Ἄσημους ἀδελφοὺς περιφρονεῖς; Τὸν Χριστὸ περιφρονεῖς.
«Ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε» (Α΄ Κορ. 8,12)
Ἡ τρίτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου λέγεται Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας (βλ. Α΄ Κορ. 8,8 – 9,2) προχωρεῖ σὲ λεπτότερα ζητήματα, ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν καθαρότητα τῆς συνειδήσεως τῶν πιστῶν. Ὅ,τι λέει καὶ κάνει ὁ Χριστιανός, πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀγαθὴ συνείδησι· διαφορετικά, ὑπάρχει φόβος νὰ χάσῃ τὴν ἀξία του καὶ ὁ κόπος νὰ πάῃ χαμένος.
Καθὼς λοιπὸν ἑτοιμαζόμαστε μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα ν᾽ ἀρχίσουμε τὴ νηστεία, μᾶς καθοδηγεῖ πῶς, μὲ ποιό δηλαδὴ φρόνημα, πρέπει νὰ ἀσκηθοῦμε στὸ ἀγώνισμα τῆς νηστείας.
Ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἕνα ζήτημα ποὺ ἀπασχολοῦσε τοὺς πιστοὺς ἦταν τὸ ζήτημα τῶν εἰδωλοθύτων. Ἐπιτρεπόταν δηλαδὴ σ᾽ αὐτοὺς νὰ τὰ τρῶνε ἢ ὄχι;
Στὴν Κόρινθο ὑπῆρχαν μερικοὶ Χριστιανοί, ποὺ εἶχαν προοδεύσει στὴν χριστιανικὴ γνῶσι καὶ εἶχαν μία ὀρθὴ ἀντίληψι. Πίστευαν δηλαδὴ ὅτι, ἂν φᾶνε εἰδωλόθυτα, ἀπὸ τὰ κρέατα ἐκεῖνα ποὺ οἱ εἰδωλολάτρες θυσίαζαν στοὺς βωμοὺς τῶν θεῶν τους, καθόλου δὲν ἁμαρτάνουν. Γιατί; Διότι φρονοῦσαν ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον οἱ θεοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν ἦταν ψεύτικοι, ἀνύπαρκτοι, ἑπομένως καὶ τὰ κρέατα ποὺ προσφέρονταν καὶ θυσιάζονταν στὴ λατρεία τέτοιων θεῶν δὲν εἶχαν ἀξία μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅ,τι εἶχαν τὰ ἄλλα κρέατα τῆς ἀγορᾶς. Ἔτσι λοιπὸν ἔτρωγαν κι ἀπ᾽ αὐτὰ ὅπως ἔτρωγαν ὁποιοδήποτε ἄλλο φαγητό.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τὴν ἀνώτερη ἀντίληψι στὸ ζήτημα τῶν εἰδωλοθύτων, ὑπῆρχαν στὴν Κόρινθο καὶ ἀρκετοὶ Χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας μόλις πρὸ ὀλίγου ἐγκαταλείψει τὰ εἴδωλα καὶ ἔχοντας προσέλθει στὴν χριστιανικὴ πίστι, ὅταν ἔβλεπαν τοὺς ἄλλους ἀδελφούς των νὰ κάθωνται σὲ τραπέζια τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ νὰ τρῶνε ἄφοβα ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, σκανδαλίζονταν καὶ κλονίζονταν ἰσχυρά.
Ὁ κίνδυνος ἦταν πολὺ σοβαρός. Ὑπῆρχε φόβος, οἱ ἁπλοῖ Χριστιανοί, ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμη σαφῆ γνῶσι τῶν πραγμάτων, ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ διαγωγὴ τῶν οὕτως εἰπεῖν «μορφωμένων» Χριστιανῶν νὰ ψυχρανθοῦν καὶ νὰ ξαναγυρίσουν πάλι στὴν εἰδωλολατρία.
Γι᾽ αὐτὸ στὸν ἀπόστολο τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω βλέπουμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἐπεμβαίνῃ. Ὑψώνει τὸ μαστίγιο τοῦ ἐλέγχου του· δείχνει τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ· κηρύττει τὴν ἀξία καὶ μιᾶς ἔστω ψυχῆς ποὺ λυτρώνει ἡ θυσία του· προβάλλει τὸ δικό του παράδειγμα· καί, σὰν πατέρας ποὺ πονεῖ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων, φωνάζει· «Εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α΄ Κορ. 8,13). Δηλαδή· ἂν ὑπάρχῃ κάποιο φαγητὸ ποὺ σκανδαλίζει τὸν ἀδελφό μου, δὲν θὰ τὸ ἀγγίξω· ὄχι γιατὶ τὸ θεωρῶ ἁμαρτία νὰ φάω αὐτὴν ἢ ἐκείνη τὴν τροφή, ἀλλὰ γιατὶ πρέπει ν᾿ ἀποφύγω τὸ σκάνδαλο καὶ νὰ σώσω τὸν ἀδελφό μου. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ἡ σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶνε μικρὸς καὶ ἄσημος. Γι᾿ αὐτὸν θυσιάστηκε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸν πρέπει κ᾽ ἐγὼ νὰ ὑποστῶ μιὰ μικρὴ θυσία.
* * *
Λόγια χρυσᾶ, ἀδελφοί μου, ἀνεκτίμητα! Λόγια ὅμως, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς ἔχει λησμονήσει μεγάλη μερίδα τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν. Οἱ πολλοί, οἱ περισσότεροι, ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ὀρέξεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας, καὶ ἐν τούτοις νομίζουμε πὼς εἴμαστε ἐν τάξει, ἐπειδὴ οἱ ὀρέξεις καὶ οἱ ἐπιθυμίες μας δὲν ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Παράδειγμα. Εἶμαι ἀσθενὴς κ᾽ εἶνε Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ὁ γιατρὸς μοῦ λέει, ὅτι πρέπει νὰ καταλύσω τὴ νηστεία, καὶ ἐγὼ συμφωνῶ μαζί του, γιατὶ ἡ νηστεία ὡρίστηκε ὄχι πρὸς ἐξόντωσιν τοῦ σώματος, ἀλλὰ πρὸς σωτηρίαν τῆς ψυχῆς – καὶ τοῦ σώματος μαζί. Ἂν ὅμως πρόκειται, καταλύοντας τὴ νηστεία μέσα στὴν ἀγορά, μέσα σὲ δημόσια ἑστιατόρια, νὰ σκανδαλίσω τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ μὲ βλέπουν ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν ὅτι ἔχω ὀργανισμὸ ἐξασθενημένο καὶ ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφὴ καὶ ἰδιαίτερη δίαιτα, ἔ τότε τὸ καθῆκον μου εἶνε σαφές, σαφέστατο· τὸ καθορίζει ὁ Παῦλος· «Οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (ἔ.ἀ.).
–Μά, σ᾽ ἀκούω νὰ λές, οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὶ εἶνε ἀμαθεῖς καὶ ἀγράμματοι· ἐσφαλμένως νομίζουν ὅτι τὸ ἅπαν τῆς θρησκείας μας εἶνε ἡ νηστεία. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ λαμβάνω ὑπ᾿ ὄψιν τί θὰ πῇ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, ποὺ δὲν μελέτησαν καλὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν γνώρισαν τί σημαίνει Χριστιανισμός. Δὲν μπορῶ νὰ σύρωμαι ἀπὸ τὶς προλήψεις τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει καταντήσει τὴ θρησκεία μας ἀγνώριστη…
Φίλε μου! Ὅσα καὶ ἂν πῇς, δὲν εἶσαι ἐν τάξει μὲ τὸ νόμο τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ αὐτὸς καὶ μόνο θὰ ἔπρεπε νὰ κανονίζῃ τὶς σχέσεις μας καὶ τὴ στάσι ἀπέναντι στοὺς ἀδυνάτους πνευματικὰ ἀδελφούς σου. Καὶ ὁ νόμος αὐτὸς λέει τὸ ἑξῆς· Ἂν ὁ ἄλλος εἶνε ἀγράμματος, ἀμαθής, ἐσὺ ὀφείλεις νὰ τὸν διδάξῃς, ὄχι ὅμως νὰ τὸν σκανδαλίσῃς· ὀφείλεις νὰ τὸν ἀγαπήσῃς, καὶ ὄχι νὰ τὸν περιφρονήσῃς.
Νὰ μιμηθῇς τὸν δεσπότη Χριστό, ὁ ὁποῖος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Β΄ Βασ. 22,10. Ψαλμ. 17,10· 143,5· πρβλ. Ἰὼβ 38,37) καὶ «μετὰ ἀνθρώπων συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38), ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴν ἄγνοια. Οἱ μικροὶ καὶ ἄσημοι, τοὺς ὁποίους οἱ φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς του δὲν καταδέχονταν νὰ πλησιάσουν, ἔγιναν οἱ πρῶτοι ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ· ἐγκολπώθηκαν, ἀγράμματοι αὐτοί, τὴν ὑψηλή του διδασκαλία, αὐτοὶ ἐχρημάτισαν οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι ποὺ μετέδωκαν παντοῦ τὸ φῶς τῆς νέας πίστεως.
Καυχᾶσαι λοιπὸν σήμερα ἐσὺ γιὰ τὶς γνώσεις σου, καὶ λὲς ὅτι γνωρίζεις τὸ βαθύτερο πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ περιφρονεῖς γι᾿ αὐτὸ τοὺς τάχα καθυστερημένους ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ; Ἀλλὰ σκέψου, ὅτι ὅλοι οἱ φιλόσοφοι τοῦ Χριστιανισμοῦ περιφέρουν τὰ ῥήματα ἐκείνων τῶν ἁλιέων τῆς λίμνης Γεννησαρέτ· σκέψου, ὅτι ἀπὸ τοὺς μικροὺς καὶ ἄσημους ἀκολούθους τοῦ Χριστοῦ ἀπαρτίσθηκε ἡ Ἐκκλησία του, τῆς ὁποίας στῦλοι εἶνε ὄχι οἱ φιλόσοφοι ἀλλὰ οἱ ἁλιεῖς τῆς Τιβεριάδος.
Ὤ αὐτοὶ οἱ μικροὶ καὶ ἄσημοι! Νὰ ἤξερες πόσο τοὺς ἀγαπᾷ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε ὅτι στὸ βάθος τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς τους ὑπάρχει ἡ σπίθα τῆς πίστεως, τῆς θαυματουργικῆς πίστεώς Του!
Γι᾿ αὐτούς, ποὺ σήμερα ἐμεῖς τοὺς περιφρονοῦμε καὶ ἀδιαφοροῦμε ἂν γινώμαστε σκάνδαλο στὶς ψυχές τους, ὁ Χριστὸς εἶπε τὰ σπουδαῖα τοῦτα λόγια· «Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν, ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,10-11). Προσέξτε, φωνάζει ὁ Χριστός, μὴ περιφρονεῖτε κανένα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ –ἐπειδὴ δὲν κατέχουν θέσεις σπουδαῖες, εἶνε ἀγράμματοι καὶ ἄσημοι– ὁ κόσμος τοὺς θεωρεῖ μικρούς. Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἔχουν τόσο μεγάλη ἀξία καὶ σπουδαιότητα καὶ τόσο πολὺ φροντίζει γι᾿ αὐτοὺς ὁ οὐράνιος Πατέρας μου, ὥστε τοὺς φρουροῦν διαρκῶς ἄγγελοι· καὶ δίνουν γι᾽ αὐτοὺς ἀναφορὰ στὸ θρόνο του καὶ μεταφέρουν στὸν Παντοκράτορα τὰ αἰτήματα τῆς καρδιᾶς τους.
* * *
Ὦ ἀδελφοί μου! Ἐὰν μᾶς φώτιζε ἡ θεία χάρις, θὰ βλέπαμε στὸ πρόσωπο καὶ τοῦ τελευταίου Χριστιανοῦ καὶ τῆς τελευταίας Χριστιανῆς τὸν ἴδιο τὸν Χριστό μας. Ναί, τὸν Χριστό μας! Διότι αὐτὸς δὲν θεωρεῖ ἀνάρμοστο στὸ μεγαλεῖο του αὐτοὺς τοὺς ἀφανεῖς δούλους του νὰ τοὺς ὀνομάζῃ «ἀδελφούς» του (Ἑβρ. 2,11. Ψαλμ. 21,23) καὶ συνιστᾶ καὶ σ᾽ ἐμᾶς νὰ τοὺς περιβάλλουμε μὲ τὴν ἀγάπη μας.
Ἂς τοὺς σεβώμαστε λοιπόν. Δὲν εἶνε τυχαῖα πρόσωπα, εἶνε πρίγκιπες τοῦ οὐρανοῦ. Μὴν τοὺς γκρεμίζουμε μὲ τὴν ὑπεροπτικὴ συμπεριφορά μας· ἀντιθέτως νὰ τοὺς ὑπολογίζουμε, νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν, νὰ τοὺς θαυμάζουμε γιὰ τὴν παρρησία ποὺ διαθέτουν ἐνώπιον τοῦ παντάνακτος Θεοῦ, νὰ τοὺς στηρίζουμε στὸν ἀγῶνα ποὺ δίνουν. Νὰ συναγωνιζώμαστε μαζί τους, νὰ θεωροῦμε τιμή μας τὴ σχέσι μαζί τους. Νὰ φροντίζουμε μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγια ν᾽ ἀποδεικνύουμε τὴν ἀγάπη καὶ φιλία μας σ᾽ αὐτούς. Μὴν τοὺς κατεβάζουμε –συμμαχώντας μὲ τοὺς ἀπίστους– σὲ τάρταρα τοῦ ᾅδου, ἀλλὰ νὰ τοὺς τιμοῦμε, νὰ τοὺς ἀνυψώνουμε καὶ νὰ τοὺς οἰκοδομοῦμε πνευματικά.
Τότε θὰ εἴμαστε μιμηταὶ τοῦ Παύλου καὶ πραγματικοὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως
Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» [Μεσολόγγι,
φ. 236-237/21-29 Φεβρ. 1940, σ. 21] σὲ μεταγλώττισι καὶ μικρὴ ἀνάπτυξι)