ΚΥΡΙΑΚΗ των Βαΐων - 17/04/2022
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Κατά Ιωάννην, κεφάλαιο ΙΑ΄, εδάφια 1-45
1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. 2 ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. 3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. 4 ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς. 5 ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. 6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· 7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν.8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; 9 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· 10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. 12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. 14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, 15 καὶ χαίρω δι’ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν.16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ.
17 ᾿Ελθὼν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. 18 ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε, 19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός. 23 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; 27 λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. 28 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. 29 ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. 30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ’ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. 31 οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι οἱ ὄντες μετ’ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. 32 ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός.
33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; 38 ᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ’ αὐτῷ. 39 λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. 40 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. 45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. 46 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπῆλθον πρὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ εἶπον αὐτοῖς ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
1 Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία, το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της. 2 Η Μαρία πάλι ήταν εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που αρρώστησε ήταν αδελφός της.3 Έστειλαν λοιπόν οι δύο αδελφές του ανθρώπους να ειδοποιήσουν τον Ιησού, και του είπαν: ‘’Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος’’. 4 Όταν όμως το άκουσε αυτό ο Ιησούς είπε: ‘’Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να εκλάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξασθεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή. 5 Ο Ιησούς μάλιστα αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της, καθώς και τον Λάζαρο. Και δεν έφυγε βέβαια αμέσως για να επισκεφθεί και να θεραπεύσει τον Λάζαρο˙ αυτό όμως δεν το έκανε από αδιαφορία, αλλά διότι απέβλεπε στη φανέρωση της δόξας και της δυνάμεως του Θεού. 6 Όταν λοιπόν άκουσε ότι ο Λάζαρος είναι άρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ακόμη ημέρες στον τόπο που βρισκόταν, ενώ όλοι όσοι ήξεραν την αγάπη Του γι’ Αυτόν θα περίμεναν να αναχωρήσει αμέσως. 7 Κι έπειτα, αφού πέρασαν οι δύο ημέρες, είπε στους μαθητές Του: ‘’Ας πάμε πάλι στην Ιουδαία’’. 8 Οι μαθητές Του όμως, που είχαν φοβηθεί από την αντίδραση που συνάντησε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, του είπαν: ‘’Διδάσκαλε, μόλις πριν λίγο ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θέλεις να πας πάλι εκεί;’’. 9 Και ο Ιησούς τούς αποκρίθηκε: ‘’Δώδεκα ώρες δεν έχει η ημέρα; Εάν κανείς περπατάει την ημέρα, δεν σκοντάφτει, αλλά βαδίζει με ασφάλεια, διότι βλέπει τον ήλιο, που φωτίζει τον υλικό αυτόν κόσμο. Έτσι κι εγώ έχω τον χρόνο της επίγειας αποστολής μου επακριβώς καθορισμένο από τον Πατέρα μου. Και οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτό. Δεν διατρέχω λοιπόν κανένα κίνδυνο από τους Ιουδαίους, αφού ακολουθώ τον δρόμο που φωτίζεται απ’ το θέλημα του Πατρός μου. Αλλά και σεις, εφόσον με ακολουθείτε, δεν διατρέχετε μαζί μου κανέναν κίνδυνο· διότι Εγώ, που είμαι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, θα φωτίζω τον δρόμο σας και θα ασφαλίζω την πορεία σας. 10 Εάν όμως κανείς περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, διότι δεν υπάρχει σε αυτόν το φως για να τον φωτίζει. Έτσι κι εκείνοι που δεν θα μείνουν στο φως του Υιού του Θεού, θα σκοντάψουν και θα πέσουν’’. 11 Αυτά είπε ο Ιησούς, και ύστερα από λίγο τους λέει: ‘’Ο φίλος μου Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω’’. 12 Όταν λοιπόν άκουσαν οι μαθητές Του ότι ο Λάζαρος κοιμήθηκε, νομίζοντας ότι πρόκειται για φυσικό ύπνο, του είπαν: ‘’Κύριε, εάν έχει κοιμηθεί, ο οργανισμός του με την ανάπαυση του ύπνου θα ανακτήσει τις σωματικές του δυνάμεις και συνεπώς θα γίνει καλά. Γιατί λοιπόν να τον ξυπνήσουμε;’’. 13 Ο Ιησούς όμως το είχε πει αυτό εννοώντας τον θάνατο του Λαζάρου˙ ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για τον συνηθισμένο ύπνο. 14 Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους είπε καθαρά: ‘’Ο Λάζαρος πέθανε, 15και χαίρομαι για σας, για να στηριχθείτε περισσότερο στην πίστη. Χαίρομαι, διότι δεν ήμουν εκεί πριν πεθάνει· διότι τότε θα τον θεράπευα προτού πεθάνει και δεν θα γινόταν το θαύμα της αναστάσεώς του, που θα σας στηρίξει στην πίστη. Αλλά ας πάμε κοντά του’’. 16 Μετά λοιπόν από την προτροπή αυτή του Κυρίου να αναχωρήσουν για τη Βηθανία, είπε στους άλλους μαθητές ο Θωμάς, τον οποίο ονόμαζαν Δίδυμο εκείνοι που μιλούσαν ελληνικά και μετέφραζαν το όνομά του στη γλώσσα τους: ‘’Αφού θέλει να επιστρέψει στο μέρος που οι εχθροί του ζητούν να τον σκοτώσουν, ας πάμε κι εμείς εκεί για να πεθάνουμε μαζί του’’.
17 Όταν λοιπόν ήλθε στη Βηθανία ο Ιησούς, βρήκε πεθαμένο τον Λάζαρο να έχει ήδη τέσσερις μέρες μέσα στον τάφο. 18 Η Βηθανία μάλιστα ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιών σταδίων, δηλαδή τεσσάρων χιλιομέτρων. 19 Και πολλοί Ιουδαίοι απ’ αυτούς που εχθρεύονταν τον Ιησού είχαν έλθει στη Μάρθα και τη Μαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. Εκεί βέβαια υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που συντρόφευαν τις δύο αδελφές. 20 Η Μάρθα λοιπόν αμέσως μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς έρχεται, έτρεξε και Τον προϋπάντησε έξω από το χωριό˙ ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι. 21 Όταν λοιπόν η Μάρθα συνάντησε τον Ιησού, του είπε: ‘’Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου. 22 Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός’’. 23 Της λέει ο Ιησούς: ‘’Θα αναστηθεί ο αδελφός σου’’. 24 Του λέει η Μάρθα: ‘’Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί όταν γίνει η ανάσταση, την τελευταία ημέρα του πρόσκαιρου αυτού αιώνα. Ύστερα απ’ αυτήν θα ακολουθήσει ο μελλοντικός ένδοξος και ατελείωτος αιώνας’’. 25 Τότε ο Ιησούς της είπε: ‘’Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής. 26 Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει· διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς. Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος. Το πιστεύεις αυτό;’’. 27Του λέει η Μάρθα: ‘’Ναι, Κύριε. Εγώ πριν από πολύ καιρό έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να έλθει στον κόσμο σύμφωνα με τις θεϊκές υποσχέσεις και προφητείες. Κι εφόσον έχω τη βεβαιότητα ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, πιστεύω και σε όσα τη στιγμή αυτή λες και διακηρύττεις για τον εαυτό Σου’’. 28 Αφού είπε αυτά τα λόγια, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδελφή της Μαρία να έλθει, λέγοντας: ‘’Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει’’. 29 Εκείνη, αμέσως μόλις το άκουσε αυτό, σηκώθηκε και ξεκίνησε να Τον συναντήσει. 30 Στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό, αλλά ήταν στο μέρος που τον είχε υποδεχθεί η Μάρθα˙ διότι ήθελε να επισκεφθεί τον τάφο του Λαζάρου μόνος Του, μαζί με τους μαθητές Του και τις δύο αδελφές του Λαζάρου. 31 Οι Ιουδαίοι λοιπόν που ήταν μαζί με τη Μαρία στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν την είδαν να σηκώνεται βιαστική, να φεύγει από το σπίτι και να κατευθύνεται έξω από το χωριό, την ακολούθησαν λέγοντας ότι πηγαίνει στο μνημείο για να κλάψει εκεί. 32 Όταν λοιπόν η Μαρία ήλθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς Τον αντίκρισε, έπεσε στα πόδια Του και Του είπε: ‘’Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες’’.
33 Ο Ιησούς λοιπόν, όταν την είδε να κλαίει, και μαζί της να κλαίνε και οι Ιουδαίοι που είχαν έλθει πίσω της, συγκράτησε με δριμύτητα το συναίσθημα της βαθιάς λύπης μέσα στην ψυχή Του και αντέδρασε έντονα για να επιβληθεί σε αυτό. 34 Και με φωνή ήρεμη, που δεν διακοπτόταν από λυγμούς, είπε: ‘’Πού τον έχετε βάλει;’’. 35 Όσοι ήταν εκεί Του είπαν: ‘’Κύριε, έλα να δεις’’. Και καθώς πήγαινε στον τάφο, δάκρυσε ο Ιησούς από συμπάθεια για τη θλίψη των δύο αδελφών. 36 Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι Τον είδαν να δακρύζει, έλεγαν: ‘’Δες πόσο τον αγαπούσε!’’. 37 Μερικοί όμως απ’ αυτούς πήραν αφορμή να εκδηλώσουν την αρνητική τους διάθεση και είπαν: ‘’Δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;’’. 38 Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ πάλι προσπαθούσε να συγκρατήσει μέσα Του τη συγκίνηση, ήλθε στο μνημείο. Το μνημείο αυτό ήταν μια σπηλιά ανοιγμένη σε βράχο, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα. 39 Λέει τότε ο Ιησούς: ‘’Πάρτε την πέτρα’’. Του λέει η Μάρθα, η αδελφή του νεκρού: ‘’Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός’’. 40 Της λέει ο Ιησούς: ‘’Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως όλων των ανθρώπων’’. 41 Μετά λοιπόν από την παρατήρηση αυτή του Κυρίου έβγαλαν την πέτρα από την είσοδο του σπηλαίου, όπου βρισκόταν ο νεκρός. Ο Ιησούς τότε ύψωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: ‘’Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεσθεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες. 42 Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα’’. 43 Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. 44 Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’. 45 Μετά λοιπόν από το θαύμα αυτό, πολλοί από τους Ιουδαίους, αυτοί που είχαν έλθει να επισκεφθούν τη Μαρία και είχαν δει με τα μάτια τους όσα έκανε ο Ιησούς, πίστεψαν σε Αυτόν.
ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ[:Ιω.11,1-45]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας, καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς(:Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία, το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της). Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει(:Και ήταν η Μαρία εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που ασθενούσε, ήταν αδελφός της)»[Ιω.11,1-2].
Πολλοί από τους ανθρώπους όταν δουν κάποιους, που είναι αρεστοί στον Θεό, να πάσχουν από κάποιο κακό(όπως για παράδειγμα να έχουν αρρωστήσει ή να πάσχουν από φτώχεια ή από κάποιο άλλο παρόμοιο) σκανδαλίζονται, μη γνωρίζοντας ότι γνώρισμα των κατεξοχήν φίλων του Θεού είναι το να πάσχουν από αυτά· και ο Λάζαρος λοιπόν ήταν ένας από τους φίλους του Χριστού και ήταν ασθενής. Αυτό λοιπόν έλεγαν και εκείνοι που στάλθηκαν: «Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ (:Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος)». Αλλά ας εξετάσουμε από την αρχή την περικοπή.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας(:ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία)». Δεν ανέφερε έτσι απλά και τυχαία από πού καταγόταν ο Λάζαρος, αλλά για κάποια αιτία, την οποία θα αναφέρει στη συνέχεια· τώρα ας εξετάσουμε το παρόν χωρίο. Και τις αδελφές του μάς τις αναφέρει προς μεγάλη ωφέλεια, και ακόμη, αυτό που επιπλέον είχε η Μαρία, προσθέτοντας και λέγοντας: «Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει(:η Μαρία πάλι ήταν εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που αρρώστησε ήταν αδελφός της)».
Εδώ μερικοί απορώντας λένε: «Πώς», λένε, «ανεχόταν ο Χριστός γυναίκα να ενεργεί με τέτοιον τρόπο;». Κατά πρώτον λοιπόν πρέπει να μάθουμε εκείνο, ότι δεν είναι αυτή η πόρνη που αναφέρει ο Ματθαίος[Ματθ.26,7-13], ούτε αυτή που αναφέρει ο Λουκάς[Λουκ. 7,37-48], διότι άλλη είναι αυτή· καθόσον εκείνες μεν ήσαν πόρνες και γεμάτες από πολλά κακά, ενώ αυτή ήταν σεμνή και σπουδαία· διότι φρόντιζε για την υποδοχή του Χριστού. Δείχνει επίσης ο ευαγγελιστής ότι και οι αδερφές του Λαζάρου αγαπούσαν τον Κύριο και όμως επέτρεψε να πεθάνει ο Λάζαρος.
Και γιατί δεν άφησαν τον ασθενή αδελφό τους και να μεταβούν προς Αυτόν για να Τον παρακαλέσουν αυτοπροσώπως, όπως ακριβώς έκανε ο εκατόνταρχος [βλ.Ματθ.8,5-6 : «Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων·. Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος(:και όταν ο Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά Του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος Τον παρακαλούσε και Του έλεγε: ’’Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους’’)»] και εκείνος ο άνθρωπος που ανήκε στη βασιλική αυλή του Ηρώδη[βλ. Ιω.4,47: «Οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν(:Αυτός λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έφυγε από την Καπερναούμ και πήγε να τον συναντήσει˙ κι άρχισε να τον παρακαλεί να κατεβεί από την Κανά στην Καπερναούμ και να θεραπεύσει το γιο του˙ διότι ήταν βαριά άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει)»], αλλά στέλνουν άλλους; Είχαν πάρα πολύ θάρρος προς τον Χριστό και πολλή οικειότητα. Άλλωστε και γυναίκες αδύναμες ήσαν και κατέχονταν από το πένθος· διότι, το ότι δεν το έκαναν αυτό από περιφρόνηση, το απέδειξαν στη συνέχεια.
Το ότι λοιπόν δεν ήταν αυτή εκείνη η πόρνη[Λουκά 7,37-38: «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου, καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ(:Και ιδού, στην πόλη αυτή ζούσε μία γυναίκα που ήταν αμαρτωλή. Αυτή όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι καθισμένος και τρώει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αγγείο από αλάβαστρο γεμάτο από μύρο, κι αφού στάθηκε κοντά στα πόδια Του, πίσω από το τραπέζι, όπως ήταν καθισμένος ο Κύριος, καθώς σκεπτόταν τις αμαρτίες της, ξέσπασε σε κλάματα. Και άρχισε να βρέχει τα πόδια Του με τα άφθονα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της. Συγχρόνως μάλιστα φιλούσε με ευλαβική αγάπη τα πόδια Του και τα άλειφε με το μύρο)»] είναι ολοφάνερο.
«Αλλά και εκείνη την πόρνη που αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «για ποιο λόγο τη δέχτηκε ο Χριστός;» Για να την απαλλάξει από την κακία, για να δείξει τη φιλανθρωπία Του, για να μάθεις ότι δεν υπάρχει νόσημα, που να νικά την αγαθότητά Του. Μη λοιπόν βλέπεις μόνο αυτό, το ότι τη δέχτηκε ο Κύριος, αλλά και εκείνο να προσέξεις, δηλαδή το πώς τη μετέβαλε. Και για ποιο λόγο μας υπενθυμίζει ο ευαγγελιστής αυτήν την ιστορία; Και επιπλέον τι θέλει να μας διδάξει με τους λόγους «Ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον(:Ο Ιησούς μάλιστα αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της, καθώς και τον Λάζαρο. Και δεν έφυγε βέβαια αμέσως για να επισκεφθεί και να θεραπεύσει τον Λάζαρο˙ αυτό όμως δεν το έκανε από αδιαφορία, αλλά διότι απέβλεπε στη φανέρωση της δόξας και της δυνάμεως του Θεού)»; Για να μην αγανακτούμε ποτέ, ούτε να δυσανασχετούμε, εάν κάποια ασθένεια συμβεί στους σπουδαίους άνδρες και φίλους του Θεού.
«Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν, λέγουσαι· Κύριε, ἴδε, ὃν φιλεῖς, ἀσθενεῖ(:Έστειλαν λοιπόν οι δύο αδελφές του ανθρώπους να ειδοποιήσουν τον Ιησού, και του είπαν: ‘’Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος’’)». Ήθελαν να αποσπάσουν την ευσπλαχνία του Χριστού· διότι ακόμη σαν άνθρωπο Τον πρόσεχαν και είναι φανερό από όσα λέγουν: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει·(: Όταν λοιπόν η Μάρθα συνάντησε τον Ιησού, του είπε: ‘’Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)» και από το ότι δεν είπαν «Να, ο Λάζαρος ασθενεί», αλλά «Να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς, είναι ασθενής».
Τι λέει λοιπόν ο Χριστός; «Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς(:Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να εκλάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξαστεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή)»[Ιω.11,4].
Πρόσεχε πως πάλι λέγει ότι μία είναι η δόξα Αυτού και του Πατέρα· διότι αφού είπε «τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε: «ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς. Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον». Επειδή δηλαδή επρόκειτο να μείνει εκεί δύο ημέρες, καταρχήν αποστέλλει αυτούς να αναγγείλουν τη θανάσιμη ασθένεια του Λαζάρου.
Για τον λόγο αυτόν πρέπει να θαυμάσουμε τις αδελφές του Λαζάρου, πώς, αν και άκουσαν ότι η ασθένεια αυτή «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον» και όμως είδαν τον αδερφό τους ότι πέθανε, δεν σκανδαλίστηκαν που συνέβη το αντίθετο από αυτό που είπε, αλλά και πάλι προσήλθαν προς τον Χριστό και δεν νόμισαν ότι διαψεύστηκε. Επίσης, το «ἵνα» εδώ δεν δηλώνει αιτιολογία, αλλά το αποτέλεσμα· διότι συνέβη μεν η αρρώστια από άλλη αιτία, χρησίμευσε όμως αυτή προς δόξαν του Θεού.
«Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας(:Όταν λοιπόν άκουσε ότι ο Λάζαρος είναι άρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ακόμη ημέρες στον τόπο που βρισκόταν, ενώ όλοι όσοι ήξεραν την αγάπη Του γι’ Αυτόν θα περίμεναν να αναχωρήσει αμέσως)». Γιατί έμεινε; Για να πεθάνει και να ενταφιαστεί στο μεταξύ ο Λάζαρος, για να μην μπορεί κανείς να πει ότι τον ανέστησε πριν ακόμη πεθάνει· ότι ήταν νάρκη, ότι ήταν ατονία, ότι ήταν επαναφορά από την κατάσταση αυτήν και όχι θάνατος. Για τον λόγο αυτόν και μένει ο Κύριος τόσο χρόνο προτού μεταβεί στη Βιθυνία, ώστε και να έχει προχωρήσει η σήψη και η φθορά στο σώμα του νεκρού Λαζάρου και να πουν: «Ἢδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι(:Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός’’)»[Ιω.11,39].
«Ἒπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς Μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν(:Κι έπειτα, αφού πέρασαν οι δύο ημέρες, είπε στους μαθητές Του: ‘’Ας πάμε πάλι στην Ιουδαία’’)». Γιατί λοιπόν, τέλος πάντων, ενώ ποτέ άλλοτε δεν προείπε πού θα πάνε, εδώ το προλέγει; Οι μαθητές Του φοβούνταν τότε πάρα πολύ· και επειδή βρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση, το προλέγει για να μην τους ταράξει το ξαφνικό. Τι λένε λοιπόν οι μαθητές; «Λέγουσιν αὐτῷ οἱ Μαθηταί· Ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;(:Οι μαθητές Του όμως, που είχαν φοβηθεί από την αντίδραση που συνάντησε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, του είπαν: ‘’Διδάσκαλε, μόλις πριν λίγο ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θέλεις να πας πάλι εκεί;’’)»[Ιω.11,8]. Φοβούνταν βέβαια και γι΄Αυτόν, περισσότερο όμως μάλλον φοβούνταν για τους εαυτούς τους· διότι δεν ήσαν ακόμη πνευματικά καταρτισμένοι. Για τον λόγο αυτόν συγκλονιζόμενος ο Θωμάς από τον φόβο λέγει: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ(:Αφού θέλει να επιστρέψει στο μέρος που οι εχθροί Του ζητούν να Τον σκοτώσουν, ας πάμε κι εμείς εκεί για να πεθάνουμε μαζί του)», διότι ήταν πνευματικά ασθενέστερος από τους άλλους και περισσότερο δύσπιστος.
Αλλά πρόσεχε πώς ο Ιησούς ενθαρρύνει αυτούς με αυτά που λέγει. «Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατεῖ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (:Δώδεκα ώρες δεν έχει η ημέρα; Εάν κανείς περπατάει την ημέρα, δεν σκοντάφτει, αλλά βαδίζει με ασφάλεια, διότι βλέπει τον ήλιο, που φωτίζει τον υλικό αυτόν κόσμο. Έτσι κι εγώ έχω τον χρόνο της επίγειας αποστολής μου επακριβώς καθορισμένο από τον Πατέρα μου. Και οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτό. Δεν διατρέχω λοιπόν κανένα κίνδυνο από τους Ιουδαίους, αφού ακολουθώ τον δρόμο που φωτίζεται απ’ το θέλημα του Πατρός μου. Αλλά και σεις, εφόσον με ακολουθείτε, δεν διατρέχετε μαζί μου κανέναν κίνδυνο· διότι εγώ, που είμαι ο ήλιος της δικαιοσύνης, θα φωτίζω τον δρόμο σας και θα ασφαλίζω την πορεία σας. Εάν όμως κανείς περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, διότι δεν υπάρχει σε αυτόν το φως για να τον φωτίζει. Έτσι κι εκείνοι που δεν θα μείνουν στο φως του Υιού του Θεού, θα σκοντάψουν και θα πέσουν)»[Ιω.11,9-10]. Ή λοιπόν εννοεί αυτό, ότι αυτός που δεν νιώθει για τον εαυτό του τίποτε το πονηρό δεν θα πάθει κανένα κακό, ενώ αυτός που πράττει κακά έργα, θα πάθει(«και επομένως εμείς δεν πρέπει να φοβούμαστε, διότι δεν κάναμε τίποτε άξιο θανάτου»), ή ότι αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, είναι ασφαλής. «Εάν λοιπόν είναι ασφαλής αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, πολύ περισσότερο αυτός που είναι μαζί μου, εάν δεν φύγει από κοντά μου».
Αφού τους έδωσε θάρρος με αυτά τα λόγια, προσθέτει και την αναγκαία αιτία της αφίξεώς Του εκεί και για να δείξει ότι δεν πρόκειται να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη Βηθανία, λέγει: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν(:Ο φίλος μου Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»· δηλαδή «δεν πηγαίνω προς αυτούς για να συνομιλήσω πάλι με αυτούς και να συγκρουστώ με τους Ιουδαίους, αλλά για να ξυπνήσω τον φίλο μου».
Λέγουν οι μαθητές: «Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται (:Κύριε, εάν έχει κοιμηθεί, ο οργανισμός του με την ανάπαυση του ύπνου θα ανακτήσει τις σωματικές του δυνάμεις και συνεπώς θα γίνει καλά. Γιατί λοιπόν να τον ξυπνήσουμε;)»[Ιω.11,12]. Αυτό δεν το είπαν έτσι τυχαία, αλλά θέλοντας να εμποδίσουν τη μετάβασή Του εκεί. «Λέγεις», λέγουν, «ότι κοιμάται; Επομένως δεν είναι αναγκαία η μετάβαση εκεί»· αν και βέβαια ο Κύριος για τον λόγο αυτόν είπε τη φράση: «ο φίλος μου», για να δείξει αναγκαία την παρουσία Του εκεί.
«Εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν, ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει(:Ο Ιησούς όμως το είχε πει αυτό εννοώντας τον θάνατο του Λαζάρου˙ ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για τον συνηθισμένο ύπνο)»[Ιω.11,13]. Όταν λοιπόν φάνηκαν διστακτικότεροι, τότε λέγει σε αυτούς «παρρησίᾳ(:καθαρά)»: «Λάζαρος ἀπέθανε(:τότε λοιπόν ο Ιησούς τους είπε καθαρά: ‘’Ο Λάζαρος πέθανε’’)»[Ιω.11,14]. Τα προηγούμενα βέβαια λόγια τα έλεγε θέλοντας να δείξει την έλλειψη καυχήσεως, επειδή όμως δεν το αντιλήφτηκαν, προσθέτει: «καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν (:και χαίρομαι για σας, για να στηριχτείτε περισσότερο στην πίστη. Χαίρομαι, διότι δεν ήμουν εκεί πριν πεθάνει· διότι τότε θα τον θεράπευα προτού πεθάνει και δεν θα γινόταν το θαύμα της αναστάσεώς του, που θα σας στηρίξει στην πίστη. Αλλά ας πάμε κοντά του’’)»[Ιω.11,15].
Τι σημαίνει η φράση «για εσάς»; Διότι «το προείπαν χωρίς να είμαι παρών και ότι όταν τον αναστήσω, δε θα υπάρχει καμία υποψία». Βλέπεις πως ακόμη βρίσκονταν σε ατελή πνευματική κατάσταση οι μαθητές και δεν γνώριζαν την δύναμή Του όπως έπρεπε; Αυτό το δημιουργούσαν οι φόβοι που τους διακατείχαν, που τάρασσαν τις ψυχές τους και τις ανησυχούσαν. Και όταν μεν είπε: «Έχει κοιμηθεί», προσθέτει: «Πηγαίνω για να τον ξυπνήσω», όταν όμως είπε «Πέθανε» δεν πρόσθεσε ακόμη το «Πηγαίνω για να τον αναστήσω»· διότι δεν ήθελε με τα λόγια να προλέγει αυτά που επρόκειτο με τα έργα να τα επιβεβαιώσει, για να μας διδάξει να αποφεύγουμε πάντοτε την κενοδοξία και το ότι δεν πρέπει απλώς να δίνουμε υποσχέσεις. Και αν το έκανε αυτό στην περίπτωση του εκατοντάρχου που ήλθε και Τον παρακάλεσε(διότι είπε: «ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν(:θα έλθω εγώ στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω)»[Ματθ.8,7], το είπε αυτό για να δείξει την πίστη εκείνου του ανθρώπου.
Εάν όμως έλεγε: «Από πού νόμισαν οι μαθητές ότι πρόκειται περί ύπνου και δεν αντιλήφτηκαν από αυτά τα λόγια, ότι πρόκειται περί θανάτου (εννοώ τα λόγια: ‘’Πηγαίνω για να τον ξυπνήσω’’)», καθόσον θα ήταν ανοησία, εάν περίμεναν αυτόν να βαδίσει δεκαπέντε στάδια για να τον ξυπνήσει, εκείνο θα μπορούσαμε να πούμε ότι νόμιζαν ότι πρόκειται για κάποια αινιγματική φράση σαν κάποια από τους πολλές εκείνες που τους έλεγε.
Βέβαια όλοι είχαν φοβηθεί την επίθεση των Ιουδαίων, περισσότερο όμως από τους άλλους ο Θωμάς, για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Ας πάμε για να πεθάνουμε μαζί Του». Και ορισμένοι λένε ότι επιθυμούσε και ο ίδιος να πεθάνει, αλλά αυτό δεν είναι σωστό· μάλλον δηλαδή ήταν λόγος φόβου. Αλλά όμως δεν επιτιμήθηκε· διότι ο Κύριος ανεχόταν ακόμη την πνευματική αδυναμία του· αργότερα όμως είχε γίνει ο ισχυρότερος και ο ασυναγώνιστος. Το άξιο θαυμασμού λοιπόν είναι αυτό, ότι αυτός που ήταν τόσο πνευματικά ατελής προ του σταυρού, τον βλέπουμε μετά τον σταυρό και την πίστη του στην ανάσταση του Κυρίου θερμότερο από όλους· τόση είναι η δύναμη του Χριστού· διότι αυτός που δεν τολμούσε να έλθει με τον Χριστό στη Βιθυνία, ο ίδιος αργότερα και χωρίς να βλέπει πια τον Χριστό, διέτρεξε σχεδόν όλη την οικουμένη και κινείτο μεταξύ πλήθους που διψούσε για αίμα και ήθελε να τον φονεύσει.
Εάν όμως απείχε η Βηθανία δεκαπέντε στάδια, πράγμα που ισοδυναμεί με δύο μίλια[:περίπου 3.070 μέτρα], πώς ο Λάζαρος ήταν νεκρός πριν από τέσσερεις μέρες; Έμεινε δύο ημέρες και πριν από αυτές τις δύο μέρες ήλθε κάποιος και τους έφερε αγγελία την ημέρα ακριβώς που πέθανε και κατά συνέπεια έφτασε κατά την τέταρτη ημέρα. Για τον λόγο αυτόν και περίμενε να Τον καλέσουν και δεν μετέβη χωρίς την πρόσκληση, για να μη δημιουργηθεί από κανέναν υποψία για το γεγονός. Και ούτε οι ίδιες οι αγαπητές στον Κύριο αδελφές του Λαζάρου ήλθαν για να Του ανακοινώσουν τον θάνατο του φίλου Του, αλλά αποστέλλονται άλλοι.
«Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε(:η Βηθανία μάλιστα ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιών σταδίων, δηλαδή τεσσάρων χιλιομέτρων)»[Ιω.11,18]. Από αυτό γίνεται φανερό ότι φυσικό ήταν να βρίσκονταν εκεί πολλοί από τα Ιεροσόλυμα. Αμέσως λοιπόν πρόσθεσε ο ευαγγελιστής ότι βρίσκονταν πλησίον τους πολλοί Ιουδαίοι, παρηγορώντας τις δύο αδελφές για τον θάνατο του Λαζάρου. Και πώς παρηγορούσαν αυτές που αγαπώνταν από τον Χριστό, τη στιγμή που είχαν αποφασίσει ότι εάν κάποιος πιστέψει στον Χριστό, θα τον απομάκρυναν από τη συναγωγή; Ή εξαιτίας της συμφοράς, ή επειδή εκτιμούσαν την ευγένειά τους, ή ήσαν παρόντες άνθρωποι χωρίς κακία· διότι πολλοί από αυτούς πίστεψαν. Αυτά επίσης τα λέγει ο Ευαγγελιστής, για να βεβαιώσει ότι ο Λάζαρος είχε πεθάνει.
Και γιατί τέλος πάντων η Μάρθα δεν παίρνει την αδελφή της μαζί της ερχόμενη να συναντήσει τον Χριστό; Θέλει κατ’ιδίαν να συναντήσει τον Χριστό και να Του αναγγείλει το γεγονός. Όταν όμως της έδωσε καλές ελπίδες, τότε πηγαίνει και καλεί και τη Μαρία και συνάντησε Αυτόν, ενώ ακόμη το πένθος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Βλέπεις πόσο θερμή ήταν η αγάπη της; Αυτή είναι εκείνη για την οποία έλεγε: «ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς(:ένα είναι χρήσιμο και αναγκαίο, η ακρόαση της διδασκαλίας μου. Αυτή είναι η αναγκαία πνευματική τροφή για την ψυχή. Αυτήν την τροφή διάλεξε η Μαρία, την καλή και ωφέλιμη μερίδα, που δεν θα της αφαιρεθεί ποτέ· διότι οι ωφέλειες της πνευματικής αυτής τροφής δεν είναι προσωρινές και φθαρτές, αλλά πνευματικές και αιώνιες)»[Λουκά 10,42].
Πώς λοιπόν τώρα φαίνεται θερμότερη η Μάρθα; Όχι θερμότερη, αλλά επειδή η Μαρία δεν είχε μάθει ακόμη τον ερχομό του Κυρίου· και επειδή ήταν η Μάρθα πνευματικά ασθενέστερη· καθόσον, αν και άκουσε τόσα πολλά περί του Χριστού, ομιλεί ακόμη με ταπεινά φρονήματα: «Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος, Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι(:του λέει η Μάρθα, η αδελφή του νεκρού: ‘’Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός’’)». Ενώ η Μαρία, αν και δεν άκουσε τίποτε, δεν είπε τίποτε το παρόμοιο, αλλά αμέσως πίστεψε και λέγει: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός(:Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες)»[Ιω.11,21].
Βλέπετε πόση είναι η φιλοσοφία των γυναικών, αν και η γνώμη τους είναι πνευματικά ατελής; Διότι μόλις είδαν τον Χριστό δεν ξεσπούν αμέσως σε θρήνους ούτε σε κραυγές, ούτε σε ολολυγμούς(πράγμα που πάσχουμε εμείς όταν δούμε κάποιους γνωστούς να μας επισκέπτονται κατά την ώρα του πένθους), αλλά αμέσως θαυμάζουν τον Διδάσκαλο. Πίστεψαν βέβαια και οι δύο στον Χριστό, αλλά όχι όπως έπρεπε· διότι ακόμη δεν γνώριζαν ακριβώς, ούτε ότι ήταν Θεός, ούτε ότι με δική Του δύναμη και εξουσία κάνει αυτά, πράγματα που και τα δύο της τα δίδαξε.
Επίσης το ότι δεν το γνώριζαν γίνεται φανερό από τα λόγια που και οι δύο είπαν μόλις αντίκρισαν τον Κύριο: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει(:Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)», και από αυτό που πρόσθεσαν, «ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός’’)», σαν δηλαδή να ομιλούσαν για κάποιον ενάρετο και διακεκριμένο άνθρωπο.
Πρόσεχε όμως και τι λέγει ο Χριστός: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου(:θα αναστηθεί ο αδελφός σου)». Καταρχήν ανατρέπει εκείνο, το «ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν(:ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό όσα αν ζητήσεις)»· διότι δεν είπε «Ζητώ», αλλά τι; «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου». Το να πει δηλαδή «Γυναίκα, ακόμη κάτω βλέπεις; Δεν έχω ανάγκη από άλλη βοήθεια, αλλά μόνος μου τα κάνω όλα» ήταν πάρα πολύ βαρύ και θα στενοχωρούσε τη γυναίκα, τώρα όμως με το να πει: «Θα αναστηθεί», μετρίασε κατ’ ανάγκην τον λόγο, και με τα όσα λέγει στη συνέχεια υπαινίχτηκε αυτά που προανέφερα· διότι όταν η Μάρθα είπε «Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(:γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί όταν γίνει η ανάσταση, την τελευταία ημέρα του πρόσκαιρου αυτού αιώνα. Ύστερα απ’ αυτήν θα ακολουθήσει ο μελλοντικός ένδοξος και ατελείωτος αιώνας)»[Ιω.11,24], για να δείξει σαφέστερα την εξουσία Του, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)», φανερώνουν με αυτό, ότι δεν έχει ανάγκη από άλλο βοηθό, εφόσον Αυτός είναι η ζωή. Εάν όμως έχει ανάγκη άλλου, πώς θα ήταν ο Ίδιος η ανάσταση και η ζωή; Όμως δεν το είπε τόσο φανερά, αλλά το υπαινίχτηκε απλώς. Όταν πάλι εκείνη είπε «Όσα θα ζητήσεις», Αυτός πάλι λέγει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται(: Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει· διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς)»[Ιω.11,26], δείχνοντας με αυτό, ότι Αυτός είναι ο χορηγός των αγαθών και από Αυτόν πρέπει να τα ζητεί.
«Καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;(:και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος. Το πιστεύεις αυτό;)»[Ιω.11,26].Πρόσεχε πώς την εξυψώνει πνευματικά· διότι δε ήταν αυτός μόνο ο σκοπός του, να αναστήσει τον Λάζαρο, αλλά έπρεπε και αυτήν και αυτούς που παρευρίσκονταν με αυτήν να μάθουν την ανάσταση. Για τον λόγο αυτόν τους διδάσκει πριν από την ανάσταση με λόγια. Εάν λοιπόν Αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή, δεν περιορίζεται σε ένα τόπο, αλλά ευρισκόμενος παντού, γνωρίζει να θεραπεύει.
Εάν βέβαια Του έλεγαν όπως ο εκατόνταρχος «μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου(:πες αυτό που θέλεις μόνο με έναν απλό λόγο, και θα γιατρευθεί ο δούλος μου)»[Ματθ.8,8], θα μπορούσε να το κάνει αυτό, επειδή όμως Τον κάλεσαν στην οικία τους και ζήτησαν να έλθει, εξαιτίας αυτού έρχεται, ώστε να απαλλάξει αυτές από την ταπεινή σκέψη γι΄Αυτόν και έρχεται στο μέρος εκείνο. Όμως αν και έρχεται, δείχνει και με αυτό ότι μπορεί και απών ακόμη, να θεραπεύσει· για τον λόγο λοιπόν αυτόν και αργοπορεί· διότι δεν θα φαινόταν η χάρη να έχει δοθεί αμέσως, εάν δεν προχωρούσε και η δυσωδία του νεκρού.
Και από πού γνώριζε η γυναίκα την ανάσταση που επρόκειτο να γίνει; Άκουσε πολλά από τον Χριστό να λέγει περί αναστάσεως, αλλά όμως εκείνη επιθυμούσε τώρα να τη δει. Και πρόσεχε πως ακόμη σκέπτεται γήινα· διότι όταν άκουσε ότι «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή», δεν είπε «Ανάστησέ τον», αλλά τι λέγει; «Ναί, Κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος(:Ναι, Κύριε. Εγώ πριν από πολύ καιρό έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να έλθει στον κόσμο σύμφωνα με τις θεϊκές υποσχέσεις και προφητείες. Κι εφόσον έχω τη βεβαιότητα ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, πιστεύω και σε όσα τη στιγμή αυτή λες και διακηρύττεις για τον εαυτό Σου’’)»[Ιω.11,27].
Τι λέει λοιπόν ο Χριστός προς αυτήν; «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (:Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει· διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς)», εννοώντας τον προσωρινό σωματικό θάνατο, «καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα(:και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος)»[Ιω.11,26],φανερώνοντας τον πνευματικό και αληθινό θάνατο τον οποίο δεν θα γνωρίσουν ποτέ όσοι πιστεύουν σε Αυτόν.
«Αφού λοιπόν εγώ είμαι η ανάσταση, μη θορυβηθείς, αν και πέθανε ήδη, αλλά πίστευε· διότι αυτό δεν είναι θάνατος». Πρώτα παρηγόρησε αυτή για το συμβάν και της έδωσε ελπίδες και με το να πει ότι «Θα αναστηθεί» και με το να πει «Εγώ είμαι η ανάσταση», και ότι θα αναστηθεί, και αν ακόμη πεθάνει, δε θα πάθει τίποτε. Ώστε δεν πρέπει να νιώθει φρίκη για αυτόν τον θάνατο. Αυτό επίσης που λέγει, σημαίνει το εξής, ότι «ούτε αυτός έχει πεθάνει, ούτε εσείς θα πεθάνετε)». «Το πιστεύεις αυτό;». Λέγει εκείνη: «Πιστεύω ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που επρόκειτο να έλθει στον κόσμο». Έχω τη γνώμη ότι η γυναίκα δεν αντιλήφτηκε το νόημα των λόγων του Χριστού. Αλλά ότι μεν σήμαινε κάτι το σπουδαίο το αντιλήφτηκε, δεν αντιλήφτηκε όμως το όλο νόημα αυτού· για τον λόγο αυτόν, άλλο ρωτήθηκε και άλλη απάντηση δίνει. Καταρχήν λοιπόν εκείνο ήταν το κέρδος της, η κατάπαυση του πένθους της· διότι τέτοια είναι η δύναμη των λόγων του Χριστού. Για τον λόγο αυτόν και εκείνη πρόλαβε και αυτή ακολούθησε· διότι η ευνοϊκή τους διάθεση απέναντι στον Διδάσκαλο, δεν επέτρεπε να σκέπτονται το συμβάν και να βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα γι’αυτό σε μεγάλο βαθμό. Ώστε μαζί με τη χάρη του Θεού και η σκέψη των γυναικών ήταν φιλοσοφημένη και η διάνοιά τους καρτερική.
«Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρα, εἰποῦσα· Ὁ Διδάσκαλος πάρεστι, καὶ φωνεῖ σε(:αφού είπε αυτά τα λόγια, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδελφή της Μαρία να έλθει, λέγοντας: ‘’Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει’’).Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ, καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν(:εκείνη, αμέσως μόλις το άκουσε αυτό, σηκώθηκε και ξεκίνησε να Τον συναντήσει).Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα(:στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό, αλλά ήταν στο μέρος που τον είχε υποδεχθεί η Μάρθα˙ διότι ήθελε να επισκεφθεί τον τάφο του Λαζάρου μόνος Του, μαζί με τους μαθητές Του και τις δύο αδελφές του Λαζάρου)»[Ιω.11,28-30].
Είναι μεγάλο αγαθό η φιλοσοφία· και λέγοντας «φιλοσοφία» εννοώ τη δική μας φιλοσοφία· διότι τα διδάγματα των ειδωλολατρών, τα φιλοσοφήματά τους είναι μόνο λόγια και μύθοι· και ούτε και αυτοί οι μύθοι περιέχουν κάποιο δείγμα φιλοσοφίας, διότι όλα εκ μέρους εκείνων γίνονται για δόξα. Μέγα λοιπόν αγαθό είναι η φιλοσοφία και μας αμείβει και στην εδώ ζωή· διότι και αυτός που περιφρονεί τα χρήματα, ήδη καρπούται την ωφέλεια στην εδώ ζωή, απαλλασσόμενος από τις περιττές και ανόητες φροντίδες, και εκείνος που καταπατεί την κοσμική δόξα λαμβάνει ήδη τον μισθό στην εδώ ζωή, διότι δεν είναι δούλος κανενός, αλλά είναι πραγματικά ελεύθερος· και αυτός που επιθυμεί τα ουράνια αγαθά λαμβάνει την ανταπόδοση στην εδώ ζωή, διότι θεωρεί τα παρόντα πράγματα χωρίς καμία αξία και εύκολα νικά την όλη λύπη.
Να λοιπόν και αυτή η γυναίκα, η Μαρία, με τη φιλοσοφικότητα που επέδειξε, έλαβε τον μισθό στην εδώ ζωή· καθόσον ενώ όλοι κάθονταν πλησίον της και αυτή πενθούσε και θρηνούσε, δεν περίμενε να έλθει πρώτος ο Διδάσκαλος προς αυτήν, ούτε τα προσχήματα τήρησε, ούτε κατανικήθηκε από το πένθος· καθόσον μαζί με την άλλη ταλαιπωρία, αυτές που πενθούν έχουν και αυτήν την ασθένεια, θέλουν να τιμώνται από όσους βρίσκονται εκεί.Όμως αυτή τίποτε παρόμοιο δεν έπαθε, αλλά μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Διδάσκαλος, σηκώθηκε και ξεκίνησε η ίδια αμέσως να Τον συναντήσει.
«Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην(:στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό)»· βάδιζε δηλαδή αργά, για να μη φανεί ότι έρχεται με σκοπό να κάνει το θαύμα, αλλά έρχεται επειδή κλήθηκε από εκείνους. Ή λοιπόν είπε ο ευαγγελιστής για τη Μαρία ότι «ἐγείρεται ταχὺ(:σηκώνεται αμέσως)», θέλοντας να υποδηλώσει αυτό, ή θέλει να δείξει ότι έτσι έτρεξε, ώστε να προφτάσει Αυτόν καθώς ερχόταν. Έρχεται μάλιστα όχι μόνη της, αλλά έχοντας μαζί της και τους Ιουδαίους που βρίσκονταν στην οικία της. Με πάρα πολλή σύνεση για τον λόγο αυτόν και κρυφά κάλεσε αυτήν η αδελφή της, ώστε να μην ανησυχήσει αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί εκεί· και ούτε την αιτία είπε, διότι οπωσδήποτε πολλοί θα αναχωρούσαν. Ενώ τώρα την ακολουθούσαν όλοι, με την σκέψη ότι απέρχεται για να κλάψει· και με αυτό μάλιστα πάλι επιβεβαιώνεται ότι ο Λάζαρος πέθανε[ βλ. Ιω. 18,31: «Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν, ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες· ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ(:οι Ιουδαίοι λοιπόν που ήταν μαζί με τη Μαρία στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν την είδαν να σηκώνεται βιαστική, να φεύγει από το σπίτι και να κατευθύνεται έξω από το χωριό, την ακολούθησαν λέγοντας ότι πηγαίνει στο μνημείο για να κλάψει εκεί)»].
. «Ἡ οὖν Μαρία, ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ(:όταν λοιπόν η Μαρία ήλθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς Τον αντίκρισε, έπεσε στα πόδια Του)». Ήταν θερμότερη αυτή από την αδελφή της· ούτε το πλήθος ντράπηκε, ούτε την υπόνοια που είχε γι΄Αυτόν –διότι ήσαν πολλοί και από τους εχθρούς, που έλεγαν βέβαια «οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;(:δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;)»[Ιω.11,37]-, αλλά απομάκρυνε όλα τα ανθρώπινα προ του διδασκάλου, και για ένα μόνο ενδιαφερόταν, για να αποδώσει τιμή στον Διδασκάλο.
Και τι λέγει; «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός(:Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες’’)». Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Καταρχήν δεν λέγει τίποτε σε αυτήν, ούτε λέγει αυτά που είπε προς την αδελφή της(διότι παρευρισκόταν πολύ πλήθος και δεν ήταν καιρός για εκείνα τα λόγια), αλλά μόνο δείχνει μετριοφροσύνη και συγκατάβαση και επιβεβαιώνοντας την ανθρώπινη φύση Του, δακρύζει ήρεμα και αναβάλλει προς το παρόν το θαύμα. Επειδή δηλαδή το θαύμα ήταν μέγα και τέτοιο, που λίγες φορές έκανε, και επρόκειτο πολλοί να πιστέψουν σε Αυτόν μέσω αυτού, για να μην προβάλλει το πλήθος την πρόφαση ότι έκανε το θαύμα αυτό χωρίς την παρουσία εκείνων και δεν αποκομίσουν καμία ωφέλεια από το μέγεθος του θαύματος, αποσπά πολλούς μάρτυρες με τη συγκατάβασή Του αυτή, για να μη χάσει το θήραμα, και φανερώνει αυτό που ήταν γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως· δακρύζει δηλαδή και νιώθει ταραχή· διότι γνωρίζει ότι το πάθος προκαλεί συνήθως πένθος.
Έπειτα, αφού επέδειξε τη συγκίνησή Του για το πάθος(διότι το «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν(:συγκράτησε με δριμύτητα το συναίσθημα της βαθιάς λύπης μέσα στην ψυχή Του και αντέδρασε έντονα για να επιβληθεί σε αυτό)» αυτό σημαίνει), συγκράτησε την ταραχή Του και ρωτά με τον τρόπο αυτόν: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν;(:πού τον έχετε ενταφιάσει;)», ώστε να μην ρωτήσει με θρήνους. Και γιατί τέλος πάντων ρωτά; Επειδή δεν θέλει να φανεί ότι το κάνει από μόνος Του, αλλά να φανεί ότι όλα τα πληροφορείται από εκείνους και τα κάνει παρακαλούμενος από εκείνους, ώστε να απαλλάξει το θαύμα από κάθε υποψία.
«Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς(:όσοι ήταν εκεί Του είπαν: ‘’Κύριε, έλα να δεις’’. Και καθώς πήγαινε στον τάφο, δάκρυσε ο Ιησούς από συμπάθεια για τη θλίψη των δύο αδελφών)»[Ιω.11,35]. Βλέπεις ότι δεν είχε ακόμη δείξει κανένα σημείο για την ανάσταση, και ούτε ότι πηγαίνει με τέτοιο σκοπό, να αναστήσει δηλαδή, αλλά ωσάν για να κλάψει; Το ότι βέβαια φαινόταν ότι πήγαινε με τέτοιο σκοπό, σαν για να θρηνήσει και όχι ωσάν για να αναστήσει, το φανερώνουν οι Ιουδαίοι, που και έλεγαν ως γνωστό: «Ἒλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν(:όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι Τον είδαν να δακρύζει, έλεγαν: ‘’Δες πόσο τον αγαπούσε!’’).Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;(:Μερικοί όμως απ’ αυτούς πήραν αφορμή να εκδηλώσουν την αρνητική τους διάθεση και είπαν: ‘’Δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;’’)»[Ιω.11,36-37].
Ούτε και κατά τις συμφορές εγκαταλείπουν την πονηρία τους, μολονότι βέβαια ήταν πολύ πιο θαυμαστό αυτό που πρόκειται να κάνει· διότι από το να σταματήσει τον θάνατο καθώς επέρχεται, πολύ μεγαλύτερο είναι το να νικήσει αφού έλθει και να τον απομακρύνει. Από αυτά δηλαδή για τα οποία έπρεπε να θαυμάζουν τη δύναμή Του, από αυτά Τον διαβάλλουν. Κατ’ αρχήν ομολογούν ότι άνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού και ενώ πρέπει να Τον θαυμάζουν για εκείνο, με αυτό και εκείνο διαβάλλουν, σαν να μη συνέβη. Και δεν αποδεικνύονται μόνο από αυτό ότι όλοι ήσαν διεφθαρμένοι, αλλά και από το ότι, πριν ακόμη έλθει και πριν δείξει τη δύναμή Του, Τον κατηγορούν εκ των προτέρων, και δεν περιμένουν την έκβαση της υποθέσεως. Είδες πώς είναι διεφθαρμένη και κακόβουλη η σκέψη τους;
Έρχεται λοιπόν στο μνήμα και πάλι αντιδρά και επιτιμά το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα που Τον κατέβαλε. Και γιατί τέλος πάντων ο ευαγγελιστής τονίζει συνέχεια με τόση επιμονή κα λέγει ότι δάκρυσε και ότι ένιωσε συγκίνηση; Για να μάθεις ότι πραγματικά έφερε τη δική μας φύση. Επειδή δηλαδή είναι φανερό ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος διηγείται περί του Κυρίου και κατά πολύ περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές τα πολύ σπουδαία έργα και λόγια Αυτού, ομιλεί και εδώ για τα σωματικά γνωρίσματά Του με πολύ ανθρώπινες εκφράσεις.
Τίποτε δηλαδή παρόμοιο δεν είπε για τον θάνατό Του,από αυτά που είπαν οι άλλοι ευαγγελιστές, όπως ότι έγινε περίλυπος[Ματθ.26,38: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ(:η ψυχή μου είναι τόσο πολύ λυπημένη, ώστε να κινδυνεύω να πεθάνω απ’ τη λύπη. Μείνετε εδώ άγρυπνοι μαζί μου)» και Μάρκ.14,34: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε(:είναι καταλυπημένη η ψυχή μου τόσο πολύ, που να κινδυνεύω να πεθάνω. Μείνετε εδώ και μείνετε άγρυπνοι)»], ότι καταλήφθηκε από αγωνία, αλλά εντελώς το αντίθετο, ότι δηλαδή τους έριξε υπτίους[Ιω. 18,6: «ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί(:όταν λοιπόν είπε στους στρατιώτες που είχαν έρθει για να Τον συλλάβουν: «Εγώ είμαι», αυτοί, επειδή κυριεύτηκαν από φόβο μπροστά στη θεϊκή Του δύναμη, οπισθοχώρησαν κι έπεσαν κάτω στη γη)»].
Αυτό λοιπόν που παρέλειψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης να τονίσει στις περιπτώσεις εκείνες, το συμπλήρωσε εδώ με το πένθος· διότι ομιλώντας για τον θάνατό Του, λέγει: «Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου(:Κανείς δεν έχει τη δύναμη να πάρει τη ζωή μου και να με θανατώσει εάν δεν το θελήσω εγώ. Αλλά Εγώ από μόνος μου την παραδίδω. Έχω εξουσία να προσφέρω τη ζωή μου κι έχω εξουσία πάλι να την πάρω πίσω. Αυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου, να θυσιάσω τη ζωή μου πάνω στον σταυρό και να την πάρω πάλι με την Ανάσταση. Έτσι θα αναδειχθώ ο αιώνιος αρχιερέας και μεσίτης για τη σωτηρία των προβάτων μου)» [Ιω. 10,18] και δεν αναφέρει εκεί τίποτε το ταπεινό.
Για τον λόγο αυτόν και κατά το σταυρικό πάθος Του αναφέρουν πολύ το ανθρώπινο στοιχείο Του, για να φανερώσουν με αυτό ότι είναι αληθής η κατ΄οικονομία ενσάρκωσή Του. Και ο μεν Λουκάς το επιβεβαιώνει αυτό από την αγωνία και την ταραχή και τον ιδρώτα Του[Λουκά 22, 43-44: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν(:εμφανίστηκε τότε σε Αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό, και ενίσχυε τις σωματικές Του δυνάμεις, που είχαν εξαντληθεί μέχρι λιποθυμίας. Στο μεταξύ Τον κατέλαβε αγωνία και γι’ αυτό προσευχόταν τώρα θερμότερα και με περισσότερη επιμονή. Και ο ιδρώτας Του έγινε άφθονος και πηχτός σαν κομμάτια πηγμένου αίματος που πέφτουν στη γη)»], ενώ ο Ιωάννης επιβεβαιώνει και την ανθρώπινη φύση του Κυρίου από το πένθος Του αυτό μπροστά από τον τάφο του Λαζάρου: «᾿Ιησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ(:ο Ιησούς λοιπόν, ενώ πάλι προσπαθούσε να συγκρατήσει μέσα Του τη συγκίνηση, ήλθε στο μνημείο. Το μνημείο αυτό ήταν μια σπηλιά ανοιγμένη σε βράχο, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα)»[Ιω.18,38].Δεν θα κυριευόταν δηλαδή από το πένθος μία και δυο φορές, εάν δεν έφερε τη δική μας φύση.
Τι κάνει λοιπόν ο Ιησούς; Για μεν τις κατηγορίες τους δεν δίνει καμία απάντηση(διότι τι χρειαζόταν να αποστομώνει αυτούς με λόγια, αφού επρόκειτο αμέσως να το πάθουν αυτό με έργα, πράγμα που ήταν λιγότερο ενοχλητικό και ικανό να καταντροπιάσει αυτούς περισσότερο;), λέγει όμως: «ἄρατε τὸν λίθον(:Σηκώστε τον λίθο)». Γιατί τέλος πάντων δεν κάλεσε τον Λάζαρο να αναστηθεί όσο Εκείνος δεν ήταν ακόμη παρών και δεν τον παρουσίασε; Και πόσο μάλλον γιατί δεν τον ανάστησε ενώ ο λίθος βρισκόταν επάνω στον τάφο; Καθόσον Αυτός που μπορούσε να θέσει σε κίνηση σώμα νεκρό δια της φωνής Του και να το παρουσιάσει πάλι με ζωή, πολύ περισσότερο θα μπορούσε να κινήσει λίθο με τη φωνή Του· αυτός που έδωσε με τη φωνή Του την ικανότητα να βαδίσει εκείνος που ήταν δεμένος με σπάργανα και που εμποδιζόταν από αυτά, πολύ περισσότερο θα μπορούσε λίθο να κινήσει. Τι λέω; Θα μπορούσε να το κάνει αυτό και απών.
Γιατί λοιπόν τέλος πάντων δεν το έκανε; Για να κάνει αυτούς μάρτυρες του θαύματος, για να μη λέγουν αυτό που έλεγαν και για τον τυφλό[Ιω.9,8-9: «Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι(:τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη;’’. Μερικοί έλεγαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος όμως έλεγε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη’’)»]· διότι τα χέρια και το γεγονός ότι ήλθε στο μνημείο επιβεβαίωναν ότι Αυτός ήταν.
Ώστε εάν δεν μετέβαιναν στο μνημείο, θα τον θεωρούσαν και φάντασμα ή θα νόμιζαν ότι βλέπουν άλλον αντί άλλου. Τώρα όμως με το να έλθουν στον τόπο του μνημείου και να σηκώσουν τον λίθο και το να δώσει εντολή να λύσουν από τα δεσμά τον σπαργανωμένο νεκρό[Ιω.11,43-44: «Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)»] και το να αναγνωρίσουν αυτόν οι φίλοι του από τα σπάργανα και να πουν, ότι αυτός είναι και το να μην τον εγκαταλείψουν οι αδελφοί του και το να πει η μία αδελφή: «Ήδη μυρίζει· διότι τέσσερις ημέρες είναι νεκρός», όλα αυτά πλέον ήσαν ικανά να αποστομώσουν τους αγνώμονες, με το να γίνουν οι ίδιοι μάρτυρες του θαύματος.
Για τον λόγο αυτόν τους λέγει να σηκώσουν τον λίθο από τον τάφο, για να δείξει ότι ανασταίνει αυτόν· για τον λόγο αυτό και ρωτάει: «Πού τον έχετε θέσει;», ώστε αυτοί που είπαν: «Έλα και δες», και Τον οδήγησαν εκεί, να μην μπορούν να πουν ότι άλλον ανέστησε, ώστε και η ίδια η φωνή τους και τα χέρια τους να γίνουν μάρτυρες( η μεν φωνή τους που έλεγε «Έλα και δες», ενώ τα ίδια τα χέρια τους με το να αρπάξουν τον λίθο και να λύσουν τα σπάργανα), και οι οφθαλμοί τους και η ακοή τους(η μεν ακοή τους που άκουσε τη φωνή του Κυρίου προς τον νεκρό Λάζαρο: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», οι δε οφθαλμοί τους που τον είδαν να εξέρχεται αναστημένος από τον τάφο) και η όσφρησή τους, με το ότι αντιλήφθηκε τη δυσωδία· διότι λέγει: «Ήδη μυρίζει· διότι είναι τέσσερις ημέρες νεκρός». Ώστε είχαν δίκιο που έλεγαν ότι η γυναίκα δεν αντιλήφθηκε τίποτε από εκείνα που είπε ο Χριστός, ότι «και αν ακόμη πεθάνει, θα ζήσει».
Πρόσεχε λοιπόν τι λέγει εδώ, επειδή φαινόταν πλέον αδύνατο το πράγμα εξαιτίας του χρόνου που πέρασε· καθόσον ήταν παράξενο το να αναστήσει νεκρό τεσσάρων ημερών και αποσυνθεμένο. Και στους μεν μαθητές είπε: «αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς(:όταν όμως το άκουσε αυτό ο Ιησούς είπε: ‘’Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να λάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξασθεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή’’)»[Ιω.11,4], δηλώνοντας με αυτό τον εαυτό Του, ενώ στη γυναίκα είπε: «Οὐκ εἶπόν σοι, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψεις τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;(:‘’Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως όλων των ανθρώπων’’)»[Ιω.11,40], ομιλώντας για τον Πατέρα. Βλέπεις ότι η πνευματική αδυναμία των ακροατών γίνεται αιτία να διαφέρουν τα λόγια που τους απευθύνει κάθε φορά; Υπενθυμίζει εκείνα που είπε προς αυτήν, σχεδόν επιτιμώντας την, σαν να τα λησμόνησε. Ή επειδή δεν ήθελε από την αρχή να εκπλήξει τους παρευρισκόμενους, της λέει με ηρεμία: «Δεν σου είπα, ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;».
«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου(:μετά λοιπόν από την παρατήρηση αυτή του Κυρίου έβγαλαν την πέτρα από την είσοδο του σπηλαίου, όπου βρισκόταν ο νεκρός. Ο Ιησούς τότε ύψωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: ‘’Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεσθεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες). Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα’’)»[Ιω.11,41-42].
Αυτό που πολλές φορές είπα, αυτό και τώρα θα πω, ότι ο Χριστός δεν αποβλέπει τόσο προς τη δική Του αξία, όσο προς τη σωτηρία τη δική μας, ούτε πώς να πει κάτι το σπουδαίο, αλλά κάτι που να μπορεί να μας προσελκύσει κοντά Του. Για τον λόγο αυτόν τα μεν υψηλά και μεγάλα νοήματα είναι λίγα στους λόγους Του και αυτά συγκεκαλυμμένα, ενώ τα ταπεινά και ασήμαντα νοήματα καταπλημμυρίζουν τους λόγους Του. Επειδή δηλαδή με αυτά συγκινούνταν περισσότερο, αυτά και προτιμά, και ούτε αυτά τα φανερώνει εξ ολοκλήρου ώστε να μη βλαφτούν όσοι θα πίστευαν στο μέλλον, ούτε τα αποσιωπά, ώστε να μη σκανδαλισθούν οι τότε πιστοί· διότι εκείνοι μεν που εξήλθαν από την ταπεινότητα θα μπορέσουν και από ένα υψηλό δόγμα να αντιληφθούν το παν, ενώ εκείνοι που εξακολουθούν να ζουν στην ταπεινότητα, εάν δεν τα άκουγαν αυτά πολλές φορές, δε θα ήταν δυνατόν ούτε καν να Τον πλησιάσουν.
Όταν λοιπόν ούτε και μετά από τα τόσα βλέπουν και ακούνε δε μένουν κοντά Του, αλλά και Τον λιθοβολούν και Τον εκδιώκουν και προσπαθούν να Τον φονεύσουν και Τον ονομάζουν βλάσφημο, και όταν μεν εξισώνει τον εαυτό Του με τον Θεό, λέγουν τα εξής: «Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;(: Γιατί ο άνθρωπος αυτός μιλάει έτσι και ξεστομίζει βλασφημίες; Ποιός άλλος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνον ένας, ο Θεός;»[Μάρκ.2,7],ενώ όταν λέγει: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου(:έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου)»[Ματθ.9,2], Τον αποκαλούν ακόμη και δαιμονισμένο, όπως ακριβώς πάλι και όταν λέγει ότι αυτός που ακούει τα λόγια Του δεν έχει να φοβηθεί τον θάνατο, ή και όταν λέγει «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι(:εγώ είμαι αχώριστα ενωμένος με τον Πατέρα μου, και γι’ αυτό είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου)» [Ιω.14,10], Τον εγκαταλείπουν, και σκανδαλίζονται πάλι, όταν λέγει ότι έχει κατεβεί από τον ουρανό, τότε λοιπόν καμία απολογία δεν θα έχουν ενώπιον του φοβερού βήματος του Κυρίου κατά την ημέρα της τελικής κρίσεως.
Εάν λοιπόν δεν υπέφεραν αυτά που σπανίως λέγονταν, με μεγάλη δυσκολία θα μπορούσαν να Τον προσέχουν και εάν όλος ο λόγος Του ήταν γεμάτος από υψηλά νοήματα και εκφράζονταν με αυτόν τον τρόπο. Όταν λοιπόν λέγει «καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ(:σύμφωνα με την εντολή που μου έδωσε ο Πατέρας, ο οποίος θέλει με το θάνατό μου να σωθούν οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς κάνω)»[Ιω. 14,31] και ότι «κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε(:και εμένα γνωρίζετε και από πού κατάγομαι ξέρετε. Αλλά η γνώση σας αυτή δεν είναι πλήρης. Εσείς γνωρίζετε μόνο ότι είμαι από τη Ναζαρέτ. Κι όμως δεν έχω έλθει από μόνος μου, όπως εσείς υποθέτετε, αλλά η αποστολή μου είναι γνήσια και αληθινή, διότι είναι πραγματικός και αληθινός ο Θεός που με έστειλε, αλλά εσείς δεν τον γνωρίζετε)» [Ιω. 7,28], τότε πιστεύουν. Και το ότι τότε γίνεται φανερό από το ότι το επισήμανε αυτό ο Ευαγγελιστής με τα λόγια: «Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν(:και καθώς τα έλεγε αυτά ο Ιησούς, πολλοί πίστεψαν σ’ Αυτόν ότι είναι ο Μεσσίας)»[Ιω. 8,30].
Εάν λοιπόν οι μεν ταπεινοί λόγοι προσείλκυαν στην πίστη, οι δε υψηλοί απομάκρυναν, πώς δεν αποτελεί μεγίστη ανοησία να μη θεωρούμε ότι οι ταπεινοί λόγοι ειπώθηκαν εξαιτίας των ακροατών; Διότι και σε άλλη περίπτωση, θέλοντας να πει κάτι το σπουδαίο, σιώπησε, αφού πρόσθεσε αυτήν την αιτία και είπε: «ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον (:για να μην τους σκανδαλίσουμε όμως και παρεξηγώντας το παράδειγμά μας παρακινηθούν απ’ αυτό να περιφρονούν τον ναό, πήγαινε στη θάλασσα και ρίξε το αγκίστρι)» [Ματθ.17,27], πράγμα λοιπόν που κάνει και εδώ· διότι μετά τα λόγια: «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς)», πρόσθεσε «ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον ,ἵνα πιστεύσωσιν(:αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)»[Ιω.11,42]. Μήπως είναι δικά μας τα λόγια; Μήπως είναι ανθρώπινη σκέψη; Όταν λοιπόν κανείς δεν ανέχεται από τα γραμμένα να πειστεί, διότι σκανδαλίζονταν με τα υψηλού περιεχομένου λόγια, ακούγοντας τον Χριστό να λέγει ότι γι’ αυτό ομιλεί με ταπεινά λόγια, για να μη σκανδαλισθούν, πώς λοιπόν θα σκεφτεί ότι είναι λόγια ευτελή εκ φύσεως και όχι εκ συγκαταβάσεως;
Έτσι και σε άλλη περίπτωση, όταν ακούστηκε φωνή από τον ουρανό, έλεγε: «Οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς(:δεν έγινε η φωνή αυτή για μένα, που γνωρίζω πόσο πολύ με αγαπά ο Πατέρας μου, αλλά για σας˙ για να πληροφορηθείτε ότι Αυτός με έχει αποστείλει στον κόσμο)»[Ιω.12,30], αν και βέβαια εκείνος που διαθέτει πνευματικό ύψος μπορεί να χρησιμοποιεί πολλές ταπεινές εκφράσεις για τον εαυτό του, ενώ ο ταπεινός δεν επιτρέπεται να λέγει για τον εαυτό του κάτι το ανώτερο και το υψηλό. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται αυτό από συγκατάβαση και έχει ως αιτία την πνευματική αδυναμία των διδασκομένων, και πόσο μάλλον να τους προτρέψει στο να αποβλέπουν προς την ταπεινοφροσύνη και να τους υπενθυμίσει ότι περιβάλλονται από σάρκα και να διδάξει τους ακροατές να μη λένε τίποτε το μεγάλο για τον εαυτό τους· επίσης να ήθελε στην προκειμένη περίπτωση ο Κύριος να δείξει το ότι Τον θεωρούσαν αντίθετο από τον Θεό και το ότι δεν γινόταν πιστευτό ότι είχε έλθει από τον Θεό και το ότι Τον υποπτεύονταν ότι τάχα κατέλυε τον νόμο και ότι Τον φθονούσαν οι ακροατές και το ότι είχαν εχθρική διάθεση απέναντί Του (διότι έλεγε ότι είναι ίσος με τον Θεό).Στη δεύτερη περίπτωση, αντίθετα, το να είναι κανείς ταπεινός και να λέγει για τον εαυτό του κάτι το υψηλό, δεν έχει πραγματικά καμία αιτία ούτε εύλογη ούτε παράλογη, αλλά είναι μόνο ανοησία, αναίδεια και τόλμη ασυγχώρητη.
Για ποιο λόγο λοιπόν ομιλεί με ταπεινές εκφράσεις ο Κύριος, ενώ προέρχεται από την απερίγραπτη και μεγάλη εκείνη ουσία; Και εξαιτίας των όσων ειπώθηκαν και για να μη θεωρηθεί αγέννητος· καθόσον ο Παύλος φαίνεται να φοβάται κάτι παρόμοιο. Για τον λόγο αυτόν έλεγε: «Πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα(:διότι, όπως διακηρύσσεται στους ψαλμούς, ο Πατήρ υπέταξε κάτω από τα πόδια του Χριστού τα πάντα, άρα λοιπόν και τον θάνατο. Όταν λοιπόν ο Θεός και Πατήρ πει στον Χριστό ότι «όλα πλέον έχουν υποταχθεί σε Εσένα» θα είναι φανερό ότι από την υποταγή αυτή θα εξαιρείται ο Θεός και Πατήρ, ο οποίος υπέταξε στον Χριστό τα πάντα)»[Α΄Κορ.15,27]· διότι αυτό θα ήταν ασέβεια και το να το σκεφτεί κανείς.
Εάν λοιπόν ήταν κατώτερος από τον Πατέρα Του και είχε διαφορετική ουσία και θεωρείτο ίσος, δεν θα έκανε τα πάντα, ώστε να μη σχηματιστεί αυτή η γνώμη; Ενώ τώρα Αυτός κάνει το αντίθετο, λέγοντας: «Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι(:εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα που μου ζητά ο Πατέρας μου και με βοηθά να τα εκτελώ, και ουσιαστικά αυτά είναι τα ίδια τα έργα του Πατέρα μου, μην πιστεύετε στη μαρτυρία του στόματός μου και στις δικές μου διαβεβαιώσεις)»[Ιω.10,37]· και με το να λέγει δε ότι «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι(:είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου)» [Ιω.14,10].
Έπρεπε επίσης, εάν ήταν βέβαια κατώτερος, με πολλή σφοδρότητα να εξαλείψει αυτήν την σκέψη, και ούτε καν να πει: «Ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι(:είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι και μένει μέσα μου)» ή ότι «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν(:εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα κι έχουμε την ίδια φύση και την ίδια δύναμη και θέληση και εξουσία˙ όλα τα έχουμε κοινά)» [Ιω.10,30] ή ότι «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα(:Εκείνος που έχει δει εμένα κι έχει εκτιμήσει κατάλληλα την αλήθεια της διδασκαλίας μου, την αγιότητα της ζωής μου και τη θαυματουργική δράση μου, είδε και τον Πατέρα. Διότι εγώ είμαι ο φυσικός Υιός του, και μέσα από την ανθρώπινη φύση μου εκλάμπει η αλήθεια και η δόξα και η αγιότητα του Πατρός μου)» [Ιω. 14,9].
Καθόσον και όταν μιλούσε για τη δύναμη έλεγε: «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» [Ιω.10,30]· και όταν ομιλούσε για την εξουσία, πάλι έλεγε: «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ(:ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει· διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σ’ όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω. 5,21], πράγμα που δεν ήταν δυνατόν να το κάνει εάν ήταν από άλλη ουσία. Και αν ακόμη ήταν δυνατό αυτό, δεν έπρεπε να το πει, για να μη σκεφτούν ότι είναι Αυτός και ο Πατήρ μία και η ίδια ουσία· διότι, εάν για να μην υποπτευτούν ότι είναι αντίθετος με τον Θεό, πολλές φορές λέγει και αυτά που δεν ταιριάζουν σε Αυτόν, πολύ περισσότερο έπρεπε τότε.
Τώρα όμως με το να λέγει «ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα (:κι έδωσε ο Πατήρ όλη αυτή την εξουσία στον Υιό, για να τιμούν και να λατρεύουν όλοι τον Υιό όπως τιμούν και λατρεύουν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, που τον απέστειλε στον κόσμο)» [Ιω.5,23], καθώς επίσης: «ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ(:αληθινά σας βεβαιώνω ότι υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσικώς αδύνατο να κάνει από τον εαυτό Του τίποτε, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό. Είναι που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακριβώς όπως τα κάνει ο Πατήρ· διότι είναι κοινή και μία η θέληση, η δύναμη και η ενέργεια Πατρός και Υιού)» [Ιω.5,19], και το να ονομάζει τον εαυτό Του ανάσταση και ζωή και φως του κόσμου, αποδεικνύουν ότι εξισώνει τον εαυτό Του με τον Πατέρα και φανερώνουν τη γνώμη που είχαν εκείνοι.
Είδες πως λέγει τόσα πολλά και απολογείται ότι δεν καταργεί τον νόμο, ενώ τη γνώμη της ισότητάς Του προς τον Πατέρα όχι μόνο δεν απορρίπτει, αλλά και την επιβεβαιώνει: Έτσι και όταν είπαν ότι «περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν(:δεν θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για κάποιο καλό έργο από εκείνα που λες ότι έκανες. Αλλά θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για τη βλασφημία που ξεστόμισες, και επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, παρουσιάζεις τον εαυτό σου για Θεό και λες ότι είσαι ένα με τον Θεό)»[Ιω. 10,33], το επιβεβαίωσε αυτό από την ισότητα των έργων Του.
Και γιατί λέγω ότι ο Υιός το έκανε αυτό, την στιγμή που και ο Πατέρας που δεν έλαβε σάρκα, κάνει το ίδιο; Καθόσον και Αυτός ανεχόταν να λέγονται πολλά ταπεινά για αυτόν χάριν της σωτηρίας των ακροατών· διότι το «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;(:Αδάμ, πού είσαι;)»[Γέν.3,9] και το «εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ(:θα κατεβώ λοιπόν εκεί, για να δω εάν πράγματι οι αμαρτίες τους είναι όπως οι κραυγές που ανέρχονται προς εμένα ή όχι. Οπωσδήποτε θέλω να μάθω)»[Γέν. 18,21] και το «νῦν γὰρ ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν(:διότι τώρα κατάλαβα καλά ότι εσύ σέβεσαι και λατρεύεις τον Θεό)»[Γέν.22,12] και το «ἐὰν ἄρα ἀκούσωσι(:ίσως και να υπακούσουν)» [Ιεζ. 3,11] και το «ἐὰν ἄρα ἐνδῶσι(:ίσως και συνετιστούν)» και «τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν καρδίαν αὐτῶν ἐν αὐτοῖς(:ποιος θα δώσει σε αυτούς μία τέτοια καρδιά ώστε να με ευλαβούνται;)» [Δευτ. 5,29] και οι λόγοι «οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε(:κανένας από τους θεούς των ειδωλολατρικών λαών δεν μπορεί να συγκριθεί με Εσένα, Κύριε)» [Ψαλμ.85,8] και πολλά άλλα παρόμοια εάν ήθελε κάποιος να εκλέξει από την Παλαιά Διαθήκη, θα τα βρει να είναι ανάξια της αξίας του Θεού.
Και στην περίπτωση του Αχαάβ έχει λεχθεί: «τίς ἀπατήσει τὸν Ἀχαὰβ(:ποιος και με ποιο τρόπο θα εξαπατήσει τον Αχαάβ;)»[Β΄Παραλ. 18,19]. Και το να συγκρίνει αυτόν συνεχώς με τους ειδωλολατρικούς θεούς, όλα αυτά είναι ανάξια του Θεού, υπό άλλη όμως σκοπιά γίνονται άξια· καθόσον τόσο φιλάνθρωπος είναι, ώστε χάριν της σωτηρίας μας να παραβλέπει και τους λόγους εκείνους που αρμόζουν στην αξία Του· διότι και το ότι έγινε άνθρωπος είναι ανάξιο, και το ότι έλαβε μορφή δούλου και μιλούσε με ταπεινά λόγια και περιβαλλόταν τα ταπεινά, είναι μεν ανάξια γι΄Αυτόν, εάν κάποιος ήθελε να συγκρίνει προς τη θεία εκείνη αξία, άξια δε, εάν αναλογιστεί κανείς τον απερίγραπτο πλούτο της φιλανθρωπίας Του.
Υπάρχει επίσης και άλλη αιτία της ταπεινότητας των εκφράσεων που χρησιμοποιεί. Ποια είναι αυτή; Το ότι τον μεν Πατέρα και Τον γνώρισαν και Τον ομολογούσαν, ενώ Αυτόν δεν Τον γνώρισαν. Για τον λόγο αυτόν καταφεύγει συνεχώς σε Εκείνον που έχει ομολογηθεί, επειδή Αυτός δεν ήταν ακόμη αξιόπιστος. Όχι λόγω της δικής Του ευτέλειας, αλλά εξαιτίας της αφροσύνης των ακροατών και της πνευματικής αδυναμίας τους. Για τον λόγο αυτόν και προσεύχεται και λέγει: «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου(:Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεστεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες)»[Ιω.11,41]· διότι, εάν ζωοποιεί εκείνους που θέλει και ζωοποιεί όπως και ο Πατήρ, για ποιον λόγο παρακαλεί τον Πατέρα;
Όμως είναι ώρα πλέον να εξετάσουμε αυτό το χωρίο. «Ἦραν οὖν τὸν λίθον, οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε(:μετά λοιπόν από την παρατήρηση αυτή του Κυρίου, έβγαλαν την πέτρα από την είσοδο του σπηλαίου, όπου βρισκόταν ο νεκρός. Ο Ιησούς τότε ύψωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε:) «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου(:Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεστεί αμέσως το θαύμα και Σε ευχαριστώ που με άκουσες). Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα’’)»[Ιω.11,41-42].
Ας ρωτήσουμε λοιπόν τον όποιον αιρετικό: «Από την προσευχή έλαβε τη δύναμη και ανέστησε τον νεκρό; Πώς λοιπόν έκανε τα άλλα θαύματα χωρίς προσευχή, λέγοντας: « τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν(:Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ πια μέσα του)»[Μάρκ.9,25] και «θέλω, καθαρίσθητι (:θέλω, καθαρίσου από τη λέπρα)» [Μάρκ.1,41] και «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην(:Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτα)»[Ιω.5,8] και «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου(:έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου)»[Ματθ.9,2] και στη θάλασσα: «Σιώπα, πεφίμωσο(:Σώπα, φιμώσου)»[Μάρκ.4,39];
Και τι περισσότερο έχει από τους αποστόλους, εάν και ο Ίδιος κάνει τα θαύματα κατόπιν προσευχής; Ή μάλλον ούτε εκείνοι έκαναν όλα τα θαύματα κατόπιν προσευχής, αλλά πολλές φορές και χωρίς προσευχή, επικαλούμενοι μονάχα το όνομα του Ιησού. Και αν το όνομα Αυτού είχε τόσο μεγάλη δύναμη, πώς θα είχε Αυτός ανάγκη προσευχής; Εάν είχε ανάγκη προσευχής, δε θα είχε δύναμη το όνομά Του. Όταν επίσης στην αρχή δημιουργούσε τον άνθρωπο, ποια προσευχή χρειάστηκε; Μήπως δεν υπήρξε εκεί πλήρης ισοτιμία; Διότι λέγει: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον(:ας δημιουργήσουμε άνθρωπο)»[Γέν. 1,26]. Τι δεν θα υπήρχε ασθενέστερο, εάν είχε ανάγκη προσευχής;
Ας δούμε δε και ποια ήταν η προσευχή Του. «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου(:Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεσθεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες)»[Ιω.11,41]. Ποιος λοιπόν προσευχήθηκε ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο; Διότι, πριν να πει κάτι, λέγει: «Σε ευχαριστώ», καθιστώντας φανερό με αυτό ότι δεν έχει ανάγκη προσευχής. «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς)». Αυτό το είπε όχι επειδή ο Ίδιος δεν είχε τη δύναμη, αλλά επειδή είναι μία η θέληση Αυτού και του Πατρός. Και για ποιο λόγο προσέδωσε μορφή προσευχής; Όχι εμένα, αλλά άκουσε τον Ίδιο, που λέγει: «ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα’’)»[Ιω.11,41-42].
Διότι όλα αυτά προβάλλονται ως προσευχή, εάν την εκλάβουμε από τη γενική άποψη. Δεν είπε: «απέστειλες εμένα τον ανίσχυρο, αυτόν που γνώρισε τη δουλεία, αυτόν που δεν εκτελεί τίποτε από τον εαυτό του», αλλά αφού άφησε όλα αυτά, για να μη σκεφτείς τίποτε από αυτά, αναφέρει την πραγματική αιτία της προσευχής. «Για να μη με θεωρήσουν αντίθεο, για να μη λέγουν: ‘’Δεν προέρχεται από τον Θεό’’, για να δείξω ότι αυτό που κάνω είναι σύμφωνο με τη θέλησή Σου, σαν δηλαδή να λέγει ότι εάν ήμουν αντίθεος, δε θα ήταν δυνατό να συμβεί αυτό που συνέβη». Επίσης το «με άκουσες», λέγεται και επί φίλων και επί ισότιμων ανθρώπων. «Εγώ το γνώριζα ότι πάντοτε με ακούς»· δηλαδή «δεν χρειάζομαι προσευχή για να γίνει αυτό που θέλω, αλλά για να πείσω το πλήθος, ότι έχουμε Εσύ και Εγώ μία θέληση». Γιατί λοιπόν προσεύχεσαι; Για τους πνευματικά αδύνατους και προσκολλημένους στην ύλη.
«Καὶ ταῦτα εἰπὼν, φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω(:και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’)». Γιατί δεν είπε «εν ονόματι του Πατρός μου έλα έξω»; Γιατί δεν είπε «Πατέρα, ανάστησε αυτόν», αλλά αφού τα άφησε όλα αυτά και έλαβε θέση προσευχόμενου, φανερώνει την εξουσία Του δια των ίδιων των πραγμάτων·διότι και αυτό είναι δείγμα της σοφίας Του, να επιδεικνύει δια μεν των λόγων Του συγκατάβαση, δια δε των έργων Του εξουσία· επειδή δηλαδή δεν μπορούσαν να Τον κατηγορήσουν για τίποτε άλλο, παρά μόνο ότι δεν προέρχεται από τον Θεό, και έτσι εξαπατούσαν πολλούς, για τούτο με υπερβολή αποδεικνύει αυτό το ίδιο και με όσα λέγει και όπως το απαιτούσε η πνευματική τους αδυναμία.
Διότι μπορούσε και με άλλο τρόπο να δείξει τη συμφωνία Του με τον Πατέρα, με την αξία Του, αλλά δεν μπορούσε να ανεβεί το πλήθος σε τόσο πνευματικό ύψος. Και λέγει: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω(:Λάζαρε, βγες έξω)». Δηλαδή είναι αυτό που έλεγε: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται(:Αληθινά, αληθινά σας λέω ότι έρχεται ώρα, και η ώρα αυτή ήλθε τώρα, οπότε οι άνθρωποι που είναι νεκροί πνευματικώς εξαιτίας της αμαρτίας θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού να τους προσκαλεί ν’ ακούσουν τη διδασκαλία του. Κι όσοι ακούσουν τη φωνή του αυτή με προθυμία, έχοντας ανοιχτά τα πνευματικά τους αισθητήρια, και εγκολπωθούν όσα αυτή διδάσκει και ζητά, θα ζήσουν την αιώνια ζωή)»[Ιω.5,25]. Για να μη νομίσεις, λοιπόν, ότι από άλλον έλαβε αυτή τη δύναμη, σου το δίδαξε αυτό προηγουμένως και το απέδειξε δια των έργων. Και δεν είπε «Αναστήσου», αλλά «Βγες έξω», συνομιλώντας με τον αποθανόντα, σαν να ήταν ζωντανός.
Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτήν την εξουσία; Εάν λοιπόν δεν το κάνει αυτό με τη δική Του δύναμη, τι περισσότερο θα έχει από τους Αποστόλους, που λένε: «τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν;(:γιατί μας θαυμάζετε για τη θεραπεία του ανθρώπου αυτού και γιατί έχετε καρφώσει τα μάτια σας πάνω μας, λες και με δική μας δύναμη ή λόγω της δικής μας ευσέβειας έχουμε κατορθώσει να περπατά αυτός;)»[Πράξ. 3,12].
Διότι εάν χωρίς να το κάνει με τη δική Του δύναμη, δεν πρόσθετε αυτό που οι απόστολοι έλεγαν για τον εαυτό τους, τότε θα βρεθούν εκείνοι να δίνουν κάπως μεγαλύτερη σημασία στην απομάκρυνση της δόξας. Και σε άλλη περίπτωση: «ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι(:Άνθρωποι, τι είναι αυτά που κάνετε; Κι εμείς άνθρωποι είμαστε, με την ίδια ασθενική και θνητή φύση που έχετε κι εσείς)»[Πράξ.14,15]. Έπειτα, οι μεν Απόστολοι, επειδή δεν έπρατταν τίποτε από μόνοι τους, τα έλεγαν αυτά, ώστε να τους πείσουν ως προς αυτό, ενώ ο Ιησούς, εάν είχε τέτοια γνώμη για τον εαυτό Του, δε θα διέλυε την υποψία αυτήν, εάν δεν τα έπραττε με τη δική Του εξουσία; Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Και όμως ο Χριστός κάνει το αντίθετο, λέγοντας: «είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα». Ώστε εάν πίστευαν, δεν χρειαζόταν η προσευχή.
Εάν όμως δεν ήταν γι΄Αυτόν το να προσεύχεται, γιατί αποδίδει σε αυτούς την αιτία; Γιατί δεν είπε «για να πιστέψουν ότι δεν είμαι ίσος με Εσένα»(διότι έπρεπε, εξαιτίας της γνώμης που υπήρχε, αυτό να πει), αλλά, όταν μεν υπήρχε η υποψία εκ μέρους του πλήθους ότι καταλύει τον νόμο, ανέφερε αυτή τη λέξη(χωρίς εκείνοι να πουν τίποτε):«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι(:Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταργήσω και να ακυρώσω τον ηθικό νόμο του Μωυσή ή την ηθική διδασκαλία των προφητών. Δεν ήλθα να τα καταργήσω αυτά, αλλά να τα συμπληρώσω και να σας τα παραδώσω τέλεια)»[Ματθ.5,17] , ενώ εδώ αποδέχεται την επικρατούσα γνώμη; Και γενικά τι χρειάζονταν τόσο μεγάλες εκφράσεις και αινίγματα; Διότι ήταν αρκετό να πει «Δεν είμαι ίσος» και να απαλλαγεί από αυτή τη γνώμη.
Τι λοιπόν; «Δεν είπε», λέγει ίσως κάποιος, «ότι: δεν κάνω το θέλημα το δικό μου»; Αλλά και αυτό το είπε συγκεκαλυμμένα, και εν σχέσει με την πνευματική αδυναμία εκείνων και λαμβάνοντας αφορμή από την ίδια αιτία από την οποία έγινε και η προσευχή. Τι επίσης σημαίνει η φράση «ὅτι ἤκουσάς μου (:διότι με ακούσες)»; Δηλαδή «δεν αντιτίθεμαι καθόλου προς Εσένα». Όπως ακριβώς λοιπόν το «ότι με άκουσες» δε φανερώνει αυτό, ότι δηλαδή δεν μπόρεσε Αυτός –διότι εάν συνέβαινε αυτό, δε θα ήταν μόνο αδυναμία, αλλά και άγνοια, εφόσον πριν από την προσευχή δε γνώριζε ότι πρόκειται να συγκατανεύσει ο Θεός· εάν λοιπόν δεν τον γνώριζε, πώς έλεγε «πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν(:πηγαίνω για να τον ξυπνήσω)»[Ιω.11,11] και δεν είπε «Πηγαίνω για να προσευχηθώ στον Πατέρα μου για να τον ξυπνήσει»;
Όπως ακριβώς λοιπόν αυτό δεν φανερώνει αδυναμία, αλλά συμφωνία, έτσι και το «πάντοτέ μου ἀκούεις(:πάντοτε με ακούς)». Ή λοιπόν μπορούμε να πούμε αυτό, ή ότι ειπώθηκε εξαιτίας της γνώμης εκείνων. Εάν πάλι δεν το είπε ούτε από άγνοια ούτε από αδυναμία, είναι ολοφάνερο, ότι για τον λόγο αυτόν ομιλεί με ταπεινά λόγια, ώστε και από την υπερβολή αυτών να πειστείς και να αναγκαστείς να ομολογήσεις ότι αυτά δεν είναι λόγια της αξίας Του αλλά της συγκαταβάσεώς Του.
Τι λένε λοιπόν οι εχθροί της αλήθειας; «Δεν το είπε», λένε, «το ‘’με άκουσες’’ εξαιτίας της αδυναμίας των ακροατών του, αλλά για να δείξει την υπεροχή του». Και όμως αυτό δεν ήταν κάτι που φανέρωνε την υπεροχή Του, αλλά που μπορούσε να ταπεινώσει πάρα πολύ τον εαυτό Του και να δείξει ότι δεν έχει τίποτε περισσότερο από τον άνθρωπο· διότι η προσευχή δεν είναι γνώρισμα του Θεού, ούτε αυτού που κάθεται στον ίδιο θρόνο. Βλέπεις ότι για καμιά άλλη αιτία δεν κατέφυγε σε αυτό, παρά για την απιστία εκείνων;
Πρόσεχε λοιπόν και το έργο που επιβεβαιώνει και την αυθεντία Του. Τον κάλεσε και ο νεκρός εξήλθε δεμένος με τα σπάργανα. Έπειτα, για να μη θεωρηθεί το πράγμα φάντασμα(διότι το να εξέλθει δεμένος δεν φαινόταν λιγότερο παράδοξο από το να αναστηθεί) έδωσε εντολή να τον λύσουν, ώστε πλησιάζοντάς τον και ερχόμενοι κοντά του, να διαπιστώσουν ότι πράγματι εκείνος είναι ο πρώην τετραήμερος νεκρός Λάζαρος και λέγει: «Λύσατε αὐτὸν, καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του)». Είδες που αποφεύγει την καύχηση; Δεν συνοδεύει τον αναστημένο Λάζαρο, ούτε τον διατάζει να μείνει μαζί Του, ώστε να μη δώσει την εντύπωση σε μερικούς ότι επιδεικνύεται· έτσι γνώριζε να δείχνει την ταπεινοφροσύνη Του. Μετά την επιτέλεση του θαύματος, άλλοι μεν θαύμαζαν, άλλοι δε προσήλθαν και είπαν αυτό στους Φαρισαίους.
Τι κάνουν λοιπόν εκείνοι; Ενώ έπρεπε να εκπλήττονται και να θαυμάζουν, συνεδριάζουν και αποφασίζουν να φονεύσουν Αυτόν που ανέστησε τον νεκρό. Πόσο μεγάλη ανοησία! Εκείνον που κατανίκησε τον θάνατο στα σώματα των άλλων, νόμιζαν ότι θα Τον παραδώσουν στον θάνατο και λένε: «Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;(: Τι θα κάνουμε; Ο κίνδυνος που μας παρουσιάζεται είναι μεγάλος, διότι αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαύματα)»[Ιω.11,47]. «Άνθρωπο» ακόμη ονομάζουν Αυτόν εκείνοι που έλαβαν τόσο μεγάλη απόδειξη της θεότητάς Του. «Τι να κάνουμε;». Έπρεπε να πιστέψουν και να Τον λατρεύσουν και να Τον προσκυνήσουν και να μην Τον θεωρούν πλέον άνθρωπο.
«Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος(:αν τον αφήσουμε ελεύθερο, όπως τον είχαμε μέχρι τώρα, όλοι θα πιστέψουν σε αυτόν ότι είναι ο Μεσσίας, και είναι επόμενο να γίνει κάποια επανάσταση. Και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι και θα μας πάρουν και τον άγιο τόπο του ναού και θα καταλύσουν την ανεξαρτησία του έθνους μας’’)»[Ιω.11,48]. Τι είναι αυτό που σκέπτονται να κάνουν; Θέλουν στη συνέχεια να εξεγείρουν τον λαό ότι τάχα πρόκειται να κινδυνεύσουν με τη σκέψη ότι θα εγκαθιδρύσει τυραννικό καθεστώς. «Διότι», λένε, «εάν μάθουν οι Ρωμαίοι ότι ξεσηκώνει τον λαό, θα υποπτευθούν εμάς και θα έλθουν και θα κατακυριεύσουν την πόλη μας».
Για ποιο λόγο, πες μου, μήπως δηλαδή δίδασκε αποστασία; Δεν επέτρεψε να πληρώσουν φόρο στον Καίσαρα; Δεν θελήσατε να Τον κάνετε βασιλιά και έφυγε; Δεν επιδείκνυε τον άσημο και απλό τρόπο ζωής, χωρίς να έχει ούτε οικία, ούτε κάτι άλλο παρόμοιο; Αυτά βέβαια τα έλεγαν όχι αναμένοντας αυτά, αλλά από φθόνο. Και συνέβη, χωρίς να το περιμένουν αυτοί, και το έθνος τους κυρίευσαν οι Ρωμαίοι και την πόλη τους, επειδή φόνευσαν Αυτόν· καθόσον τα συμβαίνοντα ήσαν απαλλαγμένα από κάθε υποψία· διότι Εκείνος που θεράπευε τους ασθενείς και δίδασκε άριστο τρόπο ζωής και έδινε εντολή να υπακούουν στους άρχοντες δεν εγκαθιστούσε τυραννική εξουσία, αλλά την καταργούσε.
«Αλλά αυτό», λέει ίσως κάποιος, «το συμπεραίνουμε από τα προηγούμενα». Και όμως εκείνοι δίδασκαν αποστασία, ενώ Αυτός το αντίθετο. Βλέπεις ότι ήσαν υποκρισία όσα έλεγαν; Διότι τι παρόμοιο επέδειξε; Είχε μαζί Του δορυφόρους επιδεικτικούς; Έσυρε μαζί Του οχήματα; Δεν επιδίωκε τους έρημους τόπους; Αλλά για να μη φανούν ότι τα λέγουν αυτά από μοχθηρία λέγουν ότι κινδυνεύει η πόλη και ότι ο Ιησούς επιβουλεύεται την πολιτεία και ότι φοβούνται μήπως βρεθούν στον έσχατο κίνδυνο.
Δεν υπήρξαν αυτά αίτια της αιχμαλωσίας σας, αλλά τα αντίθετα, και αυτής της αιχμαλωσίας και της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα και αυτής που συνέβη στη συνέχεια επί της εποχής του Αντίοχου. Σας παρέδωσε στους εχθρούς σας αιχμαλώτους, όχι επειδή υπήρχαν μεταξύ σας άνθρωποι που λάτρευαν τον Θεό, αλλά επειδή υπήρχαν μεταξύ σας άνθρωποι που διέπρατταν αδικίες και παρόργιζαν τον Θεό.
Αλλά τέτοιος είναι ο φθόνος· άπαξ και τυφλώσει την ψυχή κάποιου δεν τον αφήνει να δει τίποτε από όσα πρέπει. Δεν δίδασκε να είμαστε επιεικείς; Δεν δίδασκε όταν δεχόμαστε ραπίσματα στο δεξιό μας μάγουλο να στρέφουμε και το άλλο; Δεν δίδασκε να υπομένουμε τις αδικίες που μας γίνονται; Δεν δίδασκε να επιδεικνύουμε μεγαλύτερη προθυμία στα κακοπαθήματα, από εκείνη που άλλοι επιδεικνύουν στο να διαπράττουν την κακία; Αυτά λοιπόν, πες μου, δεν είναι δείγματα κάποιου που καταργεί μάλλον την τυραννική εξουσία παρά που τη συνιστά;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες ΞΒ΄- ΞΔ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 14, σελίδες 176-193, 202-213, 224-245.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 167-179, 185-193 και 208-245.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Προς Φιληππησίους, κεφ. δ΄, εδάφια 4-9
4 Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. 5 τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. 6 μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν, 7 καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· 9 ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
4 Να χαίρεστε πάντοτε με τη χαρά που προέρχεται από την ένωση και την κοινωνία μας με τον Κύριο. Πάλι θα πω, να χαίρεστε. 5 Η επιείκειά σας και η υποχωρητικότητά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους, και σε αυτούς ακόμη τους απίστους. Ο Κύριος πλησιάζει να έλθει, και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει. 6 Μην κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε, αλλά για καθετί που σας παρουσιάζεται, να κάνετε γνωστά τα αιτήματά σας στον Θεό με την προσευχή και τη δέηση, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και με ευχαριστία για όσα ο Θεός μας έδωσε. 7 Και έτσι, όταν διώχνετε κάθε μέριμνα και εμπιστεύεστε τον εαυτό σας στη θεία Πρόνοια, η ειρήνη που έχει ο Θεός και τη μεταδίδει στους δικούς του, της οποίας την τελειότητα δεν μπορεί να νιώσει κανένας νους, είτε ανθρώπινος είτε αγγελικός, θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τις σκέψεις σας, εφόσον μένετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό.
8 Και τώρα απομένει, αδελφοί μου, να σας απευθύνω και μία άλλη προτροπή: Όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά και σεβαστά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι αμόλυντα και αγνά, όσα είναι προσφιλή στον Θεό και στους καλούς ανθρώπους, όσα έχουν καλή φήμη, καθώς και οποιαδήποτε άλλη αρετή και οποιοδήποτε καλό έργο που είναι άξιο επαίνου, αυτά να συλλογίζεστε και να προσέχετε, για να τα εφαρμόζετε και στη ζωή σας. 9 Αυτά που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε με την προφορική διδασκαλία μου, καθώς και αυτά που είδατε σε όλη τη συμπεριφορά και τη διαγωγή μου, αυτά να κάνετε. Και τότε ο Θεός, που είναι ο χορηγός της ειρήνης, θα είναι μαζί σας.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Κατά Ιωάννην, κεφ. ΙΒ΄, εδάφια 1-18
1 Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 2 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. 3 ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. 4 λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· 5 Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; 6 εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. 7 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. 8 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 9 Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 10 ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, 11 ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. 12 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, 13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 14 εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· 15 Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. 16 Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. 17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 18 διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Ο Ιησούς λοιπόν, χωρίς να εμποδιστεί από την επιβουλή αυτή των εχθρών Του, έξι ημέρες πριν από την εορτή του Πάσχα ήλθε στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος που είχε πεθάνει και ο Κύριος τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. 2 Οι συγγενείς λοιπόν του Λαζάρου, επειδή αισθάνονταν μεγάλο σεβασμό και ευγνωμοσύνη προς τον Ιησού για το θαύμα που είχε επιτελέσει, Του έκαναν δείπνο εκεί, και η Μάρθα υπηρετούσε. Ο Λάζαρος μάλιστα ήταν ένας από εκείνους που κάθονταν και έτρωγαν στο τραπέζι μαζί του. 3 Στο μεταξύ η Μαρία, αφού αγόρασε γύρω στα τριακόσια είκοσι πέντε γραμμάρια μύρο κατασκευασμένο από νάρδο (είδος του αρωματικού φυτού της βαλεριάνας), μύρο γνήσιο, ανόθευτο και πάρα πολύ ακριβό, άλειψε με αυτό τα πόδια του Ιησού. Κι έπειτα, εκδηλώνοντας τη βαθιά ταπείνωσή της προς τον Κύριο, σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του. Και όλο το σπίτι τότε γέμισε από την ευωδία του μύρου. 4 Ύστερα λοιπόν από την πράξη αυτή της Μαρίας, είπε ένας από τους μαθητές Του, ο Ιούδας ο γιος του Σίμωνος ο Ισκαριώτης, εκείνος που σκόπευε να Τον προδώσει και να Τον παραδώσει στους σταυρωτές Του: 5 ‘’Αντί να χυθεί και να σπαταληθεί άσκοπα το μύρο αυτό, γιατί δεν πουλήθηκε στην τιμή των τριακοσίων δηναρίων, δηλαδή τριακοσίων ημερομισθίων, και δεν δόθηκε το αντίτιμό του ελεημοσύνη στους φτωχούς;’’. 6 Και το είπε αυτό, όχι γιατί ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, αλλά διότι ήταν κλέφτης˙ και καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο και είχε το κουτί των συνεισφορών, κρατούσε κρυφά για τον εαυτό του από τα χρήματα που έριχναν σ’ αυτό. 7 Όταν λοιπόν ο Ιησούς άκουσε τον Ιούδα να επικρίνει την Μαρία, του είπε: ‘’Άφησέ την ήσυχη και μην την κατηγορείς. Η γυναίκα αυτή, σαν να προαισθανόταν ότι σε λίγες μέρες πρόκειται να ταφώ, φύλαξε το μύρο αυτό για να μου το προσφέρει, προαναγγέλλοντας έτσι συμβολικά την ετοιμασία του σώματός μου με μύρο την ημέρα της ταφής μου. 8 Μην την εμποδίζετε λοιπόν. Τους φτωχούς πάντοτε τους έχετε μαζί σας, και μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να τους ελεήσετε. Εμένα όμως δεν με έχετε πάντοτε˙ διότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω’’.
9 Από το δείπνο λοιπόν αυτό και απ’ όσα συνέβησαν σε αυτό, πολύς λαός από τους Ιουδαίους έμαθε ότι ο Ιησούς βρισκόταν στη Βηθανία. Και ήλθαν εκεί όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, τον οποίο είχε αναστήσει από τους νεκρούς. 10 Μετά όμως απ’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο,11 διότι εξαιτίας του πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαιναν στη Βηθανία για να βεβαιωθούν αν πραγματικά αναστήθηκε από τους νεκρούς. Κι όταν το διαπίστωναν αυτό, πίστευαν στον Ιησού.
12 Την άλλη μέρα, λαός πολύς που είχε έλθει για την εορτή, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, 13πήραν στα χέρια τους κλαδιά από τις χουρμαδιές που ήταν κατά μήκος του δρόμου και βγήκαν από την πόλη για να τον υποδεχθούν. Και φώναζαν δυνατά: ‘’Δόξα και τιμή σε Αυτόν που υποδεχόμαστε! Ευλογημένος και δοξασμένος να είναι αυτός που έρχεται απεσταλμένος από τον Κύριο ως αντιπρόσωπός Του. Αυτός είναι ο ένδοξος βασιλιάς του Ισραήλ, που τόσον καιρό περιμέναμε’’. 14 Ο Ιησούς μάλιστα ζήτησε και βρήκε ένα πουλαράκι και κάθισε πάνω σε αυτό, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο στον προφήτη Ζαχαρία: 15 ‘’Μη φοβάσαι, Ιερουσαλήμ, κόρη του όρους Σιών. Να, ο βασιλιάς σου έρχεται όχι σαν τύραννος και κατακτητής πάνω σε άλογο ή σε άρμα πολεμικό, αλλά καθισμένος πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι’’. 16 Τι σημαίνουν όμως τα λόγια αυτά του Ζαχαρία δεν κατάλαβαν οι μαθητές Του από την αρχή, την ώρα της θριαμβευτικής Του αυτής εισόδου, αλλά όταν ο Ιησούς δοξάσθηκε με την Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Τότε φωτίστηκαν από το Άγιον Πνεύμα και θυμήθηκαν ότι τα προφητικά αυτά λόγια του Ζαχαρία ήταν γι’ αυτόν γραμμένα. Και οι ίδιοι είχαν κάνει μια τέτοια υποδοχή για τον Ιησού και είχαν συνεργαστεί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ώστε να εκπληρωθούν ακριβώς τα προφητικά αυτά λόγια. 17 Όλοι λοιπόν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού όταν Αυτός είχε φωνάξει απ’ τον τάφο τον Λάζαρο και τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς και τώρα ήταν στην υποδοχή αυτή, διηγούνταν και διαβεβαίωναν το θαύμα του Λαζάρου σε όσους δεν το είχαν δει. 18 Γι’ αυτό και τα πλήθη του λαού Τον προϋπάντησαν, διότι άκουσαν από τους αυτόπτες αυτούς μάρτυρες ότι Αυτός είχε κάνει το μεγάλο αυτό θαύμα.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ[: Φιλιπ.4,4-9]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν. καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ(:να χαίρεστε πάντοτε με τη χαρά που προέρχεται από την ένωση και την κοινωνία μας με τον Κύριο. Πάλι θα πω, να χαίρεστε. Η επιείκειά σας και η υποχωρητικότητά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους, και σε αυτούς ακόμη τους απίστους. Ο Κύριος πλησιάζει να έλθει, και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει. Μην κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε, αλλά για καθετί που σας παρουσιάζεται, να κάνετε γνωστά τα αιτήματά σας στον Θεό με την προσευχή και τη δέηση, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και με ευχαριστία για όσα ο Θεός μας έδωσε. Και έτσι, όταν διώχνετε κάθε μέριμνα και εμπιστεύεστε τον εαυτό σας στη θεία Πρόνοια, η ειρήνη που έχει ο Θεός και τη μεταδίδει στους δικούς Του, της οποίας την τελειότητα δεν μπορεί να νιώσει κανένας νους, είτε ανθρώπινος είτε αγγελικός, θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τις σκέψεις σας, εφόσον μένετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό)»[Φιλιπ.4,4-7].
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες(:μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό)» [Ματθ.5,4] και «οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε(:αλίμονο σε σας που έχετε ως μοναδικό σκοπό της ζωής σας τη σαρκική χαρά και γελάτε τώρα από τις διασκεδάσεις και τις απολαύσεις του σαρκικού σας βίου, ουαί και αλίμονό σας, διότι στην άλλη ζωή θα πενθήσετε και θα κλάψετε)» [Λουκά 6,25]., λέγει ο Χριστός. Γιατί λοιπόν λέγει ο Παύλος: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε (:να χαίρεστε πάντοτε με τη χαρά που προέρχεται από την ένωση και την κοινωνία μας με τον Κύριο)»;
Δεν έρχεται σε αντίθεση προς τον Χριστό· μη γένοιτο να πούμε κάτι τέτοιο. Γιατί ο Χριστός είπε: «Αλίμονο σε αυτούς που γελούν», υπονοώντας το γέλιο του κόσμου τούτου, το γέλιο που προέρχεται από τις εκδηλώσεις της παρούσης ζωής, και μακάρισε αυτούς που πενθούν, όχι αυτούς που πενθούν απλώς την απώλεια των δικών τους, αλλά αυτούς που συγκινούνται υπερβολικά και πενθούν τα δικά τους κακά, αυτούς που σκέπτονται τα δικά τους αμαρτήματα ή και τα ξένα. Δεν είναι η χαρά αυτή αντίθετη προς το πένθος εκείνο, αλλά και αυτή προέρχεται από εκείνο, γιατί αυτός που πενθεί τα δικά του κακά και εξομολογείται, χαίρεται. Άλλωστε, είναι δυνατό να πενθούμε για τα δικά μας αμαρτήματα και να χαιρόμαστε για τον Χριστό. Επειδή λοιπόν στενοχωρούνταν για εκείνα τα οποία έπασχαν( «ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ(:και είναι απόδειξη αιώνιας σωτηρίας για σας, διότι σε σας δόθηκε το χάρισμα)», λέγει, «οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν(:όχι μόνο να πιστεύετε στον Ιησού Χριστό, αλλά και να πάσχετε για χάρη του ονόματος του Χριστού)» [Φιλιπ.1,29]), γι΄αυτό λέγει: «Χαίρετε τη χαρά που προέρχεται από την ένωσή μας με τον Κύριο». Αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο, παρά: «Να κάνετε τέτοια ζωή, ώστε να χαίρετε. Όταν λοιπόν οι υποχρεώσεις σας προς τον Θεό δεν εμποδίζονται, χαίρετε». Ή λοιπόν αυτό εννοεί, ή το «ἐν» τίθεται στη θέση του «σύν», σαν να έλεγε: «Χαίρετε με τη βοήθεια του Κυρίου πάντοτε».
«Πάλιν ἐρῶ, χαίρετε(:πάλι θα πω, να χαίρεστε)».Τούτο είναι χαρακτηριστικό ανθρώπου που έχει θάρρος και αποδεικνύει ότι εκείνος που είναι ενωμένος με τον Θεό, πάντοτε χαίρεται· είτε στενοχωρείται, είτε πάσχει οτιδήποτε, πάντοτε χαίρεται αυτός. Άκουσε για τους αποστόλους τον Λουκά που λέγει ότι «οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι(:ύστερα λοιπόν από τις απειλές και την κακομεταχείριση αυτή που δέχθηκαν οι απόστολοι, έφυγαν από το συνέδριο με μεγάλη χαρά, διότι αξιώθηκαν να υποστούν ατιμωτική τιμωρία για χάρη του ονόματός Του)» [Πράξ.5,41]. Εάν οι μαστιγώσεις και τα δεσμά, τα οποία φαίνεται ότι προκαλούν την πιο μεγάλη λύπη, προξενούν χαρά, ποιο από τα άλλα θα μπορέσει να μας προκαλέσει λύπη; «Πάλιν ἐρῶ, χαίρετε». Καλώς επανέλαβε τον λόγο δύο φορές. Γιατί, επειδή η κατάσταση των πραγμάτων προκαλούσε λύπη, επαναλαμβάνοντας δείχνει ότι οπωσδήποτε πρέπει να χαίρουν.
«Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις(:η επιείκειά σας και η υποχωρητικότητά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους, και σε αυτούς ακόμη τους απίστους)»[Φιλιπ.4,5]. Είπε παραπάνω: «ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες! (:το τέλος των ανθρώπων αυτών θα είναι η καταστροφή, διότι θα καταλήξουν στην αιώνια κόλαση. Αυτοί λατρεύουν ως Θεό την κοιλιά τους και θεωρούν ως δόξα τους πράξεις που φέρνουν ντροπή. Αυτοί έχουν γήινα φρονήματα)»[Φιλιπ.3,19]. Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό να απεχθάνονται αυτοί τους πονηρούς, τους συμβουλεύει να μην έχουν τίποτε κοινό με εκείνους, αλλά να συμπεριφέρονται με πολλή επιείκεια, όχι όμως προς τους αδελφούς μόνο, αλλά και προς τους εχθρούς και τους αντιπάλους.
«Ὁ Κύριος ἐγγύς· μηδὲν μεριμνᾶτε(:ο Κύριος πλησιάζει να έλθει, και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει· μην κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε)»[Φιλιπ.4,6]. Για ποιον λόγο λοιπόν, πες μου, αδημονείτε; Γιατί αντιστέκεστε; Μήπως γιατί βλέπετε να ζουν με απολαύσεις αυτοί; «Μηδὲν μεριμνᾶτε». Ήδη πλησίασε η κρίση, σύντομα θα δώσουν λόγο για τα έργα τους. Αλλά εσείς ζείτε μέσα σε θλίψεις και εκείνοι σε απολαύσεις; Ήδη όμως αυτά θα λάβουν τέλος. Μήπως σας επιβουλεύονται και σας απειλούν; Όμως αυτά δεν θα προχωρήσουν μέχρι τέλος. Ήδη πλησίασε η κρίση, οπότε θα συμβούν τα αντίθετα. «Μηδὲν μεριμνᾶτε». Πλησίασε ήδη ο καιρός της ανταποδόσεως. Είτε φερθείτε με επιείκεια σε εκείνους που σας προκαλούν τα κακά, είτε η πενία, είτε ο θάνατος, είτε οτιδήποτε άλλο κακό υπάρχει, τα πάντα θα απέλθουν.
«Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν (:μην κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε, αλλά για καθετί που σας παρουσιάζεται, να κάνετε γνωστά τα αιτήματά σας στον Θεό με την προσευχή και τη δέηση, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και με ευχαριστία για όσα ο Θεός μας έδωσε)»[Φιλιπ.4,6]. Μία λοιπόν εκείνη η προτροπή, δηλαδή το «ὁ Κύριος ἐγγύς(:ο Κύριος πλησιάζει να έλθει, και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει)» και εκείνο το «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος(:ιδού, Εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου)» [Ματθ.28,20].
Ιδού και άλλη προτροπή που ως φάρμακο ανακουφίζει και τη λύπη και τις περιστάσεις και όλα τα δυσάρεστα πράγματα. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Η προσευχή, η ευχαριστία για το καθετί. Ώστε οι προσευχές δεν θέλει να είναι μόνο αιτήματα, αλλά και ευχαριστίες για εκείνα τα οποία έχουμε. Γιατί πώς θα ζητήσει κανείς τα μέλλοντα, χωρίς να αναγνωρίζει ευγνωμοσύνη για τα προηγούμενα; «Αλλά για καθετί που σας παρουσιάζεται, να κάνετε γνωστά τα αιτήματά σας στον Θεό με την προσευχή και τη δέηση, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και με ευχαριστία για όσα ο Θεός μας έδωσε», λέγει. Συνεπώς πρέπει να ευχαριστούμε για όλα και για εκείνα που νομίζονται ότι προκαλούν λύπη. Αυτό πράγματι είναι χαρακτηριστικό ευγνώμονος ανθρώπου. Γιατί εκείνο βέβαια το απαιτεί η φύση των πραγμάτων, αυτό όμως προέρχεται από ψυχή που είναι ευγνώμων και βρίσκεται σε στενή σχέση με τον Θεό. Αυτές τις προσευχές αναγνωρίζει ο Θεός και τις άλλες δεν γνωρίζει. Λοιπόν έτσι να προσεύχεστε, ώστε να αναγνωρίζονται οι προσευχές σας. Γιατί τα πάντα κατευθύνει προς το συμφέρον μας, έστω και αν εμείς δεν γνωρίζουμε. Και αυτό είναι απόδειξη του ότι μας συμφέρει πολύ, δηλαδή το να μη γνωρίζουμε εμείς.
«Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ(:κι έτσι, όταν διώχνετε κάθε μέριμνα και εμπιστεύεστε τον εαυτό σας στη θεία Πρόνοια, η ειρήνη που έχει ο Θεός και τη μεταδίδει στους δικούς Του, της οποίας την τελειότητα δεν μπορεί να νιώσει κανένας νους, είτε ανθρώπινος είτε αγγελικός, θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τις σκέψεις σας, εφόσον μένετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό)». Τι σημαίνει αυτό; «Η ειρήνη του Θεού», λέγει, «την οποία έφερε στους ανθρώπους, υπερέχει κάθε νου». Ποιος λοιπόν θα περίμενε και ποιος θα ήλπιζε ότι θα υπάρξουν τόσα αγαθά; Υπερβαίνει κάθε ανθρώπινο νου, όχι μόνο λόγο. Για όφελος των εχθρών Του, για όφελος εκείνων που Τον μισούν, εκείνων που Τον αποστρέφονται, για χάρη αυτών δεν απέφυγε να παραδώσει τον μονογενή Υιό Του, προκειμένου να συνάψει ειρήνη με τους ανθρώπους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη, δηλαδή η συμφιλίωση, η αγάπη του Θεού «να φρουρήσει τις καρδιές σας και τις σκέψεις σας».
Αυτό αρμόζει στον διδάσκαλο, όχι μόνο να δίνει παραινέσεις, αλλά και να προσεύχεται και με δεήσεις να βοηθά ώστε ούτε από τους πειρασμούς να καταβαλλόμαστε, ούτε από την απάτη να περιφερόμαστε εδώ και εκεί. Σαν να έλεγε: «Εκείνος που σας έσωσε με τέτοιον τρόπο, που ο νους δεν μπορεί να κατανοήσει, αυτός θα σας διαφυλάξει και θα σας ασφαλίσει, ώστε να μην πάθετε τίποτε». Ή λοιπόν αυτό σημαίνει, ή ότι «η ειρήνη», την οποία λέγει ο Χριστός: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω(: Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)» [Ιω.14,27], «αυτή θα σας φρουρήσει».
Η ειρήνη λοιπόν υπερέχει κάθε ανθρώπινο νου. Και σαν ρωτάς, «με ποιον τρόπο;». Άκου. Όταν παραγγέλλει να ειρηνεύουμε προς τους εχθρούς μας, προς εκείνους που μας αδικούν, προς εκείνους που μας έχουν πολεμήσει και που μας συμπεριφέρονται με απέχθεια, πώς δεν είναι αυτό υπεράνω του ανθρώπινου νου; Καλύτερα όμως ας εξετάσουμε το πρώτο: «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν(:η ειρήνη που έχει ο Θεός και τη μεταδίδει στους δικούς Του, της οποίας την τελειότητα δεν μπορεί να νιώσει κανένας νους)». Εάν όμως η ειρήνη υπερέχει κάθε νου, κατά πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος δίνει την ειρήνη, υπερέχει κάθε νου, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των αγγέλων και των ουρανίων δυνάμεων. Και τι σημαίνει: «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»; «Με Αυτόν θα προφυλάξει», λέγει, «ώστε να μένει κανείς σταθερός στην πίστη και να μην εκπέσει από αυτήν».
«Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια(:και τώρα απομένει, αδελφοί μου, να σας απευθύνω και μία άλλη προτροπή: Όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά και σεβαστά, όσα είναι δίκαια)»[Φιλιπ.4,8]. Τι σημαίνει το «τὸ λοιπόν»; Αντί του: «τα πάντα έχουν λεχθεί σε σας». Η λέξη σημαίνει ότι είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει κάτι και δεν έχει καμία σχέση προς τα παρόντα. «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε (:και τώρα απομένει, αδελφοί μου, να σας απευθύνω και μία άλλη προτροπή: Όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά και σεβαστά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι αμόλυντα και αγνά, όσα είναι προσφιλή στον Θεό και στους καλούς ανθρώπους, όσα έχουν καλή φήμη, καθώς και οποιαδήποτε άλλη αρετή και οποιοδήποτε καλό έργο που είναι άξιο επαίνου, αυτά να συλλογίζεστε και να προσέχετε, για να τα εφαρμόζετε και στη ζωή σας· αυτά που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε με την προφορική διδασκαλία μου, καθώς και αυτά που είδατε σε όλη τη συμπεριφορά και τη διαγωγή μου, αυτά να κάνετε)»[Φιλιπ.4,8-9].
Tι σημαίνει «ὅσα προσφιλῆ»; Προσφιλή στους πιστούς, προσφιλή στον Θεό. «Ὃσα ἐστὶν ἀληθῆ (:όσα είναι αληθινά)». Γιατί πράγματι αυτά είναι αληθινά, η αρετή, και ψέμα είναι η κακία, γιατί και η ηδονή αυτής είναι ψέμα και η δόξα της είναι ψέμα και όλα τα πράγματα του κόσμου τούτου είναι ψέμα. Το «όσα είναι αγνά» αντιδιαστέλλεται προς το: «έχουν φρονήματα γήινα». Το «όσα είναι σεμνά» αντιδιαστέλλεται προς το «λατρεύουν σαν Θεό τους την κοιλία». «Όσα είναι δίκαια, όσα έχουν καλή φήμη», αυτά είναι, λέγει. «Εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος(: οποιαδήποτε αρετή και οποιοσδήποτε έπαινος)». Εδώ θέλει να φροντίζουν αυτοί και για τις σχέσεις τους προς τους ανθρώπους.
«Αυτά να συλλογίζεστε», λέγει. Βλέπεις ότι θέλει να απομακρύνει κάθε πονηρή σκέψη από τις δικές μας ψυχές; Γιατί από τις σκέψεις γίνονται οι πονηρές πράξεις. «Αυτά που μάθατε και παραλάβατε». Αυτό είναι απόδειξη της άριστης διδασκαλίας, το να παρέχει δηλαδή σε όλες τις παραινέσεις τον εαυτό του ως παράδειγμα, όπως και σε άλλο σημείο της επιστολής λέγει: «καθὼς ἔχετε τύπον ἡμᾶς(:και να προσέχετε και να παραδειγματίζεστε από εκείνους που έχουν στη ζωή τους την υποδειγματική συμπεριφορά που σας δώσαμε κι εμείς ως πρότυπο)» [Φιλιπ.3,17]. Και πάλι εδώ λέγει: «Αυτά που μάθατε και παραλάβατε», δηλαδή, διδαχτήκατε, «και ακούσατε και είδατε σε εμένα», και στα λόγια και στις πράξεις και στη συμπεριφορά μου. Βλέπεις ότι για κάθε πράγμα καθορίζει αυτά; Αφού λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ακριβολογεί για όλα, και για τα εισερχόμενα και για τα εξερχόμενα και για τον λόγο και για την έκφραση και τη συναναστροφή(γιατί ο Χριστιανός οφείλει να φροντίζει για όλα αυτά), είπε σύντομα και περιληπτικά: «Σε εμένα ακούσατε και είδατε», δηλαδή, «πλησίον σε εμένα». Σαν να έλεγε: «Αυτά να πράττετε». Να μη λέγετε μόνο, αλλά και να πράττετε.
«Καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν(:και τότε ο Θεός, που είναι ο χορηγός της ειρήνης, θα είναι μαζί σας)»[Φιλιπ.4,9]. Δηλαδή εάν φυλάσσετε έτσι αυτά και έχετε ειρήνη μεταξύ σας, θα ζείτε με γαλήνη και ασφάλεια μεγάλη, δεν θα πάθετε τίποτε το θλιβερό και το ανεπιθύμητο. Γιατί όταν εμείς ειρηνεύουμε προς Αυτόν-και ειρηνεύουμε με την αρετή- πολύ περισσότερο θα είναι Αυτός μαζί μας. Γιατί Αυτός που μας αγάπησε τόσο πολύ, ώστε και χωρίς να θέλουμε μας δέχεται, αν μας δει να σπεύδουμε προς Αυτόν, δεν θα επιδείξει πιο μεγάλη φιλία;
Στη φύση του ανθρώπου τίποτε δεν είναι τόσο εχθρικό, όσο η κακία. Πώς όμως η κακία είναι εχθρός μας και φίλος η αρετή είναι φανερό από πολλά σημεία. Και, εάν θέλετε, ας εξετάσουμε αυτό πρώτα από ένα αντίθετο, την πορνεία. Η πορνεία κάνει τους ανθρώπους αισχρούς, πτωχούς, γελοίους, περιφρονημένους από όλους, αφού μεταχειρίζεται αυτά που είναι χαρακτηριστικό να μεταχειρίζονται οι εχθροί. Πολλές φορές προξένησε αυτή και νοσήματα και κινδύνους· και πολλοί χάθηκαν και τραυματίστηκαν για τις πόρνες. Εάν όμως η πορνεία προξενεί αυτά, η μοιχεία πολύ περισσότερο. Μήπως και η ελεημοσύνη είναι έτσι; Καθόλου· αλλά ως φιλόστοργη μητέρα οδηγεί το παιδί της σε κοσμιότητα πολλή, σε πειθαρχία, σε δόξα αγαθή, το κάνει να καταγίνεται σε διασκεδάσεις αναγκαίες, δεν μας εγκαταλείπει, ούτε απομακρύνει τα αναγκαία, αλλά καθιστά και την ψυχή περισσότερο συνετή. Γιατί τίποτε δεν είναι περισσότερο χωρίς σύνεση από τις πόρνες.
Μήπως όμως θέλετε να δούμε την πλεονεξία; Και αυτή μας μεταχειρίζεται, όπως θα μας μεταχειριζόταν ο εχθρός. Πώς; Μας κάνει μισητούς από όλους. Μας κάνει όλους να καυχιόμαστε και αυτούς που έχουν αδικηθεί και αυτούς που δεν έχουν, σε εκείνους επειδή συμπονούν, αλλά φοβούνται για τον εαυτό τους. Όλοι μας βλέπουν ως κοινούς εχθρούς, ως θηρία, ως δαίμονες· από παντού πολλές κατηγορίες, επιβουλές, φθόνοι, πράγματα που ανήκουν στους εχθρούς. Αντίθετα όμως η δικαιοσύνη όλους τους κάνει φίλους, όλους οικείους, όλους τους καθιστά ευνοϊκούς απέναντί μας· από όλους γίνονται προσευχές για μας. Εξαιτίας τούτου όλα τα δικά μας βρίσκονται σε μεγάλη ασφάλεια, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, καμία υποψία, ακόμη και ο ύπνος έρχεται χωρίς φόβο, με ασφάλεια· δεν υπάρχει καμία φροντίδα, καμία στενοχώρια.
Βλέπεις ότι αυτή είναι περισσότερο πιο καλή; Πες μου, όμως, τι είναι καλύτερο; Το να φθονούμε ή το να χαιρόμαστε με τους άλλους; Ας εξετάσουμε όλα αυτά και θα διαπιστώσουμε ότι η αρετή σαν μητέρα πραγματικά φιλόστοργη μάς προφυλάσσει, ενώ η κακία μας οδηγεί σε κινδύνους, πράγμα που είναι επισφαλές και επικίνδυνο. Άκου τον προφήτη που λέει: «Κραταίωμα Κύριος τῶν φοβουμένων αὐτόν, καὶ ἡ διαθήκη αὐτοῦ δηλώσει αὐτοῖς(:ο Κύριος γίνεται πανίσχυρος βοηθός σε όσους Τον σέβονται˙ κι αυτό το αποδεικνύει φανερά η διαθήκη που έκανε γι’ αυτούς, όπου με ρητές και αδιάψευστες υποσχέσεις ανέλαβε την προστασία τους)» [Ψαλμ.24,14]. Δεν φοβάται κανέναν εκείνος που δεν συναισθάνεται τίποτε το πονηρό. Δεν έχει θάρρος σε κανένα πάλι εκείνος που ζει μέσα στην κακία, αλλά τρέμει και τους δούλους και τους βλέπει με υποψία. Γιατί όμως λέγω τους δούλους; Δεν αντέχει το δικαστήριο της συνειδήσεως. Όχι μόνο οι έξω, αλλά και οι σκέψεις μέσα του τον χτυπούν και δεν τον αφήνουν να ηρεμήσει. «Τι λοιπόν;», λέγει ίσως κάποιος: «Πρέπει να ζει κανείς αποβλέποντας σε επαίνους;». Δεν είπε: «Πρόσεχε τον έπαινο», αλλά «και τα αξιέπαινα έργα να κάνεις και να μην αποβλέπεις μόνο στον έπαινο». «Όσα είναι αληθινά»· γιατί αυτά είναι ψέμα. «Όσα είναι σεμνά»· το σεμνό είναι έργο της έξω δυνάμεως, το δε αγνό της ψυχής.
«Να μη σκανδαλίζετε», λέγει, «ούτε να δίνετε αφορμή». Επειδή είπε: «Όσα έχουν καλή φήμη», για να μη νομίσεις ότι τα ανθρώπινα μόνο λέγει, πρόσθεσε: «Οποιαδήποτε αρετή και οποιονδήποτε έπαινο, αυτά να συλλογίζεστε, αυτά να πράττετε». Παντοτινά με αυτά θέλει να ασχολούμαστε, αυτά να φροντίζουμε, αυτά να σκεφτόμαστε. Γιατί αν συμβαίνει να έχουμε ειρήνη μεταξύ μας, και ο Θεός θα είναι μαζί μας. Αν όμως κάνουμε πόλεμο, ο Θεός της ειρήνης δεν θα είναι μαζί μας. Γιατί τίποτε δεν είναι τόσο εχθρικό στην ψυχή, όσο η κακία· και τίποτε πάλι δεν ασφαλίζει αυτήν, όσο η ειρήνη και η αρετή.
Συνεπώς εμείς πρέπει να κάνουμε την αρχή και τότε θα προσελκύσουμε τον Θεό. Δεν είναι ο Θεός του πολέμου και της μάχης. Ας καταργήσεις λοιπόν τον πόλεμο και τη μάχη, και αυτήν που κάνεις προς Αυτόν και αυτήν που κάνεις προς τον πλησίον. Να είσαι ειρηνικός προς όλους. Κατανόησε ποιους σώζει ο Θεός·«μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί(:μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν μέσα τους την ειρήνη που προέρχεται από τον αγιασμό της ψυχής και τη μεταδίδουν και στους άλλους, ειρηνεύοντάς τους και με τους συνανθρώπους τους και με τον Θεό)», λέγει, «ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται (:διότι αυτοί θα αναγνωριστούν και θα ανακηρυχτούν στον ουράνιο κόσμο υιοί του Θεού)» [Ματθ.5,9]. Οι ειρηνεύοντες με όλους μιμούνται πάντοτε τον Υιό του Θεού, να μιμηθείς και εσύ Αυτόν. Να ζήσεις ειρηνικά. Όσο περισσότερο σε πολεμεί ο αδελφός, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο μισθός σου. Γιατί άκουε τον προφήτη που λέγει: «Μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός(:με εκείνους που μισούν την ειρήνη, ήμουν ειρηνικός)»[Ψαλμ.119,7]. Αυτό είναι αρετή, αυτό είναι ανώτερο από τον ανθρώπινο νου, αυτό συντελεί να πλησιάζει ο άνθρωπος τον Θεό.
Δεν ευχαριστεί τίποτε τόσο τον Θεό, όσο το να μην είσαι μνησίκακος. Αυτό σε συγχωρεί τα αμαρτήματά σου, αυτό σε απαλλάσσει από τις κατηγορίες. Αν όμως πολεμούμε και μαχόμαστε, απομακρυνόμαστε από τον Θεό. Γιατί από τη μάχη προέρχονται οι έχθρες, από την έχθρα οι μνησικακίες. Κόψε βαθιά τη ρίζα και δεν θα υπάρχει ο καρπός· έτσι θα μάθουμε να περιφρονούμε τα επίγεια πράγματα. Γιατί δεν υπάρχει, πράγματι δεν υπάρχει στα πνευματικά μάχη, αλλά όπου αν δεις να γίνεται ή μάχη ή φθόνος ή οτιδήποτε θα μπορούσε να πει κανείς, γίνεται εξαιτίας των επιγείων· έτσι κάθε μάχη έχει την αρχή της ή στην πλεονεξία ή στον φθόνο ή στη ματαιοδοξία. Αν λοιπόν ζήσουμε ειρηνικά, θα μάθουμε να περιφρονούμε και τα επίγεια. Έκλεψε κάποιος τα χρήματα; Δεν έκανε όμως κανένα αδίκημα, αρκεί να μην αρπάξει τον ουράνιο πλούτο, θα πει κάποιος. Εμπόδισε τη δόξα σου; Όχι όμως τη δόξα προς τον Θεό, αλλά αυτήν που δεν έχει καμία αξία, γιατί ούτε δόξα είναι αυτή, αλλά όνομα δόξας, καλύτερα όμως και κακή δόξα. Έκλεψε την τιμή σου; Όχι όμως τη δική σου, αλλά τη δική του. Όπως ακριβώς εκείνος που αδικεί, πραγματικά δεν αδικεί, αλλά αδικείται, έτσι και εκείνος που επιβουλεύεται τον πλησίον, καταστρέφει πρώτα τον εαυτό του· γιατί « ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται(:όποιος ανοίγει λάκκο για τον πλησίον του, πέφτει σε αυτόν ο ίδιος μέσα)» [Εκκλ.10,8].
Ας μην επιβουλευόμαστε λοιπόν τους άλλους, για να μη βλάπτουμε τον εαυτό μας. Όταν θα υπονομεύσουμε τη δόξα των άλλων, ας κατανοήσουμε ότι βλάπτουμε τους εαυτούς μας, ότι περισσότερο επιβουλευόμαστε τους εαυτούς μας. Γιατί, αν γίνουμε ισχυροί, βλάπτουμε ενδεχομένως εκείνον ενώπιον των ανθρώπων, αδικούμε όμως τους εαυτούς μας ενώπιον του Θεού, επειδή Τον παροργίζουμε. Ας μη βλάπτουμε λοιπόν τους εαυτούς μας. Γιατί όπως ακριβώς όταν αδικούμε τους πλησίον, αδικούμε τους εαυτούς μας, έτσι όταν τους ευεργετούμε, ευεργετούμε τους εαυτούς μας. Όταν λοιπόν σε βλάψει ο εχθρός σου, αφού σκεφτείς ότι σε ευεργέτησε, να μην ανταποδώσεις μόνο τα ίσα σε αυτόν, αν είσαι συνετός, αλλά και να τον ευεργετήσεις. «Αλλά το χτύπημα παραμένει αποτελεσματικό», θα πει κάποιος. Κατανόησε λοιπόν το εξής, ότι δηλαδή δεν ευεργετείς εκείνον, αλλά ότι τιμωρείς εκείνον, ευεργετείς όμως τον εαυτό σου, και γρήγορα θα τρέξεις για να ευεργετήσεις. Τι λοιπόν; «Πρέπει να ευεργετούμε», λέγει, «με τέτοιο σκοπό;» Δεν πρέπει να ενεργούμε έτσι, όταν όμως δεν το ανέχεται η καρδιά, έστω με τέτοιο σκοπό, ώθησέ την και γρήγορα θα την πείσεις να αφήσει την έχθρα και στη συνέχεια θα ευεργετήσεις ως φίλο τον εχθρό σου.
Έτσι θα επιτύχεις τα μέλλοντα αγαθά, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη, η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-philippenses.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Φιλιππησίους επιστολήν, ομιλία ΙΔ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 22, σελίδες 28-43.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ[:Ιω. 12,1-18]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ
«Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ(:ο Ιησούς λοιπόν, χωρίς να εμποδιστεί από την επιβουλή των εχθρών Του, έξι ημέρες πριν από την εορτή του Πάσχα ήλθε στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος που είχε πεθάνει και ο Κύριος τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Οι συγγενείς λοιπόν του Λαζάρου, επειδή αισθάνονταν μεγάλο σεβασμό και ευγνωμοσύνη προς τον Ιησού για το θαύμα που είχε επιτελέσει, Του έκαναν δείπνο εκεί, και η Μάρθα υπηρετούσε. Ο Λάζαρος μάλιστα ήταν ένας από εκείνους που κάθονταν και έτρωγαν στο τραπέζι μαζί Του)»[Ιω.12,1-2].
Αυτό κυριότατα ήταν σημείο της πραγματικής του αναστάσεως, το ότι δηλαδή ο Λάζαρος μετά από πολλές ημέρες και ζει και τρώει. Εκ τούτου είναι φανερό ότι στην οικία της Μάρθας παρατέθηκε το γεύμα· διότι επειδή ήσαν φίλοι και αγαπητοί, υποδέχονται τον Ιησού. Μερικοί όμως υποστηρίζουν ότι σε ξένη οικία έλαβε χώρα αυτό το γεύμα.
Η Μαρία όμως δεν διακονούσε· διότι ήταν μαθήτρια. Πάλι εδώ αυτή ενεργεί κατά τρόπο πνευματικότερο· δηλαδή δεν διακονούσε ως προσκεκλημένη, ούτε παρέχει την υπηρεσία προς όλους, αλλά σε Αυτόν μόνον αποδίδει την τιμή, και δεν προσέρχεται σε Αυτόν ως σε άνθρωπο αλλά ως σε Θεό· διότι το μύρο γι’ αυτόν τον λόγο το έχυσε στα πόδια Του και το σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της, πράγματα τα οποία είναι χαρακτηριστικά μιας γυναίκας η οποία δεν είχε περί Αυτού την ίδια γνώμη που είχαν οι πολλοί.
Την επιτίμησε όμως ο Ιούδας, υπό το πρόσχημα δήθεν της ευλαβείας[Ιω.12,4-6: « ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι·διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν(:ύστερα λοιπόν από την πράξη αυτή της Μαρίας είπε ένας από τους μαθητές Του, ο Ιούδας ο γιος του Σίμωνος, ο Ισκαριώτης, εκείνος που σκόπευε να Τον προδώσει και να Τον παραδώσει στους σταυρωτές Του: ‘’Αντί να χυθεί και να σπαταληθεί άσκοπα το μύρο αυτό, γιατί δεν πουλήθηκε στην τιμή των τριακοσίων δηναρίων, δηλαδή τριακοσίων ημερομισθίων, και δεν δόθηκε το αντίτιμό του ελεημοσύνη στους φτωχούς;’’. Και το είπε αυτό, όχι γιατί ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, αλλά διότι ήταν κλέφτης˙ και καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο και είχε το κουτί των συνεισφορών, κρατούσε κρυφά για τον εαυτό του από τα χρήματα που έριχναν σε αυτό)»].
Και τι του λέγει λοιπόν ο Χριστός; «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό(:άφησε αυτήν ήσυχη και μην την κατηγορείς. Η γυναίκα αυτή, σαν να προαισθανόταν ότι σε λίγες μέρες πρόκειται να ενταφιαστώ, φύλαξε το μύρο αυτό για να μου το προσφέρει, προαναγγέλλοντας έτσι συμβολικά την ετοιμασία του σώματός μου με μύρο την ημέρα της ταφής μου)»[Ιω.12,7]. Αλλά γιατί άραγε δεν έλεγξε τον μαθητή γι’ αυτό που είπε για τη γυναίκα, ούτε είπε αυτό, το οποίο είπε ο Ευαγγελιστής, ότι δηλαδή λόγω της τάσεώς του να κλέβει, επιτιμούσε τη γυναίκα; Ήθελε με την πολλή Του μακροθυμία να τον κάνει να αισθανθεί ντροπή· διότι γνώριζε ότι ήταν προδότης, εξαρχής έλεγξε αυτόν πολλές φορές, όταν είπε «ἀλλ᾿ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν(:αλλά είναι μερικοί από σας που δεν πιστεύουν στα λόγια μου, και γι’ αυτό, αντί να ζωοποιούνται, σκανδαλίζονται απ’ αυτά)»[Ιω.6,64] και «ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν(:κι όμως ένας από σας, επειδή έγινε όργανο του διαβόλου, εξομοιώθηκε με τον διάβολο)»[Ιω.6,70]. Λοιπόν έδειξε μεν ότι γνωρίζει αυτόν ως προδότη, δεν τον έλεγξε όμως φανερά, αλλά φάνηκε συγκαταβατικός και τον συγχώρησε, επειδή ήθελε να τον επαναφέρει στον ορθό δρόμο.
Πώς λοιπόν άλλος Ευαγγελιστής λέγει ότι όλοι οι μαθητές είπαν τα λόγια αυτά του Ιούδα;[Ματθ.26,8-9: «ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς(:όταν όμως το είδαν αυτό οι μαθητές, αγανάκτησαν κι έλεγαν: ‘’Γιατί να γίνει αυτή η άσκοπη και χαμένη σπατάλη του πολύτιμου αυτού μύρου; Διότι το μύρο αυτό μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμό του να δοθεί στους φτωχούς’’)» και Μάρκ.14,3: «ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ (:ήταν όμως μερικοί απ’ τους μαθητές οι οποίοι ιδιαιτέρως μεταξύ τους εξέφρασαν την αγανάκτησή τους και έλεγαν: ‘’Γιατί έγινε αυτή η άσκοπη σπατάλη του πολύτιμου αυτού μύρου; Διότι θα μπορούσε το μύρο αυτό να πουληθεί περισσότερο από τριακόσια δηνάρια, και το αντίτιμό του να δοθεί στους φτωχούς’’. Και επέπλητταν τη γυναίκα αυτή)». Και όλοι είπαν τα λόγια εκείνα, και εκείνος· αλλά οι άλλοι όχι με την ίδια υστερόβουλη πρόθεση.
Εάν επίσης κανείς εξέταζε για ποιο λόγο άραγε ανέθεσε το κιβώτιο των φτωχών σε εκείνον ο οποίος ήταν κλέπτης, και τον έκανε διαχειριστή των χρημάτων αυτών, ενώ ήταν φιλάργυρος, εμείς θα μπορούσαμε εκείνο να πούμε, ότι τον μεν απόρρητο λόγο ο Θεός τον γνωρίζει, εάν όμως πρέπει να κάνουμε και εμείς κάποια σκέψη, το έκανε για να του αφαιρέσει οποιαδήποτε δικαιολογία· διότι δεν μπορούσε να πει ότι το έκανε αυτό από αγάπη προς τα χρήματα (καθόσον μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία του από το χρηματοκιβώτιο), αλλά εξαιτίας της πολλής πονηρίας του, που ήθελε ο Χριστός να την ανακόψει,επιδεικνύοντας πολλή συγκατάβαση απέναντί του. Γι’ αυτό δεν τον κατηγορούσε ότι έκλεβε, αν και βέβαια το γνώριζε αυτό, θέλοντας να καταστείλει την πονηρή του επιθυμία και να του αφαιρέσει οποιαδήποτε δικαιολογία.
«Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό(:όταν λοιπόν ο Ιησούς άκουσε τον Ιούδα να επικρίνει την Μαρία, του είπε: ‘’Άφησέ την ήσυχη και μην την κατηγορείς. Η γυναίκα αυτή, σαν να προαισθανόταν ότι σε λίγες μέρες πρόκειται να ταφώ, φύλαξε το μύρο αυτό για να μου το προσφέρει, προαναγγέλλοντας έτσι συμβολικά την ετοιμασία του σώματός μου με μύρο την ημέρα της ταφής μου’’)»[Ιω. 12,7].Πάλι υπενθύμισε σε αυτόν την ιδιότητα του προδότη, όταν μίλησε περί ενταφιασμού. Αλλά δεν τον συγκινεί καθόλου ο έλεγχος αυτός τον Ιούδα, ούτε τον καθιστά ηπιότερο απέναντι στον Διδάσκαλο που επρόκειτο να προδώσει και να οδηγήσει στον θάνατο, αν και ήταν αρκετός αυτός ο έλεγχος του Κυρίου που έδειχνε έτσι και ότι προγνώριζε τι επρόκειτο σε λίγο να κάνει ο Ιούδας, για να προκαλούσε σε αυτόν τον οίκτο για τον Ιησού· ήταν σαν να έλεγε ο Ιησούς: «Επαχθής είμαι για σένα και ενοχλητικός, αλλά να περιμένεις λίγο και θα φύγω από αυτόν τον κόσμο». Καθόσον αυτό εννοούσε όταν έλεγε «ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε(:εμένα δεν με έχετε πάντοτε)»[Ιω.12,8].
Αλλά όμως τίποτε από αυτά δεν έκαμψε τον θηριώδη και μαινόμενο μαθητή, αν και βέβαια από αυτά πολύ περισσότερα και είπε και έκανε και τα πόδια του τού ένιψε ο Ιησούς την ίδια νύκτα και από την τράπεζα του Μυστικού Δείπνου του έδωσε να φάγει μαζί με τους άλλους, πράγμα το οποίο συνήθως και τις ληστρικές ψυχές τις συγκρατεί (και άλλα λόγια είπε ικανά και πέτρα να μαλάκωναν) και αυτό όχι προ πολλού χρόνου, αλλά κατά την ίδια ημέρα για να μη δημιουργήσει λήθη ο χρόνος· ωστόσο, στάθηκε ασυγκίνητος από όλα ο Ιούδας.[…]
«Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν(:από το δείπνο λοιπόν αυτό και απ’ όσα συνέβησαν σε αυτό, πολύς λαός από τους Ιουδαίους έμαθε ότι ο Ιησούς βρισκόταν στη Βηθανία. Και ήλθαν εκεί όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, τον οποίο είχε αναστήσει από τους νεκρούς)»[Ιω.12,9].
Όπως ο πλούτος εκείνους, οι οποίοι δεν προσέχουν, συνήθως τους εκτραχηλίζει, έτσι και η εξουσία· διότι ο πλούτος μεν οδηγεί στην πλεονεξία, ενώ η εξουσία στην αλαζονεία. Πρόσεχε λοιπόν ότι το πλήθος των Ιουδαίων, που είναι υπό εξουσία, υγιαίνει, ενώ οι άρχοντές του έχουν διαφθαρεί. Διότι ως προς το ότι πολλοί από το πλήθος πίστευαν σε Αυτόν, το αναφέρουν συνεχώς οι Ευαγγελιστές, λέγοντας ότι «πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν πίστεψαν σε Αυτόν)»[Ιω.7,31],από τους άρχοντες όμως δεν πίστευαν.
Και αυτοί οι ίδιοι οι άρχοντες λένε, όχι το πλήθος του λαού, τα εξής: «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν;(: μήπως πίστεψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή απ’ τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως😉»[Ιω.7,48]. Αλλά τι προσθέτουν; «Ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!(: Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,49]. Εκείνους, οι οποίοι πίστευαν, τους αποκαλούσαν «καταραμένους», ενώ τους εαυτούς τους, οι οποίοι έκαναν φόνους, «συνετούς».
Και στην περίπτωση αυτή, αφού είδαν το θαύμα, πίστευαν πολλοί, ενώ οι άρχοντες δεν αρκούνταν μόνο στα δικά τους κακά, αλλά επιχειρούσαν και τον Λάζαρο να φονεύσουν [βλ. Ιω. 12,10-11: «ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν(:μετά όμως απ’ αυτό, οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, διότι εξαιτίας του πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαιναν στη Βηθανία για να βεβαιωθούν αν πραγματικά αναστήθηκε από τους νεκρούς. Κι όταν το διαπίστωναν αυτό, πίστευαν στον Ιησού)»]. Έστω: τον Χριστό ήθελαν να Τον θανατώσουν, διότι κατέλυε το Σάββατο, διότι έκαμε τον εαυτό Του ίσο με τον Πατέρα, και εξαιτίας των Ρωμαίων, κατά τους ισχυρισμούς τους, αλλά τον Λάζαρο με ποια κατηγορία, ήθελαν να τον θανατώσουν; Μήπως άραγε το ότι ευεργετήθηκε ήταν έγκλημα;
Βλέπεις πως είναι φονική η πρόθεσή τους; Και όμως πολλά θαύματα επιτέλεσε ο Ιησούς, όμως κανένα από αυτά τόσο πολύ δεν τους εξαγρίωσε, ούτε ο παράλυτος που θεραπεύθηκε, ούτε ο τυφλός που ξαναβρήκε την όρασή του· διότι αυτό και ως προς τη φύση ήταν πιο θαυμαστό και είχε γίνει μετά από πολλά άλλα, και ήταν παράδοξο να δει κανείς άνθρωπο που για τέσσερις μέρες ήταν νεκρός, να περιπατεί και να ομιλεί.
Καλά και ωραία βέβαια -δεν είναι;- της εορτής τα κατορθώματα, να αναμιγνύουν την πανήγυρη με φόνους…
Άλλωστε, στην περίπτωση εκείνη της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού, θεωρούσαν καλό να Τον κατηγορούν για το Σάββατο, και έτσι να απομακρύνουν το πλήθος από Αυτόν, ενώ σε αυτή την περίπτωση, επειδή δεν είχαν να Τον κατηγορήσουν για τίποτα, στρέφουν την προσπάθειά τους εναντίον του ανθρώπου που θεραπεύθηκε· διότι εδώ δεν μπορούσαν να πουν ούτε και ότι αντιτίθεται στον Πατέρα· καθόσον η προσευχή τούς αποστόμωνε[βλ. Ιω. 11,41-42: «ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:μετά λοιπόν από την παρατήρηση αυτή του Κυρίου έβγαλαν την πέτρα από την είσοδο του σπηλαίου, όπου βρισκόταν ο νεκρός. Ο Ιησούς τότε ύψωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: ‘’Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεστεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Και έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα’’)»].
Επειδή λοιπόν και η κατηγορία την οποία διατύπωναν πάντοτε, είχε γίνει εντελώς ανυπόστατη πλέον και το θαύμα ήταν καταφανές, στρέφονται προς τον φόνο. Ώστε και στον τυφλό θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο και να επιδίωκαν να θανατώσουν και τον θεραπευμένο τυφλό, εάν δεν είχαν να Τον κατηγορήσουν για το Σάββατο. Άλλωστε εκείνος μεν (ο τυφλός) ήταν άσημος, και τον εκδίωξαν από το ιερό, ο Λάζαρος όμως ήταν επιφανής· και τούτο γίνεται φανερό από το ότι πολλοί ήλθαν για να παρηγορήσουν τις αδελφές του· και το θαύμα συντελέστηκε παρουσία όλων, και με εντελώς παράδοξο τρόπο. Για τον λόγο αυτό έτρεχαν όλοι να δουν.
Αυτό λοιπόν τους ενοχλούσε και τους ερέθιζε, το ότι ενώ είχε αρχίσει η εορτή στα Ιεροσόλυμα, όλοι αφού την άφησαν, ήρθαν στη Βηθανία. Επιχείρησαν λοιπόν να φονεύσουν τον Λάζαρο, και δε φαίνονταν ότι τολμούν να προβούν σε σχετική ενέργεια· τόσο αιμοδιψείς ήταν. Και για τον λόγο αυτό ο νόμος από αυτή τη φράση αρχίζει: «Οὐ φονεύσεις» [Έξ. 20,13] και ο Θεός διαμέσου του προφήτη Ησαΐα, γι’ αυτό τους κατηγορεί: «ὅταν ἐκτείνητε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός με, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις(:όταν υψώνετε ικετευτικά τα χέρια σας προς εμένα και ζητείτε την βοήθειά μου, εγώ θα γυρίζω αλλού τα μάτια μου από σας με αποστροφή. Και εάν πολλαπλασιάσετε και παρατείνετε τις δεήσεις σας, δεν θα σας ακούσω, διότι τα χέρια σας είναι γεμάτα από αίματα αθώων)» [Ησ. 1,15].
Πώς λοιπόν ο Κύριος, ενώ δεν κυκλοφορούσε φανερά στην Ιουδαία και αναχωρούσε στην έρημο, πάλι εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα με θάρρος; Αφού έσβησε τον θυμό τους με την αναχώρησή Του, επιστρέφει πλέον αφού είχε καταπαύσει ο θυμός τους. Άλλωστε το πλήθος το οποίο βάδιζε μπροστά Του και αυτό το οποίο Τον ακολουθούσε, ήταν αρκετό για να τους δημιουργήσουν αγωνία και ανησυχία· διότι κανένα άλλο θαύμα δεν τους προσέλκυσε τόσο, όσο το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου.
Και άλλος επίσης Ευαγγελιστής συμπληρώνει ότι «πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ(:και καθώς ο Κύριος προχωρούσε, άλλοι μαθητές και συνοδοί Του έστρωναν κάτω στον δρόμο τα ρούχα τους, για να περάσει πάνω από αυτά)»[Λουκ. 19,36]· και ότι «καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· τίς ἐστιν οὗτος;(:και όταν ο Ιησούς μπήκε στα Ιεροσόλυμα, ξεσηκώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως λέγοντας: ‘’Ποιος είναι αυτός;”)»[ Ματθ.21,10]· με τόση μεγάλη τιμή εισερχόταν στην πόλη της Ιερουσαλήμ.
Και το έκανε αυτό αφενός μεν προτυπώνοντας προφητεία, αφετέρου δε εκπληρώνοντας προφητεία, και το ίδιο πράγμα υπήρξε αρχή της μιας προφητείας και τέλος της άλλης· διότι το μεν «εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου(:πείτε στη θυγατέρα Σιών, δηλαδή την Ιερουσαλήμ: ‘’ιδού ο βασιλιάς σου, ο Μεσσίας, έρχεται σε σένα πράος και καθισμένος πάνω σε γαϊδούρι και σε πουλάρι, γέννημα ζώου που μπήκε σε ζυγό’’)»[Ματθ. 21,5] και «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον(:Χαίρε λοιπόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών, διαλάλησε Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σε σένα δίκαιος, λυτρωτής και σωτήρας, πράος, καθισμένος επάνω σε ένα υποζύγιο, σε ένα νεαρό πουλάρι)»[Ζαχ.9,9] ήταν σημείο εκπληρώσεως προφητείας, το να καθίσει όμως επάνω σε όνο, ήταν πράγμα που προδιατύπωνε το μέλλον, ότι δηλαδή επρόκειτο να έχει υπό την εξουσία Του το ακάθαρτο ως τότε γένος των εθνικών[:των ειδωλολατρών].
Και πώς γίνεται να λένε οι άλλοι Ευαγγελιστές ότι έστειλε μαθητές και τους είπε «πορεύθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ᾿ αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι(:πηγαίνετε στο χωριό που βλέπετε απέναντί σας, κι αμέσως θα βρείτε ένα θηλυκό γαϊδούρι δεμένο κι ένα πουλάρι μαζί του. Λύστε το και φέρτε μου και τα δύο εδώ)»[ Ματθ.21,2] και Μάρκ.11,2: «ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε(:πηγαίνετε στο απέναντί σας χωριό, και αμέσως μόλις θα μπαίνετε σε αυτό, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, πάνω στο οποίο δεν έχει καθίσει κανένας άνθρωπος μέχρι τώρα. Λύστε το και φέρτε το εδώ)», ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν λέγει τίποτε παρόμοιο, αλλά ότι αφού βρήκε ένα μικρό γαϊδουράκι, κάθισε πάνω σε αυτό; Διότι και τα δύο ήταν δυνατόν να συμβούν, δηλαδή και να έλυσαν το γαϊδουράκι οι μαθητές, και να το οδηγούσαν, και να το βρήκε έπειτα ο Ιησούς και να κάθισε στη συνέχεια επάνω σε αυτό.
Και έλαβαν τα βάια από τους φοίνικες και τις ελιές και έστρωσαν τα ενδύματά τους , δείχνοντας ότι είχαν πλέον για Αυτόν ανώτερη γνώμη από ό,τι για προφήτη και έλεγαν: «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ(:Δόξα και τιμή σε Αυτόν που υποδεχόμαστε! Ευλογημένος και δοξασμένος να είναι αυτός που έρχεται απεσταλμένος από τον Κύριο ως αντιπρόσωπός Του. Αυτός είναι ο ένδοξος βασιλιάς του Ισραήλ, που τόσο καιρό περιμέναμε)» [Ιω. 12,13]. Βλέπεις ότι αυτό προπάντων τους κατέπνιγε τους άρχοντες των Ιουδαίων, το ότι δηλαδή είχαν πειστεί όλοι ότι ο Ιησούς δεν ήταν αντίθετος προς τον Θεό; Και τούτο κυρίως δίχαζε τον λαό, το να λέγει Αυτός ότι είχε έλθει εκ μέρους του Πατρός;
Τι σημαίνει λοιπόν η φράση από την προφητεία του Ζαχαρία: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών(:Να χαίρεσαι λοιπόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών)»[Ζαχ. 9,9]; Επειδή όλοι οι βασιλείς τους ήταν κατά το πλείστον άδικοι και πλεονέκτες, και αυτούς τους υπηκόους τους είχαν παραδώσει στους εχθρούς τους και διέστρεφαν το πλήθος και τους παρέδιδαν ομήρους και υπόλογους απέναντι στους εχθρούς, λέγει ο προφήτης Ζαχαρίας : «Έχε θάρρος· Αυτός δεν είναι τέτοιος, αλλά είναι πράος και επιεικής· και αυτό καθίσταται φανερό από το γαϊδουράκι· διότι δεν μπήκε μέσα στην πόλη ακολουθούμενος από στρατό, αλλά έχοντας μονάχα ένα γαϊδουράκι».
«Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ᾿ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ(:τι σημαίνουν όμως τα λόγια αυτά του Ζαχαρία δεν κατάλαβαν οι μαθητές Του από την αρχή, την ώρα της θριαμβευτικής Του αυτής εισόδου, αλλά όταν ο Ιησούς δοξάσθηκε με την Ανάστατη και την Ανάληψή Του. Τότε φωτίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα και θυμήθηκαν ότι τα προφητικά αυτά λόγια του Ζαχαρία ήταν γι’ Αυτόν γραμμένα. Και οι ίδιοι είχαν κάνει μια τέτοια υποδοχή για τον Ιησού και είχαν συνεργαστεί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ώστε να εκπληρωθούν ακριβώς τα προφητικά αυτά λόγια)»[Ιω.12,16].
Βλέπεις ότι τα περισσότερα σημεία τα αγνοούσαν, επειδή ο Ίδιος δεν τα αποκάλυπτε σε αυτούς; Διότι και όταν ο Ιησούς είχε πει: «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν (:γκρεμίστε τον ναό αυτό, και σε τρεις ημέρες θα τον ξαναχτίσω μόνο με τη δύναμή μου· διότι θα αναστηθώ από τον τάφο ως ζωντανός ναός του Θεού και αθάνατη κεφαλή της Εκκλησίας μου. Και η Εκκλησία μου αυτή θα αντικαταστήσει για πάντα τον ναό σας, που θα καταστραφεί)»[Ιω.2,19], ούτε τότε αντιλήφθηκαν οι μαθητές τη σημασία των λόγων Του αυτών.
Άλλος, επίσης, Ευαγγελιστής λέγει ότι ήταν κρυμμένο σε αυτούς το βαθύτερο νόημα των λόγων Του και δεν γνώριζαν ότι πρέπει Αυτός να αναστηθεί εκ νεκρών[βλ. Μάρκ.9,9-10: «καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον, εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν, πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι(:και ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τους πρόσταξε ο Ιησούς να μη διηγηθούν σε κανέναν αυτά που είδαν, παρά μόνο τότε, όταν ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, αναστηθεί εκ νεκρών· διότι τότε δεν θα υπάρχει κίνδυνος άκαιρων ενθουσιασμών του πλήθους, αλλά και το γεγονός της Μεταμορφώσεως θα γίνει περισσότερο κατανοητό και πιστευτό. Και πράγματι κράτησαν μυστικό τον λόγο για τη Μεταμόρφωση. Συζητούσαν όμως μεταξύ τους τι σημασία έχει το να αναστηθεί από τους νεκρούς ο Χριστός, αφού Αυτός ως Μεσσίας ήταν ανώτερος από ανθρώπους που δεν γνώρισαν θάνατο, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας, και συνεπώς ούτε Αυτός θα έπρεπε να πεθάνει)» και Ματθ.17,22-23: «Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα(:και ενώ αυτοί περιόδευαν στη Γαλιλαία, τους είπε ο Ιησούς: Ο υιός του ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί πολύ σύντομα σε χέρια ανθρώπων, και θα Τον θανατώσουν, και την τρίτη ημέρα από τον θάνατό Του θα αναστηθεί. Και οι μαθητές λυπήθηκαν πάρα πολύ)»]. Όμως αυτό εύλογα κρυπτόταν· και άλλος Ευαγγελιστής λέγει ότι καθένας από τους λόγους Του που άκουγαν για την επικείμενη σύλληψη και θανάτωσή Του, τους γέμιζε με θλίψη και κατήφεια[βλ. παραπάνω,Ματθ.17,22], λόγω του ότι δεν κατανοούσαν τη σημασία του λόγου περί της Αναστάσεως που θα ακολουθούσε τα πάθη. Ωστόσο αυτό δίκαια κρυπτόταν, επειδή ήταν ανώτερο από τις πνευματικές ικανότητές τους και δεν μπορούσαν ακόμη να εννοούν τα λεγόμενα· όμως το σχετικό με την όνο, για ποιο λόγο δεν αποκαλύφθηκε σε αυτούς; Διότι και αυτό ήταν σπουδαίο.
Βλέπε φιλοσοφικότητα Ευαγγελιστού, πώς δεν εντρέπεται να αναφέρει την προηγούμενη άγνοιά τους. Ότι βεβαίως έχει γραφτεί η προφητεία, το γνώριζαν, ότι έχει γραφτεί όμως σχετικά με Αυτόν, δεν το γνώριζαν· διότι θα μπορούσε βέβαια να τους σκανδαλίσει το ότι βέβαια ενώ ήταν βασιλιάς, επρόκειτο να υποστεί τέτοια πάθη και με αυτόν τον τρόπο να παραδοθεί. Εξάλλου, δε θα μπορούσαν αμέσως να αντιληφθούν το νόημα της βασιλείας για την οποία ομιλούσε· διότι και άλλος Ευαγγελιστής λέγει ότι νόμιζαν πως ο λόγος ήταν για την επίγεια βασιλεία[Ματθ.17,25].
«Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(:όλοι λοιπόν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού όταν αυτός είχε φωνάξει απ’ τον τάφο τον Λάζαρο και τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς και τώρα ήταν στην υποδοχή αυτή, διηγούνταν και διαβεβαίωναν το θαύμα του Λαζάρου σε όσους δεν το είχαν δει)»[Ιω.12,17]. «Διότι δεν θα μετέβαλαν», λέγει, «τόσοι πολλοί τη γνώμη τους, εάν δεν πίστευαν στο θαύμα».
«Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν(:μετά λοιπόν από τον ενθουσιασμό αυτό του λαού είπαν οι Φαρισαίοι μεταξύ τους: ‘’Βλέπετε ότι δεν κερδίζετε τίποτε με το να περιμένετε και να αναβάλλετε τη σύλληψή του; Να τώρα, όλος ο λαός εγκατέλειψε εμάς και ακολούθησε αυτόν’’)»[Ιω.12,19]. Έχω την εντύπωση ότι αυτά είναι λόγια εκείνων που σκέπτονταν υγιώς μεν, δεν τολμούσαν όμως να τα εκφράσουν με θάρρος, και που αντιλαμβάνονταν από το όλο αποτέλεσμα ότι αυτοί επιχειρούν ακατόρθωτα πράγματα.
Και «κόσμο» ονομάζει εδώ πάλι το πλήθος· διότι γνωρίζει η Γραφή να ονομάζει «κόσμο» και την κτίση και αυτούς που ζουν με κακία. Και το μεν πρώτο εννοεί, όταν λέγει: «ἀναβλέψατε εἰς ὕψος τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ ἴδετε, τίς κατέδειξε ταῦτα πάντα; ὁ ἐκφέρων κατ᾿ ἀριθμὸν τὸν κόσμον αὐτοῦ πάντας ἐπ᾿ ὀνόματι καλέσει(:σηκώστε υψηλά τα μάτια σας στον ουρανό και δείτε ποιος δημιούργησε και κατέστησε περίλαμπρα όλα αυτά; Ο Θεός είναι Εκείνος, ο οποίος διατάσσει και βγάζει σαν μετρημένη και τακτοποιημένη στρατιά, τον κόσμο των αστέρων. Όλα τα αστέρια ονομαστικώς θα τα καλέσει)»[Ησ.40,26], ενώ τη δεύτερη σημασία έχει όταν λέγει: «οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν (:δεν υπάρχει λόγος να μισεί εσάς ο κόσμος, και γι’ αυτό κανείς δεν σας εμποδίζει να πάτε όποτε θέλετε στα Ιεροσόλυμα. Εμένα όμως ο κόσμος με μισεί, διότι εγώ αποκαλύπτω και καταγγέλλω ότι τα έργα του είναι πονηρά και τον ελέγχω γι’ αυτά. Όταν λοιπόν πάω στα Ιεροσόλυμα, θα με σκοτώσουν)»[Ιω.7,7]. Και πρέπει ακριβώς αυτά να γνωρίζουμε, ώστε να μην παρέχουμε λαβή στους αιρετικούς, παρεκκλίνοντας από την κανονική σημασία των λέξεων κατά τη χρήση τους.
«Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ(:ανάμεσα σε εκείνους που συνήθως ανέβαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν κατά την εορτή του Πάσχα ήταν τότε και μερικοί Έλληνες προσήλυτοι)»[Ματθ.12,20].
Παρευρίσκονταν στην εορτή οι Έλληνες αυτοί διότι σχεδόν πλησίαζαν να γίνουν προσήλυτοι. Όταν λοιπόν διαδόθηκε η φήμη ότι ήλθε ο Ιησούς, λένε: «Θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Ο Φίλιππος λοιπόν έρχεται πρώτος τον Ανδρέα, επειδή προηγείτο στο δρόμο από αυτόν και του το ανακοινώνει. Αλλά ούτε αυτός παίρνει από μόνος του πρωτοβουλία· διότι είχε ακούσει τον λόγο του Ιησού που έλεγε: «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε(:μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες, και μην μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ.10,5] · για τον λόγο αυτό αφού το συζήτησε με τον μαθητή, το αναφέρει στον Διδάσκαλο· διότι και οι δύο ανέφεραν το αίτημα αυτό των Ελλήνων σε Αυτόν.
Και Εκείνος τι λέγει; «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει (:ήλθε η ώρα που όρισε ο Θεός, σύμφωνα με το προκαθορισμένο σχέδιό Του, για να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου με τον θάνατό Του και την Ανάληψή Του, οπότε και θα αναγνωριστεί ως Μεσσίας και από τους εθνικούς)»[Ιω.12,23]. Τι σημαίνει «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα»; Έλεγε «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε (:μη μεταβείτε προς τους εθνικούς)», αφαιρώντας από τους Ιουδαίους κάθε πρόφαση αγνωμοσύνης και τους συγκρατούσε.
Επειδή λοιπόν οι μεν Ιουδαίοι επέμεναν στην απείθεια, ενώ οι εθνικοί ήθελαν να προσέλθουν, «καιρός είναι πλέον», λέγει, «να προχωρήσω προς το Πάθος, εφόσον όλα έχουν εκπληρωθεί». «Διότι εάν επρόκειτο στους πρώτους μεν να αφιερώνουμε το ενδιαφέρον και την φροντίδα μας, ενώ είναι ανυπάκουοι και απείθαρχοι, και την ίδια στιγμή να μη δεχόμαστε τους δεύτερους, ενώ εκείνοι εκφράζουν την επιθυμία να προσέλθουν, οι ενέργειες αυτές δεν θα ήταν αντάξιες της δικής μας κηδεμονίας». Επειδή λοιπόν επρόκειτο να αφήσει τους μαθητές Του να μεταβούν πλέον στα έθνη μετά τη σταύρωσή Του και βλέπει τους εθνικούς να προσέρχονται πριν οι μαθητές μεταβούν προς αυτούς, λέγει: «Καιρός είναι να βαδίσω προς τον σταυρό»· δεν τους άφησε δηλαδή προηγουμένως, για να αποτελεί αυτό μαρτυρία για αυτούς, διότι μέχρι τότε που Τον απομάκρυναν με τα έργα τους, μέχρι τότε που Τον σταύρωσαν, δεν είπε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη(:λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη)»[Ματθ.28,19] αλλά «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε(:σε δρόμο, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μην πορευτείτε)»[Ματθ.10,5] και «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ(:δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ. 15,24] και «οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις(:δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια)»[Ματθ.15,26].
Επειδή ωστόσο Τον μίσησαν και τόσο πολύ Τον μίσησαν, ώστε να Τον θανατώσουν, ήταν περιττό να φροντίζει για εκείνους εφόσον εκείνοι Τον αποστράφηκαν με τα έργα τους· εφόσον Τον αρνήθηκαν, λέγοντας: «Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα(:δεν έχουμε άλλον βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα)»[Ιω.19,15].Δηλαδή τότε πλέον τους άφησε, όταν αυτοί Τον άφησαν. Για τον λόγο αυτό λέγει: «Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε(:πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα παιδιά σου με μια στοργή σαν εκείνη που έχει η όρνιθα όταν περιμαζεύει τα πουλιά της κάτω από τα φτερά της˙ και δεν θελήσατε)»[Ματθ.23,37].
Τι σημαίνει: «ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ(:εάν το μικρό σπυρί του σιταριού δεν πέσει στη γη και δεν σαπίσει μέσα στο χώμα;)»[Ιω.12,24]. Σημαίνει τη σταύρωσή Του. Για να μη θορυβούνται δηλαδή σκεπτόμενοι ότι τότε θανατώθηκε, όταν προσήλθαν οι Έλληνες λέγει: «Αυτό λοιπόν προπάντων θα τους κάνει να προσέλθουν και θα αυξήσει το κήρυγμά μου».
Έπειτα, επειδή με τα λόγια δεν τους έπειθε τόσο, διδάσκει αυτό με παράλληλο παράδειγμα από την πείρα όσων συμβαίνουν στη φύση, λέγοντας: «Διότι το ίδιο γίνεται και με το σιτάρι, τότε φέρει περισσότερο καρπό, όταν αποθάνει, και εάν αυτό συμβαίνει στα σπέρματα, πολύ περισσότερο θα συμβεί σε Εμένα». Αλλά οι μαθητές δεν αντιλήφτηκαν το νόημα όσων τους είπε. Για τον λόγο αυτό συνεχώς το αναφέρει ο Ευαγγελιστής, απολογούμενος για τη φυγή τους στη συνέχεια. Αυτόν τον λόγο ανέφερε και ο Παύλος, μιλώντας για την ανάσταση[Α’Κορ.15,35-36: «Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ·(:αλλά ίσως θα πει κανείς: ‘’πώς ανασταίνονται οι νεκροί και με ποιο σώμα έρχονται, με αυτό το σώμα που αποσυντέθηκε και διαλύθηκε;’’. Ανόητε και απερίσκεπτε, γιατί αμφιβάλλεις; Εκείνο το οποίο εσύ σπείρεις, δεν ζωογονείται και δεν καρποφορεί, εάν δεν αποθάνει και δεν αποσυντεθεί θαπτόμενο στη γη)»].
Ποια λοιπόν απολογία θα έχουν αυτοί που δεν πιστεύουν στην ανάσταση, τη στιγμή που διαπιστώνουμε να γίνεται αυτό το πράγμα καθημερινώς στα σπέρματα και στα φυτά και στη δική μας τη γέννηση; Διότι πρώτα πρέπει να καταστραφεί το σπέρμα, και τότε να γεννηθεί το νέο. Και γενικά, όταν ο Θεός κάνει κάτι, δε χρειάζονται οι συλλογισμοί· διότι πώς μας δημιούργησε εμάς από το μηδέν; Αυτά τα λέγω για τους χριστιανούς, που λένε ότι πιστεύουν στις Γραφές. Εγώ επίσης θα πω και κάτι άλλο, που αποτελεί ανθρώπινο συλλογισμό. Από τους ανθρώπους άλλοι μεν ζουν διαπράττοντας την κακία και άλλοι ασκώντας την αρετή, αλλά από αυτούς που διαπράττουν την κακία πολλοί έφθασαν σε βαθύ γήρας ευημερώντας, ενώ από αυτούς που ζουν την ενάρετη ζωή πολλοί φθάνουν σε βαθύ γήρας αφού υπέμεναν τα αντίθετα. Πότε λοιπόν ο καθένας θα λάβει αυτό που του αξίζει; Σε ποιον καιρό;
«Ναι», θα μπορούσε να απαντήσει κάποιος, «αλλά δεν υπάρχει ανάσταση σωμάτων». Δεν ακούνε τον Παύλο που λέγει: «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν(:διότι πρέπει αυτό το φθαρτό σώμα να ενδυθεί αφθαρσία)»[Α΄Κορ. 15,53]. Δεν το λέει για την ψυχή(διότι δεν φθείρεται η ψυχή)· και ανάσταση λέγεται γι’ αυτό που έχει πέσει· και έπεσε το σώμα. Γιατί λοιπόν δε θέλεις να υπάρχει ανάσταση σώματος; Ποιο πράγμα δεν είναι δυνατό στον Θεό; Το να το λέει αυτό κανείς είναι δείγμα της πιο μεγάλης ανοησίας. Αλλά δεν πρέπει; Γιατί δεν πρέπει το φθαρτό σώμα, που έλαβε μέρος στους πόνους και τον θάνατο, να λάβει μέρος και στους στεφάνους; Διότι, εάν δεν έπρεπε, δεν θα δημιουργούνταν από την αρχή, και ο ίδιος ο Κύριος δε θα λάμβανε σάρκα.
Το ότι λοιπόν έλαβε σάρκα και την ανέστησε, για να βεβαιωθείς, άκουσε τι λέγει: «ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(:δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι άσαρκο πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)»[Λουκ.24,39] και «εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός(:έπειτα λέγει στον Θωμά · Φέρε το δάχτυλό σου εδώ. Ψηλάφισε και εξέτασε τα σημάδια των πληγών μου, και δες συγχρόνως με τα μάτια σου τα χέρια μου. Φέρε το χέρι σου κάτω από τα ενδύματά μου και βάλ’ το στην πλευρά μου που χτυπήθηκε από τη λόγχη. Και μην αφήνεις τον εαυτό σου να κυριευθεί από την απιστία, ώστε να γίνεις μόνιμα και ανεπανόρθωτα άπιστος, αλλά για να προοδεύεις και να στηρίζεσαι στην πίστη, ώστε να γίνεις αμετακίνητος και αδιάσειστος σε αυτή)»[Ιω.20,27].Γιατί λοιπόν ανέστησε τον Λάζαρο, εάν ήταν προτιμότερο να αναστηθεί χωρίς το σώμα του; Γιατί το επιτελεί αυτό σε θέση θαύματος και ευεργεσίας; Και γενικά γιατί έδωσε τροφές;
Μη, λοιπόν, αδελφοί μου, μην απατάσθε από τους αιρετικούς· καθόσον και ανάσταση υπάρχει και κρίση υπάρχει. Αυτά επίσης τα αρνούνται όσοι δεν θέλουν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους· διότι και πρέπει η ανάσταση να είναι τέτοια, όπως υπήρξε η ανάσταση του Χριστού· διότι Εκείνος υπήρξε η αρχή της αναστάσεως των νεκρών, ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς(πρβ. Προς Κολοσσαείς 1,18: «ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν(:και Αυτός από τον οποίο τα πάντα συγκρατούνται είναι η κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλησίας και ο ιδρυτής της, ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να γίνει Αυτός και ως προς την ανθρώπινη φύση Του πρώτος σε όλα˙ πρώτος δηλαδή και στην Εκκλησία και στην ανάσταση)».
Εάν λοιπόν ανάσταση είναι αυτό, καθαρισμός δηλαδή της ψυχής, και απαλλαγή από τις αμαρτίες, και ο Χριστός δεν αμάρτησε, πώς ανέστη; Πώς εμείς απαλλαχτήκαμε από την κατάρα, εάν βέβαια και ο Ίδιος αμάρτησε; Πώς επίσης λέγει: «ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν(:δεν θα πω πλέον πολλά μαζί σας. Δεν μένει άλλωστε καιρός για να σας πω περισσότερα· διότι έρχεται ο σατανάς, που εξουσιάζει τον κόσμο που βρίσκεται μακριά από τον Θεό˙ και έρχεται για να πραγματοποιήσει την τελευταία και βιαιότερη επίθεσή του εναντίον μου. Αλλά δεν θα βρει σε μένα τίποτε το δικό του, το οποίο θα του δίνει κάποια εξουσία ή κάποιο δικαίωμα επάνω μου)»[Ιω. 14,30];Διότι αυτά είναι λόγια κάποιου που καθιστά φανερό ότι δεν έχει διαπράξει καμία αμαρτία.
Λοιπόν, σύμφωνα με τους αιρετικούς, ή δεν ανέστη ή εάν ανέστη, αμάρτησε προ της αναστάσεως. Αλλά όμως και ανέστη και δεν αμάρτησε. Ανέστη λοιπόν κατά το σώμα και αυτά τα πονηρά διδάγματα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά προϊόντα κενοδοξίας. Ας αποφεύγουμε λοιπόν αυτό το νόσημα· διότι λέγει: «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί(:μη λησμονείτε ότι οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τα καλά ήθη)»[Α΄Κορ.15,34].Δεν είναι αυτά διδάγματα των Αποστόλων· αυτές τις καινοτομίες τις δίδαξαν ο Μαρκίων και ο Ουαλεντίνος.
Ας τα αποφεύγουμε λοιπόν , αγαπητοί· διότι δεν ωφελεί σε τίποτε ο καθαρός βίος, εάν τα διδάγματα είναι διεφθαρμένα· όπως ακριβώς βέβαια ούτε και το αντίθετο, δεν ωφελούν τα υγιή δόγματα, εάν ο βίος είναι διεφθαρμένος. Αυτά τα γέννησαν οι Έλληνες, αυτά οι αιρετικοί τα διόγκωσαν, αφού τα πήραν από τους εθνικούς φιλοσόφους, διδάσκοντας ότι η ύλη είναι αγέννητη και πολλά παρόμοια. Όπως ακριβώς λοιπόν δίδαξαν, ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημιουργός, αφού δεν ενυπάρχει ύλη αγέννητη, έτσι αρνήθηκαν και την ανάσταση. Αλλά ας μην τα προσέχουμε αυτά τα διδάγματα, γνωρίζοντας ότι η δύναμη του Θεού είναι πανίσχυρη· ας μην τα προσέχουμε. Προς εσάς τα λέγω αυτά· διότι εμείς δεν θα παρατήσουμε τη μάχη προς αυτούς.
Αλλά ο άοπλος και γυμνός, και αν ακόμη πέσει σε ασθενείς αντιπάλους, εύκολα θα κατανικηθεί και αν ακόμη είναι ισχυρότερος. Διότι, εάν προσέχατε τις Γραφές και ασκούσατε καθημερινά τους εαυτούς σας, δε θα σας συμβούλευα να αποφεύγετε τη μάχη προς εκείνους, αλλά θα σας συμβούλευα και να συμπλέκεστε· καθόσον η αλήθεια είναι ισχυρή. Επειδή όμως δεν μπορείτε να τις χρησιμοποιείτε, φοβούμαι τη συμπλοκή, μήπως σας συλλάβουν άοπλους και σας κατανικήσουν· διότι τίποτε δεν υπάρχει ασθενέστερο από τη βοήθεια του Πνεύματος. Επίσης, εάν χρησιμοποιούν τη μη χριστιανική σοφία, δεν πρέπει να τους θαυμάζουμε αλλά να τους καταγελούμε, διότι χρησιμοποιούν τους μωρούς διδασκάλους· διότι εκείνοι δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε το αληθινό ούτε περί του Θεού ούτε περί των δημιουργημάτων, αλλά, αυτά που η δική μας χήρα τα γνωρίζει πάρα πολύ καλά, αυτά ούτε ακόμη και ο Πυθαγόρας δεν τα γνώρισε· αλλά έλεγαν ότι η ψυχή γίνεται θάμνος και ιχθύς και σκύλος…!
Αυτούς, λοιπόν, πες μου, πρέπει να προσέχουμε; Και πώς θα μπορούσε αυτό να δικαιολογηθεί; Εκείνοι έχουν μακριά κόμη, τρέφουν ωραίες μπούκλες και φορούν τετριμμένα ιμάτια. Μέχρι αυτό το σημείο φθάνει η φιλοσοφία τους. Εάν όμως δεις τον εσωτερικό κόσμο τους, είναι στάχτη και σκόνη και τίποτε το υγιές, αλλά «τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν , ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν(:ο λάρυγγάς τους, σαν τάφος ανοιχτός που αναδίδει μολυσματική δυσοσμία, βγάζει μόνο λόγια βλάσφημα και βρωμερές αισχρότητες. Με τις συκοφαντικές γλώσσες τους υφαίνουν δολιότητες και φαρμακερές επινοήσεις)»[Ψαλμ. 5,10]. Όλα τα διδάγματά τους είναι γεμάτα από ακαθαρσία και σαπίλα και σκουλήκια.
Ο πρώτος λοιπόν από αυτούς[:ο Θαλής ο Μιλήσιος] είπε ότι το νερό είναι θεός, ο επόμενος[:ο Ηράκλειτος] ότι η φωτιά είναι θεός, άλλος έλεγε[:ο Αναξιμένης] ότι ο αέρας είναι Θεός και όλη την αρχή του παντός στα σώματα τα υλικά την ανήγαγαν. Αυτούς λοιπόν, πες μου, πρέπει να θαυμάζουμε, που δεν συνέλαβαν στον νου τους ούτε και την ασώματη έννοια του Θεού, αν και βέβαια αργότερα συνέλαβαν αυτήν την έννοια, όταν συνανεστράφησαν τους δικούς μας στην Αίγυπτο; Αλλά για να μη σας θορυβήσουμε πάρα πολύ, ας σταματήσουμε εδώ τον λόγο. Διότι εάν αρχίσουμε να αναφέρουμε τα διδάγματα εκείνων και τι είπαν περί Θεού, τι δε περί ύλης, τι περί ψυχής και τι περί σωμάτων θα ακολουθήσει πολύ γέλιο. Και δε θα χρειασθούν ούτε την δική μας κατηγορία, διότι οι ίδιοι αντιτάχτηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Εκείνος λοιπόν που έγραψε εναντίον μας τον λόγο περί της ύλης, τον εαυτό του έπληξε και αφάνισε.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μη σας απασχολήσουμε άδικα και σας απλώσουμε λαβύρινθο λόγων, αφήνοντας αυτά, εκείνο θα πούμε, προσέχετε την ανάγνωση των θείων Γραφών και μη λογομαχείτε για τίποτε το μη αναγκαίο, πράγμα που και ο Παύλος συμβουλεύει στον Τιμόθεο [Β΄Τιμ. 2,14: «Ταῦτα ὑπομίμνησκε, διαμαρτυρόμενος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὴ λογομαχεῖν εἰς οὐδὲν χρήσιμον, ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων(:αυτά υπενθύμιζε, μαρτυρώντας επίσημα μπροστά στον Θεό να μη λογομαχούν, γιατί δεν είναι σε τίποτα χρήσιμο, αλλά επιφέρει καταστροφή σε αυτούς που ακούν)»], αν και ήταν πλήρης από πολλή σοφία και είχε τη δύναμη να επιτελεί θαύματα. Ας υπακούουμε λοιπόν σε Εκείνον και αφού αφήσουμε τις φλυαρίες, ας επιδοθούμε σε έργα, εννοώ τη φιλαδελφία και τη φιλοξενία και ας δείξουμε μεγάλη φροντίδα για την ελεημοσύνη, για να επιτύχουμε τα υποσχεθέντα αγαθά με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες ΞΕ΄ και ΞΣΤ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 257- 287.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 223-225 και σελ.230-243.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά – ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι καὶ ἔπλασά σε καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν τοῦ καταστῆσαι τὴν γῆν καὶ κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους (:Στον κατάλληλο και ευνοϊκό καιρό σε άκουσα με προσοχή και σε ημέρα που δίνεται η σωτηρία, σε βοήθησα και σε έπλασα και σε έδωσα για να συναφθεί Διαθήκη με τα έθνη, για να αποκατασταθεί η γη με τους κατοίκους της και να κληρονομήσεις ερημωμένες εκτάσεις και λαούς ως μόνιμο κτήμα κληρονομίας ηθικής)», είπε ο Θεός μέσω του Ησαΐα[Ησ. 49,8]. Καλό λοιπόν είναι να πω σήμερα το αποστολικό εκείνο προς την αγάπη σας: «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας Να λοιπόν, τώρα είναι καιρός κατάλληλος, να, τώρα είναι ημέρα σωτηρίας)»[Β΄ Κορ. 6,2]· «ἡ νὺξ προέκοψεν͵ ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους͵ ἐνδυσώμεθα δὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός»(:Η ζωή αυτή, που μοιάζει με νύχτα σκοτεινή, προχώρησε, ενώ η ημέρα της άλλης ζωής πλησίασε. Κι αν ακόμη δεν έλθει ο Κύριος σύντομα με την ένδοξη δευτέρα Του παρουσία, έρχεται όμως για τον καθένα μας με τον θάνατο. Πλησιάζει λοιπόν για τον καθένα μας η ημέρα της άλλης ζωής. Ας αποθέσουμε λοιπόν σαν νυκτερινά ενδύματα τα έργα της αμαρτίας, που γίνονται στο σκοτάδι, και ας ντυθούμε σαν άλλα όπλα τα φωτεινά έργα της αρετής)»[Ρωμ. 13,12].
Διότι προσεγγίζει η ανάμνηση των σωτηριωδών παθημάτων του Χριστού και το νέο και μέγα και πνευματικό Πάσχα, το βραβείο της απαθείας, το προοίμιο του μέλλοντος αιώνος. Και το προκηρύσσει ο Λάζαρος που επανήλθε από τα βάραθρα του άδη, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς την τετάρτη ημέρα με μόνο τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού, που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου, και προανυμνούν παιδιά και πλήθη λαού άκακα, με την έμπνευση του θείου Πνεύματος, Αυτόν που λυτρώνει από τον θάνατο, που ανεβάζει τις ψυχές από τον άδη, που χαρίζει αΐδια ζωή στην ψυχή και το σώμα.
«Ὁ γὰρ θέλων ζωὴν ἀγαπᾶν καὶ ἰδεῖν ἡμέρας ἀγαθὰς παυσάτω τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη αὐτοῦ τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον(:Προσέχετε πολύ τις παρεκτροπές της γλώσσας· διότι, όπως λέει η Αγία Γραφή, εκείνος που θέλει να απολαμβάνει ζωή ακούραστη, άνετη και ειρηνική και να δει ημέρες καλές και ευτυχισμένες, ας σταματήσει τη γλώσσα του από το να λέει το κακό και ας προσέχει να μη βγαίνουν από τα χείλη του ψέματα και απάτες)»[Α΄ Πέτρ. 3,10]· ας εκκλίνει από το κακό και ας πράττει το αγαθό [Ψαλμ. 33, 13-15: «Τίς ἐστιν ἄνθρωπος ὁ θέλων ζωήν, ἀγαπῶν ἡμέρας ἰδεῖν ἀγαθάς; παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον. ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν, ζήτησον εἰρήνην καὶ δίωξον αὐτήν(:Ποιος άνθρωπος θέλει να ζήσει ζωή μακρόχρονη και ειρηνική και να απολαύσει ημέρες ανέσεως και ευτυχίας; Εσύ που ποθείς αυτό, πάψε τη γλώσσα σου από κακολογίες πικρές και κλείσε τα χείλη σου, για να μη λαλούν κατασκευάσματα δόλια και συκοφαντικές επινοήσεις με σκοπό την καταστροφή του πλησίον. Τα παρακολουθεί αλάνθαστα Αυτός που μόνος και χωρίς τη βοήθεια κανενός έπλασε τις καρδιές τους και ο Οποίος κατανοεί τα έργα τους, γνωρίζοντας και αυτά τα μυστικά ελατήρια, από τα οποία προήλθαν αυτά)» ].
Κακό λοιπόν είναι η γαστριμαργία, η μέθη και η ασωτία- κακό είναι η φιλαργυρία, η πλεονεξία και η αδικία· κακό είναι η κενοδοξία, η θρασύτητα και η υπερηφάνεια. Ας αποφύγει λοιπόν ο καθένας τέτοια κακά και ας επιτελεί τα αγαθά. Ποια είναι αυτά; Η εγκράτεια, η νηστεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η ελεημοσύνη, η μακροθυμία, η αγάπη, η ταπεινοφροσύνη. Ας επιτελούμε λοιπόν αυτά, για να μεταλάβουμε επάξια τον Αμνό του Θεού που θυσιάστηκε για χάρη μας και ας λάβουμε από Αυτόν, τον αρραβώνα της αφθαρσίας, για να τον φυλάξουμε κοντά μας, σε επιβεβαίωση της ουράνιας κληρονομίας που μας έχει υποσχεθεί.
Αλλά είναι μήπως δυσκατόρθωτο το αγαθό και οι αρετές είναι δυσκολότερες από τις κακίες; Εγώ πάντως δεν το βλέπω· διότι περισσοτέρους πόνους υφίσταται από εδώ ο μέθυσος και ο ακρατής από τον εγκρατή, ο ακόλαστος από τον σώφρονα, ο αγωνιζόμενος να πλουτίσει από αυτόν που ζει με αυτάρκεια, αυτός που επιζητεί ν’ αποκτήσει δόξα από αυτόν που περνάει τη ζωή του σε αφάνεια· αλλά επειδή λόγω της αγάπης μας προς τις ηδονές οι αρετές μάς φαίνονται δυσκολότερες, ας βιάσουμε τους εαυτούς μας· διότι ο Κύριος λέγει: «Ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν ᾽Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν(: Νέοι χρόνοι ήλθαν τώρα. Άλλη η εποχή πριν από τον Ιωάννη και άλλη η σημερινή εποχή. Από την εποχή που άρχισε το κήρυγμά του ο Ιωάννης έως τώρα, η βασιλεία των ουρανών, την οποία δεν μπορούσε κανείς να αποκτήσει, κερδίζεται με τη βία, και εκείνοι που μεταχειρίζονται σπουδή και βία πάνω στον εαυτό τους, την αρπάζουν γρήγορα, πριν τους φύγει, και την κρατούν σφιχτά)»[Ματθ. 11,12].
Χρειαζόμαστε λοιπόν όλοι προσπάθεια και προσοχή, ένδοξοι και άδοξοι, άρχοντες και αρχόμενοι, πλούσιοι και πτωχοί, ώστε να απομακρύνουμε από την ψυχή μας τα πονηρά αυτά πάθη και αντί αυτών να εισαγάγουμε σε αυτήν όλη τη σειρά των αρετών. Πραγματικά ο γεωργός και ο σκυτοτόμος, ο οικοδόμος και ο ράπτης, ο υφαντής και γενικώς ο καθένας που εξασφαλίζει τη ζωή του με τους κόπους και την εργασία των χεριών του, εάν αποβάλουν από την ψυχή τους την επιθυμία του πλούτου και της δόξας και της τρυφής, θα είναι μακάριοι· διότι αυτοί είναι οι πτωχοί για τους οποίους προορίζεται η βασιλεία των ουρανών, και γι’ αυτούς είπε ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»(: Μακάριοι και τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι που συναισθάνονται ταπεινά την πνευματική τους φτώχεια και την εξάρτηση ολόκληρου του εαυτού τους από τον Θεό, διότι είναι δική τους η βασιλεία των ουρανών)»[Ματθ. 5,3]. «Πτωχοί τῷ πνεύματι» είναι αυτοί που λόγω του ότι το πνεύμα τους, δηλαδή η ψυχή τους, δεν διέπεται από υψηλοφροσύνη και φιλοδοξία και φιληδονία, ή έχουν εκούσια και την εξωτερική πτωχεία ή την υπομένουν με γενναιότητα, έστω και αν είναι ακούσια. Αυτοί όμως που πλουτίζουν και ευημερούν και απολαμβάνουν την πρόσκαιρη δόξα και γενικά όσοι επιθυμούν αυτές τις καταστάσεις, θα περιπέσουν σε δεινότερα πάθη και θα εμπέσουν σε μεγαλύτερες, περισσότερες και δυσχερέστερες παγίδες του Διαβόλου· διότι αυτός που πλούτισε δεν αποβάλλει την επιθυμία του πλουτισμού, αλλά μάλλον την αυξάνει, επιθυμώντας με ένταση περισσότερα από προηγουμένως. Έτσι και ο φιλήδονος και ο φίλαρχος και ο άσωτος και ο ακόλαστος αυξάνουν μάλλον τις επιθυμίες τους, παρά τις αποβάλλουν. Οι δε άρχοντες και οι αξιωματούχοι προσλαμβάνουν και δύναμη, ώστε να εκτελούν αδικίες και αμαρτίες.
Γι’ αυτό είναι δύσκολο να σωθεί κάποιος που έχει την κοσμική εξουσία και να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού κάποιος πλούσιος. «Πῶς(:Αλλά πώς)», λέγει, «δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου θεοῦ οὐ ζητεῖτε; (:είναι δυνατόν να πιστέψετε εσείς, αφού επιδιώκετε να παίρνετε δόξα και επαίνους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε τη δόξα που πηγάζει από τον ένα και μόνο Θεό;)» [Ιω. 5,44]. Αλλά όποιος είναι εύπορος ή αξιωματούχος ή άρχοντας, ας μην ταράσσεται· διότι μπορεί, αν θέλει, να ζητήσει τη δόξα του Θεού και να πιέσει τον εαυτό του, ώστε, ανακόπτοντάς την προς τα χειρότερα ροπή, να αναπτύξει μεγάλες αρετές και ν’ απωθήσει μεγάλες κακίες, όχι μόνο από τον εαυτό του, αλλά και από πολλούς άλλους που δεν θέλουν. Μπορεί πραγματικά όχι μόνο να δικαιοπραγεί και να σωφρονεί, αλλά και αυτούς που θέλουν να αδικούν και να επιδίδονται σε ακολασίες να τους εμποδίζει ποικιλότροπα, και όχι μόνο να παρουσιάζεται ο ίδιος ευπειθής στο ευαγγέλιο του Χριστού και στους κήρυκές Του, αλλά και όσους θέλουν να απειθαρχούν να τους φέρει σε υποταγή στην Εκκλησία του Χριστού και στους προϊσταμένους της κατά Χριστόν, όχι μόνο δια της δυνάμεως και εξουσίας που έλαβε από τον Θεό, αλλά και με το να γίνεται τύπος στους υποδεέστερους σε όλα τα αγαθά· διότι οι αρχόμενοι εξομοιώνονται με τον άρχοντα.
Χρειάζεται λοιπόν προσπάθεια και βία και προσοχή σε όλους μεν, αλλά όχι εξ ίσου. Σε αυτούς που βρίσκονται σε δόξα, πλούτο και εξουσία, καθώς και στους ασχολούμενους με τους λόγους και την απόκτηση της σοφίας, αν θα ήθελαν να σωθούν, χρειάζεται περισσότερη βία και προσπάθεια, επειδή από την φύση τους είναι δυσπειθέστεροι. Αυτό μάλιστα γίνεται καταφανές και από τα ευαγγέλια του Χριστού που αναγνώστηκαν χθες και σήμερα. Πραγματικά, με το θαύμα που τελέστηκε στον Λάζαρο και παρέστησε ολοφάνερα ότι Αυτός που το έκαμε είναι Θεός, οι μεν άνθρωποι του λαού πείστηκαν και πίστεψαν, οι δε τότε άρχοντες, δηλαδή οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, τόσο αμετάπειστοι έμειναν, ώστε να καταφέρονται με περισσότερη μανία εναντίον Του και να θέλουν λόγω φρενοβλάβειας να Τον παραδώσουν σε θάνατο, Αυτόν που και με όσα είπε και με όσα έπραξε αναφάνηκε κύριος ζωής και θανάτου.
Και δεν έχει να πει κανείς ότι το γεγονός ότι τότε ο Χριστός σήκωσε επάνω τους οφθαλμούς Του και είπε: «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεσθεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες)», στάθηκε εμπόδιο για το να θεωρήσουν ότι Αυτός είναι ίσος με τον Πατέρα· διότι Αυτός προσθέτει εκεί λέγοντας προς τον Πατέρα: «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(: Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το ‘’ευχαριστώ’’, για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)»[Ιω. 11,42]. Για να γνωρίσουν δηλαδή αφενός μεν ότι είναι Θεός και έρχεται από τον Πατέρα, αφετέρου δε ότι ενεργεί τα θαύματα όχι εναντίον αλλά με συναίνεση του Πατρός, σήκωσε μεν μπροστά σε όλους τους οφθαλμούς Του προς τον Πατέρα, είπε όμως προς Αυτόν εκείνα που αποδεικνύουν ότι Αυτός που μίλησε επί γης, είναι ίσος με τον Πατέρα που βρίσκεται ψηλά στους ουρανούς. Έτσι, όπως στην αρχή, όταν επρόκειτο να πλασθεί ο άνθρωπος, προηγήθηκε συμβούλιο, έτσι και τώρα στον Λάζαρο, όταν επρόκειτο να αναπλασθεί ο άνθρωπος, προηγήθηκε συμβούλιο. Αλλά εκεί που επρόκειτο να πλασθεί ο άνθρωπος, είπε ο Πατήρ προς τον Υιό «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν(:Ας δημιουργήσουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, δηλαδή ας τον τιμήσουμε με έξοχα χαρίσματα και θείες ικανότητες, όπως με ψυχή λογική και αθάνατη, με ελεύθερη βούληση, με ικανότητα γνωστική και δημιουργική και εξουσία επί όλου του ορατού κόσμου· και ας τον κάνουμε έτσι, ώστε να μπορεί, εάν θέλει, να γίνει όμοιος με εμάς κατά την αρετή, την οσιότητα και αγιότητα, όσο αυτό είναι δυνατό στο κτίσμα να ομοιάσει στον κτίστη του)»[Γέν.1,26] και ο Υιός άκουσε, και έτσι ο άνθρωπος οδηγήθηκε στην ύπαρξη· εδώ δε τώρα είπε ο Υιός και ο Πατήρ άκουσε, και έτσι ζωοποιήθηκε ο Λάζαρος.
Βλέπετε πόση είναι η ομοτιμία και η ομοβουλία; Διότι η μεν μορφή της προσευχής χρησιμοποιήθηκε για τον παρευρισκόμενο όχλο, τα δε λόγια δεν ήταν λόγια προσευχής, αλλά δεσποτείας και εξουσίας: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω(: Λάζαρε, βγες έξω)», και αμέσως ο τετραήμερος νεκρός παρουσιάσθηκε σε Αυτόν ζωντανός· άραγε τούτο έγινε με πρόσταγμα αναζωούντος ή με προσευχή ζωοποιούντος; Και φώναξε με μεγάλη φωνή επίσης για τους παρευρισκομένους· διότι μπορούσε όχι μόνο με μέτρια σε ένταση φωνή, αλλά και με την θέληση μόνο να τον αναστήσει, όπως μπορούσε να το κάμει και από μακρινή απόσταση και με την πέτρα επάνω στον τάφο. Όμως και προσήλθε στον τάφο και είπε στους παρευρισκομένους, που σήκωσαν οι ίδιοι την πέτρα και αισθάνθηκαν τη δυσωδία, και φώναξε με δυνατή φωνή και τον κάλεσε κι έτσι τον ανέστησε, ώστε και με την όρασή τους (διότι τον έβλεπαν επάνω στον τάφο) και με την όσφρησή τους (διότι αισθάνονταν τη δυσωδία του νεκρού που ήταν ήδη στην τετάρτη ημέρα από τον θάνατό του) και με την αφή (διότι χρησιμοποιώντας τα χέρια τους κατά πρώτον σήκωσαν την πέτρα από το μνημείο, ύστερα έλυσαν το δέσιμο στο σώμα και το σουδάριο στο πρόσωπο) και με τα αυτιά τους (αφού η φωνή του Κυρίου έφθανε σε όλων τις ακοές) να καταλάβουν όλοι και να πιστέψουν, ότι Αυτός είναι που καλεί τα μη όντα σε όντα, που βαστάζει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς Του, που και στην αρχή με λόγο μόνο δημιούργησε τα όντα από μη όντα.
Ο μεν άκακος λαός λοιπόν πίστεψε σε Αυτόν με όλα αυτά, έτσι, ώστε να μην κρατεί την πίστη σιωπηρά, αλλά να γίνουν όλοι κήρυκες της θεότητός Του με έργα και λόγια. Διότι μετά την τετραήμερη έγερση του Λαζάρου ο Κύριος βρήκε ένα γαϊδουράκι, που προετοιμάστηκε από τους μαθητές, όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, κάθισε επάνω σε αυτό, εισήλθε στα Ιεροσόλυμα κατά την προφητεία του Ζαχαρία που προείπε: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον (:Να χαίρεσαι λοιπόν πάρα πολύ, θυγατέρα Σιών· ύψωσε τη φωνή σου και διαλάλησε, θυγατέρα Ιερουσαλήμ:’’ Να, ο βασιλιάς σου, ο Μεσσίας, έρχεται σε σένα λυτρωτής, ελευθερωτής και σωτήρας· έρχεται όχι σαν τύραννος και κατακτητής επάνω σε άλλο ή άρμα πολεμικό, αλλά πράος και καθισμένος επάνω σε ένα υποζύγιο και σε ένα νεαρό πουλάρι)» [Ζαχ. 9,9]· [πρβ. Ματθ.21,5:«Εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ᾽Ιδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον, καὶ ἐπὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου(: Πείτε στη θυγατέρα Σιών, δηλαδή την Ιερουσαλήμ: ιδού ο βασιλιάς σου, ο Μεσσίας, έρχεται σε σένα πράος και καθισμένος πάνω σε γαϊδούρι και σε πουλάρι, γέννημα ζώου που μπήκε σε ζυγό)»]. Με τα λόγια αυτά ο προφήτης Ζαχαρίας έδειχνε ότι Αυτός είναι ο προφητευόμενος βασιλέας, που είναι ο μόνος πραγματικά βασιλέας της Σιών, «διότι», λέγει, «ο βασιλέας σου δεν είναι φοβερός στους παρατηρητές, ούτε είναι κάποιος βαρύς και κακοποιός, συνοδευόμενος από υπασπιστές και δορυφόρους, ή κάποιος που σύρει μαζί του πλήθος πεζών και ιππέων, που ζει με πλεονεξία και που απαιτεί τέλη και φόρους, δουλείες και υπηρεσίες αγενείς και επιβλαβείς· αντιθέτως σημαία Του είναι η ταπείνωση, η πτωχεία και η ευτέλεια, εφόσον εισέρχεται επάνω σε όνο χωρίς καμιά έπαρση. Γι’ αυτό Αυτός είναι ο μόνος δίκαιος βασιλέας που σώζει με δικαιοσύνη και Αυτός είναι πράος έχοντας ως ιδιότητά Του την πραότητα»· διότι ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον εαυτό Του: «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ(:μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στο φρόνημα και την εσωτερική διάθεση)»[Ματθ.11,29].
Ο μεν βασιλέας λοιπόν που ανέστησε τον Λάζαρο εισήλθε τότε στα Ιεροσόλυμα καθισμένος επάνω σε όνο· αμέσως δε όλοι οι λαοί, παιδιά, άνδρες, γέροντες, στρώνοντας τα ενδύματα και παίρνοντας Βάια από φοίνικες, που είναι σύμβολα νίκης, Τον προϋπαντούσαν ως ζωοποιό και νικητή του θανάτου, Τον προσκυνούσαν, Τον προέπεμπαν, ψάλλοντας με μια φωνή όχι μόνο έξω, αλλά και μέσα στον ιερό περίβολο: «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις(:Δόξα στον απόγονο του Δαβίδ, που περιμέναμε έως τώρα. Δοξασμένος να είναι Αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο. Δόξα στον Θεό ας κράζουν και οι άγγελοι που βρίσκονται στα υψηλότερα μέρη του ουρανού)»[Ματθ.21,9]. Το «ὡσαννὰ» λοιπόν είναι ύμνος που αναπέμπεται προς τον Θεό και ερμηνευόμενο σημαίνει «σώσε μας λοιπόν»· η δε προσθήκη «ἐν τοῖς ὑψίστοις» δεικνύει ότι Αυτός δεν ανυμνείται μόνο επί γης, ούτε από τους ανθρώπους μόνο, αλλά και στα ύψη από τους ουράνιους αγγέλους.
Και όχι μόνο Τον ανυμνούν και Τον θεολογούν με αυτόν τον τρόπο, αλλά στη συνέχεια εναντιώνονται και στην κακόβουλη και θεομάχο γνώμη των Γραμματέων και Φαρισαίων και στις φονικές προθέσεις τους. Αυτοί μεν έλεγαν γι’ Αυτόν φρενοβλαβώς: «Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος(:Τι θα κάνουμε; Ο κίνδυνος που μας παρουσιάζεται είναι μεγάλος, διότι αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαύματα Αν τον αφήσουμε ελεύθερο, χωρίς να τον θανατώσουν, όπως Τον είχαμε μέχρι τώρα, όλοι θα πιστέψουν σε Αυτόν ότι είναι ο Μεσσίας, και είναι επόμενο να γίνει κάποια επανάσταση. Και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι και θα μας πάρουν και τον άγιο τόπο του ναού και θα καταλύσουν την ανεξαρτησία του έθνους μας)»[Ιω. 11,47].
Ο λαός, όμως, τι λέγει; «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις(:Ας είναι δοξασμένος και υμνολογούμενος ο απόγονος του Δαβίδ˙ ευλογημένος απ’ τον Θεό είναι αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο. Ευλογημένη και δοξασμένη να είναι του προπάτορά μας Δαβίδ η βασιλεία που έρχεται και πρόκειται μετά από λίγο να αναστηλωθεί σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, για να δοξασθεί και ο Κύριος που μας τη στέλνει. «Δόξα στον Θεό» ας κράζουν και οι άγγελοι που βρίσκονται στα υψηλότερα μέρη του ουρανού)»[Μάρκ. 11,9-10]. Με τη φράση «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», υποδείκνυαν ότι είναι από τον Θεό και Πατέρα και ότι ήλθε στο όνομα του Πατρός, όπως λέγει και ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυτό Του: «Ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ΄ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα͵ ἀλλ΄ ἐκεῖνός με ἀπέστειλεν(:διότι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την ενανθρώπησή μου και έχω έλθει ανάμεσά σας. Είμαι ανάμεσά σας ως πρεσβευτής του Θεού· διότι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκείνος με απέστειλε)»[Ιω. 8,42].
Και με τη φράση «Εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυΐδ(:Ευλογημένη και δοξασμένη να είναι του προπάτορά μας Δαβίδ η βασιλεία που έρχεται και πρόκειται μετά από λίγο να αναστηλωθεί σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, για να δοξασθεί και ο Κύριος που μας τη στέλνει)»[Μάρκ.11,10], υποδείκνυαν ότι αυτή είναι η βασιλεία στην οποία πρόκειται να πιστέψουν τα έθνη κατά την προφητεία, και μάλιστα οι Ρωμαίοι· διότι ο βασιλέας αυτός όχι μόνο είναι ελπίδα του Ισραήλ, αλλά και προσδοκία των εθνών κατά την προφητεία του Ιακώβ: « Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν(: δεν θα λείψει άρχοντας και βασιλικό σκήπτρο από τη φυλή του Ιούδα και δεν θα λείψει αρχηγός από τους απογόνους της γενεάς του μέχρις ότου να έλθει Εκείνος(ο ειρηνοποιός), στον Οποίο ανήκει το βασιλικό αυτό σκήπτρο· και Αυτός θα είναι το πρόσωπο, το οποίο θα περιμένουν με ζωηρή ελπίδα και έντονη προσδοκία τα έθνη και οι λαοί της γης, δηλαδή ο Μεσσίας Χριστός) »[Γέν. 49,10], «δεσμεύων πρὸς ἄμπελον τὸν πῶλον αὐτοῦ(:Θα είναι τόση η μεγάλη ευτυχία και η μακαρία κατάσταση που θα επικρατήσει στις ημέρες της βασιλείας Του· θα είναι τόση η ευφορία της χώρας, ώστε να δένει τον όνο του κανείς στο αμπέλι και το πουλάρι στην ψαλίδα του κλήματος-ή κατ’ άλλη ερμηνεία: Αυτός, επειδή θα είναι η άμπελος η αληθινή και η διδασκαλία Του θα είναι απαλή και ήμερη, θα υποτάξει τους εθνικούς και θα τους κάνει τόσο πειθαρχικούς, όσο πειθαρχικός είναι και ο όνος, που δένεται στο αμπέλι, και το πουλάρι, που δένεται στην ψαλίδα του κλήματος)», δηλαδή δένοντας τον υποκείμενο σε Αυτόν λαό από τους Ιουδαίους, «καὶ τῇ ἕλικι τὸν πῶλον τῆς ὄνου αὐτοῦ· πλυνεῖ ἐν οἴνῳ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ ἐν αἵματι σταφυλῆς τὴν περιβολὴν αὐτοῦ(: Θα είναι τόση η ευημερία και η αφθονία, που θα υπάρχει στις ημέρες της βασιλείας Του, ώστε η ενδυμασία Του θα πλένεται όχι με νερό, αλλά με κρασί, και η στολή Του με το κόκκινο σαν αίμα κρασί του σταφυλιού-Ή, επειδή τα λόγια αυτά είναι προφητεία που αναφέρεται στον Μεσσία, ο Οποίος θα προέλθει από τη φυλή του Ιούδα: Το σώμα που θα φορέσει ο Κύριος κατ΄οικονομίαν για να γίνει άνθρωπος, θα σφαγεί και θα πλυθεί με το αίμα της σταυρικής λυτρωτικής του θυσίας)» [Γέν. 49,11].
Και κλαδί του κλήματος είναι οι μαθητές του Κυρίου, προς τους οποίους έλεγε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν(:Εγώ είμαι η κληματαριά κι εσείς τα κλαδιά της. Εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου κι εγώ μένω μέσα του, αυτός αποδίδει άφθονο και εκλεκτό καρπό· διότι χωρίς εμένα και χωρίς να έχετε τη ζωτική δύναμη που πηγάζει από μένα, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε για τον εξαγιασμό σας και τη σωτηρία σας)»[Ιω. 15,5]. Με το κλήμα λοιπόν αυτό συνέδεσε ο Κύριος προς τον εαυτό του το πωλάρι της όνου του, δηλαδή τον νέο Ισραήλ από τα έθνη, του οποίου τα μέλη έγιναν κατά χάρη υιοί του Αβραάμ. Εάν λοιπόν η βασιλεία αυτή είναι ελπίδα και των εθνών, πώς, λέγουν, «αφού πιστέψαμε σε αυτήν εμείς, θα φοβηθούμε τους Ρωμαίους»;
Έτσι λοιπόν οι νηπιάζοντες όχι στα μυαλά αλλά στην κακία, αφού έλαβαν την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, ανέπεμψαν στον Κύριο πλήρη και τέλειο ύμνο, μαρτυρώντας ότι ως Θεός ζωοποίησε τον Λάζαρο ενώ ήταν τετραήμερος νεκρός. Οι δε Γραμματείς και Φαρισαίοι, μόλις είδαν τα θαυμάσια αυτά και τα παιδιά να κράζουν στο ιερό λέγοντας: «εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις», αγανάκτησαν και έλεγαν προς τον Κύριο: «Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν;(:δεν ακούς τι λένε αυτά τα παιδιά;)», πράγμα που έπρεπε μάλλον ο Κύριος να πει τότε προς αυτούς, ότι δηλαδή «δεν βλέπετε και δεν ακούτε και δεν καταλαβαίνετε;». Γι’ αυτό ο Ίδιος αντικρούοντάς τους που Τον κατηγορούσαν ότι ανέχεται την υμνωδία που μόνο στον Θεό ταιριάζει, λέγει: «Λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται (:Σας βεβαιώνω ότι κι αν αυτοί σιωπήσουν, θα κραυγάσουν οι άψυχες πέτρες)»[Λουκ. 19,40]· «Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;(: Δεν διαβάσατε ποτέ εκείνο που λέει ότι από το στόμα νηπίων και μικρών παιδιών που θηλάζουν ακόμα έφτιαξες, Θεέ, τέλειο ύμνο; Γιατί λοιπόν αγανακτείτε, σαν να ανέχομαι κάτι που δεν το προφήτευσε το Πνεύμα του Θεού;)»[Ματθ. 21,16]. Διότι και τούτο ήταν άξιο μεγάλου θαυμασμού, ότι τα αμόρφωτα και αμαθή παιδιά θεολογούσαν τελείως τον Θεό που ενανθρώπησε για μας, παίρνοντας στο στόμα τους αγγελικό ύμνο· όπως δηλαδή οι άγγελοι έψαλλαν για τη Γέννηση του Κυρίου: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία (:Δοξασμένος ας είναι ο Θεός στα ύψιστα μέρη του ουρανού απ’ τους αγγέλους που κατοικούν εκεί˙ και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη απ’ την αμαρτία και τα βίαια πάθη της, ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη· διότι ο Θεός εκδήλωσε τώρα εξαιρετικά την εύνοια και την ευαρέσκειά Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού του)»[Λουκ. 2,14], έτσι έψαλλαν και τα άκακα παιδιά τώρα στον Κύριο: «λέγοντες· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις(:και έλεγαν: Ευλογημένος και δοξασμένος είναι ο βασιλιάς που έρχεται εκ μέρους του Κυρίου ως αντιπρόσωπός του. Ο Μεσσίας έρχεται να φέρει ειρήνη στον ουρανό, διότι τώρα πια συμφιλιώνονται και ειρηνεύουν οι άνθρωποι με τον ουράνιο Πατέρα και τους αγγέλους του. Αλλά και οι άγγελοι που βρίσκονται στα ύψιστα μέρη του ουρανού δοξάζουν το Θεό για την ενανθρώπηση και την έλευση του Μεσσία)» [Λουκ. 19, 38], έτσι και αυτά τώρα κατά την είσοδό Του αναπέμπουν τον ίδιο ύμνο, λέγοντας: «δόξα στο σωτήρα μας τον υιό του Δαβίδ, δόξα στο σωτήρα μας στα ουράνια», «οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις(:Και τα πλήθη του λαού, όσα προπορεύονταν και όσα ακολουθούσαν, με δυνατές φωνές κραύγαζαν: Δόξα στον απόγονο του Δαβίδ, που περιμέναμε έως τώρα. Δοξασμένος να είναι αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο. Δόξα στον Θεό ας κράζουν και οι άγγελοι που βρίσκονται στα υψηλότερα μέρη του ουρανού)»[Ματθ. 21,9].
Αλλά ας νηπιάσουμε και εμείς αδελφοί, κατά την κακία, νέοι και γέροντες, άρχοντες μαζί και αρχόμενοι, για να ενδυναμωθούμε από τον Θεό, να στήσουμε τρόπαιο και να κρατήσουμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης, όχι μόνο κατά των πονηρών παθών, αλλά και κατά των ορατών και αοράτων εχθρών, ώστε να βρούμε την χάρη του λόγου για βοήθεια εύκαιρη· διότι ο νέος πώλος, όπου καταξίωσε ο Κύριος να καθίσει για χάρη μας, αν και είναι ένας, προτύπωνε την προς Αυτόν υποταγή των εθνών, από τα οποία προερχόμαστε όλοι εμείς, άρχοντες μαζί και αρχόμενοι.
Όπως λοιπόν στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό, ούτε ειδωλολάτρης ούτε Ιουδαίος, αλλά όλοι είναι ένα κατά τον θείο απόστολο [«οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ(:Δεν υπάρχουν πλέον διαφορές εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως και φύλου. Δεν υπάρχει διαφορά Ιουδαίου και Έλληνα, δεν υπάρχει διάκριση δούλου και ελεύθερου, δεν υπάρχει διάκριση άνδρα και γυναίκας. Διότι όλοι εσείς γίνατε ένας νέος άνθρωπος με την ένωσή σας με τον Ιησού Χριστό)»:Γαλ. 3,28], έτσι σε Αυτόν δεν υπάρχει άρχων και αρχόμενος, αλλά με την χάρη Του είμαστε ένα κατά την πίστη σε Αυτόν και ανήκουμε στο ένα σώμα της Εκκλησίας Του, έχοντας μία κεφαλή, αυτόν και ένα πνεύμα ποτισθήκαμε δια της παναγίας χάριτος του Πνεύματος και ένα βάπτισμα λάβαμε όλοι και μια είναι η ελπίς όλων και ένας ο Θεός μας, ο επάνω από όλους και δια μέσου όλων και μέσα σε όλους μας [Εφ. 4,6: «Εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν(:Ένας κυριαρχεί πάνω απ’ όλους ως Δεσπότης. Η δική Του δύναμη διαχύνεται και ενεργεί διαμέσου όλων των μελών της Εκκλησίας σε ολόκληρο το σώμα της. Αυτός κατοικεί μέσα σε όλους μας)»].
Ας αγαπούμε λοιπόν ο ένας τον άλλον, ας ανεχόμαστε και ας φροντίζουμε ο ένας τον άλλον, αφού είμαστε μέλη ο ένας του άλλου, διότι το σήμα της μαθητείας μας προς Εκείνον, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, είναι η αγάπη και η πατρική κληρονομία που μας άφησε, αναχωρώντας από αυτόν τον κόσμο είναι η αγάπη και η τελευταία ευχή που μας έδωσε ανεβαίνοντας προς τον Πατέρα αναφέρεται στην προς αλλήλους αγάπη μας: «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(:Και σας δίνω νέα εντολή: Να αγαπάτε δηλαδή ο ένας τον άλλο. Όπως εγώ σας αγάπησα, έτσι κι εσείς να αγαπιέστε μεταξύ σας. Απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, από το αν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας. Η αγάπη αυτή θα σας εξασφαλίσει την αναγνώριση, τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων περισσότερο από τη θαυματουργική σας δράση)»[Ιω. 13,34-35].
Ας σπεύδουμε λοιπόν να επιτύχουμε την πατρική ευχή και ας μην αποβάλλουμε την από αυτόν κληρονομία ούτε το σήμα που μας έδωσε, για να μην αποβάλλουμε και την υιοθεσία και την ευλογία και την προς Αυτόν μαθητεία, και τότε θα ξεπέσουμε από την ελπίδα που μας αναμένει και θα κλειστούμε έξω από τον πνευματικό νυμφώνα. Και όπως πριν από το σωτήριο πάθος, καθώς ο Κύριος εισερχόταν στην κάτω Ιερουσαλήμ, Του έστρωναν τα ιμάτια όχι μόνο ο λαός, αλλά και οι πραγματικοί άρχοντες των εθνών, οι Απόστολοι του Κυρίου δηλαδή, έτσι κι εμείς άρχοντες μαζί και αρχόμενοι, ας στρώσουμε τα έμφυτα ιμάτιά μας, υποτάσσοντας τη σάρκα και τα θελήματά της στο πνεύμα. Έτσι όχι μόνο θΑ αξιωθούμε να δούμε και να προσκυνήσουμε το σωτηριώδες πάθος του Χριστού και την Αγία Ανάσταση, αλλά και να απολαύσουμε την κοινωνία προς Αυτόν· «εἰ γὰρ (:διότι εάν)», λέγει ο απόστολος, «σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα (:εάν, σαν τα δέντρα που είναι μαζί φυτεμένα και θρεμμένα, έχουμε γίνει ένα με τον Χριστό στο βάπτισμα, το οποίο είναι σύμβολο του θανάτου Του, κατά φυσική συνέπεια θα γίνουμε ένα και στην Ανάστασή Του)»[Ρωμ. 6,5].
Αυτήν την ανάσταση είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Άπαντα τα έργα, Ομιλίες Α΄- Κ΄, ομιλία ΙΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, τόμος 9, σελίδες 398-419.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ[:Φιλιπ. 4, 4-9]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα: «ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-4-1985]
(Β134)
Ζούμε, αγαπητοί μου, σε μία ταραγμένη εποχή. Τα πρότυπα έχουν εκλείψει. Καθετί που οι αιώνες έχουν σεβαστεί, θεωρείται πια νοσηρό και επικίνδυνο κατεστημένο και πρέπει να γκρεμιστεί… Γι΄αυτό ακριβώς και η εποχή μας έχει χάσει τον προσανατολισμό της και αναζητά. Αναζητά σε όλους τους τομείς, πώς θα ζήσει η κοινωνία καλύτερα. Πώς θα εκφραστεί ο άνθρωπος με την τέχνη καλύτερα· πώς θα φιλοσοφήσει ακριβέστερα· πώς θα χρησιμοποιήσει την επιστήμη επ’ ωφελεία. Αναζητά· παντού αναζητά. Γι’ αυτό βλέπει κανείς σε όλες αυτές τις προσπάθειες του ανθρώπου, φεύγοντας από την κλασικότητα, να είναι και η τέχνη του και η ζωή του μία καρικατούρα. Έτσι, που αν κανείς ζήσει λίγο την κλασικότητα, να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μία παρακμή. Αν πούμε ότι στην εποχή μας, ότι ζει αυτήν την παρακμή, θα μας απαντήσει η εποχή μας: «Όχι· δεν ζούμε την παρακμή. Αρνηθήκαμε το παρελθόν και ζητάμε κάτι. Κάτι καινούριο. Είναι μία μεταβατική περίοδος. Ζητάμε κάτι άλλο…».
Αλλά τι ζητάει η εποχή; Αγαπητοί, τι ζητάει η εποχή… Ζητά τα αληθή μέτρα που θα κάνουν τον άνθρωπο, άνθρωπο. Αλλά είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος παλινδρομεί μέσα στη ζωή του και αυτό είναι ένα μεταπτωτικό φαινόμενο· το ότι παλινδρομεί. Εκεί που κρατάει την αλήθεια, την αφήνει, και αναζητά την αλήθεια. Οξύμωρον σχήμα. Εκεί που κρατάει την αλήθεια, την αφήνει. Και αναζητά την αλήθεια. Γιατί για μια στιγμή νομίζει ότι δεν κρατάει την αλήθεια, ή βαρέθηκε την αλήθεια ή κουράστηκε με την αλήθεια και ζητάει κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο, θέλει να είναι η αλήθεια. Αλλά η αλήθεια δεν είναι σπασμένη, δεν είναι μοιρασμένη, δεν είναι κομματιασμένη. Γι΄αυτό ακριβώς τον λόγο ο άνθρωπος παλινδρομεί πάντα στη ζωή του. Και σαν λαοί και σαν πρόσωπα.
Αλλά, όπως κι αν το κάνουμε, κάνοντας αυτούς τους μεγάλους κύκλους ο άνθρωπος και φθάνοντας πάλι στο σημείο εκείνο απ’ όπου ξεκίνησε, απλώς μπαίνει σε μία περιπέτεια. Απλώς μπαίνει σε μία περιπέτεια που τον ταλαιπωρεί και τον ξεφτίζει. Ξαναγυρίζει στην αλήθεια, αλλά ένας λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να πει: «Γιατί να ζω αυτήν την περιπέτεια;. Εκτός πια εάν αυτή η περιπέτεια με κάνει…–κι αυτό είναι της μόδας, είναι πολύ της μόδας- με κάνει ανήσυχον άνθρωπο, άνθρωπο τάχα, δήθεν βαθύ. Γιατί αν πρέπει να μένω σ’ αυτό που γνωρίζω ως αληθές, δεν έχω αξία, ζω σε μία επιφάνεια. Αν όμως αρνηθώ αυτό που έχω, τότε γίνομαι βαθύς γιατί ψάχνω»... Αγαπητοί μου…σνομπισμός. Αν επιτρέπεται να πω τη λέξη και τον χαρακτηρισμό. Δηλαδή με άλλα λόγια, ο άνθρωπος χάνει πραγματικά τον εαυτό του όταν αναζητά εκείνο που θέλει να βρει και χάνοντας τον εαυτό του, στο τέλος μπαίνει σε μία ταλαιπωρία. Όμως, γιατί θα έλειπε το βάθος, αν θα κρατούσαμε εκείνο που ήδη υπάρχει; Γιατί παρακαλώ θα χάναμε το βάθος, αν θα μέναμε σε εκείνο το οποίο έχουμε; Αν εγώ μένω αυτή τη στιγμή μέσα σε ένα τετραγωνικό μέτρο, γιατί θα πρέπει να κάνω παλινδρομήσεις τῇδε κἀκεῖσε, ενώ έχω ένα απεριόριστο βάθος μέσα στο οποίο μπορώ να βρίσκομαι;
Έτσι, αγαπητοί, εκείνο το οποίο προσφέρεται, πρέπει να το καλλιεργήσουμε, να το βαθύνουμε. Κι αυτό που προσφέρεται, προσφέρεται από τον ουρανό. Μια αθάνατη σελίδα, αθάνατη σελίδα τρόπου ζωής, που δεν έχει διακυμάνσεις και περιπέτειες από κείνες που ξεφτάνε τον άνθρωπο και τον κάνουν ένα ερείπιο ριγμένο στο πεζοδρόμιο με τα ναρκωτικά, με την ατημέλεια, με εκείνο το άφημα του εαυτού του, που τον κάνει η κατάσταση αυτή τον άνθρωπο αξιοθρήνητον και αξιολύπητον, θύμα των δαιμόνων, μια αθάνατη σελίδα… ακούσατέ την, αγαπητοί μου, από την επιστολή προς Φιλιππησίους, του Αποστόλου Παύλου, που σήμερα ακούστηκε στην αποστολική περικοπή:
«Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν». Το λοιπόν, αδελφοί, ως προς εκείνα που σας είπα, κάτι να σας συμπληρώσω, αδελφοί. Το λοιπόν. Ως προς τα υπόλοιπα, έχω να σας πω, όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι αγνά και προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν κάποια αρετή υπάρχει και κάτι που επαινείται, αυτά να λογίζεσθε, αυτά να έχετε στον νου σας· εκείνα που μάθατε και παραλάβατε από μένα και ακούσατε και είδατε σε μένα, αυτά να πράσσετε· και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας.
Καταρχάς βέβαια, αν δείτε ολόκληρο το κεφάλαιο, το 4ον από την προς Φιλιππησίους, θα δείτε να γράφει ο Απόστολος με μία ανείπωτη ειρήνη. Με μία χάρη που δεν συναντάται εδώ στη γη παρά έρχεται από τον ουρανό. Αλλά παίρνοντας αυτό το μικρό απόσπασμα, ας δούμε τι μπορεί να μας πει ο Απόστολος. Όσα, λέγει, είναι αληθή, αυτά να λογίζεσθε. Ποια είναι αληθή; Έχετε ακούσει πολλές φορές την έκφραση «έζησα μια ψεύτικη ζωή»; Υπάρχει αληθινή και ψεύτικη ζωή; Ή χαρακτηρίζουμε την ίδια τη ζωή ψεύτικη; Ή λέμε έναν άνθρωπο «αυτός ζει ψεύτικα». Όχι ότι λέγει ψέματα. Αλλά ότι αυτό που διαλέχτηκε για να βιωθεί, δεν ήτο αληθινό, δεν ήτο το σωστό, δεν ήτο αυτή αύτη η πραγματικότητα. Αν θέλετε, αυτό που ακριβώς καθορίζει τον άνθρωπο, όπως βγήκε από τα χέρια του Θεού. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο κοινωνό του ουρανού. Αυτό, όταν λείπει, όλα είναι ψεύτικα. Έτσι ένας άνθρωπος άμα ζήσει τη ζωή της αμαρτίας, τη ζωή των ηδονών και των αισθήσεων, στο τέλος θα πει: «Ψεύτικη ζωή, πόσο γρήγορα πέρασες!». Ο Θεός κάνει ψεύτικα πράγματα, για να αναφωνήσεις τη ζωή σου, που σου τη χάρισε σαν δώρο πανάκριβο και μοναδικό, ψεύτικα πράγματα; Κάνει ο Θεός ψεύτικα πράγματα; Εσύ έζησες το ψέμα, το ψεύδος, την απάτη, εκείνο που ακριβώς θα μπορούσε να ειπεί ο σοφός Σολομών: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Ο σοφός Σολομών το λέγει αυτό αφού δοκίμασε ό,τι μπορούσε να δοκιμάσει ένας άνθρωπος πάνω στη γη. Από τη σοφία μέχρι τις ηδονές των αισθήσεων. Τα εδοκίμασε όλα! Και έφτασε να ειπεί, βαθιά απογοητευμένος: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Και όμως, αγαπητοί μου, ουδέν είναι μάταιον. Αντιθέτως, ο Θεός μας είπε να στρέφουμε τα μάτια μας μακριά από τη ματαιότητα. Ό,τι ο Θεός δημιουργεί, δεν είναι μάταιον. Αλλά γιατί αναφωνεί ο άνθρωπος ότι είναι όλα μάταια; Γιατί έζησε και ζει την ψεύτικη ζωή.
Λέγει λοιπόν τώρα ο Απόστολος: «Ὃσα ἐστὶν ἀληθῆ», «ό,τι είναι αληθινό, πραγματικό…». Επί παραδείγματι, ο άνθρωπος είναι… -ας μου επιτραπεί αυτός ο όρος- δεν μ’ αρέσει, γιατί δεν είναι σωστός- είναι μία «μεταφυσική ύπαρξις». Τώρα θα το πω σωστά. Ο άνθρωπος είναι μία θεολογική ύπαρξις· που σημαίνει ένα ον που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον Θεό. Αυτό είναι η αλήθεια. Αν θα ΄θελε να ζήσει χωρίς τον Θεό, αυτό δεν είναι η αλήθεια. Αυτό είναι το ψεύδος. Αυτό ακριβώς θέλει να πει ο Απόστολος Παύλος. «Όσα εστίν αληθή, αυτά να ζείτε».
«Ὃσα σεμνά». Τι θα πει «όσα σεμνά»; Όσα σεβαστά. Ό,τι είναι σεβαστό. Εξωτερικά. Γιατί θα πει κάτι πιο κάτω που θα είναι εσωτερικό. Όσα είναι σεβαστά. Και είναι πολλά πράγματα σεβαστά εις τον κόσμον αυτόν. Εάν, αγαπητοί μου, πούμε δεν είναι τίποτα σεβαστόν εις τον κόσμον αυτόν, και τι είναι ο ηλικιωμένος άνθρωπος και τι είναι ο πρεσβύτερος και τι είναι ο ιερεύς και τι είναι ο ναός και τι είναι τούτο και τι είναι εκείνο, όλα να τα ποδοπατήσουμε, όλα να τα γκρεμίσουμε, αυτό ακριβώς δείχνει τον άνθρωπο τον παρηκμασμένο. Ο παρηκμασμένος άνθρωπος είναι δαιμονισμένος άνθρωπος. Ο διάβολος αγαπά την καταστροφή του ανθρώπου, την παρακμή του. Όταν ο άνθρωπος όμως σέβεται, οτιδήποτε σέβεται, επιτρέψατέ μου, κι ένα λουλούδι στο βουνό που περνάει, στον δρόμο, στο μονοπάτι, το σέβεται. Δεν το πατά. Αλλά και αν το κόψει, θα το κόψει και θα το περιεργαστεί. Θα το μυρίσει, θα το κοιτάξει καλά, θα δοξάσει τον Θεό, θα το βάλει στο βάζο του στο σπίτι του. Δεν θα κάνει εκείνο που κάνουμε, θα το έχετε δει πολλές φορές, σκύβουμε, κόβουμε με μίαν αναίδειαν, μέσα στην κτίση μπροστά είναι μία αναίδεια, κόβομε ένα λουλούδι, το βάζουμε στα ρουθούνια μας και με απαρέσκεια το πετάμε. Άνθρωπε, γιατί δεν σέβεσαι αυτό που όλα ο Θεός γύρω σου έχει δημιουργήσει; Ο άνθρωπος που σέβεται, σέβεται τα πάντα. Κι ένα μικρό παιδί! Όχι μόνο ένα λουλούδι· κι ένα μικρό παιδί. Μπροστά σε ένα μικρό παιδί δεν θα ασχημονήσει. Το σέβεται. Δεν έχει κριτήριο την ηλικία. Ούτε ακόμα την ποιότητα. Έχει απλώς μπροστά του κριτήριο ότι είναι κτίσματα του Θεού. Όλα τα σέβεται. Όσα λοιπόν είναι σεμνά, αυτά να λογίζεστε. Δηλαδή ό,τι είναι σεβαστό, αυτό να έχετε στον νου σας.
«Ὃσα δίκαια». Όσα δίκαια. Ό,τι ανήκει στη σχέση σου, άνθρωπε, με τον Θεό, με τον συνάνθρωπό σου και με τον εαυτό σου. Η σχέση δικαιοσύνης είναι μεγάλο πράγμα. Η σχέση δικαιοσύνης δεν είναι μεταξύ του εργοδότου και του εργαζομένου. Η δικαιοσύνη δεν περιορίζεται στο θέμα, παρακαλώ, στο θέμα του μισθού, στο θέμα των χρημάτων. Είναι πολύ περιορισμένο αυτό. Είναι και αυτό. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό όμως. Είναι κάτι πολύ πολύ βαθύτερο, κάτι πολύ πολύ πλατύτερο. Τι ανήκει στον Θεό; Θα Του το αποδώσω. Τι ανήκει στον πλησίον μου; Και η ησυχία ακόμη που πρέπει να κάνω το μεσημέρι, είναι θέμα δικαιοσύνης. Ακούσατέ το αυτό. Είναι θέμα δικαιοσύνης, όταν αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να κάνω ησυχία, να μην ανησυχήσω τον άλλον άνθρωπο. Αλλά και απέναντι στον εαυτό μου δικαιοσύνη. Θα του αποδώσω ό,τι πρέπει. Όταν πολλές φορές ακούτε ανθρώπους να λένε: «Εγώ κάνω ό,τι μ’ αρέσει, αμαρτάνω κατά το δοκούν, δεν αδικώ κανέναν. Ποιον πειράζω;». Ναι, δεν αδικείς κανέναν, έστω, ας το πάρουμε κι έτσι, σε μία πρώτη φάση. Αδικείς όμως τον εαυτό σου. Και δεν πρέπει και η δικαιοσύνη να είναι και στον εαυτό σου; Δεν λέγει η εντολή: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»; Ποιο είναι το κριτήριο; Ο εαυτός σου. Το κριτήριον είναι ο εαυτός σου. Και στην αγάπη και στη δικαιοσύνη. Αν δεν έμαθες να αποδίδεις αγάπη στον εαυτό σου, αγάπη και δικαιοσύνη στον εαυτό σου, πώς θα αποδώσεις στον άλλον; Πώς θα αποδώσεις στον Θεό; Εάν ο εαυτός σου είναι ο πλησιέστερος πλησίον σου και τον αγνοείς και τον περιφρονείς και τον αδικείς, πώς θα μπορέσεις να αποδώσεις στον άλλον τη δικαιοσύνη; Το κριτήριο σου λείπει. Το μέτρο σου λείπει. Πώς θα μετρήσεις λοιπόν, αφού ο εαυτός σου είναι στραπατσαρισμένος;
Βλέπετε λοιπόν, αγαπητοί μου, ότι είναι μεγάλο πράγμα να είναι κανείς δίκαιος. Είναι μία από τις τέσσερις μεγάλες αρετές των αρχαίων Ελλήνων η δικαιοσύνη. Και όπως λέγουν οι Πατέρες, η δικαιοσύνη σκορπιέται, μοιράζεται, ανάμεσα στις άλλες τρεις αρετές. Δηλαδή αυτό που θα λέγαμε στην πατερική γλώσσα, είναι η διάκρισις, είναι ο τρόπος που συνδέεται η μία αρετή με την άλλη. Αυτό είναι η δικαιοσύνη. Είναι μεγάλο πράγμα. Είναι πλατύ. Είναι βαθύ πράγμα.
«Ὃσα ἀγνά». Ω, όσα αγνά! Εάν τα σεμνά είναι κάτι το εξωτερικό, τα αγνά είναι κάτι το εσωτερικό. Είναι ό,τι αναφέρεται στα ελατήρια και στις εφέσεις του ανθρώπου, που πρέπει να είναι όλα αυτά αμόλυντα, καθαρά. Λέμε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι αγνός άνθρωπος». Τι θα πει αυτό; Έχει αγνές προθέσεις. Τα ελατήριά του είναι αγνά. Δεν είναι ο σκολιός, ο διεστραμμένος άνθρωπος. Το «ναι» του είναι «ναι» του. Το «όχι» του είναι «όχι» του. Αυτό που ο Κύριος είπε στον όρκο· το «ναι» σας, « ναι σας» και το «όχι» σας, «όχι σας». Ακριβώς αυτό είναι. Είναι ο άδολος άνθρωπος, είναι ο αγνός άνθρωπος. Πολλές φορές το λέμε αυτό για έναν άνθρωπο. «Αυτός είναι αγνός άνθρωπος, είναι αγνός πατριώτης». Τι σημαίνει αυτό; Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να μπαίνουν και να επηρεάζουν τα ελατήριά του στις αποφάσεις του και στις ενέργειές του. Αγνός άνθρωπος! Ωραίο πράγμα! Αγνός άνθρωπος. Ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Αγνός βέβαια ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, είναι εκείνος ο οποίος δεν κάνει ανήθικες πράξεις. Δηλαδή ο ηθικός, ἐν στενῇ ἐννοίᾳ , ο εγκρατής ἐν στενῇ ἐννοίᾳ.
«Ὃσα προσφιλῆ». Όσα είναι προσφιλή. Προσφιλές θα πει αγαπητό. Όσα λοιπόν είναι προσφιλή, αυτά να λογίζεστε. Και ποια είναι τα προσφιλή, αγαπητοί μου; Ό,τι είναι προσφιλές στον Θεό πρώτα. Αυτό που λέμε: «Αρέσει στον Θεό;». «Κύριε, αν κάνω μία πράξη, θα σου αρέσει;». Όπως ομοίως και στους ανθρώπους. Βέβαια πολλά πράγματα μπορεί να αρέσουν και να είναι βρώμικα. Άρεσε, λέγει, πολύ ο χορός της Σαλώμης, όταν χόρεψε μπροστά… εκείνο το διεφθαρμένο κορίτσι, το εντελώς διεφθαρμένο κορίτσι, το ανήθικο, όταν χόρεψε μπροστά στον πατέρα του τον Ηρώδη και εις τους επισήμους της Επαρχίας. Άρεσε. Άρεσε… Προσφιλές; Το κριτήριο του προσφιλούς, δεν είναι στους ανθρώπους μπροστά, δεν είναι από τους ανθρώπους, αλλά το κριτήριο είναι… τι αρέσει στον Θεό. Άμα αρέσει κάτι στον Θεό, οπωσδήποτε αρέσει στους ανθρώπους· αν θέλετε, στους αγνούς ανθρώπους, στους καθαρούς ανθρώπους. Θέλετε ακόμη; Και εις τους βρώμικους…Δεν είναι δυνατόν ποτέ το σεμνό, το αγαθό, το ωραίο, εκείνο που είναι προσφιλές, να μην αρέσει και στους διεφθαρμένους ανθρώπους. Θα μου πείτε: «Το κοροϊδεύουν…». Μα αυτό είναι η απόδειξη ότι τους αρέσει! Θα μου πείτε «η απόδειξη όταν κοροϊδεύουν;». Βεβαίως! Είναι η αντίδρασις. Ότι αυτό που εγώ δεν έχω, το κοροϊδεύω γιατί δεν το φτάνω. «Ὄμφακές εἰσιν». «Αγουρίδες είναι», όπως είπε η αλεπού για τα σταφύλια. Ό,τι δεν φθάνει ο άλλος, το κοροϊδεύει. Αν λοιπόν σε κοροϊδεύει ο διεφθαρμένος γιατί κάνεις προσφιλή πράγματα, είναι μία απόδειξη ότι δεν το φθάνει. Το θέλει στο βάθος. Αν είχε ταπείνωση, θα σου ‘σφιγγε το χέρι και θα σου έλεγε «μπράβο».
«Ὃσα εὒφημα». Όσα έχουν καλήν φήμην. Γιατί προφανώς υπάρχουν και πράγματα τα οποία δεν έχουν καλήν φήμην. Πρέπει λοιπόν οπωσδήποτε να ακολουθούμε πάντοτε εκείνο που έχει καλή φήμη. Όχι πάντοτε ό,τι μόνο είναι, αλλά και ό,τι φαίνεται. Προσέξατέ το αυτό. Λέει ο Απόστολος Παύλος: «Προνοούμενοι καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων». Να φροντίζουμε να υπάρχει μία καλή φήμη, όχι με ελατήριο την κενοδοξίαν, αλλά με ελατήριον να δοξαστεί ο Θεός και όχι να κατηγορηθεί ο Θεός και να βλασφημηθεί. Ενώπιον πάντων ανθρώπων. Και όταν λέει «πάντων» εννοεί και τους μη χριστιανούς. Τι θα κάνω, που να μην σκανδαλίσω. Ό,τι κάνω, θα είναι εύφημο. Όχι λοιπόν ότι πιστεύω αλλά και όπως φαίνομαι. Είναι πολύ σπουδαίο. Υπάρχει ένα παλιό ρητό, γνωμικό, που έλεγε: «Η σύζυγος του αυτοκράτορος δεν πρέπει να είναι τιμία αλλά πρέπει να φαίνεται τίμια». Διότι κάποιος μπορεί να πει: «Ε, εγώ είμαι αγνός άνθρωπος, και αν κινηθώ όπως θέλω, κι αν ο άλλος βάλει στο μυαλό του κάτι πονηρό, τι με νοιάζει εμένα; Εγώ είμαι αγνός άνθρωπος». Δεν είναι αρκετό. Δεν είναι αρκετό. Πρέπει και να είσαι, πρέπει και να φαίνεσαι. Όχι να επιδεικνύεσαι. Όχι να λες: «Ξέρεις, εγώ είμαι εγώ…». Αλλά απλώς οι πράξεις σου να είναι τέτοιες που να φαίνονται και να δοξάζεται ο Θεός. Γι΄αυτό λέγει ο Κύριος, ο ίδιος ο Κύριος το λέγει αυτό: «ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Είδατε; Η δοξολογία του Θεού πρέπει να είναι στο τέλος. «Ὃσα εὒφημα, ταῦτα λογίζεσθε. Εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε». Και συγκεφαλαιωτικά πια, για να μην τραβήξει μακρύ τον κατάλογο ο Απόστολος, τι λέγει; Και τέλος πάντων, ό,τι είναι αρετή και ό,τι είναι επαινετόν, αυτό να λογίζεσθε. Σήμερα δεν είμεθα κυνηγοί των αρετών και των επαινετών πραγμάτων, αλλά των αντιστρόφων. Για να κάνουμε επίδειξη. Δεν είναι της μόδας, όπως σας είπα και στην αρχή, σήμερα να ζούμε την αρετή.
Αγαπητοί, προσέξατέ το. Είναι μία σελίδα χριστιανικής τελειότητος αυτό που μας λέει ο απόστολος Παύλος. Μία σελίδα πνευματικής ζωής. Όχι απλώς τηρηταί κάποιων εντολών. Όχι αυτό μόνον. Οι εντολές προϋποτίθενται. Αλλά τι; Αφού θα ζήσουμε τις εντολές, θα αρχίζουν οι εντολές να βγάζουν άρωμα. Αυτά λοιπόν που ανέφερε εδώ ο Απόστολος, είναι το άρωμα των εντολών. Και δεν είναι αυτές από μόνες τους οι εντολές. Αλλά το άρωμά τους. Πολλοί άνθρωποι τηρούν τις εντολές, αλλά κάνουν να μην βγαίνει άρωμα από τις εντολές. Πρέπει λοιπόν να βγαίνει άρωμα. Έτσι, ό,τι αρωματώδες, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε, ό,τι αρωματώδες από αρετές και επαινετά πράγματα, αυτά, λέει, να έχετε στο μυαλό σας και με κάθε τρόπο να προσπαθείτε με αυτά να ζήσετε και με αυτά να εμφανίζεστε.
«Ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε». Εδώ βάζει τέσσερα ζεύγη. «Εκείνα που έχετε μάθει και έχετε παραλάβει…»- από ποιον; «Από μένα. Κι εκείνα που ακούσατε και είδατε σε μένα, αυτά να πράσσετε». Πέραν από εκείνα τα οποία θεωρητικά τους είπε, αγαπητοί μου, ο Απόστολος, τώρα τους δίνει και ένα διάγραμμα πρακτικόν. Μην πείτε ότι είναι αλαζονεία εκ μέρους του Παύλου. Αυτός όλος ο στίχος είναι μία πλάτυνσις ενός άλλου στίχου, που είπε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ». Μην πείτε ότι ο Παύλος είναι κενόδοξος, είναι υπερήφανος. Μην το πούμε αυτό. Ο Παύλος προβάλλει τον εαυτό του προς μίμησιν. Και τι λέγει; «Εκείνα που μάθατε και πήρατε, αυτά να πράσσετε». Σαν διδασκαλία. «Εκείνα που είδατε και ακούσατε σε μένα. Είδατε όσο ήμουνα στην πόλη σας, τους Φιλίππους. Και ακούσατε όσα δεν ήμουν εγώ στην πόλη σας, αλλά ακούσατε σαν φήμη, αυτά να πράσσετε». Γιατί το λέγει αυτό ο Απόστολος Παύλος, άραγε; Γιατί; Θέλει να δώσει, αγαπητοί μου, έναν τύπον ανθρώπου. Ο Παύλος είναι πολύ ταπεινός, είναι πάρα πολύ ταπεινός. Φοβείται δε όλα εκείνα τα μοντέλα, τα υποδείγματα, τα οποία προσεφέροντο στην εποχή του. Και θέλει να παρουσιάσει -πρωτοεμφανίσιμος είναι ο Χριστιανισμός στον κόσμον- να παρουσιάσει πρότυπα. Με άλλα λόγια, ομιλεί για πρότυπα. Και είναι γνωστό ότι πρότυπον δεν είναι μόνον ο Παύλος. Καθένας που ζει Χριστόν είναι ένα πρότυπο. Όλοι οι άγιοι είναι πρότυπα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε απλά: Πέραν από τις συμβουλές, έχετε και πρότυπα. Η εποχή μας γκρεμίζει τα πρότυπα· όποια και να είναι. Εμείς πρέπει να έχουμε τα πρότυπα. Τα πρότυπα της χάριτος του Θεού. Τα καλλιτεχνήματα της σμίλης της χάριτος του Θεού. Και είναι οι άγιοι. Αυτοί θα είναι τα πρότυπά μας. Και λέγει: «Τότε, εάν έχετε τη διδασκαλίαν και πρότυπα τους αγίους και τα πράττετε όλα αυτά, τα εφαρμόζετε, τότε –ακούστε- τότε «ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾽ ὑμῶν(Ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας)». Γιατί λέγει τον Θεόν, «Θεὸν τῆς εἰρήνης»; Γιατί είναι πραγματικά Θεός της ειρήνης. Δηλαδή είναι η αληθινή ειρήνη ο Θεός. Τότε, ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας. Θα αναπαυθείτε εσωτερικά. Τότε θα βρείτε νόημα στη ζωή. Τότε θα πείτε: «Δεν είναι τίποτα μάταιο εις τον κόσμον αυτόν». Όλα είναι εξαγιασμένα. Όλα κάτω από τη χάρη του Θεού. Μέσα σε μία ανείπωτη χαρά, μέσα σε μία ανείπωτη ειρήνη. Εκείνη που ψάχνει ο κόσμος να βρει, αλλά δεν την βρίσκει, γιατί δεν έχει τον Χριστό. Και όλα αυτά είναι οι θησαυροί του Χριστού, οι θησαυροί οι απόκρυφοι του Χριστού· που όταν κανείς πιστέψει στο πρόσωπό Του, αρχίζει έναν-έναν να τον ανακαλύπτει και να τον προσοικειούται.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_272.mp3