Ἐπικήδειος λόγος γιὰ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Ἱερόθεο προηγούμενο ἱ. Μονῆς Ζ. Πηγῆς Λογγοβάρδας
τοῦ σεβ. μητροπολίτου Παροναξίας κ. Καλλινίκου
Θεοφιλέστατε ἅγιε ἀδελφέ [ἐπίσκοπε Κεράμων κ. Βαρθολομαῖε],
σεβαστοί μου πατέρες,
ὁσιώτατοι μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης,
προσφιλεῖς ἀδελφοί,
Σήμερα ὅλοι προσήλθαμε σ᾽ αὐτὴν τὴν πάνσεπτη καὶ Ἱερὰ Μονὴ γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ χοϊκὸν σκῆνος τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Ἱεροθέου καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ τελέσουμε τὴν μακρὰν ἀλλὰ καὶ πολὺ διδακτικὴ Ἐξόδιον ἀκολουθίαν εἰς Ἱερεῖς ἀλλὰ καὶ Μοναχούς. Εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ὅπου ἔστησαν οἱ πόδες τοῦ προσφιλοῦς καὶ πολυσεβάστου πατρὸς Ἱεροθέου, ἀπὸ τοῦ ἔτους 1947, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ Μοναχολόγιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, κατὰ μῆνα μάλιστα Φεβρουάριον, ὅτι προσῆλθε· εἰς ἡλικίαν δηλαδὴ ἀκριβῶς εἴκοσι ἐτῶν, καθ᾽ ὅτι ἐγεννήθη τὸ 1927. Δηλαδὴ ἔζησε 96 ἔτη, ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἀοίδιμος γέροντάς του π. Φιλόθεος Ζερβάκος καὶ Ἅγιος γέροντας.
Ἀπὸ τοῦ ἔτους, λοιπόν, 1947 ὅτε προσῆλθε στὴν Ἱερὰ Μονή, ὁ σεβαστὸς γέροντας μὲ πνεῦμα ὑπακοῆς στὸν γέροντά του Φιλόθεον καὶ ἐν ἁπλότητι καὶ ταπεινώσει διῆγε τὸν βίον. Καὶ μετὰ ἀπὸ ἑξαετίαν ἐκάρη ρασοφόρος Μοναχός, λαβὼν ἀρχικῶς –κάτι ποὺ κι ἐγὼ δὲν ἐγνώριζα, ἴσως καὶ οἱ πατέρες– τὸ ὄνομα Ἀμβρόσιος. Ἐν συνεχείᾳ μετὰ τὴν εἰς διάκονον χειροτονίαν του, ἡ ὁποία ἔγινε τὸ 1958 κατὰ τὴν Ἀπόδοσιν τῆς ἑορτῆς τῆς Παναγίας μας, 23 Αὐγούστου, ἀπὸ τὸν μακαριστὸ μητροπολίτη Παροναξίας Ἀμβρόσιο [Α´ τὸν Ἀντωνόπουλο], κοιμηθέντος τούτου τὸ 1959, κατὰ μῆνα Ἰανουάριον, κατὰ τὴν κουρὰν εἰς μεγαλόσχημον, κατὰ τὸν Ὀκτώβριον τοῦ ἔτους 1959 ἐπὶ τοποτηρητείας μητροπολίτου Θήρας Γαβριήλ –ἔτσι βγαίνει ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ἐμμέσως–, μετωνομάσθη εἰς Ἱερόθεον, ὁ ποτὲ Ἰωάννης, μᾶλλον εἰς τιμὴν τοῦ μακαριστοῦ μητροπολίτου Παροναξίας Ἱεροθέου, μετατεθέντος τὸ 1934 εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας.
Ἐν συνεχείᾳ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ μακαριστοῦ μητροπολίτου Παροναξίας Ἐπιφανίου, καὶ ἐν ἔτει 1961, ἐχειροτονήθη πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας μας. Διηκόνησε πάντοτε ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἢ συνοδεύων εἰς τὴν Πάρο –γιατὶ ἔχουμε καὶ ἀρκετὲς φωτογραφίες μὲ τὸν μακαριστὸ μητροπολίτη Ἀμβρόσιο καὶ Ἐπιφάνιο–, ποτέ ὅμως δὲν διηκόνησε σὲ ἐνορία. Δὲν ἀνέλαβε ἐνορία, λειτουργοῦσε μόνο στὴν Μονή, στὰ μετόχια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ὅπου ὁ π. Φιλόθεος –ἐνδεχομένως– τὸν ἔπαιρνε μαζί του ὡς διάκονον.
Τὸ ἔτος 1983 εἰς διαδοχὴν τοῦ πατρὸς Δαμιανοῦ [Κωστοπούλου], ὁ ὁποῖος ἐπὶ τριετίαν ὑπῆρξεν Ἡγούμενος (ἐκεῖνος διεδέχθη τὸ 1980 τὸν π. Φιλόθεο, πολὺ μεγάλος στὴν ἡλικία· ἦταν κι ἐκεῖνος ἄνω τῶν 90), ἐξελέγη Ἡγούμενος ὁ π. Ἱερόθεος. Ἀλλά, θὰ λέγαμε, ὅτι ἡ ἄσκηση τῆς ἡγουμενίας ἦταν κάτι ποὺ δὲν προσιδίαζε στὸν χαρακτήρα τοῦ π. Ἱεροθέου.
Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, μιὰ ὀκταετία περίπου, παρητήθη τῆς θέσεως τοῦ Ἡγουμένου, μὴ δεχθεὶς μάλιστα –κρύφτηκε ἀπ᾽ ὅτι ἔχω τὴν πληροφορία, ὅταν τὸν ἐπίεσε ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μου, μητροπολίτης Ἀμβρόσιος – νὰ τοῦ δώσει τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτη. Καὶ μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, ἐδῶ δηλαδὴ περίπου καὶ μία τριακονταετία, ἐπέλεξε ἕναν ἰδιότυπο ἀναχωρητικὸ μοναχισμό. Διῆλθε ἴσως αὐτὴ τὴν τελευταία τριακονταετία οὐχὶ ἐγκαταβιῶν ἐν σώματι –τοὐλάχιστον– στὴν Ἱερὰ Μονή, ἀλλὰ σὲ διάφορα ἄλλα ἡσυχαστικὰ σημεῖα, ἀπ᾽ ὅπου πάλι δραπέτευε, ὅταν συνεκεντροῦτο κόσμος, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ λάβει τὴν εὐχή του, νὰ πεῖ τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ λάβει τὴν συμβουλή του –τὰ ὁποῖα ἔδιδε βεβαίως μὲ ἀγάπη πολλή–, ἀλλὰ τὸν κούραζε ὁ κόσμος. Ἄνθρωπος φύσει ἡσυχαστικὸς καὶ ἀσκητικός. Πολλὰ λέγονται καὶ ἀργότερα θὰ μάθουμε κι ἄλλα γιὰ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή του, ὅτι ὑπέβαλε τὸν ἑαυτό του σὲ πολλὲς ἀσκήσεις παροιμιώδεις· καὶ ταῦτα πάντα ἐν ταπεινώσει, διότι εἶχε καὶ ἰδιαίτερα χαρίσματα, ὅπως τὸ τῆς ἁγιογραφίας χάρισμα. Ἔτσι, λοιπόν, διῆλθε τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του μέχρι αὐτῆς τῆς ἡλικίας τῶν 96 ἐτῶν.
Εἶχα τὴν μεγάλη τιμὴ καὶ εὐλογία νὰ ἔρθει στὴν ἐνθρόνισή μου στὴν Πάρο καὶ νὰ εὑρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντί μου στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, καθ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια, ὄρθιος, μὲ τὸ κουκούλιόν του –ὑπάρχει καὶ μιὰ ὡραία σχετικὴ φωτογραφία–, μέχρι τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, μετὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες συνήθως ἐξηφανίζετο.
Ὅπως ἐπίσης, καὶ ὁρισμένες φορές, ἐνῶ λειτουργοῦσα στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Νάξου, ἤρχετο καὶ ποτέ δὲν ἔμπαινε βέβαια κατὰ τὴν συνήθειά του στὸ Ἱερό, ὅταν δὲν λειτουργοῦσε, ἐκάθητο ἔξω καὶ σὲ ἕνα σημεῖο ποὺ δὲν ἦταν καὶ ἰδιαίτερα ὁρατός.
Τελευταία μας συνάντησις ἦτο πρὸ ἐτῶν, ταξιδεύοντας ἀπὸ τὴν Νάξο. Εἴμαστε παρέα, κάτσαμε μαζὶ καὶ συζητήσαμε πάρα πολλὰ θέματα, καὶ καθαρῶς πνευματικά, ἀλλὰ καὶ θέματα ἄλλα, τὰ ὁποῖα πολλὲς φορὲς ἀνέπτυσσε. Θέματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν κοινωνία μας, μὲ τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὶς παλιὲς παραδόσεις, μὲ τὴν ἀλλοίωση στὴν ἐποχή μας παλαιῶν παραδόσεων καὶ ἐθίμων. Καὶ τὸν πίεσα πολὺ νὰ τὸν μεταφέρουμε ἐμεῖς νὰ μείνει ἐδῶ στὸ μετόχι τῆς Μονῆς, τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, καὶ τὸν φέραμε· ἤθελε νὰ βρεῖ ἕναν τρόπο μόνος του [νὰ μεταφερθεῖ].
Κι ἔτσι εἶχα αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ τὴν χαρὰ νὰ συναντηθοῦμε μαζί, γιατὶ ποτέ δὲν μαθαίναμε πότε ἀκριβῶς ἐρχόταν στὸ Μυρίσι στὴν Νάξο, ὅπου ἦταν ἕνας τόπος ἡσυχαστικός. Ἀλλὰ κάποιες –ἰδιαίτερα πνευματικὲς θυγατέρες– ἔσπευδαν ἐκεῖ, καὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ ἐκεῖνον περισσότερο κούραση καὶ δυσκολία, λόγῳ τοῦ ἡσυχαστικοῦ χαρακτῆρος του, ὅπως εἶπα. Ἔτσι οὔτε ἐκεῖ τελικῶς, ποὺ εἶχε φτιάξει κάποια ἁπλὰ ὑποτυπώδη κτίσματα, καὶ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι, ἔμεινε.
Ἔφυγε καὶ ἐκοιμήθη στὸ κλεινὸν ἄστυ, ὡς ἕνας αὐστηρὸς ἀσκητὴς ἐντὸς τῆς πόλεως. Πολλὲς φορές, ἀδελφοί μου, μπορεῖ νὰ ζοῦμε στὰ Μοναστήρια καὶ νά ᾽χουμε ἕνα κοσμικὸ πνεῦμα, καὶ νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο. Ἔτσι ἦταν καὶ ὁ μακαριστὸς γέροντάς μου π. Ἐπιφάνιος [Θεοδωρόπουλος], ὁ ὁποῖος ζοῦσε μέσα στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, ὡς ἕνας ἀσκητὴς ἱερομόναχος, παρ᾽ ὅτι εἶχε ἱδρύσει ἕνα ὡραῖο καὶ μεγάλο μοναστήρι, τὸ μοναστήρι τῆς μετανοίας μου. Ἦταν μιὰ παρουσία μοναδικὴ ὑποδειγματικοῦ κληρικοῦ –ἱερομονάχου– μὲς στὸν κόσμο, ὅπως καὶ ὁ π. Ἱερόθεος.
Ἀπ᾽ ὅπου διῆλθε, ἄφηνε τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἀρετῆς του, ὁ π. Ἱερόθεος, τοῦ ἐναρέτου βίου του καὶ τῆς ἁγιότητός του.
Σήμερα τὸν συνοδεύουμε μὲ τοὺς ὕμνους τοὺς ἐξοδιαστικούς. Καὶ θὰ λέγαμε ὅτι, κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους αὐτοῦ τοῦ Καθολικοῦ, φέρνουμε στὸν νοῦ μας τὸν μικρὸ Ἰωάννη, τὸν νεαρὸ Ἰωάννη, νὰ ἔχει προσέλθει πρὶν ἀπὸ 76 χρόνια. Καὶ φαντάζομαι, ὅπως κι ὁ κάθε Μοναχός, ὅσο κι ἂν νοιώθει ὅτι ἔχει χαρά, ποὺ δίνει ἡ Μοναχικὴ Πολιτεία, πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν του ἔχει αὐτὴν τὴν σκηνή· πῶς θὰ βρεθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐξόδου του ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ νομίζω ὅτι ὁ π. Ἱερόθεος κατ᾽ ἐξοχὴν εἶχε συνεχῆ μνήμη θανάτου. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία νὰ ποῦμε, ὅτι ζοῦσε, παρ᾽ ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει πολλὰ χρόνια, ζοῦσε γι᾽ αὐτὴν τὴν στιγμή, γιατὶ δὲν γνωρίζουμε τὴν ἡμέρα οὐδὲ τὴν ὥρα, ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἔρχεται.
Ἂς παρακαλέσουμε, λοιπόν, ὅλοι σήμερα τὸν Κύριό μας ν᾽ ἀναπαύει τὴν ἁγία ψυχή του ἐν σκηναῖς δικαίων, νὰ μᾶς συνοδεύουν πάντοτε οἱ πρεσβεῖες καὶ οἱ προσευχές του ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, καὶ ἐμεῖς ταπεινὰ θὰ ἐπικαλούμαστε τὶς δικές του πρεσβεῖες καὶ δεήσεις, διότι πάντοτε προσέτρεχαν οἱ πιστοὶ εἰς τὸν π. Ἱερόθεο γιὰ τὰ προβλήματά τους κι ἐκεῖνος προσηύχετο καταλλήλως, πολλῷ δὲ μᾶλλον τώρα, ποὺ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ἔχει εὕρει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε πάτερ, ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ ἡμῶν!
⃞