Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶνε μόνο ἄνοδος, εἶνε καὶ κάθοδος. Ἄνοδος εἶνε νὰ κλείνεσαι σ᾽ ἕνα δωμάτιο καὶ νὰ ἀνεβαίνῃς νὰ ἀνεβαίνῃς νὰ ἀνεβαίνῃς, νὰ προσεύχεσαι, νὰ βρίσκεσαι ψηλὰ ψηλά. Νὰ πηγαίνῃς σ᾽ ἕνα μοναστήρι, νὰ ἀνοίγῃς τοὺς Ψαλμούς, νὰ προσεύχεσαι, νὰ πολεμᾷς συνεχῶς, νὰ σηκώνεσαι τὴ νύχτα, νὰ κάνῃς ἀγρυπνία, νὰ ἁγιάζῃς, νὰ ζῇς στὸ Θαβώρ. Ὡραῖο εἶνε τὸ Θαβώρ, ὡραία εἶνε ἡ ἄνοδος. Ὅμως χρειάζεται καὶ ἡ κάθοδος.
Ὁ Χριστιανὸς εἶνε ἄνοδος καὶ κάθοδος. Ὑπάρχει ἡ ἄνοδος, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ κάθοδος. Ποιά εἶνε ἡ κάθοδος; Νὰ κατέρχεσαι νὰ κατέρχεσαι νὰ κατέρχεσαι, ὅπως ὁ Χριστὸς κατῆλθε μέχρι τὸν ᾅδη. Χρειάζεται καὶ ἡ κάθοδος.
Ποιά εἶνε ἡ κάθοδος; Ἡ κατάβασι στὸν πόνο. Νὰ πᾶμε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει πόνος νὰ πᾶμε στὰ νοσοκομεῖα, στὰ σπίτια τῶν φτωχῶν, στὶς φυλακές, στὰ σπίτια τῶν χηρῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ἁμαρτωλῶν. Νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸν κοινωνικὸ ᾅδη. Βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἀνατριχιάζει μπροστὰ στὴ θέα τοῦ ἀνθρωπίνου πόνου, δὲν πρέπει ὅμως νὰ τὸ λησμονοῦμε αὐτό. Ἕνας ἅγιος λέει· Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι βρίσκεσαι στὴν ἄνοδο καὶ προσεύχεσαι, ζῇς στὸ Θαβώρ, καὶ ἀκούσῃς μιὰ κραυγὴ νὰ καλῇ σὲ βοήθεια, ν᾽ ἀφήσῃς τὸ Θαβώρ, νὰ διακόψῃς τὴν προσευχή, καὶ νὰ τρέξῃς νὰ συναντήσῃς τὸν πονεμένο ἄνθρωπο. Νὰ μὴν πῇς, Τώρα ἐγὼ προσεύχομαι, δὲν μπορῶ. Ὄχι. Θ᾽ ἀφήσῃς τὴν προσευχὴ καὶ θὰ τρέξῃς.
Δύο πόλους νὰ ἔχουμε. Ὁ ἕνας εἶνε ἄνοδος, καὶ ἀλλοίμονο ἐὰν δὲν ἔχουμε ἄνοδο. Ἐὰν δὲν ἔχουμε ἄνοδο, θὰ ἀποτύχουμε στὴν κάθοδο.
Ἐὰν ἔχουμε ἄνοδο, ἐὰν ζοῦμε στὸ Θαβὼρ διὰ τῆς προσευχῆς, τότε κ᾽ ἐμεῖς θὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε καθόδους, ἀσφαλεῖς καθόδους, μέσα στὸν κόσμο αὐτό, στὸν κοινωνικὸ ᾅδη.
[ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστίνου († 2010),
Οἱ Χριστιανοὶ στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ἔκδ. Δ΄, Φλώρινα 2021, σσ 18-19]