Δὲν σοῦ ζητεῖ περισσότερο ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ σοῦ δώση τὰ ἅγια Του χαρίσματα· μόνο νὰ ἀναγνωρίζης ὅτι, ὅ,τι καλὸ καὶ ἂν ἔχης, εἶναι δικό Του. Καὶ νὰ συμπαθῆς αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει. Νὰ μὴν τὸν κρίνης ὅτι δὲν ἔχει· ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, φαῦλος, πονηρός, φλύαρος, κλέπτης, πόρνος καὶ ψεύτης. Ἐὰν ἀποκτήσης αὐτὴ τὴν ἐπίγνωσι, δὲν μπορεῖς ποτέ νὰ κρίνης κανένα, ἔστω καὶ ἂν τὸν βλέπης νὰ ἁμαρτάνη θανάσιμα, γιατὶ ἀμέσως θὰ λές· «Δὲν ἔχει, Χριστέ μου, τὴ χάρι Σου, γι’ αὐτὸ ἁμαρτάνει. Ἂν φύγης καὶ ἀπὸ μένα, θὰ πράξω χειρότερα. Ἂν στέκω, στέκω γιατὶ Σὺ μὲ βαστάζεις. Τόσο βλέπει ὁ ἀδελφός, τόσο κάνει. Εἶναι τυφλός· πῶς τὸν θέλεις νὰ βλέπη χωρὶς μάτια; εἶναι πτωχός· πῶς γυρεύεις νὰ εἶναι πλούσιος; Δώσ᾽ του πλοῦτο νὰ ἔχη. Δώσ᾽ του μάτια νὰ βλέπη».
ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς