με κόπο και μόχθο, με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα, όταν απομονωνόμουν σε μακρινές οδοιπορίες, με νηστείες πολλές φορές, με ψύχος και γυμνότητα, όταν με θερινά ρούχα με έπιανε αιφνιδιαστικά ο χειμώνας. 28 Εκτός από τα άλλα που παρέλειψα, με στενοχωρούσε και η καθημερινή πίεση και επίθεση των διωκτών μου, αλλά και η αγωνιώδης φροντίδα μου για όλες τις Εκκλησίες. 29 Ποιος από τους Χριστιανούς ασθενεί πνευματικά ή και σωματικά, και δεν ασθενώ κι εγώ μαζί του; Ποιος σκοντάφτει και πέφτει στην αμαρτία, και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι της θλίψεως και της ντροπής; 30 Εάν παραστεί ανάγκη να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τους διωγμούς και τους πειρασμούς μου.
31 Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. 32 Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει.33 Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του.
ΚΕΦ. ΙΒ΄ 1 Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι’ αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. 2 Γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει. 3 Και γνωρίζω ότι ο άνθρωπος αυτός (είτε με το σώμα του, είτε έξω απ’ το σώμα του, μόνο με την ψυχή του, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει) 4 αρπάχθηκε και μεταφέρθηκε στον Παράδεισο κι άκουσε λόγια που κανένας άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να τα πει, κι ούτε επιτρέπεται να τα ξεστομίσει λόγω της ιερότητός τους. 5 Για τον άνθρωπο αυτόν θα καυχηθώ. Δεν είναι ο συνηθισμένος Παύλος αυτός, αλλά άλλος Παύλος, στον οποίο ο Κύριος έδωσε πολλές χάριτες. Για τον εαυτό μου, όμως, δεν θα καυχηθώ παρά μόνο για τις θλίψεις και τους πειρασμούς μου, όπου φανερώνεται η ασθένειά μου, αλλά και η δύναμη του Θεού που δεν με αφήνει να καταρρεύσω. 6 Μόνο για τις ασθένειές μου αυτές θα καυχηθώ κι όχι για τις επιτυχίες και την δράση μου. Διότι εάν θελήσω και γι’ αυτά να καυχηθώ, δεν θα είμαι άφρων και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια. Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από μένα.
7 Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί, για να μην υπερηφανεύομαι. 8 Για τον πειρασμό αυτόν τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει. 9 Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Σου είναι αρκετή η χάρις που σου δίνω. Διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά». Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.
ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ [:Β΄Κορ.11,21-33 και 12,1-9]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ (:Με ντροπή μου το λέω, σαν να υπήρξαμε εμείς ασθενείς και να μην μπορούσαμε να σας κάνουμε ό,τι σας έκαναν εκείνοι. Μάθετε όμως ότι για οτιδήποτε κι αν τολμά να καυχηθεί κανείς –με αφροσύνη το λέγω αυτό– τολμώ κι εγώ να καυχηθώ)»[Β΄Κορ.11,21].
Κοίταξέ τον πώς αναδύεται πάλι και πώς χρησιμοποιεί και απολογία και εκ των προτέρων διόρθωση· αν και έχει πει ήδη πολλά τέτοια: Β΄ Κορ. 11,1 «Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ · ἀλλὰ καὶ ἀνέχεσθέ μου (:Μακάρι να μου δείχνατε ανοχή σε κάποια μικρή ανοησία που θα κάνω με το να σας διηγηθώ τα όσα ο Κύριος κατόρθωσε μέσα από εμένα. Αλλά έχω πεποίθηση ότι με ανέχεστε)» ·και πάλι: Β΄Κορ. 11,16: «Πάλιν λέγω, μὴ τίς με δόξῃ ἄφρονα εἶναι(:Πάλι λέω εκείνο που σας είπα προηγουμένως˙ δηλαδή, μη με θεωρήσει κανείς από σας ότι είμαι άφρων και ανόητος, επειδή θα επαινέσω τον εαυτό μου)»· Β΄Κορ. 11,17-19: «Ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ, ἐν ταύτῃ τῇ ὑποστάσει τῆς καυχήσεως. Ἐπεὶ πολλοὶ καυχῶνται κατὰ τὴν σάρκα, κἀγὼ καυχήσομαι· ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι ὄντες (:Εκείνο που θα πω επαινώντας τον εαυτό μου, δεν θα το πω ως δούλος ταπεινός του Κυρίου, αλλά θα το πω σαν να έγινα άμυαλος και ανόητος από την πεποίθησή μου ότι έχω κι εγώ δικαίωμα να καυχιέμαι. Αφού πολλοί καυχώνται για εξωτερικά ανθρώπινα προτερήματα, θα καυχηθώ κι εγώ. Και θα καυχηθώ, διότι με μεγάλη ευχαρίστηση ανέχεστε τους άφρονες και ανόητους, ενώ είστε συνετοί)». Και εδώ πάλι: «Ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ(:Μάθετε όμως ότι για οτιδήποτε κι αν τολμά να καυχηθεί κανείς – κάνω τρέλα που το λέω – τολμώ κι εγώ να καυχηθώ)»[Β΄Κορ.11,21].
Τόλμη και ανοησία ονομάζει το να λέει κάτι μεγάλο για τον εαυτό του, και αυτά ενώ είναι ανάγκη, για να μας διδάξει να το αποφεύγουμε στην υπόλοιπη ζωή μας Διότι αν ακόμη και όταν εφαρμόσουμε όλες τις εντολές, πρέπει να ονομάζουμε αχρείους τους εαυτούς μας, ποιας συγνώμης θα ήταν άξιος αυτός που επαινεί τον εαυτό του και κομπάζει ενώ δεν υπάρχει καμία ανάγκη; Γι’αυτό και ο Φαρισαίος έπαθε αυτά που έπαθε, και ναυάγησε μέσα στον λιμένα, διότι προσέκρουσε σε αυτόν τον σκόπελο. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος, αν και βλέπει ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη, πάλι με δισταγμό προβάλλει, και συνεχώς υπενθυμίζει ότι είναι ανοησία αυτό το πράγμα. Και μόνο τότε κάνει το τόλμημα, αφού προβάλλει την δικαιολογία ότι πράγματι είναι ανάγκη, και λέγει: «῾Εβραῖοί εἰσι; κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; κἀγώ(:Για ποιο προτέρημα και προσόν καυχώνται; Καυχώνται ότι είναι Εβραίοι; Κι εγώ είμαι Εβραίος και μιλώ την αραμαϊκή γλώσσα. Καυχώνται ότι είναι Ισραηλίτες; Είμαι κι εγώ απόγονος του Ισραήλ)» [Β΄Κορ.11,22]. Διότι δεν ήταν Ισραηλίτες όλοι οι Εβραίοι· επειδή και οι Αμμανίτες και οι Μωαβίτες ήσαν Εβραίοι. Για τον λόγο αυτόν πρόσθεσε, αφαιρώντας το θεωρούμενο ως πλεονέκτημα της ευγενούς καταγωγής, και λέει: «Σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; Παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ(:Καυχώνται ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ; Κι εγώ είμαι. Καυχώνται ότι είναι διάκονοι Χριστού; Κι αν παραδεχθούμε ότι είναι – μιλώ σαν παράφρονας – εγώ είμαι παραπάνω απ’ αυτούς διάκονος του Χριστού)» [Β΄Κορ. 11,23]. Δεν αρκέστηκε στην προηγούμενη απολογία, αλλά και εδώ χρησιμοποιεί αυτήν πάλι: «Ομιλώ ως παράφρων, υπερτερώ εγώ αυτών». «Ανώτερος και καλύτερος εγώ από αυτούς». Αν και είχε σαφείς τις αποδείξεις της υπεροχής, και πάλι όμως παραφροσύνη ονομάζει το πράγμα.
Και όμως, εάν αυτοί ήσαν ψευδαπόστολοι, δεν έπρεπε να δείχνει την υπεροχή κατόπιν συγκρίσεως, αλλά να αναιρεί το ότι αυτοί είναι υπηρέτες. Αυτό μεν το αναίρεσε λοιπόν όταν είπε: «Οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ(:Και θέλω να τους αποκλείσω το δικαίωμα να λένε ότι είναι σαν κι εμάς, διότι οι κήρυκες αυτού του είδους είναι ψευδαπόστολοι, εργάτες δόλιοι, που υποκριτικά παίρνουν το εξωτερικό σχήμα και την εξωτερική εμφάνιση των αποστόλων του Χριστού)»[Β΄Κορ.11,13]· τώρα όμως δεν κάνει αυτό με τον ίδιο τρόπο· διότι ο λόγος επρόκειτο να προχωρήσει σε έλεγχο· και κανείς, ενώ γίνεται έλεγχος, δεν αποφαίνεται αναιτιολόγητα· αλλά αφού πρώτα έθεσε αυτούς υπό σύγκριση, δείχνει την εκ των πραγμάτων αναίρεση, η οποία είναι και πολύ ισχυρή.
Άλλωστε δε, την γνώμη εκείνων των ίδιων εκθέτει, και όχι δική του απόφαση, όταν λέει: «Διάκονοι Χριστοῦ εἰσι;(: Καυχώνται ότι είναι διάκονοι Χριστού;», και αφού είπε «Παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ Κι αν παραδεχθούμε ότι είναι – μιλώ σαν τρελός – εγώ είμαι παραπάνω απ’ αυτούς διάκονος του Χριστού)», προάγει την σύγκριση και δείχνει ότι, όχι αποφαινόμενος, αλλά παρουσιάζοντας την εκ των πραγμάτων απόδειξη, διατηρεί την ιδιότητα της αποστολής. Και αφήνοντας όλα τα σημεία και τα θαύματα, αρχίζει από τις δοκιμασίες, λέγοντας ως εξής: «Ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως(:Υποβλήθηκα σε κόπους περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Δέχθηκα στο σώμα μου χτυπήματα και πληγές υπερβολικές)». Αυτό είναι μεγαλύτερο εκείνου, δηλαδή το και να δέρεται και να μαστιγώνεται. «Ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως(:Ρίχτηκα σε φυλακές περισσότερο από κάθε άλλον)». Και εδώ πάλι αυξάνει η σφοδρότητα: «Ἐν θανάτοις πολλάκις(:Διέτρεξα πολλές φορές κινδύνους να θανατωθώ)». Διότι «καθ᾿ ἡμέραν (:Κάθε ημέρα αντικρίζω τέτοιους κινδύνους της ζωής, που χάνω κάθε ελπίδα ότι θα αποφύγω τον θάνατο)», λέει, «ἀποθνήσκω (:και έτσι κατά πρόθεση πεθαίνω κάθε μέρα)» [Α΄Κορ.15,31]. Εδώ δε και στην πράξη· διότι πολλές φορές παραδόθηκα σε θανάσιμους κινδύνους.
«Ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον(:Απ’ τους Ιουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις)» [Β΄Κορ.11,24]. Γιατί «παρά μία»; Υπήρχε κάποιος παλαιός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο ήταν ατιμασμένος γι’ αυτούς όποιος υφίστατο περισσότερες από σαράντα μαστιγώσεις. Για να μην τον ατιμάσει, λοιπόν, η ορμή και το χτύπημα εκείνου ο οποίος μαστίγωνε, αφού υπερβεί τον καθορισμένο αριθμό, όρισαν να χτυπηθεί μία φορά λιγότερο· ώστε και αν ακόμη μαστιγώσει περισσότερο αυτός που χτυπάει, να μην υπερβεί τις σαράντα μαστιγώσεις, αλλά αφού σταματήσει μέσα στον αριθμό που όριζε ο νόμος, να μην ατιμάσει αυτόν που τον χτυπούσαν.
«Τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα (:Τρεις φορές με ράβδισαν, μία με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα)» [Β΄Κορ.11,25]. Και ποια σχέση έχει αυτό με το ευαγγέλιο; Διότι αποστελλόταν σε μικρές οδούς και διαμέσου της θαλάσσης. «Νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα (:Ένα μερόνυχτο έμεινα στο ανοιχτό πέλαγος και με έδερναν τα άγρια κύματα)». Άλλοι λένε στο μέσο του πελάγους, άλλοι δε, κολυμπώντας επάνω σε αυτό, το οποίο είναι κατά το ορθότερο. Εκείνο βεβαίως ούτε είναι άξιο να ονομαστεί θαύμα, ούτε θα το έθετε σαν κάτι μεγαλύτερο από τα ναυάγια. «Κινδύνοις ποταμῶν (:Κινδύνευσα μέσα σε πλημμυρισμένα ποτάμια τον χειμώνα)» [Β΄Κορ.11,26]. Διότι αναγκαζόταν να διαβαίνει και ποταμούς. «Κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ (:Κινδύνευσα από ληστές που παραμόνευαν στα μέρη των περιοδειών μου. Κινδύνευσα από το δικό μου ιουδαϊκό γένος, στο οποίο έγινα μισητός, επειδή κήρυττα την σωτηρία όλων των ανθρώπων μόνο διαμέσου του Ιησού Χριστού. Κινδύνευσα από εθνικούς και ειδωλολάτρες. Πέρασα κινδύνους μέσα σε πόλεις, κινδύνους σε έρημους τόπους, κινδύνους μέσα σε θάλασσες που διέσχιζα ταξιδεύοντας για το κήρυγμα του Ευαγγελίου)». Παντού βρίσκονταν μπροστά μου οι αγώνες, στις επαρχίες, στις χώρες, στις πόλεις, στις ερημίες. «Κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις (:Κινδύνευσα από εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κινδύνευσα από ανθρώπους που ήταν ψευδάδελφοι και έφεραν υποκριτικά το όνομα του Χριστιανού)». Κοίταξε άλλο είδος πολέμου. Διότι όχι μόνο οι εχθροί, αλλά και εκείνοι οι οποίοι υποκρίνονταν, έβαλλαν εναντίον του· και χρειαζόταν πολλή δύναμη και πολλή σύνεση.
«Ὁδοιπορίαις πολλάκις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ (:Υπηρέτησα τον Κύριο πολλές φορές με οδοιπορίες. Υπηρέτησα τον Κύριο με κόπο και μόχθο)» [Β΄Κορ.11,27]. Οι κίνδυνοι τους κόπους, οι κόποι τους κινδύνους διαδέχονταν, αλλεπάλληλοι και συνεχείς, και δεν του επέτρεπαν ούτε για λίγο να αναπνεύσει. «Ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι (:Με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα, όταν απομονωνόμουν σε μακρινές οδοιπορίες, με νηστείες πολλές φορές, με ψύχος και γυμνότητα, όταν με θερινά ρούχα με έπιανε αιφνιδιαστικά ο χειμώνας)» [Β΄Κορ.11,28]. Περισσότερα είναι τα όσα παρέλειψε από αυτά που έχει απαριθμήσει· μάλλον δε ούτε αυτά τα οποία έχει απαριθμήσει είπε όλα· διότι δεν έθεσε αυτά λεπτομερώς, αλλά θυμήθηκε μόνο εκείνα των οποίων ο αριθμός ήταν ευμνημόνευτος και σύντομος, λέγοντας τρεις φορές και άλλες τρεις, και μία· για τα άλλα όμως ούτε έτσι αναφέρει τίποτε, διότι υπέφερε πολλές φορές. Και δεν λέει από αυτά ότι παραδείγματος χάριν επέστρεψε στον Θεό τόσους ή τόσους, αλλά μόνο όσα έπαθε για την κήρυξη του Ευαγγελίου· αυτό το κάνει και από ταπείνωση, αλλά και για να δείξει ότι ακόμη και αν δεν γίνει τίποτε, από το ότι εργάζεται με τόση επιμέλεια, ακόμη και έτσι έχει πληρωθεί ο κόπος του.
«Χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν (:Εκτός από τα άλλα που παρέλειψα, με στενοχωρούσε και η καθημερινή πίεση και επίθεση των διωκτών μου)». Οι συγχύσεις, οι ταραχές, οι πολιορκίες στις επαρχίες, οι επιθέσεις στις πόλεις. Διότι αυτόν πολεμούσαν περισσότερο από όλους οι Ιουδαίοι, επειδή περισσότερο από όλους τους εξόργιζε, και ήταν μέγιστος ονειδισμός για την μανία τους, επειδή αποστάτησε διαμιάς από τις τάξεις τους. Και ήταν μεγάλος ο πόλεμος ο οποίος στρεφόταν εναντίον του, από τους δικούς του, από τους ξένους, από εκείνους οι οποίοι υποκρίνονταν ότι είναι φίλοι, και από παντού τον έζωναν κύματα και κρημνοί, στην οικουμένη, στα ακατοίκητα μέρη, στη γη, στη θάλασσα, από έξω, από μέσα. Και στερούνταν και την αναγκαία τροφή, και την πλέον στοιχειώδη περιβολή, αλλά ο αγωνιστής της οικουμένης αγωνιζόταν γυμνός, και πυγμαχούσε ενώ ήταν εξαντλημένος από την πείνα· τόσο πολύ απείχε από το να αποκτά χρήματα. Και δεν δυσφορούσε, αλλά δοξολογούσε γι’ αυτά τον αγωνοθέτη.
«ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν (:αλλά και η αγωνιώδης φροντίδα μου για όλες τις Εκκλησίες)». Αυτό ήταν το κυριότερο από όλα, ότι και η ψυχή περιεσπάτο και ο νους κομματιαζόταν. Διότι και αν ακόμη τίποτε δεν τον προσέβαλλαν από έξω, ήταν αρκετός ο πόλεμος από μέσα, τα αλλεπάλληλα κύματα, οι αναρίθμητες, όπως οι νιφάδες, φροντίδες, ο πόλεμος των λογισμών. Διότι εάν κάποιος ο οποίος έχει την φροντίδα μίας οικίας, και ενώ τον βοηθούν υπηρέτες και επίτροποι και οικονόμοι, δεν δύναται πολλές φορές να αναπνεύσει από τις φροντίδες, ενώ κανείς δεν τον ενοχλεί, εκείνος ο οποίος έχει την φροντίδα όχι μίας οικίας, αλλά και πόλεων και επαρχιών και εθνών και ολόκληρης της οικουμένης και για τέτοια πράγματα και ενώ τόσο πολλοί ήταν οι πολέμιοι, και ήταν μόνος και πάθαινε τόσα, και ενδιαφερόταν και φρόντιζε τόσο, όσο ούτε ο πατέρας για τα τέκνα του, σκέψου τι υπέμενε. Διότι, για να μην λες: «Τι τάχα εάν μεριμνούσε μεν, αλλά απλώς μεριμνούσε;». Πρόσθεσε και το μέγεθος της φροντίδας, λέγοντας: «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;(:Ποιος από τους Χριστιανούς ασθενεί πνευματικά ή και σωματικά, και δεν ασθενώ κι εγώ μαζί του;)» [Β΄Κορ.11,29]. Δεν είπε «δεν συμμετέχω στην θλίψη», αλλά «σαν να βρίσκομαι στην ίδια δοκιμασία, σαν να βρίσκομαι σε αυτήν την ασθένεια, έτσι στενοχωρούμαι και ταράσσομαι».
«Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (:Ποιος σκοντάφτει και πέφτει στην αμαρτία, και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι της θλίψεως και της ντροπής;)». Κοίταξε πάλι πώς παριστά την μεγάλη οδύνη ως πυρά η οποία τον καίει. «Πυρπολούμαι», «καίομαι», λέει, πράγμα το οποίο ήταν μεγαλύτερο από όλα. Διότι εκείνα μεν, αν και σφοδρά, σύντομα παρέρχονται και δεν μαραίνουν την χαρά· αυτό δε ήταν εκείνο το οποίο τον έθλιβε και τον στενοχωρούσε και κατέτρωγε τον νου του, το να πάσχει τέτοια ο καθένας από τους ασθενούντες, όποιος και αν ήταν. Διότι δεν στενοχωριόταν για τους μεγάλους μόνο, περιφρονώντας τους άσημους, αλλά και για εκείνους οι οποίοι ήσαν δούλοι. Για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Ποιος ασθενεί;», όποιος και αν είναι· και σαν να ήταν αυτός η εκκλησία στην οικουμένη, έτσι αισθανόταν πόνο για το κάθε μέλος.
«Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι (:Εάν παραστεί ανάγκη να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τους διωγμούς και τους πειρασμούς μου)»[Β΄Κορ.11,30]. Βλέπεις ότι πουθενά δεν καυχάται για τα θαύματα, αλλά μόνο για τους διωγμούς και τους πειρασμούς. Διότι αυτό εννοεί με την λέξη «ἀσθένειαι». Και δείχνει ότι ήταν ποικίλος ο πόλεμος. Διότι και οι Ιουδαίοι τον πολεμούσαν και τα έθνη ίσταντο εχθρικά προς αυτόν και οι ψευδάδελφοι τον χτυπούσαν και οι αδελφοί τον λυπούσαν με την πνευματική τους ασθένεια και τις αμαρτίες τους· από παντού ερχόταν σε αυτόν στενοχωρία και ταραχή, από τους δικούς του, από τους ξένους. Αυτός είναι αποστολικός χαρακτήρας, με τέτοια υφαίνεται το ευαγγέλιο.
«Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ (:Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διορισθεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»[Β΄Κορ. 11,31-33].
Γιατί άραγε εδώ δίνει διαβεβαίωση και πιστοποιεί ενώ σε κανένα από τα προηγούμενα δεν το έκανε αυτό; Διότι ίσως αυτό ήταν παλαιότερο και περισσότερο άγνωστο· ενώ εκείνα ήταν γνωστά και σε αυτούς, δηλαδή η μέριμνα των εκκλησιών και όλα τα άλλα. Κοίταξε λοιπόν πόσο μεγάλος ήταν ο πόλεμος, αφού γι΄αυτόν και μόνο φρουρούσε την πόλη. Και όταν λέω πόλεμο, εννοώ τον ζήλο του Παύλου· διότι εάν δεν κινείτο ισχυρός ο πόλεμος εναντίον του, δεν θα προκαλούσε τόση μανία στον εθνάρχη. Αυτά είναι γνωρίσματα ψυχής αποστολικής, το να πάσχει τόσα και να μην κλονίζεται καθόλου, αλλά να υπομένει με γενναιότητα τα όσα πέφτουν επάνω του, και να μην υποχωρεί στους κινδύνους, ούτε να λιποτακτεί.
Πρόσεξε λοιπόν εδώ πώς ανέχτηκε να διαφύγει τον κλοιό, αφού τον κατέβασαν από παράθυρο μέσα σε δίχτυ· διότι αν και επιθυμούσε να αποδημήσει από αυτή τη ζωή, αγαπούσε όμως και τη σωτηρία των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν πολλές φορές και τέτοια σοφιζόταν, συντηρώντας τον εαυτό του για το κήρυγμα· και δεν απόφευγε να χρησιμοποιήσει ούτε κοινά ανθρώπινα τεχνάσματα, όταν το απαιτούσε η περίσταση· τόσο προσεκτικός και άγρυπνος ήταν· διότι όπου μεν ήταν αδύνατο να διαφύγει τα κακά, χρειαζόταν μόνο η επέμβαση της θείας χάριτος· όπου όμως ο πειρασμός ήταν ανάλογος των δυνάμεών του, επινοεί πολλά και ο ίδιος, αλλά αποδίδοντας και εδώ το παν στον Θεό. Και όπως ακριβώς εάν κάποιος σπινθήρας από πυρ το οποίο δεν σβήνει, αφού πέσει στο πέλαγος και αφού επέλθουν σε αυτό πολλά κύματα θα βυθιζόταν και πάλι θα ανερχόταν λαμπερός, έτσι λοιπόν και ο μακάριος Παύλος, άλλοτε μεν θαπτόταν καθώς κινδύνευε, άλλο δε διαφεύγοντάς του, λαμπρότερος ανερχόταν, νικώντας την κακοπάθεια.
Αυτή λοιπόν είναι η λαμπρή νίκη, αυτό είναι το τρόπαιο της Εκκλησίας, έτσι κτυπάται ο διάβολος, όταν εμείς πάσχουμε στις δοκιμασίες· διότι όταν εμείς πάσχουμε, κυριεύεται, και πάσχει κακώς όταν θέλει να μας κάνει κακό. Αυτό συνέβαινε και στον Παύλο· και όσο περισσότερο ο διάβολος κατέφερε εναντίον του Παύλου κινδύνους, τόσο περισσότερο ηττάτο· διότι δεν κατασκεύαζε μόνο ένα είδος πειρασμών, αλλά ποικίλους και διαφόρους. Δηλαδή άλλοι περιείχαν κόπο, άλλοι στενοχώρια, άλλοι φόβο, άλλοι οδύνη, άλλοι φροντίδα, άλλοι εντροπή, άλλοι πάλι όλα μαζί· αλλά ο Παύλος νικούσε σε όλους. Και όπως ένας στρατιώτης έχει ολόκληρη την οικουμένη αντίπαλο σε πόλεμο, και ενώ περιστρέφεται μέσα στα τάγματα των εχθρών δεν παθαίνει τίποτε κακό, έτσι και ο Παύλος μόνος μέσα στους βαρβάρους, στους ειδωλολάτρες, ενώ εμφανιζόταν σε όλη τη γη και σε όλη τη θάλασσα, έμενε αδάμαστος.
Και όπως ο σπινθήρας όταν πέφτει επάνω σε καλάμι και χόρτο ξηρό μεταθέτει στη δική του φύση τα καιόμενα, έτσι και αυτός επερχόμενος σε όλα, τα πάντα μετέθετε στην αλήθεια, επερχόμενος ως χείμαρρος σε όλα και ανατρέποντας τα εμπόδια. Και σαν αθλητής αυτός, ο οποίος παλεύει, τρέχει, πυγμαχεί ή στρατιώτης μαχόμενος στο τείχος ή πεζός ή στη θάλασσα, έτσι μεταχειριζόταν κάθε είδος μάχης, και άναβε πυρ, και σε όλους απρόσιτος ήταν, με ένα σώμα καταλαμβάνοντας την οικουμένη, με μία γλώσσα μετατρέποντας τους πάντες. Ούτε οι πολλές σάλπιγγες οι οποίες έπεφταν με ορμή επάνω στα τείχη της Ιεριχούς και κατακρήμνιζαν αυτά είχαν τόση δύναμη, όσο η φωνή του Παύλου όταν ηχούσε και κατέρριπτε τα διαβολικά οχυρώματα και μετέθετε τους εχθρούς της πίστεως προς αυτόν. Και όταν συγκέντρωσε πλήθος αιχμαλώτων, αφού όπλισε αυτούς τους ίδιους τους έκανε δικό του στρατό πάλι, και μέσω αυτών νικούσε.
Είναι αξιοθαύμαστος ο Δαβίδ ο οποίος κατέβαλε τον Γολιάθ με ένα λίθο μόνο· αλλά εάν εξετάσεις τα κατορθώματα του Παύλου, εκείνο είναι έργο παιδός και όση είναι η απόσταση μεταξύ ποιμένος και στρατηγού, τόση διαφορά θα βρεις· διότι αυτός κατέβαλε τον Γολιάθ όχι ρίπτοντας λίθο, αλλά μόνο ομιλώντας κατέλυε όλη την παράταξη του διαβόλου, ως λέων βρυχώμενος και εκβάλλοντας φλόγα από τη γλώσσα, τόσο ακαταμάχητος ήταν για όλους και παντού μετακινείτο συνεχώς· έτρεξε σε αυτούς, ήλθε σε εκείνους, μετατέθηκε προς αυτούς, μετακινήθηκε προς άλλους, επερχόμενος γρηγορότερα από άνεμο, και σαν μια οικία ή ένα πλοίο κυβερνώντας την οικουμένη ολόκληρη, ανασύροντας τους βυθιζόμενους, στηρίζοντας τους ζαλιζόμενους, παρακινώντας τους ναύτες, καθισμένος επάνω στα σχοινιά, με το να κωπηλατεί, με το να μαζεύει τον ιστό, με το να βλέπει προς τον ουρανό, με το να είναι αυτός τα πάντα, και ναύτης, και κυβερνήτης, και πρωρεύς, και ιστίο και πλοίο, και με το να πάσχει τα πάντα, για να καταλύσει τις συμφορές των άλλων.
Και πρόσεξε. Υπέστη ναυάγιο, για να καταπαύσει το ναυάγιο της οικουμένης· έμεινε στον βυθό ένα ημερονύκτιο για να ανασύρει από τον βυθό της πλάνης· υπέμεινε κόπο, για να αναπαύσει τους κοπιώντες· υπέφερε πληγές, για να γιατρέψει όσους πληγώθηκαν από τον διάβολο· έζησε στις φυλακές, για να εκβάλει στο φως όσους κάθονταν στις φυλακές και στο σκοτάδι· κινδύνεψε πολλές φορές να θανατωθεί, για να απαλλάξει από φοβερούς θανάτους· πέντε φορές, σαράντα παρά μία μαστιγώσεις έλαβε, για να ελευθερώσει από τον διάβολο αυτούς που το έκαναν αυτό· ραβδίστηκε για να οδηγήσει υπό τη ράβδο και τη βακτηρία του Χριστού· λιθοβολήθηκε, για να απαλλάξει από την αναισθησία των λίθων· στην ερημιά διατέλεσε, για να εκβάλει από την ερημιά· σε οδοιπορίες για να στηρίξει όσους πλανώνταν και να ανοίξει την οδό η οποία οδηγεί στον ουρανό· στις πόλεις κινδύνεψε, για να δείξει την άνω πόλη· σε πείνα και δίψα, για να απαλλάξει από τη φοβερότερη πείνα· σε γυμνότητα, για να ενδύσει τους ασχημονούντας με τη στολή του Χριστού· στην εξουσία του όχλου, για να απαγάγει τους ευρισκομένους στην εξουσία των δαιμόνων· πυρώθηκε, για να σβήσει τα πεπυρωμένα βέλη του διαβόλου· δέχτηκε να τον κατεβάσουν από το τείχος δια παραθύρου, ώστε από κάτω να στείλει επάνω όσους είχαν ριφθεί χαμηλά.
Να πούμε λοιπόν ακόμη, αν και δεν γνωρίζουμε, όσα έπαθε ο Παύλος; Να θυμηθούμε τα αναγκαία τα οποία στερήθηκε; Ακόμη να δούμε αυτόν και γυναίκα και πόλη και ελευθερία και αυτή τη ζωή χιλιάδες φορές να καταφρονεί; Ο μάρτυρας αποθνήσκει μία φορά· εκείνος όμως ο μακάριος με ένα σώμα και μία ψυχή τόσους κινδύνους υπέμεινε, όσοι είναι αρκετοί για να ταράζουν και αδαμάντινη ψυχή· και όσα έπαθαν όλοι οι άγιοι σε τόσα σώματα, τόσα υπέφερε αυτός σε ένα σώμα, αφού εισήλθε στην οικουμένη σαν σε στάδιο και απεκδύθηκε τα πάντα, έτσι στεκόταν με γενναιότητα. Και βεβαίως γνώριζε τους δαίμονες οι οποίοι τον χτυπούσαν.
Για τον λόγο αυτόν και αναδείχτηκε λαμπρός ευθύς εξαρχής και διέμεινε ο ίδιος από την αφετηρία μέχρι τέλους· μάλλον δε έκανε και εντονότερο τον διωγμό, όσο πλησίαζε στο βραβείο. Και το πολύ θαυμαστό, ότι ενώ έπασχε και κατόρθωνε τόσα, γνώριζε να ταπεινώνεται πολύ· διότι ακόμη και όταν αναγκάστηκε να διηγηθεί τα κατορθώματά του, σύντομα τα προσπέρασε όλα· αν και θα γέμιζε χιλιάδες βιβλίων, εάν ήθελε να εξαντλήσει το καθένα, εάν έλεγε τις εκκλησίες για τις οποίες μεριμνούσε, εάν διηγείτο για τις φυλακίσεις και τα κατορθώματα κατά τη διάρκειά τους, ή τις άλλες, τις καθημερινές περιπέτειες, τους πολέμους. Αλλά δεν θέλησε.
Αυτά λοιπόν και εμείς αφού γνωρίσαμε, ας μάθουμε να ταπεινωνόμαστε και ποτέ να μην καυχιόμαστε για τον πλούτο, ούτε για τα άλλα βιοτικά, αλλά για τις ύβρεις τις οποίες δεχόμαστε για τον Χριστό, και γι’ αυτές μόνο όταν παραστεί ανάγκη. Εάν δεν μας αναγκάζει τίποτε σοβαρό, ούτε αυτές ας μη μνημονεύουμε, για να μην υπερηφανευόμαστε, αλλά ας ενθυμούμαστε μόνο τις αμαρτίες μας· διότι έτσι θα απαλλαγούμε από αυτές εύκολα και θα εξιλεωθούμε στον Θεό και θα επιτύχουμε τη μέλλουσα ζωή, την οποία είθε να επιτύχουμε όλοι, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
ΟΜΙΛΙΑ ΚΣΤ’
[υπομνηματισμός των χωρίων Β΄Κορ. 12,1-10]
«Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου(:Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι’ αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος)»[Β΄Κορ.12,1].
Τι σημαίνει αυτό; Αυτός ο οποίος είπε τόσα, λέγει τώρα «το να καυχιέμαι λοιπόν δεν με συμφέρει», σαν να μην έχει πει τίποτε; Εννοεί όχι σαν να μην έχει πει τίποτε, αλλά επειδή πρόκειται να μεταβεί σε άλλο είδος καυχήσεως, το οποίο δεν έχει μεν τόση αμοιβή, αλλά φαίνεται στους πολλούς ότι τον αναδεικνύει λαμπρότερο, όχι σε εκείνους οι οποίοι εξετάζουν με ακρίβεια, λέγει «το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου». Τα μεγάλα δηλαδή καυχήματα είναι αυτά τα οποία απαρίθμησε, οι δοκιμασίες, αλλά έχει και άλλα να πει, τα αναφερόμενα στις αποκαλύψεις, στα απόρρητα μυστήρια. Και γιατί λέγει «δεν είναι συμφέρον μου;». «Για να μην επαρθώ για αφροσύνη», λέγει· Τι λες; Αν δηλαδή δεν τα πεις, δεν τα γνωρίζεις; Αλλά δεν επαιρόμαστε εξίσου όταν τα γνωρίζουμε οι ίδιοι και όταν τα φανερώνουμε και σε άλλους· διότι δεν επαιρόμαστε συνήθως από αυτά τα ίδια τα κατορθώματά μας, αλλά από το να τα γνωρίζουν και να μαρτυρούν γι’ αυτά οι πολλοί. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, λέει, «δεν είναι συμφέρον μου» και «για να μη δημιουργήσω μεγαλύτερη ιδέα για εμένα σε όσους ακούνε».
Εκείνοι, λοιπόν, οι ψευδαπόστολοι έλεγαν για τον εαυτό τους και πράγματα που δεν έγιναν, ενώ αυτός και αυτά που έγιναν αποκρύπτει, και αυτό παρ’ ό,τι υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για να τα πει· και λέει: «δεν είναι συμφέρον μου», διδάσκοντας σε όλους να το αποφεύγουν αυτό με μεγάλη επιμέλεια· διότι κανένα κέρδος δεν έχει αυτό το πράγμα, αλλά και βλάβη προξενεί, εάν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη που να ωφελεί από το ότι οδηγεί σε αυτό.
Αφού μίλησε λοιπόν για τους κινδύνους, τους πειρασμούς, τις επιβουλές, τις θλίψεις, τα ναυάγια, έρχεται σε άλλη αιτία καυχήσεως, λέγοντας: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ(:Γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει)»[Β΄Κορ.12,2]. Μεγάλη είναι μεν αυτή η αποκάλυψη. Όμως δεν έγινε αυτή μόνη, αλλά και πολλές άλλες· αυτός όμως εκθέτει μία από τις πολλές· διότι για το ότι ήσαν πολλές, άκουσε τι λέει: «και για να μην υπερηφανεύομαι για τις πολλές αποκαλύψεις».
Και όμως, θα πει κανείς, εάν ήθελε να κρύψει αυτές, έπρεπε να μην τις υπαινιχτεί καθόλου, ούτε να πει τίποτε τέτοιο· εάν πάλι ήθελε να τις πει, έπρεπε να τις πει σαφώς. Γιατί λοιπόν ούτε σαφώς μίλησε γι’ αυτές, ούτε σιώπησε; Για να δεις και εδώ ότι χωρίς να θέλει το κάνει αυτό. Για τον λόγο αυτόν και έγραψε για τον χρόνο των δεκατεσσάρων ετών· διότι δεν μνημονεύει τυχαία αυτό, αλλά δείχνοντας ότι αυτός ο οποίος έκρυψε αυτό επί τόσο χρόνο, δεν θα το έλεγε τώρα, εάν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Αλλά θα σιωπούσε εάν δεν έβλεπε τους αδελφούς να καυχώνται. Και εάν από την αρχή ήταν τέτοιος ο Παύλος, ώστε να αξιωθεί τέτοιας αποκαλύψεως, όταν ακόμη δεν είχε τέτοια κατορθώματα, σκέψου πόσο μέγας έγινε μετά από σαράντα έτη.
Κοίταξε πώς και σε αυτό ακόμη ταπεινώνεται με το να πει για τα μεν, για τα δε να ομολογήσει ότι αγνοεί· διότι για το ότι μεν αρπάχτηκε είπε: αλλά είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος, καθόλου, λέει, ότι δεν γνωρίζει. Και όμως ήταν αρκετό αφού είπε για την αρπαγή να σιωπήσει· τώρα όμως ταπεινούμενος προσθέτει και αυτό. Τι λοιπόν; Ή μήπως αρπάχτηκε το σώμα; Αλλά δεν είναι δυνατό να πει κανείς· διότι εάν δεν γνώριζε ο Παύλος ο οποίος και αρπάχτηκε, και έτυχε τόσων και τέτοιων απορρήτων πολύ περισσότερο εμείς. Για το ότι λοιπόν ήταν στον παράδεισο το γνώριζε και ότι ήταν στον τρίτο ουρανό δεν το αγνοούσε· αλλά τον τρόπο δεν γνώριζε με σαφήνεια.
Πρόσεχε όμως και αλλού την ταπείνωσή του. Για την πόλη δηλαδή των Δαμασκηνών δίνει διαβεβαίωση, εδώ όμως καθόλου· διότι δεν ήθελε να το αποδείξει αυτό, αλλά μόνο να το πει με υπαινιγμό. Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι (:για έναν τέτοιο άνθρωπο θα καυχηθώ)»· όχι για να πει ότι κάποιος άλλος αρπάχτηκε, αλλά όσο επιτρεπόταν και ήταν δυνατόν και να πει, και να αποφύγει να πει φανερώς για τον εαυτό του, έτσι συνθέτει τον λόγο· διότι ποια λογική συνέπεια υπήρχε, ενώ μιλούσε για τον εαυτό του, να παρουσιάσει άλλον; Γιατί λοιπόν εξέθεσε αυτό έτσι; Δεν ήταν το ίδιο να πει «αρπάχτηκα» και «γνωρίζω κάποιον ο οποίος αρπάχτηκε»· επίσης το να πει «καυχώμαι για τον εαυτό μου» και «γι΄αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ». Εάν πάλι πει κανείς: «και πώς είναι δυνατόν να αρπαγεί χωρίς σώμα;». Διότι αυτό είναι περισσότερο αδύνατο από εκείνο, εάν εξετάζεις αυτά με σκέψεις αμφιβολίας και όχι με πίστη.
Γιατί όμως αρπάχτηκε; Για να μη νομίζει αυτός, όπως πιστεύω, ότι έχει κάτι λιγότερο από τους άλλους αποστόλους· διότι επειδή εκείνοι έζησαν μαζί με τον Χριστό, ενώ αυτός καθόλου, για τον λόγο αυτόν άρπαξε και αυτόν σε δόξα. «Εἰς τὸν παράδεισον»· διότι ήταν μεγάλη η φήμη αυτού του τόπου και παντού εξυμνείτο. Για τον λόγο αυτόν έλεγε και ο Χριστός: «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ (:Αληθινά σε βεβαιώνω ότι σήμερα, απ’ τη στιγμή που θα πεθάνουμε, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο)»[Λουκά 23,43].
«Για έναν τέτοιον άνθρωπο θα καυχηθώ». Γιατί; Εάν δηλαδή άλλος αρπάχτηκε, εσύ γιατί καυχάσαι; Από αυτό είναι φανερό ότι για τον εαυτό του έλεγε αυτά. Εάν πάλι πρόσθεσε «ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι(:για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ)», τίποτε άλλο δεν εννοεί, παρά ότι «εάν δεν είναι ανάγκη, τίποτε τέτοιο δεν θα πω τυχαία και αβασάνιστα»· ή για να καλύψει πάλι αυτό που είπε, όσο ήταν δυνατό. Για το ότι επίσης όλος ο λόγος για τον εαυτό του έγινε, μαρτυρούν και τα επόμενα· διότι πρόσθεσε λέγοντας: «ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ(:μόνο για τις ασθένειές μου αυτές, θα καυχηθώ, κι όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου· διότι εάν θελήσω και γι’ αυτό να καυχηθώ, δεν θα είμαι άμυαλος και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια)» [Β΄Κορ.12,6]. Πώς λοιπόν προηγουμένως έλεγες: «Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ(:Μακάρι να δείχνατε ανοχή σε κάποια μικρή ανοησία που θα κάνω με το να σας διηγηθώ τα όσα ο Κύριος κατόρθωσε μέσα από εμένα)»[Β΄Κορ.11,1] και «Ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ(:Εκείνο που θα πω επαινώντας τον εαυτό μου, δεν θα το πω ως δούλος ταπεινός του Κυρίου, αλλά θα το πω σαν να έγινα άμυαλος και ανόητος)»[Β΄Κορ.11,17], ενώ εδώ: «αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα πω την αλήθεια»[Β΄Κορ.12,6]; Όχι για την καύχηση, αλλά για το ψεύδεσθαι· διότι εάν το να καυχάσαι προέρχεται από αφροσύνη, πόσο μάλλον το να ψεύδεσαι; Ως προς αυτό λοιπόν λέει «δεν θα είμαι ανόητος». Για τον λόγο αυτόν και πρόσθεσε: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ (:Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)».
Αυτή είναι η αναντίρρητη αιτία· διότι και θεούς νόμισαν αυτούς για το μέγεθος των θαυμάτων· διότι όπως στα φυσικά στοιχεία δημιούργησε ο Θεός και από τα δύο είδη, και ασθενή και λαμπρά, και αυτό αφενός μεν για να δείξει τη δύναμή Του, αφετέρου δε, για να εμποδίσει την πλάνη των ανθρώπων, έτσι λοιπόν και εδώ και θαυμαστοί ήσαν και ασθενείς οι απόστολοι, ώστε με αυτά τα έργα να διδάσκονται οι άπιστοι· διότι εάν με το να εμφανίζουν τους εαυτούς τους θαυμαστούς μόνο, χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο αδυναμίας, εξαπατούσαν δια του λόγου τους πολλούς, ώστε να μην υποπτευθούν τίποτε περισσότερο για την αλήθεια περί αυτών, όχι μόνο δεν θα επιτελούσαν το έργο τους, αλλά και το αντίθετο θα επιτύγχαναν· διότι η αποποίηση όσων δεν ανήκαν σε αυτούς, που γινόταν δια των λόγων, φάνηκε ότι γινόταν μάλλον από ταπεινοφροσύνη, και έκανε ώστε περισσότερο να θαυμαστούν αυτοί. Για τον λόγο αυτόν και έμπρακτα αποδεικνυόταν η αδυναμία τους.
Αυτό θα δει κανείς και στους ανθρώπους που έζησαν την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης· διότι και ο Ηλίας ήταν θαυμαστός, αλλά νικήθηκε κάποτε από τη δειλία· και ο Μωυσής ήταν μέγας, αλλά και αυτός από το ίδιο πάθος λιποτάκτησε. Και αυτά τα πάθαιναν, επειδή απομακρυνόταν ο Θεός και επέτρεπε να φανερωθεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως· διότι εάν όταν τους εξήγαγε από τη δουλεία έλεγαν «πού είναι ο Μωυσής;», τι δεν θα έλεγαν εάν τους εισήγαγε; Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος λέει: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ(:Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)»[Β΄Κορ.12,6]. Δεν λέγει «μήπως πει», αλλά «για να μη με θεωρήσει μεγαλύτερο από αυτήν την αξία». Ώστε και από εδώ είναι φανερό, ότι γι΄αυτόν γινόταν ο λόγος. Για τον λόγο αυτόν και στην αρχή έλεγε: «Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου»· δεν θα το έλεγε αυτό, εάν επρόκειτο να πει για άλλον όσα είπε. Διότι για ποιον λόγο δεν συμφέρει να καυχάται για άλλον;
Όμως ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος αξιώθηκε αυτά· για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι(:Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων, επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί για να μην υπερηφανεύομαι)»[Β΄Κορ.12,7].
Τι λες; Αυτός ο οποίος θεωρούσε ως τίποτε την επίγεια βασιλεία και τη γέεννα για τον πόθο του Χριστού, είναι δυνατόν να λογάριαζε σαν κάτι αξιόλογο την τιμή των πολλών, ώστε να κινδυνεύει να υπερηφανευτεί, και να έχει ανάγκη διαρκώς από χαλινό; Διότι δεν είπε, «ἵνα με κολαφίσῃ(:για να με ραπίσει)», αλλά, «ἵνα με κολαφίζῃ(:για να με ραπίζει)». Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; Όταν ανακαλύψουμε ποιο είναι το αγκάθι και ποιος ο «ἄγγελος σατᾶν», τότε θα πούμε και αυτό.
Ορισμένοι βέβαια είπαν ότι επήλθε σε αυτόν κεφαλαλγία από τον διάβολο· αλλά μη γένοιτο. Διότι δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί στα χέρια του διαβόλου το σώμα του Παύλου, όταν βεβαίως ο ίδιος ο διάβολος σε ένα πρόσταγμα και μόνο υπάκουε στον Παύλο, και έθετε στον διάβολο νόμους και όρους, όταν παρέδωσε εκείνον που πόρνευε σε καταστροφή της σαρκός· και δεν τόλμησε αυτός να υπερβεί αυτούς τους όρους[βλ. Α΄Κορ.5,1-5: «Ὄλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον,ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:Είναι σε όλους γνωστό και διαδεδομένο ότι επικρατεί ανάμεσά σας μια περίπτωση πορνείας και μάλιστα τέτοιου είδους πορνεία που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναίκα του πατέρα του, την μητριά του δηλαδή. Και εσείς, αντί να ντρέπεστε γι’ αυτό, εξακολουθείτε να είστε φαντασμένοι και φουσκωμένοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύξατε μάλλον πένθος επίσημο και γενικό, για να εκδιώξει ο Θεός από την εκκλησιαστική σας κοινότητα εκείνον που έκανε την πράξη αυτή! Η ευθύνη πέφτει ολόκληρη επάνω σας. Διότι εγώ, καθώς απουσιάζω βέβαια σωματικά, είμαι όμως παρών στην Κόρινθο με τον νου και την καρδιά μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει σαν να ήμουν παρών τον αναίσχυντο αυτόν που έκανε τη μισητή αυτή πράξη. Και τώρα, αφού συναχθούμε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εσείς και εγώ παρών ανάμεσά σας πνευματικά μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτόν στον σατανά, αποκόπτοντάς τον από την Εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολαστεί σκληρά το σώμα του και να συνετιστεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)».
Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; «Σατάν» στη γλώσσα των Εβραίων λέγεται ο αντικείμενος, ο αντίπαλος· και στο τρίτο βιβλίο των «Βασιλειῶν» έτσι ονόμασε η Γραφή τους αντιπάλους, και όταν διηγείται για τον Σολομώντα, λέγει: «οὐχ ἦν Σατάν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ(:Δεν υπήρχε κάποιος αντίπαλος κατά τους χρόνους αυτού)»[Γ΄Βασ. 5,4], δηλαδή αντίπαλος, ο οποίος να διεξάγει πόλεμο ή να ενοχλεί[πρβ. και Γ΄Βασ.11,14]. Αυτό λοιπόν το οποίο εννοεί ο Παύλος είναι το εξής: «Δεν επέτρεψε ο Θεός να προχωρήσει το κήρυγμα, για να ταπεινώνει το δικό μας φρόνημα, αλλά επέτρεψε στους εχθρούς να επιτίθενται σε εμάς»· διότι αυτό μεν ήταν ικανό να ταπεινώσει το φρόνημα, εκείνο όμως, δηλαδή το νόσημα της κεφαλαλγίας, όχι.
«Ἂγγελον σατανᾶ» λοιπόν λέγει τον Αλέξανδρο τον χαλκουργό, όσους βρίσκονταν γύρω από τον Υμέναιο και τον Φιλητό, όλους όσοι αντέκειντο στο κήρυγμα και φιλονικούσαν μαζί του και τον πολεμούσαν, όσους τον ενέκλεισαν σε φυλακή, όσους τον έδειραν, όσους τον έδιωξαν· επειδή έκαναν τα θελήματα του Σατανά. Όπως ακριβώς λοιπόν ονομάζει υιούς του διαβόλου τους Ιουδαίους, επειδή επιθυμούσαν όσα ο διάβολος ήθελε, έτσι και «άγγελο του Σατανά» ονομάζει όποιον αντιτίθεται στο κήρυγμα. Αυτό λοιπόν σημαίνει η φράση: «Μου δόθηκε ένα αγκάθι, άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει», όχι ότι ο Θεός τούς οπλίζει αυτούς τους αντικείμενους, μη γένοιτο, ούτε κολάζει, ούτε τιμωρεί τους δικούς Του εργάτες, αλλά επιτρέπει και αφήνει μέχρι ενός σημείου.
«Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ(:Για τον πειρασμό αυτόν τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει)»[Β΄Κορ. 12,8]· δηλαδή πολλές φορές. Και αυτό είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης, το να μην κρύψει ότι δεν υπέφερε τις επιβουλές, ότι απόκαμνε και προσευχόταν για να απαλλαγεί. «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά’’)». Δηλαδή: «Σου είναι αρκετό ότι ανασταίνεις νεκρούς, ότι θεραπεύεις τυφλούς, ότι καθαρίζεις λεπρούς, ότι στα άλλα θαυματουργείς· μη ζητείς και το να μην κινδυνεύεις και να μην έχεις ανάγκη και το να κηρύττεις χωρίς δυσχέρειες. Αλλά πονάς και στενοχωριέσαι μήπως νομιστεί ότι αυτό οφείλεται σε δική μου αδυναμία, το ότι δηλαδή είναι πολλοί αυτοί που σε επιβουλεύονται και σε δέρνουν και σε διώκουν και σε μαστιγώνουν; Αυτό ακριβώς λοιπόν αποδεικνύει την δύναμή μου». «Διότι η δύναμή Του», λέγει ο Κύριος, «φανερώνεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία»· «όταν, ενώ διώκεστε, επικρατείτε στους διώκτες, όταν ενώ σας κατατρέχουν, νικάτε αυτούς που σας κατατρέχουν, όταν ενώ είστε φυλακισμένοι, τρέπετε σε φυγή αυτούς που σας φυλάκισαν. Μη ζητείς λοιπόν τα περιττά».
Βλέπεις πως άλλη αιτία εκθέτει ο Παύλος και άλλη ο Θεός; Δηλαδή αυτός μεν λέγει: «για να μην υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε αγκάθι», ενώ ο Θεός λέγει ότι είπε ότι επιτρέπει αυτό για να δείξει τη δύναμή Του. «Όχι μόνο περιττό πράγμα, ζητείς λοιπόν, αλλά πράγμα το οποίο επιπλέον θα φανεί ότι επισκιάζει τη δύναμή μου». Διότι το «σου είναι αρκετή η χάρη μου», αυτό δηλώνει, ότι δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε άλλο, αλλά ότι το παν έχει ολοκληρωθεί. Ώστε και από εδώ είναι φανερό ότι δεν εννοεί κάποια κεφαλαλγία· διότι βεβαίως δεν κήρυτταν ενώ ήσαν άρρωστοι· διότι δεν μπορούσαν να κηρύττουν, ενώ ασθενούσαν. Αλλά εννοεί ότι ενώ κατατρέχονταν και ενώ καταδιώκονταν(οι Απόστολοι), επικρατούσαν σε όλους.
«Επειδή λοιπόν αυτά άκουσα από τον Θεό», λέγει: «Ἣδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)». Διότι για να μην καταπέσουν, επειδή εκείνοι οι ψευδαπόστολοι καυχώνταν για τα αντίθετα, και ενώ αυτοί βρίσκονταν σε διωγμούς, δείχνει ότι για τον λόγο αυτόν λαμπρότερος γίνεται και έτσι περισσότερο διαλάμπει η δύναμη του Θεού, και είναι άξια καυχήσεως όσα γίνονται.
Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ». «Όλα αυτά τα οποία απαρίθμησα ή και αυτό που είπα τώρα, ότι μου δόθηκε αγκάθι, δεν τα είπα επειδή λυπούμαι, αλλά επειδή είμαι υπερήφανος γι΄ αυτά και για να ελκύσω περισσότερη δύναμη από τον Θεό». Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει: «για να κατασκηνώσει σε εμένα η δύναμη του Χριστού». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι όσο εντονότεροι γίνονταν οι πειρασμοί, τόσο και τα δώρα της χάριτος αυξάνονταν και επέμεναν.
«Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Γι’αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για την δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός· διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ. 12,10].
Για ποιες ασθένειες, λοιπόν, «εὐδοκεῖς»; Πες μου. «Εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ(:Ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού)».
Είδες πώς αποκάλυψε τώρα αυτό σαφέστατα; Διότι λέγοντας το είδος της ασθένειας, δεν είπε πυρετούς ή κάποιον τέτοιο παροξυσμό ή άλλη νόσο σωματική, αλλά ύβρεις, διωγμούς, ταλαιπωρίες. Είδες ψυχή ευγνώμονα; Επιθυμεί να απαλλαγεί από τις δυστυχίες· όταν όμως άκουσε από τον Θεό, ότι δεν πρέπει να γίνει αυτό, όχι μόνο δεν λυπήθηκε διότι δεν εισακούστηκε στην προσευχή, αλλά και ευχαριστήθηκε. Για τον λόγο αυτόν έλεγε «εὐδοκῶ(:είμαι ευχαριστημένος, ευφραίνομαι)», «χαίρομαι, επιθυμώ να υβρίζομαι, να διώκομαι, να ταλαιπωρούμαι για τον Χριστό». Αυτά επίσης τα έλεγε και για να καταστέλλει εκείνους τους ψευδαπόστολους, και για να ενισχύει τα φρονήματα των πιστών, για να μην ντρέπονται για τα παθήματα του Παύλου· διότι είναι αρκετή η διδασκαλία για να τους κάνει λαμπρότερους από όλους.
Έπειτα εκθέτει και άλλη αιτία: «Ὃταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ.12,10]. «Τι απορείς, αφού η δύναμη του Θεού τότε φαίνεται; Και εγώ τότε είμαι δυνατός». Διότι τότε περισσότερο επερχόταν η χάρη: «ὅτι καθὼς περισσσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν(:Τον δοξάζουμε λοιπόν και Τον ευχαριστούμε, διότι όπως πάρα πολλά είναι τα παθήματα και οι θλίψεις που πάσχουμε σαν τον Χριστό και για την δόξα Του, έτσι υπεράφθονη είναι και η παρηγοριά που δεχόμαστε διαμέσου του Χριστού)»[Β΄Κορ.1,5].
Όπου υπάρχει δοκιμασία, εκεί υπάρχει και παρηγορία· όπου παρηγορία εκεί και χάρις. Όταν λοιπόν ρίχτηκε μέσα στη φυλακή, τότε έκανε εκείνα τα θαύματα· όταν ναυάγησε και παρασύρθηκε στη βάρβαρη χώρα, τόσο περισσότερο δοξάστηκε. Όταν εισήλθε στο δικαστήριο δεμένος, τότε νίκησε και τον δικαστή. Έτσι γινόταν και στην Παλαιά Διαθήκη· στις δοκιμασίες ανθούσαν και αναδεικνύονταν περισσότερο οι δίκαιοι. Έτσι οι τρεις παίδες, έτσι ο Δανιήλ και ο Μωυσής και ο Ιωσήφ· όλοι από τους πειρασμούς αναδείχτηκαν λαμπρότεροι και αξιώθηκαν μεγάλων βραβείων· διότι τότε καθαίρεται η ψυχή, όταν θλίβεται για τον Θεό· τότε λαμβάνει μεγαλύτερη βοήθεια, επειδή έχει ανάγκη περισσότερης συμμαχίας και είναι άξια περισσότερης χάριτος. Και πριν από την τελική ανταπόδοση που φυλάσσεται γι΄αυτόν από τον Θεό, καρπώνεται μεγάλα αγαθά καθώς γίνεται πεπαιδευμένη· διότι και την υπερηφάνεια αφαιρεί και την ραθυμία εξολοθρεύει τελείως η θλίψη, και εγκαρδιώνει για την υπομονή· ξεσκεπάζει την ευτέλεια των ανθρωπίνων πραγμάτων και εισάγει στην ψυχή πολλή γνώση και παίδευση· διότι στη θλίψη υποχωρούν όλα τα πάθη, φθόνος, ζήλος, επιθυμία, κυριαρχία, έρως χρημάτων και σωμάτων, αλαζονεία, υπερηφάνεια, θυμός, όλο το υπόλοιπο πλήθος αυτών των νοσημάτων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΚΕ΄και ΚΣΤ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 18-27 και 37-45 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΠΑΥΛΟΝ
ΟΜΙΛΙΑ Α΄
Δεν θα έσφαλλε κανένας αν ονόμαζε την ψυχή του αποστόλου Παύλου λιβάδι αρετών και κήπο πνευματικό. Τόσο πολύ ακτινοβολούσε από χάρη και έδειχνε την πίστη της ψυχής του αντάξια αυτής της χάρης. Επειδή λοιπόν έγινε σκεύος εκλογής και καθάρισε καλά τον εαυτό του, εκεί εκχυθεί σε αυτόν πλούσια η δωρεά του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό μας χάρισε και τους θαυμαστούς ποταμούς, όχι μόνο τέσσερις κατά την πηγή του παραδείσου[:οι τέσσερις ποταμοί που πότιζαν τον παράδεισο ήταν οι Φισών, Γηών, Τίγρης και Ευφράτης· Γέν.2,10-14], αλλά πολύ περισσότερους που ρέουν καθημερινά και δεν ποτίζουν τη γη αλλά τις ψυχές των ανθρώπων που τις διεγείρουν στην καρποφορία της αρετής.
Ποιος λοιπόν λόγος είναι ικανός να εξυμνήσει τα κατορθώματά του; Και ποια γλώσσα θα μπορέσει να πλησιάσει τα εγκώμιά του; Γιατί όταν όλα τα ανθρώπινα αγαθά τα έχει συγκεντρωμένα μια ψυχή, και όλα σε υπερβολικό βαθμό και όχι μόνο τα καλά των ανθρώπων, αλλά και των αγγέλων, πώς θα ξεπεράσουμε το μέγεθος των εγκωμίων; Δεν θα σιωπήσουμε βέβαια γι’ αυτό, αλλά γι’ αυτό, γι’ αυτό ακριβώς θα μιλήσουμε. Γιατί και αυτό είναι το καλύτερο είδος εγκωμίου, το να ξεπερνά δηλαδή των μέγεθος των κατορθωμάτων κατά πολύ την ευχέρεια του λόγου, και η ήττα είναι για εμάς λαμπρότερη από άπειρες νίκες.
Από πού λοιπόν θα ήταν κατάλληλο να αρχίσουμε τους επαίνους; Από πού αλλού, παρά από αυτό πρώτα, να αποδείξουμε ότι έχει όλα τα καλά; Γιατί είτε οι προφήτες έδειξαν κάτι σημαντικό είτε οι πατριάρχες, είτε οι δίκαιοι είτε οι απόστολοι είτε οι μάρτυρες, όλα αυτά μαζί τα έχει συγκεντρωμένα ο Παύλος σε τόσο υπερβολικό βαθμό, που κανένας από αυτούς δεν είχε και όποιο καλό είχε από αυτούς ο καθένας ξεχωριστά, το είχε αυτός.
Πρόσεξε λοιπόν· πρόσφερε θυσία ο Άβελ και από εδώ ανακηρύσσεται αγαθός· όμως, εάν φέρεις ενώπιόν μας την θυσία του Παύλου, τόσο ανώτερη παρουσιάζεται από εκείνη όσο ο ουρανός από την γη. Ποια λοιπόν θυσία θέλετε να πω; Γιατί δεν είναι μόνο μια. Γιατί πραγματικά θυσίαζε τον εαυτό του καθημερινά και έκανε μάλιστα διπλή αυτή την προσφορά, πρώτα πεθαίνοντας καθημερινά και ύστερα φέρνοντας τη νέκρωση στο σώμα του· γιατί διαρκώς ήταν αντιμέτωπος με κινδύνους και διαρκώς θυσιαζόταν με τη θέλησή του, και νέκρωσε έτσι τη φύση της σάρκας, ώστε να μην είναι κατώτερος από τα θυσιαζόμενα σφάγια, αλλά και πολύ ανώτερος· γιατί δεν πρόσφερε βόδια και πρόβατα, αλλά θυσίαζε διπλά τον εαυτό του κάθε μέρα. Γι’ αυτό και είχε το θάρρος να πει: «Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε (:Να αγρυπνείς και να κοπιάζεις, διότι εγώ τώρα χύνω το αίμα μου ως σπονδή και θυσία στον Θεό· και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου από τον κόσμο αυτό είναι πολύ κοντά)»[Β΄ Τιμ. 4,6], καλώντας σπονδή το δικό του αίμα.
Όμως δεν αρκέστηκε στις θυσίες αυτές, αλλά επειδή αφιέρωσε καλά τον εαυτό του πρόσφερε και την οικουμένη θυσία και σαν να είχε φτερά, διέσχισε τη γη και την θάλασσα, την Ελλάδα και τις άλλες χώρες και γενικά όλη την γη που βλέπει ο ήλιος όχι μόνο οδοιπορώντας, αλλά ξεριζώνοντας τα αγκάθια των αμαρτημάτων και σπέρνοντας το λόγο της ευσεβείας, απομακρύνοντας την πλάνη, επαναφέροντας την αλήθεια, κάνοντας αγγέλους από τους ανθρώπους, ή καλύτερα από δαίμονες τους ανθρώπους τούς έκανε αγγέλους.
Γι’ αυτό και όταν επρόκειτο να φύγει από τον κόσμο ύστερα από τους πολλούς κόπους του και τα πολλά τρόπαια αυτά, παρηγορώντας τους μαθητές του έλεγε: «Ἀλλ᾿ εἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως ὑμῶν, χαίρω καὶ συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν·τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ ὑμεῖς χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι (:Αλλά κι αν ακόμη χύνω το αίμα μου ως σπονδή επάνω στη θυσία που προσφέρω στον Θεό ως λειτουργία – και η θυσία και η λειτουργία μου αυτή είναι η πίστη σας, την οποία αποκτήσατε και με τη δική μου συνδρομή και την οποία προσφέρω στο Θεό ως έργο ιερής λατρείας – χαίρομαι που γίνομαι σπονδή˙ και χαίρομαι μαζί με όλους σας για το σωτήριο αποτέλεσμα που θα έχετε. Ακριβώς λοιπόν το ίδιο να κάνετε κι εσείς. Μη λυπάστε καθόλου. Αλλά να χαίρεστε για την πίστη σας, και να χαίρεστε μαζί μου για το μαρτύριό μου)»[Φιλιπ.2,17-18]. Τι λοιπόν θα μπορούσε να υπάρξει ισάξιο με την θυσία αυτή, την οποία θυσίασε με το μαχαίρι του αγίου Πνεύματος, την οποία πρόσφερε στο θυσιαστήριο που είναι πάνω από τους ουρανούς;
Αλλά δολοφονήθηκε ο Άβελ από τον Κάιν και έτσι έγινε ενδοξότερος; Εγώ όμως σου αρίθμησα άπειρους θανάτους και τόσους όσες μέρες έζησε κηρύσσοντας αυτός ο μακάριος. Και αν θέλεις να μάθεις αυτή την πραγματική σφαγή, ο Άβελ θανατώθηκε από τον αδελφό του που δεν τον είχε αδικήσει ούτε ευεργετήσει· ο Παύλος όμως θανατωνόταν από αυτούς τους οποίους έτρεχε να αρπάξει από τα άπειρα κακά και για τους οποίους πάθαινε αυτά που έπαθε.
Αλλά ο Νώε ήταν δίκαιος, τέλειος ανάμεσα στους ανθρώπους της γενιάς του, και μόνο αυτός ανάμεσα σε όλους ήταν τόσο δίκαιος και ενάρετος; Αλλά και ο Παύλος ήταν τέτοιος μόνο ανάμεσα σε όλους. Ο Νώε, από την άλλη πλευρά, έσωσε μόνο τον εαυτό του μαζί με τα παιδιά του· ο Παύλος όμως όταν έγινε στην οικουμένη πολύ χειρότερος κατακλυσμός, χωρίς να καρφώσει σανίδες και να κάνει κιβωτό, αλλά αντί για σανίδες γράφοντας τις επιστολές του, όχι δύο και τρεις και πέντε συγγενείς, αλλά ολόκληρη την οικουμένη που επρόκειτο να καταποντιστεί, άρπαξε μέσα από τα κύματα.
Γιατί ούτε η κιβωτός του Παύλου ήταν τέτοια ώστε να περιφέρεται σε ένα τόπο, αλλά έπιασε τα πέρατα της οικουμένης και από τότε μέχρι σήμερα όλους τους οδηγεί μέσα σε αυτή την κιβωτό· αφού την έκανε ανάλογη προς το πλήθος των σωζόμενων, δέχεται ανθρώπους πιο ανόητους από τα ζώα και τους κάνει ισάξιους με τις ουράνιες δυνάμεις, ξεπερνώντας έτσι την κιβωτό του Νώε· γιατί εκείνη αφού έλαβε κόρακα, κόρακα πάλι τον εξαπέστειλε, και λύκο αφού φιλοξένησε, την θηριώδη φύση του δεν την άλλαξε. Αυτός όμως δεν συμπεριφέρεται έτσι· αλλά αφού εξέλαβε λύκους, τους έκανε πρόβατα, και αφού δέχθηκε γεράκια και καλιακούδες, τα έκανε περιστέρια, και αφού απομάκρυνε κάθε παραλογισμό και θηριωδία της ανθρώπινης φύσης, έβαλε μέσα της την ημερότητα του αγίου Πνεύματος, και μέχρι σήμερα πλέει η κιβωτός αυτή και δεν διαλύεται. Και ούτε μπόρεσε ο χειμώνας της κακίας να ανοίξει τις σανίδες της, αλλά κατόρθωσε να επιπλεύσει και να διαλύσει την θύελλα του χειμώνα. Και πολύ φυσικό ήταν αυτό μάλιστα, αφού οι σανίδες της δεν ήταν αλειμμένες με άσφαλτο και πίσσα, αλλά με το άγιο Πνεύμα.
Αλλά και τον Αβραάμ θαυμάζουν όλοι, γιατί όταν άκουσε, «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω (:Τότε είπε ο Κύριος στον Άβραμ: “Βγες από την πατρίδα σου, από τους συγγενείς σου και τον πατρικό σου οίκο, και ξεκίνησε και πήγαινε στη χώρα,την οποία Εγώ θα σου δείξω”)»[Γέν.12,1], άφησε πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και τα πάντα ήταν γι’ αυτόν ήταν γι’ αυτόν η εντολή του Θεού. Πραγματικά και εμείς το θαυμάζουμε αυτό.
Αλλά τι θα μπορούσε να υπάρξει ισάξιο με τον Παύλο; Αυτός δεν άφησε πατρίδα και σπίτι και συγγενείς, αλλά τον ίδιο τον κόσμο για χάρη του Ιησού, ή καλύτερα, τον ίδιο τον ουρανό, και κάτι περισσότερο από τον ουρανό περιφρόνησε και ένα μόνο ζητούσε, την αγάπη του Ιησού. Και άκουσε τον ίδιο να δηλώνει αυτό και να λέει: «ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα (:αλλά όλα αυτά τα υπερνικούμε με τη βοήθεια του Χριστού, ο Οποίος μας αγάπησε και εξαιτίας της αγάπης Του δεν μας αφήνει απροστάτευτους στους κινδύνους και τις δύσκολες αυτές περιστάσεις. Ναι. Τα υπερνικούμε όλα· διότι είμαι πεπεισμένος ότι ούτε θάνατος, με τον οποίο ενδεχομένως θα μας φοβερίσουν, ούτε ζωή, με την οποία μας υπόσχονται οποιαδήποτε ευτυχία, ούτε τα τάγματα των ουρανίων πνευμάτων, ούτε οι άγγελοι δηλαδή, ούτε οι αρχές, ούτε οι δυνάμεις, αλλά ούτε και οι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος, ούτε τα μελλοντικά γεγονότα, ούτε οι ένδοξες επιτυχίες που υψώνουν τον άνθρωπο πολύ, ούτε οι άδοξες ταπεινώσεις που τον καταρρίπτουν σε μεγάλα βάθη, ούτε οποιαδήποτε άλλη κτίση διαφορετική από αυτή που βλέπουμε θα μπορέσει να μας χωρίσει και να μας απομακρύνει από την αγάπη που μας έδειξε ο Θεός μέσω του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, και η οποία μας κρατά στενά συνδεδεμένους μαζί Του και ιδιαιτέρως προστατευόμενούς Του)» [Ρωμ.8,37-39].
Αλλά ο Αβραάμ ριψοκινδυνεύοντας την ζωή του, άρπαξε από τους βάρβαρους τον ανιψιό του τον Λωτ;[βλ.Γέν.14,1-16]. Ο Παύλος όμως δεν άρπαξε τον ανιψιό του ούτε τρεις και πέντε πόλεις, αλλά ολόκληρη την οικουμένη όχι από βάρβαρους αλλά από τα ίδια τα χέρια των δαιμόνων, υπομένοντας καθημερινά άπειρους κινδύνους και παρέχοντας με τους δικούς τους θανάτους πολλή ασφάλεια στους άλλους. Αλλά στην περίπτωση του Αβραάμ υπάρχει το κυριότερο αγαθό και το ανώτατο δείγμα ευσεβείας, το να θυσιάσει δηλαδή τον υιό του; Όμως και εδώ θα συναντήσουμε τα πρωτεία να τα έχει ο Παύλος, γιατί δεν θυσίασε τον υιό του αλλά τον εαυτό του άπειρες φορές, πράγμα που είπα παραπάνω.
Και τι λοιπόν δεν θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς στον Ισαάκ; Πάρα πολλά πράγματα, κυρίως όμως την ανεξικακία, γιατί όταν άνοιγε πηγάδια και τον έδιωχναν από τα δικά του κτήματα δεν έκανε αντεπίθεση, αλλά ανεχόταν να βλέπει και τα πηγάδια σκεπασμένα με πέτρες και χώμα, και πάντοτε μετανάστευε σε άλλο τόπο χωρίς να επιτίθεται κάθε φορά σε αυτούς που τον στεναχωρούσαν, αλλά παραιτούνταν και παραχωρούσε τα δικά του κτήματα, μέχρι τότε που χόρτασε την άδικη επιθυμία τους[βλ. Γέν.26,12-33]. Αλλά ο Παύλος βλέποντας όχι τα πηγάδια του σκεπασμένα με πέτρες, αλλά το ίδιο το δικό του το σώμα να γεμίζουν με πέτρες που έριχναν εναντίον του, δεν το ανεχόταν μόνο όπως ο Ισαάκ, αλλά προσπαθούσε να ανυψώσει στον ουρανό και αυτούς ακόμη που τον λιθοβολούσαν· γιατί όσο σκεπαζόταν αυτός από πέτρες, η πηγή τόσο περισσότερο ανοιγόταν και έχυνε προς τα έξω περισσότερους ποταμούς υπομονής.
Αλλά η Αγία Γραφή θαυμάζει τον υιό του Ισαάκ, τον Ιακώβ, για την υπομονή του; Και ποια αδαμάντινη ψυχή θα μπορέσει να επιδείξει την υπομονή του Παύλου; Γιατί δεν εργάστηκε δεκατέσσερα χρόνια όπως ο Ιακώβ για να λάβει ως νύφη τη Ραχήλ, αλλά όλη του την ζωή εργάστηκε για την Νύμφη του Χριστού, την Εκκλησία, χωρίς να υποφέρει μόνο από τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νύκτας, αλλά υπομένοντας άπειρες νιφάδες πειρασμών, τη μια μέρα δεχόμενος μαστιγώσεις, την άλλη μέρα λιθοβολούμενος, άλλοτε μαχόμενος με τα θηρία, και άλλοτε αγωνιζόμενος με το πέλαγος, με την πείνα που διαρκούσε μέρα και νύκτα και με το ψύχος και πάντοτε υπερπηδώντας τους κινδύνους και αρπάζοντας τα πρόβατα από το στόμα του διαβόλου.
Αλλά είναι σώφρων ο Ιωσήφ; Φοβάμαι όμως μήπως είναι αστείο από αυτό να επαινώ τον Παύλο, ο οποίος σταυρώθηκε για τον κόσμο, και όχι αυτά που ευχαριστούν το σώμα μόνο, αλλά όλα τα πράγματα έτσι τα έβλεπε, όπως εμείς την σκόνη και την στάχτη, και παρέμενε ασυγκίνητος σαν ένας νεκρός μπροστά σε νεκρό. Έτσι καταπραΰνοντας με προσοχή όλες τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, ποτέ δεν έπαθε τίποτε μπροστά σε κανένα ανθρώπινο πάθος.
Θαυμάζουν τον Ιώβ όλοι οι άνθρωποι; Και πολύ σωστά· γιατί ήταν πολύ μεγάλος αθλητής και μπορούσε να εξισωθεί με τον ίδιο τον Παύλο, για την υπομονή του, για την καθαρότητα της ζωής του, για την αφοσίωσή του στον Θεό, για την πεισματώδη εκείνη μάχη, για την θαυμαστή νίκη του ύστερα από τη μάχη. Ο Παύλος όμως δεν ζούσε έτσι αγωνιζόμενος πολλούς μήνες, αλλά ζούσε έτσι αγωνιζόμενος πολλά χρόνια, χωρίς να διαλύει του βώλους της γης από το πύο των πληγών του και να κάθεται πάνω στην κοπριά, αλλά πέφτοντας συνεχώς μέσα στο νοητό στόμα του διαβόλου και και παλεύοντας με άπειρους πειρασμούς, ήταν πιο ισχυρός από κάθε πέτρα. Δεν τον περιγελούσαν τρεις ή τέσσερεις φίλοι, αλλά όλοι οι άπιστοι ψευδάδελφοι [: Πρόκειται για τους Ιουδαΐζοντες χριστιανούς, που επέμεναν στην υποχρεωτική τήρηση του μωσαϊκού νόμου για τους χριστιανούς που προέρχονταν από τους εθνικούς και τηρούσαν επαφή με την ιουδαϊκή θρησκεία] και τον έφτυναν και τον κατηγορούσαν.
Η φιλοξενία όμως του Ιώβ ήταν μεγάλη καθώς η φροντίδα του για εκείνους που είχαν ανάγκη; Ούτε εμείς αντιλέγουμε, αλλά θα την βρούμε τόσο κατώτερη από την φροντίδα και την φιλοξενία του Παύλου, όσο απέχει το σώμα από την ψυχή. Γιατί όποιο ενδιαφέρον έδειχνε ο Ιώβ για τους τυφλούς κατά σάρκα, το έκανε αυτός για τους ακρωτηριασμένους κατά την ψυχή διορθώνοντας τους κουτσούς και ανάπηρους διορθώνοντας κατά το λογικό και ντύνοντας με την στολή της ευσεβείας τους γυμνούς και αυτούς που έκαναν ασχήμιες. Και στα σωματικά τόσο περνούσε τον Ιώβ, όσο πολύ μεγαλύτερο είναι το να βοηθεί εκείνους που έχουν ανάγκη αυτός που ζει μέσα στην φτώχεια και την πείνα, από αυτόν που κάνει αυτό από το περίσσευμά του.
Και το σπίτι του Ιώβ ήταν ανοιχτό για όποιον ερχόταν, η ψυχή όμως του Παύλου ήταν απλωμένη σε όλη την οικουμένη και υποδεχόταν ολόκληρες πόλεις. Γι’ αυτό και έλεγε: «Οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν(:Δεν αισθάνεστε σφίξιμο, καθώς είστε μέσα στην ευρύχωρη από αγάπη καρδιά μας. Πιέζεστε όμως μέσα στα δικά σας σπλάχνα, που είναι στενά, διότι τους λείπει η αγάπη)» [Β΄Κορ. 6,12]. Και ο Ιώβ έχοντας πάρα πολλά πρόβατα και βόδια, ήταν γενναιόδωρος σε αυτούς που είχαν ανάγκη. Ο Παύλος όμως χωρίς να κατέχει τίποτα περισσότερο από το σώμα του, από αυτό βοηθούσε εκείνους που είχαν ανάγκη και φωνάζει λέγοντας: «Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται (:Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια)»[Πράξ. 20,34], έχοντας την σωματική του εργασία εισόδημα για εκείνους που υπόφεραν από πείνα και ήταν πεινασμένοι.
Αλλά και οι πληγές και τα σκουλήκια προξενούσαν στον Ιώβ φοβερούς και ανυπόφορους πόνους; Το παραδέχομαι και εγώ· εάν όμως συγκρίνεις τις μαστιγώσεις του Παύλου σε τόσα χρόνια και την αδιάκοπη πείνα και γυμνότητα και τις αλυσίδες και την φυλακή και τους κινδύνους και τις επιβουλές, από τους δικούς του, από τους ξένους, από τους τυράννους, από όλη την οικουμένη και μαζί με αυτά τα πιο δυσάρεστα δηλαδή τις θλίψεις γι’ αυτούς που ήταν ολιγόπιστοι, τη φροντίδα για όλες τις εκκλησίες, την έξαψη που υπόμενε για καθένα που σκανδαλιζόταν, θα καταλάβεις πως ήταν ισχυρότερη από πέτρα η ψυχή που υπόμενε αυτά, και ξεπερνούσε και σίδηρο και διαμάντι. Εκείνα λοιπόν που πάθαινε ο Ιώβ στο σώμα, τα πάθαινε ο Παύλος στην ψυχή και χειρότερα από κάθε σκουλήκι τού κατέτρωγε την ψυχή του η λύπη για όποιον σκανδαλιζόταν. Γι’ αυτό και έχυνε αστείρευτους ποταμούς δακρύων, όχι μόνο τις ημέρες αλλά και τις νύχτες, και για τον καθένα από τους πιστούς υπόφερε φοβερότερα από κάθε γυναίκα όταν γεννά. Γι’ αυτό και έλεγε: «Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! (:Παιδιά μου, για τους οποίους πάλι έχω ωδίνες μέχρις ότου μορφωθεί ο Χριστός μέσα σας)»[Γαλ.4,19].
Ποιον θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς μετά τον Ιώβ; Χωρίς άλλο τον Μωυσή. Αλλά και αυτόν ξεπερνούσε κατά πολύ ο Παύλος. Ήταν βέβαια μεγάλα και τα άλλα χαρίσματά του, το κυριότερο όμως και σπουδαιότερο της αγίας εκείνης ψυχής ήταν το ότι προτίμησε να διαγραφεί από την αγία Βίβλο του Θεού για τη σωτηρία των Ιουδαίων. Αλλά ο Μωυσής προτιμούσε να χαθεί μαζί με άλλους, ο Παύλος όμως προτιμούσε όχι να χαθεί μαζί με άλλους, αλλά να χάσει αυτήν την απέραντη δόξα όταν οι άλλοι σώζονται. Και ο πρώτος αγωνιζόταν εναντίον του Φαραώ, ο άλλος όμως καθημερινά εναντίον του διαβόλου. Και ο Μωυσής κουραζόταν για ένα έθνος, ο Παύλος όμως για ολόκληρη την οικουμένη και όχι με ιδρώτα, αλλά και με αίμα αντί για ιδρώτα περιβρεχόταν από παντού, και διόρθωνε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τις βαρβαρικές χώρες.
Θα μπορούσα και τον Ιησού του Ναυή να σας παρουσιάσω και τον Σαμουήλ και τους άλλους προφήτες αλλά για να μην κάνουμε εκτενέστερο λόγο, ας ασχοληθούμε με τους κορυφαίους από αυτούς· γιατί όταν φανεί ανώτερος από αυτούς, δεν απομένει καμία αμφισβήτηση για τους άλλους. Ποιοι λοιπόν είναι οι κορυφαίοι; Ποιοι άλλοι μετά από αυτούς, παρά ο Δαβίδ και ο Ηλίας και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής; Από τους δύο τελευταίους που ανέφερα μάλιστα ο πρώτος, ο Ιωάννης, είναι πρόδρομος της πρώτης και ο άλλος, ο Ηλίας, της Δευτέρας παρουσίας του Κυρίου· γι’ αυτό και είχαν την ίδια προσωνυμία.
Ποιο λοιπόν ήταν το εξαιρετικό χάρισμα του Δαβίδ; Η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη προς το Θεό. Και ποιος πέτυχε περισσότερο και ποιος δεν ήταν κατώτερος από την ψυχή του Παύλου σε αυτά τα δύο; Και ποιο ήταν το θαυμαστό του Ηλία; Μήπως το ότι έκλεισε τον ουρανό και δεν έβρεχε και έφερε πείνα και κατέβασε φωτιά; [βλ. Γ΄Βασ.17,1:«Καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ ὁ προφήτης Θεσβίτης ὁ ἐκ Θεσβῶν τῆς Γαλαὰδ πρὸς Ἀχαάβ· ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, εἰ ἔσται τὰ ἔτη ταῦτα δρόσος καὶ ὑετός, ὅτι εἰ μὴ διὰ στόματος λόγου μου (:Ο προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης, ο οποίος καταγόταν από την Θέσδην της Γαλαάδ, είπε προς τον ασεβή βασιλιά Αχαάβ· “εν ονόματι του ζώντος Θεού του Κυρίου των δυνάμεων, του Θεού του Ισραήλ, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι ως υπηρέτης, σου αναγγέλλω ότι δεν θα υπάρξει κατά τα έτη αυτά, ούτε βροχή, ούτε δροσιά, παρά μόνον όταν εγώ με το στόμα μου θα το πω”)» και Δ΄Βασ. 1,12:«Καὶ ἀπεκρίθη Ἠλιοὺ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· εἰ ἄνθρωπος Θεοῦ ἐγώ, καταβήσεται πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταφάγεταί σε καὶ τοὺς πεντήκοντά σου· καὶ κατέβη πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ(:Απάντησε ο Ηλιού και του είπε: “Εάν εγώ είμαι πράγματι άνθρωπος του Θεού, θα κατεβεί φωτιά από τον ουρανό που θα καταφάει εσένα και τους πενήντα άντρες σου”. Και πραγματικά κατέβηκε την ώρα εκείνη φωτιά από τον ουρανό και κατέφαγε αυτόν και τους πενήντα άντρες του)»] Εγώ βέβαια δεν το νομίζω. Αλλά το περισσότερο αξιοθαύμαστο στον Ηλία πιστεύω ήταν το ότι αφοσιώθηκε με ζήλο στον Θεό και ήταν ισχυρότερος από την φωτιά. Αλλά εάν προσέξεις τον ζήλο του Παύλου, θα δεις ότι τόσο υπερέχει, όσο υπερείχε ο Ηλίας των άλλων προφητών.
Τι λοιπόν θα μπορούσε να υπάρξει ίσο με τα λόγια του εκείνα, τα οποία με αφοσίωση για την δόξα του Κυρίου έλεγε, ότι «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα(:και θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα, εάν ήταν δυνατόν αν γίνει αυτό για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, οι οποίοι είναι συγγενείς μου από σαρκική καταγωγή)»[Ρωμ.9,3]. Γι’ αυτό ενώ είχε μπροστά του τούς ουρανούς, τα στεφάνια και τα έπαθλα, δεν βιαζόταν και χρονοτριβούσε λέγοντας: «τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι᾿ ὑμᾶς(:το να παραμείνω όμως με το σώμα μου στη ζωή αυτή είναι αναγκαιότερο για την πνευματική σας ωφέλεια)»[Φιλιπ.1,24]. Γι’ αυτό ούτε και η ορατή αυτή κτίση νόμιζε ότι αρκούσε για να παραστήσει την αγάπη και τον ζήλο του, αλλά ζητούσε και κάποια άλλη που δεν υπήρχε ώστε να δείξει αυτά που ήθελε και επιθυμούσε.
Αλλά ο Ιωάννης έτρωγε βλαστάρια και άγριο μέλι; Ο Παύλος όμως ζώντας ανάμεσα σε ανθρώπους, όπως εκείνος στην έρημο, δεν έτρωγε βλαστάρια και μέλι άγριο, αλλά καθόταν σε φτωχότερο τραπέζι και δεν είχε ούτε την απαραίτητη τροφή εξαιτίας της φροντίδας του για το κήρυγμα. Αλλά έδειξε αυτός μεγάλη παρρησία προς τον Ηρώδη; Ο Παύλος όμως δεν αποστόμωσε ένα ή δύο ή τρεις, αλλά πάρα πολλούς όμοιους προς τον Ηρώδη, ή καλύτερα και πολύ χειρότερους από τον τύραννο αυτό.
Μας μένει να συγκρίνουμε αυτόν στην συνέχεια με τους αγγέλους. Γι’ αυτό ακριβώς αφού αφήσουμε τη γη, ας ανέβουμε προς τις αψίδες των ουρανών και ας μην καταδικάσει κανείς την τόλμη του λόγου· γιατί αφού η Αγία Γραφή ονόμασε άγγελο τον Ιωάννη και τους ιερείς, τι το παράδοξο, αν συγκρίνουμε με τις ουράνιες δυνάμεις τον καλύτερο από όλους; Ποιο λοιπόν είναι το σπουδαίο στους αγγέλους; Το ότι υπακούουν με κάθε προθυμία στο Θεό, πράγμα που και ο Δαυίδ με θαυμασμό έλεγε: «Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ(:Δοξολογείτε λοιπόν τον Κύριο όλοι οι άγγελοί Του, εσείς οι οποίοι είστε ισχυροί, ώστε να πράττετε το θέλημά Του, πρόθυμοι να ακούτε και να εκτελείτε τη διαταγή των λόγων Του)»[Ψαλμ.102,20] γιατί τίποτα δεν είναι ίσο με αυτό, και αν ακόμα είναι άπειρες φορές ασώματοι.
Εκείνο λοιπόν που κυρίως τους κάνει μακάριους είναι αυτό, ότι δηλαδή υπακούουν στις εντολές, ότι πουθενά δεν παρακούουν. Αυτό λοιπόν μπορούμε να δούμε ότι και ο Παύλος το τηρούσε με πολύ ζήλο· γιατί δεν εκτέλεσε μόνο τον λόγο του Θεού, αλλά και τις εντολές, και περισσότερο τις εντολές, και δηλώνοντας αυτό έλεγε: «Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ(: Ποιο λοιπόν έργο μένει σε μένα, για να μου ανήκει γι’ αυτό μισθός και δικαίωμα να καυχιέμαι; Μου μένει αυτό: Όταν κηρύττω το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας, να εναποθέσω ως πολύτιμο θησαυρό στις καρδιές των ακροατών το Ευαγγέλιο του Χριστού χωρίς να τους υποβάλω σε δαπάνες και έξοδα, ώστε να μην κάνω καθόλου χρήση της εξουσίας που μου παρέχει το Ευαγγέλιο να τρέφομαι από τους Χριστιανούς)»[Α’ Κορ.9,18].
Τι άλλο έλεγε ο προφήτης θαυμάζοντας τους αγγέλους; «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα(:Ο Κύριος είναι Εκείνος, ο οποίος έπλασε τους αγγέλους ταχείς όπως τους ανέμους και τους ασωμάτους λειτουργούς Του δραστήριους και φωτεινούς σαν την φλόγα του πυρός)»[Ψαλμ.103,4]. Αλλά και αυτό μπορούμε να το δούμε στον Παύλο· γιατί σαν άνεμος και κεραυνός, έτσι διέτρεξε ολόκληρη την οικουμένη και καθάρισε την γη. Αλλά δεν κληρονόμησε ακόμα τον ουρανό; Γιατί αυτό είναι το θαυμαστό ότι στη γη τέτοιος ήταν, αν και είχε θνητό σώμα, και συναγωνιζόταν με τις ασώματες δυνάμεις.
Πόση λοιπόν κατηγορία δεν θα μας άξιζε, όταν ενώ ένας άνθρωπος έχει συγκεντρώσει στον εαυτό του όλα τα καλά, εμείς δεν φροντίζουμε να τον μιμηθούμε ούτε στο ελάχιστο μέρος; Αφού λοιπόν κατανοήσουμε αυτά, ας απαλλαγούμε από την κατηγορία ότι δεν τον μιμούμαστε, και ας προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε τον ζήλο του Παύλου, για να μπορέσουμε να επιτύχουμε τα ίδια αγαθά με την χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/eclogae-ex-diversis-homiliis.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Ομιλίες εγκωμιαστικές, Εἰς τόν ἃγιον ἀπόστολον Παύλον, ομιλία Α΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 36, σελίδες 401-417.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, Εἰς τόν ἃγιον ἀπόστολον Παύλον, ομιλία Α΄, τόμος 24, σελ. 43-51.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π. Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΠΑΥΛΟΝ
ΟΜΙΛΙΑ Β΄
Τι τέλος πάντων είναι ο άνθρωπος και πόση είναι η ευγένεια της δικής μας φύσης και πόσο ικανό στην αρετή είναι αυτό το ον, μας το έδειξε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους ο Παύλος. Και τώρα σηκώνεται από εκεί που έχει φτάσει και με καθαρή φωνή προς όλους εκείνους που κατηγορούν τη φύση μας απολογείται για χάρη του Κυρίου, προτρέπει την αρετή, κλείνει τα αναίσχυντα στόματα των βλάσφημων και αποδεικνύει ότι δεν είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στους αγγέλους και στους ανθρώπους αν θέλουμε να προσέχουμε τον εαυτό μας· γιατί χωρίς να έχει άλλη φύση, ούτε να έχει λάβει άλλη ψυχή, ούτε να κατοικήσει σε άλλο κόσμο, αλλά αν και ανατράφηκε στην ίδια γη και τόπο με τους ίδιους νόμους και συνήθειες ξεπέρασε όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν από τότε που έγιναν οι άνθρωποι.
Πού είναι λοιπόν εκείνοι που λένε ότι είναι δύσκολο πράγμα η αρετή και εύκολο η κακία; Γιατί ο Παύλος τούς αντικρούει λέγοντας: «Τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν (:Και ξανανιώνει η ψυχή μας, διότι οι θλίψεις μας, πολύ γρήγορα περνούν και είναι γι’ αυτό ελαφρές, ετοιμάζουν σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό αιώνιο βάρος δόξα σε εμάς)»[Β΄Κορ. 4,17], εάν όμως τέτοιες θλίψεις περνούν εύκολα, πολύ περισσότερο οι φυσικές ηδονές. Και δεν είναι μόνο αυτό το αξιοθαύμαστό του, ότι δηλαδή από πολλή προθυμία δεν αισθανόταν τους κόπους του για την αρετή, αλλά ότι ασκούσε αυτήν χωρίς αμοιβή.
Εμείς βέβαια δεν υπομένουμε κόπους για αυτήν, αν και υπάρχουν αμοιβές. Εκείνος όμως και χωρίς τα έπαθλα την επιζητούσε και την αγαπούσε, και εκείνα που θεωρούνταν ότι είναι εμπόδιά της τα ξεπερνούσε με κάθε ευκολία. Και δεν επικαλέστηκε ούτε την αδυναμία του σώματος, ούτε τις δύσκολες περιστάσεις, ούτε την τυραννίδα της φύσης, ούτε τίποτε άλλο. Αν και είχε αναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα από τους στρατηγούς και όλους τους άρχοντες της γης, αλλά όμως κάθε μέρα ήταν ακμαίος, και ενώ οι κίνδυνοί του επαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Για να δείξει αυτό ακριβώς έλεγε: «Ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (:Ενώ όμως εγώ γνωρίζω να υποφέρω τη στέρηση, εσείς κάνατε πράξη καλή και αξιέπαινη που μου συμπαρασταθήκατε και γίνατε συμμέτοχοι στη θλίψη μου)»[Φιλιπ.3,14]. Και ενώ περίμενε τον θάνατο, καλούσε σε συμμετοχή σε αυτή λέγοντας: «Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ ὑμεῖς χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι (:Ακριβώς λοιπόν το ίδιο να κάνετε και εσείς. Μη λυπάστε καθόλου. Αλλά να χαίρεστε για την πίστη σας, και να χαίρεστε μαζί μου για το μαρτύριό μου)»[Φιλιπ.2,18].
Και ενώ τον απειλούσαν οι κίνδυνοι και οι προσβολές και κάθε ατιμία, πάλι σκιρτούσε· και όταν έγραφε την επιστολή στους Κορινθίους έλεγε: «Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι (:Γι’ αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στεναχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για την δόξα του Χριστού. Διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός· διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ.12,10]. Και τα ονόμασε σε αυτά όπλα της δικαιοσύνης, αποδεικνύοντας ότι και από αυτά είχε πολύ μεγάλες ωφέλειες και από παντού ήταν ακατάβλητος στους εχθρούς του.
Και ενώ παντού τον βασάνιζαν, τον περιφρονούσαν, τον κακολογούσαν σαν να βάδιζε σε θριάμβους και να έστηνε σταθερά τρόπαια σε όλα τα σημεία της γης, έτσι υπερηφανευόταν και ευχαριστούσε τον Θεό λέγοντας: «Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι᾿ ἡμῶν ἐν παντὶ τόπῳ(:Οφείλουμε λοιπόν ευχαριστία στον Θεό, ο οποίος νικώντας και θριαμβεύοντας περιφέρει και εμάς πάντοτε στον θρίαμβό Του, ως διακόνους της νίκης που συντελεί για τον Χριστό και το ευαγγέλιό Του. Ο Θεός κατά την θριαμβευτική αυτή πορεία Του φανερώνει μέσα από εμάς την ευωδία της γνώσεώς Του σε κάθε τόπο)»[Β΄Κορ. 2,14].
Και την κακοποίηση και την προσβολή και το κήρυγμα επιζητούσε πολύ περισσότερο από όσο εμείς την τιμή, και τον θάνατο από όσο εμείς την ζωή, και τη φτώχεια από όσο εμείς τον πλούτο, και τους κόπους από όσο άλλοι τις ανέσεις, και όχι απλά περισσότερο αλλά πολύ περισσότερο, και τη λύπη πολύ περισσότερο από όσο άλλοι τη χαρά, και το να εύχεται για τους εχθρούς περισσότερο από όσο τους καταριούνται οι άλλοι. Και ανέτρεψε την τάξη των πραγμάτων, ή καλύτερα εμείς την ανατρέψαμε, εκείνος όμως, όπως την νομοθέτησε ο Θεός, έτσι την φύλασσε γιατί όλα αυτά είναι σύμφωνα με τη φύση, εκείνα όμως αντίθετα. Ποια είναι η απόδειξη; Το ότι ο Παύλος αν και ήταν άνθρωπος, ακολουθούσε περισσότερο αυτά παρά εκείνα.
Ένα μόνο πράγμα ήταν φοβερό γι’ αυτόν και το απόφευγε, το να αντιμάχεται με τον Θεό και τίποτα άλλο. Όπως βέβαια τίποτα άλλο δεν του ήταν ποθητό, όσο το να αρέσει στον Θεό. Και δεν λέω τίποτα από τα παρόντα, αλλά ούτε και από τα μέλλοντα. Και μη μου πεις τις πόλεις και τα έθνη και τους βασιλείς και τα στρατόπεδα και τα χρήματα και τις σατραπείες και τις δυναστείες· ούτε ιστό αράχνης δεν τα θεωρούσε αυτά. Αλλά σκέψου αυτά που υπήρχαν στους ουρανούς και τότε θα καταλάβεις την σφοδρή αγάπη που είχε για τον Χριστό· γιατί ο Παύλος γι’ αυτήν την αγάπη δεν θαύμασε ούτε την αξία των αγγέλων, ούτε των αρχαγγέλων, ούτε τίποτα άλλο παρόμοιο.
Είχε μέσα του το πιο μεγάλο από όλα, την αγάπη του Χριστού και μαζί με αυτό θεωρούσε τον εαυτό του τον πιο ευτυχισμένο από όλους. Και χωρίς αυτό δεν επιθυμούσε να γίνει ένας από τις Κυριότητες και τις Αρχές και τις Εξουσίες[:ονομασίες αγγελικών ταγμάτων], αλλά μαζί με την αγάπη αυτή του Χριστού επιθυμούσε να είναι περισσότερο ανάμεσα στους τελευταίους και τους κολασμένους, παρά χωρίς αυτή ανάμεσα στους πρώτους και τιμημένους· γιατί κόλαση γι’ αυτόν ήταν μία: το να χάσει την αγάπη αυτήν. Αυτό ήταν για τον Παύλο γέενα, αυτό τιμωρία, αυτό άπειρα κακά· όπως ακριβώς και απόλυση το να πετύχει αυτήν την αγάπη. Αυτό ήταν η ζωή του, αυτός ο κόσμος του, αυτός ο άγγελός του, αυτό τα παρόντα, αυτό τα μέλλοντα, αυτό τα βασίλεια, αυτό η υπόσχεση, αυτό άπειρα αγαθά. Και κάτι άλλο που δεν οδηγούσε εδώ δεν το θεωρούσε ούτε δυσάρεστο, ούτε ευχάριστο. Έτσι όμως περιφρονούσε όλα τα ορατά, όπως το σάπιο χόρτο. Και οι τύραννοι και οι πόλεις που άφριζαν από θυμό φαίνονταν να είναι κουνούπια, ενώ ο θάνατος και οι τιμωρίες και τα πάρα πολλά βασανιστήρια τού φαίνονταν να είναι παιδικά παιχνίδια. Αλλά βέβαια τα υπόφερε για τον Χριστό.
Γιατί τότε τα δεχόταν με χαρά αυτά και στα δεσμά του έτσι υπερηφανευόταν όπως δεν θα υπερηφανευόταν ο Νέρωνας όταν είχε στο κεφάλι του το βασιλικό διάδημα. Και έμενε στη φυλακή σαν να ήταν ο ουρανός και δεχόταν τα χτυπήματα και τις μαστιγώσεις πιο ευχάριστα από εκείνους που αρπάζουν τα βραβεία. Και τους πόνους αγαπούσε όχι λιγότερο από τα έπαθλα θεωρώντας ότι είναι έπαθλο. Γι’ αυτό και τους ονόμαζε χάρη. Πρόσεχε όμως. Έπαθλο ήταν το να πεθάνει και να είναι μαζί με τον Χριστό, το να παραμείνει όμως στη ζωή ήταν αυτός ο αγώνας. Αλλά όμως αυτό προτιμά περισσότερο από εκείνο και λέει ότι είναι αναγκαιότερο. Το να αποχωριστεί από τον Χριστό ήταν αγώνας και κόπος, ή καλύτερα περισσότερο από αγώνα και κόπο· το να παραμείνει μαζί Του όμως ήταν έπαθλο. Αυτό όμως προτιμά περισσότερο από εκείνο για χάρη του Χριστού.
Αλλά θα μπορούσε όμως να πει κανείς ότι όλα αυτά ήταν ευχάριστα εφόσον γίνονταν για χάρη του Χριστού. Αυτό λοιπόν λέω και εγώ. Εκείνα δηλαδή που είναι για εμάς αιτία λύπης, αυτά προκαλούσαν σε εκείνον μεγάλη ευχαρίστηση. Και γιατί λέω τους κινδύνους και όχι τις άλλες ταλαιπωρίες; Αφού πραγματικά ήταν σε διαρκή λύπη· γι’ αυτό και έλεγε: «Ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι ὄντες (:Και θα καυχηθώ διότι με μεγάλη ευχαρίστηση ανέχεστε τους άφρονες και ανόητους, ενώ είστε συνετοί)» [Β΄Κορ.11,19]. Αλλά όμως και τη λύπη θα μπορούσε να πει κανείς ότι την είχε σαν ευχαρίστηση· γιατί πολλοί και όταν χάσουν τα παιδιά τους και τους επιτρέπεται να θρηνούν, παρηγορούνται· όταν όμως εμποδίζονται, στεναχωριούνται. Έτσι λοιπόν και ο Παύλος κλαίγοντας νύχτα και μέρα, παρηγορούνταν· γιατί κανένας δεν πένθησε έτσι τα δικά του κακά, όπως εκείνος τα ξένα.
Πώς λοιπόν θεωρείς ότι συμπεριφέρεται αφού οι Ιουδαίοι δεν σώζονται, για να σωθούν αυτοί, όταν εύχεται να εκπέσει αυτός από την ουράνια δόξα; Επομένως είναι φανερό ότι το να μη σωθούν αυτοί είναι πολύ χειρότερο γι’ αυτόν· γιατί εάν δεν ήταν χειρότερο, δεν θα ευχόταν εκείνο: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα (:Και θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα, εάν ήταν δυνατό να γίνει αυτό, για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, οι οποίοι είναι συγγενείς μου από σαρκική καταγωγή)»[Ρωμ.9,3]. Αφού το προτίμησε σαν ελαφρότερο και που έχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Και όχι απλώς ήθελε αλλά φώναζε λέγοντας: «Ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου (:Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι με μεγάλη λύπη υπάρχει μέσα μου και πόνος συνεχής και αδιάκοπος στο βάθος της καρδιάς μου για την απιστία των ομοεθνών μου Ιουδαίων)»[Ρωμ.9,2]
Αυτόν λοιπόν που υπόφερε καθημερινά, σχεδόν για όλους τους κατοίκους της οικουμένης, και για όλους μαζί και για τα έθνη, και για τις πόλεις και για τον καθένα ξεχωριστά, με ποιον θα μπορέσει να τον συγκρίνει κανείς; Με ποιο σίδηρο; Με ποιο διαμάντι; Τι θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς την ψυχή εκείνου χρυσή ή αδαμάντινη; Γιατί ήταν σκληρότερη από κάθε από κάθε διαμάντι και πολυτιμότερη από το διαμάντι και τις πολύτιμες πέτρες. Θα ξεπεράσει λοιπόν την αντοχή του διαμαντιού και την αξία του χρυσού. Με ποιο λοιπόν στοιχείο θα μπορούσε να τη συγκρίνει κανείς; Με κανένα από αυτά που υπάρχουν· αν όμως ο χρυσός μπορούσε να γίνει διαμάντι και το διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θα μπορέσει να τη συγκρίνει με την εικόνα τους.
Αλλά γιατί να την συγκρίνω με διαμάντι και χρυσό; Σύγκρινε όλο τον κόσμο και τότε θα δεις ότι η ψυχή του Παύλου έχει περισσότερη αξία· γιατί αφού γι’ αυτούς που διακρίθηκαν φορώντας δέρματα ζώων και ζώντας σε σπήλαια της γης και σε τρύπες λέει ο Παύλος αυτό: «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς (:ολόκληρος ο κόσμος δεν άξιζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς. Περιπλανιόνταν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης)» [Εβρ.11,38], πολύ περισσότερο θα μπορούσαμε εμείς να πούμε αυτό γι’ αυτόν, επειδή πραγματικά ήταν πιο άξιος από όλους. Εάν λοιπόν ο κόσμος δεν ήταν ισάξιος του Παύλου ,ποιος θα ήταν ισάξιός του; Μήπως ο ουρανός; Αλλά και αυτό είναι μικρό· γιατί αφού αυτός από τον ουρανό και από τα ευρισκόμενα στον ουρανό προτίμησε την αγάπη του Κυρίου πολύ περισσότερο ο Κύριος που είναι τόσο αγαθότερος από αυτόν, όσο η αγαθότητα από την πονηρία, θα τον προτιμήσει αυτόν από άπειρους ουρανούς· γιατί δεν μας αγαπά με παρόμοιο τρόπο που εμείς Τον αγαπάμε, αλλά τόσο περισσότερο, ώστε ούτε με λόγια είναι δυνατό να το παραστήσουμε.
Πρόσεχε λοιπόν για πόσα τον θεώρησε άξιο και πριν από τη μέλλουσα ανάσταση. Στον παράδεισο τον άρπαξε στον τρίτο ουρανό τον ανέβασε, του φανέρωσε τέτοια απόρρητα που δεν επιτρέπεται σε κανένα άνθρωπο να πει. Και πολύ σωστά· γιατί ενώ βάδιζε στη γη, σαν να περιπολούσε μαζί με τους αγγέλους, έτσι έκανε τα πάντα, και ενώ είχε θνητό σώμα, παρουσίαζε την καθαρότητα των αγγέλων, και ενώ υπέκειτο σε τόσες ανάγκες, προσπαθούσε να μην φανεί κατώτερος από τις ουράνιες δυνάμεις· γιατί πραγματικά σαν αετός διέσχισε την οικουμένη και σαν ασώματος περιφρονούσε τους πόνους και τους κινδύνους, και σαν να κέρδισε ήδη τον ουρανό περιφρονούσε ήδη τα γήινα, και σαν να συναναστρεφόταν μαζί με αυτές τις ασώματες δυνάμεις, έτσι ήταν σε διαρκή εγρήγορση.
Βέβαια πολλές φορές άγγελοι ανέλαβαν να προστατεύουν διάφορα έθνη, όμως κανένας από αυτούς το έθνος που του παραδόθηκε δεν το φρόντισε έτσι, όπως ο Παύλος ολόκληρη την οικουμένη. Και μην μου πεις ότι ο Παύλος δεν ήταν αυτός που τα έκανε, καθόσον και εγώ το ομολογώ· γιατί και αν δεν ήταν αυτός που τα εκτελούσε αυτά, αλλά ούτε ήταν τόσο ανάξιος των επαίνων γι’ αυτά, αφού ετοίμασε τον εαυτό του τόσο άξιο αυτής της μεγάλης χάρης. Ο Μιχαήλ ανέλαβε το έθνος των Ιουδαίων: «Καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀναστήσεται Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὁ μέγας, ὁ ἑστηκὼς ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου· καὶ ἔσται καιρὸς θλίψεως, θλῖψις οἵα οὐ γέγονεν ἀφ᾿ οὗ γεγένηται ἔθνος ἐν τῇ γῇ ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου· καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σωθήσεται ὁ λαός σου, πᾶς ὁ γεγραμμένος ἐν τῇ βίβλῳ(:Κατά τον καιρό εκείνο θα εγερθεί ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος στέκεται προστάτης των υιών του ιουδαϊκού λαού σου. Θα είναι τότε περίοδος θλίψεως, μεγάλης θλίψεως, όμοια της οποίας δεν έγινε από της εποχής που υπήρξαν άνθρωποι και έθνη επί της γης, έως την εποχή εκείνη. Κατά την περίοδο όμως της μεγάλης αυτής θλίψεως θα σωθούν από τον λαό σου αυτοί που είναι γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής)»[Δαν.12,1]· επίσης: «Καὶ ὁ ἄρχων βασιλείας Περσῶν εἱστήκει ἐξ ἐναντίας μου εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέραν, καὶ ἰδοὺ Μιχαὴλ εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαί μοι, καὶ αὐτὸν κατέλιπον ἐκεῖ μετὰ τοῦ ἄρχοντος βασιλείας Περσῶν(:Ο άγγελος, ο άρχων- κατ’ εντολή του Θεού- του βασιλείου των Περσών, είχε σταθεί απέναντί μου και για είκοσι μία ημέρες με εμπόδιζε. Και ιδού ο Μιχαήλ, ένας από τους πρώτους άρχοντες του ουρανού, ήλθε να με βοηθήσει. Άφησα εγώ αυτόν εκεί να αντιμετωπίσει τον άρχοντα του βασιλείου των Περσών)»[Δαν.10,13] και «ἀλλ᾿ ἢ ἀναγγελῶ σοι τὸ ἐντεταγμένον ἐν γραφῇ ἀληθείας, καὶ οὐκ ἔστιν εἷς ἀντεχόμενος μετ᾿ ἐμοῦ περὶ τούτων, ἀλλ᾿ ἢ Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὑμῶν (:ήρθα λοιπόν να σου αναγγείλω αυτό, που είναι γραμμένο στο βιβλίο της αληθείας: δεν υπάρχει κανείς άλλος να με βοηθήσει στις υποθέσεις αυτές, παρά μόνο ο άρχων του δικού σας έθνους, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ)»[Δαν.10,21], ο Παύλος όμως τη γη και το κατοικούμενο μέρος και το ακατοίκητο.
Και αυτά δεν τα λέω με σκοπό να προσβάλλω τους αγγέλους -μακριά μια τέτοια σκέψη-, αλλά για να αποδείξω ότι είναι δυνατό ενώ είναι κανείς άνθρωπος, να είναι μαζί με εκείνους και να στέκεται κοντά τους. Και για ποιο λόγο δεν ανέλαβαν αυτά οι άγγελοι; Για να μην έχεις καμιά δικαιολογία όταν είσαι αδιάφορος, ούτε να καταφεύγεις στη διαφορά της φύσης όταν παραμένεις άπρακτος. Άλλωστε και το θαύμα γινόταν μεγαλύτερο. Πώς λοιπόν δεν είναι θαυμαστό και παράξενο, ο λόγος που έβγαινε από ανθρώπινη γλώσσα να διώχνει τον θάνατο, να συγχωρεί αμαρτίες, να διορθώνει την ανάπηρη φύση και να κάνει ουρανό την γη;
Γι’ αυτό εκπλήσσομαι με τη δύναμη του Θεού, γι’ αυτά θαυμάζω την προθυμία του Παύλου, επειδή δέχτηκε τόση χάρη, επειδή έκανε τέτοιο τον εαυτό του. Και σας παρακαλώ να μην θαυμάζετε μόνο, αλλά και να μιμείστε το παράδειγμα αυτό της αρετής, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να λάβουμε τα ίδια με εκείνον στεφάνια. Εάν όμως απορείς ακούγοντας ότι αν κατορθώσεις τα ίδια, θα πετύχεις τα ίδια με τον Παύλο, άκουσε αυτόν να λέει τα εξής: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα·λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ (:Έχω αγωνιστεί τον καλό αγώνα για τη διάδοση του ευαγγελίου. Έχω φτάσει στο τέλος του δρόμου της αρετής και της εκπληρώσεως της αποστολής μου. Έχω διαφυλάξει την πίστη. Λοιπόν τώρα πια με περιμένει το στεφάνι που ανήκει ως βραβείο στη δικαιοσύνη και την αρετή. Το στεφάνι αυτό θα μου το δώσει ως ανταμοιβή ο Κύριος κατά την ένδοξη εκείνη ημέρα της κρίσεως, ο δίκαιος κριτής. Θα το δώσει μάλιστα όχι μόνο σε εμένα, αλλά και σε όλους όσους έχουν αγαπήσει και με πόθο περιμένουν την ένδοξη εμφάνισή Του)»[Β΄Τιμ.4,7-8].
Βλέπεις πως όλους τους καλεί στην ίδια κοινωνία; Επειδή λοιπόν υπάρχουν τα ίδια για όλους, ας φροντίσουμε όλοι να γίνουμε άξιοι των αγαθών τα οποία μας έχει υποσχεθεί. Και ας μην δούμε μόνο το μέγεθος και την έκταση των κατορθωμάτων του Παύλου, αλλά και το πάθος της προθυμίας, με την οποία απέσπασε τόση χάρη και τη συγγένεια της κοινής με εμάς ανθρώπινης φύσης, γιατί είχε όλα αυτά κοινά με εμάς. Και έτσι και τα υπερβολικά δύσκολα θα μας φανούν εύκολα και ελαφρά, και αφού κοπιάσουμε στον σύντομο αυτό χρόνο, θα φορέσουμε το άφθαρτο και αθάνατο εκείνο στεφάνι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/eclogae-ex-diversis-homiliis.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Ομιλίες εγκωμιαστικές, Εἰς τόν ἃγιον ἀπόστολον Παύλον, ομιλία Β΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 36, σελίδες 418-431
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, Εἰς τόν ἃγιον ἀπόστολον Παύλον, ομιλία Β΄, τόμος 24, σελ. 52-58.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[:Α΄προς Κορινθίους,13,1-8]
Και πρόσεξε από πού αρχίζει· πρώτα από αυτό που θεωρούνταν από αυτούς θαυμαστό και μέγα, το χάρισμα των γλωσσών. Και αφού παρουσίασε το χάρισμα, δεν δείχνει τόσο όσο είχαν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο. Διότι δεν είπε: «Εάν ομιλώ γλώσσα», αλλά «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ (:Εάν υποτεθεί ότι έχω τέτοια ικανότητα, ώστε να εννοώ και να ομιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων)»[Α΄Κορ.13,1]. Τι σημαίνει «των ανθρώπων»; Όλων των εθνών της οικουμένης. Και ούτε σε αυτήν την υπερβολή αρκέστηκε, αλλά θέτει και άλλη πολύ μεγαλύτερη, καθώς συνεχίζει και λέγει: «καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον(:και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω γίνει χαλκός που ηχολογάει ή κύμβαλο που αλαλάζει χωρίς να αναδίδει κανένα μουσικό φθόγγο)». Είδες πού ανύψωσε το χάρισμα και πού το γκρέμισε και το καταβίβασε; Διότι δεν είπε απλώς, ότι δεν είμαι τίποτε, αλλά ότι «έγινα χαλκός που ηχεί», κάτι αναίσθητο και άψυχο.
Πώς εννοεί δε το «χαλκὸς ἠχῶν»; Εννοεί χαλκό ο οποίος φωνάζει μεν, αλλά άσκοπα και μάταια και χωρίς να χρησιμεύει σε τίποτε. Διότι θα φανώ ότι σπεύδω για το τίποτε, αλλά και ενοχλώ και γίνομαι φορτικός και βαρετός στους πολλούς. Βλέπεις πως αυτός που δεν έχει αγάπη μοιάζει με άψυχο και αναίσθητο πράγμα; «Γλῶσσα ἀγγέλων» επίσης εδώ λέγει, όχι διότι θεωρεί ότι οι άγγελοι έχουν σώμα, αλλά αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Και αν ομιλώ έτσι, όπως επικρατεί νόμος να ομιλούν μεταξύ τους οι άγγελοι, χωρίς την αγάπη δεν είμαι τίποτε, αλλά επιπλέον είμαι και φορτικός και βαρετός». Έτσι χρησιμοποιεί λοιπόν και αλλού τις λέξεις, όπως όταν λέγει ότι «ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων(:και υπερύψωσε και ως άνθρωπο τον Ιησού ο Θεός Πατήρ για να καμφθεί στο όνομα του Ιησού κάθε γόνατο με ευλάβεια και σεβασμό και να προσκυνήσουν τον Ιησού οι επουράνιοι άγγελοι και αυτά ακόμη τα πονηρά πνεύματα, που είναι στα καταχθόνια, να υποταχθούν με φόβο και τρόμο ενώπιον της θείας Του δυνάμεως και δόξης)»[Φιλιπ.2,10],όχι διότι αποδίδει γόνατα και οστά στους αγγέλους, μη γένοιτο, αλλά με την ανθρώπινη αυτήν εικόνα θέλει να δείξει και να τονίσει την προσκύνηση. Έτσι και εδώ είπε «γλῶσσα», όχι για να δηλώσει το σαρκικό όργανο της γλώσσας, αλλά διότι θέλει να δείξει με τον γνωστό σε εμάς τρόπο την μεταξύ των αγγέλων συνομιλία.
Ακολούθως για να γίνει ο λόγος ευχαρίστως δεκτός, δεν σταματά στο χάρισμα των γλωσσών, αλλά προχωρεί και στα υπόλοιπα χαρίσματα, και κρίνοντας αυτά ως στερημένα κάθε αξίας χωρίς αυτήν, τότε παρουσιάζει την εικόνα της. Και επειδή θέλησε να αυξήσει προοδευτικά τον λόγο, αφού αρχίζει από τα κατώτερα ανεβαίνει προς τα ανώτερα. Αυτό δηλαδή το οποίο έθεσε τελευταίο, όταν παρουσίασε την τάξη των χαρισμάτων, δηλαδή το χάρισμα των γλωσσών, αυτό τώρα αριθμεί πρώτο, καθότι όπως είπα ανεβαίνει λίγο-λίγο. Διότι, αφού είπε για το χάρισμα των γλωσσών, αμέσως μεταβαίνει στο χάρισμα της προφητείας και λέγει: «καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν(:και εάν έχω το χάρισμα προφητείας)»· και αυτό πάλι με υπερβολή. Όπως ακριβώς δηλαδή προηγουμένως δεν είπε απλώς γλώσσες, αλλά τις γλώσσες όλων των ανθρώπων, και καθώς προχωρούσε, τις γλώσσες των αγγέλων, και τότε έδειξε ότι το χάρισμα δεν είναι τίποτε χωρίς την αγάπη, έτσι και εδώ δεν λέγει μόνο για την προφητεία, αλλά για την προφητεία στον μέγιστο βαθμό. Διότι αφού είπε «καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν(:εάν έχω το χάρισμα προφητείας)», πρόσθεσε: «καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν(:και γνωρίζω όλα τα άγνωστα και απόκρυφα μυστήρια και όλη τη γνώση που μπορεί να χωρέσει ποτέ ανθρώπινη διάνοια)»[Α΄Κορ.13,2], αφού παρουσίασε με έμφαση και αυτό το χάρισμα.
Στη συνέχεια προχωρεί και στα άλλα χαρίσματα. Και για να μη φανεί ότι ενοχλεί με το να λέγει πάλι το καθένα από αυτά, παρουσιάζει τη μητέρα και πηγή των χαρισμάτων, και αυτήν πάλι με υπερβολή και λέγει: «καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν(:και εάν έχω την πίστη σε όλη της την πληρότητα)»· και δεν αρκέστηκε ούτε σε αυτό, αλλά πρόσθεσε και αυτό που είπε ο Χριστός ως μέγιστο πράγμα: «ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω,οὐδέν εἰμι(:ώστε με τη δύναμή της να μετακινώ βουνά, δεν έχω όμως αγάπη, δεν είμαι τίποτε)»[πρβ. Ματθ.17,20: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν(: Σας διαβεβαιώνω εάν έχετε πίστη σαν τον μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πείτε στο βουνό τούτο:’’Πήγαινε από εδώ εκεί’’ και θα πάει και τίποτε δε θα είναι για σας αδύνατο)»]. Και κοίταξε πώς πάλι και από εδώ μειώνει την αξία που απέδιδαν στο χάρισμα των γλωσσών· διότι στο μεν χάρισμα της προφητείας δείχνει ότι είναι πολύ το κέρδος από αυτήν, το να γνωρίζει όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και στην πίστη δείχνει την δύναμή της, το να μεταθέτει όρη· ενώ στο χάρισμα των γλωσσών αφού μόνο ανέφερε αυτό, το προσπέρασε.
Εσύ όμως πρόσεχε και εκείνο, πώς σε σύντομο λόγο συμπεριέλαβε όλα τα χαρίσματα με το να πει το χάρισμα της προφητείας και της πίστεως. Διότι ή στους λόγους ή στα έργα βρίσκονται τα θαύματα. Και πώς ο Χριστός λέγει ότι το μικρότερο δείγμα της δύναμης της πίστεως είναι το να μπορεί να μεταθέσει ένα όρος; Διότι όπως το ελάχιστο της πίστεως έδειξε αυτό όταν είπε: «εάν έχετε πίστη ωσάν τον κόκκο σινάπεως, θα πείτε στο όρος τούτο ‘’Μετατοπίσου’’ και θα μετατοπιστεί»· ενώ ο Παύλος λέγει ότι όλη η πίστη αυτή είναι; Τι λοιπόν θέλει να πει; Επειδή αυτό ήταν μέγα κατόρθωμα, το να μετατοπίσει κανείς όρος, γι’ αυτό και μνημόνευσε αυτό, όχι διότι όλη η πίστη μπορεί μόνον, αυτό, αλλά επειδή στους πλέον σαρκικούς αυτό φαινόταν ότι είναι μέγα, εξαιτίας του μεγέθους του πράγματος και από αυτό τονίζει το θέμα αυτό. Αυτό που εννοεί είναι το εξής· εάν έχω όλη την πίστη, και εάν μπορώ να μετατοπίζω και όρη, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε.
«Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι(:Και εάν διαθέσω όλα μου τα υπάρχοντα, για να αγοράσω ψωμιά και θρέψω με τα ίδια μου τα χέρια αυτούς που πεινούν, και εάν παραδώσω το σώμα μου να καεί στη φωτιά, αλλά δεν έχω αγάπη, τίποτε δεν ωφελούμαι)»[Α΄Κορ.13.3]. Πωπω, τι υπερβολή! Διότι και αυτά προσθέτει επιπλέον στα άλλα. Διότι δεν είπε: «Εάν δώσω στους πτωχούς την μισή μερίδα της περιουσίας ή τις δύο ή τις τρεις μερίδες», αλλά «εάν όλη μου την περιουσία δώσω». Και δεν είπε, «εάν δώσω», αλλά «εάν θρέψω», για να προστίθεται στη δαπάνη και η υπηρεσία με κάθε φροντίδα σε αυτούς που έχουν ανάγκη. «Και εάν παραδώσω το σώμα μου για να καεί»· δεν είπε «εάν πεθάνω», αλλά και αυτό με υπερβολή. Διότι αφού έλαβε τον χειρότερο από όλους θάνατο ως παράδειγμα, το να καεί ζωντανός, και αυτός ο θάνατος είπε ότι χωρίς αγάπη δεν είναι τίποτε. Πρόσθεσε λοιπόν «οὐδὲν ὠφελοῦμαι(:καμία ωφέλεια δεν έχω)».
Αλλά ακόμη δεν έδειξα όλη την υπερβολή, αφού δεν παρουσίασα τις μαρτυρίες του ίδιου του Χριστού για την ελεημοσύνη και τον θάνατο. Ποιες λοιπόν είναι οι μαρτυρίες; Στον πλούσιο λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς, και θα αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό και έλα ακολούθησέ με)»[Ματθ.19,21]· και για την αγάπη για τον πλησίον όταν ομιλεί, λέγει: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ(:Δεν έχει κανείς μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν, από το να θυσιάσει τη ζωή του για τους φίλους του)»[Ιω.15,13]· από το οποίο είναι φανερό ότι και για τον Θεό αυτό είναι το μέγιστο όλων. «Αλλά εγώ λέγω», λέγει ο Παύλος, «ότι και αν ακόμη για τον Θεό θυσιάσουμε τη ζωή μας, και όχι απλώς τη θυσιάσουμε, αλλά και καούμε– διότι αυτό σημαίνει το «εάν παραδώσω το σώμα μου για να καεί»- δεν έχουμε μέγα κέρδος από αυτό εάν δεν αγαπούμε τον πλησίον».
Το να λέμε λοιπόν για τα χαρίσματα ότι δεν ωφελούν καθόλου όταν λείπει η αγάπη, δεν υπάρχει τίποτε αξιοθαύμαστο σε αυτό· διότι και από τη ζωή έρχονται δεύτερα τα χαρίσματα. Πολλοί βεβαίως οι οποίοι παρουσίασαν χαρίσματα, επειδή έγιναν κακοί, κολάστηκαν, όπως εκείνοι οι οποίοι στο όνομα του Χριστού προφήτευαν και εξέβαλαν πολλά δαιμόνια και έκαναν πολλά θαύματα, όπως ο Ιούδας ο προδότης· ενώ άλλοι πιστοί οι οποίοι έζησαν καθαρό βίο, δεν χρειάστηκαν τίποτε άλλο για να σωθούν. Το ότι μεν λοιπόν τα χαρίσματα έχουν ανάγκη της αγάπης, δεν είναι καθόλου άξιο απορίας· αλλά το ότι και η άμεμπτη και τέλεια ζωή καθόλου δεν ωφελεί χωρίς την αγάπη, αυτό είναι που δείχνει την υπερβολή και προκαλεί πολλή απορία, και μάλιστα όταν ο Χριστός και τα δύο αυτά δείχνει ότι τα εκτιμά ως μεγάλα, δηλαδή την ακτημοσύνη και τους πόνους του μαρτυρίου.
Διότι και στον πλούσιο λέγει, όπως ήδη ανέφερα: «Εάν θέλεις αν είσαι τέλειος, πήγαινε και πώλησε όσα έχεις και μοίρασέ τα στους φτωχούς και έλα ακολούθησέ με»· και στους μαθητές Του όταν μιλούσε για το μαρτύριο, έλεγε, «ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν(:εκείνος που θα θυσιάσει τη ζωή του εξαιτίας της πίστης του σε Εμένα, αυτός θα κληρονομήσει τη μακάρια και ατελεύτητη ζωή)»[Ματθ.16,25]· και «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς(:Καθένας λοιπόν που με πίστη και θάρρος και χωρίς να φοβάται τους διωγμούς, θα με ομολογήσει σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου ως δικό μου)»[Ματθ.10,32]. Διότι είναι πολύς ο κόπος αυτού του κατορθώματος και υπερβαίνει σχεδόν και αυτήν τη φύση· και το γνωρίζουν αυτό καλώς όσοι αξιώθηκαν αυτών των στεφάνων, και κανείς λόγος δεν θα μπορέσει να το περιγράφει αυτό. Τόσο γενναίας ψυχής έργο είναι και υπερβολικά θαυμαστό.
«Αλλά αυτό, που είναι άξιο θαυμασμού, δεν ωφελεί πολύ», είπε ο Παύλος, «χωρίς την αγάπη, ακόμη και αν έχει συνενωμένη την ακτημοσύνη». Γιατί λοιπόν ομίλησε έτσι; Αυτό τώρα θα επιχειρήσω να δείξω, αφού προηγουμένως εξετάσω με ποιο τρόπο εκείνος που δίνει όλα του τα υπάρχοντα για να θρέψει πτωχούς, μπορεί να μην έχει αγάπη. Διότι αυτός μεν που είναι έτοιμος να καεί και έχει τα χαρίσματα, είναι δυνατόν ίσως και να μην έχει αγάπη, ενώ αυτός που όχι μόνον δίνει τα υπάρχοντά του, αλλά και τρέφει με αυτά, πώς δεν αγαπά; Τι πρέπει λοιπόν να πούμε; Ή ότι έκανε μία υπόθεση και εξέλαβε αυτό που δεν μπορεί να γίνει, σαν να γίνεται, πράγμα που αγαπά να κάνει πάντοτε ο απόστολος Παύλος, όταν θέλει να παραστήσει κάτι με κάποια υπερβολή, όπως όταν γράφει στους Γαλάτες και λέγει : «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω (:αλλά και αν εμείς οι ίδιοι ή κάποιος άγγελος από τον ουρανό σάς κηρύξει διαφορετικό ευαγγέλιο από εκείνο που σας κηρύξαμε εμείς, αυτός ας είναι ανάθεμα)»[Γαλ.1,8]. Αν και ούτε αυτός, ούτε κανείς άγγελος επρόκειτο να το κάνει αυτό· αλλά για να δείξει την υπερβολική σημασία του πράγματος, είπε και αυτό που καθόλου δεν επρόκειτο να γίνει.
Και πάλι όταν γράφει στους Ρωμαίους λέγει: «Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα,οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν(:Διότι έχω απόλυτη πεποίθηση και βεβαιότητα, ότι ούτε ο θάνατος,με τον οποίο μάς απειλούν, ούτε οι τέρψεις και οι απολαύσεις της ζωής, τις οποίες μάς υπόσχονται, ούτε οι υπερκόσμιες δυνάμεις, τα επουράνια τάγματα των αγγέλων και των αρχών και των δυνάμεων, ούτε οι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος ούτε τα μελλοντικά γεγονότα, ούτε ύψος, ούτε βάθος ταπεινώσεως και περιφρονήσεως, ούτε καμία άλλη κτίση διαφορετική από αυτήν που βλέπουμε, θα μπορέσει ποτέ να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού,όπως μας τη φανέρωσε ο Ίδιος διαμέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού)»[Ρωμ.8,38-39].
Ούτε αυτό βεβαίως επρόκειτο να κάνουν οι άγγελοι, αλλά και εδώ υποθέτει το αδύνατο, όπως και το επόμενο όταν αναφέρει· «ούτε κανένα άλλο δημιούργημα». Αν και δεν υπάρχει άλλο δημιούργημα, διότι όλη τη δημιουργία συμπεριέλαβε, αφού είπε όλα και όσα είναι στα ύψη και όσα είναι στα βάθη, αλλά και εδώ υποθέτει το αδύνατον να γίνει, για να δείξει τον υπερβολικό του πόθο για τον Θεό. Αυτό λοιπόν κάνει και εδώ όταν λέγει ότι και αν κανείς δώσει τα πάντα, αλλά δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται καθόλου. Ή αυτό λοιπόν είναι πιθανό ότι εννοεί ή ότι θέλει αυτούς που δίνουν, να συνδέονται επιπλέον με αυτούς που λαμβάνουν, και όχι απλώς να δίνουν χωρίς να συμπάσχουν, αλλά όταν ελεούν και να θλίβονται και να συντρίβονται και να συμπονούν με αυτούς που έχουν ανάγκη.
Για τον λόγο λοιπόν αυτό ετέθη και η ελεημοσύνη ως νόμος από τον Θεό· διότι μπορούσε ο Θεός να τρέφει τους πτωχούς και χωρίς αυτό, αλλά για να μας συνδέσει στην αγάπη και για να έχουμε πολύ θερμή διάθεση μεταξύ μας, νομοθέτησε από εμάς να τρέφονται αυτοί. Γι’ αυτό λέγει και αλλού: «Οὐχὶ καύσωνα ἀναπαύσει δρόσος; Οὕτως κρείσσων λόγος ἢ δόσις(:Ο δροσερός άνεμος δεν είναι εκείνος, ο οποίος μειώνει και καταπαύει τον καύσωνα; Έτσι και ένας καλός λόγος είναι ανώτερος από μια υλική βοήθεια)»[Σοφ. Σειράχ, 18,16]· και «Οὐκ ἰδοὺ λόγος ὑπὲρ δόμα ἀγαθόν;(:Δεν είναι πράγματι ο καλός λόγος ανώτερος και από την πλουσιότερη δωρεά;)»[Σοφ. Σειράχ, 18,17]. Και ο ίδιος ο Χριστός λέγει: «Ἒλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν(:Ευσπλαχνία θέλω και όχι τυπική θυσία)»[Ματθ.9,13]. Διότι επειδή συνήθως και αυτούς που ευεργετούνται αγαπούν και αυτοί που ευεργετούνται διάκεινται φιλικώς προς τους ευεργέτες τους νομοθέτησε αυτό για να δημιουργήσει σύνδεσμο φιλίας.
Αλλά αυτό το οποίο ζητούμε είναι πώς αφού ο Χριστός είπε ότι και τα δύο αυτά είναι γνωρίσματα τελειότητας, ο Παύλος λέγει ότι αυτά χωρίς αγάπη είναι γνώρισμα ατέλειας. Όχι βέβαια διότι αντιλέγει στο Χριστό, μη γένοιτο, αλλά και απολύτως συμφωνεί· διότι στον πλούσιο και ο Χριστός δεν είπε απλώς «πώλησε όσα έχεις και μοίρασέ τα στους πτωχούς» αλλά πρόσθεσε «και έλα ακολούθησέ με». Στο να ακολουθούμε ωστόσο τον Χριστό, τίποτε δε μας αποδεικνύει τόσο μαθητές του Χριστού, όσο το να αγαπάμε ο ένας τον άλλο· διότι λέγει: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (:Από αυτό θα γνωρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας)»[Ιω.13,35].
Και όταν λέγει: «Εκείνος που θα χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου αυτός θα τη βρει» και «όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου τον ουράνιο», δεν εννοεί ότι δεν πρέπει να αγαπούμε, αλλά φανερώνει τον μισθό που αναμένει αυτούς τους κόπους· διότι το ότι ζητεί και την αγάπη μαζί με το μαρτύριο, σε άλλο σημείο υπαινίχτηκε σαφώς, όταν είπε τα εξής: «Τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε(:Το μεν ποτήριο που θα πω εγώ, θα το πιείτε και εσείς, κατά το βάπτισμα που πρόκειται να βαπτιστώ μέσα στα παθήματά μου, θα το βαπτιστείτε)»· δηλαδή θα μαρτυρήσετε, εξαιτίας της πίστης σας προς Εμένα· «τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου (:το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα αριστερά μου)»– όχι επειδή θα κάθονταν κάποιοι στα αριστερά και στα δεξιά, αλλά έτσι λέγει την ουράνια πρωτοκαθεδρία και την ύψιστη τιμή –«οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου (:δεν ανήκει σε εμένα να το δώσω, αλλά θα δοθεί σε εκείνους για τους οποίους έχει ετοιμαστεί από τον Πατέρα μου)»[ Ματθ.20,23].
Στη συνέχεια για να δείξει για ποιους έχει ετοιμαστεί αφού τους κάλεσε είπε: «Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται πάντων διάκονος(:Τέτοιο πράγμα όμως μεταξύ σας δεν πρέπει να συμβαίνει. Αλλ’ όποιος θέλει να αναδειχτεί μέγας μεταξύ σας, ας είναι υπηρέτης όλων)»[Ματθ. 20,26] και φανερώνει την ταπεινοφροσύνη και την αγάπη. Απαιτεί επίσης αγάπη δυνατή. Για τούτο βεβαίως ούτε μέχρις εδώ στάθηκε αλλά και πρόσθεσε: «ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν(:όπως ακριβώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή Του λίτρο για να εξαγοράσει και να ελευθερώσει από τον αιώνιο θάνατο πολλούς, οι οποίοι θα πιστέψουν σε Αυτόν)»[Ματθ. 20,28]· και δείχνει ότι τόσο πρέπει να αγαπούμε, ώστε και να σφαγιαζόμαστε για αυτούς που αγαπούμε· διότι αυτό κυρίως είναι το να αγαπούμε τον Θεό. Γι’ αυτό και στον Πέτρο λέγει: «Εάν με αγαπάς, ποίμαινε τα λογικά πρόβατά μου»[Ιω.21,16].
Και για να γνωρίσετε πόσο μέγα είναι το κατόρθωμα, ας την παραστήσουμε με τον λόγο, διότι στην πραγματικότητα δεν τη βλέπουμε να φαίνεται πουθενά και ας σκεφτούμε, εάν υπήρχε αυτή παντού πλούσια, πόσα αγαθά θα συνέβαιναν. Διότι ούτε νόμοι, ούτε δικαστήρια θα χρειάζονταν, ούτε τιμωρίες και κολασμοί, ούτε τίποτε άλλο από αυτά. Διότι εάν όλοι αγαπούσαν και τους αγαπούσαν, κανείς δεν θα αδικούσε σε τίποτε, αλλά και φόνοι και μάχες και πόλεμοι και επαναστάσεις κα κλοπές και πλεονεξίες και όλα τα κακά θα εξαφανίζονταν και μέχρι και το όνομα της κακίας θα ξεχνιόταν και θα γινόταν άγνωστο. Τα χαρίσματα όμως δεν επιτυγχάνουν αυτά, αλλά επιπλέον και οδηγούν σε κενοδοξία και ανοησία αυτούς που δεν προσέχουν.
Και το πολύ αξιοθαύμαστο στην αγάπη είναι ότι τα μεν άλλα αγαθά είναι συνδεδεμένα με αντίστοιχα κακά· όπως δηλαδή, ο ακτήμονας πολλές φορές πέφτει σε υπερηφάνεια γι’ αυτό, αυτός που λέγει ότι έχει γνώση πάσχει από δοξομανία, ο ταπεινόφρονας πολλές φορές επαίρεται μέσα του για την ταπεινοφροσύνη του· ενώ η αγάπη είναι απαλλαγμένη από όλη αυτήν την ακαθαρσία· διότι δεν μπορεί κανείς να υπερηφανευτεί ποτέ σε βάρος εκείνου τον οποίο αγαπά. Και μη μου παρουσιάσεις ένα που να αγαπά αλλά όλους και τότε θα δεις την αρετή της αγάπης· μάλλον δε εάν θέλεις πρώτα πάρε ως παράδειγμα έναν που να αγαπά και έναν που να αγαπιέται, αλλά που να αγαπά όπως πρέπει να αγαπά. Αυτός λοιπόν θα κατοικήσει τη γη σαν σε ουρανό, αφού παντού θα απολαμβάνει γαλήνης και θα πλέκει για τον εαυτό του αναρίθμητους στεφάνους· διότι αυτός θα κρατήσει την ψυχή του καθαρή και από φθόνο και οργή και συκοφαντία και ανοησία και πονηρή επιθυμία και από κάθε άτοπο έρωτα. Διότι όπως στον εαυτό του δεν θα έκανε τίποτε κακό, έτσι ούτε αυτός στον πλησίον του. Επειδή λοιπόν θα είναι τέτοιος, θα στέκει στο ύψος του Γαβριήλ ενώ θα βαδίζει επάνω στη γη.
Και αυτός μεν που έχει αγάπη, είναι τέτοιος· αυτός όμως που κάνει θαύματα και έχει τέλεια γνώση, χωρίς την αγάπη, ακόμη και αν αναστήσει χιλιάδες νεκρούς, δεν θα ωφεληθεί πολύ, καθώς θα είναι αποκομμένος από όλους και δεν θα ανέχεται κοινωνία με τους συνδούλους του. Γι’ αυτό βεβαίως και ο Χριστός είπε ότι σημείο της τέλειας αγάπης είναι το να αγαπά κανείς τον πλησίον. Διότι «εάν με αγαπάς, Πέτρε, περισσότερο από αυτούς, ποίμαινε τα λογικά πρόβατά μου». Είδες πως και εδώ πάλι υπαινίχτηκε ότι αυτό είναι ανώτερο από το μαρτύριο; Διότι εάν κάποιος είχε ένα τέκνο αγαπητό, για το οποίο θα έδινε και τη ζωή του και ύστερα τον μεν πατέρα αγαπούσε, ενώ για το τέκνο έδειχνε αδιαφορία, θα εξόργιζε πολύ τον πατέρα του και δεν θα αισθανόταν την αγάπη του εξαιτίας του ότι παραβλέπει το τέκνο του.
Εάν λοιπόν συμβαίνει αυτό στην περίπτωση πατρός και παιδιού, πολύ περισσότερο στον Θεό και τους ανθρώπους. Διότι ο Θεός είναι περισσότερο φιλόστοργος από κάθε πατέρα. Γι’ αυτό βεβαίως όταν είπε: « Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή(:Να αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλο τον νου σου· Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή)», συνέχισε «δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ(:δεύτερη δε εντολή όμοια με αυτήν)» και δεν σιώπησε, αλλά πρόσθεσε «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν(:είναι να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου)»[Ματθ.22,38].
Και πρόσεχε πως απαιτεί να τηρείται και αυτή με την ίδια σχεδόν υπερβολική φροντίδα. Διότι για τον Θεό μεν λέγει «με όλη την καρδιά σου», για τον πλησίον όμως «όπως τον εαυτό σου», πράγμα που είναι ίσο με το «με όλη την καρδιά σου». Διότι εάν τηρείτο αυτό τελείως ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος θα υπήρχε, ούτε άρχοντας, ούτε αρχόμενος, ούτε πλούσιος, ούτε πτωχός, ούτε μικρός, ούτε μεγάλος, ούτε ο διάβολος θα ήταν ποτέ γνωστός· δε λέγω μόνο για αυτόν, αλλά εάν υπήρχε και άλλος τέτοιος, μάλλον δε εάν υπήρχαν και εκατό και χιλιάδες τέτοιοι, τίποτε δε θα μπορούσαν να κάνουν εάν υπήρχε η αγάπη. Διότι περισσότερο θα μπορούσε να βαστάξει το ξερό χόρτο την εφόρμηση της φωτιάς, παρά ο διάβολος τη φλόγα της αγάπης. Η αγάπη είναι ισχυρότερη από το τείχος και στερεότερη από τον αδάμαντα· και εάν πεις κάτι άλλο στερεότερο από τον αδάμαντα, όλα τα υπερβαίνει η στερεότητα της αγάπης. Αυτήν ούτε ο πλούτος, ούτε η φτώχια τη νικά· μάλλον δε ούτε θα υπήρχε φτώχεια, ούτε πλούτος πέραν του μέτρου, εάν υπήρχε αγάπη, αλλά μόνο τα αγαθά και από τα δύο· διότι θα ωφελούμαστε και την αφθονία του πλούτου και την αμεριμνησία της αγάπης· και ούτε τις φροντίδες του πλούτου, ούτε τη στέρηση της φτώχειας θα υποφέραμε.
Και τι λέγω τα κέρδη από αυτήν; Διότι αυτό καθεαυτό το να αγαπάς σκέψου πόσο μεγάλο είναι, πόση ευφροσύνη φέρει, πόση χάρη δίνει στην ψυχή, πράγμα που είναι εξαιρετικό και μοναδικό γνώρισμα της αγάπης. Διότι οι μεν άλλες αρετές έχουν συνδεδεμένο τον κόπο, όπως η νηστεία, η καθαρότητα από σαρκικές αμαρτίες, η αγρυπνία, τον φθόνο, την επιθυμία, την υπερηφάνεια· ενώ η αγάπη μαζί με το κέρδος έχει πολλή και την ηδονή και κανένα κόπο· και σαν καλή μέλισσα, αφού συγκεντρώνει από παντού τα αγαθά, τα αποταμιεύει στην ψυχή εκείνου που αγαπά. Και εάν κανείς είναι δούλος, δείχνει τη δουλεία γλυκύτερη από την ελευθερία. Διότι αυτός που αγαπά δεν χαίρεται τόσο όταν διατάζει, όσο όταν διατάσσεται. Αν και βεβαίως το να διατάσσει κανείς είναι ευχάριστο· αλλά η αγάπη μεταθέτει τη φύση των πραγμάτων, και έρχεται έχοντας στα χέρια όλα τα αγαθά, ημερότερα από κάθε μητέρα, πλουσιότερα από κάθε βασίλισσα και κάνει τα κοπιαστικά ελαφρά και ευκολότατα και δείχνει σε εμάς την μεν αρετή εύκολη, τη δε κακία πικρότατη.
Πρόσεξε δε· το να ξοδεύει κανείς για άλλους φαίνεται λυπηρό, και η αγάπη το κάνει ευχάριστο· το να παίρνει κανείς τα των άλλων φαίνεται ευχάριστο, και δεν αφήνει αυτό να φαίνεται γλυκύ, αλλά κάνει αυτόν που αγαπά να το αποφεύγει ως κακό. Πάλι το να κακολογεί κανείς, φαίνεται γλυκύ σε όλους· η αγάπη δείχνει ότι αυτό μεν είναι πικρό, το να λέγει δε κανείς καλούς λόγους γλυκύ. Πάλι ο θυμός έχει κάποια ηδονή, εδώ όμως καθόλου, αλλά όλα του τα νεύρα έχουν εκριζωθεί· και αν αυτός που αγαπάται λυπήσει εκείνον που αγαπά, πουθενά δεν εμφανίζεται σε αυτόν θυμός, αλλά δάκρυα και παρακλήσεις και ικεσίες· τόσο απέχει το του να οργιστεί. Και εάν δει κάποιον να αμαρτάνει, πενθεί και πονά· αλλά και ο πόνος αυτός φέρει ηδονή· διότι της αγάπης και τα δάκρυα και η λύπη είναι γλυκύτερα από κάθε γέλωτα και χαρά. Δεν ευχαριστούνται λοιπόν τόσο αυτοί που γελούν, όσο αυτοί που κλαίνε για τους φίλους τους· και αν δεν πιστεύεις, σταμάτησε τα δάκρυά τους και θα τους δεις να στενοχωρούνται σαν να έπαθαν κάτι ανεπανόρθωτο.
Αλλά το να αγαπάς θα πει κάποιος, περιέχει άτοπο ηδονή. Φύγε και σιώπα, άνθρωπε. Καθόσον τίποτε δεν καθαρίζει από τέτοια ηδονή, όσο η γνήσια αγάπη. Διότι μη μου πεις για αυτήν την κοινή και κοσμική, και που μάλλον νόσος είναι παρά αγάπη, αλλά αυτήν που επιζητεί ο Παύλος, η οποία αποσκοπεί στο συμφέρον αυτών που αγαπώνται και θα δεις ότι αυτοί που αγαπούν, είναι περισσότερο αφιλόστοργοι από τους πατέρες. Και όπως αυτοί που αγαπούν τα χρήματα, δεν θα ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα, αλλά θα προτιμούσαν να στερηθούν, παρά να δουν εκείνα να ελαττώνονται, έτσι και αυτός που αγαπά κάποιον, θα προτιμούσε να πάθει ο ίδιος άπειρα κακά, παρά να δει αυτόν που αγαπά να βλάπτεται. «Πώς λοιπόν», θα έλεγε κάποιος, «η Αιγύπτια αφού αγαπούσε τον Ιωσήφ, θέλησε να τον βλάψει;». Διότι αγαπούσε με τη διαβολική αγάπη. Ο Ιωσήφ όμως ήθελε όχι αυτήν, αλλά εκείνην που λέγει ο Παύλος. Σκέψου λοιπόν πόσης αγάπης ήσαν οι λόγοι και τα έργα του. Εκείνη έλεγε, «ατίμασέ με και κάνε με μοιχαλίδα και βλάψε τον άντρα μου και κατάστρεψε την οικία μου και τον εαυτό σου απομάκρυνέ τον από του να έχει θάρρος έναντι του Θεού για την τήρηση του θελήματός Του», πράγματα που ήσαν δείγμα ότι όχι μόνον εκείνον, αλλά ούτε τον εαυτό της αγαπούσε, ενώ αυτός, επειδή αγαπούσε με γνήσιο τρόπο, απομακρύνθηκε από όλα αυτά.
Και για να γνωρίσεις ότι γι’ αυτήν φρόντιζε, μάθε αυτό από την παραίνεσή του. Διότι όχι μόνο την απομάκρυνε, αλλά και την παρότρυνε με τρόπο που ήταν ικανός να σβήσει κάθε πυρά του πάθους. Διότι «αφού ο κύριός μου», λέγει, «έχει σε εμένα τόση εμπιστοσύνη, ώστε δε γνωρίζει τίποτε στην οικία του και όλα όσα έχει τα παρέδωσε στη διαχείρισή μου»[Γέν.39,8]. Αμέσως της θύμισε τον άντρα της για να την κάνει να ντραπεί. Και δεν είπε «ο άντρας σου» αλλά «ο κύριός μου», πράγμα που ήταν περισσότερο ικανό να τη συγκρατήσει και να την πείσει να εννοήσει ποια είναι και ποιον αγαπά, ότι ενώ είναι κυρία, αγαπά δούλο· διότι, αφού εκείνος είναι κύριος και εσύ είσαι κυρία, νιώσε ντροπή λοιπόν για την ένωση με τον δούλο και σκέψου τίνος γυναίκα είσαι και ποιον θέλεις να εναγκαλιστείς και σε ποιον θέλεις να γίνεις αγνώμονας και αχάριστη και ότι εγώ αγαπώ περισσότερο εκείνον και δεν τον προδίδω εξαιτίας σου.
Και πρόσεξε πώς εξυψώνει τις ευεργεσίες του κυρίου του. Επειδή δηλαδή δεν μπορούσε να εννοήσει τίποτε από τα υψηλά εκείνη η βάρβαρη και ακόλαστη, προσπαθεί να την κάνει να ντραπεί από τα ανθρώπινα με τα λόγια· «δεν γνωρίζει τίποτε στην οικία του και όλα τα παρέδωσε σε μένα να τα διαχειρίζομαι»· δηλαδή: «έχω ευεργετηθεί πολύ και δεν μπορώ να χτυπήσω με αυτό το καίριο πλήγμα τον προστάτη μου. Με κατέστησε δεύτερο οικοδεσπότη και τίποτε δεν βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας μου εκτός από εσένα». Εδώ ανορθώνει το φρόνημά της, ώστε τουλάχιστον έτσι να την κάνει να ντραπεί και να δείξει ότι η τιμή είναι μεγάλη. Και ούτε μέχρι εδώ σταμάτησε, αλλά και πρόσθεσε όνομα που ήταν ικανό να τη συγκρατήσει, καθώς λέγει «διότι είσαι γυναίκα του, πώς θα κάνω το κακό αυτό πράγμα;». Αλλά τι λέγεις, Ιωσήφ; Επειδή δεν είναι εκεί ο άντρας της, ούτε γνωρίζει ούτε βλάπτεται, γι’ αυτό αρνείσαι; Αλλά θα δει ο Θεός από επάνω. Δεν θα κέρδιζε όμως τίποτε από αυτήν τη συμβουλή εκείνη, αλλά τον τράβηξε πλησίον της. Διότι έκανε αυτά, όχι διότι αγαπούσε τον Ιωσήφ, αλλά για να ικανοποιήσει τον μανιώδη πόθο της· και είναι φανερό από όσα έκανε μετά από αυτά. Διότι και δικαστήριο συγκροτεί και τον κατηγορεί και τον καταδικάζει με ψευδή μαρτυρία και παραδίδει σε θηρίο αυτόν που δεν έπραξε κανένα κακό και τον ρίπτει σε φυλακή· μάλλον δε, όσον της ήταν δυνατόν, και τον κατέστρεψε· έτσι όπλισε εναντίον τον δικαστή με την κατηγορία.
Τι λοιπόν; Άραγε τέτοιος ήταν ο Ιωσήφ; Το εντελώς αντίθετο βέβαια· καθόσον ούτε έφερε καμία αντίρρηση σε αυτά, ούτε κατηγόρησε τη γυναίκα. «Αλλά δεν θα γινόταν πιστευτός», θα μπορούσε να πει κάποιος. Και βέβαια τον αγαπούσε πολύ το αφεντικό του, και είναι φανερό όχι μόνο από την αρχή, αλλά και από το τέλος. Διότι εάν εκείνος ο απαίδευτος δεν τον αγαπούσε πολύ, θα τον σκότωνε όταν το να έβλεπε να σιωπά και να μην έχει τίποτε να φέρει ως αντίρρηση σε όσα τον κατηγορούσαν. Καθόσον και Αιγύπτιος ήταν και άρχοντας και προσβεβλημένος ως προς τη γυναίκα του, όπως νόμιζε, και μάλιστα από δούλο, και δούλο που είχε ευεργετήσει τόσο πολύ. Όλα αυτά όμως τα νίκησε η αγάπη και η χάρη την οποία έδιδε ο Θεός στον Ιωσήφ. Αλλά μαζί με αυτήν την χάρη και την αγάπη είχε και αποδείξεις όχι μικρές, εάν ήθελε να δικαιολογηθεί, αυτά τα ίδια τα ενδύματά του. Διότι εάν αυτή είχε βιασθεί, θα έπρεπε τα δικά της ενδύματα να είχαν σχιστεί και το πρόσωπο το δικό της να είχε κατασπαραχθεί, όχι να κρατεί τα δικά του ενδύματα. «Ἐν δὲ τῷ ἀκοῦσαι αὐτὸν(:Αυτός λοιπόν μόλις είδε)», λέγει, «ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω(:ότι έβαλα τις φωνές και φώναζα δυνατά, αφού άφησε τα ρούχα του δίπλα μου, έφυγε γρήγορα και έτρεξε έξω)»[Γέν.39,15]. Γιατί λοιπόν τον ξέντυσες; Διότι αυτή που θα υφίστατο βιασμό θα επιθυμούσε να απαλλασσόταν από αυτόν που την ενοχλούσε.
Εγώ όμως όχι μόνο από αυτό, αλλά και από όσα έγιναν μετά θα μπορέσω να αποδείξω την εύνοια και την αγάπη του Ιωσήφ. Διότι και όταν βρέθηκε στην ανάγκη να πει την αιτία της φυλακίσεώς του και του ότι βρισκόταν εκεί, ούτε τότε φανέρωσε αυτό που έγινε, αλλά τι λέγει; «Ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ γῆς Ἑβραίων καὶ ὧδε οὐκ ἐποίησα οὐδέν(:Διότι με έκλεψαν κάποιοι άνθρωποι από τη χώρα των Εβραίων, και χωρίς να κάνω κακό με φυλάκισαν άδικα)»[Γέν.40,15]· και πουθενά δεν αναφέρει τη μοιχαλίδα, ούτε καυχιέται για το γεγονός, πράγμα που ο καθένας θα πάθαινε, και αν όχι εξαιτίας της φιλοδοξίας, οπωσδήποτε όμως για να μη φανεί ότι η αιτία για να φυλακιστεί ήταν κάποιο κακούργημα. Αλλά εάν και άνθρωποι που αμαρτάνουν δεν αποφεύγουν τόσο πολύ να διαλαλήσουν αυτά, αν και το πράγμα ντροπή φέρει, πώς δεν αξίζει να θαυμάσουμε εκείνον, διότι, παρά το ό,τι ήταν καθαρός, δεν αποκάλυψε τον έρωτα της γυναίκας, ούτε δημοσίευσε την αμαρτία προς καταισχύνη, ούτε όταν ανήλθε στον θρόνο και έγινε βασιλιάς όλης της Αιγύπτου κράτησε κακία στη γυναίκα, ούτε την τιμώρησε.
Είδες πως αυτός φρόντιζε γι’ αυτήν ενώ εκείνη δεν αγαπούσε, αλλά κατεχόταν από μανία; Διότι δεν αγαπούσε τον Ιωσήφ, αλλά ήθελε να ικανοποιήσει το ακόλαστο πάθος. Και αυτοί οι λόγοι της ακόμη, εάν εξετάσει κανείς λεπτομερώς είναι γεμάτοι από θυμό και κακουργία. Τι λέγει δηλαδή; «Έφερες μέσα στην οικία Εβραίο δούλο για να μας εξευτελίσει»[Γέν.39,17: «Εἰσῆλθε πρός με ὁ παῖς ὁ Ἑβραῖος, ὃν εἰσήγαγες πρὸς ἡμᾶς, ἐμπαῖξαί μοι καὶ εἶπέ μοι· κοιμηθήσομαι μετὰ σοῦ·ὡς δὲ ἤκουσεν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω(:Ήλθε στο δωμάτιό μου ο δούλος εκείνος ο Εβραίος, τον οποίο έφερες στο σπίτι μας και τον έβαλες γενικό διαχειριστή, για να με προσβάλει και να με εξευτελίσει και μου είπε: ‘’Θα κοιμηθώ μαζί σου’’)»], κατηγορώντας την ευεργεσία στον άντρα της· και επιδείκνυε τα ιμάτια, ενώ είχε γίνει αγριότερη από κάθε θηρίο. Εκείνος όμως δεν φέρθηκε έτσι.
Και τι λέγω για την αγάπη προς αυτήν, αφού και προς τους αδελφούς του που τον κατέστρεψαν τέτοιος ήταν και ούτε για εκείνους είπε τίποτε κακό ποτέ, ούτε μέσα του, ούτε σε κανέναν άλλο; Γι’ αυτό ο Παύλος λέγει ότι η αγάπη είναι η μητέρα όλων των αγαθών και θέτει πρώτη αυτήν από τα θαύματα και τα άλλα χαρίσματα. Διότι, όπως ακριβώς όταν υπάρχουν μεν χρυσά ιμάτια και υποδήματα, έχουμε ανάγκη και κάποιας άλλης αποδείξεως για να γνωρίσουμε τον βασιλέα, εάν όμως δούμε την πορφύρα και το στέμμα, δε ζητούμε κανένα άλλο σημείο της βασιλείας, έτσι λοιπόν και εδώ· όταν υπάρχει στο κεφάλι το στέμμα της αγάπης, αρκεί για να δείξει σε εμάς τον τέλειο μαθητή του Χριστού, όχι μόνο σε εμάς, αλλά και στους απίστους. Διότι «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες (:με αυτό θα μάθουν και θα πειστούν όλοι)», λέγει, «ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(:ότι είστε μαθητές μου, εάν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας)»[Ιω.13,35].
Ώστε αυτό είναι μεγαλύτερο από όλα τα σημεία, αφού βεβαίως από αυτό αναγνωρίζεται ο μαθητής. Και αν ακόμη δηλαδή μερικοί κάνουν αναρίθμητα θαύματα, αλλά πολεμούν μεταξύ τους, θα γίνουν καταγέλαστοι στους απίστους· όπως και αν δεν κάνουν κανένα θαύμα, αλλά έχουν τέλεια αγάπη μεταξύ τους, θα είναι πάντοτε σεβαστοί και απείρακτοι. Διότι και τον Παύλο γι’ αυτό τον θαυμάζουμε, όχι για τους νεκρούς που ανέστησε, ούτε για τους λεπρούς που θεράπευσε αλλά επειδή έλεγε: «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;(:Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ και δεν συμπάσχω μαζί του; Ποιος σκοντάφτει και πέφτει και δεν καίομαι και εγώ μέσα σε αυτήν τη θλίψη;)»[Β΄Κορ.11,29]. Διότι και αν προσθέσεις σε αυτά αναρίθμητα θαύματα, δεν θα πεις τίποτε ίσο με την αγάπη. Καθόσον και ο ίδιος είπε ότι τον αναμένει μισθός, όχι επειδή έκανε θαύματα, αλλά επειδή με τους ασθενείς έγινε ως ασθενής. Διότι «Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός;(:Ποιος θα είναι ο μισθός μου και η καύχησή μου στην περίσταση αυτή😉», λέγει, «ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ(:είναι αυτός· να κηρύττω το Ευαγγέλιο του Χριστού και ως ανεκτίμητη αξία να το προσφέρω στους ακροατές μου, χωρίς να τους επιβαρύνω με δαπάνες για τη συντήρησή μου· και έτσι να μη κάνω καμία απολύτως χρήση του δικαιώματος, που μου δίδει αυτό τούτο το Ευαγγέλιο)»[Α΄Κορ.9,18].
Και όταν θέτει τον εαυτό του πρώτο από τους αποστόλους δεν λέγει: «Περισσότερα θαύματα έκανα από αυτούς», αλλά: «Περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα (:Περισσότερο από όλους αυτούς κοπίασα)»[Α΄Κορ.15,10]. Και γι’ αυτό δεν προτιμούσε να αποθάνει από την πείνα για τη σωτηρία των μαθητών. Διότι «Μου είναι προτιμότερο», λέγει, «να πεθάνω, παρά να ματαιώσει κανείς το καύχημά μου»[Α΄Κορ.9,15]· όχι γιατί ήθελε να καυχηθεί, αλλά για να μη φανεί ότι τους κατηγορεί. Διότι πουθενά δεν καυχάται ποτέ για τα κατορθώματά του, όταν δεν είναι απαραίτητο· αλλά και αν ακόμη αναγκαστεί και το κάνει, ονομάζει τότε ανόητο τον εαυτό του. Εάν δε και καυχάται κάποτε, καυχάται για τις ασθένειες, τις ύβρεις, για το ότι συμπάσχει και πονά πάρα πολύ με αυτούς που υποφέρουν· όπως ακριβώς και εδώ λοιπόν λέγει «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ;». Αυτοί οι λόγοι έχουν περισσότερη αξία και από κινδύνους και πόνους· γι’ αυτό και θέτει αυτά μετά, όταν εντείνει τον λόγο.
Σε τι λοιπόν θα είμαστε άξιοι εμείς συγκρινόμενοι με εκείνον, οι οποίοι ούτε χρήματα περιφρονούμε για τον εαυτό μας, ούτε αυτά που περισσεύουν από τα υπάρχοντά μας δίνουμε; Εκείνος όμως δεν ήταν έτσι, αλλά και την ψυχή και το σώμα του έδιδε, για να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που τον λιθοβόλησαν και τον χτύπησαν. «Διότι έτσι με δίδαξε», λέγει, «να αγαπώ ο Χριστός, που άφησε την νέα εντολή για την αγάπη, και την οποία ο ίδιος πραγματοποίησε με τα έργα». Διότι ενώ ήταν βασιλεύς των πάντων και της μακαρίας θείας φύσεως, ανθρώπους τους οποίους δημιούργησε από το μηδέν και τους οποίους απείρως ευεργέτησε, αυτούς ακόμη και όταν Τον ύβριζαν και όταν Τον έφτυναν δεν τους εγκατέλειψε, αλλά και άνθρωπος έγινε γι’ αυτούς και συναναστράφηκε με πόρνες και τελώνες και τους νεκρούς τους ανέστησε και τους δαιμονιζόμενους θεράπευσε και τον ουρανό υποσχέθηκε.
Και μετά από όλα αυτά αφού Τον συνέλαβαν Τον κτύπησαν, Τον έδεσαν, Τον μαστίγωσαν, Τον περιγέλασαν και τέλος Τον σταύρωσαν. Και ούτε έτσι τους εγκατέλειπε, αλλά και ενώ ήταν επάνω στον σταυρό, λέγει: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι(:Πατέρα, συγχώρησέ τους, διότι δε γνωρίζουν τι κάνουν)»[Λουκά 23,34]. Τον δε ληστή που πριν από αυτό Τον κατηγορούσε τον έβαλε και στον Παράδεισο και τον Παύλο που ήταν διώκτης Του τον έκανε απόστολο και τους δικούς Του και αφοσιωμένους σε Αυτόν μαθητές παρέδιδε σε θάνατο για τη σωτηρία των Ιουδαίων που Τον σταύρωσαν.
Αυτά λοιπόν όλα συλλέγοντας για τον εαυτό μας, δηλαδή τα έργα της αγάπης του Θεού και των ανθρώπων, ας δείξουμε ζήλο, ας μιμηθούμε αυτά τα κατορθώματα και ας αποκτήσουμε την ανώτερη από όλα τα χαρίσματα, αγάπη, για να επιτύχουμε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, τα οποία είθε να επιτύχουμε όλοι, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο άγιο και αγαθό Πνεύμα ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ ΛΓ΄
ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΣΤΗΝ Α΄ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
«Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται (:Η αγάπη δείχνει μεγαλοψυχία και ανεκτικότητα, είναι ευεργετική και εξυπηρετική. Η αγάπη δεν ζηλεύει και δεν φθονεί. Η αγάπη δεν φέρεται με αλαζονεία και αυθάδεια, δεν υπερηφανεύεται και δεν ξιπάζεται)»[Α΄Κορ.13,4].
Επειδή λοιπόν είπε ότι, όταν απουσιάζει η αγάπη, και η πίστη και η γνώση και οι ξένες γλώσσες και τα χαρίσματα και η θεραπευτική, θαυματουργική ικανότητα και ο τέλειος βίος και το μαρτύριο δεν δίνουν κανένα μεγάλο όφελος, κατ’ ανάγκην λοιπόν ζωγραφίζει την ακαταμάχητη ωραιότητά της, σαν να καταστολίζει την εικόνα της με χρώματα των επί μέρους αρετών και αφού συνέθεσε όλα τα μέλη της με κάθε τελειότητα.
Μην προσπεράσεις όμως αγαπητέ, αυτά που λέγονται, αλλά το καθένα από αυτά εξέταζέ το με πολλή επιμέλεια, για να δεις και τον θησαυρό της αγάπης και την τέχνη του ζωγράφου. Πρόσεχε λοιπόν από πού άρχισε αμέσως και τι έθεσε πρώτο· το αίτιο όλων των αγαθών. Ποιο είναι αυτό; Η μακροθυμία. Αυτή είναι η ρίζα όλης της ευσέβειας. Για τον λόγο αυτό και κάποιος σοφός έλεγε: «Μακρόθυμος ἀνὴρ πολὺς ἐν φρονήσει, ὁ δὲ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς ἄφρων(:Ο πράος, ο υπομονετικός και με αυτοκυριαρχία άνθρωπος έχει πολλή φρόνηση· ο μικρόψυχος όμως και ευέξαπτος είναι πάρα πολύ ανόητος)»[Παρ.14,29].
Και αφού συνέκρινε αυτήν με ισχυρή πόλη, είπε ότι αυτή είναι περισσότερο ασφαλής από εκείνη. Διότι είναι και όπλο ακαταμάχητο και πύργος ακλόνητος, που απομακρύνει εύκολα όλα τα λυπηρά. Και όπως, όταν κάποιος σπινθήρας πέσει μέσα στη θάλασσα, εκείνη μεν καθόλου δεν την βλάπτει, ενώ αυτός σβήνει εύκολα, έτσι και στη μακρόθυμη ψυχή, ό,τι απροσδόκητο και να τύχει, αυτό μεν εύκολα εξαφανίζεται, ενώ εκείνη δεν την ταράσσει. Διότι η μακροθυμία είναι στερεότερη από όλα, είτε στρατόπεδα πεις, είτε χρήματα, είτε ίππους, είτε τείχη, είτε όπλα, είτε οτιδήποτε άλλο, τίποτε δεν είναι ισοδύναμο με τη μακροθυμία. Καθόσον εκείνος μεν που κατέχει αυτά, πολλές φορές αφού κυριευτεί από θυμό, σαν ένα μικρό παιδάκι θολώνει και γεμίζει τα πάντα με ταραχή και ζάλη, ενώ ο μακρόθυμος άνθρωπος σαν να κάθεται σε λιμάνι, απολαμβάνει βαθιά γαλήνη. Και εάν τον ζημιώσεις, δεν σάλεψες την πέτρα, και αν τον περιφρονήσεις, δεν έσεισες τον πύργο, και αν του επιφέρεις κτυπήματα, δεν πλήγωσες τον αδάμαντα· διότι και μακρόθυμος γι’ αυτό λέγεται, επειδή έχει μακρά και μεγάλη ψυχή· καθότι το μακρό και μεγάλο λέγεται.
Όμως αυτό το καλό φύεται από την αγάπη και σε όσους το έχουν και το απολαμβάνουν δίδει πολλή ωφέλεια. Μη μου πεις όμως για τους απεγνωσμένους και αυτούς που ενώ κάνουν κακό και χωρίς να παθαίνουν κακό, γίνονται χειρότεροι· διότι εδώ συμβαίνει αυτό, όχι από τη μακροθυμία αυτού, αλλά από εκείνους που δεν χρησιμοποιούν αυτήν όπως πρέπει. Μη μου πεις λοιπόν για αυτούς, αλλά για τους δικαιότερους, οι οποίοι κερδίζουν πολλά από αυτήν. Καθόσον όταν, ενώ κάνουν κακό, δεν πάθουν κακό, αφού θαυμάσουν την πραότητα εκείνου που έπαθε το κακό, ωφελούνται από αυτό και διακομίζουν ύψιστη φιλοσοφία.
Ο Παύλος όμως ούτε μέχρι εδώ σταματά, αλλά προσθέτει και τα άλλα της κατορθώματα, λέγοντας: «ἡ ἀγάπη χρηστεύεται (: η αγάπη είναι γεμάτη από καλοσύνη, είναι ευεργετική και εξυπηρετική)».Επειδή δηλαδή υπάρχουν μερικοί που δεν χρησιμοποιούν τη μακροθυμία στον ορθό τρόπο ζωής που αρμόζει σε αυτήν, αλλά για να εκδικηθούν εκείνους που τους παρόργισαν με το να τους κάνουν κακό, λέγει ότι ούτε αυτό το ελάττωμα έχει η αληθινή αγάπη. Γι’ αυτό και πρόσθεσε ότι «είναι γεμάτη από καλοσύνη». Διότι δεν χρησιμοποιούν τη μακροθυμία για να ανάψουν εντονότερα τη φλόγα αυτών οι οποίοι φλέγονται από οργή, αλλά για να την καταπραΰνουν και να την σβήσουν τελείως· και όχι μόνο με το να υπομένουν καρτερικώς, αλλά και με το να τιμούν και να εγκαρδιώνουν, ιατρεύουν την πληγή και θεραπεύουν το τραύμα του θυμού.
«ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ(:η αγάπη δεν είναι ζηλότυπη και δεν φθονεί)»: διότι είναι δυνατό να είναι κανείς και μακρόθυμος και ζηλότυπος, και εκείνο το κατόρθωμα καταστρέφεται από αυτό το ελάττωμα. Αλλά η μακροθυμία είναι απαλλαγμένη και από αυτό.
«Ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται(:Η αγάπη δεν φέρεται με αλαζονεία και αυθάδεια)»· διότι καθιστά συνετό αυτόν που αγαπά και σοβαρό και ανώτερο άνθρωπο. Διότι αυτό το ελάττωμα είναι γνώρισμα εκείνων που αγαπούν με αισχρή αγάπη· ενώ αυτός που έχει αυτήν την αγάπη, είναι απαλλαγμένος από όλα αυτά. Διότι όταν δεν υπάρχει θυμός στην ψυχή, έχει ξεριζωθεί κάθε αυθάδεια και αλαζονεία. Καθόσον σαν άριστος γεωργός που βρίσκεται μέσα στην ψυχή η αγάπη, δεν αφήνει να βλαστήσει κανένα από αυτά τα αγκάθια.
«Οὐ φυσιοῦται(:Δεν υπερηφανεύεται και δεν ξιπάζεται): διότι βλέπουμε πολλούς οι οποίοι υψηλοφρονούν όταν κατορθώσουν αυτά, όπως το να επιτύχουν να μην είναι ζηλότυποι, ούτε πονηροί, ούτε μικρόψυχοι, ούτε αυθάδεις. Διότι αυτά τα κακά δεν συνυπάρχουν μόνο με τον πλούτο και την φτώχεια, αλλά και με αυτά που από τη φύση τους είναι καλά. Η αγάπη όμως καθαρίζει τα πάντα τελείως. Πρόσεχε δε. Ο μακρόθυμος δεν είναι οπωσδήποτε και ευμενής προς τους άλλους· εάν όμως δεν είναι έτσι, τότε το πράγμα καταντά πονηρία και κινδυνεύει να πέσει σε μνησικακία. Για αυτό τον λόγο η αγάπη, αφού δίνει το φάρμακο, δηλαδή την καλοσύνη, διατηρεί την αρετή καθαρή.
Πάλι αυτός που είναι ευμενής και ευεργετικός στους άλλους, πολλές φορές γίνεται περιποιητικός για να κερδίσει φήμη, αλλά και αυτό το διορθώνει η αγάπη. Διότι «η αγάπη», λέγει, «δεν καυχάται, δεν υπερηφανεύεται». Αυτός που είναι ευεργετικός και μακρόθυμος, πολλές φορές γίνεται αλαζόνας· αλλά και αυτήν την κακία ο Παύλος την εξαλείφει. Και κοίταξε πώς στολίζει τη μακροθυμία, όχι μόνον από όσα έχει η αγάπη, αλλά και από όσα δεν έχει. Διότι «και αρετή φέρει στην ψυχή, και την κακία εκβάλλει», λέγει, «ή μάλλον ούτε αφήνει καν να φυτρώσει από την αρχή». Διότι δεν είπε, «είναι μεν ζηλότυπος, αλλά γίνεται κυρίαρχος του φθόνου», ούτε ότι «είναι μεν αλαζόνας και αυθάδης, τιμωρεί το πάθος όμως», αλλά ότι «δεν είναι ζηλότυπη, δεν καυχάται, δεν είναι υπερήφανη»· πράγμα που είναι πολύ περισσότερο αξιοθαύμαστο, το ότι δηλαδή και χωρίς κόπους κατορθώνει τα αγαθά, και χωρίς πόλεμο και μαζί στήνει το τρόπαιο της νίκης. Διότι δεν αφήνει αυτόν που την έχει, να ιδρώσει για να λάβει έτσι τον στέφανο, αλλά δίδει σε αυτόν το βραβείο ακόπως. Διότι όπου δεν υπάρχει αντίπαλο πάθος στον καθαρό λογισμό, ποιος κόπος χρειάζεται;
«Οὐκ ἀσχημονεῖ(:Δεν κάνει τίποτε απρεπές και άκοσμο)»· « Αλλά τι λέγω», λέγει, «ότι δεν είναι υπερήφανος, αφού τόσο απέχει από αυτό το πάθος, που ακόμη και όταν υφίσταται τα πλέον ατιμωτικά εξαιτίας του ότι αγαπά, δεν θεωρεί το πράγμα ούτε καν απλή ασχημία;». Δεν είπε πάλι ότι κάνει μεν ασχημίες, αλλά υπομένει με γενναιότητα την ντροπή, αλλά ότι ούτε καν αισθάνεται την ντροπή. Διότι αν οι φιλοχρήματοι, όταν υφίστανται όλη την κατηγορία και την ντροπή της απάτης εξαιτίας της φιλαργυρίας, όχι μόνο δεν κρύβονται από ντροπή, αλλά και ευχαριστούνται, πολύ περισσότερο αυτός που έχει την άξια κάθε επαίνου αγάπη, από τίποτε παρόμοιο δεν θα δειλιάσει και δεν θα παραιτηθεί για το καλό εκείνων που αγαπά, και όχι μόνο δεν θα παραιτηθεί, αλλά ούτε όταν πάσχει, ντρέπεται.
Αλλά για να μη φέρουμε το παράδειγμα από πράξη κακή, ας εξετάσουμε αυτό στη ζωή του Χριστού και τότε θα δούμε τη δύναμη αυτού που ειπώθηκε. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός λοιπόν και φτυνόταν και χτυπιόταν από ελεεινούς δούλους· και όχι μόνο δεν θεωρούσε ότι ντροπιάζεται, αλλά και θεωρούσε αυτό ως καύχημα και ονόμαζε αυτό δόξα· και όταν εισήγαγε ληστή και δολοφόνο μαζί Του στον Παράδεισο πριν από κάθε άλλον και όταν μιλούσε με πόρνη, ενώ όλοι όσοι παρευρίσκονταν κατηγορούσαν, δεν θεωρούσε ντροπιαστικό το πράγμα, αλλά επέτρεπε σε αυτήν και να φιλεί τα πόδια Του και να βρέχει το σώμα Του με τα δάκρυα και να το σφουγγίζει με τα μαλλιά της· και όλα αυτά μέσα σε τόπο όπου θεατές ήσαν εχθροί και αντίπαλοι. Διότι η αγάπη δεν κάνει, ούτε νιώθει ασχημία.
Γι’ αυτό και οι πατέρες, ακόμη και αν είναι σοφότεροι και ρητορικότεροι από όλους, δεν ντρέπονται όταν συλλαβίζουν μαζί με τα παιδιά τους· και κανείς από όσους τους βλέπουν δεν τους κατηγορεί, αλλά τόσο ωραίο φαίνεται το πράγμα, ώστε είναι άξιο και να το ευχηθεί κανείς. Και αν ακόμη αυτοί που αγαπώνται γίνουν κακοί και διαπράττουν αμαρτήματα, αυτοί υπομένουν και τους διορθώνουν, τους φροντίζουν, κρύπτουν τις ντροπές τους και δεν ντρέπονται. Διότι η αγάπη δεν κάνει ασχημίες, αλλά κρύπτει όπως τα χρυσά πτερά όλα τα αμαρτήματα των αγαπώμενων. Έτσι αγαπούσε και ο Ιωνάθαν τον Δαυίδ, και ενώ άκουγε τον πατέρα του τον Σαούλ, που ήταν κυριευμένος από φονική μανία κατά του Δαυίδ, να του λέγει και να τον αποκαλεί ως εξής: «Υἱὲ κορασίων αὐτομολούντων, γυναικοτραφῆ(:Νόθε υιέ, τέκνο διεφθαρμένων γυναικών, γυναικοπρεπή)» [Α΄Βασ.20,30], δεν ντρεπόταν, αν και οι λόγοι είναι γεμάτοι από πολλή αισχρότητα. Διότι αυτό που εννοεί εδώ ο Σαούλ είναι το εξής: «Υιέ πορνιδίων που λυσσούν για άντρες, που τρέχουν προς τους περαστικούς, χαύνε και μαλθακέ, που δεν έχεις τίποτε από άντρα, αλλά ζεις προς εντροπή εσένα και της μητέρας που σε γέννησε».
Τι λοιπόν; Στενοχωρήθηκε για αυτά και κρύφτηκε από ντροπή και απομακρύνθηκε από τον πατέρα του τον Σαούλ που του μιλούσε τόσο άσχημα και ταπεινωτικά; Το εντελώς αντίθετο, μάλιστα, καυχιόταν κιόλας για τη φιλία του με τον Δαβίδ· παρά το ότι ο μεν πατέρας του ο Σαούλ ήταν βασιλιάς τότε και ο Ιωνάθαν ήταν υιός ενός βασιλιά, ενώ ο Δαυίδ ήταν τότε εξόριστος και περιπλανώμενος. Και όμως δεν ντρεπόταν για τη φιλία του με αυτόν, διότι η αγάπη δε φέρεται με τρόπο απρεπή. Και μάλιστα το πλέον αξιοθαύμαστο σε αυτήν αυτό είναι, ότι αυτόν που περιφρονείται, όχι μόνο δεν αφήνει να στενοχωριέται και να πληγώνεται, αλλά τον κάνει και να χαίρεται γι’ αυτά. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και ο Ιωνάθαν μετά από όλα αυτά, σαν να φορούσε στεφάνι, έτσι κατά τη φυγή αγκάλιασε τον Δαυίδ. Διότι η αγάπη δεν γνωρίζει τι είναι ντροπή, γι’ αυτό και καυχιέται για αυτά για τα οποία άλλος ντρέπεται. Καθόσον ντροπή είναι το να μη γνωρίζει κανείς να αγαπά, όχι το να κινδυνεύει όταν αγαπά και να υπομένει τα πάντα για εκείνους που αγαπά.
Και όταν λέω «τα πάντα», μη νομίσεις ότι εννοώ και τα επιβλαβή, όπως δηλαδή όταν κάποιος λέγει σε ένα νέο να συμπράξει στο να αποκτήσουν μια ερωμένη, ή εάν κάποιος ζητεί από κάποιον να πράξει κάτι άλλο επιβλαβές. Διότι όποιος είναι τέτοιος δεν αγαπά· και αυτό σας το έδειξα προηγουμένως από την Αιγύπτια που ήθελε να παρασύρει τον Ιωσήφ. Διότι μόνον εκείνος αγαπά αληθώς, ο οποίος επιθυμεί και επιδιώκει αυτά που συμφέρουν σε αυτόν που αγαπά· (διότι εάν κάποιος δεν επιδιώκει αυτό το καλό, ακόμη και αν λέγει χιλιάδες φορές ότι αγαπά, είναι περισσότερο εχθρός από όλους τους εχθρούς). Έτσι κάποτε και η Ρεβέκκα, επειδή ήταν πολύ αφοσιωμένη στον γιο της, τον Ιακώβ, και κλοπή ακόμη διέπραττε και δεν ντρεπόταν, ούτε φοβόταν μήπως συλληφθεί· διότι υπήρχε και κίνδυνος και όχι μικρός· αλλά και παρά το ό,τι ο γιος της εξέταζε με ακρίβεια τη συμβουλή της, έλεγε: «Ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ κατάρα σου, τέκνον(:Επάνω μου ας πέσει η κατάρα σου αυτή, παιδί μου, εάν την επισύρεις από τον πατέρα σου τον Ισαάκ και καταλάβει την απάτη σου για να πάρεις την ευλογία που θα έδινε δικαιωματικά στον αδερφό σου τον Ησαύ)»[Γέν.27,13]. Είδες ότι αν και γυναίκα, είχε ψυχή αποστολική; Διότι όπως ο Παύλος προτιμούσε για να διακρίνουμε μικρό με μέγα, να γίνει ανάθεμα χάριν των Ιουδαίων, έτσι και αυτή, προκειμένου να λάβει την ευλογία ο γιος της, προτιμούσε και κατάρα ακόμη να υποστεί η ίδια.
Και τα μεν αγαθά έδινε στον υιό της, διότι δεν επρόκειτο να ευλογηθεί και η ίδια μαζί με εκείνον, ενώ τα κακά που συνεπαγόταν αυτό ετοιμαζόταν να τα υπομείνει μόνη της· και όμως χαιρόταν και βιαζόταν αν και υπήρχε τόσος κίνδυνος και στενοχωριόταν διότι καθυστερούσαν τα πράγματα. Διότι φοβόταν μήπως αφού προλάβει ο Ησαύ ματαιώσει το τέχνασμά της. Γι’ αυτό και συντομεύει τους λόγους της και βιάζει τον υιό της και αφού τον άφησε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του προς όσα εκείνη του είπε, λέγει σε αυτόν το συλλογισμό της που ήταν ικανός να τον πείσει. Διότι δεν είπε ότι «δεν υπάρχει λόγος να τα λες αυτά και άδικα φοβάσαι, αφού ο πατέρας σου έχει γεράσει και είναι τυφλός», αλλά τι; «Ας πέσει σε εμένα η κατάρα για εσένα, τέκνο μου, εάν αποτύχει το σχέδιό μας και μαθευτεί από τον πατέρα σου τον Ισαάκ· μόνο εσύ μην καταστρέψεις το σχέδιο, και μη χάσεις το θήραμα, ούτε να εγκαταλείψεις τον θησαυρό».
Ο ίδιος ο Ιακώβ δεν υπηρετούσε με μισθό ως ποιμένας δεκατέσσερα χρόνια στον συγγενή του, τον αδερφό της μητέρας του, τον Λάβαν; Δεν πλήρωσε μαζί με τη δουλεία και το να γελαστεί εξαιτίας εκείνης της απάτης[που αντί για να του δώσει ως γυναίκα του τη Ραχήλ που αυτήν αγαπούσε και είχαν συμφωνήσει, ο Λάβαν τού έδωσε τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Λεία]; Τι λοιπόν; Άραγε αισθάνθηκε ότι περιπαίχτηκε; Άραγε είχε την αίσθηση ότι τον υποτιμούσαν διότι ενώ ήταν ελεύθερος και ανατράφηκε με ευγένεια από ελεύθερους γονείς, υπέμεινε όσα αρμόζουν σε δούλους και όχι σε εκείνον; Πράγμα το οποίο πάρα πολύ πληγώνει συνήθως, όταν πάσχει κανείς από συγγενείς αυτά που τον ντροπιάζουν. Καθόλου δεν αισθάνθηκε έτσι· η δε αιτία ήταν η αγάπη, η οποία και τον χρόνο, ενώ ήταν πολύς, έκανε να φαίνεται ολίγος. Διότι «ἦσαν γαρ», λέγει, «ἐνώπιον αὐτοῦ ὡσεὶ ἡμέραι ὀλίγαι»(:τα έτη αυτά φάνηκαν στον Ιακώβ σαν να ήταν λίγες μέρες)». Τόσο μακριά ήταν από το να πληγώνεται και να ντρέπεται για την δουλεία αυτή. Άρα δικαίως έλεγε ο Παύλος ότι «η αγάπη δε διαπράττει ασχημίες».
«Οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται»: Αφού λοιπόν είπε ότι δεν διαπράττει ασχημίες η αγάπη, λέγει και τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει αυτό. Ποιος δε είναι ο τρόπος; Ότι δεν ζητεί το συμφέρον της. Διότι αισθάνεται ότι αυτός τον οποίον αγαπά είναι τα πάντα και τότε διαπράττει ασχημία, όταν δεν μπορέσει να απαλλάξει από πράξεις ασχημίας εκείνον που αγαπά· διότι εάν είναι δυνατόν να πέσει ο ίδιος σε περιφρόνηση και ασχημία για να ωφελήσει αυτόν που αγαπά, δε θεωρεί το πράγμα ασχημία· αυτός που αγαπά λοιπόν τέτοιος είναι. Διότι αυτό είναι φιλία, το να μην είναι δηλαδή αυτός που αγαπά και αυτός που αγαπάται δύο, αλλά ένας άνθρωπος· πράγμα που με τίποτε άλλο, παρά μόνο με την αγάπη γίνεται.
Μη ζητείς λοιπόν το συμφέρον σου, για να βρεις το πραγματικό συμφέρον σου. Διότι αυτός που ζητεί το συμφέρον του, δεν το βρίσκει. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος έλεγε: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος(:Κανένας, παρασυρόμενος από τη φιλαυτία του, να μην επιζητεί ό,τι του αρέσει ή ό,τι τον εξυπηρετεί, αλλά ας επιδιώκει και ας ενδιαφέρεται ο καθένας και για το καλό του άλλου)»[Α΄Κορ.10,24]. Όπως ακριβώς λοιπόν εάν κάποιος έχει δικό του χρυσό παραχωμένο στο σπίτι του πλησίον, εάν δεν έλθει ποτέ εκεί για να τον ζητήσει και να σκάψει, δε θα τον δει ποτέ, έτσι και εδώ αυτός που δεν θέλει να ζητήσει το δικό του συμφέρον στην ωφέλεια και του πλησίον, δεν θα επιτύχει τους στεφάνους για τον εαυτό του. Διότι και ο Θεός γι’ αυτό έθεσε αυτόν τον νόμο, για να είμαστε συνδεδεμένοι μεταξύ μας. Και όπως ακριβώς κάποιος που θέλει να ξυπνήσει παιδί που νυστάζει, για να ακολουθήσει τον αδελφό του, όταν από μόνο του δεν θέλει, δίνει στον αδελφό αυτό που είναι επιθυμητό και αγαπητό σε εκείνο, για να ακολουθεί αυτόν που το έχει με την επιθυμία να το λάβει, όπως βεβαίως και γίνεται, έτσι και εδώ ο Θεός έδωσε το συμφέρον του καθενός στον πλησίον, για να τρέχουμε ο ένας πίσω από τον άλλο και να μην είμαστε διαιρεμένοι.
Και εάν θέλει, δες αυτό και σε εμάς που το λέγουμε· το δικό μου συμφέρον δηλαδή βρίσκεται σε εσένα και το ωφέλιμο για εσένα σε εμένα. Διότι και σε εσένα συμφέρει το να διδάσκεσαι αυτά που είναι αρεστά στον Θεό, αλλά αυτό είναι εμπιστευμένο σε εμένα, για να λάβεις αυτό από εμένα, και γι’ αυτό να αναγκαστείς να τρέχεις σε εμένα· και σε μένα συμφέρει το να γίνεσαι καλύτερος, διότι θα λάβω πολύ μισθό γι’ αυτό· αλλά αυτό πάλι βρίσκεται σε εσένα, και γι’ αυτό αναγκάζομαι να σε καταδιώκω, για να γίνεις καλύτερος, και έτσι λαμβάνω αυτό που είναι συμφέρον μου από εσένα. Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε: «Τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά(:Και ποθήσαμε να σας δούμε, διότι ποιος άλλος παρά και εσείς μαζί με τους άλλους είστε η ελπίδα μας, ή η χαρά μας ή ο στέφανος, για τον οποίο μπορούμε να καυχιόμαστε μπροστά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό στη Δευτέρα Του Παρουσία; Διότι εσείς πράγματι είστε η δόξα μας και η χαρά μας)»[Α΄Θεσ.2,19-20]. Ώστε η χαρά του Παύλου ήταν οι μαθητές και τη δική του χαρά εκείνοι κατείχαν. Γι’ αυτό και δάκρυζε εάν ποτέ τους έβλεπε να χάνονται.
Και πάλι το δικό τους συμφέρον βρισκόταν στον Παύλο· γι’ αυτό και έλεγε: «Ἓνεκεν γὰρ τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι(:διότι εγώ εξαιτίας της ελπίδας του ισραηλιτικού λαού για την έλευση του λυτρωτή Μεσσία, είμαι δεμένος με αυτήν την αλυσίδα)»[Πράξ.28,20]· και πάλι: «Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου(: γι΄ αυτό όλα τα υπομένω για τους εκλεκτούς, για να πετύχουν και αυτοί τη σωτηρία που υπάρχει στον Χριστό Ιησού μαζί με δόξα αιώνια)»[Τιμ. Β΄2,10].
Αυτό είναι δυνατόν να δει κανείς και στα πράγματα της καθημερινής ζωής. Διότι «η γυναίκα», λέγει, «δεν εξουσιάζει το δικό της σώμα· το εξουσιάζει ο άντρας. Όμοια και ο άντρας δεν εξουσιάζει το δικό του σώμα, το εξουσιάζει η σύζυγος». Έτσι και εμείς όταν θέλουμε να συνδέσουμε κάποιους, αυτό κάνουμε· κανένα δεν αφήνουμε να είναι κύριος του εαυτού του, αλλά αφού τεντώνουμε αλυσίδα στη μέση, κάνουμε αυτόν να κυριαρχείται από εκείνον και εκείνον από αυτόν. Θέλεις δε να δεις αυτό και στους άρχοντες; Αυτός που δικάζει δεν κάθεται για να κρίνει για τον εαυτό του, αλλά επειδή θέλει το συμφέρον του πλησίον. Οι υπήκοοι πάλι το συμφέρον των αρχόντων επιζητούν με την περιποίηση, την υπηρεσία, με όλα τα άλλα. Οι στρατιώτες για εμάς οπλίζονται· διότι για εμάς κινδυνεύουν· εμείς υποβαλλόμαστε σε θυσίες χάριν εκείνων· διότι από εμάς δίνονται γι’ αυτούς οι τροφές. Εάν ισχυρίζεσαι ότι ο καθένας κάνει αυτό για το δικό του συμφέρον, αυτό λέγω και εγώ, με τη διαφορά ότι διαμέσου του συμφέροντος του άλλου βρίσκει το δικό του. Διότι και ο στρατιώτης, εάν δεν πολεμήσει υπέρ εκείνων που τον τρέφουν δεν θα έχει αυτόν που θα τον εξυπηρετεί σε αυτό· και πάλι εάν αυτός δεν θρέψει τον στρατιώτη, δεν θα έχει κανένα να τον υπερασπίζει.
Είδες πως η αγάπη απλώνεται παντού και οικονομεί τα πάντα; Αλλά μην κουραστείς μέχρις ότου γνωρίσεις καλώς ολόκληρη αυτή τη χρυσή σειρά. Αφού λοιπόν είπε «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς(:δεν ζητεί εγωιστικώς το δικό της συμφέρον)», λέγει στη συνέχεια τα αγαθά που γεννώνται από αυτό. Ποια δε είναι αυτά; «Οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν(: Δεν ερεθίζεται εναντίον του άλλου, δεν βάζει ποτέ κακό στο νου της εναντίον του πλησίον και δεν θέλει να θυμάται το κακό που της έχει κάνει ο άλλος)»[Α΄Κορ.13,5]. Κοίταξε πάλι όχι μόνο να επικρατεί της κακίας, αλλά ούτε να αφήνει σε αυτήν να θέσει καν αρχή. Διότι δεν είπε, οργίζεται μεν, αλλά κυριαρχεί, αλλά ούτε καν σκέπτεται. Διότι κανένα κακό, όχι μόνο δεν σχεδιάζει, αλλά ούτε υποπτεύεται εναντίον εκείνου που αγαπά. Πώς λοιπόν θα το έπραττε ή πώς θα οργιζόταν, αυτή που δεν ανέχεται ούτε να σκεφτεί το κακό; Διότι αυτό είναι η πηγή του θυμού.
«Οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ(:Δεν χαίρεται όταν βλέπει να γίνεται κάτι το άδικο, και αν ακόμη με αυτό εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της)». Δηλαδή δεν ευχαριστείται για αυτούς που υποφέρουν· και όχι μόνο αυτό, αλλά και το πολύ μεγαλύτερο από αυτό, «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ(:χαίρεται δε όταν βλέπει να επικρατεί η αλήθεια)»[Α΄Κορ.13,6]. Συνευχαριστείται, λέγει, με αυτούς που ευημερούν· αυτό που λέγει ο Παύλος: «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων(:Πλημμυρισμένοι από ανεπίφθονο αγάπη να χαίρεστε μαζί με εκείνους που χαίρουν και να κλαίτε μαζί με εκείνους που θλίβονται και κλαίνε)»[Ρωμ.12,15].Από αυτό δεν φθονεί, από αυτό δεν γίνεται υπερήφανος, διότι τα καλά του άλλου θεωρεί δικά της.
Είδες πως η αγάπη κάνει άγγελο σε μικρογραφία εκείνον που τρέφεται από αυτήν; Διότι, όταν δεν είναι θυμώδης και είναι καθαρός από φθόνο και ελεύθερος από κάθε τυραννικό πάθος, να θεωρείς ότι έχει απαλλαγεί λοιπόν και από την ανθρώπινη φύση και έχει ορμήσει και προς αυτήν ακόμη την απάθεια των αγγέλων. Δεν αρκείται σε αυτά, αλλά έχει να πει κάτι μεγαλύτερο και από αυτά· διότι τα μεγαλύτερα τελευταία τα εκθέτει. Γι’ αυτό λέγει «πάντα ὑπομένει (:σε όλα δείχνει υπομονή απέναντι του πλησίον)»: από τη μακροθυμία, από την καλή διάθεση, είτε σκληρά είναι, είτε βαρετά, είτε ατιμώσεις, είτε πληγές, είτε θάνατος, είτε οτιδήποτε. Και αυτό είναι δυνατό να κατανοήσουμε πάλι από τον μακάριο Δαυίδ. Διότι τι σκληρότερο από του να δει τον γιο του να επαναστατεί και να επιθυμεί τη βασιλεία και να διψά για πατρικό αίμα; Αλλά και αυτό το υπέμενε εκείνος ο μακάριος Δαυίδ και ούτε τότε ήθελε να πει πικρό λόγο κατά του πατροκτόνου, αλλά και στους στρατηγούς αφού επέτρεψε να του κάνουν οτιδήποτε άλλο, τους διέταξε να φροντίσουν για τη σωτηρία του. Διότι ήταν ισχυρό το θεμέλιο της αγάπης, γι’ αυτό και τα ανέχεται όλα.
Και τη δύναμη της αγάπης εδώ την υπαινίσσεται, ενώ την αγαθότητά της με τα εξής: «Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει(:Σκεπάζει και υποφέρει και δικαιολογεί όλα τα μειονεκτήματα και τα ελαττώματα του πλησίον, διότι δεν θέλει ποτέ τον εξευτελισμό του. Πιστεύει και δέχεται με εμπιστοσύνη κάθε τι καλό για τον πλησίον. Τα πάντα και πάντοτε ελπίζει για τη διόρθωση των παρεκτρεπομένων. Σε όλα δεικνύει υπομονή απέναντι του πλησίον)»[Α΄Κορ.13,7]. Τι σημαίνει «πάντα ἐλπίζει»; Όλα τα αγαθά, εννοεί. Δεν απελπίζεται γι’ αυτόν που αγαπά, αλλά και αν ακόμη είναι κακός, επιμένει στο να διορθώνει, να προνοεί και να φροντίζει γι’ αυτόν. «Πάντα πιστεύει»: δηλαδή «όχι μόνο ελπίζει», λέγει, «αλλά και πιστεύει από την πολλή αγάπη».
Αλλά τι λέγει εδώ, αυτούς που είναι εχθροί και ειδωλολάτρες, δεν πρέπει να τους μισούμε; Ναι μεν να μισούμε, όμως όχι εκείνους, αλλά την εσφαλμένη πίστη τους, όχι τον άνθρωπο, αλλά την κακή πράξη, τη διεφθαρμένη προαίρεση. Διότι ο μεν άνθρωπος είναι έργο του Θεού, ενώ η πλάνη έργο του διαβόλου. Μην κάνεις σύγχυση λοιπόν μεταξύ των έργων του Θεού και του διαβόλου. Διότι και οι Ιουδαίοι και βλάσφημοι ήταν και διώκτες και υβριστές και άπειρα κακά καταλόγιζαν στον Χριστό· άραγε λοιπόν τους μισούσε αυτούς ο Παύλος που αγαπούσε τον Χριστό περισσότερο από όλους; Καθόλου, αλλά επιπλέον και τους αγαπούσε και έκανε τα πάντα γι’ αυτούς· και άλλοτε μεν λέγει: «Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν(:Αδελφοί, παρ’ όλη την απιστία που μέχρι σήμερα έχουν δείξει οι Ισραηλίτες, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεση της καρδίας μου και η δέησή μου προς τον Θεό είναι υπέρ των Ισραηλιτών, για να δεχθούν και αυτοί την σωτηρία)» [Ρωμ.10,1], άλλοτε δε : «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα(:Θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα, εάν ήταν δυνατόν με την καταδίκη μου αυτήν να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου, οι ομοεθνείς μου Ιουδαίοι)» [Ρωμ.9,3].
Έτσι και ο Ιεζεκιήλ όταν έβλεπε τους Ισραηλίτες να σφάζονται έλεγε: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κόπτειν αὐτοὺς καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου καὶ ἀνεβόησα καὶ εἶπα· οἴμοι Κύριε, ἐξαλείφεις σὺ τοὺς καταλοίπους τοῦ Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἐκχέαι σε τὸν θυμόν σου ἐπὶ Ἱερουσαλήμ;(: Όταν εκείνοι άρχισαν την σφαγή εντός και εκτός του ναού, εγώ έπεσα με το πρόσωπό μου κάτω στο έδαφος και με φωνή μεγάλη βόησα και είπα: “Αλίμονο, Κύριε ! Εσύ, λοιπόν, εξολοθρεύεις τώρα τους εναπομείναντες από τους Ισραηλίτες; Και αφήνεις να ξεχυθεί ο δίκαιος θυμός σου εναντίον της Ιερουσαλήμ;”)» [Ιεζ.9,8]· και ο Μωυσής επίσης: «Ὑπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσοῦς.καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας(:Στράφηκε ο Μωυσής προς τον Κύριο και είπε: “Κύριε, θερμά Σε παρακαλώ· ο λαός αυτός υπέπεσε σε βαριά αμαρτία, διότι Σε λησμόνησε και κατασκεύασε για τον εαυτό του χρυσούς θεούς. Και τώρα εάν φανείς ίλεως και συγχωρήσεις την αμαρτία τους αυτήν, συγχώρεσέ τους. Εάν όμως δεν τους συγχωρήσεις, εξάλειψε μαζί με αυτούς και εμένα από το βιβλίο σου, στο οποίο με έχεις γραμμένο”)» [Έξ.32,32].
Τι λέγει όμως ο Δαυίδ; «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι(:Εγώ, Κύριε, δεν μίσησα αυτούς τους ασεβείς, οι οποίοι Σε μισούν και δεν έλιωσα σαν κερί εξαιτίας της αηδίας και αποστροφής μου προς τους εχθρούς Σου; Με όλη μου την καρδιά και την ψυχή τους μίσησα και εκείνοι έγιναν εχθροί μου)» [Ψαλμ.138,21-22]. Ναι μεν έτσι λέγει, αλλά δεν ειπώθηκαν από τον ίδιο τον Δαυίδ όσα φέρονται ως δικά του. Διότι ο ίδιος είναι που λέγει επίσης: «Οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ(:Αλίμονό μου! Διότι η παραμονή μου στην ξένη γη, μακριά από την πολυπόθητό μου και φιλειρηνική Σιών, παρετάθη επί μακρόν. Κατασκήνωσα και έστησα την άθλια σκηνή του μετανάστη μαζί με τις σκηνές των βαρβάρων και εχθρευομένων την ειρήνη Κηδαρινών, που περιφέρονται στην έρημο της Αραβίας με τους βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ)»[Ψαλμ.119,5] και «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών(:Στις όχθες των ποταμών της Βαβυλώνας κοντά στις όχθες του Ευφράτη, του Τίγρη και των παραποτάμων τους, εκεί καθίσαμε δούλοι, θλιμμένοι και εξόριστοι και εκλαύσαμε όταν θυμηθήκαμε εμείς οι αιχμάλωτοι την αγαπημένη μας Ιερουσαλήμ)» [Ψαλμ.136,1], αλλά ούτε τη Βαβυλώνα είδε, ούτε τους Κηδαρίτες σκηνίτες.
Εξάλλου τώρα μας ζητείται χρηστότερος τρόπος ζωής. Γι’ αυτό και όταν οι μαθητές ζήτησαν να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό, όπως έγινε με τον προφήτη Ηλία, και να κάψει τους Σαμαρείτες, ο Χριστός τούς είπε: «Στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς(:Ο Ιησούς όμως στράφηκε προς αυτούς, τους επέπληξε και είπε: “Δεν ξέρετε ακόμη ποιων διαθέσεων και ποιας πνευματικής καταστάσεως είστε εσείς. Δεν είστε άνθρωποι του πνεύματος της οργής και της τιμωρίας, που κυριαρχούσε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά του πνεύματος της αγάπης και της συγνώμης, που σώζει)» [Λουκ.9,55]. Διότι τότε μεν όχι μόνο την ασέβεια, αλλά και αυτούς που διέπρατταν ασέβεια είχαν εντολή να τους μισούν, για να μην γίνεται η φιλία με αυτούς αφορμή παρανομίας· γι’ αυτό και απαγόρευσε να δημιουργούν συγγένειες και να έρχονται σε επιμιξία και από παντού τούς προφύλασσε με κάποιο τείχος· τώρα όμως, επειδή μας οδήγησε σε υψηλότερο τρόπο ζωής και μας έκανε ανώτερους από το να είμαστε τρωτοί σε εκείνη τη βλάβη, μας δίνει εντολή και να τους υπομένουμε και να τους πλησιάζουμε. Διότι εμείς δε βλαπτόμαστε σε τίποτε από εκείνους, ενώ εκείνοι ωφελούνται από εμάς.
Τι λέγει λοιπόν; Δεν πρέπει να μισούμε; Όχι να μισούμε, αλλά να ελεούμε. Διότι εάν τον μισήσεις, πώς θα βοηθήσεις να επιστρέψει εύκολα αυτός που πλανάται; Πώς θα προσευχηθείς γι’ αυτόν που δεν έχει πιστέψει; Διότι άκουσε τι λέγει ο Παύλος για το ότι πρέπει να προσευχόμαστε γι’ αυτούς: «Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων(:Προτρέπω, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα να γίνονται δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους)» [Α΄Τιμ. 2,1]. Αλλά το ότι τότε δεν ήσαν όλοι πιστοί από παντού είναι φανερό. Και πάλι: «ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων(:για τους βασιλιάδες και για όλους όσοι είναι σε θέσεις υπεροχής)» [Α΄Τιμ. 2,2]· το ότι όμως αυτοί ήταν ασεβείς και παράνομοι, και αυτό επίσης είναι φανερό.
Ακολούθως, καθώς λέγει και τον λόγο για τον οποίο πρέπει να προσευχόμαστε, προσθέτει: «Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν(:Αυτό είναι καλό και αποδεκτό μπροστά στον σωτήρα μας Θεό, ο Οποίος θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έρθουν σε επίγνωση της αλήθειας)» [Α΄Τιμ. 2,4]. Για τον λόγο αυτόν ακόμη και όταν κάποια ειδωλολάτρισσα είναι παντρεμένη με πιστό, λέγει να μη διαλύεται ο γάμος. Και όμως τι είναι περισσότερο οικείο στον άντρα από τη γυναίκα; Διότι «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν(: και με τον στενότατο αυτό σύνδεσμο και συνάφεια της συζυγίας οι δύο θα γίνουν πλέον μία σάρκα, ένα σώμα)» [Γέν. 2,24]· και πολλή είναι η αγάπη και θερμός ο πόθος σε αυτή τη σχέση. Εάν όμως πρόκειται να μισούμε ασεβείς και παράνομους, δεν θα σταματήσουμε εδώ, αλλά αφού προχωρήσουμε θα μισήσουμε και τους αμαρτωλούς, και καθώς θα προοδεύεις έτσι θα αποσχιστείς και από τους περισσότερους αδελφούς, μάλλον δε από όλους. Διότι δεν υπάρχει, κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Εάν λοιπόν πρέπει να μισούμε τους εχθρούς του Θεού, δεν πρέπει να μισούμε μόνον τους ασεβείς, αλλά και τους αμαρτωλούς· και έτσι θα καταντήσουμε χειρότεροι από τα θηρία με το να αποστρεφόμαστε όλους τους ανθρώπους και να υπερηφανευόμαστε με ανοησία όπως εκείνος ο Φαρισαίος.
Ο Παύλος όμως δεν παραγγέλλει έτσι, αλλά πώς; «Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, νουθετεῖτε τοὺς ἀτάκτους, παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους, ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν, μακροθυμεῖτε πρὸς πάντας(:Σας παρακαλούμε, αδελφοί, να συμβουλεύετε και καθοδηγείτε αυτούς που συμπεριφέρονται άτακτα, να παρηγορείτε και να ενισχύετε τους ολιγόψυχους, να στηρίζετε και να βοηθάτε τους ασθενείς κατά την πίστη, να δείχνετε μεγαλοκαρδία, μακροθυμία και ανωτερότητα προς όλους)» [Α΄Θεσ. 5,14]. Τι εννοεί λοιπόν όταν λέγει «Εάν κάποιος δεν υπακούει σε όσα λέμε στην επιστολή αυτή, λάβετέ τον υπό σημείωση και να μην τον συναναστρέφεστε»; Και μάλιστα για αδελφούς ειπώθηκε αυτό, αλλά και αυτό δεν ειπώθηκε έτσι τυχαία και επιπόλαια, αλλά με ημερότητα. Διότι μην αποκρύψεις τα επόμενα από αυτά, αλλά να προσθέσεις και όσα λέγονται μετά. Διότι αφού είπε «μην τον συναναστρέφεστε», πρόσθεσε «και να μην τον θεωρείτε ως εχθρό, αλλά να τον συμβουλεύετε ως αδελφό».
Βλέπεις πως παρήγγειλε να μισούμε το κακό έργο και όχι τον άνθρωπο; Διότι έργο του διαβόλου είναι να μας διασπά από τους αδελφούς μας και με πολύ ζήλο προσπαθεί να εξαλείψει την αγάπη, για να καταστρέψει την οδό της διορθώσεως και να κυριεύσει εκείνον μεν στην πλάνη, εσένα δε στην έχθρα, ώστε έτσι να γκρεμίσει τα τείχη της οδού της σωτηρίας εκείνου. Διότι όταν και ο ιατρός μισεί και αποφεύγει τον άρρωστο, πότε θα αναλάβει αυτός που νοσεί, εφόσον ούτε αυτός καλεί τον ιατρό, ούτε εκείνος έρχεται στον ασθενή; Αλλά για ποιον λόγο, πες μου, τον αποστρέφεσαι και τον αποφεύγεις; Διότι είναι ασεβής; Λοιπόν γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να τον πλησιάζεις και να τον περιποιείσαι, για να τον σώσεις από την ασθένεια. Και εάν ακόμη η ασθένειά του είναι αθεράπευτη, εσύ όμως έχεις εντολή να πράξεις το καθήκον σου. Διότι και ο Ιούδας ήταν αθεράπευτα ασθενής και όμως δεν εγκατέλειψε τη θεραπεία του ο Θεός.
Λοιπόν ούτε εσύ να κουραστείς και να παραιτηθείς. Διότι, και αν ακόμη, αφού προσπαθήσεις πολύ, δεν απαλλάξεις αυτόν από την ασέβεια, και θα λάβεις τον μισθό, που θα λάμβανες εάν τον απάλλασσες, και θα κάνεις αυτόν να θαυμάζει την ημερότητά σου, και έτσι όλη η δόξα θα αποδοθεί στον Θεό. Διότι, και αν ακόμη κάνεις θαύματα, και αν ανασταίνεις νεκρούς, και εάν κάνεις οτιδήποτε, ποτέ δε θα σε θαυμάσουν έτσι οι ειδωλολάτρες, όσο όταν σε δουν να συμπεριφέρεσαι με πράο και ήμερο και γλυκύ τρόπο. Δεν είναι δε μικρόν κατόρθωμα και αυτό· καθόσον πολλοί θα απαλλαγούν από το κακό και μάλιστα τελείως. Διότι τίποτε δεν μπορεί να τους προσελκύσει τόσο, όσο η αγάπη. Καθότι για μεν τα θαύματα και τα σημεία επιπλέον και θα σε φθονήσουν, ενώ γι’ αυτό και θα σε θαυμάσουν και θα σε αγαπήσουν, αφού δε θα σε αγαπήσουν, θα προχωρήσουν και θα δεχτούν και την αλήθεια της πίστεως. Εάν δε δεν γίνεται αμέσως πιστός, μην απορείς, ούτε να βιάζεσαι, ούτε να ζητείς όλα μαζί, αλλά άφησε αυτόν εν τω μεταξύ να επαινεί, να αγαπά.
Και για να γνωρίσεις σαφώς πόσο μεγάλο είναι αυτό, άκουσε πώς απολογήθηκε και ο Παύλος όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστή. Διότι λέγει: «Περὶ πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων ἀπολογεῖσθαι σήμερον(:Για όλα όσα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, βασιλεύ Αγρίππα, διότι μέλλω να απολογηθώ ενώπιόν σου σήμερα)» [Πράξ.26,2]. Αυτά δε τα είπε όχι για να τον κολακέψει, άπαγε, αλλά επειδή ήθελε να τον κερδίσει με τον ήμερο τρόπο. Και τον κέρδισε λίγο και κυρίεψε τον δικαστή αυτός που έως τότε νομιζόταν κατάδικος, και τη νίκη αυτήν ομολογεί αυτός ο ίδιος ο οποίος υποτάχτηκε μεγαλόφωνα και παρουσία όλων, λέγοντας: «Ὁ δὲ Ἀγρίππας πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι(:Είπε λοιπόν τότε ο Αγρίππας στον Παύλο: “Λίγο ακόμη και με πείθεις να γίνω Χριστιανός”)» [Πράξ.26,28]. Τι κάνει λοιπόν ο Παύλος; Απλώνει περισσότερο τα δίκτυα και λέγει: «Εὐξαίμην ἂν τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ καὶ ἐν πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν δεσμῶν τούτων(:Είπε τότε ο Παύλος: “Θα ευχόμουν στον Θεό, είπε εύκολα και με λίγο κόπο, είτε δύσκολα και με πολλή προσπάθεια, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν τέτοιοι όπως είμαι κι εγώ, εκτός από τις αλυσίδες μου αυτές, τις οποίες εύχομαι κανείς από σας να μην τις δοκιμάσει“)» [Πράξ. 26,29].
Τι λέγεις, Παύλε, «εκτός από τις αλυσίδες»; Και ποια οικειότητα και θάρρος θα έχεις προς τον Θεό όταν ντρέπεσαι και αποφεύγεις αυτές και μάλιστα ενώπιον τόσου λαού; Γι’ αυτό το πράγμα δεν καυχάσαι σε όλες τις επιστολές και ονομάζεις τον εαυτό σου δέσμιο και μας παρουσιάζεις παντού την αλυσίδα σαν στέμμα; Τι έγινε τώρα λοιπόν και απεύχεσαι τις αλυσίδες; «Δεν απεύχομαι ο ίδιος», λέγει, «για λογαριασμό μου, ούτε ντρέπομαι αυτές, αλλά κάνω συγκατάβαση στην αδυναμία εκείνων, διότι δεν μπορούν να υπομείνουν αυτό που είναι καύχημα για εμένα. Αλλά έχω διδαχτεί από τον Κύριό μου να μη βάλλω συμπλήρωμα από καινούργιο ύφασμα για να ράψω παλαιό ένδυμα· γι’ αυτό είπα έτσι. Διότι είναι προκατειλημμένοι έως τώρα εναντίον της πίστεώς μας και διάκεινται εχθρικά προς τον σταυρό. Εάν λοιπόν προσθέσω και τα δεσμά, το μίσος γίνεται μεγαλύτερο. Γι’ αυτό αφαίρεσα αυτά, για να γίνει εύκολα παραδεκτή η πίστη· διότι το να φυλακιστούν φαίνεται σε αυτούς πολύ εξευτελιστικό, επειδή ουδέποτε γεύτηκαν τη δική μας δόξα».
Πρέπει λοιπόν να κάνει συγκατάβαση. Διότι όταν μάθουν να ζουν και να σκέπτονται ορθά, τότε θα γνωρίσουν και την ωραιότητα αυτών των δεσμών και τη λαμπρότητα της φυλακής. Σε άλλους λοιπόν όταν ομιλεί, ονομάζει αυτό το πράγμα και χάρισμα με το να λέγει ότι «ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν(:διότι σε σας έχει δοθεί ως χάρισμα και δώρο από τον Θεό, όχι μόνον το να πιστεύετε στον Χριστό, αλλά και να πάσχετε για το όνομα του Χριστού)» [Φιλιπ.1,29]. Ήταν δε αρκετό για την ώρα το να μην ντραπούν τον σταυρό αυτοί που τον άκουγαν. Γι’ αυτό προχωρεί μεθοδικά. Διότι, όταν κανείς εισάγει κάποιον σε ένα ανάκτορο, δεν αναγκάζει αυτόν να δει τα εντός αυτού πριν σταθεί και δει τα προπύλαια· έτσι λοιπόν ούτε, εάν δε γνωρίσει τα πάντα, αφού εισέλθει μέσα, θα φανούν θαυμαστά.
Έτσι λοιπόν και εμείς ας φερόμαστε και στα παιδιά των ειδωλολατρών, με συγκατάβαση, με αγάπη. Διότι αυτή είναι μεγάλη διδάσκαλος και ικανή και από την πλάνη να απελευθερώσει και προς πίστη και ορθό τρόπο ζωής να οδηγήσει και από λίθους να κάνει ανθρώπους. Και εάν θέλεις να γνωρίσεις τη δύναμή της, φέρε μου έναν άντρα δειλό που να φοβάται με το παραμικρό και να τρέμει και τις σκιές και κάποιον άλλον που να είναι οργίλος και σκληρός και να μοιάζει περισσότερο με θηρίο παρά με άνθρωπο, και άλλον αισχρό και ασελγή και που να έχει κάθε κακία, και παράδωσε αυτόν στα χέρια της αγάπης και βάλε τον σε αυτό το γυμναστήριο και θα δεις σύντομα εκείνον τον δειλό και άτολμο να γίνεται ανδρείος και μεγαλόψυχος και να τολμά τα πάντα χωρίς δισταγμό. Και το περισσότερο αξιοθαύμαστο, ότι αυτά γίνονται χωρίς να αλλάξει η φύση του, αλλά μέσα στην ίδια δειλή ψυχή δείχνει τη δύναμή της η αγάπη· και γίνεται το ίδιο που γίνεται εάν κάποιος κατασκευάσει μάχαιρα από μόλυβδο που να κατεργάζεται τον σίδηρο, και τον κατεργάζεται, χωρίς να αλλάξει φύση, παρά το ότι εξακολουθεί να είναι από μόλυβδο.
Πρόσεχε δε. Ο Ιακώβ ήταν άψητος και δεν είχε γνωρίσει κόπους και κινδύνους και ζούσε άνετο βίο και ελεύθερο και όπως η παρθένος στον παρθενικό θάλαμο, έτσι και αυτός καθόταν μέσα και ήταν αναγκασμένος να ζει άπρακτος, από την μεν αγορά και τους θορύβους της και όλα τα συναφή απαλλαγμένος, παραμένοντας δε συνεχώς σε ησυχία και άνεση. Τι έγινε λοιπόν; Επειδή άναψε αυτόν ο πυρσός της αγάπης, αυτόν τον άψητο και κλεισμένο στην οικία του, κοίταξε πώς τον έκανε καρτερικό και ακούραστο. Και αυτά όχι από εμένα, αλλά από τον ίδιο τον πατριάρχη άκουσέ τα. Όταν λοιπόν κατηγορούσε τον πεθερό του τον Λάβαν, λέγει: «Ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ· τὰ πρόβατά σου καὶ αἱ αἶγές σου οὐκ ἠτεκνώθησαν· κριοὺς τῶν προβάτων σου οὐ κατέφαγον(:Εγώ είκοσι ολόκληρα έτη έμεινα και εργάστηκα μαζί σου. Τα πρόβατά σου και τα γίδια σου δεν έμειναν στείρα, αλλά πολλαπλασιάστηκαν. Τους κριούς και τα πρόβατά σου δεν έφαγα)» [Γέν.31,38].
Και πώς έγινες σε αυτά τα είκοσι έτη; Διότι και αυτό πρέπει να υπολογίσεις: «Ἐγενόμην τῆς ἡμέρας συγκαιόμενος τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου(:Για να φυλάσσω τα πρόβατά σου, φλογιζόμουνα κατά το διάστημα της ημέρας από το καύμα του ηλίου και κατά την νύκτα ξεπάγιαζα από το ψύχος και έφευγε ο ύπνος από τα μάτια μου)»[Γέν.31,40]. Αυτά υπέμεινε ο άψητος και αυτός που ήταν κλεισμένος στην οικία και ζούσε βίο άνετο. Ότι ήταν δε και δειλός είναι φανερό από το ότι όταν επρόκειτο να δει τον Ησαύ πέθαινε από τον φόβο. Αλλά κοίταξε πώς πάλι αυτός ο δειλός από την αγάπη έγινε τολμηρότερος από λέοντα. Διότι αφού έταξε τον εαυτό του μπροστά από τους άλλους σαν προπύργιο, ήταν έτοιμος να υποδεχθεί πρώτος εκείνον τον άγριο και κακούργο, όπως νόμιζε, και στο δικό του σώμα να θεμελιώσει την ασφάλεια των γυναικών· και αυτόν που φοβόταν και έτρεμε, πρώτος στην παράταξη επιθυμούσε να δει. Διότι από αυτόν τον φόβο ήταν ισχυρότερη η αγάπη των γυναικών.
Είδες πως ενώ ήταν δειλός, έγινε αμέσως τολμηρός, όχι διότι μετέβαλε την ιδιοσυγκρασία του, αλλά διότι κρατήθηκε από την αγάπη; Διότι το ότι και μετά από αυτά ήταν δειλός, είναι φανερό από το ότι μεταβαίνει από τόπο σε τόπο. Αλλά κανείς ας μη θεωρήσει ότι όσα ειπώθηκαν είναι κατηγορία κατά του δικαίου. Διότι δεν είναι αξιοκατάκριτο να είναι κανείς δειλός, αφού αυτό ανήκει στη φύση· αλλά το να μη κάνεις κανείς αυτά που πρέπει εξαιτίας της δειλίας. Διότι είναι δυνατόν και κάποιος, που είναι δειλός στη φύση του, να γίνει ανδρείος εξαιτίας της ευλάβειας.
Τι έκανε επίσης και ο Μωυσής; Δεν έφυγε επειδή φοβήθηκε έναν Αιγύπτιο και μετέβη σε άλλη χώρα; Και όμως αυτός ο φυγάς, ο οποίος δεν υπέμεινε την απειλή ενός ανδρός, όταν γεύτηκε το μέλι της αγάπης, με ευχαρίστηση και χωρίς να τον αναγκάζει κανείς επιθυμούσε να χαθεί μαζί με αυτούς που αγαπούσε. Διότι «ὑπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσοῦς(: στράφηκε ο Μωυσής προς τον Κύριο και είπε· “Κύριε, θερμά σε παρακαλώ· ο λαός αυτός υπέπεσε σε βαριά αμαρτία, διότι λησμόνησε σε και κατασκεύασε για τον εαυτό του χρυσούς θεούς)» [Έξ.32,31], λέγει. Για το ότι δε η αγάπη καθιστά και τον αυθάδη, μετριόφρονα και τον ασελγή, σώφρονα, δε μας χρειάζονται πλέον παραδείγματα· διότι είναι καταφανές· και αν ακόμη κανείς είναι αγριότερος από κάθε θηρίο, γίνεται ημερότερος και από πρόβατο εξαιτίας της αγάπης. Διότι ποιος ήταν αγριότερος και λυσσωδέστερος από τον Σαούλ; Όταν όμως η κόρη του άφησε ελεύθερο τον εχθρό, ούτε πικρό λόγο είπε προς αυτήν. Και αυτός που κατέσφαξε εξαιτίας του Δαυίδ όλους τους ιερείς, όταν είδε τη θυγατέρα του να έχει αφήσει αυτόν από την οικία, δεν αγανάκτησε με αυτήν ούτε τόσο όσο για να πει ένα γεμάτο από οργή λόγο, και αυτό παρά το ό,τι εξαπατήθηκε σε τέτοιο βαθμό· διότι κατεχόταν με τον χαλινό της αγάπης που ήταν δυνατότερος.
Όπως ακριβώς κάνει μετριόφρονες ανθρώπους, έτσι γνωρίζει να κάνει και σώφρονες η αγάπη. Και εάν κάποιος αγαπά τη γυναίκα του έτσι όπως πρέπει να την αγαπά, ακόμη και αν είναι πάρα πολύ ασελγής, δε θα ανεχτεί να δει άλλην εξαιτίας της αγάπης του προς εκείνην. Διότι λέγει «ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη(: διότι η αγάπη είναι εξ ίσου ισχυρή, όπως και ο θάνατος)» [Άσμα Ασμ.8,6]. Ώστε από πουθενά αλλού δεν προέρχεται η ασέλγεια, παρά από την απουσία της αγάπης.
Επειδή λοιπόν δημιουργός κάθε αρετής είναι η αγάπη με κάθε φροντίδα ας φυτέψουμε αυτήν στις ψυχές μας, για να μας φέρει πολλά αγαθά και να έχουμε τον καρπό της να αναβλύζει παντοτινά, που ανθεί πάντοτε και ποτέ δεν μαραίνεται. Διότι έτσι θα επιτύχουμε και τα αιώνια αγαθά, τα οποία είθε να επιτύχουμε όλοι με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο και Αγαθό Πνεύμα ανήκει δόξα στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα εις την Α΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΛΒ΄ και ΛΓ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, τόμος 18Α, σελίδες 346-411 .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΜΝΗΜΗ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 29-6-2001]
Εάν, αγαπητοί μου, ο μέγας Απόστολος Παύλος ωνομάσθη «Απόστολος των Εθνών», για μας τους Έλληνες είναι ο Απόστολος της Ελλάδος. Η Ελλάς πολλά του οφείλει. Είναι ο Απόστολος που αγάπησε τους Έλληνες, γιατί και οι Έλληνες τον αγάπησαν. Εκοπίασε για μας υπερβαλλόντως. Εκείνα που ακούσαμε στην σημερινή αποστολική περικοπή, που αναφέρεται εις τους κόπους του, μέρος έχουμε και εμείς, εμείς οι Έλληνες, μέρος των κόπων του μεγάλου Παύλου. Ό,τι μας είπε όταν ήρθε εδώ, συμπυκνούται στον λόγο του στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα. Είναι ένας λόγος που καθρεπτίζει την πνευματική κατάσταση της Ελλάδος, αλλά και την προσφορά του Παύλου. Γι΄αυτό πρέπει συχνά να μελετούμε τον λόγον αυτόν του Παύλου στον Άρειο Πάγο.
Και πρώτα πρώτα μας είπε ότι παρά την πολυθεΐα μας και το πλήθος των ναών και των βωμών μας, τελικά ότι αγνοούσαμε τον αληθινό Θεό. Μάλιστα, επαινεί τους Έλληνες για την θρησκευτικότητά των, ότι μας βρήκε, λέει, πάρα πολύ θρησκευτικούς εμάς τους Έλληνες. Αυτό είναι πολύ κολακευτικό- άλλο θέμα ότι δεν γνωρίζαμε τον αληθινό Θεό. Μας βρήκε, όμως, πολύ θρησκευτικούς εμάς τους Έλληνες. Μας κηρύττει λοιπόν τον άγνωστο ή τον χαμένο Θεό. Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι ελησμόνησαν τον αληθινόν Θεόν και έτσι άρχισαν να λατρεύουν εκείνο που έβλεπαν, εκείνο που ήτανε μπροστά τους, δηλαδή την κτίσιν, όπως το λέγει αυτό ο Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, στο πρώτο κεφάλαιο, που λέει «οἱ ἄνθρωποι ἐλάτρευσαν τήν κτίσιν παρά τόν Κτίσαντα». Αλλά επήλθε ο σκοτισμός. Το πρώτο σύμπτωμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων ήταν η ειδωλολατρία.
Ένα δεύτερο: «Και Αυτός ο άγνωστος Θεός», μας είπε, πάντα εκεί, εις την Πνύκα, «είναι ένας και μόνον Ένας Θεός» -δεν έχουμε πολυθεΐα, ένας είναι ο Θεός- «και Αυτός είναι Δημιουργός του παντός». Επί λέξει είπε: «Ὁ Θεός ὁ ποιήσας τόν κόσμον». Ο Θεός. Ένας Θεός. Ένα τρίτο: ότι Αυτός ο Θεός είναι Κύριος. «Κύριος» σημαίνει απόλυτος Κύριος. Δεν υπάρχει άλλος που να κυριεύει την δημιουργία, Αυτός είναι ο μόνος Κύριος. «Οὗτος», είπε, «οὐρανοῦ καί γῆς κύριος ὑπάρχων».
Και ένα τέταρτο: ότι αυτός ο Θεός είναι προνοητής. «Αὐτός διδούς» είπε, «πᾶσιν ζωήν καί πνοήν κατά πάντα». Ναι. Δεν είναι σαν μια μακαριότητα παθητική που δεν ενδιαφέρεται για τον κόσμον, όπως μετέπειτα βγήκαν διάφορες θεωρίες περί Θεού, ότι το σύμπαν είναι απλώς ένα μηχάνημα, το χόρδισε –κούρδισε- ο Θεός, και απεσύρθη, και δεν ενδιαφέρεται πλέον δια τον κόσμον, αφού έθεσε προηγουμένως τους λεγομένους φυσικούς νόμους. Επεμβαίνει ο Θεός στο καθετί. Μας κάνει εντύπωση αυτό που μας είπε ο Χριστός, ότι «ένα σπουργίτι» – τι είναι σπουργίτι; Ένα πουλάκι. Τι είναι το σπουργίτι. Τίποτα δεν είναι…- «ο Θεός γνωρίζει, γι’ αυτό και φροντίζει, δεν πίπτει κάτω, δηλαδή δεν ψοφάει, εάν δεν το ξέρει αυτό ο ουράνιος Πατέρας. Εάν δεν το επιτρέψει ο ουράνιος Πατέρας». Κύριε, μέχρι αυτής της λεπτομερείας; «Κι ακόμη περισσότερο», θα πει ο Χριστός. «Και οι τρίχες της κεφαλής σας είναι μετρημένες». Ποιος κάθισε ποτέ να μετρήσει τις τρίχες της κεφαλής του; Ο Θεός όλα τα γνωρίζει και για όλα προνοεί. Και μάλιστα μας είπε ότι «εάν φροντίζει για τα πουλιά του ουρανού, πόσο περισσότερον θα φροντίσει για εσάς τους ανθρώπους;», είπε εις την επί του Όρους ομιλία Του.
Ακόμη, είπε ο Παύλος ότι είναι Θεός όλων των ανθρώπων. Χωρίς φυλετικές διακρίσεις. Σήμερα πάσχομε γύρω από το θέμα των φυλετικών διακρίσεων. Και μάλιστα, κάπου ξεπερνάμε τα πράγματα όταν λέμε ότι ενέργειες δικές μας, μεταξύ μας –σας είπα, ξεπερνάμε τα πράγματα- και λέμε ότι αυτό είναι ρατσισμός. Κακώς, γιατί εκεί πια δεν υπάρχει ρατσισμός. Ο ρατσισμός είναι στην περίπτωση που έχουμε τις φυλετικές διακρίσεις, όπως είναι φερειπείν οι λευκοί πώς βλέπουν τους μαύρους, πώς βλέπουν τους κίτρινους, τους Κινέζους της Άπω Ανατολής κ.λπ. Αυτές είναι οι φυλετικές διακρίσεις. Κι όμως ο Παύλος μάς είπε: «Ἐποίησε τε –δηλαδή ο Θεός- και εποίησε, «ἐξ ἑνός αἵματος – από τον Αδάμ και την Εύα- πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς». Αν όλοι οι άνθρωποι, επάνω στον πλανήτη μας εγνώριζαν, ζούσαν, ησπάζοντο τον Χριστιανισμόν, δεν θα υπήρχε αυτό που λέμε «φυλετικές διακρίσεις». Εκεί θα βρίσκαμε και αυτό που λέμε «ισότητα» – τσακώνονται, μαλώνουν οι γυναίκες γι’ αυτήν την ισότητα… Εκεί θα βρούμε, ακόμη στο Ευαγγέλιον, την απουσία, σας είπα, των φυλετικών διακρίσεων. Εάν όμως ζούσαμε το Ευαγγέλιον… Αλλά δεν το ζούμε, και μένομε σε μιαν άγνοια, παρότι μετά το κήρυγμα του Παύλου στην Αθήνα έχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια. Ντροπή μας!
Και τέλος, ακόμη ένα σημείο, ή ακόμη ένα προτελευταίο σημείο, «έβαλε μέσα στον κάθε άνθρωπο την εικόνα Του ο Θεός, για να επιθυμεί ο κάθε άνθρωπος να αναζητά το πρωτότυπό της». Το πρωτότυπό της. Δηλαδή είπε: «ζητεῖν τόν Κύριον – ζητεῖν– ἤ ἄρα γέ ψηλαφήσειαν αὐτόν καί εὔροιεν. Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν». Ψηλάφησε λίγο τον εαυτό σου και θα βρεις τον Θεό μέσα σου. Αυτό μας είπε ο Παύλος. «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν».. Και βρισκόμεθα. Και είμαστε.
Μας είπε ακόμη και για τον Ιησούν Χριστόν. Ένα τελευταίο. Το άφησα τελευταίο. Μιλούσε γενικά δια τον Θεόν. Τώρα ειδικεύει τον λόγο του και μας ομιλεί για τον Ιησούν Χριστόν, δηλαδή τον Θεόν Λόγον που ήρθε στον κόσμον και μας εκήρυξε την ελευθερία μας, την πνευματική μας ελευθερία, μας απεκάλυψε τον αληθινό Θεό και λοιπά. Αλλά δεν είχαμε την δύναμη να τον καταλάβουμε τον Παύλο. Διότι, όταν μίλησε για τον Ιησού Χριστό και μίλησε για την Ανάστασή Του, πωπωπω, οι σοφοί Αθηναίοι… δεν κατάλαβαν τίποτε… Τι θα πει Ανάσταση; Νόμισαν ότι είναι μία θεότητα η Ανάστασις, γιατί είχανε μάθει μέχρι τότε να λατρεύουνε τους θεούς κατά ζεύγη. Φερειπείν, στην Αίγυπτο: ο Όσιρις – η Ίσις. Εδώ, ο Απόλλων- η Δήμητρα. Αρσενική θεότητα- θηλυκή θεότητα. Και η αρσενική θεότητα γονιμοποιεί την θηλυκή την θεότητα, όπως είναι η Γη- φερειπείν γονιμοποιεί ο Απόλλων- ο θεός…Ήλιος- γονιμοποιεί την γην, δεν είναι τυχαίο γιατί ο ήλιος είναι αρσενικού γένους, ούτε τυχαίο είναι γιατί η γη είναι θηλυκού γένους, αλλά γονιμοποιεί την γην και η γη παράγει. Ο Όσιρις- αρσενικού γένους- γονιμοποιεί την Γην – η Ίσις- και παράγει η γη. Δηλαδή η θεοποίησις της κτίσεως, ηλίου και γης.
Έτσι, λοιπόν, παίρνοντας τις θεότητες κατά ζεύγη, οι Έλληνες όταν άκουσαν περί Ιησού Χριστού και περί Αναστάσεως, θηλυκού γένους η Ανάστασις, εξέλαβαν ότι είναι μία θεότητα. Δεν μπορούσανε να ακούσουνε παρακάτω. Άρχισαν να παρανοούν. Άρχισαν να παρεξηγούν. Δεν μπορούσε να πει τίποτε περισσότερο ο Απόστολος – ξέρετε γιατί; Άρχισαν να χλευάζουν οι Αθηναίοι. Θα μπορούσε να τους πει ο Παύλος: «Για σταθείτε, Αθηναίοι σοφοί, δεν με καταλάβατε. Με παρανοήσατε!». Όμως δεν το ‘κανε. Γιατί δεν τον άφηναν από την χλεύη που έκαναν. Και του είπαν εκείνο το…το αμίμητον: «Ε, καλά, καλά μας τα είπες. Ἀκουσόμεθα σέ πάλιν. Θα σε ξανακούσουμε». Και κατέβηκε ο Παύλος από το βήμα. Όμως, όταν αργότερα θα καταλαβαίναμε, όπως από το κήρυγμά του επίστευσε ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης – σπουδαίος άνθρωπος· με αξίωμα ε;- η Δάμαρις, κάποια σπουδαία γυναίκα των Αθηνών, σιγά σιγά έγινε και η εκκλησία των Αθηναίων, έγινε η εκκλησία της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, αρχίσαμε να ψηλαφούμε πραγματικά τα λόγια του Παύλου και να αρχίζουμε να βρίσκουμε την αλήθεια. Αυτό στάθηκε ο Παύλος όταν ήρθε στην Ελλάδα. Ο Παύλος…
Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Παύλος –μας σημειώνει ο Λουκάς εις το βιβλίο των Πράξεων- «παρωξύνετο τό πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τήν πόλιν». Ένας Εβραίος δεν μπορούσε να βλέπει τα είδωλα. Ο Παύλος υπέφερε κινούμενος στα έθνη και βλέποντας τα είδωλα. Δεν μπορούσε. Αγανακτούσε. Και εδώ λέγει «παρωξύνετο». Πώς θα το εξηγήσουμε αυτό το «παρωξύνετο»; Παραξενευότανε, επαναστατούσε· «θεωροῦντι», όταν έβλεπε να είναι η πόλις των Αθηνών κατείδωλος, γεμάτη από είδωλα. Μάλιστα πολλοί Αθηναίοι φιλοτεχνούσαν, δηλαδή παρήγγελλαν αγάλματα διαφόρων θεοτήτων και τα ‘βαζαν και εις τα πεζοδρόμια τους και εις τους κήπους των κ.λπ. Ώστε είπε κάποιος σύγχρονος ότι οι θεοί στην Αθήνα ήσαν πιο πολλοί από τους Αθηναίους…
Εάν επανήρχετο, όμως, ο Παύλος, σήμερα στην Ελλάδα, ύστερα από είκοσι, αγαπητοί μου, αιώνες, και ανέβαινε επάνω στην ακρόπολη των Αθηνών, πώς θα την έβλεπε την Αθήνα και γενικότερα την Ελλάδα και πώς θα την χαρακτήριζε; Σήμερα, αγαπητοί μου, θα είχαμε πάλι ανάγκη να μας πει για τον άγνωστο Θεό. Γιατί υπάρχει τόσο η αθεΐα -κάτι χειρότερο από τότε, δεν υπήρχε τότε η αθεΐα, υπήρχε η ειδωλολατρία· και όπως σας είπα, επήνεσε ο Παύλος την θρησκευτικότητα των Αθηναίων: «Σας βλέπω», λέει, «ότι είσαστε οι πιο θρησκευτικοί. Από όλους τους Έλληνες». Σήμερα όμως δεν έχουμε την ειδωλολατρία απλώς, έχουμε και την αθεΐα. Δεν πιστεύουμε σε τίποτα. Αυτό είναι το δυστύχημά μας. Συνεπώς έχουμε αγνωσίαν Θεού. Ναι. Αγνωσία Θεού. Δεν ξέρουμε τον Θεό. Να πω για τους Χριστιανούς μας; Θα ‘λεγε κάποιος: «Ε! Γνωρίζουμε τον Θεό». Τι γνωρίζουμε; Μπορούμε να πούμε στοιχειώδη πράγματα για τον Θεό; Εδώ δεν πιστεύουμε – πολλοί Χριστιανοί…- πρώτα πρώτα το Τριαδικό του Θεού. Δεν πιστεύουμε στην πρόνοια του Θεού. Νομίζουμε ότι ο Θεός είναι σαν τα μούτρα μας- επιτρέψατέ μου να μιλήσω έτσι, όταν μπορούμε να λέμε εκφράσεις περίεργες και ποικίλες: «Τι να σου κάνει ο Θεός; Ποιον να πρωτοκοιτάξει…», λέμε στη λαϊκή μας γλώσσα. Ποιον να πρωτοκοιτάξει; Δηλαδή τι είναι ο Θεός; Κάπως περίπου σαν κι εμάς, ώστε να δυσκολεύεται να δει τους ανθρώπους και να τους βοηθήσει; Δηλαδή, δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός φροντίζει για όλους τους ανθρώπους κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ; Εμείς οι Χριστιανοί, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί… Αν πηγαίνατε λίγο περισσότερο, λίγο παρά πέρα να βλέπατε αυτήν την άγνοια που υπάρχει… Κι αυτό είναι ένα δυστύχημα.
Το ξέρετε, αγαπητοί μου, ότι ξαναγυρίζουμε εις το δωδεκάθεον του Ολύμπου και λεγόμαστε δωδεκαθεϊστές; Το ξέρετε αυτό; Ναι. Γυρίζουμε ξανά εις το δωδεκάθεον του Ολύμπου. Τρομάρα μας… Βέβαια, πολλές φορές σας τα έχω πει, και ελπίζω ότι δεν σας αιφνιδιάζω με αυτά που σας λέγω, απλώς τα λέγω για υπόμνηση. Μας έλεγε κάποιος που είχε πάει στους Δελφούς και ηύρε, λέει, έναν καθηγητή πανεπιστημίου στους Δελφούς, ο οποίος έκανε προσευχή εις τον Απόλλωνα… :«Ω θεέ Απόλλων…»… Θέλομε ξύλο; Δηλαδή κοπίασε ο Παύλος εις μάτην για μας εδώ τους Έλληνες;
Ας προσέξουμε, αγαπητοί, διότι έρχεται βαρύ το χέρι του Θεού. Διάβαζα στον προφήτη Ιερεμία το εξής. Ακούστε. Αποτείνεται ο Θεός εις τον λαό Του, τον Ισραήλ. Προ Χριστού. Και λέει. Επειδή ο λαός Του είχε αποκλίνει και είχε στραφεί προς την ειδωλολατρία, διότι εζήλευε εκείνα που οι γύρω λαοί λάτρευαν, άφησαν τον αληθινό Θεό και εστράφησαν στα είδωλα, λέει: «Εάν ο Μωυσής σταθεί μπροστά μου και ο Σαμουήλ –σπουδαία πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης– και με παρακαλέσουνε για τον λαό, δεν θα τους ακούσω». Ακούσατε; «Δεν θα τους ακούσω!». Σήμερα, αν λέμε και ζητάμε την πρεσβεία του Αποστόλου Παύλου, να μας σώσει εμάς τους Έλληνες, μήπως πει το ίδιο ο Θεός; «Δεν θα τον ακούσω τον απόστολο Παύλο». Και είπε ο λαός: «Και πού θα πάμε;». Και απαντάει ο Θεός. Θα το ‘λεγα, θα το ‘λεγα, να με συγχωρέσει ο Θεός που το λέω έτσι: «Να πάτε κατά διαβόλου». Να με συγχωρέσετε κι εσείς. Για μας τους Έλληνες: «Να πάτε κατά διαβόλου… Δυο χιλιάδες χρόνια σας περιμένω. Τι κάνατε;».
Όχι ότι δεν υπάρχει και πιστός λαός. Υπάρχει. Ακούστε λοιπόν τι λέει ο Θεός εδώ: «Ένα μέρος από σας θα σας φάει μαχαίρι· ένα μέρος από σας θα σας φάει η πείνα· ένα μέρος από σας θα σας φάει η αιχμαλωσία». Λοιπόν; Αγαπητοί μου. Έχομε ορατά σημάδια απειλής της πατρίδος μας, του λαού μας. Έχομε ορατά σημάδια απειλής της πατρίδος μας, το ακούτε; Το λέω διπλά. Αν κανείς για μια στιγμή τον πήρε ο ύπνος, να το ακούσει.
Αγαπητοί. Ο άγιος Παύλος είναι το πρώτο καλλιτέχνημα της θείας χάριτος. Αλλά και το λαμπρό υπόδειγμα αγαθής προαιρέσεως. Έτσι, ας τον μιμηθούμε τον μέγαν Παύλον. Να γίνουμε μικροί Παύλοι. Θα ήταν η καλύτερη απάντηση στους τόσους του κόπους για να εκχριστιανίσει την πατρίδα μας. Η Ελλάδα τού οφείλει πολλά. Αν τιμάμε τον Παύλον, αυτό σημαίνει ότι έχομε τον Χριστόν. Κι αν έχομε τον Χριστόν, έχομε ό,τι καλύτερο για την διατήρηση της ορθοδόξου χριστιανικής μας ταυτότητος. Αλλά και της ελληνικής μας ταυτότητος. Κι αυτή τη στιγμή, όπως σας είπα ήδη, και τα δύο απειλούνται. Και η Ορθοδοξία μας απειλείται – ή δεν το βλέπετε; – αλλά και η ελληνικότητά μας απειλείται – ή δεν το βλέπετε κι αυτό;-, γι΄αυτό είναι ανάγκη να κρατήσουμε σφιχτά τον Χριστόν που μας κήρυξε ο Παύλος. Ναι. Ο Παύλος. Ο μέγας Παύλος που τόσα του χρωστάμε. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
απομαγνητοφώνηση και ψηφιοποίηση της ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΗ:
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/mnhmh_agivn/mnhmh_agivn_031.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.