Ὁ ἀπολογισμὸς ἀπὸ Φερράρα – Φλωρεντία

Τὸ Βυζάντιο ἔ­πνε­ε πλέον τὰ λοίσθια. Ἕνα ἀ­πὸ τὰ θηρία τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ Μω­άμεθ, ἔ­φτασε στὸ Βόσπορο. Φόβος – τρό­μος στὴν Πόλι. Πολλοὶ τότε ἀπὸ τὸν πανικὸ εἶχαν στρα­φῆ πρὸς τὸν πάπα. Μόνο αὐτός, ἔ­λεγαν, θὰ μᾶς σώσῃ· καὶ γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ, πρέ­πει νὰ ἑνωθοῦμε μαζί του… Αὐτοὶ ἦταν οἱ λεγόμενοι ἑνωτικοί. Οἱ μονα­χοὶ ἀντέδρασαν. Ἀφοῦ ὅμως τὸ θέλησε ὁ αὐ­τοκρά­τορας, ἀποφασίστηκε νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ τὴ Δύσι. Ἀπὸ ᾽δῶ ἀρχίζει ἡ συμφορά.

Τίθεται τὸ ἐρώτημα· ἦταν ὁ τότε πάπας, ὁ Εὐ­γένιος Δ΄ (1383-1447), εἰς θέσιν νὰ βοηθή­σῃ τὸ Βυζάν­τιο; Εἶχαν ἐ­παναστα­τήσει ἐναντίον του πολλοὶ ἐπίσκοποι, ἡ­γούμενοι καὶ μοναχοί, ἔκαναν σύνοδο στὴ Βασιλεία τῆς Ἑλβετίας (1431-37) καὶ τὸν καθαίρεσαν. Οἱ δικοί μας, ἂν ἤ­θελαν βοήθεια, ἔπρεπε νὰ πᾶνε ἐκεῖ, ὄχι στὸν Εὐγένιο. Ἄστοχες πολιτικὲς ἐνέργειες.

Ὁ πάπας ἀπὸ καιρὸ ἤθελε νὰ ὑποτάξῃ τὴν Ἀ­να­τολὴ καὶ ἔστειλε ἀντιπροσωπεία του στὴν Πόλι· ἀν­τιπροσωπεία της ἔστειλε ἐπίσης ἡ σύνοδος τῆς Βασιλείας. Οἱ δύο ἀποστολὲς συναντήθη­καν στὸ Βόσπορο καὶ παρὰ λίγο νὰ χτυπηθοῦν μεταξύ τους· τοὺς χώρισε ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης.

Ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ πολιτικὴ σκοπιμότητα ὑποχρέωσαν τὸν Παλαιολόγο ν᾽ ἀπορρί­ψῃ τὴν πρότα­σι τῆς Βασιλείας καὶ νὰ δε­χτῇ τὴν πρότασι τῆς ῾Ρώμης. Ἔτσι μιὰ μέρα ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ Βόσ­πορο τὰ ἑλληνικὰ καράβια γιὰ τὴ Δύσι μὲ σκοπὸ τὴν ἕ­νωσι μὲ τὸν πάπα. Σ᾽ αὐ­τὰ ἐπέβαιναν 700 μέ­λη τῆς ἀντιπροσωπίας τῶν ὀρθοδόξων μὲ ἐπὶ κε­φαλῆς τὸν αὐ­το­κρά­τορα Ἰωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-48) καὶ τὸν πατριάρχη Ἰωσὴφ Β΄ (1416-39), ἡγούμενοι καὶ 25 ἀρχι­ερεῖς· μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Ἐ­φέσου Μάρκος μὲ τὴν ἰ­διότη­τα καὶ τοῦ ἀναπληρωτοῦ τῶν τριῶν πατρι­αρχῶν, Ἰ­ε­ροσολύμων Ἀν­τιοχείας Ἀλεξανδρείας.

Μόλις σήκωσαν τὶς ἄγκυρες ἔγινε σεισμός. Ἦ­ταν σημάδι ἀπὸ τὸ Θεό· δὲν τοῦ ἔδωσαν ὅ­μως σημασία. Στὸ ταξίδι βρῆκαν τρικυμία στὸ Αἰγαῖο καὶ στά­θμευσαν στὴ Χαλκίδα· τέλος πάντων, με­τὰ ἀπὸ ταξίδι 70 ἡμερῶν, φτάνουν στὴν Ἰταλία. Ὁ πάπας Εὐγέ­νιος τοὺς περίμενε στὸ ἀ­νάκτορό του· ἀπαιτοῦσε νὰ ἔρθουν νὰ φιλήσουν τὴν παντό­φλα του! Στὴ συνέχεια ἐπίσης οἱ ἄνθρωποί του περιώριζαν τοὺς βυζαντινούς, δὲν τοὺς ἄ­φηναν νὰ κινηθοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, τοὺς ἄφηναν νηστικοὺς καὶ δίχως σκεπάσματα στὸ κρύο.

Οἱ ὀρθόδοξοι ὥρισαν τὰ θέματα τοῦ διαλό­γου (Φιλιόκβε, ἄζυμα, πρωτεῖο, καθαρτήριο κ.λπ.) καὶ συμφώνησαν νὰ τοὺς ἐκπροσω­ποῦν δύο ἐξ αὐ­τῶν· ὁ Μάρκος Ἐφέσου καὶ ὁ Βησσαρίων Νικαίας (ὁ ὁ­ποῖος ἔπειτα πρόδωσε τὸν ἱερὸ ἀγῶνα καὶ ἔ­γι­νε παπικὸς καρδινάλιος). Ἀφοῦ ἄρχισε ἡ σύν­ο­δος ὁ ἅγιος Μάρκος, ποὺ ἤθελε τὴν ἕνωσι, προσ­­φώνη­σε τοὺς συνέδρους μὲ τιμή. Ἀδέρφια μας, εἶ­πε, ἐρχόμα­στε ἀπὸ μακριά, μὲ κό­πο, καὶ ὁ σκοπός μας εἶνε ἕ­νας, νὰ ἑνωθοῦ­­με· ποθοῦμε ἕνωσι, ἀλλ᾽ ὄχι εἰς βάρος τῆς ἀ­ληθείας. Σβῆ­στε ἀπὸ τὰ βιβλία σας τὶς νεώτερες πλάνες. Καὶ ποιές εἶν᾽ αὐ­τές; μία…, δύο…, τρεῖς…· τὶς ἀπαρίθμησε ὅ­λες.

Ἄρχισε λοιπὸν ἡ συζήτησι, στὴν ὁποία, πειστι­κὸς ὁ ἅγιος Μάρκος, κυριαρχοῦσε. Ἔπειτα ὁ πάπας εἶπε, νὰ περι­οριστῇ ἡ συνομιλία μεταξὺ ὡρισμένων ἐπὶ κεφα­λῆς. Ὁ Βησσαρί­ων, ποὺ ἔβλεπε νὰ ἐπισκι­άζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάρκο, τὸν φθό­νησε· ἦλ­θε δὲ σὲ μυστι­κὴ συμφωνία μὲ τὸν πάπα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ διάλογος πῆρε τὸν κατήφορο. Ἀ­κούστηκαν φωνὲς ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἔγινε σύγκρουσι. Ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Μάρκος ἔγινε μαχητής. Τόσο ὠξύνθηκε ἡ διαμά­χη, ὥστε μερικοὶ παπικοὶ μὲ τὸν Βησσαρίωνα ὥρμησαν ἐ­ναντίον του καί, ἂν δὲν τὸν ὑπεράσπιζαν μερικοὶ ἡγούμενοι, θὰ βιαιοπραγοῦσαν ἐπάνω του. Τότε ὁ προδότης Βησσαρίων εἶπε στὸ Μάρκο· –Εἶσαι τρελ­λός, μιλᾷς σὰν δαιμονισμένος. –Κ᾽ ἐσὺ εἶσαι προδό­της, εἶπε ὁ Μάρκος, μιλᾷς σὰν κοπέλλι τοῦ πάπα.

Κ᾽ ἐπειδὴ ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν δὲν μποροῦσαν οὔ­τε τὰ ἁγιογρα­φικὰ καὶ πατερικὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἁγίου Μάρκου ν᾽ ἀντικρούσουν οὔτε τὴν ἀντίστα­σί του νὰ κάμψουν, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ ἐνέσκηψε καὶ λοιμός, πανούκλα, ἀναγκάστηκαν νὰ διακόψουν.

Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μῆνες χρο­νοτριβῆς ὁ πά­πας με­τέφερε τὶς ἐρ­γασίες ἀπὸ τὴ Φερράρα στὴ Φλωρεντία καὶ ἄρχισε ἡ συζήτησι γιὰ τὸ Φιλιόκβε, πε­ρὶ τῆς ἐκπορεύσεως δηλαδὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Στὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἁγίου Μάρ­κου οἱ Λατῖνοι ἀντέλεγαν μὲ σχολαστικὲς σοφιστίες. Στὰ τῆς πίστεως, φώναζε ὁ ἅγιος Μάρκος, δὲν ἐπιτρέπονται ὑ­ποχωρήσεις. Μὴ ἔχοντας ἄλλα ὅπλα οἱ παπικοὶ ἔκοψαν τὸ σιτηρέσιο στοὺς Βυζαν­­τινοὺς φιλοξενουμένους, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­ναγ­κάσουν μὲ νυγμοὺς τῆς πείνας νὰ ὑποκύψουν.

Καὶ ὑπέκυψαν δυστυχῶς. Μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐ­το­κράτορος συμβιβάστηκαν. Τὴ στιγμὴ δὲ ποὺ ὑ­πέ­γραφαν τὴν ἕνωσι ἀκούστηκε «διαμαρτυρία»· ἕνα σκυλὶ ἄρχισε νὰ γαυγίζῃ. Μὴ φανῇ παράξενο· καὶ μὲ φωνὴ ζῴων εἰδοποιεῖ κάποτε ὁ οὐρανός (μία ὄνος ἤλεγξε τὸν Βαλαὰμ στὴν παλαιὰ δι­αθήκη, καὶ ἕνα σκυλὶ ἔ­σκουζε ὅταν δολο­φονοῦ­σαν τὸν Καποδίστρια στὸ Ναύπλιο). Ἀποπειράθη­καν νὰ κηρύξουν τὸν ἅγιο Μάρκο αἱρετικό, ἀλλὰ ὁ βασιλεὺς τὸν προστάτευσε καὶ διασώθηκε.

Ὁ πάπας Εὐγένιος ῥώτησε· –Ὁ Μάρκος ὑπέγραψε; –Ὄχι, τοῦ λένε. –Τότε δὲν κάναμε τίποτε.

Ὅταν ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολι, χω­ρὶς τὸν πατριάρχη Ἰωσὴφ ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποθάνει, ὁ λαὸς ὑποδέχτηκε μὲ τιμὴ τὸν ἅ­γιο Μάρκο, ἐνῷ στοὺς ἄλλους ἔδειχνε περιφρόνησι. Οἱ ἴδιοι ἔλεγαν μετανοημένοι· Τὸ χέρι τοῦτο, ποὺ ὑπέγρα­­ψε, νὰ κοπῇ… Ὁ ἅγι­ος Μᾶρ­κος συνέχιζε ἀνυποχώρητος τὴν ὁμολογία. Ὅταν ἐξελέγη πατριάρχης φιλοπα­πικός, ὁ Μητροφάνης, καὶ βεβηλώθηκαν τὰ ἱερὰ θυσιαστήρια, τότε ὁ ἅγιος ἔ­φυγε στὴν ἕδρα του στὴν Ἔφεσο, γιὰ νὰ μὴ συλ­λει­τουργήσῃ μαζί του. Ἀπὸ ᾽κεῖ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅ­γιο Ὄρος, μὰ δὲν ἔφθασε· στὸ δρόμο τὸν συνέλαβαν κ᾽ ἐπὶ δύο χρό­­νια τὸν κρατοῦσαν ὑπὸ περιορι­σμὸν στὴ Λῆμνο. Ἔ­πειτα ὁ τελευ­ταῖος αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταν­τῖνος Παλαιολόγος τὸν ἐ­λευ­θέρωσε (1442), γύρισε στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων κ᾽ ἐκεῖ κοιμήθηκε τὸ 1444. Προηγουμένως ἄ­φησε διάδοχό του στὸν ἀ­γῶνα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τὸν μαθητή του Γεώργιο Σχολάριο (ποὺ ἔγινε ἔπειτα πρῶτος μετὰ τὴν ἅ­λω­­σι πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸ ὄ­νομα Γεννάδιος), ἀφοῦ τὸν ἐξώρκισε νὰ μείνῃ πι­στὸς στὴν ὁμολογία. Ἐτάφη στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων.

* * *

Ἐρωτοῦμε· τί κέρδισε τὸ γένος ἀπὸ τὴν ψευδο­ένωσι; Τίποτε. Ἀντιθέτως ζημιώθηκε τὰ ἑξῆς. 1η ζημιά· τὸ βασίλειο ἔχασε τὴν ἑνότητα ποὺ εἶ­χε, δι­αιρέθηκε σὲ ἑνωτικοὺς καὶ ἀνθενωτικούς. 2η ζημιά· ὁ Μωάμεθ, ἐνῷ δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ἐ­πιτεθῇ κατὰ τῆς Πόλεως, ἀλλὰ ἤθελε συμμαχία (καὶ μπο­ροῦσε τὸ Βυζάντιο νὰ κάνῃ συμμαχία ἕως ὅτου δυναμώσῃ), ὅταν εἶδε ὅτι πῆ­γαν στὴ Δύσι γιὰ βο­ήθεια, αἰσθάνθηκε κίνδυνο καὶ πῆ­ρε ἀπόφασι νὰ ἐπιτεθῇ· τὸν ἐξαγρίωσαν καὶ ἐπέσπευσε τὴν ἐπίθεσι. 3η ζημιά· ἐνῷ ὅλη κι ὅλη ἡ βοήθεια τοῦ πάπα ἦταν 300 στρατιῶτες καὶ 2 γαλέρες, οἱ δικοί μας ἀντὶ αὐτῶν πρόδωσαν τὴν πίστι, ἐπώλησαν τὰ πρωτοτόκια, σὰν τὸν Ἠσαῦ. Ὁ πάπας τώρα ἄλλαξε, νομίζουν ὡ­ρισμένοι. Λάθος· ὅπως τὸ φίδι, ὅσο κι ἂν ἀλλάξῃ δέρμα, δόντι δὲν ἀλλάζει, ἔτσι καὶ ὁ πάπας· σὲ καμμία ἀπὸ τὶς πλάνες του (Φιλιό­κβε, ἄζυμα, βάπτισμα, πρωτεῖο) δὲν ἔκανε πίσω.

Θὰ μοῦ πῆτε τί θὰ γίνῃ; Ἐδῶ στεκόμαστε!

Τὸ μέλλον εἶνε ἄγνωστο. Ὅτι συντελεῖται προ­­δοσία εἶνε φανερό. Ἀλλὰ θαρσεῖτε, μὴ ἀν­ησυχεῖ­τε. Καὶ ἔχετε πάντα στὸ μυαλό σας, ὅτι ὑ­πάρχουν ἐπίσκοποι ποὺ δὲν θὰ προδώσουν τὸν ὅρκο τους. Μέσα σ᾽ αὐτοὺς τελευταῖο νὰ ὑ­πολο­γίζετε τὸν Αὐγουστῖνο Φλωρίνης. Εἴτε μόνος εἴ­τε μετ᾽ ἄλ­λων τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς Ὀρ­­θοδοξί­ας θὰ τὰ ὑπερασπίσω μέχρι θανάτου. Δὲν θὰ κάνου­με κανένα συμβιβασμό. Μόνο σᾶς παρακα­λῶ, ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸν ἐπίσκοπο, στοὺς ἡ­γέ­τας, ἡγουμένους, μοναχοὺς καὶ θεολόγους. Ἐμεῖς ἐν κοινῇ συσκέψει θὰ ἐκλέξουμε τὴν ὥ­ρα τῆς μάχης. Ἀλλὰ προχωρῶ· αὐτὸς ὁ λό­γος ποὺ εἶπα φαίνεται ὑπερήφανος, ἀλλὰ τὸν λέω ὡς ἀ­πολογία σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶπαν ὅτι «Ὁ Αὐγουστῖ­νος, τώρα ποὺ ἔγινε δεσπότης, ἔ­κλεισε τὸ στόμα του καὶ δὲν μιλάει». Λέγω· τὸ εὐ­­σεβὲς ἔθνος μας δὲν θὰ ὑποκύψῃ καὶ δὲν θὰ φιλήσῃ τὴν παν­­τόφλα τοῦ πάπα. Κλείνω μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἰω­σὴφ Βρυεννίου· Ὦ Ὀρθοδοξία, σ᾽ ἐ­σένα γεννηθή­καμε, σ᾽ ἐσένα ζοῦμε, καὶ ἂν παραστῇ ἀ­νάγκη «μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἀπὸ ἀπομαγνητοφωνημένη ἑσπερινὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44-Ἀθηνῶν τὴν 19-1-1969)