Ἡ θεολογία διδάσκει βασιζομένη στὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπιστήμη ἀποφαίνεται βασιζομένη στὴν ἀνακάλυψι τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν κάποιος ἀρνῆται ἐμμόνως τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, τὸν ἀφορίζει. Στὴν ἐπιστήμη, ὑπάρχει ἐλευθερία στὴν διατύπωσι κάθε ἀπόψεως, ἐφ᾽ ὅσον αὐτὴ βασίζεται σὲ ἀληθινὰ στοιχεῖα καὶ διακρίνεται ἀπὸ ἐντιμότητα στὴν ἔρευνα. Ὑπάρχει θέσις καὶ ἀντίθεσις, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ ἐπιστήμη προχωρεῖ στὴν σύνθεσι, γιὰ νὰ πλησιάσῃ τὴν ἀλήθεια ἡ ὁποία εἶνε κρυμμένη στὸν κόσμο τοῦ Δημιουργοῦ.
Θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀφορίσῃ κάποιον ἐπιστήμονα γιὰ τὶς ἐπιστημονικὲς θέσεις του; Κάτι τέτοιο ἔκανε ὁ Πάπας (τὸ 1633, μετὰ τὸ σχίσμα), ὅταν ὡδήγησε τὸν Γαλιλαῖο στὴν Ἱερὰ Ἐξέτασι γιατὶ διατύπωσε τὴν θεωρία (σήμερα ἀποδεδειγμένη) ὅτι ἡ Γῆ κινεῖται γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Γι᾽ αὐτὲς καὶ τὶς παρόμοιες κινήσεις τους οἱ πάπες αὐτοαναιρέθηκαν ἀργότερα, ἀλλὰ καὶ σκανδάλισαν ὅλο τὸν κόσμο.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο πιστεύουμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία (ἐν συνόδῳ) δὲν μπορεῖ νὰ πῇ σήμερα –ὡς πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς ἀποτελεσματικότητος στὴν ὑγεία–, ἐὰν συντάσσεται ἐπισήμως μὲ τοὺς ἐπιστήμονες ποὺ ὑποστηρίζουν τὰ ἐμβόλια γιὰ τὸν κορωναϊὸ ἢ μὲ τοὺς ἐξ ἴσου σοβαροὺς ἐπιστήμονες (Μοντανιέ, Μπαγκτί, Ἰωαννίδης κλπ.) ποὺ τὰ ἀμφισβητοῦν. Οὔτε μπορεῖ νὰ πῇ, ὅτι ὅσοι ἔχουν τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη ἄποψι πρέπει νὰ σιωπήσουν ἢ νὰ ἀποσυρθοῦν στὰ κελλιά τους.
Γιά φαντασθῆτε, τί σάλος θὰ γινόταν ἂν π.χ. ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑποστήριζε τὶς ἀπόψεις τῶν ἰατρῶν ποὺ εἶνε ἀντίθετοι στὰ ἐμβόλια καὶ διακήρυττε, ὅτι ὅσοι εἶνε ὑπὲρ τῶν ἐμβολίων θὰ πρέπῃ νὰ σιωπήσουν εἰ δ᾽ ἄλλως νὰ «πᾶνε σπίτια τους ἢ στὰ κελλιά τους».
Ἐκκλησία καὶ πολιτειακὴ ἐξουσία
Τὸ ἴδιο ἰσχύει ὅσον ἀφορᾷ καὶ στὴν συμπόρευσι μὲ τὴν ἑκάστοτε πολιτειακὴ ἐξουσία. Στὴν περίοδο τῆς ἑπταετίας στὶς τελούμενες κατ᾽ ἔτος ἐθνικὲς ἑορτὲς ἐντὸς τῶν ναῶν ἡ Πολιτεία ὥριζε ὁμιλητάς, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν ὄχι μόνο γιὰ τὸ νόημα τῆς ἑκάστοτε ἑορτῆς, ἀλλὰ ἐκθείαζαν καὶ τὴν τότε κυβέρνησι. Λίγοι ἦταν τότε οἱ ἱεράρχες ποὺ ἀντιστάθηκαν σ᾽ αὐτὲς τὶς «παραφωνίες». Μεταξύ τους καὶ ὁ μακαριστὸς Αὐγουστῖνος Φλωρίνης, ὁ ὁποῖος δέχθηκε πόλεμο γι᾽ αὐτή του τὴν ἀντίδρασι, ἀλλὰ δὲν ὑποχώρησε. Μετὰ τὴν ἑπταετία ὅμως φάνηκε πόσες ψυχὲς σκανδαλίσθηκαν μ᾽ αὐτὴ τὴν χρησιμοποίησι τῆς Ἐκκλησίας γιὰ στήριξι καὶ προβολὴ τῆς ἐξουσίας.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σήμερα. Ἡ συμπόρευσι αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐξουσία ἤδη σκανδαλίζει· καὶ αὐτὸ θὰ φανῇ ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ἡ παροῦσα ἐξουσία θὰ ἀπέλθῃ.
Διαφορετικὸ εἶνε τὸ ζήτημα τῆς βιοηθικῆς. Ἐὰν κάποια ἰατρικὴ μέθοδος εἶνε ἀντίθετη στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἐκφέρῃ τὸν λόγο της ἀνεξαρτήτως τῶν ἀντιδράσεων ποὺ θὰ ἐγερθοῦν ἀπὸ ὁπουδήποτε. Ἐὰν χρησιμοποιοῦνται λ.χ. κύτταρα ἀπὸ ἐκτρωμένα ἔμβρυα, σὲ ὁποιοδήποτε στάδιο παραγωγῆς κάποιου φαρμάκου ἢ ἐμβολίου, αὐτὸ δὲν μᾶς καθιστᾷ αὐτόχρημα μετόχους ἐγκλήματος (τῆς ἐκτρώσεως), ὅταν ἐνσυνειδήτως τὸ ἀποδεχόμαστε;
Εὐχόμαστε νὰ ἐπικρατήσῃ στὴν ἱεραρχία μας τὸ φῶς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ μόνο αὐτὸ μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὴν Ἐκκλησία μας νὰ περάσῃ ἀπὸ τὶς Συμπληγάδες πέτρες ποὺ ἔχουν στήσει στὴν πορεία της.