Δὲν θὰ σᾶς ἀκολουθήσουμε!

Νέα κακὴ εἴδησις. Ὁ πάπας τῆς ῾Ρώμης Φραγκῖσκος σὲ συν­έντευξί του (ἱστολόγ. ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ 26-1-2023), ὑπερασπιζόμενος τοὺς ὁ­μο­φυλοφίλους – ἀρσενοκοῖ­τες, τολ­μᾷ ὁ ἀθεόφοβος νὰ κηρύτ­τῃ λανθασμένη τὴν περὶ τοῦ ἐγ­κλήματος τοῦ κιναιδισμοῦ αὐ­στη­ρὴ καταδίκη τῆς Βίβλου. Γνωρί­ζου­με ὅμως πολὺ καλὰ ὅτι ὅ­ποιος λύνει – ἀκυρώνει ἔστω καὶ μία ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ ἴδιος πλανᾶ­ται κρινόμενος ὡς λειψὸς γιὰ τὶς οὐ­ράνιες ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ὑπὲρ τῶν ὁποίων τάχα κόπτεται τοὺς ἀποπλανᾷ, τοὺς ὁ­δηγεῖ στὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια.

Ἐδῶ πλέον ἡ πλάνη τοῦ «ἀλαθήτου», κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον, «βγάζει μάτι». Ἐν τούτοις αὐτὸς προχωρεῖ ἀπτόητος καὶ κάνει ἀ­φρόνως – τί· περισκέπει αὐτοὺς ποὺ ἀδιάντροπα θέλουν νὰ «βγά­ζουν τὰ μάτια» τους. Ὁ ποντίφηξ ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς σκεπάσῃ προστατευτικὰ ὑπὸ τὸν μανδύα του, μολονότι οἱ ἴδιοι πετοῦν κάθε σκέ­πασμα καὶ ἐπιδεικνύουν ὄχι ἁπλῶς ἀναίσχυντα ἀλλὰ καὶ μὲ καμάρι τὸ «κουσούρι» τους.

Ὁμολογεῖ ὁ κ. Φραγκῖσκος, ὅτι ἀκόμη πολλοὶ ῥωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι καταδικάζουν τὴν ὁμο­φυλοφιλία ὡς ἁμαρτία. Παρὰ ταῦ­τα αὐτός, ἐνῷ γνωρίζει καλὰ τὴν διαφωνία κορυφαίων κληρι­κῶν του, χωρὶς νὰ ἱδρώνῃ τὸ αὐτί του τοὺς ἀγνοεῖ· ἀποφαίνεται «ἀ­πὸ καθέδρας», ὅτι «τὸ νὰ εἶ­σαι ὁμοφυλόφιλος δὲν εἶναι ἔγ­κλημα»· καλεῖ μάλιστα τὰ στελέχη αὐτὰ τοῦ Βατικανοῦ, «ἀφοῦ περάσουν ἀπὸ μιὰ διαδικασία ἀλ­λαγῆς γιὰ νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν “ἀξιοπρέπεια” τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν σχέσεων», «νὰ καλωσορίσουν στὴν Ἐκκλησία» ἐνεργητικοὺς καὶ παθητικοὺς κιναίδους.

Ἂς λέῃ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τόσο νωρὶς ἤδη, στὸ Λευϊτικὸ (πε­ρὶ τὸ 1.500 π.Χ.)· «Μετὰ ἄρσενος οὐ κοιμηθήσῃ κοίτην γυναικεί­αν, βδέλυγμα γάρ ἐστι»· δὲν θὰ πλαγιάσῃς μὲ ἀρσενικὸ ὅπως μὲ γυναῖκα, γιατὶ αὐτὸ εἶνε βδέλυ­γμα (18,22). Ἂς ἔκαψε μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι ὁ Θεὸς καὶ ἂς καταπόντισε παραδειγματικὰ στὸν πυ­θμένα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα γιὰ τὴν ἁμαρ­τία ἀκριβῶς αὐτήν (βλ. Γέν. κεφ. 19ο). Ἂς καταδικάζουν αὐ­στη­ρὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη τὴν ἀρ­σενο­κοιτία οἱ ἀπόστολοι Παῦ­λος (βλ. ῾Ρωμ. 1,26-27. Α΄ Κορ. 6,9. Α΄ Τιμ. 1,10) καὶ Ἰωάννης ὁ θεολόγος (βλ. Ἀπ. 22,15). Ὁ Πάπας ἀποφαίνεται, ὅτι αὐτὸς ξέρει πιὸ καλά· ὁ Θεὸς ἔχει τώρα ἀλλάξει γνώμη καὶ δὲν θεωρεῖ πλέον τὴν ἀρσενοκοιτία ἔγκλημα! Τὸ νά ᾽σαι ὁμοφυλόφιλος, λέει, δὲν εἶ­νε καὶ ἔγ­κλημα. Ποιός Θεὸς καὶ ποιά Βίβλος μᾶς λέτε τώρα, ἐδῶ ὁμιλεῖ ἡ «αὑτοῦ ἁγιότης»· ἀφοῦ τὸ λέει αὐτός, ἡ σχετικὴ ἀπόφανσις τῆς Βί­βλου χρειάζεται τώρα ἀναθεώρησι.

Τὰ πρωτάκουστα αὐτά, ὅσο ἐ­ξωφρενικὰ καὶ ἂν ἀκούγωνται, πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ τὸ Βατικανὸ ἦταν ἀναμενόμενα. Ἕ­να σχίσμα, ποὺ πρὸ πολλοῦ ἔχει ἀπο­κοπῆ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκ­κλησίας, μία αἵρεσι ποὺ ἀπώλεσε τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μιὰ θρησκεία ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸν Χριστιανισμό, περιμένει κανεὶς νὰ ὀρθοτομῇ λόγον ἀληθείας;

Θὰ προβληθῇ ἴσως ἡ ὑπεκφυγή· Ἀφοῦ ὁ Παπισμὸς δὲν εἶνε Ἐκκλησία, τί μᾶς ἐνδιαφέρει; ὅσα συμβαίνουν ἐκεῖ ἐμᾶς δὲν μᾶς «ἀγγίζουν»· μὴ μᾶς ἀπασχολοῦν, ἂς μένουμε ἥσυχοι…

Μακάρι νὰ ἦταν ἔτσι. Μὰ δὲν εἶνε. Ἔτσι ἔλεγαν κάποτε οἱ ὀρθόδοξοι· μέχρις ὅτου, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἐγκαινιάστηκε ἡ βυθία «οἰκουμενικὴ κίνησις», καὶ μία-μία οἱ κατὰ τόπους ὀρ­θό­δοξες Ἐκκλησίες, ἐξαναγκαζόμενες ἢ ἐξαπατώμενες, εἴτε ἀπὸ κα­κῶς νοούμενο συμφέρον εἴτε ἀπὸ ἀσύγγνωστη ἐπιπολαιότητα, ἄρχι­σαν νὰ δηλώνουν συμμετο­χὴ σ᾽ αὐτήν. Ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα λοι­πὸν ἡ πραγματικότητα εἶνε ἄλλη. Οἱ οἰκουμενισταὶ ἐκκλησι­αστικοὶ ταγοί μας ἔχουν συνάψει στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς προτεστάντες καὶ μὲ τὸν πάπα. Θέλετε μία ἀκόμη ἐ­πιβεβαίωσι; Νά ἡ πρόσφατη ἐπίσκεψι στὸ Βατικα­νὸ τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας κ. Θεοδώρου…

Ἐὰν δὲ σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁ Παπισμὸς θεωρῆται ὅτι εὑρίσκεται ἐγγύτερα καὶ ὁ Προτεσταντι­σμὸς μακρύτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, τώρα ποὺ ὁ πάπας μὲ τὴν τελευταία αὐτὴ συνέντευξί του ἐξ­έφυγε καὶ ἀπομακρύνθηκε τόσο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Βίβλου, ἀντι­λαμβάνεται κανεὶς πόσο περισσό­τερο ἀπέχουν οἱ προτεστάν­τες. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δείχνει τί ἀπόστασι μᾶς χωρίζει, ἀλλὰ καὶ μᾶς προσγειώνει πλέον στὴν ἀ­δήριτη πραγματικότητα, ποὺ καλούμεθα ὁπωσδήποτε νὰ ἀντιμετωπίσουμε.

Τώρα, δηλαδή, ποὺ τὰ πρά­γματα φθάνουν σὲ σημεῖο ἀπροχώρητο, ἡ στάσι τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπιβάλλεται νὰ ἀλλάξῃ.

Τὸ ἔλεγαν ἀπὸ νωρὶς θεοφώτιστοι κληρικοί, θεολόγοι, μοναχοί, ἢ καὶ ἁπλοῖ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ συγχρωτισμὸς τῶν ὀρ­θοδό­ξων οἰκουμενιστῶν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς στὶς τάξεις τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβου­λίου Ἐκκλησιῶν» ἀποτελεῖ ἐκτροπή, εἶνε ἀτε­λέσφορος, καὶ γι᾽ αὐ­τὸ ἐπιβάλλεται νὰ σταματήσῃ. Δὲν εἰσακούον­το ὅμως. Τώ­ρα τὸ μήνυμα ἤδη ὄχι ἁπλῶς ἀκούεται ἀλλὰ βοᾷ καὶ κραυγάζει. Καὶ τί μᾶς λέγει·

Ἐὰν ἡ δαιμονικὴ φορὰ πρὸς τὸν κρημνὸ δὲν ἀνακοπῇ οὔτε τώ­ρα, εἶνε ὁρατὸ καὶ ζήτημα ἡ­­με­ρῶν ποῦ θὰ καταλήξουμε. Ὁ­δεύ­ου­με πρὸς ναυάγιο! Τὸ σκάφος θὰ προσκρούσῃ σὲ «παγόβουνο» ὅ­πως ἐκεῖνος ὁ «Τιτανικός». Καὶ θὰ εἶνε ἀσυγχώρητη ἀ­φροσύνη ἂν οἱ ἁρ­μόδιοι δὲν προλάβουν καὶ δὲν ἀ­ποτρέψουν τὸ κακό. Ἔ­πρεπε πρὸ πολλοῦ νὰ εἶ­χε σημάνει συναγερμός, καὶ ὅ­μως μέχρι τὴν ὥρα αὐτὴ τίποτα! Ἂς ἐπιτραπῇ νὰ τὸ ποῦμε ἐρωτηματι­κῶς· «Οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός;» (Ψαλμ. 13,1-3·52,2-4 = ῾Ρωμ. 3,12). Δὲν βρίσκεται οὔτε ἕνας νὰ κρού­σῃ τὸν κώδωνα;

Γι᾽ αὐτό, ὡς ἐλάχιστα μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τολμοῦμε καὶ ἀπευθύνουμε γονυπετῶς καὶ ἱκετικῶς ἔκκλησιν πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ προλάβῃ τὴν συμφορά. Ἡ συμπόρευσις μὲ τὴν αἵ­ρεσι τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὴν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ θὰ ἐπιφέρῃ μεγάλη ἀναταραχή, διασκορπισμό, ἀπώλεια κλήρου καὶ λαοῦ. Δὲν χρειάζεται νὰ εἶνε κανεὶς προφήτης γιὰ νὰ διακρίνῃ τί θὰ ἐπακολουθήσῃ στὴν τοπική μας ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος· εἰσπηδήσεις, διαρροὲς τοῦ ποιμνίου – αὐ­τοῦ ποὺ ἔχει ἀ­πομείνει, σύγχυσις, κατάτμησι σὲ μερίδες, ἐν­δεχομένως –φεῦ– καὶ ἀναχώρησι τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς ἄλλα κλίματα. Μὴ γένοιτο, Κύριε, ν᾽ ἀκου­στῇ καὶ ἐδῶ ὁ φοβερὸς λόγος «Ἰδ­οὺ ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῖν ὑ­μῶν ἔρημος» (Ματθ. 23,38. Λουκ. 13,35).

Ἅγιοι ἀρχιερεῖς, προλάβετε προτοῦ νὰ εἶνε ἀργά! Ἂν ὅμως ἀμελήσετε καὶ μᾶς προλάβῃ τὸ κακό, μὴ πρὸς κακοφανισμόν σας, δὲν θὰ σᾶς ἀκολουθήσουμε.