Ἀγάπη στὴν πατρίδα, λατρεία στὸ Χριστό!

Στὶς 26 Ὀκτωβρίου ἑ­ορτάζει ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτρι­ος.

Τί θὰ πῇ ἅγιος; Ὁ κόσμος νομίζει ὅτι, γιὰ νὰ γίνῃ κανεὶς ἅ­­γιος, πρέπει ν᾽ ἀφήσῃ τὸ σπίτι του, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, νὰ φύ­γῃ μακριά, σὲ σπηλιὲς ἢ μονα­στήρια, νὰ μείνῃ ἐ­κεῖ κά­νοντας προσ­ευχὴ μὲ κομποσχοίνι, νὰ νη­στεύῃ αὐστη­­ρά… Μπορεῖ ὅμως νὰ πᾷς καὶ στὸ Ἅ­γιο Ὄ­ρος, νὰ καθίσῃς χρόνια ἐκεῖ ἀσκητεύοντας καί, ἂν δὲν προσέ­ξῃς, νὰ μὴ σωθῇς. Κάτι ἀ­νώτερο ζητάει ὁ Κύριος.

Τί ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος; ἀ­σκητής; παπᾶς, διᾶκος, δεσπότης; Τίποτε ἀπ᾿ αὐ­τά. Ἕνας ἁ­πλὸς Χριστι­­ανός. Δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κό­σμο· ἔμεινε ἐ­κεῖ, μέ­σα σ᾽ ἕ­να περιβάλλον εἰδωλολατρικό. Καὶ ὅ­μως ἁγίασε· καὶ ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μάρτυρας ἀλλὰ μεγαλομάρτυρας. Πῶς;

Ἦταν νέος, διακρινόταν γιὰ τὸ ἀθλητικό του παράστημα, τὴν ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου του, ἀλλὰ πρὸ πάντων γιὰ τὴ χάρι τῆς ψυ­χῆς του, τὴν ἀγαθότητα τοῦ χαρακτῆ­ρος του, γιὰ τὴν ἐν γένει ἀ­ρετή του. Μπῆκε στὸ στρατό, ἔ­­­φτα­σε σὲ μεγάλα ἀξιώματα, ἔγινε χιλίαρχος, στρα­­τηγός. Κράτησε ἐν τούτοις τὴν πίστι στὸ Χριστὸ καὶ τὸν ζῆλο ὑπὲρ τῆς δόξης του. Κήρυτ­τε ἄ­φοβα τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐ­αγγελίου. Προσπαθοῦσε νὰ ὁδηγῇ κάθε μέρα κ᾽ ἕνα νέο μαθητή του στὴν Ἐκ­κλησία, νὰ τὸν κάνῃ Χριστι­ανό.

Ἀλλὰ ἡ δρᾶσι προκαλεῖ ἀντίδρασι. Μὲ τέτοια ζωὴ καὶ ἐργασία –μεταξὺ τῶν νέων μάλιστα– τὸν κα­­τήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα Γαλέριο (305-311 μ.Χ.) ὅτι εἶ­νε Χριστιανός. Ὁ Γαλέριος τὸν κά­λεσε. –Σὲ τίμησα, τοῦ λέει, σ᾽ ἀ­νέβασα σὲ ἀξι­ώ­ματα, ἀλλὰ τώρα ἀκούω ὅτι εἶ­σαι Χρι­στιανός. Πιστεύεις λοιπὸν στὸ Χριστό; –Ναί, εἶμαι Χριστιανός… Τώρα ἡ ὁμολογία αὐ­τὴ δὲν στοι­χίζει τίποτα. Τότε στοίχιζε ὄχι μόνο τι­μὲς καὶ ἀ­ξιώματα ἀλ­λὰ καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀν­θρώπου. –Ναί, πιστεύω στὸ Χριστό, εἶπε ὁ ἅ­γι­­ος Δημήτριος σταθερά. Ὠργίστηκε ὁ αὐ­τοκρά­τορας· τὸν καθαίρεσε ἀπὸ τὰ ἀ­ξιώματα καὶ πρόσταξε νὰ τὸν κλείσουν στὰ ὑ­πόγεια ἑνὸς λουτροῦ. Ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου ἄλλαξε πλέον τελείως.

Τὶς μέρες ἐκεῖνες ὁ αὐτοκράτορας, μετὰ ἀ­πὸ νίκη ἐναντίον τῶν Σκυθῶν, διωρ­γά­νω­σε στὴ Θεσσαλονίκη τελετὲς μὲ ἀγωνίσματα στὸ ἀμ­φιθέατρο. Εἶχε φέρει μαζί του κ᾽ ἕνα σωματώδη μονομάχο, ἀθλητὴ μὲ πελώριο ἀ­νάστημα ποὺ λεγόταν Λυαῖος. Ὁ εἰδωλο­λάτρης αὐ­τὸς προκαλοῦσε κάθε μέρα ὅποιον τολμᾷ νὰ ἔρθῃ ν᾽ ἀνταγωνιστῇ μαζί του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Λυαίου στὴν πραγματικότητα ἑ­δραιωνόταν ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας, δοξάζονταν τὰ εἴδωλα καὶ προσβάλλονταν ὅ­σοι διαφωνοῦσαν μὲ τὴν εἰδωλολατρία, δηλα­δὴ –ποιοί ἄλλοι– οἱ Χριστιανοί. Ὁ κή­ρυκας τὸ φώναξε μιὰ φορά, δυὸ φορές, τρεῖς φορές· ποιός τολμοῦσε νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸ Λυαῖο;

Τ᾽ ἄκουσε αὐτὸ κ᾽ ἕνας νεαρὸς μαθητὴς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὁ Νέστορας. Καὶ αἰ­σθάν­θη­κε μέσα του ἐπιταγὴ νὰ φράξῃ τὸ ἰταμὸ ἐ­­κεῖνο στόμα. Πῆγε στὸ κελλὶ τοῦ ἁ­γίου, τοῦ εἶπε τὸν πόθο του καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του. Ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸν σταύρωσε στὸ μέτωπο καὶ στὴν καρδιὰ καὶ τοῦ εἶπε προφητικά· «Καὶ Λυ­αῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις». Θω­ρακισμένος ἔτσι ὁ Νέστορας μπαίνει στὸ στάδιο. Ὁ κήρυκας καλεῖ, ὁ νεα­ρὸς ἀπαντᾷ· Ἐγώ! Κι ὅταν βρέθηκε μπρὸς στὸ σιδηρόφρακτο γίγαντα, ἐ­πι­καλεῖται «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι!» καὶ ὁρμᾷ. Μὲ μιὰ ἀστραπιαία κίνησι καρφώνει ἕνα μικρὸ ἐγχειρίδιο στὴν καρ­διὰ τοῦ Λυαίου, τὸν ῥίχνει κάτω καὶ τὸν νικᾷ ὅ­­πως ὁ Δαυ­ῒδ τὸν Γολιάθ. Ὠργισμένος ὁ Γαλέ­ριος διατάζει νὰ συλλάβουν τὸ Νέστορα καὶ τὸν ἀποκεφαλίζει. Ἄκουσε ὅμως ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ ὄ­νομα τοῦ Δημητρίου. Στέλνει λοι­πὸν στρατιῶτες καὶ στὸ κελλὶ τοῦ κρατουμένου διδασκάλου. Αὐτοὶ τὸν λογχίζουν στὴν πλευρά, καὶ ἔτσι ἡ ψυχή του πέταξε στὰ οὐράνια.

* * *

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἄθλησι τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη περὶ τὸ 306 μ.Χ.. Ἀπὸ τότε πέρασαν 16 αἰῶνες. Ἔσβησαν ὀνόματα βασιλέ­ων, στρατηγῶν, πλου­σί­ων καὶ ἰσχυρῶν τῆς ἡ­μέ­ρας· τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὅμως μένει στὴν ἀ­θάνατη δόξα. Ζῇ καὶ βασιλεύει στὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι εἶδαν καὶ βλέπουν πλῆθος θαύματά του. Ποιό νὰ ποῦμε;

Γιὰ τοὺς Νεοέλληνες τὸ μεγαλύτερο θαῦ­­μα εἶνε, ὅτι τὸ 1912 τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δη­μητρίου τὰ ἑλ­ληνικὰ στρα­τεύμα­τα μπή­καν μέσα στὴν ἐπὶ αἰῶ­νες σκλαβωμένη Θεσ­σαλονίκη καὶ ὕψωσαν τὴν Ἑλ­λη­νικὴ σημαία στὸ Λευκὸ Πύρ­γο. Ὅλοι τότε εἶ­παν· αὐ­τὸ εἶνε θαῦμα τοῦ ἁγίου Δημητρίου.

Νά ἔχουμε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς πίστι. Πίστι καὶ ἀγάπη ὅπως ὁ ἅγιος Δημήτριος.

Ν᾽ ἀγαποῦμε τὴν πατρίδα μας. Ἂν κάθε λαὸς ἀγαπᾷ τὴν πατρίδα του, πῶς ἐμεῖς νὰ μὴν ἀγαποῦμε τούτη τὴ χώρα, ποὺ γέννησε μεγά­λους καὶ σπουδαίους ἄνδρες, ἁγίους πατέρες καὶ μάρτυρες; πρὸ Χριστοῦ γέννησε ἕναν Ἀριστοτέλη, ἕνα Μέγα Ἀλέξανδρο, καὶ μετὰ Χριστὸν τοὺς ἁγίους Κύριλλο καὶ Με­θόδιο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ τόσους νεομάρτυρες. Ἐ­ὰν ἐ­μεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται (πρβλ. Λουκ. 19,40)· ἂν ἔρθῃ μέ­ρα κατηραμένη ποὺ ἐμεῖς τὰ ξεχάσουμε ὅ­λα αὐτὰ κι ἀλ­λά­ξουμε θρησκεία καὶ πατρίδα, τότε καὶ τὰ λιθάρια ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν· Χρι­στὸς καὶ Ἑλλάδα! Ἡ Μακεδονία ἦ­ταν, εἶ­νε καὶ θὰ μείνῃ πάντα ἑλληνικὴ καὶ ὀρ­θό­δοξη. Σᾶς τὸ λέω ἐγὼ ὁ γέρων ἐπίσκοπος, ποὺ 55 χρόνια ἐργάζομαι στὴν Ἐκ­κλησία καὶ τὸ γένος. Μὴ σᾶς παρασύρουν· μένετε σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι. Αὐ­τὴ ἡ πατρίδα ἀξίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴ στοργή μας. Καὶ αὐτὸ νὰ τὸ ἀποδεικνύετε.

Ἀλλ᾽ ἐὰν μιά φορὰ ἀξίζει ν᾽ ἀγαποῦμε τὴν πα­τρίδα, χίλιες κ᾽ ἑκατομμύρια καὶ ἄ­πειρες φορὲς περισσότε­ρο ὀφείλουμε ὄχι ἁπλῶς ν᾽ ἀγαποῦμε ἀλλὰ κυ­ριολεκτικῶς νὰ λατρεύουμε, νὰ προσκυνοῦ­με καὶ νὰ εὐ­­γνωμονοῦμε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Θεὸ καὶ Σωτῆρα μας, τὸν Λυτρωτὴ τῶν ψυχῶν μας καὶ Ἐλευθερωτὴ τοῦ γένους μας. Μιά φορὰ τὴν Ἑλλάδα, ἄ­πειρες φορὲς τὸν Χριστό. Δὲν πρέπει στὸν τόπο αὐτὸ νὰ ὑπάρχῃ ἄπιστος καὶ ἄθεος. «Πᾶς οἶκος κα­τασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι ἔχει τὸν κατα­σκευαστή του, καὶ αὐ­τὸς ποὺ κατασκεύασε τὰ σύμπαντα εἶνε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4). Ἐὰν τὸ σπίτι ποὺ κάθομαι, τὸ σχολεῖο ποὺ πᾶνε τὰ παιδιά μου, ἡ ἐκκλησία ποὺ μπαίνω, τὸ αὐτοκίνητό μου καὶ τὸ ῥολόι μου ἔ­γιναν μόνα τους, τότε νὰ πῶ ὅ­τι καὶ τὸ σύμ­παν μπορεῖ νὰ ἔγινε μόνο του· ἀλλ᾽ ὅλα αὐτὰ ἔχουν τὸν σχεδιαστὴ καὶ τὸν τεχνίτη τους, κι αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ μαζὶ μὲ τὸν θεόπνευστο ἀ­ποστολέα τῆς πρὸς Ἑβραί­ους ἐπιστο­λῆς στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὅλα τὰ δημιούρ­γησε ὁ μέγας Θεός, ὁ ποιητὴς τῶν ἁπάν­των. Νὰ μὴν ὑ­πάρχῃ λοιπὸν ἐδῶ ἄφρων ὑλιστὴς καὶ ἀρνη­τὴς τοῦ Κυρίου. Νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἐπιλήσμων τοῦ Εὐεργέτου μας, ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος. Νὰ μὴν ὑπάρ­χῃ πρὸ παντὸς βλάσφημος τῶν θείων· πολὺ μεγάλη ἁμαρτία ἡ βλασφημία. Ἐὰν στὴ Δύσι εἶνε ἀνεκτὲς βλασφη­μίες καὶ ἀ­κούγων­­ται καὶ γράφωνται ἀδιαμαρτύρητα ἢ ταινιοποι­οῦνται καὶ θεατροποιοῦνται, ἐδῶ ὄχι. Ὀφείλουμε ὅλοι ν᾽ ἀντιδροῦμε ὅπως ὑ­παγορεύει ἡ πηγαία ἀγάπη στὸν Κύριο καὶ ὅπως φωτίζει τὸν καθένα ὁ Θεός. Εἶνε κορυφαῖο ἁμάρτημα μικροὶ μεγάλοι νὰ βλαστημοῦν ὅ,τι ἱερώτερο ὑπάρχει, τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τὸ σταυρό. Ὁ ἅγιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰτω­λὸς λέει· «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσῃ, νὰ φονεύ­­σῃ τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀ­δελ­φόν μου, καὶ ὕ­στε­ρα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγά­λῃ, ἔχω χρέος ὡσὰν χριστι­ανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ δὲ νὰ ὑβρί­σῃ τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέ­λω νὰ τὸν βλέπω» (ἡμέτ. βιβλ. σ. 185). Στὸν τόπο τοῦτο νὰ ὑπάρχῃ ἀ­ρετή, ἀ­γάπη καὶ ὁ­μόνοια· ἀγαπημένα τὰ ἀνδρόγυνα, ὄχι ἔ­ριδες, διχόνοιες, διαζύγια, ἐκτρώσεις.

Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ κι ὅτι διατελεῖτε ὑ­πὸ τὴν διαποίμανσι ὀρθοδό­ξων ποιμένων καὶ πνευματικῶν πατέρων, σᾶς εὐ­λογῶ· τὸν τόπο, τὶς τί­μιες ἀ­σχολίες σας, τὰ χωριά, τὶς πόλεις, τὰ χωράφια, τὶς οἰκογέ­νειες τὰ παιδιά σας· εὐλογῶ ὅλους σας.

Εὔχομαι, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Δημη­τρίου, ὁ Κύριος νά ᾽νε πάντα μαζί σας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Δημητρίου Ἀχλάδας – Φλωρίνης τὴν 26-10-1992)