ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (17/11/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ΄ΛΟΥΚΑ
Προς Γαλάτας, κεφάλαιο Β΄, εδάφια 16-20
16 Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. 18 Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 19Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16 Επειδή όμως μάθαμε από την προσωπική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’αυτό, λοιπόν, και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι, όπως αναφέρεται και στους Ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος. 17Αλλά εάν υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι επιβεβλημένη, και συνεπώς εμείς που αφήσαμε τον νόμο αμαρτήσαμε και βρεθήκαμε να είμαστε αμαρτωλοί μόνο και μόνο επειδή ζητούμε να δικαιωθούμε και να σωθούμε με την πίστη και την κοινωνία μας με τον Χριστό, τότε γεννιέται το άτοπο ερώτημα: «Άρα ο Χριστός είναι υπηρέτης αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;». Μη συμβεί να πούμε μια τέτοια βλασφημία. 18 Και καταλήγουμε οπωσδήποτε στη βλασφημία αυτή, εάν δεχθούμε ως αληθινή την υπόθεση που κάναμε. Διότι, εάν εκείνα που κατάργησα και αθέτησα ως ανώφελα, δηλαδή τις τυπικές διατάξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία, με την επάνοδό μου αυτή στην τήρηση του μωσαϊκού νόμου αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη˙ διότι βεβαιώνω έμπρακτα ότι έκανα λάθος πρωτύτερα που αθέτησα τον νόμο, και αμάρτησα όταν προτίμησα τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός.
19 Αλλά όχι. Δεν αμάρτησα, ούτε είμαι παραβάτης. Διότι εγώ με κριτήριο τον μωσαϊκό νόμο που κατάργησα και ο οποίος τιμωρεί με θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού. 20 Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Κι αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο νόμος. Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και την φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, την ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της πίστεως στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο ΙΒ΄, εδάφια 16-21
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16Τους είπε μάλιστα και μία παραβολή: Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. 17Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κaι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε κι αναστατωνόταν λέγοντας: «Τι να κάνω, διότι δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν. Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου». 18 Τελικά, ύστερα από μεγάλη σκέψη και συλλογισμό, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδιά μου και τα αγαθά μου 19 και θα πω στην ψυχή μου: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μια ζωή αναπαυτική˙ φάε, πιες, γέμισε χαρά».
20 Αφού όμως τα ετοίμασε όλα, πριν ακόμη προφθάσει να πει στην ψυχή του τα όσα σχεδίαζε, του είπε ο Θεός (είτε μέσα από τη συνείδησή του, είτε στον ύπνο του): «Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από Εμένα˙ τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από δω και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;». 21 Έτσι θα την πάθει και τέτοιο τέλος θα έχει, εκείνος που θησαυρίζει για τον εαυτό του, για να απολαμβάνει εγωιστικά αυτός και μόνο τα αγαθά της γης, και δεν αποταμιεύει με τα έργα της αγάπης στον ουρανό θησαυρούς πνευματικούς. Μόνο σε αυτούς τους θησαυρούς ευαρεστείται ο Θεός.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ [: Γαλ. 2, 16-20]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ(:Επειδή όμως μάθαμε από τη δική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό λοιπόν και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι όπως αναφέρεται και στους Ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος)»[Γαλ.2,16· ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].
Πρόσεξε και εδώ πώς με ασφάλεια λέγει τα πάντα. «Διότι όχι όμως ως κακό αλλά ως ασθενή στο να μας εξασφαλίσει τη σωτηρία», λέγει, «εγκαταλείψαμε τον μωσαϊκό νόμο». Εάν λοιπόν ο μωσαϊκός νόμος δεν παρέχει δικαίωση και σωτηρία στον άνθρωπο, είναι περιττή η περιτομή. Αλλά εδώ μεν έτσι αναφέρει· προχωρώντας όμως δείχνει ότι όχι μόνο είναι περιττή η περιτομή, αλλά και επικίνδυνη· κάτι το οποίο είναι και περισσότερο αξιοπαρατήρητο, το ότι δηλαδή στην αρχή μεν λέγει ότι «δεν δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου», προχωρώντας όμως ομιλεί και με πιο βαριές εκφράσεις.
«Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος;(:Αλλά όμως εάν υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι επιβεβλημένη, και συνεπώς εμείς που αφήσαμε τον νόμο, αμαρτήσαμε και βρεθήκαμε να είμαστε αμαρτωλοί μόνο και μόνο επειδή ζητούμε να δικαιωθούμε και να σωθούμε με την πίστη και την κοινωνία μας με τον Χριστό, τότε γεννιέται το άτοπο ερώτημα: “Άραγε ο Χριστός είναι υπηρέτης της αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;”. Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία)»[Γαλ.2,17]. «Διότι εάν δεν έχει δύναμη», λέγει, «η πίστη στον Χριστό να δικαιώσει, αλλά υφίσταται πάλι η αναγκαιότητα του μωσαϊκού νόμου, εκείνοι οι οποίοι εγκατέλειψαν τον νόμο για τον Χριστό και δεν δικαιώνονται από την άφεση, αλλά κατακρίνονται, θα βρούμε να γίνεται αίτιος της κατακρίσεως Αυτός, για τον οποίο, αφού εγκαταλείψαμε τον νόμο, καταφύγαμε στην πίστη».
Είδες σε πόσο αναγκαστική ατοπία οδήγησε τον λόγο και πώς αγωνίστηκε με δύναμη; «Διότι, εάν δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον νόμο», λέγει, «τον εγκαταλείψαμε όμως για τον Χριστό, πρόκειται να κριθούμε». Γιατί λοιπόν παραινείς και λέγεις αυτά στον Πέτρο, ο οποίος τα γνωρίζει αυτά ακριβέστερα από όλους; Δεν φανέρωσε σε αυτόν ο Θεός ότι δεν πρέπει να κρίνει άνθρωπο απερίτμητο για την περιτομή που δεν έχει κάνει; Μήπως όταν ομιλούσε στους Ιουδαίους γι΄ αυτά δεν αντιπαρατάχθηκε γενναιόψυχα από αυτήν την άποψη; Μήπως πάλι δεν απέστειλε από τα Ιεροσόλυμα σαφή διδασκαλία για αυτά;
Δεν λέγει, λοιπόν, αυτά ο Απόστολος Παύλος για να διορθώσει τον Πέτρο· αλλά φαίνεται μεν ότι ο λόγος απευθύνεται σε εκείνον, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχει τους μαθητές. Αυτά λοιπόν τα λέει απευθυνόμενος όχι μονάχα προς τους Γαλάτες, αλλά και προς εκείνους οι οποίοι πάσχουν από την ίδια νόσο· διότι, εάν και δεν περιτέμνονται πολλοί τώρα, νηστεύουν όμως και τηρούν την αργία του Σαββάτου, πράττουν αυτά μαζί με εκείνους, αποχωρίζοντας τους εαυτούς τους από τη χάρη· διότι, εάν αυτούς οι οποίοι χρησιμοποιούν μόνο την περιτομή, ο Χριστός δεν τους ωφελεί σε τίποτε, όταν προστίθεται και η νηστεία και το Σάββατο και όχι μόνο μία, αλλά δύο εντολές τηρούνται, πρόσεξε πως ο κίνδυνος κα με την πρόοδο του χρόνου έγινε φοβερότερος· διότι εκείνοι μεν στην αρχή αυτό έκαναν, ενώ υπήρχε ακόμη η πόλη και ο ναός και όλα τα άλλα· αυτοί όμως, ενώ είδαν και την τιμωρία στην οποία παραδόθηκαν οι Ιουδαίοι και την καταστροφή της πόλεως και περισσότερο έβλαψαν τους εαυτούς τους και τους άλλους, ποια απολογία θα έχουν για το ότι τηρούν τον νόμο τότε, όταν αυτοί, ενώ ήσαν Ιουδαίοι και παρά το ό,τι ήθελαν πάρα πολύ, δεν μπορούν να τηρούν αυτά; Τον Χριστό ενεδύθης, μέλος του Δεσπότη έγινες, στην άνω πόλη αναγράφηκες, και ακόμη στον μωσαϊκό νόμο ακόμη έρπεις; Και πώς είναι δυνατόν να επιτύχεις τη βασιλεία;
Άκουσε τον Παύλο ο οποίος λέγει ότι το ευαγγέλιο ανατρέπεται από την τήρηση του μωσαϊκού νόμου. Και εάν θέλεις, μάθε και τον τρόπο και φρίξε και απόφυγε το βάραθρο· διότι, γιατί τηρείς το Σάββατο και νηστεύεις μαζί με εκείνους; Είναι φανερό ότι επειδή φοβάσαι τον νόμο και το να εγκαταλείψεις εκείνες τις εντολές· δεν θα φοβόσουν όμως να εγκαταλείψεις τον νόμο, εάν δεν θεωρούσες την πίστη ως ασθενή και μη ικανή να σώσει μόνη της· διότι εάν φοβάσαι τη μη τήρηση του Σαββάτου, είναι ολοφάνερο ότι φοβάσαι τον νόμο σαν να επικρατεί ακόμη.
Και αν υπάρχει ανάγκη του νόμου πάλι, όχι ενός μέρους, ούτε μιας εντολής, αλλά ολόκληρου βέβαια του νόμου υπάρχει ανάγκη· εάν όμως ολόκληρος ο μωσαϊκός νόμος είναι αναγκαίος, εξοβελίστηκε βαθμιαία η δια της πίστεως δικαίωση. Διότι, εάν τηρείς τα Σάββατα, γιατί όχι και την περιτομή; Και εάν περιτέμνεσαι, γιατί και να μη θυσιάζεις; Διότι εάν πρέπει να φυλάττει κανείς, ολόκληρο τον νόμο πρέπει να φυλάττει· εάν όμως δεν πρέπει να τον τηρεί ολόκληρο, ούτε μέρος του νόμου πρέπει. Εάν δεν φρίττεις για την τήρηση ενός μέρους, μήπως κριθείς για παράβαση, πρέπει να φοβάσαι και για την τήρηση ολόκληρου· και εάν η παράβαση ολοκλήρου του νόμου δεν κολάζει είναι φανερό ότι ούτε η παράβαση ενός μέρους κολάζει· αν πάλι η παράβαση ενός μέρους κολάζει, πολύ περισσότερο η παράβαση ολόκληρου. Αν όμως είναι ανάγκη να τηρηθεί ολόκληρος, πρέπει να παρακούσουμε τον Χριστό, ή, υπακούοντας στον Χριστό, να γίνουμε παραβάτες του νόμου· διότι εάν πρέπει να τηρούμε αυτόν, όσοι δεν τον τηρούν, είναι παραβάτες, και αίτιος αυτής της παραβάσεως θα βρεθεί για εμάς ο Χριστός· διότι Αυτός κατέλυσε τον νόμο που δόθηκε γι’ αυτούς και πρόσταξε να τον καταλύουν.
Βλέπεις τι αποδεικνύουν οι ιουδαΐζοντες; Τον Χριστό, τον αίτιο της δικής μας δικαιώσεως, Αυτόν εμφανίζουν ως αίτιο και αμαρτίας ακόμη, όπως και ο Παύλος λέγει: «Ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; (:Άρα ο Χριστός είναι υπηρέτης αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;)». Ύστερα, αφού απέδειξε τον λόγο ως άτοπο, δεν χρειάστηκε πλέον απόδειξη για να τους ανατρέψει, αλλά αρκέστηκε μόνο στην απαγόρευση λέγοντας: «Μή γένοιτο!(:Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία!)»· διότι για τα αναίσχυντα και αναιδή, ούτε αποδεικτικών λόγων υπάρχει ανάγκη, αλλά αρκεί και να απαγορεύσει μόνο.
«Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι (:Και καταλήγουμε οπωσδήποτε στη βλασφημία αυτή, εάν δεχθούμε ως αληθινή την υπόθεση που κάναμε· διότι, εάν εκείνα που κατάργησα και αθέτησα ως ανώφελα, δηλαδή τις τυπικές διατάξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία, με την επάνοδό μου αυτήν στην τήρηση του νόμου αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω έμπρακτα ότι έκανα λάθος πρωτύτερα που αθέτησα τον νόμο, και αμάρτησα όταν προτίμησα τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός)»[Γαλ.2,18]. Κοίταξε σύνεση που διακρίνει τον Παύλο. Εκείνοι ήθελαν να δείξουν ότι όποιος δεν τηρεί τον νόμο είναι παραβάτης· αυτός στο αντίθετο έστρεψε τον λόγο, δείχνοντας ότι παραβάτης είναι αυτός ο οποίος τηρεί τον μωσαϊκό νόμο· διότι με τους λόγους «Οικοδομώ αυτά που κατάργησα», εννοεί τον νόμο. Αυτό λοιπόν το οποίο λέγει, είναι το εξής: «Ο νόμος έπαψε να ισχύει, και αυτό ομολογήσαμε δια του ότι, εγκαταλείποντάς τον, καταφύγαμε στην σωτηρία από την πίστη. Αν, λοιπόν, επιδιώξουμε να αναστήσουμε αυτόν, σε αυτόν τον ίδιο γινόμαστε παραβάτες, αγωνιζόμενοι να τηρούμε αυτά τα οποία ο Θεός κατέλυσε».
Ύστερα δείχνει και πώς καταλύθηκε ο μωσαϊκός νόμος: «Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω(:Αλλά όχι. Δεν αμάρτησα, ούτε είμαι παραβάτης· διότι εγώ με κριτήριο τον νόμο που κατάργησα και ο οποίος τιμωρεί με θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού)»[Γαλ.2,19]. Αυτό έχει διπλή εκδοχή. Δηλαδή ή την χάρη λέγει νόμο– διότι γνωρίζει και τη χάρη να ονομάζει νόμο, όπως όταν λέγει: «Ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου(:Διότι ο Νόμος του Πνεύματος, η χάρη, ο φωτισμός και η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστό ζωή, με απελευθέρωσε από τον νόμο και την κυριαρχία της αμαρτίας και του θανάτου)»[Ρωμ.8,2] – ή εννοεί τον παλαιό νόμο, δείχνοντας ότι δι’ αυτού του ίδιου του νόμου πέθανε για τον νόμο· δηλαδή «αυτός ο ίδιος ο νόμος με οδήγησε στο να μην είμαι προσηλωμένος σε αυτόν. Εάν λοιπόν φροντίσω να προσηλώνομαι σε αυτόν, και τον ίδιο τον νόμο παραβαίνω». Πώς και με ποιον τρόπο; Ο Μωυσής, ομιλώντας για τον Χριστό, λέγει: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε(:Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα οπό τους αδελφούς σου Ισραηλίτες ένα προφήτη σαν εμένα· σε Αυτόν πλέον θα υπακούετε)»[Δευτ.18,15]. Ώστε αυτοί οι οποίοι δεν πείθονται σε Αυτόν, παραβαίνουν τον νόμο.
Και με άλλον τρόπο πρέπει να νοήσουμε το «διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον». Ο νόμος δηλαδή διατάσσει όλα όσα έχουν γραφεί να τηρούνται, και κολάζει εκείνον ο οποίος δεν τα τηρεί. Επομένως όλοι κατά τον νόμο έχουμε αποθάνει· διότι κανείς δεν τον τήρησε πλήρως. Και πρόσεξε πως και εδώ με μετριοπάθεια διεξάγει τον πόλεμο προς το νόμο· δεν είπε δηλαδή «ο νόμος πέθανε για εμένα», αλλά «εγώ πέθανα ως προς τον νόμο». Και αυτό το οποίο εννοεί, είναι το εξής: «Όπως ο νεκρός και πεθαμένος δεν είναι δυνατόν να υπακούει στις εντολές του νόμου, έτσι ούτε εγώ ο οποίος πέθανα ως προς την κατάρα εκείνου· διότι για τον λόγο εκείνου πέθανα». Ας μην προστάσσει λοιπόν τον πεθαμένο, τον οποίο και αυτός φόνευσε, και με θάνατο όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό, δια του οποίου επέφερε και τον σωματικό. Το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, έκανε φανερό δια των εξής: «ἵνα Θεῷ ζήσω(:Γιατί εγώ πέθανα ως προς τον νόμο διαμέσου του νόμου, για να ζήσω για τον Θεό)»,λέγει, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:μαζί με τον Χριστό έχω σταυρωθεί)»· διότι επειδή είπε «πέθανα», για να μην πει κανείς, «πώς λοιπόν ζεις;», πρόσθεσε και την αιτία της ζωής, και έδειξε ότι ο μεν νόμος, και τον ζωντανό φόνευσε, ο δε Χριστός, ενώ παρέλαβε νεκρό με τον θάνατό Του, χάρισε σε αυτόν τη ζωή. Και λέγοντας «ζωή» εννοεί την αθάνατη ζωή· διότι αυτό σημαίνει το «για να ζήσω ως προς τον Θεό».
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο νόμος)». Και πώς αυτός που ζει και αναπνέει λέγει ότι συσταυρώθηκε; Διότι το ότι ο Χριστός μεν σταυρώθηκε, είναι γνωστό· εσύ όμως, Παύλε, πώς σταυρώθηκες και ζεις; Πρόσεξε πως εξηγεί και αυτό, λέγοντας: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός (:Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός, δηλαδή, άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός)»[Γαλ.2,20]· διότι με το να πει: «Σταυρώθηκα μαζί με τον Χριστό» υπαινίχτηκε το βάπτισμα· ενώ με το να πει: «Δεν ζω πλέον εγώ», υπαινίχτηκε την μετά από αυτά ζωή, δια της οποίας νεκρώνονται τα δικά μας μέλη.
Και τι σημαίνει «αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός»; «Τίποτε δεν γίνεται από εμένα», θέλει να πει, «από εκείνα τα οποία δεν θέλει ο Χριστός». Όπως δηλαδή «θάνατο» λέγει όχι τον φυσικό, αλλά τον προερχόμενο από τις αμαρτίες, έτσι και ζωή, εννοεί την απαλλαγή από αυτές· διότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ως προς τον Θεό με άλλο τρόπο, παρά μόνο αφού νεκρωθεί ως προς την αμαρτία.
Όπως ακριβώς λοιπόν ο Χριστός υπέστη τον σωματικό θάνατο, έτσι και εγώ υπέστην τον θάνατο ως προς την αμαρτία. «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, μοιχείαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία(:Νεκρώστε, λοιπόν, τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)»[Κολοσ. 3,5]. Και πάλι: «Ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος ἐσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ(:Θα γίνουμε ένα με τον Χριστό εάν γνωρίζουμε ότι η διεφθαρμένη από την αμαρτία φύση που κληρονομήσαμε από τον Αδάμ σταυρώθηκε μαζί με τον Χριστό μυστηριακώς με το βάπτισμα, για να γίνει αδρανές και πεθαμένο το υποδουλωμένο στην αμαρτία σώμα μας, ώστε να μη γίνεται όργανό της και να μην είμαστε πλέον δούλοι και σκλάβοι στην αμαρτία)»[Ρωμ.6,6], πράγμα το οποίο έγινε στο βάπτισμα. Μετά, λοιπόν, από αυτά, εάν παραμένεις νεκρός ως προς την αμαρτία, ζεις ως προς τον Θεό· αν όμως πάλι αναστήσεις την αμαρτία, τότε κατέστρεψες αυτή και τη ζωή. Ο Παύλος όμως δεν ήταν τέτοιος, αλλά παρέμενε τελείως νεκρός ως προς την αμαρτία. «Εάν λοιπόν ζω ως προς τον Θεό», λέγει, «ζωή διαφορετική από αυτήν που βρίσκεται υπό τον νόμο, και έχω γίνει νεκρός για τον νόμο, δεν μπορώ να τηρώ τον νόμο».
Πρόσεξε την τελειότητα του βίου και θαύμασε τη μακάρια εκείνη ψυχή· διότι δεν είπε «ζω εγώ» αλλά «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός». Ποιος θα τολμήσει να εκστομίσει αυτόν τον λόγο; Διότι επειδή κατέστησε τον εαυτό του ευπειθή στον Χριστό και απέβαλε όλα τα βιοτικά και έπραττε πάντοτε σύμφωνα με το θέλημα Εκείνου, δεν είπε: «ζω ως προς τον Χριστό», αλλά, πράγμα πολύ περισσότερο, «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός»· διότι όπως ακριβώς η αμαρτία, όταν επικρατήσει, αυτή είναι εκείνη η οποία ζει, κατευθύνοντας την ψυχή σε εκείνα τα οποία θέλει, έτσι και, όταν εκείνη νεκρωθεί, γίνονται αυτά τα οποία θέλει ο Χριστός, και δεν είναι πλέον ανθρώπινη αυτή η ζωή, όταν αυτός ο ίδιος ζει μέσα σε εμάς, δηλαδή ενεργεί, επικρατεί.
Επειδή επίσης έλεγε: «Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο μωσαϊκός νόμος» και «Δεν ζω πλέον εγώ, αλλά πέθανα», πρόσθεσε: «Ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ(:Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και την φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, τη ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της πίστεως στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για την σωτηρία μου)»[Γαλ.2,20].
«Αυτά μεν τα οποία είπα», λέγει, «τα είπα για τη νοερά ζωή· εάν πάλι κάποιος ήθελε να εξετάζει και αυτή την αισθητή ζωή, και αυτήν τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού. Διότι όσο ζούσα με τον παλαιό τρόπο ζωής και τον νόμο, ήμουνα άξιος εσχάτης κολάσεως και θα είχα καταστραφεί»· διότι «όλοι αμάρτησαν και στερούνται της θείας δόξης» και όλοι βρισκόμαστε υπό την καταδικαστική απόφαση· και διότι οι πάντες πέθαναν, αν και όχι εμπειρικά, αλλά ως προς την απόφαση· και επειδή δεχτήκαμε την πληγή, διότι και ο νόμος κατηγόρησε και ο Θεός αποφάσισε, αφού ήλθε ο Χριστός και παρέδωσε τον εαυτό Του στον θάνατο, εξάρπασε όλους εμάς από τον θάνατο.
Ώστε «τη ζωή την οποία τώρα ζω στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Θεό»· δηλαδή ζω για την πίστη σε Αυτόν. Επειδή εάν δεν υπήρχε αυτό, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να καταστραφούμε όλοι· πράγμα το οποίο έγινε και με τον κατακλυσμό· αλλά η παρουσία του Χριστού, αφού κατάπαυσε την οργή του Θεού, κατέστησε δυνατόν να ζούμε δια της πίστεως. Για το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, μάθε από τα εξής. Αφού είπε δηλαδή ότι «τη ζωή την οποία ζω τώρα στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού» πρόσθεσε «ο οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του προς χάριν μου». Τι κάνεις, Παύλε, σφετεριζόμενος αυτά τα οποία ανήκουν σε όλους και οικειοποιούμενος αυτά τα οποία έγιναν για όλους; Διότι δεν είπε «ο οποίος μας αγάπησε», αλλά «ο οποίος με αγάπησε».
Αλλά όμως ο ευαγγελιστής λέγει: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(:Και μη σου φαίνεται παράδοξο ότι ο Υιός του ανθρώπου πρόκειται να υψωθεί πάνω στον σταυρό για τη σωτηρία σας· διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο των ανθρώπων που ζούσε στην αμαρτία, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό Του, για να μη χαθεί σε αιώνιο θάνατο κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια)»[ Ιω.3,16] και εσύ ο ίδιος λέγεις: «Ὃς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;(: Αυτός, ο Οποίος δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέδωσε στον σταυρικό θάνατο, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρίσει και κάθε άλλη εύνοια και όλα τα άλλα, που είναι απαραίτητα για τη σωτηρία μας; Αφού μας χάρισε τον Υιό Του, δεν θα μας χαρίσει και όλα τα άλλα που χρειαζόμαστε για να σωθούμε;)» [Ρωμ.8,32]· όχι προς χάριν σου, αλλά «ὑπὲρ ἡμῶν πάντων(:προς χάριν όλων μας)» · και πάλι: «Προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων(:Και να ενισχυόμαστε στην ενάρετη ζωή περιμένοντας με χαρά τη μακαριότητα που ελπίζουμε και τη φανέρωση της δόξας του μεγάλου Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος έδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη μας, για να μας εξαγοράσουν από κάθε παράβαση του νόμου, να μας καθαρίσει και να μας κάνει έτσι δικό Του εκλεκτό λαό, λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)» [Τίτ.2,14].
Τι είναι λοιπόν αυτό το οποίο λέγει εδώ; Ομιλεί έτσι, επειδή κατανόησε την απελπιστική κατάσταση της ανθρώπινης φύσεως και την απερίγραπτη κηδεμονία του Χριστού, και από ποια δεινά απάλλαξε και ποια χάρισε, και φλογίστηκε από τον πόθο γι΄Αυτόν· διότι και οι προφήτες οικειοποιούνται πολλές φορές τον Θεό, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω(:Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωί, από τα χαράματα προσεύχομαι προς Εσένα)»[Ψαλμ,62,1]. Και για να δείξει, εκτός από αυτά, ότι ο καθένας από εμάς εάν είναι δίκαιος, τόση χάρη πρέπει να οφείλει στον Χριστό, όση θα όφειλε εάν είχε έλθει μόνο για Αυτόν· διότι δεν θα αρνιόταν να δείξει τόση οικονομία και για ένα μόνον άνθρωπο· διότι σε τόσο μεγάλο βαθμό αγαπά τον κάθε άνθρωπο, όσο ολόκληρη την οικουμένη. Η μεν θυσία λοιπόν προσφέρθηκε υπέρ ολόκληρου του κόσμου και ήταν αρκετή να ελευθερώσει όλους. Εκείνοι όμως οι οποίοι δέχονται την ευεργεσία είναι μόνο όσοι πιστεύουν. Αλλά το ότι δεν προσήλθαν όλοι, δεν Τον απομάκρυνε από αυτήν την οικονομία· αλλά όπως το δείπνο της ευαγγελικής παραβολής, ετοιμάστηκε μεν για όλους, επειδή όμως δε θέλησαν να έλθουν αυτοί οι οποίοι κλήθηκαν δεν απέσυρε τα όσα ετοιμάστηκαν αλλά κάλεσε άλλους, έτσι έκανε και εδώ· διότι και το πρόβατο το οποίο αποχωρίστηκε από τα ενενήντα εννιά, ένα ήταν, αλλά ούτε αυτό το καταφρόνησε.
Αυτό το ίδιο λοιπόν κάπως έτσι υπαινισσόταν ομιλώντας για τους Ιουδαίους ο Παύλος λέγοντας: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται · ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε(:Και το προνόμιο αυτό να κατέχουν αυτοί τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού δεν εκμηδενίστηκε· διότι, τι σημασία έχει αν μερικοί από τους Ιουδαίους έδειξαν απιστία; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την αξιοπιστία και την αλήθεια του Θεού; Ποτέ να μη συμβεί να πει κανείς ότι είναι δυνατόν να φανεί ο Θεός αναξιόπιστος και καταπατητής των υποσχέσεών Του. Κι ας αποδεικνύεται από τα πράγματα ο Θεός αξιόπιστος στα λόγια Του, ενώ κάθε άνθρωπος ασυνεπής και ψεύτης, σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφεί στους ψαλμούς: “Για να αποδειχθείς, Θεέ μου, δίκαιος στα λόγια Σου και τις υποσχέσεις Σου και να νικήσεις όταν οι άνθρωποι Σε κρίνουν”)»[Ρωμ.3,3-4]. Ύστερα, Αυτός μεν τόσο σε αγάπησε, ώστε και τον εαυτό Του να παραδώσει και ενώ δεν είχες ελπίδα σωτηρίας σε οδήγησε σε τόση και τέτοια ζωή, και εσύ μετά από τόσα αγαθά επιστρέφεις προς τα παλαιά;
Επειδή λοιπόν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τους συλλογισμούς τα έθεσε ο Παύλος μέσα τους με ακρίβεια, διακηρύσσει με έντονο και εμφαντικό τρόπο λέγοντας: «Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν(:Δεν απορρίπτω ως ανώφελη τη χάρη που μου έδωσε ο Θεός. Οπωσδήποτε όμως θα αθετήσω τη χάρη αυτή, εάν επανέλθω στον μωσαϊκό νόμο· διότι εάν επανέλθω στον νόμο, σημαίνει ότι παραδέχομαι πως μπορώ να δικαιωθώ και να σωθώ με τον νόμο. Αλλά εάν η δικαίωση και η σωτηρία του ανθρώπου αποκτάται με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου, αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός χωρίς λόγο πέθανε και ήταν περιττός ο θάνατός Του)» [Γαλ.2,21]. Ας ακούνε αυτά αυτοί οι οποίοι και τώρα ιουδαΐζουν και προσκολλώνται στον νόμο· διότι και προς αυτούς απευθύνονται αυτά.
«Διότι εάν με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου δίδεται δικαίωση, τότε ματαίως πέθανε ο Χριστός». Τι υπάρχει φοβερότερο από αυτήν την αμαρτία; Τι προκαλεί ντροπή περισσότερο από αυτά τα λόγια; Διότι εάν πέθανε ο Χριστός είναι φανερό ότι πέθανε διότι ο νόμος δεν είχε τη δύναμη να μας δικαιώσει εάν όμως ο νόμος παρέχει δικαίωση, τότε είναι περιττός ο θάνατος του Χριστού. Και πώς θα ήταν λογικό, πράγμα τόσο μεγάλο, το οποίο είναι πλήρες τόσης φρίκης, και υπερβαίνει τον ανθρώπινο νου, και μυστήριο τόσο απόρρητο, το οποίο οι μεν προφήτες γεννούσαν σαν με πόνους τοκετού, οι δε πατριάρχες προέλεγαν και οι άγγελοι βλέποντας εκπλήσσονταν, και ομολογείται από όλους ότι είναι κεφάλαιο της πατρικής φροντίδας του Θεού, αυτό να λένε ότι έγινε άσκοπα και μάταια; Αφού λοιπόν κατάλαβε την υπερβολική ατοπία, εάν τόσο μεγάλο και τέτοιο πράγμα επιτρεπόταν να λένε ότι έγινε μάταια- διότι αυτό εξαγόταν ως συμπέρασμα από όσα έπρατταν-χρησιμοποιεί και έντονη επιτίμηση εναντίον τους με τα λόγια που τους απευθύνει αμέσως παρακάτω [:στο τρίτο κεφάλαιο της Προς Γαλάτας επιστολής].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Γαλάτας επιστολήν, ομιλία στο κεφάλαιο Β΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 267-283 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ [Παραβολή του άφρονος πλουσίου]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΥΧΟΦΘΟΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Έχεις λίγα χρήματα και ζητάς πολλά. Έχεις πολλά και ονειρεύεσαι περισσότερα. Όσα κι αν έχεις, δεν είσαι ικανοποιημένος. Γιατί άφησες την πλεονεξία να σε αιχμαλωτίσει, άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις ότι σε άλλους θα μείνουν το χρυσάφι και το ασήμι, ενώ σε εσένα οι κατάρες και οι κατηγόριες; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι θα σε καταδιώκουν αμείλικτα, και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγκώμιες και οι αναστεναγμοί του φτωχού που εξουθένωσες, του συνεργάτη που αδίκησες, του δουλευτή που εκμεταλλεύτηκες, του οφειλέτη που φυλάκισες; Όταν όλοι οι ζημιωμένοι από σένα θα παρουσιαστούν μαζί σου στο φοβερό δικαστήριο του Χριστού, τι θα πεις στον αδέκαστο Κριτή, μην έχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο για να σε υπερασπίσει;
Τους δικαστές της γης μπορείς να τους ξεγελάσεις ή και να τους εξαγοράσεις. Τον Δικαστή του ουρανού ποτέ. Τους ανθρώπινους νόμους μπορείς να τους παραβείς με τεχνάσματα νομιμοφανή δίχως συνέπειες. Τον θεϊκό νόμο όχι· γιατί ο Κύριος βλέπει τις πράξεις σου. Και αργά ή γρήγορα θα λογοδοτήσεις σε Εκείνον, που στέκεται πλάι στους αδικημένους και προστατεύει όσους δεν μπορούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Και μη μου πεις: «Ο τάδε, μολονότι κακός και πλεονέκτης, είναι ευτυχισμένος». Για τώρα ναι, δεν θα είναι όμως ως το τέλος. «Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν(:Μη ζηλεύεις και μην ποθείς τη φαινομενική ευτυχία εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρό. Μη ζηλεύεις εκείνους, οι οποίοι πράττουν την ανομία)», λέει η Γραφή [Ψαλμ.36,1], «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται(:γιατί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξεραθούν και σαν την πράσινη χλόη θα μαραθούν και θα πέσουν στο έδαφος)».
Η πλεονεξία είναι σαν το χαλασμένο προζύμι, που καταστρέφει όλο το ζυμάρι. Έτσι, αν από την αδικία κερδίζεις έστω και λίγα, ολόκληρη η περιουσία σου σπιλώνεται. Γι’ αυτό, πολλές φορές, λίγα που κερδήθηκαν άνομα, έγιναν αιτία να χαθούν πολύ περισσότερα, που αποκτήθηκαν καλά.
Μα, θα με ρωτήσεις, όλοι οι πλεονέκτες θα δοκιμάσουν συμφορές; Οπωσδήποτε, μολονότι όχι όλοι τις ίδιες. Κι αν δεν τιμωρηθούν στην παρούσα ζωή, τότε να τους λυπηθείς περισσότερο, γιατί τους περιμένει μεγαλύτερη κόλαση στη μέλλουσα. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, τις συνέπειες των αδικιών τους, θα τις υποστούν στη γη οι κληρονόμοι της περιουσίας τους, εφόσον γνωρίζουν ότι αποκτούν αγαθά μαζεμένα με αδικίες, αγαθά που ανήκουν σε άλλους. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει και ο ανθρώπινος νόμος, που δίνει το δικαίωμα στον καθένα να διεκδικήσει τα πράγματά του όχι από εκείνον που του τα άρπαξε, αλλά από οποιονδήποτε τα έχει στην κατοχή του.
Αν λοιπόν γνωρίζεις εκείνους που αδικήθηκαν, δώσε τους όσα τους ανήκουν, ή μάλλον πολύ περισσότερα, όπως έκανε ο Ζακχαίος του Ευαγγελίου. Αν πάλι δεν τους γνωρίζεις, τότε μοίρασέ τα σε φτωχούς. Έτσι θα αποτρέψεις τη συμφορά που σε απειλεί. Γιατί, αν αποδώσεις μόνο όσα άρπαξες ή κληρονόμησε από άρπαγα πλεονέκτη, κανένα κέρδος δεν έχεις. Αυτό αποδεικνύει η περίπτωση του Ζακχαίου, που ανέφερα. Μόνο όταν ο αρχιτελώνης εκείνος υποσχέθηκε «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν(:Θα δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς· Και αν τυχόν, σαν τελώνης που είμαι, αδίκησα με ψευδείς μαρτυρίες κάποιον και εισέπραξα περισσότερα, του τα επιστρέφω τετραπλάσια)», ο Κύριος βεβαίωσε: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο(:Σήμερα στον οίκο αυτόν ήλθε σωτηρία εκ μέρους του Θεού)»[Λουκ.19,8-9].
Εμείς, αντίθετα, αρπάζουμε αμέτρητα και δίνουμε λίγα, νομίζοντας ότι έτσι εξαλείφουμε την αδικία και ικανοποιούμε τον Θεό. Αν όμως ο Κάιν, που πρόσφερε θυσία στον Θεό από τα χειρότερα γεννήματά του, χωρίς ωστόσο και να αδικήσει κάποιον άλλον, τιμωρήθηκε πολύ αυστηρά, πώς δεν θα πάθουμε χειρότερα εμείς, που από τα αποκτήματα της αδικίας και της πλεονεξίας προσφέρουμε μερικά ψίχουλα στον φτωχό συνάνθρωπο, δηλαδή στον ίδιο τον Χριστό; Γιατί προσβάλλεις τον Κύριο, προσφέροντάς Του μικρά δώρα; Τέτοια τροφή δεν δέχεται, έστω και αν πεθαίνει από την πείνα. Καλύτερα να μην Του δώσεις τίποτα, παρά να δώσεις εκείνα που ανήκουν σε άλλους.
Πες μου, αν δεις δύο ανθρώπους, από τους οποίους ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος ντυμένος, και γδύσεις τον δεύτερο για να ντύσεις τον πρώτο, δεν θα διαπράξεις αδικία; Αναμφίβολα ναι. Αν λοιπόν διαπράττεις αδικία και όχι ελεημοσύνη, δίνοντας σε άλλον όλα όσα άρπαξες, πώς λογαριάζεις σαν ελεημοσύνη το να δώσεις ένα ασήμαντο μέρος, ένα τίποτα;
Ο πλούσιος της ευαγγελικής παραβολής δεν έκανε καμιά αδικία σε βάρος του φτωχού Λαζάρου. Μόνο και μόνο επειδή δεν τον συμπόνεσε, επειδή δεν τον ελέησε, καταδικάστηκε να βασανίζεται στον Άδη [Λουκ.16,19-25]. Ποιαν απολογία, επομένως, θα βρουν εκείνοι που όχι μόνο δεν ελεούν, αλλά και αδικούν τους άλλους;
Όταν ο Κύριος θα έρθει πάλι με όλη Του την δόξα για να κρίνει τον κόσμο, θα πει στους άσπλαχνους και ανελεήμονες, που θα είναι συναγμένοι στα αριστερά Του: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με(:Φύγετε από μπροστά μου εσείς, που από τα έργα σας γίνατε καταραμένοι. Φύγετε μακριά από εμένα και πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους δικούς του αγγέλους. Γιατί πείνασα και δεν μου δώστε να φάω· δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουνα, και δεν με περιμαζέψατε· γυμνός ήμουνα, και δεν με ντύσατε· άρρωστος και φυλακισμένος ήμουνα και δεν ήρθατε να με δείτε)» [Ματθ. 25,41-42].
Αν λοιπόν καταδικάζονται μαζί με τον διάβολο στην αιώνια φωτιά, όσοι δεν έδωσαν τροφή και νερό στον Χριστό, όταν πεινούσε και διψούσε, τι θα πάθουν όσοι Τον παραδίνουν στην πείνα, με εκείνα που αρπάζουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ντύνουν, όταν είναι γυμνός, αλλά και Τον γδύνουν, όταν είναι ντυμένος; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον περιμαζεύουν, όταν είναι ξένος, αλλά και Τον αποδιώχνουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ανακουφίζουν, όταν είναι άρρωστος, αλλά και Τον βλάπτουν; Τι θα πάθουν, τέλος, όσοι όχι μόνο δεν Τον επισκέπτονται, όταν είναι φυλακισμένος, αλλά και όταν είναι ελεύθερος, ό, τι μπορούν κάνουν για να Τον κλείσουν στη φυλακή;
Ο Κύριος είπε: «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι(:Αν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, ποια εύνοια και ποια αμοιβή σας ανήκει απ΄ τον Θεό; Καμία· διότι και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν)»[Λουκ. 6,32].Αν λοιπόν είναι αμαρτωλός όποιος αγαπά μόνο όσους τον αγαπούν, τι είναι εκείνος που βλάπτει όσους δεν τον αδίκησαν; Αν είναι αξιοκατάκριτος όποιος δεν ελεεί από τα δικά του αγαθά, τι είναι εκείνος που αρπάζει και τα ξένα; Γιατί το ξέρετε, όχι μόνο το να αρπάζει κανείς τα ξένα, αλλά και το να μη δίνει από τα δικά του σε όσους έχουν ανάγκη, είναι αδικία και πλεονεξία, είναι παράβαση θεϊκής εντολής και αμαρτία.
Ας αποφύγουμε, αδελφοί μου, αυτήν την αμαρτία. Και θα την αποφύγουμε, αν φέρουμε στον νου μας όσους άρπαγες και πλεονέκτες έζησαν πριν από μας, όσους δηλαδή έχουν ήδη πεθάνει. Πού βρίσκονται αυτοί; Στην κόλαση! Και τα χρήματά τους; Τα απολαμβάνουν άλλοι! Δεν είναι επομένως ανόητο να βασανιζόμαστε και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη; Σε τούτη με τα καθημερινά τρεχάματα, τις αγωνίες, τους κόπους και τους μόχθους που απαιτούνται για τη συσσώρευση μάταιου πλούτου, και στην άλλη με τις ασύλληπτες τιμωρίες της αιώνιας γέενας;
Ποιος είναι αλήθεια, ελεεινότερος, από τον άρπαγα που φεύγει από τον κόσμο παίρνοντας μαζί του μόνο τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα λογοδοτήσει στον Θεό, και αφήνοντας όσα μάζευε σε άλλους πολλές φορές και εχθρούς του; Και ποιος είναι αθλιότερος από τον πλεονέκτη, που σιγολιώνει από τις έγνοιες και τους φόβους, διώχνοντας από την ψυχή του τη γαλήνη και κάνοντας τη ζωή του χειρότερη από κάθε θάνατο; Όταν κερδίσει δεν αισθάνεται ευχαρίστηση, γιατί ζητάει περισσότερα. Όταν πάλι χάσει έστω κι ένα νόμισμα, νομίζει ότι παθαίνει το μεγαλύτερο κακό.. Φίλους δεν έχει παρά μόνο εκείνους από τους οποίους κερδίζει· τους άλλους τους βλέπει σαν εχθρούς. Μα και την οικουμένη ολόκληρη την αποστρέφεται. Τους φτωχούς τους μισεί, γιατί του ζητούν βοήθεια. Τους πλούσιους τους φθονεί, γιατί θα ήθελε να έχει τα πλούτη τους. Όταν οι άλλοι ευτυχούν, αυτός λυπάται. Θαρρεί πως όλοι κατέχουν δικά του αγαθά. Φέρεται σε όλους σαν να τον έχουν αδικήσει. Υποφέρει, γιατί η γη δεν παράγει χρυσάφι αντί για σιτάρι, γιατί ο πηγές δεν δίνουν ασήμι αντί για νερό, γιατί τα βουνά δεν έχουν πολύτιμα πετράδια αντί για λιθάρια.
Ο πλούτος για τον φιλάργυρο είναι ό,τι το μαχαίρι για τον μανιακό ή μάλλον κάτι πολύ χειρότερο. Γιατί ο μανιακός, αφού αρπάξει το μαχαίρι και το καρφώσει στο στήθος του, απαλλάσσεται μια για πάντα από τη μανία του και δεν δέχεται δεύτερη πληγή. Ο φιλάργυρος όμως και αμέτρητες πληγές δέχεται καθημερινά και ποτέ δεν απαλλάσσεται από τη μανία του. Απεναντίας, μάλιστα, όσο πληγώνεται, τόσο πιο μανιασμένα ξανακαρφώνει το μαχαίρι στην ψυχή του.
Ποιος είναι λοιπόν χειρότερος από τον πλεονέκτη, που και την ψυχή του θανατώνει με τις αδικίες και τη ζωή του σπαταλάει με τις περιττές φροντίδες και τον εαυτό του στερεί από κάθε ευχαρίστηση και τους ανθρώπους όλους τους κάνει εχθρούς του; Όλους;, θα απορήσετε. Ναι, όλους. Βλέπετε, δεν τον μισούν μόνο όσοι έχουν κακοπαθήσει από την πλεονεξία τους, μα και οι άλλοι, επειδή συμπονούν τα θύματά του και φοβούνται μήπως βρεθούν στην οδυνηρή θέση τους. Το φοβερότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Γιατί, όταν έχει κάνει εχθρό του τον ίδιο τον Θεό, ποια παρηγοριά ή ελπίδα τού απομένει;
Είναι πλούτος αυτός, πες μου, το να αδικείς; Και είσαι πλούσιος εσύ, ο πλεονέκτης, ή κατάδικος; Μάλλον χειρότερος κι από κατάδικο είσαι. Και ξέρεις γιατί; Εκείνος έχει χάσει τη σωματική του ελευθερία, ενώ εσύ την ψυχική. Εκείνον τον έδεσαν άλλοι χωρίς τη θέλησή του, ενώ εσύ δέθηκες μόνος σου.
Αν ο βασιλιάς με νόμο μας επιβάλει όχι μόνο να μην παίρνουμε περιουσιακά στοιχεία άλλου, μα κι από τα δικά μας να δώσουμε ένα μέρος, θα υπακούσουμε δίχως αντίρρηση. Τώρα, όμως, που ο νόμος τους Θεού μάς επιβάλλει να μην αρπάζουμε τα ξένα πράγματα, ασύστολα τον καταπατάμε. Τον θνητό βασιλιά, τον άνθρωπο, τον σεβόμαστε· τον αθάνατο Βασιλιά, τον Δημιουργό και Κύριο του σύμπαντος, Τον περιφρονούμε. Δεν είναι φοβερό; Γιατί, αν διαπράττουμε ασέβεια όταν τιμάμε τον Θεό όσο κι έναν άνθρωπο, τότε τι κάνουμε όταν τιμάμε έναν άνθρωπο περισσότερο από τον Θεό;
Βαριά είναι τα λόγια μου, το ξέρω. Αλλά δείξτε πραγματικά ότι σας φοβίζουν και σας λυπούν, αποφεύγοντας τις κακές πράξεις. Αν δεν φοβάστε τις κακές πράξεις, πώς μπορώ να σας πιστέψω, όταν λέτε ότι φοβάστε τα λόγια μου κα λυπάστε με αυτά; Εσείς με τα έργα σας επιβαρύνετε τον εαυτό σας, όχι εγώ με τα λόγια μου. Γιατί όποιος σκάβει λάκκο για τον άλλο, πέφτει ο ίδιος μέσα. Και όπως οι επίτοκες γυναίκες υποφέρουν από τους κοιλόπονους, έτσι κι εκείνος που ετοιμάζει μιαν άνομη πράξη, πριν αδικήσει τον άλλον, υποφέρει και πονάει ο ίδιος. Όσο κακός, βλέπετε, κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να φιμώσει τη συνείδησή του και να αποφύγει τον έλεγχό της· γιατί αυτός ο έλεγχος είναι κάτι το φυσικό, που εξαρχής έβαλε ο Θεός μέσα μας. Όσο κι αν τον αγνοήσουμε, όσο κι αν τον πολεμήσουμε, ορθώνεται πάντοτε αμείλικτος, και φωνάζει και μας καταδικάζει και μας τιμωρεί.
Θυμάστε πόσο κακός ήταν ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμάρειας; Και όμως ακόμα κι εκείνος, όταν θέλησε να αρπάξει το αμπέλι του Ναβουθαί, πόση οδύνη δοκίμασε! Μολονότι ήταν απόλυτος άρχοντας, μολονότι κανένας δεν υπήρχε που να τον ελέγξει, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον έλεγχο της συνειδήσεώς του, ήταν σκυθρωπός, ταραγμένος, ανόρεχτος, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του [Γ΄Βασ. 20,1-29].
Θέλετε να σας αναφέρω κι ένα περιστατικό σύγχρονο, για να καταλάβετε ότι η πλεονεξία κάνει τους ανθρώπους θηρία και δαίμονες; Πριν από καιρό είχαμε στην πόλη μας μεγάλη ανομβρία. Ο ουρανός είχε στερέψει και είχε πάρει το χρώμα του χαλκού. Όλοι περιμέναμε καθημερινά το θάνατο, ένα θάνατο φοβερότερο από κάθε άλλο, και παρακαλούσαμε τον Θεό να μας απαλλάξει από αυτή τη συμφορά. Ξάφνου, ανέλπιστα, χάρη στην απέραντη φιλανθρωπία του Κυρίου, έπεσε από τον ουρανό άφθονη βροχή. Ενώ λοιπόν όλοι πανηγύριζαν και γιόρταζαν, κάποιος πλούσιος τριγυρνούσε στην πόλη σκυφτός, κατσουφιασμένος, καταλυπημένος και κίτρινος σαν νεκρός. Όταν κάποιοι ζήτησαν να μάθουν την αιτία της λύπης του, δεν μπόρεσε να την κρύψει, γιατί τον βασάνιζε και τον έπνιγε το πάθος του. «Έχω στις αποθήκες μου δέκα χιλιάδες μέτρα σιτάρι», είπε, «και τώρα, που έβρεξε, δεν ξέρω πώς θα το πουλήσω».
Τι είναι αυτά που λες, αθεόφοβε; Υποφέρεις, επειδή δεν χάθηκαν όλοι, για να μαζέψεις εσύ χρυσάφι; Δεν έχεις ακούσει τι λέει ο Σολομών; «Ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ εἰς κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντος(:Για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί. Η ευλογία δε του Θεού χορηγείται πλούσια σε εκείνον που δίδει και στους άλλους)» [Παροιμ. 11,26].Είσαι εχθρός του Θεού και φίλος, ή μάλλον δούλος, του μαμωνά. Η γλώσσα σου ,που είπε τα ανήκουστα αυτά λόγια, θα έπρεπε να κοπεί. Η καρδιά σου, που ξεχειλίζει από τόσο απάνθρωπα αισθήματα, θα έπρεπε να πάψει να χτυπάει. Τι άνθρωπος, αλήθεια, είσαι εσύ, που υποφέρεις όχι γιατί έχεις λίγα, όπως οι φτωχοί, μα απεναντίας, γιατί έχεις πολλά και θέλεις να τα κάνεις ακόμα περισσότερα με την εκμετάλλευση της δυστυχίας των συνανθρώπων σου;
Πώς να σκιαγραφήσω τα πάθη του πλεονέκτη; Τι πιο μιαρό υπάρχει από τα χέρια του; Και τι πιο άπληστο, πιο αδιάντροπο, πιο κυνικό από τα μάτια του; Δεν βλέπει τους ανθρώπους ως ανθρώπους, ούτε τον ουρανό ως ουρανό, ούτε κανένα από τα επίγεια πράγματα όπως πραγματικά είναι. Όλα τα βλέπει σαν χρήμα και όλα τα μετράει με το χρήμα. Οι αληθινοί άνθρωποι βλέπουν τους φτωχούς, εξαντλημένους και συγκινούνται· οι πλεονέκτες βλέπουν τους φτωχούς και αγριεύουν. Οι αληθινοί άνθρωποι όχι μόνο δεν βάζουν στο μάτι τα ξένα πράγματα, μα κι από τα δικά τους δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη· οι πλεονέκτες δεν ησυχάζουν, ώσπου να αρπάξουν το βιος των άλλων και να το κάνουν δικό τους. Οι αληθινοί άνθρωποι δεν ανέχονται να δουν γυμνό τον πλησίον τους· οι πλεονέκτες, αν δεν τους γδύσουν όλους, δεν ικανοποιούνται· ή μάλλον, ούτε και τότε ικανοποιούνται.
Γι’ αυτό μπορεί κανείς πως είναι όχι θηρία, μα κι απ’ αυτά πολύ χειρότεροι. Τα θηρία, βλέπετε, όταν χορτάσουν απομακρύνονται από τα θύματά τους, ενώ οι πλεονέκτες δεν έχουν χορτασμό. Τα θηρία, άλλωστε είναι από τη φύση τους άγρια, ενώ οι πλεονέκτες μεταβάλλουν θεληματικά τη φυσική τους ημερότητα σε αγριότητα. Τα στόματά τους ξερνούν δηλητήριο, όπως τα στόματα των φαρμακερών φιδιών. Τα χέρια τους δεν κουράζονται να κάνουν κακό στους άλλους. Όσο για τον νου τους, αν μπορούσε κανείς να τον εξετάσει, θα τους ονόμαζε όχι μόνο θηρία, αλλά και δαίμονες· γιατί δεν κρύβουν μέσα τους παρά σκληρότητα και μοχθηρία για κάθε συνάνθρωπο τους. Οι δαίμονες μάλιστα, σχεδόν ποτέ δεν μπορούν να βλάψουν έναν άνθρωπο δίχως την θέληση και την συνεργασία του ιδίου, ενώ οι πλεονέκτες πάντα βλάπτουν το συνάνθρωπό τους χωρίς τη θέλησή του και παρά το γογγυσμό του. Όλους και όλα, ακόμα και την ψυχή τους, θυσιάζουν στο βωμό του κέρδους. Άλλο τίποτα δεν σκέφτονται, άλλο τίποτα δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο το χρήμα. Ούτε την Ουράνια Βασιλεία ποθούν, ούτε την κόλαση φοβούνται, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονται ούτε τον Θεό σέβονται. Τους νόμους τους καταπατούν, την τιμιότητα την περιγελούν, το Ευαγγέλιο το περιφρονούν, τη ζωή μετά τον θάνατο τη θεωρούν ανύπαρκτη.
Ώστε δεν υπάρχει, σοφέ μου πλεονέκτη, ζωή μετά τον θάνατο; Δεν υπάρχει ούτε κρίση ούτε απολογία ούτε ανταπόδοση; «Όχι», θα μου πεις, γιατί έτσι σε συμφέρει. Μήπως όμως δεν υπάρχει ούτε θάνατος; Μπορείς να τον αμφισβητήσεις κι αυτόν; Μολονότι πολύ θα το ήθελες, δεν μπορείς. Πάρε το απόφαση λοιπόν· ότι δεν θα αργήσεις να πεθάνεις. Βλέπεις τη μέλισσα; Σε όλη της την ζωή εργάζεται φιλότιμα, παράγοντας το γλυκό και ωφέλιμο μέλι. Σε όλη της τη ζωή κάνει το καλό. Μόλις, όμως, κάνει το κακό, μόλις κεντρίσει άνθρωπο ή ζώο, πεθαίνει μαζί με το κεντρί της. Από τη μέλισσα μάθε να μη βλάπτεις τον πλησίον· γιατί εσύ ο ίδιος θα πεθάνεις πρώτος. Τον πλησίον θα τον βλάψεις και θα τον λυπήσεις πρόσκαιρα, εσύ όμως θα πεθάνεις για πάντα.
Τα χρήματα λέγονται χρήματα, επειδή χρησιμεύουν και χρησιμοποιούνται, όταν πρέπει, για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών μας. Σκοπός μας, επομένως, δεν είναι να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, γιατί τότε ανατρέπεται η φυσιολογική τάξη και αντί να τα ορίζουμε, υποτασσόμαστε σε αυτά. Η συγκέντρωση πλούτου είναι υποδούλωση του λογικού ανθρώπου στην άλογη ύλη. Φανερώνει ακόμη απιστία στη Θεία πρόνοια, αλλά και μεγάλη ανοησία. Ναι, ανοησία. Ανόητος δεν είσαι, αφού όλα όσα με κάθε αθέμιτο μέσο αποκτάς, θα τα εγκαταλείψεις έπειτα από λίγο; «Μα θα μείνουν στα παιδιά μου», λες. Και τα παιδιά σου, όμως, θα εγκαταλείψουν τη γη ύστερα από σένα. Τι λέω; Ίσως και πριν από εσένα…
Η αλήθεια είναι ότι με τη συγκέντρωση πλούτου αποβλέπεις στην ικανοποίηση δύο φοβερών παθών σου, της κενοδοξίας και της φιληδονίας. Καμαρώνεις για τα μέγαρά σου, τα αμάξιά σου, τους υπηρέτες σου· ευχαριστιέσαι προκαλώντας τον θαυμασμό και τη ζήλεια των άλλων· παραδίνεσαι στις αισχρές επιθυμίες· κυλιέσαι στη λάσπη της κραιπάλης και της ακολασίας. Να γιατί είσαι πλεονέκτης, να γιατί θέλεις να αρπάζεις το βιος των άλλων. Για να ικανοποιείς τα πάθη σου, δεν διστάζεις να πετάς στο δρόμο και να ρίχνεις σε συμφορές τους αδελφούς σου, τα μέλη του Χριστού, περιφρονώντας με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο τον Χριστό.
Είτε το πιστεύεις είτε όχι, η αιώνια κόλαση σε περιμένει, αν δεν μετανοήσεις και δεν διορθωθείς. Γιατί ο δίκαιος Θεός, που «ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ(:θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του)»[Ρωμ. 2,6], δεν θα αφήσει ατιμώρητη τη διπλή σου παρανομία, τόσο δηλαδή την άδικη συνάθροιση, όσο και την κακή χρήση του πλούτου. «Θυμὸς καὶ ὀργή(: Ο θυμός και η οργή του Θεού)», γράφει ο Απόστολος Παύλος, «τοῖς πειθομένοις τῇ ἀδικίᾳ(:περιμένουν όσους υπηρετούν την αδικία)»[Ρωμ.2,8].Και πώς να μην προκαλέσεις την οργή του Θεού, όταν από τη μια σκορπάς τα λεφτά σου στις πόρνες κι από την άλλη αδιαφορείς για τους φτωχούς; Κι αν ακόμα όσα σπαταλάς τα κέρδιζες με τον τίμιο κόπο σου, θα αμάρτανες βαριά αγοράζοντας με αυτά την ασέλγεια. Ε, αναλογίσου πόσο αμαρτάνεις τώρα, που την αγοράζεις με άνομα κέρδη.
Για να αποφύγεις, λοιπόν, τη δίκαιη καταδίκη από τον αδέκαστο Κριτή, πάψε να πλουτίζεις αθέμιτα, αδικώντας τους συνανθρώπους σου. Στη ζωή αυτή έχεις τη δύναμη του χρήματος, την προστασία των αρχόντων , την εύνοια των δικαστών. Στην άλλη ζωή, όμως, τι θα έχεις; Εκεί θα σε ακολουθούν μόνο οι αμαρτωλές πράξεις σου και οι στεναγμοί των αδικημένων, που φτάνουν ως τον υπερουράνιο θρόνο του Θεού και προκαλούν την ευσπλαχνία Του. Μακάρι να γνωρίσεις κι εσύ την ανείκαστη θεία ευσπλαχνία με την έγκαιρη μετάνοιά σου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ :
Θέματα ζωής, Από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 51-63.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 12,16-21]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ
«Εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς, ῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ(:Και είπε σε όσους τον άκουγαν: ‘’Να προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας. Η πλεονεξία δεν μπορεί καθόλου να κάνει τη ζωή σας άνετη και χαρούμενη· διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περίσσια πλούτη του και δεν διατηρείται από τα υπάρχοντά του. Τα πολλά του πλούτη δεν μπορούν να του εξασφαλίσουν τη μακροζωία και την ευχάριστη ζωή’’)»[Λουκ.12,16].
Μας παρουσίασε ο Κύριος την πλεονεξία ως βόθρο διαβολικό, την οποία ο σοφός απόστολος Παύλος, όπως είπαμε, την ονομάζει και ειδωλολατρία: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)»[Κολ.3,5], επειδή αυτή ταιριάζει μόνο σε εκείνους που δε γνωρίζουν τον Θεό, ή και είναι ισοβαρείς σε βεβήλωση με εκείνους που λατρεύουν ξύλα και πέτρες. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός: «῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας(:Να προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας)», δηλαδή και μικρή και μεγάλη· γιατί ο πλεονέκτης είναι ασθενής, και σηκώνει τα μάτια του παρακλητικά μόνο σε Εκείνον που με όσα έπαθε μπορεί να τον αγανακτήσει.
Και Εκείνος, επειδή είναι και δίκαιος και αγαθός, δέχεται βέβαια την παράκληση, αλλά σε αυτούς που έχουν διαπράξει αδικίες, επιβάλλει τις τιμωρίες. Και αυτό θα το μάθεις από αυτά που λέγει με τη φωνή των αγίων προφητών: «Διὰ τοῦτο ἀνθ᾿ ὧν κατεκονδυλίζετε πτωχοὺς καὶ δῶρα ἐκλεκτὰ ἐδέξασθε παρ᾿ αὐτῶν, οἴκους ξεστοὺς ᾠκοδομήσατε καὶ οὐ μὴ κατοικήσητε ἐν αὐτοῖς, ἀμπελῶνας ἐπιθυμητοὺς ἐφυτεύσατε καὶ οὐ μὴ πίητε τὸν οἶνον αὐτῶν. ὅτι ἔγνων πολλὰς ἀσεβείας ὑμῶν, καὶ ἰσχυραὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν, καταπατοῦντες δίκαιον, λαμβάνοντες ἀλλάγματα καὶ πένητας ἐν πύλαις ἐκκλίνοντες(:Για τούτον τον λόγο, επειδή γρονθοκοπούσατε και μωλωπίζατε τους φτωχούς και λαμβάνατε εκβιαστικώς δώρα από αυτούς, με τα οποία ανοικοδομήσατε πολυτελείς οίκους με λαξευτούς λίθους, σας λέγω ότι δεν θα κατοικήσετε σε αυτούς. Φυτέψατε ωραίους καρποφόρους αμπελώνες και δεν θα πιείτε οίνο από αυτούς. Θα βαδίσετε σε καταστροφή και αφανισμό, διότι εγώ γνώρισα ότι οι ασέβειές σας είναι πολλές, οι αμαρτίες σας βαριές, διότι καταπατούσατε το δίκαιο, λαμβάνατε ανταλλάγματα και παραβλέπατε το δίκαιο των φτωχών, όταν ως δικαστές κληθήκατε να δικάσετε κοντά στις πύλες της πόλεως)» [Αμώς, 5,11-12].
Και πάλι: «Οὐαὶ οἱ συνάπτοντες οἰκίαν πρὸς οἰκίαν καὶ ἀγρὸν πρὸς ἀγρὸν ἐγγίζοντες, ἵνα τοῦ πλησίον ἀφέλωνταί τι. μὴ οἰκήσετε μόνοι ἐπὶ τῆς γῆς; ἠκούσθη γὰρ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου σαβαὼθ ταῦτα· ἐὰν γὰρ γένωνται οἰκίαι πολλαί, εἰς ἔρημον ἔσονται μεγάλαι καὶ καλαί, καὶ οὐκ ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν αὐταῖς. οὗ γὰρ ἐργῶνται δέκα ζεύγη βοῶν, ποιήσει κεράμιον ἕν, καὶ ὁ σπείρων ἀρτάβας ἓξ ποιήσει μέτρα τρία(:Αλίμονο σε εκείνους, οι οποίοι συνδέουν την οικία τους στην οικία του άλλου και τον αγρό τους με τον αγρό του άλλου, για να αφαιρέσουν κάτι από την ιδιοκτησία του πλησίον! Μήπως πρόκειται να κατοικήσετε μόνοι εσείς και δια παντός επάνω στη γη; Οι πονηρίες και οι αδικίες αυτές έφθασαν στα ώτα Κυρίου του Παντοκράτορος, ο Οποίος και είπε: “Και εάν ακόμη οικοδομηθούν πολλές και περισσότερες οικίες, μεγάλες και ωραίες, θα προοριστούν για την καταστροφή και την ερήμωση. Κανείς δεν θα υπάρχει, που θα κατοικεί σε αυτές! Αγρός, τον οποίο όργωσαν δέκα ζεύγη βοδιών, θα αποδώσει καρπό, ο οποίος μόλις και θα γεμίζει μία μόνο στάμνα. Και εκείνος ο οποίος στους αγρούς του έσπειρε έξι αρτάβες, θα λάβει ως απόδοση το ήμισυ αυτών, μόνο τρία μέτρα’’)» [Ησ.5,8-10].
Λοιπόν με κάθε τρόπο η πλεονεξία είναι ανώφελη, είναι όμως ανωφελής και με άλλο τρόπο. «Γιατί η ζωή κάποιου», λέγει, «δεν εξαρτάται από το αν είναι πλούσιος, δηλαδή δεν παρατείνεται το μέτρο της ζωής ανάλογα με τον πλούτο». Και αυτό μας το έδειξε ο Σωτήρας με σαφήνεια και ολοκάθαρα, συνθέτοντας πολύ εύστοχα την παραβολή που είναι συνδεδεμένη με αυτά που ειπώθηκαν. Διδάσκει, λοιπόν, ο Χριστός τα πιο εξαιρετικά από όλα, και πριν από όλες τις αρετές το επιστέγασμα, δηλαδή την αγάπη, της οποίας το πιο καλό είναι η ελεημοσύνη. Αλλά ο Σατανάς που μισεί το καλό, ο εφευρέτης που πολεμά εκείνους που προκόβουν πνευματικά, δημιουργεί πολλές φορές επιζήμια οκνηρία σε εκείνους που μπορούν να κάνουν ευεργεσίες.
Και ο νόμος βέβαια του Θεού μάς παρακινεί προς ελεημοσύνη λέγοντας: «Ἐὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ ἐνδεὴς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, οὐκ ἀποστέρξεις τὴν καρδίαν σου οὐδ᾿ οὐ μὴ συσφίγξῃς τὴν χεῖρά σου ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ ἐπιδεομένου· ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖράς σου αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι ἐνδεεῖται (:Εάν συμβεί, ώστε σε μία από τις πόλεις της χώρας, που σου έδωσε Κύριος ο Θεός σου, να υπάρξει φτωχός μεταξύ των αδελφών σου, εσύ να μην κλείσεις τα σπλάγχνα σου, να μη σκληρύνεις και αποτραβήξεις την καρδία σου από αυτόν, να μην κλείσεις σφικτά τα χέρια σου, για να μη δώσεις τίποτε στον πεινασμένο και πονεμένο αδελφό σου. Αλλά πλούσια θα ανοίξεις τα χέρια σου προς αυτόν, θα του προσφέρεις και θα του δανείσεις όσο και ό,τι του χρειάζεται, αφού βρίσκεται σε ανάγκη)» [Δευτ.15,8]· ο Σατανάς όμως αντιστέκεται και μας πείθει να μαζεύουμε το χέρι και να συσσωρεύουμε τον πλούτο στη γη και μας υποδεικνύει απολαύσεις σαρκικές. Οδηγεί βέβαια και στη λήθη του θανάτου και δεν μας αφήνει να δούμε το μέλλον, ούτε να σκεφτούμε κάτι ανθρώπινο. Και πρόσεχε το πράγμα ζωγραφισμένο σαν σε εικόνα με την παραβολή που αμέσως παρακάτω μας διηγείται ο Κύριός μας:
«᾽Ανθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;(:Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε και αναστατωνόταν λέγοντας: ‘’Τι να κάνω, διότι δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου’’)»[Λουκ.12,16-17]..
Εσύ όμως σε παρακαλώ να προσέξεις καλά, για να θαυμάσεις τη σοφή διατύπωση του λόγου. Γιατί δεν έδειξε σε εμάς ότι ευφόρησε ένα χωράφι, αλλά είπε ότι ευφόρησε όλη η χώρα που κατείχε αυτός, για να μάθεις το μέγεθος του πλούτου. Τι γίνεται λοιπόν; Ο πλούσιος, που περιβαλλόταν από τόσο πολλά και αμέτρητα αγαθά, στενοχωρείται για τις φροντίδες και βγάζει τις φωνές που προφανώς θα έβγαιναν από το στόμα του φτωχού. Γιατί εκείνος που βρίσκεται σε έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή, λέγει: «Τι να κάνω;». Πάντοτε βγάζει την τόσο άθλια φωνή.
Αλλά να, τα ίδια λόγια λέει και ο πλούσιος, πονώντας πολύ και υποφέροντας: «Καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου (:Τελικά, ύστερα από μεγάλη σκέψη και συλλογισμό, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου και σαν άνθρωπος που μόνο τις απολαύσεις της κοιλιάς γνώρισα, θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μία ζωή αναπαυτική· φάε, πιες, γέμισε χαρά’’)»[Λουκ.12,18-19].
Σκεφτόταν να οικοδομήσει αποθήκες πλατύτερες, ήθελε να απολαμβάνει μόνος αυτά που είχε. Δεν αγαπά τη φτώχεια, δεν επιθυμεί τα καυχήματα από αυτά, αλλά λέγει: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου». Πρόσεχε και άλλον ανόητο λόγο του· γιατί λέγει: «Θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου». Δεν πίστευε ότι αυτά τα είχε από τον Θεό, όπως ο Ιώβ, γιατί τότε θα φρόντιζε γι’ αυτά σαν να ήταν οικονόμος του Θεού, αλλά τα θεωρούσε καρπούς των κόπων του. Ότι δεν θεωρούσε ότι η ευημερία του προερχόταν από τον Θεό, το δείχνει καθαρά με αυτά που λέγει. Γιατί λέγει: «Θα συγκεντρώσω τη σοδειά μου και δεν θα δώσω σε κανένα τα αγαθά μου, αλλά θα τα αποταμιεύσω όλα για τον εαυτό μου και την κοιλιά μου». Ποιος όμως θα μπορούσε να σκεφτεί έτσι γι΄αυτούς που έχουν ανάγκη, γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι ο χορηγός αυτών που έχει αποκτήσει; Γιατί σε αυτούς ανήκει το να έχουν κάτι από τον Θεό, και πρέπει να χρησιμοποιούν όπως θέλει ο Θεός, αυτά που έχουν.
Αλλά ο πλούσιος αυτός δεν κτίζει τις αποθήκες που μένουν, αλλά εκείνες που καταστρέφονται. Και το ακόμα πιο παράλογο από αυτό, ορίζει για τον εαυτό του διάρκεια ζωής, σαν να τη θέρισε και αυτήν από τη γη· γιατί λέγει: «Και θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που αρκούν για πολλά χρόνια’’». «Αλλά ω πλούσιε», θα μπορούσε να πει κάποιος, «τους καρπούς βέβαια τους έχεις στις αποθήκες, έτη όμως πολλά από πού μπορείς να λάβεις;». Τέτοιος είναι και ο εδώ πλούσιος, ο οποίος σκύβει πάνω στην κοιλιά του, έχοντας λαιμό αντί λογισμού, αλλά δεν ζει σύμφωνα με το παράδειγμα του μόνου αγαθού. Γι’ αυτό την ψυχή του την περιποιείται με τις τροφές της σάρκας, και επιβάλλει στην ψυχή τη μισητή ηδονή που ακολουθεί αυτές. Γιατί με τρόπο εύφημο ο Κύριος με το «να ευφραίνεσαι», φανέρωσε τα υπογάστρια πάθη, τα οποία είναι συνέπεια του χορτασμού, γιατί τον χορτασμό τον ακολουθούν τα αφροδίσια.
Και βέβαια έπρεπε να τρώγει για να ζει, όχι όμως να ζει για να τρώγει, σύμφωνα με εκείνους που θεοποιούν την κοιλιά και λένε: «Αὐτοὶ δὲ ἐποιήσαντο εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους καὶ θύοντες πρόβατα, ὥστε φαγεῖν κρέατα καὶ πιεῖν οἶνον λέγοντες· φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν(:Αυτοί όμως οργάνωσαν συμπόσια ευφροσύνης και αγαλλιάσεως της κοιλίας τους. Έσφαξαν μοσχάρια, θυσίασαν πρόβατα, ώστε να τρώνε κρέατα και να πίνουν οίνο λέγοντας: “Ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε”!)» [Ησ.22,13] και: «Εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν ᾽Εφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν(: Εάν, από κίνητρα και υπολογισμούς που κάνουν όσοι άνθρωποι επιζητούν επίγειες τιμές και απολαβές, κινδύνεψα να κατασπαραχθώ θηριομαχώντας την Έφεσο, τι κέρδισα από αυτό; Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τότε ας εφαρμόσουμε εκείνο που λένε οι άπιστοι και υλιστές: ‘’Ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε’’)» [Α΄Κορ.15,32]. Έπρεπε όμως να λένε το αντίθετο: «Επειδή αύριο πεθαίνουμε, ας μη φάμε, ούτε να πιούμε».
Σε τι ωφέλησε αυτόν τον πλούσιο η μεγάλη φροντίδα; Ολόκληρος είναι της σάρκας. Βλέπεις όμως πόση ζημιά υπέστη αυτός που για κανένα από τους άλλους δεν ήταν καλός, αλλά μόνο για τον εαυτό του πλούσιος. Είχε φροντίσει να πλουτίσει· αγρύπνησε για να συγκεντρώσει πολλά· συγχαίρει την κοιλιά του, επειδή έχει πολλά από αυτά που είναι αναγκαία· ολόκληρος είναι προσκολλημένος στα γήινα πράγματα· δε βλέπει προς τα επάνω στον Θεό· δεν βλέπει αυτά που θα γίνουν, δεν σκέφτεται τον Θεό που δικάζει καθισμένος στο θεϊκό βήμα· δεν βλέπει τον γείτονα θάνατο· γιατί καταδικάστηκε με απρόσμενο θάνατο ο πλούσιος που μισούσε τους φτωχούς. Ενώ σκεφτόταν το βράδυ την πρωινή τροφή, δεν έφτασε να δει την ακτίνα του όρθρου· γιατί άκουσε ότι συντομεύτηκε η ζωή του με απόφαση του Θεού.
«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός·῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;(: Αφού όμως τα ετοίμασε όλα, πριν ακόμη προφθάσει να πει στην ψυχή του τα όσα σχεδίαζε, του είπε ο Θεός -είτε μέσα από τη συνείδησή του είτε στον ύπνο του-: ’’Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από δω και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;’’)»[Λουκ.12, 20].
Έχοντας δηλαδή την απόλαυση εντελώς για μια στιγμή και για περιορισμένο χρόνο· γιατί θα εξαφανιστεί σαν σκόνη, και θα σταλεί σε άλλους, και πολλές φορές σε εκείνους που δεν γνωρίζουμε ή ίσως και σε εχθρούς. Άρα λοιπόν είναι αλήθεια ότι όταν παρατείνεται σε κάποιον ή ζωή του, αυτό δεν οφείλεται στα υπάρχοντά του. Τρισευτυχισμένος όμως είναι και με λαμπρές ελπίδες αυτός που πλουτίζει με τρόπο αρεστό στον Θεό· γιατί αυτός που φθείρεται με τις γήινες φροντίδες έχει επιζήμιο τέλος και θα φύγει φτωχός προς τον Θεό, ενώ εκείνος που φροντίζει αυτά που θέλει ο Κύριος, θα πλουτίσει με έργα αγαθά και θα έχει θησαυρό ασύλητο στους ουρανούς.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 12ο, σελ. 513-521.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ.12,13-21]
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ στο χωρίο «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω» (:Λουκά 12, 18)
[Παραβολή του άφρονος πλουσίου]
1. Υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Πιο συγκεκριμένα ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές όπως το χρυσάφι στο καμίνι[βλ. Σοφ. Σολ. 3.6: «Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς(:Τους δοκίμασε, όπως ο χρυσοχόος δοκιμάζει και καθαρίζει τον χρυσό δια του πυρός, και τους δέχτηκε ευάρεστα, όπως δέχεται τα προσφερόμενα ολοκαυτώματα των θυσιών)»] και δοκιμάζουν την υπομονή και την ανθεκτικότητά τους, ή, πολλές φορές, οι ευλογίες και τα πλούτη της ζωής αυτής γίνονται πεδίο δοκιμασίας και πειρασμός για τους περισσότερους. Πράγματι, είναι εξίσου δύσκολο να κατορθώσει η ψυχή να μη χάσει τη δύναμή της στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής, όσο και το να μην υπερηφανευθεί και να εκτραπεί σε αδικία όταν βιώνει ευτυχείς καταστάσεις.
Παράδειγμα για το πρώτο είδος των πειρασμών είναι ο μέγας Ιώβ. Αυτός ο ακαταμάχητος αθλητής, αντιμετώπισε με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και ακλόνητη γενναιότητα καρδιάς όλη τη χειμαρρώδη διαβολική επιθετικότητα και βία εναντίον του και αναδείχθηκε τόσο ανώτερος από τους πειρασμούς, όσο ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα τα αγωνίσματα που του παρουσίασε ο εχθρός.
Παραδείγματα τώρα για τους πειρασμούς, που προέρχονται από την ευημερία, υπάρχουν πολλά. Έναν απ’ αυτούς αντιμετώπισε, όμως ανεπιτυχώς, και ο άφρονας πλούσιος της παραβολής του Ευαγγελίου που μόλις τώρα αναγνώσαμε.
Ο πλούσιος αυτός, ενώ είχε πολλά πλούτη στη διάθεσή του, επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον καταδίκασε από την αρχή για την αγνώμονα συμπεριφορά του, αλλά πάντοτε στον υπάρχοντα πλούτο του πρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν κάποτε επερχόταν κορεσμός στην ψυχή του και οδηγείτο στην ημερότητα και στην ανθρωπιά.
Ας δούμε όμως τι μας λέει το χωρίο αυτό: «Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου(:Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε και αναστατωνόταν λέγοντας: ‘’Τι να κάνω, διότι δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου)»[Λουκ.12,16-17].
Και έπειτα από μεγάλο ταλανισμό και βαθιά περισυλλογή, είπε: «Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου(:Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου και σαν άνθρωπος που μόνο τις απολαύσεις της κοιλιάς γνώρισα θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μία ζωή αναπαυτική· φάε, πιες, γέμισε χαρά’’)»[Λουκ.12,18-19].
Γιατί όμως να έχουν τόση μεγάλη σοδειά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει κανένα καλό από τα αγαθά που θα μάζευε; Αυτό έγινε, για να φανεί καθαρότερα η μακροθυμία του Θεού και να γίνει ξεκάθαρο μέχρι ποιο σημείο εκτείνεται η αγαθότητά Του. Διότι και ο Κύριος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»[Ματθ.5,45].
Η αγαθότητα όμως αυτή του Θεού επισωρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Τι έκανε ο Θεός στην περίπτωση του άφρονα πλούσιου; Έριξε τις βροχές, στη γη που καλλιέργησαν τα χέρια του πλεονέκτη. Έδωσε τον ήλιο, για να βλαστήσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστούν οι καρποί με την ευφορία. Όλα λοιπόν όσα προέρχονται από τον Θεό είναι πάρα πολύ καλά· διότι ο Θεός προσφέρει κατάλληλη γη, εύκρατες καταστάσεις αέρων, άφθονα σπέρματα, τη συνεργία των βοδιών για το όργωμα των χωραφιών και όλα τα άλλα, τα οποία συντελούν στο να ακμάζει η γεωργία.
Τι στάση κράτησε όμως ο πλούσιος αυτός άνθρωπος απέναντι σ’ όλα αυτά; Μεμψιμοιρία, μισανθρωπία, ανελεημοσύνη, άρνηση κάθε προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Αυτά αντιπαρέθεσε προς εκείνα που του παραχώρησε ο Ευεργέτης του. Δεν σκέφτηκε ότι θα ήτανε καλό να διαμοιράσει το πλεόνασμα στους φτωχούς αδελφούς του. Δεν λογάριασε καθόλου την εντολή που λέει: «Μὴ ἀπόσχῃ εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ, ἡνίκα ἂν ἔχῃ ἡ χείρ σου βοηθεῖν (:Μην αποφύγεις, από έλλειψη αγάπης, να βοηθήσεις τον πτωχό, εφόσον μπορεί το χέρι σου να δώσει βοήθεια)»[Παροιμ.3,27]· και «Ἐλεημοσύναι καὶ πίστεις μὴ ἐκλιπέτωσάν σε, ἄφαψαι δὲ αὐτὰς ἐπὶ σῷ τραχήλῳ, καὶ εὑρήσεις χάριν(:Οι ελεημοσύνες προς τους ανθρώπους και η πίστη προς τον Θεό, ποτέ ας μη σε αφήσουν. Να τις δέσεις σαν περιλαίμιο, που θα εφάπτεται στον λαιμό σου, να τις χαράξεις στην καρδιά σου, και να είσαι βέβαιος ότι θα βρεις χάρη παρά Θεώ και ανθρώποις)»[Παροιμ.3,3]. Επίσης, λησμόνησε την προτροπή που λέει: «Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει(:Κόβε το ψωμί σου και μοιράσου το με τον φτωχό και βάλε αστέγους στον οίκο σου· εάν δεις γυμνό, ντύσε τον. Και απέναντι στους δικούς σου μη δείξεις αδιαφορία και καταφρόνηση)»[Ησ.58,7].
Έτσι, αν και όλοι οι προφήτες και οι διδάσκαλοι το διαλαλούσαν, όμως δεν εισακούονταν από τον πλούσιο. Αλλά, ενώ οι αποθήκες έσπαζαν από τα αποθηκευμένα αγαθά, η άπληστη καρδιά του δεν χόρταινε· διότι, με το να προσθέτει πάντοτε τα νέα εισοδήματα στα παλαιά και με το να αυξάνει με τις ετήσιες συγκομιδές τον πλούτο του, έφθασε στο αδιέξοδο και έπεσε σε άγχος και αμηχανία. Η πλεονεξία δηλαδή δεν του επέτρεπε να θυσιάσει κάτι από τα παλαιά εισοδήματα και έτσι δεν είχε πια τη δυνατότητα να διευθετήσει τα νέα, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της παραγωγής. Γι’ αυτό τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα και οι φροντίδες ανυπέρβλητες.
«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;(:Τι να κάνω με την πλούσια σοδειά μου που δε χωράει πια ούτε στις αποθήκες μου;)», σκεφτόταν βασανισμένος από την ίδια αυτήν την απληστία του. Ποιος δεν θα οίκτιρε αυτόν τον ταλαίπωρο, που είχε πέσει σε τέτοια βασανιστική μέριμνα και σκλαβιά; Δύστυχος και ταλαίπωρος μπροστά στη μεγάλη σοδειά. Αξιολύπητος ως προς τη διαχείριση των αγαθών του παρόντος κόσμου. Ακόμη πιο αξιολύπητος όμως ως προς τα αγαθά τα προσδοκώμενα.
Η γη τελικά φαίνεται πως στην ουσία δεν αποδίδει για τον πλούσιο εισοδήματα. Αναβλαστάνει γι’ αυτόν στεναγμούς. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά μέριμνες, στενοχώριες και φοβερό άγχος. Θρηνεί και οδύρεται παρόμοια με αυτούς που είναι φτωχοί. Μήπως και αυτός που πιέζεται από τη φτώχεια δεν βγάζει απ’ την καρδιά του την ίδια κραυγή; «Τι να κάνω; Πού να βρω τροφές για την οικογένειά μου; Πού να βρω ενδύματα;». Τα ίδια λέει και ο πλούσιος. Οδύνη έχει στην καρδιά του. Τον κατατρώει η μέριμνα. Αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λιώνει τον πλεονέκτη· διότι δεν χαίρεται που το σπίτι του είναι γεμάτο απ’ όλα, αλλά κεντά την ψυχή του ο πλούτος που ξεχειλίζει και ξεχύνεται άφθονος. Η έννοιά του είναι τι θα τα κάνει όλα αυτά τα αγαθά. Ο τρόμος του είναι μήπως, καθώς ξεχειλίζει ο πλούτος του, χυθεί προς τους έξω και γίνει αφορμή να ελεηθεί κάποιος φτωχός…
2. Στ’ αλήθεια, μου φαίνεται πως το πάθος του μοιάζει με το πάθος των γαστρίμαργων, που προτιμούν να σκάσουν καλύτερα, παρά να δώσουν κάτι από όσα τους περισσεύουν στους φτωχούς.
Άνθρωπε, έλα στον εαυτό σου και σκέψου Εκείνον που σου χορηγεί όλα αυτά τα αγαθά. Σκέψου ποιος είσαι. Αναλογίσου σε πόσα πράγματα σε κατέστησε οικονόμο ο Θεός· από Ποιον τα έλαβες· γιατί προτίμησε εσένα μέσα σε τόσους ανθρώπους. Είσαι υπηρέτης αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Είσαι οικονόμος των συνανθρώπων σου. Μη θεωρείς ότι όλα αυτά δόθηκαν για τη δική σου γαστέρα. Γι’ αυτά που κρατάς στα χέρια σου, να σκέπτεσαι σαν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν για λίγο χρόνο, έπειτα διαλύονται και χάνονται. Γι’ αυτά όλα όμως θα σου ζητηθεί λόγος με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Παρά ταύτα, εσύ όλα αυτά τα έχεις αμπαρώσει με θύρες και κλειδαριές. Τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς και μεριμνάς και φροντίζεις και σκέπτεσαι, έχοντας ως ασύνετο σύμβουλο τον εαυτό σου: «Τί ποιήσω;(:Τι θα κάνω😉».
Ήταν πολύ εύκολο να απαντήσει ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος στον εαυτό του και να του πει: «Θα χορτάσω τις ψυχές αυτών που πεινούν. Θα ανοίξω τις αποθήκες και θα προσκαλέσω όλους τους φτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στη φιλανθρωπία. Θα κάνω γενναιόδωρες προτάσεις στους αναγκεμένους: «Ὅσοι ὑστερεῖσθε ἄρτων, ἔλθετε πρὸς με· τῆς παρὰ Θεοῦ δεδομένης, χάριτος τὸ ἀρκοῦν ἕκαστος, οἶον ἐκ κοινῶν πηγῶν συμμεθέξοντες (:Όσοι δεν έχετε ψωμί και πεινάτε, ελάτε σε μένα. Ο καθένας να πάρει από την άφθονη δωρεά που μου παραχώρησε ο Θεός· σαν από κοινή πηγή, να πάρει όσο του χρειάζεται και του είναι αρκετό’’)»[Γέν. 47,11 κ.ε.].
Αλλά εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν είσαι τέτοιος. Πού να τα βρεις εσύ αυτά τα λόγια; Εσύ φθονείς τους ανθρώπους, αν τους δεις κάτι να απολαμβάνουν. Εσύ σκέφτεσαι πονηρά στο βάθος της ψυχής σου και φροντίζεις, όχι πώς θα δώσεις στους άλλους τα αναγκαία, αλλά πώς θα τα αποθηκεύσεις και θα τα στερήσεις απ’ αυτούς.
Βρίσκονταν μπροστά του αυτοί που θα έπαιρναν την ψυχή του και αυτός συζητούσε με τον εαυτό του για τα υλικά αγαθά. Τη νύκτα αυτή θα παραλάμβαναν την ψυχή του και αυτός είχε την ψευδαίσθηση πως θα ζήσει πολλά χρόνια και θα απολαμβάνει. Του δόθηκε χρόνος να σκεφθεί το καθετί και να δεχθεί την απόφαση που άξιζε στην προαίρεσή του.
3. Αυτό να μην το κάνεις εσύ, αδελφέ. Γι’ αυτό το λόγο το αναφέρει η Αγία Γραφή, για να αποφύγουμε να μοιάσουμε στον άφρονα πλούσιο. Να μιμηθείς την γη, αγαπητέ μου. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη. Να μη φανείς κατώτερος από την άψυχη γη.
Η γη εκτρέφει τους καρπούς της, όχι για τη δική της απόλαυση, αλλά για τη δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ όμως, αν κάνεις κάποιο καλό έργο, αν δείξεις αγάπη σ’ αυτόν που έχει ανάγκη, η Χάρη δεν θα δοθεί σε κάποιον άλλον, αλλά εσένα θα επισκιάσει· διότι πρέπει να ξέρεις ότι για κάθε φιλόστοργη και ελεήμονα κίνησή μας προς τον πλησίον μας, λαμβάνουμε Χάρη, λόγω του ότι ανοιγόμαστε προς τον αδελφό και του δείχνουμε αγάπη. Δίνεις λ.χ. σε αυτόν που πεινά. Εσύ κερδίζεις με αυτό που δίνεις, διότι παίρνεις πολλή Χάρη. Είναι όπως ο σπόρος του σιταριού που, όταν πέσει στη γη, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πηγή πλουτισμού για τον σπορέα. Έτσι και το ψωμί που δόθηκε στον φτωχό, φέρνει εκ των υστέρων πλούσια την ωφέλεια σε αυτόν που το πρόσφερε, στον ελεήμονα. Ας είναι λοιπόν για σένα η συγκομιδή της γεωργικής σου εργασίας, αρχή της επουράνιας σποράς· διότι και η Γραφή λέει: «Σπείρατε γὰρ ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην(:Σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη)»[Ωσ. 10,12].
Γιατί λοιπόν αδημονείς και άγχεσαι; Γιατί πιέζεις και τσακίζεις τον εαυτό σου, προσπαθώντας να περικλείσεις τον πλούτο σου με πηλό και πλίνθους; «Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή(:Προτιμότερο είναι το καλό όνομα, η καλή υπόληψη, από τον πολύ πλούτο. Ανώτερη δε από το αργύριο και τους άλλους θησαυρούς είναι η αγαθή και ευμενής διάθεση της καρδίας)»[Παρ.22,1].
Αν όμως θαυμάζεις και καμαρώνεις για τα χρήματα, επειδή λαμβάνεις τιμές απ’ αυτά, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σού επιφέρει το να ονομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιών, παρά να έχεις στο βαλάντιό σου μύρια χρυσά νομίσματα. Τα χρήματα βέβαια, και χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήσεις εδώ, σε αυτή τη γη, την υπόληψη όμως για τα καλά σου έργα, θα την αποκομίσεις στον Δεσπότη, όταν ολόκληρος λαός θα σταθεί μπροστά στον κοινό Κριτή και θα σε ονομάσει τροφέα του, ευεργέτη και φιλάνθρωπο.
Δεν βλέπεις μέσα στα θέατρα, αυτούς που δωρίζουν τον πλούτο τους στους αθλητές, στους ηθοποιούς, στους πυγμάχους, στους θηριομάχους, — ανθρώπους που πολλές φορές πονάει κανείς και μόνο που τους βλέπει για το κατάντημά τους— πώς το κάνουν για μια στιγμιαία τιμή, επειδή τους ζητωκραυγάζει και τους χειροκροτεί ο λαός; Και εσύ που πρόκειται να απολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, είσαι τόσο μικροπρεπής και σφιχτός στο να προσφέρεις κάτι από τα αγαθά σου;
Ο Θεός είναι αυτός που αποδέχεται τις προσφορές σου. Άγγελοι είναι αυτοί που θα σε επευφημούν. Όλοι οι άνθρωποι, από κτίσεως κόσμου, θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, ουράνια Βασιλεία θα είναι τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των υλικών και φθαρτών τούτων πραγμάτων. Αλλά εσύ για κανένα απ’ αυτά δεν φροντίζεις. Σε έχει απορροφήσει η φροντίδα για τα παρόντα και περιφρονείς τα ουράνια αγαθά, τα οποία ελπίζουμε ότι θα λάβουμε.
Έλα λοιπόν, άρχισε να διαθέτεις κάποια από τα πολλά σου αγαθά, όπου υπάρχει ανάγκη. Γίνε φιλότιμος και ανοικτός προς όσους τα χρειάζονται. Ας πούνε και για σένα: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ(:Σκόρπισε απλόχερα, έδωσε στους αναγκεμένους, η αρετή του θα μείνει αξέχαστη στους αιώνες, η δύναμή του θα υψωθεί σε μεγάλο ύψος δόξης)»[Ψαλμ.111,9].
Πρόσεχε, να μην είσαι πολυδάπανος και να μη βγάζεις συνεχώς καινούργιες ανάγκες. Να μην περιμένεις να πέσει έλλειψη σιταριού, για να ανοίξεις τις αποθήκες σου και να το πουλήσεις πανάκριβα· διότι «ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, (:για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί)»[Παροιμ.11,26]. Μην περιμένεις να έλθει πείνα, για να κερδίσεις εσύ χρυσάφι. Ούτε να χαίρεσαι για την φτώχεια που πέφτει στον λαό, επειδή γίνεται αφορμή για να πλουτίσεις εσύ. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευθείς τον καιρό που ο Θεός παιδαγωγεί τον κόσμο με τη στέρηση των αγαθών, για να αποκτήσεις χρηματική περιουσία. Μην ερεθίζεις τα τραύματα αυτών που χτυπήθηκαν από τις δυσκολίες της ζωής, με το μαστίγιο της συμφοράς.
Αλλά εσύ αποβλέπεις στο χρήμα, δεν σε ενδιαφέρει ο αδελφός. Ξέρεις να διακρίνεις τα νομίσματα και το χαρακτηριστικό τους χάραγμα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κάλπικα, αλλά όμως δεν μπορείς να διακρίνεις καθόλου και να εντοπίσεις τον αδελφό σου που βρίσκεται μέσα στις συμφορές.
4. Και η στιλπνότητα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν σκέπτεσαι όμως, ούτε λογαριάζεις πόσο μεγάλος είναι ο στεναγμός του φτωχού που σε κατατρέχει. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις τα βάσανα του φτωχού; Ο φτωχός που δεν έχει τίποτα, ψάχνει γύρω, παρατηρεί τα πράγματα του σπιτιού του. Βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει στο σπίτι του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η οικοσκευή του και τα ρούχα του είναι τέτοια, που όλα-όλα αξίζουν λίγους οβολούς. Τι να κάνει; Πού να βρει κάτι για να ζήσει; Στρέφει το βλέμμα του στα παιδιά του. Σκέπτεται να τα οδηγήσει στην αγορά, για να τα πουλήσει! Ίσως έτσι να βρει κάποια παρηγοριά από τον βέβαιο θάνατο. [Αναφέρεται εδώ ο Άγιος στο απάνθρωπο δουλεμπόριο που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Φέρνει στο λόγο του αυτό το ανατριχιαστικό παράδειγμα του πατέρα που, λόγω φοβερής φτώχειας, αναγκάζεται να πουλήσει τα σπλάγχνα του, τα παιδιά του, στους πλούσιους της εποχής του, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στο σπίτι και στην καρδιά του φτωχού. Και το κάνει αυτό ο Άγιος, μόνο και μόνο για να δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία και αναλγησία δημιουργεί στην ψυχή μας η πλεονεξία. Είναι, όπως λέει ο Ιερός Χρυσόστομος «χαλεπόν το πάθος καί δεινόν τό νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγματικά, η πλεονεξία παραδίδει την ψυχή μας στον διάβολο. Θεωρείται και είναι «η ακρόπολη των παθών» (Λέοντος Σοφού: Εγκώμιον εις τον Αγ. Ιωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252)].
Σκέψου εδώ, εσύ πλούσιε πλεονέκτη, τον αγώνα που έχει αυτός ο πατέρας, τον αγώνα που του επιβάλλει από τη μια η πείνα και από την άλλη η πατρική αγάπη και στοργή. Από τη μια η πείνα τον απειλεί και φέρνει στα μάτια του τον πιο οικτρό θάνατο και από την άλλη η φυσική αγάπη του γονιού προς τα παιδιά του αντιστέκεται και του ζητά να πεθάνει μαζί με τα τέκνα του από την πείνα, παρά να τα πουλήσει στην αγορά για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτόν τον αγώνα τον πέρασε ο πατέρας αυτός χίλιες δυο φορές, όρμησε να το κάνει πράξη και οπισθοχώρησε άλλες τόσες. Τελικώς υπέκυψε από τη βία της ανάγκης και την αμείλικτη στέρηση ακόμη και του επιούσιου. Και τι σκεφτόταν ο πατέρας αυτός άραγε μέσα σ’ αυτή τη σκληρή στιγμή; «Ποιο παιδί μου να πουλήσω πρώτα;», έλεγε. «Ποιο θα δει με ευχαρίστηση ο σιτοπώλης; Να δώσω το μεγαλύτερο; Ντρέπομαι όμως για τα χρόνια του. Να δώσω το μικρότερο; Αλλά το πονάω για την τρυφερή ηλικία του, γιατί είναι ακόμη ανέμελο και δεν έχει συνειδητοποιήσει τις συμφορές. Ποιο να δώσω απ’ τα παιδιά μου; Τούτο μου μοιάζει καταπληκτικά. Εκείνο είναι πανέξυπνο και είναι ο πρώτος μαθητής. Αχ! Τι συμφορά! Τι αδιέξοδο! Τι να κάνω; Με ποιο παιδί μου να έλθω σε διαμάχη, σε ποιο να φερθώ τόσο σκληρά; Πώς να λησμονήσω τη φύση μου;
Αν όμως πάλι, λόγω της απέραντης φτώχειας μου, δω όλα μου τα παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα; Αλλά, κι αν πουλήσω το ένα, με τι μάτια θα αντικρύσω τα υπόλοιπα; Στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα έχω γίνει ύποπτος και δεν θα μου έχουν πια εμπιστοσύνη. Μα, κι αν τα πουλήσω όλα, πώς θα γυρίσω να μείνω στο σπίτι μου άτεκνος; Πώς θα καθίσω να φάω στο τραπέζι, το οποίο θα έχει όλα τα αγαθά, αλλά αυτά θα έχουν αντίκρισμα τα παιδιά μου που τα πούλησα;».
Και αυτός ο πατέρας έρχεται σε σένα, μετά απ’ όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία, να πουλήσει, με πολλά δάκρυα, το πιο αγαπητό από τα παιδιά του. Κι εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν λυγίζεις από τη συμφορά του ανθρώπου αυτού! Δεν σκέφτεσαι καθόλου πόσο αδύνατη είναι η ανθρώπινη φύση. Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο και συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και του μεγαλώνεις τη συμφορά. Αυτός δίνει το σπλάγχνο του ως τίμημα, για να αποκτήσει λίγη τροφή, και το δικό σου χέρι, όχι μόνο δεν μένει ξερό που δέχεται τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αγωνίζεσαι για το πλεόνασμα και φιλονικείς και παζαρεύεις πώς θα λάβεις περισσότερα, για να δώσεις λιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο αυτόν τον δύστυχο. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα πατρικά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδιάς, αλλά παραμένεις άκαμπτος και αλύγιστος. Το καθετί το βλέπεις ως χρυσό και παντού χρυσό φαντάζεσαι. Ο χρυσός σου έχει γίνει όνειρο όταν κοιμάσαι· και όταν είσαι ξύπνιος, αυτή είναι η έγνοιά σου. Όπως δηλαδή, όσοι έχουν κυριευθεί από κάποιο πάθος, δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι κι εσένα η ψυχή σου έχει καταληφθεί από τη φιλοχρηματία και παντού χρυσό και ασήμι βλέπει. Στ’ αλήθεια, με περισσότερη ευχαρίστηση θα έβλεπες τον χρυσό, παρά τον ήλιο. Εύχεσαι όλα να μεταβληθούν και να γίνουν χρυσός και όσο μπορείς το επινοείς, με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο.
5. Τι δεν μηχανεύεσαι, στ’ αλήθεια, για να αποκτήσεις χρυσάφι; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Το κρασί μετατρέπεται σε χρυσό. Το μαλλί των προβάτων σού δίνει χρυσό. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεση σού επιδαψιλεύει χρυσό. Ο ίδιος ο χρυσός σού γεννάει χρυσό, με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα και τους τόκους που επιβάλλεις. Παρά ταύτα, δεν επέρχεται σε σένα κορεσμός και η επιθυμία σου δεν έχει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά, πολλές φορές, απλόχερα τους δίνουμε ό,τι ζητούν και τους επιτρέπουμε να παραχορτάσουν με όσα εκείνα ορέγονται, ώστε με τον υπερβολικό κορεσμό να τα βοηθήσουμε να αποστραφούν και να σιχαθούν εκείνο που επιθυμούν. Στον πλεονέκτη δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά όσο πιο πολλά έχει, τόσο περισσότερα επιθυμεί.
«Πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν(:Αν ο πλούτος ρέει και αυξάνει, μην αφήνετε την καρδιά σας να προσκολληθεί σ’ αυτόν)», λέει ο Ψαλμωδός[Ψαλμ.61,11]. Εσύ όμως, πλούσιε πλεονέκτη, κατέχεις τον πλούτο που συνεχώς αυξάνει, και βάζεις αμπάρες και κλείνεις τις πόρτες και δεν δίνεις πουθενά τίποτε.
Αλλά με το να τον κρατά ο πλούσιος τον πλούτο και να τον αφήνει να λιμνάζει, δες τι του δημιουργεί. Ξεχειλίζει η συγκομιδή, σπάει τα εμπόδια και, πρόσεξε να δεις τη συνέχεια. Παρακολούθησε τι θα του δημιουργήσει, με το να αμπαρώνει τα αγαθά και να τα αφήνει να αυξάνουν και να λιμνάζουν, παραμένοντας στάσιμα. Θα γίνουν αιτία να γκρεμιστούν οι αποθήκες του, να διαρραγούν τα ταμεία του, σαν να μπήκε κάποιος κλέφτης και εχθρός και να τα αφάνισε.
Θα μου πεις όμως ότι θα κτίσει ο πλούσιος μεγαλύτερες αποθήκες και θα τα αποθηκεύσει. Αυτό δεν είναι σίγουρο. Φοβάμαι μήπως τις παραδώσει γκρεμισμένες στον κληρονόμο του· διότι πολύ πιο γρήγορα θα πεθάνει αυτός, παρά θα κτισθούν οι αποθήκες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πλεονεξίας.
Ο πλούσιος βέβαια του Ευαγγελίου είχε για τα σχέδιά του το γνωστό τέλος. Αλλά εσείς, αν πεισθείτε σε όσα σας λέω, ανοίξτε τις αποθήκες σας και δώστε διέξοδο στον πλούτο σας. Και όπως το μεγάλο ποτάμι έχει πολυάριθμα κανάλια και διοχετεύει το νερό του στην πολύκαρπη γη, έτσι κι εσείς να οικονομήσετε τα αγαθά σας, ώστε να φθάσουν στα σπίτια των φτωχών, διασχίζοντας διάφορους δρόμους. Με αυτά που λέω, εννοώ να επινοήσετε ποικίλους τρόπους προσφοράς.
Όταν αντλείτε το νερό από τα πηγάδια, το νερό γίνεται πιο άφθονο. Ενώ, όταν τα εγκαταλείπουμε, βρωμίζουν και στερεύουν. Και ο πλούτος όταν μένει στάσιμος, είναι άχρηστος. Όταν όμως κινείται και δίδεται στους συνανθρώπους μας, βοηθάει το σύνολο των ανθρώπων και αποβαίνει καρποφόρος.
Αλήθεια, πόσο συγκινητικά είναι τα λόγια που βγαίνουν από την καρδιά του ανθρώπου που ευεργετήσαμε! Μην τον περιφρονήσεις. Και πόσο μεγάλη θα είναι η Χάρη που θα λάβουμε από τον δίκαιο Κριτή, τον Κύριο! Εμπιστεύσου λοιπόν τους λόγους του Κυρίου και μην απιστείς σ’ Αυτόν.
Πάντοτε και παντού να έχεις μπροστά στα μάτια σου το παράδειγμα του άφρονος πλούσιου που καταδικάζεται απ’ όλους για τη συμπεριφορά του· γιατί αυτός φύλαγε τα παρόντα υλικά αγαθά, αγωνιούσε για τις επερχόμενες σοδειές και, ενώ δεν γνώριζε αν θα ξημερώσει η αυριανή ήμερα, αμάρτανε εκ των προτέρων. Έχανε το σήμερα για το αύριο. Δεν είχε έλθει ο φτωχός να του ζητήσει κάτι, και αυτός προκαταβολικά εκδήλωνε την άρνηση και την αγριότητά του. Ακόμη δεν είχε μαζέψει τους καρπούς απ’ τα χωράφια του και είχε το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη τού πρόσφερε τα προϊόντα της άφθονα. Του έδειχνε ήδη μέσα στην οργωμένη γη το άφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια πάνω στα κλήματα, τις ελιές να είναι κατάφορτες και γενικά υποσχόταν στον πλούσιο κάθε τρυφή από τα καρποφόρα δένδρα. Ο πλούσιος όμως ήταν τσιγκούνης και άκαρπος. Ακόμη δεν είχε αποκτήσει τα αγαθά και τον έτρωγε το σαράκι, μήπως του ζητήσουν κάτι οι φτωχοί και οι αναγκεμένοι.
Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν για σένα, πλεονέκτη πλούσιε, μέχρι να φθάσουν οι καλλιέργειές σου στη συγκομιδή των καρπών; Διότι και χαλάζι μπορεί να πέσει και να τα καταστρέψει όλα και ο καύσωνας μπορεί να τα αρπάξει μέσα από τα χέρια σου και η απρόσμενη βροχή μπορεί να καταστρέψει τους καρπούς.
Δεν προσεύχεσαι λοιπόν στον Κύριο να δώσει τη Χάρη του, ώστε να ολοκληρωθεί η δωρεά; Αλλά εσύ τρέχεις για να βρεις τρόπο να μαζέψεις και να ασφαλίσεις τα αγαθά και έτσι καθιστάς τον εαυτό σου ανάξιο να λάβει όλα όσα ήδη σου έχει στείλει ο Θεός.
6. Και συ μεν ζεις με τους λογισμούς σου και κρυφά συνομιλείς με τον εαυτό σου, τα λόγια σου όμως αυτά κρίνονται στον Ουρανό. Γι’ αυτό και οι απαντήσεις σου έρχονται από εκεί.
Ποια είναι όμως αυτά που συζητάει με τον εαυτό του ο πλεονέκτης πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «έχεις πολλά αγαθά. Έχεις πλούτη για αμέτρητα χρόνια. Τρώγε, πίνε και διασκέδαζε καθημερινά»[Λουκ.12,19].
Ω Θεέ μου, τι παραλογισμός είναι αυτός! Αλήθεια, πλούσιε, αν είχες ψυχή χοίρου, τι άλλο καλύτερο θα μπορούσες να της πεις; Τόσο κτηνώδης είσαι, τόσο ασύνετος και αδιάφορος για την ψυχική σου καλλιέργεια, ώστε να τρέφεις την ψυχή σου με τα βρώματα που είναι για τη σάρκα; Αυτά που καταλήγουν στον αφεδρώνα, εσύ τα ετοιμάζεις για την ψυχή σου;
Διότι αν, ασύνετε πλούσιε, διέθετες αρετή, αν η ζωή σου ήταν γεμάτη από αγαθά έργα, αν είχες ενωθεί με τον Θεό, θα είχες πολλά όντως αγαθά και τότε ας ευφραινόσουν με τα ψυχικά αυτά χαρίσματα. Επειδή όμως εσύ σκέφτεσαι εντελώς γήινα και έχεις Θεό σου την κοιλιά σου και είσαι εντελώς σαρκικός άνθρωπος, υποδουλωμένος και αιχμάλωτος στα πάθη, άκου την προσφώνηση που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την απηύθυνε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος: «῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;(:Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από δω και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;’’)»[Λουκ.12,20].
Χειρότερο από την αιώνια κόλαση είναι το γέλιο και η ευτυχία που προέρχονται από αγκύλωση στα υλικά αγαθά. Αλήθεια, αυτός που σε λίγο πρόκειται να τον αρπάξουν απ’ αυτή τη ζωή οι άγγελοι, τι σκέπτεται; «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες»! «Πολύ καλά θα κάνεις», θα του έλεγα εγώ. Διότι τα ταμεία της αδικίας πρέπει να αφανισθούν. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που έκτισες με άδικο και αμαρτωλό τρόπο. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού, από τα οποία κανείς δεν έλαβε παρηγοριά. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που φιλοξενούσε την πλεονεξία. Βγάλε τη στέγη. Γκρέμισε τους τοίχους. Άφησε να δει ο ήλιος το μουχλιασμένο σιτάρι. Βγάλε από τη φυλακή τον φυλακισμένο πλούτο σου. Σύντριψε τα σκοτεινά καταγώγια του Μαμμωνά.
«Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω(:Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες)»!
Αν, ανόητε πλούσιε, γεμίσεις και τις μεγαλύτερες αποθήκες που θα κατασκευάσεις, τι άλλο θα σκεφτείς μετά να κάνεις; Ή μήπως πάλι θα τις γκρεμίσεις και πάλι θα τις ξανακτίσεις; Και τι είναι πιο ανόητο απ’ αυτή σου τη δραστηριότητα, να κοπιάζεις εφ’ όρου ζωής να κτίζεις με άγχος και βιασύνη και να γκρεμίζεις με την ίδια ψυχική κατάσταση; Αν θέλεις αποθήκες, έχεις τα σπίτια των φτωχών. «Θησαύρισε για τον εαυτό σου θησαυρούς που αποθηκεύονται στους ουρανούς». «Όσα κατατίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα τρώει, ούτε σαπίζουν, ούτε ληστεύονται».
«Αλλά τότε θα δώσω, στους αναγκεμένους», μας υπογραμμίζει ο πλεονέκτης πλούσιος, «όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες μου».
Βλέπω πως έχεις προδιαγράψει ότι η ζωή σου σε αυτή τη γη θα είναι μακροχρόνια. Κοίταξε να μη σε προλάβει Εκείνος που προσδιορίζει τη ζωή του καθενός και θέτει τις ημερομηνίες λήξεως. Και φυσικά η υπόσχεσή σου αυτή δεν είναι απόδειξη της αγαθότητας της καρδιάς σου, αλλά της πονηρίας σου· διότι υπόσχεσαι, όχι για να δώσεις στους άλλους από τα αγαθά σου, αν θα κτίσεις μεγαλύτερες αποθήκες, αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τι σε εμποδίζει, λοιπόν, να δώσεις τώρα κάτι από τα πολλά σου αγαθά; Δεν υπάρχουν φτωχοί έξω από την πόρτα σου; Δεν είναι γεμάτες οι αποθήκες σου; Δεν είναι επηγγελμένη η ανταπόδοση και η Χάρη που θα λάβεις; Δεν είναι ξεκάθαρη η υπόσχεση του Κυρίου;
Ο πεινασμένος σβήνει από την πείνα. Ο γυμνός ξεπαγιάζει από το κρύο. Ο οφειλέτης πεθαίνει από το άγχος και εσύ αναβάλλεις για αύριο τη συμπαράστασή σου προς αυτούς; Άκου τον προφήτη Σολομώντα που λέει: «Μὴ εἴπῃς· ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ ποιεῖν· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα (:Μην πεις στον φτωχό, πήγαινε τώρα και έλα αύριο και τότε θα σου δώσω. Διότι δεν γνωρίζεις τι θα παρουσιάσει για εσένα και για εκείνον η αυριανή ημέρα)»[Παρ.3,28]. Αδελφέ μου, ποια παραγγέλματα καταφρονείς, με το να κλείνεις τα αυτιά σου, εξαιτίας της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας; Πόση μεγάλη χάρη κι ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρωστάς στον Ευεργέτη σου! Πόσο έπρεπε να είσαι χαρούμενος και ευχαριστημένος που δεν βρίσκεσαι στη θέση να χτυπάς τις πόρτες άλλων, αλλά οι άλλοι χτυπούν τη δική σου για βοήθεια. Παρά ταύτα, είσαι κατσούφης και απλησίαστος, αποφεύγεις τις συναντήσεις μήπως και αναγκασθείς να δώσεις κάτι με τα χέρια σου. Λίγες φράσεις ξέρεις: «Δεν έχω. Δεν δίνω. Είμαι φτωχός!».Πραγματικά είσαι φτωχός και ενδεής από κάθε αγαθό. Είσαι φτωχός από αγάπη. Φτωχός από φιλανθρωπία. Φτωχός από πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Φτωχός από ελπίδα αιώνια.
Κάνε συμμέτοχους τους αδελφούς σου στα σιτηρά σου. Αυτό που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ’ αυτόν που το ‘χει ανάγκη. Η χειρότερη μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίνει κανείς στους αναγκεμένους ούτε αυτά που ούτως ή άλλως φθείρονται.
7. «Και ποιον αδικώ», λέει ο πλεονέκτης πλούσιος, «με το να ενδιαφέρομαι για την περιουσία μου;».
Αλήθεια; Αλλά πες μου, ποια είναι η περιουσία σου, ποια είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή; Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλές φορές οι πλούσιοι όπως κάποιος που πιάνει θέση στο θέατρο, για να έχει καλή θέα, και έπειτα εμποδίζει τους μετέπειτα εισερχόμενους να βρουν κι αυτοί κάποια θέση, δικαίωμα που είναι κοινό για όλους. Δηλαδή καταλαμβάνουν οι πλούσιοι τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έλθουν στα χέρια τους πριν από τους άλλους. Είναι αληθινό πως, αν ο καθένας κρατούσε αυτό που του χρειαζόταν, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, και το περίσσευμα το έδινε σε όσους το είχαν ανάγκη, τότε δεν θα υπήρχε κανένας φτωχός.
Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά της μητέρας σου; Δεν θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Κι αυτά που έχεις τώρα, από πού τα έχεις; Αν μου πεις ότι τα έχεις από την τύχη, είσαι άθεος, διότι δεν αναγνωρίζεις τον Δημιουργό, ούτε ευχαριστείς τον Δωρεοδότη. Αν όμως παραδέχεσαι ότι τα έλαβες από τον Θεό, πες μου το λόγο για τον οποίο τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος και μοιράζει σε μας άνισα όσα χρειαζόμαστε σε αυτή τη ζωή; Γιατί εσύ να είσαι πλούσιος και εκείνος να είναι φτωχός; Για κανένα άλλο λόγο, παρά για να αποδειχθείς εσύ καλός οικονόμος και να λάβεις τη Χάρη και τον μισθό της καλής διαχειρίσεως και της πονετικής καρδιάς σου προς τους αδελφούς. Και εκείνος, ο φτωχός, για να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής που θα καταθέσει, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων.
Εσύ όμως τα περιέλαβες όλα τα αγαθά στους ακόρεστους κόλπους της πλεονεξίας και νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς, ενώ τόσους και τόσους αποστερείς και δεν δίνεις τίποτα σε κανέναν. Ποιος θεωρείται πως είναι πλεονέκτης; Αυτός που δεν μπορεί να παραμείνει στην αυτάρκεια. Ποιος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί από τον καθένα εκείνα που του ανήκουν.
Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο πλεονέκτης; Δεν είσαι εσύ ο άρπαγας, όταν οικειοποιείσαι όλα τα πλούτη που σου δόθηκαν, με σκοπό να τα διαχειρισθείς και να τα οικονομήσεις με πνεύμα αγάπης; Ή αυτόν που απογυμνώνει τον ντυμένο, ο οποίος φοράει πλούσια ρούχα, θα τον ονομάσουμε λωποδύτη, ενώ εκείνον που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, θα του δώσουμε άλλο όνομα;
Το ψωμί που κρατάς εσύ στα χέρια σου και το αποθηκεύεις, ανήκει σ’ αυτόν που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στις ντουλάπες και στις ιματιοθήκες, είναι εκείνου που είναι γυμνός. Τα παπούτσια τα περίσσια είναι του ξυπόλυτου. Τα χρήματα που τα συγκεντρώνεις και τα κρύβεις στα βάθη της γης, είναι αυτού που τα χρειάζεται. Επομένως τόσους αδικείς, όσους μπορούσες να ευεργετήσεις!
8. «Καλά είναι τα λόγια», λέει ο πλούσιος, «αλλά καλύτερος είναι ο χρυσός!». Αδελφοί μου, μοιάζει σαν να μιλάω στο κενό. Αισθάνομαι σαν κι αυτούς που κάνουν διαλέξεις περί εγκράτειας στους πόρνους και στους ακόλαστους· διότι αυτοί, όταν, στις ομιλίες αυτές, διαβάλλεται και κατηγορείται μια πόρνη, φέρνουν στη μνήμη τους τις σχέσεις που είχαν μαζί της και φλέγονται από την επιθυμία.
Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του φτωχού, για να καταλάβεις επιτέλους πόσους μεγάλους και αβάσταχτους πόνους θησαυρίζεις μόνο και μόνο για τον εαυτό σου;
Αλήθεια, πόσο μεγάλος και σπουδαίος θα σου φανεί την ημέρα της Κρίσεως ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία, η οποία είναι ετοιμασμένη για σας από καταβολής κόσμου· διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, γυμνός ήμουνα και με ντύσατε». Και πόσο μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλει όταν ακούσεις την καταδικαστική απόφαση και προτροπή: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με(:Φύγετε από μπροστά μου εσείς, που από τα έργα σας γίνατε καταραμένοι. Φύγετε μακριά από εμένα και πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του· διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε, γυμνός ήμουνα και δεν μου δώσατε ένα ρούχο να ντυθώ)»[Ματθ.25,42-43]. Διότι εκεί, στην Βασιλεία του Θεού, δεν εγκαλείται μόνο ο άρπαγας, αλλά καταδικάζεται και εκείνος που δεν έσκυψε να δει τις ανάγκες του πλησίον και αδελφού του.
Εγώ λοιπόν σου είπα όσα νόμιζα ότι συμφέρουν την ψυχή σου. Εσύ, αν όλα αυτά τα εγκολπωθείς και τα πιστέψεις, είναι ολοφάνερες οι ευλογίες και οι χάριτες που θα λάβεις. Αν πάλι παρακούσεις, αναφέρεται στην Αγία Γραφή και η εξέλιξη και το κατάντημα που θα έχεις.
Εύχομαι να αποφύγεις αυτή την απειλητική εμπειρία. Και θα την αποφύγεις, αν πάρεις καλές αποφάσεις. Έτσι, ο ίδιος ο πλούτος θα σου γίνει λύτρο και θα λάβεις τα ουράνια αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για σένα, με τη Χάρη Εκείνου που όλους μας κάλεσε στη Βασιλεία Του, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Βασιλείου του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, Ομιλία εις το «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας», πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1973, τόμος 6, σελίδες 322-349 .
«Ο Άδης της πλεονεξίας», Εκδόσεις “Ετοιμασία“, Σειρά «ΣΕΛΑΣΦΟΡΑ» 2008, [Κείμενο και ερμηνευτική απόδοση: Αδελφότης Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα.](Ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένου: www.alopsis.gr)
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 12, 16-21]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΦΡΟΝΗΣΙΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-11-1996]
[Β 348] (Έκδοσις Β΄)
Την αφορμή, αγαπητοί μου, της παραβολής του άφρονος πλουσίου, που ακούσαμε σήμερα ως ευαγγελική περικοπή, έδωσε κάποιος νεαρός, που ζήτησε από τον Κύριον να σταθεί μεριστής της πατρικής περιουσίας. Μεταξύ αυτού και του μεγαλυτέρου του αδελφού. Ο Κύριος φυσικά αρνήθηκε. «Ποιος», λέει, «με έβαλε μεριστήν σας ή δικαστήν σας;» κ.λπ. Διέκρινε όμως στον νεαρόν αυτόν μία πλεονεξία· που ερχόταν να αντιμετωπίσει την πλεονεξία του μεγαλυτέρου αδελφού. Βλέπετε, ήρθαν σε σύγκρουση δύο πλεονεξίες. Κατά τον νόμο, βέβαια, ο μεγαλύτερος έπαιρνε μεγαλύτερο μερίδιο, επειδή υποτίθεται ότι αυτός κρατούσε τους γονείς του. Όμως στο βάθος ήταν σύγκρουσις δύο πλεονεξιών.
Τότε ο Κύριος, αφού διέκρινε αυτό το πάθος και μάζεψε και τον κόσμο γύρω, γιατί αντελήφθησαν περί τίνος επρόκειτο, είπε την παραβολήν του άφρονος πλουσίου, που, όπως σας είπα, ακούσαμε σήμερα, για να δείξει πόσο φοβερό πάθος είναι η φιλαργυρία. Η φιλαργυρία, όχι με την έννοια που λέμε σήμερα, της τσιγκουνιάς, αλλά με την έννοια της αγάπης προς τα χρήματα. Αυτό που λέμε εμείς σήμερα η φιλοχρηματία. Να αγαπάει κανείς τα χρήματα. Και έρχεται βέβαια να συνδράμει σε αυτό το πάθος και η πλεονεξία.
Η παραβολή είναι κατάφορτη βέβαια από σπουδαιότατα νοήματα, αλλά εμείς θα μείνουμε μόνο σε έναν χαρακτηρισμό που έδωσε ο Κύριος, που δίδει μάλλον ο Θεός, όπως φαίνεται μες στην παραβολή, εις τον πλεονέκτη και ανελεήμονα εκείνον πλούσιον. Τον απεκάλεσε ο Ίδιος ο Θεός, «ἂφρονα». Τι του είπε; «Ἂφρον», «Άμυαλε, που δεν έχεις μυαλό. Εγώ σε έκανα κατ’ εικόνα δική μου. Κι εσύ δεν έχεις μυαλό». «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ -Ποιοι απαιτούν; Οι δαίμονες-·ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Εκείνα δε τα οποία έχεις ετοιμάσει, κατά το ‘’Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, κι εκεί θα βάλω τα γεννήματά μου και θα πω εις την ψυχήν μου: ‘’Ψυχή μου έχεις για πολλά χρόνια να φας και να πιεις. Φάγε, πίε, εὐφραίνου ἀναπαύου ’’, όλα αυτά τι θα γίνουν;».
Αν προσέξομε, ο χαρακτηρισμός του «ἂφρονος», είναι φοβερός. Και αλίμονο στον άνθρωπο που δεν έχει βέβαια φρόνηση. Καλό θα ήταν όμως να δούμε αυτήν την αρετήν της φρονήσεως, σαν πράγματι αρετή αναγκαιοτάτη.
Τι είναι η φρόνησις; Πριν απαντήσομε, θα λέγαμε ότι είναι η πρώτη και κορυφαία, μαζί με άλλες τρεις αρετές, που συνιστούν την βάσιν και το κεφαλάρι και την πηγή όλων των αρετών, που οφείλουν να κοσμούν τον άνθρωπον. Αυτές είναι: Η φρόνησις, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη.
Η φρόνησις αναφέρεται εις την περιοχήν της νοήσεως. Η σωφροσύνη αναφέρεται στην περιοχή της καρδίας και του συναισθήματος. Η ανδρεία κινείται στην περιοχή της βουλήσεως. Σ’ αυτό το τριμερές, θα λέγαμε, της ψυχής, τρεις συμπεριφορές της ψυχής. Και η δικαιοσύνη, δεν είναι η γνωστή μας δικαιοσύνη. Είναι η αρετή της διακρίσεως· η οποία ισοσταθμίζει και θέτει σε αρμονία τις τρεις πρώτες αρετές. Να μην είναι μία από τις τρεις αναφερθείσες περισσότερο ή ολιγότερο από κάποιαν άλλη. Αλλά πρέπει να είναι ισοσταθμισμένες. Αυτή είναι η δικαιοσύνη: η διάκρισις να έχουν ίσον ύψος, ισοϋψείς αρετές.
Λοιπόν, τι είναι η φρόνησις; Συνδέεται βέβαια με την ευφυΐα. Αλλά δεν είναι η ευφυΐα. Συνδέεται και με την σοφία. Αλλά δεν είναι η σοφία. Λέγει ο Μέγας Βασίλειος: «Διπλοῦν ἐστὶν τὸ τῆς φρονήσεως ὄνομα(:Το όνομα, λέγει, της φρονήσεως είναι διπλοῦν). Ἡ μὲν γὰρ τὶς ἐστὶν φυλακὴ τοῦ οἰκείου συμφέροντος, οἶα ἡ τοῦ ὄφεως, τὴν κεφαλὴν ἑαυτοῦ συντηροῦντος». «Η μία», λέγει, «πλευρά της φρονήσεως είναι εκείνη η οποία φροντίζει δια τα ίδια συμφέροντα. Όπως ο όφις, ήταν», λέει, «φρονιμότατος», δηλαδή είχε μυαλό. Αυτό θα πει. Και ήταν το φρονιμότερον ζώον μέσα εις τον Παράδεισον. Και είναι γνωστό ότι το φίδι, όταν αντιληφθεί κίνδυνον, προσπαθεί να περισώσει την κεφαλή. Διότι αν κοπεί ένα μέρος της ουράς, ξαναγίνεται. Ενώ όταν συντριβεί η κεφαλή, τελείωσε. Γι’ αυτό λοιπόν η φρόνησις αναφέρεται εις το ίδιον συμφέρον. Δηλαδή εις την ιδίαν ύπαρξιν, εις την συντήρησιν της ιδίας υπάρξεως. «…ἡ δὲ ἀληθὴς φρόνησις– συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος- διάγνωσις ἐστὶν τῶν ποιητέων καὶ οὐ ποιητέων». «Αλλά τι είναι», λέγει, «η αληθής φρόνησις; Η άλλη πλευρά. Το να διακρίνει κανείς, να διαγνώσει κανείς, τι πρέπει να κάνει και τι δεν πρέπει να κάνει»- ᾗ (:τῇ ὁποίᾳ) ὁ ἀκολουθῶν οὐδέποτε τῷ τῆς κακίας περιπαρήσεται». «Αν κανείς ακολουθεί την φρόνησιν, ποτέ», λέει, «δεν θα εμπλακεί σε ατυχήματα» (του ρήματος «περιπείρω»). Σπουδαίο αυτό. Να ξέρεις πώς θα κανονίσεις τα πράγματα. Δηλαδή είναι ο ρυθμιστής και της ευφυΐας, θα έλεγα ακόμα, και της σοφίας. Η σοφία ξέρετε πώς δύναται να χαρακτηριστεί; Σαν μία αποθήκη με πλούσιον υλικόν. Με ένα ντεπόζιτο γεμάτο, ας πούμε, πετρέλαιο για την σόμπα, να το πω έτσι. Τι είναι εκείνο που θα ρυθμίσει πώς θα χρησιμοποιηθεί αυτό το υλικό; Λέμε, στο αυτοκίνητο ή στη σόμπα πετρελαίου, είναι το καρπυρατέρ κ.τ.λ. Αυτό θα ρυθμίσει. Αυτό λοιπόν λέγεται φρόνησις: πώς θα ρυθμίσω την υπάρχουσα εις εμένα ευφυΐα, την υπάρχουσα εις εμένα σοφία.
Ακόμη, η «Προς Διόγνητον» επιστολή, είναι ένα αρχαίο βιβλίο, πολύ αρχαίο, συνιστά το εξής: «Ἴδε (: «Δες», λέει) μὴ μόνον τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ καὶ τῇ φρονήσει». «Να μη βλέπεις μόνο με τα μάτια, αλλά να βλέπεις και με τη φρόνηση. Όχι όπως βλέπεις τα πράγματα. Αλλά όπως η φρόνησή σου σού υπαγορεύει». Είναι. άρα, η φρόνησις οι έσω οφθαλμοί της ψυχής. Τι είναι η φρόνησις; Ο νους, τα μάτια της ψυχής.
Την φρόνησιν, ο Μεθόδιος Ολύμπου την αποκαλεί «διορατικὸν ὀφθαλμόν». Να μπορείς να είσαι διορατικός και να βλέπεις πιο πέρα από εκείνο το οποίο δεν φαίνεται. Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει ότι είναι «δύναμις ψυχῆς θεωρητικὴ τῶν ὄντων». Είναι μία δύναμις της ψυχής, που μπορεί να διακρίνει τις διαφορές. Ακόμη, κατά τον αυτόν, Κλημέντα, είναι πολυμερής. Έχει πολλές πλευρές. Και παίρνει ποικίλα ονόματα: «Νόησις», «γνῶσις τε καὶ σοφία καὶ ἐπιστήμη», «πίστις», «δόξα ὀρθή», «τέχνη», «ἐμπειρία». Όλα μαζί κάνουν αυτό που λέμε φρόνηση. Ή, αναλυομένη η φρόνησις, δίδει αυτές τις επιμέρους θέσεις.
Η φρόνησις είναι η πρώτη αρετή, όπως σας είπα. Αλλά και η συνισταμένη και ο καρπός των άλλων αρετών. Α, επί παραδείγματι, σ’ αυτόν τον πλούσιο της παραβολής… Άνθρωπε, τι λες; Έχεις κείμενα ἀγαθὰ πολλά εἰς ἔτη πολλά… Άνθρωπε, θα πεθάνεις. Άνθρωπος είσαι. Αλλά επειδή του έλειπε η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη, η αγάπη, δεν μπορούσε να ιδεί. Και νόμιζε ότι θα μπορούσε έτσι να φροντίζει μόνο για τον εαυτό του. Βλέπετε λοιπόν ότι είναι η συνισταμένη και ο καρπός των αρετών η φρόνησις.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μάς λέγει ότι «πηγὴ ὄντως καὶ ῥίζα φρονήσεως ἐστὶ ἡ ἀρετή». Αυτό που είπαμε. Και αφού ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, ο Χριστός είναι η πηγή της φρονήσεως δια τον άνθρωπον. Ο Χριστός είναι η πηγή της φρονήσεως δια τον άνθρωπον. Πρέπει να ζητά ο πιστός από τον Χριστόν φρόνησιν. Να είμαι ακριβέστερος: «Χριστέ μου, Εσένα θέλω. Γιατί, αν Εσένα έχω, τότε έχω και την φρόνησιν. Αν δεν έχω Εσένα, τότε δεν έχω ούτε την φρόνησιν». Κάποτε επέπληξε ο Κύριος τους μαθητάς Του και τους είπε: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοι ἐστέ;». Δηλαδή, «Δεν έχετε μυαλό;». Γιατί λέγανε…Τι λέγανε; «Δεν πήραμε ψωμί μαζί μας». «Καλά, δεν σας δίδαξε τίποτε το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων;». Τους επιπλήττει. Γιατί; Γιατί αποτελεί κύριον σημείον της ἐν ἡμῖν εικόνος του Χριστού. Του Χριστού, προσέξτε. Του Χριστού. Δεν έκανα λάθος. Δεν είπα «του Θεού». Του Χριστού.
Ο δε Ωριγένης γράφει τα εξής (εκκλησιαστικός συγγραφεύς): «Εὑρήσεις ἐν ταῖς Παροιμίαις λεχθὲν(«Στο βιβλίο των Παροιμιών», λέγει, στην Παλαιά Διαθήκη, θα βρεις γραμμένο το εξής:) Ὁ Θεὸς ἡτοίμασεν δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει(:Ο Θεός – λέει- ετοίμασε τους ουρανούς με φρόνησιν). Ἔστιν οὗν τις φρόνησις Θεοῦ, ἵνα μὴ ζῆ τί εἰ μὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Πάντα γὰρ ὅσα τοῦ Θεοῦ τοιαῦτα ἐστίν. Ὁ Χριστὸς ἐστίν. Οὕτως, φρόνησις Αὐτὸς ἐστὶν Θεοῦ». Πώς έγινε το σύμπαν; Αυτό το «Ο Θεός ετοίμασε τους ουρανούς με φρόνηση». Τους ουρανούς Του τους ετοίμασε δια του Ιησού Χριστού, δια του Θεού Λόγου. Συνεπώς, όταν λέμε «η φρόνησις του Θεού» είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι ο Θεός Λόγος. Ο μετέπειτα Ιησούς Χριστός. Βλέπετε λοιπόν; Έχω τον Χριστόν; Έχω φρόνηση. Δεν έχω τον Χριστόν; Δεν έχω φρόνησιν.
Αλλά και ο Μέγας Αθανάσιος λέγει: «Ὁ ἄρα τοῦ Θεοῦ Υἱός, οὗτος ἐστὶν ὁ Λόγος καὶ ἡ σοφία, Αὐτὸς ἡ φρόνησις καὶ ἡ ζῶσα βουλή». «Ώστε, λοιπόν», λέγει, «ο Υιός του Θεού είναι ο Λόγος, η Σοφία, η Ενυπόστατος Σοφία, Αυτός είναι η φρόνησις, Αυτός είναι η ζωντανή, ζώσα βουλή του Θεού».
Όταν κατά την παραβολή του πλουσίου, που ακούσαμε, αγαπητοί, ο Κύριος είπε εκείνο το «ἂφρον», «άμυαλε», είναι σαν να του έλεγε: -γιατί ξέρετε, πρέπει να πηγαίνομε στο βάθος των πραγμάτων-· είναι σαν να του έλεγε: «Συ, που δεν έχεις τον Λόγον του Θεού, δεν έχεις τον Υιόν του Θεού. Συ, δεν έχεις Εκείνον που είναι η Σοφία και η Φρόνησις». Η Ενυπόστατος. Και ως φρόνησις και ως Σοφία. Ενυπόστατος θα πει πρόσωπον. Γιατί ούτε η φρόνησις, ούτε η σοφία, δεν είναι αφηρημένες έννοιες. Οι αρχαίοι Έλληνες την φρόνηση και την σοφία τις θεωρούσαν αφηρημένες έννοιες. Δεν είναι αφηρημένες έννοιες. Αλλά ανήκουν σε ένα πρόσωπο. Στον Υιόν του Θεού. Τον Ιησούν Χριστόν. Γι’αυτό λέγεται η Ενυπόστατος Σοφία. Η Σοφία του Θεού, που είναι πρόσωπον.
Ο Κύριος ονόμασε τον άνθρωπο που ακούει και εφαρμόζει τον λόγο Του με άνδρα φρόνιμον. Έτσι τελειώνει μάλιστα με μια παραβολή, μικρή παραβολή η επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, που κτίζει επάνω εις την πέτραν. Και ποιος είναι, τι είναι η πέτρα; Ο Χριστός. Και η οικοδομή Του είναι ανθεκτική στην αιωνιότητα. Μην ξεχνάτε, σε μιαν άλλη παραβολή, την παραβολή των πέντε παρθένων, «Αἱ πέντε», λέγει, «ἦσαν μωραί, αἱ πέντε φρόνιμοι». Οι μωρές παρθένες, οι ανόητες, οι στερούμενες της φρονήσεως, έμειναν απέξω. Χάνεις την Βασιλεία του Θεού. Μένεις απέξω.
Η φρόνησις είναι το αντίθετο, λοιπόν, της μωρίας. Πόσες φορές είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους, στους Γραμματείς: «Μωροί καί τυφλοί». «Σεις που έχετε μωρίαν, σεις που έχετε τύφλωσιν πνευματικήν. Δηλαδή δεν έχετε φρόνησιν». Πόσο τους επέπληξε ο Κύριος τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς και τους νομικούς.
Έτσι, λέγει ο Θεοδώρητος, ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς: «Εἶναι ἡ φρόνησις τοῦ ἐν ἡμῖν λογικοῦ ἡ ἐγρήγορσις». Είναι η ετοιμότητα του λογικού μας. Και ο ίδιος ο Κύριος εντέλλεται· είναι στο κατά Ματθαίον: «Γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις». «Γίνετε», λέει, «φρόνιμοι σαν τα φίδια». Ο Θεός έκανε με κάποιες αρετές τα ζώα. Σ’ αυτό το ζώο εκείνο, σε εκείνο το ζώο εκείνο. Και ακόμη αν θέλετε, έδωσε και ελαττώματα στα ζώα. Δεν φταίνε. Ούτε έπαινον έχουν δια τις αρετές, ούτε κατηγορία δια τις ελλείψεις. Κι όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεός έκανε το ζωικό βασίλειο για να διδάσκει τον άνθρωπο. Αλλά λέει ένας ερμηνευτής ότι είναι κατάντημα δια τον άνθρωπο αν πρέπει να παίρνει παραδείγματα από τα ζώα. «Έλα εδώ τεμπέλη», λέει η Αγία Γραφή, «δες το μυρμήγκι, δες τη μέλισσα». Αλλά είναι ντροπή να σκύψω να δω τη μέλισσα, να σκύψω να δω το μυρμήγκι, γιατί είμαι τεμπέλης.
Οι πρωτόπλαστοι, αγαπητοί, δεν ενεργοποίησαν την φρόνησιν. Γιατί; Επειδή τους πρόφθασε η επιθυμία, η πονηρά επιθυμία. Έτσι το λογικό τους δεν ήτο σε εγρήγορση. Για να μπορούν να διαθέτουν φρόνησιν. Εκείνο που πραγματικά, κυριολεκτικά καταστρέφει την φρόνησιν, αν υπάρχει, ή δεν την αφήνει να αναπτυχθεί, είναι τα πάθη. Μην το ξεχνούμε. Επηρεάζουν τα πάθη την φρόνησιν. Σίγουρα. Πολλές φορές βλέπομε καταστάσεις ανθρώπων, παίρνουν αποφάσεις, υψηλά ισταμένων και λέμε: «Καλά, δεν έχουν λίγο μυαλό αυτοί οι άνθρωποι!». Έχουνε μυαλό. Αλλά τα πάθη σκοτίζουν το μυαλό και δεν μπορούν να σκεφθούν.
Πάλι το Πνεύμα το Άγιον μάς προτρέπει και μας λέγει στο βιβλίο των Παροιμιών: «Ζητήσατε φρόνησιν». «Αναζητήσατε την φρόνησιν». Να βρει κανείς γυναίκα φρόνιμη; Λέγει πάλι στο βιβλίο των Παροιμιών: «Ποιος», λέει, «βρήκε γυναίκα ανδρεία;». Ανδρεία θα πει πολλά πράγματα. Πρώτο η φρόνηση. Βρήκε τέτοια γυναίκα; Φρόνιμη; «Βρήκε θησαυρόν». Ναι. Θησαυρόν. Στο βάθος σημαίνει: «Ζητήσατε την Ενυπόστατον Σοφίαν». Όταν λέγει το Πνεύμα του Θεού: «Ζητήσατε φρόνησιν». Γι’αυτό, όταν ετοιμάζει η Ενυπόστατος Σοφία το μεγάλο της τραπέζι, διαβάζομε πάλι, στο βιβλίο της Σοφίας Σολομώντος– λέει: «Καλεῖ μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος» και λέει στους ανθρώπους: «Ὃς ἐστὶν ἄφρων(: Όποιος είναι άφρων) ἐκκλινάτω πρὸς μὲ(:ας ξεκόψει από τον δρόμο του να ‘ρθει σε μένα). Καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν(:Κι εκείνοι που ΄ναι φτωχοί στις φρένες, στο μυαλό, τους είπε): Ἔλθετε, φάγετε τὸν ἐμὸν ἄρτον καὶ πίετε οἶνον, ὀν ἐκέρασα ὑμῖν. Ἀπολείπετε ἀφροσύνην(:Αφήστε την αφροσύνην), ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε καὶ ζητήσατε φρόνησιν καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν». Δεν το μεταφράζω, είναι εύκολο. Είδατε; Ποιος καλεί; Η Ενυπόστατος Σοφία. Ποιος; Ο Χριστός. Η πηγή της φρονήσεως. Γι’αυτό πάλι λέγει η Γραφή: «Μακάριος ὃς εὗρε φρόνησιν», λέγει η Σοφία Σειράχ.
Και τέλος, ο συγγραφεύς του Δ΄ βιβλίου των Μακκαβαίων παρατηρεί: «Κυριωτάτη δὲ πάντων ἡ φρόνησις». Κυριωτάτη. Στην κορυφή. Εκεί είναι μάλιστα, εις το Δ΄Μακκαβαίων, οι τέσσερις αναφερθείσες αρετές που προηγουμένως σας είπα. Έτσι, κυριωτάτη λοιπόν είναι η φρόνησις. Κορυφαία.
Και όσο υπάρχει ευσέβεια, τότε είναι αδιάπτωτος η ρίζα της φρονήσεως· που είναι η αρετή, όπισθεν της οποίας είναι ο Χριστός. Και όταν η φρόνησις δεν υπάρχει, τότε γι’ αυτόν τον άνθρωπον δεν υπάρχει ο Θεός. Βαρύς ο λόγος; Ο Κύριος το είπε: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ -είναι στὸν 13ον Ψαλμόν. Το Πνεύμα το Άγιον το είπε -«Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ(:στον νου του) οὐκ ἔστι Θεός». Πότε είπε «Οὐκ ἔστι Θεός»; Δηλαδή «δεν υπάρχει ο Θεός». Ο άφρων, ο άμυαλος. Εκείνος λοιπόν που λέγει ότι δεν υπάρχει ο Θεός, είναι άμυαλος, είναι άφρων. Δεν έχει μυαλό. Γιατί αν είχε μυαλό, ποτέ δεν θα έλεγε: «Δεν υπάρχει ο Θεός».
Αναφέρει ο προφήτης Βαρούχ ότι εκείνοι οι προϊστορικοί γίγαντες, είναι στο 3ο του κεφάλαιο, χάθηκαν. Ένας ήταν απ’ αυτούς από τους σωζομένους ήταν και ο Γολιάθ. «Χάθηκαν», λέει, «γιατί δεν είχαν φρόνηση». Ακούστε να σας το διαβάσω. Δεν θα σας το ερμηνεύσω περισσότερο. Δεν έχομε χρόνο δηλαδή: «Ἐκεῖ ἐγεννήθησαν οἱ γίγαντες οἱ ὀνομαστοὶ οἱ ἀπ’ ἀρχῆς, γενόμενοι εὐμεγέθεις(:τεράστιοι – μεγάλο σώμα, δυνατό σώμα, σαν κάπου περίπου με τους συγχρόνους μας αθλητάς) ἐπιστάμενοι πολέμου(:γνωρίζοντες να πολεμούν). Οὐ τούτους ἐξελέξατο ὁ Θεὸς οὐδὲ ὁδὸν ἐπιστήμης ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἀπώλοντο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν φρόνησιν». Χάθηκαν γιατί δεν είχαν φρόνησιν. Είπα για τους αθλητάς. Ξέρετε ότι πολλοί από τους αθλητάς μας, φροντίζουν πάρα πολύ το σώμα τους, όχι το μυαλό τους. Και με τον τρόπον αυτόν, αγαπητοί μου, αναπτύσσεται ο λεγόμενος «βιταλιστικός άνθρωπος». ‘’Vita’’ θα πει ζωή, λατινικά. Ο «βιταλιστικός» άνθρωπος, ο «ζωικός» άνθρωπος. Να το πω πιο έτσι; Ο ζωώδης άνθρωπος. Τι κρίμα! Τι κρίμα!
Και οι λαοί που δεν έχουν φρόνησιν, χάνονται ιστορικά. Πολλές φορές ο Θεός απεκάλεσε τον λαόν Του του Ισραήλ, τον απεκάλεσε «μωρόν». «Μωροί», λέγει, «είσαστε;». Αγαπητοί, η φρόνησις είναι μεγίστη αρετή. Και συνεπώς «Μακάριος ἄνθρωπος ὃς εἶδε φρόνησιν», λέει το βιβλίον των Παροιμιών. Αλλά η φρόνησις πρέπει να προέρχεται από τον Θεό. Γιατί; Γιατί σ’ αυτήν αντιτάσσεται η ανθρωπίνη φρόνηση, που τις πιο πολλές φορές είναι έξω από την σώζουσα φρόνησιν. Γι’ αυτήν, μάλιστα, την κοσμικήν φρόνησιν, ο Χριστός είπε μία παραβολή. Δεν είναι της ώρας. Ας πούμε: «Πού θα επενδύσω τα χρήματά μου;». Φρόνησις είναι. Αλλά δεν είναι σώζουσα φρόνησις.
Ακόμη, αν θέλετε, έχομε και την δαιμονικήν φρόνησιν. Γι΄ αυτό ο διάβολος πήρε την μορφήν του φιδιού και ήρθε στους πρωτοπλάστους. Έχομε και την δαιμονικήν φρόνησιν. Προσέξτε επάνω σ’ αυτό. Διότι απλούστατα ο διάβολος πρέπει να διαθέτει μίαν φρόνησιν για να σε εξαπατήσει. Αλλά θα σε εξαπατήσει για την απώλειά σου. Θα εξαπατήσει και για την δική του την απώλεια. Αυτή είναι η δαιμονική φρόνησις.
Εμείς, ας ζητούμε, αγαπητοί, επιμόνως από τον Κύριον την δική Του την φρόνηση, την θείαν φρόνησιν· πίσω από την οποίαν είναι Αυτός ο Ιησούς Χριστός, όπως σας εξήγησα. Ή , αν θέλετε, να γνωρίζομε περισσότερο και περισσότερο τον Ιησούν Χριστόν. Είναι εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιώντας την εξής λέξη: «Εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Δεν λέει «εἰς γνῶσιν». Λέει «εἰς ἐπίγνωσιν». Δηλαδή σε μια βαθιά και καλή γνώση πρέπει να φτάσομε να γνωρίσομε τον Ιησούν Χριστόν. Τότε, εάν έχομε τον Χριστόν ἐν ἐπιγνώσει, τότε, αγαπητοί, τότε θα έχομε αποκτήσει την τόσο σπουδαία και αναγκαιοτάτην φρόνησιν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_701.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 12, 16-21]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα: «ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΑΦΡΟΣΥΝΗ;»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 22-11-1998]
[Β 387]
Είναι βαρύ να σου δίνει ο Θεός τον χαρακτηρισμό ότι είσαι άφρων, άμυαλος, αγαπητοί μου. Ο Θεός χαρακτηρίζει με επαίνους τον άνθρωπον, όταν είναι σωστός άνθρωπος, όπως τον θέλει ο Θεός. Αλλά και αποδίδει βαρείς χαρακτηρισμούς, όταν ο άνθρωπος έχει αποκλίνει από το θέλημα το δικό Του. Και τούτο φαίνεται στην παραβολή του άφρονος πλουσίου που ακούσαμε σήμερα, αγαπητοί, στην ευαγγελική μας περικοπή.
Μας λέγει ο Κύριος στην παραβολή αυτή ότι ενός ανθρώπου τα χωράφια εκείνη τη χρονιά είχαν εξαιρετική ευφορία. Και ο άνθρωπος αυτός, σημειώνει, ήταν πλούσιος. Έπεσε λοιπόν σε περίσκεψη. Εσκέπτετο πού θα μπορούσε να αποθηκεύσει την καινούρια του σοδειά. Βλέπετε; Έπεσε σε μέριμνα. Όπως βλέπετε, σε μέριμνα πέφτει και ο φτωχός. Και ο φτωχός και ο πλούσιος. Και οι δύο κατηγορίες πέφτουν σε μία μέριμνα. Ο ένας λέει: «Τι θα φάω;». Ο άλλος λέγει: «Όλα αυτά που έχω, πώς θα τα φάω;».
Ωστόσο, ο πλούσιος, δεν σκέφτηκε να δώσει από τη σοδειά της προηγουμένης χρονιάς στους φτωχούς, αλλά ήθελε να συγκεντρώσει ό,τι είχε σε καινούριες αποθήκες. Τον πλούσιο τον χαρακτηρίζει, τον πλούσιον εννοείται της παραβολής, τον χαρακτηρίζει η φοβερή φιλαυτία, η αγάπη προς τον εαυτόν του. Και φαίνεται αυτό από την λεκτική διατύπωση της όλης παραβολής, με την επανάληψη της αντωνυμίας «μου». «…Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Βλέπετε; «Τα αγαθά μου. Τα δικά μου. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Με ενδιαφέρει τι κάνω εγώ. Πώς εγώ θα καλοπεράσω». Ουδεμία σκέψις για φιλανθρωπία, για παρουσία πλησίον.
Όμως την νύχτα εκείνη που έκανε αυτές τις φίλαυτες σκέψεις, όπως μας παρουσιάζει ο Κύριος στην παραβολή, εμφανίζεται ο Θεός στον ύπνο του και του λέγει: «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Άμυαλε, ἂφρον, άμυαλε, αυτή τη νύχτα ζητάνε την ψυχή σου -Ποιοι; Οι δαίμονες- . Εκείνα όλα που έχεις ετοιμάσει, σε ποιον θα μείνουν;».
Φοβερή, αγαπητοί μου, η φωνή του Θεού. Φοβερός και ο χαρακτηρισμός «άφρων». Να σε πει ο Θεός «άφρων»… Μπορούμε, αλήθεια, να συλλάβομε να μας λέγει ο Θεός αυτόν τον χαρακτηρισμόν; Μπορούμε να το συλλάβομε αυτό τι σημαίνει; Αλλά τι σημαίνει άφρων; Είναι το αντίθετον του έμφρονος ανθρώπου. Η αφροσύνη είναι το αντίθετον της φρονήσεως. Αυτός που δεν είναι συνετός, αυτός που δεν είναι φρόνιμος, αυτός είναι ο άφρων. Είναι από το στερητικό α-, όπως λέμε στη Γραμματική, αλλά και της λέξεως «φρήν- φρενός», δηλαδή μυαλό, του μυαλού, δηλαδή χωρίς μυαλό, χωρίς φρόνηση, άμυαλος.
Είναι γνωστό ότι στον άνθρωπον υπάρχουν τέσσερις κεφαλαιώδεις αρετές· από τις οποίες εκπηγάζουν όλες οι αρετές. Πολλές φορές έχω αναφερθεί στις ομιλίες μου γι’ αυτές τις κεφαλαιώδεις αρετές. Δεν πειράζει αν τις ξαναπούμε, διότι ένα κήρυγμα δεν είναι ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά είναι ένα μάθημα, είναι μία κατήχηση. Και όπως ο εκπαιδευτικός στο σχολειό λέει και ξαναλέει και ξαναλέει τα ίδια πράγματα, με σκοπό όχι να αρέσει εις τους μαθητάς του αλλά εκείνα τα οποία λέγει να εμπεδωθούν εις την γνώσιν των μαθητών του. Είναι λοιπόν η φρόνησις, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη. Αυτά τα τέσσερα.
Λέγει εις το 4ο βιβλίο των Μακκαβαίων, αναφερόμενος εις αυτό το τετράπτυχον. Λέγει -είναι στο πρώτο κεφάλαιο στον 18ο στίχο: «Τῆς δέ σοφίας ἰδέαι καθεστήκασι τέσσαρες, φρόνησις καί δικαιοσύνη καί ἀνδρεία καί σωφροσύνη». Πρέπει να πούμε ότι αυτές οι τέσσερις κεφαλαιώδεις αρετές, βρίσκονται και εις τους παρ’ ἡμῖν σοφούς, τους Έλληνας σοφούς. Κι εκεί συναντούμε αυτές τις τέσσερις κεφαλαιώδεις αρετές.
Η φρόνησις αντιστοιχεί εις την νόησιν, στο μυαλό. Εξ ου και το «ἂφρον», άμυαλε. Φρόνιμος εκείνος που έχει μυαλό. Στην σωφροσύνη αντιστοιχεί το συναίσθημα, η καρδιά. Στην ανδρεία αντιστοιχεί η βούλησις. Και στην δικαιοσύνη, που και διάκρισις λέγεται, υπάρχει εκ μέρους της, της δικαιοσύνης, η ισοστάθμισις των τριών πρώτων. Όταν λέμε δικαιοσύνη, πάντα εννοούμε μία ζυγαριά. Το σύμβολον της δικαιοσύνης είναι η ζυγαριά. Είναι εκείνη η οποία, ξαναλέγω, ισοσταθμίζει την φρόνηση, την σωφροσύνη και την ανδρεία. Τι θα πει «ισοσταθμίζει»; Όχι το ένα να είναι πολύ μεγάλο, το άλλο να είναι πολύ μικρό. Δηλαδή σαν ένα τρίγωνο αν το θέλετε, ορθογώνιο τρίγωνο, που το ένα σκέλος να είναι πολύ μεγάλο, φερειπείν η νόησις, ενώ το από κάτω σκέλος να είναι πολύ μικρό, δηλαδή ας πούμε η ανδρεία. Να έχεις γερό μυαλό, αλλά να μην έχεις ανδρεία, πολλή εννοείται. Αλλά να έχεις μικρούτσικη, να έχεις νηπιώδη ανδρεία. Έτσι η αρετή της δικαιοσύνης ισοσταθμίζει τις τρεις άλλες αρετές. Και επέρχεται μία ισορροπία. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικόν.
Και τώρα να δούμε πώς εμφανίζεται η αφροσύνη, περί της οποίας και ο λόγος σήμερα. Δημιουργεί την πλάνη ότι η ευτυχία βρίσκεται στα πολλά. «Πω, ευτυχία! Ω πολλά, ω πολλά αγαθά μου! Και πέρυσι μου ‘μειναν πάρα πολλά. Ίσως και από πρόπερσι. Και φέτος, πω, πολλά αγαθά!». Έτσι λοιπόν δημιουργείται αυτή η πλάνη, πλάνη, ότι η ευτυχία βρίσκεται στα πολλά. Ότι αν δεν έχω χρήματα, όπως λέγει ο άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, και δυστυχώς αναφέρεται σε κάποιον μοναχόν, ο οποίος μάζευε χρήματα και τα έβαζε κάτω από μία σανίδα του σανιδένιου πατώματος του κελιού του, ότι «αν δεν έχω χρήματα ἀθλίως ἀποθανοῦμαι». Η φράσις είναι από κει. Ότι θα πεθάνω άθλια. Προσέξτε, να κάνω μία διάκριση. Όχι βεβαίως το να πω στα παιδιά μου : «Παιδιά, κοιτάξτε, ε, αυτά τα χρήματα τα έχω για την κηδεία μου»· ή: «Αυτό το σάβανο-που αγοράζουν από τους Αγίους Τόπους- θα μου το βάλετε όταν θα με κηδεύσετε». Δεν εννοούμε αυτό το πράγμα. Κάθε άλλο. Δεν έχει καμία σχέση.
Η εκουσία πτωχεία, η θεληματική πτωχεία είναι εκείνη που θεραπεύει το πράγμα. Αυτή δε, η εκουσία πτωχεία, είναι η πρώτη, κατά τους Πατέρες, του καταλόγου των αρετών. Ο Κύριος πώς άρχισε τους Μακαρισμούς Του; «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι». Τι σημαίνει αυτό; «Τῷ πνεύματι» θα πει «εκείνοι που είναι φτωχοί δια της ιδίας των προαιρέσεως». Θέλουν. Δεν είναι χαζοί. Δεν είναι κουτοί. Δεν είναι ανίκανοι να βγάλουν χρήματα. Αλλά θέλουν να είναι πτωχοί. Το γιατί; Για κάποιο σκοπό. Φερειπείν, διότι θέλω να εργαστώ για την Βασιλεία του Θεού. Όπως και η αγαμία. Δεν είμαι ανίκανος. Όπως θα ‘λεγε κάποιος: «Ξύσε με λιγάκι, να δεις αν είμαι ανίκανος». Αλλά για την Βασιλεία του Θεού.
Λοιπόν, «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι». Δηλαδή δια της ιδίας των προαιρέσεως. Γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία του Θεού. Αν θα ανοίξετε τα Άπαντα του αγίου Ισαάκ του Σύρου, θα δείτε ότι πρώτη ομιλία – η πρώτη, έχει πολλές ομιλίες, 80-90 ομιλίες έχει- η πρώτη ομιλία αναφέρεται εις την εκουσίαν, την θεληματικήν πτωχείαν. Γιατί; Γιατί είναι η αφετηρία όλων των άλλων αρετών. Όχι βεβαίως ότι ένας πλούσιος δεν μπορεί να σωθεί. Αν και ο Κύριος είπε ότι ένας πλούσιος δύσκολα μπαίνει στην Βασιλεία του Θεού, γιατί πλανάται από τα πράγματα που έχει, από τον πλούτον που έχει. Και τότε είπαν οι μαθηταί: «Α, τότε ποιος μπορεί να σωθεί;». Και είπε ο Κύριος: «Εκείνα που είναι αδύνατα στους ανθρώπους, είναι δυνατά στον Θεό». Μπορείς να είσαι πλούσιος και να σωθείς. Όταν όμως είσαι ο φιλάνθρωπος, ο ελεήμων, που δεν εμποδίζεσαι να κάνεις το αγαθόν. Και δεν κολλάει η καρδιά σου στα υλικά αγαθά.
Έτσι λοιπόν εκείνος ο οποίος είναι πλεονέκτης, θέλει να μαζέψει, στο βάθος είναι υπερήφανος. Έχει αλαζονεία του σώματος. Ξέρετε εκείνος που δεν νηστεύει, έχει την αλαζονεία του σώματος, όχι του πνεύματος. Η αλαζονεία του σώματος είναι «Εγώ τρώγω, θέλω να θρέψω το σώμα μου». Αντιθέτως, η νηστεία είναι η ταπείνωση του σώματος. Δηλαδή ταπεινώνω το σώμα μου με του να του δώσω… ε, μέτρια τροφή, και στην ποσότητα και στην ποιότητα. Η νηστεία λοιπόν σπάζει αυτήν την αλαζονεία του σώματος. Εξάλλου η πλεονεξία οδήγησε τον Κύριον να πει την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Είχε μία συζήτηση προηγουμένως. Και ο Κύριος για να δείξει τα πράγματα, είπε την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Αυτή Του έδωσε την αφορμή.
Και είπε: «Ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε ἀπό πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινί ἡ ζωή αὐτοῦ ἐστίν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ». Προσέχετε, φυλάγεσθε, μη νομίσετε ότι θα αποκτήσεις περίσσια ζωή από τα πολλά σου αγαθά. Είναι η πλάνη που σας ανέφερα ότι ο άνθρωπος εκεί κινείται. Πλανάται. Το μέτρο ποιο είναι; Μας το λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ἡ εὐσέβεια μετ’ αὐταρκείας». «Να είσαι ευσεβής με εκείνα που έχεις. Να είσαι και ευσεβής και με εκείνα που έχεις. Να περιορίζεσαι». «Ἔχοντες -λέει ο Απόστολος Παύλος, να ολοκληρώσω- σκεπάσματα καί διατροφάς, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». Τα «σκεπάσματα» ποια είναι; Τα ρούχα που φορούμε. Το καλοκαίρι, κατά τον Μέγα Βασίλειο, βάζομε ελαφρά ρούχα, τον χειμώνα βάζομε θερμά ρούχα. Και παραπανίσια. «Σκέπασμα» είναι ακόμη και η σκεπή, τα κεραμίδια. Δηλαδή το σπιτάκι μας. Το σπίτι μας, ο ιματισμός μας. «Ἒχοντες», λέει, «καί διατροφάς». Έχομε να φάμε. Δόξα τω Θεώ. Μη γυρεύομε να γίνομε πλούσιοι. Γιατί εκείνο που γυρεύουν να γίνουν πλούσιοι και τα πάντα μηχανεύονται για τούτο, πέφτουν, λέει, σε παγίδες και μπήγουν, λέει ο Απόστολος Παύλος, στο σώμα τους καρφιά και τον καρφώνουν τον εαυτόν τους. Πράγματι, ο πλούσιος έχει πολλήν μέριμνα, πολύ περισσοτέρα από τον φτωχόν. Ναι. Αλλά σχεδόν καθόλου δεν έχει μέριμνα εκείνος που αρκείται στα λίγα και έχει το μεροκάματό του κ.ο.κ.
Στην αφροσύνη, περί της οποίας, πάντα υπενθυμίζω, ο λόγος, απουσιάζει η αντίληψις του πλησίον. Είναι ένα άλλο σημείο αυτό. «Καλά, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι;». Ναι, άνθρωπε. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι. «Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι;». Ξέρετε τι λέγω; «Αχ, εμείς έχομε το καλοριφέρ μας, έχομε να φάμε, έχομε το τραπέζι μας, τα ρούχα μας. Πόσοι άνθρωποι αυτή την στιγμή σε όλο τον κόσμο και μάλιστα στο βόρειο ημισφαίριο, που τώρα έχομε χειμώνα, κοιμώνται κάτω από τα γεφύρια των ποταμών! Στο Παρίσι, κάτω από τα γεφύρια του Σηκουάνα. Εκεί κοιμώνται φτωχοί. Στο Λονδίνο, κάτω από το ποτάμι του Τάμεση, κοιμώνται εκεί στα γεφύρια από κάτω, κοιμώνται φτωχοί… Στις μισοτελειωμένες οικοδομές, κοιμώνται φτωχοί και πεινασμένοι». Δεν είναι γνωστό αυτό; Και είναι, θα λέγαμε, τείχη αδιαπέραστα, επειδή ο νους νοσεί, η παρουσία των φτωχών. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τείχη αδιαπέραστα. Επειδή ο νους νοσεί. Και η φρόνησις, αυτό το θαυμάσιο προϊόν του νου, είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Γιατί είμαστε άφρονες…Έτσι η ελεημοσύνη και η κοινωνική αντίληψις δεν μπορούν να αναπτυχθούν.
Ακόμη στην αφροσύνη γεννιέται η αντίληψις ότι «Όλοι μπορούν να πεθάνουν εκτός από μένα». Πέθανε ο τάδε. «Ε, πέθανε αυτός. Δεν πέθανα εγώ». Έτσι δημιουργείται η πλάνη ότι «όλοι μπορούν να πεθάνουν εκτός από μένα». Ο θάνατος δια τον τέτοιον άνθρωπο, τον άφρονα, να βάλει μυαλό, δεν υπάρχει, δεν υπάρχει θάνατος. Έτσι δεν υπελόγισε και ο πλούσιος της παραβολής ότι μπορούσε να πεθάνει. «Α», λέγει, «έχεις ‘’ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά‘’. Έχεις ζωή μπροστά σου». Και έρχεται η έκπληξη ότι «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Φοβερό! Ο τόνος πέφτει σ’ αυτό το «ταύτῃ τῇ νυκτὶ», απόψε, απόψε θα πεθάνεις! Σε όλους μας, συμβαίνει, αγαπητοί μου, αυτό. Ότι δεν θα πεθάνομε. Αν το προσέξετε… βέβαια υπάρχει μία εσωτάτη ερμηνεία, ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο για την αθανασία. Γι΄αυτό δεν πιστεύει στον θάνατο. Εσωτάτη ερμηνεία. Όμως εδώ έχομε την περίπτωση ότι δεν πεθαίνω για να απολαύσω τα αγαθά μου. Ο νους λέγει: «Θα πεθάνεις. Είναι λογικό. Αφού όλοι πεθαίνουν». Η καρδιά λέγει: «Όχι, δεν θα πεθάνεις».
Κι ακόμη μία πλάνη. Στην αφροσύνη καλλιεργείται η ολεθρία αντίληψις ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή. «Και ποιος πήγε και είδε και γύρισε για να μας πει ότι υπάρχει και άλλη ζωή;». Η αντίληψις αυτή είναι πραγματικά μία καθαρή αυτοκτονία της υπάρξεώς μας. Αφού υπάρχει; Εσύ λες ότι δεν υπάρχει. Δεν αυτοκτονείς; Δηλαδή δεν πορεύεσαι προς την αιωνία τιμωρία και την αιωνία κόλαση; Κι όμως πολλοί έτσι θέλουν να σκέπτονται: «Δεν υπάρχει άλλη ζωή. Ό,τι φας και ό,τι πιεις. Αυτό είναι η ζωή. Τίποτ’ άλλο παρακάτω». Ένας χοντρός υλισμός. Στο βάθρο, αγαπητοί μου, του αγάλματος του Σαρδανάπαλου, του τελευταίου βασιλιά των Ασσυρίων, ο ίδιος έδωσε εντολή να γράψουν από κάτω την εξής επιγραφή: «Διαβάτη, η ζωή είναι ό,τι φας και ό,τι πιεις και ό,τι αφροδισιάσεις». «Αφροδισιάζω» θα πει συνέρχομαι και κάνω γενετήσιαν πράξιν, ερωτική ζωή. Δηλαδή να φας, να πιεις και να ασκήσεις και τον έρωτα. Και να φανταστείτε ότι ο Σαρδανάπαλος ήταν σε… υπερθετικόν βαθμόν ομοφυλόφιλος. Αυτοκράτωρ… Και φορούσε γυναικεία ενδύματα εμφανιζόμενος στον λαό… Φρικτές καταστάσεις! Τέλος πάντων…Και αυτός ο λανθασμένος πνευματικός προσανατολισμός, δίδεται και διαδίδεται, «είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή, άφθονα και από τον τύπο και από τα Μαζικά Μέσα Ενημερώσεως. «Τι υπάρχει παρακάτω; Τίποτα. Πού θα πάμε; Στα αστέρια θα πάμε; Στ’ αστέρια, ξέρω ‘γω; Και μετά τι θα κάνουμε; Τίποτα».
Στην συνέχεια της φωνής του Θεού, αγαπητοί μου, στον άφρονα πλούσιο, είναι: «Ἅ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». «Εκείνα που ετοίμασες, ποιανού θα μείνουν;». Χμ, πράγματι, έρχονται οι κληρονόμοι να πουν αυτό που λέει ο λαός: «Φασούλι το φασούλι ο θανών». Δηλαδή μαζεύει φασολάκι-φασολάκι εκείνος που θέλει να κάνει περιουσία. «Φασούλι το φασούλι ο θανών… Φασουλάδα ο κληρονομών!». Τα παίρνει όλα ο κληρονομών και τα τρώει. Πραγματικά, πραγματικά, μαζεύεις άνθρωπε, μαζεύεις, για ποιους; Για τα παιδιά σου; Για τα ανίψια σου; Να θα τα φάνε. Εσύ μαζεύεις φασόλι-φασόλι, αυτοί θα κάνουν φασολάδα για όλα μαζί. Δηλαδή θα τα φάνε όλα. Πόσο ανόητος, αλήθεια, είναι ο άνθρωπος!
Όταν όμως τρέφεται με αυτόν τον τρόπο η αφροσύνη, η αμυαλοσύνη, τότε γεννάει ένα τέρας, που λέγεται αθεΐα. Για έναν τέτοιον άφρονα λέγει ο Ψαλμωδός στον 13ο Ψαλμό: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός». Ποιος είπε δεν υπάρχει Θεός; Ο άφρων, ο άμυαλος άνθρωπος. Ναι. Η απουσία της φρονήσεως γεννά την αθεΐα· διότι αυτή η ίδια η φύσις, η αισθητή φύσις, είναι εκείνη η οποία μπορεί να μας ανοίξει σαν βιβλίο να μάθομε Ποιος την δημιούργησε. Και συ λες «Δεν υπάρχει Θεός»; Κι εσύ λες ότι όλα ‘γίναν τυχαία; Τυχαία; Τυχαία; Τι τυχαίον υπάρχει; Και λες ότι όλα αυτά είναι μόνα τους που έχουνε γίνει; Μόνα τους; Αυτόματος γένεσις;(με ένα -ν-). Δηλαδή έχουν γίνει όλα μόνα τους; Είσαι άφρων. Είσαι άφρων! «Μα, είμαι σοφός επιστήμων». Είσαι άφρων! Είσαι άμυαλος άνθρωπος. Η απουσία, λοιπόν, της φρονήσεως οδηγεί και εις αυτήν την αθεΐαν.
Ο άθεος είναι άφρων καθ’ όλο το μήκος και πλάτος και ύψος που υπάρχει γύρω του. Ο άθεος δεν έχει «σώας τάς φρένας». Βάζω το «σώας τάς φρένας» εντός εισαγωγικών. Δηλαδή δεν είναι τρελός για το τρελοκομείο. Αλλά είναι τρελός όμως. Είναι άφρων. Είναι άμυαλος. Γιατί η αθεΐα είναι ένας παραλογισμός. Λέγει ο Μέγας Βασίλειος: «Τούτῳ γάρ τῷ ἄφρονι εἶπεν ὁ Θεός δια τήν ἐνυπάρχουσαν αὐτῷ ἀθεΐαν». «Του είπε», λέγει, ο Θεός, «τον ονόμασε άφρονα, επειδή μες στην ψυχή του έβλεπε ο Θεός ότι υπάρχει αθεΐα». Και η αφροσύνη δυστυχώς σήμερα είναι πολύ απλωμένη. Πρέπει να το πούμε αυτό, εάν είμεθα ειλικρινείς. Λέει ο Ψαλμωδός πάλι: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν –Ο Κύριος, λέει, από τον ουρανό έσκυψε να δει. Σαν να είναι ένα πάτωμα και βγαίνει από ένα παράθυρο ο Θεός. Δηλαδή είναι μία ωραία εικόνα αυτό- ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν– να δει τους ανθρώπους- εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν-αν υπάρχει κάποιος που να έχει μυαλό. Αν υπάρχει κάποιος που επιτέλους να ψάχνει να βρει τον Θεό-. Πάντες ἐξέκλιναν -Όλοι πήραν τον στραβό δρόμο-, ἅμα ἠχρειώθησαν -συγχρόνως έγιναν και αχρείοι-, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». «Δεν υπάρχει άνθρωπος να ποιεί χρηστότητα –(το χρη- με ήτα, δηλαδή αγαθό πράγμα)-. Μέχρις ενός!», λέει στον 13ο Ψαλμό ο Δαβίδ.
Αγαπητοί, μεγάλη συμφορά η έλλειψις φρονήσεως. Ο Θεός μάς έδωσε τον νου· να είναι προσανατολισμένος πάντοτε σε ό,τι είναι αληθινό, πραγματικό και συμφέρον. Και μας αγαπά. Και βοά προς ημάς: «Δράξασθε παιδείας-‘’δράττομαι με την φούχτα μου’’. Φουχτιάσατε, λέει, την παιδεία-, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας», λέει στον 2ο Ψαλμό. Ποια είναι αυτή η Παιδεία; Είναι ένα από τα πολλά ονόματα του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Όπως είναι και το όνομα Σοφία. Έτσι λοιπόν, μας λέει εδώ: «Αρπάξτε τον Χριστόν. Μήποτε ὀργισθῇ ο Κύριος. Γιατί Εκείνος θα σας δώσει την φρόνησιν». Ναι. Λέει στο βιβλίο των Παροιμιών: «Ὁ ἐνδεής ταῖς φρεσίν ἐκκλινάτω πρός με». Μιλάει ο Παροιμιαστής εξ ονόματος της Ενυποστάτου Σοφίας. «Εκείνος που είναι φτωχός», λέει, «στο μυαλό, ας έρθει κοντά μου να αποκτήσει φρόνησιν».
Τι είναι φρόνησις; «Γνῶσις – λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός- τῶν τε ποιητέων καί οὐ ποιητέων, καί ἐγρήγορσις νοῦ». Τι πρέπει να κάνω; Τι δεν πρέπει να κάνω; Και η εγρήγορση του νου, το ξύπνιο του νου. Και ποιος μας δίνει την φρόνηση; Η Ενυπόστατος Σοφία του Θεού. Τότε θα έχομε την αληθινή φρόνηση και όχι την κοσμική φρόνηση, όπως ο πλούσιος της παραβολής. Την φρόνηση εκείνη που δείχνει κυριότατα την Βασιλεία του Θεού. Όλα τα άλλα είναι σχετικά. Η αφροσύνη ποτέ, αγαπητοί μου, μην κυριεύσει την καρδιά μας. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_779.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.