Ἡ δύναμις τοῦ Εὐχελαίου
Εἶδα ἕνα ἄρθρο στὴν Σπίθα ΜΑΡΤΙΟΥ – ΑΠΡΙΛΙΟΥ μὲ τίτλο «Ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος ἡ ψυχή του ποῦ πηγαίνει» καὶ θεώρησα χρήσιμο νὰ μοιραστῶ μαζί σας μιὰ προσωπική μου ἐμπειρία ποὺ ἔζησα πρὶν λίγες μέρες.
Ὁ πεθερός μου, δὲν τὰ εἶχε καὶ πολὺ καλὰ μὲ τοὺς παπᾶδες. Ὅμως στὶς πέντε, κάθε πρωινὸ ἄναβε ἕνα κερὶ σὲ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι ἀφιερωμένο στὴν Παναγία καὶ μετὰ πήγαινε στὴν δουλειά του. Ὅσο γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία, προτιμοῦσε νὰ τὴν βλέπει ἀπὸ τὴν τηλεόραση. Ἡ πεθερά μου ἀντιθέτως, εἶναι μιὰ κυρία μὲ μεγάλη πίστη, ποὺ δὲν χάνει Ὄρθρο καὶ Ἑσπερινό.
Ἦρθε ὅμως ὁ καιρὸς ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε ἡ «κακιὰ ἀρρώστια». Ἔμπαινε καὶ ἔβγαινε ὁ καημένος ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο φορῶντας σωληνάκια στὸ κορμί του, λιπόσαρκος καὶ καταβεβλημένος κάθε φορὰ ὅλο καὶ περισσότερο. Μιὰ μέρα, κατάκοιτος πιά, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ ζήτησε νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει, ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ ψυχή του ὅμως ἀκόμα βασανίζονταν.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη, ὁ Ἱερέας τοῦ ναοῦ μας μίλησε γιὰ τὴν δύναμη τοῦ Εὐχελαίου καὶ πὼς παλαιότερα οἱ πιστοὶ τὸν φωνάζανε ὅποτε εἶχαν ἀσθενῆ στὸ σπίτι. Μᾶς ἀνέφερε δὲ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου (ε´ 14-15). Ἀμέσως σκέφτηκα τὸν ἄρρωστό μας καὶ ζήτησα ἀπὸ ἕναν Ἱερέα νὰ τελέσουμε Εὐχέλαιο στὸ σπίτι. Ὁ Ἱερέας μου εἶπε πὼς μέσα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα δὲν προλαβαίνει νὰ τελέσει τὸ μυστήριο, νὰ περιμένω τὴν Ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου. –Ἄν ζεῖ μέχρι τότε, εἶπα ἀπὸ μέσα μου, ἂς εἶναι ὅμως εὐλογημένο· καὶ ἦταν, ἀφοῦ κάναμε ὅλοι μαζὶ Ἀνάσταση.
Ὅταν ἔφτασε ἡ Δευτέρα, μόλις τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία πλησίασα τὸν Ἱερέα καὶ τοῦ ὑπενθύμισα τί μοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ καὶ πάλι ὅμως συνάντησα τὴν ἄρνησή του: «Ἔχω ἕναν γάμο καὶ μιὰ βάπτιση σήμερα, δὲν προλαβαίνω, ἂς τὸ κάνουμε αὔριο». «Ὁ καλὸς Σαμαρείτης αὐτὸ θὰ ἔλεγε στὸν χτυπημένο; Ἔχω δουλειὰ δὲν προλαβαίνω;». Ἔτσι ὁ Ἱερέας μοῦ ἀπάντησε· «Στὶς ἑπτὰ τὸ βράδυ, θὰ ἔρθω».
Στὸ σπίτι ἡ γυναίκα μου καὶ ἡ πεθερά μου ἀντέδρασαν. «Ποῦ θὰ φέρεις τὸν ἄνθρωπο στὸ σπίτι σὲ τέτοιο χάλι, τί θὲς καὶ ἀνακατεύεσαι;». «Ἔχουν δουλειὰ οἱ Ἱερεῖς αὐτὲς τίς μέρες, τί τοὺς μπερδεύεις;». Τελικὰ ἔγινε τὸ Εὐχέλαιο, βοήθησα καὶ ἐγὼ μὲ λίγα «Κύριε, ἐλέησον» καὶ στὸ τέλος ἀποχαιρέτησα τὸν Ἱερέα. Ὁ πεθερός μου ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου μὲ ρώτησε· «Τί ἤθελε ὁ παππούλης, παιδί μου;». «Τίποτα, ἔκανε ἕνα Εὐχέλαιο». « Ἄ! καλὰ ἔκανε».
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ὁ πεθερός μου ζήτησε νὰ ἀνοίξουμε τὸ παράθυρο νὰ μπεῖ φῶς στὸ σπίτι καὶ γυρίζοντας τὸ πρόσωπο στὴν γυναῖκα μου μὲ ἀχνὴ τρεμουλιαστὴ φωνή, γεμάτη ἀγωνία τὴν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ νὰ πάω;», καὶ πρὶν προλάβει νὰ ἀπαντήσει ἐκείνη, ἔφυγε σὰν τὸ σπουργίτι. Ἡ γυναίκα μου ἔκλαιγε κρατώντας τὸ κεφάλι της, ἔκλαιγε καὶ φώναζε στὸν κοιμισμένο πιὰ πατέρα της: «Νὰ πᾶς πρὸς τὸ Φῶς, πατέρα, πρὸς τὸ Φῶς»!
Τοῦ κλείσαμε τὰ μάτια, τοῦ βολέψαμε τὰ χέρια καὶ δὲν νιώθαμε πὼς εἴχαμε δίπλα μας νεκρό, μὰ ἕναν κοιμισμένο. «Ὁ Θεὸς μᾶς λυπήθηκε, ποὺ ἔγινε τὸ Εὐχέλαιο καὶ λευτερώθηκε ἡ ψυχή του», εἶπαν τότε οἱ γυναῖκες. «Σὲ ἄκουσε!» εἶπα κοιτώντας τὴν γυναῖκα μου… «Οἱ ψυχὲς γιὰ τρεῖς μέρες τριγυρνοῦν ἐδῶ δά, μέχρι νὰ συναντήσουν τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς ἀκοῦν, καὶ μᾶς βλέπουν. Σὲ ἄκουσε, πῆγε πρὸς τὸ Φῶς»!
Ἀνδρέας Νικολάου
Πολ. Μηχανικός, Ἀναγνώστης