Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἱερόθεο

Αὐτὸ μοῦ τὸ εἶπε ὁ Γέροντας· Κάποιος κύριος ἤθελε νὰ τὸν δῇ γιὰ μία ὑπόθεσι. Ἕνας γνωστός του τοῦ εἶπε νὰ πάῃ στὴν Λογγοβάρδα νὰ δῇ τὸν π. Ἱερόθεο καὶ νὰ τοῦ πῇ τὸ πρόβλημα καὶ ἐκεῖνος θὰ τὸν βοηθήσῃ. Πράγματι πῆγε ὁ κύριος αὐτὸς στὸ μοναστήρι. Χτύπησε τὴν πόρτα. Τοῦ ἄνοιξε ὁ Γέροντας, τὸν καλοδέχτηκε, τὸν πῆγε στὸ ἀρχονταρίκι, τοῦ ἔκανε καφὲ καὶ μιλούσανε.

Κάποια στιγμὴ τοῦ λέει αὐτὸς ὁ κύριος· –Θέλω νὰ δῶ τὸν Γέροντα Ἱερόθεο. Τοῦ λέει ὁ Γέροντας· –Τί νὰ τὸν κάνῃς; αὐτὸς εἶνε γέρος καὶ ἄρρωστος καὶ ἔχει καὶ δουλειά. Ὅση ὥρα μιλοῦσε μαζί του, μὲ τὴ συζήτησι τοῦ ἔλεγε ἀπαντήσεις σ᾽ αὐτὸ ποὺ ἤθελε.

Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος. Ἦρθε στὴν Ἀθήνα, πάει στὸ φίλο του καὶ τοῦ λέει· –Δυστυχῶς δὲν εἶδα τὸν Γέροντα. Μοῦ ἄνοιξε ἕνας μοναχός, μὲ περιποιήθηκε, ἀλλὰ μοῦ εἶπε, ὅτι ὁ Γέροντας εἶνε γέρος καὶ ἄρρωστος. Τοῦ λέει ο φίλος του· –Γιά πές μου, αὐτὸς ποὺ σοῦ ἄνοιξε πῶς ἦ­ταν; Ἀφοῦ τοῦ εἶπε πῶς ἦταν, τοῦ λέει ὁ φίλος του· –Αὐτός ἦταν ὁ Γέροντας. Ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ταπείνωσι τοῦ Γέροντα. Ἐκεῖνος ἄνοιγε τὴν πόρτα, ἔκανε καφέδες, σὰν ­νὰ ἦταν ὑποτακτικός.

Εἶχα ἕνα πόνο στὸ στῆθος καὶ ἔκανα συχνὰ καρδιογραφήματα. Εἶχα πάει στὸν καρδιολόγο Κρεμαστινό, στὸ Ὠνάσειο. Μοῦ λέει· Πρέπει νὰ κάνουμε στεφανιογραφία, μήπως ἔχει φράξει καμμιὰ ἀρτηρία. Πῆγα, πῆρα τὰ φάρμακα γιὰ τὴν ἐξέτασι, καὶ ἦταν καὶ ἀκριβά. Τὴν ἄλλη μέρα θὰ ἔκανα τὴν ἐξέτασι. Τὸ ἀπόγευμα πέρασε ἀπὸ ἐδῶ ὁ Γέροντας. Αὐτὸ δὲν ἦταν τυχαῖο. Εἶδε, ὅτι κινδυνεύω καὶ ἦρθε. Μοῦ λέει· –Πάρε τηλέφωνο τὸν καρδιολόγο καὶ ἀκύρωσέ το· ἡ καρδιά σου δὲν ἔχει τίποτε. Ἂν κάνῃς αὐτὴ τὴν ἐξέτασι, θὰ μείνῃς. Τὸ ἀκύρωσα ἀμέσως. Εὐτυχῶς μὲ γλύτωσε ἀπὸ τὸ θάνατο.

Κάποια μέρα τὸν πήγαινα στὴν ὁδὸ Μακεδονίας (στὴν Ἀχαρνῶν). Ὅπως περνούσαμε τὴν ὁδὸ Πανεπιστημίου μοῦ λέει· Βλέπεις; αὐτὸς ὁ δρόμος θὰ πάῃ κάτω.

Κάποια φορὰ εἶχε πάει στὴν Ἀργυρούπολι νὰ σταυρώσῃ κάποιον. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦταν ὕψωμα καὶ φαινόταν κάτω ὅλος ὁ Πειραιᾶς καὶ τὸ Φάληρο. Λέει· Βλέπετε τὶς πολυκατοικίες; Ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπετε θὰ πέσουν, θὰ γίνῃ μεγάλος σεισμός, δὲν θὰ μείνῃ τίποτε. Ἦταν νὰ γίνῃ πολλὰ χρόνια πρίν, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς προσευχὲς ἔδωσε ὁ Θεὸς παράτασι, δὲν ξέρουμε γιὰ πόσο καιρό.

Μαρία Πρέκα, ­Ἄνω Καλαμάκι