Κατάγομαι ἀπὸ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ μὲ 80 περίπου κατοίκους. Οἱ γονεῖς ἦταν ἀγρότες φτωχοὶ ὅπως καὶ ὅλοι οἱ χωριανοί. Τὸ σπίτι μικρὸ μὲ τρία δωμάτια καὶ μία ἀποθήκη. Εἶχαν ἀποκτήσει τέσσερα παιδιά. Τρία κορίτσια καὶ ἕνα ἀγόρι.
Ἡ μητέρα μου ἔμεινε ἔγκυος καὶ ἐγὼ ἤμουν τὸ πέμπτο παιδί ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθῶ. Ἄρχισαν ὅμως οἱ σκέψεις γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀνατραφοῦν τόσα παιδιά. Τὸ σπίτι δὲν χωράει. Τὰ τρόφιμα λίγα. Ἔσοδα λίγα. Ἔξοδα πολλά. Πῶς θὰ τὰ βγάλωμε πέρα;
Ἔτσι, μέσα στὴ σύγχυσι καὶ τὴ στενοχώρια, σκέπτονται κάτι τρομερὸ γιὰ μένα· νὰ κάνουν ἔκτρωσι. Ἔτσι μόνο θὰ λυθῆ τὸ πρόβλημα. Τὸ ἀποφάσισαν καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ τὴν κάνουν τὴν ἑπομένη ἡμέρα.
Τὸ βράδυ ὅμως ὁ πατέρας μου βλέπει στὸν ὕπνο του πὼς ἦταν στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ –ἡ ὁποία εἶνε πολὺ μεγάλη γι᾽ αὐτὸ τὸ χωριὸ καὶ πολὺ ὡραία, μὲ μαρμάρινο τέμπλο καὶ εἰκόνες γνήσιες–, ἕναν πολὺ ὡραῖο νέο νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη καὶ νὰ τὸν πλησιάζῃ. Ὅταν ἔφθασε ἀρκετὰ κοντά του ἄλλαξε ὕφος καὶ τοῦ λέει ἐπιτακτικά·
–Αὐτὸ ποὺ σκέπτεσαι νὰ κάνῃς μὴ τὸ κάνῃς. Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι δικό μου. Ἂν τὸ καταστρέψῃς, θὰ σὲ καταστρέψω.
Αὐτὰ τοῦ εἶπε καὶ ἐξαφανίστηκε.
Ὅταν ξημέρωσε ρωτάει τὴ μητέρα μου·
–Εἶδες τίποτα σήμερα τὸ βράδυ;
–Εἶδα στὸ ὄνειρο μία μαυροφορεμένη γυναῖκα καὶ μοῦ εἶπε· «Αὐτὸ ποὺ σκέπτεσαι νὰ κάνῃς μὴ τὸ κάνῃς, γιατὶ θὰ πάθης μεγάλη ζημιά».
Αὐτὰ τῆς εἶπε καὶ ἐξαφανίστηκε.
Ἔτσι ἀποφάσισαν νὰ μὴ κάνουν ἔκτρωσι καὶ νὰ μὲ ἀφήσουν νὰ ζήσω.
Ἦταν τὸ πρῶτο θαῦμα διασώσεως στὴ ζωή μου, ὅπου πολλὲς φορὲς κινδύνεψα ἀλλὰ σώθηκα καὶ μάλιστα μερικὲς φορὲς χάρι στὴν φανερὴ ἐπέμβασι τῆς Παναγίας ὅπως καὶ τώρα πρὶν ἀκόμα γεννηθῶ.
Ἀργότερα φόρεσα καὶ τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐκτελῶ τὴν διακονία μου σὲ ἕνα μοναστήρι. Ἔτσι φάνηκε ἡ ἰδιαίτερη εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας σὲ ὅποιον ἀκολουθήσῃ τὸν μοναχικὸ βίο. Ἐδῶ ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ ἐπέμβῃ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σωθῇ ἕνας μοναχός, ἔστω καὶ ἄσημος ὅπως ἐγώ, ἐνῷ στοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν κινδύνευαν, δὲν χρειαζόταν κάτι τέτοιο.
Ἀλλὰ καὶ πόσοι ἄνθρωποι χάθηκαν ἀδίκως ἐξ αἰτίας τῶν ἐκτρώσεων! Πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ πατρίδα μας, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν οἱ ἐκτρώσεις! Τώρα κινδυνεύουμε νὰ χαθοῦμε σὰν ἔθνος, νὰ γίνουμε ἕνα ἔθνος χωρὶς νέους ἀνθρώπους, ἕνα ἔθνος γηροκομεῖο.
Ἂς ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας στὸν Θεὸ καὶ ἂς ἀφήσουμε τὴν πρόνοιά του, ὥστε νὰ κατευθύνῃ αὐτὸς τὸ μέλλον μας.
μοναχὸς Ἀ.Ν.