Ὅταν ἀνέλαβε ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας τὸ βαρύτατο ἔργο τῆς ἀναστηλώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, φορτώθηκε βαρύτατο καθῆκον. Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμὸς εἶχε καταργηθῆ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸ καθεστὼς Χότζα, καὶ μὲ τὴν «ἀναθεώρησι» τοῦ Συντάγματος τῆς χώρας καθιερώθηκε ἐπίσημα ἡ ἀθεΐα, ἡ «ἀθρησκεία». Φαινομενικὰ ὁ νέος ἀρχιεπίσκοπος ἔπρεπε νὰ ξεκινήση ἀπὸ τὸ μηδέν. Λέω φαινομενικά, διότι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶχε σβήσει, ἁπλᾶ ὑπῆρχε ὡς Ἐκκλησία κατακομβῶν. Εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσωμε τὶς δύο ἀδελφὲς Δήμητρα καὶ Μαρία στὴν Κορυτσᾶ, ποὺ κράτησαν ἀναμμένο τὸ καντήλι τῆς Ὀρθοδοξίας, παρὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν πιστῶν.
Ὁ Ἀναστάσιος ἦρθε ὄχι ὡς ὁ ἐπιστήμονας μὲ περγαμηνές, αὐτὲς τὶς εἶχε, ἀλλὰ ἦρθε ὡς Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε· «Πο- ρευόμενοι κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε. μὴ κτήσεσθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν. μὴ πήραν εἰς ὁδὸν, μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ράβδον» (Μθ 10,7-10. Λκ 9,3).
Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ Ἀναστάσιος ἀνέστησε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας. Δὲν εἶναι εὔκολο, οὔτε ἔχω σκοπὸ νὰ καταγράψω τὴν ἱστορία, ἀλλὰ βλέπει ὅλος ὁ κόσμος ποῦ ἀνέβασε τὴν ἀναγεννημένη ἀπὸ τὶς στάχτες της Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας. Περιορί- ζομαι στὴν δικὴ μας συμμετοχὴ στὸ ἔργο του. Καταθέτω τὴν μαρτυρία μου.
Μᾶς εἶπε μία φορά· «Τὸ πρόβλημά μου δὲν εἶναι τὰ οἰκονομικά. Νά, πρὶν ἀπὸ λί- γες μέρες ἕνα ἀνδρόγυνο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, καὶ δὲν εἶναι ἡ μόνη περίπτωσις, μοῦ κατέθεσαν ὅλο τους τὸ ἐφάπαξ· μοῦ χρειάζονται ἄνθρωποι μὲ ἱεραποστολικὴ διάθεσι».
Ζήτησε ἀπὸ τοὺς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος βοήθεια σὲ προσωπικὸ ἱεραποστολικό. Ὁ τότε Φλωρίνης Αὐγουστῖνος ἀν- ταποκρίθηκε. Ἐνημέρωσε ὅτι ἀποστέλλει ὁμάδα τριῶν προσώπων στὴν Κορυτσᾶ, ἀποτελούμενη ἀπὸ τὴν Μαρία Τάμπα, τώρα ἡγουμένη στὸν ἅγιο Μάρκο Πρώτης, τὴν Μαρία Σιδηροπούλου, τὸν Δημήτριο Ρίζο καὶ τὴν Μαρία Πρίφτη ὡς διερμηνέα. Τὴν ἀπόφασι τοῦ μακαριστοῦ Αὐγουστίνου στήριξε θερμὰ καὶ συνέχισε ὁ διάδοχός του Θεόκλητος. Γιὰ μία δεκαετία περίπου εἴμασταν κάθε Σάββατο, χωρὶς θερινὲς διακοπές, στὴν περιοχὴ Κορυτσᾶς γιὰ κατήχησι σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Οἱ δυσκολίες μας δὲν ἦταν τόσο οἱ καιρικὲς συνθῆκες, ἀλλὰ οἱ δικές μας ἀδυναμίες, διότι βρεθήκαμε σὲ χῶρο, ἰδίως μὲ τοὺς μαθητές, τοὺς νέους, ποὺ δὲν εἶχαν ἀκούσει τίποτε γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστι, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐνήλικες, ποὺ κρατοῦσαν μέσα τους ἀχνὸ τὸ φῶς τῆς πίστεως. Μᾶς ἐνθουσίαζε ὅμως ὁ ζῆλος, ἡ δίψα, καὶ τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ μάθουν. Εἶχαν δὲ πάμπολλες ἀ- πορίες. Μᾶς δυνάμωνε τὸ ἐνδιαφέρον τους καὶ μᾶς στήριζε ὁ μακαριστὸς τώρα Ἀρχιεπίσκοπος. Εἴχαμε τὴν χαρὰ νὰ συναντιώμαστε καὶ νὰ λύνουμε προβλήματα. Συχνὰ μᾶς ἔλε- γε γιὰ τὴν πληθώρα τῶν ἀποριῶν· «Εἴμαστε μιὰ νεοσύστατη Ἐκκλησία. Γιὰ τὰ προβλήμα- τά μας θὰ ἀνατρέχουμε νὰ βροῦμε λύσεις στὰ Ἀποστολικὰ χρόνια, στὴν πρώτη Ἐκκλησία». Ὁ Ἀναστάσιος δὲν ἐπιλέχθηκε νὰ γίνη Μητροπολίτης στὴν Ἑλλάδα, διότι τὸν προώριζε ὁ Θεὸς νὰ γίνη ὁ ἀναστηλωτὴς μιᾶς ὑπὸ διωγμόν, κατατρεγμένης, ἀπαγορευμένης Ἐκκλησίας. Τὰ ὅσα γράφτηκαν μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς κοιμήσεώς του δίνουν μία εἰκόνα ἀναγεννημένης, ὀργανωμένης, ἀναστηλωμένης, ἀξιο- ζήλευτης Ἐκκλησίας.
Ἐκκλησίας: Ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο, ποὺ οἱ ἰσοπεδωμένοι ἢ γκρεμισμένοι ναοὶ ἀναστηλώθηκαν, ὀργανώθηκαν οἱ ἐνορίες της, χειροτονήθηκαν ἱερεῖς, κατηχήθηκε τὸ ποίμνιό της διὰ ζώσης καὶ ἐντύπων, λειτούργησαν σχολὲς καὶ ἱερατικὰ σεμινάρια, προστατεύθηκαν ὀρφανὰ καὶ ὑπερήλικες, κέρδισε τὸν σεβασμὸ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας τῆς χώρας, ἡ ὀρθόδοξη φωνή της ἀκούσθηκε καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς χώρας. Σὲ λίγα σχετικὰ χρόνια ἀνέβασε ψηλὰ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ κατάφερε τὸ ἀνθρωπίνως ἀκατόρθωτο.
Ὡς ὁμάδα ἐμεῖς δώσαμε ὅσα μπορούσαμε. Ἔχομε τὴν αἴσθησι ὅτι βάλαμε ἕνα λιθαράκι στὴν ἀναστηλούμενη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, καὶ αὐτὸ μᾶς ἱκανοποιεῖ, διότι ἦταν ἔργο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς εὐλογίας τοῦ κυροῦ Ἀναστασίου. Ἐπιτρέψτε μου νὰ σημειώσω χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ ταπείνωσί του ἕνα σημεῖο. Θὰ μποροῦσε κάλλιστα καὶ ἄριστα νὰ γράψη ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ στηρίξη τὸ χριστεπώνυμο ποίμνιό του. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸ βιβλίο μου, ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ, ζήτησε νὰ μεταφρασθῆ στὰ ἀλβανικά. Τὸ μετέφρασε ἡ ἑλληνομαθὴς κόρη τοῦ π. Ἰωάννου Τρεμπίτσκα τῆς Κορυτσᾶς, καὶ τὸ ἐξέδωσε ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀλβανίας γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἱεραποστολῆς.
Χαιρόμαστε ποὺ εἴχαμε αὐτὴν τὴν ἱεραποστολικὴ εὐκαιρία καὶ δοξάζομε τὸν ἅγιο Θεὸ γιὰ τὴν χάρι του.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ
Γιὰ τὴν ὁμάδα
Δημ. Π. Ρίζος