«Ἡ κοσσάρα πίν’ νερὸν καὶ τερεῖ σὸν οὐρανόν»

(Μία θεολογικὴ προσέγγιση τῆς ποντιακῆς αὐτῆς παροιμίας)

γράφει ὁ Δρ Γεώργιος Χ. Τσακαλίδης Θεολόγος-θρησκειοπαιδαγωγὸς

Σχεδίασμα τοῦ Γιώργου Βασιλείου, ἐγγονοῦ τοῦ συγγραφέα, ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου

Εἰσαγωγικὲς παρατηρήσεις

Δύο εἶναι οἱ πηγὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλεῖ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς ἀλήθειές της ἡ ὀρθόδοξη θεολογία: Ἡ μία εἶναι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἄλλη ἡ Ἱερὴ Παράδοση. Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θεολογικὴ προσέγγιση σὲ παροιμίες λαῶν ποὺ διατυπώνουν συνήθως λαϊκὲς δοξασίες; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ναί, ὅταν οἱ παροιμίες αὐτὲς εἶναι εἴτε ἐμπνευσμένες, εἴτε ἐπηρεασμένες, εἴτε ἐναρμονισμένες πρὸς τὶς δύο αὐτὲς πηγές, τὶς γραφικὲς ἢ παραδοσιακές.

Εἶναι σύνηθες φαινόμενο στὶς ποντιακὲς παροιμίες νὰ χρησιμοποιοῦν συνήθειες καὶ ἐνστικτώδεις ἐνέργειες ζώων γιὰ νὰ ἐκφράσουν ἀλήθειες μὲ θεολογικὸ περιεχόμενο. Προκειμένου π.χ. νὰ ἐκφράσουν τὴ μικρὴ καὶ πολὺ σχετικὴ ἀξία τοῦ χρήματος γράφει μιὰ ποντιακὴ παροιμία: «Τὰ παρᾶδες πὰ ντὸ ἀξίαν ἔχ’νε; Σύρτσ’ ἀτα σὰ σκυλία ἐμπροστὰ καὶ ’κι τερούν’ ἀτα», δηλαδὴ τί ἀξία ἔχουν τὰ χρήματα; Τὰ ρίχνεις στὰ σκυλιὰ καὶ δὲν τὰ κοιτάζουν.

Τραγούδι ἢ παροιμία;

Νὰ διευκρινίσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι ἡ ρήση τῆς ἐπικεφαλίδας «ἡ κοσσάρα πίν’ νερὸν καὶ τερεῖ σὸν οὐρανὸν» ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀρχὴ ἑνὸς ποντιακοῦ τραγουδιοῦ, πολὺ διαδεδομένου μεταξὺ τῶν Ποντίων. Ἄλλοι κατατάσσουν τὴ φράση στὶς ποντιακὲς παροιμίες καὶ ἄλλοι στὰ τραγούδια. Νομίζω ὅ­μως ὅτι, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ ἄλλα ποντιακὰ τραγούδια, δανείστηκε ὁ συγγραφέας τὴν ἀρχαία παροιμία, τὴν ὁποία ἔθεσε ὡς ἀρχὴ τοῦ τραγουδιοῦ του. Ἡ παροιμία ἔγινε τραγούδι καὶ ὄχι τὸ τραγούδι παροιμία.

Στὴν ὑπόψη παροιμία κρύβονται σπουδαῖες θεολογικὲς ἀλήθειες, τὶς ὁποῖες θέλει νὰ ἀναδείξει καὶ ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος ἄρθρου.

Ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ πλάσματος πρὸς τὸν Πλάστη

Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ὀρνιθολογικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν κίνηση αὐτὴ τῆς κότας, ἡ ποντιακὴ λαϊκὴ ψυχὴ εἶδε στὴν κίνηση αὐτὴ τὴν εὐ­γνωμοσύνη τοῦ ἀθώου αὐτοῦ πλάσματος ἀπέναντι στὸν Δημιουργό του. Μιὰ εὐγνωμοσύνη ποὺ δὲν ἐπιδεικνύεται πάντοτε ἀπὸ τὴν κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἄνθρωπος. Τὴ στάση τοῦ ἀγνώμονα ἀνθρώπου ἐνῷ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ παρέχει ὁ Θεός, ἀκούσαμε νὰ ἐπικρίνει ἐπανειλημμένα σὲ κηρύγματά του ὁ κορυφαῖος τῶν σύγχρονων ἱεροκηρύκων τῆς Ἑλ­λάδας, ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος Φλωρίνης Αὐγουστῖνος. Συγκρίνοντας μάλιστα τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀπολαμβάνει ἀδιάφορα ἢ καὶ βλασφημώντας τὸν Δημιουργό του, μὲ τὴ συμπεριφορὰ τῆς κότας, ἔλεγε: «Ἡ κότα πίνει νερὸ καὶ εὐχαριστεῖ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως βλαστημάει τὸ Θεὸ τὴν ὥρα ποὺ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ»! Ὑπενθύμιζε δὲ τὸν λόγο τοῦ προφήτου Ἠσαΐα: Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτη του καὶ ὁ ὄνος γνωρίζει τὸ παχνί-ἰδιοκτησία τοῦ κυρίου του· ὁ ἰσραηλιτικὸς ὅμως λαὸς δὲν μὲ ἀναγνωρίζει ὡς κύριό του, δὲν ἔχει οὔτε στοιχειώδη κατανόησι γιὰ μένα.

Ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου

Ἡ ποντιακὴ αὐτὴ παροιμία εἶναι προφανῶς ἐπηρεασμένη ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Μικρασιάτη Ἀποστόλου Παύλου: Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε εἴτε κάνετε ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προτροπὴ αὐτὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου προϋποθέτει τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀλήθειας ὅτι δημιουργὸς καὶ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν εἶναι ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο ὀφείλει νὰ δοξάζει ὁ ἄνθρωπος μὲ κάθε ἐνέργειά του.

Ὀφείλει νὰ Τὸν δοξάζει ὄχι μόνο ἀπὸ τυπικὸ καθῆκον, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ αἰσθάνεται ὁ ἴδιος ὡς ἐνδόμυχη ἀνάγκη καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δίνει πρόσθετη, ὀρθότερα πολλαπλασιαστική, ἀξία σ’ αὐτὸ ποὺ κάνει καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ ἀπολαμβάνει, ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλὰ μέχρι τὰ πιὸ σύνθετα. Δοξάζει ὁ πιστὸς τὸν Θεὸ τρώγοντας τὸν ἐπιούσιο ἄρτο καὶ αὐτὸ κάνει τὸ ψωμὶ ποὺ τρώγει νοστιμότερο. Συνδέοντάς το μὲ τὸ Θεό τὸ αἰσθάνεται ὡς ξεχωριστὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἴδιο. Δοξάζει τὸ Θεὸ πίνοντας τὸ νερὸ καὶ αὐτὸ κάνει τὸ νερὸ ποὺ πίνει δροσιστικότερο, ἐπειδὴ τὸ συνδέει μὲ τὴν πηγὴ κάθε εὐλογίας. Αὐτὴ ἡ πηγὴ αὐξάνει τὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ νεροῦ. Αὐτὸς ποὺ τὸ δοκιμάζει νιώθει τὴ δροσιά του ὡς «δρόσο Ἀερμών», τὴ δροσιὰ δηλαδὴ ποὺ ἔνιωθε ὁ ὁδοιπόρος τοῦ ὄρους Ἀερμών, ὅταν ἔφτανε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ὕστερα ἀπὸ τὴν κοπιαστικὴ ὁδοιπορία καὶ δεχόταν τὶς πρῶτες ἁπαλὲς καὶ δροσιστικὲς ριπὲς τοῦ πνέοντος ἀνέμου.

Ἡ σύνδεση ἐπίγειου καὶ οὐράνιου στὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας

Πολὺ εὔστοχα συνέδεσε ἡ Ἐκκλησία τὴν «βρῶσιν» καὶ τὴν «πόσιν» τῶν πιστῶν μὲ εἰ­δικὴ εὐχὴ τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὸ φαγητό, προκειμένου νὰ γεύονται καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν οἱ πιστοὶ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ νερό τους σὲ ὅλη τὴν πληρότητά τους. Πρὶν τὸ μεσημεριανὸ φαγητὸ ἀπαγγέλλεται ἡ εὐχή: «Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». Καὶ μετὰ τὸ φαγητό: «Εὐχαριστοῦμέν Σοι, Χριστὲ ὁ Θεός, ὅτι ἐνέπλησας ἡμᾶς τῶν ἐπιγείων Σου ἀγαθῶν. Μὴ στερήσῃς ἡμᾶς καὶ τῆς ἐπουρανίου σου βασιλείας, ἀλλ’ ὡς ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν σου παρεγένου, Σωτήρ, τὴν εἰρήνην διδοὺς αὐτοῖς, ἐλθὲ καὶ μεθ’ ἡμῶν καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν».

Ὁ πιστὸς σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα ἀπολαμβάνει μαζὶ μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἀφοῦ εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ ἡ ὄρνιθα γιὰ τὸ νερὸ ποὺ πίνει, δὲν εἶναι λογικὸ νὰ τὸν εὐχαριστεῖ πολὺ περισσότερο ὁ λογικὸς ἄνθρωπος!

Ὡς ἐλάχιστη ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό, ὅταν δὲν γνώριζαν τὶς ἐκκλησιαστικὲς εὐχές, οἱ πιστοὶ στὸν Πόντο σταυροκοπιοῦνταν πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Ἂν κάποιο παιδὶ ἔβαζε κάτι στὸ στόμα του πρὶν τὴν προσευχὴ στὸ τραπέζι ἔλεγε ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα: «ἀσταύρωτα ’κι βάλουμε τηδὲν σὸ στόμαν ἐμούν». Δὲν βάζουμε τίποτε στὸ στόμα μας προτοῦ κάνουμε τὸ σταυρό μας.

Οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν συζύγων

καὶ ἡ ἀντίθεση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας

στὸν γάμο ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου φύλου

Ὄχι μόνο τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ἀπολαμβάνει μὲ περισσότερη ἔνταση καὶ πληρότητα ὁ ἄνθρωπος ὅταν τὰ συνδέει μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐπικαλεῖται τὴν εὐλογία Του, ἀλλὰ καὶ κάθε τι ποὺ τὸν ἡδύνει, ἀφοῦ πηγὴ ὅλων των ἡδέων εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ποὺ συνδέει ὅλα τὰ ἡδέα μὲ τὸ Θεὸ γνωρίζει νὰ ἀπολαμβάνει μὲ περισσότερη καὶ ξεχωριστὴ ἔνταση καὶ εὐλογία καὶ τὶς διαπροσωπικὲς συζυγικὲς σχέσεις. Γίνεται ἡδύγλωσσος καὶ τερπνὸς πρὸς τόν/τὴν σύζυγο. Δὲν ἀπομονώνει τὴν ἡδονὴ ἀπὸ τὴν ὅλη διαπροσωπικὴ σχέση, ἀλλὰ ἀνάγει καὶ συνδέει τὰ πάντα μὲ τὸν χορηγὸ ὅλων των ἡδέων. Ἰδιαίτερα ὅταν αὐτὴ ἡ συνάφεια ἔχει ὡς ἱερὸ ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία ἀνθρώπου. Τότε παύει νὰ εἶναι ἡ συνάφεια αὐτὴ μιὰ ἀποκλειστικὰ σαρκικὴ σχέση, ἀφοῦ μέσῳ αὐτῆς καθίσταται ὁ ἄνθρωπος συν-δημιουργὸς τοῦ Θεοῦ.

Νὰ γιατί εἶναι ἀντίθετη στὶς μέρες μας ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μὲ τὴν ἐπιδίωξη τῆς Κυβέρνησης καθὼς καὶ ἄλλων πολιτικῶν σχηματισμῶν νὰ ἀνυψώσουν τὴ συμβίωση ἀν­θρώπων τοῦ ἰδίου φύλου σὲ γάμο. Ἀπὸ τὴ σχέση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προκύψει καρπὸς συνδημιουργίας μὲ τὸ Θεό. Εἶναι μία σχέση καταδικασμένη στὴ σαρκικότητα καὶ μάλιστα στὴ μὴ φυσιολογική, ἀπ’ τὴν ὁποία λείπει τὸ στοιχεῖο τῆς συμπληρωματικότητας καὶ τῆς ἕνωσης τῶν φύλων. Μιᾶς ἕνωσης ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, προκύπτει «τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς», τῆς δημιουργίας ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο «μὲ αἰ­­ώνια προοπτική». Στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν συζύγων δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πιὸ ὑπέροχο συναίσθημα ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς συν-δημιουργίας μὲ τὸ Θεό!

Ἀξίζει ὄντως νὰ ὑψώνει τὸ βλέμμα του ὁ ἄνθρωπος στὸν οὐρανὸ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ χορηγεῖ ὁ Θεός. Σὰν τὴν «κοσσάρα», ποὺ «πὶν’ νερὸν καὶ τερεὶ σὸν οὐρανόν».