Ἀναγκαῖος ὁ ἔλεγχος

«Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴ­δῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυ­ναῖ­κα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μάρκ. 6,18)

Ὑπάρχουν ἑορτὲς μὲ πένθιμο χα­ρακτῆρα καὶ σ᾽ αὐ­τὲς ἐ­πι­βάλλεται αὐ­στη­ρὴ νη­στεία. Πρώ­τη, κορυφαία τῶν πενθίμων, εἶνε ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Δεύτερη εἶνε ἡ 29η Αὐγούστου. Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἔχουμε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Θεανθρώπου, στὶς 29 Αὐ­γούστου ἔχουμε τὸ βίαιο τέλος τοῦ Προδρόμου, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτι­στοῦ..

Αὐστηρὴ νηστεία. Τηρεῖται αὐτὴ σήμερα; Ἄλλοτε τὴν τηροῦσαν· ἄθεος χαρακτηριζόταν ὅποιος θὰ τὴ μαγάριζε. Τώρα δυστυχῶς λίγοι νηστεύουν. Τί ἁμαρτία, τί βεβήλωσις! Μικρὰ θεωροῦνται αὐτά, ἀλ­λὰ ἔ­χουν σημασία. Τί θὰ ἔ­λεγες ἐσύ, ἐὰν εἶχες θά­νατο, πενθοῦσες τὸν πατέ­ρα ἢ τὴ μητέρα σου, κ᾽ ἐρχόταν ἕνας ἔ­ξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι κ᾽ ἔ­κανε συμπόσια καὶ γεύματα καὶ χόρευε μὲ βιολιά; Θὰ πληρώσουμε τὴν ἁ­μαρτία αὐτή. Δὲν εἶ­μαι προφήτης, ἀλλὰ βλέπω ὅτι ἔρχεται πεῖνα, κρέας οὔτε τὸ Πάσχα, θὰ ποῦμε καὶ τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ Βαλκάνια εἴμαστε οἱ πιὸ κρεοφάγοι· καὶ τὰ χορτάρια νὰ γίνονταν μοσχάρια, πάλι δὲν θὰ μᾶς ἔφταναν.

Μαρτύρησε λοιπὸν ὁ Πρόδρομος πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του, τριαν­τατριῶν ἐτῶν, ἕξι μῆνες μεγα­λύτερος ἀπὸ τὸ Χριστό μας. Ποιό ἦταν τὸ τέλος του; Ἀποτο­μὴ τῆς κεφαλῆς του λέγεται σήμερα ἡ ἑορτή.

* * *

Ὁ Πρόδρομος ἔζησε σὲ ἐποχὴ ἠθικῆς, κοινωνι­κῆς, θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς καταπτώσεως τοῦ Ἰσραήλ. Παραλυσία καὶ διαφθορὰ ὑ­πῆρ­­χε. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, ὅτι τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔ­θνος ἔ­χασε τὴν πολιτική του ἀνεξαρτησία. Ὑ­πο­δουλώθηκε στὴ ῾Ρώ­­μη. Οἱ λεγεῶνες της μπῆκαν στὰ Ἰεροσόλυμα, γκρέμισαν τὰ ἱερὰ καὶ ὕψωσαν τὴ σημαία τους· «τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως στὸν ἅγιο τόπο» (βλ. Δαν. 9,27. Ματθ. 24,15. Μάρκ. 13,14). Οἱ Ἑβραῖοι προσπάθησαν ν᾽ ἀποτινάξουν τὸ ζυγὸ ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσαν.

Οἱ ῾Ρωμαῖοι φάνηκε νὰ κάνουν μία συγ­κατάβασι· ὡς σκιὰ ἐξουσίας ἐπέτρεπαν ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἑβραίων νά ᾽νε Ἰουδαῖος, ἦταν ὅμως ἀπολύτως ἐξαρτημένος, πειθήνιο ὄργανο τῶν ῾Ρωμαίων.

Ἀρχηγὸς αὐτῆς τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας ἦταν ὁ Ἡρῴδης ὁ μέγας, ἐκεῖνος ποὺ ἔ­σφαξε νήπια. Ἐγγονὸς ἐκείνου ἦταν αὐτὸς ποὺ θανάτωσε τὸν Πρόδρομο (βλ. Μάρκ. 6,14-30). Ἔκ­φυλος κι αὐτός, ἄδικος καὶ αἱμοβόρος.

Τί εἶνε ἡ κληρονομικότητα! Δὲν μπορεῖ νά ᾽σαι π.χ. ἀλκοολικὸς καὶ νὰ μὴν ἐπι­βαρύνῃς τοὺς ἀπογόνους σου· θὰ τοὺς μεταδώσῃς τὰ ἐ­λαττώματά σου. Εἶνε μεγάλο τὸ θέμα αὐτό. Ἀπαιτεῖται ἐγκρά­τεια, γιὰ νὰ δημιουργηθῇ μιὰ γενεὰ ὑγιῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Ἡρῴδης ὄχι μόνο ἔδιωξε χωρὶς λόγο ἀ­πὸ τ᾽ ἀ­νά­κτορα τὴν ἐνάρετη σύζυγό του, κόρη γειτονικοῦ βα­σιλέως, ἀλλὰ καὶ πῆρε σύζυγο – ποιά· τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίπ­που κατὰ παράβασιν τοῦ Μωσαϊ­κοῦ νόμου, ποὺ μόνο σὲ μία περίπτωσι ἐπέτρεπε τὸ γάμο αὐτόν, ἐὰν ὁ ἀδελφός του πέθαι­νε χωρὶς ν᾽ ἀ­φήσῃ τέκνα (βλ. Δευτ. 25,5-6. Ματθ. 22,24). Ἐδῶ ὅμως στὴν περίπτωσι αὐτὴ εἶχε ἀποκτήσει τέκνο, τὴ Σα­λώμη, καὶ αὐτὸς ζοῦσε ἀκόμα. Ἐπρόκειτο γιὰ δημό­σιο σκάνδαλο. Ἀλλὰ κανείς δὲν μιλοῦ­σε. Ποιός νὰ ἐ­λέγξῃ; Ὅταν ἁ­μαρτάνουν οἱ μικροί, τότε ὅλοι ἀνοίγουν τὰ στόματά τους· ὅταν ἁμαρτάνῃ ὁ ἰσχυρός, καν­­είς δὲν τολμᾷ. Σιωπὴ νεκροταφείου λοιπόν. Ἀλ­λὰ μέσα στὴ σιωπὴ ἔπεσε κεραυνός. Καὶ ὅ­πως ὁ κεραυ­νὸς καθαρίζει τὴν ἀτμόσφαιρα, ἔτσι καὶ ὁ λόγος ὁ αὐστηρὸς καὶ πεπαρρησιασμένος συντελεῖ στὴν κάθαρσι τῆς κοινωνίας.

Ἐκεῖνος ποὺ τόλμησε ἦταν μόνο ὁ βαπτι­στὴς Ἰω­άννης. Ἡ ζωή του σκληρή· τὸ στέκι του κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄ­στρα, ποτό του τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου, φαγη­τό του «ἀ­κρίδες καὶ μέλι ἄ­γριον», ῥοῦχο του μιὰ μηλωτὴ ἀπὸ «τρίχες καμήλου» καὶ μιὰ δερμάτινη ζώ­νη στὴ μέση του (Ματθ. 3,4. Μάρκ. 1,6), στρῶμα του ἡ ἀμμουδιὰ τῆς ὄχθης. Ἀσκητής, ὑπεράνθρωπος· ἄγγελος. Ὅ­ταν ξέσπασε τὸ σκάνδα­λο, γοργὸς ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτο­ρα καὶ ἔρριξε τὸ ἀ­στρο­πελέκι κατακέφαλα στὸν Ἡ­ρῴδη· Δὲν σοῦ ἐπι­τρέπε­ται νὰ συζῇς μὲ τὴ νύφη σου! «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔ­χειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μάρκ. 6,18). Πέντε λέξεις, μὰ ἀξίζουν περισ­σότερο ἀπὸ ἑκατομμύρια δικά μας κηρύγμα­τα ποὺ δὲν τολμοῦν ν᾽ ἀγγίξουν τὸ κακό. Ἀ­μέσως τὸν πιάνουν καὶ τὸν ῥίχνουν στὸ μπουντρούμι, στὸ φρούριο τῆς Μαχαιροῦντος, δίπλα στὰ ἀνάκτορα. Ἀλλὰ καὶ μέσ᾽ ἀπὸ τὰ κάγ­κελλα ἡ φωνή του ἔφτανε στὸν ἔνοχο· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».

Στὰ ἀνάκτορα γινόταν τότε τε­λετὴ γιὰ τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρῴδη. (Πρέπει νὰ πῶ ἐδῶ, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες γιορτάζουμε καθένας τὴν ἡμέρα ποὺ γιορτάζει ὁ ἅγιός του· στὴ Δύ­σι ἑ­ορτάζουν τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων τους). Ἑ­ώρταζε λοιπὸν ὁ Ἡρῴδης τὴν ἐπέτειο τῆς γεννήσεώς του πού, ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν Ἰούδα (βλ. Ματθ. 26,24), καλύτερα νὰ μὴ γεννιόταν. Εἶχε μαζευτῆ ἐκεῖ ἡ ἀφρόκρεμα, μᾶλ­λον κοπρόκρεμα, καὶ διασκέδαζαν. [Διευκρινίζω, ὅτι δὲν εἴμαστε ἐναντίον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν, τὶς ὁποῖες τιμοῦμε καὶ πειθαρχοῦμε· θέλω νὰ στιγματίσω τὴν ἔνοχη σιωπὴ τῶν κολάκων ποὺ «θυμιατίζουν» τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας καὶ εὐθύνονται γιὰ τὴν κατάπτωσι τῆς κοινωνίας]. Ὅ­λοι αὐτοὶ λοιπὸν γλεντοῦσαν. Φαγητὰ πλούσια, πο­τὰ ἐκλεκτά, μουσική, καὶ μετά …χορός.

Τώρα θὰ καταδικάσῃς καὶ τὸ χορό; θὰ πῆτε. Οἱ σημερινοὶ χοροί, εἴτε ἀνατολίτικοι εἴτε δυτικοί, εἶ­νε αἰσχροί. Ὅταν μὲ τοὺς Βαυ­αροὺς ἦρθε στὴν Ἑλλά­δα ὁ πρῶτος εὐ­ρω­πα­ϊκὸς χορὸς καὶ κάλεσαν στὰ ἀνάκτορα καὶ τὸν Κολοκοτρώνη, αὐτὸς σκέπασε τὰ μάτια του καὶ εἶπε· Αὐτὸς ὁ χορὸς εἶνε μισὴ ἁ­μαρτία, μοι­χεία, πορνεία. Ἔχει δίκιο ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος ποὺ εἶπε· «Ἔνθα ὄρχησις, ἐκεῖ διάβολος (=ὅπου χορός, ἐ­κεῖ διάβολος)… Ὁ διάβο­λος διὰ τούτων χορεύει νῦν…» (P.G. 58,491,493). Πολλῶν διαζυγίων αἰτία εἶνε ὁ χορός.

Στὸ συμπόσιο τοῦ Ἡρῴδη γινόταν χορὸς ἀνατολίτικος· καὶ σ᾽ αὐτὸν «διέπρεψε», κόρη ἀντάξια τῆς μάνας της, ἡ Σαλώμη. Αὐτὴ ἀπέσπασε τὰ βλέμματα ὅλων. Κι ὁ Ἡρῴδης, μεθυσμένος ἀπὸ τὸ κρασὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀνόμου ἔρωτος, εἶπε στὴν κόρη· Μὲ μάγεψες· ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις, σοῦ δίνω μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου. Μποροῦσε νὰ ζητήσῃ, κτήματα, χρήματα, χατίρια. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ζήτησε· κατὰ συμβουλὴ τῆς μη­τέρας της τῆς Ἡρῳδιάδος, ζήτησε νὰ τῆς φέρουν ἀ­­­μέσως σ᾽ ἕνα πιάτο ἕ­να μόνο, τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. Ὤ κακία γυναίκας! Ὅσο ἡ κα­λὴ γυναίκα ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὰ ἄστρα, τόσο ἡ κακὴ καὶ διεστραμ­μένη γίνεται αἰτία ὀλέθρου. Καὶ χωρὶς ἀναβολὴ τῆς ἔφεραν σὲ λίγο καὶ τῆς παρέ­δωσαν «ὡς ὀψώνιον» (στιχηρ. ἑσπερ.), σὰν μισθό, σὰν πληρωμή της, τὴν τιμία κεφαλή· καὶ ἡ κορασίδα τὴν ἔδωσε στὴ μητέρα της.

Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Προδρόμου, ποὺ προμήνυε τὸ τέλος καὶ τοῦ Θεανθρώπου.

* * *

Ἀπὸ τότε πέρασαν δυὸ χιλιάδες χρόνια. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, πα­ρὰ τὰ ὑλικὰ ἐπιτεύγματά τους, πνευματικὰ ἔχουν πέσει πολὺ χαμηλά. Ἡ ἁμαρτία (εἴτε ὡς ψέμα, μοιχεία, πορνεία, πλεονεξία καὶ φιλαργυρία, εἴτε ὡς μῖ­σος, κακία, ἐκδίκησι, φθόνος) πλημ­μύρησε τὸν κόσμο. Πόσο χρειαζόμαστε σήμερα ἕ­ναν Ἰω­άννη! Ἂν ἐρχόταν πάλι, ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολ­λὰ «Οὐκ ἔξεστί σοι» θὰ ἔλεγε. Θὰ τὸ ἔλεγε

στοὺς ἄντρες, ποὺ χωρίζουν μὲ διαζύγια.

στὶς ἀνδροχωρίστρες ποὺ μιμοῦνται τὴν Ἡρῳδιάδα.

στὰ ἄθεσμα ζευγάρια, ποὺ παρανομοῦν.

στοὺς νέους ποὺ ὀργιάζουν στὰ νυχτερινὰ κέν­τρα ὑπὸ τὴν προστασία τῶν νόμων τοῦ κράτους.

στοὺς γιατροὺς ποὺ ἐγκληματοῦν μὲ τὶς ἐκτρώσεις καὶ θησαυρίζουν ἐνῷ τὸ γένος μας σβήνει.

στοὺς δικαστὰς ποὺ ἐπιβάλλουν νὰ παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ φρικτοὺς ὅρκους.

στοὺς βουλευτὰς ὅλων τῶν κομμάτων, γιὰ τοὺς σκανδαλώδεις νόμους ποὺ ψηφίζουν.

Ἐμεῖς δὲν φτάνουμε τὸν τίμιο Πρό­δρο­μο, κα­λούμεθα ὅμως νὰ τὸν μιμηθοῦ­με· καθένας στὸν κύκλο του νὰ ἀσκῇ ἔλεγχο. Κοινωνία χωρὶς ἔ­λεγχο δὲν ζῇ. Τὸ εἶπε καὶ ὁ Σωκράτης· «Ὁ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτός» (Πλάτ. Ἀπολογ. 38a).

Χρειάζεται ἔλεγχος. Τὸν ἀσκοῦμε ὅλοι στὰ μέτρα τῆς θέσεώς μας. Ἡ μάνα στὸ παιδί. Ὁ πατέρας στὸ σπίτι φιλόστοργα. Ὁ ἀξι­ωματι­κὸς στοὺς στρατιῶτες πατρικά. Ὁ δάσκαλος στοὺς μαθητάς. Ὁ ἱερεὺς στοὺς ἐνορῖ­τες. Ὁ ἀρχιερεὺς στὴν ἐπισκοπὴ καὶ τὴν κοινωνία.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Ἂν ἀκού­σῃς κάποιον νὰ βλαστημάῃ, κάνε του παρατή­­ρησι· καὶ ἂν δὲν ἀκούσῃ, τότε, ἔχεις χέρι; ῥάπισέ τον· χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ (βλ. Εἰς ἀνδρ. ὁμ. Α΄· P.G. 49,32). Ὅλοι φέρουμε εὐ­θύνη γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ.

Τέλος λέω, ὅτι ὁ τίμιος Πρόδρομος εἶνε κον­­τά, πολὺ κοντά μας. Πόσο κοντά; Τὸν ἔχουμε μέσα στὴν καρδιά μας. Εἶνε ἡ συνείδησις, ποὺ μᾶς φωνάζει καὶ αὐτὴ «Οὐκ ἔξεστί σοι…». Ἂν ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτή, τὸν μυ­στικὸ Ἰωάννη, διαφορετικὴ θὰ εἶνε ἡ κοινωνία.

Εὔχομαι διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου νὰ εἶνε πάντα μαζί σας ὁ Κύρι­ος.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸ ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος, τὴν 29-8-1983)