Δοκιμασθήκαμε σκληρὰ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀπὸ φωτιὰ καὶ νερό. Στὴν κυριολεξία «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος». Φωτιὲς καὶ βροχὲς κατέκαψαν καὶ κατέστρεψαν χιλιάδες –τό «χιλιάδες» εἶναι λίγο– στρέμματα δασῶν, καλλιεργειῶν, ζωικοῦ κεφαλαίου, οἰκιῶν καὶ ζωτικῶν ὑποδομῶν. Ἀδύνατον δὲ νὰ ὑπολογισθοῦν τὰ τραύματα στὸν ψυχικὸ κόσμο καὶ τὸ συναίσθημα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔβλεπαν, ἀδύναμοι νὰ ἀντιδράσουν, τὴν καταστροφὴ περιουσιῶν καὶ οἰκιῶν. Ἀπὸ τὴν μία στιγμὴ στὴν ἄλλη βρέθηκαν ἄστεγοι καὶ πρόσφυγες στὸν τόπο τους. Ἀδύναμοι μπροστὰ στὴν λαίλαπα δὲν μπόρεσε κανένας μηχανισμὸς νὰ σταματήση τὸ καταστρεπτικὸ ἔργο φωτιᾶς καὶ νεροῦ. Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλη τὴν τεχνολογία του ἀποδείχθηκε «μικρός» καὶ ἀδύναμος νὰ σταματήση τὴν καταστροφή.
Φυσικὸ εἶναι νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ φαινόμενο εἰδικοὶ ἐπιστήμονες, ὑπεύθυνοι παράγοντες, παθόντες, ἀλλὰ καὶ πολιτικοί. Οἱ ἀντιπολιτευόμενοι μὲ κατηγορίες καὶ καταλογισμὸ εὐθυνῶν στοὺς κυβερνῶντες, ὡς συνήθως. Τὰ προβλήματα τεράστια, παραμένουν προβλήματα. Καταγράφονται καὶ ὑπολογίζονται οἱ ζημιές, προτείνονται λύσεις. Γίνεται λόγος γιὰ τὸ τί ἔπρεπε νὰ γίνη καὶ δὲν ἔγινε, ποὺ θὰ μποροῦσε πιθανὸν νὰ ἀποτρέψη τὴν καταστροφή. Τί σχεδιασμὸς πρέπει νὰ γίνη γιὰ νὰ μὴν ξαναγίνουν οἱ καταστροφές. Προειδοποιοῦν οἱ εἰδικοὶ ὅτι στὸ ἑξῆς θὰ παρατηροῦνται αὐτὰ τὰ τραγικὰ φαινόμενα πιὸ συχνὰ καὶ πιὸ καταστροφικά.
Θὰ προσθέσω καὶ τὶς δικές μου σκέψεις γιὰ τὰ φαινόμενα. Ὅλα ὅσα ἀνέφερα, καὶ ἄπειρα ἄλλα ποὺ ἀκούσθηκαν, ἔχουν μία ὁριζόντια ὀπτικὴ καταγραφή. Ἀπουσιάζει, ἢ μόλις ἀχνὰ ἀναφέρθηκε, ἡ κάθετη ὀπτικὴ τοῦ φαινομένου. Ἀπὸ τὴν γῆ πρὸς τὸν οὐρανό.
Βλέπω ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀληθινὸ Θεό, ποὺ δημιούργησε ὅσα ὑπάρχουν καὶ τὰ λέμε «φύσις». Ὅλα αὐτὰ τὰ δημιούργησε, τὰ καθόρισε, τὰ συντηρεῖ, τὰ κατευθύνει, τὰ ἐλέγχει, ἀλλὰ θὰ ὑπάρχουν ἄχρι καιροῦ, ὄχι γιὰ πάντα, διότι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται» (Ματθ. 24,35). Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἀρχή, ὑπάρχει καὶ τέλος. Τὸν κόσμο τὸν δημιούργησε «καλὰ λίαν», καὶ ἔτσι ἦταν μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ παρακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ διασάλευσε τὴν τάξι. Γιὰ μᾶς, οἱ καταστροφὲς ποὺ γίνονται εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας μας, τῆς αὐτονομήσεως ἀπὸ τὸν Δημιουργό μας. Ἔχομε τὴν ἔπαρσι νὰ νομίζουμε ὅτι ἐμεῖς ἐλέγχομε τὴν δημιουργία, καὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε.
Ὅμως «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2). Ὡς παραβάτες τοῦ θείου νόμου θὰ εἰσπράττουμε τὶς συνέπειες. Ἀλλὰ δὲν θέλομε οὔτε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι σαφέστατη στὸ θέμα αὐτό. Καὶ μάλιστα «ὅσα προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη» (Ρωμ. 15,4). Καὶ ὅσο δὲν συνετιζόμαστε θὰ εἴμαστε οἱ «ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τὴν καρδίαν». Λέει ὁ ἀναστημένος Κύριος τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς του στοὺς δύο ἀποστόλους κατὰ τὴν πορεία πρὸς Ἐμμαούς· «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. 24,25).
Ὁ Νῶε.
Ἀναφέρεται στὴν Γραφὴ ὅτι, ὅταν ἄρχισαν νὰ πληθύνωνται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴν γῆ καὶ ἀποστάτησαν, λυπήθηκε ὁ Θεὸς καὶ εἶπε· Δὲν ἀναπαύεται τὸ πνεῦμα μου σὲ αὐτοὺς διότι εἶναι πλήρεις σαρκικῶν φρονημάτων. Στὸ κείμενο ἀναγράφεται· «Διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη» (Γέν. 6,3). Ὅλος φιλανθρωπία ὁ Θεός, ἐνῶ πῆρε τὴν ἀπόφασι νὰ ἀφανίση τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἔδωσε προθεσμία ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν γιὰ νὰ μετανοήσουν. Μόνος δίκαιος ἦταν ὁ Νῶε μὲ τὴν οἰκογένειά του. Σὲ αὐτὸν ὑπέδειξε ὁ Θεὸς νὰ κατασκευάση τὴν Κιβωτὸ μὲ τὴν ὁποία θὰ ἐσώζετο. Ἐπὶ ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια κήρυττε μετάνοια καὶ προανήγγελλε τὴν διὰ κατακλυσμοῦ τιμωρία. Οἱ ἄνθρωποι παρέμειναν ἀμετανόητοι καὶ ἐμπαίζανε τὸν Νῶε. Μέχρι ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα καὶ ἔγινε ὁ Κατακλυσμός.
Στὰ Τρίκαλα καὶ τὸν Βόλο ὅλοι μιλοῦσαν γιὰ κατακλυσμό, ἢ γιὰ μικρὸ κατακλυσμό, ποὺ ἀφάνισε τὶς δύο αὐτὲς περιοχές. Τὰ τεχνικὰ ἀντιπλημμυρικὰ ἔργα δὲν ὠφελοῦν. Καὶ ὅσο τέλεια καὶ ἂν γίνωνται θὰ εἶναι ἀνώφελα καὶ ἀναποτελεσματικά, ἂν δὲν ὑπάρξη μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Κύριο. Τότε καλοῦσε ὁ Νῶε σὲ μετάνοια, ἀλλὰ δὲν εἰσακούσθηκε. Τώρα γιὰ μετάνοια δὲν ἀκούγεται τίποτε, ἀλλὰ οἱ ἐπιστήμονες προειδοποιοῦν γιὰ μεγαλύτερο κατακλυσμό.
Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!
Ὁ Λώτ.
Ὅταν ὁ δίκαιος Λὼτ χώρισε ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἀβραάμ, τοῦ ἔδωσε ὁ θεῖος τὴν δυνατότητα νὰ διαλέξη τὸν τόπο του. Αὐτὸς διάλεξε τὸν εὔφορο κάμπο καὶ ὁ σεβάσμιος Ἀβραὰμ ἐγκαταστάθηκε σὲ ξερότοπο. Ὁ Λὼτ ζοῦσε σὲ πνιγηρὸ περιβάλλον μέσα στὴν ἁμαρτία. Ἡ ἀφθονία ἀγαθῶν ἔκανε τοὺς Σοδομῖτες νὰ εἶναι ἀκράτητοι στὸ κυνήγι τῆς ἡδονῆς καὶ ἀπολαύσεως. Τὸ ὄνομά τους ἔδωσε καὶ τὴν ὀνομασία στὴν βρωμερὴ ἁμαρτία. Τὸ κακὸ παράγινε καὶ εἶπε ὁ Θεός· «Καταβὰς ὄψομαι εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται» (Γέν. 18,21). Κατέβηκαν οἱ τρεῖς Ἄγγελοι καὶ πῆγαν πρῶτα στὸν Ἀβραάμ. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὰ Σόδομα. Γίνεται ἕνας συγκινητικὸς διάλογος καὶ προσπαθεῖ ὁ Ἀβραὰμ νὰ ἀποτρέψη τὴν καταστροφὴ τῶν Σοδόμων. Κύριε, ἂν βρεθοῦν πενήντα δίκαιοι θὰ τοὺς καταστρέψης καὶ θὰ ἀφήσης νὰ χαθοῦν οἱ δίκαιοι μαζὶ μὲ τοὺς ἀδίκους; Ὄχι, εἶπε ὁ Κύριος· χάριν τῶν πεντήκοντα δὲν θὰ καταστρέψω. Τόλμησε ὁ Ἀβραὰμ ἕνα παζάρι, ἐπειδὴ ἤξερε τὴν κατάστασι, καὶ ἔφθασε νὰ ζητάη χάρι ἄν βρεθοῦν ἔστω καὶ δέκα δίκαιοι. Δὲν βρέθηκαν οὔτε δέκα, παρά μόνον ἡ οἰκογένεια Λώτ. Σιώπησε ὁ Ἀβραὰμ καὶ οἱ Ἄγγελοι πῆγαν στὴν πόλι. Στὴν πορτάρα εἰσόδου τοὺς ὑποδέχθηκε ὁ Λὼτ καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τοὺς φιλοξενήση. Πρὶν πέσουν γιὰ ὕπνο, οἱ κάτοικοι Σοδόμων περικύκλωσαν τὸ σπίτι τοῦ Λώτ, καὶ ζήτησαν νὰ δώση τοὺς φιλοξενούμενος γιὰ νὰ ἀσχημονήσουν. Ὁ Λὼτ ἀρνήθηκε, ἀπὸ φόβο Θεοῦ καὶ διότι οἱ φιλοξενούμενοι εἶναι πάντοτε πρόσωπα ἱερὰ καὶ ἔχουν ἀσυλία. Αὐτοὶ ἐπέμεναν. Τότε, προσέξτε το αὐτό, τοὺς πρότεινε νὰ δώση τὶς δύο θυγατέρες του νὰ ἀσχημονήσουν μὲ αὐτὲς καὶ ὄχι μὲ τοὺς νέους ξένους. Τότε αὐτοὶ ὅρμησαν νὰ σπάσουν τὴν πόρτα, προκειμένου νὰ ἁρπάξουν τοὺς νέους γιὰ νὰ ἀσχημονήσουν, ἀλλὰ οἱ Ἄγγελοι τοὺς κτύπησαν μὲ ἀορασία καὶ δαιμονισμένοι ἀπομακρύνθηκαν. Οἱ Ἄγγελοι βεβαιώθηκαν γιὰ τὴν ἀθλιότητα καὶ αἰσχρότητα τῶν Σοδομιτῶν καὶ διέταξαν τὸν Λὼτ νὰ ἀπομακρυνθῆ τάχιστα ἀπὸ τὴν πόλι, καὶ οὔτε νὰ γυρίσουν νὰ δοῦν τὴν καταστροφή. Βεβιασμένα ἔφυγε ἡ οἰκογένεια γιὰ τὸ ὀρεινὸ χωριὸ Σηγώρ. Μετὰ τὴν φυγὴ ὁ Κύριος κατέκαυσε σκληρὰ τὸν τόπο. «Ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς Σηγώρ, καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς» (Γέν. 19,23-25). Κατέστρεψε ὁ Κύριος τὸν τόπο, (πόλεις, ἀνθρώπους καὶ τὰ φυόμενα ἀπὸ τὴν γῆ), τόσο σκληρά, ἐξ αἰτίας τῆς βδελυρότερης ἁμαρτίας ποὺ διέπρατταν οἱ κάτοικοι. Σήμερα αὐτὴ ἡ ἁμαρτία νομιμοποιεῖται ἀπὸ πολιτισμένα κράτη, καὶ γιὰ πολλοὺς εἶναι καύχησις καὶ ὄχι ντροπή.
Ἡ φωτιὰ κατέστρεψε φέτος στὴν χώρα μας χιλιάδες στρέμματα δασῶν μὲ ὅλες τὶς δραστηριότητες καὶ τὰ ζωντανὰ τῶν δασῶν. Ἐπίγειες δυνάμεις, ἐξ ἀέρος προσπάθειες, καὶ ὅλος ὁ κρατικὸς μηχανισμὸς ἀποδείχθηκαν ἀδύναμα καὶ ἀναποτελεσματικά. Ἡ φωτιά, μὲ ἑκατοντάδες ἑστίες, ἔκαιγε γιὰ μέρες τὴν πατρίδα μας, μέχρι ποὺ ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ βροχὴ καὶ μόνον τότε ἡ βροχὴ ἔσβησε τὶς φωτιές. Φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἀκόμα ἀριθμὸς πιστῶν ποὺ λατρεύουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ χάριν αὐτῶν σταμάτησε τὸ κακό.
Χάριν τῶν πιστῶν καὶ τῶν εἰλικρινῶς μετανοούντων, συγκαταβαίνει ὁ Θεός.
Ἐμεῖς θέλομε ἕναν Θεὸ νὰ μὴ τιμωρῆ τὶς παραβάσεις τοῦ νόμου του. Ἀλλὰ ξέρομε ὅτι νόμος ποὺ δὲν προβλέπει ποινὲς γιὰ τοὺς παραβάτες εἶναι ἀτελέσφορος. Καὶ ὅποιος καταλάβη. Ὁ Κύριος εἶναι φιλάνθρωπος, ἐλεήμων, μακρόθυμος, ὅμως καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ δείξουμε συνέπεια στὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε ὅταν στὴν βάπτισί μας ἀποταχθήκαμε τὸν Σατανᾶ καὶ συνταχθήκαμε μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς προειδοποιεῖ· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17). Καταλαβαίνομε ἔτσι ὅτι ἡ ἀνοχὴ τοῦ Κυρίου ἔχει ὅρια. Προσοχή!
Κερδίζομε τὴν ἀνοχὴ τοῦ Κυρίου μόνον μὲ τὴν μετάνοια, καὶ κυρίως μακρυὰ ἀπὸ τὴν βδελυρὴ ἁμαρτία. Τώρα, ἂν μετανοήσουμε ἀτομικὰ καὶ συνολικά, μπορῶ νὰ συμπληρώσω τὸ πρῶτο χωρίο αὐτοῦ τοῦ σημειώματος· «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Φλώρινα, 4.10.’23
Δημήτριος Π. Ρίζος
Δρ θεολογίας-φιλόλογος