ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (6/10/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
Β΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο Δ΄, εδάφια 6-15
6 Ὃτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 7 ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, 8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, 9 διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, 10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. 11 Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. 12 ᾫστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. 13 Ἒχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, 14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 15 Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν.Τρεμπέλα
6 Και κηρύττουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δόξα του Χριστού, διότι ο Θεός, ο Οποίος στη δημιουργία του κόσμου διέταξε από το σκοτάδι να λάμψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμψε στις καρδιές μας, όχι μόνο για να φωτισθούμε εμείς, αλλά και για να μεταδοθεί μέσα από μας ο φωτισμός που προέρχεται από τη γνώση της δόξας του Θεού, η οποία φανερώθηκε μέσα από το πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Ιησού Χριστού. 7 Έχουμε λοιπόν τον θησαυρό της φωτιστικής και ένδοξης αυτής γνώσεως μέσα στα σώματά μας, που είναι εύθραυστα και χωματένια, για να αποδεικνύεται ότι το υπερβολικό μεγαλείο της δυνάμεως που υπερνικά τα εμπόδια και τους κινδύνους μας, είναι του Θεού και δεν προέρχεται από εμάς τους ασθενικούς και αδύναμους. 8 Κι έτσι συμβαίνει να θλιβόμαστε σε κάθε τόπο και περίσταση, αλλά όμως οι εξωτερικές αυτές δυσκολίες δεν μας δημιουργούν εσωτερικό αδιέξοδο και στενοχώρια αγωνιώδη. Φθάνουμε σε απορία, χωρίς όμως και να απελπιζόμαστε ή να αποστερηθούμε ποτέ μέσο και δυνατότητα σωτηρίας. 9 Μας καταδιώκουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μας εγκαταλείπει ποτέ ο Θεός. Φαίνεται ότι μας κατανικούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαιστές, αλλά δεν χανόμαστε. 10 Διαρκώς και κάθε μέρα περιφέρουμε στις περιοδείες μας το σώμα μας κυκλωμένο από τον έσχατο κίνδυνο να πεθάνουμε, όπως πέθανε ο Κύριος Ιησούς, αλλά αυτό γίνεται για να φανερωθεί στον κόσμο με τη διάσωση του σώματός μας από τους καθημερινούς κινδύνους ότι ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει. 11 Διότι πάντοτε εμείς, που παρά τους τόσους κινδύνους ζούμε, παραδιδόμαστε σε θάνατο για τη δόξα του Χριστού, για να φανερωθεί με τη θνητή σάρκα μας και η δύναμη της ζωής του Ιησού, που παρεμβαίνει και προλαβαίνει τον θάνατό μας.12 Κι έτσι, ενώ εμείς υποφέρουμε τους κινδύνους του θανάτου, εσείς αντιθέτως καρπώνεστε την πνευματική ζωή που προέρχεται από την επικίνδυνη δράση μας.
13 Παρ’ όλους όμως αυτούς τους κινδύνους, επειδή έχουμε το ίδιο Άγιο Πνεύμα που μας στηρίζει στην πίστη, όπως παλιότερα είχε και ο Δαβίδ σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στους Ψαλμούς: «Πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα», έτσι κι εμείς πιστεύουμε, και γι’ αυτό και θαρραλέα ομολογούμε και κηρύττουμε τον λόγο της πίστεώς μας. 14 Και γνωρίζουμε ότι ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει κι εμάς διαμέσου του Ιησού και θα μας παρουσιάσει ένδοξους στο βήμα Του μαζί με σας. 15 Ναι, μαζί με σας. Διότι όλα για σας γίνονται˙ έτσι ώστε η ευεργεσία που μας κάνει ο Θεός σώζοντάς μας από τους κινδύνους για χάρη σας, να πλεονάζει και να γίνει ευεργεσία και χάρη όχι μόνο σε μας αλλά και σε όλους εσάς. Κι έτσι αυτοί που ευεργετούνται θα είναι περισσότεροι, ώστε και η ευχαριστία προς τον Θεό να πλεονάσει και να περισσεύσει, για να δοξάζεται το όνομά Του.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Ζ΄, εδάφια 11-17
11Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.12 Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13 Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· 14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.15 Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16 Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. 17 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
11 Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί Του βάδιζαν και οι μαθητές Του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ. 12 Μόλις όμως πλησίασε στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο. Και μαζί με αυτήν ήταν και πολύς λαός απ’ την πόλη που συνόδευε και παρακολουθούσε με μεγάλη συμπόνια την κηδεία. 13 Όταν είδε την χήρα ο Ιησούς, την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε τον γιο της της είπε: «Μην κλαις». 14 Τότε πλησίασε και άγγιξε το φέρετρο. Και εκείνοι που το σήκωναν, στάθηκαν. Και είπε ο Ιησούς: «Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω». 15 Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο και άρχισε να μιλάει. Και ο Ιησούς τον παρέδωσε στη μητέρα του. 16 Όλους τότε τους κυρίευσε φόβος, διότι αισθάνονταν την παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στην αμαρτωλότητα και αναξιότητά τους. Και δόξαζαν τον Θεό και έλεγαν ότι «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας και ότι ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό Του για να τον προστατεύσει». 17 Και διαδόθηκε για τον Ιησού αυτή η φήμη της αναστάσεως του γιου της χήρας σε όλη την Ιουδαία και σε όλες τις γειτονικές περιοχές που ήταν τριγύρω από την Ιουδαία.
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Β΄Κορ.4,6-15]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν(:Και κηρύττουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δόξα του Χριστού, διότι ο Θεός, ο οποίος στη δημιουργία του κόσμου διέταξε από το σκοτάδι να λάμψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμψε στις καρδιές μας)»[Β΄Κορ.4,6].
Είδες ότι πάλι δείχνει ο Παύλος σε εκείνους που ζητούσαν να δουν τη δόξα εκείνη την υπερβολική, εννοώ του θεόπτη Μωυσή, να αστράπτει υπερβολικά; «Όπως ακριβώς στο πρόσωπο του Μωυσή, έτσι», λέγει, «έλαμψε και στις δικές σας καρδιές». Και προηγουμένως υπενθυμίζει εκείνα που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας, για να δείξει ότι αυτή η δημιουργία[:η πνευματική μας αναγέννηση] είναι μεγαλύτερη. Και πότε είπε «Γενηθήτω φῶς(:Να γίνει φως επί της γης)»; Στην αρχή και στο προοίμιο της δημιουργίας· γιατί λέγει: «Σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς(: Σκοτάδι απλωνόταν επάνω από τα ύδατα που τη σκέπαζαν, ενώ το ζωοποιό Πανάγιο Πνεύμα φερόταν επάνω από τα ύδατα και την περιέβαλλε. Και είπε ο Θεός: ’’Να γίνει φως επί της γης’’· και έγινε φως)»[Γέν.1,2-3]. Αλλά τότε βέβαια είπε: «να γίνει φως και έγινε», ενώ τώρα δεν είπε, αλλά ο Ίδιος έγινε Φως σε εμάς· γιατί δεν είπε ότι και τώρα είπε, αλλά ότι ο Ίδιος έλαμψε. Γι’ αυτό δεν βλέπουμε αισθητά πράγματα ενώ λάμπει αυτό το φως, αλλά τον ίδιο τον Θεό μέσω του Χριστού.
Βλέπεις την ακριβή ομοιότητα της Τριάδος; Γιατί για το Πνεύμα λέγει: «Ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος(:Και όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν καθρέφτες πνευματικοί δεχόμαστε και αντανακλούμε τη δόξα του Κυρίου. Και έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου. Και προοδεύουμε από ένα βαθμό δόξας σε άλλο ανώτερο βαθμό, όπως είναι επόμενο να προοδεύει ο άνθρωπος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι ο Κύριος )»[Β΄Κορ.3,18], ενώ για τον Υιό λέγει: «Ἐν οἷς ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ(:ανάμεσα σε αυτούς[:σε όσους από θεληματική τύφλωση παραμένουν στην απώλεια], ο σατανάς που είναι ο θεός και άρχοντας του αιώνα αυτού που διαρκεί μέχρι τη Δευτέρα παρουσία, τύφλωσε τη σκέψη των απίστων για να μη λάμψει σε αυτούς ο φωτισμός του Ευαγγελίου. Και το Ευαγγέλιο αυτό κηρύττει τη δόξα του Χριστού, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού)» [Β΄Κορ.4,4].
Τέλος επίσης για τον Πατέρα λέγει: «Ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ(:Και κηρύττουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δόξα του Χριστού, διότι ο Θεός, ο οποίος στη δημιουργία του κόσμου διέταξε από το σκοτάδι να λάμψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμψε στις καρδιές μας, όχι μόνο για να φωτιστούμε εμείς, αλλά και για να μεταδοθεί μέσα από μας ο φωτισμός που προέρχεται από τη γνώση της δόξας του Θεού, η οποία φανερώθηκε μέσα από το πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Ιησού Χριστού)»[Β΄Κορ.4, 6]. Γιατί όπως ακριβώς είπε λέγοντας «τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ(:του ευαγγελίου της δόξας του Χριστού)», πρόσθεσε: «ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ(:ο οποίος είναι εικόνα του Θεού)», για να δείξει ότι αποστερήθηκαν και τη δόξα Εκείνου, έτσι λέγοντας, «τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε, «ἐν προσώπῳ Χριστοῦ», για να δείξει ότι μέσω Αυτού γνωρίζουμε τον Πατέρα, όπως ακριβώς βέβαια και με το Άγιο Πνεύμα οδηγούμαστε σε Αυτόν.
«Ἒχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν(:Έχουμε λοιπόν τον θησαυρό της φωτιστικής και ένδοξης αυτής γνώσεως μέσα στα σώματά μας, που είναι εύθραυστα και χωματένια, για να αποδεικνύεται ότι το υπερβολικό μεγαλείο της δυνάμεως που υπερνικά τα εμπόδια και τους κινδύνους μας, είναι του Θεού και δεν προέρχεται από εμάς τους ασθενικούς και αδύναμους)»[Β΄Κορ.4,7]. Επειδή δηλαδή είπε πολλά και μεγάλα για την απόρρητη δόξα, για να μη λέγει κάποιος: «Και πώς, ενώ απολαμβάνουμε τόσο μεγάλη δόξα, παραμένουμε μέσα σε θνητό σώμα;», λέγει ότι αυτό ακριβώς είναι το αξιοθαύμαστο και μέγιστο δείγμα της δυνάμεως του Θεού, το ότι σκεύος πήλινο μπόρεσε να εκπέμψει τόση μεγάλη λαμπρότητα και να φυλάξει τόσο μεγάλο θησαυρό.
Αυτό ακριβώς λοιπόν θαυμάζοντας και ο Παύλος, έλεγε: «Για να φανεί ότι αυτή η υπερβολική δύναμη που υπερνικά τα εμπόδια και τους κινδύνους μας είναι του Θεού και δεν προέρχεται από μας τους ασθενικούς και αδύναμους ανθρώπους», πάλι υπονοώντας εκείνους που καυχώνται για τον εαυτό τους· γιατί και το μέγεθος των δωρεών και η αδυναμία εκείνων που τις δέχθηκαν δείχνει τη δύναμη, όχι μόνο ότι χάρισε μεγάλα, αλλά ότι και ενώ είμαστε μικροί, μπορέσαμε να τα δεχθούμε· γιατί χρησιμοποιώντας τη φράση: «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» υπονοούσε το εύθραυστο της θνητής μας φύσεως και στόχος του δηλαδή ήταν να δείξει το ασθενές της σάρκας μας· γιατί αυτή δεν βρίσκεται σε καθόλου καλύτερη θέση από κάτι που είναι κατασκευασμένο από πηλό· τόσο πολύ εύκολα υφίσταται βλάβες και διαλύεται εύκολα και με τον θάνατο, και με τις ασθένειες, και τις εποχιακές ανωμαλίες, και με άπειρα άλλα. Και αυτά τα έλεγε και για να καταστείλει την αλαζονεία εκείνων και για να δείξει σε όλους ότι δεν υπάρχει τίποτε το ανθρώπινο στις δικές μας πνευματικές επιτυχίες.
Πραγματικά τότε προπάντων φανερώνεται η δύναμη του Θεού, όταν με ευτελή πράγματα πραγματοποιεί μεγάλα. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο Παύλος έλεγε: «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ’’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά. Με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)» [Β΄Κορ.12,9].
Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη με κουνούπια και μύγες κατατροπώνονταν ολόκληρα στρατόπεδα βαρβάρων (γι’ αυτό και ονόμαζε την κάμπια «ἡ δύναμίς μου ἡ μεγάλη»: Ιωήλ,2,15: «Ἡ ἀκρὶς καὶ ὁ βροῦχος καὶ ἡ ἐρυσίβη καὶ ἡ κάμπη, ἡ δύναμίς μου ἡ μεγάλη, ἣν ἐξαπέστειλα εἰς ὑμᾶς(:η ακρίδα και ο βρούχος και ο μύκητας της ερυσίβης και η κάμπια, η μεγάλη αυτή ‘’στρατιωτική’’ μου δύναμη, την οποία εγώ έστειλα εναντίον σας για παιδαγωγική τιμωρία σας)») και στην αρχή απλά συγχέοντας μόνο τις γλώσσες, κατέστρεψε τον μεγάλο εκείνο Πύργο στη Βαβυλώνα[Γέν.11,1-9]. Και στους πολέμους επίσης άλλοτε με τριακόσιους άνδρες απομάκρυνε αμέτρητο στρατό[Κριτ.7.1-8], και άλλοτε πάλι γκρέμιζε πόλεις με σάλπιγγες[πρβ. πτώση της Ιεριχούς, Ιησούς του Ναυή, κεφ.6,1-21]· μετά όμως από αυτά με μικρό και ασήμαντο παιδί, δηλαδή τον Δαβίδ, κατατρόπωσε όλη την παράταξη των βαρβάρων.
Έτσι λοιπόν και εδώ, στέλνοντας μόνο δώδεκα, κατανίκησε την οικουμένη· με δώδεκα, αν και αυτοί καταδιώκονταν και πολεμούνταν. Ας νιώσουμε λοιπόν έκπληξη για τη δύναμη του Θεού, ας τη θαυμάσουμε, ας την προσκυνήσουμε, ας ρωτήσουμε τους Ιουδαίους, ας ρωτήσουμε τους Έλληνες, ποιος έπεισε όλη την οικουμένη να εγκαταλείψει τις πάτριες συνήθειες και να μεταπηδήσει σε άλλο τρόπο ζωής; Ο ψαράς ή ο σκηνοποιός; Ο τελώνης ή ο αγράμματος και ιδιώτης; Και πώς θα ήταν δυνατό να γίνουν αυτά, αν δεν ήταν η θεία δύναμη εκείνη που κατόρθωνε με εκείνους όλα; Και τι λέγοντας έπειθαν εκείνοι; «Βαπτιστείτε στο όνομα του Εσταυρωμένου». Ποιου; Εκείνου που δεν Τον είδαν, ούτε Τον θεάθηκαν. Αλλά όμως λέγοντας και κηρύττοντας αυτά έπειθαν ότι εκείνοι που λατρεύονταν στα μαντεία και είχαν παρασυρθεί σε αυτούς από τους προγόνους τους δεν είναι θεοί, ενώ ο Χριστός, που καρφώθηκε επάνω στον σταυρό, όλους τους προσέλκυε. Αν και βέβαια, το ότι σταυρώθηκε και τάφηκε, ήταν φανερό στον καθένα, το ότι όμως αναστήθηκε, κανένας, εκτός από λίγους δεν το γνώριζε. Αλλά όμως και αυτό έπεισαν σε εκείνους που δεν Τον είδαν· και όχι μόνο ότι αναστήθηκε, αλλά και ότι ανέβηκε στους ουρανούς και έρχεται να κρίνει ζώντες και νεκρούς.
Από πού, λοιπόν, πες μου, προερχόταν η πίστη στα λόγια αυτά; Από πουθενά αλλού, παρά από την δύναμη του Θεού. Καθόσον για πρώτη φορά αυτή η καινοτομία παρουσιαζόταν σε όλους· και όταν κανείς παρουσιάζει τέτοιες καινοτομίες, το πράγμα γίνεται φοβερότερο, όταν αναμοχλεύει τα θεμέλια παλαιάς συνήθειας, όταν κλονίζει τους νόμους από τα θεμέλια. Και μαζί με αυτά ούτε οι κήρυκες φαίνονταν ότι είναι αξιόπιστοι, αλλά θεωρούνταν και έθνος μισητό από όλους, και δειλοί και αμαθείς. Από πού λοιπόν επικράτησαν της οικουμένης; Από πού απέσπασαν εσάς και τους προγόνους σας, που νόμιζαν ότι ευσεβούν, ξεριζώνοντας μαζί και τους θεούς τους; Δεν είναι φανερό ότι το πέτυχαν από το ότι είχαν τον Θεό μαζί τους; Γιατί δεν είναι δυνατό να είναι αυτά κατορθώματα ανθρώπινης δυνάμεως, αλλά κάποιας θείας και απόρρητης.
«Όχι», λέγει ίσως κάποιος, «προερχόταν από μαγική δύναμη». Λοιπόν, αν ίσχυε αυτό, έπρεπε τότε να αυξηθεί η εξουσία των δαιμόνων και να επεκταθεί η λατρεία των ειδώλων. Πώς λοιπόν όμως η εξουσία αυτή καθαιρέθηκε και εξαφανίστηκε, ενώ αντίθετα τα δικά μας είχαν τόση επιτυχία; Ώστε και από εδώ γίνεται φανερό, ότι τα όσα γίνονταν, γίνονταν με απόφαση του Θεού, και οφείλονταν όχι μόνο στο κήρυγμα αλλά και στον τρόπο ζωής αυτών. Γιατί πότε φυτεύτηκε σε όλα τα μέρη της γης τόση παρθενία; Πότε υπήρξε περιφρόνηση των χρημάτων και της ζωής και όλων των άλλων; Γιατί οι μοχθηροί και αγύρτες τίποτε παρόμοιο δεν κατόρθωσαν, και στη χώρα μας, και στη χώρα των βαρβάρων, και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης. Άρα γίνεται φανερό ότι όλα τα κατόρθωσε παντού η δύναμη του Θεού, η οποία λάμπει παντού, καταυγάζοντας λαμπρότερα από κάθε αστραπή τις διάνοιες των ανθρώπων.
Αφού λοιπόν σκεφτούμε όλα αυτά, και την υπόσχεση για τα μέλλοντα, έχοντας καθαρή απόδειξη τα όσα συνέβησαν, προσκυνείστε μαζί μας την ακαταμάχητη δύναμη του Εσταυρωμένου, ώστε και τις ανυπόφορες τιμωρίες να αποφύγετε και την αιώνια βασιλεία να επιτύχετε, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα, πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντα και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ Θ΄
«Ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι(:Και έτσι συμβαίνει να θλιβόμαστε σε κάθε τόπο και περίσταση, αλλά όμως οι εξωτερικές αυτές δυσκολίες δεν μας δημιουργούν εσωτερικό αδιέξοδο και στενοχώρια αγωνιώδη. Φθάνουμε σε απορία, χωρίς όμως και να απελπιζόμαστε ή να στερηθούμε τελείως κάθε μέσο και δυνατότητα σωτηρίας. Μας καταδιώκουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μας εγκαταλείπει ποτέ ο Θεός. Φαίνεται ότι μας κατανικούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαιστές, αλλά δεν χανόμαστε)»[Β΄Κορ.4,8-9].
Ακόμα επιμένει στο να δείξει ότι το παν είναι έργο της δυνάμεως του Θεού, καταστέλλοντας τα φρονήματα εκείνων που καυχώνται για τον εαυτό τους. «Γιατί δεν είναι μόνο αυτό», λέγει, «το αξιοθαύμαστο, ότι φυλάσσουμε σε πήλινα σκεύη τον θησαυρό αυτόν, αλλά, το ότι αν και πάσχουμε άπειρα κακά και από παντού δεχόμαστε πλήγματα, διατηρούμε αυτόν και δεν τον χάνουμε». Αν και βέβαια και αν ακόμα ήταν αδαμάντινο το σκεύος, δεν θα μπορούσε να βαστάξει τόσο μεγάλο θησαυρό, ούτε θα άντεχε στις τόσες επιβουλές· τώρα όμως και φέρει αυτόν και κανένα κακό δεν πάσχει, εξαιτίας της χάριτος του Θεού.
Γιατί λέγει: «Ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι(:Έτσι συμβαίνει να θλιβόμαστε σε κάθε τόπο και περίσταση, αλλά όμως οι εξωτερικές αυτές δυσκολίες δε μας δημιουργούν εσωτερικό αδιέξοδο και στενοχώρια αγωνιώδη)». Τι σημαίνει «ἐν παντὶ»; Από τους εχθρούς, από τους φίλους, από τα αναγκαία, από τις άλλες ανάγκες, από τους αντιπάλους, από τους συγγενείς. «Αλλά δεν στενοχωρούμαστε». Και πρόσεχε ότι λέγει πράγματα αντίθετα, ώστε και από εδώ να δείξει τη δύναμη του Θεού. Γιατί λέγει: «θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι(:θλιβόμαστε, αλλά δεν στενοχωρούμαστε)»· «ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι(:βρισκόμαστε σε αμηχανία, αλλά δεν απελπιζόμαστε)»· δηλαδή, δεν χάνουμε στο τέλος το θάρρος μας. Υποφέρουμε βέβαια πολλές φορές και αποτυγχάνουμε, αλλά όχι έτσι, ώστε να χάσουμε εκείνα που βρίσκονται μπροστά μας· γιατί αυτά παραχωρούνται από τον Θεό σε μας για άσκηση και όχι προς ήττα.
«Διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι (:Μας καταδιώκουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μας εγκαταλείπει ποτέ ο Θεός. Φαίνεται ότι μας κατανικούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαιστές, αλλά δεν χανόμαστε)». Οι δοκιμασίες δηλαδή συμβαίνουν, όχι όμως και τα αποτελέσματα των δοκιμασιών. Και αυτό πάλι εξαιτίας της δυνάμεως και της χάριτος του Θεού.
Αλλού βέβαια λέγει ότι αυτά επιτρέπονται και για ταπεινοφροσύνη αυτών και για την ασφάλεια των άλλων· γιατί λέγει: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι(:Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί, για να μην υπερηφανεύομαι)» [Β΄Κορ.12,7]· και πάλι: «Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ(: Μόνο για τις ασθένειές μου αυτές θα καυχηθώ και όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου· διότι εάν θελήσω και γι’ αυτά να καυχηθώ, δεν θα είμαι άμυαλος και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια. Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από μένα)»[Β΄Κορ.12,6].
Και αλλού πάλι: «Ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς(: Και ήταν τέτοια τα γεγονότα, ώστε από τους φοβερούς κινδύνους που διατρέχαμε γινόταν φανερό και μας δινόταν η εντύπωση, η οποία είχε γίνει βέβαιη μέσα μας, ότι ο θάνατός μας ήταν πλέον αναπόφευκτος. Και επέτρεπε ο Θεός να μας προκαλούν τη βεβαιότητα αυτή οι πρωτοφανείς αυτοί κίνδυνοι, για να μην έχουμε πεποίθηση στον εαυτό μας, αλλά στον ίδιο τον Θεό, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς)»[Β΄Κορ.1,9]. Εδώ βέβαια «ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ(:αυτό γίνεται για να φανερωθεί στον κόσμο με τη διάσωση του σώματός μας από τους καθημερινούς κινδύνους ότι ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει)»[Β΄Κορ.4,10].
Βλέπεις πόσο είναι το κέρδος από τους πειρασμούς; Καθόσον έδειχνε τη δύναμη του Θεού και φανέρωνε τη σε μεγαλύτερο βαθμό χάρη Του, γιατί λέγει: «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ’’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά. Με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)» [Β΄Κορ.12,9], και τους ασκούσε στην ταπεινοφροσύνη, και τους άλλους προετοίμαζε να είναι συγκρατημένοι και αυτούς τους έκανε πιο καρτερικούς· γιατί λέγει: « Ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα(:Η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό)»[Ρωμ.5,4]· γιατί εκείνοι που περιέπεσαν σε αμέτρητους κινδύνους και έπαιρναν δύναμη από την ελπίδα στον Θεό, διδάσκονταν σε όλα να στηρίζονται σε αυτήν περισσότερο.
«Πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ(:Διαρκώς και κάθε μέρα περιφέρουμε στις περιοδείες μας το σώμα μας κυκλωμένο από τον έσχατο κίνδυνο να πεθάνουμε, όπως πέθανε ο Κύριος Ιησούς, αλλά αυτό γίνεται για να φανερωθεί στον κόσμο με τη διάσωση του σώματός μας από τους καθημερινούς κινδύνους ότι ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει)». Και τι σημαίνει «τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες»; Οι θάνατοί τους οι καθημερινοί, με τους οποίους φανερωνόταν η ανάσταση. «Γιατί», λέγει, «εάν κάποιος απιστεί ότι πέθανε ο Ιησούς και αναστήθηκε, βλέποντας εμάς που καθημερινά πεθαίνουμε και ανασταινόμαστε, ας πιστεύει στο εξής στην ανάσταση». Είδες πως βρήκε και άλλη αιτία των πειρασμών; Ποια λοιπόν είναι αυτή; «Για να φανερωθεί η ζωή Αυτού στο σώμα μας», λέγει, «με την αρπαγή μας από τους κινδύνους». Ώστε αυτό που φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα αδυναμίας και εγκαταλείψεως, αυτό κηρύττει την ανάσταση Αυτού. Γιατί δεν θα μπορούσε να φανεί τόσο η δύναμη Εκείνου, χωρίς να πάσχουμε εμείς κάτι το δυσάρεστο, όσο φανερώνεται τώρα, που πάσχουμε βέβαια, αλλά δε νικιόμαστε.
«Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν(:Διότι πάντοτε εμείς, που παρά τους τόσους κινδύνους ζούμε, παραδιδόμαστε σε θάνατο για τη δόξα του Χριστού, για να φανερωθεί με τη θνητή σάρκα μας και η δύναμη της ζωής του Ιησού, που παρεμβαίνει και προλαβαίνει το θάνατό μας)»[Β΄Κορ.4,11]· γιατί παντού, όταν λέγει κάτι το ασαφές, ερμηνεύει στη συνέχεια αυτό, πράγμα που έκανε και εδώ, ερμηνεύοντας με σαφήνεια αυτό που είπε. «Γιατί», λέγει, «γι’ αυτό παραδινόμαστε, δηλαδή, περιφέρουμε τη νέκρωση,για να φανερωθεί η δύναμη της ζωής Αυτού, μην επιτρέποντας σάρκα θνητή, που πάσχει τόσα, να νικηθεί από το πλήθος των κακών».
Και αλλιώς ας εκλάβουμε αυτό. Πώς; Όπως αλλού λέγει: «Εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν(:Εάν πεθάναμε μαζί Του, και θα ζήσουμε μαζί Του)»[Β΄Τιμ.2,11]. Γιατί, όπως ακριβώς υπομένουμε τώρα τον θάνατο Αυτού και προτιμούμε, όσο ζούμε, να πεθάνουμε γι΄Αυτόν, έτσι και Αυτός θα θελήσει όταν πεθάνουμε να μας χαρίσει τότε ζωή· γιατί, εάν εμείς από τη ζωή βαδίζουμε προς τον θάνατο, και Αυτός θα μας καθοδηγήσει από το θάνατο στη ζωή. «ᾫστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν(:Και έτσι, ενώ εμείς υποφέρουμε τους κινδύνους του θανάτου, εσείς αντιθέτως καρπώνεστε την πνευματική ζωή που προέρχεται από την επικίνδυνη δράση μας)»[Β΄Κορ.4,12]. Δεν ομιλεί για τον θάνατο, αλλά για τους πειρασμούς και την άνεση. Γιατί, λέγει, «εμείς βρισκόμαστε μέσα στους κινδύνους και τους πειρασμούς, ενώ εσείς σε άνεση, καρπούμενοι τη ζωή που προέρχεται από αυτούς τους κινδύνους· και τα επικίνδυνα βέβαια τα υπομένουμε εμείς, τα αγαθά όμως τα απολαμβάνετε εσείς· γιατί δεν υπομένετε τόσους πολλούς πειρασμούς)».
«Ἒχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν(:Παρ’ όλους όμως αυτούς τους κινδύνους, επειδή έχουμε το ίδιο Άγιο Πνεύμα που μας στηρίζει στην πίστη, όπως παλιότερα είχε και ο Δαβίδ σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στους ψαλμούς: «πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα», έτσι και εμείς πιστεύουμε, και γι’ αυτό και θαρραλέα ομολογούμε και κηρύττουμε τον λόγο της πίστεώς μας. Και γνωρίζουμε ότι ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει και εμάς διαμέσου του Ιησού και θα μας παρουσιάσει ένδοξους στο βήμα Του μαζί με σας)». Μας υπενθύμισε Ψαλμό που περιέχει πολλή φιλοσοφία και έχει την δύναμη να μας ασκήσει σε μεγάλο βαθμό στους κινδύνους· γιατί τα λόγια αυτά τα είπε ο δίκαιος εκείνος βρισκόμενος μέσα σε μεγάλους κινδύνους, και από τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί, παρά μόνο με τη βοήθεια του Θεού.
Επειδή λοιπόν γνωρίζει ότι τα συγγενή προπάντων παρηγορούν, γι’ αυτό λέγει «Ἒχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως (:Επειδή έχουμε το ίδιο Άγιο Πνεύμα που μας στηρίζει στην πίστη)», δηλαδή, από την ίδια συμμαχία, από την οποία ο Παύλος σώθηκε, σωζόμαστε και εμείς· από το άγιο Πνεύμα, από το οποίο δέχθηκε εκείνος τα λόγια του Θεού, τα δεχόμαστε και εμείς. Επομένως δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη συμφωνία μεταξύ της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, και το ίδιο Πνεύμα ενέργησε και στις δύο, και ότι ζούμε μέσα στους κινδύνους όχι μόνο εμείς, αλλά και όλοι οι παλαιοί, και πρέπει με πίστη και ελπίδα να τα αντιμετωπίζουμε όλα, και να μη ζητούμε αμέσως απαλλαγή από τα κακά που μας βρίσκουν.
Αφού λοιπόν έδειξε με τους συλλογισμούς την ανάσταση και τη ζωή, και ότι ο κίνδυνος δεν οφείλεται στην αδυναμία, ούτε στην εγκατάλειψη, τότε πλέον αναφέρει και την πίστη, και σε αυτήν αποδίδει το παν. Αλλά όμως και αυτής απόδειξη παρουσιάζει την ανάσταση του Χριστού, λέγοντας: «Καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν(:έτσι και εμείς πιστεύουμε, και γι’ αυτό και θαρραλέα ομολογούμε και κηρύττουμε τον λόγο της πίστεώς μας)».
Πες μου όμως τι πιστεύουμε; «Ὃτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(:Ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει και εμάς διαμέσου του Ιησού και θα μας παρουσιάσει ένδοξους στο βήμα Του μαζί με σας Ναι, μαζί με σας· διότι όλα για σας γίνονται· έτσι ώστε η ευεργεσία που μας κάνει ο Θεός σώζοντάς μας από τους κινδύνους για χάρη σας, να πλεονάσει και να γίνει ευεργεσία και χάρη όχι μόνο σε μας, αλλά και σε όλους εσάς. Κι έτσι αυτοί που ευεργετούνται θα είναι περισσότεροι, ώστε και η ευχαριστία προς τον Θεό να πλεονάσει και να περισσεύσει, για να δοξάζεται το όνομά Του)». Πάλι τους γεμίζει με υψηλό φρόνημα, για να μην αποδίδουν χάρη στους ανθρώπους, εννοώ στους ψευδαποστόλους· γιατί το παν είναι του Θεού, ο οποίος θέλει σε πολλούς να δώσει τη χάρη Του, ώστε να φανεί μεγαλύτερη η χάρη. Για σας λοιπόν η ανάσταση και όλα τα άλλα· γιατί αυτά δεν τα έκανε μόνο για έναν, αλλά για όλους.
«Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ᾿ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ᾿ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ(:Και επειδή γνωρίζουμε ότι όλα τα δυσάρεστα που μας συμβαίνουν καταλήγουν στην ευχαριστία και στη δόξα του Θεού, γι’ αυτό δεν χάνουμε το θάρρος μας· αλλά και αν ο εξωτερικός μας άνθρωπος, δηλαδή το σώμα μας, φθείρεται από τις θλίψεις και τους κινδύνους αυτούς, ο εσωτερικός όμως άνθρωπος, δηλαδή η ψυχή μας, γίνεται νεότερη μέρα με τη μέρα)»[ Β΄Κορ. 4,16]. Πώς φθείρεται; Με το να μαστιγώνεται, να καταδιώκεται, να πάσχει αμέτρητα κακά. «Αλλά ο εσωτερικός μας άνθρωπος ανακαινίζεται μέρα με την ημέρα». Πώς ανακαινίζεται; Με την πίστη, με την ελπίδα, με την προθυμία. Στο εξής λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με θάρρος τα κακά. Γιατί, όσο περισσότερα παθαίνει το σώμα, τόσο και πιο αγαθές ελπίδες έχει η ψυχή, και γίνεται λαμπρότερη, όπως ακριβώς ο χρυσός που παραμένει περισσότερο μέσα στη φωτιά.
Και πρόσεχε πώς εξαλείφει τα λυπηρά της παρούσας ζωής. Γιατί «τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν(:και ξανανιώνει η ψυχή μας, διότι οι θλίψεις μας, που γρήγορα περνούν και είναι γι’ αυτό ελαφρές, ετοιμάζουν σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό αιώνιο βάρος δόξας σε μας)», λέγει[Κορ. Β΄4,17]. Κατακλείνοντας το πράγμα στην ελπίδα, και εκείνο ακριβώς που έλεγε στην επιστολή προς Ρωμαίους, ότι «ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα(:η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό)»[Ρωμ. 5,4], αυτό και εδώ παρουσιάζοντας, τοποθετεί παράλληλα τα παρόντα προς τα μέλλοντα, το στιγμιαίο προς το αιώνιο, το ελαφρύ προς το βαρύ, τη θλίψη προς τη δόξα. Και ούτε σε αυτά αρκείται, αλλά προσθέτει και άλλη λέξη, διπλασιάζοντας αυτήν και λέγοντας: «υπερβολικά υπερβολικό βάρος».
Έπειτα δείχνει και τον τρόπο πώς είναι ελαφρύ το βάρος των τόσων πολλών θλίψεων. Πώς λοιπόν είναι ελαφρύ; «Μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα(:Οσοδήποτε λοιπόν βαριές και αν είναι οι θλίψεις, θα τις αισθανόμαστε ως ελαφρές, αρκεί να μην προσηλώνουμε το βλέμμα μας σε εκείνα που φαίνονται με τα μάτια του σώματος, αλλά σε εκείνα που δε φαίνονται, όμως μας περιμένουν μετά το θάνατο)»[Κορ. Β΄4,18]. Έτσι και αυτό το παρόν είναι ελαφρύ και εκείνο το μέλλον μεγάλο, αν απομακρύνουμε τον εαυτό μας από τα ορατά πράγματα.
«Τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα(:Διότι αυτά που φαίνονται είναι πρόσκαιρα και περνούν)». Άρα και οι θλίψεις είναι τέτοιες. «Τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια(:Διότι αυτά που φαίνονται είναι πρόσκαιρα και περνούν, αυτά όμως που δεν φαίνονται είναι αιώνια)»[Β΄Κορ.4,18]. Άρα και τα στεφάνια είναι τέτοια. Και δεν είπε: «οι θλίψεις είναι τέτοιες», αλλά όλα «τα βλεπόμενα», είτε τιμωρία είναι, είτε άνεση, ώστε ούτε από εκείνα να αποχαυνωνόμαστε, ούτε αυτά να μας στενοχωρούν. Γι’ αυτό ούτε είπε, μιλώντας για τα αιώνια, «η βασιλεία είναι αιώνια», αλλά «τα μη βλεπόμενα είναι αιώνια», είτε αυτά είναι βασιλεία, είτε τιμωρία πάλι, ώστε και από εκείνα να φοβίσει και προς εκείνα να προτρέψει.
Επειδή λοιπόν τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα αιώνια, προς εκείνα ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας. Καθόσον ποια απολογία θα μπορούσαμε να έχουμε, προτιμώντας τα πρόσκαιρα αντί των αιωνίων; Γιατί, και αν ακόμα το παρόν είναι ευχάριστο, ωστόσο δεν είναι αιώνιο· όμως το οδυνηρό αυτού είναι αιώνιο και ασυγχώρητο. Ποια λοιπόν απολογία θα έχουν εκείνοι που καταξιώθηκαν να λάβουν το άγιο Πνεύμα και να απολαύσουν τόση μεγάλη δωρεά, όταν μετά από όλα αυτά και προσηλώνονται στη γη και απορροφώνται από τα γήινα; Καθόσον ακούω πολλούς που λέγουν αυτά τα άξια για γέλια, λόγια: «Δώσε μου τη σημερινή μέρα, και πάρε εσύ την αυριανή». «Γιατί», όπως λένε, «αν τα εκεί είναι τέτοια που λέτε εσείς, θα συμβεί τότε ένα και ένα, αν όμως δεν υπάρχει το εκεί, τότε θα είναι δύο έναντι κανενός».
Τι πιο απρεπές υπάρχει από αυτά τα λόγια; Τι πιο ανόητο; Εμείς μιλάμε για τον ουρανό και τα απόρρητα εκείνα αγαθά, και εσύ μας παρουσιάζεις τα των ιπποδρομίων και δεν ντρέπεσαι ούτε πας να κρυφτείς από ντροπή λέγοντας τέτοια λόγια, που είναι λόγια των παραφρόνων; Δεν κοκκινίζεις από ντροπή με το να είσαι τόσο πολύ προσηλωμένος στα παρόντα; Δεν θα σταματήσεις να παραφρονείς και να μωρολογείς, λέγοντας ανοησίες και στη νεότητά σου; Και το να τα λέγουν αυτά οι ειδωλολάτρες, δεν είναι καθόλου απορίας άξιο, το να λέγουν όμως πιστοί άνθρωποι τέτοιες ανοησίες, ποια συγνώμη έχει αυτό; Έχεις δηλαδή εξ ολοκλήρου υποψίες για τις αθάνατες εκείνες ελπίδες; Εξ ολοκλήρου νομίζεις ότι αυτά είναι αμφίβολα; Και πώς αυτά θα είναι άξια συγνώμης;
«Και ποιος», λέγει κάποιος άλλος, «ήρθε και μας τα είπε τα εκεί;». Από τους ανθρώπους κανένας, αλλά αυτά τα είπε ο Θεός, που είναι ο πιο αξιόπιστος από όλους. Αλλά δε βλέπεις τα εκεί; Ούτε τον Θεό βλέπεις· άραγε λοιπόν δε θα πιστέψεις ότι υπάρχει Θεός, επειδή δεν Τον βλέπεις; «Το πιστεύω», λέγει, «και μάλιστα υπερβολικά».
Αν λοιπόν σε ρωτήσει κάποιος από τους απίστους: «και ποιος ήρθε από τον ουρανό και είπε αυτά;», τι θα του πεις; Από πού το γνωρίζεις ότι υπάρχει Θεός; «Από τα όσα βλέπονται», λέγει, «από την ευταξία που υπάρχει σε όλη την κτίση, από το ότι αυτό είναι φανερό σε όλους». Λοιπόν, έτσι να δέχεσαι και τον λόγο περί Κρίσεως. «Πώς δηλαδή;», λέγει. Θα ρωτήσω εσένα και εσύ απάντησέ μου. Δίκαιος είναι αυτός ο Θεός και απονέμει στον καθένα εκείνο που του αξίζει· ή μήπως το αντίθετο θέλει, οι άδικοι δηλαδή να ευημερούν και να ζουν απολαυστική ζωή, ενώ οι καλοί να απολαμβάνουν τα αντίθετα; «Καθόλου», λέγει, «γιατί ούτε άνθρωπος θα το δεχόταν αυτό». Πού λοιπόν θα απολαύσουν τα αγαθά εκείνοι που εδώ έπραξαν καλά έργα; Πού οι κακοί θα υποστούν τα αντίθετα, εάν πρόκειται να μην υπάρξει κάποια ζωή και ανταπόδοση μετά από αυτά; Βλέπεις ότι τώρα έχουμε ένα έναντι ενός, και όχι δύο έναντι ενός;
Αλλά εγώ προχωρώντας θα σου δείξω, ότι θα συμβεί στους δικαίους όχι ένα έναντι ενός, αλλά δύο έναντι ενός, ενώ στους αμαρτωλούς και σε εκείνους που κάνουν απολαυστική ζωή εδώ εντελώς το αντίθετο. Γιατί εκείνοι που έζησαν απολαυστικά εδώ δεν έλαβαν ούτε ένα έναντι ενός, ενώ εκείνοι που ζουν ενάρετη, έλαβαν δύο έναντι ενός. Γιατί ποιοι έζησαν με άνεση, εκείνοι που δεν έκαναν καλή χρήση αυτής της ζωής ή οι ενάρετοι; Εσύ βέβαια ίσως πεις εκείνους, εγώ όμως σου δείχνω αυτούς, επικαλούμενος μάρτυρες εκείνους τους ίδιους που απόλαυσαν τα παρόντα, και δε θα δυσανασχετήσουν για εκείνα που πρόκειται να πω.
Καθόσον πολλές φορές καταράστηκαν και τις προξενήτρες και την ημέρα κατά την οποία ετοιμάστηκε το νυφικό δωμάτιο, μακάρισαν τους άγαμους. Πολλοί από τους νέους, ενώ βρίσκονταν στα πρόθυρα του γάμου, για τίποτε άλλο δεν παραιτήθηκαν, παρά εξαιτίας της δυσκολίας του πράγματος. Και τα λέγω αυτά, όχι για να κατηγορήσω τον γάμο( γιατί είναι τίμιος), αλλά εκείνους που τον χρησιμοποιούν κακώς. Εάν εκείνοι που σύναψαν γάμο πολλές φορές θεώρησαν αβίωτο τον βίο, τι θα μπορούσαμε να πούμε για εκείνους που ρίχτηκαν στα πύρινα βάραθρα και βρέθηκαν σε κατάσταση δουλικότερη και αθλιότερη παντός αιχμαλώτου; Τι για εκείνους που κατασάπησαν μέσα στις απολαύσεις και περιέβαλαν με αμέτρητα νοσήματα το σώμα;
«Αλλά το να ζει κανείς με δόξα είναι ευχάριστο», ίσως παρατηρούσε πάλι εδώ κάποιος. Και όμως τίποτε δεν υπάρχει χειρότερο από αυτήν τη δουλεία. Καθόσον ο ματαιόδοξος και εκείνος που θέλει να αρέσει σε όποιον άνθρωπο τύχει μπροστά του, είναι πολύ πιο δουλικότερος από οποιονδήποτε δούλο, ενώ εκείνος που περιφρόνησε τη δόξα, εκείνος που δε φροντίζει για τη δόξα εκ μέρους των άλλων είναι ανώτερος από όλους.
«Όμως το να έχει κανείς χρήματα είναι πολύ αγαπητό». Αλλά πολλές φορές αποδείξαμε ότι σε μεγαλύτερο πλούτο και άνεση βρίσκονται πολύ περισσότερο εκείνοι που είναι απαλλαγμένοι από αυτά και δεν έχουν τίποτε. «Αλλά το να μεθάει κανείς είναι ευχάριστο», αντιλέγει ίσως κάποιος άλλος. Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Λοιπόν, εάν το να μην έχεις πλούτο είναι πιο ευχάριστο από το να έχεις πλούτο, και η αγαμία καλύτερη από το γάμο, και η έλλειψη ματαιοδοξίας καλύτερη από τη ματαιοδοξία, και η μία απολαυστική ζωή από τη γεμάτη απολαύσεις ζωή, και ως προς αυτό το περισσότερο το έχουν εκείνοι που δεν είναι προσηλωμένοι στα παρόντα.
Και δε λέγω βέβαια ακόμα ότι εκείνος, και αν ακόμα υφίσταται αμέτρητα βάσανα, έχει την καλή ελπίδα που τον στηρίζει, ενώ αυτός και αν ακόμα απολαμβάνει αμέτρητες απολαύσεις, έχει τον φόβο τον μελλοντικό που ταράσσει την ηδονή του και του προξενεί σύγχυση. Καθόσον και αυτός δεν είναι μικρός τρόπος τιμωρίας, όπως βέβαια ο αντίθετος είναι τρυφής και ανέσεως. Υπάρχει και τρίτος τρόπος μαζί με αυτούς. Και ποιος είναι αυτός; Ότι τα της απολαυστικής και κοσμικής ζωής, ούτε όταν υπάρχουν φαίνονται, ελεγχόμενα και από τη φύση και από τον χρόνο, ενώ εκείνα όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και παραμένουν ακίνητα. Βλέπεις ότι όχι μόνο δύο έναντι κανενός, αλλά και τρία και πέντε και δέκα και είκοσι και άπειρα έναντι μηδενός θα μπορέσουμε να αναφέρουμε; Και για να το καταλάβεις αυτό με παράδειγμα, ο πλούσιος και ο Λάζαρος, από τους οποίους ο ένας απόλαυσε τα παρόντα, ενώ ο άλλος τα μέλλοντα. Άραγε λοιπόν έχεις την εντύπωση ότι είναι ένα προς ένα το να τιμωρείται κανείς όλο τον χρόνο, και το να πεινάει ένα σύντομο χρόνο; Το να υποφέρει σε φθαρτό σώμα από κάποιο νόσημα, και το να κατακαίεται φοβερά σε αθάνατο σώμα; Το να στεφανώνεται και να απολαμβάνει αθάνατη την ηδονή μετά τη σύντομη εκείνη αρρώστια, και το να βασανίζεται απέραντα μετά τη σύντομη απόλαυση των παρόντων; Και ποιος θα μπορούσε να τα πει αυτά; Γιατί τι θέλεις να αναφέρουμε; Την ποσότητα, την ποιότητα, την τάξη του Θεού, την απόφαση για τον καθένα; Μέχρι πότε θα λέτε τα λόγια των σκαθαριών, που διαρκώς κυλιούνται μέσα στο βούρκο; Γιατί αυτά δεν είναι λόγια λογικών ανθρώπων, το να προδίδουν αντί μηδενός την τόσης τιμής ψυχή, ενώ μπορούν έναντι μικρού κόπου να κερδίσουν τον ουρανό.
Θέλεις και με άλλο τρόπο να σε διδάξω, ότι υπάρχει εκεί κριτήριο φοβερό; Άνοιξε τις πόρτες της συνειδήσεώς σου και πρόσεχε τον δικαστή που κάθεται στη διάνοιά σου. Εάν εσύ κατακρίνεις τον εαυτό σου, αν και βέβαια είσαι φίλαυτος, και δε θα καταδεχόσουν να μην εκφέρεις δίκαια την κρίση, δε θα δείξει πολύ περισσότερο ο Θεός μεγαλύτερη φροντίδα για τον δίκαιο, και θα εκφέρει την αμερόληπτη για όλους απόφαση, αλλά θα αφήσει τα πάντα να οδηγούνται στην τύχη εδώ και εκεί; Και ποιος θα μπορούσε να τα πει αυτά; Δεν υπάρχει κανένας, αλλά και οι ειδωλολάτρες και οι βάρβαροι, και οι ποιητές και φιλόσοφοι, και κάθε ανθρώπινο έθνος συμφωνούν σε αυτά με εμάς, αν και όχι όμοια, και λέγουν ότι υπάρχουν κάποια δικαστήρια στον άδη· τόσο φανερό και παραδεκτό από όλους είναι το πράγμα.
«Και για ποιον λόγο», λέγει κάποιος, «δεν τιμωρεί εδώ, στην παρούσα ζωή;». Για να δείξει τη μακροθυμία Του και να μας χαρίσει την από τη μετάνοια προερχόμενη σωτηρία, και να μην αφήσει τότε να αρπαχθεί αιχμάλωτο το ανθρώπινο γένος, καθώς και εκείνους που μπορούν να σωθούν με την άριστη μετάνοια να μην τους στερήσει τη σωτηρία. Γιατί, εάν τιμωρούσε αμέσως σύμφωνα με τα αμαρτήματα και οδηγούσε στην καταδίκη, πώς θα ήταν δυνατό να σωθεί ο Παύλος, πώς ο Πέτρος, ο κορυφαίος δάσκαλος της οικουμένης; Πώς θα μπορούσε ο Δαβίδ να καρπωθεί την από τη μετάνοια πηγάζουσα σωτηρία; Πώς οι Γαλάτες; Πώς άλλοι περισσότεροι; Γι’ αυτό βέβαια ούτε και τιμωρεί όλους εδώ, αλλά μερικούς μόνο από όλους, ούτε εκεί όλους, αλλά τον ένα εδώ και τον άλλον εκεί, για να διεγείρει και τους υπερβολικά αναίσθητους με εκείνους που τιμωρεί και να τους κάνει να περιμένουν ανυπόμονα τα μέλλοντα με εκείνους που δεν τιμωρεί.
Ή δε βλέπεις εδώ που τιμωρούνται πολλοί, όπως εκείνοι που καταπλακώθηκαν από τον πύργο[Λουκ.13,4-5: «Ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ(:Όχι, σας λέω˙ δεν ήταν αυτοί οι χειρότεροι αλλά ο θάνατός τους συνέβη και ως παράδειγμα σωφρονιστικό για σας. Διότι εάν δεν μετανοήσετε, θα χαθείτε κι εσείς με τον ίδιο τρόπο. Διότι θα σας σφάξουν όλους οι Ρωμαίοι και θα καταπατήσουν την Ιερουσαλήμ, και τότε το αίμα πολλών από σας θα αναμιχθεί με τις θυσίες σας. Ή μήπως νομίζετε ότι εκείνοι οι δεκαοκτώ, που έπεσε πάνω τους ο πύργος που ήταν κτισμένος στο Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν πιο αμαρτωλοί και χρεώστες ενώπιον του Θεού απ’ όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ;)» όπως εκείνοι οι Γαλιλαίοι, το αίμα των οποίων ανέμιξε ο Πιλάτος με τις θυσίες[βλ.Λουκ.13,1: «Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν(:Τη στιγμή αυτή που μιλούσε ο Κύριος για τα σημεία των καιρών, παρουσιάστηκαν μερικοί και Του αφηγήθηκαν για τους Γαλιλαίους που έσφαξε ο Πιλάτος στο ιερό την ώρα που αυτοί πρόσφεραν θυσίες, και έτσι ανέμειξε το αίμα τους με το αίμα των ζώων που θυσίαζαν)», όπως εκείνοι από τους Κορινθίους που πέθαναν με πρόωρο θάνατο, επειδή έλαβαν μέρος στα μυστήρια ανάξια, όπως ο Φαραώ, όπως εκείνοι από τους Ιουδαίους που κατασφάχθηκαν από τους βαρβάρους, όπως πολλοί άλλοι, και τότε και τώρα και συνέχεια; Και άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά αμαρτήματα, έφυγαν από την εδώ ζωή χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο πλούσιος που έχει σχέση με τον Λάζαρο, όπως πολλοί άλλοι.
Και αυτά τα κάνει, και για να διεγείρει εκείνους που δεν πιστεύουν στα μέλλοντα, και για να καταστήσει σπουδαιότερους εκείνους που πιστεύουν και είναι αδιάφοροι. Γιατί ο Θεός είναι Κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος, και δεν εκδηλώνει καθημερινά την οργή Του. Αν όμως δε χρησιμοποιήσουμε σωστά τη μακροθυμία, θα έρθει καιρός που δε θα δείξει ούτε για μια στιγμή μακροθυμία, αλλά θα επιφέρει αμέσως την τιμωρία. Μη λοιπόν, για να νιώσουμε μία στιγμή μόνο την ηδονή (γιατί αυτό είναι η παρούσα ζωή), επισύρουμε επάνω μας τιμωρία απείρων αιώνων, αλλά ας πονέσουμε για μια στιγμή, για να στεφανωθούμε αιώνια. Δε βλέπετε ότι και στα κοσμικά πράγματα το ίδιο κάνουν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους, και προτιμούν τον λίγο κόπο, προς χάρη της μακρόχρονης αναπαύσεως, αν και το αντίθετο συμβαίνει σε αυτούς; Γιατί εδώ υπάρχει ισομοιρία και κόπων και κέρδους· πολλές φορές όμως το αντίθετο, ο κόπος είναι άπειρος, ενώ ο καρπός λίγος· ενώ στην περίπτωση της Βασιλείας τα πράγματα είναι αντίστροφα· λίγος ο κόπος, ενώ μεγάλη και άπειρη η ηδονή.
Και πρόσεχε: ο γεωργός κοπιάζει όλο το χρόνο και πολλές φορές προς το τέλος της ελπίδας αυτής δεν απολαμβάνει τον καρπό των πολλών κόπων του. Ο κυβερνήτης πάλι και ο στρατιώτης μέχρι το τέλος της ζωής ζει με τους πολέμους και τους κόπους, και πολλές φορές ο καθένας από αυτούς έφυγε μαζί με τη νίκη και τη ζωή του. Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, πες μας, για να νιώσουμε έστω και λίγο άνεση, ή ούτε για λίγο(καθόσον δεν είναι φανερή η ελπίδα), ενώ στα πνευματικά κάνουμε το αντίθετο από αυτό, και επισύρουμε εναντίον μας απερίγραπτη τιμωρία εξαιτίας της μικρής αδιαφορίας;
Γι’ αυτό παρακαλώ όλους σας έστω λοιπόν και αργά να συνέλθουμε κάποτε από την παραφροσύνη αυτή. Γιατί κανένας δε θα μας σώσει εκείνον τον καιρό, ούτε αδελφός, ούτε πατέρας, ούτε υιός, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε άλλος κανένας, αλλά αν προδοθούμε από τα έργα, όλοι θα φύγουν και θα χαθούν και θα χαθούμε και εμείς οπωσδήποτε. Σε πόσους θρήνους ξέσπασε εκείνος ο πλούσιος, και τον πατριάρχη παρακάλεσε, και τον Λάζαρο ζήτησε να σταλεί; Αλλά άκουσε τι έλεγε προς αυτόν ο Αβραάμ: «Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν(:Και επιπλέον μεταξύ του τόπου που είμαστε εμείς, και του τόπου που είστε εσείς, έχει στηριχτεί μέγα και ανυπέρβλητο χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ σε σας να μην μπορούν, ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην μπορούν να περάσουν προς εμάς)»[Λουκ.16,26].
Πόσο παρακάλεσαν οι πέντε μωρές εκείνες παρθένες της παραβολής τις συνομήλικές τους για λίγο λάδι; Αλλά άκουσε και εκείνες τις άλλες πέντε, τις φρόνιμες και προνοητικές, τι λέγουν: «Μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς(:Δεν μπορούμε να σας δώσουμε, διότι υπάρχει φόβος να μη φθάσει το λάδι και για μας και για σας. Πηγαίνετε καλύτερα σ’ εκείνους που πουλούν και αγοράστε για τα λυχνάρια σας)» [Ματθ.25,9], και κανένας δεν μπόρεσε να τις οδηγήσει μέσα στον νυμφώνα.
Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά και εμείς ας φροντίζουμε τη ζωή μας. Γιατί, όσους κόπους και αν πεις, και όσες τιμωρίες και αν αναφέρεις, τίποτε δε θα είναι όλα αυτά μπροστά στα μελλοντικά αγαθά. Ανάφερε λοιπόν, αν θέλεις, φωτιά και σίδερο και θηρία και αν υπάρχει κάτι άλλο φοβερότερο από αυτά· αλλά όμως αυτά ούτε σκιά είναι μπροστά σε εκείνα τα βασανιστήρια. Γιατί αυτά όταν πέσουν επάνω μας με σφοδρότητα, τότε προπάντων γίνονται ελαφρά, παρέχοντας γρήγορα την απαλλαγή, αφού το σώμα δεν αντέχει και στη σφοδρότητα και στο μήκος της τιμωρίας· εκεί όμως δε συμβαίνει το ίδιο, αλλά συνυπάρχουν και τα δύο, και η παράσταση και η υπερβολή, τόσο στα καλά, όσο και στα λυπηρά.
Όσο λοιπόν είναι καιρός, ας σπεύσουμε κοντά Του, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας, για να Τον δούμε τότε ήμερο και γαλήνιο, για να αποφύγουμε τις τιμωρητικές εκείνες δυνάμεις. Δεν βλέπεις τους εδώ στρατιώτες που υπηρετούν τους άρχοντες, πώς σύρουν, πώς δένουν, πώς μαστιγώνουν, πώς ξεσχίζουν τις πλευρές, πώς προσθέτουν λαμπάδες στα βάσανα, πώς θανατώνουν; Αλλά όλα αυτά είναι παιχνίδι και γέλωτας μπροστά σε εκείνες τις τιμωρίες. Γιατί αυτές οι τιμωρίες είναι πρόσκαιρες, ενώ εκεί ούτε το σκουλήκι πεθαίνει, ούτε η φωτιά σβήνει· γιατί το σώμα είναι άφθαρτο.
Αλλά εύχομαι να μη συμβεί να τα γνωρίσουμε στην πράξη, αλλά να περιοριστούν τα φοβερά μόνο μέχρι τα λόγια, ούτε και να παραδοθούμε σε εκείνους τους βασανιστές, αλλά να σωφρονιστούμε εδώ. Πόσα τότε θα πούμε, κατηγορώντας τον εαυτό μας; Πόσο θα θρηνήσουμε; Πόσο θα κλάψουμε; Αλλά κανένα όφελος τότε· γιατί ούτε οι ναύτες, όταν το πλοίο διαλυθεί και καταβυθιστεί, θα μπορούσαν να ωφεληθούν τότε σε κάτι· ούτε οι γιατροί, όταν ο ασθενής πεθάνει· αλλά βέβαια θα πουν πολλές φορές «αυτό και αυτό έπρεπε να κάνουμε», αλλά όλα άδικα και χωρίς κανένα όφελος. Όσο λοιπόν μένουν ακόμα ελπίδες από τη διόρθωση πρέπει και να τα λέμε όλα και να τα κάνουμε, όταν όμως δεν είμαστε κύριοι μηδενός, αφού έχει χαθεί το παν, άσκοπα και λέγονται όλα και γίνονται. Γιατί και οι Ιουδαίοι θα πουν τότε: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ(:Δόξα και τιμή σε Αυτόν που υποδεχόμαστε! Ευλογημένος και δοξασμένος να είναι Αυτός που έρχεται απεσταλμένος από τον Κύριο ως αντιπρόσωπός Του. Αυτός είναι ο ένδοξος βασιλιάς του Ισραήλ, που τόσον καιρό περιμέναμε)» [Ιω.12,13], αλλά δεν θα μπορέσουν να αποκομίσουν καμία ωφέλεια από τα λόγια εκείνα στο να αποφύγουν την τιμωρία· γιατί όταν έπρεπε να τα πουν, δεν τα είπαν.
Για να μην το πάθουμε λοιπόν αυτό και εμείς στη ζωή εκείνη, ας μετανοήσουμε όσο είμαστε εδώ, για να παρουσιαστούμε στο βήμα του Χριστού με κάθε παρρησία, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολήν , πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 19, ομιλίες Η΄ (κατ΄επιλογήν) και Θ΄, σελίδες 245-275.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 7,11-16]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, ούτε και τον θάνατο θα θεωρήσει ως αληθινό θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στον δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη Βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του· γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος γι’ αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη μιας διαθήκης, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κάποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. «Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;», φωνάζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χήρεψε. «Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;». Τι λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από τον θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους· τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύτερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι’ αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό.
Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέτοιο. Γιατί δεν έχασες τον Θεό, που είναι ο πραγματικός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό τον Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδινε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;(:Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποιον θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τι θα με κάνει να δειλιάσω;)» [Ψαλμ. 26,1]. Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συμπαραστάτης των χηρών» [Ψαλμ. 67,6: «Ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν»], θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ’ όσο φρόντιζε πριν.
Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ’ αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περιμένει κι εσένα το ίδιο τέλος. «Μα ο νεκρός», θα μου πεις, «σαπίζει, γίνεται σκόνη». Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να χαίρεσαι περισσότερο. Όταν θέλει κανείς να ξαναχτίσει ένα σπίτι, που πάλιωσε και έγινε ετοιμόρροπο, αφού πρώτα βγάλει τους ενοίκους, το κατεδαφίζει και το φτιάχνει πιο καλό. Και όταν γίνεται αυτό, οι ένοικοι δεν λυπούνται, επειδή βγήκαν από το παλιό σπίτι, αλλά μάλλον ευχαριστημένοι είναι. Δεν τους νοιάζει, βλέπεις, για την κατεδάφιση, που βλέπουν με τα μάτια τους, γιατί συλλογίζονται τη νέα και ωραία οικοδομή, που θα ανεγερθεί, κι ας μην τη βλέπουν ακόμα.
Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρόκειται να διαλύσει το σώμα μας, βγάζει πρώτα την ψυχή, που κατοικεί μέσα σε αυτό, όπως θα την έβγαζε από ένα παλιό και ετοιμόρροπο σπίτι, για να την εγκαταστήσει πάλι με μεγαλύτερη δόξα στο νέο σπίτι, που θα οικοδομήσει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουργήθηκε, δεν είδε ότι πλάστηκε από χώμα. Ο Θεός, δηλαδή, δεν έπλασε την ψυχή πρώτη, για να μη δει τη δημιουργία του σώματος. Γι’ αυτό η ψυχή δεν γνώριζε την ευτέλεια του σώματος. Όταν, όμως, γίνει η κοινή ανάσταση, τότε η ψυχή θα βρεθεί σε ένα νέο άφθαρτο σώμα, όχι πια στο παλιό χωμάτινο ένδυμά της.
Ο νεκρός, κι αν δεν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει όμως εκείνους που πέθαναν πιο μπροστά να γίνονται σκόνη, και διδάσκεται πολλά. Για κοίτα πόσο μαζεμένοι και συγκρατημένοι είναι μπροστά στους νεκρούς ακόμα και οι πιο περήφανοι, ακόμα και οι πιο απόκοτοι άνθρωποι! Ακούγεται η λέξη «θάνατος» και η καρδιά όλων σπαρταράει από τον φόβο. Και φιλοσοφούμε γύρω από τους τάφους και σκεφτόμαστε πού καταλήγουμε και φλυαρούμε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε, ξεχνάμε την ευτέλειά μας. Να, για παράδειγμα, όταν βρεθεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρίζει στο διπλανό του και του λέει λόγια σαν και τούτα: «Αλήθεια, πόσο ταλαίπωροι είμαστε! Πόσο ασήμαντη είναι η ζωή μας! Τι γινόμαστε, άραγε, μετά τον θάνατο; Αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και να μην κακολογούμε, να μην αδικούμε, να μη μνησικακούμε…». Φαίνεται να μιλάει με τόση ειλικρίνεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφιβάλλεις ότι την ίδια κιόλας στιγμή θα απαρνηθεί ολότελα την κακία του και θα αρχίσει να ζει ενάρετα. Μα, αλίμονο, μετά την κηδεία θα ξεχάσει και τον φόβο του και τα λόγια του, και θα συνεχίσει να ζει στην αμαρτία, όπως πρώτα.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα μας. Πες μου, για ποιον λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς τον Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του. Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ(:πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του)» [Σοφ. Σολ. 4,11]. Ήταν μήπως νέος; Και γι’ αυτό ακόμα ευχαρίστησε τον Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν’ αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν’ αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στον Θεό, όπου θα απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.
Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για τον χωρισμό από τα αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας. Με το να αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτα άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις; Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος· γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους. Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.
Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ’ εμάς όσα ανήκουν σε Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε Άλλον; Μη λες: «Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω»· γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.
Δεν βλέπεις ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια; Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι; Μήπως το στομάχι λέει: «Αφού δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα»; Τα μάτια πάλι, μήπως, επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος; Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο; Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον εαυτό του θα ζημιώσει. Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τόσο κακοί όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτα άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πώς θα αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια.
«Μα έχασα το μονάκριβο παιδί μου», θα πει ίσως κάποιος, «που πάνω του στήριζα τόσες ελπίδες». Και τι με αυτό; Ευχαρίστησε τον Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώτερος από τον Αβραάμ, που οδήγησε τον γιο του Ισαάκ στο βουνό για να τον θυσιάσει, ύστερα από θεία εντολή. Όπως εκείνος αγόγγυστα πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στον Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή. Μην κλαις, μη βαρυγκωμείς, μην αναστενάζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα παιδιά: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας(:Ο Κύριος μού τα έδωσε, ο Κύριος μού τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι το όνομά Του δοξασμένο παντοτινά)» [Ιώβ 1,21]. Έτσι αποστόμωσε και τη γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και τούτα τα λόγια, που προκαλούν τον θαυμασμό μας: «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;(:Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;)» [Ιώβ 2,10]. Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στον Θεό, που φροντίζει γι’ αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκαναν μαρτυρική τη ζωή των γονιών τους.
«Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;», θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στραβό δρόμο. Γι’ αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ.
«Και πώς να μη θρηνώ», θα πεις, «που δεν είμαι πια πατέρας;». Τί λόγια είναι τούτα; Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη νομίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου. Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια». Αλλά να σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπατήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θα αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο».
«Αλλά δεν γνωρίζω πού πήγε», ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, είναι γνωστό πού θα πάει. «Γι’ αυτό ακριβώς κλαίω», θα εξηγήσεις, «γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες». Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγκωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στον Θεό και Του λες: «Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;». Τότε θα Του έλεγες: «Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;». Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι: αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, γιατί έπαψε πια να αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στην ψυχή του· ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοηθήσεις· όχι με δάκρυα και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους Αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζονται. Και όταν εμείς κάνουμε γι’ αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι. Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.
Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχετε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλά ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ’ ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.
Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και θανάτωσέ με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη θανάτωσή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ’ εκείνα τα αγαθά. «Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα», ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιος είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Άβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Άβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.
Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Άβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιος από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στην αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;
Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ’ αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποια ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από τον θάνατο.
Με αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσα από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.
Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Αγία Γραφή: «Πολλοὶ τύραννοι ἐκάθισαν ἐπὶ ἐδάφους, ὁ δὲ ἀνυπονόητος ἐφόρεσε διάδημα(:Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθισαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα)» [Σοφία Σειράχ, 11,5].
Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποια είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: το ότι κάποτε τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.
Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: «Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τι απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή;». Πλησίασε στον τάφο και κοίτα την σκόνη, την σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη την σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στην γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν· εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.
Τι έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τι έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιος άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τι θέλει, πάλι, κι αυτή η υπερβολικά ανώφελη, και όχι η εντελώς απαραίτητη, δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με(:Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε)» [Ματθ. 25,35-36]. Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιαν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα σε υπερπολυτελή φέρετρα και με αμέτρητα στέφανα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, και εμείς αδιαφορούμε γι’ αυτό;
Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τα ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου να ‘ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θα αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θα αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε την Βασιλεία των ουρανών, για ν’ αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
«Θέματα ζωής. Από τις ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου», Τόμος Α’, σελ. 108-121, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013.Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων, καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 7,11-17]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ
«Ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν»[Λουκ.7,11]
Πρόσεχε όμως πώς σε παράδοξα συνάπτει παράδοξα. Και στην περίπτωση όμως της θεραπείας του άρρωστου δούλου του εκατόνταρχου στην οποία αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως βέβαια αφού Τον κάλεσαν να βοηθήσει απάντησε, εδώ όμως, στην πόλη Ναΐν, αν και δεν καλείται για βοήθεια, πηγαίνει· γιατί κανένας δεν Τον καλούσε σε ανάσταση νεκρού, αλλά πηγαίνει σε αυτήν από μόνος Του. Και νομίζω με πάρα πολλή σοφία, για να συνδυάσει με το προηγούμενο θαύμα της θεραπείας του ασθενούς δούλου του πιστού εκατόνταρχου και αυτό· δεν ήταν βέβαια καθόλου παράδοξο να φανταστεί κανείς, ότι κάποιος θα μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας τη δόξα του Σωτήρα και λέγοντας: «Τι το αξιοθαύμαστο έγινε στο δούλο του εκατόνταρχου; Άρρωστος ήταν, δεν επρόκειτο οπωσδήποτε να πεθάνει». Και αυτό το έχει γράψει ο ευαγγελιστής, διηγούμενος αυτά που ήταν για χαρά μάλλον, παρά τα αληθινά· για να φράξει λοιπόν την ακόλαστη γλώσσα τέτοιων ανθρώπων, λέγει ότι ο Χριστός συνάντησε ήδη πεθαμένο τον νεανίσκο, τον μονογενή υιό της χήρας αυτής γυναίκας. Το πάθος ήταν αξιολύπητο και μπορούσε να προκαλέσει θρήνο και αφορμές για δάκρυα. Και ακολουθούσε το πάθος μεθυσμένη και παραλυμένη πια από τον ανείπωτο πόνο η γυναίκα και μαζί με αυτήν πολλοί άλλοι.
«Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ(:Και αφού πλησίασε, άγγιξε το φέρετρο)»[Λουκ.7,14]
Γιατί όμως δεν έκανε το θαύμα μόνο με τον λόγο, αλλά άγγιξε και τη σορό; Για να μάθεις ότι το άγιο Σώμα του Χριστού είναι ενεργό για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί είναι σώμα ζωής, και σάρκα του Λόγου που μπορεί να κάνει τα πάντα και που φόρεσε τη δύναμή Του. Όπως δηλαδή το σίδερο όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά κάνει αυτά που κάνει και η φωτιά, και εκπληρώνει τη δική του ανάγκη, έτσι, επειδή η σάρκα έγινε σάρκα Εκείνου που ζωογονεί τα πάντα, γι’ αυτό έγινε και ζωοποιός, αποκτώντας τη δύναμη να καταργεί τον θάνατο και τη φθορά· γιατί πιστεύουμε ότι το σώμα του Χριστού είναι ζωοποιό, επειδή είναι και ναός και κατοικία του ζωντανού Λόγου, έχοντας όλες τις ενέργειές του. Δεν αρκέστηκε λοιπόν μόνο στο να προστάξει, αν και ήταν συνηθισμένος να κάνει όλα όσα θέλει, αλλά έθεσε στη σορό και τα χέρια Του, δείχνοντας ότι και το σώμα Του έχει τη ζωοποιό ενέργεια.
«Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ (:Και κατέλαβε φόβος όλους και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι “προφήτης μέγας παρουσιάστηκε μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επισκέφτηκε τον λαό Του”)»[Λουκ.7,16]
Ήταν μεγάλο και αυτό σε έναν αναίσθητο και αχάριστο λαό, γιατί ύστερα από λίγο ούτε προφήτη Τον θεωρούν, ούτε ότι φανερώθηκε για το καλό του λαού, αλλά Αυτόν που κατάργησε τον θάνατο, Τον παρέδωσαν σε θάνατο, μη γνωρίζοντας ότι τότε, ναι τότε ακριβώς καταργούσε τον θάνατο, όταν έκανε την ανάσταση του εαυτού Του.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν εύαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκάν Α΄», σελ. 344-347.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7,11-17]
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ
Ο μέγας Παύλος, αποδεικνύοντας το θείο και κοινωφελές της πίστεως και εξαγγέλλοντας τα έργα της και τα κατορθώματα και τους καρπούς και την δύναμή της, αρχίζει από τους αιώνες, από τους οποίους δεν υπάρχει τίποτε αρχαιότερο. Λέει ότι «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι(:Με την πίστη και όχι με τις εξωτερικές μας αισθήσεις κατανοούμε και γνωρίζουμε ότι ο ορατός κόσμος, που έγινε μέσα στον χρόνο, δημιουργήθηκε άρτιος και αρμονικός με τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού. Και συνεπώς όσα κτίσματα βλέπουμε τώρα, έχουν γίνει ενώ δεν υπήρχαν πριν και δεν φαίνονταν με τις σωματικές αισθήσεις)»[Εβρ.11,3], και τελειώνει με την μελλοντική παγκόσμια ανάσταση και την τελείωση των αγίων που θα πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκειά της και που τίποτα δεν είναι τελειότερο από αυτήν[ βλ. Εβρ.11,39-40: «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι(:Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς. Κι αυτό διότι ο Θεός προέβλεψε για μας κάτι καλύτερο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθμό τέλειο την σωτηρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβουμε όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ αυτούς˙ όχι μόνο επειδή ζούμε στα χρόνια της απολυτρώσεως του Χριστού, αλλά και επειδή η περίοδος της αναμονής για μας είναι μικρότερη)»].
Καταρτίζοντας μάλιστα τον κατάλογο εκείνων που θαυμάστηκαν για την πίστη τους και επιμαρτυρούν αυτήν με τα προσωπικά τους παραδείγματα, λέει και το εξής, ότι με την πίστη «ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν (:με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)» [Εβρ.11,35]. Και αυτές πιο συγκεκριμένα είναι η χήρα στα Σαρεπτά και η Σουναμίτιδα, από τις οποίες η μία έλαβε τον γιο της που είχε πεθάνει πάλι ζωντανό από τον προφήτη Ηλία[Γ΄Βασ.17,23: «Καὶ κατήγαγεν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ὑπερῴου εἰς τὸν οἶκον καὶ ἔδωκεν αὐτὸ τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ εἶπεν Ἠλιού· βλέπε, ζῇ ὁ υἱός σου(:Και το κατέβασε από το υπερώο στο σπίτι και το έδωσε στη μητέρα του· και είπε ο Ηλίας: ‘’Κοίτα, ζει ο γιος σου’’)»], ενώ η Σουναμίτιδα πήρε τον δικό της πάλι πίσω ζωντανό από τον Ελισσαίο[Δ΄Βασ.4,32: «Καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ(:Και μπήκε ο Ελισσαίος στο σπίτι και ιδού, βλέπει το παιδάκι νεκρό, ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι του)»· Δ΄Βασ.4,36: «Καὶ ἐξεβόησε Ἑλισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου(:Και φώναξε τότε ο Ελισσαίος τον υπηρέτη του τον Γιεζί και του είπε: ‘’Κάλεσε αυτήν την γυναίκα την Σωμανίτιδα’’. Και την φώναξε ο Γιεζί και όταν αυτή παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Ελισσαίος της είπε: ‘’Πάρε πίσω ζωντανό τον γιο σου’’)»].
Η καθεμιά τους επέδειξε με τα έργα δυνατή πίστη. Η μεν χήρα στα Σαρεπτά την επέδειξε προλαβαίνοντας την επηγγελμένη από τον προφήτη αύξηση των τροφίμων κατά την πίστη και τρέφοντας αυτόν πριν από τα παιδιά της από τη φούχτα αλεύρι και το λίγο λάδι, τα οποία μόνα είχε να φάει, και έπειτα περιμένοντας να πεθάνει μαζί με τα παιδιά της. Αλλά και όταν μετά την προσέλευση του Ηλία αρρώστησε και πέθανε ο γιος της, διότι, λέει, «ἦν ἡ ἀῥῥώστια αὐτοῦ κραταιὰ σφόδρα, ἕως οὐχ ὑπελείφθη ἐν αὐτῷ πνεῦμα(:η αρρώστιά του ήταν τόσο πολύ σοβαρή, ώστε χειροτέρευε συνεχώς, μέχρις ότου έπαψε να αναπνέει και τελικά πέθανε)» [Γ΄Βασ. 17,17], αυτή δεν έδιωξε τον προφήτη, δεν τον μέμφθηκε, δεν απομακρύνθηκε από την θεοσέβεια που διδάχθηκε από αυτόν· αλλά κατηγόρησε τον εαυτό της και νόμισε ότι αιτία του θανάτου του παιδιού της είναι οι δικές της οι αμαρτίες· σε αυτήν την συμφορά αποκαλούσε τον Ηλία «άνθρωπο του Θεού» και κατηγορούσε μάλλον τον εαυτό της και του έλεγε μάλλον με προτρεπτικό παρά με σκωπτικό τόνο: «Τί ἐμοὶ καὶ σοί, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Εἰσῆλθες πρός με τοῦ ἀναμνῆσαι ἀδικίας μου καὶ θανατῶσαι τὸν υἱόν μου;(:Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να υπενθυμίσεις στον Θεό τις αμαρτίες μου και να με τιμωρήσει γι’ αυτές με τον θάνατο του γιου μου;)»[Γ΄Βασ. 17,18]. «Φως είσαι εσύ», λέει, «κατά μέθεξη ως διάκονος του φωτός της δικαιοσύνης, και καθώς ήλθες, κατέστησες εμφανή τα αφανή μου αμαρτήματα· αυτά λοιπόν μου θανάτωσαν τον υιό». Βλέπετε πίστη αλλόφυλης γυναίκας; Βλέπετε ταπείνωση; Γι’αυτό άλλωστε εύλογα έλαβε την εκλογή από τον Θεό και καταξιώθηκε να γίνει πρότυπο της κλήσεως και πίστεως των εθνών και έπειτα δέχθηκε και το παιδί της ζωντανό.
Η δε Σωμανίτιδα έδειξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άντρα της για τον Ελισσαίο και με όσα ετοίμασε για την φιλοξενία του προφήτη και με την αξιοπρέπεια που επέδειξε όταν πέθανε το παιδί της. Διότι, κρύβοντας ήσυχα την συμφορά, έτρεξε προς τον προφήτη και τον έσυρε προς την οικία, λέγοντας προς αυτόν: «Ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30], και με αυτήν την πίστη δέχθηκε τον υιό της αναστημένο από τον προφήτη, ώστε το εξαιρετικό αυτό θαύμα να μην είναι περισσότερο εκείνων των προφητών από όσο της πίστεως των μητέρων που δέχθηκαν τους αναστημένους γιους τους [Εβρ.11,35: «Ἒλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν(:Με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)»].
Αλλά παρά το ότι οι προφήτες είχαν συνεργό την πίστη και την προς τον Θεό ευαρέστηση των μητέρων, ο μεν Ηλίας και τα άλλα έκανε και προς τον Θεό φώναξε με ολοφυρμό λέγοντας: «Οἴμοι, Κύριε, ὁ μάρτυς τῆς χήρας, μεθ᾿ ἧς ἐγὼ κατοικῶ μετ᾿ αὐτῆς, σὺ κεκάκωκας τοῦ θανατῶσαι τὸν υἱὸν αὐτῆς(:Αλίμονο, Κύριε, Εσύ είσαι μάρτυρας της προθυμίας και της καλοσύνης, με την οποία με φιλοξενεί η χήρα αυτή. Εσύ λοιπόν έφτασες να την πληγώσεις τόσο πολύ, ώστε να θανατώσεις τον γιο της;)». Και επικαλέστηκε τον Κύριο και είπε «Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν(:Κύριε, Θεέ μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού αυτού παιδιού σε αυτό)». Και έτσι έγινε[Γ΄Βασ.17,20: «Καὶ ἐγένετο οὕτως, καὶ ἀνεβόησε τὸ παιδάριον(:Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και φώναξε)»].
Ο Ελισσαίος, από την άλλη, όχι μόνο προσφύονταν στο μικρό νεκρό παιδί, ερχόμενος και φεύγοντας από αυτό έως επτά φορές, αλλά και προσευχήθηκε προς τον Κύριο όπως έχει μαρτυρηθεί από την Αγία Γραφή, και έτσι αναζωογόνησε και ανέστησε τον υιό της Σωμανίτιδας [Δ΄Βασ.4,33-35: «Καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον· καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου. Καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ(: Ο Ελισσαίος μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε στον Κύριο. Κατόπιν ανέβηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω από το νεκρό παιδί και έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του επάνω στα μάτια του παιδιού και τα χέρια του επάνω στα χέρια του νεκρού και ξάπλωσε επάνω του. Με τον τρόπο αυτό ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. Ο Ελισσαίος σηκώθηκε, αποσύρθηκε και βάδισε εδώ και εκεί μέσα στο σπίτι και ανέβηκε πάλι στο κρεβάτι και ξάπλωσε επάνω στο παιδί όπως και προηγουμένως· αυτό το έκανε επτά φορές. Και το παιδί άνοιξε τα μάτια του!)» ].
Ο δε Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά την αναγινωσκομένη σήμερα περικοπή του Ευαγγελίου [Λουκά 7,11-16], ευσπλαχνίστηκε την χήρα, της οποίας ο υιός εκφερόταν νεκρός, και χωρίς να αργοπορήσει μήτε να διαπραγματευτεί, μήτε να προσευχηθεί, αλλά με πρόσταγμα μόνο έδωσε στην πενθούσα μητέρα τον μονογενή υιό της ζωντανό από νεκρό. Έτσι έδειξε ότι Αυτός μόνο είναι κύριος ζωής και θανάτου· διότι λέγει ο ευαγγελιστής στη συνέχεια: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν)»[Λουκά 7,11]. Ο Κύριος έρχεται για το μεγάλο αυτό θαύμα της αναστάσεως αυτόκλητος, για να δείξει όχι μόνο την ζωοποιό δύναμη, αλλά και ότι έχει ασύγκριτη την αγαθότητα και την ευσπλαχνία. Διότι τον μεν Ηλία φάνηκε σαν να τον έσκωπτε η χήρα γυναίκα στα Σαρεπτά, παρακινώντας τον να επαναφέρει στη ζωή το νεκρό παιδί της· τον δε Ελισσαίο η Σουναμίτιδα αφού τον παρατήρησε πρώτα ότι δεν προείδε τι επρόκειτο να πάθει το παιδί που θαυματουργικά είχε δώσει σε εκείνη που ήταν στείρα, έπειτα και τον κατανάγκασε λέγοντας: «Ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30]. Ο Κύριος όμως προγινώσκει μόνος Του και χωρίς να τον επικαλεστεί κανείς, πορεύεται προς την πόλη, από την οποία εκφερόταν το πεθαμένο παιδί.
«Την επόμενη μέρα βάδιζε», λέει. Και αυτό επεσήμανε πανσόφως ο ευαγγελιστής. Διότι η ανάσταση του παιδιού της χήρας υποτυπώνει την ανακαίνιση του νου μας. Διότι και η ψυχή μας εξαιτίας της αμαρτίας ήταν χήρα του ουρανίου Νυμφίου, που είχε σαν μονογενή υιό τον νου της, ο οποίος είχε πεθάνει από το κεντρί της αμαρτίας, χάνοντας την αληθινή ζωή· εκφερόταν δε και αυτός από τα πάθη που τον μετέφεραν κάπου μακριά από τον Θεό σε βυθούς άδη και απώλειας. Αλλά αφού ο Κύριος βάδισε προς εμάς και ήλθε κοντά μας με την ένσαρκη παρουσία Του, τον ανακαίνισε και τον ανήγειρε. Αυτή όμως η παρουσία δεν έγινε σε εμάς από την αρχή, αλλά ύστερα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Γι’αυτό ο ευαγγελιστής δεν παρέλειψε ούτε αυτό, λέγοντας: «Βάδιζε την επόμενη μέρα» ο Ιησούς για να αναστήσει τον πεθαμένο υιό της χήρας και να μετατρέψει το πένθος της σε ευφροσύνη.
Προσέχετε επιμελώς όσα λέγονται, αδελφοί, παρακαλώ· διότι και από σας ο καθένας, αν αισθανθεί τον μέσα του άνθρωπο πεθαμένο και θρηνήσει τις αμαρτίες του, πενθώντας και μελαγχολώντας γι’ αυτές σε μετάνοια, θα πορευτεί και προς αυτόν ο Παράκλητος παρέχοντας την αιώνια παράκληση. Διότι λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται(:Μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό)» [Ματθ.5,4].
Αλλά λέγει: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί Του βάδιζαν και οι μαθητές Του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ)» [Λουκά 7,11]. Πραγματικά ο μεν Ηλίας απομονώνεται όταν πρόκειται να αναστήσει τον υιό της χήρας στα Σαρεπτά[Γ΄Βασ.17,19: «Καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὴν γυναῖκα· δός μοι τὸν υἱόν σου. καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτῆς καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸ ὑπερῷον, ἐν ᾧ αὐτὸς ἐκάθητο ἐκεῖ, καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης(:Και είπε ο Ηλίας στην γυναίκα: «Δώσε μου τον γιο σου». Και πήρε το νεκρό παιδί από την αγκαλιά της μητέρας του και το ανέβασε στο ανώγειο δωμάτιο, στο οποίο έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε στο κρεβάτι του)» ], ο δε Ελισσαίος, αφού ανέβηκε στο υπερώο, όπου έκειτο ο πεθαμένος, «εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον(:μπήκε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε προς τον Κύριο)»· «έκλεισε την θύρα», όπως λέει η ιστορία, «μπροστά στους δύο αυτούς», δηλαδή την Σωμανίτιδα και τον μαθητή του Γιεζί[Δ΄Βασ.4,33]. Επειδή δηλαδή χρειαζόταν εκτενεστάτη δέηση προς τον Θεό, είναι δε οι άνθρωποι πλασμένοι, όταν απομονωθούν, να απασχολούν τον νου τελειότερα και να τον ανατείνουν προς τον Θεό- ενώ ο Κύριος, έχοντας αληθινά την εξουσία ζωής και θανάτου, δεν χρειάζεται καθόλου προσευχή για να ζωοποιήσει το παιδί, όχι μόνο τους μαθητές Του είχε μαζί Του, αλλά και πολύ λαό που άλλον έφερε Αυτός και άλλον βρήκε γύρω από τον κηδευόμενο. Και ενώ όλοι έβλεπαν και άκουγαν, ζωοποίησε τον νεκρό με μόνο το πρόσταγμα, κάνοντας αυτό από φιλανθρωπία σε δημόσια θέα, για να προσελκύσει όλους στην προς Αυτόν σωτήρια πίστη. Διότι «ὡς δὲ ἤγγισε(:μόλις όμως πλησίασε)», λέγει, «τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς(:στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», δηλαδή προγνωρίζοντας και της εκφοράς την ώρα ήλθε εγκαίρως· «ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς (:έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», λοιπόν, «υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα (:τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο)» [Λουκά 7,12].
Τα ίδια πράγματα στην πενθούσα και την λύπη αύξησαν πολλαπλάσια και την λύση έφεραν εξαίσια· διότι ο Κύριος βλέποντας μία μητέρα, και μάλιστα χήρα μητέρα, που στήριζε τις ελπίδες της σε ένα παιδί και το χάνει τώρα με πρόωρο θάνατο, να ακολουθεί την σορό του παιδιού και να θρηνεί με τρόπο ελεεινό, «ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε (:την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε τον γιο της της είπε: ‘’Μην κλαις’’)» . «Ευσπλαχνίστηκε», λέει -πώς δεν θα το έκανε αυτό ο «πατέρας των ορφανών και υπερασπιστής των χηρών»;[βλ.Ψαλμ.67,6: «Ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν(: Οι άδικοι και όσοι καταπιέζουν τους ασθενείς και τους αδυνάτους θα ταραχθούν και θα τρομάξουν προ του προσώπου Του· διότι Αυτός είναι ο προστάτης των αδικουμένων· είναι ο πατήρ των ορφανών και ο υπερασπιστής και συνήγορος των χηρών)» – «καὶ εἶπεν αὐτῇ», παρηγορώντας και προβλέποντας το μέλλον: «Μὴ κλαῖε» [Λουκά 7,13]. Εκείνος βέβαια γνώριζε τι επρόκειτο να πράξει, η δε γυναίκα δεν γνώριζε Αυτόν, πολύ δε περισσότερο δεν γνώριζε ούτε το μέλλον, γι’αυτό και δεν είχε πίστη και δεν ζητούσε τίποτε από Αυτόν· ούτε Αυτός απαιτούσε πίστη από αυτήν, αλλά μπορώντας τα πάντα και μην έχοντας ανάγκη ούτε την από τους πιστεύοντες συνέργεια, «προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ(:τότε πλησίασε και άγγιξε το φέρετρο)», για να δείξει ότι έχει και το σώμα Του ζωοποιό ως ομόθεη δύναμη· «καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι(:και είπε: ‘’Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω’’)».
«Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς(:Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» [Λουκά 7,14]. Διότι το κουφό το χώμα άκουσε Αυτόν που καλούσε όσα δεν υπήρχαν, ως να υπήρχαν στην πραγματικότητα πάλι, άκουσε Αυτόν που φέρει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς Του, άκουσε όχι άνθρωπο θεοφόρο, αλλά Θεό που ενανθρώπησε· και όχι μόνο «ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς(:ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» αλλά και «ἤρξατο λαλεῖν(:άρχισε να μιλάει)». Πραγματικά και στην περίπτωση του γιου της χήρας στα Σαρεπτά, όταν επέστρεψε η ψυχή του σε αυτόν, αμέσως φώναξε το μικρό παιδί, σύμφωνα με την ιστορία. Και είναι αυτό δείγμα του ότι η ανάσταση δεν είναι κατά φαντασία [Γ΄Βασ.17,21-22:«Καὶ ἐνεφύσησε τῷ παιδαρίῳ τρὶς καὶ ἐπεκαλέσατο τὸν Κύριον καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν. Καὶ ἐγένετο οὕτως, καὶ ἀνεβόησε τὸ παιδάριον(:Και προκειμένου να μεταδώσει ζωή στο νεκρό φύσησε στο παιδί τρεις φορές και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο και είπε: ‘’Κύριε ο Θεός μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού τούτου παιδιού πάλι σε αυτό’’. Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και πάλι βγήκε φωνή από το στόμα του)»].
Ο μεν Ηλίας λοιπόν ανάστησε ένα νεκρό με την προσευχή του και ο Ελισσαίος ανάστησε ένα νεκρό παιδί όταν ο ίδιος ήταν στη ζωή, αλλά και έναν άλλο νεκρό όταν και ο ίδιος ο Ελισαίος είχε πεθάνει πια[ βλ. Δ΄Βασ.13,21: «Καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῥῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ Ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ(:Τότε λοιπόν συνέβη το εξής: Ενώ οι Ισραηλίτες κήδευαν και ετοιμάζονταν να ενταφιάσουν κάποιον νεκρό, να, είδαν ξαφνικά τους αντάρτες της Μωάβ να έρχονται. Οι τρομαγμένοι Ισραηλίτες έριξαν αμέσως τον νεκρό στον τάφο του Ελισαίου και έφυγαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγιξε τα οστά του προφήτη, ανέζησε, σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος στα πόδια του)»], βεβαιώνοντας και προδεικνύοντας την θεανδρική ζωοποιό ενέργεια του Χριστού· ο δε Κύριος τρεις νεκρούς ανάστησε με πρόσταγμα πριν από τον σταυρό, το παιδί αυτό της χήρας, την θυγατέρα του αρχισυναγώγου[ βλ. Λουκά 8,54-55: «Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν (:Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: ‘’Κόρη, σήκω επάνω’’. Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»] και τον τετραήμερο Λάζαρο [Ιω. 11,43-44: «Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)»]. Στον σταυρό επίσης ανάστησε πολλούς, οι οποίοι και «ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς (:εμφανίστηκαν σε πολλούς)» [ βλ. Ματθ.27,51-53: «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη. Καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(:Και ιδού, το παραπέτασμα που χώριζε στο ναό τα Άγια από τα Άγια των Αγίων σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω˙ και η γη κλονίστηκε, και οι πέτρες στην περιφέρεια της Ιερουσαλήμ σχίστηκαν εξαιτίας του σεισμού, και τα μνημεία που ήταν στους βράχους που σχίστηκαν, άνοιξαν, και από τα μνημεία που άνοιξαν τη στιγμή εκείνη, πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν, όταν μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε πρώτος ο Χριστός. Κι αφού βγήκαν από τα μνημεία μετά την ανάστασή Του, μπήκαν στην αγία πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς)»].
Επιπλέον μετά τον για χάρη μας σταυρικό Του θάνατο ανέστησε τον εαυτό Του, μάλλον δε τον εξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος Αυτός αρχηγός της αϊδίας ζωής. Διότι όλοι οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, πάντως απέκτησαν την δική μας θνητή ζωή. Από όταν όμως Εκείνος αναστήθηκε, «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει(:ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [βλ. Ρωμ.6,9: «Εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει(:Κι έχουμε την πεποίθηση αυτή, διότι γνωρίζουμε ότι αφού ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν πεθαίνει πλέον˙ ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [Ρωμ.6,9].
Γι’αυτό και μόνος ο Κύριος «έγινε απαρχή των κεκοιμημένων» [βλ. Α΄Κορ. 15,20: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο(:Τώρα όμως ο Χριστός αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς. Όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πρωτύτερα από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός αναστήθηκε πρώτος απ’ τους άλλους και βεβαιώνει με την Ανάστασή Του ότι θα ακολουθήσει έπειτα η ανάσταση και των άλλων νεκρών)»] και «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» [Κολοσ.1,18: «Καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων(:Και Αυτός από τον Οποίο τα πάντα συγκρατούνται, είναι η κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλησίας και ο ιδρυτής της, ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να γίνει Αυτός και ως προς την ανθρώπινη φύση Του πρώτος σε όλα˙ πρώτος δηλαδή και στην Εκκλησία και στην ανάσταση)»· βλ. και Πράξ. 26,22-23: «Ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ, οὐδὲν ἐκτὸς λέγων ὧν τε οἱ προφῆται ἐλάλησαν μελλόντων γενέσθαι καὶ Μωϋσῆς, εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσι (:Αλλά ο Θεός με προστάτευσε και με γλύτωσε από τον θάνατο. Μετά λοιπόν από τη βοήθεια και την προστασία αυτή του Θεού, στέκομαι σώος και αβλαβής μέχρι την ημέρα αυτή και δίνω τη μαρτυρία μου σε μικρούς και μεγάλους. Και με τη μαρτυρία μου αυτή δεν λέω τίποτε άλλο εκτός από εκείνα που οι προφήτες και ο Μωυσής είπαν ότι πρόκειται να γίνουν. Και με βάση τους προφήτες δίνω απάντηση στα ζητήματα που συζητούνται μεταξύ των Ιουδαίων, για το αν δηλαδή ο Χριστός θα υποβαλλόταν σε σκληρό πάθος, για το αν πρώτος θα ανασταινόταν από τους νεκρούς και για το αν θα κήρυττε το φως της ευαγγελικής αλήθειας όχι μόνο στον ιουδαϊκό λαό, αλλά και στους εθνικούς)» Πράξ.26,23] και πίστωσε και επαγγέλθηκε σε μας όχι μόνο αυτήν την θνητή και πρόσκαιρη ζωή μας που κατευθύνεται από ζωικό πνεύμα, αλλά και την αποκειμένη για μας κατά τις ελπίδες μας ένθεο και αθάνατη και αιώνια· διότι αυτή είναι δώρο Του πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ από χάρη γι ‘αυτό , αλλά το πράττει για άλλους, οδηγώντας τους προς την πίστη που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής. Και εδώ πραγματικά, όπως ιστορεί σαφώς ο ευαγγελιστής, δεν αναστήθηκε το παιδί για τον εαυτό του, αλλά για την μητέρα από ευσπλαχνία γι’ αυτήν· γι’αυτό και αφού τον ανέστησε, τον έδωσε στη μητέρα του.
Αλλά βλέπετε πως ο Κύριος από ευσπλαχνία για την χήρα που πενθούσε τον υιό της, δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικούς προς αυτήν λόγους, αλλά και με έργα την βοήθησε; Έτσι να κάνουμε και εμείς κατά δύναμη και να μην είμαστε μόνο με λόγια συμπονετικοί προς όσους κακοπαθούν, αλλά να επιδείξουμε και με έργα την συμπάθειά μας προς αυτούς. Αν πραγματικά εμείς επιδείξουμε με όλη την δύναμη την ευεργεσία, και ο Θεός σε ανταμοιβή θα αντεπιδείξει με κάθε δύναμη την ευεργεσία προς εμάς. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πόσο υπεροχική και υπερβολική είναι η αμοιβή· όσο δηλαδή υπερέχει ο Θεός του ανθρώπου, τόσο υπερέχει και η δύναμη Εκείνου από την ανθρώπινη δύναμη και η χάρις που ενεργείται από την δύναμη εκείνη της χάριτος που δίδεται από μας. Αν κανείς ζητούσε χάλκινους οβολούς και ανταπέδιδε χρυσούς στατήρες, ποιος δεν θα δεχόταν την ανταλλαγή; Τώρα δε δεν πρόκειται να αλλάξουμε «χάλκεια χρυσέων(:χάλκινα αντί για χρυσά)» [Ιλιάδος Ζ236], που είναι τα δυο κατά την φύση τους μέταλλα σχεδόν ομότιμα, αλλά να προσφέρομε ανθρώπινα και να αποκομίσουμε θεία, και μάλιστα ανθρώπινα προς ανθρώπους, πράγμα που είναι φυσικό χρέος· διότι την συμπάθεια μεταξύ μας και το έλεος μεταξύ μας τα οφείλουμε οπωσδήποτε από την φύση μας. Αν επίσης κοιτάξουμε και τους πολυτρόπους οικτιρμούς του Θεού προς εμάς, παρά την προς αλλήλους συγχωρητικότητα και κοινωνικότητα και φιλανθρωπία, λέγοντας: «Ἄφετε καί ἀφεθήσεται ὑμῖν, δίδοτε καί δοθήσεται ὑμῖν(:Δώστε συγχώρεση και θα σας συγχωρεθούν και σας οι αμαρτίες σας, δώστε έλεος και θα δοθεί και σε σας έλεος από τον Θεό)»[βλ. Λουκά 6,38: «Δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν(:Δίνετε σε εκείνους που έχουν ανάγκη βοήθειας, και θα δώσει και σε σας βοήθεια ο Θεός. Η πρόνοια, η δικαιοσύνη και η αγαθότητα του Θεού θα σας δώσει στην αγκαλιά σας ένα μέτρο καλό, στοιβαγμένο και κουνημένο, ώστε να μη μένει καθόλου κενός χώρος στο δοχείο της μετρήσεως, ένα μέτρο που θα πλεονάζει και θα ξεχύνεται. Διότι με την ίδια πλούσια διάθεση και με το ίδιο μέτρο της ευεργεσίας με το οποίο μετράτε τις δωρεές σας προς τους άλλους, θα μετρήσει και θα ανταποδώσει και σε σας ο Θεός)»· Ματθ.6,14: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος(:Πρέπει λοιπόν, όταν ζητάτε τη συγχώρηση των αμαρτιών σας, να συγχωρείτε κι εσείς τους άλλους· διότι εάν συγχωρήσετε τα αμαρτήματα που σας έκαναν οι άνθρωποι, και ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει και τα δικά σας αμαρτήματα)»· Μάρκ.11,25: «Καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν(:Και ως δεύτερο όρο για να εισακουστεί η προσευχή σας σάς συνιστώ κι αυτό: Όταν στέκεστε και προσεύχεστε, να συγχωρείτε αν έχετε κάτι εναντίον οποιουδήποτε, ώστε κι ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς να σας συγχωρήσει τα παραπτώματά σας)»], πώς δεν θα αποδώσουμε ως απαραίτητο χρέος την συγνώμη και το έλεος με έργα προς τους αδελφούς που έχουν ανάγκη, εφόσον έχομε;
Επειδή μάλιστα όχι μόνο ελεηθήκαμε αλλά και τόσες πολλές ευεργεσίες δεχτήκαμε από τον Θεό, όσες δεν είναι δυνατό ούτε να απαριθμήσουμε, αλλά και εγγυήσεις πήραμε από Αυτόν πάλι ότι θα λάβουμε την ανταπόδοση με μέτρο καλό και ελεγμένο της προς τους αδελφούς ευποιίας μας, γιατί δεν τρέχουμε προς αυτήν με όλη μας την δύναμη; Γιατί δεν παραδίδουμε και την ίδια την ζωή μας για χάρη των άλλων, αν χρειαστεί, κατά μίμηση του Δεσπότη για να λάβουμε από Αυτόν αντάλλαγμα την αιώνια ζωή; Και όμως και τούτο είναι χρέος μας, αν και ίσως όχι του ενός προς τον άλλο, αλλά προς Αυτόν που έσβησε τον εαυτό Του σε θάνατο για μας, όχι μόνο για λύτρο[Ματθ.20,27-28: «Καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν(:Και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, πρέπει να ασκεί την αγάπη με κάθε ταπεινοφροσύνη και να γίνεται δούλος όλων σας. Να γίνεται διάκονος και δούλος, όπως και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει την ζωή Του λύτρο προκειμένου να εξαγοραστούν και να ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο πολλοί)»· βλ. και Α΄Τιμ.2,6: «Ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις(:Και έδωσε τον εαυτό Του λύτρο για να εξαγοράσει όλους τους ανθρώπους. Για το γεγονός αυτό της εξαγοράς μας δίνουμε εμείς οι απόστολοι τη μαρτυρία μας, αλλά προπαντός ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος και την επισφράγισε με τον θάνατό Του στον καιρό που καθόρισε ο Ίδιος)»], αλλά και για παράδειγμα και για έμπρακτη διδασκαλία, ασυγκρίτως υψηλότερη από κάθε έργο και λόγο και νου.
Διότι λέγει ο απόστολος Πέτρος: «Για αυτόν τον λόγο πέθανε ο Χριστός για χάρη μας, αφήνοντας σε μας υπογραμμό, για να ακολουθήσουμε τα ίχνη Του και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειαστεί, να θυσιάσουμε και την ψυχή μας» [βλ. Α΄Πέτρ.2,21: «Εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ(:Γι’ αυτό άλλωστε σας κάλεσε ο Θεός, για να κάνετε το καλό και να ευεργετείτε, κι όταν ακόμη παραγνωρίζεστε και υποφέρετε άδικα. Διότι κι ο Χριστός έπαθε για χάρη σας, χωρίς να φταίξει σε τίποτε, κι άφησε σε σας παράδειγμα τέλειο προς μίμηση, για να ακολουθήσετε ακριβώς πάνω στα ίχνη Του)» · Ιω.13,37: «Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω(:Του λέει ο Πέτρος: Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Οτιδήποτε κι αν χρειαστεί να υποστώ θα σε ακολουθήσω. Και την ίδια μου τη ζωή ακόμη θα προσφέρω και θα θυσιάσω για χάρη σου)»], σε εκπλήρωση των εντολών Του· διότι έτσι θα μετάσχουμε και της ζωής και βασιλείας που διαρκεί σε Αυτόν αιωνίως, συζώντας με Αυτόν αϊδίως και συνδοξαζόμενοι.
Βλέπετε αυτόν τον Μυροβλύτη, του οποίου αρχίσαμε σήμερα να προεορτάζουμε την μνήμη της ιερής μαρτυρίας;[Τα προεόρτια της μνήμης του αγίου Δημητρίου άρχιζαν την δεύτερη Κυριακή πριν από την κυρίως εορτή-26 Οκτωβρίου]. Έχυσε το αίμα του σώματός του εκούσια υπέρ του Χριστού, και γι’αυτό το κατέστησε αέναη και ανεξάντλητη πηγή πολυειδών θαυμάτων, αγιασμού ψυχής και σώματος, ευωδεστάτου και ιεροτάτου μύρου, μολονότι η μεν ψυχή του Μεγαλομάρτυρος έχει τώρα δικαίως λάβει την αΐδια και αναλλοίωτη δόξα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους, το δε σώμα δεν είναι σαν υπογραμμός και τύπος και σύμβολο προς την θειοτάτη και ουράνια δόξα που πρόκειται να αποκαλυφθεί γύρω από αυτό στο μέλλον· εάν δε ο υπογραμμός και ο τύπος είναι τέτοιος, τι θα είναι εκείνο το μελλοντικό τέλος;
Είθε και εμείς με τις πρεσβείες του ανάμεσα στους μάρτυρες Μυροβλήτη, όπως μεταλαμβάνουμε εδώ του προχεομένου από αυτόν θείου τούτου μύρου, έτσι και τότε να γίνομε θεωροί και μέτοχοι της θείας εκείνης δόξας, με την χάρη και φιλανθρωπία του ενδοξαζομένου δια των μαρτύρων του Ιησού Χριστού, του επάνω από όλα Θεού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομιλία ΜΣΤ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 11, σελίδες 86-105.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 7, 11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 6-10-1996]
(Β 345)
Κάποια μέρα, αγαπητοί μου, θέλησε ο Ιησούς να επισκεφτεί την πόλιν Ναΐν. Τον ακολουθούσαν οι μαθηταί Του και όχλος πολύς. Όταν έφθασαν εις την πύλην της πόλεως, γιατί ήταν πόλις οχυρωμένη, την ίδια στιγμή, «ἐξεκομίζετο», όπως μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς». Κάποιος που είχε πεθάνει. Ήταν νεκρό κάποιο παλικάρι, νεανίσκος χαρακτηρίζεται και μονογενής μιας χήρας γυναίκας. Την όλη εκφορά συνόδευε αρκετός κόσμος, που ήλθαν βέβαια να παρηγορήσουν αυτήν την πενθούσα μάνα. Η συνάντησις έγινε εκεί, στην πύλη της πόλεως. Ο όχλος που ηκολούθει και οι μαθηταί τον Κύριον και ο όχλος που ηκολούθει τη νεκρώσιμη εκφορά.
Τότε ο Κύριος λυπήθηκε αυτήν τη γυναίκα, πραγματικά ήταν αξιολύπητη, και της λέγει: «Μή κλαῖε». Δηλαδή, «Μην κλαις». Και τότε πλησίασε το φέρετρο, που έκειτο εκεί νεκρός ο νεανίσκος. Αυτοί που τον μετέφεραν, στάθηκαν. Και τότε ο Κύριος, σαν το πιο φυσικό πράγμα, αποτείνεται προς τον νεκρόν νεανίσκον και του λέγει: «Νεανίσκε, σοι λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, Εγώ σου το λέγω: ‘’Σήκω επάνω’’». Και ο νεανίσκος ανεκάθισε μέσα εις το φέρετρό του και άρχισε να ομιλεί!
Ομολογουμένως ήταν ένα θαύμα καταπληκτικόν. Όλοι γύρω εξέστησαν. Και φοβήθηκαν. Γιατί ό,τι έχει σχέση με τον αόρατον κόσμον, τον πνευματικό κόσμο, φοβίζει και τρομάζει φοβερά τον άνθρωπο. Και σημειώνει ο Λουκάς: «Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Όλους τους κατέλαβε φόβος. Δόξαζαν τον Θεό κι έλεγαν ότι «μεγάλος προφήτης μάς επισκέφθη», «ἐγήγερται», δηλαδή «στάθηκε στον λαό μας μέσα». Και ότι «επεσκέφθη ο Θεός τον λαόν Του». Το θεωρούσαν ότι ήταν μία επίσκεψις του Θεού αυτό, εν προσώπω βέβαια Ιησού Χριστού, τον Οποίον εξελάμβαναν ως μέγαν προφήτην.
Αλλά όταν ο λαός έλεγε ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαόν Του, πώς το εννοούσε; Μπόρεσε να συλλάβει την προσωπική επίσκεψη του Θεού; Ότι ήταν προσωπικά παρών ο Θεός; Αυτό μπόρεσε να το συλλάβει ο λαός; Όταν οι Ραββίνοι, οι διδάσκαλοι του Νόμου, διάβαζαν στον λαό την προφητεία του Βαρούχ, που λέγει ότι «Μετά τοῦτο-δηλαδή μετά από τη δημιουργία του φωτός και του σύμπαντος κόσμου– ἐπὶ γῆς ὤφθη(:εις την Γην ενεφανίσθη, Αυτός που είπε ‘’ Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς’’ στη Γη έγινε ορατός)καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη(:και συνανεστράφη τους ανθρώπους)». Πώς και οι Ραβίνοι και ο λαός μπορούσαν να εννοήσουν αυτήν την προφητείαν;
Το να μεταφερθεί ο αόρατος και πνευματικός Θεός στον χώρο της Γης και της ύλης, θα έμενε πάντοτε κάτι το ακατανόητον. Πώς είναι δυνατόν; Πώς όμως μπορούσαν τότε να εξηγήσουν κάποιες τόσο ρεαλιστικές εκφράσεις των προφητών οι Ραββίνοι; Πώς μπορούσαν να τις εξηγήσουν; Αν έπρεπε να ερμηνεύσομε, πώς θα εξηγούσαμε; Σίγουρα η ερμηνεία θα εγίνετο κατά μεταφοράν και κατά αλληγορίαν κ.λπ. Φερειπείν, εκεί που λέγει: «Ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ»(του Θεού· ‘’ἔστησαν’’, στάθηκαν τα πόδια Του. Πού; Εκεί εις το όρος των Ελαιών. Ἒστησαν τα πόδια Του). Ε, πώς θα το ερμηνεύσομε αυτό; Πώς; Ο Θεός έχει πόδια; Απλώς μεταφορικώς. Απλώς αλληγορικώς, όπως σας είπα. Δηλαδή ότι ο Θεός δίνει την εύνοιά Του, δίνει την προστασία Του, εγγίζει την Γην, δίδει το αγαθόν· αλλά ότι ο Θεός προσωπικά θα ήταν παρών κατά τρόπον απτόν, που να Τον πιάνεις, να Τον εγγίζεις, τούτο θα ήταν ακατανόητο. Γιατί ο λαός δεν μπορούσε, μα ούτε και οι Ραββίνοι, να φανταστούν την Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Δεν μπορούσαν. Ερμήνευαν, παρά την σαφήνειαν των προφητών, ερμήνευαν αλληγορικά. Γιατί; Γιατί υπήρχε ένας ορθολογισμός. Μα είναι δυνατόν ποτέ; Αφού μέχρι σήμερα σε πολλούς υπάρχει και δη Χριστιανούς μας, αυτός ο ορθολογισμός. Είναι δυνατόν ποτέ ο Θεός να είναι ἐγγιζόμενος; Είναι δυνατόν; Κατά ρεαλιστικόν δε τρόπον, ε; Όχι μεταφορικώς. Λέει εκεί στον προφήτη Ησαΐα ότι: «Ἐγώ εἰμι Θεός ἐγγίζων». Ναι. Αλλά εκεί θα μπορούσαμε να το πούμε ότι θα ήτο αλληγορικόν. Δηλαδή «είμαι κοντά». Αλλά κατά τρόπον που να πιάνω, να πιάνω, ε, να πιάνω, να άπτομαι Αυτού του Θεού, πώς είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν ποτέ; Πώς λοιπόν μπορούσε ο λαός να αντιληφθεί αυτήν την επίσκεψη του Θεού, όταν είπε ότι ο Θεός μάς επεσκέφθη· που πολύ ορθά βέβαια λέγει ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαό Του, αλλά πώς; Αυτό το πώς…
Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του προφήτου Ιωάννου και Βαπτιστού, δοξάζει τον Θεό, όταν γέννησε το παιδάκι του και λέγει προφητικότατα, είπε μίαν ωδήν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ(«γιατί επεσκέφθη τον λαό Του και έδωσε την λύτρωση». «Ἐποίησε». Είναι πιο δυνατό το «ἐποίησε» από το «έδωσε». Δηλαδή εργάστηκε το θέμα της σωτηρίας). «Ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις». Δύο φορές χρησιμοποιεί το ἐπεσκέψατο, το ρήμα «ἐπισκέπτομαι».
Εντούτοις, εντούτοις, έρχεται ο Θεός στη Γη κατά τρόπον όπως το είπαν οι προφήται, όπως το έβαλε εις το στόμα των το Πνεύμα το Άγιον, κατά τρόπον αισθητόν. Αφού βεβαίως ενεδύθη, ντύθηκε τη Δημιουργία Του. Έγινε άνθρωπος. Ο Ψαλμωδός θαυμάζει και ερωτά: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; Ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;». «Κύριε», λέει, «τι είναι ο άνθρωπος, ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άνθρωπος που τον θυμάσαι; Ή απόγονος ανθρώπου που τον επισκέπτεσαι; Ποιος είναι;».
Αλλά εδώ έχομε μίαν αποκάλυψη. Για να επισκέπτεται ο Θεός τον άνθρωπον κατά τρόπον αισθητόν, με την Ενανθρώπηση, σημαίνει ποίαν αξίαν έχει ο άνθρωπος, σαν εικόνα του Θεού. Όταν φθάνει δηλαδή ο Θεός να επισκέπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπον και να εργάζεται την Ενανθρώπηση, τότε ποιος είναι ο άνθρωπος; Πάρα πολύ μεγάλη αξία. Βλέπομε ο ένας τον άλλον, βλέπομε τα μικρά παιδιά, βλέπομε τους ηλικιωμένους και λέμε: «Ε, καλά ποιος είναι αυτός; Ένας γέρος άνθρωπος, ένα παιδάκι». Δεν μπορούμε να συλλάβομε την αξία «άνθρωπος». Ήταν ανάγκη να τύχει αποκαλύψεως. Κι εδώ έχομε ίσως το πιο δυνατό επιχείρημα, ποια είναι η αξία του ανθρώπου, όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν, εις την Ενανθρώπησιν, έχομε μίαν σαφεστάτην αποκάλυψιν. Ανάμεσα στον Θεό Λόγο και τον άνθρωπο, υπάρχει μία αμοιβαία έλξις. Αλλιώτικα δεν θα ήταν δυνατόν να συνέβαινε η Ενανθρώπησις. Ένας έρως· που μένει βέβαια αυτός ο έρως ακατανόητος. Και η δική μας αγάπη, δυστυχώς έχει ατονίσει. Και έχει διαστραφεί. Αντίθετα, η δική Του αγάπη, του Θεού Λόγου μένει αναλλοίωτη. Μας δημιούργησε, μας έπλασε, μας αγαπά, δεν έχει μεταβολές στα αισθήματά Του υπέρ των ανθρώπων. Δημιουργεί τους πρωτοπλάστους, τους τοποθετεί εις τον ωραίον παράδεισον, που λέγεται μάλιστα και «παράδεισος τρυφῆς». Τρυφή θα πει απόλαυσις. Μετά, που ήταν ένα θαυμάσιον ενδιαίτημα, κατοικία δηλαδή ο παράδεισος, κατοικία του ανθρώπου. Εν συνεχεία δε, όταν τοποθέτησε ο Θεός τον άνθρωπο εις τον Παράδεισο, τι έκανε; Τον επεσκέπτετο! Τον επεσκέπτετο!
Τι θα κάνομε στη Βασιλεία του Θεού; Θα Τον βλέπομε και θα μας βλέπει. Αυτό είναι το ύψιστον αγαθόν. Μη σας κάνει εντύπωση. Όπως ακριβώς, όταν παντρέψομε το παιδί μας, κάνομε επίσκεψη στο σπίτι Του. Γιατί; Για να το βλέπομε και να μας βλέπει. Τίποτε άλλο. Βέβαια το «τίποτ’ άλλο», μια κουβέντα. Απ’ αυτήν τη θεωρία, από το βλέπω, απορρέουν όλα τα αγαθά. Η ειρήνη, η αγάπη, η χαρά και και και…
Οι πρωτόπλαστοι δε, όταν τους επεσκέπτετο ο Θεός Λόγος, δεν μπορούμε να κατανοήσομε πώς ήταν αυτή η επίσκεψις, γιατί βέβαια ακόμη δεν είχε ενανθρωπήσει ο Θεός Λόγος, οι πρωτόπλαστοι ωστόσο δεν εκπλήσσονται για τις επισκέψεις του Θεού Λόγου. Να πουν: «Α!». Δεν εκπλήσσονται. Μάλιστα θα λέγαμε θεωρούσαν το πιο φυσικό πράγμα να τους επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Ακατανόητα, βλέπετε, ακατανόητα πράγματα… Όταν όμως αμάρτησαν, κρύπτονται, ενοχλούνται από την επίσκεψη του Θεού Λόγου. Όχι γιατί, θα λέγαμε, είναι γιατί φοβήθηκαν την παράβαση της εντολής. Όχι γιατί φοβήθηκαν την παρουσία του Θεού Λόγου. Αφού ήσαν συνηθισμένοι σε αυτό. Προσέξατέ το. Ήσαν συνηθισμένοι. Γι’ αυτούς η επίσκεψις του Θεού Λόγου, θα επαναλάβω, ήταν το πιο φυσικόν, φυσικόν πράγμα. Όπως και η ανάστασις του υιού της χήρας ήταν το πιο φυσικό πράγμα. Γιατί; Γιατί ο θάνατος δεν είναι φυσικό πράγμα· είναι παράλογον. Και ο Χριστός τι έκανε; Μία πράξη φυσική. Επαναφέρει τη ζωή· γιατί η ζωή είναι το φυσικόν πράγμα. Όχι ο θάνατος. Μία καρικατούρα μέσ’ τη δημιουργία είναι ο θάνατος. Χωρίς βεβαίως να είναι ο Θεός εισηγητής του θανάτου· αλλά εισηγητής του θανάτου είναι ο διάβολος και η αμαρτία των πρωτοπλάστων. Έτσι λοιπόν κι εδώ, τι φυσικότερον να μας επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Κι επειδή η θέα του Θεού δεν ήτο πλέον δυνατόν εις τους πρωτοπλάστους, μετά την πτώση τους, να υπάρχει, γι΄αυτό τώρα ο Θεός αποσύρεται.
Απεσύρθη ο Θεός. Αλλά δεν άφησε, όπως λέει σε μία του ομιλία ο Απόστολος Παύλος στα Λύστρα, δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς να δίνει την μαρτυρία Του. Δίνει τη μαρτυρία Του τώρα έμμεσα. Βρέχει. Είναι δόξα του Κυρίου αυτό. Γιατί; Πρέπει να ποτιστεί η Γη. «Καὶ ἐμέθυσας τοὺς αὔλακας αὐτῆς», λέει ένας Ψαλμός. «Τα αυλάκια, που είναι εκεί φυτεμένα, ό,τι είναι φυτεμένα– κοιτάξτε, τι ωραία έκφρασις: «ἐμέθυσας». Πίνω κρασί, θα πει λίγο. Όταν πιω πολύ, μεθώ. Σημαίνει «Έδωσες τόσο νερό, ώστε εμέθυσες τη Γη, τους αύλακας της Γης· που είναι εκεί τα φυτά». Αυτό είναι δόξα του Θεού. Βγαίνει ο ήλιος. Είναι δόξα του Θεού. Όπως πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα οι Εβραίοι. Δεν είναι τίποτα το εκπληκτικόν. Είπε ο Θεός: «Και τώρα, θα δείτε την δόξαν μου». Τι ήταν η δόξα Του; Το ότι πέρασαν «ἀβρόχοις ποσί», με άβρεχτα πόδια οι Εβραίοι την Ερυθρά θάλασσα. Αυτές είναι ενέργειες του Θεού. Έτσι ο Θεός δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς μαρτυρίαν. Μόνο που δεν υπήρχε πια η άμεσος θέα. Αυτό δεν υπήρχε.
Μέχρι, μέχρι που ενεδύθη ο Θεός Λόγος, γιατί Εκείνος μας εδημιούργησε, ενεδύθη τη Δημιουργία Του και ήλθε ανάμεσά μας κατά τρόπον αισθητόν. Αλλά και αυτό από αγάπη. Γιατί μας αγαπούσε. Συνέβη όμως τούτο. Όταν ήλθε, σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο 1ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε(:Ήλθε σε μας), καὶ οἱ ἴδιοι (:οι δικοί Του και μάλιστα ο λαός Του) αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Δεν Τον δέχθηκαν. Ήλθε, αλλά δεν Τον δέχτηκαν. Και ακόμη λίγο πιο κάτω, θα πει: «Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω». «Και ο κόσμος», λέγει, «δεν Τον εγνώρισε». Γιατί δεν Τον εγνώρισε; Μήπως επειδή ήλθε με αυτό το ταπεινό σχήμα; Μα, ήλθε άνθρωποι, με ταπεινό σχήμα, γιατί ο πρόγονός σας, ο Αδάμ, ήθελε να πάρει κάτι παραπάνω από το σχήμα που είχε. Ζητούσε την ισοθεΐαν. Το πάθος εκείνο που έπασχε και ο διάβολος. Και το εισηγήθη εις τον Αδάμ. Δεν ήταν ο απλός Αδάμ. Ζήτησε την ισοθεΐαν. Κι έπεσε. «Γι΄αυτό λοιπόν έρχομαι εγώ αντίθετα. Έρχομαι ταπεινός, απλός. Μπορείς να με δεχθείς; Μπορείς αυτό να το κατανοήσεις; Να με ανακαλύψεις μέσα ακριβώς σ’ αυτήν την ταπείνωσή μου; Ταπείνωση, όχι με την έννοια της αρετής. Με την έννοια του εξευτελισμού». Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «Δούλου μορφήν λαβών». «Επήρε», λέει, «μορφή δούλου».
Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που εκπλήσσει. Αλλά δεν μπορέσαμε να το γνωρίσουμε. Προσπάθησε να μας βοηθήσει να το γνωρίσουμε. Ότι μας επεσκέφθη. Ωστόσο η θέα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη περιορίστηκε μόνον εις τους δικαίους. Στον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ. Κι εκεί βέβαια αινιγματωδώς. Όταν ο Αβραάμ πέφτει σε μίαν έκστασιν… του είπε πολλά εκεί ο Θεός. Όταν ο Ιακώβ στον ύπνο του παλεύει με κάποιον, ερχόμενος πίσω εις την γην Χαναάν, παλεύει, παλεύει… Και του λέγει: -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω». -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω εάν δεν με ευλογήσεις». Του λέγει: «Ε, από δω και μπρος δεν θα λέγεσαι Ιακώβ(που θα πει πτερνιστής. Δεν ήταν βεβαίως όνομα περιωπής. Ονομάστηκε, έτσι, γιατί είχε πιάσει την φτέρνα, γενόμενος δίδυμος του Ησαύ. Πτερνιστής. Είναι άσχημη κατάστασις). «Θα λέγεσαι Ισραήλ». Δηλαδή ηγαπημένος. Βλέπετε λοιπόν ότι εμφανίζεται ο Θεός, αλλά αινιγματωδώς. Στον λαό; Εμφανίζεται με τις ενέργειές Του, με όλα εκείνα τα καταπληκτικά. Φερ’ ειπείν, ρίχνει το μάνα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ούτε μία ώρα, ούτε μία μέρα, ούτε μία εβδομάδα. 40 χρόνια. Αυτό είναι μία ενέργεια του Θεού. Έτσι εμφανίζεται, έμμεσα ο Θεός, δια των ενεργειών Του. Μόνο με εκείνα τα θαυμαστά που μπορούσε να βιώνει ο λαός.
Γι΄αυτό, η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου είναι κεντρικόν γεγονός της Ιστορίας. Τελείως βέβαια ακατανόητον, αλλά πραγματικό, ρεαλιστικό. Ο Θεός λοιπόν επισκέπτεται και τις επιμέρους, θα λέγαμε, ανθρώπινες καρδιές. Και τις επιμέρους ανθρώπινες καρδιές. Λέει ο Κύριος στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». «Να, στάθηκα, μπροστά στην πόρτα του οίκου της υπάρξεώς σου. Και χτυπώ. Και κρούω». Δεν λέγει «έκρουσα». Λέει «κρούω». Πράξη διαρκείας. «Ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν(:θα μπω μέσα) καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ». «Θα καθίσω στο τραπέζι, θα δειπνήσει αυτός μαζί μου κι εγώ μαζί του». Κι εδώ συναντούμε εκφράσεις αδιανόητα οικείες. «Χτυπάω την πόρτα». «Θύρα» είναι η προαίρεσις της υπάρξεως του ανθρώπου. Και η «κρούσις του κρούοντος την θύραν» είναι εκείνα τα μικρά-μικρά θαύματα, τα καθημερινά, που ανοίγουν και φωτίζουν τον νου και την καρδιά. Για να πει ο πιστός: «Ποιος είσαι, Κύριε; Ποιος κρούει; Τι είναι αυτό που βιώνω;». Είναι εκείνα που δημιουργούν το θάμβος και την έκπληξιν.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος έχει μία ωραία περικοπή στα Άπαντά του. Επιτρέψατέ μου να σας τη διαβάσω σε απόδοση: «Κατά καιρούς και ανεπαίσθητα πέφτει σε όλο το σώμα μία τρυφή και αγαλλίασις, που γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει, έως ότου ο άνθρωπος θεωρήσει όλα τα επίγεια, στάχτη, σποδόν και σκύβαλα. Αυτά συμβαίνουν την ώρα της προσευχής ή της αναγνώσεως ή στη συνεχή μελέτη, που απλώνεται η διάνοια και τότε θερμαίνεται ο νους. Ακόμα, αυτή η τρυφή συμβαίνει ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Σαν να κοιμάται κανείς, αλλά δεν κοιμάται. Και όταν έλθει αυτή η τρυφή, η απόλαυσις, που σφύζει σε όλο το σώμα, ο άνθρωπος τότε νομίζει ότι αυτό είναι η Βασιλεία του Θεού». Και αυτή η κατάστασις, πρέπει να σας σημειώσω, είναι χωρίς παραστάσεις, χωρίς εικόνες. Είναι ανεικόνιστος. Δεν είναι όνειρο. Δεν υπάρχει καμία εικόνα, μα καμία εικόνα. Μόνο ένα αίσθημα μακαριότητος απιθάνου. Και τότε εκεί ο άνθρωπος παίρνει μία γεύση της Βασιλείας του Θεού· που δεν μεταφέρεται ούτε με εικόνες, ούτε με λόγια. Είναι… πώς να σας το πω; Όπως ακριβώς μας δίνει κάποιος ένα μεζεδάκι, για να πάρομε μία γεύση ενός γεύματος που θα ακολουθήσει. Έτσι ο Θεός στέλνει αυτές τις γεύσεις, για να σου πει ποιο είναι το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Προσέξτε, είναι πραγματικά αυτά. Σας ξαναλέγω, δεν είναι όνειρον. Δεν είναι ύπνος, δεν είναι ξύπνιος. Είναι μία κατάστασις που ο άνθρωπος έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Αν υπάρξει ένας θόρυβος, θα ήθελε να μην υπάρξει, για να μην τελειώνει ποτέ αυτή η κατάστασις. Έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του.
Αγαπητοί, η καρδιά είναι ο χώρος συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Και οι μεγάλες χαρές του ανθρώπου. Μετά την ανάσταση των νεκρών, δεν θα είναι μόνον η καρδιά τόπος συναντήσεως του Θεού. Αλλά ο όλος άνθρωπος. Γι΄αυτό γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα(:Ακόμη δεν φανερώθηκε τι θα είμαστε) οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ (:γνωρίζομε ότι όταν θα φανερωθεί… –Το ἐάν είναι όχι υποθετικό, αλλά χρονικό) ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα(:θα είμεθα όμοιοι με Εκείνον. Όπως ήταν σαρκωμένος και θεωμένος) ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι». «Γιατί θα Τον δούμε όπως είναι». Θα Τον δούμε όπως είναι.
Ακόμη είναι και τούτο το ρεαλιστικό· που αρχίζει από τη Γη και εκπληρούται στη Βασιλεία του Θεού· που λέγει ο Θεός και στην Παλαιά και στην Καινή. Το χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος: «Καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός». Θα περπατήσω ανάμεσά τους. «Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί (λέει ο Παύλος: «έχοντες αυτές τις υποσχέσεις»),καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς(:ας καθαρίσουμε τον εαυτόν μας) ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».
Γι΄αυτό, ας προσέχομε την ζωή μας, το ήθος μας, την πίστη μας, την καρδιά μας. Γι΄αυτό λέγει η Γραφή: «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν καρδίαν(«Αλίμονο σε εκείνους που έχασαν την καρδιά τους», λέει η Σοφία Σειράχ)· Καὶ τί ποιήσετε ὅταν ἐπισκέπτηται ὁ Κύριος;». Τι θα κάνετε όταν θα σας επισκεφθεί ο Κύριος;». Ο Ισραήλ έχασε την καρδιά του. Και είπε ο Χριστός: «Αλίμονό σου, Ισραήλ -από το όρος των ελαιών το είπε- οὐκ ἔγνως(:δεν εγνώρισες) τήν ἐπισκοπήν σου -«ἐπισκοπή» θα πει επίσκεψις- ὃτι σε ἐπεσκέφθη ὁ ᾋγιος τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Κύριός σου». «Δεν το γνώρισες». Έχασε την καρδιά του. Όπως και πολλοί άνθρωποι χάνουν την καρδιά τους. Οι επισκέψεις του Θεού και δυνατές είναι και υπέροχες. Αρκεί ο Θεός να βρίσκει τόπο. Και ο τόπος είναι η καρδιά. Τότε, κατ’ αλήθειαν, λέγει, ο πιστός ότι δέχεται θείες επισκέψεις. Γιατί ο Θεός είναι πολύ κοντά μας και μας αγαπά. Και αγαπά να μας επισκέπτεται.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_695.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 7,11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 19-10-1986]
(Β166)
Η σκηνή, αγαπητοί μου, της αναστάσεως του υιού της χήρας της Ναΐν, περιγράφεται λιτά μεν αλλά πολύ ζωηρά. Με ένα Του λόγο ο Κύριος, όπως ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ανέστησε εκείνο το παλληκάρι που ήταν μοναχοπαίδι εκείνης της φτωχιάς, χήρας γυναίκας. Και του είπε: «Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, νέε μου, σε εσένα το λέγω· σήκω επάνω». Και ο νεανίσκος ανεστήθη.
Φόβος και έκσταση κατέλαβε τον λαό, όπως μας περιγράφει ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. Και πολύ δίκαια, έβγαλε το συμπέρασμα ο λαός «ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Αλλά, αγαπητοί μου, και σήμερα στην εποχή μας η νεότητα παρουσιάζει μία χειρότερη νέκρωση. Και αυτή η νέκρωση είναι πνευματική. Και όπως στη βιολογική νέκρωση ενός νέου ανθρώπου λέμε όλοι «κρίμα, νέο παιδί, νέος άνθρωπος πέθανε» και υπάρχει και πολύ πένθος, έτσι, πολύ περισσότερο πένθος υπάρχει όταν δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά είναι ολόκληρη η νεολαία. Τότε ανήκει στη νέκρωση της νεολαίας πολύς οδυρμός και πολλά δάκρυα. Περπατάμε στον δρόμο και βλέπουμε αυτούς τους ζωντανούς νεκρούς που ανήκουν στη νεολαία μας. Και σας βεβαιώνω, κλαίει η ψυχή, κλαίει ασφαλώς όλων των ανθρώπων εκείνων που καταλαβαίνουν, μπορούν να νιώθουν, να προσδιορίζουν και να πενθούν. Και πενθούν. Και οδύρονται. Όταν βλέπουν περιφερομένους νεκρούς από τη νέα γενεά, από τα παιδιά μας, από τη νεολαία μας.
Αλλά εάν ο Κύριος όμως, αγαπητοί μου, πραγμάτωσε τρεις αναστάσεις, τόσες τουλάχιστον αναγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια, πιθανότατα πολλούς άλλους είχε αναστήσει, όμως πολύ περισσότερες πνευματικές νεκραναστάσεις ο Κύριος επιτελεί. Και επιτελούσε και επιτελεί και θα επιτελεί.
Αλλά ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, όπως μας τα περιγράφει το ιερό κείμενο. Λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής, όταν εξήρχετο εκείνη η συνοδεία του νεκρού από την πύλη της πόλεως Ναΐν, εισήρχετο εις την πόλιν ο Κύριος με μία πολύ μεγάλη συνοδεία πολλών ανθρώπων, θαυμαστών Του, που Τον ακολουθούσαν. Είδε το πένθος ο Κύριος. Είπε στη μητέρα: «Μὴ κλαῖε», «μην κλαις». Και τότε «προσελθών», λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, «ἥψατο τῆς σοροῦ». Τότε λέγει, αφού προσήλθε, ήγγισε την σορό. Το φέρετρο δηλαδή και τον νεκρό που ήταν μέσα στο φέρετρο. Βλέπει κανείς εδώ ότι υπάρχει ανάγκη ο Ιησούς Χριστός να προσεγγίσει την νεκρωμένη νεολαία.
Αυτή η προσέγγιση όμως πώς μπορεί να νοηθεί; Λέμε ότι πρέπει να προσεγγίσει ο Ιησούς τη νεολαία. Πώς το καταλαβαίνουμε αυτό; Πώς το εννοούμε; Αυτή η προσέγγιση γίνεται με τη Χάρη του Θεού, όταν ο Θεός δίνει τη χάρη Του, όπως ακριβώς οι ακτίνες του ηλίου αναδεύουν και αντικείμενα και πρόσωπα, έτσι, οι ακτίνες της θείας Χάριτος να έλθουν να αναδεύσουν, να χαϊδεύσουν, να εγγίσουν, να προσάψουν, να χαϊδέψουν, όπως σας το είπα, αλλά να έρθει και το δεύτερο στοιχείο. Ο ζωντανός λόγος του Θεού, που προσφέρεται από την Εκκλησία.
Η χάρις λοιπόν του Θεού και ο ζωντανός λόγος της Εκκλησίας του Θεού. Αυτός ο ζωντανός λόγος, που έρχεται απέξω και προσφέρεται, πρέπει να βρει σημεία επαφής. Προσέξτε, ο Κύριος λέει, «ἤγγισεν» εκείνον τον νεκρό. Πρέπει λοιπόν να βρει ο λόγος του Θεού αυτά τα σημεία της επαφής στη νεκρή νεολαία. Αλλά εδώ χρειάζεται όμως πάρα πολλή προσοχή· διότι όταν λέμε «σημεία επαφής» δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα προβεί σε αβαρίες για να κερδίσει τους νέους. Υπάρχει μία παρανόησις εδώ. «Να βάλουμε όργανα μουσικά, επειδή η νεολαία μας αγαπάει τη μουσική, να τα βάλουμε μέσα στη λατρεία για να προσελκύσουμε», λέμε. Επειδή μάλιστα αρέσει ο ρυθμός της τζαζ, να βάλουμε μουσική που να είναι στο ρυθμό της τζαζ, για να προσελκύσουμε τη νεολαία. «Τι κάνετε εκεί;», ερωτούμε. «Μα, σημεία επαφής βρίσκουμε ανάμεσα στην Εκκλησία, στον λόγο του Θεού και τον λαό του Θεού, κυρίως τους νέους». Λάθος βέβαια. Λάθος αγαπητοί. Δεν μπορεί να γίνει καμία αβαρία.
Έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι όταν προσφέρεται ο λόγος του Θεού ατόφιος, καθαρός, ανόθευτος και με πολλή αγάπη, με πολλήν αγάπη, αγάπη που φθάνει και ξεπερνά τα όρια της αυτοθυσίας, τότε δημιουργούνται σημεία επαφής. Δεν χρειάζεται τίποτα να τροποποιήσουμε. Αρκεί να είναι αυτός ο λόγος του Θεού ζωντανός, καθαρός, επαναλαμβάνω, και με αγάπη· γιατί η ψυχή ζητάει το αληθινό, εκείνο που προσφέρεται με αλήθεια και αυτό που προσφέρεται με αγάπη. Συνεπώς, όταν λέμε «προσέγγισις», «εύρεσις σημείων επαφής», δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να προβούμε σε υποχωρήσεις και αβαρίες τέτοιες που τελικά φθάνουμε κατά διαλεκτικό τρόπο, φθάνουμε, αγαπητοί μου, εκείνο που προσφέρουμε να μη σώζει. Και μια προσφορά λόγου Θεού που δεν σώζει, μία Εκκλησία που δεν σώζει, είναι περιττό να προσφερθεί.
«Νεανίσκε», λέει ο Κύριος. Νεανίσκε. Ωραία προσφώνησις του Κυρίου: «Νεανίσκε». «Νέε μου»· που φανερώνει… όχι το όνομα, αλλά φανερώνει την ηλικία. Πράγματι η εφηβική ηλικία και η νεανική ηλικία είναι η πιο όμορφη ηλικία. Αλλά και η πιο σκληρή και η πιο δύσκολη. Συμπαθής, αλλά δύσκολη ηλικία. Έτσι που πολλές φορές, αν κανείς μεγαλώσει και κοιτάξει πίσω τη ζωή του, μπορεί να βλέπει στα νεανικά του χρόνια και να τα νοσταλγεί. Αλλά όταν βλέπει πόσο δύσκολα πέρασε, να εύχεται να μην ξαναγύριζε στα νεανικά του χρόνια. Προβλήματα, πολλά προβλήματα. Προβλήματα υπαρξιακά. Ένας νέος άνθρωπος στέκεται μπροστά στη ζωή και αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο ίδιος, ποιοι είναι οι άλλοι, ποιος είναι ο Θεός, τι υπάρχει. Έχει ψυχή; Δεν έχει ψυχή; Ποιο είναι το μέλλον του ανθρώπου; Ποιος ο σκοπός της υπάρξεως; Αυτά τα λεγόμενα «υπαρξιακά προβλήματα», για έναν νέο που σκέπτεται, είναι βασανιστικά. Και ο πιο επιπόλαιος ακόμη νέος, έχει στιγμές που φθάνει σε ένα αδιέξοδο. Και μπορεί να αναρωτιέται και να λέγει: «Αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει;».
Προβλήματα επαγγελματικά. Το βλέπομε καθαρά αυτό στα παιδιά μας. Τι θα ακολουθήσουν και πώς θα επιτύχουν εκείνο το οποίο θέλουν να ακολουθήσουν. Προβλήματα ηθικά. Πω πω, προβλήματα ηθικά! Προβλήματα πνευματικού προσανατολισμού. «Τι θα ακολουθήσω; Πώς θα προσανατολισθώ στη ζωή μου;». Προβλήματα σχέσεων. Αυτό το τελευταίο μάλιστα το τονίζομε, γιατί το βλέπομε ανάγλυφο στην εποχή μας. Βλέπομε αγαπητοί μου τους νέους να μην έχουν αγαθές σχέσεις με τους γονείς τους, με το σπίτι τους γενικά, με την Εκκλησία, με την κοινωνία. Ο αναρχισμός, εκείνο το ανέμελο, εκείνο το «δεν με νοιάζει», εκείνο το «δεν βαριέσαι», εκείνο το «εγώ είμαι και κανείς άλλος στον κόσμο» δημιουργεί φοβερά προβλήματα σχέσεων. Τόσο που μόνα αυτά να υπήρχαν, θα λέγαμε όλα τα άλλα είναι περιττά. Αλλά αν το θέλετε, επειδή όλα τα άλλα υπάρχουν, γι’ αυτό υπάρχει πρόβλημα οξύτατο σχέσεων.
Ποιος όμως θα λύσει αυτά τα προβλήματα; Ποιος άλλος από τον Ιησού Χριστό; Πρέπει να αντιληφθεί η νεολαία μας ότι ματαιοπονεί στις αναζητήσεις της, στην κουλτούρα, στις υλιστικές και πολιτικές θεωρίες, στις ηδονές και τα ναρκωτικά. Ματαιοπονεί. Δεν θα βρει τίποτε εκεί. Όλα αυτά οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, σε ένα χάος. Και τότε έρχεται η φωνή του Κυρίου: «Νεανίσκε, σοι λέγω…». «Νεανίσκε, σε σένα μιλάω, σε εσένα μιλάω. Σε εσένα. Εγώ ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, Εγώ που στάθηκα νήπιο, Εγώ που στάθηκα έφηβος και νέος, επέρασα την ανθρώπινη αυτή ηλικία, αυτή που τώρα περνάς εσύ, Εγώ είμαι Εκείνος, ο μαθών ανθ’ ων έπαθον. Είμαι Εκείνος που έχω μάθει, από εκείνα που έχω πάθει. Δηλαδή Εγώ που δοκίμασα τη ζωή, Εγώ που πειράστηκα από τον διάβολο, που σε πειράζει και εσένα, τον ενίκησα όμως. Και τον κόσμον ενίκησα. Και τον διάβολο ενίκησα. Κι έμεινα χωρίς αμαρτία. Νέε μου, νεανίσκε μου, ομιλώ σε εσένα προσωπικά. Εσύ που ζεις τόσο έντονα την πνευματική κρίση της εποχής σου. Εσύ που έχεις βαθιές εμπειρίες της αμαρτίας. Εσύ που στράφηκες ακόμα και εναντίον μου. Σε εσένα στρέφομαι, νέε μου. Σε θεωρώ φίλο μου και θέλω να σε βοηθήσω. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει και να σε νεκραναστήσει. Στρέψου σε εμένα, όχι για να με πολεμήσεις, αλλά για να με ακούσεις. Τι έχω να σου πω; Εγέρθητι! Σήκω επάνω. Νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι. Σήκω επάνω. Εγέρθητι. Ναι. Σήκω επάνω. Εγώ ο Κύριός σου είμαι Εκείνος που σε δημιούργησα σε ορθία κατάσταση· που είναι έκφρασις, γιατί περπατάς στα δυο σου ποδάρια, έκφρασις ότι είσαι εσύ κύριος της Δημιουργίας, ότι εσύ είσαι βασιλιάς και κυρίαρχος του παντός. Ναι. Γι’ αυτό Εγώ ο Κύριός σου λέγομαι: «Κύριος των κυριευόντων». Ποιων κυριευόντων; Των κυριευόντων ανθρώπων. Γι’ αυτό Εγώ λέγομαι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων». Είμαι ο βασιλιάς τίνων; Εκείνων που βασιλεύουν. Ποιοι είναι αυτοί που βασιλεύουν; Οι άνθρωποι. Γιατί εσείς οι άνθρωποι είσαστε οι κύριοι και οι βασιλείς. Κι Εγώ είμαι ο Κύριος των κυρίων και ο Βασιλιάς των βασιλευόντων. Έτσι, η ορθία στάση, που Εγώ σε έχω έτσι δημιουργήσει, είναι έκφραση της δικής μου εικόνος στη δική σου την ύπαρξη. Αυτή η ορθία στάσις ακόμα δείχνει, εκφράζει, μία αναζήτηση εμού του Δημιουργού σου.
Εκφράζει ακόμα μία διαφοροποίηση της δικής σου της ζωής από τη ζωή των άλλων ζώων. Γι’ αυτό, σε τιμή όντας, δεν πρέπει να συγκρίνεσαι με τα ζώα. Ούτε να κατεβαίνεις στο επίπεδό τους και να επιθυμείς να τους μοιάσεις. Είσαι ευγενούς καταγωγής. Μην πέφτεις στα πάθη που σε εξομοιώνουν με τα ζώα. Σου έδωσα όλα τα αγαθά της Δημιουργίας. Μην αναζητάς το παραπάνω. Σου έδωσα το κρασί, που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Μη μεθάς. Σου ‘δωσα το ψωμί, που στηρίζει καρδίαν ανθρώπου. Μην γίνεσαι κοιλιόδουλος. Σου έδωσα όλη την ομορφιά της ζωής, σου έδωσα να χαίρεσαι κι οι αισθήσεις σου ακόμη. Μην τρυγάς στην πορνεία. Μην πηγαίνεις και γίνεις κυνηγός των ηδονών του βίου τούτου. Πρόσεξε. Όταν κάνεις αυτά, ενώ συ είσαι τιμημένος, υπάρχων εν τιμή, έρχεσαι και εξομοιούσαι με τα ζώα. Κάτι περισσότερο. Κατεβαίνεις πιο κάτω από τα ζώα.
Ο θάνατος είναι εκείνος που οριζοντιοποιεί τον άνθρωπο. Τον ξαπλώνει κάτω. Τον κάνει πτώμα. Από το «πίπτω». Τον κάνει πτώμα τον άνθρωπο. Ο θάνατος. Αλλά Εγώ είμαι η Ζωή, που έρχομαι να σου πω: «Νεανίσκε· σήκω επάνω». Νεολαία, σήκω επάνω. Στην εποχή σου, νέε μου, οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα! Ενώ Εγώ τους έκανα να περπατούν με τα δύο. Και περπατώντας με τα τέσσερα, δεν έχουν τη δυνατότητα να κοιτάξουν ψηλά. Πραγματικά θεωρούν μόνο ό,τι βλέπουν. Ό,τι δεν βλέπουν, το αγνοούν. Ό,τι είναι χώμα, αυτό μόνο βλέπουν, γιατί βλέπουν χάμω. Ό,τι είναι υλικό, αυτό βλέπουν. Και ό,τι είναι παθιασμένο, αυτό ζουν. Περπατώντας με τα τέσσερα, δεν μπορούν να σηκώσουν τον νου και την καρδία προς Εμένα, να με αναζητήσουν και να με αναγνωρίσουν. Νέε μου, ζεις σε μια εποχή, που οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα».
Αγαπητοί, έτσι ομιλεί ο Κύριος στον κάθε νέο, στη νεολαία μας. Αλλά εμείς οι μεγάλοι… ω εμείς οι μεγάλοι… Εμείς οι μεγάλοι είμαστε εκείνοι που οδηγούμε την νεολαία στο νεκροταφείο για ενταφιασμό. Εμείς κρατάμε το φέρετρο, εμείς οι μεγάλοι, το φέρετρο της νεολαίας. Δεν αφηνίασε η νεολαία μόνη της. Εμείς οι μεγάλοι της βγάλαμε τα χαλινάρια, αφαιρέσαμε τα μη, τους νόμους, τις εντολές, τα κάγκελα, και τους είπαμε ότι είναι ελεύθεροι και ότι μπορεί να κάνουν ό,τι θέλουν και μπορούν να κινούνται όπως θέλουν. Κι αν ακόμη στραφούν εναντίον μας και μας φτύσουν, θα τους πούμε: «Καλά κάνατε, παιδιά μας!». Εμείς λοιπόν αφαιρέσαμε όλα αυτά, τα χαλινάρια του νόμου του Θεού και της λογικής και της ανθρωπιάς. Κι έφτασε η νεολαία να αφηνιάσει.
Αλλά όταν ο Κύριος, αγαπητοί μου, επλησίασε το φέρετρο εκείνου του νέου της Ναΐν, λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής: «Οἱ βαστάζοντες ἔστησαν». Εκείνοι που κρατούσαν το φέρετρο, στάθηκαν. Ναι. Ας σταματήσουμε κι εμείς, οι βαστάζοντες το φέρετρο της νεολαίας. Ναι, της νεολαίας, του νέου λαού, του «κτιζομένου λαοῦ», όπως λέγει ο Ψαλμωδός[Ψαλμ.101,19]· που την οδηγούμε στον θάνατο και στο σωματικό και τον πνευματικό, με τους σάπιους νόμους μας, με τη χαλασμένη λογική μας, με τη διεφθαρμένη αγωγή μας, με τους θανατηφόρους προσανατολισμούς που δίνομε στους νέους μας, με την αποστασία που δημιουργήσαμε. Ας σταματήσουμε. Ας δώσουμε την ευκαιρία στον Χριστό να πλησιάσει τη νεκρωμένη νεολαία μας. Κι Εκείνος θα την αναστήσει. Και θα την αποδώσει πάλι στη μητέρα Εκκλησία και στη μητέρα της την πατρίδα. Κάποτε, ας το αντιληφθούμε, μόνον ο Χριστός ανέστηνε τους νεκρούς· τους σωματικά και πνευματικά νεκρούς. Γιατί Αυτός είναι η Ζωή και η Ανάστασις.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση δια χειρός του αξιοτίμου κυρίου Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_337.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.