ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ (25/9/2022)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΛΟΥΚΑ
Β΄ προς Κορινθίους, κεφάλαιο Δ΄, εδάφια 6-15
6 Ὃτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 7 ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, 8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, 9 διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, 10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. 11 Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. 12 ᾫστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. 13 Ἒχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, 14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 15 Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν.Τρεμπέλα
6 Και κηρύττουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δόξα του Χριστού, διότι ο Θεός, ο Οποίος στη δημιουργία του κόσμου διέταξε από το σκοτάδι να λάμψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμψε στις καρδιές μας, όχι μόνο για να φωτισθούμε εμείς, αλλά και για να μεταδοθεί μέσα από μας ο φωτισμός που προέρχεται από τη γνώση της δόξας του Θεού, η οποία φανερώθηκε μέσα από το πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Ιησού Χριστού. 7 Έχουμε λοιπόν τον θησαυρό της φωτιστικής και ένδοξης αυτής γνώσεως μέσα στα σώματά μας, που είναι εύθραυστα και χωματένια, για να αποδεικνύεται ότι το υπερβολικό μεγαλείο της δυνάμεως που υπερνικά τα εμπόδια και τους κινδύνους μας, είναι του Θεού και δεν προέρχεται από εμάς τους ασθενικούς και αδύναμους. 8 Κι έτσι συμβαίνει να θλιβόμαστε σε κάθε τόπο και περίσταση, αλλά όμως οι εξωτερικές αυτές δυσκολίες δεν μας δημιουργούν εσωτερικό αδιέξοδο και στενοχώρια αγωνιώδη. Φθάνουμε σε απορία, χωρίς όμως και να απελπιζόμαστε ή να αποστερηθούμε ποτέ μέσο και δυνατότητα σωτηρίας. 9 Μας καταδιώκουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μας εγκαταλείπει ποτέ ο Θεός. Φαίνεται ότι μας κατανικούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαιστές, αλλά δεν χανόμαστε. 10 Διαρκώς και κάθε μέρα περιφέρουμε στις περιοδείες μας το σώμα μας κυκλωμένο από τον έσχατο κίνδυνο να πεθάνουμε, όπως πέθανε ο Κύριος Ιησούς, αλλά αυτό γίνεται για να φανερωθεί στον κόσμο με τη διάσωση του σώματός μας από τους καθημερινούς κινδύνους ότι ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει. 11 Διότι πάντοτε εμείς, που παρά τους τόσους κινδύνους ζούμε, παραδιδόμαστε σε θάνατο για τη δόξα του Χριστού, για να φανερωθεί με τη θνητή σάρκα μας και η δύναμη της ζωής του Ιησού, που παρεμβαίνει και προλαβαίνει τον θάνατό μας.12 Κι έτσι, ενώ εμείς υποφέρουμε τους κινδύνους του θανάτου, εσείς αντιθέτως καρπώνεστε την πνευματική ζωή που προέρχεται από την επικίνδυνη δράση μας.
13 Παρ’ όλους όμως αυτούς τους κινδύνους, επειδή έχουμε το ίδιο Άγιο Πνεύμα που μας στηρίζει στην πίστη, όπως παλιότερα είχε και ο Δαβίδ σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στους Ψαλμούς: «Πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα», έτσι κι εμείς πιστεύουμε, και γι’ αυτό και θαρραλέα ομολογούμε και κηρύττουμε τον λόγο της πίστεώς μας. 14 Και γνωρίζουμε ότι ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει κι εμάς διαμέσου του Ιησού και θα μας παρουσιάσει ένδοξους στο βήμα Του μαζί με σας. 15 Ναι, μαζί με σας. Διότι όλα για σας γίνονται˙ έτσι ώστε η ευεργεσία που μας κάνει ο Θεός σώζοντάς μας από τους κινδύνους για χάρη σας, να πλεονάζει και να γίνει ευεργεσία και χάρη όχι μόνο σε μας αλλά και σε όλους εσάς. Κι έτσι αυτοί που ευεργετούνται θα είναι περισσότεροι, ώστε και η ευχαριστία προς τον Θεό να πλεονάσει και να περισσεύσει, για να δοξάζεται το όνομά Του.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Ε΄, εδάφια 1-11
1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. 3 Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Κάποτε, ενώ ο Ιησούς στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, τα πλήθη του λαού άρχισαν να συνωστίζονται γύρω του και να τον στριμώχνουν, επειδή ήθελαν ν’ ακούν τον λόγο του Θεού. 2 Τότε είδε δύο μικρά πλοία αραγμένα στην άκρη της λίμνης˙ οι ψαράδες μάλιστα είχαν βγει απ’ αυτά στην παραλία και έπλεναν τα δίχτυα. 3 Κι αφού μπήκε σ’ ένα από τα πλοία αυτά, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να το τραβήξει λίγο πιο μέσα, σε μικρή απόσταση από τη στεριά. Και τότε κάθισε μέσα στο πλοίο και δίδασκε από εκεί τα πλήθη του λαού που βρίσκονταν στην παραλία. 4 Κι όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πάρε πάλι το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίχτυα σας για να πιάσετε ψάρια». 5 Ο Σίμων τότε του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το διατάζεις εσύ, θα ρίξω το δίχτυ έχοντας τέλεια πεποίθηση και υπακοή στον λόγο σου». 6 Κι αφού το έκαναν αυτό, έπιασαν μέσα στο δίχτυ πάρα πολλά ψάρια. Τόσα πολλά, που το δίχτυ τους άρχισε να σπάζει, επειδή δεν άντεχε στο βάρος του πλήθους των ψαριών. 7 Και με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους που ήταν στο άλλο πλοίο να έλθουν και να πιάσουν μαζί μ’ αυτούς τα δίχτυα και να τους βοηθήσουν να τα σύρουν επάνω. Εκείνοι ήλθαν και γέμισαν και τα δύο πλοία τόσο πολύ, που κινδύνευαν να βυθιστούν από το βάρος των ψαριών.
8 Όταν λοιπόν είδε ο Σίμων Πέτρος το πρωτοφανές αυτό και ανέλπιστο πλήθος των ψαριών, έπεσε κάτω στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το πλοίο μου και φύγε από μένα, Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, και δεν είμαι άξιος να σ’ έχω στο πλοίο μου». 9 Και είπε αυτά τα λόγια ο Πέτρος, διότι κι αυτός κι όλοι εκείνοι που ήταν μαζί του κυριεύθηκαν από μεγάλη έκπληξη και δέος για την πρωτοφανή αλιεία τόσων ψαριών που είχαν πιάσει, και η οποία μόνο από παρέμβαση της θείας δυνάμεως μπορούσε να εξηγηθεί. 10 Παρόμοια μάλιστα κυριεύθηκαν από έκπληξη και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήταν συνέταιροι του Σίμωνος. Τότε ο Ιησούς είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι. Από τώρα που σε καλώ να γίνεις απόστολός μου και στο εξής, θα συνεχίσεις να ψαρεύεις, αλλά δεν θα πιάνεις ψάρια αλλά ανθρώπους ζωντανούς, που με το κήρυγμά σου θα τους οδηγείς στη σωτηρία». 11 Κι αφού επανέφεραν τα πλοία στη στεριά, άφησαν τα πάντα, και τα ψάρια δηλαδή και τα δίχτυα και τα πλοία τους, και τον ακολούθησαν.
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΛΟΥΚΑ [:Β΄ Κορ.4,6-15]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν(:Και κηρύττουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δόξα του Χριστού, διότι ο Θεός, ο οποίος στη δημιουργία του κόσμου διέταξε από το σκοτάδι να λάμψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμψε στις καρδιές μας)»[Β΄Κορ.4,6].
Είδες ότι πάλι δείχνει ο Παύλος σε εκείνους που ζητούσαν να δουν τη δόξα εκείνη την υπερβολική, εννοώ του θεόπτη Μωυσή, να αστράπτει υπερβολικά; «Όπως ακριβώς στο πρόσωπο του Μωυσή, έτσι», λέγει, «έλαμψε και στις δικές σας καρδιές». Και προηγουμένως υπενθυμίζει εκείνα που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας, για να δείξει ότι αυτή η δημιουργία[:η πνευματική μας αναγέννηση] είναι μεγαλύτερη. Και πότε είπε «Γενηθήτω φῶς(:Να γίνει φως επί της γης)»; Στην αρχή και στο προοίμιο της δημιουργίας· γιατί λέγει: «Σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς(: Σκοτάδι απλωνόταν επάνω από τα ύδατα που τη σκέπαζαν, ενώ το ζωοποιό Πανάγιο Πνεύμα φερόταν επάνω από τα ύδατα και την περιέβαλλε. Και είπε ο Θεός: ’’Να γίνει φως επί της γης’’· και έγινε φως)»[Γέν.1,2-3]. Αλλά τότε βέβαια είπε: «να γίνει φως και έγινε», ενώ τώρα δεν είπε, αλλά ο Ίδιος έγινε Φως σε εμάς· γιατί δεν είπε ότι και τώρα είπε, αλλά ότι ο Ίδιος έλαμψε. Γι’ αυτό δεν βλέπουμε αισθητά πράγματα ενώ λάμπει αυτό το φως, αλλά τον ίδιο τον Θεό μέσω του Χριστού.
Βλέπεις την ακριβή ομοιότητα της Τριάδος; Γιατί για το Πνεύμα λέγει: «Ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος(:Και όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν καθρέφτες πνευματικοί δεχόμαστε και αντανακλούμε τη δόξα του Κυρίου. Και έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου. Και προοδεύουμε από ένα βαθμό δόξας σε άλλο ανώτερο βαθμό, όπως είναι επόμενο να προοδεύει ο άνθρωπος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι ο Κύριος )»[Β΄Κορ.3,18], ενώ για τον Υιό λέγει: «Ἐν οἷς ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ(:ανάμεσα σε αυτούς[:σε όσους από θεληματική τύφλωση παραμένουν στην απώλεια], ο σατανάς που είναι ο θεός και άρχοντας του αιώνα αυτού που διαρκεί μέχρι τη Δευτέρα παρουσία, τύφλωσε τη σκέψη των απίστων για να μη λάμψει σε αυτούς ο φωτισμός του Ευαγγελίου. Και το Ευαγγέλιο αυτό κηρύττει τη δόξα του Χριστού, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού)» [Β΄Κορ.4,4].
Τέλος επίσης για τον Πατέρα λέγει: «Ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ(:Και κηρύττουμε αποκλειστικά και μόνο για τη δόξα του Χριστού, διότι ο Θεός, ο οποίος στη δημιουργία του κόσμου διέταξε από το σκοτάδι να λάμψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμψε στις καρδιές μας, όχι μόνο για να φωτιστούμε εμείς, αλλά και για να μεταδοθεί μέσα από μας ο φωτισμός που προέρχεται από τη γνώση της δόξας του Θεού, η οποία φανερώθηκε μέσα από το πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Ιησού Χριστού)»[Β΄Κορ.4, 6]. Γιατί όπως ακριβώς είπε λέγοντας «τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ(:του ευαγγελίου της δόξας του Χριστού)», πρόσθεσε: «ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ(:ο οποίος είναι εικόνα του Θεού)», για να δείξει ότι αποστερήθηκαν και τη δόξα Εκείνου, έτσι λέγοντας, «τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε, «ἐν προσώπῳ Χριστοῦ», για να δείξει ότι μέσω Αυτού γνωρίζουμε τον Πατέρα, όπως ακριβώς βέβαια και με το Άγιο Πνεύμα οδηγούμαστε σε Αυτόν.
«Ἒχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν(:Έχουμε λοιπόν τον θησαυρό της φωτιστικής και ένδοξης αυτής γνώσεως μέσα στα σώματά μας, που είναι εύθραυστα και χωματένια, για να αποδεικνύεται ότι το υπερβολικό μεγαλείο της δυνάμεως που υπερνικά τα εμπόδια και τους κινδύνους μας, είναι του Θεού και δεν προέρχεται από εμάς τους ασθενικούς και αδύναμους)»[Β΄Κορ.4,7]. Επειδή δηλαδή είπε πολλά και μεγάλα για την απόρρητη δόξα, για να μη λέγει κάποιος: «Και πώς, ενώ απολαμβάνουμε τόσο μεγάλη δόξα, παραμένουμε μέσα σε θνητό σώμα;», λέγει ότι αυτό ακριβώς είναι το αξιοθαύμαστο και μέγιστο δείγμα της δυνάμεως του Θεού, το ότι σκεύος πήλινο μπόρεσε να εκπέμψει τόση μεγάλη λαμπρότητα και να φυλάξει τόσο μεγάλο θησαυρό.
Αυτό ακριβώς λοιπόν θαυμάζοντας και ο Παύλος, έλεγε: «Για να φανεί ότι αυτή η υπερβολική δύναμη που υπερνικά τα εμπόδια και τους κινδύνους μας είναι του Θεού και δεν προέρχεται από μας τους ασθενικούς και αδύναμους ανθρώπους», πάλι υπονοώντας εκείνους που καυχώνται για τον εαυτό τους· γιατί και το μέγεθος των δωρεών και η αδυναμία εκείνων που τις δέχθηκαν δείχνει τη δύναμη, όχι μόνο ότι χάρισε μεγάλα, αλλά ότι και ενώ είμαστε μικροί, μπορέσαμε να τα δεχθούμε· γιατί χρησιμοποιώντας τη φράση: «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» υπονοούσε το εύθραυστο της θνητής μας φύσεως και στόχος του δηλαδή ήταν να δείξει το ασθενές της σάρκας μας· γιατί αυτή δεν βρίσκεται σε καθόλου καλύτερη θέση από κάτι που είναι κατασκευασμένο από πηλό· τόσο πολύ εύκολα υφίσταται βλάβες και διαλύεται εύκολα και με τον θάνατο, και με τις ασθένειες, και τις εποχιακές ανωμαλίες, και με άπειρα άλλα. Και αυτά τα έλεγε και για να καταστείλει την αλαζονεία εκείνων και για να δείξει σε όλους ότι δεν υπάρχει τίποτε το ανθρώπινο στις δικές μας πνευματικές επιτυχίες.
Πραγματικά τότε προπάντων φανερώνεται η δύναμη του Θεού, όταν με ευτελή πράγματα πραγματοποιεί μεγάλα. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο Παύλος έλεγε: «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ’’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά. Με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)» [Β΄Κορ.12,9].
Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη με κουνούπια και μύγες κατατροπώνονταν ολόκληρα στρατόπεδα βαρβάρων (γι’ αυτό και ονόμαζε την κάμπια «ἡ δύναμίς μου ἡ μεγάλη»: Ιωήλ,2,15: «Ἡ ἀκρὶς καὶ ὁ βροῦχος καὶ ἡ ἐρυσίβη καὶ ἡ κάμπη, ἡ δύναμίς μου ἡ μεγάλη, ἣν ἐξαπέστειλα εἰς ὑμᾶς(:η ακρίδα και ο βρούχος και ο μύκητας της ερυσίβης και η κάμπια, η μεγάλη αυτή ‘’στρατιωτική’’ μου δύναμη, την οποία εγώ έστειλα εναντίον σας για παιδαγωγική τιμωρία σας)») και στην αρχή απλά συγχέοντας μόνο τις γλώσσες, κατέστρεψε τον μεγάλο εκείνο Πύργο στη Βαβυλώνα[Γέν.11,1-9]. Και στους πολέμους επίσης άλλοτε με τριακόσιους άνδρες απομάκρυνε αμέτρητο στρατό[Κριτ.7.1-8], και άλλοτε πάλι γκρέμιζε πόλεις με σάλπιγγες[πρβ. πτώση της Ιεριχούς, Ιησούς του Ναυή, κεφ.6,1-21]· μετά όμως από αυτά με μικρό και ασήμαντο παιδί, δηλαδή τον Δαβίδ, κατατρόπωσε όλη την παράταξη των βαρβάρων.
Έτσι λοιπόν και εδώ, στέλνοντας μόνο δώδεκα, κατανίκησε την οικουμένη· με δώδεκα, αν και αυτοί καταδιώκονταν και πολεμούνταν. Ας νιώσουμε λοιπόν έκπληξη για τη δύναμη του Θεού, ας τη θαυμάσουμε, ας την προσκυνήσουμε, ας ρωτήσουμε τους Ιουδαίους, ας ρωτήσουμε τους Έλληνες, ποιος έπεισε όλη την οικουμένη να εγκαταλείψει τις πάτριες συνήθειες και να μεταπηδήσει σε άλλο τρόπο ζωής; Ο ψαράς ή ο σκηνοποιός; Ο τελώνης ή ο αγράμματος και ιδιώτης; Και πώς θα ήταν δυνατό να γίνουν αυτά, αν δεν ήταν η θεία δύναμη εκείνη που κατόρθωνε με εκείνους όλα; Και τι λέγοντας έπειθαν εκείνοι; «Βαπτιστείτε στο όνομα του Εσταυρωμένου». Ποιου; Εκείνου που δεν Τον είδαν, ούτε Τον θεάθηκαν. Αλλά όμως λέγοντας και κηρύττοντας αυτά έπειθαν ότι εκείνοι που λατρεύονταν στα μαντεία και είχαν παρασυρθεί σε αυτούς από τους προγόνους τους δεν είναι θεοί, ενώ ο Χριστός, που καρφώθηκε επάνω στον σταυρό, όλους τους προσέλκυε. Αν και βέβαια, το ότι σταυρώθηκε και τάφηκε, ήταν φανερό στον καθένα, το ότι όμως αναστήθηκε, κανένας, εκτός από λίγους δεν το γνώριζε. Αλλά όμως και αυτό έπεισαν σε εκείνους που δεν Τον είδαν· και όχι μόνο ότι αναστήθηκε, αλλά και ότι ανέβηκε στους ουρανούς και έρχεται να κρίνει ζώντες και νεκρούς.
Από πού, λοιπόν, πες μου, προερχόταν η πίστη στα λόγια αυτά; Από πουθενά αλλού, παρά από την δύναμη του Θεού. Καθόσον για πρώτη φορά αυτή η καινοτομία παρουσιαζόταν σε όλους· και όταν κανείς παρουσιάζει τέτοιες καινοτομίες, το πράγμα γίνεται φοβερότερο, όταν αναμοχλεύει τα θεμέλια παλαιάς συνήθειας, όταν κλονίζει τους νόμους από τα θεμέλια. Και μαζί με αυτά ούτε οι κήρυκες φαίνονταν ότι είναι αξιόπιστοι, αλλά θεωρούνταν και έθνος μισητό από όλους, και δειλοί και αμαθείς. Από πού λοιπόν επικράτησαν της οικουμένης; Από πού απέσπασαν εσάς και τους προγόνους σας, που νόμιζαν ότι ευσεβούν, ξεριζώνοντας μαζί και τους θεούς τους; Δεν είναι φανερό ότι το πέτυχαν από το ότι είχαν τον Θεό μαζί τους; Γιατί δεν είναι δυνατό να είναι αυτά κατορθώματα ανθρώπινης δυνάμεως, αλλά κάποιας θείας και απόρρητης.
«Όχι», λέγει ίσως κάποιος, «προερχόταν από μαγική δύναμη». Λοιπόν, αν ίσχυε αυτό, έπρεπε τότε να αυξηθεί η εξουσία των δαιμόνων και να επεκταθεί η λατρεία των ειδώλων. Πώς λοιπόν όμως η εξουσία αυτή καθαιρέθηκε και εξαφανίστηκε, ενώ αντίθετα τα δικά μας είχαν τόση επιτυχία; Ώστε και από εδώ γίνεται φανερό, ότι τα όσα γίνονταν, γίνονταν με απόφαση του Θεού, και οφείλονταν όχι μόνο στο κήρυγμα αλλά και στον τρόπο ζωής αυτών. Γιατί πότε φυτεύτηκε σε όλα τα μέρη της γης τόση παρθενία; Πότε υπήρξε περιφρόνηση των χρημάτων και της ζωής και όλων των άλλων; Γιατί οι μοχθηροί και αγύρτες τίποτε παρόμοιο δεν κατόρθωσαν, και στη χώρα μας, και στη χώρα των βαρβάρων, και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης. Άρα γίνεται φανερό ότι όλα τα κατόρθωσε παντού η δύναμη του Θεού, η οποία λάμπει παντού, καταυγάζοντας λαμπρότερα από κάθε αστραπή τις διάνοιες των ανθρώπων.
Αφού λοιπόν σκεφτούμε όλα αυτά, και την υπόσχεση για τα μέλλοντα, έχοντας καθαρή απόδειξη τα όσα συνέβησαν, προσκυνείστε μαζί μας την ακαταμάχητη δύναμη του Εσταυρωμένου, ώστε και τις ανυπόφορες τιμωρίες να αποφύγετε και την αιώνια βασιλεία να επιτύχετε, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα, πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντα και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ Θ΄
«Ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι(:Και έτσι συμβαίνει να θλιβόμαστε σε κάθε τόπο και περίσταση, αλλά όμως οι εξωτερικές αυτές δυσκολίες δεν μας δημιουργούν εσωτερικό αδιέξοδο και στενοχώρια αγωνιώδη. Φθάνουμε σε απορία, χωρίς όμως και να απελπιζόμαστε ή να στερηθούμε τελείως κάθε μέσο και δυνατότητα σωτηρίας. Μας καταδιώκουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μας εγκαταλείπει ποτέ ο Θεός. Φαίνεται ότι μας κατανικούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαιστές, αλλά δεν χανόμαστε)»[Β΄Κορ.4,8-9].
Ακόμα επιμένει στο να δείξει ότι το παν είναι έργο της δυνάμεως του Θεού, καταστέλλοντας τα φρονήματα εκείνων που καυχώνται για τον εαυτό τους. «Γιατί δεν είναι μόνο αυτό», λέγει, «το αξιοθαύμαστο, ότι φυλάσσουμε σε πήλινα σκεύη τον θησαυρό αυτόν, αλλά, το ότι αν και πάσχουμε άπειρα κακά και από παντού δεχόμαστε πλήγματα, διατηρούμε αυτόν και δεν τον χάνουμε». Αν και βέβαια και αν ακόμα ήταν αδαμάντινο το σκεύος, δεν θα μπορούσε να βαστάξει τόσο μεγάλο θησαυρό, ούτε θα άντεχε στις τόσες επιβουλές· τώρα όμως και φέρει αυτόν και κανένα κακό δεν πάσχει, εξαιτίας της χάριτος του Θεού.
Γιατί λέγει: «Ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι(:Έτσι συμβαίνει να θλιβόμαστε σε κάθε τόπο και περίσταση, αλλά όμως οι εξωτερικές αυτές δυσκολίες δε μας δημιουργούν εσωτερικό αδιέξοδο και στενοχώρια αγωνιώδη)». Τι σημαίνει «ἐν παντὶ»; Από τους εχθρούς, από τους φίλους, από τα αναγκαία, από τις άλλες ανάγκες, από τους αντιπάλους, από τους συγγενείς. «Αλλά δεν στενοχωρούμαστε». Και πρόσεχε ότι λέγει πράγματα αντίθετα, ώστε και από εδώ να δείξει τη δύναμη του Θεού. Γιατί λέγει: «θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι(:θλιβόμαστε, αλλά δεν στενοχωρούμαστε)»· «ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι(:βρισκόμαστε σε αμηχανία, αλλά δεν απελπιζόμαστε)»· δηλαδή, δεν χάνουμε στο τέλος το θάρρος μας. Υποφέρουμε βέβαια πολλές φορές και αποτυγχάνουμε, αλλά όχι έτσι, ώστε να χάσουμε εκείνα που βρίσκονται μπροστά μας· γιατί αυτά παραχωρούνται από τον Θεό σε μας για άσκηση και όχι προς ήττα.
«Διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι (:Μας καταδιώκουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μας εγκαταλείπει ποτέ ο Θεός. Φαίνεται ότι μας κατανικούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαιστές, αλλά δεν χανόμαστε)». Οι δοκιμασίες δηλαδή συμβαίνουν, όχι όμως και τα αποτελέσματα των δοκιμασιών. Και αυτό πάλι εξαιτίας της δυνάμεως και της χάριτος του Θεού.
Αλλού βέβαια λέγει ότι αυτά επιτρέπονται και για ταπεινοφροσύνη αυτών και για την ασφάλεια των άλλων· γιατί λέγει: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι(:Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί, για να μην υπερηφανεύομαι)» [Β΄Κορ.12,7]· και πάλι: «Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ(: Μόνο για τις ασθένειές μου αυτές θα καυχηθώ και όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου· διότι εάν θελήσω και γι’ αυτά να καυχηθώ, δεν θα είμαι άμυαλος και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια. Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από μένα)»[Β΄Κορ.12,6].
Και αλλού πάλι: «Ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς(: Και ήταν τέτοια τα γεγονότα, ώστε από τους φοβερούς κινδύνους που διατρέχαμε γινόταν φανερό και μας δινόταν η εντύπωση, η οποία είχε γίνει βέβαιη μέσα μας, ότι ο θάνατός μας ήταν πλέον αναπόφευκτος. Και επέτρεπε ο Θεός να μας προκαλούν τη βεβαιότητα αυτή οι πρωτοφανείς αυτοί κίνδυνοι, για να μην έχουμε πεποίθηση στον εαυτό μας, αλλά στον ίδιο τον Θεό, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς)»[Β΄Κορ.1,9]. Εδώ βέβαια «ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ(:αυτό γίνεται για να φανερωθεί στον κόσμο με τη διάσωση του σώματός μας από τους καθημερινούς κινδύνους ότι ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει)»[Β΄Κορ.4,10].
Βλέπεις πόσο είναι το κέρδος από τους πειρασμούς; Καθόσον έδειχνε τη δύναμη του Θεού και φανέρωνε τη σε μεγαλύτερο βαθμό χάρη Του, γιατί λέγει: «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ’’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά. Με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)» [Β΄Κορ.12,9], και τους ασκούσε στην ταπεινοφροσύνη, και τους άλλους προετοίμαζε να είναι συγκρατημένοι και αυτούς τους έκανε πιο καρτερικούς· γιατί λέγει: « Ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα(:Η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό)»[Ρωμ.5,4]· γιατί εκείνοι που περιέπεσαν σε αμέτρητους κινδύνους και έπαιρναν δύναμη από την ελπίδα στον Θεό, διδάσκονταν σε όλα να στηρίζονται σε αυτήν περισσότερο.
«Πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ(:Διαρκώς και κάθε μέρα περιφέρουμε στις περιοδείες μας το σώμα μας κυκλωμένο από τον έσχατο κίνδυνο να πεθάνουμε, όπως πέθανε ο Κύριος Ιησούς, αλλά αυτό γίνεται για να φανερωθεί στον κόσμο με τη διάσωση του σώματός μας από τους καθημερινούς κινδύνους ότι ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει)». Και τι σημαίνει «τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες»; Οι θάνατοί τους οι καθημερινοί, με τους οποίους φανερωνόταν η ανάσταση. «Γιατί», λέγει, «εάν κάποιος απιστεί ότι πέθανε ο Ιησούς και αναστήθηκε, βλέποντας εμάς που καθημερινά πεθαίνουμε και ανασταινόμαστε, ας πιστεύει στο εξής στην ανάσταση». Είδες πως βρήκε και άλλη αιτία των πειρασμών; Ποια λοιπόν είναι αυτή; «Για να φανερωθεί η ζωή Αυτού στο σώμα μας», λέγει, «με την αρπαγή μας από τους κινδύνους». Ώστε αυτό που φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα αδυναμίας και εγκαταλείψεως, αυτό κηρύττει την ανάσταση Αυτού. Γιατί δεν θα μπορούσε να φανεί τόσο η δύναμη Εκείνου, χωρίς να πάσχουμε εμείς κάτι το δυσάρεστο, όσο φανερώνεται τώρα, που πάσχουμε βέβαια, αλλά δε νικιόμαστε.
«Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν(:Διότι πάντοτε εμείς, που παρά τους τόσους κινδύνους ζούμε, παραδιδόμαστε σε θάνατο για τη δόξα του Χριστού, για να φανερωθεί με τη θνητή σάρκα μας και η δύναμη της ζωής του Ιησού, που παρεμβαίνει και προλαβαίνει το θάνατό μας)»[Β΄Κορ.4,11]· γιατί παντού, όταν λέγει κάτι το ασαφές, ερμηνεύει στη συνέχεια αυτό, πράγμα που έκανε και εδώ, ερμηνεύοντας με σαφήνεια αυτό που είπε. «Γιατί», λέγει, «γι’ αυτό παραδινόμαστε, δηλαδή, περιφέρουμε τη νέκρωση,για να φανερωθεί η δύναμη της ζωής Αυτού, μην επιτρέποντας σάρκα θνητή, που πάσχει τόσα, να νικηθεί από το πλήθος των κακών».
Και αλλιώς ας εκλάβουμε αυτό. Πώς; Όπως αλλού λέγει: «Εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν(:Εάν πεθάναμε μαζί Του, και θα ζήσουμε μαζί Του)»[Β΄Τιμ.2,11]. Γιατί, όπως ακριβώς υπομένουμε τώρα τον θάνατο Αυτού και προτιμούμε, όσο ζούμε, να πεθάνουμε γι΄Αυτόν, έτσι και Αυτός θα θελήσει όταν πεθάνουμε να μας χαρίσει τότε ζωή· γιατί, εάν εμείς από τη ζωή βαδίζουμε προς τον θάνατο, και Αυτός θα μας καθοδηγήσει από το θάνατο στη ζωή. «ᾫστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν(:Και έτσι, ενώ εμείς υποφέρουμε τους κινδύνους του θανάτου, εσείς αντιθέτως καρπώνεστε την πνευματική ζωή που προέρχεται από την επικίνδυνη δράση μας)»[Β΄Κορ.4,12]. Δεν ομιλεί για τον θάνατο, αλλά για τους πειρασμούς και την άνεση. Γιατί, λέγει, «εμείς βρισκόμαστε μέσα στους κινδύνους και τους πειρασμούς, ενώ εσείς σε άνεση, καρπούμενοι τη ζωή που προέρχεται από αυτούς τους κινδύνους· και τα επικίνδυνα βέβαια τα υπομένουμε εμείς, τα αγαθά όμως τα απολαμβάνετε εσείς· γιατί δεν υπομένετε τόσους πολλούς πειρασμούς)».
«Ἒχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν(:Παρ’ όλους όμως αυτούς τους κινδύνους, επειδή έχουμε το ίδιο Άγιο Πνεύμα που μας στηρίζει στην πίστη, όπως παλιότερα είχε και ο Δαβίδ σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στους ψαλμούς: «πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα», έτσι και εμείς πιστεύουμε, και γι’ αυτό και θαρραλέα ομολογούμε και κηρύττουμε τον λόγο της πίστεώς μας. Και γνωρίζουμε ότι ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει και εμάς διαμέσου του Ιησού και θα μας παρουσιάσει ένδοξους στο βήμα Του μαζί με σας)». Μας υπενθύμισε Ψαλμό που περιέχει πολλή φιλοσοφία και έχει την δύναμη να μας ασκήσει σε μεγάλο βαθμό στους κινδύνους· γιατί τα λόγια αυτά τα είπε ο δίκαιος εκείνος βρισκόμενος μέσα σε μεγάλους κινδύνους, και από τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί, παρά μόνο με τη βοήθεια του Θεού.
Επειδή λοιπόν γνωρίζει ότι τα συγγενή προπάντων παρηγορούν, γι’ αυτό λέγει «Ἒχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως (:Επειδή έχουμε το ίδιο Άγιο Πνεύμα που μας στηρίζει στην πίστη)», δηλαδή, από την ίδια συμμαχία, από την οποία ο Παύλος σώθηκε, σωζόμαστε και εμείς· από το άγιο Πνεύμα, από το οποίο δέχθηκε εκείνος τα λόγια του Θεού, τα δεχόμαστε και εμείς. Επομένως δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη συμφωνία μεταξύ της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, και το ίδιο Πνεύμα ενέργησε και στις δύο, και ότι ζούμε μέσα στους κινδύνους όχι μόνο εμείς, αλλά και όλοι οι παλαιοί, και πρέπει με πίστη και ελπίδα να τα αντιμετωπίζουμε όλα, και να μη ζητούμε αμέσως απαλλαγή από τα κακά που μας βρίσκουν.
Αφού λοιπόν έδειξε με τους συλλογισμούς την ανάσταση και τη ζωή, και ότι ο κίνδυνος δεν οφείλεται στην αδυναμία, ούτε στην εγκατάλειψη, τότε πλέον αναφέρει και την πίστη, και σε αυτήν αποδίδει το παν. Αλλά όμως και αυτής απόδειξη παρουσιάζει την ανάσταση του Χριστού, λέγοντας: «Καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν(:έτσι και εμείς πιστεύουμε, και γι’ αυτό και θαρραλέα ομολογούμε και κηρύττουμε τον λόγο της πίστεώς μας)».
Πες μου όμως τι πιστεύουμε; «Ὃτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(:Ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει και εμάς διαμέσου του Ιησού και θα μας παρουσιάσει ένδοξους στο βήμα Του μαζί με σας Ναι, μαζί με σας· διότι όλα για σας γίνονται· έτσι ώστε η ευεργεσία που μας κάνει ο Θεός σώζοντάς μας από τους κινδύνους για χάρη σας, να πλεονάσει και να γίνει ευεργεσία και χάρη όχι μόνο σε μας, αλλά και σε όλους εσάς. Κι έτσι αυτοί που ευεργετούνται θα είναι περισσότεροι, ώστε και η ευχαριστία προς τον Θεό να πλεονάσει και να περισσεύσει, για να δοξάζεται το όνομά Του)». Πάλι τους γεμίζει με υψηλό φρόνημα, για να μην αποδίδουν χάρη στους ανθρώπους, εννοώ στους ψευδαποστόλους· γιατί το παν είναι του Θεού, ο οποίος θέλει σε πολλούς να δώσει τη χάρη Του, ώστε να φανεί μεγαλύτερη η χάρη. Για σας λοιπόν η ανάσταση και όλα τα άλλα· γιατί αυτά δεν τα έκανε μόνο για έναν, αλλά για όλους.
«Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ᾿ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ᾿ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ(:Και επειδή γνωρίζουμε ότι όλα τα δυσάρεστα που μας συμβαίνουν καταλήγουν στην ευχαριστία και στη δόξα του Θεού, γι’ αυτό δεν χάνουμε το θάρρος μας· αλλά και αν ο εξωτερικός μας άνθρωπος, δηλαδή το σώμα μας, φθείρεται από τις θλίψεις και τους κινδύνους αυτούς, ο εσωτερικός όμως άνθρωπος, δηλαδή η ψυχή μας, γίνεται νεότερη μέρα με τη μέρα)»[ Β΄Κορ. 4,16]. Πώς φθείρεται; Με το να μαστιγώνεται, να καταδιώκεται, να πάσχει αμέτρητα κακά. «Αλλά ο εσωτερικός μας άνθρωπος ανακαινίζεται μέρα με την ημέρα». Πώς ανακαινίζεται; Με την πίστη, με την ελπίδα, με την προθυμία. Στο εξής λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με θάρρος τα κακά. Γιατί, όσο περισσότερα παθαίνει το σώμα, τόσο και πιο αγαθές ελπίδες έχει η ψυχή, και γίνεται λαμπρότερη, όπως ακριβώς ο χρυσός που παραμένει περισσότερο μέσα στη φωτιά.
Και πρόσεχε πώς εξαλείφει τα λυπηρά της παρούσας ζωής. Γιατί «τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν(:και ξανανιώνει η ψυχή μας, διότι οι θλίψεις μας, που γρήγορα περνούν και είναι γι’ αυτό ελαφρές, ετοιμάζουν σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό αιώνιο βάρος δόξας σε μας)», λέγει[Κορ. Β΄4,17]. Κατακλείνοντας το πράγμα στην ελπίδα, και εκείνο ακριβώς που έλεγε στην επιστολή προς Ρωμαίους, ότι «ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα(:η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό)»[Ρωμ. 5,4], αυτό και εδώ παρουσιάζοντας, τοποθετεί παράλληλα τα παρόντα προς τα μέλλοντα, το στιγμιαίο προς το αιώνιο, το ελαφρύ προς το βαρύ, τη θλίψη προς τη δόξα. Και ούτε σε αυτά αρκείται, αλλά προσθέτει και άλλη λέξη, διπλασιάζοντας αυτήν και λέγοντας: «υπερβολικά υπερβολικό βάρος».
Έπειτα δείχνει και τον τρόπο πώς είναι ελαφρύ το βάρος των τόσων πολλών θλίψεων. Πώς λοιπόν είναι ελαφρύ; «Μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα(:Οσοδήποτε λοιπόν βαριές και αν είναι οι θλίψεις, θα τις αισθανόμαστε ως ελαφρές, αρκεί να μην προσηλώνουμε το βλέμμα μας σε εκείνα που φαίνονται με τα μάτια του σώματος, αλλά σε εκείνα που δε φαίνονται, όμως μας περιμένουν μετά το θάνατο)»[Κορ. Β΄4,18]. Έτσι και αυτό το παρόν είναι ελαφρύ και εκείνο το μέλλον μεγάλο, αν απομακρύνουμε τον εαυτό μας από τα ορατά πράγματα.
«Τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα(:Διότι αυτά που φαίνονται είναι πρόσκαιρα και περνούν)». Άρα και οι θλίψεις είναι τέτοιες. «Τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια(:Διότι αυτά που φαίνονται είναι πρόσκαιρα και περνούν, αυτά όμως που δεν φαίνονται είναι αιώνια)»[Β΄Κορ.4,18]. Άρα και τα στεφάνια είναι τέτοια. Και δεν είπε: «οι θλίψεις είναι τέτοιες», αλλά όλα «τα βλεπόμενα», είτε τιμωρία είναι, είτε άνεση, ώστε ούτε από εκείνα να αποχαυνωνόμαστε, ούτε αυτά να μας στενοχωρούν. Γι’ αυτό ούτε είπε, μιλώντας για τα αιώνια, «η βασιλεία είναι αιώνια», αλλά «τα μη βλεπόμενα είναι αιώνια», είτε αυτά είναι βασιλεία, είτε τιμωρία πάλι, ώστε και από εκείνα να φοβίσει και προς εκείνα να προτρέψει.
Επειδή λοιπόν τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα αιώνια, προς εκείνα ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας. Καθόσον ποια απολογία θα μπορούσαμε να έχουμε, προτιμώντας τα πρόσκαιρα αντί των αιωνίων; Γιατί, και αν ακόμα το παρόν είναι ευχάριστο, ωστόσο δεν είναι αιώνιο· όμως το οδυνηρό αυτού είναι αιώνιο και ασυγχώρητο. Ποια λοιπόν απολογία θα έχουν εκείνοι που καταξιώθηκαν να λάβουν το άγιο Πνεύμα και να απολαύσουν τόση μεγάλη δωρεά, όταν μετά από όλα αυτά και προσηλώνονται στη γη και απορροφώνται από τα γήινα; Καθόσον ακούω πολλούς που λέγουν αυτά τα άξια για γέλια, λόγια: «Δώσε μου τη σημερινή μέρα, και πάρε εσύ την αυριανή». «Γιατί», όπως λένε, «αν τα εκεί είναι τέτοια που λέτε εσείς, θα συμβεί τότε ένα και ένα, αν όμως δεν υπάρχει το εκεί, τότε θα είναι δύο έναντι κανενός».
Τι πιο απρεπές υπάρχει από αυτά τα λόγια; Τι πιο ανόητο; Εμείς μιλάμε για τον ουρανό και τα απόρρητα εκείνα αγαθά, και εσύ μας παρουσιάζεις τα των ιπποδρομίων και δεν ντρέπεσαι ούτε πας να κρυφτείς από ντροπή λέγοντας τέτοια λόγια, που είναι λόγια των παραφρόνων; Δεν κοκκινίζεις από ντροπή με το να είσαι τόσο πολύ προσηλωμένος στα παρόντα; Δεν θα σταματήσεις να παραφρονείς και να μωρολογείς, λέγοντας ανοησίες και στη νεότητά σου; Και το να τα λέγουν αυτά οι ειδωλολάτρες, δεν είναι καθόλου απορίας άξιο, το να λέγουν όμως πιστοί άνθρωποι τέτοιες ανοησίες, ποια συγνώμη έχει αυτό; Έχεις δηλαδή εξ ολοκλήρου υποψίες για τις αθάνατες εκείνες ελπίδες; Εξ ολοκλήρου νομίζεις ότι αυτά είναι αμφίβολα; Και πώς αυτά θα είναι άξια συγνώμης;
«Και ποιος», λέγει κάποιος άλλος, «ήρθε και μας τα είπε τα εκεί;». Από τους ανθρώπους κανένας, αλλά αυτά τα είπε ο Θεός, που είναι ο πιο αξιόπιστος από όλους. Αλλά δε βλέπεις τα εκεί; Ούτε τον Θεό βλέπεις· άραγε λοιπόν δε θα πιστέψεις ότι υπάρχει Θεός, επειδή δεν Τον βλέπεις; «Το πιστεύω», λέγει, «και μάλιστα υπερβολικά».
Αν λοιπόν σε ρωτήσει κάποιος από τους απίστους: «και ποιος ήρθε από τον ουρανό και είπε αυτά;», τι θα του πεις; Από πού το γνωρίζεις ότι υπάρχει Θεός; «Από τα όσα βλέπονται», λέγει, «από την ευταξία που υπάρχει σε όλη την κτίση, από το ότι αυτό είναι φανερό σε όλους». Λοιπόν, έτσι να δέχεσαι και τον λόγο περί Κρίσεως. «Πώς δηλαδή;», λέγει. Θα ρωτήσω εσένα και εσύ απάντησέ μου. Δίκαιος είναι αυτός ο Θεός και απονέμει στον καθένα εκείνο που του αξίζει· ή μήπως το αντίθετο θέλει, οι άδικοι δηλαδή να ευημερούν και να ζουν απολαυστική ζωή, ενώ οι καλοί να απολαμβάνουν τα αντίθετα; «Καθόλου», λέγει, «γιατί ούτε άνθρωπος θα το δεχόταν αυτό». Πού λοιπόν θα απολαύσουν τα αγαθά εκείνοι που εδώ έπραξαν καλά έργα; Πού οι κακοί θα υποστούν τα αντίθετα, εάν πρόκειται να μην υπάρξει κάποια ζωή και ανταπόδοση μετά από αυτά; Βλέπεις ότι τώρα έχουμε ένα έναντι ενός, και όχι δύο έναντι ενός;
Αλλά εγώ προχωρώντας θα σου δείξω, ότι θα συμβεί στους δικαίους όχι ένα έναντι ενός, αλλά δύο έναντι ενός, ενώ στους αμαρτωλούς και σε εκείνους που κάνουν απολαυστική ζωή εδώ εντελώς το αντίθετο. Γιατί εκείνοι που έζησαν απολαυστικά εδώ δεν έλαβαν ούτε ένα έναντι ενός, ενώ εκείνοι που ζουν ενάρετη, έλαβαν δύο έναντι ενός. Γιατί ποιοι έζησαν με άνεση, εκείνοι που δεν έκαναν καλή χρήση αυτής της ζωής ή οι ενάρετοι; Εσύ βέβαια ίσως πεις εκείνους, εγώ όμως σου δείχνω αυτούς, επικαλούμενος μάρτυρες εκείνους τους ίδιους που απόλαυσαν τα παρόντα, και δε θα δυσανασχετήσουν για εκείνα που πρόκειται να πω.
Καθόσον πολλές φορές καταράστηκαν και τις προξενήτρες και την ημέρα κατά την οποία ετοιμάστηκε το νυφικό δωμάτιο, μακάρισαν τους άγαμους. Πολλοί από τους νέους, ενώ βρίσκονταν στα πρόθυρα του γάμου, για τίποτε άλλο δεν παραιτήθηκαν, παρά εξαιτίας της δυσκολίας του πράγματος. Και τα λέγω αυτά, όχι για να κατηγορήσω τον γάμο( γιατί είναι τίμιος), αλλά εκείνους που τον χρησιμοποιούν κακώς. Εάν εκείνοι που σύναψαν γάμο πολλές φορές θεώρησαν αβίωτο τον βίο, τι θα μπορούσαμε να πούμε για εκείνους που ρίχτηκαν στα πύρινα βάραθρα και βρέθηκαν σε κατάσταση δουλικότερη και αθλιότερη παντός αιχμαλώτου; Τι για εκείνους που κατασάπησαν μέσα στις απολαύσεις και περιέβαλαν με αμέτρητα νοσήματα το σώμα;
«Αλλά το να ζει κανείς με δόξα είναι ευχάριστο», ίσως παρατηρούσε πάλι εδώ κάποιος. Και όμως τίποτε δεν υπάρχει χειρότερο από αυτήν τη δουλεία. Καθόσον ο ματαιόδοξος και εκείνος που θέλει να αρέσει σε όποιον άνθρωπο τύχει μπροστά του, είναι πολύ πιο δουλικότερος από οποιονδήποτε δούλο, ενώ εκείνος που περιφρόνησε τη δόξα, εκείνος που δε φροντίζει για τη δόξα εκ μέρους των άλλων είναι ανώτερος από όλους.
«Όμως το να έχει κανείς χρήματα είναι πολύ αγαπητό». Αλλά πολλές φορές αποδείξαμε ότι σε μεγαλύτερο πλούτο και άνεση βρίσκονται πολύ περισσότερο εκείνοι που είναι απαλλαγμένοι από αυτά και δεν έχουν τίποτε. «Αλλά το να μεθάει κανείς είναι ευχάριστο», αντιλέγει ίσως κάποιος άλλος. Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Λοιπόν, εάν το να μην έχεις πλούτο είναι πιο ευχάριστο από το να έχεις πλούτο, και η αγαμία καλύτερη από το γάμο, και η έλλειψη ματαιοδοξίας καλύτερη από τη ματαιοδοξία, και η μία απολαυστική ζωή από τη γεμάτη απολαύσεις ζωή, και ως προς αυτό το περισσότερο το έχουν εκείνοι που δεν είναι προσηλωμένοι στα παρόντα.
Και δε λέγω βέβαια ακόμα ότι εκείνος, και αν ακόμα υφίσταται αμέτρητα βάσανα, έχει την καλή ελπίδα που τον στηρίζει, ενώ αυτός και αν ακόμα απολαμβάνει αμέτρητες απολαύσεις, έχει τον φόβο τον μελλοντικό που ταράσσει την ηδονή του και του προξενεί σύγχυση. Καθόσον και αυτός δεν είναι μικρός τρόπος τιμωρίας, όπως βέβαια ο αντίθετος είναι τρυφής και ανέσεως. Υπάρχει και τρίτος τρόπος μαζί με αυτούς. Και ποιος είναι αυτός; Ότι τα της απολαυστικής και κοσμικής ζωής, ούτε όταν υπάρχουν φαίνονται, ελεγχόμενα και από τη φύση και από τον χρόνο, ενώ εκείνα όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και παραμένουν ακίνητα. Βλέπεις ότι όχι μόνο δύο έναντι κανενός, αλλά και τρία και πέντε και δέκα και είκοσι και άπειρα έναντι μηδενός θα μπορέσουμε να αναφέρουμε; Και για να το καταλάβεις αυτό με παράδειγμα, ο πλούσιος και ο Λάζαρος, από τους οποίους ο ένας απόλαυσε τα παρόντα, ενώ ο άλλος τα μέλλοντα. Άραγε λοιπόν έχεις την εντύπωση ότι είναι ένα προς ένα το να τιμωρείται κανείς όλο τον χρόνο, και το να πεινάει ένα σύντομο χρόνο; Το να υποφέρει σε φθαρτό σώμα από κάποιο νόσημα, και το να κατακαίεται φοβερά σε αθάνατο σώμα; Το να στεφανώνεται και να απολαμβάνει αθάνατη την ηδονή μετά τη σύντομη εκείνη αρρώστια, και το να βασανίζεται απέραντα μετά τη σύντομη απόλαυση των παρόντων; Και ποιος θα μπορούσε να τα πει αυτά; Γιατί τι θέλεις να αναφέρουμε; Την ποσότητα, την ποιότητα, την τάξη του Θεού, την απόφαση για τον καθένα; Μέχρι πότε θα λέτε τα λόγια των σκαθαριών, που διαρκώς κυλιούνται μέσα στο βούρκο; Γιατί αυτά δεν είναι λόγια λογικών ανθρώπων, το να προδίδουν αντί μηδενός την τόσης τιμής ψυχή, ενώ μπορούν έναντι μικρού κόπου να κερδίσουν τον ουρανό.
Θέλεις και με άλλο τρόπο να σε διδάξω, ότι υπάρχει εκεί κριτήριο φοβερό; Άνοιξε τις πόρτες της συνειδήσεώς σου και πρόσεχε τον δικαστή που κάθεται στη διάνοιά σου. Εάν εσύ κατακρίνεις τον εαυτό σου, αν και βέβαια είσαι φίλαυτος, και δε θα καταδεχόσουν να μην εκφέρεις δίκαια την κρίση, δε θα δείξει πολύ περισσότερο ο Θεός μεγαλύτερη φροντίδα για τον δίκαιο, και θα εκφέρει την αμερόληπτη για όλους απόφαση, αλλά θα αφήσει τα πάντα να οδηγούνται στην τύχη εδώ και εκεί; Και ποιος θα μπορούσε να τα πει αυτά; Δεν υπάρχει κανένας, αλλά και οι ειδωλολάτρες και οι βάρβαροι, και οι ποιητές και φιλόσοφοι, και κάθε ανθρώπινο έθνος συμφωνούν σε αυτά με εμάς, αν και όχι όμοια, και λέγουν ότι υπάρχουν κάποια δικαστήρια στον άδη· τόσο φανερό και παραδεκτό από όλους είναι το πράγμα.
«Και για ποιον λόγο», λέγει κάποιος, «δεν τιμωρεί εδώ, στην παρούσα ζωή;». Για να δείξει τη μακροθυμία Του και να μας χαρίσει την από τη μετάνοια προερχόμενη σωτηρία, και να μην αφήσει τότε να αρπαχθεί αιχμάλωτο το ανθρώπινο γένος, καθώς και εκείνους που μπορούν να σωθούν με την άριστη μετάνοια να μην τους στερήσει τη σωτηρία. Γιατί, εάν τιμωρούσε αμέσως σύμφωνα με τα αμαρτήματα και οδηγούσε στην καταδίκη, πώς θα ήταν δυνατό να σωθεί ο Παύλος, πώς ο Πέτρος, ο κορυφαίος δάσκαλος της οικουμένης; Πώς θα μπορούσε ο Δαβίδ να καρπωθεί την από τη μετάνοια πηγάζουσα σωτηρία; Πώς οι Γαλάτες; Πώς άλλοι περισσότεροι; Γι’ αυτό βέβαια ούτε και τιμωρεί όλους εδώ, αλλά μερικούς μόνο από όλους, ούτε εκεί όλους, αλλά τον ένα εδώ και τον άλλον εκεί, για να διεγείρει και τους υπερβολικά αναίσθητους με εκείνους που τιμωρεί και να τους κάνει να περιμένουν ανυπόμονα τα μέλλοντα με εκείνους που δεν τιμωρεί.
Ή δε βλέπεις εδώ που τιμωρούνται πολλοί, όπως εκείνοι που καταπλακώθηκαν από τον πύργο[Λουκ.13,4-5: «Ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ(:Όχι, σας λέω˙ δεν ήταν αυτοί οι χειρότεροι αλλά ο θάνατός τους συνέβη και ως παράδειγμα σωφρονιστικό για σας. Διότι εάν δεν μετανοήσετε, θα χαθείτε κι εσείς με τον ίδιο τρόπο. Διότι θα σας σφάξουν όλους οι Ρωμαίοι και θα καταπατήσουν την Ιερουσαλήμ, και τότε το αίμα πολλών από σας θα αναμιχθεί με τις θυσίες σας. Ή μήπως νομίζετε ότι εκείνοι οι δεκαοκτώ, που έπεσε πάνω τους ο πύργος που ήταν κτισμένος στο Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν πιο αμαρτωλοί και χρεώστες ενώπιον του Θεού απ’ όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ;)» όπως εκείνοι οι Γαλιλαίοι, το αίμα των οποίων ανέμιξε ο Πιλάτος με τις θυσίες[βλ.Λουκ.13,1: «Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν(:Τη στιγμή αυτή που μιλούσε ο Κύριος για τα σημεία των καιρών, παρουσιάστηκαν μερικοί και Του αφηγήθηκαν για τους Γαλιλαίους που έσφαξε ο Πιλάτος στο ιερό την ώρα που αυτοί πρόσφεραν θυσίες, και έτσι ανέμειξε το αίμα τους με το αίμα των ζώων που θυσίαζαν)», όπως εκείνοι από τους Κορινθίους που πέθαναν με πρόωρο θάνατο, επειδή έλαβαν μέρος στα μυστήρια ανάξια, όπως ο Φαραώ, όπως εκείνοι από τους Ιουδαίους που κατασφάχθηκαν από τους βαρβάρους, όπως πολλοί άλλοι, και τότε και τώρα και συνέχεια; Και άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά αμαρτήματα, έφυγαν από την εδώ ζωή χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο πλούσιος που έχει σχέση με τον Λάζαρο, όπως πολλοί άλλοι.
Και αυτά τα κάνει, και για να διεγείρει εκείνους που δεν πιστεύουν στα μέλλοντα, και για να καταστήσει σπουδαιότερους εκείνους που πιστεύουν και είναι αδιάφοροι. Γιατί ο Θεός είναι Κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος, και δεν εκδηλώνει καθημερινά την οργή Του. Αν όμως δε χρησιμοποιήσουμε σωστά τη μακροθυμία, θα έρθει καιρός που δε θα δείξει ούτε για μια στιγμή μακροθυμία, αλλά θα επιφέρει αμέσως την τιμωρία. Μη λοιπόν, για να νιώσουμε μία στιγμή μόνο την ηδονή (γιατί αυτό είναι η παρούσα ζωή), επισύρουμε επάνω μας τιμωρία απείρων αιώνων, αλλά ας πονέσουμε για μια στιγμή, για να στεφανωθούμε αιώνια. Δε βλέπετε ότι και στα κοσμικά πράγματα το ίδιο κάνουν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους, και προτιμούν τον λίγο κόπο, προς χάρη της μακρόχρονης αναπαύσεως, αν και το αντίθετο συμβαίνει σε αυτούς; Γιατί εδώ υπάρχει ισομοιρία και κόπων και κέρδους· πολλές φορές όμως το αντίθετο, ο κόπος είναι άπειρος, ενώ ο καρπός λίγος· ενώ στην περίπτωση της Βασιλείας τα πράγματα είναι αντίστροφα· λίγος ο κόπος, ενώ μεγάλη και άπειρη η ηδονή.
Και πρόσεχε: ο γεωργός κοπιάζει όλο το χρόνο και πολλές φορές προς το τέλος της ελπίδας αυτής δεν απολαμβάνει τον καρπό των πολλών κόπων του. Ο κυβερνήτης πάλι και ο στρατιώτης μέχρι το τέλος της ζωής ζει με τους πολέμους και τους κόπους, και πολλές φορές ο καθένας από αυτούς έφυγε μαζί με τη νίκη και τη ζωή του. Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, πες μας, για να νιώσουμε έστω και λίγο άνεση, ή ούτε για λίγο(καθόσον δεν είναι φανερή η ελπίδα), ενώ στα πνευματικά κάνουμε το αντίθετο από αυτό, και επισύρουμε εναντίον μας απερίγραπτη τιμωρία εξαιτίας της μικρής αδιαφορίας;
Γι’ αυτό παρακαλώ όλους σας έστω λοιπόν και αργά να συνέλθουμε κάποτε από την παραφροσύνη αυτή. Γιατί κανένας δε θα μας σώσει εκείνον τον καιρό, ούτε αδελφός, ούτε πατέρας, ούτε υιός, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε άλλος κανένας, αλλά αν προδοθούμε από τα έργα, όλοι θα φύγουν και θα χαθούν και θα χαθούμε και εμείς οπωσδήποτε. Σε πόσους θρήνους ξέσπασε εκείνος ο πλούσιος, και τον πατριάρχη παρακάλεσε, και τον Λάζαρο ζήτησε να σταλεί; Αλλά άκουσε τι έλεγε προς αυτόν ο Αβραάμ: «Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν(:Και επιπλέον μεταξύ του τόπου που είμαστε εμείς, και του τόπου που είστε εσείς, έχει στηριχτεί μέγα και ανυπέρβλητο χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ σε σας να μην μπορούν, ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην μπορούν να περάσουν προς εμάς)»[Λουκ.16,26].
Πόσο παρακάλεσαν οι πέντε μωρές εκείνες παρθένες της παραβολής τις συνομήλικές τους για λίγο λάδι; Αλλά άκουσε και εκείνες τις άλλες πέντε, τις φρόνιμες και προνοητικές, τι λέγουν: «Μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς(:Δεν μπορούμε να σας δώσουμε, διότι υπάρχει φόβος να μη φθάσει το λάδι και για μας και για σας. Πηγαίνετε καλύτερα σ’ εκείνους που πουλούν και αγοράστε για τα λυχνάρια σας)» [Ματθ.25,9], και κανένας δεν μπόρεσε να τις οδηγήσει μέσα στον νυμφώνα.
Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά και εμείς ας φροντίζουμε τη ζωή μας. Γιατί, όσους κόπους και αν πεις, και όσες τιμωρίες και αν αναφέρεις, τίποτε δε θα είναι όλα αυτά μπροστά στα μελλοντικά αγαθά. Ανάφερε λοιπόν, αν θέλεις, φωτιά και σίδερο και θηρία και αν υπάρχει κάτι άλλο φοβερότερο από αυτά· αλλά όμως αυτά ούτε σκιά είναι μπροστά σε εκείνα τα βασανιστήρια. Γιατί αυτά όταν πέσουν επάνω μας με σφοδρότητα, τότε προπάντων γίνονται ελαφρά, παρέχοντας γρήγορα την απαλλαγή, αφού το σώμα δεν αντέχει και στη σφοδρότητα και στο μήκος της τιμωρίας· εκεί όμως δε συμβαίνει το ίδιο, αλλά συνυπάρχουν και τα δύο, και η παράσταση και η υπερβολή, τόσο στα καλά, όσο και στα λυπηρά.
Όσο λοιπόν είναι καιρός, ας σπεύσουμε κοντά Του, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας, για να Τον δούμε τότε ήμερο και γαλήνιο, για να αποφύγουμε τις τιμωρητικές εκείνες δυνάμεις. Δεν βλέπεις τους εδώ στρατιώτες που υπηρετούν τους άρχοντες, πώς σύρουν, πώς δένουν, πώς μαστιγώνουν, πώς ξεσχίζουν τις πλευρές, πώς προσθέτουν λαμπάδες στα βάσανα, πώς θανατώνουν; Αλλά όλα αυτά είναι παιχνίδι και γέλωτας μπροστά σε εκείνες τις τιμωρίες. Γιατί αυτές οι τιμωρίες είναι πρόσκαιρες, ενώ εκεί ούτε το σκουλήκι πεθαίνει, ούτε η φωτιά σβήνει· γιατί το σώμα είναι άφθαρτο.
Αλλά εύχομαι να μη συμβεί να τα γνωρίσουμε στην πράξη, αλλά να περιοριστούν τα φοβερά μόνο μέχρι τα λόγια, ούτε και να παραδοθούμε σε εκείνους τους βασανιστές, αλλά να σωφρονιστούμε εδώ. Πόσα τότε θα πούμε, κατηγορώντας τον εαυτό μας; Πόσο θα θρηνήσουμε; Πόσο θα κλάψουμε; Αλλά κανένα όφελος τότε· γιατί ούτε οι ναύτες, όταν το πλοίο διαλυθεί και καταβυθιστεί, θα μπορούσαν να ωφεληθούν τότε σε κάτι· ούτε οι γιατροί, όταν ο ασθενής πεθάνει· αλλά βέβαια θα πουν πολλές φορές «αυτό και αυτό έπρεπε να κάνουμε», αλλά όλα άδικα και χωρίς κανένα όφελος. Όσο λοιπόν μένουν ακόμα ελπίδες από τη διόρθωση πρέπει και να τα λέμε όλα και να τα κάνουμε, όταν όμως δεν είμαστε κύριοι μηδενός, αφού έχει χαθεί το παν, άσκοπα και λέγονται όλα και γίνονται. Γιατί και οι Ιουδαίοι θα πουν τότε: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ(:Δόξα και τιμή σε Αυτόν που υποδεχόμαστε! Ευλογημένος και δοξασμένος να είναι Αυτός που έρχεται απεσταλμένος από τον Κύριο ως αντιπρόσωπός Του. Αυτός είναι ο ένδοξος βασιλιάς του Ισραήλ, που τόσον καιρό περιμέναμε)» [Ιω.12,13], αλλά δεν θα μπορέσουν να αποκομίσουν καμία ωφέλεια από τα λόγια εκείνα στο να αποφύγουν την τιμωρία· γιατί όταν έπρεπε να τα πουν, δεν τα είπαν.
Για να μην το πάθουμε λοιπόν αυτό και εμείς στη ζωή εκείνη, ας μετανοήσουμε όσο είμαστε εδώ, για να παρουσιαστούμε στο βήμα του Χριστού με κάθε παρρησία, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολήν , πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 19, ομιλίες Η΄ (κατ΄επιλογήν) και Θ΄, σελίδες 245-275.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 5,1-11]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ
«Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς.καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ(:Και ενώ περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δυο αδελφούς, τον Σίμωνα, τον οποίο κατόπιν ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη θάλασσα, διότι ήταν ψαράδες. Και τους λέει: ‘’Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω ικανούς να ψαρεύετε αντί για ψάρια ανθρώπους. Αυτούς θα ελκύετε στη βασιλεία των ουρανών με τα πνευματικά δίχτυα του κηρύγματος’’. Και αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυά τους και Τον ακολούθησαν)»[Ματθ.4,18-20].
(…) Βέβαια ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι διαφορετικά προσκλήθηκαν αυτοί οι μαθητές από τον Κύριο. Επομένως, είναι φανερό ότι η παραπάνω πρόσκληση είναι δεύτερη. Αυτό επίσης μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από πολλά σημεία. Εκεί λοιπόν λέγει ότι προσκλήθηκαν προτού κλειστεί στη φυλακή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής[βλ. Ιω.1,35-36: «Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ(:Την επόμενη μέρα ο Ιωάννης στεκόταν πάλι στο συνηθισμένο μέρος που κήρυττε, και μαζί του ήταν και δύο από τους μαθητές του. Κι αφού παρατήρησε με ευλάβεια τον Ιησού, που τη στιγμή εκείνη περπατούσε, είπε: “Αυτός είναι το Αρνίο που παρέδωσε ο Θεός Πατέρας Του να θυσιαστεί για χάρη μας”)»], ενώ εδώ στον Ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι προσκλήθηκαν μετά τη φυλάκιση του Ιωάννη [Ματθ. 4,12: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(:Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στη φυλακή απ’ τον βασιλιά Ηρώδη Αντύπα, αναχώρησε και πήγε στη Γαλιλαία)»- Ματθ. 4,18-19: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»].
Επίσης εκεί ο Ανδρέας καλεί τον Πέτρο[Ιω. 1,41-42: «Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ. εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός· καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν (:Ο ένας από τους δύο αυτούς μαθητές που άκουσαν από τον Ιωάννη τα όσα είπε για τον Ιησού και Τον ακολούθησαν, ήταν ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου. πριν όμως ακόμη βρει ο άλλος μαθητής-ο Ιωάννης– τον αδελφό του-τον Ιάκωβο-, βρίσκει ο Ανδρέας πρώτος τον αδελφό του Σίμωνα και του λέει: “Βρήκαμε τον Μεσσία (όνομα που σημαίνει Χριστός)”)»], εδώ όμως και τους δύο τους καλεί ο Χριστός.
Και ο μεν Ιωάννης λέγει στο Ευαγγέλιό του ότι όταν είδε ο Ιησούς τον Σίμωνα να έρχεται προς Αυτόν του είπε: «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος(:Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά. Εσύ, επειδή θα γίνεις στερεός στην πίστη σαν πέτρα, θα ονομαστείς Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος)»[Ιω.1,43],ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι έφερε ήδη το όνομα αυτό[ Ματθ. 4,18: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ»].
Όμως και από τον τόπο όπου κλήθηκαν και από πολλά άλλα σημεία μπορεί κανένας να αντιληφθεί αυτό και ακόμη από το γεγονός ότι υπάκουσαν εύκολα και πρόθυμα στην πρόσκληση και από το ότι εγκατέλειψαν τα πάντα· διότι ήδη είχαν προπαιδευτεί καλά. Επίσης στον ευαγγελιστή Ιωάννη φαίνεται ότι ο Ανδρέας ερχόταν στην οικία στην οποία διέμενε ο Ιησούς, και άκουγε πολλά από Αυτόν[πρβλ. Ιω. 1,39-40: «Τί ζητεῖτε; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη(:”Τι θέλετε και τι ζητάτε από μένα;”. Κι εκείνοι Του είπαν: “Ραββί”, που σημαίνει: “Διδάσκαλε”· πού μένεις, για να σε επισκεφτούμε και να μιλήσουμε μαζί σου;”. Και Αυτός τους είπε: “Ελάτε τώρα και δείτε πού μένω”. Ήλθαν λοιπόν και είδαν πού μένει, και έμειναν κοντά Του την ημέρα εκείνη. Η ώρα μάλιστα που συνάντησαν τον Ιησού οι δύο μαθητές ήταν περίπου δέκα από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή τέσσερις το απόγευμα)»], ενώ στον ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι μόλις άκουσαν έναν απλό λόγο, αμέσως Τον ακολούθησαν[Ματθ.4,20: «Καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»].
Βέβαια ήταν φυσικό, μολονότι Τον είχαν ακολουθήσει από την αρχή, να Τον εγκαταλείψουν στη συνέχεια, όταν είδαν τον Ιωάννη να φυλακίζεται και τον Ιησού να αναχωρεί και να επανέλθουν στην εργασία τους. Έτσι, λοιπόν, τους βρήκε να ψαρεύουν. Ο Ιησούς όμως, ούτε όταν πρώτα θέλησαν να φύγουν τούς εμπόδισε, ούτε πάλι όταν έφυγαν, τους άφησε οριστικά. Υποχώρησε μεν όταν αυτοί απομακρύνθηκαν, έρχεται όμως εκ νέου για να τους κάνει πάλι δικούς Του μαθητές. Αυτός είναι ένας σπουδαιότατος τρόπος αλιείας.
Πρόσεξε επίσης την πίστη και την υπακοή τους· διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους (γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν την προτροπή του Κυρίου δεν ανέβαλαν, ούτε και το μετέθεσαν για αργότερα, ούτε είπαν: «Να επιστρέψουμε στο σπίτι και να συνεννοηθούμε με τους δικούς μας», αλλά αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, Τον ακολούθησαν, όπως ο Ελισσαίος ακολούθησε κάποτε τον προφήτη Ηλία. Πραγματικά αυτού του είδους την υπακοή ζητεί από μας για τη μετάνοιά μας ο Χριστός, ώστε να μην αναβάλλουμε ούτε για ελάχιστο χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν, όπως κρίνουμε, μας κατεπείγει κάτι από τα πιο απαραίτητα προς το ζην. Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλησίασε και ζήτησε να πάει πρώτα να θάψει τον πατέρα του, μήτε αυτό δεν τον άφησε να κάμει, δείχνοντας ότι από όλα πρέπει να προτιμούμε να Τον ακολουθήσουμε και να γίνουμε μαθητές Του [Μτθ.8,21-22: «Ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς(:Και ένας άλλος από τους μαθητές του Του είπε: “Κύριε, δώσε μου την άδεια πρώτα να φύγω, να πάω να θάψω τον πατέρα μου, και μετά θα σε ακολουθήσω παντού”. Κι ο Ιησούς, προβλέποντας ότι η επιστροφή του μαθητή στο σπίτι του θα τον έριχνε σε σοβαρές κληρονομικές φροντίδες και διαμάχες που θα ψύχραιναν τον ζήλο του, του είπε: “Ακολούθησέ με, και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι, ενώ φαίνονται ζωντανοί, λόγω της απιστίας τους είναι πνευματικώς νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς που είναι δικοί τους, διότι κι αυτοί πέθαναν μέσα στην απιστία”)»].
Εάν πάλι θεωρείς ότι Τον ακολούθησαν επειδή ήταν μεγάλη η υπόσχεση, και πάλι τους θαυμάζω γι’ αυτό και ακόμη περισσότερο, επειδή παρόλο που δεν είχαν δει ακόμα κανένα θαυματουργικό σημείο, πίστεψαν σε μια τόσο μεγάλη υπόσχεση και όλα τα άλλα τα έθεσαν σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Πραγματικά, με όποια λόγια αλιεύτηκαν οι ίδιοι, πίστεψαν ότι με αυτά θα μπορούσαν κι άλλους να αλιεύσουν και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία των ψυχών τους. Και σε αυτούς μεν αυτήν την υπόσχεση έδωσε, σε εκείνους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τίποτα παρόμοιο δεν είπε, διότι η υπακοή αυτών που πρώτους κάλεσε(δηλαδή του Ανδρέα και του Πέτρου),είχε προετοιμάσει πλέον και αυτούς. Εξάλλου πολλά είχαν ακούσει και προηγουμένως γι’ Αυτόν.
Πρόσεξε επίσης πώς κάνει σε μας σαφή υπαινιγμό και για τη φτώχεια του Ιακώβου και του Ιωάννη· τους βρήκε να διορθώνουν και να ράβουν τα δίχτυά τους[Μτθ.4,21-22: « Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ (:Κι αφού προχώρησε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβο, τον γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη τον αδελφό του, να ετοιμάζουν τα δίχτυά τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Και τους κάλεσε. Και αυτοί αμέσως άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και Τον ακολούθησαν)»]. Τόσο μεγάλη ήταν η φτώχειά τους, ώστε να διορθώνουν τα χαλασμένα, επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν άλλα. Δεν ήταν βέβαια κι αυτό τότε μικρή απόδειξη της αρετής τους, το ότι υπέφεραν αγόγγυστα την φτώχειά τους, το ότι αποκτούσαν την τροφή τους με τίμιο μόχθο, το είχαν μαζί τους και τον γέρο πατέρα τους και τον περιποιούνταν[βλ. παραπάνω, Ματθ. 4,21-22].
Αφού λοιπόν τους έκανε μαθητές Του, τότε αρχίζει, να θαυματουργεί ενώπιόν τους, βεβαιώνοντας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτιστής Ιωάννης. Βρισκόταν αδιάκοπα στις συναγωγές και με την πράξη Του αυτή τους δίδασκε ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, ούτε πλάνος, αλλά έχει έρθει με το θέλημα του Θεού, κατόπιν κοινής Τους συμφωνίας. Και συχνάζοντας στις συναγωγές, δεν κήρυττε μόνο, αλλά και πολλά θαύματα επιτελούσε[βλ. Ματθ.23-25: «Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ Ἱεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου(:Και περιόδευε ο Ιησούς όλη τη Γαλιλαία διδάσκοντας στις συναγωγές τους, όπου κάθε Σάββατο μαζεύονταν οι Εβραίοι για να ακούσουν την ανάγνωση της Αγίας Γραφής και να προσευχηθούν. Και κήρυττε εκεί το χαρμόσυνο άγγελμα ότι πλησίαζε ο χρόνος της πνευματικής βασιλείας, που θα έφερνε στους ανθρώπους την απολύτρωση και τη χαρά. Και θεράπευε κάθε είδους ασθένεια και αδιαθεσία στον λαό. Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Κι έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε. Τότε Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού από τη Γαλιλαία και από τις δέκα ελληνικές πόλεις που είχαν κτιστεί κυρίως στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη, καθώς επίσης και από τα Ιεροσόλυμα και την Ιουδαία και τη χώρα που εκτείνεται πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό)»].
Πραγματικά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία συμβαίνει κάτι το νέο και παράδοξο και εισάγεται κάποιος νέος τρόπος ζωής, συνηθίζει ο Θεός να κάνει θαύματα, προσφέροντας εγγύηση της δυνάμεώς Του προς εκείνους που πρόκειται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι λοιπόν όταν επρόκειτο να πλάσει τον άνθρωπο, δημιούργησε όλον τον κόσμο και τότε του έδωσε εκείνο τον νόμο μέσα στον παράδεισο. Και όταν επρόκειτο να νομοθετήσει στον Νώε, πάλι μεγάλα θαύματα έκαμε, με τα οποία αναδημιουργούσε όλη την πλάση και τη φοβερή εκείνη θάλασσα την έκανε να κυριαρχεί επί της γης για έναν ολόκληρο χρόνο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλασμό διέσωσε τον δίκαιο εκείνο. Και στα χρόνια του Αβραάμ έδωσε πολλά σημεία της δυνάμεώς Του, όπως είναι η νίκη κατά τον πόλεμο, η πληγή κατά του Φαραώ, και η απαλλαγή από τους κινδύνους. Και όταν επίσης επρόκειτο να θεσπίσει τους νόμους στους Εβραίους, έδειξε πρώτα τα θαυμαστά εκείνα και μεγάλα σημεία [στο όρος Σινά] και έπειτα τους έδωσε τον Νόμο.
Έτσι λοιπόν κι εδώ θέλοντας να δώσει έναν ανώτερο τρόπο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, επιβεβαιώνει τους λόγους με την επιτέλεση των θαυμάτων. Επειδή δηλαδή δεν γινόταν αντιληπτή με τις αισθήσεις η κηρυττόμενη βασιλεία, αυτήν την αφανή, με τα ορατά σε όλους θαύματα την καθιστά φανερή. Και πρόσεξε την απλότητα του Ευαγγελιστή, ο οποίος δεν μας διηγείται χωριστά κάθε περίπτωση όσων θεραπεύονταν, αλλά με τρόπο συνοπτικό μας ενημερώνει για τα αναρίθμητα θαύματα. «Καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς»[Ματθ.4,24]. «Του έφεραν», λέει, «όλους όσοι ταλαιπωρούνταν από κάθε λογής ασθένειες και βασανίζονταν, δαιμονισμένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς και τους θεράπευσε».
Αλλά γεννιέται το ακόλουθο ερώτημα: για ποιον λόγο από κανέναν από όσους θεραπεύτηκαν δεν ζήτησε την πίστη, ούτε είπε αυτό που έπειτα φανερά έλεγε: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;(:Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;)» [Ματθ.9,28]; Επειδή δεν είχε δώσει ακόμα απόδειξη της δυνάμεώς Του. Εξάλλου και μόνο το γεγονός ότι προσέρχονταν μόνοι τους και έφερναν ασθενείς κοντά στον Χριστό, δεν αποδεικνύει τυχαία πίστη· διότι τους έφερναν από μακριά, πράγμα το οποίο δε θα έκαναν αν δεν πίστευαν πολύ οι ίδιοι.
Ας Τον ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς. Γιατί έχουμε πολλές ασθένειες της ψυχής κι αυτές θέλει πρώτα να θεραπεύσει· διότι γι’ αυτό αποκαθιστά τις σωματικές ασθένειες, για να απομακρύνει τα ψυχικά νοσήματα από την ψυχή μας. Ας έρθουμε λοιπόν κοντά Του και τίποτα βιοτικό ας μην Του ζητήσουμε παρά μόνο συγχώρηση των αμαρτιών μας· την παραχωρεί και τώρα αν τη ζητούμε σοβαρά. Τότε βέβαια είχε φτάσει η φήμη Του ως τη Συρία (Ματθ. 4,24: «Καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς»),ενώ τώρα έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την οικουμένη. Κι εκείνοι έτρεχαν προς Αυτόν, όταν άκουγαν μόνο πως θεράπευσε δαιμονισμένους· εσύ όμως που έχεις περισσότερες και μεγαλύτερες αποδείξεις για τη δύναμή Του, γιατί δεν σηκώνεσαι να τρέξεις σε Αυτόν; Κι εκείνοι άφησαν και πατρίδα και φίλους και συγγενείς· εσύ όμως δεν θέλεις μήτε το σπίτι σου να αφήσεις, για να πας κοντά Του και να λάβεις πολύ περισσότερα; Και μήτε που ζητώ αυτό από σένα. Άφησε μόνο την κακή συνήθεια και μένοντας στο σπίτι σου μαζί με τους δικούς σου θα μπορέσεις εύκολα να σωθείς.
Τώρα αν έχουμε μια σωματική πάθηση, κάνουμε τα πάντα και καταφεύγουμε σε κάθε μέσο προκειμένου να απαλλαγούμε από αυτήν. Αν όμως η ψυχή μας είναι σε κακή κατάσταση, αναβάλλουμε και βραδύνουμε να κάνουμε κάτι. Γι’ αυτό ακριβώς δεν γλυτώνουμε ούτε από τα σαρκικά παθήματα, επειδή εμείς θεωρούμε τα αναγκαία ως πάρεργα και τα πάρεργα ως αναγκαία και ενώ αφήνουμε την πηγή των κακών, θέλουμε να καθαρίσουμε τα ρυάκια· διότι το ότι βέβαια αιτία των σωματικών ασθενειών είναι η κακία της ψυχής το δήλωσε και ο παράλυτος επί τριάντα οκτώ χρόνια[βλ. Ιω.5,1], καθώς και αυτός ο παράλυτος που τον κατέβασαν από τη στέγη ενώπιον του Ιησού [βλ. Λουκ.5,17] και ο Κάιν πριν απ’ αυτούς[Γέν.4,8 κ.εξ.].Αλλά και από πολλές άλλες περιπτώσεις μπορεί ο καθένας να το διαπιστώσει αυτό. Ας αφανίσουμε λοιπόν την πηγή των κακών και τότε θα στερέψουν όλα τα ρεύματα των ασθενειών. Δεν είναι μόνο η παράλυση ασθένεια, αλλά και η αμαρτία· και η δεύτερη μάλιστα είναι πολύ πιο σοβαρή ασθένεια από την πρώτη, τόσο μάλιστα, όσο ανώτερη είναι από το σώμα η ψυχή.
Ας έρθουμε λοιπόν και τώρα κοντά Του και ας Τον παρακαλέσουμε να σφίξει την ψυχή μας που έχει παραλύσει και αφού αφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα, ας φροντίζουμε μόνο για τα πνευματικά. Εάν με δύναμη προσηλωθείς στα πνευματικά, τότε φρόντιζε και για τα γήινα. Μήτε πάλι ν’ αδιαφορείς για την αμαρτία σου, επειδή δεν αισθάνεσαι πόνο· γι’ αυτό ακριβώς να στενάζεις περισσότερο, επειδή δεν αισθάνεσαι οδύνη για τις αμαρτίες σου· διότι αυτό δεν συμβαίνει επειδή δεν δαγκώνει η αμαρτία, αλλά επειδή είναι αναίσθητη η ψυχή που αμαρτάνει. Σκέψου λοιπόν ότι όσοι αισθάνονται τα δικά τους αμαρτήματα στενάζουν χειρότερα από αυτούς που τους φονεύουν ή τους καίνε, πόσα κάνουν και πόσα υποφέρουν, πόσους θρήνους και οδυρμούς κάνουν, για να απαλλαγούν από την πονηρή συνείδηση που τους τύπτει. Δεν θα το έκαναν αυτό αν δεν ένιωθαν σφοδρό ψυχικό πόνο.
Εκείνο λοιπόν που είναι το καλύτερο είναι να μην αμαρτάνουμε καθόλου, ύστερα όμως απ΄ αυτό, το να συναισθανόμαστε την αμαρτία και να διορθωνόμαστε· διότι αν μας λείπει αυτό, πώς θα παρακαλέσουμε τον Θεό και θα ζήσουμε τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, εμείς που καθόλου δεν δίνουμε καμία σημασία σε αυτά; Πραγματικά, όταν εσύ, που αμάρτησες, δεν θέλεις μήτε αυτό ν’ αναγνωρίσεις, ότι δηλαδή αμάρτησες, για ποια αμαρτήματα θα παρακαλέσεις τον Θεό; Για εκείνα που δε γνωρίζεις; Και πώς θα γνωρίσεις το μέγεθος της ευεργεσίας; Εξομολογήσου λοιπόν ξεχωριστά μία μία τις αμαρτίες σου στον πνευματικό σου πατέρα, για να μάθεις για ποιες παίρνεις συγχώρηση[για αυτές μονάχα δηλαδή που ομολογείς], για να νιώσεις ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη σου.
Εσύ όμως όταν εξοργίσεις κάποιον άνθρωπο, και φίλους και γείτονες και θυρωρούς παρακαλείς και χρήματα ξοδεύεις και χάνεις πολλές ημέρες να πηγαίνεις να τον βρίσκεις και να παρακαλείς και αν μια και δύο και αμέτρητες φορές σε αποκρούσει ο θυμωμένος, δεν ησυχάζεις, αλλά μεγαλώνει η αγωνία σου και πληθαίνεις τις παρακλήσεις. Όταν όμως προκαλούμε την οργή του Θεού των όλων, αδρανούμε και ησυχάζουμε και αδιαφορούμε και διασκεδάζουμε και μεθούμε και εκτελούμε όλες τις συνηθισμένες μας πράξεις. Πότε θα μπορέσουμε να Τον εξιλεώσουμε; Και πώς με αυτή μας την συμπεριφορά δε θα Τον εξοργίσουμε περισσότερο; Πιο πολύ από την αμαρτία Τον κάνει να αγανακτεί περισσότερο και να οργίζεται η απουσία της λύπης για την αμαρτία. Γι’ αυτό αξίζει να κατεβούμε μέσα στη γη και μήτε τον ήλιο να αντικρίζουμε μήτε να αναπνέουμε καθόλου, γιατί παρόλο που έχουμε έναν τόσο διαλλακτικό Κύριο, Τον θυμώνουμε και αφού Τον θυμώνουμε τουλάχιστο δεν μετανοούμε. Παρόλο που Εκείνος κι όταν θυμώνει, δεν μας μισεί ούτε μας αποστρέφεται, αλλά θέλει να μας επαναφέρει κοντά Του έστω και με τον τρόπο αυτό. Γιατί αν μας ευεργετούσε αδιάκοπα και εμείς Τον υβρίζαμε, περισσότερο θα Τον περιφρονούσαμε. Για να μη γίνει αυτό, μας αποστρέφεται προσωρινά, για να μας έχει κοντά Του παντοτινά.
Ας έχουμε θάρρος λοιπόν στην φιλανθρωπία Του και ας επιδείξουμε μετάνοια με ενδιαφέρον πριν φτάσει η ημέρα εκείνη του θανάτου μας κι έπειτα, που η μετάνοια δεν θα μπορεί να μας ωφελήσει πλέον. Τώρα όλα είναι στο χέρι μας· τότε όμως η απόφαση είναι μόνο στο χέρι του δικαστού. Ας προσπέσουμε λοιπόν στον φιλάνθρωπο Κύριό μας κι ας εξομολογηθούμε στον πνευματικό μας [πρβλ. Ψαλμ. 94,2: « Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει(:Χωρίς αναβολή ας σπεύσουμε ενώπιόν Του εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας)»], ας κλάψουμε κι ας θρηνήσουμε. Αν μπορέσουμε να καταπραΰνουμε τον δικαστή πριν από την δίκη(:την ημέρα της κρίσεως)και μας συγχωρέσει τα αμαρτήματά μας, τότε δεν θα χρειαστεί μήτε να μπούμε στο δικαστήριο.
Όπως πάλι αν δεν γίνει αυτό, θα ακούσει την απολογία μας μπροστά σε ολόκληρη την οικουμένη, που θα είναι παρούσα και δεν έχουμε καμιά ελπίδα για συγχώρηση· διότι κανένας από εκείνους που δεν πήραν άφεση για τα αμαρτήματά τους εδώ στη γη, όταν φτάσει εκεί, δεν θα μπορέσει ν’ αποφύγει τις ευθύνες του γι’ αυτά. Αλλά όπως οι φυλακισμένοι εδώ με τις αλυσίδες τους οδηγούνται στο δικαστήριο, έτσι κι όλες οι ψυχές όταν φύγουν από εδώ βεβαρημένες με όλες τις σειρές των αμαρτημάτων τους, οδηγούνται στο φοβερό βήμα. Πραγματικά η παρούσα ζωή δεν διαφέρει καθόλου από μια φυλακή. Αλλά όπως στο κτίριο της φυλακής όταν εισέλθουμε, τους βλέπουμε όλους αλυσοδεμένους, έτσι και τώρα όταν εξέλθουμε από τη φαινομενική και εισχωρήσουμε μέσα στη ζωή καθενός και μέσα στην ψυχή του, θα τη βρούμε δεμένη με αλυσίδες χειρότερες από τις σιδερένιες.
Για όλα αυτά ας παρακαλέσουμε τον Λυτρωτή των ψυχών μας, ώστε και τα δεσμά μας να σπάσει, και τον σκληρό αυτόν φύλακα να απομακρύνει και αφού μας απαλλάξει από το φορτίο των σιδερένιων αλυσίδων, ας κάμει το φρόνημά μας ελαφρότερο κι από το φτερό. Και παρακαλώντας Τον, ας Του φέρουμε και τα δικά μας δώρα, ζήλο και διάθεση καλή και προθυμία αγαθή. Έτσι θα επιτύχουμε και μάλιστα σε σύντομο χρόνο ν’ απαλλαγούμε από τα κακά που μας κατέχουν και να αντιληφθούμε σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε προηγουμένως και να αποκτήσουμε την ελευθερία που μας αρμόζει. Αυτήν μακάρι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΙΔ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 440-459.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, σελ. 34-41.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΛΟΥΚΑ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Α΄ Λουκά με θέμα:
«ΚΑΝΕ ΑΡΧΗ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-9-1990]
Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, κάνει αρχή ευαγγελικών περικοπών από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Αλλά και το περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής σήμερα αναφέρεται στην αρχή του δημοσίου έργου του Κυρίου μας και την εκλογή των πρώτων μαθητών Του. Γι’ αυτό και εμείς σαν θέμα σήμερα να έχουμε τη σημασία ενός ξεκινήματος σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής μας. Και μάλιστα ιδιαίτατα στον τομέα της σωτηρίας μας.
Αλλά με δύο λόγια ας δούμε την ευαγγελική περικοπή για να έχουμε μία εικόνα. Ένα πρωινό, στην αμμουδιά της λίμνης Γενησαρέτ, είδε ο Κύριος δύο αραγμένα καΐκια, που οι νοικοκυραίοι τους ήταν ο Πέτρος, με τον αδελφό του τον Ανδρέα στο ένα και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ο αδελφός του στο άλλο. Ο Κύριος ζήτησε από τον Απόστολο Πέτρο για λίγο να του παραχωρήσει το καΐκι του, επειδή ήταν πολύ το πλήθος που ήλθε να ακούσει τον λόγο Του και δεν ήταν δυνατό να μπορέσει να μιλήσει, να οράται και να ακούεται, και ζήτησε από το καΐκι να μπορέσει να μιλήσει στα πλήθη.
Μετά από την ομιλία, προέτρεψε ο Κύριος τον Πέτρο να ανοιχτεί στη θάλασσα το καΐκι ,για ψάρεμα. Ήταν μεσημέρι. Παρά την ακαταλληλότητα του χρόνου, ο Πέτρος υπακούει. Και σε λίγο το δίχτυ σχιζόταν από το πλήθος των ψαριών τόσο, ώστε να φωνάξουν αι τους μετόχους αυτών, το άλλο καΐκι, του Ιακώβου και του Ιωάννου για να βοηθήσουν. Και τα πλοία και τα δύο κινδύνευαν να βυθιστούν από το πλήθος, το βάρος των ψαριών. Ο απόστολος Πέτρος, όπως και οι άλλοι συγκλονίστηκαν. «Θάμβος γὰρ»,λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς,-θάμπωμα, έκπληξις- «περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ».
Και ο Κύριος λέγει στον Πέτρο, στον Σίμωνα: «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν (:Από τώρα και εμπρός) ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν(:ανθρώπους θα ψαρεύεις).Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Βλέπουμε λοιπόν, αγαπητοί, να ξεκινά ο Κύριος το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Είναι η αρχή του Ευαγγελίου. Όχι εκείνη η ημέρα. Εκείνες τις ημέρες. Αλλά και οι πρώτοι Του μαθητές. Αυτούς που κάλεσε. Τους τέσσερις πρώτους. Αφού και εκείνοι όλα τα άφησαν, αρχίζουν και εκείνοι το ιεραποστολικό τους έργο.
Έτσι αισθανόμαστε μία πνοή αρχής, μία πνοή ξεκινήματος, καθώς ακούμε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Αλλά και ο Σεπτέμβριος είναι ο πρώτος μήνας του έτους. Ναι. Πρωτοχρονιά έχουμε την 1η Σεπτεμβρίου. Και ο πρώτος μήνας προετοιμασίας της γης για τη χειμερινή της καλλιέργεια.
Όταν στέγνωσαν τα νερά του Κατακλυσμού και κατακάθισε η Κιβωτός του Νώε, ήταν Σεπτέμβριος! Μας το λέει σαφώς η Αγία Γραφή. Και με τη διάσωση του ανθρωπίνου γένους με την Κιβωτό, οκτώ ψυχές ήσαν, ξεκίνησε πάλι την ιστορική της πορεία η ανθρωπότητα. Πότε; Τον μήνα Σεπτέμβριο. Αλλά και ο κόσμος στη δημιουργία του είχε αρχή. Γράφει ο θεόπνευστος Μωυσής: « Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Και βέβαια αυτό το «ἐν ἀρχῇ» δεν σημαίνει παρά χρόνο και συνεπώς ξεκίνημα. Αλλά ο χρόνος, αν το θέλετε να σας πω κάτι πιο πολύ, δεν προϋπήρχε. Αλλά εκείνη τη στιγμή που ο Θεός δημιουργεί τον χώρο, την ύλη, δημιουργείται και ο χρόνος. Ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα. Και όπως λέγει ο Ωριγένης: «Δύναται τό τῆς ἀρχῆς ὃνομα λαμβάνεσθαι καί ἐπί τῆς τοῦ κόσμου ἀρχῆς». Μπορεί να δοθεί, λέει, το όνομα της αρχής, ακόμα και στη δημιουργία του κόσμου. Και θα έλεγα, προπαντός στη δημιουργία του κόσμου.
Και, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, λίγο ξεφεύγω από το κύριό μου θέμα, δεν πειράζει, είναι μία όμορφη θέση του αγίου Κυρίλλου που λέγει: «Ἀρχή τοῦ κόσμου τό ὓδωρ καί ἀρχή τῶν Εὐαγγελίων ὁ Ἰορδάνης». Βλέπετε λοιπόν; Η αρχή του κόσμου είναι το νερό. Η αρχή των Ευαγγελίων, δηλαδή του κηρύγματος, είναι ο Ιορδάνης. Διότι μετά το βάπτισμά Του ο Κύριος, άρχισε να κηρύττει. Αυτό που λέγει «ἀρχή τοῦ κόσμου» ότι είναι το «ὓδωρ», πάλι επιτρέψατέ μου μία μικρή παρέκβαση από το κύριό μου θέμα, γιατί είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο.
Αν διαβάσουμε τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, θα δούμε ότι ο καθένας που αυτοί βέβαια φιλοσόφησαν με αντικείμενό τους την κοσμολογία και τη θεολογία, δηλαδή περί Θεού και περί κόσμου. Ο Σωκράτης ξεκινάει περί ανθρώπου. Ανθρωπολογία. Αν λοιπόν δούμε τους φιλοσόφους τους προσωκρατικούς, θα δούμε ότι ο καθένας αποδίδει κάποιο ή κάποια στοιχεία ξεκινήματος της δημιουργίας. Άλλος λέει το πυρ, άλλος λέγει τούτο, άλλος λέγει εκείνο. Κάποιος λέγει και το νερό, εκ των φιλοσόφων. Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι η αρχή της Δημιουργίας είναι το νερό. Κάνει εντύπωση, γιατί μοιάζει ότι είναι χοντροκομμένο το πράγμα. Επιτρέψατέ μου να σας το δείξω αυτό, πώς το λέγει ο Απόστολος Πέτρος. Σας είπα, παρέκβαση κάνω. Να έχετε μία γνώση. Λέγει ο απόστολος Πέτρος στην 2α του επιστολή, στο 3ο κεφάλαιο, στον 5ο στίχο: «Οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ(:Από παλιά και οι ουρανοί και η γη) ἐξ ὕδατος καὶ δι᾿ ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ Θεοῦ λόγῳ(:έγιναν με τον λόγο του Θεού εξ ύδατος και δι’ ύδατος. Από το νερό και με το νερό)». Είναι εκπληκτικό! Προσέξτε να δείτε. Ο αρχαίος κόσμος χρησιμοποιεί την Αγία Γραφή με τα δεδομένα τα γνωσιολογικά της κάθε εποχής. Δεν μπορούσε , για παράδειγμα, να ομιλεί περί οξυγόνου και υδρογόνου. Είναι πάρα πολύ φυσικό. Όταν όμως λέγει ότι «από το νερό έγινε η δημιουργία και με το νερό», λέει σαφώς ο Απόστολος Πέτρος, εννοούμε τούτο: Τι περιέχει το νερό; Υδρογόνο και οξυγόνο. Ξέρουμε πολύ καλά ότι το υδρογόνο είναι εκείνο που επαναλαμβανόμενο στον πυρήνα του, τα πρωτόνια, φτιάχνει τα στοιχεία του κόσμου. Να λοιπόν που το πρώτο στοιχείο, όντως το πρώτο στοιχείο είναι το υδρογόνο· που περιέχεται μέσα στο νερό και μάλιστα περισσότερο από το οξυγόνο. Λέμε: «Υδρογόνο δύο, οξυγόνο», λέμε ότι είναι το νερό. Εκπληκτικό! Και κατοπινά, τι διαμορφώνει την επιφάνεια της γης; Πάλι το νερό. Τα νέφη, τα νερά, οι ωκεανοί: «Ἐξ ὕδατος καὶ δι᾿ ὕδατος». Είδατε ακρίβεια της Γραφής; Από το νερό και με το νερό. Είναι εκπληκτικό. Αλλά δεν θα μείνω πιο πολύ παρά το ενδιαφέρον του χωρίου, γιατί θα φύγει ο χρόνος μου, θα φύγει το θέμα μου.
Όλα τα κτιστά έχουν αρχή. Όλα τα κτιστά πράγματα. Και η ζωή είχε και έχει αρχή. Βεβαίως η ζωή ως φαινόμενο, είχε αρχή. Με τον Λόγο του Θεού έγιναν και το φυτικό και το ζωικό βασίλειο και ο άνθρωπος. Αλλά και κάθε φορά ο καθένας που πρέπει να έρθει στον κόσμο, να πάρω μόνο τους εαυτούς μας, έχουμε αρχή. Ο καθένας έχει αρχή της προσωπικής του υπάρξεως. Και η αρχή πάντοτε έχει μια γοητεία, μια ομορφιά. Γιατί; Γιατί μέσα της κλείνεται η ελπίδα της δημιουργίας και η επιτυχία. Γι’ αυτό γοητεύει πάντα άνθρωπο που κάνει μία αρχή στα έργα του.
Και ο Θεός, ας μου επιτραπεί να μιλήσω με μία ανθρώπινη γλώσσα, δηλαδή ανθρωπομορφικά, όπως λέγει η Σοφία του Θεού ευφραινόταν, ευφραινόταν όταν δημιουργούσε. Γιατί; Είναι η αρχή και υπάρχει αυτή η χαρά της Δημιουργίας. Και η ελπίδα το τι θα σταθεί και θα γίνει η Δημιουργία.
Η αρχή του ανθρώπου είναι ο Χριστός. «Διότι την αρχή του την έχει», όπως λέγει ο άγιος Ιουστίνος, «στην Εκείνου θέληση». Ήθελε και μας έκανε. Αλλά και την αρχή του ανθρώπινου σχήματός του ο άνθρωπος την ανάγει και αυτήν στον Χριστό. Λέγει ο Ωριγένης: «Χριστός ἀρχή τῶν κατ’ εἰκόνα γενομένων Θεοῦ». Ό,τι έγινε, απ’ ό,τι έγινε από τους ανθρώπους που αποτελούν την εικόνα του Θεού, η αρχή είναι ο Χριστός. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το πρότυπο ή το αρχέτυπο ήταν ο μέλλων να ενανθρωπήσει Λόγος του Θεού, βάσει του οποίου έγινε ο άνθρωπος. Δεν έγινε δηλαδή ο Ιησούς Χριστός βάσει του Αδάμ. Ο Αδάμ έγινε βάσει του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό λοιπόν όντως αρχή του ανθρώπου, της υπάρξεως, του σχήματος, αυτό που λέμε «άνθρωπος», αυτό που είμαι, αυτό που με βλέπετε, αυτό που σας βλέπω, αρχή έχει όχι τον Θεό Λόγο, αρχή έχει τον Ιησού Χριστό. Γιατί άμα λέμε Ιησούς Χριστός, εννοούμε την Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.
Και ο Θεός θέλει αυτή η αρχή, η κάθε αρχή να είναι αγαθή. Όπως και Εκείνος είναι Αγαθός, και ό,τι δημιουργεί είναι αγαθό. Όμως όταν έκανε αρχή ο Θεός στη δημιουργία του ανθρώπου, έκανε αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου. Εδώ προσέξτε, γιατί εδώ μπαίνουμε σε μία περιπέτεια. Δηλαδή άφησε το ξετύλιγμα της ζωής του στην προαίρεσή του. «Πώς θέλεις εσύ να ξετυλίξεις τη ζωή σου; Να την εκτυλίσσεις; Πώς θέλεις; Αφήνω το πώς θέλεις στα χέρια τα δικά σου, ω άνθρωπε». Αυτό είναι το μυστήριο της ελευθερίας, που είναι εκπληκτικό. Εσείς συλλάβατε τι θα πει ελευθερία; Όλα μου τα χρόνια μελετώ το θέμα, από έφηβος, αγαπητοί μου, από έφηβος μελετώ το θέμα της ελευθερίας. Δεν το έχω πιάσει ακόμα. Δεν το έχω πιάσει ακόμα. Έτσι ο Θεός έβαλε στα χέρια του ανθρώπου, τι; Του έβαλε τη δυνατότητα να θέτει αρχή, στα χέρια του, να θέτει αρχή στα έργα τα δικά του. Λέμε: «Θα κτίσουμε ένα σπίτι». Λέμε: «Θα κάνουμε παιδιά». Λέμε: «Θα φυτέψουμε έναν κήπο». Και ο άνθρωπος τώρα έχει τη δικαιοδοσία, αλλά και την υποχρέωση να κάνει αρχή στη ζωή του σε όλα τα πράγματα.
Στον «Εκκλησιαστή» αναφέρεται κατά πλησμονήν: «Καιρός παντί πράγματι». Καιρός για κάθε πράγμα. Καιρός, λέει, να φυτέψεις, καιρός να ξεριζώσεις, καιρός να γκρεμίσεις, καιρός να κτίσεις κ. ο. κ. Αυτό το «καιρός παντί πράγματι» αφήνει να εννοηθεί ότι εκεί υπάρχει η αρχή του κάθε πράγματος· διότι αν λέγει περί καιρού, ομιλεί περί χρόνου. Και συνεπώς είναι η ώρα αυτό να κάνεις, είναι η ώρα εκείνο να κάνεις, είναι η ώρα εκείνο να κάνεις, αυτό να αρχίσεις, εκείνο να αρχίσεις. Και σημαίνει ότι πράγματι η αρχή ανήκει στα χέρια του ανθρώπου. Αρκεί ο άνθρωπος ό,τι κάνει, επειδή είναι δευτερογενής ύπαρξη, δεν είναι αυτογενής, ο Θεός είναι αυτογενής, ο Θεός είναι αυτοΰπαρξη, πρέπει να παίρνει την ευλογία του Θεού. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να παίρνει την ευλογία του Θεού.
Το πρώτο όμως ξεκίνημα του ανθρώπου που έχει να κάνει είναι η σωτηρία του. Αυτό έθεσε και ο Θεός στον Αδάμ. Όταν του είπε να εργάζεται, ποιον του είπε να εργάζεται; Τον παράδεισο που απολάμβανε έτοιμο εκεί; Εννοούσε τον παράδεισο της ψυχής του. Και ποιους καρπούς έπρεπε να αποφέρει; Αφού μόνη της η γη ποτιζόταν, μας λέγει ο θεόπνευστος Μωυσής. Ποιους καρπούς έπρεπε να αποφέρει; Τους καρπούς των αρετών. Συνεπώς, επειδή δεν πρόσεξε και έχασε τον Παράδεισο, τώρα πρέπει να βάλει αρχή της επιστροφής του στον Παράδεισο. Πρέπει να γυρίσει πίσω.
Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο αρχίζει έτσι: «Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Αρχή του Ευαγγελίου. Τι θα πει αυτό; Ότι η αρχή αυτή ετέθη εκ μέρους του Θεού. Δηλαδή να σε βοηθήσει να μετανοήσεις. Δηλαδή σου δίνει τη δυνατότητα, σε ωθεί, σε σπρώχνει σε μια άλλη αρχή, την αρχή της μετανοίας. Βάζει ο Θεός αρχή να σώσει και εσύ πρέπει να βάλεις αρχή να μετανοήσεις. Λέει ο απόστολος Παύλος στους Αθηναίους: «Τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς(: «παρέβλεψε, ξεπέρασε ο Θεός τους χρόνους της αγνοίας, της ειδωλολατρίας» κ.τ.λ.) τανῦν(: «και τώρα») παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν(: «και τώρα παραγγέλλει σε όλους τους ανθρώπους να μετανοούν, να γυρίσουν πίσω»)».
Κάποτε λοιπόν πρέπει να βάλουμε και εμείς αρχή μετανοίας. Θα το έλεγε καλύτερα, πρέπει να βάζουμε αρχή πάντοτε μετανοίας. Οι ασκητές έλεγαν: «Ἀρχήν βάλλω(:οριστική, α΄πρόσωπο, Ενεστώτας)». Λέγεται για τον άγιο Σισώη ότι όταν πέθαινε, μαζεύτηκαν όλοι οι μαθητές του κ.λπ. στο κρεβάτι το επιθανάτιο. Τους παρεκάλεσε να τον αφήσουν λίγο μόνο του για να βάλει αρχή μετανοίας! Και μόλις λίγο απεμακρύνθησαν, απέθανε, ξεψύχησε. Και έλαμψε ολόκληρος με το άκτιστο φως και γέμισε ο χώρος από ευωδία. Ήταν αγιασμένος. Και όμως έλεγε: «Αφήσατέ με λίγο, να βάλω αρχή μετανοίας». Αυτό πρέπει να λέμε. Ποτέ μη λέμε: «είμαι φτασμένος». Όχι. Αρχή μετανοίας, αγαπητοί μου.
Κάποτε κάναμε αρχή της πνευματικής ζωής μας με το Βάπτισμα. Όμως τον χιτώνα του Βαπτίσματος τον ρυπώσαμε, τον λερώσαμε, τον βρωμίσαμε. Πρέπει να βάλουμε αρχή καθαρμού του χιτώνος του βαπτίσματος, που είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση. Πέσαμε; Αρχή ανορθώσεως. Ξαναπέσαμε; Αρχή επανορθώσεως. Ξαναπέσαμε; Όποτε πέφτουμε, θα σηκωνόμαστε. Κάθε στιγμή. Μόνο που δε μας συμφέρει να πέφτουμε κάθε στιγμή από αμέλειά μας. Δε μας συμφέρει. Δε μας συμφέρει. Πολλή προσοχή στο σημείο αυτό. Μην κανείς πονηρά και ανόητα το εκμεταλλευτεί. Και πει: «Ε, δεν πειράζει, θα ξαναπέσω, αφήνω τον εαυτό μου, δεν προσέχω». Κάποτε πάει η στάμνα στο πηγάδι και δε γυρίζει πίσω. Σπάζει. Αν σε βρει ο θάνατος; Πού ξέρεις; Ύστερα, πότε θα αποφέρεις, αδερφέ μου, καρπό; Πότε; Διότι δεν είναι η μετάνοια μόνο μία λέξις. Είναι η μετάνοια μία πράξις. Και η πράξις είναι όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, που σήμερα γιορτάζουμε τη θεία του σύλληψη, είναι καρπός. «Ποιήσατε οὖν καρπούς ἀξίους της μετανοίας». Βλέπετε λοιπόν ότι δε μας συμφέρει να πέφτουμε. Αλλά όταν πέσουμε μπορούμε να σηκωθούμε. Να λυπηθούμε, να σηκωθούμε, να κάνουμε πάλι αρχή. Ύστερα είναι ο εσωτερικός μας κόσμος, οι λογισμοί μας, τα αισθήματά μας. Να λέμε «τα αφήνω αυτά. Άστα. Μη με απασχολούν. Κάνω αρχή μετανοίας».
Όταν ο άνθρωπος ξεκινά τη ζωή του, του προβάλλεται η απόκτηση των ευαγγελικών αρετών. Μεγαλώνουμε το παιδί μας, του λέμε ότι πρέπει να ζήσει ευαγγελικά. Φαίνονται όμως πολλές οι αρετές και δύσκολες. Τι θα γίνει; Θα κάνει αρχή. Απλούστατα. Και η αρχή, είναι πασίγνωστο, είναι το ήμισυ του παντός. Έκανες αρχή; Είναι σαν να έκανες το μισό σου έργο. Αλλά ο διάβολος γνωρίζει πάρα πολύ καλά την αξία της αρχής ενός έργου. Γι’ αυτό , το παν μηχανεύεται και το παν κάνει, για να ματαιώνει αυτήν την αρχή. Ότι να, τώρα, ξέρω ΄γω, τούτο ή εκείνο. Πάντα δημιουργεί ένα πρόσχημα, ένα πρόσκομμα. Προβάλλει μπροστά στην ανθρώπινη αρχή, την ακηδία. Αυτή την πνευματική τεμπελιά. Και η ακηδία, αγαπητοί μου, πρέπει να σας το πω, πολεμάται με τη βία. Η ακηδία είναι ό,τι η αδράνεια στα σώματα, όπως μας λέγει η Φυσική, που πρέπει να καταβληθεί περισσότερη ενέργεια για την κίνησή τους. Αυτό είναι στην πνευματική μας ζωή η ακηδία. Θα πω μία μεγάλη κουβέντα. Ακούσατέ την. Έτσι, η αρχή της αρχής είναι η βία! Θα βάλουμε βία στην αρχή του κάθε μας έργου. Και αυτή η βία είναι αγαθή και αναγκαία. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος ότι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται», υπόκειται σε βιασμό, «καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν».
Ακόμη ο διάβολος μετέρχεται και ένα ακόμη τέχνασμα. Έρχεται να παρουσιάσει στην αρχή του κάθε έργου, ότι αυτό είναι πελώριο και αδύνατο. Τόσο μεγάλο. Θα εφαρμόσω εγώ τις εντολές του Ευαγγελίου; Κάποτε ένας πατέρας έστειλε το παιδί του στο χωράφι να το σκάψει. Πήγε αυτό, είδε τη μεγάλη έκταση του χωραφιού, απογοητεύτηκε και γύρισε πίσω. «Καλά», του λέει ο πατέρας του. Την άλλη μέρα το πρωί πήγανε μαζί. Και του λέει: «Θέλω να μου σκάψεις, να, τόσο τετραγωνικά. Δεν θέλω άλλο. Και το βράδυ να έρθεις στο σπίτι». Με τον τρόπο αυτόν, με τη μέθοδο αυτή, σκάφτηκε ολόκληρο το χωράφι.
Είναι ακόμη και η αρχή της εξασκήσεως ενός ταλάντου. Το τάλαντο είναι χρυσάφι. Δεν αναλύω πιο πολύ, το ξέρετε. Νόμισμα της αρχαιότητας. Αλλά ακατέργαστο χρυσάφι. Πρέπει λοιπόν να γίνει η αρχή της κατεργασίας του. Κάνει εντύπωση αυτό που λέγει ο Θεός. «Πλάτυνον τό στόμα σου(λέγει στον 80όν Ψαλμό) καί πληρώσω αὐτό». Άνοιξε το στόμα σου κι εγώ θα το γεμίσω. Προσέξτε, ο Θεός θα βάλει το περιεχόμενο του λόγου Του, αλλά αφού όμως εγώ θα έχω ανοίξει το στόμα μου. Και μάλιστα, χαρακτηριστικά, δεν λέγει «ἂνοιξον» αλλά λέγει «πλάτυνον»· που σημαίνει ότι θα εργαστείς οριακά. Έρχεστε να κοινωνήσετε, ανοίγετε το στόμα και σας λέμε: «Πιο πολύ το στόμα». Οριακά, όσο παίρνει. Στα όριά του θα ανοίξεις το στόμα σου. Δηλαδή οριακά θα εργαστείς το τάλαντό σου. Και τότε ο Θεός θα στο αξιοποιήσει. Το ίδιο ισχύει και για το μολύβι. Λες: «Τι να γράψω;». Πάρε χαρτί και μολύβι, ξεκίνα και θα γράψεις. Βλέπετε ότι η αξία της αρχής είναι σπουδαιότατη για όλους. Είναι για τον μαθητή, είναι για τον επιστήμονα, είναι για εκείνον ο οποίος ξεκινάει την οικογένειά του. Είναι για εκείνον που ξεκινάει ένα επάγγελμα. Είναι σπουδαιότατη η αρχή.
Πολλές αρχές βέβαια μπορεί να βάλει ο άνθρωπος και να θεμελιώσει τη ζωή του, αλλά η σημαντικότατη είναι η αρχή της αγιότητος. Ο Θεός εντέλλεται: «Ἅγιοι γίνεσθε ὃτι Ἐγώ ἃγιος εἰμί». Αλλά η αγιότητα δεν σταματά στην επιθυμία, αλλά αρχίζει με τα μικροπράγματα. Αρχή σταματήματος μικρών κακών συνηθειών. Αρχή ξεκινήματος μικρών καλών συνηθειών. Να βάλουμε αρχή και στη θέληση. Ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «Χωρίς ἀγιασμοῦ, οὐδείς ὃψεται τόν Κύριον». Χωρίς τον αγιασμό, κανείς δε θα δει τον Κύριο. Πρέπει λοιπόν να βάλουμε αρχή.
Αγαπητοί, ένα πρωινό στη λίμνη Γενησαρέτ ετέθησαν κάποιες χρονικές στιγμές. Ξεκίνησε το κήρυγμα ο Κύριος. Διάλεξε τους πρώτους μαθητές Του. Κήρυξε τη μετάνοια σαν την αρχή της επιστροφής μας στον Θεό. Κήρυξε την αρχή της καινούριας μας ζωής. Κήρυξε και ήθελε με τούτο να μας υπενθυμίσει ότι και εμείς πρέπει να βάλουμε αρχή. Αρχή σε όλα. Προπαντός στην αγιότητα. Ο Κύριος χώρισε για χάρη μας τον χρόνο σε μικρά κομματάκια, για να μας βοηθήσει. Όπως έκανε ο πατέρας στο παιδί του, που χώρισε μικρά κομματάκια το χωράφι, για να το καλλιεργήσει και να μη βλέπει τον όγκο της εργασίας. Τον χώρισε σε ημερονύκτιο, με μία δύση και με μία ανατολή. Βάζω πρώτα τη δύση και μετά την ανατολή, για να δείξω το ξεκίνημα. Χώρισε τον χρόνο σε έτη, για μετράμε το μήκος της ζωής μας. Τι έκανα πέρυσι, τι κάνω φέτος, τι μπορώ να κάνω φέτος. Τον χώρισε ακόμη και σε στιγμές. Για να Τον θυμόμαστε τον Κύριο, για να επιστρέφουμε σε Αυτόν και να μετανοούμε διαρκώς. Αδελφοί μου, ας κάνουμε αρχή σε όλα. Προπαντός όμως αρχή στη μετάνοια και στην αγιότητα. Και η αρχή θα μας χαρίσει το ήμισυ του παντός, το ήμισυ του έργου. Αλλά θα μας χαρίσει όμως ολόκληρη τη χαρά.
Ας κάνουμε λοιπόν αρχή και ο Κύριος Ιησούς, που για χάρη μας έγινε αρχή και χρόνος με την Ενανθρώπησή Του, σίγουρα θα μας βοηθήσει.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_483.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.