Ἀκριβοὶ στὰ πίτουρα καὶ φθηνοὶ στὸ ἀλεύρι

(γράφει εἰδικὸς συνεργάτης)

Ἐντὸς τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τοῦ Δεκαπενταυγούστου τέθηκε σὲ ἀργία ἀπὸ τὸν μητροπολίτη του ὁ γνωστὸς καὶ λαοφιλὴς ἱερέας τῶν Πατρῶν π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπου­λος. Ὅπως ἀποκαλύφθηκε, ὁ λόγος ἦ­ταν ὅτι ὁ μητροπολίτης Πατρῶν δέχθηκε πιέσεις ἀπὸ φιλοκυβερνητικὰ πολιτικὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα χαρακτήρισαν τὸν π. Ἀναστάσιο ὡς «ρωσόφιλο». Βέβαια παραμένει ἄγνωστο ἀπὸ πότε ἡ ρωσοφιλία κατέστη ἀδίκημα στὸ ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο. Ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία μᾶς καλεῖ νὰ θεωροῦμε ὡς φίλους μας τοὺς ἀν­θρώπους καὶ πολὺ περισσότερο τοὺς ὁ­μό­δοξους ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς φίλοι μας ἀλλὰ καὶ ἀδελφοί μας ἐν Χριστῷ. Ὁπωσ­δήποτε ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἐπιβουλεύονται, δὲν εἶναι ὁ κόσμος μας ἀγ­γελικός, καὶ πρέπει νὰ δείξουμε σύνεση καὶ νὰ προστατευτοῦμε ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς ποὺ ὑπάρχουν, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔχει ὑφανθεῖ ἀπὸ τοὺς «λεβέντες», ὅπως οἱ ἴδιοι αὐτοχαρακτηρίζονται, πατριῶτες ἕνα βολικὸ ἀφήγημα κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ρῶσοι εἶναι οἱ κακοὶ τῆς ὑπόθεσης ποὺ μᾶς ἐπιβουλεύ­ονται καὶ εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ καλοὶ Ἀμερικάνοι γιὰ νὰ μᾶς σώσουν ἀ­πὸ τοὺς κακοὺς Ρώσους. Τὸ ἀφήγημα βέβαια μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ ταινία τοῦ Σταλόνε τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80, παρ᾽ ὅλ᾽ αὐ­τὰ ἔχει πέραση στοὺς «λεβέντες» πατρι­ῶτες τῆς πατρίδας μας, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἐξαντλοῦν ὅλη τους τὴ λεβεντιὰ ἀπέναντι στὴ Ρωσία. Κατὰ τ᾽ ἄλλα μόνο λεβέντικη δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἡ στάση τους ἀπέναντι σὲ μία σειρὰ σημαντικῶν ζητημάτων ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν πατρίδα μας τὰ τελευταῖα χρόνια.

Ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία χαρακτηρίστηκε «ρωσόφιλος» ὁ π. Ἀναστάσιος εἶναι τὰ κείμενα ποὺ δημοσιεύει κατὰ καιροὺς ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα τοῦ Οὐκρανικοῦ αὐτοκέφαλου καὶ δὴ τὸ τελευταῖο ἄρθρο του, στὸ ὁποῖο ἁπλῶς ἀ­ναδημοσιεύει ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τῆς Ἀπο­στο­λικῆς Διακονίας ἀποσπάσματα τῶν δι­αλόγων ποὺ διαμείφθηκαν στὶς προσυν­οδι­κὲς συνάξεις τῶν προκαθημένων μεταξὺ τοῦ Οἰ­κου­μενικοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ Πα­τριάρ­χη Μόσχας. Ἕνας ἀμερόληπτος ἀναγνώ­στης τῶν κειμένων τοῦ π. Ἀναστασίου θὰ καταλάβαινε ἀμέσως ὅ­τι δὲν τίθεται θέμα ρωσοφιλίας ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης φιλίας, ἀλλὰ ὅτι ὁ π. Ἀνα­στά­σι­ος ὡς εὐ­συνείδητος ἱερέας ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, γιὰ τὴν ἀλή­θεια τῆς Μιᾶς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ αὐ­τὸ εἶναι τὸ μόνο ἐλατήριο τῶν ἐρευνῶν του καὶ τῶν δημόσιων τοποθετήσεών του. Δυσ­τυχῶς ὅμως ὁ καθένας κρίνει ἐξ ἰ­δίων τὰ ἀλλότρια, γι᾽ αὐ­τὸ καὶ κάποιος ποὺ ἔχει διαφθαρεῖ ἀ­πὸ τὰ πολιτικὰ ἀ­φηγήματα, δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴν ἁγνότητα αὐτῶν ποὺ σκέφτονται μὲ ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια, καὶ τὰ βλέπει ὅλα κάτω ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῶν γεωπολιτικῶν συμμαχιῶν. Αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι δὲν ἔ­χουν τὶς προϋποθέσεις καὶ δὲν εἶναι ἱ­κα­νοὶ νὰ ἐξετάσουν καὶ νὰ λύσουν σοβα­ρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα ὅπως αὐτὸ τοῦ Οὐ­κρανικοῦ, μὲ κριτήρια βέβαια ἐκ­κλησιαστικά.

Στοὺς διαλόγους ποὺ ἀναδημοσίευσε ὁ π. Ἀναστάσιος, οἱ ὁποῖοι διαμείφθηκαν μερικοὺς μῆνες πρὶν τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης, βλέπουμε ὅτι ὁ πατριάρχης Μόσχας ἐκφράζει τὶς ἀνησυχίες του γιὰ τὸ ποιά στάση θὰ κρατήσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα. Φο­βᾶται λοιπόν, ὅπως λέει, ὅτι «θὰ συγκληθῇ ἡ Σύνοδος καὶ μετὰ θὰ καταβληθοῦν προσπάθειαι διὰ τὴν νομιμοποίησιν καὶ ἔνταξιν εἰς μίαν κανονικὴν δομὴν τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν, εἴτε διὰ τῆς ἱ­δρύσεως δύο δικαιοδοσιῶν, τοῦ Μόσχας καὶ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε διὰ τῆς παροχῆς αὐτοκεφάλου». Ὅ,τι δηλα­δὴ ἀκριβῶς συνέβη. Ἀντιθέτως ὁ Πατρι­άρχης μας τοὺς διαβεβαίωνε μετ᾽ ἐπιτάσεως ὅτι κάτι τέτοιο δὲν πρόκειται νὰ συμβεῖ. Ποιανοῦ λοιπὸν οἱ φοβίες καὶ οἱ ὑποψίες εἶναι ἀληθινές; οἱ δικές μας ἢ οἱ δικές τους; Αὐτοὶ βγῆκαν ἀληθινοὶ καὶ ἐ­μεῖς βγήκαμε ψεῦτες. Παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ ἐ­μεῖς συνεχίζουμε νὰ ἐπιμένουμε στὸ ἀ­φήγημά μας.

Πολλοὶ βέβαια δικαιολογοῦν αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ στὴ στάση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, καὶ δὴ οἱ κατήγοροι τοῦ π. Ἀναστασίου, στηριζόμενοι στὸ γεγο­νὸς ὅτι ἡ ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τελικὰ δὲν παρέστη στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὅ­πως εἶχε συμφωνηθεῖ, ὁπότε καλὰ νὰ πάθουν οἱ Ρῶσοι μὲ τὸ Οὐκρανικὸ διότι ἂν εἶχαν προσέλθει στὴ Σύνοδο θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε συζητηθεῖ τὸ ζήτημα καὶ νὰ εἶχε ἐπιλυθεῖ.

Πῶς ὅμως θὰ εἶχε συζητηθεῖ τὸ ζήτημα ἐφ᾽ ὅσον εἶχε ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὰ θέματα τῆς Συνόδου; Ὅπως ἀναφέρει ὁ πατρι­άρχης Μόσχας, στοὺς διαλόγους οἱ ἀν­τιπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔλεγαν: ἂς γίνει τώρα ἡ Σύνοδος καὶ κατόπιν θὰ τὰ ἀποφασίσουμε ὅλα. Δὲν εἶχαν δηλαδὴ σκοπὸ νὰ συζητήσουν κάτι στὴ σύνοδο γιὰ τὸ θέμα. Καὶ δὲν τὸ λέει αὐτὸ μόνο ὁ πατριάρχης Μόσχας· καὶ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης λέει: «Ὅταν λέγω νὰ ἀναβληθῇ ἡ ἐξέτασις τοῦ θέματος τοῦ Αὐτοκεφάλου διὰ μετὰ τὴν Σύνοδον, σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι οὐ­δεμίαν ἔχω ὑστεροβουλίαν καὶ σκοπιμότητα». Ὁ ἴδιος ὁ πατρι­άρ­χης δηλαδὴ λέει μόνος του, ὅτι ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἐξέταση τοῦ θέματος τοῦ Αὐτοκεφάλου γιὰ μετὰ τὴν Σύνοδο. Ὁ πατριάρχης Μόσχας κατόπιν τῶν διαβεβαιώσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ, λέει ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον ἡ Κωνσταντινούπολη μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ προβεῖ σὲ ὁποιαδήποτε ἐνέργεια στὴν Οὐκρανία καὶ ἰδιαίτερα στὴν νομιμοποίηση τοῦ σχίσματος καὶ στὴν ἀπονομὴ Αὐτοκεφαλίας, οὔτε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου οὔτε με­τὰ τὴ Σύνοδο, μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, θεωροῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ ἀναβάλουμε τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τὸν τρόπο χορήγησης αὐτοῦ γιὰ με­τὰ τὴν Σύνοδο. Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα κάποιοι, κάνοντας τὸ ἄσπρο μαῦρο, θέλουν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ Ρωσία εὐθύνεται γιὰ τὸ ὅτι δὲν θὰ ἐξεταζόταν τὸ ζήτημα στὴν Σύνοδο. Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ δύο δι­αφορετικὰ μεταξύ τους ψέματα πάνω στὸ ἴδιο ζήτημα. Πρῶτον, ὅτι τὸ θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου ἐξ αἰτίας τῆς Ρωσίας δὲν ἔφτασε στὴν Σύνοδο, καὶ δεύτερον, ὅτι ἂν πήγαινε ἡ Ρωσία στὴ Σύνοδο θὰ συζητιόταν τὸ ζήτημα καὶ θὰ λυνόταν. Ποιανοῦ τὸ ἀφήγημα λοιπὸν εἶναι καὶ πάλι τὸ σωστό;

Καὶ τί μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τίς δι­αβεβαιώσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὅτι δὲν ἔχει οὐδεμία ὑστεροβουλία καὶ σκοπιμότητα; «Ἂς λέγουν ὅ,τι θέλουν» οἱ ἄλλοι ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄ­νομά μου καὶ μιλᾶνε ἐκ μέρους μου, σημασία ἔχει τί λέω ἐγώ, λέει ὁ Πατριάρχης, δείχνοντας δυστυχῶς τὸ ἀδίστακτο τοῦ χαρακτήρα του. Ὅπως κατόπιν, μετὰ τὸ σχίσμα ποὺ ἐπῆλθε μεταξὺ Κωνσταντινούπολης καὶ Μόσχας, τὸ μό­νο ποὺ εἶχε νὰ πεῖ ἦταν τὸ περίφημο «σκασίλα μου». Καὶ μάλιστα χρησιμοποιεῖ καὶ μία παρομοίωση γιὰ νὰ διαβεβαιώσει γιὰ τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεών του ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει ἀκόμη περισσότερο τὰ πράγματα. Λέει λοιπόν: «Ἂς λέγουν ὅ,τι θέλουν μερικοὶ διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν θέσιν των, ὅπως λέ­γουν καὶ οἱ “ὑπερορθόδοξοι”, εἰς τὴν Ἑλ­λάδα καὶ ἀλλοῦ, ὅτι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶναι αἱρετικός, ὅτι διεξάγει διαλόγους, ὅτι εἶναι οἰκουμενιστὴς ἢ ὅτι ἔχει φιλίαν μὲ τὸν Πάπαν». Ὅλα αὐτά, λέει, «εἶναι κακόβουλες ἐπικρίσεις καὶ κακολογίες οἱ ὁποῖες δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν». Γνωρίζει λοιπὸν τί λένε οἱ «ὑπερ­ορθόδοξοι» καὶ λέει ὅτι εἶναι ψέματα. Ὅσο ψέματα λοιπὸν εἶναι ὅτι ἔχει φιλία μὲ τὸν Πάπα καὶ ὅτι διεξάγει διαλόγους καὶ ὅτι εἶναι οἰκουμενιστής, ἄλλο τόσο ψέ­ματα ἦταν καὶ οἱ διαβεβαιώσεις του καὶ οἱ ὑποσχέσεις του γιὰ τὶς προθέσεις του ἐπὶ τοῦ Οὐκρανικοῦ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ δυστυχῶς παρουσι­άζεται ἡ εἰκόνα ἀνδρὸς ὁ ὁποῖος εἶναι ἱ­κανὸς νὰ σὲ κοιτάζει στὰ μάτια καὶ νὰ σοῦ λέει ψέματα. Δὲν τὸ λέμε αὐτὸ μὲ δι­άθεση κατακρίσεως, ὅλοι ἔχουμε τὰ πά­θη μας καὶ τὶς ἀδυναμίες τοῦ χαρακτήρα μας μὲ τὶς ὁποῖες παλεύουμε, ἀλλὰ ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μας. Μακάρι ὁ πατριάρχης νὰ ἀνανήψει κατανοώντας τὰ σφάλματα στὰ ὁποῖα ἔχει περιπέσει καὶ νὰ ἀπεξαρτηθεῖ ἀπὸ τὰ κέντρα ποὺ τὸν ἐπηρεάζουν καὶ τὸν κατευθύνουν ἐσφαλμένως καὶ καταστρε­πτικῶς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐμεῖς ὅμως, ὅπως λέει ὁ Κύριος, πρέπει νὰ εἴμαστε φρόνιμοι γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ εἴμαστε καὶ ἀκέραιοι καὶ νὰ διακρίνουμε τὰ σημεῖα, νὰ διακρίνουμε τὶς συμπεριφορές, ὥστε νὰ προστατευόμαστε καὶ νὰ μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ πονηρὲς διαβολές. Ἂν ἀ­ποτυγχάνουμε νὰ διακρίνουμε τὸ ψέμα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, τότε δὲν θὰ μποροῦμε νὰ μένουμε στέρεοι στὸν πνευματικὸ ἀ­γῶνα καὶ θὰ παρασυρόμαστε μὲ εὐκολία πρὸς τὴν πλάνη. Αὐτὸς καὶ μόνο, λοιπόν, εἶναι ὁ λόγος ποὺ προβαίνουμε σὲ σχολιασμὸ τοῦ χαρακτήρα ποὺ σκιαγρα­φεῖται καὶ προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ πατριάρχου.

Ποιό ἄλλο νόημα λοιπὸν θὰ μποροῦ­σαν νὰ ἔχουν οἱ ἰσχυρισμοὶ καὶ οἱ δικαι­ολογίες ποὺ προβάλλουν πολλοὶ στὴν πατρίδα μας ὅτι ἂν πήγαινε στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁ πατριάρχης Μόσχας θὰ λυνόταν τὸ Οὐκρανικό; Ἡ μόνη λογικὴ ἐξήγηση εἶναι ὅτι ἂν πήγαινε στὴν Σύν­οδο ὁ πατριάρχης Μόσχας θὰ ἔκανε τὸ χατίρι στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ ἔτσι ὁ τελευταῖος δὲν θὰ ἀνακινοῦσε τὸ ζήτημα, θὰ τὸ ἄφηνε ὡς ἔχει, ὡς ἀνταπόδοση. Ἔτσι ὅμως περιπλέκονται ἀκόμη πε­ρισσότερο τὰ πράγματα, διότι ἀφ᾽ ἑνὸς τὸ προβαλλόμενο ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς δυσ­τυχεῖς σχισματικοὺς Οὐκρανοὺς ἀποδεικνύεται κίβδηλο καὶ ὄχι εἰλικρινὲς καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ τελικὸ ζητού­μενο ὅλων τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ προώθηση τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων. Αὐτὸ φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ βαθύτερο ἐλατήριο ὅλων τῶν ἐνεργειῶν του. Διότι ἂν ὁ Μόσχας κατέβαινε καὶ μετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, θὰ σήμαινε ὅτι προσχωρεῖ καὶ αὐ­τὸς στὸ στρατόπεδο τῆς Νέας Τάξης καὶ ὅλα θὰ προχωροῦσαν βάσει τοῦ ἀρχικοῦ σχεδι­ασμοῦ, ὁπότε ὅλα ἔβαιναν καλὰ ὡς εἶ­χαν. Ὅταν ὅμως ἡ Μόσχα ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ τὶς μεθοδεύσεις τῆς CIA σὲ συν­εργασία μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ χτυπηθεῖ ἡ Ρωσία καὶ νὰ ἀποδυναμωθεῖ μέσῳ τοῦ εὐαίσθητου γι᾽ αὐτὴν σημείου τῆς Οὐκρανίας καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ προωθηθοῦν τὰ σχέδια τῆς Νέας Τάξης. Ἄλλωστε φάνηκε ὅ­τι ἡ Οὐκρανία εἶναι βασικὸς μοχλὸς τῆς Νέας Τάξης σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Ἀποδεί­χθηκε λοιπὸν ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῆς Μόσχας νὰ μὴν συμμετέχει στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἦταν σωτήρια γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἢ τοὐλάχιστον ἔδωσε μία παράταση ζωῆς μέχρι νὰ προωθηθοῦν περαιτέρω καὶ νὰ ὁ­λοκληρωθοῦν τὰ σχέδια τους.

Καὶ εἰσερχόμαστε στὸ βασικὸ θέμα μὲ τὸ ὁποῖο θέλουμε νὰ ἀσχοληθοῦμε.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναφέρει σὲ μία ἀπάντησή του πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας «ὅτι κατὰ τὴν κανονικὴν τάξιν (βλ. κανὼν 9 τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καὶ τὴν μακραίωνα παράδοσιν τῆς Ὀρ­­θοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ἑκάστοτε Ἀρ­χι­επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ Οἰ­κουμενικὸς Πατριάρχης δέχεται ἐκκλήτους προσφυγὰς καὶ παρακλήσεις πρὸς δι­ευθέτησιν ἀνακυπτόντων, τυχόν, ζητημάτων εἰς τὸ ἐσωτερικὸν Αὐτοκεφάλων Ὀρ­θοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἐπιλαμβάνεται τῆς διευθετήσεως αὐτῶν».

Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ βασικὸ θέμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προκύπτουν ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τοῦ πατριάρχου, κα­τὰ τὴ γνώμη μας, ἀκυρώνει ὅλες τὶς διαπιστώσεις ποὺ κάνει ὁ π. Ἀναστάσιος στὸ ἄρθρο του. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πατριάρχης διακηρύττει ὅτι ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει στὰ ἐσωτερικὰ τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν καὶ νὰ λύνει τὰ διάφορα ζητήματα, τότε δὲν ὑπάρχει καμμία ἀ­συνέπεια στὰ λόγια του. Τὸ βασικὸ θέμα λοιπὸν δὲν εἶναι ἂν ἄλλα ἔλεγε τότε καὶ ἄλλα ἔκανε μετά, διότι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει κατὰ τὸ δοκοῦν, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀλλάζει καὶ τὴ στάση του, ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις. Ἄλλωστε ἤδη στὸν διάλογο ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ π. Ἀναστάσιος, ὁ πατριάρχης κάνει νύξεις ὅτι τὸ οὐκρανικὸ ζήτημα καὶ οἱ διαιρέσεις τοῦ ἐκεῖ ὀρθόδοξου ποιμνίου ἔχουν χρονίσει ὡς μὴ ὄφειλαν. Σὰν νὰ λέει δηλαδὴ πρὸς τὸν πατρι­άρχη Μόσχας ὅτι δὲν τὸ ἔχει χειριστεῖ σω­στὰ τὸ ζήτημα μέχρι τώρα καὶ θὰ πρέπει νὰ προβεῖ ἄμεσα σὲ ἐνέργειες γιὰ τὴ λύση του, διαφορετικὰ θὰ πρέπει νὰ ἐ­πέμ­­βει ὁ ἴδιος. Καὶ ἐπίσης εὐθέως ἀναφέρει ὅτι βάσει τῶν ἐκκλήσεων ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὴν Οὐκρανία θὰ μποροῦσε νὰ ἐ­πανιδρύσει ἐκεῖ ἱστορικὰ μετόχια, καὶ θὰ ἤθελε νὰ τὸ κάνει, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνει ὄχι γιατὶ δὲν μπορεῖ, ἀλλὰ συγκαταβαίνοντας, λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν του τὸ ὅτι ἡ Μόσχα δὲν θὰ ἔβλεπε μὲ καλὸ μάτι μιὰ τέτοια κίνηση, καὶ ἔτσι γιὰ νὰ μὴν τοὺς πικράνει δὲν τὸ κάνει, ἔτσι ὥστε νὰ διατηρηθοῦν οἱ καλὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἐκ­κλησιῶν καὶ νὰ διευθετηθοῦν τὰ πρά­γματα τοιουτοτρόπως.

Βέβαια εἶναι ἀπορίας ἄξιον, τί νόημα ἔ­χουν οἱ ἀναφορὲς τοῦ πατριάρχη στὸ ἐν λόγῳ σημεῖο, στοὺς οὐνῖτες τῆς Οὐκρανίας καὶ τί σημασία ἔχει ἂν οἱ οὐνῖτες ἀ­ναγνωρίζουν ὡς μητέρα ἐκκλησία τους τὴν Κωνσταντινούπολη! Ἄλλωστε καὶ τὶς ἐκκλήσεις στὶς ὁποῖες ἀπάν­τησε γιὰ τὴν ἀπονομὴ τῆς αὐτοκεφαλίας τὶς ἔλαβε ἀπὸ τὸν οὐνίτη Ποροσένκο. Ὅλα αὐτὰ δεί­χνουν πόσο σοβαρὰ λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν του τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁ­ποίους ἐπικαλεῖται καὶ τὰ ἐκκλησιολογικά του κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ἀντιμετωπίζει τὰ θέματα.

Ἡ βασικὴ λοιπὸν κακοδοξία στὴν ὁ­ποία μένει συνεπὴς ὁ πατριάρχης εἶναι ἡ ἐμμονή του ὅτι μπορεῖ νὰ δέχεται ἔκκλητα ἀπὸ ἄλλες ἐκκλησίες. Αὐτὴ εἶναι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ ἡ ὁποία καθιστᾶ τὸ οὐκρανι­κὸ ζήτημα, ὄχι ἁπλῶς διοικητικῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιολογικῆς, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καθίσταται πάπας τῆς Ἀ­νατολῆς κατέχων πρωτεῖο ἐξουσίας.

Δύο μόνο μορφὲς ἐκκλήτου μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λαμβάνει ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες: ἡ πρώτη μορφὴ εἶναι ὅταν κοινῇ συναινέσει καλεῖ­ται ἀπὸ μία αὐτοκέφαλη ἐκκλησία γιὰ νὰ λύσει ἕνα ζήτημα στὸ ἐσωτερικό της. Θὰ μποροῦσε δηλαδὴ ὁ πατριάρχης Μόσχας νὰ δεχθεῖ τὴν ἐπέμβασή του καὶ νὰ πεῖ: ἔχουμε αὐτὸ τὸ πρόβλημα ποὺ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ λύσουμε ἐμεῖς, ἂς τὸ λύσει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἐμεῖς θὰ δεχθοῦμε τὴ λύση του. Ἡ δεύτερη μορφὴ εἶναι νὰ δεχθεῖ ὄντως αἴτηση ἀπὸ ἕναν ἱ­ερέα ἢ ἕναν μητροπολίτη μίας ἄλλης αὐ­τοκέφαλης ἐκκλησίας γιὰ ἕνα ζήτημα καὶ νὰ προωθήσει τὴν αἴτηση αὐτὴ σὲ πανορθόδοξη σύνοδο ποὺ θὰ καλέσει γιὰ νὰ ἐπιληφθεῖ τοῦ ζητήματος. Καὶ ἔτσι νὰ λυθεῖ τὸ ζήτημα ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο. Τὸ νὰ ἐπεμβαίνει μόνος του καὶ νὰ λύνει τὰ ζητήματα κόντρα στὴν σύνοδο τῆς τοπι­κῆς αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, αὐτὸ εἶναι ἐκκλησιολογικὰ ἀπαράδεκτο.

Ἂς δοῦμε ὅμως τί λέει ὁ κανόνας τὸν ὁποῖο ἐπικαλεῖται. Ὁ κανόνας λέει ὅτι, ἂν κληρικὸς ἢ ἐπίσκοπος ἀμφισβητεῖ τὴν κρί­ση τοῦ μητροπολίτη τῆς ἐπαρχίας του, ἂς πηγαίνει ἢ στὸν ἔξαρχο τῆς διοικήσεως ἢ στὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνο καὶ ἂς δικάζεται ἀπὸ αὐτόν.

Κατ᾽ ἀρχὰς εὔκολα διαπιστώνει κανεὶς ὅτι τὸ ἀμφισβητούμενο πρόσωπο γιὰ τὸ ὁ­ποῖο μιλάει ὁ κανόνας εἶναι ὁ μητροπολί­της μίας ἐπαρχίας. Δὲν μιλάει ὁ κανόνας γιὰ τὴν ἀμφισβήτηση τῆς κρίσης ἑνὸς πατριάρχη ἢ πολὺ περισσότερο μιᾶς πατρι­αρχικῆς συνόδου. Ἐξ ἀρχῆς λοιπὸν φαίνεται ὅτι τὰ ἐπιχειρήματα μὲ τὰ ὁποῖα θέλουν οἱ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου νὰ διοικήσουν ὅλη τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία εἶναι ἕωλα καὶ σαθρά. Ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ ὁ κανόνας ἀναφέρει τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης, πιάνονται ἀπὸ αὐ­τὸ καὶ κατόπιν κάνουν διασταλτικὴ ἑρμηνεία τοῦ κανόνα καὶ φτάνουν νὰ ἀξιώνουν νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ διοικοῦν ὁ­λόκληρη τὴν οἰκουμένη. Φτάνει νὰ τοὺς ζητηθεῖ. Καὶ προφανῶς θὰ τοὺς ζητηθεῖ, διότι πάντα θὰ ὑπάρχει κάποιος παραπονούμενος ὁ ὁποῖος δὲν θὰ συμφωνεῖ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς ἐκκλησίας του.

Τὸν ἐν λόγῳ κανόνα ἐσφαλμένα ἑρμηνεύει καὶ ὁ κ. Βασίλειος Εὐσταθίου, ὁ ὁ­ποῖος καὶ αὐτὸς ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ Οὐ­κρανικὸ ζήτημα καὶ ἔχει δείξει δείγματα εὐσυνείδητου καὶ καλοπροαίρετου πιστοῦ ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκ­κλησίας καὶ μάλιστα πρόσ­φατα σχολίασε τὴν κριτικὴ ποὺ ἔγινε στὸν π. Ἀναστάσιο γιὰ τὸ τελευταῖο του ἐπίμαχο ἄρθρο ἀπὸ Παντοκρατορινὸ ἱερομόναχο. Παρ᾽ ὅλα ταῦ­τα τὸν ἐν λόγῳ κανόνα τὸν ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: μπορεῖ ὁ κληρικὸς ποὺ θίγεται νὰ ἀποταθεῖ εἴτε στὸν οἰκεῖο του πατριάρχη εἴτε στὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Εἴτε στὸν ἕνα, εἴτε στὸν ἄλλο, ὅποιον ἐπιλέξει. Ἀφοῦ ἐπιλέξει ὅμως, με­τὰ δὲν μπορεῖ νὰ πάει στὸν ἄλλο. Ὁπότε, λέει, οἱ Οὐκρανοὶ εἶχαν ἀποταθεῖ ἀρχικὰ στὸν πατριάρχη Μόσχας, τὴν ἀπόφαση τοῦ ὁποίου εἶχε ἀναγνωρίσει καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, συνεπῶς τώρα δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ ἀσκήσουν ἔκκλητο. Στὴν οὐσία δηλαδὴ ταυτίζει τὸν ἔξαρχο τῆς διοικήσεως ποὺ λέει ὁ κανόνας μὲ τὸν οἰκεῖο πατριάρχη ἢ ἀρχιεπίσκοπο. Ἡ ἑρ­μηνεία αὐτὴ ὅμως δὲν εἶναι σωστή.

Τὴν ἑρμηνεία τοῦ κανόνα μᾶς τὴν δίνει ἀμέσως σὲ παραπομπὴ ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸ Πηδάλιο. Λέει λοιπὸν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔχει ἐξουσία νὰ ἐνεργεῖ στὶς διοικήσεις καὶ στὶς ἐνορίες τῶν ἄλλων πα­τριαρχῶν, οὔτε ἐδόθη σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος στὴν καθόλου Ἐκκλησία. Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως εἶ­ναι ὁ Μητροπολίτης ποὺ ὑπερέχει σὲ μία Δι­οίκηση, τὸ δὲ προνόμιο αὐτὸ ἔπαυσε νὰ ὑ­πάρχει μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Αὐτὸ λοι­πὸν ποὺ λέει ὁ κανόνας εἶναι τὸ ἑξῆς: οἱ ὑ­ποκείμενοι κληρικοὶ καὶ μητροπολῖτες στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἂς κριθοῦν εἴτε στὸν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως εἰς τὴν ὁποία εὑρίσκονται εἴτε στὸν Κωνσταντινουπόλεως ὡς εἰς ἴδιον Πατριάρχη. Εἴτε στὸν ἕνα, εἴτε στὸν ἄλλο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Ζωναρᾶς λέει: Δὲν καθίσταται δικαστὴς πάντων τῶν Μητροπολιτῶν ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀλλὰ τῶν ὑποκειμένων σὲ αὐτόν. Καὶ συνεχίζει ὁ ἅ­γιος Νικόδημος: μόνη ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος καὶ κοινότατος κρι­τὴς πάντων τῶν Πατριαρχῶν καὶ οὐδεὶς ἄλλος.

Τὸ ζήτημα τὸ ἀναλύει πολὺ ὡραῖα καὶ τὸ θέτει στὴ σωστή του βάση ὁ π. Λου­κᾶς ἀπὸ τὴν Ἱ. Μονὴ Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους στὸ σχετικό του πόνημα, τὸ ὁποῖο ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται δὲν ἔχει μελετηθεῖ ἐπαρ­κῶς ἀπὸ τοὺς θεολόγους καὶ τοὺς ἱεράρχες μας, γι᾽ αὐτὸ καὶ συνεχίζουμε νὰ ἀ­στοχοῦμε στὶς ἀναφορές μας στὸ συγκεκριμένο ζήτημα.

Ἡ Κωνσταντινούπολη λοιπὸν ἐγκαινιάστηκε τὸ 330. Μετὰ δηλαδὴ τὴν Α΄ Οἰ­κουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 325 ποὺ κατοχύρω­σε τὴν ὑπερμητροπολιτικὴ δικαιοδοσία τῶν θρόνων τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πολίχνης τοῦ Βυζαντίου μέχρι τότε τελοῦσε ὑπὸ τὴν μητροπολιτικὴ ἐξουσία τοῦ μητροπολίτη Ἡ­ρα­κλεί­ας. Στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ θρόνος τῆς βασιλευούσης πλέον Κωνσταν­τινούπολης λαμβάνει πρεσβεῖα τιμῆς «με­τὰ τὸν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον» (πρεσβεῖα τιμῆς εἶναι τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα σύμφωνα μὲ τὸν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων καὶ δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο καὶ κατώτερο, ἡ τάξη τῆς τιμῆς εἶναι ποὺ διαφέρει) καὶ ἔτσι στὰ ὅρια τῆς Διοικήσεως τῆς Θράκης, ποὺ πρὶν διοικοῦνταν ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Ἡ­ρακλείας, πλέον λαμβάνει τὴν διοικητικὴ ἐξουσία ὁ μητροπολίτης Κωνσταντινουπόλεως. Κατ᾽ ἔθος χειροτονοῦσε τοὺς μητροπολῖτες καὶ στὶς Διοικήσεις Ἀσίας καὶ Πόντου κατὰ τὴν μεταβατικὴ περίοδο ἀπὸ τὸ 381 μέχρι τὸ 451 (ἀπὸ τὴν Β΄ ἕως τὴν Δ΄ Οἰκ. Σύνοδο). Τὴν ἐξουσία αὐτὴν τὴν λαμβάνει καὶ ἐπίσημα ἀπὸ τὸν κη΄ κα­νόνα τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου. Στὴν Δ΄ Οἰκ. Σύνοδο δηλαδὴ βεβαιώνεται ἡ κρίση τῆς Β΄ Οἰκ. Συνόδου, καὶ στὴν οὐσία ἡ περιγραφὴ τῶν περιοχῶν τοῦ κη΄ κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου ἀποτελεῖ τὸν Τόμο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὅπου περιγράφονται τὰ ὅρια τῆς δικαιοδο­σίας του. Βάσει αὐτοῦ τοῦ κανόνα, λαμ­βάνει πατριαρχικὴ ἐξουσία ἐπὶ τῶν Διοικήσεων Πόντου, Ἀσίας καὶ Θράκης κα­θὼς καὶ ἐπὶ τῆς «βαρβαρικῆς» των προεκ­τάσεως («τῶν προειρημένων Διοικήσεων», δηλαδὴ τῆς Ἀσίας, τοῦ Πόντου καὶ τῆς Θράκης). «Μόνο» σὲ αὐτούς, ὅπως χα­ρα­κτηριστικὰ λέει ὁ κανόνας.

Μὲ τὸν θ΄ κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου διευθετεῖται τὸ δικαστικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε πλέον νὰ κινοῦνται οἱ κληρικοί, οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ μητροπο­λῖτες τῶν ἐπαρχιῶν ποὺ μὲ τὸν κη΄ κανόνα περιείρχοντο στὴν δικαιοδοσία τοῦ θρό­νου τῆς Κων/πόλεως. Λαμβάνει δηλαδὴ ὁ θρόνος τῆς Κων/πόλεως τὸ κανονικὸ δικαίωμα, τὸ ὁποῖο εἶχαν ὅλα τὰ πατριαρχεῖα, νὰ δέχεται δικαστικὲς προσφυγὲς καὶ νὰ τὶς κρίνει ἀνεκκλήτως ἐντὸς τῆς νέας του δικαιοδοσίας.

Καὶ ἔτσι λοιπὸν φτάνουμε καὶ στὴν ἔν­νοια «ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως» ποὺ ἀ­να­φέρεται στὸν κανόνα, ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς ὁποίας ἐν πολλοῖς ἐξαρτᾶται καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ κανόνα. Βρισκόμαστε στὴν μετάβαση ἀπὸ τὸ μητροπολιτικὸ καὶ ἐξαρ­χικὸ σύστημα διοίκησης στὸ πατριαρχικό. Οἱ «Διοικήσεις» τῆς ἐποχῆς τοῦ μητρο­πολιτικοῦ συστήματος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν πολιτικὴ διαίρεση τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, εἶναι ὑπερμητροπολιτικὲς περιφέρειες καὶ περιλαμβάνουν περισσότερες τῆς μιᾶς μητροπολιτικὲς ἐπαρχίες. Τέτοιες «διοικήσεις» εἶναι ἡ Θράκη, ἡ Ἀσία καὶ ὁ Πόντος. Σὲ αὐτὲς ἀναφέρεται λοιπὸν ὁ θ΄ κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου ὅταν ἀναφέρεται στὸν ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως. Ἡ πρωτεύουσα τῆς Διοίκησης τῆς Θράκης ἦταν ἡ Ἡράκλεια, ἡ πρωτεύ­ουσα τῆς Διοίκησης τῆς Ἀσίας ἦταν ἡ Ἔ­φεσος καὶ ἡ πρωτεύουσα τῆς Διοίκησης τοῦ Πόντου ἦταν ἡ Καισάρεια. Οἱ μητροπολῖτες λοιπὸν αὐτῶν τῶν πόλεων ἦταν οἱ «ἔξαρχοι τῶν Διοικήσεων» στοὺς ὁποίους μποροῦσαν νὰ προσφεύγουν ὅσοι κλη­ρικοὶ καὶ ἐπίσκοποι ἀνῆκαν στὴν ἐπαρχία αὐτῶν τῶν Διοικήσεων καὶ ἐναλλακτικὰ βέβαια στὸν πατριάρχη Κων/πόλεως στὴν διοίκηση τοῦ ὁποίου περιῆλθαν αὐτὲς οἱ Διοικήσεις.

Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ μία ἐποχὴ ποὺ μόλις προσπαθεῖ νὰ κατοχυρώσει τὴν διοικητικὴ καὶ δικαστική του ἐξουσία ὁ θρόνος τῆς Κων/πόλεως ἐπὶ τῶν ἐπαρχιῶν ποὺ ἀναλαμβάνει καὶ ἔτσι σ᾽ αὐτὸ τὸ μετα­βατικὸ στάδιο δίνεται ἡ δυνατότητα στοὺς κληρικοὺς τῆς ἐπαρχίας του νὰ τελεσιδικήσουν ἀκόμα καὶ στοὺς ἐξάρχους μητροπολῖτες τῶν τριῶν μεγάλων περιφερειῶν – διοικήσεων τῆς δικαιοδοσίας του. Στὴν οὐ­σία δηλαδὴ δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ πα­ρακαμφθεῖ ἀκόμα καὶ μέσα στὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του σ᾽ αὐτὸ τὸ μεταβατικὸ στάδιο, καὶ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν κανόνα τὸν χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ λάβει ἁρμοδιότητες ὑπερόριες καὶ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαι­οδοσίας του. Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ τελεία παρερμηνεία τοῦ κανόνα.

Δυστυχῶς στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐλλείψει κατηχήσεως τοῦ ποιμνίου, οἱ ἐπίσκοποι θεολογοῦν καὶ δογματίζουν ἄνευ θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων, βάσει δηλώσεών τους (ὅ,τι δηλώσεις εἶσαι) καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τους βγαίνει καὶ κάνει δηλώσεις τοῦ τύπου: ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κάνει ἐκεῖ­νο, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει τὸ δι­καίωμα νὰ κάνει τὸ ἄλλο, ἔτσι, ἐπειδὴ τοὺς φαίνεται λογικὸ νὰ ἔχει αὐτὰ τὰ δικαιώματα ἢ ἐπειδὴ τοὺς φαίνεται καλὸ καὶ πατριωτικὸ νὰ ἔχει αὐτὰ τὰ δικαιώματα ἢ ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ διαφοροποιηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους· βλέπουν ποῦ κινεῖται τὸ κλίμα, ποιά γραμμὴ δίνεται ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διαμοιράζουν τίς χορηγίες, καὶ ἀκολουθοῦν τοὺς ὑπόλοιπους. Δὲν γίνεται ὅμως ἔτσι σω­στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀ­ποκοπή­καμε ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς λατίνους, ἀποκοπήκαμε ἀπὸ τοὺς Σύρους καὶ τοὺς Αἰ­γυπτίους, ἂς ἀποκοποῦμε (αὐτὴν τὴν φο­ρὰ χωρὶς κανέναν δογματικὸ λόγο) καὶ ἀ­πὸ τοὺς Σλάβους ποὺ εἶναι κακοὶ καὶ δὲν μᾶς ἀρέσουν καὶ ἂς μείνουμε μόνοι μας γιὰ νὰ ἀποδείξουμε ἔτσι ὅτι δὲν κάνουμε μὲ κανέναν καὶ ἂς αὐτοϊκανοποιούμαστε σὰν τοὺς Ἑβραίους ὅτι εἴμαστε ὁ περιούσιος λαός. Ἐμεῖς εἴμαστε κι ἄλλος δὲν εἶ­ναι. Οὔτε αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα, οὔτε πρόκειται νὰ ἔλθει ποτὲ ἔτσι εἰ­ρήνευση στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μὲ εἰλικρινῆ καὶ ἄδολη ἀγάπη μποροῦν νὰ λυθοῦν τὰ προβλήματα. Πάνω ἀ­πὸ τὸ συμφέρον τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐθνῶν εἶναι τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει συμφέρον τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐθνῶν ποὺ νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιου εἴδους διλήμματα εἶναι ψευ­δοδιλήμματα. Καὶ μόνο ποὺ τίθενται εἶναι προδήλως ἐκ τοῦ πονηροῦ, μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς κρατοῦν σὲ μία ψυχρὴ καὶ ἐμπαθῆ κατάσταση.

Καὶ μία τελευταία ἀπορία. Πῶς γίνεται ἀπὸ τὴ μία οἱ θιασῶτες τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ἐπικαλοῦνται (ἐσφαλμένως βέβαια ὅπως δείξαμε) μετ᾽ ἐπιτάσεως τοὺς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιὰ νὰ κατοχυρώ­σουν τὰ δικαιώματά τους, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ ἔχουν καταργήσει στὴν πράξη τοὺς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἀφοροῦν στὴν διαποίμανση τῶν πιστῶν καὶ στὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, καὶ νὰ θέλουν νὰ ἐκσυγχρονίσουν τοὺς κανόνες γιὰ νὰ προσαρμοστοῦν, ὅπως λένε, στὰ δεδομένα τῆς σύγχρονης ἐπο­χῆς ποὺ ζοῦμε; Οὔτε οἱ αἱρέσεις ἄλλαξαν τόσο πολύ, ἴσως χειροτέρευσαν κιόλας σὲ σχέση μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκαν οἱ κανόνες, οὔτε ἡ πνευματικὴ ὑπόσταση καὶ ὁ ψυχισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἄλλαξε τόσο πολὺ (τὰ ἴδια πάθη καταδυναστεύουν τὸν ἄνθρωπο ἀνὰ τοὺς αἰῶνες). Ἂν ἄλλαξε κάτι ριζικὰ ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκαν οἱ κανόνες, αὐτὸ εἶναι ἡ διοικητικὴ διάρθρωση τοῦ κόσμου μας μὲ τὸ βασικότερο ὅλων: σταμάτησε νὰ ὑφίσταται τὸ κράτος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Πῶς γίνεται λοιπὸν τοὺς κανόνες ποὺ προέκυψαν βάσει αὐτοῦ ποὺ ἄλλαξε ριζικὰ (ἄλ­λωστε οἱ ἐν λόγῳ κανόνες, τὴν Κων/πολη τὴν ἀναφέρουν ὡς βασιλεύουσα, πρᾶ­γμα ποὺ προφανῶς δὲν ἰσχύει πλέον), αὐ­τοὺς λοιπὸν τοὺς κανόνες νὰ τοὺς ἐπικαλοῦνται μετ᾽ ἐπιτάσεως καὶ νὰ προσ­κολ­λῶνται σὲ αὐτούς, λὲς καὶ εἶναι θέσφατο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, καὶ τοὺς ἄλ­λους κανόνες, ποὺ ἀφοροῦν σὲ ἀναλλοίωτα πράγματα, νὰ τοὺς ὑποτιμοῦν ἀπροκάλυπτα καὶ νὰ θέλουν νὰ τοὺς τροποποιήσουν κατὰ τὸ δοκοῦν, ὄχι γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο, ἀλλὰ λόγῳ τῆς κοσμικότητας στὴν ὁποία ἔχουμε περιπέσει; Εἴ­μαστε λοιπὸν ἀκριβοὶ στὰ πίτουρα καὶ φθηνοὶ στὸ ἀλεύρι.

ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ