Ὅταν ἤμουν συνοδικὸς μοῦ λένε νὰ κάνουμε ἁγιασμὸ στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Σκέφτηκα καὶ τοὺς εἶπα· Θὰ ἔρθω, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔρθω μόνος· θὰ φέρω μαζί μου καὶ τὸν Πορφύριο, τὸν πάτερ Πορφύριο! –Τί δουλειὰ ἔχει αὐτός!… Ἔχει μεγάλη ἀποστολή. Ἀφοῦ θὰ πάω, θὰ κηρύξω ἐγὼ πέντε λόγια, καὶ μετὰ θὰ ἔρθῃ ἡ σειρὰ τοῦ Πορφυρίου! Καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς πῶ, ὅτι ἐδῶ στὴ Βουλὴ αὐτή· Ὦ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου; Καὶ θ᾽ ἀπαντήσω· Λεγεών! Ὅτι ἡ Βουλὴ εἶνε λεγεὼν δαιμονίων καὶ πὼς ὅλοι οἱ διαόλοι μαζεύτηκαν μεσ᾽ στὴ Βουλή· τὸ δαιμόνιο τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τῆς ἀθεΐας, τῆς ἀπιστίας, τὸ δαιμόνιο…· λεγεὼν δαιμονίων! Καὶ συνεπῶς, ἀφοῦ εἶνε τέτοια λεγεὼν δαιμονίων, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἁγιασμό, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐξορκισμό! Κ᾽ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, θὰ καλέσω τὸν π. Πορφύριο! Ἔλα, Πορφύριε, βγάλε τὸ Σταυρὸ καὶ ἐξόρκισέ τους ὅλους! Ὕψωσε τὸ Σταυρὸ κ᾽ ἐξόρκισέ τα τὰ δαιμόνια ποὺ φωλιάσανε στὴν καρδιὰ τῆς Ἑλλάδος!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος