«Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν· καὶ γὰρ ἐκ τῆς παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος»
(ἐξαποστ. Χριστουγ.)
Ὁ οὐρανός, ἀγαπητοί μου, πάντοτε συγκινεῖ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἀφ᾽ ὅτου ἄρχισαν οἱ διαστημικὲς ἀποστολὲς ἡ συγκίνησι κορυφώθηκε. Στόχος ἔγινε καὶ ὁ Ἄρης· ἔχει ἑλκύσει τὴν προσοχὴ τῶν ἀστρονόμων. Ὑπάρχουν, λένε, ἐκεῖ συνθῆκες ζωῆς καὶ ὄντα λογικά… Ἡ φαντασία ὀργιάζει.
Ἂς κάνουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς μία φανταστικὴ ὑπόθεσι. Ἂς ποῦμε, ὅτι προσγειώθηκε στὴ Γῆ κάποιος κάτοικος τοῦ Ἄρεως. Φαντάζεστε τί θὰ γίνῃ; Ἡ περιέργεια θ᾽ ἀνάψῃ. «Δεῦτε ἴδωμεν» αὐτόν, τρέξτε νὰ τὸν δοῦμε! Οἱ ἀνταποκριταὶ θὰ παίρνουν φωτογραφίες, θὰ περιεργάζωνται τὸν ξένο καὶ τὸ ὄχημά του. Θὰ καταφέρουν ὅμως καὶ νὰ συνομιλήσουν μαζί του;…
Φαντασία βέβαια ὅλ᾽ αὐτά· Δὲν ἦρθε ἀπ᾽ τὸ διάστημα κανένας ἄρειος. Γνωρίζω ὅμως καλὰ μιὰ ἄλλη εἴδησι, ποὺ εἶνε ὄχι φανταστικὴ ἀλλὰ πλήρως τεκμηριωμένη. Εἶνε μία ἀληθινὴ ἐπίσκεψι. Καὶ σ᾽ αὐτὴν θέλω νὰ στρέψω τὸ ἐνδιαφέρον σας.
Ἡ εἴδησι εἶνε· Ἦρθε στὴ Γῆ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. –Ὁ Θεός; Ναί, ἀγαπητοί μου, ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὑπάρχει ἄλλη σπουδαιότερη εἴδησι; «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3,16), γεννήθηκε ἐκ Παρθένου.
Αὐτὸ εἶνε θαῦμα. Αὐτὸ εἶνε τὸ καινόν (=τὸ νέο), ποὺ ποτέ δὲν παλιώνει. Αὐτὸ εἶνε θαῦμα καὶ ἀστείρευτη πηγὴ θαυμάτων, τό μόνο «καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» (Ἐκκλ. 1,9). Τοῦτο εἶνε τὸ «πᾶσαν ἔννοιαν ἐκπλῆττον καὶ συνέχον» (ἰδιόμ. ΣΤ΄ ὥρας Χριστουγ.).
«Δεῦτε χριστοφόροι λαοὶ κατίδωμεν» τὸ θαῦμα, ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνῳδός (ἔ.ἀ.). Μὲ τὴ βοήθεια τῶν πατέρων, καὶ μάλιστα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου, ποὺ ἐμβάθυνε περισσότερο στὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως (βλ. P.G. 25,95Α-198Α), ἂς δοῦμε, γιατί ἦρθε ὁ Θεὸς στὴ Γῆ, γιατί «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1,14).
Γιὰ νὰ βροῦμε τὸ σκοπὸ τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, θ᾽ ἀνατρέξουμε σὲ παλαιὰ ἱστορία, θὰ πᾶμε στὸν πρῶτο ἄνθρωπο ὅπως βγῆκε ἀπ᾽ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ.
* * *
Ἡ Ἐδὲμ ἦταν θεϊκὴ κατοικία, ἀνάκτορο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα ἐκεῖ ὡραῖα καὶ εὐχάριστα· ἀέρας, νερά, πουλιά· τὰ κλαδιὰ λύγιζαν ἀπὸ τοὺς καρπούς, τὰ ζῷα ὅλα μαζί, ἡ γῆ εἶχε ἄφθονο χορτάρι· οὔτε ἕνα ἀγκάθι δὲν φύτρωνε. Καὶ τὸ σπουδαιότερο · ὅπως ἡ γῆ ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν καθαρὴ ἀπὸ κακίες · κακία δὲν ὑπῆρχε μέσα του.
Ἁγνὸς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔβλεπε μπροστά του ἕνα πανόραμα. Κι ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ὁ καθαρὸς νοῦς του μποροῦσε ν᾽ ἀνεβαίνῃ σὲ ὑψηλὴ θεωρία καὶ μετάρσιος νὰ συνομιλῇ μὲ τὸ Δημιουργό του. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ἡ καρδιά του ἦταν κάτοπτρο τῆς Θεότητος.
Μὲ τὴ συμβουλὴ ὅμως τοῦ φθονεροῦ δαίμονος κατέπεσε. Τὰ αἰσθητὰ τότε τὸν τράβηξαν ἰσχυρά. Οἱ σωματικὲς ἐπιθυμίες τὸν ἀποπλάνησαν ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ προορισμό, τὴν ὁμοίωσι καὶ ἕνωσί του διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸ Θεό. Κυριάρχησαν οἱ αἰσθήσεις κι ἄρχισαν νὰ τὸν κυβερνοῦν. Καὶ ὁ νοῦς ἔχασε τὴ διαύγειά του καὶ ἄρχισε νὰ βυθίζεται στὸ σκότος· σκότος ποὺ γινόταν ὅλο καὶ πυκνότερο. Στὰ ἀνήλια βάθη τῶν παθῶν τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας μειώθηκε ἢ κ᾽ ἔσβησε ἐντελῶς. Τὸ σκοτάδι ἦταν ἀρχικὰ ἠθικό, ἦταν «ἡ τῶν κρειττόνων ἀποστροφή» ὅπως λέει ὁ μέγας Ἀθανάσιος (P.G. 25,12Β), ἄφησε τὰ ἀνώτερα, στράφηκε στὰ κατώτερα, κέντρο τῆς ζωῆς του ἔκανε τὸ ἄθλιο ἐγώ του.
Ἐν συνεχείᾳ τὴν ἠθικὴ ἐξαχρείωσι ἀκολούθησε ἡ εἰδωλολατρία. Αὐτὴ ἦταν τὸ σκοτάδι τὸ ψηλαφητό. Ἐκεῖ ἔχασε πιὰ τὴν ἔννοια τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅλα, πλὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, λατρεύονταν ὡς θεοί· στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἄστρα, ἥλιος, σελήνη, ὠκεανοί, ποταμοί, δέντρα, ζῷα, καρποὶ τῆς γῆς. Στὰ ἀγάλματα τῶν ψευδῶν θεοτήτων προσέφερε θυσίες κάθε εἴδους, ἀκόμη καὶ ἀνθρωποθυσίες.
Ἡ θρησκεία τοῦ πιὸ πολιτισμένου ἔθνους τοῦ κόσμου, ὅπως ἐθεωρεῖτο ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, εἶχε καταπέσει ἀφάνταστα. Οἱ δώδεκα θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου διέπρατταν κάθε εἶδος ἀπάτης, διαφθορᾶς καὶ ἐγκλήματος · ψεῦτες, κλέφτες, ἀπατεῶνες, διαφθορεῖς παρθένων, μοιχοί, αἱμομεῖκτες, κτηνοβάτες, ἀσελγεῖς. Μὲ τέτοιους θεούς, φανταστῆτε τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ θεοὶ ἔκαναν αἴσχη· γιατί νὰ μὴ κάνουν καὶ οἱ ἄνθρωποι; Κι ὄχι μόνο ὁ πολὺς λαός, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ θεωρούμενοι φιλόσοφοι. Εἶδαν τὸν Πλάτωνα νὰ κατεβαίνῃ στὸν Πειραιᾶ νὰ προσκυνήσῃ τὸ ξόανο τῆς Ἀρτέμιδος. Κι ὁ δάσκαλός του Σωκράτης ἔδωσε ἐντολή, στὸ θάνατό του νὰ προσφερθῇ θυσία στὸν Ἀσκληπιὸ ἕνας πετεινός (βλ. Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ ἑλλήνων 10· P.G. 25,24Α-B· Ε.Π.Ε. 1,108,5-6).
Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἔπρεπε νὰ διατηρῇ τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, πόσες φορὲς δὲν ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρεψε εἴδωλα, τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη, τὶς αἰσχρὲς θεότητες τοῦ ἀρχαίου κόσμου! Γεμᾶτοι πικρία οἱ προφῆται ἐλέγχουν αὐστηρὰ τὸν ἀποστάτη λαό.
Παντοῦ νύχτα, σκοτάδι· παντοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀκόρεστοι στὸ κακό, βυθισμένοι στὴν πιὸ ἄθλια ζωή. Παραδόθηκαν, λέει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἑκουσίως στὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας, καὶ μετὰ δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν μόνοι τους. Ὅλοι κλείστηκαν ὑπὸ τὴν ἁμαρτία (βλ. ῾Ρωμ. 11,32. Γαλ. 3,22), στὴ φοβερὴ φυλακὴ ποὺ τὰ κλειδιά της τὰ κρατοῦσε ὁ Ἑωσφόρος. Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ βγῇ. Μόνο ἀναστεναγμοὶ ἀκούγονταν ἀπὸ ᾽κεῖ κρατουμένων ποὺ ποθοῦσαν λύτρωσι, ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα. Κύριε, ἔλεγε ὁ Δαυΐδ, βγάλε τὴν ψυχή μου ἀπ᾽ τὴ φυλακή, «ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου» (Ψαλμ. 141,8).
Καὶ ὁ Πατέρας ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς τῶν πεπεδημένων (=δεμένων μὲ χειροπέδες Ψαλμ. 78,11· 101,21). Καὶ «ἐξαπέστειλε» (Γαλ. 4,4) τὸν μονογενῆ του. Καὶ «ὁ μονογενὴς» (Ἰω. 1,18) Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὑπήκοος» (Φιλ. 2,8) κατὰ πάντα στὸν Πατέρα, «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Ψαλμ. 17,10). Ντύθηκε σάρκα ἀνθρώπινη ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς Παρθένου· «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ὑμῖν» (Ἰω. 1,14).
* * *
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Νά ὁ ὑψηλὸς ἐπισκέπτης τῆς Γῆς. Ἡ ἡμέρα ποὺ ἐμφανίστηκε εἶνε ἡ σπουδαιότερη ἡμέρα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς θείας «εὐδοκίας» (Λουκ. 2,14), τῆς θείας φιλανθρωπίας. Ὁ ἄπειρος Θεὸς ἐμνήσθη τοῦ κονιορτοῦ, θυμήθηκε τὴ σκόνη, τὸ μηδαμινὸ ἄνθρωπο.
Θνητοί, ὅσοι θαυμάζετε σπίτια ποὺ τὰ ἐπισκέφθηκαν ὑψηλὰ πρόσωπα· ὅσοι στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς μεγάλης δυνάμεως τὸν ὑποδέχεστε μὲ ἀλαλαγμούς· ὅσοι στρέφετε τὰ μάτια σὲ τεχνητοὺς δορυφόρους καὶ ἀστροναῦτες· πῶς δὲν συγκινεῖστε ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, πῶς δὲν σκιρτᾶτε καὶ ψάλλετε καὶ δοξολογεῖτε μαζὶ μὲ τὶς στρατιὲς τοῦ οὐρανίου κόσμου τὸν μοναδικὸ ἐπισκέπτη τῆς Γῆς, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτῆρα μας;
Ἄχ πόσο ἡ ἀπιστία τῶν ἡμερῶν μας ἐψύχρανε τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα! Ἔφτανε ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ νὰ πλημμυρίσῃ τὴν καρδιά μας ἀπὸ εὐτυχία. Σὲ ἄλλη ἐποχὴ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πίστι καὶ ἔγραφαν ὕμνους ὅπως «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί…» (πεζ. καταβ. Χριστουγ. ᾠδ. α΄).
Ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ Γῆ. Ἦρθε, γιὰ νὰ νικήσῃ τὸν διάβολο καὶ νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς ἀνθρώπους, «ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Ἑβρ. 2,15). Ἦρθε, γιὰ νὰ σχίσῃ «τὸ χειρόγραφον» τῶν χρεῶν – ἁμαρτιῶν μας (Κολ. 2,14). Ἦρθε, γιὰ «νὰ ντύσῃ τὸ φθαρτὸ μὲ ἀφθαρσία» (Α΄ Κορ. 15,53). Ἦρθε, γιὰ νὰ γίνῃ «νέον φύραμα» (Α΄ Κορ. 5,7) πρὸς «ἀνάπλασιν» κόσμου (βλ. ἰαμβ. καταβ. ᾠδ. δ΄). Ἦρθε, γιὰ νὰ καθαρίσῃ ἀπὸ τὸ μίασμα τῆς ἁμαρτίας τὴν κτίσι. Καὶ κατὰ τὸν μέγα Ἀθανάσιο, Ἐκεῖνος «ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Περὶ ἐνανθρωπήσεως § 54· P.G. 25,192Β· Ε.Π.Ε. 1,366,25).
Ἐπισκέφθηκε τὸν φτωχὸ πλανήτη μας ὁ Λυτρωτής. Σ᾽ αὐτὸν βρῆκαν τὴν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ Ἠσαΐα· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, …κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν» (Ἠσ. 61,1-2 = Λουκ. 4,18-19).
Ἦρθε ὁ Λυτρωτής. Ἦρθε ὁ Θεάνθρωπος. Ἦρθε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου.
–Ἔχετε ἀποδείξεις; μᾶς ῥωτοῦν οἱ ἄπιστοι.
Ναί, ἔχουμε, ἀπαντᾷ ὁ μέγας Ἀθανάσιος, σὲ κάθε ἐποχή. Ὅσοι ζοῦν τὴν παρθενικὴ ἰσάγγελη ζωή, ὅσοι χύνουν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ βγάζουν δαιμόνια· ὅσοι ἀντιστέκονται στὴν κακία καὶ τὴν πλάνη· ὅσοι ζώντας πάνω στὴ γῆ ἑλκύονται ἀπὸ τὸν οὐρανό, προσδοκοῦν τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ἁγνίζουν τοὺς ἑαυτούς των· ὅσοι μὲ ταπείνωσι γονατίζουν ἐμπρὸς στὸ Θεῖο Βρέφος σὰν τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς μάγους, καὶ μελετοῦν τὰ θεῖα ῥήματα, καὶ μὲ λόγια καὶ ἔργα εὐαγγελίζονται στὸν κόσμο Χριστὸν Ἰησοῦν· ὅλοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν ζωντανὲς ἀποδείξεις, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ, κι ὅτι ἐξακολουθεῖ σὲ κάθε γενεὰ νὰ γεννιέται, νὰ σκιρτᾷ, νὰ ζῇ, νὰ νικᾷ καὶ νὰ θριαμβεύῃ.
Σ᾽ αὐτόν, τὸν ὑψηλὸ Ἐπισκέπτη τῆς Γῆς, ποὺ ὁπλίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ οὐράνιες ἀκατανίκητες δυνάμεις, καὶ γεννᾷ ἁγίους καὶ μάρτυρες καὶ θαυματουργοὺς σὲ κάθε ἐποχή, σ᾽ αὐτὸν τὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας καὶ μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, τὸν μόνο Βασιλέα, δόξα, τιμή, κράτος καὶ μεγαλωσύνη εἰς αἰῶνας αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Περιληπτικὴ μεταγλώττισις ἄρθρου δημοσιευθέντος στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» τ. 70/Δεκ. 1966, (σσ. 177-182) καὶ περιληφθέντος στὸ βιβλίο Θαύματα (19902, σσ. 159-174).