Ἕνα ἔγκλημα (Αποτομή Κεφαλής Τιμίου Προδρόμου)

«Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)

Στὶς 29 Αὐγούστου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἐγκωμιάσουμε ἐμεῖς τὸν ἅγιο; Τὰ ἀνθρώπινα ἐγκώμια δὲν ἀξίζουν· τὸν ἐγκωμίασε ὄχι ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ Θεάνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶπε, ὅτι μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου μέχρι τότε, δὲν παρουσιάστηκε πρόσωπο ἀνώτερο ἀ πὸ αὐτόν· «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11).

Τὸν ἑορτάζουμε σήμερα, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν τιμᾷ καὶ σὲ ἄλλες ἡμέρες· στὶς 23 Σεπτεμβρίου εἶνε ἡ σύλληψίς του· στὶς 24 Ἰουνίου εἶνε ἡ γέννησίς του· στὶς 7 Ἰανουαρίου, τὴν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων, εἶνε ἡ σύναξις πρὸς τιμήν του γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσῃ τὸν Κύριό μας. Ἀλλὰ τὸν τιμᾷ καὶ τὴν Τρίτη ἑκάστης ἑβδομάδος μὲ ὕμνους στὸν ὄρθρο.

Ἡ σημερινὴ ἑορτή του εἶνε μεγάλη. Πρὸς τιμήν του ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τοὺς πιστοὺς σὲ πένθος· πενθεῖ ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ὁ Ἰορδάνης, ἡ ἔρημος, οἱ ἀσκηταί, ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος. Σήμερα ἡ ἡμέρα ἔχει κάτι ἀπὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευή· τότε προσκυνοῦμε τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, σήμερα τιμοῦμε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Προδρόμου. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ἔχουμε νηστεία αὐστηρή· μόνο ὅταν ἡ ἑορτὴ πέσῃ Σάββατο ἢ Κυριακὴ ἔχουμε κατάλυσιν ἐλαίου. Ὅσοι πιστοὶ λοιπόν, ὅσοι κρατοῦν τὶς παραδόσεις καὶ ζοῦν ὀρθοδόξως, σήμερα νηστεύουν γιὰ τὸ τέλος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου.

Ὁ βίος τοῦ Προδρόμου δὲν ἔληξε μὲ ἕνα φυσικὸ θάνατο. Εἶχε ἕνα βίαιο καὶ κατὰ κόσμον ἄδοξο τέλος· φαινόταν ὅτι ἡττήθηκε ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἁγιότης, κατίσχυσε καὶ θριάμβευσε ἡ φαυλότης καὶ τὸ ψέμα. Διέπραξε κάποιο ἔγκλημα ὁ Ἰωάννης, ὥστε νὰ τιμωρηθῇ μὲ ἀποκεφάλισι; Ὄχι. Ἢ μᾶλλον ναί, διέπραξε ἕνα «ἔγκλημα». Ποιό τὸ ἔγκλημά του; Ὅτι εἶπε τὴν ἀλήθεια! Καὶ σὲ ἐποχὲς διαφθορᾶς καὶ ἐκφυλισμοῦ τὸ νὰ πῇ κανεὶς τὴν ἀλήθεια εἶνε «λάθος» τραγικό, κίνδυνος – θάνατος. Τὴν ἀλήθεια εἶπε ὁ Σωκράτης στὴν Ἀθήνα καὶ ἤπιε τὸ κώνειο· ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ ἡ ποινὴ ἦταν νὰ σιγήσῃ ἡ γλῶσσα του.

Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε συντόμως, ὑπὸ ποιές συνθῆκες διεπράχθη αὐτὸ τὸ «ἔγκλημα».

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἰουδαία τῆς Παλαιστίνης βασίλευε ὁ Ἡρῴδης Ἀντίπας, γυιὸς τοῦ Ἡρῴδη τοῦ Μεγάλου, ἐκείνου τοῦ ἐκφύλου καὶ αἱμοβόρου ποὺ διέταξε τὴ σφαγὴ τῶν 14.000 νηπίων νομίζοντας ὅτι μεταξὺ αὐτῶν θὰ εἶνε τὸ Θεῖο Βρέφος. Τέτοιος πατέρας τέτοια παιδιὰ καὶ ἐγγόνια ἔβγαλε· οἱ ἀπόγονοί του τοῦ ἔμοιασαν, ἀφοῦ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἀνάλογα μὲ τὴ ῥίζα εἶνε καὶ τὰ κλαδιά(βλ. ῾Ρωμ. 11,16).

Ἔννοια σας! θὰ πληρώσουμε μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο τὴ σημερινὴ διαφθορά· λειτουργεῖ κληρονομικότης. Τὰ παιδιὰ μοιάζουν στοὺς γονεῖς ὄχι μόνο σωματικὰ μὰ προπαντὸς ψυχικά. Ἔκφυλοι γονεῖς θὰ γεννήσουν ἔκφυλα ἀγόρια καὶ κορίτσια. Εἶνε νόμος· σάπια ῥίζα θὰ βγάλῃ σάπιους καρπούς. Γονεῖς! ὁ γάμος δὲν εἶνε γλέντι, ἀπόλαυσι, ἱκανοποίησι ἐνστίκτων· εἶνε κάτι μεγάλο, ἀποστολή, δημιουργία, θυσία. Ἂν θέλετε τὰ παιδιά σας νὰ τιμήσουν τὸ ὄνομά σας καὶ νὰ γρά ψουν ἱστορία, διορθωθῆτε.

Ἀπὸ πατέρα ἔκφυλο, ἔκφυλος βγῆκε καὶ ὁ υἱὸς Ἡρῴδης Ἀντίπας. Εἶχε πάρει σύζυγο μία ὡραία καὶ τίμια γυναῖκα, θυγατέρα τοῦ Ἀρέτα βασιλέως τῶν Ἀράβων, ἡ ὁποία δὲν τοῦ ἔδωσε καμμία ἀφορμή. Αὐτὸς ὅμως ἔκανε ἕνα τουριστικὸ ταξίδι στὴ ῾Ρώμη, φιλοξενήθηκε στὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ Φιλίππου, καὶ ἐκεῖ συνῆψε ἁμαρτωλὲς σχέσεις μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Ἡρῳδιάδα. Καὶ ἡ Ἡρῳδιάδα αὐτὴ ἔγινε ἀνδροχωρίστρα· μὲ πλεκτάνες καὶ ἀπάτες κατώρθωσε νὰ παρασύρῃ τὸν Ἡρῴδη ὥστε νὰ διώξῃ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τὴν τίμια θυγατέρα τοῦ Ἀρέτα. Ἔτσι ἡ μὲν μοιχαλίδα καὶ αἱμομείκτρια ἀνέβηκε στὸ θρόνο κ᾽ ἔγινε βασίλισσα, ἡ δὲ ἀπατημένη σύζυγος ἔφυγε διωγμένη καὶ γύρισε στὸν πατέρα της, ὁ ὁποῖος ὠργισμένος στράφηκε κατὰ τοῦ Ἡρῴδη.

Ἡ ἀνδροχωρίστρα Ἡρῳδιάδα δεχόταν συγχαρητήρια ἀπ᾽ ὅλο τὸν κύκλο τῶν ἀξιωματούχων τῆς αὐλῆς. Τί εἶπα, «ὅλο»; Λάθος. Βρέθηκε ἕνας ἀντίθετος – νά τὸ ἔγκλημά του. Ποιός ἦ ταν αὐτός; μήπως κάποιος ῥαββῖνος; μήπως κάποιος ἱερεὺς ἢ ἀρχιερεύς; μήπως κάποιος ἀξιωματοῦχος; Κανείς ἀπὸ αὐτούς. Ἦταν κάποιος ἀσκητής, ποὺ μόνη περιουσία του εἶχε μιὰ κάππα φτειαγμένη ἀπὸ τρίχες καμήλου. Αὐτός, ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, ἦρθε στὴν πόλι, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα, στάθηκε ἀπέναντι ἀπ᾽ τὸ ἁμαρτωλὸ ζεῦγος καὶ εἶπε ἕνα σύντομο λόγο. Δὲν ῥητόρευσε, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς. Τὸ κήρυγμά του δὲν κράτησε οὔτε ἕνα λεπτό, ἀλλὰ ἄξιζε ὅσο μύρια κηρύγματα. Ἔπεσε σὰν κεραυνὸς καὶ ἔσεισε τὰ ἀνάκτορα. Τί εἶπε; Πέντε λέξεις· Βασιλιᾶ, «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖ κα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Ἀμέσως τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακὲς τοῦ φρουρίου τῆς Μαχαιροῦντος. Ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἐξακολουθοῦσε νὰ φωνάζῃ· «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ συζῇς μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».

Ἡ Ἡρῳδιάδα δὲν τὸ ὑπέφερε, ζητοῦσε εὐκαιρία νὰ ἐξοντώσῃ τὸν θανάσιμο ἐχθρό της. Καὶ ἦρθε ἡ ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Ἡρῴδη. Τὰ ἀνάκτορα φωταγωγημένα. Μεσάνυχτα, ὥρα τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι, διασκέδαζαν. Ἔπιναν καὶ ἔτρωγαν καὶ στὸ τέλος ἀκολούθησε χορός. Τί χορός; χορὸς ἔκφυλος, χορὸς τῆς κοιλιᾶς. Χόρεψε ἡ Σαλώμη, κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος, καὶ μὲ τὶς κινήσεις καὶ τοὺς κορδακισμούς της προκάλεσε ντελίριο, παραλήρημα, τῶν ἀφρόνων θαμώνων. Μεθυσμένος καὶ ὁ ἔκφυλος βασιλιᾶς εἶπε στὴ χορεύτρια· Ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις· εἶμαι ἕτοιμος νὰ σοῦ δώσω μέχρι τὸ μισὸ βασίλειό μου.

Τί μποροῦσε νὰ ζητήσῃ τὸ κορίτσι αὐτό; πολλὰ πράγματα· κτήματα, κήπους, ἐλαιῶνες, ἀμπελῶνες, μέγαρα, χρυσό, ἀσήμι, διαμάντια. Ἡ πονηρὴ ἀλεποῦ δὲν ζήτησε τέτοια πράγματα. Πῆγε στὴ μάνα της. –Μάνα, τί νὰ ζητήσω; –Νὰ ζητήσῃς –ὤ κακία γυναίκας!– τὸ κεφάλι τοῦ βαπτιστοῦ. Ἔρχεται στὸ βασιλιᾶ καὶ λέει· –Θέλω ἀμέσως σ᾽ ἕνα πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ (βλ. Μᾶρκ. 6,25). Λυπήθηκε ὁ Ἡρῴδης. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε δώσει δημοσίως ἔνορκη ὑ πόσχεσι, ἀναγκάστηκε νὰ τὴν ἐκ πλη ρώσῃ. Καὶ ἀμέσως μέσ᾽ στὴ νύχτα ἔστειλε σπεκουλάτορα, ἀποκεφάλισε τὸν Ἰωάννη, καὶ ἡ τιμία κεφαλή του, στάζοντας αἷμα μάρτυρος, δόθηκε στὴ Σαλώμη κι ἀπ᾽ τὴ Σαλώμη στὴν Ἡρῳδιάδα.

Λένε μερικοί· Τί εἶνε ὁ χορός!; δὲν εἶνε τίποτε… Μὲ συγχωρεῖτε, κύριοι· τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο σᾶς διαψεύδει. Ὁ χορὸς δὲν εἶνε παιχνίδι ἀγγέλων, εἶνε παγίδα τοῦ διαβόλου. Ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἔνθα ὄρχησις, ἐκεῖ διάβολος (=ὅπου χορός, ἐκεῖ διάβολος)»

(Ἑ.Π. Migne 58,491,493). Ἀπὸ τὸ χορὸ ἀρχίζουν πορνεῖες, μοιχεῖες, διαζύγια. Καὶ ὡς ἀμοιβὴ τοῦ χοροῦ δόθηκε ἡ κεφαλὴ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Ἔτσι τελείωσε τὴ ζωή του, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης· εἶχε τέλος δραματικό, στὸ ὁποῖο καίριο ῥόλο ἔπαιξε ἡ κακία καὶ ἡ πονηρία τῆς Ἡρῳδιάδος, ἡ ὁποία ὅμως βρῆκε ἔδαφος στὴν ἀκολασία καὶ χαύνωσι τοῦ Ἡρῴδη.

Πέρασαν ἀπὸ τότε 19 αἰῶνες. Νέα ἐποχὴ τώρα, κ᾽ ἐγὼ τ᾽ ὁμολογῶ· ἐποχὴ προόδου, πυραύλων, ἀστροναυτῶν, τηλεοράσεως… Ἀπὸ πλευρᾶς ἐπιστήμης φτάσαμε στὸ ζενίθ· ἀπὸ πλευρᾶς ὅμως ἀνθρωπιᾶς, ἤθους, ἀρετῆς καταπέσαμε στὸ ναδίρ. Ὁ ἐκφυλισμὸς ἔρριξε τὴν ἀνθρωπότητα στὸ μηδὲν καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ μηδέν.

Στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου ἕνας, ὁ Ἡρῴδης, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἔδιωξε τὴ γυναῖκα του. Σήμερα; Πλῆθος εἶνε ἐκεῖνοι (καὶ ἐκεῖνες) – πολλοὶ εἶνε διάσημοι, κατέχουν καὶ ὑψηλὰ ἀξιώματα– ποὺ διαλύουν τὶς οἰκογένειές τους ἐγ καταλείποντας τὶς (ἢ τοὺς) συζύγους καὶ τὰ παιδιά τους.

Δὲν λείπουν βέβαια καὶ τίμιοι (καὶ τίμιες) σύζυγοι, ποὺ μένουν πιστοὶ στὸ γάμο τους. Οἱ νέοι ὅμως νόμοι, ποὺ ψηφίζονται κατ᾽ ἐντολὴν ξένων κέντρων, δὲν προστατεύουν τὴν συνοχὴ τῆς οἰκογενείας· ἀντιθέτως ὑποσκάπτουν τὰ θεμέλιά της καὶ εὐνοοῦν ποικιλοτρόπως τὴν διάλυσί της.

Στὸν αἰῶνα αὐτὸν τῆς ἀκολασίας εἶνε ἀπόλυτη ἀνάγκη οἱ πιστοὶ νὰ διατηρήσουν στὸ ὕψος του τὸ θεσμὸ τῆς οἰκογενείας ποὺ θεμελίωσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων. Ἂς θυμηθοῦν ἀκόμη καὶ προγονικὰ διδάγματα, ὅπως π.χ. τῆς ὁμηρικῆς Πηνελόπης, ἡ ὁποία ἔμεινε μέχρι τέλους πιστὴ στὸ γάμο της· ἡ ὑπομονή της νίκησε ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ ἡ ἐπιμονή της δικαιώθηκε καὶ θριάμβευσε.

Μικρὸς – ταπεινὸς λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, ἔχω χρέος ἱερὸ νὰ λαλῶ τὴν ἀλήθειαν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος