«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13-14)
Τί κάνει, ἀγαπητοί μου, ἡ μητέρα ὅταν βλέπῃ τὸ παιδί της νὰ κινδυνεύῃ νὰ πνιγῇ; Βάζει τὶς φωνὲς καὶ καλεῖ νὰ τὴν βοηθήσουν γιὰ νὰ τὸ σώσῃ. Τί κάνει ὁ καπετάνιος ὅταν στὴν πορεία τοῦ πλοίου διακρίνῃ βράχο μέσα στὴ θάλασσα; Δίνει ἀμέσως διαταγὴ νὰ στρέψῃ τὸ καράβι, ὥστε ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ ναυάγιο.
Αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἀνάγνωσμα, τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου (βλ. ῾Ρωμ. 13,11 – 14,4). Σὰν τὴ μάνα καὶ σὰν καλὸς καπετάνιος μᾶς φωνάζει. Βλέπει πὼς τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἀντὶ νὰ γινώμαστε πιὸ συνετοί, πιὸ σώφρονες, ἐμεῖς κοντεύουμε νὰ χάσουμε τὰ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικὰ κι αὐτὴ τὴ ζωή μας.
Πόσο καλὸ θὰ ἦταν, τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Τριῳδίου οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἔτρεχαν ὅλοι στοὺς ναούς, νὰ ἦταν ὅλοι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία! Θὰ ζοῦσαν μὲ τὴν προσευχή τους τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐρανό, θὰ ἀπολάμβαναν τὴν ἀσύγκριτη ὀρθόδοξη ὑμνῳδία καὶ λατρεία, θὰ φωτιζόταν ὁ νοῦς τους ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ δυνάμωνε ἡ ψυχή τους μὲ τὴ θεία χάρι. Καὶ κάτι ἄλλο.
Βλέπουμε ὅλοι τί λέει καὶ τί κάνει ὁ κόσμος τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς ἀποκριᾶς· κινεῖται μὲ τρόπο παράλογο, ξέφρενο, ἐπικίνδυνο. Ἐπιδίδεται σὲ ζωηρότητες καὶ τρέλλες, ποὺ κοστίζουν ὄχι μόνο σὲ χρῆμα καὶ ὑγεία, ἀλλὰ καὶ συχνὰ στὴν ἀρτιμέλεια ἢ καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Δελτία εἰδήσεων, ἀστυνομικὰ δελτία κ.λπ., μαρτυροῦν γιὰ τὴ θραῦσι καὶ τὶς ἀπώλειες σὲ ἡμέρες –ὑποτίθεται– χαρᾶς…
Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ πολλὰ ἄλλα –ἀφήνω τὴν καθαρὰ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ βλάβη, ποὺ λίγοι δυστυχῶς τὴν ὑπολογίζουν– θὰ ἦταν προστατευμένοι καὶ ἀπηλλαγμένοι οἱ Χριστιανοί, ἐὰν τὶς ἡμέρες τοῦ κατανυκτκοῦ Τριῳδίου ἔτρεχαν στοὺς ναούς, σύχναζαν στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὄχι σὲ κέντρα διασκεδάσεως.
Δυστυχῶς τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες οἱ πολλοὶ δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ φαγοπότια, κραιπάλη, μέθη, μεταμφιέσεις, χορούς, σπατάλη… Μὲ τὴ λατρεία αὐτὴ τῶν αἰσθήσεων ἐξαχρειώνουν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ «ἄρχῃ» ἐπὶ τῶν κτισμάτων (Γέν. 1,26,28).
Ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸ ναό, κάνουν τὴν ἡμέρα νύχτα καὶ τὴ νύχτα ἡμέρα. Δὲν ἀκοῦνε τη φωνὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ λέει· Πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ βίου μας. Κοντεύουμε νὰ φτάσουμε στὸ λιμάνι. Λοιπόν, «μὴ κώμοις καὶ μέθαις (=ὄχι μὲ ἄσεμνα τραγούδια πάνω στὸ μεθύσι), μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις (=ὄχι μὲ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες), μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ (=ὄχι μὲ φιλονικίες καὶ ζηλοφθονίες), ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας (=ἀλλὰ ντυθῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καὶ μὴν κοιτᾶτε πῶς θὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες)» (Ῥωμ. 13,13-14).
Λόγια χρυσᾶ, θεόπνευστα. Ἂς τὰ τηρήσουμε.
Χριστιανέ, λέει, μὴν τὸ ῥίξῃς στὸ γλέντι καὶ στὸ ἄσεμνο τραγούδι, μὴν πιῇς καὶ μεθύσῃς καὶ μετὰ κατρακυλίσῃς σὲ χειρότερα κακά. Γιατὶ τὸ πιοτὸ θὰ φέρῃ τὸ μεθύσι, τὸ μεθύσι τὴν πορνεία, ἡ πορνεία τὸν καυγᾶ, καὶ ὁ καυγᾶς μπορεῖ νὰ φέρῃ καὶ φόνο. Νά ἡ ἁλυσίδα τοῦ κακοῦ, τὸ κομπολόι τῶν ἐγκλημάτων.
Ἐσὺ ὅμως, ἂν θέλῃς νὰ λέγεσαι Χριστιανός, νὰ τ᾽ ἀποφεύγῃς ὅλα αὐτά.
* * *
Σύ, ἀγαπητέ μου, ἔχεις ἄλλο προορισμό! Ὄχι νὰ κυλιέσαι σὰν χοῖρος στὸ βοῦρκο, ἀλλὰ νὰ ὑψωθῇς. Ζήλεψε τοὺς ἀγγέλους. Ζῆσε σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο σὰν μία ἀγγελικὴ ὕπαρξι. Ὄχι σὰν κτῆνος, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος· ὄχι σὰν δαίμονας, ἀλλὰ σὰν ἄγγελος! Ναί, ἔτσι λέει ὁ Παῦλος· «ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (ἔ.ἀ.).
Τί σημαίνουν αὐτά; Πέταξε ἀπὸ πάνω σου τὰ κουρέλια τῆς ἁμαρτίας· καὶ προσπάθησε νὰ ντυθῇς τὴ λαμπρὴ στολὴ τῆς ἀρετῆς. Καὶ πρόσεξε, ἐπείγει· βιάσου, κάνε γρήγορα, γιατὶ «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν», ἡ νύχτα προχώρησε, κοντεύει νὰ ξημερώσῃ ἡ καινούργια ἡμέρα (ἔ.ἀ. 13,12).
Ποιά εἶνε ἡ νύχτα; Ἡ παροῦσα ζωή. Τὴ λέει νύχτα, γιατὶ κατ᾽ αὐτὴν δὲν βλέπουμε καὶ δὲν γνωρίζουμε τί κρύβει καθένας στὴν ψυχή του· δὲν ξέρουμε «τὰ ἔργα τοῦ σκότους» (ἔ.ἀ.), τί μηχανεύονται οἱ κακοὶ καὶ ῥαδιοῦργοι, τί παγίδες στήνουν ὁ διάβολος καὶ οἱ δαίμονες. Εἴμαστε ὅπως τὸ ἔμβρυο στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, ποὺ ζῇ σὲ σκοτάδι· τώρα κ᾽ ἐμεῖς ζοῦμε σὰν σὲ σκοτεινὸ θάλαμο. Ὅλα εἶνε μαῦρα· τὰ μαυρίζει ἡ κακία καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ἀλλά, Χριστιανοί, ἔχετε θάρρος. Τὸ βασίλειο τῆς νύχτας θὰ λήξῃ. Μιὰ ἄλλη ζωὴ θ᾽ ἀνατείλῃ, ποὺ ἐμπρός της ὅλες οἱ ζωὲς τοῦ κόσμου τούτου εἶνε ἕνα σκοτάδι. Ἐκείνη ἡ μέλλουσα ζωὴ λέγεται ἐδῶ «ἡμέρα» (ἔ.ἀ. 13,12). Καὶ ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ εἶνε λαμπρή, ὁλόφωτη.
Ὅπως ὅμως τώρα, ὅταν ξημερώνῃ ἡ ἡμέρα δὲν σὲ βρίσκει μὲ τὰ νυχτικά, δὲν βγαίνεις στὶς δουλειές σου μὲ τὴν πυτζάμα, ἔτσι καὶ τότε, ἡ μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα, ποὺ πλησιάζει ν᾽ ἀνατείλῃ, δὲν πρέπει νὰ σὲ βρῇ μὲ ῥοῦχα τῆς νύχτας, δηλαδὴ μέσα σὲ «ἔργα τοῦ σκότους» (ἔ.ἀ.).
Φρόντισε, τώρα ποὺ εἶσαι στὴν παροῦσα ζωή, ν᾽ ἀποκτήσῃς καὶ νὰ ντυθῇς μὲ ῥοῦχα τῆς ἡμέρας, μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς, ὥστε «τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ» (Ἰωὴλ 2,11=Πράξ. 2,20) νὰ μὴ βρεθῇς γυμνός.
* * *
Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, ἄν σᾶς συνέβη, ἐνῷ βαδίζατε στὸ δρόμο, κάποιο αἰχμηρὸ ἀντικείμενο, καρφὶ ἢ ἀγκάθι, νὰ σχίσῃ τὸ ροῦχο σας· θὰ θυμᾶστε τί ντροπὴ νιώσατε καὶ τρέχατε νὰ κρυφτῆτε, ὥσπου νὰ ῥάψετε τὸ σχισμένο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐδῶ ντρεπόμαστε νὰ ἐμφανιστοῦμε γυμνοὶ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἂς φοβηθοῦμε μήπως τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν φοβεράν, τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως, βρεθοῦμε γυμνοὶ ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.
Γιὰ νὰ μὴν πάθουμε αὐτὴ τὴ μεγάλη καταισχύνη, ἂς ἀκούσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Παύλου· «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (ἔ.ἀ.).
Πετάξτε, ἀδελφοί μου, μακριά σας τὰ βρωμερὰ κουρέλια τῶν παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν· τὴν ἀλόγιστη ἐπιθυμία, τὴν εἰδωλικὴ πλεονεξία, τὴν ἄπληστη φιλαργυρία, τὸ ἄμετρο φαγοπότι, τὴν ἀθεόφοβη διασκέδασι, τὴν κτηνώδη κραιπάλη, τὴν ἐξευτελιστικὴ μέθη, τὴν ἐπαίσχυντη πορνεία, τὴν ἄτιμη μοιχεία, τὴν ταραχώδη ὀργή, τὸν θηριώδη θυμό, τὴν ἀνόητη φιλονικία… Καὶ ντυθῆτε τὴ λαμπρὴ στολὴ τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι θὰ κάνετε τὴν πιὸ ὡραία παρέλασι. Διότι τὴν ἡμέρα ἐκείνη θὰ παρελάσετε ὄχι ἐνώπιον ἐπισήμων τῆς γῆς καὶ βασιλιάδων τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἐμπρὸς στὸν βασιλέα Χριστὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ.
Εἴθε ὅλοι καὶ ὅλες νὰ εἴμαστε τότε «εὐσχημόνως» (ἔ.ἀ. 13,13) στὴν παρέλασι τοῦ Χριστοῦ μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε ἴσως στὸ νεκροταφειακὸ ναὸ Ἁγ. Λαζάρου Μεσολογγίου πιθανῶς τὴν 19-2-1939)