Γύρω ἀπὸ τὸν κοινὸ μὲ τοὺς παπικοὺς ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα

Ὅπως βλέπουμε στὴν σελ. 5 τοῦ παρόντος φύλλου τῆς «Σπίθας», στὸ Μαρούσι ἡ Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν, πνευματικὰ τέκνα τοῦ μακαριστοῦ π. Σαράντη Σαράντου, ἐν ὄψει εἰδικῆς Ἡμερίδος ποὺ συγκρότησε γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ὀρθοδόξου Πασχαλίου καὶ τῆς ἐπιδι­ώ­ξεως συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἔγραψε ἕνα Γράμμα, τὸ ­ὁ­ποῖο φέρει εἰς γνῶσιν μας σοβαρὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος καὶ ἐπικίνδυνους νεωτερισμοὺς γιὰ τὸ ἀμέσως προσεχὲς μέλλον.

Μᾶς εἰσάγει στὴν προβληματικὴ γιὰ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ποὺ ἔτσι ὅπως ἀκούεται ἀποτελεῖ δέλεαρ γιὰ τοὺς ἀδαεῖς. Φαίνεται ὅμως πλέον ξεκάθαρα, ὅτι τὸ κοινὸ πάσχα ἀκολουθεῖ σύντομα τὸ κοινὸν ποτήριον. Καὶ κοινὸν ποτήριον μὲ αἱρετικοὺς εἶνε κάτι φρικτὸ καὶ ἀπευκταῖο. Ὀρθόδοξοι ἱεράρχαι καὶ θεολόγοι ἔχουν χαρακτηρίσει τὸ κοινὸν ποτήριον ὡς «κόκκινη γραμμή», τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ πατήσουμε χωρὶς νὰ λυπήσουμε τὸ πανάγιο Πνεῦμα καὶ χωρὶς νὰ διακινδυνεύσουμε τὴν σωτηρία μας.

Προβλέπεται σάλος στὴν Ἐκκλησία μας, ποὺ θὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστι καὶ τὴν συνέπειά μας. Ἐν ὄψει αὐτῶν «ποταποὺς δεῖ ὑπάρχειν ἡ­μᾶς ἐν ἁγίαις ἀναστροφαῖς καὶ εύσεβείαις;» (Β΄ Πέτρ. 3,11). Χρειάζονται πολ­λὲς προσευχές, γιὰ νὰ ἐνισχύσῃ ὁ Κύριος τὴν ἀσθένειά μας στὴν ὥρα τῶν μεγάλων ἀποφάσεων. Τὸ 2025 ἡ ταύτισι στὴν ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα εἶνε σύμπτωσι· τί θὰ γίνῃ ἀπὸ τὸ 2026 καὶ ἐξῆς;

Γιὰ νὰ ἔλθουμε στὴν καρδιὰ τῆς ὑ­ποθέσεως, παραθέ­του­με αὐ­τού­σιο τὸ τελευταῖο τμῆ­μα τοῦ Γράμματος τῆς Ἑστίας Πατερι­κῶν Μελε­τῶν μὲ μερικὲς δικές μας ὑπογραμμίσεις (μὲ μαῦρα στοιχεῖα καὶ χρῶμα κόκκινο).

«Ὑπάρχει προϊστορία ἄνω τῶν 100 ἐτῶν αὐ­τῆς τῆς προσπαθείας γιὰ τὸν κοινὸ ἑορτασμό».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν ἱστορία αὐτὴ ὑ­πάρχει σχέδιο, σχεδι­αστής, ἐπιμονή, ὑπομονή, μέθοδος. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ση­μαί­νει ὅτι ὑφίσταται ἀ­πει­­λή, σοβαρὸς κίνδυνος.

Στὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Συνάξεως τῆς Ἱε­ραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρό­νου τὸ 2024 σχετικὰ μὲ τὸν κοι­νὸ ἑορτασμὸ γράφεται· «Ἐκφράζεται ὁμοθυμαδόν ἡ εὐχή ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα κατά τό ἑπόμενον ἔτος [=τὸ 2025] ὑπό τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, νά μή ἀποτελέσῃ μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλά τήν ἀ­παρχήν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διά τόν ἑ­ορτασμόν του κατ᾽ ἔτος, συμφώνως πρός τό Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

Ἡ σιγὴ πολλῶν ἱεραρχῶν παρουσιάζεται ὡς «ὁμόθυμος εὐχή». Προσοχὴ ὅμως, διότι ἡ ἀγαθὴ ἐντύπωσι ποὺ μένει ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια εἶνε καθησυχαστική· θὰ δοῦμε ὅτι κρύβει κάτι ὕποπτο.

«Ἡ κοινὴ λατρεία προϋποθέτει τὴν κοινή, μέχρι κεραίας, πίστη μεταξὺ ὀρ­θοδοξίας καὶ παπισμοῦ. Αὐτὸ βεβαίως δὲν συμβαίνει, διότι οἱ Λατῖνοι διαχρονι­κῶς ἔφθειραν τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησί­ας μὲ τὰ κακόδοξα δόγματά τους. Πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ συνεορτάσουμε;».

Ὀρθῶς ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τοὺς διοργανωτὰς τῆς ἡμερίδος ἡ σημασία τῆς συμφωνίας στὴν πίστι. Τὸ Φανάρι δὲν κάνει καθόλου λόγο γιὰ κοινὴ Πίστι. Αὐτὴ ὅμως εἶνε ἡ ἀπαραίτητη βάσι γιὰ καλὴ προσέγγισι.

«Μποροῦμε νὰ συνεορτάσουμε τὸ Πάσχα, ὅπου “Πάσχα ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός” (Α΄ Κορ. 5,7), μὲ τὸν ἀλάθητο Πάπα ποὺ σφετερίζεται τὴν θέση τοῦ Χριστοῦ;».

Ὄχι ἀσφαλῶς.

Τὸ ζήτημα διαφωτίζεται ἂν γυρίσουμε σὲ κάποια γεγονότα τοῦ 1.500 μ.Χ..

«Τρεῖς Σύνοδοι κατὰ τὸν 16ο αἰ­ῶ­να καταδίκασαν κάθε ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ πασχαλίου Κανόνος. Δὲν δέχθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἀκολουθήσουν τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο γιατὶ δὲν ἤθελαν τὴν διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἑορτολογικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας χάριν τῆς ἀστρονομικῆς ἀ­κριβείας καὶ ἀρνοῦνταν δυναμικὰ νὰ ταυτισθοῦν ὡς Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, μὲ τὴν δυτικὴ «ἐκκλησία». Θεώρησαν οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀπόφασή τους, ὅσο κι ἂν ἀπὸ τοὺς «προοδευτικοὺς» αὐτὸ φαίνεται φανατικό, τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου εὐ­καιρία γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀ­πὸ τὴν κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἐφόσον ἐξ αἰτίας τῶν παπικῶν πλανῶν δὲν ὑπῆρχε ἡ κοινὴ πίστις».

Πολὺ ὀρθὰ τὰ λόγια αὐτά. Προσοχὴ στὸ ὀρθόδοξο σκεπτικό. Ὅταν ἄλλαξε τὸ ἡμερολόγιο, οἱ Ὀρθόδοξοι, κλῆρος καὶ λαός, θεώρησαν τὴν ἀλλαγὴ αὐτὴ ὡς καλὴ εὐκαιρία ν᾽ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μὲ τοὺς Δυτικούς, διότι μὲ τὶς παπικὲς καινοτομίες καὶ πλάνες δὲν ὑπῆρχε πλέον μαζί τους ἡ κοινὴ Πίστις. Ἡ ἐπιδίωξις δηλαδὴ κοινοῦ ἑορτασμοῦ εὑ­ρίσκεται στὸν ἀντίποδα τῆς ὀρθοδόξου συλλογιστικῆς καὶ πράξεως.

«Ὅλοι ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἡ καθιέρωση κοινοῦ ἑορτασμοῦ Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ θὰ ἔχει ἀπροσ­μέτρητες συνέπειες, ἀνεπανόρθωτους τριγμοὺς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας».

Εἶνε ἀφελὲς νὰ νομίσῃ κανεὶς ὅτι πρό­κειται γιὰ κάτι κα­λὸ καὶ θεάρεστο. Βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕνα πολὺ μεγάλο κίνδυνο. Οἱ συνέπειες ποὺ θ᾽ ἀκολουθήσουν θὰ εἶνε ὀλέθριες γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Τί δηλαδή θ᾽ ἀκολουθήσῃ;

Πρῶτον «ἡ ἐμ­βάθυνση καὶ στερέωση τοῦ σχίσματος μεταξὺ ἡμῶν καὶ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ δὲν συμμετεῖχαν στὴν “Σύνοδο” τοῦ Κολυμπαρίου. Τὸ δεύτερο· ἕνα ἄλλο νέο σχίσμα ἢ μᾶλλον ἀπομάκρυνση καὶ ἀποτείχιση ἐκ μέρους πολλῶν πι­στῶν ἀπὸ τὴν κοινωνία ὅσων Ἐκκλησιῶν ἢ ἐπισκόπων δεχθοῦν τὴν νέα καινοτομία».

Θὰ πᾶμε δηλαδή ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο.

Ἐδῶ βέβαια «γίνεται λόγος μόνο γιὰ “κοινὴ ἡμερομηνία διὰ τὸν ἑορτα­σμὸν” τοῦ Πάσχα. Ἀλλὰ δὲν παύει ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία τῶν οἰκουμενιστῶν ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς νὰ ἀποτελέσει εὐοίωνον ἀπαρχὴν τῆς ἐλπιζομένης καὶ ποθητῆς παγκοσμίου χριστιανικῆς ἑνότητος, ὅπως ἔγραφε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατρι­άρχης Ἰωακεὶμ Γ΄ (1834-1912). Πρὸς αὐτὴ μάλιστα τὴν κατεύθυνση κινεῖται τὸ πρόγραμμα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐ­πετείου τῶν 1700 χρόνων ἀπὸ τὴν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀνακοίνωσε ὁ Οἰκουμενι­κὸς Πατριάρχης “θά πραγματοποιηθῇ εἰς τήν Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας” στὰ τέλη Μα­ΐου 2025 … τῇ αὐτοπροσώπῳ συμμετοχῇ τοῦ Ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου. Τὸ τί θὰ συμβεῖ ἐκεῖ, τί μορφὴ θὰ ἔχει αὐτὴ ἡ ἑορτή, οὐδεὶς ἀπὸ μᾶς τοὺς ἁπλοῦς ἀνθρώπους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς γνωρίζει.

Ὑπάρχει δηλα­δὴ σκοπὸς ἀπώτερος, ποὺ ἔχει τεθῆ πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰῶνα, καὶ δὲν κρύβεται πλέον. Πᾶμε γιὰ ἕνωσι· ὄχι θεάρεστη ὅμως, χωρὶς τὴν βάσι τῆς Πίστεως.

«Ὑπάρχει μακρὰ προϊστορία τῆς προσπαθείας ἐπιβολῆς κοινοῦ Πασχαλίου, σημεῖα τῆς ὁ­ποίας παρουσίασε ἡ Ἱ. Μονὴ Γρηγορίου στὸ ἐτήσιο περιοδικό της «Ἅγιος Γρηγόριος» (2024).

«Μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες προσπάθειες γιὰ καθορισμὸ κοινοῦ ἑορτασμοῦ ἦταν ἡ “Διαβούλευση” ποὺ ὀργανώθηκε ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ Συμβούλιο Ἐκκλη­σιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (MECC) τὸ 1997 στὸ Χαλέπι τῆς Συρί­ας, ὅπου συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρ­θοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὅλων τῶν χριστι­ανικῶν Ὁμολογιῶν. Ἐκεῖ ἀποφασίσθηκε ὅτι “ὁ πιὸ πιθανὸς τρόπος γιὰ νὰ πετύχουμε μιὰ κοινὴ ἡμερομηνία γιὰ τὸ Πάσχα στὶς μέρες μας θὰ ἦταν α) νὰ διατηρηθοῦν οἱ κανόνες τῆς Νι­καί­ας (ὅτι τὸ Πάσχα πρέ­πει νὰ πέφτει τὴν Κυριακὴ ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν πρώτη ἐαρινὴ πανσέληνο) καὶ β) νὰ ὑπολογισθοῦν τὰ ἀστρονομικὰ δεδομένα (ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πανσέληνος) …γ) χρησιμοποιώντας ὡς βάση γιὰ τὸν ὑ­πο­λογισμὸ τὸν μεσημβρινὸ τῆς Ἰερουσαλήμ, τοῦ τόπου τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ”.

Αὐτὴ ἡ ἀπόφαση ἀπετέλεσε καὶ “σύσταση” πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τὶς Ὁμολογίες νὰ ἐργασθοῦν πρὸς ἐπίτευξη τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ μὲ βάση τὶς προτάσεις τῆς “Διαβουλεύσεως”.

Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ μεγάλη παγίδα γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους. Τὸ ΠΣΕ καὶ ὅ­σοι μὲ τὴ βοήθεια τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας ἐπιβάλλουν τὶς ἐξελίξεις ἀ­κόμη καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγμα­τα, συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ ὀρθοδόξου Πασχαλίου, δηλ. δέχονται νὰ ὁ­ρισθεῖ ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰ­κουμενι­κῆς Συνόδου, ἀλλὰ κατόπιν νέων ἀ­­στρονομικῶν ὑπολογισμῶν. Καὶ ἴσως ἐδῶ βρίσκεται τὸ «κλειδὶ» ἑρ­μηνείας τῆς τελευταίας φράσεως τοῦ Οἰ­κουμενικοῦ Πατριάρχου ὁ ὁποῖος βλέπει τὸν συμπτωματικὸ ἑορτασμὸ ὀρθοδόξων – παπικῶν τὸ 2025 ὡς τὴν ἀπαρχὴν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡ­με­ρομηνίας διὰ τὸν ἑορτασμόν [τοῦ Πά­σχα] κατ᾽ ἔτος, συμφώνως πρὸς τὸ Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ποιό θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἑ­νὸς τέτοιου κοινοῦ ἑορτασμοῦ; Οἱ πλεῖ­στοι τῶν Ὀρθοδόξων νὰ παραμείνουν στὴν παραδοσιακὴ ἡμερομηνία ποὺ ὅρισε ἡ Α΄ Οἰκ. Σύνοδος, ἔστω καὶ ἐ­σφαλμένη, τῆς ἐα­ρινῆς ἰσημερίας –21 Μαρτίου– καὶ ἕνα νέο σχίσμα νὰ ἀ­νατείλει. Αὐτὸ τὸ κατενόησε καὶ ἡ Ἔκ­τακτος Διπλῆ Σύναξις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καὶ μὲ τὴν ἐπιστολή της πρὸς τὴν Β΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδικὴ Διάσκεψη τὸ 1982 (τὴν ὁποία ἀναφέρει τὸ κείμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου) ἐπεσήμανε ὅτι

ἐν τῇ προσπαθείᾳ τῆς Β΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως ὅ­πως ἐξευρεθῇ τρόπος κοινοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μετὰ τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν, ἀσφαλῶς θὰ ἐπέλθῃ διάσπασις τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διὸ καὶ ἀποδοκιμά­ζομεν οἱανδήποτε ἀλλα­γὴν τοῦ Πασχαλίου….

Τὸ θέμα, ὅπως ἔχει ἐπιτυχῶς τονισθεῖ, δὲν εἶναι ἐπιστημονικὸ-ἀ­στρονομι­κό, εἶναι ἐκκλησιολογικό. Δὲν μᾶς ἐν­διαφέρει, τοὺς Ὀρθοδόξους, ἡ ἀ­στρονομικὴ ἀκρίβεια. Ἁπλῶς δὲν θέ­λουμε νὰ συνεορτάζουμε τὸ ἅγιο Πά­σχα, τὴν ἐλπίδα τῆς αἰ­ωνίου ζω­ῆς ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Κύριος μας Ἰη­σοῦς Χριστός, μα­ζὶ μὲ τοὺς αἱρετικούς. Θέλουμε νὰ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα ὡς “ἄλλης βι­οτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν” ἑ­νωμένοι ἐν τῇ μιᾷ Ἁγίᾳ Καθολικῇ καὶ Ἀ­ποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἕνωση οὐσια­στι­κὴ κατὰ Χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀ­δελφούς μας, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἀμ­πέλου ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριός μας (Ἰω. 15, 4-6 ) δὲν ὑπάρχει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Τὴν δὲ προτεραιότητα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας σὲ σχέση μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα τονίζει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφοντας στὸ Πηδάλιο “…καὶ αἱ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι, ὁποῦ μετὰ τὴν πρώτην ἔγιναν, καὶ οἱ λοιποὶ Πατέρες, ἔβλεπον ναὶ καὶ αὐτοί, ὡς σοφοὶ ὁποῦ ἦ­τον, πῶς ἐκατέβη πολὺ ἡ ἰσημερία· ἀλλ᾽ ὅμως δὲν ἠθέλησαν νὰ τὴν με­ταθέσουν ἀπὸ τὴν κα΄ Μαρτίου, ὁποῦ τὴν ηὗρεν ἡ α΄ σύνοδος, προτι­μῶντες περισσότερον τὴν συμφωνίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνωσιν ἀπὸ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἰσημερίας».

Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ γράμμα ὑπογράφει ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος καὶ ὀφείλονται πολλὲς εὐχαριστίες στὴν ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ γιὰ τὴν σοβαρὴ αὐτὴ ἐνημέρωσι. Ἂς ζυγίσουμε τὶς ἀποφάσεις μας.