Στέλνω χίλιες δόξες στὸ Θεὸ ποὺ μὲ ἀξίωσε ἐμένα τὴν ἀνάξια, τὴν πιὸ ἁμαρτωλὴ νὰ διακονήσω ἕνα τόσο μεγάλο ἅγιο καὶ νὰ δῶ θαυμαστὰ πράγματα καὶ πόσο ἀγώνα κάνουν οἱ ἅγιοι. Ὅσα γράφει τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, τὰ εἶδα στὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα. Ἔχω τύψεις γιατὶ τὸν πίκρανα πολὺ καὶ δὲν ἔκανα ὑπακοή. Τὸν πίκραινα πολλὲς φορές, δὲν τὸ καταλάβαινα· εἶχα ἄγνοια. Ἅγιε Ἱερόθεε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.
…Πέρασε λίγος καιρός, μὲ πῆρε τηλέφωνο ἡ ἀνηψιὰ ἡ Μαρία καὶ μοῦ λέει· Ὁ Γέροντας εἶναι ἐδῶ, στὰ Πετράλωνα, ἂν θὲς νὰ ἔρθῃς. Εἶχαν περάσει ἀπὸ τότε ποὺ τὸν γνώρισα 6 μῆνες. Ἀπὸ τὴ χαρά μου γιὰ νὰ πάω γρήγορα –ἦταν πρωί– ἔφυγα χωρὶς νὰ πιῶ πρωινό. Μόλις πῆγα ἐκεῖ, ἦταν στὴν αὐλὴ μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα κορίτσια. Μόλις μὲ βλέπει ὁ Γέροντας λέει στὴν ἀνηψιά του· «Φτιάξε πρωινὸ στὴν κυρία Μαρία, γιατὶ εἶναι νηστικιά». Ἐγὼ ἀπὸ ντροπὴ λέω, «Ἔχω φάει». Μοῦ λέει, «Ξέρεις; ἐγὼ μπορῶ καὶ βλέπω καὶ ἀπὸ μέσα καὶ βλέπω ἄδειο τὸ στομάχι σου». Ἐγὼ μένω κόκκαλο· ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ μοῦ εἶπε.
Ἐγὼ ἐξακολουθοῦσα νὰ πηγαίνω. Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς μοῦ λέει κάποια μέρα· «Ψάχνω νὰ βρῶ μιὰ σπηλιὰ νὰ κρυφτῶ». Ἐγὼ εἶχα κάτω στὸν κῆπο ἕνα δωμάτιο. Παλιὰ ἔμεναν οἱ γονεῖς μου καὶ μετὰ τὸ εἶχα ἀποθήκη. Τὸ σκέφτηκα, ἀλλὰ ντρεπόμουν μήπως δὲν εἶναι καλό. Μὲ εἶχε γνωρίσει ὁ Γέροντας μὲ μιὰ κοπέλλα, τὴν Κασσιανή, πολὺ καλὴ καὶ πνευματική. Ἤξερε ἀπὸ πνευματικά, ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέα. Τῆς τὸ εἶπα καὶ τὴν παρακάλεσα νὰ ἔρθῃ νὰ τὸ δῇ νὰ μοῦ πῇ, ἂν εἶναι καλό, καὶ μετὰ νὰ τὸ πῶ στὸν Γέροντα. Τὸ εἶδε, μοῦ λέει, «Εἶναι τὸ καλύτερο γιὰ μοναχό». Τὸ εἶπα στὸ Γέροντα. Μοῦ λέει, «Εἶναι καλό». Τοῦ λέω, «Ἐλᾶτε νὰ τὸ δῆτε πρῶτα». Μοῦ λέει· «Καλὸ εἶναι». Τὸ ἔφτειαξα καὶ μετὰ ἄρχισε νὰ ἔρχεται, ὅποτε ἤθελε. Μετὰ ἐρχότανε καὶ κόσμος στὸ Γέροντα μὲ πολλὰ προβλήματα καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Θὰ γράψω ὅσα μπορῶ νὰ θυμηθῶ.
Θαύματα
Ἔρχονταν παιδάκια μὲ καρκίνο καὶ ὅσα σταύρωνε ὁ Γέροντας εἶχαν γίνει καλά. Δὲν θυμᾶμαι τὰ ὀνόματα, μόνο τὴν Ἀφροδίτη θυμᾶμαι, ποὺ ἦταν 2 ἐτῶν, γιατὶ ἔπαιρνε τηλέφωνο ἡ γιαγιά της πολλὲς φορές, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Γέροντα γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοὺς ἔκανε.
Εἶχε πάει ὁ Γέροντας τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία στὴν Παναγίτσα Παλαιοῦ Φαλήρου. Ὅταν τὸν εἶδε κάποιος μεσήλικας, τὸν πλησίασε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ τοῦ λέει· Σᾶς παρακαλῶ, κάνετε προσευχὴ γιὰ τὸ ἐγγονάκι μου, ἔχει καρκίνο, τὸ λένε Ἀφροδίτη. Ὅταν ἦρθε στὸ κελλάκι του ὁ Γέροντας, μοῦ λέει· Θέλω νὰ πάω νὰ τὸ σταυρώσω. Εἶναι στὸ νοσοκομεῖο «Παίδων», ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶπε ἐπίθετο. Τοῦ λέω, μείνετε ἥσυχος, θὰ πάρω τηλέφωνο καὶ θὰ μάθω. Πῆρα τηλέφωνο, ρωτάω, ὑπάρχει κάποιο κοριτσάκι Ἀφροδίτη στὸ Ὀγκολογικό; Ναί. Λέω, μήπως εἶναι κάποιος δικός του ἐκεῖ; γιατὶ θέλει κάποιος Γέροντας νὰ τὸ σταυρώσει. Μοῦ λένε· Εἶναι ἐδῶ ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ. Ἦρθε στὸ τηλεφωνο, τοῦ λέω· Κάποιος κύριος εἶπε σὲ κάποιο Γέροντα γιὰ τὸ παιδί σας, ὅτι εἶναι ἄρρωστο καὶ θέλει νὰ ἔρθῃ νὰ τὸ σταυρώσῃ. Μοῦ λέει· Σὲ ποιά ἐκκλησία εἶχε πάει; Λέω στὴν Παναγίτσα Παλιοῦ Φαλήρου. Μοῦ λέει, Ἦταν ὁ πατέρας μου. Θέλετε νὰ ἔρθῃ; Ναί. Θὰ πάρω τώρα τηλέφωνο νὰ τοῦ πῶ νὰ ἔρθῃ νὰ τὸν πάρῃ. Ἤρθανε ὁ παπποῦς μὲ τὴν γιαγιά, καὶ πήρανε τὸν Γέροντα καὶ τὸν πήγανε καὶ τὸ σταύρωσε. Σταύρωσε καὶ κάποιο ἄλλο παιδάκι, ποὺ ἦταν ἐκεῖ. Ἔγιναν καλὰ καὶ τὰ δύο παιδάκια…
Λόγοι
Ὁ Γέροντας ἔλεγε· Πρέπει νὰ γίνῃ πόλεμος, διαφορετικὰ δὲν γίνεται τίποτε. Ὁ πόλεμος θὰ σταματήσῃ τὰ σχέδια ποὺ ἔχουν τὰ καταχθόνια. Τὴν Πόλι θὰ μᾶς τὴ δώσουν οἱ Ρῶσοι, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς ἀγαποῦνε, ἀλλὰ ἔτσι θὰ συμφέρῃ στὴν μοιρασιά.
Ἔλεγε· Φοβᾶμαι, μὴ γίνῃ κανένα σχίσμα πάλι. Ἐγὼ τοῦ λέω· Ἂν γίνῃ σχίσμα, μὲ ποιούς θὰ πᾶμε ἐμεῖς; Μοῦ λέει, Ἐμεῖς θὰ πᾶμε μὲ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔλεγε· Συναντηθήκαμε στὴν Ἀθήνα μὲ ἕναν παπᾶ. Χαιρετηθήκανε καὶ ρώτησε ὁ παπᾶς τὸν Γέροντα, ἂν εἶναι μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο. Τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, ὅτι εἶναι μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο. Τοῦ λέει ὁ παλαιοημερολογίτης· Ἐσεῖς μὲ τὸ νέο θὰ πᾶτε στὴν κόλασι. Τοῦ λέει ὁ Γέροντας· Θέλεις νὰ δοκιμάσουμε, νὰ δοῦμε, ποιός εἶναι ὁ σωστός; Ἔλα νὰ ἀνάψουμε φωτιὰ καὶ νὰ μποῦμε μέσα καὶ οἱ δυό. Νὰ μᾶς δείξῃ ὁ Θεός, ποιός εἶναι ὁ σωστός. Μόλις τοῦ εἶπε ἔτσι, σηκώθηκε καὶ ἔφυγε. Τοῦ λέω ἐγώ· Γέροντα, θὰ ἀνάβατε φωτιὰ νὰ μπῆτε μέσα; Μοῦ λέει, Βεβαίως. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε τὸ σχίσμα, δὲν ἔχουν οὔτε ἕναν Ἅγιο οἱ σχισματικοί.
Ἔλεγε· Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ κρύβωνται οἱ Χριστιανοὶ σὲ σπηλιὲς καὶ θὰ πηγαίνῃ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος νὰ τοὺς βγάζῃ ἔξω. Θὰ εἶναι οἱ μεγαλύτεροι ἅγιοι αὐτοί, τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀντιχρίστου. Τότε οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ πέσουν θὰ εἶναι οἱ δεσποτάδες.
Ἔλεγε, ὅτι θὰ μποῦν καὶ οἱ Κινέζοι στὸν πόλεμο. Οἱ Κινέζοι ἔχουν σήραγγα, ποὺ ἔχει φτάσει (τότε ποὺ μοῦ τὸ εἶπε ἦταν τὸ 2006) μέχρι τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ πλάτος τῆς σήραγγας εἶναι τόσο, ποὺ χωράει χίλιους στρατιῶτες πεζούς.
Ἔλεγε· Θὰ γίνῃ σεισμὸς καὶ θὰ καταστραφῇ ὅλη ἡ Ἀθήνα. Θὰ εἶχε ἤδη γίνει, ἀλλὰ μὲ τὶς προσευχὲς ἔχει δώσει παράτασι ὀ Θεός.
Μοῦ ἔλεγε πρὶν 20 χρόνια· Τὰ λεφτὰ θὰ τὰ καταργήσουνε.
Ἔλεγε· Θὰ ἀνέβη ἡ στάθμη τῆς θάλασσας· θὰ χαθοῦν πολλὰ νησιά. Στὴν Πάρο τὸ νερὸ θὰ φτάσῃ λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιλόθεο, τὸ μοναστήρι. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὴν Ἀττικὴ θὰ χαθοῦν ὅλα τὰ παραθαλάσσια μέρη.
(συνεχίζεται)
Μαρία Πρέκα
Ἄνω Καλαμάκι