Στὸ ζήτημα τοῦ κορωνοϊοῦ (μάσκα, ἐμβόλια κ.λπ.) τὰ φρονήματα διχάζονται, ἀπὸ τὴν κορυφὴ (ἐπιστήμονες, ἱεράρχες, πρεσβυτέρους) μέχρι τὴ βάσι (μοναχοὺς καὶ λαό). Προβάλλονται ἑκατέρωθεν ἐπιχειρήματα. Περισσότερο ὅμως ἀπὸ τὴν θεωρητικὴ τοποθέτησι βαρύνει ἡ ἔμπρακτη στάσι ἑκάστου, τὴν ὁποία καθιστᾷ πιὸ σεβαστὴ ἡ συνέπεια μὲ τὴν ὁποία ὁ καθένας ὑπογράφει καὶ ἐπικυρώνει τὴ γνησιότητα τοῦ φρονήματός του. Ποιοί δικαιώνονται ὁ χρόνος θὰ δείξῃ.
Πάντως, ἐπειδὴ ἡ ἀφετηρία τοῦ ζητήματος βρίσκεται στὶς ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης, πιὸ σοβαρὸ κρίνεται τὸ ὅτι ὁ διχασμὸς σοβεῖ στὶς τάξεις τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος. Εἶνε γνωστὲς οἱ ἀποφάσεις καὶ συστάσεις τῶν κρατικῶν φορέων, οἱ ὁποῖες ἐπιβάλλονται μὲ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως. Εἶνε ἐπίσης γνωστὸ ὅτι, ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἐκπροσώπους τῆς κυβερνήσεως εἶχε διατυπώσει προγενεστέρως κάτι διαφορετικό, μεταγενεστέρως ἐμφανίζεται νὰ αὐτοαναιρῆται εὐθυγραμμιζόμενος πλήρως μὲ τὴν κρατοῦσα ὁδηγία. Στὸν ἀντίποδα τῶν εἰδικῶν, ποὺ ἐνημερώνουν τοὺς πολῖτες τῆς χώρας καὶ διαμορφώνουν τὴν κοινὴ γνώμη τοῦ λαοῦ μας μὲ τὶς τόσο τακτικὲς ἀνακοινώσεις των, βρίσκονται ἄλλοι Ἕλληνες καὶ ξένοι εἰδικοί, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις μόνο διὰ τοῦ διαδικτύου μποροῦν νὰ φθάσουν πιὸ πέρα καὶ πάντως ὄχι στὸ βαθμὸ καὶ τὴν ἔκτασι τῶν πρώτων. Τὸ ὅτι οἱ ἀπόψεις τῶν δευτέρων δὲν ἀκούγονται ποτὲ ἀπὸ τὰ κρατικὰ μέσα ἐνημερώσεως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ἔχουν ἔδαφος καὶ ὅτι εἶνε ἀπορριπτέες· ἀντιθέτως δημιουργεῖται ὄχι ἀδικαιολόγητα ἡ ὑπόνοια ὅτι, ἀκριβῶς διότι ἔχουν ἐπιστημονικὴ βάσι καὶ μπορεῖ νὰ μειώσουν τὴν ἐπιδιωκόμενη ἐπίσημη ἐνημέρωσι, ἀποσιωπῶνται.
Ἐὰν ἔστω σὲ κάποιο ποσοστὸ ἔχουν βάσι, τότε ἡ βεβαιότητα μὲ τὴν ὁποία χαράσσεται καὶ ἐπιβάλλεται ἡ κυβερνητικὴ πολιτικὴ ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ κορωναϊοῦ ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησι καὶ τίθεται ἐρώτημα γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ὑγείας τοῦ κοινοῦ. Πολὺ δὲ περισσότερο ἐπιφυλακτικὴ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἡ διοίκησι τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ νὰ εὐθυγραμμίζεται ἀπολύτως σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ στὴν ἐσωτερικὴ ζωή της, εἰδικὰ στὴ λατρεία καὶ ἰδιαίτατα στὴν τέλεσι τῆς θείας εὐχαριστίας.
Ἐπειδὴ βέβαια, ὅπως παρατήρησε καλὸς ἀρχιερεύς, «οὐ πάντων ἡ πίστις» (Β΄ Θεσσ. 3,2), δὲν θὰ εὕρισκε κανεὶς ἀπαγορευτέα τὴν προαιρετικὴ χρῆσι τῆς μάσκας, διακριτικά, ὥστε ὁ μὲν αἰσθανόμενος τὴν ἀνάγκη νὰ προστατευθῇ νὰ ἀσφαλίζεται καὶ νὰ μὴ νιώθῃ ὅτι κινδυνεύει, οἱ λοιποὶ δὲ νὰ μὴ διαλογίζωνται καὶ ἐνδεχομένως ἁμαρτάνουν κατακρίνοντας. Ἀποκρούεται ὅμως ἡ ὑποχρεωτικὴ ἐπιβολὴ τῆς μάσκας σὲ ὅλους τοὺς ἐκκλησιαζομένους. Δὲν εἶνε ἐπιτυχὴς ἡ παρομοίωσι τῆς μάσκας, τὴν ὁποία μᾶς ἐπιβάλλει ἡ κρατοῦσα ὁδηγία νὰ προμηθευθοῦμε καὶ ἐφοδιαστοῦμε, μὲ τὴ ζακέτα ἢ τὸ παλτό, ποὺ εἶνε ἐνδύματα ὑπάρχοντα ἀνέκαθεν στὸ σπίτι κάθε ἀνθρώπου καὶ δὲν χρειάζεται κανεὶς σύστασι νὰ τὰ φορέσῃ ὁσάκις τὸ θελήσῃ. Ὁ ἀποστολικὸς λόγος «ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω» (῾Ρωμ. 14,3) μπορεῖ καὶ ἐδῶ νὰ γίνῃ κατ᾽ ἀναλογίαν ὁδηγός.
Δεδομένης ἀφ᾽ ἑνὸς τῆς διαφωνίας τῶν ἐπιστημόνων καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἐκπεφρασμένης προθέσεως τῶν γνωστῶν βαθυπλούτων νὰ μειώσουν δραστικὰ τὸν πληθυσμὸ τῆς γῆς, γιατί νὰ συκοφαντῆται ὡς συνωμοσιολογικὴ ἡ πιθανότητα νὰ σκεφθῇ κανεὶς σήμερα, ὅτι τὰ γεγονότα ποὺ ζοῦμε ἐφέτος εἶνε κατευθυνόμενα ἀπὸ ὡρισμένα κέντρα; Ὡς πρὸς δὲ τὴν ὑποψία συσχετισμοῦ μὲ παλαιοημερολογῖτες καὶ ἀποτειχισμένους, ἂς ἀποφευχθοῦν τυχὸν σφάλματα ἐκείνων, ἀλλ᾽ ὄχι νὰ μείνουμε ἄφωνοι καὶ ἀδρανεῖς. Ἡ Σύνοδος τῶν ἱεραρχῶν τότε ὀρθοτομεῖ ὅταν ἐκφράζῃ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι, διαφορετικὰ δὲν εἶνε ἐξ ὁρισμοῦ ἀλάθητη, ὅπως ἄλλωστε ἔδειξε ἡ ἱστορία. Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος δὲν εἶνε καλὸ νὰ φιμώνεται καὶ νὰ μὴ φθάνῃ ὁ λόγος του ἕως τὰ ὦτα τῆς ἡγεσίας του· διαφορετικά, ἔχουν καὶ τὰ δύο μέρη εὐθύνη καὶ ὅπως εἴδαμε συνεκπίπτουν («λυχνίες» Ἀποκαλύψεως, πρεσβυτέρα ῾Ρώμη κ.λπ.). Γράφοντας αὐτὰ δὲν διεκδικοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀλάθητο· θὰ θέλαμε ὅμως νὰ μποροῦμε μὲ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καὶ παρρησία νὰ ἐκφραζώμαστε «ἐπ᾽ ἐκκλησίας» καὶ ὄχι νὰ ἰδιωτεύουμε κατακρίνοντας.