τοῦ γέροντος Σάββα Λαυριώτου
Σὲ τακτικὴ Σύναξη τῆς Ἱ. Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ σταλέντος ὑπομνήματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου περὶ τῶν Προσυνοδικῶν Κειμένων τῆς ὀνομαζομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, κατέθεσα γνώμη δι᾽ αὐτά, χωρὶς νὰ ἀναγνωσθεῖ. Μάλιστα, ἐνῶ εἶχαν σταλεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τέσσερεις σημαντικὲς γνῶμες τῶν Ἱερῶν Μονῶν Κουτλουμουσίου, Καρακάλλου, ὁσίου Φιλοθέου καὶ ἡ ὁσίου Γρηγορίου, (πρὸς ἔπαινόν τους) γι᾽ αὐτὸ τὸ σημαντικὸ θέμα ποὺ ἀπασχολεῖ τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, δὲν ἀνεγνώσθησαν. Καὶ ὄχι μόνον δὲν ἔγινε ἀνάγνωση τῶν γνωμῶν αὐτῶν, ἀλλὰ παρανόμως ἀπαγόρευσαν νὰ διαβασθεῖ ἡ δική μου γνώμη καὶ νὰ διαβιβασθεῖ πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, διότι δὲν δέχονται δικά μου γράμματα καὶ γνῶμες.
Δι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐδήλωσα εἰς τὴν Σύναξη, ὅτι ἂν δὲν ἀναγνώσουν τὴν γνώμη μου καὶ δὲν τὴν διαβιβάσουν πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι στὰ δικαιώματα τοῦ κάθε προϊσταμένου, καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν τοῦ κάθε μοναχοῦ (Ἐσωτερικὸς Κανονισμός, ἄρθρο 8 στ΄, καὶ ιγ΄), τότε ἀναγκαστικά, μὴ ἔχοντας ἄλλη πλέον ἐπιλογὴ καὶ δυνατότητα, διὰ νὰ ἀσκήσω τὰ δικαιώματά μου καὶ νὰ ἐκφράσω τὴν ἄποψή μου, κάνοντας τὸ αὐτονόητο καὶ ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συνείδησή μου, θὰ τὴν δημοσιεύσω εἰς τὸν Ἐκκλησιαστικὸ Τύπο, διότι τὸ θέμα εἶναι σημαντικότατο, ἐφόσον ἀφορᾶ τὰ τῆς Πίστεώς μας. Φαίνεται πὼς ἡ προληπτικὴ λογοκρισία καὶ ἡ φίμωση κάθε Ὀρθοδόξου ἀντιρρήσεως σὲ ἀντορθόδοξες ἐπικείμενες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἤδη ἄρχισε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα καὶ τὰ Μοναστήρια, τὰ ὁποῖα ὅμως ἀνέκαθεν ἦταν τὰ προπύργια ποὺ κράτησαν τὴν Πίστη μας ζωντανὴ καὶ ἀνόθευτη.
Ἀπειλούμαστε, ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἀντιδροῦμε, μὲ κυρώσεις καὶ ποινές, καὶ ἐν τέλει θὰ χαρακτηρισθοῦμε καὶ σχισματικοί, καὶ ὡς δῆθεν προκαλοῦντες σχίσματα, διότι θέλουμε νὰ παραμείνουμε Ὀρθόδοξοι καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι!!». Δυστυχῶς τὸ περιστατικὸ ἔλαβε χώρα μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα στὴν Λέσβο καὶ τὶς συμπροσευχὲς ποὺ παρανόμως γιὰ ἄλλη μιὰ φορά ἔγιναν. Ὅταν ἀνέφερα τὸ γεγονός, ὄχι μόνον δὲν ἔτυχε σχολιασμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀμνηστεύθηκε, διότι, κατὰ τὴν ρήση τῶν νεοπατέρων, «αὐτὰ γινόταν πάντοτε στὴν Ἐκκλησία». Ὁ καθένας ἂς βγάλει τὰ συμπεράσματά του ἀπὸ αὐτὰ τὰ λίγα ἐκτεθέντα παρ᾽ἡμῖν.
Ἐνοχλοῦνται οἱ πατέρες διότι, ὄχι μόνον δὲν συμφωνοῦμε μὲ τὰ πραττόμενα ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀποδεχόμαστε τὶς κατὰ καιροὺς αἱρετίζουσες θέσεις καὶ πρακτικές του. Πῶς ὅμως νὰ συμφωνήσουμε μὲ τὶς θέσεις καὶ τὶς πρακτικὲς αὐτὲς τοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος σὲ μόνιμη βάση ἀποκαλεῖ τὸν αἱρετικὸ Πάπα «ἀδελφό» του καὶ ἀναγνωρίζει στὴν Παπικὴ αἵρεση ἐκκλησιαστικότητα; Ὁλόκληρες Σύνοδοι, ὅπως ἡ Η΄ ἐπὶ Μ. Φωτίου (879-880), οἱ Ἡσυχαστικὲς Σύνοδοι τοῦ 1341, 1347, 1451 (Θ΄ Οἰκουμενική), οἱ νεότερες Πατριαρχικὲς Σύνοδοι τῆς ΚΠόλεως (1722, 1727, 1838 κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ οἱ θεοφώτιστοι ἅγιοι Πατέρες ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου, ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως μὲ εὐαγγελική, πατερικὴ καὶ ἁγιοσυνοδικὴ θεολογικὴ τεκμηρίωση καταδικάζουν ἀπερίφραστα ὡς αἱρετικοὺς τοὺς Λατίνους ἢ τοὺς Λατινόφρονες.
Δὲν εἶναι ἑπομένως ὁ Πατριάρχης ὑπόλογος ἐνώπιον τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων αὐτῶν Συνόδων; Δὲν ὁμιλεῖ καὶ πράττει ἀντίθετα ἀπ᾽ὅσα οἱ προμνημονευθέντες Ἅγιοι (καὶ πλῆθος ἄλλων) ἐδίδαξαν; Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες δὲν ἐπαπειλοῦν καθαίρεση πρὸς ὅσους συμπροσεύχονται μὲ αἱρετικούς; Ἡμεῖς τί ἀπὸ αὐτὰ πράξαμε; Καταπατήσαμε μήπως κάποιον ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ δὲν τὸ ξέρουμε; Αὐτοὶ ποὺ τοὺς καταπατοῦν τυγχάνουν τιμῆς, καὶ ἐμεῖς ποὺ συμμορφούμεθα πρὸς αὐτοὺς (Ἱεροὺς Κανόνες) θὰ τύχουμε καταδίκης καὶ ὀνειδισμοῦ;
Στὶς 5-2-2016 ἐτελέσθη Ἑσπερινὸς στὸν παπικὸ καθεδρικὸ ναὸ τῆς Σμύρνης ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο μὲ τὴν συγχοροστασία τοῦ παπικοῦ «Ἀρχιεπισκόπου» Σμύρνης κ. Λαυρεντίου, παρουσίᾳ καὶ δύο Ἁγιορειτῶν πατέρων, τοῦ π. Βαρνάβα καὶ τοῦ π. Εὐδοκίμου τῶν Βατοπαιδινῶν. Μάλιστα ὁ πατὴρ Εὐδόκιμος μετὰ τὴν ἀπόλυση καί, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης μοίραζε εἰκονίδια στοὺς παρισταμένους, ἔψαλλε μαζὶ μὲ ἕναν παπικὸ «ἱερέα» τὸ «Ἁγνὴ Παρθένε», ὅπως φαίνεται σαφέστατα στὸ βίντεο ποὺ ἀναρτήθηκε σὲ πολλοὺς ἱστότοπους. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα; Θὰ τὸ ἀμνηστεύσουμε καὶ αὐτό; Κατὰ τὰ ἄλλα ζητᾶνε ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά μου καὶ τοὺς λοιποὺς πατέρες ποὺ σκανδαλιζόμαστε μὲ αὐτὴν τὴν προδοσία νὰ σιωπήσουμε;
Νομίζουν, λοιπόν, ὅτι θὰ κάμψουν τὸ φρόνημά μας, νομίζουν πὼς θὰ φοβηθοῦμε τὶς ἀπειλές τους καὶ τοὺς μεγαλαύχους καὶ μεγαλοσχήμους ἐκκλησιαστικοὺς ταγοὺς ποὺ τοὺς λένε νὰ σιωποῡν καὶ νὰ ὑπακούουν σὲ ὅ,τι καὶ ἂν ἀποφασίσουν, ἔστω καὶ ἂν προδίδουν τὴν Πίστη μας; Ἕναν μόνον φοβόμαστε, Αὐτὸν ποὺ ὑπηρετοῦμε. Τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, Αὐτὸν στὸν Ὁποῖον θὰ ἀποδώσουμε λόγο, πρωτίστως ἐὰν κρατήσαμε τὴν Πίστη μας. Παρ᾽ὅλα αὐτά, προσευχόμαστε στὸν Κύριο, νὰ δώσει φωτισμὸ καὶ μετάνοια στοὺς ἀδελφούς μας ποὺ μᾶς πολεμᾶνε, ἔτσι ὥστε ἀπὸ κοινοῦ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν κίνδυνο τῆς νοθεύσεως καὶ ἀλλοιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας διὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς πανθρησκείας ποὺ αὐτὸς προετοιμάζει. Καὶ κυρίως νὰ δώσει σὲ ὅλους μας ἀνδρεία καὶ θάρρος νὰ ὁμολογήσουμε Χριστὸ καὶ Ὀρθοδοξία μέχρι τέλους. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται».
Ἀναγνόντες μετὰ πάσης προσοχῆς τὰ κοινοποιηθέντα περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, καὶ μελετήσαντες αὐτά, καθὼς καὶ τὶς ἀπαντήσεις καὶ εἰσηγήσεις τῶν ἐγκρίτων θεολόγων Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου, κ. Δημητρίου Τσελεγγίδου Καθηγητοῦ Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. καὶ πολλῶν ἄλλων, προαγόμεθα ὅπως ἐκθέσωμεν ὑμῖν τὰ ἀκόλουθα.
Ἡ μέλλουσα ὀνομαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ πραγματοποιηθεῖ εἰς Κολυμβάριον Χανίων Κρήτης, πρόκειται νὰ λάβη σημαντικὲς ἀποφάσεις, καθοριστικὲς διὰ τὸ μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς προπαρασκευῆς της, ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶχε ὡς ἀφετηρία της κοινωνικὰ καὶ ὄχι δογματικὰ ζητήματα, ὑπηρέτησε δὲ ποικίλες σκοπιμότητες καὶ συνδέθηκε ἄρρηκτα μὲ τὸν Οἰκουμενισμό.
Ἐπιγραμματικὰ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο παρατηρεῖται ὅτι ἐπιχειροῦνται:
Αον Ἡ ἀναίρεση τῆς πίστεώς μας στὴν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» (ἄρθρο 6ο).
Βον Ἡ νομιμοποίηση τῶν αἱρέσεων – ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρετικῶν ὡς ἐκκλησιῶν.
Γον Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς γίνεται λόγος γιὰ «τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν» (ἄρθρο 21).
Δον Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀντορθόδοξων καὶ αἱρετικῶν κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἡ κατοχύρωσή τους ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Εον Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος ὡς ἐσχάτου Κριτοῦ περὶ τῶν θεμάτων τῆς Πίστεως, ἐνῷ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. (Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου θὰ εἶναι δεσμευτικὲς διὰ τὸ Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας).
ΣΤον Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ.
Ζον Η ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ (ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ) ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.
Τὰ ἑπτὰ αὐτὰ σημεῖα ἀναλύονται ἐν συντομίᾳ.
Ὅπως γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου ἀφορᾶ πρωτίστως στὴν θέσπισιν καὶ τὴν στερέωσιν τῶν Δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν ὁριοθέτησίν της ἀπὸ τὴν αἵρεσιν. Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς καθῆκον της, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, τὴν καταπολέμησιν κάθε αἱρέσεως καὶ τὴν ὀρθοτόμησιν τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Ἐδῶ ὅμως ἔχουμε τὸ ἀντίθετο. Νομιμοποίηση τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, καὶ τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ. Δι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον ὡς Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀπαιτήσουμε τά ἑξῆς:
1ον. Ἐν πρώτοις νὰ ἐπικυρωθοῦν ὅλες οἱ προηγούμενες ὀρθόδοξες Σύνοδοι, ὅπως γινόταν ἀνέκαθεν στὶς Ὀρθόδοξες τοιαῦτες, καὶ κυρίως νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς Οἰκουμενικὲς ἡ τοῦ Μεγάλου Φωτίου ὡς 8η , καὶ ὡς 9η ἡ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ καταδικάζουν τὴν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ.
2ον. ΝΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΙ Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΙ ΤΟΥ ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
3ον. Νὰ ἀποσυρθεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἢ μᾶλλον θεοστυγῶν αἱρέσεων, μὲ δήλωση μάλιστα, πὼς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ ἈποστολικὴἘκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη, καὶ ὅτι δὲν δύναται νὰ ὑπάρξει διάλογος, παρὰ μόνο κατήχηση καὶ ἐπιστροφὴ στοὺς Κόλπους τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας.
4ον. Νά ἐπανέλθει τὸ παλαιόν ἑορτολόγιον σὲ ὅσες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀκολούθησαν τὸ Ἰουλιανόν.
Ἂν θέλουμε, ἅγιοι πατέρες, νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ κυρίως μὲ τὸν Σωτῆρα μας Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὰ εἶναι τὰ θέματα ποὺ ἔπρεπε ὡς Ἁγιορεῖται μοναχοὶ νὰ ἀπαιτήσουμε νὰ ψηφισθοῦν σὲ αὐτὴν τὴν Σύνοδο, γιὰ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη, καὶ νὰ μὴν δημιουργηθοῦν περαιτέρω σχίσματα εἰς τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὰ εἶναι τὰ προβλήματα ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς περιμένει νὰ δοθοῦν λύσεις. Ὅλα τὰ ἄλλα οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὰ ἔχουν τακτοποιημένα. Στὴν περίπτωση λοιπόν, ποὺ ὑπερψηφισθοῦν οἱ ἀντορθόδοξες θέσεις τῶν πρὸς ψήφιση προσυνοδικῶν κειμένων καὶ κυρίως ἡ παροχὴ ἐκκλησιαστικότητας στὴν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ καὶ στὴν πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, ποὺ ἐκθεμελιώνουν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ τὴν ἱερὰν Παράδοσιν, ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τὶς ἀκολουθήσουμε, ἀλλὰ χρεωστικῶς κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νὰ διακόψουμε τὸ μνημόσυνον ὅλων αὐτῶν ποὺ θὰ συμμαχήσουν μὲ τὶς αἱρετικὲς θέσεις καὶ τὸν παναιρετικὸ οἰκουμενισμό. Ταῦτα πάντα τ᾽ ἀνωτέρω λίαν φιλαδέλφως καταθέτω ὑμῖν, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων ὅτι θὰ ἀντιμετωπίσετε τὸ σοβαρὸν τῆς ὑποθέσεως μὲ τὴν διακρίνουσαν ὑμᾶς ὁμολογιακὴν εὐθυκρισίαν τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος ποὺ πρέπει νὰ συνέχει τὸν κάθε Ἁγιορείτην μοναχόν.