ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (05/11/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ΛΟΥΚΑ
Προς Γαλάτας, κεφάλαιο ΣΤ΄, εδάφια 11-18
11῎Ιδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. 12Ὃσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται. 13Οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. 14 Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. 15 Ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. 16 Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ.17 Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. 18 ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
11 Δείτε με πόσο μεγάλα γράμματα σας έγραψα με το ίδιο μου το χέρι. 12 Όσοι θέλουν να κάνουν καλή εντύπωση και να αρέσουν στους ανθρώπους για πράγματα που αναφέρονται στη σάρκα, αυτοί σας παρακινούν και σας παρασύρουν να περιτέμνεσθε, μόνο και μόνο για να μην καταδιώκονται απ’ τους Ιουδαίους για το κήρυγμα που αναφέρεται στον σταυρό του Χριστού. 13 Γι’ αυτό και μόνο σας αναγκάζουν να περιτέμνεσθε. Κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι ούτε κι αυτοί που έχουν περιτμηθεί τηρούν τις τελετουργικές διατάξεις του νόμου, τις καθάρσεις δηλαδή και τις ζωοθυσίες˙ αλλά θέλουν να περιτέμνεσθε εσείς για να καυχηθούν αυτοί για τη δική σας σάρκα. Θέλουν δηλαδή να καυχηθούν ότι σας έπεισαν να δεχθείτε την περιτομή.
14 Εγώ όμως δεν κινούμαι από τέτοια αμαρτωλά ελατήρια. Ποτέ να μη συμβεί εγώ να καυχηθώ για τίποτε άλλο παρά μόνο για το ότι ο Ιησούς Χριστός για χάρη μου πήρε μορφή δούλου και σταυρώθηκε για την σωτηρία μου. Μόνο καύχημά μου είναι ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου. Και με την πίστη στον θάνατό του αυτόν έχει νεκρωθεί και έχει χάσει την δύναμή του ο κόσμος για μένα. Αλλά κι εγώ έχω νεκρωθεί για τον κόσμο. 15 Είμαι νεκρωμένος για τον κόσμο, και τίποτε απ’ αυτόν δεν με δελεάζει, ούτε με φοβίζει. Διότι στην κοινωνία και την ένωση με τον Χριστό ούτε η περιτομή έχει καμία αξία ούτε η ακροβυστία, αλλά ισχύει νέα κτίση και δημιουργία. Η καινή αυτή κτίση είναι η αναγέννηση που δίνει ο Χριστός σε κάθε πιστό με την δύναμη της απολυτρωτικής Του σταυρικής θυσίας. 16 Και όσοι θα ακολουθήσουν τη διδασκαλία αυτή για τη νέα κτίση και θα την έχουν ως μέτρο και υπόδειγμα για να συμμορφώσουν τη ζωή τους με αυτή, ας έχουν επάνω τους την ειρήνη και το έλεος˙ αλλά και γενικότερα όλος ο νέος Ισραήλ της χάριτος, ο νέος λαός που με την πίστη έγινε εκλεκτός στον Θεό και αντικατέστησε τον παλαιό κατά σάρκα Ισραήλ.
17 Στο εξής ας μη μου δημιουργεί κανείς κόπους και ενοχλήσεις, ζητώντας από μένα να απολογούμαι για όσα κάνω. Διότι εγώ βαστάζω στο σώμα μου τα σημάδια των πληγών που δέχτηκα για τον Κύριο Ιησού. Και οι πληγές μου αυτές είναι η απολογία μου. 18 Σας εύχομαι, αδελφοί, η χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ενισχύει και να ενδυναμώνει τις πνευματικές σας δυνάμεις, ώστε να διατηρείτε πάντοτε τον αγιασμό που σας έδωσε το Άγιο Πνεύμα. Αμήν.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο 16, εδάφια 19-31
19῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος. 21 Καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
22 Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
19Συνεχίζοντας ο Κύριος τη διδασκαλία Του για την καλή χρησιμοποίηση του πλούτου, είπε και την ακόλουθη παραβολή: Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απέξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο, κι από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια. 20 Ήταν όμως και κάποιος φτωχός που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν γεμάτος πληγές και παραπεταμένος κοντά στην εξώπορτα του πλουσίου. 21 Και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σα να μην του έφτανε η στέρησή του αυτή, καθώς ήταν και σχεδόν γυμνός, έρχονταν και οι σκύλοι και έγλειφαν τις πληγές του. Παρόλα αυτά όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του ούτε την παραμικρή λέξη παραπόνου εναντίον του πλουσίου ή κάποιο γογγυσμό εναντίον του Θεού.
22 Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι του Θεού τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δεν φάνηκαν γι’ αυτόν οι άγγελοι του Θεού.23 Και στον τόπο του Άδη, καθώς βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο να είναι στην αγκαλιά του. 24 Αυτός λοιπόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρακαλούσε κανένα να τον βοηθήσει, φώναξε τώρα και είπε: «Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά».25 Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη. Ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα απόλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου πάνω στη γη. 26 Κι εκτός απ’ όλα αυτά υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σας μεγάλο χάσμα, ώστε πολλοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, αλλά ούτε κι όσοι είναι από εκεί να μπορούν να περάσουν απέναντι σε μας».
27 Είπε πάλι ο πλούσιος: «Αφού κάθε άνθρωπος που έμεινε αμετανόητος στην επίγεια ζωή του, μετά τον θάνατό του δεν έχει πλέον καμία ελπίδα, σε παρακαλώ λοιπόν, πάτερ, στείλε τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου. 28 Διότι έχω πέντε αδελφούς. Στείλε τον να τους βεβαιώσει ως αυτόπτης μάρτυρας για όσα συμβαίνουν εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτό της τιμωρίας και των βασάνων που βρίσκομαι εγώ». 29 Του λέει ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες που τους βεβαιώνουν γι’ αυτά· ας ακούσουν εκείνους». 30 Εκείνος τότε του είπε: «Όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα υπακούσουν στον Μωυσή και στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους νεκρούς, θα μετανοήσουν». 31 Του είπε τότε ο Αβραάμ: «Εάν δεν έχουν την καλή διάθεση να υπακούσουν στον Μωυσή και στους προφήτες, δεν θα πειστούν, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· διότι, όταν ατονήσει η πρώτη τους εντύπωση από την ανάσταση, θα επανέλθουν πάλι στην προηγούμενή τους σκληρότητα».
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[:Γαλ.6,11-18]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«῎Ιδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί(:Δείτε με πόσο μεγάλα γράμματα σας έγραψα με το ίδιο μου το χέρι)»[Γαλ.6,11].
Σκέψου πόση οδύνη κατέχει τη μακάρια εκείνη ψυχή· διότι, όπως ακριβώς εκείνοι οι οποίοι περιπίπτουν σε πένθος και αφού απώλεσαν κάποιον από τους οικείους τους ή υπομένοντας κάτι από τα απροσδόκητα, ούτε τη νύκτα ησυχάζουν, ούτε την ημέρα, επειδή πολιορκεί την ψυχή τους το πένθος· έτσι και ο μακάριος Παύλος, αφού είπε λίγο για τα ήθη, πάλι επανέρχεται στα προηγούμενα, τα οποία περισσότερο τάρασσαν την ψυχή του, λέγοντας τα εξής λόγια: «Κοιτάξτε με πόσο μεγάλα γράμματα σας έγραψα».
Εδώ τίποτε άλλο δεν υπαινίσσεται, παρά το ότι αυτός ο ίδιος έγραψε την επιστολή ολόκληρη· πράγμα το οποίο ήταν σημείο απόλυτης γνησιότητας· διότι σε μεν τις άλλες υπαγόρευε αυτός και έγραφε άλλος· και τούτο είναι φανερό από την προς Ρωμαίους επιστολή· διότι προς το τέλος λέγει: «Ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγὼ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολὴν ἐν Κυρίῳ(:Σας χαιρετώ εν Κυρίω εγώ ο Τέρτιος, που έγραψα με την υπαγόρευση του Παύλου αυτήν την επιστολή)»[Ρωμ.16,22]· εδώ όμως ο ίδιος ο Παύλος έγραψε όλη την επιστολή προς τους Γαλάτες. Και έκανε αυτό εδώ και από ανάγκη, όχι μόνο από αγάπη, αλλά και για να αναιρέσει κάθε πονηρή υπόνοια· διότι, επειδή διαβαλλόταν για πράγματα με τα οποία δεν είχε σχέση, και λεγόταν ότι κηρύττει την περιτομή και υποκρίνεται ότι δεν την κηρύττει, για τούτο αναγκάστηκε να γράψει ιδιοχείρως την επιστολή, δίνοντας εκ των προτέρων έγγραφη μαρτυρία. Όσο για τη φράση «με πόσο μεγάλα» νομίζω ότι αναφέρεται όχι στο μέγεθος, αλλά στη δυσμορφία των γραμμάτων λέγοντας ότι: «Ενώ δεν γνωρίζω να γράφω πολύ καλά, αναγκάστηκα να γράψω ο ίδιος, ώστε να φράξω το στόμα των συκοφαντών».
«Ὃσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται. οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται (:Όσοι θέλουν να κάνουν καλή εντύπωση και να αρέσουν σε ανθρώπους για πράγματα που αναφέρονται στη σάρκα, αυτοί σας παρακινούν και σας παρασύρουν να κάνετε περιτομή, μόνο και μόνο για να μην καταδιώκονται από τους Ιουδαίους, για το κήρυγμα που αναφέρεται στον σταυρό του Χριστού. Γι’ αυτό και μόνο σας αναγκάζουν να περιτέμνεστε. Και αυτό αποδεικνύεται από το ότι ούτε και αυτοί που έχουν περιτμηθεί τηρούν τις τελετουργικές διατάξεις του νόμου, τις καθάρσεις δηλαδή και τις ζωοθυσίες, αλλά θέλουν να περιτέμνεστε εσείς, για να καυχηθούν αυτοί για τη δική σας σάρκα. Θέλουν δηλαδή να καυχηθούν ότι σας έπεισαν να δεχθείτε την περιτομή)»[Γαλ. 6,12-13].
Εδώ δείχνει αυτούς ότι υπομένουν αυτό, όχι με τη θέλησή τους, αλλά ότι αναγκάζονται, δίνοντάς τους αφορμή να αναχωρήσουν, και σχεδόν απολογούμενος υπέρ αυτών και προτρέποντας να φύγουν ταχέως. Και τι σημαίνει ότι «θέλουν να φανούν ευάρεστοι με εξωτερικά μέσα»; Σημαίνει ότι θέλουν να δοξάζονται από τους ανθρώπους. Επειδή δηλαδή κατηγορούνταν από τους Ιουδαίους ότι αποστάτησαν από τα πάτρια έθη, «για να μην κατηγορούνται για αυτά», λέγει, «θέλουν να σας καταστρέψουν, απολογούμενοι στους Ιουδαίους μέσω της δικής σας της σάρκας». Και αυτά τα έλεγε, για να δείξει ότι δεν έπρατταν αυτά για τον Θεό. Σαν να έλεγε ότι δεν είναι υπόθεση ευσεβείας αυτό το οποίο γίνεται· για ανθρώπινη ματαιοδοξία γίνονται όλα αυτά, χάριν αρεσκείας στους απίστους- διότι οι πιστοί κατασφάττονται και περιτέμνουν τους εαυτούς τους- και προτιμούν να προσβάλλουν τον Θεό για να αρέσουν στους ανθρώπους.
Ύστερα, δείχνοντας ότι και από αλλού είναι στερημένοι από κάθε συγνώμη, ελέγχει πάλι αυτούς, όχι μόνο για το ότι θέλουν να αρέσουν σε άλλους, αλλά και διότι παραγγέλλουν αυτό από δική τους κενοδοξία. Για τον λόγο αυτόν και πρόσθεσε: « για να καυχηθούν για τη συμμόρφωσή σας σε έναν εξωτερικό τύπο», σαν να έχουν μαθητές και να είναι διδάσκαλοι. Και ποια η απόδειξη για αυτά; «Διότι ούτε αυτοί φυλάσσουν τον νόμο», λέγει. Αλλά και εάν τον φύλασσαν, και πάλι θα ήσαν άξιοι κατηγορίας· τώρα όμως και ο σκοπός τους είναι διεφθαρμένος.
«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ(:Εγώ όμως δεν κινούμαι από τέτοια αμαρτωλά ελατήρια. Ποτέ να μη συμβεί εγώ να καυχηθώ για τίποτε άλλο παρά μόνο για το ότι ο Ιησούς Χριστός για χάρη μου πήρε μορφή δούλου και σταυρώθηκε για τη σωτηρία μου. Μόνο καύχημα μου είναι ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού)»[Γαλ.6,14]. Και βεβαίως το πράγμα φαίνεται ότι είναι επονείδιστο, αλλά για τους κοσμικούς και τους απίστους· ενώ στους ουρανούς και στους πιστούς είναι δόξα, και μάλιστα η μεγίστη· διότι και η πτωχεία είναι πράγμα επονείδιστο, αλλά για εμάς είναι καύχημα. Και δεν είπε «εγώ δεν καυχώμαι» ή «εγώ δεν θέλω να καυχώμαι», αλλά «σε εμένα μη γένοιτο»· απευχήθηκε αυτό σαν κάτι άτοπο, και ζήτησε τη συμμαχία του Θεού για να το κατορθώσει αυτό.
Και τι είναι το καύχημα του σταυρού; Ότι ο Χριστός έλαβε τη μορφή δούλου για εμένα, και έπαθε όσα έπαθε για εμένα τον δούλο, τον εχθρό Του, τον αχάριστο· αλλά τόσο με αγάπησε, ώστε και τον εαυτό Του να παραδώσει σε κατάρα. Είναι δυνατόν να γίνει τίποτε ισάξιο προς αυτό; Διότι εάν οι δούλοι, όταν απλώς επαινούνται από τους κυρίους τους, και τούτο παρά το ότι ανήκουν στο ίδιο γένος, στο ανθρώπινο, υψηλοφρονούν, πώς δεν πρέπει να καυχόμαστε, όταν ο Δεσπότης, ο αληθινός Θεός, δεν ντρέπεται τον σταυρό για χάρη μας; Ας μην ντρεπόμαστε λοιπόν ούτε εμείς την απερίγραπτη φροντίδα Του. Αυτός δεν ντράπηκε να σταυρωθεί για εσένα, και εσύ ντρέπεσαι την άπειρο φροντίδα Του; Όπως ακριβώς εάν κάποιος δεσμώτης χωρίς να ντρέπεται τον βασιλιά, όταν ήλθε στη φυλακή και τον ελευθέρωσε από τα δεσμά δια του εαυτού του, ντρέπεται αυτόν γι’ αυτό. Αλλά αυτά είναι εσχάτης παραφροσύνης· διότι για τούτο μάλιστα πρέπει να καυχόμαστε.
«Δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ(:Και με την πίστη στον θάνατό Του αυτόν, έχει νεκρωθεί και έχει χάσει τη δύναμή του ο κόσμος για μένα. Αλλά και εγώ έχω νεκρωθεί για τον κόσμο)»[Γαλ. 6, 14]. «Κόσμο» ονομάζει τώρα, όχι τον ουρανό, ούτε τη γη, αλλά τα βιοτικά πράγματα, τον έπαινο των ανθρώπων, την ακολουθία, τη δόξα, τον πλούτο, όλα αυτά τα οποία φαίνονται λαμπρά. Αυτά λοιπόν έχουν νεκρωθεί για εμένα. Τέτοιος πρέπει να είναι ο Χριστιανός, αυτά τα φωναχτά λόγια του Παύλου πάντοτε να φέρει παντού μέσα του. Δεν αρκέστηκε λοιπόν μόνο στον προηγούμενο τρόπο της νεκρώσεως, αλλά και άλλο πρόσθεσε λέγοντας: «και εγώ για τον κόσμο», εννοώντας ότι είναι διπλή η νέκρωση και λέγοντας ότι και εκείνα είναι για εμένα νεκρά, και εγώ για εκείνα, και ούτε μπορούν αυτά να με κυριεύσουν και να με υποδουλώσουν· διότι είναι νεκρά άπαξ δια παντός· και διότι είμαι νεκρός και εγώ για αυτά. Τίποτε μακαριότερο δεν υπάρχει από αυτήν την νέκρωση· διότι αυτή είναι η βάση της μακαρίας ζωής.
«Ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις· καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ(:Είμαι νεκρωμένος για τον κόσμο, και τίποτε από αυτόν δεν με δελεάζει ούτε με φοβίζει· διότι στην κοινωνία και την ένωση με τον Χριστό ούτε η περιτομή έχει καμία αξία, ούτε η ακροβυστία, αλλά ισχύει νέα κτίση και δημιουργία. Η καινή αυτή κτίση είναι η αναγέννηση που δίνει ο Χριστός σε κάθε πιστό με τη δύναμη της απολυτρωτικής Του σταυρικής θυσίας. Και όσοι θα ακολουθήσουν τη διδασκαλία αυτή για τη νέα κτίση και θα την έχουν ως μέτρο και υπόδειγμα για να συμμορφώσουν τη ζωή τους με αυτή, ας έχουν επάνω τους την ειρήνη και το έλεος· αλλά και γενικότερα όλος ο νέος Ισραήλ της χάριτος, ο νέος λαός που με την πίστη έγινε εκλεκτός στον Θεό και αντικατέστησε τον παλαιό κατά σάρκα Ισραήλ)»[Γαλ.6,15-16].
Είδες σε πόσο ύψος τον ανέβασε η δύναμη του Θεού; Διότι, όχι μόνο νέκρωσε στον εαυτό του όλα τα πράγματα του κόσμου, αλλά τον κατέστησε και από τον παλαιό τρόπο ζωής πολύ ανώτερο. Τι είναι ίσο προς αυτήν τη δύναμη; Διότι αυτόν ο οποίος ήταν πρόθυμος και να σφαγεί ακόμη, και άλλους να σφάζει υπέρ αυτής της περιτομής, αυτόν έπεισε ο σταυρός, αφού θεωρήσει ίση την ακροβυστία προς αυτήν, να επιζητεί πράγματα ξένα και παράδοξα και τα υπεράνω των ουρανών ευρισκόμενα. «Νέα δημιουργία», λοιπόν, ονομάζει τον δικό μας χριστιανικό τρόπο ζωής, και για όσα έχουν γίνει, και για όσα πρόκειται να γίνουν· για τα όσα μεν έχουν γίνει, διότι η ψυχή μας, έχοντας παλαιωθεί από το γήρας της αμαρτίας, αμέσως ανανεώθηκε δια του βαπτίσματος, σαν να δημιουργήθηκε από την αρχή, γι’ αυτό νέο και ουράνιο τρόπο ζωής επιζητούμε· για όσα επίσης πρόκειται να γίνουν, διότι και ο ουρανός και η γη και ολόκληρη η δημιουργία, θα οδηγηθεί σε αφθαρσία μαζί με τα δικά μας σώματα.
«Μη λοιπόν μου ομιλείς για περιτομή», λέγει, «η οποία τίποτε πλέον δεν μπορεί να επιτύχει»· διότι πώς θα φανεί αυτή, όταν όλα τόσο έχουν μεταβληθεί; Αλλά να επιζητείς τα νέα πράγματα της χάριτος· διότι αυτοί οι οποίοι επιδιώκουν αυτά, αυτοί θα απολαύσουν και ειρήνη και φιλανθρωπία, και αξίως θα ονομάζονται με το όνομα του Ισραήλ· όπως βεβαίως εκείνοι οι οποίοι φρονούν τα αντίθετα, ακόμη και αν κατάγονται από εκείνο και φέρουν την ονομασία του, έχουν εκπέσει από όλα αυτά, και από τη συγγένεια και από την επωνυμία αυτή· διότι οι κυρίως Ισραηλίτες είναι αυτοί οι οποίοι δύνανται να τηρούν αυτόν τον κανόνα, δηλαδή να απέχουν από τα παλαιά και να επιδιώκουν τα της χάριτος.
«Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω(:Στο εξής ας μη μου δημιουργεί κανείς κόπους και ενοχλήσεις, ζητώντας από εμένα να απολογούμαι για όσα κάνω)»[Γαλ.6,17]. Εδώ όχι από κόπωση, ούτε από κακία τα λέγει αυτά· διότι αυτός ο οποίος είναι πρόθυμος τα πάντα και να κάνει και να πάθει για τους μαθητές, πώς θα διαλυόταν και θα έπεφτε τώρα; Εκείνος ο οποίος λέγει: «Ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως(:Στάσου επιτηρητής και επίμονος καθοδηγητής στους ακροατές σου όχι μόνο σε περιστάσεις κατάλληλες αλλά και σε εκείνες που φαίνονται ακατάλληλες)» [Β΄Τιμ.4,2] και «Μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος(:Να παιδαγωγεί και να συνετίζει με πραότητα εκείνους που έχουν αντίθετα φρονήματα. Ποιος ξέρει μήπως καμιά φορά τους δώσει ο Θεός μετάνοια, και οδηγηθούν στην πλήρη και ορθή γνώση της αλήθειας και συνέλθουν από τη μέθη όπου τους έχει φέρει η παγίδα της πλάνης, στην οποία τους έπιασε ο διάβολος, και τους συλλάβει τώρα ως αιχμαλώτους ο δούλος του Θεού, έτσι ώστε να εφαρμόζουν το θέλημα Εκείνου)»[Β΄Τιμ. 2, 25-26], για ποιο λόγο τα λέγει αυτά; Για να αναστείλει τη ράθυμη προαίρεσή τους, και να τους εμβάλει περισσότερο φόβο και να τους στερεώσει στους νόμους τους οποίους έθεσε ο ίδιος και να μην επιτρέψει αυτούς συνεχώς να τους ταράσσουν.
«Ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω(:Διότι εγώ βαστάζω στο σώμα μου τα σημάδια των πληγών που δέχτηκα για τον Κύριο Ιησού. Και οι πληγές μου αυτές είναι η απολογία μου)»[Γαλ.6,17]. Δεν είπε «έχω», αλλά «βαστάζω», όπως κανείς καυχιέται για τρόπαια ή βασιλικά σημάδια· αν και φαίνεται και αυτό πάλι ότι είναι εντροπή. Αλλά αυτός για τα τραύματα καυχιέται· και όπως οι σημαιοφόροι από τους στρατιώτες, έτσι και αυτός αγάλλεται να φέρει τραύματα. Γιατί όμως λέγει αυτό; «Λαμπρότερο από κάθε λόγο, από κάθε φωνή απολογούμαι μέσω αυτών», λέγει· διότι αυτά εκβάλλουν φωνή ισχυρότερη από τη φωνή της σάλπιγγας προς εκείνους οι οποίοι αντιλέγουν και λέγουν ότι «υποκρίνομαι ως προς την πίστη και ότι λέγω κάτι για να αρέσω στους ανθρώπους»· διότι ούτε εάν κανείς έβλεπε στρατιώτη να εξέρχεται της παρατάξεως ματωμένος και να έχει αμέτρητα τραύματα θα ανεχόταν να κατηγορεί αυτόν ως δειλό και προδότη ενώ φέρει στο σώμα του την απόδειξη της ανδραγαθίας.
«Και από εμένα λοιπόν, αυτές τις αποδείξεις να έχετε», λέγει. «Και εάν κανείς θέλει να ακούσει την απολογία μου και να μάθει τη γνώμη μου, ας βλέπει τα τραύματα, τα οποία δίδουν μεγαλύτερη απόδειξη των όσων ειπώθηκαν και γράφτηκαν εδώ». Αρχίζοντας την επιστολή, από την άμεση μεταστροφή του, έδειξε σαφώς την ανυπόκριτη πρόθεσή του· τελειώνοντας επίσης την απέδειξε από τους κινδύνους που προήλθαν από αυτή τη μεταστροφή του από τον ιουδαϊσμό στον Χριστιανισμό· διότι, για να μη λέγει κανείς ότι μεταστράφηκε μεν από ορθή σκέψη, αλλά δεν παρέμεινε στην ίδια καλή προαίρεση, για το ότι και παρέμεινε σε αυτήν, φέρει μάρτυρες τους πειρασμούς, τους κινδύνους, τις πληγές.
Ύστερα, αφού απολογήθηκε σαφώς για όλα, και αφού έδειξε ότι τίποτε δεν είπε από θυμό και μίσος, αλλά ότι έχει αμετακίνητη την αγάπη προς αυτούς, πάλι αποδεικνύει αυτό, κλείνοντας τον λόγο του με μια ευχή η οποία είναι πλήρης μυρίων αγαθών και λέγοντας: «Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν(:Σας εύχομαι, αδελφοί, η χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ενισχύει και να ενδυναμώνει τις πνευματικές σας δυνάμεις, ώστε να διατηρείτε πάντοτε τον αγιασμό που σας έδωσε το Άγιο Πνεύμα)»[Γαλ.6,18]. Με τον τελευταίο αυτόν λόγο επισφράγισε όλα τα μέχρι τώρα· διότι δεν είπε απλώς: «μαζί σας», όπως στις άλλες επιστολές, αλλά: «με το πνεύμα σας», απομακρύνοντάς τους από τα σαρκικά, και δείχνοντας παντού την ευεργεσία του Θεού, και υπενθυμίζοντας τη χάρη την οποία απόλαυσαν, δια της οποίας ήταν ικανός να τους απομακρύνει από κάθε ιουδαϊκή πλάνη· διότι, αφού έλαβαν το Πνεύμα, δεν βρίσκονταν πλέον στην πτωχεία του νόμου, αλλά στη δικαίωση την προερχόμενη από την πίστη· και το ότι διατηρήθηκαν σε αυτήν, όχι από την περιτομή, αλλά από τη χάρη έγινε πάλι. Για τον λόγο αυτόν έκλεισε την παραίνεση με ευχή, και αφού προηγουμένως τους θύμισε τη χάρη και το Πνεύμα, και συγχρόνως τους είπε αδελφούς, και παρακάλεσε τον Θεό να απολαμβάνουν αυτά στο διηνεκές και ασφάλισε τους ανθρώπους με διπλό τρόπο· διότι το ίδιο και ευχή και ολόκληρη διδασκαλία ήταν των όσων ειπώθηκαν, η οποία έγινε γι΄αυτούς σαν διπλό τείχος· διότι και η διδασκαλία, υπενθυμίζοντας σε αυτούς όσα αγαθά απόλαυσαν, περισσότερο τους στερέωνε τα δόγματα της εκκλησίας· και η ευχή επικαλούμενη τη χάρη και πείθοντάς τους να παραμένουν, δεν άφηνε το πνεύμα τους να μετατεθεί. Και εφόσον Αυτό υπήρχε σε αυτούς, ολόκληρη η πλάνη αποδιωκόταν σαν σκόνη.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Γαλάτας επιστολήν, ομιλία Γ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 397-409.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 16,19 – 31]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
[…] «Ήταν κάποτε», λέγει ο Κύριος, «κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ενώ ζούσε μέσα σε πολλή κακία και αμαρτία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά και άφθονα γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές». Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιοτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ἦν εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς(:διασκέδαζε και ευφραινόταν σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)»[Λουκ.16,19].
Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε, αλλά και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε· διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό κατάντημα και ζούσε μέσα σε τόσο μεγάλη δυστυχία, ή καλύτερα που ταλαιπωριόταν σε όλη του τη ζωή από αρρώστια, και μάλιστα από πολύ φοβερή αρρώστια, για ποιον που θα τύχαινε να συναντήσει θα συγκινούνταν ποτέ; Διότι κι αν την προηγούμενη ημέρα τον προσπέρασε, την επόμενη φυσικό ήταν κάποια συγκίνηση να αισθανόταν· αλλά εάν και κατ΄ αυτήν αδιαφόρησε, έπρεπε την τρίτη ή την τέταρτη ή την επόμενη οπωσδήποτε να λύγιζε συγκινούμενος , ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία.
Όμως δεν αισθάνθηκε τίποτα παρόμοιο· […] πολλές φορές την ημέρα ο πλούσιος τον έβλεπε να είναι εκεί κατάκοιτος και σιωπηλός, και αυτό ήταν αρκετό να μαλακώσει ακόμη και κάποιον με πέτρινη καρδιά· διότι πολλές φορές, όταν μας ενοχλούν θυμώνουμε, όταν όμως δούμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας να στέκονται σιωπηλοί και να μη λένε τίποτα, αλλά παρά το ότι πάντοτε δεν πετυχαίνουν, όμως δεν παραπονούνται, επειδή όμως δεν μας δυσαρεστούν, αλλά στέκονται μόνο σιωπηλοί μπροστά μας, κι αν ακόμα είμαστε πιο αναίσθητοι κι από τις πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αισθανόμενοι ντροπή για τη μεγάλη τους επιείκεια και πραότητα. Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρότερο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφάνιση του φτωχού Λαζάρου ήταν ελεεινή, εξαιτίας της πείνας και της μακροχρόνιας αρρώστιας. Και όμως τίποτε από αυτά δεν ημέρωσε και δε μαλάκωσε εκείνον τον ανήμερο.
Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή, η σκληρότητα και απανθρωπιά που δεν υπάρχει μεγαλύτερη· διότι δεν είναι το ίδιο, το να μη βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη επειδή είσαι φτωχός, και το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν εξαιτίας της πείνας, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση πολυτέλεια. Και δεν είναι το ίδιο το να προσπεράσεις τον φτωχό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέπεις κάθε ημέρα και να μην σε διεγείρει σε συμπάθεια και φιλανθρωπία το αδιάκοπο αυτό θέαμα. Επίσης, δεν είναι το ίδιο το να μη βοηθάς τους πλησίον, όταν εσύ βρίσκεσαι μέσα στις συμφορές και στις θλίψεις και σε κακή ψυχική διάθεση, με το να προσπερνάς τους άλλους που λιώνουν από την πείνα, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση ευφροσύνη και αδιάκοπη καλοπέραση, και να κλείνεις τα σπλάχνα σου και να μη γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος ούτε εξαιτίας αυτής της χαράς από την καλοπέραση· διότι ασφαλώς το γνωρίζετε αυτό, ότι κι αν ακόμη είμαστε αγριότεροι από όλους, έχουμε πλασθεί από τη φύση μας να γινόμαστε ημερότεροι και αγαθότεροι όταν ζούμε μέσα σε καλοπέραση. Όμως εκείνος ο πλούσιος της παραβολής ούτε εξαιτίας της υπερβολικής καλοπέρασής του έγινε καλύτερος αλλά παρέμενε άγριος σαν θηρίο, ή ,καλύτερα, και κάθε θηρίου μάλλον την αγριότητα και την απανθρωπιά ξεπέρασε με τους τρόπους του. Και όμως, αυτός που ζούσε με κακία και απανθρωπιά απόλαυσε κάθε ευτυχία, ενώ ο δίκαιος, αν και φρόντιζε για την αρετή, ζούσε μέσα στα πιο φοβερά βάσανα.
Το ότι πράγματι ο Λάζαρος ήταν δίκαιος, το έδειξε και εδώ πάλι το τέλος του, και πριν από το τέλος η υπομονή με την οποία αντιμετώπισε τη φτώχειά του. Δεν νομίζετε, αλήθεια, ότι τα βλέπετε μπροστά σας τα πράγματα; Το πλοίο για τον πλούσιο ήταν γεμάτο από εμπόρευμα και έπλεε με ευνοϊκό άνεμο. Αλλά μη θαυμάσετε· γιατί βιαζόταν να ναυαγήσει, επειδή δεν θέλησε να διαθέσει το εμπόρευμα με σύνεση. Θέλεις να σου πω κι άλλη κακία του; Το ότι κάθε μέρα διασκέδαζε αδιάντροπα.
[…] Ο πλούσιος λοιπόν ζούσε μέσα σε τόση κακία και κάθε ημέρα διασκέδαζε και ντυνόταν με λαμπρά ενδύματα, ανάβοντας φοβερότερη κόλαση για τον εαυτό του και κάνοντας μεγαλύτερη για τον εαυτό του τη φωτιά και απαρηγόρητη την καταδίκη και ασυγχώρητη την τιμωρία. Αντίθετα ο φτωχός ήταν ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και ούτε απελπίστηκε, ούτε βλασφήμησε, ούτε αγανάκτησε· δεν είπε στον εαυτό του, αυτό που λένε πολλοί: «Τι άραγε σημαίνει αυτό; Αυτός που ζει με την κακία και τη σκληρότητα και την απανθρωπιά τα απολαμβάνει όλα περισσότερο από ό,τι πρέπει, και ούτε λύπη υπομένει, ούτε κανένα άλλο ξαφνικό κακό από τα πολλά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, αλλά και την ηδονή καθαρή την απολαμβάνει· ενώ εγώ δεν μπορώ να απολαύσω ούτε την απαραίτητη τροφή. Σε αυτόν, ενώ δαπανά όλα τα υπάρχοντά του σε παρασίτους και σε κόλακες και στη μέθη, του τρέχουν όλα άφθονα σαν από πηγές, ενώ εγώ, που λιώνω από την πείνα, γίνομαι παράδειγμα σε όσους με βλέπουν και ντροπή και περίγελως. Άραγε αυτά είναι έργα πρόνοιας; Άραγε επιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τα ανθρώπινα πράγματα;». Τίποτε από αυτά δεν είπε, ούτε σκέφθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Από το ότι οι άγγελοι τον οδήγησαν ως τιμητική συνοδεία και τον αποκατέστησαν στην αγκαλιά του Αβραάμ· αν όμως ήταν βλάσφημος δεν θα απολάμβανε τόση τιμή. Και οι πολλοί βέβαια γι’ αυτό μόνο θαυμάζουν τον άνθρωπο, διότι ήταν φτωχός· εγώ όμως σας δείχνω ότι υπέμεινε εννέα στον αριθμό δοκιμασίες, όχι για να τιμωρείται, αλλά για να γίνεται λαμπρότερος, πράγμα βέβαια που και έγινε.
Πραγματικά είναι φοβερό πράγμα και η φτώχεια, και το γνωρίζουν όσοι την έχουν δοκιμάσει· διότι κανένας λόγος δεν θα μπορέσει να παραστήσει τον πόνο που υπομένουν αυτοί που ζουν στη φτώχεια και δεν γνωρίζουν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με φιλοσοφική διάθεση. Στην περίπτωση όμως του Λαζάρου δεν ήταν αυτό μόνο το φοβερό, αλλά και την αρρώστια είχε αναπόσπαστο σύντροφο και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Και πρόσεχε πώς δείχνει ότι κάθε μία από τις συμφορές είχε φθάσει στο έπακρο. Και το ότι η φτώχεια του Λαζάρου ξεπέρασε κάθε φτώχεια, το έδειξε λέγοντας ότι «ἦν ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου (:προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου)»[Λουκ.16,21]· το ότι όμως και η αρρώστια είχε φθάσει στο ίδιο μέτρο με την φτώχεια, πέρα από το οποίο δεν ήταν δυνατό να επεκταθεί, και αυτό πάλι ο Κύριος το φανέρωσε λέγοντας ότι «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ(:τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του)».
Τόσο πολύ εξασθενημένος ήταν, ώστε να μην μπορεί ούτε τα σκυλιά να απομακρύνει, αλλά ήταν ξαπλωμένος, ζωντανός νεκρός, και ενώ τα έβλεπε να έρχονται εναντίον του, όμως δεν είχε τη δύναμη να αμυνθεί. Σε τέτοια αδυναμία βρίσκονταν τα μέλη του, τόσο πολύ είχε φθαρεί από την αρρώστια, τόσο είχε καταβληθεί από τη δοκιμασία. Είδες πόσο πολύ του πολιορκούσαν το σώμα και η φτώχεια και η αρρώστια; Αλλά εάν το καθένα από αυτά και μόνο του είναι φοβερό και αβάσταχτο, πώς δεν ήταν διαμάντι, αυτός που τα υπέμενε ενωμένα μαζί και τα δύο;
Πολλοί πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι ασθενούν, αλλά δεν στερούνται την αναγκαία τροφή· άλλοι ζουν βέβαια στη χειρότερη φτώχεια, αλλά είναι υγιείς, και το ένα γίνεται παρηγοριά του άλλου· ενώ εδώ και τα δύο αυτά είχαν συντρέξει. Αλλά ίσως έχεις να μου αναφέρεις κάποιον, που βρίσκεται μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια. Όμως όχι σε τόση μεγάλη ερημιά· διότι, και εάν ακόμη δεν μπορεί να βοηθηθεί ούτε από τον εαυτό του, ούτε από τους δικούς του, όμως μπορεί να ελεηθεί απ’ αυτούς που τον βλέπουν να βρίσκεται ανάμεσά τους· αλλά σε αυτόν τα δεινά που προαναφέραμε τα έκανε να γίνονται βαρύτερα η αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν· και αυτήν πάλι την έκανε να φαίνεται βαρύτερη το ότι βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του πλουσίου. Εάν δηλαδή αυτά τα πάθαινε βρισκόμενος στην έρημο και σε ακατοίκητο τόπο και δεν τον πρόσεχε κανείς, δεν θα πονούσε τόσο· διότι το να μην υπάρχει κανείς, θα τον έπειθε να υπομένει και χωρίς τη θέλησή του αυτά που του συνέβαιναν· το να βρίσκεται όμως ανάμεσα σε τόσους που μεθούσαν, που ευημερούσαν, και να μην βρίσκει από κανέναν ούτε την παραμικρή φροντίδα, αυτό τον έκανε να αισθάνεται πιο δυνατούς τους πόνους και του άναβε περισσότερο τη στενοχώρια· διότι εκ φύσεως μας πληγώνουν οι συμφορές, όχι τόσο όταν δεν υπάρχουν εκείνοι που θα μας βοηθήσουν, όσο όταν υπάρχουν, αλλά δεν θέλουν να απλώσουν το χέρι τους, πράγμα βέβαια που και εκείνος τότε πάθαινε. Πράγματι κανείς δεν υπήρχε να τον παρηγορήσει με λόγια, να τον βοηθήσει με έργα, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε συγγενής, ούτε κανείς από όσους τον έβλεπαν μέσα από όλο το διεφθαρμένο σπίτι του πλουσίου.
Επιπλέον, κοντά σε αυτά, του προξενούσε κι άλλη οδύνη και το ότι έβλεπε άλλον να ευτυχεί· όχι διότι ήταν ζηλιάρης και κακός, αλλά επειδή εκ φύσεως όλοι μας, όταν οι άλλοι ευημερούν, αισθανόμαστε περισσότερο τις δικές μας συμφορές. Επιπλέον στην περίπτωση του πλουσίου υπήρχε και κάτι άλλο, που μπορούσε να τον πληγώνει· διότι όχι μόνο, συγκρίνοντας τη δυστυχία του με δικές του ευτυχίες, αισθανόταν μεγαλύτερες τις δικές του συμφορές, αλλά κι όταν σκεφτόταν ότι ο πλούσιος, αν και ζει με σκληρότητα και απανθρωπιά, όλα του έρχονται ευνοϊκά, ενώ αυτός, αν και ζει με αρετή και καλοσύνη, υποφέρει τα πάνδεινα· και εξαιτίας αυτού πάλι υπέμεινε απαρηγόρητα τη λύπη· διότι, εάν ήταν δίκαιος, αν ήταν επιεικής, αν ήταν αξιοθαύμαστος ο πλούσιος άνθρωπος, εάν ήταν γεμάτος από κάθε αρετή, δεν θα τον λυπούσε· τώρα όμως και στην κακία ζούσε, και είχε φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, και τόση μεγάλη απανθρωπιά έδειχνε και έκανε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι εχθροί, και σαν να ήταν πέτρα, με αδιαντροπιά και ασπλαχνία τον προσπερνούσε, και μετά απ’ όλα αυτά απολάμβανε τόση μεγάλη ευημερία.
Σκέψου πως φυσικό ήταν αυτός ο άνθρωπος να πνίγει την ψυχή του φτωχού σαν μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα· σκέψου τον Λάζαρο ποιος φυσικό ήταν να είναι, βλέποντας τους παρασίτους, τους κόλακες και τους υπηρέτες να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν , να βγαίνουν, να μπαίνουν, να τρέχουν βιαστικά, να θορυβούν, να μεθούν, να πηδούν και να παρουσιάζουν κάθε άλλη ασέλγεια. Σαν να ήλθε δηλαδή γι’ αυτό στον κόσμο, για να βλέπει των άλλων τα αγαθά, έτσι ήταν ριγμένος στην εξώπορτα, ζώντας τόσο, όσο για να αισθάνεται μόνο τις συμφορές του, για να υπομένει το ναυάγιο μέσα σε λιμάνι, και να υποφέρει η ψυχή του από φοβερότατη δίψα δίπλα στην πηγή.
Να αναφέρω μαζί με αυτά και ένα άλλο κακό; Δεν είχε να δει έναν άλλο Λάζαρο. Εμείς δηλαδή κι αν ακόμη πάθουμε μύρια κακά, όμως μπορούμε βλέποντας εκείνον να πάρουμε αρκετή παρηγοριά και να νιώσουμε μεγάλη ανακούφιση· διότι το να βρίσκεις μετόχους στις συμφορές σου ή στα ζητήματά σου ή στις διηγήσεις σου, αυτό δίνει πολλή παρηγοριά σε όσους πονούν. Ενώ εκείνος δεν είχε να δει κανέναν άλλον που να υπέφερε τα ίδια με αυτόν· ή καλύτερα ούτε είχε ακούσει ότι κάποιος από τους προγόνους του είχε τόσα πολλά υποφέρει. Και αυτό ήταν ικανό να του σκοτώσει την ψυχή.
Μπορώ μαζί με αυτά και κάτι άλλο να πω, ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη για την ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι τα παρόντα πράγματα περιορίζονται μόνο σε αυτή τη ζωή· διότι ζούσε πριν από τη χάρη. Εάν τώρα σε εμάς, μετά από τόση γνώση του Θεού, τις αγαθές ελπίδες της αναστάσεως, τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί τους αμαρτωλούς και τα αγαθά που έχουν ετοιμαστεί για όσους πράττουν το καλό, υπάρχουν μερικοί που δείχνουν τόση μικροψυχία και ζουν τόσο άθλια, ώστε ούτε με αυτές τις προσδοκίες να μην γίνονται καλύτεροι, τι ήταν φυσικό να πάθει εκείνος, που ήταν στερημένος και αυτήν την άγκυρα; Διότι εκείνος καμία τέτοια πίστη δεν μπορούσε να έχει τότε, αφού δεν υπήρχαν ακόμη αυτά τα διδάγματα.
Και μαζί με αυτά υπήρχε και κάτι άλλο, το ότι και η υπόληψή του είχε προσβληθεί από τους ανόητους ανθρώπους. Πράγματι συνηθίζουν οι πολλοί, όταν δουν κάποιους να ζουν μέσα στην πείνα και σε συνεχή αρρώστια και στα χειρότερα κακά, να μην έχουν καλή γνώμη γι΄ αυτούς, αλλά από τη συμφορά να κρίνουν και για τη ζωή τους, και να πιστεύουν ότι εξαιτίας της κακίας τους ταλαιπωρούνται έτσι· και πολλά άλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ανόητα βέβαια, όμως τα λένε· ότι δηλαδή αυτός, εάν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον άφηνε να ταλαιπωρείται στη φτώχεια και στις άλλες συμφορές.[…]
Κι όμως, αν και ήταν τόσο μεγάλα τα κύματα και χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο, δεν βυθίστηκε το σκάφος· και ενώ βρισκόταν ο Λάζαρος μέσα σε καμίνι, σαν να απολάμβανε δροσιά ατέλειωτη, τα αντιμετώπιζε όλα με φιλοσοφικότητα και καρτερικότητα, ούτε και είπε στον εαυτό του κάτι τέτοιο, που συνήθως λένε οι πολλοί, ότι δηλαδή : «αυτός ο πλούσιος, αν κατακριθεί και τιμωρηθεί, όταν πεθάνει, θα είναι ίσα και ίσα· αν όμως και εκεί απολαύσει τις ίδιες τιμές, τότε και τις δύο φορές δεν θα πάθει τίποτε».
Πες μου τι λες, εάν τιμωρείται ο πλούσιος εκεί, όταν πεθάνει θα είναι ίσα κι ίσα με τον φτωχό; Και πώς θα μπορούσε αυτό να δικαιολογηθεί; Διότι πόσα χρόνια θέλεις να υπολογίσουμε, ότι θα απολαμβάνει τα πλούτη του εδώ; Θέλεις να πούμε εκατό; Εγώ όμως λέγω και διακόσια και τριακόσια και δύο φορές τόσα και, εάν θέλεις και χίλια, πράγμα αδύνατο· διότι όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη(:Όλες οι ημέρες των ετών της ζωής μας ανέρχονται περίπου σε εβδομήντα έτη. Εάν πάλι κανείς έχει ισχυρή κράση μπορεί να φτάσει στα ογδόντα έτη)»[Ψαλμ.89,10]. Πλην όμως ας υποθέσουμε και χίλια. Μήπως έχεις, πες μου, να μου δείξεις εδώ ζωή χωρίς τέλος και χωρίς τέρμα, όπως είναι η ζωή των δικαίων εκεί; Εάν λοιπόν κάποιος, πες μου, σε διάστημα εκατό ετών, είδε μία νύχτα ένα όνειρο ευχάριστο και ένιωσε μεγάλη ηδονή στον ύπνο του, εάν βασανιζόταν εκατό χρόνια, θα μπορούσε να πει άραγε γι’ αυτό, ότι είναι ίσα κι ίσα και να θεωρήσει ισάξια τη μία εκείνη νύχτα των ονείρων με τα εκατό έτη; Δεν μπορεί να το πει.
Αυτό λοιπόν να σκέπτεσαι και για τη μέλλουσα ζωή. Διότι αυτό που είναι το ένα όνειρο μπροστά στα εκατό έτη, αυτό είναι η παρούσα ζωή μπροστά στη μέλλουσα ζωή· ή καλύτερα και πολύ περισσότερο· όσο είναι μία μικρή σταγόνα μπροστά στο άπειρο πέλαγος, τόσο είναι τα χίλια έτη μπροστά σε εκείνη τη μέλλουσα δόξα και απόλαυση. Και τι περισσότερο δηλαδή θα μπορούσε να πει κανείς, από το ότι δεν έχει τέρμα και δεν γνωρίζει τέλος και όσο απέχουν τα όνειρα από την αλήθεια των πραγμάτων, τόση είναι η διαφορά της καταστάσεως αυτού του κόσμου και του άλλου;
Εξάλλου και πριν από την εκεί τιμωρία, όσοι ζουν με κακία και μέσα στην αμαρτία, τιμωρούνται εδώ. Μη μου πεις δηλαδή απλώς αυτόν που απολαμβάνει το πλούσιο τραπέζι, και ντύνεται με μεταξωτά ενδύματα, και φέρνει μαζί του αμέτρητους δούλους και βαδίζει με υπερηφάνεια στην αγορά· αλλά παρουσίασε μου τη συνείδησή του και θα δεις μέσα του μεγάλη ταραχή εξαιτίας των αμαρτιών του, διαρκή φόβο, χειμώνα, τρικυμία, σαν να βρίσκεται σε δικαστήριο και ο νους ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο της συνειδήσεως, και σαν να είναι κάποιος δικαστής κάθεται και παρουσιάζει τους λογισμούς ως δημίους, και κρεμώντας τη διάνοια και ξεσχίζοντάς την για τις αμαρτίες φωνάζει δυνατά, χωρίς να το γνωρίζει κανείς, παρά μόνο ο Θεός που τα γνωρίζει καλά όλα.
Και ο μοιχός επίσης, και αν ακόμη είναι μύριες φορές πλούσιος, κι αν ακόμη δεν έχει κανένα να τον κατηγορεί, δεν παύει ενδόμυχα να κατηγορεί τον εαυτό του. Και η ηδονή βέβαια είναι πρόσκαιρη, η οδύνη όμως διαρκής. Από παντού φόβος και τρόμος, υποψία και αγωνία· φοβάται τα στενά, τρέμει τις ίδιες τις σκιές, τους υπηρέτες του, εκείνους που τον ξέρουν, εκείνους που δεν τον ξέρουν, την ίδια την αδικημένη, τον άνδρα που έχει προσβάλει· περιφέρεται φέρνοντας μαζί του σαν πικρό κατήγορο τη συνείδησή του, καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του, και μη μπορώντας ούτε για λίγο να αναπνεύσει· διότι και στο κρεβάτι και στο τραπέζι και στην αγορά και στο σπίτι και την ημέρα και τη νύχτα και σε αυτά τα όνειρά του πολλές φορές βλέπει τα είδωλα της αμαρτίας και ζει τη ζωή του Κάιν, στενάζει και τρέμει επάνω στη γη, και χωρίς να το γνωρίζει κανείς[βλ. Γέν. κεφ.4], έχει συγκεντρωμένη μέσα του τη φωτιά για πάντα.
Αυτό παθαίνουν και οι άρπαγες και οι πλεονέκτες, αυτό και οι μέθυσοι και γενικά και ο καθένας από αυτούς που ζουν μέσα στις αμαρτίες· διότι είναι αδύνατο εκείνο το δικαστήριο να διαφθαρεί, αλλά και αν ακόμη δεν ασκούμε την αρετή, όμως υποφέρουμε, επειδή δεν την ασκούμε, και αν πράττουμε το κακό, όμως όταν σταματήσει η ηδονή της αμαρτίας, αισθανόμαστε τον πόνο.
Ας μη λέμε λοιπόν ότι είναι ίσα αυτά που απολαμβάνουν οι πλούσιοι και κακοί εδώ, με εκείνα που απολαμβάνουν οι δίκαιοι εκεί, αλλά ότι είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα· διότι στους δικαίους και τα εδώ και τα εκεί προσφέρουν μεγάλη ευχαρίστηση· ενώ οι κακοί και πλεονέκτες και εδώ και εκεί τιμωρούνται· διότι και εδώ τιμωρούνται με την αναμονή της εκεί τιμωρίας και με την πονηρή υποψία όλων, και εξαιτίας της ίδιας της αμαρτίας και της διαφθοράς της ψυχής τους· και μετά την αποδημία τους από εδώ θα υπομείνουν αφόρητες τιμωρίες. Οι δίκαιοι πάλι, κι αν ακόμη εδώ υποφέρουν μύρια δεινά, όμως τρέφονται με καλές ελπίδες, έχοντας ηδονή καθαρή, σίγουρη και σταθερή, κα ύστερα από αυτά θα τους έλθουν τα μύρια αγαθά, όπως ακριβώς και στον Λάζαρο.
Μη μου πεις δηλαδή ότι ο Λάζαρος ήταν γεμάτος πληγές, αλλά αυτό να προσέχεις, το ότι είχε μέσα του ψυχή πολυτιμότερη από κάθε χρυσάφι· ή καλύτερα όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα του· διότι αρετή του σώματος δεν είναι η πολυσαρκία και η ευρωστία, αλλά το να αντέχει τόσα πολλά και τέτοιου είδους βάσανα. Καθόσον δεν είναι αποκρουστικός εκείνος που έχει τέτοια τραύματα στο σώμα, αλλά εκείνος που, ενώ έχει πάρα πολλές πληγές στην ψυχή του, δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτές, όπως ήταν εκείνος ο πλούσιος που το εσωτερικό του ήταν γεμάτο πληγές. Και όπως τα σκυλιά έγλυφαν τα τραύματα του φτωχού Λαζάρου, έτσι και οι δαίμονες τα αμαρτήματα του άσπλαχνου πλούσιου· και όπως αυτός ζούσε στερημένος από τροφή, έτσι εκείνος ζούσε στερημένος από κάθε αρετή.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας τα φιλοσοφούμε, κι ας μην λέμε, ότι «εάν τον τάδε τον αγαπούσε ο Θεός, δεν θα τον άφηνε να γίνει φτωχός». Καθόσον αυτό ακριβώς είναι απόδειξη μεγάλης αγάπης· διότι «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται(:διότι εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί με θλίψεις και μαστιγώνει με δοκιμασίες καθέναν που τον δέχεται κοντά Του σαν δικό Του παιδί)» [Εβρ. 12,6]. Και πάλι· «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον (:Παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για δοκιμασία, κάνε ευθεία την καρδιά σου και δείξε υπομονή)»[Σοφ.Σειρ.2,1-2]. Ας διώξουμε λοιπόν, αγαπητοί, τις περιττές προλήψεις από τους εαυτούς μας και τα λόγια αυτά του λαού· διότι λέγει: «Καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία(:Επίσης δεν αρμόζουν σε σας τους Χριστιανούς και δεν πρέπει να αναφέρονται και ως λέξεις οι αισχρές πράξεις και τα ανόητα φλύαρα λόγια ή τα άπρεπα και βρώμικα αστεία· αντιθέτως, φροντίζετε περισσότερο να λέτε προσευχές ευχαριστίας)»[Εφ.5,4]. Ούτε λοιπόν εμείς οι ίδιοι να τα λέμε, αλλά και αν δούμε άλλους να τα λένε, να τους αποστομώσουμε, να εναντιωθούμε πάρα πολύ, να εμποδίσουμε την αδιάντροπη γλώσσα τους.
Πες μου, εάν δεις κάποιον λήσταρχο να τρέχει στους δρόμους, να στήνει ενέδρα στους περαστικούς, να αρπάζει ό,τι βρίσκει στα χωράφια, να κρύβει μέσα σε σπηλιές και κρυψώνες χρυσό και άργυρο και να συγκεντρώνει εκεί πολλά κοπάδια και ενδύματα και να έχει αποκτήσει και δούλους πολλούς από την επιδρομή εκείνη, άραγε, πες μου, τον μακαρίζεις αυτόν για τον πλούτο του εκείνον ή τον λυπάσαι για την τιμωρία που πρόκειται να λάβει; Αν και βέβαια δεν έχει ακόμα συλληφθεί, ούτε έχει παραδοθεί στα χέρια του δικαστού, ούτε κλείστηκε στη φυλακή, ούτε κατηγορήθηκε, ούτε βγήκε η απόφαση η καταδικαστική, αλλά διασκεδάζει, μεθά, απολαμβάνει πολλή ευημερία· αλλά όμως, δεν τον μακαρίζουμε για τα παρόντα και για όσα βλέπουμε, αλλά τον ταλανίζουμε γι’ αυτά που περιμένουμε να συμβούν στο μέλλον. Αυτό σκέψου και για τους πλούσιους και για τους πλεονέκτες. Είναι σαν κάποιοι ληστές και στήνουν ενέδρες στους δρόμους, ληστεύουν τους περαστικούς και κρύβουν βαθιά μέσα στα σπίτια τους, σαν σε σπήλαια και κρυψώνες, τις περιουσίες των άλλων.
Ας μην τους μακαρίζουμε λοιπόν για τα παρόντα, αλλά ας τους ταλανίζουμε για τα μέλλοντα, για το φοβερό εκείνο δικαστήριο, για τις αναπόφευκτες ευθύνες, για το σκότος το εξώτερο, που πρόκειται να τους δεχτεί. Αν και βέβαια οι ληστές πολλές φορές ξέφυγαν τα ανθρώπινα χέρια· αλλά όμως, έχοντάς το και αυτό υπόψη μας, και για τους εαυτούς μας και για τους άλλους ας μην ευχόμαστε τη ζωή εκείνων και τον καταραμένο πλούτο τους. Στην περίπτωση όμως του Θεού δεν είναι δυνατό να το πει κανείς αυτό, διότι κανείς δεν θα διαφύγει την απόφασή Του, αλλά οπωσδήποτε όλοι όσοι ζουν με πλεονεξίες και αρπαγές θα επισύρουν την τιμωρία Του, εκείνην την αθάνατη και που δεν έχει τέλος, όπως ακριβώς και εκείνος ο πλούσιος.
Όλα αυτά λοιπόν συλλέγοντάς τα ενώπιόν μας, αγαπητοί, ας μην μακαρίζουμε τους πλουσίους, αλλά εκείνους που ζουν ενάρετα· ας μην ταλανίζουμε τους φτωχούς, αλλά εκείνους που ζουν μέσα στην κακία· ας μην προσέχουμε τα παρόντα, αλλά ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στα μέλλοντα· ας μην εξετάζουμε την εξωτερική ενδυμασία, αλλά εξετάζοντας του καθενός τη συνείδηση και επιδιώκοντας τη χαρά και την αρετή που προέρχονται από τα κατορθώματα, ας μιμηθούμε τον Λάζαρο και πλούσιοι και φτωχοί· διότι δεν υπέμεινε αυτός έναν και δύο και τρεις μόνο άθλους αρετής, αλλά πολύ περισσότερους, εννοώ τη φτώχεια, την αρρώστια, την αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν, το ότι υπέμεινε όλα εκείνα τα κακά έξω από το σπίτι εκείνο που μπορούσε όλα αυτά να του τα σβήσει, χωρίς να περιμένει λόγο παρηγοριάς από κανέναν, το ότι έβλεπε τον υπερήφανο εκείνον πλούσιο να απολαμβάνει τόση τρυφή, και όχι μόνο να απολαμβάνει την τρυφή, αλλά και να ζει μέσα στην κακία και να μην παθαίνει κανένα κακό· το ότι δεν είχε να προσβλέψει σε κανένα άλλον Λάζαρο, το ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη σε ανάσταση, το ότι είχε, μαζί με τα κακά που έχουμε αναφέρει, κακή υπόληψη από τους πολλούς εξαιτίας των συμφορών εκείνων, το ότι όχι μέχρι δύο και τρεις ημέρες έβλεπε τον εαυτό του σε αυτά τα δεινά, αλλά σε όλη του τη ζωή, και τον πλούσιο στα αντίθετα αυτών.
Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, εάν αυτός με τόση ανδρεία υπέμεινε όλα μαζί τα δεινά, και εμείς δεν υπομείνουμε ούτε τα μισά από αυτά; Διότι δεν έχεις, δεν έχεις να δείξεις ούτε να αναφέρεις κάποιον άλλον που έχει υποστεί τόσο πολλά και τέτοια κακά. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Χριστός τον τοποθέτησε ανάμεσά μας, ώστε και σε οποιαδήποτε δεινά κι αν πέσουμε, βλέποντας σε αυτόν το τόσο υπερβολικό μέγεθος των θλίψεων, να λάβουμε, από τη δική του αρετή και υπομονή, αρκετή παρηγοριά και θάρρος· διότι προβάλλει σαν κοινός διδάσκαλος ολόκληρης της οικουμένης σε αυτούς που υποφέρουν από οποιοδήποτε κακό, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσβλέπουν προς αυτόν και νικώντας τους όλους με το υπερβολικό μέγεθος των δικών του συμφορών.
[…] «Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν(:Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός)», λέγει, «καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ (:και οι άγγελοι του Θεού τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο)» [Λουκά 16,22]. Γίνεται φανερό λοιπόν από την εξεταζόμενη παραβολή ότι οι ψυχές όταν βγουν από το σώμα, δεν μένουν πια εδώ, αλλά αμέσως μεταφέρονται. Και όχι μόνο οι ψυχές των δικαίων, αλλά και οι ψυχές των αμαρτωλών μεταφέρονται εκεί· και αυτό πάλι γίνεται φανερό από έναν άλλον άφρονα πλούσιο, μιας άλλης παραβολής. Επειδή δηλαδή απέδωσαν πλούσια σοδειά τα χωράφια του, είπε μέσα του: «Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου(:Αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου)»[Λουκά,12,18]. Τίποτα δεν είναι χειρότερο από μια τέτοια γνώμη. Πράγματι γκρέμισε τις αποθήκες του· διότι αποθήκες ασφαλισμένες δεν είναι οι τοίχοι, αλλά τα στομάχια των φτωχών· ενώ ο πλούσιος άφησε εκείνες τις αποθήκες και φρόντιζε για τους τοίχους.
Τι λοιπόν του λέγει ο Θεός; «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;(:Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισε ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από εδώ και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;)»[Λουκ.12,20].
Και πρόσεχε ότι στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει ότι μεταφέρθηκε από τους αγγέλους, ενώ στην περίπτωση του άφρονος πλουσίου λέγει «απαιτούν» και τον ένα τον πήραν σαν αιχμάλωτο, ενώ τον άλλο τον περιστοίχιζαν σαν νικητή. Τον Λάζαρο άγγελοι τον μεταφέρουν, ενώ την ψυχή του άφρονος πλουσίου την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ίσως σταλμένες γι΄αυτόν τον σκοπό· διότι δεν αναχωρεί προς εκείνην τη ζωή μόνη της η ψυχή, επειδή δεν είναι δυνατό· διότι εάν όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπαστεί από το σώμα και μεταφέρεται προς την μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη από οδηγούς.
Γι΄αυτό πολλές φορές ανεβαίνει προς τα επάνω και προχωρεί πάλι προς το βάθος και φοβάται και φρίττει, όταν πρόκειται να αποχωρισθεί από το σώμα· διότι πάντα μας κεντρίζει η συνείδηση για τις αμαρτίες μας, πολύ περισσότερο όμως κατά την ώρα εκείνη, όταν πρόκειται να μεταφερθούμε από εδώ εκεί για να λογοδοτήσουμε στο φοβερό δικαστήριο. Για τον λόγο αυτό πρέπει συνεχώς να ετοιμαζόμαστε από εδώ, για την έξοδό μας προς τα εκεί· διότι τι θα συμβεί εάν αποφασίσει ο Κύριος να μας καλέσει απόψε; Τι αν αύριο; Είναι άγνωστο το μέλλον, γι’ αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε διαρκώς και να είμαστε έτοιμοι για το ταξίδι εκείνο, όπως ακριβώς ο Λάζαρος αυτός διαρκώς υπέμενε και καρτερούσε· γι΄αυτό και με τόση τιμή τον οδηγούσαν.
Όμως πέθανε και ο πλούσιος και ε νταφιάστηκε, σαν να ήταν καταχωνιασμένη η ψυχή του μέσα στο σώμα του, όπως σε μνήμα, και περιέφερε σαν τάφο μαζί της τη σάρκα· διότι δεμένος σαν με κάποια αλυσίδα με τη μέθη και τη γαστριμαργία, έτσι είχε κάνει άπρακτη και νεκρή την ψυχή. Μην προσπεράσεις, αγαπητέ, έτσι απλώς το «ἐτάφη», αλλά σκέψου εδώ, σε παρακαλώ, τα τραπέζια τα επαργυρωμένα, τα κρεβάτια, τους τάπητες, τα σκεπάσματα, όλα τα άλλα του σπιτιού, τα μύρα, τα αρώματα, το άφθονο καθαρό κρασί, τις ποικιλίες των φαγητών, τα καρυκεύματα, τους μαγείρους, τους κόλακες, τους σωματοφύλακες, τους υπηρέτες, όλη την άλλη πολυτέλεια κατασβησμένη και καταμαραμένη. Όλα στάχτη, όλα τέφρα και σκόνη, θρήνοι και οδυρμοί, χωρίς να μπορεί κανείς να βοηθήσει, ούτε να επαναφέρει την ψυχή που έφυγε. Τότε φάνηκε η δύναμη του χρυσού και της πολλής περιουσίας.
Πράγματι μέσα από την τόση μεγάλη περιποίηση αναχωρούσε γυμνός και μόνος, χωρίς να μπορεί να μεταφέρει μαζί του τίποτε από τον τόσο πλούτο, αλλά έφευγε έρημος και απροστάτευτος. Κανείς από όσους τον υπηρέτησαν, κανείς απ’ όσους τον βοήθησαν δεν ήταν παρών, για να τον γλυτώσουν από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά αφού αποσπάσθηκε από όλους εκείνους, τον μετέφεραν μόνο για να υπομείνει τις αφόρητες τιμωρίες. Αλήθεια, «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπεσε, τὸ δὲ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:κάθε άνθρωπος είναι σαν το χόρτο και κάθε δόξα του ανθρώπου σαν το άνθος του χόρτου. Ξεράθηκε το χόρτο και το άνθος του έπεσε· ο λόγος όμως του Κυρίου θα μένει στον αιώνα)»[Ησαΐας 40,6-8].Ήλθε ο θάνατος και όλα εκείνα τα έσβησε· και παίρνοντάς τον σαν αιχμάλωτο, έτσι τον οδήγησε σκυμμένο κάτω, γεμάτο ντροπή, χωρίς παρρησία, να τρέμει, να φοβάται, σαν να απήλαυσε όλη εκείνη την τρυφή στα όνειρά του· και μετά ο πλούσιος γινόταν ικέτης του φτωχού, και είχε ανάγκη από το τραπέζι εκείνου, που άλλοτε πεινούσε και ήταν μπροστά στα στόματα των σκυλιών· και τα πράγματα άλλαξαν και έμαθαν όλοι, ποιος ήταν ο πλούσιος και ποιος ήταν ο φτωχός και ότι ο Λάζαρος ήταν πιο πλούσιος απ’ όλους, ενώ αυτός πιο φτωχός απ΄ όλους.
[…] Πολλές φορές κάποιος από τους εδώ πλουσίους βρέθηκε εκεί να είναι φτωχότερος όλων, όπως ακριβώς και αυτός ο πλούσιος· διότι, όταν τον κατέλαβε το βράδυ, δηλαδή ο θάνατος, και βγήκε από το θέατρο της παρούσας ζωής, και έβγαλε το προσωπείο και φάνηκε εκεί ότι είναι φτωχότερος όλων, και τόσο φτωχός, ώστε να μην έχει ούτε μια σταγόνα νερό, αλλά γι’ αυτήν να παρακαλεί επίμονα, χωρίς να εκπληρώνεται ούτε αυτή η αίτησή του. Ποια φτώχεια θα ήταν χειρότερη απ’ αυτήν; Και άκουε πώς· διότι λέγει: «Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(:Αυτός λοιπόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρακαλούσε κανένα να τον βοηθήσει, φώναξε τώρα και είπε: ‘’Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σε αυτή τη φωτιά’’)»[Λουκ. 16,24]. Βλέπεις πόση είναι η θλίψη του; Όταν ήταν κοντά του, τον προσπερνούσε, και τώρα που είναι μακριά του τον καλεί· αυτόν που πολλές φορές, μπαίνοντας και βγαίνοντας δεν τον έβλεπε, αυτό τώρα που είναι μακριά, τον βλέπει με πολύ πόθο.
Και για ποιο λόγο τον βλέπει; Ίσως πολλές φορές είπε αυτός ο πλούσιος: «Τι μου χρειάζεται η ευλάβεια και η αρετή; Όλα για μένα είναι σαν να τρέχουν από πηγές· απολαμβάνω μεγάλη αφθονία αγαθών, πολλή ευτυχία, δεν υποφέρω καμιά δυστυχία· για ποιο λόγο να ασκήσω την αρετή; Αυτός ο φτωχός που ζει με δικαιοσύνη και ευσέβεια υποφέρει μύρια βάσανα». Αυτά βέβαια πολλοί πολλές φορές και τώρα τα λένε. Για να ξεριζωθούν λοιπόν αυτές οι κακές σκέψεις, του δείχνει ότι και για την κακία υπάρχει τιμωρία, και τιμή και στέφανος για τους κόπους υπέρ της ευσεβείας. Και δεν τον είδε μόνο γι’ αυτό, αλλά για να πάθει και ο πλούσιος τώρα, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνο ακριβώς που έπαθε και ο φτωχός·διότι, όπως ακριβώς σε εκείνον έκανε φοβερότερη την τιμωρία τώρα, το να βρίσκεται στην κόλαση και να βλέπει την ευτυχία του Λαζάρου, ώστε να έχει πιο αφόρητη την τιμωρία, όχι μόνο εξαιτίας του είδους των βασάνων, αλλά και εξαιτίας της τιμής που αξιώθηκε εκείνος.
Και όπως, όταν έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο, του παρήγγειλε να κατοικεί απέναντι από τον παράδεισο, για να του ανανεώνει τη λύπη η αδιάκοπη θέα και να του δίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την αίσθηση των αγαθών που έχασε, έτσι λοιπόν κι αυτόν τον έβαλε να κατοικεί απέναντι από τον Λάζαρο, για να δει από ποια αγαθά στέρησε τον εαυτό του. «Σου έστειλα», λέγει, «μπροστά στην πόρτα σου τον φτωχό Λάζαρο, για να σου γίνει διδάσκαλος της αρετής και αφορμή για φιλανθρωπία· περιφρόνησες το κέρδος, δεν θέλησες να χρησιμοποιήσεις όπως έπρεπε την αφορμή αυτή της σωτηρίας· θα σου χρησιμεύσει λοιπόν τώρα ως αφορμή μεγαλύτερης κολάσεως και τιμωρίας».
Απ ’αυτά μαθαίνουμε ότι όλοι όσοι από εμάς περιφρονούνται και αδικούνται, τότε, κατά την ημέρα της Κρίσεως, θα σταθούν μπροστά μας. Αν και βέβαια ο Λάζαρος δεν αδικήθηκε από τον πλούσιο· διότι ο πλούσιος δεν έκλεψε ακριβώς τα χρήματα του Λαζάρου, αλλά δεν του έδωσε από τα δικά του. Και εάν, επειδή δεν του έδωσε από τα δικά τους, έχει κατήγορο αυτόν που δεν ελέησε, αυτός που άρπαξε και τα ξένα, ποιας συγνώμης θα τύχει, όταν οι αδικημένοι από παντού θα τον περιστοιχίζουν; Διότι εκεί δεν χρειάζονται μάρτυρες, ούτε κατήγοροι, ούτε αποδείξεις, ούτε τεκμήρια· αλλά αυτά τα ίδια τα πράγματα, όπως ακριβώς εμείς τα ετοιμάσαμε, φαίνονται μπροστά στα μάτια μας. «Διότι να», λέγει, «ο άνθρωπος και τα έργα του». Και αυτό δηλαδή είναι αρπαγή, το να μη δίνεις στον άλλον από τα δικά σου.
Και ίσως σας φαίνεται παράξενο αυτό που λέγω, αλλά μην εκπλήττεσθε· διότι θα σας φέρω μαρτυρία από τις θείες Γραφές που λέγει ότι το όχι μόνο το να αρπάξεις τα ξένα, αλλά και το να μη δίνεις στους άλλους από τα δικά σου και αυτό είναι αρπαγή και πλεονεξία και αποστέρηση. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Κατηγορώντας τους Ιουδαίους ο Θεός λέγει μέσω του προφήτη: «Καὶ εἰσηνέγκατε πάντα τὰ ἐκφόρια εἰς τοὺς θησαυρούς, καὶ ἔσται ἡ διαρπαγὴ αὐτοῦ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ(:Και σεις βάλατε όλα τα προϊόντα της γης σας μέσα στις αποθήκες σας. Έτσι λοιπόν κάνατε αρπαγή των δεκάτων και απαρχών, που βρίσκονται τώρα στο σπίτι σας και τα στερήσατε από τους φτωχούς στους οποίους οφείλατε να τα δώσετε)»[Μαλ.3,10]. «Επειδή», λέγει, «τις συνηθισμένες προσφορές δεν τις δώσατε, αρπάξατε αυτό που ανήκε στον φτωχό». Και αυτό το λέγει, για να δείξει στους πλουσίους ότι έχουν αυτά που ανήκουν στους φτωχούς, είτε πατρική κληρονομιά δεχτούν, είτε από οπουδήποτε συγκεντρώσουν τα χρήματα. Και πάλι αλλού λέγει: «Τέκνον, τὴν ζωὴν τοῦ πτωχοῦ μὴ ἀποστερήσῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς ὀφθαλμοὺς ἐπιδεεῖς(:Παιδί μου, μη στερήσεις τον πτωχό από όσα του χρειάζονται για τη ζωή του και μην αναβάλεις την βοήθειά σου σε μάτια τα οποία σε κοιτάζουν ικετευτικώς)»[Σοφ. Σειρ.4,1]· και αυτός που στερεί, τα ξένα στερεί· διότι αποστέρηση λέγεται το ότι πήραμε τα ξένα πράγματα και τα κρατούμε.
Και με αυτό λοιπόν διδασκόμαστε ότι όταν δεν ελεούμε θα τιμωρηθούμε εξίσου με τους καταχραστές· διότι τα χρήματα είναι του Κυρίου από οπουδήποτε και αν τα συλλέξουμε και αν τα δώσουμε στους φτωχούς θα έχουμε μεγάλο κέρδος. Και γι’ αυτό επέτρεψε ο Θεός να έχεις εσύ περισσότερα, για να τα ξοδέψεις όχι στην πορνεία και στη μέθη και στην πολυφαγία και στην πολυτέλεια των ενδυμάτων και στην άλλη βλακεία, αλλά για να τα μοιράσεις σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη· διότι, όπως ένας που παραλαμβάνει βασιλικά χρήματα, αν αφήσει εκείνους στους οποίους έχει εντολή να τα μοιράσει και τα ξοδέψει σε δική του ανοησία, θα λογοδοτήσει και θα θανατωθεί, έτσι λοιπόν και ο πλούσιος είναι σαν ένας που εισπράττει τα λεφτά που πρέπει να μοιραστούν στους φτωχούς και έχει πάρει εντολή να τα μοιράσει στους φτωχούς συνδούλους του. Αν λοιπόν ξοδέψει κάτι περισσότερο για τον εαυτό του από ό,τι χρειάζεται, θα υποστεί εκεί φοβερότατες τιμωρίες· διότι δεν είναι δικά του τα δικά του, αλλά των συνδούλων του.
Ας τα διαχειριζόμαστε λοιπόν αυτά σαν ξένα, για να γίνουν δικά μας. Και πώς θα τα διαχειριστούμε, σαν ξένα; Όταν δεν τα ξοδεύουμε σε περιττές ανάγκες, ούτε μόνο στις δικές μας, αλλά όταν τα διαμοιράζουμε στα χέρια των φτωχών· και αν είσαι πλούσιος και ξοδεύεις κάτι περισσότερο από το αναγκαίο, θα λογοδοτήσεις για τα χρήματα που σου έχει εμπιστευθεί. Αυτό συμβαίνει και στα μεγάλα σπίτια. Πολλοί δηλαδή τα ταμεία τους τα εμπιστεύτηκαν στους υπηρέτες τους· αλλά όμως οι διαχειριστές εκείνοι φυλάσσουν αυτά που τους έχουν δώσει και δεν καταχρώνται αυτά που τους εμπιστεύθηκαν, αλλά τα διανέμουν σε εκείνους που ο οικοδεσπότης θα διατάξει και όταν διατάξει. Αυτό και εσύ να κάνεις·διότι πήρες πιο πολλά από τους άλλους και τα έλαβες, όχι για να τα ξοδέψεις μόνος σου, αλλά να γίνεις και στους άλλους καλός διαχειριστής.
Αξίζει όμως κι εκείνο να ερευνήσουμε: γιατί άραγε δεν είδε τον Λάζαρο κοντά σε κανέναν άλλον δίκαιο, αλλά τον είδε μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ; Ήταν φιλόξενος ο Αβραάμ· για να γίνει λοιπόν και αυτός κατήγορος αυτού για την αφιλοξενία του, τον βλέπει μαζί με εκείνον· διότι εκείνος και τους περαστικούς έψαχνε να βρει και τους οδηγούσε στο σπίτι του, ενώ αυτός αδιαφορούσε και γι’ αυτόν που βρισκόταν μέσα, και ενώ είχε τόσο θησαυρό και αφορμή για σωτηρία, τον προσπερνούσε αδιάφορα κάθε ημέρα, και δεν χρησιμοποίησε όσο μπορούσε την προστασία του φτωχού. Όμως ο πατριάρχης δεν ήταν τέτοιος, αλλά τελείως διαφορετικός· καθόταν μπροστά στις θύρες και προσκαλούσε για φιλοξενία στο σπίτι του όλους τους κουρασμένους διαβάτες, και όπως κάποιος αλιέας, ρίχνοντας δίχτυ στη θάλασσα, ανασύρει συνήθως ψάρι, όμως ανασύρει πολλές φορές και χρυσό και μαργαριτάρια, έτσι λοιπόν κι αυτός, αλιεύοντας ανθρώπους, κατόρθωσε να αλιεύσει κάποτε και αγγέλους, και το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι χωρίς να το γνωρίζει το έκανε αυτό.
Διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δεν θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο, ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι, και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόσο μεγάλη προθυμία τούς κάλεσε μέσα στο σπίτι του [βλ. Γεν.18,2-5: «Ὤφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας.ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. Καὶ εἶπε· Κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. Καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας(:Φανερώθηκε λοιπόν ο Θεός στον Αβραάμ, που ήταν κοντά στη δρυ Μαμβρή και καθόταν στη θύρα της σκηνής του κατά τον Νότο. Σήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδε ξαφνικά τρεις άνδρες όρθιους απέναντι του. Αμέσως έτρεξε προς συνάντησή τους από τη θύρα της σκηνής του, προσκύνησε αυτούς έως το έδαφος και είπε: “Κύριε, εάν τυχόν βρήκα χάρη ενώπιόν σου, σε παρακαλώ μην καταφρονήσεις τον δούλο σου· ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να φέρω νερό και οι δούλοι μου να νίψουν τα πόδια σας, και να δροσιστείτε κάτω από το δένδρο. Εγώ λοιπόν θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητό, για να φάτε, και έπειτα θα συνεχίσετε τον δρόμο σας, από τον οποίο παρεκκλίνατε έως εμένα, τον δούλο σας, για να μου κάνετε την τιμή να σας περιποιηθώ”. Εκείνοι λοιπόν είπαν: “κάνε όπως είπες”)»].
Γι’ αυτό λοιπόν νιώθοντας έκπληξη και ο Παύλος συμβουλεύει και λέει: «Ἡ φιλαδελφία μενέτω, τῆς φιλοξενίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· διά ταύτης γὰρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους(:Μόνιμη και σταθερή ας μένει στις καρδιές σας η αγάπη προς τους αδελφούς Χριστιανούς. Μη λησμονείτε ποτέ να ασκείτε την φιλοξενία· διότι χάρη στη φιλόξενη διάθεσή τους μερικοί, όπως ο Αβραάμ και ο Λωτ, αξιώθηκαν, χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν, να φιλοξενήσουν αγγέλους)»[ Εβρ.13,2]. Και σωστά είπε «χωρίς να το ξέρουν»· διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δεν θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο· ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόση μεγάλη προθυμία τους κάλεσε μέσα στο σπίτι του.
Και εσύ λοιπόν, εάν υποδεχτείς κάποιον επίσημο και λαμπρό και δείξεις μεγάλη προθυμία, δεν έκανες τίποτε αξιοθαύμαστο· διότι το αξίωμα του φιλοξενούμενου εξαναγκάζει πολλές φορές και τον αφιλόξενο να δείχνει κάθε καλή διάθεση. Το πιο υπέροχο όμως είναι όταν και τους τυχόντες και τους περιφρονημένους και τους ευτελείς τούς δεχόμαστε με πολλή καλοσύνη. Γι΄ αυτό και ο Χριστός, υποδεχόμενος αυτούς που ενεργούν έτσι, έλεγε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε(: Αληθινά σας λέγω, καθετί που κάνατε για να εξυπηρετήσετε έναν από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα στην κοινωνία, το κάνατε σε εμένα)»[Ματθ.25,40]. Και πάλι: «Οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων(: Όπως ο καλός ποιμένας δεν θέλει να χάσει ούτε ένα πρόβατο, έτσι δεν είναι θέλημα του Πατρός σας που βρίσκεται στους ουρανούς να χαθεί ένας από τους μικρούς τούτους. Λοιπόν προσέχετε μήπως τυχόν καταφρονήσετε κανένα από τους άσημους και απλοϊκούς πιστούς)»[Ματθ.18,14].
Και πάλι: «Ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης(: Όποιος όμως σκανδαλίσει και παρασύρει στην αμαρτία έναν από τους μικρούς και απλοϊκούς αυτούς, που πιστεύουν σε εμένα, είναι προτιμότερο γι΄αυτόν να κρεμαστεί στον τράχηλό του μυλόπετρα από εκείνες που γυρίζει ο όνος στον μύλο και να καταποντιστεί στην ανοικτή θάλασσα)» [Ματθ.18,6]. Και παντού πολύς λόγος γίνεται από τον Χριστό για τους μικρούς και τους ελαχίστους.
Αυτό λοιπόν γνωρίζοντας και ο Αβραάμ, δεν εξέταζε τους διερχομένους ποιοι ήταν και από πού έρχονταν, όπως ακριβώς εμείς τώρα· αλλά τους δεχόταν όλους χωρίς διάκριση· διότι αυτός που δείχνει φιλική διάθεση δεν πρέπει να ζητά να δίνουν λόγο για τη ζωή τους, αλλά μόνο να διορθώνει τη φτώχεια και να καλύπτει την ανάγκη. Έναν λόγο συνηγορίας έχει ο φτωχός, τη φτώχεια και το ότι βρίσκεται σε ανάγκη· τίποτε λοιπόν περισσότερο μην του ζητάς, αλλά κι αν ακόμη είναι ο πιο καλός από όλους και του λείπει η αναγκαία τροφή, ας τον απαλλάξουμε από την πείνα. Αυτό και ο Χριστός παρήγγειλε να κάνουμε λέγοντας· «Γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»[Ματθ.5,45]. Είναι λιμάνι για όσους βρίσκονται σε ανάγκη ο ελεήμονας· και το λιμάνι δέχεται όλους τους ναυαγούς και τους απαλλάσσει από τους κινδύνους· και είτε είναι κακοί, είτε είναι αγαθοί, είτε είναι οτιδήποτε άλλο αυτοί που κινδυνεύουν, τους δέχεται όλους μέσα στην αγκαλιά Του.
[…]Όταν λοιπόν ο πλούσιος στον Άδη είδε τον φτωχό Λάζαρο στην αγκαλιά του Αβραάμ, είπε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(:Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σε αυτή τη φωτιά)»[Λουκ. 16,24].
Για ποιον λόγο δεν απηύθυνε τον λόγο προς τον Λάζαρο; Εγώ νομίζω ότι ντράπηκε και κοκκίνισε και κρίνοντας από τον εαυτό του, νόμιζε ότι οπωσδήποτε θα του κρατά κακία. «Διότι, εάν εγώ», ίσως να σκέφτηκε, «που απολάμβανα τόση ευτυχία, και σε τίποτα δεν αδικήθηκα, περιφρόνησα τον άνθρωπο αυτόν που βρισκόταν σε τόσα κακά και ούτε ψίχουλα δεν του έδωσα, πολύ περισσότερο αυτός τώρα, που τόσο περιφρονήθηκε, δεν θα συγκατανεύσει στην παράκλησή μου». Αυτά βέβαια δεν τα λέμε για να κατηγορήσουμε τον Λάζαρο, διότι εκείνος δεν διακατεχόταν από τέτοιες σκέψεις, μη γένοιτο, αλλά επειδή ο πλούσιος αυτά φοβήθηκε και δεν κάλεσε τον ίδιο τον Λάζαρο, αλλά φώναξε τον Αβραάμ, για τον οποίο πίστευε ότι αγνοούσε εκείνα που είχαν γίνει. Και ζήτησε εκείνο το δάχτυλο, το οποίο πολλές φορές άφησε να το γλύψουν οι γλώσσες των σκύλων.
Τι λοιπόν είπε εκείνος; «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου(:Παιδί μου θυμήσου ότι εσύ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη)»[Λουκ.16,25]. Πρόσεχε σύνεση, πρόσεχε φιλοστοργία δικαίου. Δεν είπε: «απάνθρωπε και σκληρέ και παμπόνηρε, ενώ άφησες σε τόσο μεγάλα κακά τον άνθρωπο αυτόν, θυμάσαι τώρα τη φιλανθρωπία και το έλεος και την συγνώμη; Δεν κοκκινίζεις, δεν ντρέπεσαι;». Αλλά τι λέγει; «Τέκνο μου», λέγει, «απήλαυσες τα αγαθά σου». Διότι λέγει ο σοφός Σειράχ: «Καρδίαν παρωργισμένην μὴ προσταράξῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς δόσιν προσδεομένου (: Μην ταράξεις περισσότερο την καρδιά, την οποία έχει αναστατώσει η οργή, και μην αναβάλεις τη βοήθειά σου σε άνθρωπο, που έχει την ανάγκη σου)» [Σοφ. Σειρ. 4,3]. Του αρκούν οι τιμωρίες του, ας μην επιβαρύνουμε τις συμφορές του. Εξάλλου και για να μην νομίσει ότι από μνησικακία για τα περασμένα δεν άφησε τον Λάζαρο να πάει, τον αποκαλεί «τέκνο μου», απολογούμενος κατά κάποιον τρόπο για τον εαυτό του, με την προσφώνησή του. «Αυτό που είναι στην εξουσία μου», λέγει, «σου το δίνω, το να μεταβεί όμως ο Λάζαρος από εδώ εκεί , δεν είναι στη δική μου δικαιοδοσία».
«Εἶπε δὲ Ἀβραάμ», λέγει, λοιπόν, «τέκνον μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν(:Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη, ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας· τώρα όμως αυτός παρηγορείται για όσα υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου επάνω στη γη. Και εκτός από όλα αυτά, χάσμα μεγάλο έχει στηριχθεί ανάμεσά μας, ώστε εκείνοι που θέλουν να μεταβούν από εδώ προς εσάς να μην μπορούν, ούτε αυτοί που είναι εκεί να περάσουν προς εμάς)»[Λουκ.16,25-26].
Είναι βαριά αυτά που έχουν λεχθεί και πότισαν με μεγάλο πόνο την ψυχή μας. Το ξέρω κι εγώ· αλλά όσο μας πληγώνει η συνείδηση, άλλο τόσο και ωφελεί την ψυχή αυτών που ερεθίζει· διότι, εάν εκεί μας τα έλεγαν αυτά, όπως στον πλούσιο, πράγματι έπρεπε να θρηνούμε και να οδυρόμαστε και να πενθούμε, διότι δε θα είχαμε καιρό για μετάνοια· επειδή όμως τα ακούμε τώρα που είμαστε εδώ, όπου και είναι δυνατό να μετανοήσουμε και να καθαρισθούμε από τις αμαρτίες και να αποκτήσουμε μεγάλη παρρησία, και να αλλάξουμε ανησυχώντας από τα κακά που συνέβηκαν στους άλλους, ας ευχαριστήσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό, που διεγείρει τη δική μας οκνηρία με την τιμωρία των άλλων, και μας αφυπνίζει ενώ κοιμόμαστε. Γι΄ αυτό ακριβώς προλέχθηκαν αυτά, για να μην πάθουμε κι εμείς κάτι ανάλογο με τον άσπλαχνο πλούσιο· διότι, εάν ήθελε να μας τιμωρήσει ο Κύριος, δεν θα μας προειδοποιούσε με αυτήν την παραβολή· γι’ αυτό λοιπόν προλέγει την τιμωρία, για να σωφρονισθούμε με την πρόρρηση και να αποφύγουμε να τα γνωρίσουμε στην πράξη.
Αλλά γιατί δεν είπε «έλαβες τα αγαθά σου», αλλά «ἀπέλαβες»; Εδώ ανοίγεται μπροστά μας αχανές και μεγάλο πέλαγος νοημάτων· διότι το «ἀπέλαβες» φανερώνει και σημαίνει κάποια οφειλή· καθόσον απολαμβάνει κανείς αυτά που του οφείλουν. Αν λοιπόν ήταν μιαρός και ακάθαρτος και σκληρός και απάνθρωπος αυτός ο πλούσιος, γιατί δεν του είπε: «έλαβες τα αγαθά σου» αλλά «απόλαβες», σαν να του τα χρωστούσε και να του τα όφειλε; Τι λοιπόν μαθαίνουμε από εδώ; Ότι, και αν είναι μερικοί άνθρωποι ακάθαρτοι και έχουν φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, πολλές φορές έχουν κάνει ένα και δύο και τρία καλά.
Και το ότι τα λέγω αυτά τώρα, όχι από δική μου σκέψη, γίνεται ολοφάνερο από αυτό· διότι τι μιαρότερο υπήρχε από τον κριτή εκείνον της αδικίας (στην παραβολή του αδίκου κριτή και της χήρας· βλ. Λουκά 18, 1-8); Αυτός ούτε τον Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους ντρεπόταν· αλλ’ όμως, αν και ζούσε μέσα στην κακία, έκανε κάτι καλό, ελέησε την χήρα, που συνεχώς τον ενοχλούσε, υποχώρησε και εκπλήρωσε την απαίτησή της και την προστάτευσε από εκείνους που την αδικούσαν. Έτσι συμβαίνει να είναι κάποιος ασελγής, αλλά και ελεήμων πολλές φορές, ή απάνθρωπος, αλλά και φρόνιμος· αλλά κι αν είναι ακόλαστος και απάνθρωπος, όμως έκανε κατά τη ζωή του πολλές φορές και κάποιο καλό.
Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό και ο πλούσιος, εάν και είχε φθάσει στο ύψιστο σημείο της κακίας, να είχε κάνει κάποιο καλό, και ο Λάζαρος, αν και έφθασε στην κορυφή της αρετής, να είχε αμαρτήσει έστω και ελάχιστα, πρόσεχε πώς και τα δύο αυτά τα υπαινίχθηκε ο πατριάρχης Αβραάμ, λέγοντας: «Κι εσύ απήλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά». Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής· εάν κι εσύ έχεις κάνει κάποιο καλό, και σου οφειλόταν γι΄αυτό κάποιος μισθός, όλα αυτά τα απήλαυσες σ’ εκείνον τον κόσμο, όταν διασκέδαζες, χαιρόσουν τα πλούτη σου, απολάμβανες μεγάλη ευημερία και ευτυχία· και αυτός, αν έκανε κάποιο κακό, όλα τα εξόφλησε με τη φτώχεια και την πείνα και με όλα τα μεγάλα κακά με τα οποία ταλαιπωρήθηκε· και γυμνός ο κάθε ένας από σας έχει φθάσει εδώ, εκείνος χωρίς αμαρτίες, κι εσύ χωρίς κατορθώματα δικαιοσύνης· γι΄αυτό και αυτός έχει καθαρή την παρηγοριά, κι εσύ υπομένεις απαρηγόρητη την τιμωρία.
[…]Αλλά ας ακούσουμε και την συνέχεια. «Και εκτός από όλα αυτά», λέγει, «μεγάλο βάραθρο έχει στηριχθεί μεταξύ μας». Επομένως, καλά είπε ο Δαυίδ: «Ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος; οὐ δώσει τῷ Θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ (:Θα αντικρύσουν όμως και αυτοί τον θάνατο, από τον οποίον ούτε ο στοργικότερος αδελφός δεν μπορεί να τους σώσει. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να τους γλυτώσει ο οποιοσδήποτε ξένος άνθρωπος; Κανείς δεν μπορεί να προσφέρει προς τον Θεό εξιλεωτική προσφορά, για να διαφύγει τον θάνατο)» [Ψαλμ. 48,8]. Πράγματι, δεν είναι δυνατό, κι αν ακόμη είναι αδελφός, κι αν είναι πατέρας, κι αν είναι υιός. Διότι πρόσεχε· «παιδί μου», ονόμασε ο Αβραάμ τον πλούσιο, κι όμως δεν μπόρεσε να φανεί πατέρας· «πατέρα» αποκάλεσε τον Αβραάμ ο πλούσιος, κι όμως, δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσικό, να απολαύσει την πατρική εύνοια, για να μάθεις ότι ούτε συγγένεια, ούτε φιλία, ούτε προσπάθεια, ούτε τίποτ’ άλλο από όσα υπάρχουν, μπορεί να ωφελήσει εκείνον που προδόθηκε από τη δική του τη ζωή.
[…] Άκουσε λοιπόν πώς και ο πλούσιος που ζήτησε δύο χάρες από τον Αβραάμ, και στις δύο απέτυχε· διότι πρώτα τον παρακάλεσε για τον εαυτό του, λέγοντας, «στείλε τον Λάζαρο»· έπειτα όμως όχι πια για τον εαυτό του, αλλά για τους αδελφούς του· αλλά καμιάς χάριτος δεν αξιώθηκε· διότι η πρώτη ήταν αδύνατο να γίνει, ενώ η δεύτερη, για τους αδελφούς του, ήταν περιττή. Αλλ’ όμως, εάν θέλετε, ας ακούσουμε κι αυτά τα λόγια με μεγάλη προσοχή. Δεν άκουε ο κατάδικος τον Θεό να του μιλάει, αλλά ο Αβραάμ ήταν στο ενδιάμεσο, για να μεταφέρει στον δικαζόμενο τα λόγια του δικαστή· διότι δεν έλεγε από μόνος του αυτά που έλεγε, αλλά του διάβαζε τους θείους νόμους και του έλεγε τις αποφάσεις που έβγαζε ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς ο πλούσιος δεν μπορούσε ούτε να αντιμιλήσει.
Αλλά είναι ώρα πια να ακούσουμε τα λόγια του πλουσίου. «Ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ(:Σε παρακαλώ, πατέρα)», λέγει, δηλαδή δέομαι, σε ικετεύω, «ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου(:να στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου τον Λάζαρο· διότι έχω πέντε αδέλφια· για να τους βεβαιώσει τα όσα γίνονται εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτόν της βασάνου)»[Λουκ.16,27-28]. Επειδή απέτυχε για τον εαυτό του, τώρα παρακαλεί για τους άλλους. Πρόσεχε πώς έγινε φιλάνθρωπος και ήμερος εξαιτίας της κολάσεως· διότι αυτός που περιφρονούσε τον Λάζαρο, ενώ τον είχε καθημερινά μπροστά στα πόδια του όσο ζούσε, φροντίζει τώρα τους άλλους που είναι μακριά· αυτός που αδιαφορούσε γι’ αυτόν που ήταν μπροστά στα μάτια τους, ενδιαφέρεται γι΄αυτούς που δεν βλέπει, και με μεγάλο σεβασμό και βιασύνη ζητεί να δειχθεί κάποια πρόνοια γι΄αυτούς, για να αποφύγουν τα βάσανα που θα τους καταλάβουν και αυτούς μόλις πεθάνουν. Και παρακαλεί να σταλεί ο Λάζαρος στο σπίτι του πατέρα του, εκεί όπου ήταν τα αγωνιστικά σκάμματα γι’ αυτόν και είχε ανοιχθεί το στάδιο της αρετής.
«Ας τον δουν τον Λάζαρο τώρα», σκέφτηκε, «με τα στεφάνια, εκείνοι που τον είδαν καθώς αγωνιζόταν με υπομονή και αγόγγυστα όσο βρισκόταν στην επίγειά του ζωή· εκείνοι που ήταν μάρτυρες της φτώχειας και της πείνας και των μυρίων συμφορών του, να γίνουν μάρτυρες της τιμής, της μεταβολής, όλης της δόξας, για να διδαχθούν και να μάθουν και από τα δύο ότι δε θα τελειώσουν τα πράγματά μας σε αυτήν τη ζωή, και να ετοιμασθούν έτσι, με τη μετάνοια, για να μπορέσουν να αποφύγουν αυτήν την κόλαση και τιμωρία)». Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας(:Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες)», λέγει, «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν(:αυτούς ας ακούσουν)»[ Λουκ.16,29]. «Δεν ενδιαφέρεσαι εσύ», είναι σαν να του λέει, «για τους αδελφούς σου περισσότερο από τον Θεό που τους δημιούργησε. Τους έδωσε άπειρους διδασκάλους που τους παροτρύνουν, τους συμβουλεύουν, τους νουθετούν».
Τι λοιπόν απάντησε πάλι αυτός; «Οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ(:Όχι, πατέρα Αβραάμ)», λέγει, «ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν(:αλλά εάν πάει κάποιος από τους νεκρούς, θα τον πιστέψουν)». Αυτά δηλαδή είναι τα λόγια των πολλών. Πού είναι τώρα αυτοί που λένε: «Ποιος ήρθε από εκεί; Ποιος αναστήθηκε από τους νεκρούς; Ποιος είπε αυτά που συμβαίνουν στον Άδη;» Πόσα τέτοια και τόσο μεγάλα είπε στον εαυτό του ο πλούσιος εκείνος όταν απολάμβανε τις τρυφές; Διότι ούτε από αφέλεια παρακάλεσε να αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· αλλά επειδή περιφρονούσε τις Γραφές όταν τις άκουγε και τις περιγελούσε και νόμιζε ότι είναι μύθοι τα λεγόμενα, από εκείνα λοιπόν που έπασχε αυτός, πίστευε ότι και τα αδέλφια του τα ίδια θα πάθαιναν. « Κι εκείνοι», λέγει, «τέτοια λάθος θεώρηση για τα επίγεια έχουν όπως είχα και εγώ· εάν όμως πάει κάποιος από τους νεκρούς, δεν θα αρνηθούν να τον πιστέψουν, δεν θα τον περιγελάσουν, αλλά θα προσέξουν πολύ τα λεγόμενά του».
Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(:Εάν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε εάν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί δεν θα τον ακούσουν)». Και ότι είναι αληθινό αυτό, ότι δηλαδή όποιος δεν ακούει τις Γραφές, ούτε τους νεκρούς εάν αναστηθούν θα τους ακούσει, το απέδειξαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή δεν άκουσαν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε όταν είδαν αναστημένους νεκρούς πίστεψαν· αλλά άλλοτε επιχειρούσαν να σκοτώσουν τον αναστημένο Λάζαρο[βλ.Ιω.12,9-11:«Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν(:Οι αρχιερείς, όταν πληροφορήθηκαν αυτά, αποφάσισαν να φονεύσουν και τον Λάζαρο, διότι πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαν σε αυτόν στη Βηθανία και όταν τον έβλεπαν ζωντανό πάλι και υγιή, αναστημένο από τους νεκρούς, πίστευαν στον Ιησού)»,και άλλοτε ορμούσαν επάνω στους αποστόλους, αν και βέβαια πολλοί από τους νεκρούς αναστήθηκαν κατά την ώρα του σταυρού[βλ.Ματθ.27,51-52: «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(:και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που χώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, σχίστηκε στα δύο από επάνω έως κάτω και η γη συγκλονίστηκε από τον σεισμό και οι πέτρες σχίστηκαν και τα μνημεία στην περιοχή της Ιερουσαλήμ ανοίχτηκαν μόνα τους και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν· και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάσταση του Χριστού, εισήλθαν στην αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάστηκαν σε πολλούς)»].
Αλλά για να μάθεις και από αλλού ότι η διδασκαλία των προφητών είναι πιο αξιόπιστη από την εξιστόρηση των ίδιων των αναστημένων, εκείνο πρόσεξε ότι ο κάθε νεκρός είναι δούλος· αυτά όμως που λένε οι Γραφές, αυτά τα είπε ο Θεός· ώστε είτε αναστηθεί νεκρός, είτε κατεβεί άγγελος από τον ουρανό, οι Γραφές ας είναι πιο αξιόπιστες από όλους· διότι ο Κύριος των αγγέλων και των νεκρών και των ζωντανών Κύριος, Αυτός τις νομοθέτησε. Και ότι περιττά πράγματα ζητούν, αυτοί που ζητούν να έλθουν από εκεί οι νεκροί· εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί, είναι δυνατό να αποδειχτεί αυτό και από τα υπάρχοντα δικαστήρια.
Η γέενα δεν φαίνεται στους απίστους· στους πιστούς είναι γνωστή και φανερή, αλλά όμως στους απίστους δε φαίνεται· τα δικαστήρια όμως φαίνονται και κάθε μέρα ακούμε ότι ο τάδε δικάστηκε, του τάδε η περιουσία δημεύθηκε, άλλος δουλεύει στα μεταλλεία, άλλος κάηκε στη φωτιά, και άλλος με άλλον τρόπο καταδίκης και τιμωρίας χάθηκε. Αλλά όμως αν και τα ακούνε αυτά οι πονηροί και κακούργοι και απατεώνες, δε σωφρονίζονται. Και τι λέγω, ότι δεν σωφρονίζονται αυτοί που ποτέ δεν έπεσαν σε αυτά; Πολλές φορές και πολλοί από αυτούς που πιάστηκαν και ξέφυγαν την τιμωρία, ανοίγοντας τόπο στη φυλακή και πηδώντας έξω, πάλι επέστρεψαν στα ίδια και έκαναν πολύ χειρότερα αυτοί.
Ας μη ζητούμε λοιπόν να ακούμε από τους νεκρούς αυτά τα οποία με μεγαλύτερη σαφήνεια κάθε ημέρα μας διδάσκουν οι Γραφές· διότι, εάν το γνώριζε αυτό ο Θεός, ότι δηλαδή οι αναστημένοι νεκροί θα ωφελούσαν τους ζωντανούς, δεν θα παρέλειπε, ούτε θα παρέβλεπε τόσο κέρδος, Αυτός που όλα τα κάνει για το συμφέρον μας. Και εκτός από αυτά, εάν διαρκώς επρόκειτο να ανασταίνονται οι νεκροί και να μας αναγγέλλουν όλα όσα συμβαίνουν εκεί, και αυτό πάλι με την πάροδο του χρόνου θα είχε καταφρονηθεί· επιπλέον ο διάβολος θα εισήγαγε πονηρά δόγματα με μεγάλη ευκολία· διότι πολλές φορές θα μπορούσε να δείξει είδωλα ή και θα έβαζε κάποιους να υποκρίνονται ότι πέθαναν και θάφτηκαν και έπειτα πάλι θα έδειχνε ότι αναστήθηκαν και μέσω εκείνων θα έκανε πιστευτά όσα ήθελε στις ψυχές εκείνων που θα απατούσε.
Διότι, εάν τώρα, ενώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, πολλές φορές όνειρα που παρουσιάζονται με τη μορφή των ανθρώπων που έφυγαν, πολλούς ξεγέλασαν και τους κατέστρεψαν, πολύ περισσότερο εάν αυτό είχε γίνει και είχε επικρατήσει στις ψυχές των ανθρώπων, όπως δηλαδή εάν πολλοί από αυτούς που πέθαναν, επέστρεφαν πάλι, μύριες οδούς θα έπλεκε ο μιαρός εκείνος δαίμονας και πολλή απάτη θα εισήγαγε στη ζωή μας. Γι’ αυτό έκλεισε καλά τις θύρες ο Θεός και δεν αφήνει κάποιον από αυτούς που έφυγαν να επανέλθει και να πει όσα συμβαίνουν εκεί, για να μην πάρει αφορμή από αυτό ο διάβολος και εισαγάγει όλα τα δικά του.
Πραγματικά, όταν υπήρχαν οι προφήτες, αυτός παρουσίασε ψευδοπροφήτες· και όταν ήταν οι απόστολοι, ψευδαποστόλους· και όταν παρουσιάστηκε ο Χριστός, ψευδοχρίστους, και όταν μας δόθηκαν οι σωστές διδασκαλίες, εισήγαγε τις διεφθαρμένες αιρέσεις, σπέρνοντας παντού τα ζιζάνια. Ώστε, εάν συνέβαινε και αυτό, θα επιχειρούσε να το κάνει και αυτό υποκριτικά με τα όργανά του, και δεν θα ανέσταινε πραγματικά νεκρούς, αλλά με κάποιες μαγείες και απάτες θα απατούσε τα μάτια των ανθρώπων ή και θα ετοίμαζε κάποιους, όπως προανέφερα, να υποκριθούν ότι πέθαναν, και θα τα έκανε όλα άνω κάτω, προκαλώντας σύγχυση. Αλλά ο Θεός, επειδή όλα αυτά τα προγνώριζε, του απέκλεισε αυτήν την επιβουλή, και φροντίζοντας για μας, δεν επέτρεψε να έλθει ποτέ κανείς από εκεί και να συζητήσει με τους ζωντανούς ανθρώπους, για να μας διδάξει να θεωρούμε τις θείες Γραφές πιο αξιόπιστες από όλους· διότι μας έδειξε πολύ πιο φανερά πράγματα από την ανάσταση των νεκρών· όλη την οικουμένη επέστρεψε, απομάκρυνε την πλάνη, επανέφερε την αλήθεια, όλα αυτά τα κατόρθωσε με αλιείς και ασήμαντους ανθρώπους, δίνοντας παντού αρκετές αποδείξεις της πρόνοιάς Του.
Ας μη νομίζουμε λοιπόν ότι όλα τα σχετικά με εμάς σταματούν σε αυτή τη ζωή, αλλά ας πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε θα υπάρξει κρίση και ανταπόδοση για όλα αυτά που κάνουμε εδώ· διότι αυτό είναι τόσο σαφές και ολοφάνερο σε όλους, ώστε και οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες και οι αιρετικοί και ο οποιοσδήποτε άνθρωπος έχουν την ίδια γνώμη γι’ αυτό το θέμα. Αν και δεν πιστεύουν δηλαδή όλοι στην ανάσταση όπως θα έπρεπε, όμως για την κρίση και την κόλαση και για τα εκεί δικαστήρια όλοι συμφωνούν, ότι υπάρχει κάποια ανταπόδοση εκεί για όσα γίνονται εδώ· διότι, εάν αυτό δεν συνέβαινε, για ποιο λόγο ο Δημιουργός μας, άπλωσε τόσο μεγάλο ουρανό, έστρωσε κάτω τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, άφησε να χυθεί παντού ο αέρας, έδειξε τόσο μεγάλη πρόνοια, εάν δεν επρόκειτο να μας φροντίσει μέχρι τέλους;
Δεν βλέπεις πόσοι άνθρωποι που έζησαν στην αρετή, αν και έπαθαν μύρια δεινά, έφυγαν χωρίς να απολαύσουν κανένα αγαθό; Και άλλοι πάλι, αν και έδειξαν μεγάλη κακία, άρπαξαν τις περιουσίες των άλλων, ξεγύμνωσαν χήρες και ορφανά και τα καταπίεσαν, αφού απήλαυσαν τον πλούτο και την τρυφή και μύρια αγαθά, έφυγαν χωρίς να πάθουν ούτε το παραμικρό κακό; Πότε λοιπόν ή εκείνοι οι πρώτοι θα απολαύσουν τις αμοιβές της αρετής ή αυτοί θα πληρώσουν για την κακία τους, εάν στο τέλος αυτής της ζωής σταματούν τα δικά μας πράγματα; Διότι, το ότι εάν υπάρχει Θεός, όπως βέβαια και υπάρχει, είναι δίκαιος, ο καθένας θα μπορούσε να το πει· και ότι εάν είναι δίκαιος, και αυτούς και εκείνους θα τους ανταποδώσει αυτά που τους αξίζουν και αυτό από όλους έχει ομολογηθεί. Αλλά, εάν πρόκειται και εκείνους και αυτούς να τους ανταποδώσει κατά την αξία τους και εδώ κανείς από αυτούς δεν έλαβε την αμοιβή, ούτε εκείνος της κακίας την τιμωρία, ούτε αυτός της αρετής τις αμοιβές είναι ολοφάνερο ότι υπολείπεται κάποιος καιρός, κατά τον οποίο και οι δύο θα έχουν την ανταπόδοση που τους αρμόζει.
[…] Γνωρίζοντας, λοιπόν, αγαπητοί, όλα αυτά, ας προσέχουμε τους εαυτούς μας με κάθε ακρίβεια· κι αν τιμωρούμαστε, να ευχαριστούμε· κι αν ευημερούμε, να ασφαλίζουμε τους εαυτούς μας και σωφρονιζόμενοι από τις τιμωρίες των άλλων, να ευχαριστούμε τον Θεό δια της μετανοίας και της κατανύξεως και της διαρκούς εξομολογήσεως· και εάν έχουμε διαπράξει κάποια αμαρτία κατά την παρούσα ζωή, αφού την αποβάλουμε και με πολλή προσπάθεια σβήσουμε την κάθε κηλίδα της ψυχής μας, ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας αξιώσει όλους να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες μας όσο είμαστε εδώ, κι έτσι να πάμε εκεί, ώστε όχι με τον πλούσιο, αλλά με τον Λάζαρο να απολαύσουμε τους κόλπους του πατριάρχη, και να εντρυφούμε με τα αθάνατα αγαθά, τα οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, μαζί με το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ :
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-lazaro-et-divite.pdf
Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 25, σελίδες 425-549 [κατ΄επιλογήν από τις ομιλίες α΄- δ΄ του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον»].
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμοι 14 και 15, σελ. 27- 51 και σελ. 11-25 αντίστοιχα .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ E΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 16,19-31]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς(:Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απέξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο και από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)» [Λουκ. 16,19].
Θα ρωτούσε ίσως κάποιος : «Άραγε, σύμφωνα με την ευαγγελική ιστορία, η οποία λέγει ότι ο φτωχός πήγε στον τόπο της ανάπαυσης, ενώ ο πλούσιος στην κόλαση, έχουν ήδη γίνει αυτά, και κληρώθηκε ανταπόδοση αντάξια στον καθένα, ή με αυτά που λέγει ο Κύριος παριστάνει την εικόνα της μελλοντικής κρίσεως; Αλλά βέβαια», θα συνέχιζε τον συλλογισμό του, «επειδή αναφέρει τον Λάζαρο, πραγματικά έγινε και πραγματοποιήθηκε. Και γιατί δεν είπε ‘’κάποιος φτωχός άνθρωπος’’, αλλά είπε ‘’Λάζαρος’’; Μήπως για να δείξει με την ονομασία ότι αυτά έγιναν πραγματικά και αληθινά και δεν είναι παραβολή;».
Σε αυτόν όμως που έτσι συλλογίζεται, θα πούμε: Η κρίση, λέγει παντού η Αγία Γραφή, θα γίνει μετά την ανάσταση των νεκρών, και η ανάσταση δε θα γίνει, αν δεν έρθει και πάλι ο Χριστός, σε εμάς από τον ουρανό με τη δόξα του Πατέρα μαζί με τους αγίους αγγέλους. Έτσι και ο πάνσοφος Παύλος λέγει ότι «αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ᾿ οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον(:κι αυτό θα συμβεί, διότι ο ίδιος ο Κύριος με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού θα κατεβεί από τον ουρανό, και οι νεκροί που είχαν πεθάνει πιστοί στο Χριστό θα αναστηθούν πρώτοι)»[Α΄Θεσ.4,16]. Χωρίς λοιπόν να κατεβεί από τους ουρανούς ο Κριτής όλων, ούτε και η ανάσταση των νεκρών θα γίνει. Και πώς τότε δεν είναι απίθανο να σκεφτούμε ότι έγινε ήδη σε κάποιους η ανταπόδοση ή των πονηρών ή των αγαθών έργων; Αυτά λοιπόν που λέγονται από τον Χριστό και για τον πλούσιο και για τον Λάζαρο είναι τρόπος παραβολής διατυπωμένος με ευφυΐα.
Η διήγηση, όπως διασώζει η παράδοση των Εβραίων, αναφέρει ότι εκείνο τον καιρό υπήρχε κάποιος Λάζαρος στα Ιεροσόλυμα, που ζούσε σε έσχατη φτώχεια και ασθένεια, τον οποίο και ανάφερε ο Κύριος, παίρνοντάς τον ως παράδειγμα προς φανερότερη απόδειξη των όσων έλεγε. Γιατί, αφού δεν είχε έρθει ακόμα από τους ουρανούς ο Χριστός, ούτε ανάσταση είχε γίνει, ούτε ακολούθησε σε κάποιους ανταπόδοση των πράξεών τους. Αλλά σαν σε εικόνα, περιγράφτηκε με την παραβολή ένας πλούσιος που ζούσε μέσα σε απολαύσεις και χωρίς ευσπλαχνία, και ένας φτωχός και άρρωστος, για να γνωρίσουν ότι, αν αυτοί που έχουν τον πλούτο στη γη δε θελήσουν να γίνουν καλοκάγαθοι και μεταδοτικοί και κοινωνικοί και δε θελήσουν να βοηθήσουν τις ανάγκες των φτωχών, θα υποστούν φοβερή και αναπόφευκτη τιμωρία.
Νομίζω όμως ότι είναι αναγκαίο να πω προηγουμένως ποια υπήρξε η αφορμή του λόγου ή ποιο πράγμα θέλησε ο Χριστός να αποδείξει και διαμόρφωσε και διατύπωσε άριστα την παραβολή αυτή. Σκοπός δηλαδή του Σωτήρα ήταν να μας καθιστά τεχνίτες στην αγαθοεργία και να διαπρέπουμε στα καυχήματα των αρετών. Γιατί ήθελε να καλλιεργούμε τη φιλαλληλία και να φροντίζουμε για τη φιλοπτωχία, και να αγωνιζόμαστε γενναία για την πραγματοποίηση αυτών των έργων και μάλιστα απευθύνοντας τις παραινέσεις Του για το θέμα αυτό στους πλούσιους του κόσμου αυτού και οδηγώντας τους στο δρόμο που ταιριάζει πάρα πολύ στους αγίους, έλεγε: «πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται(:κι αν για την εξασφάλιση της ουράνιας αυτής βασιλείας τα υλικά αγαθά σας γίνονται εμπόδιο, πουλήστε όσα έχετε και δώστε τα ελεημοσύνη στους φτωχούς. Και με την ελεημοσύνη και την αγαθοεργία κάντε για τον εαυτό σας πουγκιά που δεν παλιώνουν, θησαυρό που δεν χάνεται και δεν λιγοστεύει˙ θησαυρό στους ουρανούς, όπου ούτε κλέφτης πλησιάζει για να τον αρπάξει, ούτε σκόρος τον καταστρέφει)»[Λουκ.12,33]. Και η εντολή βέβαια ήταν καλή και αγαθή και σωτήρια, όμως ο Χριστός δεν αγνοούσε ότι η δυνατότητα εφαρμογής αυτού που συνιστούσε δεν είναι δυνατή στους πολλούς, γιατί ο ανθρώπινος νους αδυνατεί πάντοτε μπροστά στα δυσχερή και δύσκολα να κατορθωθούν έργα. Επειδή όμως είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, επινόησε κάποιο τρόπο βοήθειας προς αυτούς, για να μη διαδεχθεί τον εδώ πλούτο διαρκής και δύσκολα να αποβληθεί φτώχεια, και τις πρόσκαιρες απολαύσεις αιώνια κόλαση.
«Εάν λοιπόν», λέγει, «δεν ανέχεστε να εγκαταλείψετε τον φιλήδονο πλούτο και να πωλήσετε όλες τις περιουσίες σας και να τις μοιράσετε σε αυτούς που έχουν ανάγκη, προσπαθήστε να ευδοκιμήσετε έστω και λιγότερο· κάνετε για τους εαυτούς σας φίλους, από τον άδικο μαμωνά, δηλαδή μη χρησιμοποιείτε τον πλούτο μόνο για τον εαυτό σας αλλά απλώστε χέρι και σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Πονέστε μαζί με αυτούς που υποφέρουν, παρηγορήστε τους αγίους, που αγαπούν την εκούσια φτώχεια, για να λατρεύουν απερίσπαστα τον Θεό. Αυτό δεν θα σας είναι χωρίς αμοιβή γιατί όταν θα σας λείψει ο επίγειος πλούτος, επειδή θα έχετε καταληφθεί από το τέλος της ζωής σας, τότε θα σας κάνουν μετόχους της ελπίδας τους και η παρηγοριά που θα δοθεί σε αυτούς από τον Θεό. Γιατί αυτούς που καταπονήθηκαν σε αυτήν τη ζωή και βάσταξαν με υπομονή το δυσβάστακτο φορτίο της φτώχειας, ως αγαθός θα τους κάνει πάλι δικούς Του».
Κάτι ανάλογο συμβουλεύει και ο Παύλος στους πλουσίους, λέγοντας σχετικά με αυτούς που ταλαιπωρούνται σε τούτη τη ζωή: «ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης(:αλλά και η δική τους παρρησία στον Θεό, που εξαιτίας των δοκιμασιών τους πλεονάζει, να συμπληρώσει το δικό σας τυχόν πνευματικό υστέρημα, για να υπάρξει έτσι ισότητα και στα σωματικά και στα πνευματικά)»[Β΄Κορ.8,14]. Και αυτό σημαίνει ότι δεν παραγγέλλει τίποτε άλλο, παρά εκείνο που είπε ο Χριστός: «Ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς(:Όπως ο άδικος αυτός διαχειριστής φρόντισε εγκαίρως να εξασφαλίσει τη φιλία των οφειλετών του κυρίου του, έτσι και εσείς φροντίστε να κάνετε για το καλό σας φίλους απ’ τον πλούτο που είναι άδικος˙ διότι οι μεγάλες περιουσίες με αδικία συνήθως συγκεντρώνονται˙ αλλά και όποιος κατακρατά τα πλούτη μόνο για τον εαυτό του διαπράττει μεγάλη αδικία. Κάντε λοιπόν κι εσείς φίλους απ’ τον άδικο πλούτο ευεργετώντας με φιλανθρωπίες τους συνανθρώπους σας, ώστε όταν πεθάνετε, να σας υποδεχθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώνιες σκηνές του παραδείσου)»[Λουκ. 16,9]. Ότι όμως το να μην ανέχονται οι πλούσιοι να το κάνουν ούτε αυτό, γίνεται πρόξενο καταστροφής και φωτιάς που δεν σβήνει, το δείχνει καθαρά λέγοντάς μας την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς(:Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απ’ έξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο, κι από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)» [Λουκ. 16,19].
Εδώ πρόσεξε, σε παρακαλώ, και εξέτασε με ακρίβεια τα λόγια του Σωτήρα που παρουσιάζουν κάτι το πολύ σοφό. Γιατί ,ενώ μπορούσε να πει: «Ο τάδε άνθρωπος,που ονομαζόταν…, ήταν πλούσιος», όπως στην περίπτωση του Ιώβ[βλ. Ιώβ,1,1: «Ἄνθρωπος τις ἦν ἐν χώρᾳ τῇ Αὐσίτιδι, ᾧ ὄνομα Ἰώβ, καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος(:Στην Αυσίτιδα χώρα ζούσε ένας άνθρωπος ο οποίος ονομαζόταν Ιώβ. Ήταν ευθύς και έντιμος, άμεμπτος, δίκαιος απέναντι όλων, ευσεβής προς τον Θεό, απέφευγε κάθε πονηρό πράγμα, κάθε αμαρτωλή πράξη)»], αυτό βέβαια δεν το είπε, αλλά τον ονομάζει απλώς άνθρωπο πλούσιο, ενώ αναφέρει τον φτωχό με τον όνομά του. Ποια λοιπόν είναι η παρατήρηση; Ο πλούσιος, επειδή δεν ήταν φιλεύσπλαχνος, είναι ανώνυμος στον Θεό. Γιατί είπε κάπου με τη φωνή του Ψαλμωδού για εκείνους που δεν τον σέβονται: «Οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου(:Δεν θα συναθροίσω ποτέ κατά κανένα λόγο και τρόπο σε λατρευτικές συγκεντρώσεις ανθρώπους μολυσμένους με αίματα αθώων ανθρώπων ή με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών. Ποτέ δεν θα αναφέρω στα χείλη μου, ούτε καν και θα ενθυμηθώ, τα ονόματα των ασεβών ανθρώπων και των ειδωλολατρικών τους θεών)»[Ψαλμ.15,4]. Αντίθετα, όπως είπα, ο φτωχός αναφέρεται ονομαστικά με τη γλώσσα του Θεού.
Όμως ας δούμε την έπαρση του πλουσίου για όσα από αυτά που κανένα δεν είναι από τα αναγκαία. Τι λέγει λοιπόν γι’ αυτόν ο Χριστός; «Και φορούσε πορφύρα και λινό ένδυμα», δηλαδή φρόντιζε να ντύνεται με πολυτελέστατα ενδύματα. Ο φτωχός όμως ήταν πεταμένος δίπλα στον πυλώνα, δεσμευμένος με την αρρώστια και τη φτώχεια, και δεν του έδινε καμία σημασία. Επειδή δεν είχε καμία φροντίδα και περιποίηση προσπαθούσε να χορτάσει από εκείνα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου και τα πιο άχρηστα. Αλλά και «οι σκύλοι», λέγει, «έγλειφαν τις πληγές του», που δεν τον έβλαπταν βέβαια, όπως ήταν φυσικό, αλλά του έδειχναν κατά κάποιο τρόπο τη συμπόνια τους και τον θεράπευαν(γιατί με τη γλώσσα τους αποκαθιστούν και τις δικές τους πληγές), ξύνοντας κατά κάποιο τρόπο το μέρος που του πονούσε και γλείφοντας το με φιλοφροσύνη. Εκείνος όμως που ήταν πλούσιος και σκληρότερος από τα θηρία, αποδεικνυόταν ασυγκίνητος και άσπλαχνος και γεμάτος από κάθε απανθρωπιά.
«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη(:Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός και οι άγγελοι του Θεού τον μετάφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δεν φάνηκαν γι’ αυτόν οι άγγελοι του Θεού)»[Λουκ.16,22].
Έφυγε όμως ο Λάζαρος αυτός όχι μόνος, αλλά με ολόκληρη συνοδεία δορυφόρων αγγέλων και με τις πιο αγαθές ελπίδες για αιώνια πλέον ανάπαυση· διότι γι’ αυτούς που έχουν τις ελπίδες τους στον Θεό η αποδημία από τα δικά μας είναι μετάθεση από τη θλίψη και τους πόνους. Κάτι ανάλογο δίδαξε και ο Σολομών λέγοντας: «Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἑλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ(:Η ζωή των δικαίων βρίσκεται κάτω από το παντοδύναμο προστατευτικό χέρι του Θεού, και καμιά θλίψη και βάσανος δεν θα τους αγγίξει, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψει. Στα μάτια των αφρόνων φάνηκε ότι πέθαναν και η έξοδός τους από τον κόσμο αυτό θεωρήθηκε δυστύχημα και η αναχώρησή τους από τη ζωή αυτή φάνηκε στους άφρονες ως όλεθρος και απώλεια. Εκείνοι όμως υπάρχουν και ζουν σε ειρήνη)»[Σοφ.Σολ. 3,1-3]. Γιατί τους δίνεται ισάξιο προς τους κόπους τους το μέτρο παρηγορίας ή ενδεχομένως οι αμοιβές είναι περισσότερες από τους πόνους, γιατί το είπε Χριστός: «μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν(: Η πρόνοια, η δικαιοσύνη και η αγαθότητα του Θεού θα σας δώσει στην αγκαλιά σας ένα μέτρο καλό, στοιβαγμένο και κουνημένο, ώστε να μη μένει καθόλου κενός χώρος από το δοχείο της μετρήσεως, ένα μέτρο που θα πλεονάζει και θα ξεχύνεται)»[Λουκ.6,38].
Συμπέρασμα: «Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν(:Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός Λάζαρος)», λέγει, «καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη(:και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους του Θεού στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δε φάνηκαν γι΄αυτόν οι άγγελοι του Θεού, αλλά βασανιζόταν στον τόπο του Άδη)» [Λουκ.16,22]. Γιατί η απαλλαγή από το σώμα ήταν θάνατος για τον πλούσιο αυτόν που υπήρξε σκληρός και άσπλαχνος γιατί μεταφέρθηκε από την απόλαυση στην κόλαση, από τη δόξα στην ατιμία, από το φως στο σκοτάδι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 124 και 125 του PDF].
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Β΄», κεφάλαιο 16ο, σελ. 111-115.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ [: Λουκά, 16, 19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ. ΔΥΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΕΣ»
(Έκδοσις Β΄)
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-11-1995]
[Β323]
Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, αγαπητοί μου, που ακούσαμε στη σημερινήν ευαγγελική περικοπή, είναι μία κατασκευασμένη ιστορία, που ο Κύριος ήθελε να δώσει μία απάντηση εις τους Φαρισαίους.
Σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν». Κάθε κήρυγμα του Κυρίου, προπαντός περί πτωχείας, περί εκουσίου πτωχείας, όταν οι Φαρισαίοι άκουγαν αυτά, φιλάργυροι υπάρχοντες, ήσαν φιλοχρήματοι και φιλάργυροι άνθρωποι, τον εξεμυκτήριζον, τον κορόιδευαν τον Ιησούν. «Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». «Σεις», λέει, «είσαστε εκείνοι οι οποίοι δικαιώνετε τους εαυτούς σας μπροστά στους ανθρώπους και δείχνετε ότι έχετε αγιότητα. Όμως ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας, και εκείνο που είναι εις τους ανθρώπους υψηλόν, -δηλαδή υπερηφάνεια-, αυτό στον Θεό μπροστά είναι βδέλυγμα, είναι σίχαμα».
Κι έτσι ο Κύριος είπε την παραβολήν αυτήν, του πλουσίου και του Λαζάρου και ήθελε να τους δείξει ότι δεν πρέπει να καυχώνται δια τον πλούτον των, δια την τιμή των, δια την αξιοπρέπειά των κ.τ.λ., γιατί τα πράγματα αλλάζουν μετά τον θάνατον. Αλλάζει το σκηνικό. Και τους είπε ότι υπάρχουν δύο σκηνικά. Το ένα στη Γη, με την παρούσα ζωή. Το άλλο στον ουρανό, μετά τον θάνατο. Κι εκεί ακριβώς ο Κύριος οικοδομεί την παραβολήν αυτήν.
Όμως, όπως πάντα, κάθε λόγος του Κυρίου είναι πολυσήμαντος. Έτσι και η παραβολή αυτή, δεν θέλει μόνον απλώς να διδάξει ό,τι είπαμε, αλλά έχει και άλλες πολλές πλευρές, τις οποίες εξυπηρετεί. Ο λόγος του Θεού, ποτέ δεν εξαντλείται. Και το σημαντικόν, ότι σε κάθε εποχή κατανοείται ο λόγος του Θεού περισσότερο και περισσότερο, ανακαλύπτεται πάντοτε κάτι καινούριο, το οποίον έχει να μας δώσει ως απάντηση.
Εμείς ας μείνομε, στην αγάπη σας, σε μία ψυχογραφία σύντομη, των δύο προσώπων της παραβολής. Και πρώτα ο πλούσιος της παραβολής. Σημειώνει ο ευαγγελιστής: «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς». «Κάποιος άνθρωπος», λέει, «ήτο πλούσιος. Και αυτός εντύνετο με πορφύραν, εξωτερικά ιμάτια, που ήσαν χρώματα βαθέος κοκκίνου», ένα χρώμα και μία ποιότητα υφάσματος, που φορούσαν την εποχή εκείνη οι βασιλείς. Και ο βύσσος είναι ένα βαμβακερόν εσωτερικότερον ένδυμα, από αιγυπτιακό βαμβάκι, βεβαίως την εποχή εκείνη πανάκριβο. Και το πρώτο και το δεύτερο. «Και ακόμη, έξω από την πολυτελή του ένδυση, ήτο ευφραινόμενος. Ευφραινόμενος κάθε μέρα. Και όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και λαμπρώς!».
Ένας πλούσιος άνθρωπος, όπως όλοι οι πλούσιοι άνθρωποι, έτσι κι αυτός ζούσε και επολιτεύετο. Το πώς βέβαια τώρα απέκτησε τον πλούτον αυτόν, αυτό εις την παραβολή δεν αναφέρεται. Μπορεί με απάτες. Μπορεί όμως και τίμια. Αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Η αμαρτία του δεν είναι εις τον πλούτον, γιατί κι ο Θεός είναι πλούσιος. Κι Εκείνος δίδει τον πλούτον. Και ο Αβραάμ, ο οποίος θα μπει σαν τρίτο πρόσωπο μέσα εις την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, κι αυτός ήτο όχι απλώς πλούσιος, αλλά σφόδρα-σφόδρα πλούσιος. Πάρα πολύ πλούσιος. Αλλά ποτέ δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον ο Αβραάμ. Και ακόμη, επειδή δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον, γι’ αυτό και δεν προσεκολλήθη στον πλούτον τον επίγειον. Μας λέγει ο Απόστολος εις την προς Εβραίους επιστολήν του ότι ο Αβραάμ «ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς -της οποίας- τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Ποια είναι αυτή η πόλις, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός; Είναι η Βασιλεία του Θεού. Δηλαδή ζούσε στη Γη αλλά επολιτεύετο εις τον ουρανόν. Και εξεδέχετο και απεδέχετο και ανέμενε την βασιλείαν του Θεού. Κάπου αλλού θα μας πει ο Απόστολος Παύλος, ότι από πλευράς γης, δεν είχε αποκτήσει ούτε τόσην έκτασιν όση είναι η έκταση μιας ανθρωπίνης πατούσας, ποδός, πατούσας, πέλματος. Γιατί; Γιατί ο Αβραάμ έλεγε πάντοτε ότι είναι πάροικος και παρεπίδημος. Όχι στη γη Χαναάν, που του είπε ο Θεός να εγκατασταθεί μονίμως, αλλά εις τον παρόντα κόσμον. Και το σπουδαίον είναι ότι βρίσκομε τον Αβραάμ μες την παραβολή που είπε ο Κύριος, να υπάρχει εις τον Παράδεισον. Εδώ είναι το σπουδαίο. Ότι όντως ο Αβραάμ εκέρδισε τον Παράδεισον.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οικονομείται η παραβολή στη δομή της, ώστε να ανοιχθεί διάλογος ανάμεσα δύο πλουσίων. Του Αβραάμ και του πλουσίου, που μετά θάνατον βεβαίως επήγε όχι εις τον Παράδεισον, αλλά εις τον Άδη. Και οικονομείται, σας είπα, γιατί, όπως ακούσατε στην παραβολή και δεν μπορούμε να τα πούμε όλα, είναι πολυσήμαντη παραβολή, ότι «χάσμα μέγα», λέει, «ἐστήρικται ανάμεσα σε σας και σε μας. Δεν μπορούμε ούτε σε σας να περάσομε, ούτε σεις σε μας να έρθετε». Αλλά οικονομείται, δομείται η παραβολή για να ανοιχθεί διάλογος μεταξύ δύο πλουσίων! Είναι καταπληκτικό. Του Αβραάμ και του πλουσίου της παραβολής. Αυτό σημαίνει ότι ο πλούτος δεν είναι κάτι καθ’ εαυτό κακόν. Αλλά εκείνο που είναι κακό είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι εις τον πλούτον. Ποια είναι η στάση που παίρνει απέναντι εις τον πλούτον.
Αφού λοιπόν ο πλούτος είχε γίνει για τον πλούσιον σκοπός της ζωής, επόμενον ήτο να απολαμβάνει ό,τι ο πλούτος μπορούσε να του δώσει, όλα τα αγαθά. Και πρώτα ησθάνετο και ήθελε και επιζητούσε ένα αίσθημα ασφαλείας ότι… «Ἒχω κείμενα πολλά ἀγαθά», όπως λέει και μία άλλη παραβολή. Ξέρετε ο πλούσιος έχει πάντοτε αυτό το αίσθημα της ασφαλείας. Ότι έχει χρήματα. Ό,τι πείνα και να ‘ρθει, όπως και αν γυρίσουν τα πράγματα, αυτός έχει χρήματα. Βεβαία αυτό είναι μία απάτη, γιατί ο πλούτος είναι μία ρόδα που γυρίζει. Και τα χρήματα είναι τα πιο άπιστα πράγματα. Αλλάζουν με πάσαν ευκολίαν τσέπη με τσέπη. Φεύγουν από την τσέπη μου και πηγαίνουν στην τσέπη του αλλουνού. Έτσι, ωστόσο, ζει ο πλούσιος αυτήν την αίσθηση. Γι΄αυτό θέλει να είναι πλούσιος. Για να έχει το αίσθημα της ασφάλειας. Αλλά και της ανέσεως, αλλά και της ευημερίας. Να τρώγει, να πίνει καλά. Έτσι, τι λέει; Πώς αισθάνεται; Όλα πηγαίνουν καλά. Όλα είναι για μας. Έτσι, σιγά σιγά δημιουργείται ένας εγωκεντρικός τύπος εις τον πλούσιον, που όλοι πρέπει να στρέφονται γύρω από αυτόν. Στον εγωκεντρισμό δεν υπάρχει περιθώριο ή χώρος ούτε ακόμη γι’ Αυτόν τον Θεόν. Δεν χωράει… Και ο Θεός πρέπει να στρέφεται, αντίθετα, να στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, για να τον ικανοποιεί διαρκώς. Έτσι ζητάει ο άνθρωπος ο πλούσιος τον Θεό· κάνει τον σταυρό του, ανάβει ένα κεράκι, για να εξασφαλίσει την εύνοια του Θεού. Για να μην λιγοστέψουν τα αγαθά του. Συνεπώς βλέπετε μίαν θρησκευτικότητα ιδιοτελέστατη. Μία θρησκευτικότητα η οποία βεβαίως στα μάτια του Θεού απορρίπτεται.
Ακόμη, πώς σκέπτεται; Όπως και τα σύγχρονα παιδιά που ζητούν χρήματα από τον πατέρα τους. Το είχα ακούσει αυτό… Να λέει ο ένας πιτσιρίκος στον άλλον πιτσιρίκο: «Κοίταξε, ο πατέρας σου που σε γέννησε, είναι υποχρεωμένος να σου δώσει χρήματα!». Έτσι και ο άνθρωπος, ο άφρων άνθρωπος, ο άφρων πλούσιος, τι λέγει; «Ο Θεός, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μου δώσει αγαθά». Γίνεται ακόμη και τύπος ηδονιστικός. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Καί οὐ μόνον ἐνεδίδετο πορφύραν καί βύσσον –όχι μόνο ντυνόταν όπως ντυνόταν– ἀλλά καί τήν ἂλλην τρυφήν ἐτρύφα πᾶσαν -αλλά και όλη την άλλη τρυφή ετρυφούσε– εὐφραινόμενος οὐ νῦν μέν νῦν δέ οὐ –όχι σήμερα κι όχι αύριο, μέρα παρά μέρα, μία φορά την εβδομάδα– ἀλλά καθ’ ἡμέραν– καθημερινά!. Καί οὐ μετρίως, ἀλλά λαμπρῶς- Και όχι μέτρια, αλλά με λαμπρότητα». Γι΄αυτό, αυτό το «λαμπρῶς» ο ίδιος ο Θεοφύλακτος το αποδίδει: «ἀσώτως και πολυτελῶς». Και ο ηδονιστικός τύπος ουσιαστικά τι είναι; Είναι τύπος υλιστικός. Αυτός είναι υλιστής, είναι ειδωλολάτρης. Λατρεύει την ύλη. Λατρεύει τη σάρκα.
Είναι κατ’ εξακολούθησιν άσπλαχνος άνθρωπος. Δεν τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Μάλιστα, πόσον καιρό είχε, αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός, έξω απ’ τον πυλώνα του σπιτιού του, τον φτωχό τον Λάζαρο; Πολύ καιρό. Εντούτοις, δεν συνεκινείτο που τον έβλεπε από το παράθυρο και από το μπαλκόνι του σπιτιού του να χορταίνει από τα ψίχουλα του τραπεζομανδήλου που τίναζαν οι υπηρέται. Δεν συνεκινείτο. Και ο άσπλαχνος είναι α-κοινώνητος. Δεν έχει κοινωνίαν. Μένει στον εαυτόν του. Είναι ακοινώνητος. Εντούτοις, εντούτοις διατηρούσε πολλές φορές, για να καθησυχάζεται η συνείδησις, διατηρούσε και μίαν υποτυπώδη θρησκευτικότητα. Διότι ανεφώνησε εις τον Άδη. Τι είπε; «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με». Ανεγνώριζε τον Αβραάμ, πρόγονον και ζητούσε το έλεός του. Αλλά… είναι τόσο στοιχειώδες, δεν ήτο ικανό αυτό βεβαίως να τον βοηθήσει. Ακόμη διατηρούσε και μίαν φυσικήν αγάπην, αλλά στα σαρκικά του αδέλφια, εις τους στενούς του συγγενείς, όταν ενδιαφέρθηκε να μην φθάσουν κι εκείνοι εις εκείνον τον τόπον της βασάνου. Τι είπε; «Καλά, δεν μπορώ να ΄ρθω εγώ σε εσένα, ούτε εσύ σε μένα. Ούτε ο Λάζαρος να ‘ρθει σε μένα, για να μου δώσει μίαν λιγάκι κατάψυξη, μια ευχαρίστηση. Να βουτήξει– λέει- το μικρό του δαχτυλάκι μες το νερό και να ‘ρθει να μου το βάλει στα χείλη μου, τα φρυγμένα μου χείλη. Δεν είναι δυνατόν. Σε παρακαλώ όμως πάτερ Αβραάμ, αν είναι δυνατόν, στείλε τον Λάζαρο εις την Γη -δηλαδή να αναστηθεί ο Λάζαρος- και να πει στους αδελφούς μου, τους σαρκικούς μου αδελφούς, γιατί έχω πέντε αδέλφια, να προσέξουν τη ζωή τους, για να μην έρθουν κι αυτοί εδώ». Βλέπετε λοιπόν ότι υπήρχε μία αγάπη· τελείως περιορισμένη. Μόνον εις τον συγγενικόν κύκλον. Στον φτωχό Λάζαρο, που τον έβλεπε κάθε μέρα εκεί απέναντι στον πυλώνα του ουδεμία ευσπλαχνία, ουδέ μία αγάπη. Βλέπετε λοιπόν ότι είχε λίγη, στοιχειώδη ανθρωπιά. Δυστυχώς όχι ικανή να τον σώσει.
Η ζωή του ήταν έκφραση βίου αλαζονικού. Η παρουσία του βεβαίως ήταν πρόκλησις στην πτωχείαν. Είναι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή, είναι ο πλούτος που κάνει τους πτωχούς να εμπυρίζονται. Να παίρνουν φωτιά. Να πυρώνουν. Είναι η ζήλεια. Είναι το νεύρο εκείνο που κινεί τον φθόνον και την κακίαν, εναντίον εκείνου που απολαμβάνει τα αγαθά του ως πλούσιος κι ο άλλος δεν έχει να φάει. «Ὁ πτωχός», λέγει, «ἐμπυρίζεται», μας λέγει η Γραφή. Και το αξιοπαρατήρητον στην όλη ιστορία είναι το εξής: Δεν είχε όνομα. Πώς το έλεγαν; Λέγει, σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καί ποῦ τό ὂνομα τοῦ πλουσίου; -Πού είναι το όνομα του πλουσίου;-. Οὐδαμοῦ -Πουθενά-. Ἀνώνυμος γάρ ἐστίν(Δεν έχει όνομα. Είχε. Αλλά δεν αναφέρεται). Πόσος πλοῦτος! Και ὂνομα αὐτῷ οὐχ εὐρίσκεται–Τόσος πλούτος, ε; Το όνομά του δεν υπάρχει».
Και ένας άλλος ερμηνευτής, ο Θεοφύλακτος, λέγει: «Τόν μέν πλούσιον ἀνωνύμως ἐν τῇ παραβολῇ παρέλαβεν, οἶα μηδέ ἂξιον παρά Θεῷ ὀνομάζεσθαι». «Δεν ήταν άξιος ο άνθρωπος αυτός καν να ονομασθεί από τον Θεό». Και ένας άλλος, τρίτος ερμηνευτής: «Γέγραπται γάρ περί τῶν πονηρῶν· οὐ μή μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διά χειλέων μου – Ο Θεός λέει: Δεν θέλω να θυμηθώ, ούτε καν να προσφέρω το όνομα των πονηρών ανθρώπων». Ο Θεός τα πάντα γνωρίζει. Εκείνο που λέει: «Δεν θέλω να θυμηθώ», όχι ότι ο Θεός ξεχνάει. Αλλά είναι μία έκφρασις που θα το λέγαμε κι εμείς. «Δεν θέλω να ξέρω το όνομά του!». Το ξέρομε. Το λέμε σαν έκφραση περιφρονήσεως. Ότι «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να έχει καμίαν σχέση με εμένα». Έτσι λοιπόν λέγει ο Θεός: «Δεν θέλω να θυμηθώ το όνομα του ασεβούς, του αμαρτωλού. Ούτε καν να το προφέρω με τα χείλη μου».Ο πλούσιος λοιπόν της παραβολής δεν είχε όνομα. Δηλαδή ξέρετε; Δεν είχε πρόσωπο. Το όνομα είναι εκείνο που δίδει το πρόσωπον.
Έχομε και την ψυχογραφία του φτωχού Λαζάρου. Γι’ αυτόν η παραβολή μάς αναφέρει αρκετά χαρακτηριστικά. Ήταν πτωχός. Από συγκυρία ή όχι, έτσι τα πράγματα ήρθαν, μας είναι άγνωστο. Πάντως δεν ήταν πτωχός από ασωτία· διότι είχε μίαν ευσέβειαν. Δεν ήταν λοιπόν πτωχός, γιατί ήταν άσωτος. Έτσι, πολλές φορές, η πτωχεία είναι ένας μόνιμος σύντροφος σε πολλούς ανθρώπους και χωρίς βέβαια αυτοί να ευθύνονται για την πτωχεία τους. Αλλά εκείνο που τον καθιστά πρόσωπον, τον φτωχόν, είναι ότι ήτο επώνυμος. Ελέγετο Λάζαρος. Και Λάζαρος, εδώ θέλω να προσέξομε κάτι, σημαίνει: «Ο Θεός είναι βοηθός μου». Θα ‘θελα να ρωτήσω: Αφού ο Θεός ήτο βοηθός του, γιατί δεν τον έβγαζε από την πτωχείαν; Γιατί δεν τον έβγαζε από την ασθένειαν; Από τις πληγές· που ήταν, λέγει, γεμάτος από έλκη. Γιατί; Πολλάκις το λέγω. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να αλλάξομε αντίληψη περί θείας βοηθείας. Θεία βοήθεια δεν σημαίνει να με βγάλει ο Θεός από τη φτώχεια μου. Δεν σημαίνει να με βγάλει από την αρρώστιά μου. Να με βγάλει από τις αντίξοες καταστάσεις. Αλλά βοήθεια του Θεού είναι να μπορώ να υπομένω όλα αυτά, για να φθάσω να δω το πρόσωπό Του, το πρόσωπο του Θεού. Αυτό είναι η βοήθεια. Δηλαδή, να σωθώ. Και όπως λέγει εδώ ο Θεοφύλακτος: «Τοῦ πένητος ὀνομαστί μνημονεύει –Δίδει όνομα εις τον φτωχόν». Και ξέρετε ότι είναι το μόνο όνομα μέσα σε παραβολή; Σε καμία άλλη παραβολή δεν υπάρχει όνομα. Είναι η μοναδική περίπτωσις. Είναι κι άλλα πράγματα…
Επιτρέψατέ μου μία παρένθεση πολύ γρήγορα. Σας είπα, είναι πολυσήμαντη παραβολή. Ξέρετε ότι ο Λάζαρος, ο αδελφός της Μαρίας και της Μάρθας, ανεστήθη από τους νεκρούς. Τετραήμερος νεκρός ανεστήθη. Όχι μόνον δεν πίστεψαν οι Εβραίοι, αλλά έκαναν συμβούλιον να θανατώσουν το αντικείμενον του θαύματος του Ιησού Χριστού. Για να μην φαίνεται. Γιατί, λέει, πήγαινε όλη η Ιερουσαλήμ εκεί εις την Βηθανία, για να δουν τον Λάζαρο· που ανεστήθη. Και οι ταλαίπωροι σχεδιάζουν τον φόνον του Λαζάρου. Πίστεψαν; Όχι. Γι΄αυτό βάζει όνομα ο Κύριος στην παραβολή. Σαν να ήθελε να τους πει: «Κι ο Λάζαρος ανεστήθη». Στην παραβολή χαλκεύεται το πράγμα, οικοδομείται ότι και αν, λέει, αναστηθεί, «Παιδάκι μου», του λέει, «τέκνον», του λέει ο Αβραάμ του πλουσίου, «δεν πρόκειται να πιστέψουν. Εάν δεν δεχθούν τον Μωυσέα και τον νόμο και τους προφήτας, δεν πρόκειται να πιστέψουν». Ο Λάζαρος ανεστήθη. Τους το ‘κανε αυτό. Τον είδαν. Πίστεψαν; Επαναλαμβάνω· επαναλαμβάνω: Ετοιμάζουν την δολοφονία του.
Έδωσε απάντηση ο Χριστός. Τοποθετημένος, να επανέλθω, εις τον πτωχόν της παραβολής, τοποθετημένος εις τον πυλώνα του πλουσίου, δημιουργεί μία ζωηρή αντιπαράθεση με τον πλούσιον ιδιοκτήτη του. Παρά ταύτα, δεν διαμαρτύρεται. Δεν επικαλείται κοινωνική ισότητα. Δεν βρίζει τον πλούσιο. Ή την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Δεν σήκωσε ποτέ τη γροθιά του. Αυτό το σύγχρονο σύμβολον της εκδικήσεως της κοινωνικής. Ποτέ δεν χόρτασε φαγητό. Και αυτό προήρχετο, που έτρωγε, από τα ψιχουλάκια, από τα σκουπίδια του πλουσίου σπιτιού. Αυτό τι δείχνει; Είχε πολλή ταπείνωση. Δεν ήταν απλώς πτωχός. Αλλά ήταν και άρρωστος. Κάτι περισσότερο. Ήταν πληγιασμένος. Αυτό τον έκανε να απομονούται από τους άλλους ανθρώπους. Τον εσιχαίνοντο. Γεμάτος από πληγές. Κι έτσι ανέπτυσσε και την αρετή της υπομονής. Συντροφιά του είχε τα αδέσποτα σκυλιά. Μόνον αυτά έδειχναν μία φιλική διάθεση απέναντί του. Φαίνεται ότι η πτωχεία στον άνθρωπο, τον καθιστά πιο κοντινό στη Δημιουργία. Όπως αυτή, κατά φυσικό τρόπο προσφέρεται. Το φτωχό παιδί θα παίξει με το χώμα. Πιο κοντά στη δημιουργία. Το πλουσιόπαιδο δεν ξέρω με τι παιγνίδια παίζει. Ο πλούτος, για σκεφθείτε το, απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση. Η πτωχεία κάνει τον άνθρωπο να είναι πιο κοντά εις την φύσιν. Τον κάνει πιο φυσικόν άνθρωπον. Και οι τροφές του είναι πιο φυσικές. Ο τρόπος του είναι πιο φυσικός. Ο πλούτος δημιουργεί έναν τεχνητό κόσμο, έναν ψεύτικο κόσμο.
Στον φτωχό Λάζαρο ακόμη βρίσκομε και μία αξιοζήλευτη αρετή. Την αγία σιωπή! Στην αγία σιωπή, που πολλά έχει να πει, υπάρχει το μυστήριον της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Βρίσκομε τον Ιησούν, ο Οποίος εσιώπα. «Δεν μου αποκρίνεσαι;», του λέει ο Πιλάτος. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Ακριβώς γιατί είχε πολλά να πει. Σιωπά εκείνος που έχει πολλά να πει.
Τέλος, η παρουσία του φτωχού απέναντι στον πλούσιο, ήταν μία πρόκληση στον πλούτο. Μία πρόκληση, που θα ΄πρεπε να κάνει αίσθηση και να προκαλεί την ντροπή. Ο πλούσιος έπρεπε να κρύβει το πρόσωπό του μπροστά στη φτώχεια του Λαζάρου. Αλλά όταν λείπει η ντροπή, τότε αναφαίνεται η πρόκληση.
Αγαπητοί, ο Κύριος σήμερα, μας παρουσίασε στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, δύο πρόσωπα. Πρόκειται για δύο θέσεις στη ζωή. Για δύο στάσεις απέναντι στον Θεό και εις τους συνανθρώπους. Σε αυτές ο καθένας μας πρέπει να καθρεπτίζεται. Ούτε ο πλούτος είναι ικανός καθ’ εαυτόν, όπως είπαμε, ούτε η πτωχεία καθ’ εαυτή είναι καλή. Απλώς είναι δύο ευκαιρίες να αναπτύξει ο άνθρωπος την προσωπικότητά του. Και ο φτωχός και ο πλούσιος. Είναι δύο διαφορετικά επίπεδα, που δημιουργούν μία διαφορά δυναμικού θα λέγαμε· που αναπτύσσεται το ανθρώπινον ενδιαφέρον και η ανθρωπίνη αγάπη. Δεν φταίει η διαφοροποίηση στη ζωή. Αλλά η κοινωνική απομόνωση. Αυτή γέννησε τις κοινωνικές επαναστάσεις, τον φθόνο, το μίσος, τον πόλεμο. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, είναι, αγαπητοί μου, μία μικρογραφία δύο ψυχογραφιών· που πρέπει πάντοτε να μελετούμε και να μαθαίνομε πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_652.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά, 16, 19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΗΓΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 2-11-1997]
[Β364]
Όλοι γνωρίζομε, αγαπητοί μου, την θαυμασία παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Κάθε της φράση, κάθε της λέξη, είναι και μία θεολογική αποκάλυψις. Και είναι αποκάλυψη, γιατί Αυτός ο Κύριος την εδίδαξε. Μέσα σε όσα ειπώθηκαν, διαλογικά, ανάμεσα στον πλούσιον και τον Αβραάμ, είναι και τούτα τα λόγια. Σας διαβάζω: «Ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται».
Εδώ έχομε έναν διάλογον πέραν από τον φυσικόν κόσμον. Πλέον ο Αβραάμ εις τον Παράδεισον, ο πλούσιος εις τον Άδην· κι εκεί οικονομείται ένας διάλογος. Είπα «οικονομείται», διότι όπως πράγματι καλώς ειπώθηκε, ότι «χάσμα μέγα ἐστήρικται μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν». Γιατί ζήτησε ο πλούσιος να στείλει τον Λάζαρον, να στείλει ο Αβραάμ τον Λάζαρον, για να βρέξει, λέει, το άκρον του δακτύλου, επειδή φλέγεται, με νερό, επειδή φλέγεται, λέγει, εις αυτό το πυρ το βασανιστικό. Και είπε ότι «μέγα χάσμα ἐστήρικται» κ.λπ. · οπότε οικονομείται πραγματικά αυτός ο διάλογος, διότι δεν θα ήταν δυνατόν να ανοιχθεί στην πραγματικότητα αυτός ο διάλογος.
Ωστόσο εδώ παρακαλεί ο πλούσιος τον Αβραάμ να πέμψει τον Λάζαρον εις τον οίκον του πατρός του, «γιατί», λέγει, «έχω πέντε αδελφούς», να τους ειδοποιήσει, να μην έλθουν κι αυτοί εις αυτόν εδώ τον τόπον της βασάνου. Και λέγει ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσέα και τους προφήτας. Ας ακούσουν αυτούς τι λεν για την άλλη ζωή». «Όχι», λέει, «πάτερ Αβραάμ. Εάν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς, τότε θα μετανοήσουν». «Αχ, παιδάκι μου, αν δεν ακούσουν τον Μωυσή και τους προφήτες, τότε, κι από τους νεκρούς να αναστηθεί κάποιος, δεν θα πεισθούν».
Μέσα σ’ αυτά τα πέντε χωρία, αγαπητοί μου, του διαλόγου, θέλει ο Κύριος να ξεχωρίσει δύο πηγές πίστεως. Δύο πηγές πίστεως. Είναι τα θαύματα, όπως να αναστηθεί ο Λάζαρος και οι πληροφορίες που μπορούμε να πάρομε μελετώντας τις άγιες γραφές. Και φυσικά ο Κύριος δέχεται και τις δύο πηγές πίστεως αναμφισβήτητα αλλά δίδει όμως το προβάδισμα και την σιγουριά εις την πηγήν της πίστεως που είναι η Αγία Γραφή. Εκεί θα πας να πληροφορηθείς. Δεν θα μείνεις εις το θαύμα. Εκεί θα πας να πληροφορηθείς. Απλώς το θαύμα επιβεβαιώνει την Αγίαν Γραφήν. Πρόκειται για ένα σπουδαιότατο θέμα και το οποίο θα παρακαλέσω ας το προσέξομε και να το θυμόμαστε. Πάντοτε επίκαιρο είναι, γιατί οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές, και στην εποχή μας, δεν γνωρίζουν να διακρίνουν αυτές τις δύο πηγές πίστεως. Το θαύμα, επαναλαμβάνω, να πάρω πληροφορίες από το θαύμα και η Αγία Γραφή. Περιφρονούν βέβαια την πηγή πίστεως από την Αγία Γραφή. Δεν δίνουν και πολλή σημασία. Και αναζητούν την πηγήν πίστεως από το θαύμα.
Αν, με ένα πολύ απλό παράδειγμα, πω, ανακοινώσω, δημοσιεύσομε, ειδοποιήσομε ότι θα γίνει μια ομιλία περί της αναστάσεως των νεκρών, πόσοι θα ΄ρθουν; Να ακούσουν; Λίγοι. Απ’ την πόλη μας. Αν αντιθέτως ακουστεί ότι αναστήθηκε κάποιος, τρέχουν όλοι! Είδατε την περίπτωση, «κάπου», λέει, «εμφανίστηκε ο Χριστός», «κάπου η Παναγία», τούτο, εκείνο, «δακρύζει το εικόνισμα της Παναγίας, του Χριστού», είδατε πόσος κόσμος πηγαίνει; Εκεί ζητούν, στην πηγή του θαύματος, κάποια πληροφορία. Είναι χαρακτηριστικό. Θα λέγαμε ότι ο Κύριος μετά την απάντηση που δίδει στους Φαρισαίους, γιατί γι’ αυτούς είπε την παραβολή, ότι υπάρχει μεταθανάτιος ζωή. «Προσέξατε. Προσέξατε Φαρισαίοι, υπάρχει μεταθανάτιος ζωή. Και σήμερα είσαστε και θέλετε να είσαστε πρώτοι, αλλά όταν θα αλλάξουν τα σκηνικά, τότε δεν θα είσαστε πρώτοι. Προσέξατέ το».
Έτσι, κύριο θέμα εδώ βλέπομε, ως σπουδαιοτέρα πηγή πληροφοριών είναι η Αγία Γραφή. Τα θαύματα, κι ο Κύριος έκανε θαύματα, επιτελούσε θαύματα, το βάρος όμως το έθετε εις την Αγίαν Γραφήν. Από εκεί θα αντλήσεις την πίστιν. Από την διδασκαλίαν του Χριστού. Αντιλαμβανόμεθα αυτές τις δύο πηγές, αγαπητοί μου; Είναι σαφείς. Ελπίζω μπόρεσα να σας δώσω να καταλάβετε. Πολλοί λέγουν ότι θέλουν να δουν θαύμα για να πιστέψουν. Πόσες φορές το έχομε ακούσει αυτό; Και δεν αντιλαμβάνονται ότι ζητούν κάτι το αντιφατικό. Γιατί; Εάν μένουν στο θαύμα, τότε με την γνώση αυτή καταργώ την πίστη. Και το θαύμα υπάρχει όχι για να καταργεί την πίστιν, αλλά για να επισφραγίζει την πίστη. Αν θέλετε, το θαύμα είναι κυρίως δια τους πιστούς, όχι δια τους απίστους. Πολλές φορές νομίζομε ότι είναι χρήσιμο το θαύμα δια τους απίστους. Όχι. Είναι δια τους πιστούς.
Θυμηθείτε τον Θωμά. Για να δείτε την αντιφατικότητα. «Εάν», λέγει, «δεν δω ‘’τόν τύπον τῶν ἥλων’’, τα καρφιά, που καρφώθηκε ο Διδάσκαλος, δεν βάλω και το δάκτυλό μου μέσα εις την τρύπα που άνοιξαν τα καρφιά, δεν θα πιστεύσω». Μα, αγαπητέ Θωμά, εάν δεις, τότε η πίστις κατηργήθη. Γιατί τι θα πει πίστις; «Να δεχθείς πράγματα», όπως λέει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος, «μη βλεπόμενα». Εάν λοιπόν δεις, τότε κατήργησες την πίστιν. Ένα παράδειγμα που το λέω πολύ συχνά. Εάν σας πω ότι στην τσέπη μου έχω τόσα χρήματα, εάν τα δείτε τα χρήματα αυτά, σας τα δείξω, τότε δεν υπάρχει πλέον η πίστις. Υπάρχει η γνώσις. Βλέπετε λοιπόν ότι όταν ζητώ για να πιστέψω, να γνωρίσω εκ των προτέρων, αν το θέλετε, δια των πέντε μου αισθήσεων, τότε δεν καταργώ την πίστιν; Και τότε δεν είμαι αντιφατικός; Αναμφισβήτητα. Έτσι λοιπόν ο Κύριος τι του είπε του Θωμά; «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». «Γιατί με είδες, γι’αυτό πίστεψες». Αν αυτό λογαριάζεται πίστις. Δεν λογαριάζεται πίστις. Συνεπώς ευτυχισμένοι εκείνοι οι οποίοι δέχτηκαν, πίστεψαν, χωρίς να δουν.
Αλλά ας πάρομε με την σειρά του το ιερό κείμενο. Παρατηρούμε ότι ο πλούσιος της παραβολής, διατηρούσε βέβαια κάποια αισθήματα φυσικής, φυσικής αγάπης. «Ε, να μην έλθουν και τα αδέλφια μου εδώ. Έχω πέντε αδέλφια. Εγώ βασανίζομαι. Τουλάχιστον αυτοί να γλυτώσουν». Αυτό είναι βέβαια μία φυσική αγάπη. Γιατί ήταν αδέλφια του. Αυτή όμως η φυσική αγάπη δεν ήταν επαρκής να προσεγγίσει και τον φτωχό Λάζαρο, που τον έβλεπε απ’ τα παράθυρά του ο πλούσιος, εκεί απέναντι. Εκεί, λέει, «παρά τόν πυλώνα» του σπιτιού του πλουσίου. Να τον λυπηθεί, να δείξει αγάπη, να τον βοηθήσει, να τον περιθάλψει, να τον χορτάσει. Βλέπετε; Αυτή η φυσική αγάπη περιορίζονταν μόνον στα πρόσωπα τα δικά του. Παραπέρα δεν πήγαινε. Όπως όταν αγαπάς το παιδί σου, την γυναίκα σου, τον άνδρα σου, την μάνα σου, τον πατέρα σου. Αυτό είναι μία φυσική αγάπη. Αλλά δεν είναι επαρκής. Βεβαίως πρέπει να αγαπάς, εκείνοι που είναι κοντινοί σου και συγγενείς σου. Αλλά δεν είναι επαρκής αυτή η αγάπη. Πρέπει να επεκταθεί και εις τους παραπέρα ανθρώπους.
Και τώρα, ο άνθρωπος αυτός της παραβολής, ο πλούσιος, ζητά, όχι απλώς κάποιος να επιστρέψει από τους νεκρούς στη Γη, αλλά να επιστρέψει ο Λάζαρος. Γιατί; Γιατί ο Λάζαρος ήταν γνωστός στα αδέλφια αυτού του πλουσίου. Και συνεπώς θα επείθοντο ότι υπάρχει άλλη ζωή. Τρόπον τινά θα έφερνε κι ένα μήνυμα από τον πλούσιο, που ήταν αδελφός τους, που ήταν εις τον Άδη. Αλλά και αυτό το αίτημα του πλουσίου στρέφεται εναντίον του. Εναντίον του πλουσίου στρέφεται. Σαν να έλεγε, σαν να του ελέγετο, καλύτερα: «Ώστε τον γνωρίζατε τον Λάζαρο, ε; Α, τον γνωρίζατε, βλέπατε την συμφορά του· γιατί δεν τον βοηθήσατε;». Άρα λοιπόν ήταν γνωστός.
Ο στίχος ακόμη αποκαλύπτει ότι η βάσανος του Άδου, παρότι είναι μία κρίσις προ της τελικής κρίσεως, προσωρινή κρίσις, αρχίζει όμως ευθύς μετά τον θάνατον του αμαρτωλού ανθρώπου. Προσέξατέ το. Δεν αναμένεται η τελική κρίσις. Έχομε την μερική, όπως λέγεται, κρίση. Δεν αναμένεται η τελική. Το αποκαλύπτει σαφέστατα αυτή η παραβολή. Όταν όμως θα πάρομε με την ανάσταση τα σώματά μας, τότε θα έχομε την τελική κρίση. Και θα κριθούμε ως πλήρεις άνθρωποι. Όχι ως ψυχές. Αλλά ως πλήρεις άνθρωποι. Αυτό λέει πολλά. Να το προσέξομε…
Ο Αβραάμ, σαν απάντηση δεν αναφέρεται στο εάν ήταν δυνατόν να αναστηθεί ο Λάζαρος και να πορευθεί στα αδέλφια του και να τους αναγγείλει τι συμβαίνει μετά από τον τάφο. Αυτό δεν ενδιαφέρει. Αλλά δίνει την απάντηση ως εξής: «Ἒχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν». Έχουν τον Μωυσή. Δηλαδή τι σημαίνει «έχουν τον Μωυσή»; Έχουν τα βιβλία που έγραψε ο Μωυσής. Την Πεντάτευχον. Τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι γραμμένα από τον Μωυσή. Έχουν, λοιπόν, την Αγίαν Γραφήν. Τα πέντε πρώτα βιβλία. Και μετά, εκεί δηλαδή, θα δουν αν υπάρχει πέραν του τάφου ζωή. Και μετά; Έχουν και τους προφήτες, τα προφητικά βιβλία. Ας ανοίξουν να μελετήσουν την Αγίαν Γραφήν κι εκεί θα δουν να ομιλεί η Αγία Γραφή περί άλλης ζωής. Και αναφέρεται ο Μωυσής ως εκπρόσωπος, κυρίως, του ηθικού νόμου. Επειδή εκείνος προσέφερε τον δεκάλογον του ηθικού νόμου. Για να γίνει αντιληπτή η αμαρτία…
Με πήρε ένας τηλέφωνο από κάπου από την Ελλάδα. Άκουσε μία κασέτα από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό, δική μου κασέτα, που αναφερόμουνα στα αμαρτήματα τα σαρκικά. Πορνείες, μοιχείες κ.τ.λ. «Δεν ήξερα», λέγει, «ότι αυτά είναι αμαρτία»! Άγνωστος σε μένα άνθρωπος… «Δεν ήξερα. Με διαφωτίσατε». Δεν ήξερες ότι είναι αμαρτία; Ε, λοιπόν, άνοιξε την Αγία Γραφή, θα βρεις τον Δεκάλογον: «Οὐ πορνεύσεις, οὐ μοιχεύσεις» και θα πάρεις την πληροφορία για να διορθώσεις το ήθος σου. Τους προφήτας; Τους προφήτας, διότι εκείνοι προδιαγράφουν το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού και συνεπώς να πιστέψεις εις τον Ιησούν Χριστόν.
Θέματα δύο λοιπόν. Δύο κατηγορίες. Είναι το ήθος, είναι και η πίστις στο θεανθρώπινο πρόσωπον του Χριστού. Έτσι λοιπόν ποιος τα προβάλλει αυτά; Η Αγία Γραφή. Πάρε να μελετήσεις την Αγία Γραφή και όλα αυτά θα τα βρεις.
Ο πλούσιος όμως είχε αντίρρηση. Επιμένει, σαν πηγή πίστεως, στο θαύμα. «Όχι», λέει. Ακούστε: «Οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ(:Όχι, πάτερ Αβραάμ), ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν». «Τότε θα μετανοήσουν. Όταν κάποιος αναστηθεί. Και πάει και τους πει το και το». Αλλά γιατί δεν δέχεται την πρόταση του Αβραάμ ο πλούσιος; Πάντοτε αυτά στον Άδη τώρα. Δηλαδή εις την άλλη ζωή, όχι στον Άδη, εις την άλλη ζωή. Διότι οι Γραφές δεν έχουν κάτι το εντυπωσιακό. Ενώ το θαύμα, αναστάσεως μάλιστα νεκρού, έχει κάτι το εξαιρετικά εντυπωσιακό. «Ααα! Αναστήθηκε κάποιος! Να πάμε να τον ρωτήσομε, τι είδε, τι ξέρει». Εξάλλου, λέει ο Θεοφύλακτος: «Τίς οἶδεν τά ἐν ᾅδου;(:Ποιος γνωρίζει τι υπάρχει στον Άδη;) Τίς ἐλθών ἐκεῖθεν ἀπήγγειλεν ἡμῖν;(:Ποιος από κει ήλθε και να μας αναγγείλει τι υπάρχει;)». Και όπως λέγει και ο Ζιγαβηνός: «Ταῖς βίβλοις μέν ἀπιστοῦσι, ὡς παρά ζώντων γραφείσαις (:Απιστούν εις τα βιβλία της Αγίας Γραφής, επειδή –λέγει- εγράφησαν από ανθρώπους που ζούσαν) μήπω θεασαμένων τά τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (:Δεν είχαν δει τίποτα· εκείνα τα οποία συμβαίνουν πέρα από τον τάφον). Ἐάν δέ τις ἀπό νεκρῶν πορευθῇ πρός αὐτούς, πιστεύσουσι αὐτῷ ὡς ἰδόντι πάντα(:Αν όμως κάποιος αναστηθεί, τότε πιστεύουν, γιατί αυτός τα είδε αυτά εις την άλλην ζωήν)». Θέσεις που πάντοτε προβάλλουν, αγαπητοί, οι άνθρωποι που δεν έχουν διάθεση να πιστέψουν. Δεν έχουν διάθεση να πιστέψουν. Δικαιολογούν έτσι, εκόντες άκοντες την απιστία των.
Και όμως ο Θεός επιμένει. Επιμένει να σώζει δια των Αγίων Γραφών. Από εκεί θα πάρεις τις πληροφορίες. Δηλαδή είσαι θεϊκότερος, άνθρωπε, του Θεού; Ο Θεός θέλει να μας σώσει. Και βρίσκει τον τρόπο να μας σώσει με την μελέτη της Αγίας Γραφής. Εσύ λες: «Όχι, πρέπει να δω θαύμα για να πιστέψω». Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποιεί ο πλούσιος εδώ και την λέξη -προσέξτε- «μετανοήσουσιν». Λέει «τότε θα μετανοήσουν». Το θαύμα σε κάποιους μπορεί να προκαλέσει την μετάνοια. Είναι αληθές. Αλλά τέτοιος τρόπος μετανοίας, πρέπει να πούμε, ή δεν έχει ρίζα για να διατηρηθεί αυτή η μετάνοια ή ύστερα από λίγο οι άνθρωποι απορρίπτουν αυτήν την μετάνοιαν και ξαναζούν την ζωή την οποία είχαν. Βλέπετε λοιπόν ότι οι άνθρωποι μένουν σε θέματα εντυπωσιακά. Πόσοι άνθρωποι -σας βεβαιώνω, το ξέρομε- γιατί πέθανε ένας φίλος ξαφνικά, γιατί είδαν ένα όνειρο, γιατί δεν ξέρω, είδαν ένα θαύμα, τους βλέπετε αμέσως συρρικνώνονται. Πολύ γρήγορα, αγαπητοί μου, μία τέτοια μετάνοια άρριζος, χωρίς ρίζα, γρήγορα φεύγει. Πάρα πολύ γρήγορα φεύγει. Γιατί; Υπάρχει ένας εξαναγκασμός· το αντιλαμβάνεστε; Θέλω δεν θέλω, με πιέζει ένα θαύμα να αποδεχθώ. Σαν να είναι ένας οδοστρωτήρ, που ισοπεδώνει τα πάντα. Έτσι είναι ένα θαύμα. Θέλω δεν θέλω θα δεχθώ. Ποία η θέσις όμως της προαιρέσεως; Δεν είναι παρούσα η προαίρεσις για να κρίνει τα πράγματα. Ε, λοιπόν, μία τέτοια μετάνοια, πάρα πολύ γρήγορα εξανεμίζεται. Και δεν έχει αξία. Δεν έχει καρπόν.
Και η απάντησις του Αβραάμ: «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν –Επειδή είπε εκείνος «Πάτερ Αβραάμ», «πατέρα μας», γι ‘αυτό εδώ θα το λέγαμε: «Παιδάκι μου, εάν δεν ακούν τον Μωυσή και τους προφήτες, δηλαδή δεν πείθονται από την Αγίαν Γραφήν–, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(:ούτε κι αν κανείς αναστηθεί, θα πεισθούν ότι υπάρχει άλλη ζωή)».Ορθότατη απάντησις.
Είναι γνωστό ότι σ’ αυτήν μόνη την παραβολή χρησιμοποιήθηκε όνομα. Καμία παραβολή, φερειπείν, του ασώτου υιού… πώς τον έλεγαν τον πατέρα; Δεν δίνει ο Κύριος όνομα. Πώς έλεγαν τον άσωτο υιό; Δεν δίνει ο Κύριος όνομα. Είναι η μοναδική παραβολή που τίθεται εις τον φτωχόν αυτόν άνθρωπον το όνομα Λάζαρος. Σας κάνει εντύπωση; Δεν είναι τυχαίο αυτό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ο Κύριος έκανε μία παραχώρηση. «Θέλετε να γυρίσει ο Λάζαρος πίσω να σας πει; Ω ανεκδιήγητοι Γραμματείς και Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι;». Ξέρετε ότι οι Σαδδουκαίοι δεν πίστευαν τίποτα απ’ όλα αυτά. Και όμως κατείχαν την θέση του αρχιερέως! Ακούτε; Ο αρχιερεύς στην εποχή του Χριστού ήταν Σαδδουκαίος. Και δεν πίστευε τίποτα! «Τ’ ακούτε; Εγώ θα σας φέρω τον Λάζαρο πίσω». Είναι ο Λάζαρος ο τετραήμερος που τον ανέστησε ο Χριστός. Πήγαν άραγε να τον ρωτήσουν: «Λάζαρε, έλα εδώ, σε ανέστησε ο Ιησούς· τι είδες στην άλλη ζωή;». Αυτό έκαναν; Ακούστε τι κάνανε. Όταν ακούστηκε η ανάστασις του Λαζάρου. Έκαναν συμβούλιον και είπαν: «Πρέπει να φονεύσομε και τον Ιησούν που κάνει τέτοια θαύματα αλλά να φονεύσομε και τον Λάζαρον, που είναι το τεκμήριον ενός τέτοιου θαύματος». Ακούσατε; Και τον Λάζαρον.
Θέλετε ακόμη να σας πω; Δεν ήταν της στιγμής απόφαση αυτή. Ούτε ο Ματθαίος αναφέρει την ιστορία του Λαζάρου, ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς. Μόνος ο Ιωάννης. Ξέρετε γιατί; Είναι ο τελευταίος που έγραψε το Ευαγγέλιό του. Διότι οι άλλοι γράψανε πρώιμα και εφοβούντο μήπως κινδυνεύσει η ζωή της Μάρθας, της Μαρίας και του Λαζάρου. Και δεν δημοσιεύουν το θαύμα αυτό, παρά μόνον ο Ιωάννης, που πια όλοι είχαν πεθάνει και δεν κινδύνευαν. Δηλαδή η μανία των αρχόντων παρέμενε. Να δολοφονήσουν και τον Λάζαρον. Πίστεψαν; Δεν πίστεψαν. Είναι φοβερό!
Αλλά μήπως δέχθηκαν και την ανάσταση του Χριστού; Τριήμερος νεκρός. Όχι μόνον δεν απεδέχθησαν την ανάσταση του Χριστού, αλλά και πλήρωσαν τους στρατιώτες να διαδώσουν ότι «ἡμῶν κοιμωμένων…» κ.τ.λ. κτλ. «ήρθαν οι μαθηταί και έκλεψαν τον νεκρόν Ιησούν». Όταν ο άνθρωπος δεν είναι διατεθειμένος να πιστεύσει από τις Γραφές – ο Χριστός προανήγγειλε την ανάστασή Του και οι προφήται- τότε, αγαπητοί μου, και ανάστασις νεκρού να γίνει, δεν πιστεύουν. Αντιθέτως, ξέρετε τι λένε; «Ααα, φαντασιοπληξία, νεκροφάνεια. Έμοιαζε ότι είχε πεθάνει» –Έχομε το φαινόμενον της νεκροφανείας. «Πνευματιστικόν φαινόμενον!»- τρέχουν να πουν. Και ό,τι άλλο θέλετε. Ο Θεοφύλακτος σημειώνει: «Εἰ τῶν γραφῶν οὐκ ἀκούομεν, οὐδέ τοῖς ἐξ ἅδου ἐρχομένοις πιστεύσωμεν». «Εάν», λέγει, «δεν ακούμε τις Γραφές, ούτε κι αν έρθουν από τον Άδη νεκροί θα πιστεύσομε».
Θέλετε, ακόμη, μία μαρτυρία; Μας αναφέρει η Αγία Γραφή το εξής καταπληκτικόν. Ότι με τον σεισμόν που έγινε, άνοιξαν πολλά μνημεία. Προσφάτως ανθρώπων που εκοιμήθησαν, που πέθαναν. Και με την ανάσταση, λέει, του Χριστού, μπήκαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ, το λέει αυτό η Αγία Γραφή, το ενθυμείσθε, μπήκαν στην αγία πόλη την Ιερουσαλήμ. Αυτούς δεν τους ερώτησαν τι γίνεται εις τον άδην; Να μαρτυρίες. Επίστευσαν; Ο λαός επίστευσε εις τον Χριστόν; Μόνον μερικοί άνθρωποι πίστευσαν. Και μέχρι σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια. Και επιμένουν οι Εβραίοι να μην θέλουν να πιστέψουν.
Αγαπητοί, πηγές πίστεως είναι πρώτιστα ο λόγος του Θεού, και σαν επικύρωσή του είναι το θαύμα· που πάντοτε δεν είναι και αναγκαίον. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο Κύριος αρνήθηκε το θαύμα, όταν Τον προκάλεσαν πολλοί, και ο Ηρώδης: «Κάνε», λέει, «ένα θαύμα». Σαν να ήταν ο Κύριος κανένας… θαυματοποιός. Αν έπρεπε, όμως, οι άνθρωποι να σωθούν με τα θαύματα, τότε, αρνούμενος ο Κύριος, θα ήτο ένοχος δια την σωτηρία μας. Κάθε άλλο. Χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, μόνον άνδρες. Και είδαν όλοι το θαύμα του πολλαπλασιασμού των ψωμιών και των ψαριών. Όταν όμως ο Κύριος τούς μίλησε για το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, Τον εγκατέλειψαν με την δικαιολογία: «Σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». «Ποιος μπορεί να τον ακούει; Να φάμε, λέει, την σάρκα Του και να πιούμε το αίμα Του!».
Αγαπητοί, πρέπει να πεισθούμε από τις Γραφές για το μέλλον των πιστών, αλλά και για το ήθος. Ξέρεις τι μεγάλη αμαρτία, αδελφέ μου, είναι η πορνεία; Ξέρεις, αδελφέ μου, τι μεγάλη αμαρτία είναι η μοιχεία; Δεν θα σου το πω από τα κοινωνικά αποτελέσματα. Αλλά θα σου το πω από την Γραφή. Είναι πολύ μεγάλη αμαρτία… Πού θα το βρω αυτό; Στην Αγία Γραφή. Μην ζητούμε λοιπόν θαύματα. Το μεγάλο θαύμα είναι Αυτός ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος και ότι Εκείνος είπε και δίδαξε. Αυτά μας είναι αρκετά. Εξάλλου αυτό σημαίνει πίστις: Να αποδεχθείς ό,τι είναι γραμμένο, χωρίς να ζητάς να ικανοποιήσεις τις αισθήσεις σου, γιατί αυτό είναι εύσχημος απιστία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_734.mp3
Οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται γιὰ τὰ ὑπάρχοντά τους ἐδῶ στὴ γῆ. Οἱ ἐξαντλητικοὶ καὶ ἀνώφελοι διαπληκτισμοί τους δὲν ἔχουν τέλος. Ἄχ, ἄνθρωποι! Ποὺ ἀνήκετε; Εἶστε κοπάδι ποῦ μάχεστε γιὰ ἕνα βοσκοτόπι. Ὁ ἰδιοκτήτης τόσο τοῦ κοπαδιοῦ ὅσο καὶ τοῦ λιβαδιοῦ στέκεται καὶ κοιτάζει μὲ ἔκπληξη τὸ κοπάδι του νὰ διαπληκτίζεται γιὰ τὴ βοσκή του, ὅταν τόσο τὸ κοπάδι ὅσο καὶ ἡ βοσκὴ ἀνήκουν σ’ ἐκεῖνον.
Οἱ ἄνθρωποι θυμοῦνται πολλὰ πράγματα. Ἕνα μόνο πρᾶγμα δὲ θυμοῦνται ποτέ, ὅσο συχνὰ καὶ νὰ τ’ ἀκοῦνε: πῶς ἔρχονται γυμνοὶ σ’ αὐτόν τον κόσμο, χωρὶς νὰ κουβαλᾶνε τίποτα μαζί τους, καὶ γυμνοὶ ξαναφεύγουν.
Οἱ ἄνθρωποι μοιράζουν τὴ γῆ αὐτή, ἂν καὶ ποτὲ σχεδὸν δὲν καταφέρνουν νὰ τὸ κάνουν σωστά. Προστατεύουν τὰ ὅρια τῆς γῆς τους μὲ τὴ ζωή τους. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, τὰ σύνορα μετακινοῦνται. Τὸ πιὸ φτηνὸ πρᾶγμα συνήθως καταλήγει πολὺ ἀκριβότερο. Οἱ ἄνθρωποι δὲ διαφωνοῦν σ’ αὐτό, ἀλλὰ δίνουν στὸ τρομερὸ κόστος τὰ ἐπίθετα «δικαιοσύνη» ἢ «πατριωτισμὸς» ἢ κάποιο ἄλλο βολικὸ ὄνομα. Τὸ μόνο ποὺ δὲ λένε ποτέ, εἶναι πῶς συνιστᾶ παραφροσύνη νὰ πεθαίνουν πρόβατα γιὰ μιὰ ἀγκαλιὰ χόρτα, ὅταν τὰ χόρτα εἶναι ἐκεῖ γιὰ νὰ στηρίξουν τὴ ζωή, ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο.
Τὸ ζήτημα τῆς ἰδιοκτησίας, σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ζήτημα χόρτου. Ὅλα ὅσα τρῶνε καὶ ντύνονται οἱ ἄνθρωποι εἶναι χορτάρι ἢ κάτι πιὸ νεκρὸ ἀπὸ τὸ χορτάρι. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται πὼς ὁ Θεὸς ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα φυτὰ καὶ χόρτα γιὰ τροφὴ (Γέν. α’ 29-30). Ἄν ρωτήσεις τοὺς ἀνθρώπους νὰ σοῦ ποῦνε: «τί ἀξίζει περισσότερο, τὸ χορτάρι ἢ οἱ ἄνθρωποι;», θ’ ἀκούσεις μόνο μιὰ ἀπάντηση: οἱ ἄνθρωποι. Μὲ τίς πράξεις τους ὅμως οἱ ἄνθρωποι δείχνουν πῶς λογαριάζουν πιὸ πολύτιμο τὸ χορτάρι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ θυσιάζουν καὶ τὴ δική τους ζωὴ καὶ τῶν ἄλλων γιὰ τὸ εὐτελὲς χόρτο.
Ἄν τὸ πρόβλημα τῆς ἰδιοκτησίας εἶναι πρόβλημα τοῦ χορταριοῦ, τότε αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο, ὁ «λίθος προσκόμματος» τῆς ζωῆς του ἀνθρώπου στὴ γῆ. Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν σκαλώνουν στὸ ἐμπόδιο αὐτό, ἀλλὰ τὸ παρακάμπτουν εἰρηνικὰ κι ἀφήνουν σὲ ἄλλους τὴν περιουσία τους. Γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους τὸ ἐμπόδιο αὐτὸ εἶναι αἰτία φιλονικίας, ἀντεγκλήσεων, ἀτέρμονου μόχθου καὶ ἱδρῶτα τὸ πρόβλημα καὶ τὸ περιεχόμενο ὅλης τῆς ζωῆς τους καὶ τελικὰ τῆς μνήμης τους.
Ποῦ εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ Κροίσου; Ποῦ εἶναι τὰ συμπόσια τοῦ Λούκουλλου; Ποῦ ἢ αὐτοκρατορία τοῦ Καίσαρα; Ποῦ ἡ δύναμη τοῦ Ναπολέοντα; Ἀπ’ ὅλους τους ἔμειναν κάποια ἴχνη, μὲ τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη μορφή, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἱκανὰ ν’ ἀπαντήσουν στὸ ἐρώτημα: Ποῦ εἶναι τώρα ὁ πλούσιος Κροῖσος; Ποῦ ὁ κοιλιόδουλος Λούκουλλος; Ποὺ οἱ φιλοκυρίαρχοι Καίσαρες; Ποῦ ὁ παντοδύναμος Ναπολέων; Ἀξίζει πολὺ περισσότερο νὰ μάθουμε ποὺ βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι, ὄχι ποὺ βρίσκονται οἱ κτήσεις κι ἡ περιουσία τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε, προτοῦ ἀνακαλύψουμε ποὺ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι.
Σὲ ποιόν λοιπὸν ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι; Αὐτὸς ποὺ θὰ βρεῖ τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό, θὰ βρεῖ εὔκολα ἀπάντηση καὶ στὸ πρόβλημα τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως οἱ ἐργαζόμενοι στὸ δρόμο ποῦ πρῶτα μετακινοῦν τὰ βράχια κι ἔπειτα μποροῦν νὰ τακτοποιήσουν τ’ ἀμμοχάλικα καὶ ἄλλα ὑλικά.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι βροῦν τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἔκαναν χιλιάδες χρόνια ὡς τώρα, θὰ πρέπει νὰ τὸ ἔκαναν ἀκολουθῶντας τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο δρόμους: Πρῶτο, πῶς ὁ ἄνθρωπος κατέχεται ἀπὸ κακὲς καὶ πονηρὲς πνευματικὲς δυνάμεις, ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὰ παράγωγά της. Ἤ, δεύτερο, πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει στὴ φύση ποὺ τὸν δημιούργησε, τὸν συντηρεῖ γιὰ κάποιο διάστημα, ὅπως ἕνα ἔπιπλο ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα, καὶ τελικὰ τὸν ἀποκόπτει καὶ τὸν θανατώνει. Ὅλοι οἱ σοφοὶ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου δὲ δανείστηκαν οὔτε ἕνα ψῆγμα ἀντίληψης ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἔχουν μόνο τίς δυὸ αὐτὲς ἀπαντήσεις στὸ ἐρώτημα: σὲ ποιόν ἢ σὲ τί ἀνήκει ὁ ἄνθρωπος;
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ξεκαθαρίζει πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει στὸν Πανεύσπλαχνο Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι «κτῆμα», ὅπως τὰ πράγματα ποὺ ἀνήκουν σὲ κάποιον. Ἀνήκει στὸ Θεὸ ὡς ἐλεύθερη καὶ λογικὴ ὕπαρξη ὡς υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δὲ δόθηκε ἀπὸ κάποιον φιλόσοφο. Ἄν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα δὲ θὰ τὸν πιστεύαμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ, ποὺ ἐπισκέφτηκε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ τριαδικὸ σύστημα ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ἀπ’ ὅπου πηγάζει ἡ ζωή. Πιστεύουμε ἑπομένως πῶς ἡ ἀπάντηση αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ καὶ τὴν κρατᾶμε ὡς σωστικὴ ἀλήθεια. Αὐτή στὴν πραγματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ κληθεῖ ἁπλᾶ «ἀπάντηση», ἀλλὰ μαρτυρία τοῦ πάνσοφου Θεοῦ.
Μὲ τὴ μαρτυρία αὐτὴ παίρνουμε τὴν ἀπάντηση στὸ πρόβλημα γιὰ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀνθρώπου, σ’ ὅλες τίς ἐρωτήσεις γιὰ τὴν ἰδιοκτησία, τὰ οἰκονομικὰ καὶ τίς πολιτικὲς πάνω στὴ γῆ. Ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει στὸ Θεό. Ἡ φύση ἐπίσης ἀνήκει στὸ Θεό. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος ὀνομάζει ὑπάρχοντά του, στὴν πραγματικότητα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς τὰ δανείζει στὸν ἄνθρωπο Ὁ Θεὸς δάνεισε τὰ ὑπάρχοντα αὐτὰ στοὺς ἀνθρώπους ἄνισα. Γιατί αὐτό; Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐλεύθερες καὶ λογικὲς ὑπάρξεις. Ὁ Θεὸς δὲ μοιράζει ἄνισα τὰ πράγματα σὲ νεκροὺς ἢ σὲ μισοπεθαμένες ὑπάρξεις ποὺ δὲν ἔχουν ἀντίληψη, ποὺ δὲ λειτουργεῖ ὁ νοῦς τους. Ἔκανε ὅμως τὴ μοιρασιὰ στὶς λογικὲς καὶ ἐλεύθερες ὑπάρξεις ἄνισα, γιὰ νὰ φανεῖ καθαρὰ ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ ἐλευθερία τους γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀλληλεξάρτησή τους καὶ μὲ τὴ σωστὴ καὶ λογικὴ χρήση τῶν ἀγαθῶν ποὺ τοὺς δάνεισε ὁ Θεός, νὰ ἐργαστοῦν τόσο γιὰ τὴ δική τους σωτηρία, ὅσο καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀδελφῶν τους. Ἔτσι αὐτὰ ποὺ τοὺς δάνεισε ὁ Θεὸς καὶ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν λαθεμένα περιουσία τους, πρέπει νὰ γίνουν μέσα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιὰ ἕναν πλούσιο ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔβλεπε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ὑπάρχοντά του, ἀλλὰ μ’ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὅμως βασανίστηκε τόσο πολύ, ποὺ ἡ καρδιά μας παγώνει στὸ ἄκουσμα τῶν βασάνων του καὶ οἱ τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ μας σηκώνονται ὄρθιες καὶ μόνο ἀπὸ τὴν περιγραφή τους.
Εἶπε ὁ Κύριος: «Ἄνθρωπός τις δὲ ἢν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδάσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δὲ τίς ἤν,ἥν,ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὸς ἔβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ηλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. ἴστ’ 19-21). Αὐτὴ εἶναι μιὰ φοβερὴ εἰκόνα ποὺ περιγράφει τὴν ἐπίγεια ἀνισότητα. Σταθεῖτε ὅμως. Ἀργότερα θὰ δοῦμε μιὰ φοβερὴ εἰκόνα τῆς οὐράνιας ἀνισότητας. Πόσο ἀντίθετη παράθεση! Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ πλούσιος ἄνθρωπος, ντυμένος μὲ πορφύραν καὶ βύσσον, μὲ κόκκινα, πορφυρά ἐνδύματα καὶ μὲ πολυτελῆ λινὸ χιτῶνα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνας ζητιάνος, γεμᾶτος πληγές, ἕλκη. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ κάνει παρέα μὲ ἄλλους σὰν κι , δηλαδὴ πλούσιους, καλοθρεμμένους, χαρούμενους κι εὐτυχισμένους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνας ἄνθρωπος ποὺ μόνη παρέα του εἶχε τα σκυλιά. Ἀπὸ τὴ μιὰ χλιδή, ὑγεία καὶ γεμᾶτα στομάχια.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη φτώχεια, ἀρρώστια καὶ πεῖνα. Στὴ μιὰ μεριά τα τραγούδια κι οἱ χοροὶ ἀντιλαλούσαν στὸ στερέωμα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ σιωπηλὴ ἐλπίδα γιὰ ἕνα ψίχουλο ψωμί, μιὰ ἄλαλη παρακολούθηση τοῦ ἱδρῶτα νὰ τρέχει ἀπὸ τὸ σῶμα του, μιὰ ἄδηλη ἀναμονὴ τοῦ θανάτου. Βουβὸς καὶ ἄρρωστος. Τὸ εὐαγγέλιο δὲ μᾶς λέει ὅτι ὁ Λάζαρος ζήτησε ποτὲ βοήθεια, ὅπως κάνουν οἱ ἄλλοι ζητιάνοι. Αὐτὸς γύρευε νὰ κορέσει τὴν πεῖνα του μόνο ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλούσιου, χωρὶς ποτέ του νὰ μιλήσει. Μιλοῦσε μὲ κάποιους στὴν καρδιά του, μὰ ποτὲ μὲ τὴ γλῶσσα του. Τὸ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ τὴ γλῶσσα γιὰ τὴ φτώχεια του, ἀφοῦ ὅλο τὸ σῶμα του ἦταν τριγυρισμένο ἀπὸ σκυλιά; Κι αὐτὸ μιλοῦσε ἀπὸ μόνο του κι ἦταν πολὺ πιὸ εὔγλωττο ἀπὸ πολλὰ λόγια.
Ἄς προσέξουμε ἐδῶ ἕνα πολὺ σπουδαῖο σημεῖο: Ὁ Κύριος δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου, μᾶς δίνει ὅμως τὸ ὄνομα τοῦ φτωχοῦ, τοῦ ζητιάνου. Τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου δὲν ἀναφέρεται καθόλου στὴν παραβολή, μᾶς εἶναι ἄγνωστο, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀναφέρεται καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Τί σημαίνει αὐτό; Δὲν εἶναι κάτι ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὴ συνηθισμένη πρακτικὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θὰ ἦταν ν’ ἀναφερθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου καὶ ν’ ἀγνοηθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ φτωχοῦ ἤ, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸ ἦταν γνωστό, νὰ μὴν ἀναφερθεῖ καθόλου γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει; Οἱ φτωχοὶ βαδίζουν ἢ ἕρπουν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους σὰν ἀνώνυμες σκιὲς ποὺ πετάγονται ξαφνικὰ σὰν ζητιάνου, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν πλουσίων ἀντηχοῦν ἀκόμα καὶ μέσα στὰ βασιλικὰ παλάτια, τραγουδιοῦνται στὰ ἔπη, γράφονται στὴν ἱστορία, ἀναφέρονται στὰ μέσα ἐπικοινωνίας καὶ χαράζονται σὲ μνημεῖα.
Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου: γιὰ νὰ μὴν τιμήσει ἰδιαίτερα κάποιον ποὺ οἱ ἄνθρωποι τιμοῦν πολὺ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσει πῶς ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ διαφέρει καὶ συνήθως εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ δείξει πῶς ἀμείβει ὁ οὐρανὸς τοὺς ἀνθρώπους. Παραλείποντας τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου ὅμως, ἀποκάλυψε κι ἕνα οὐράνιο μυστήριο. Τὸ ὄνομα τέτοιου πλούσιου θὰ εἶναι ἄγνωστο στὸν οὐρανό. Δὲ θ’ ἀναφερθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Θὰ διαγραφεῖ ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Θὰ μποροῦσε ὁ Κύριος νὰ δώσει κάποιο ὄνομα στὸν πλούσιο, ὅπως ἔκανε καὶ γιὰ τὸ φτωχό. Ἀλλὰ δὲν εἶχε καμία πρόθεση νὰ τὸ προφέρει μὲ τ’ ἅγια χείλη Του, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀναζωογονήσει κατὰ κάποιο τρόπο, ἀφοῦ εἶχε διαγραφεῖ ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς.
Ὀφείλουμε νὰ παρατηρήσουμε πῶς ὁ Κύριος φρόντισε ἰδιαίτερα νὰ μὴν ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τοῦ Ἡρώδη, τοῦ Πιλάτου ἢ τοῦ Καϊάφα. «Εἴπατε τη ἀλώπεκι ταύτῃ» (Λουκ. ἴγ’ 32), εἶπε γιὰ τὸν Ἡρώδη, χωρὶς νὰ πεῖ τ’ ὄνομά του. Πολὺ νωρίτερα ὁ Θεὸς εἶχε πεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς μὲ τὸν Ψαλμωδό: «οὐδ’ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μοῦ» (Ψαλμ. ἰε’ 4). Γιὰ τοὺς δικαίους ὅμως εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς: «χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. ἰ’ 20). Τοποθετεῖ τὴ χαρὰ αὐτὴ πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη χαρά, παραπάνω κι ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ ἔνιωθαν οἱ ἀπόστολοι ὅταν διαπίστωσαν πῶς τὰ πνεύματα ὑποτάσσονται σ’ αὐτούς.
Τί κακὸ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὥστε ὁ Κύριος νὰ μὴν ἀναφέρει τὸ ὄνομά Του; Ὁ Κύριος δὲν τὸν κατηγόρησε οὔτε γιὰ κλοπή, οὔτε γιὰ ψεύδη ἢ γιὰ μοιχεία, γιὰ ἔγκλημα ἢ γι’ ἀπιστία στὸ Θεό, οὔτε γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἀπόκτησε τὰ πλούτη του. Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν τὸν κατηγόρησε ὁ Κύριος; Mὰ ἢ ζωντανὴ κατηγορία ἔστεκε μπροστὰ στὴν πύλη τοῦ ἀρχοντικοῦ του. Δὲν ἦταν γραμμένη σὲ χαρτὶ μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ πληγὲς καὶ ἕλκη στὸ σῶμα τοῦ ζωντανοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ πλούσιος εἶχε σίγουρα ὅλα τὰ πάθη καὶ τίς κακίες ποὺ ἀναπόφευκτα κουβαλοῦν μαζί τους τὰ πλούτη στὸν ἐλαφρόμυαλο ἄνθρωπο. Αὐτὸς ποὺ κάθε μέρα ντύνεται μὲ λαμπρότητα, τρώει καὶ πίνει πλουσιοπάροχα καὶ ξοδεύει τὸν καιρό του σὲ ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, δὲν ἔχει μέσα του θέση γιά το φόβο τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τὴ γλῶσσα τοῦ ἀπὸ τὸ κουτσομπολιό, τὸ στομάχι τοῦ ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ τὴν καρδιά του ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴ ματαιότητα, τὴν καταφρόνηση τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀπαξίωση τῶν πραγμάτων τοῦ Θεοῦ. Όλ’ αὐτὰ ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα τὸν ἄνθρωπο στὴ φιληδονία, στὴν ἀπάτη, στὴν ἐκδικητικότητα, στὸ ἔγκλημα καὶ στὴν ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ. Καμιὰ ἀπ’ αὐτὲς τίς ἁμαρτίες καὶ τίς κακίες ὅμως δὲν ἀνέφερε ὁ Κύριος γιὰ τὸν πλούσιο. Ἀπὸ τὴν παραβολὴ μόνο μιὰ ἀνομία εἶναι καθαρὴ γιὰ τὸν πλούσιο: ἡ ὑπερβολικὴ περιφρόνησή του γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο, γιὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὴ φτώχεια του.
Ἄν ὁ Λάζαρος ἦταν ὑγιὴς ἄνθρωπος, ντυμένος στὰ μεταξωτὰ καὶ παρουσιαζόταν στὴν πύλη. ὁπωσδήποτε θὰ τὸν ὑποδεχόταν ὁ πλούσιος καὶ θὰ τὸν καλοῦσε στὸ τραπέζι του. Θὰ τὸν ὑποδεχόταν καὶ θὰ τὸν καλοῦσε σὰν ἄνθρωπο. Ὁ πλούσιος ὅμως δὲν ἔβλεπε καὶ δὲν ἀναγνώριζε κάποιον ἄνθρωπο στὸ Λάζαρο, μέσα στὴ φτώχεια καὶ τίς πληγές του. Περιφρονοῦσε τὸ πλάσμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε καθόλου. Γύριζε ἀλλοῦ τὰ μάτια τοῦ γιὰ νὰ μὴ τὸν βλέπει καὶ μολύνει τὴν ὅρασή του. Τὰ πλούτη τοῦ τὰ λογάριαζε ἀποκλειστικὰ δικά του, ὄχι σὰν δανεικὰ ποὺ εἶχε πάρει ἀπό το Θεό. Τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸ ἔθαψε στὴ γῆ τοῦ κορμιοῦ του κι ἔτσι κανένας ἄλλος δὲν ὠφελήθηκε ἀπ’ αὐτό. Ἡ καρδιά του ἦταν δοσμένη «ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ» (Λουκ. κά’ 34). Ὁ πνευματικὸς κόσμος κι οἱ πνευματικὲς ἀξίες δὲν ὑπῆρχαν γι’ αὐτόν. Ἔβλεπε μόνο μὲ τὰ σωματικά του μάτια, ἄκουγε μόνο μὲ τὰ σωματικά του αὐτιὰ καὶ ζοῦσε ἀποκλειστικὰ μὲ ἀφοσίωση στὰ σαρκικὰ πράγματα.
Ἡ ψυχὴ τοῦ πλούσιου ἦταν γεμάτη πληγές, ὅπως ἦταν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Λάζαρου. Ἡ ψυχή του ἦταν ἡ πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ σώματος τοῦ Λάζαρου καὶ τὸ σῶμα τοῦ Λάζαρου ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς ψυχῆς του. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἔβαλε δυὸ ἀνθρώπους στὴ γῆ γιὰ νὰ γίνουν ὁ ἕνας καθρέφτης τοῦ ἄλλου. Ὁ ἕνας ζοῦσε στὸ μέγαρο κι ὁ ἄλλος στὴν πύλη. Ἡ ἐξωτερικὴ λαμπρότητα τοῦ πλούσιου καθρέφτιζε τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ Λάζαρου. Ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τῶν πληγῶν τοῦ Λάζαρου καθρέφτιζε τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ πλούσιου. Ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀπαριθμήσει ὁ Κύριος ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ πλούσιου; Μὰ ἦταν ὁλοφάνερες μὲ τὴν πρώτη ματιὰ καὶ μάλιστα καθεμιὰ ἀπ’ αὐτές. Ἡ ἔλλειψη συμπάθειας τοῦ πλούσιου πρὸς τὸ Λάζαρο τράβηξε τὴν κουρτίνα τῆς ψυχῆς του καὶ φανερώθηκε ἀμέσως -στὰ μάτια, στ’ αὐτιά, στὴ μύτη καὶ τὴ γλῶσσα- ὁ βόρβορος ποὺ εἶχε μέσα του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα δυὸ ἀνθρώπων ποὺ ζοῦνε στὴ γῆς τοῦ ἑνὸς τὸ ὄνομὰ εἶναι πασίγνωστο στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀναφέρεται πάντα μὲ συμπάθεια τοῦ ἄλλου τὸ ὄνομα δὲν τὸ ξέρει κανένας, μὰ οὔτε κι ἐνδιαφέρεται νὰ τὸ μάθει. Καὶ τώρα θὰ δοῦμε τὴν εἰκόνα τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώπων στὸν οὐρανό.
«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραὰμ ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ἅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾶ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλπους αὐτοῦ» (Λουκ. ἴστ’ 22,23). Οἱ πλούσιοι πεθαίνουν ὅπως κι οἱ φτωχοί. Κανένας δὲ γεννήθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι φθαρτὸς καὶ περιμένει τὸ τέλος του. Οἱ πλούσιοι πεθαίνουν ἀφήνοντας ἕναν ἀναστεναγμὸ γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ φτωχοὶ ἀφήνουν ἕναν ἀναστεναγμὸ γιὰ τὸ μέλλοντα κόσμο. Ἀφήνοντας τὸν κόσμο αὐτὸν ὁ πλούσιος ἐγκατέλειψε τὴ λαμπρότητα, τὴν πολυτέλεια καὶ τίς ἡδονές του. Ὁ Λάζαρος ἄφησε τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ μαζί του ἄφησε τὴν πεῖνα, τίς πληγὲς καί τα σκυλιά.
Ἄς δοῦμε τώρα τὸ θερισμὸ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν ψυχή του καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν παράδεισο. Ὅταν πέθανε ὁ πλούσιος, οἱ ἄγγελοι ἔφυγαν μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ νεκροκρέβατό του. Ἀπὸ μιὰ φανερὰ σάπια ρίζα, οἱ ἄγγελοι βρῆκαν καὶ ἔδρεψαν ἕνα ὑπέροχο καὶ ὥριμο φροῦτο. Ἀπὸ τὸ ἄλλο δέντρο, ποὺ ἦταν καταπράσινο καὶ ευσκιόφυλλο, δὲ βρῆκαν κανένα καρπό. «Πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Λουκ. θ’ 9).
Τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια ἐκπληρώθηκαν ἀπόλυτα στὸν ἄσπλαχνο πλούσιο. Ξεριζώθηκε τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ ψυχικά. Τὸ σῶμα του τὸ ἔρριξαν στὸν τάφο, γιὰ νὰ λιώσει ἐκεῖ. Ἡ ψυχή του πῆγε στὴν κόλαση, γιὰ νὰ καίγεται ἐκεῖ. Οἱ ἄγγελοι δὲ μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸ νεκρικό του κρεβάτι, ἀφοῦ ἤξεραν πῶς ἐκεῖ δὲν περίμεναν τίποτα. Τὴ θέση τῶν ἀγγέλων πῆραν οἱ δαίμονες κι οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τὸν θάψουν. Οἱ δαίμονες ἔθαψαν τὴν ψυχή του στὴν κόλαση κι οἱ ἄνθρωποι τὸ σῶμα του στὴ γῆ.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀντέδρασαν διαφορετικὰ στὸ θάνατο τοῦ πλούσιου ἀπ’ ὅ,τι σ’ ἐκεῖνον τοῦ φτωχοῦ Λάζαρου, ὅπως γινόταν κι ὅταν ζοῦσαν. Ὁ θάνατος τοῦ πλούσιου ἔγινε ἀμέσως γνωστὸς παντοῦ κι ὅλη ἡ πόλη μαζεύτηκε στὴν κηδεία του. Τὸ παγωμένο σῶμα του τὸ ξαναέντυσαν μὲ πορφυρά καὶ πολυτελῆ λινὰ ροῦχα, τὸ τοποθέτησαν σὲ φέρετρο φτιαγμένο ἀπὸ σπάνια ξύλα καὶ μέταλλα καὶ τὸ περιέφεραν στὴν πόλη σε χρυσῆ ἅμαξα ποὺ ἔσυραν ἄλογα μὲ μαῦρες σέλες. Κατὰ κάποιο τρόπο ἀπαιτοῦσαν ἔτσι τὴν ἔκφραση λύπης γιὰ κάποιον ποῦ, μὲ τὴ ζωή του, σκόρπισε τὸν οἶκτο τοῦ οὐρανοῦ. Πίσω ἀπὸ τὴ νεκροφόρα ἀκολουθοῦσε τὸ πλῆθος τῶν φίλων του, τῶν συγγενῶν καὶ τῶν δούλων του, ποὺ ὅλοι τους ἦταν ντυμένοι μὲ πένθιμα μαῦρα ροῦχα. Ἀκολουθοῦσαν ποιόν; Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔδινε οὔτε τὰ περισσεύματα ἀπὸ τὸ τραπέζι του σ’ ἕναν πεινασμένο ζητιάνο. Ἡ πόλη ὁλόκληρη βγῆκε γιὰ τὴν κηδεία του, νὰ ἐκφράσει το σεβασμό του σ’ αὐτὸν τὸν ἔξοχο συμπολίτη καὶ ν’ ἀκούσει τίς ὁμιλίες ποὺ ἐκθείαζαν τίς ἀρετές του κι ὅλα ὅσα εἶχε κάνει γιὰ τὴν πόλη, τὸ ἔθνος καὶ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα γενικότερα. Ἄκουσαν ὅλοι λόγια ὄμορφα σὰν τὰ πορφυρά ροῦχα, ἁπαλὰ σὰν τὸ ἐξαιρετικὸ λινὸ ποὺ φοροῦσε τὸ νεκρὸ σῶμα, ποὺ τώρα δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὸ τραπέζι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Λόγια ποὺ ἦταν τόσο ψεύτικα, ὅσο κι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Λόγια τόσο κενὰ ὅσο ἡ ψυχή του, ποὺ ἦταν ἄμοιρη καλῶν ἔργων.
Τελικὰ ἔχωσαν στὴ γῆ τὸ σῶμα ποὺ ἦταν ντυμένο στὰ πορφυρά καὶ στὰ πολυτελῆ λινά. Κι ἐκεῖ δὲν τὸ ἔλειχαν τα σκυλιά, ἀλλὰ τὸ καταβρόχθιζαν τὰ σκουλήκια. Πάνω στὸν τάφο, στὸν τάφο ἐκείνου ποὺ εἶχε χάσει τὸ στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας, τοποθετήθηκαν στεφάνια μὲ λουλούδια. Πάνω στὸν τάφο ἔβαλαν καὶ μιὰ ἀκριβῆ πέτρινη στήλη, ὅπου ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἦταν γραμμένο στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Κανένας ἀπὸ τίς χιλιάδες ἀνθρώπους ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν τελετὴ αὐτὴ ὅμως, δὲν ἤξερε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ βρισκόταν ἤδη στὴν κόλαση.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τώρα, τί εἴδους κηδεία νὰ εἶχε ὁ φτωχὸς Λάζαρος; Θὰ ἔμοιαζε μᾶλλον μὲ τὸν ἐνταφιασμὸ κάποιου σκύλου ποὺ βρέθηκε νεκρὸς στὸ δρόμο. Θὰ πρέπει νὰ ὑπῆρχε κάποια κρατικὴ ἐξουσία γιὰ ν’ ἀναλάβει τοὺς νεκροὺς ζητιάνους ποὺ πέθαιναν στὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς θάψει. Κι αὐτὸ γιὰ διάφορους λόγους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τοὺς ἑξῆς δύο: πρῶτα γιὰ τὸν κίνδυνο νὰ ξεσχίσουν τα σκυλιὰ τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ σκορπίσουν στὴν ἀγορὰ καὶ δεύτερο, ἀπὸ τὸ φόβο μὴ μυρίσει καὶ μολύνει ἔτσι τὴν πόλη. Ὅπως καὶ νά ‘χὰν τὰ πράγματα, τὸ σῶμα ἔπρεπε νά μεταφερθεὶ τὸ συντομότερο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ ἐνταφιαστεῖ, γιατί τὸ πτῶμα αὐτό, ποὺ ἦταν γεμᾶτο πληγὲς καὶ ντυμένο μὲ ράκη, ἐνοχλοῦσε τὴν ὅραση τῶν περαστικῶν. Τὸ μόνο ποὺ φρόντιζαν ὅλοι, ἦταν ἡ καλοπέραση τῶν κατοίκων τῆς πόλης. Ἡ παρουσία τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου τους ἐνοχλοῦσε ὅλους, τόσο ὅσο ζοῦσε ὅσο κι ὅταν πέθανε. Οἱ ἀρχὲς δὲν ἔχωναν τὴ μύτη τους σὲ τέτοια δυσάρεστα πράγματα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν καὶ νὰ πληρώσουν ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὸ δυσάρεστο αὐτὸ καθῆκον. Αὐτὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, ἦταν: Κάποιος ζητιάνος πέθανε ποιός θὰ τὸν θάψει; Ποιός θὰ πληρώσει γι’ αὐτό; Ποιός ἦταν αὐτός; Καὶ μιὰ ἀνόητη ἐρώτηση: Ποιός θὰ ἤξερε καὶ θὰ θυμόταν τὸ ὄνομα τοῦ ζητιάνου;
Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ἀξία ποὺ εἶχαν στὰ μάτια τῶν ἄλλων; Ὁ οὐρανὸς ὅμως δὲ νοιάζεται πολὺ γιὰ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Δὲ νοιάζεται ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐπαινοῦν ἢ περιφρονοῦν, ἂν ἀνταμείβουν μὲ μετάλλια ἢ ἂν καταδικάζουν. Ἡ ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων φτάνει μόνο ὡς τὸν τάφο ἐκείνων ποὺ πέθαναν. Μετὰ τὴν ψυχὴ τὴν ἀναλαμβάνει ὁ οὐρανὸς καὶ κάνει τὴ δική του ἐκτίμηση. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πλούσιος ἄνθρωπος ποὺ ντυνόταν μὲ πανάκριβα ροῦχα πῆγε κατευθεῖαν στὴν κόλαση, ἐνῶ ὁ Λάζαρος μὲ τὰ ἕλκη ἀνέβηκε στὸν παράδεισο.
«Καὶ ἕν τῷ ἄδη ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾶ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλπους αὐτοῦ» (Λουκ. ἴστ’ 22,23). Αὐτὴ θὰ ἦταν ἴσως ἡ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε, ποὺ ὁ πλούσιος σήκωσε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό. Στὴ γῆ κοίταζε μόνο τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο γύρω του. Δὲν εἶχε φροντίδες κι ἀνάγκες καὶ γι’ αὐτὸ δὲ σήκωνε ψηλὰ τὰ μάτια του. Τὸ ἴδιο κάνουμε σήμερα καὶ πολλοὶ ἀπό μας, γι’ αὐτὸ ἔχουμε καὶ τὴν παροιμία ποὺ λέει: «Χωρὶς βάσανα, προσευχὴ δὲ γίνεται!» Χίλιες φορὲς νά ‘ναὶ εὐλογημένα τὰ βάσανα ποὺ μᾶς βρίσκουν σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἀναγκάζουν νὰ σηκώσουμε τὰ μάτια καὶ τὴν καρδιά μας στὸν Κύριο. Ἄν καὶ πλούσιος δὲν εἶχε ἐξορκίσει τὰ βάσανα στὴ γῆ καὶ δὲν τ’ ἀπέφευγε μὲ τὰ γέλια καὶ τίς διασκεδάσεις, ἴσως νὰ ‘χε σηκώσει ὅσο ζοῦσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ νά ‘χε γλιτώσει ἀπὸ τὴν κόλαση. Τώρα ὅμως βρισκόταν στὴν κόλαση, ἀπ’ ὅπου μάταια σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό.
Ὁ σοφὸς Σολομῶν εἶχε πεῖ: «Ἀγαθὸς θυμὸς ὑπὲρ γέλωτα, ὅτι ἐν κακίᾳ ἀνθρώπου ἀγαθυνθήσεται καρδίᾳ» (Ἐκκλησ. ζ 3). Ὁ πλούσιος εἶχε ἀπολαύσει τὴ ζωή του, ἦταν εὐτυχισμένος, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἄγγιξε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀπὸ τὴν κόλαση σήκωσε τὰ μάτια του, εἶδε τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλπους αὐτοῦ. Ἡ παραβολὴ λέει πῶς τὸν εἶδε ἀπὸ μακρόθεν, γιὰ νὰ δείξει πῶς ἡ κόλαση βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν παράδεισο, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία τῶν δικαίων. Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ὁ κατὰ σάρκα γενάρχης τῶν Ἰουδαίων. Μὲ τὴ δικαιοσύνη του ἔγινε προπάτορας ὅλων τῶν δικαίων ποὺ μὲ τὴν πίστη, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωσή τους εὐαρέστησαν στὸ Θεὸ κι ἔκαναν τὸ θέλημά Του. Ὁ Λάζαρος βρισκόταν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Τί σημαίνει αὐτό; Μὲ τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὁ Κύριος ὑποδηλώνει τὸ ἤρεμο καταφύγιο ὅλων τῶν δικαίων, τοὺς ὁποίους ἀνέπαυσε ὁ Θεὸς μετὰ τίς καταιγίδες τῆς ζωῆς στὴ γῆ.
Ώσότου ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν τὸν Ἀβραὰμ ὡς τὸν καλλίτερο τῶν δικαίων. Κι ὁ Κύριος τὴν παραβολὴ αὐτὴ τὴν ἔλεγε στοὺς Ἰουδαίους. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἦταν φυσικὸ νὰ ἐξελιχτοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι πιὸ δίκαιοι ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος δὲν ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραὰμ πῶς θὰ τὸν βάλει σὲ κάποιο θρόνο γιὰ νὰ κρίνει τίς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως ἔκανε στοὺς ἀποστόλους (βλ. Λουκ. κβ’ 30). Σὰν ἀπόγονος τοῦ Σὴμ ὅμως ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ θ’ ἀξιωνόταν νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Λουκ. ἴγ’ 28), ὅπου, μαζί του θὰ ἦταν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δίκαιοι, οἱ κακοποιημένοι καὶ θανατωμένοι προφῆτες, οἱ ἀφοσιωμένοι βασιλιᾶδες κι ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι.
Στὴ χορεία τῶν δικαίων, μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς προφῆτες Ἠλία καὶ Ἐλισαῖο, τὸ δίκαιο Ἰὼβ καὶ τὸν ἔνδοξο Δαβίδ, προσχώρησε κι ὁ Λάζαρος, ὁ φτωχὸς ζητιάνος ποῦ σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ ὑπόμεινε καρτερικὰ τὴν πεῖνα, τὴ γυμνότητα, τὴν περιφρόνηση, τὴν ἀρρώστια καὶ τὰ ἕλκη ποὺ αἱμορραγοῦσαν. Κανένας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν σ’ αὐτὴ τὴ φωτεινὴ χώρα, στὸν τόπο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀνεκλάλητης χαρᾶς, δὲν ἔφτασε ἐκεῖ μὲ τὰ ἐπίγεια πλούτη καὶ τίς διασκεδάσεις του, τὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὴν ἐξουσία του, τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴ σταθερὴ κι ἀκλόνητη πίστη κι ἐλπίδα του στὸ Θεό, τὴν ὑποταγή του στὸ θεϊκὸ θέλημα ἢ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἔγκαιρη μετάνοια.
Ὁ Θεὸς δὲν ἀποβλέπει στὴν κοινωνικὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο. Προσέχει μόνο τὴν καρδιά μας. Στὴ βασιλεία Του θὰ μποῦν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν βασιλικὲς ψυχές, ὄχι βασιλικὰ στέμματα αὐτοὶ ποῦ εἶναι πλούσιοι στὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη, ὄχι σὲ χρήματα καὶ κτήματα: ὅσοι κατέχουν τὴ σοφία Θεοῦ κι ὄχι τὴ σοφία τοῦ κόσμου αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χαρούμενες καὶ ἱλαρὲς καρδιές, ὄχι οἱ ἄλλοι ποὺ ὁ μόνος τρόπος ποὺ χαίρεται ἡ καρδιά τους εἶναι ν’ ἀκοῦνε μουσικὴ καὶ νὰ χορεύουν, ἐκεῖνοι ποὺ ἡ καρδιά τους χαίρεται κοντὰ στὸ Θεό, ὅπως λέει κι ὁ Ψαλμωδός: «Ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα» (Ψαλμ. πγ 3).
Τί ἔκανε ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὅταν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸ Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀβραάμ, τὸν ἴδιο Λάζαρο ποὺ μὲ τὸ ὄνομά του δὲν ἤθελε νὰ μολύνει τὰ χείλη του στὴ γῆ, «καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε: πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν μὲ καὶ πέμψον Λάζαρος ἕνα βάψη τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξη τὴν γλῶσσαν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τη φλογὶ ταύτῃ» (Λουκ. ἴστ’ 24). Δὲ θὰ ‘βρισκε λόγια κανεὶς γιὰ νὰ περιγράψει καλύτερα τὸν τρόμο καὶ τὰ βάσανα τοῦ ἁμαρτωλοῦ στὴν κόλαση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεινάει λίγο, ἀναζητᾶ κρέας ἢ ψάρι γιὰ νὰ κορέσει τὴν πεῖνα του. Ὅταν πεθαίνει τῆς πείνας, εἶναι εὐχαριστημένος ἂν βρεῖ μιὰ χούφτα βελανίδια, γιὰ νὰ συγκρατήσει τὴν ψυχὴ μέσα στὸ σῶμα του. Πόσο πιὸ φοβερὴ πρέπει νὰ ἦταν ἡ φωτιὰ τῆς κόλασης ὅπου καιγόταν ὁ πλούσιος! Κι αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲ ζήτησε πάγο, ἕναν κουβᾶ ἢ ἔστω ἕνα ποτήρι νερό, ἀλλὰ μόνο ἕνα βρεγμένο δάχτυλο. Μόνο μιὰ σταγόνα νερὸ στὸ ἀκροδάχτυλο, γιὰ νὰ δροσίσει τὴ γλῶσσα του ποὺ καιγόταν.
Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ἄν οἱ ἄνθρωποι πίστευαν τοὐλάχιστον πῶς ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ ἐπεκτείνει τὸ βασίλειο τοῦ ψεύδους ἢ γιὰ νὰ κάνει ἕνα πρᾶγμα νὰ φαίνεται μεγαλύτερο ἀπ’ ὅ,τι πραγματικὰ εἶναι, τότε ἡ μοναδικὴ αὐτὴ εὐαγγελικὴ παραβολή Του θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν στὴ γῆ. Προσέξτε πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ στὴ ζωή του δὲν ἤξερε τί σημαίνει ἔλεος κι εὐσπλαχνία, ζητοῦσε τώρα το ἔλεος ἀπὸ τὰ βάθη τῆς κόλασης. Κοιτᾶξτε ἔπειτα τὸν ἑαυτό σας. βαθμολογῆστε τον ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἔχετε ἔλεος, ἀλλὰ καλλιεργεῖτε μέσα σας ἀσπλαχνία πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἄπορους. Ἴσως πολὺ σύντομα κραυγάσετε κι γιὰ ἔλεος ὅπως ὁ πλούσιος, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει οὔτε μιὰ ἀκτῖνα ἐλέους, στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα.
«Εἶπε δὲ Ἀβραὰμ τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθὰ σοῦ ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος όμοίως τὰ κακὰ νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνάσαι καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἔστηρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἴ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν» (Λουκ. ἴστ’ 25, 26). Ὁ Ἀβραὰμ ἀπευθύνθηκε στὸν ἁμαρτωλὸ μὲ μιὰ εὐγενικὴ λέξη. Τὸν ὀνόμασε τέκνον. Αὐτὸ δείχνει πῶς στὴν οὐράνια βασιλεία ὑπάρχει ἀπόλυτη ἀπουσία τοῦ κακοῦ. Μὲ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ Ἀβραὰμ ἤθελε ἐπίσης νὰ θυμίσει στὸν ἀπόγονό του πῶς ἀνῆκαν στὴν ἴδια φυλή, πῶς καὶ πλούσιος εἶχε μπροστά του παραδείγματα δίκαιων κι ἐνάρετων ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἄλλους δίκαιους. Ἑπομένως θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε σωθεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς κόλασης ὅταν εἶχε τὴν εὐκαιρία στὴ γῆ. Δὲν μποροῦσε ὅμως ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸ αἴτημα τοῦ ἁμαρτωλοῦ γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτο, ἐπειδὴ τὴν κατάσταση τῶν πραγμάτων εἶχε κρίνει ἡ θεία δικαιοσύνη καὶ δεύτερο, ἐπειδὴ σ’ ἐκεῖνον τὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει δρόμος ἢ γέφυρα γιὰ νὰ περάσουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν δικαίων στὸν τόπο κόλασης τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἄν κάποιον ἁμαρτωλό, μὲ τίς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας στὴ γῆ, τὸν μεταφέρει ὁ Θεός ἀπὸ τὴν κόλαση στὸν παράδεισο πρὶν ἀπὸ τὴν Τελικὴ Κρίση, αὐτὸ εἶναι μυστικὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ παρέμβει ὁ Ἀβραάμ. Ὑπενθύμισε μόνο στὸν πρώην πλούσιο, ποὺ τώρα ἦταν πιὸ φτωχὸς ἀπὸ τὸν φτωχότερο ζητιάνο στὸν κόσμο, πῶς στὴν ἐπίγεια ζωή του εἶχε ὅλα ὅσα ἤθελε. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐνόσῳ ζοῦσε δὲν ἀποζητοῦσε κανένα ἀπό το ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ δὲν εἶχε δώσει οὔτε ἕνα μικρὸ ψίχουλο γιὰ νὰ τὰ κερδίσει, ἀλλ’ οὔτε κι ἔχυσε ἕνα δάκρυ γι’ αὐτά, σημαίνει πῶς ὅλη τὴν ἀνταμοιβή του τὴν εἰσέπραξε στὴ ζωὴ αὐτή. Ὁ Λάζαρος, ἀντίθετα, στὴν παροδικὴ αὐτὴ ζωή του ἔλαβε μόνο βάσανα, πόνους καὶ περιφρόνηση, ἐπιζητοῦσε μὲ δάκρυα μόνο τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ τώρα τ’ ἀπολαμβάνει. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ἔ’ 4). Κι ἄλλου πάλι εἶπε ὁ ἴδιος: «υμείς…λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἢ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται» (Ἰωάν.ιστ’ 20) καὶ «οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε» (Λουκ. στ’ 25).
Ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς συνειδητοποίησε πῶς ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε δίκαια στὴν πρώτη του ἐρώτηση, ἐπανῆλθε μὲ μιὰν ἄλλη: «Εἶπε δὲ ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφοὺς ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἶνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου» (Λουκ. ἴστ’ 27, 28). Πῶς προκλήθηκε αὐτὴ ἡ ξαφνικὴ συμπάθεια γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιά τη σωτηρία τους; Δὲν ἦταν συμπάθεια καὶ ἔλεος αὐτὸ ποὺ ἔνιωσε, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ προσπάθεια γιὰ ἕνα νοτισμένο ἀκροδάχτυλο, ὥστε νὰ ἐλαφρώσει τὰ βάσανά του. Ἀποκάλυψε ἔτσι μιὰν ἄλλη ἁμαρτία του: τὸν σκανδαλισμὸ τῶν ἄλλων. Βρισκόταν στὴν κόλαση ὄχι μόνο ἐπειδὴ φέρθηκε ἄσπλαχνα στὸ Λάζαρο, ἀλλ’ ἐπειδὴ μὲ τὸν ἐλαφρόμυαλο βίο του εἶχε δώσει κακὸ παράδειγμα στ’ ἀδέρφια του, ὁδηγῶντας τὰ ἔτσι στὴν καταστροφὴ καὶ τὸν ὄλεθρο κι ἀνοίγοντας καὶ γι’ αὐτά το δρόμο πρὸς τὴν κόλαση. Ὁ σκανδαλισμὸς τῶν ἄλλων εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Τὸ νὰ γλιστράει κάποιος καὶ νὰ τραβᾶ ταυτόχρονα κι ἄλλους μαζί του ἀξίζει μεγαλύτερη τιμωρία, ἀπ’ ὅτι ὅταν γλιστράει κανεὶς καὶ πέφτει μόνος του. Ἀκοῦστε τὰ φοβερὰ λόγια ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Κύριος γιὰ ἐκείνους ποὺ γίνονται αἰτία σκανδαλισμοῦ· «Λυσιτελεῖ αὐτὸ εἴ λίθος μυλικὸς περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ ἕνα σκανδαλίση ἕνα τῶν μικρῶν τούτων» (Λουκ. ἴζ’ 2). Φαίνεται πῶς τ’ ἀδέρφια τοῦ πλούσιου μᾶλλον ἦταν μικρότερα ἀπὸ τὸν ἴδιον, γι’ αὐτὸ κι ἤθελε νὰ πάει ὁ Λάζαρος κοντά του καὶ νὰ συγχωρήσει ἐκεῖνον πρῶτα καὶ μετὰ νὰ ἐκθέσει τὴν ἁμαρτία του στὸ ἀδέρφια του. Τότε οἱ φλόγες θὰ ἦταν ἠπιότερες καὶ τὰ κολαστήρια ἐλαφρύτερα. Ἡ ἔκκληση αὐτὴ ποὺ ἔκανε στὸν Ἀβραὰμ δὲν ἀφοροῦσε τόσο το ἀδέρφια του, ὅσο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
«Λέγει αὐτῷ Ἀβραὰμ ἔχουσι Μωυσέα καί τοὺς προφήτας: ἀκουσάτωσαν αὐτῶν: ὁ δὲ εἶπεν οὔχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν τίς ἐκ νεκρῶν πορευθῆ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν εἶπε δὲ αὐτῷ εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐὰν τίς ἐκ νεκρῶν ἀναστη πεισθήσονται» (Λουκ. ἴστ’ 29-31). Ὁ Ἀβραὰμ δὲν μποροῦσε οὔτε καὶ στὴ δεύτερη παράκληση τοῦ πλούσιου ν’ ἀνταποκριθεῖ. Κι ἔδωσε καθαρὲς καὶ πειστικὲς δικαιολογίες γι’ αὐτό. Τί νόημα θὰ εἶχε νὰ ξαναγυρίσει ὁ Λάζαρος στὸν κόσμο καὶ νὰ προειδοποιήσει τοὺς ἀνθρώπους τί τοὺς περιμένει μετά το θάνατό τους, ἀφοῦ ὁ Μωυσῆς κι οἱ προφῆτες εἶχαν πεῖ ὅλα ὅσα ἔπρεπε νὰ κάνουν γιὰ νὰ σωθοῦν; Χιλιάδες χιλιάδων ἄνθρωποι σώθηκαν ὄχι ἀπὸ μαρτυρίες νεκρῶν, ἀλλὰ ζωντανῶν. Ὅταν λοιπὸν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι σώθηκαν ἀκούγοντας το Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, ἔτσι μποροῦν νὰ σωθοῦν καὶ τ’ ἀδέρφια σου.
Μάταια προσπάθησε πάλι ὁ πλούσιος νὰ ἐπαναλάβει τὴν ἔκκλησή του, ἐνισχύοντάς την μὲ τὰ λόγια: ἐὰν τίς ἐκ νεκρῶν πορευθῆ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Ὁ Ἀβραὰμ ἀπέρριψε πάλι τὸ αἴτημά του μὲ καθαρὰ ἐπιχειρήματα. Τί θὰ τοὺς ὠφελοῦσε ἡ παρουσία κι ἡ μαρτυρία τοῦ Λάζαρου, ἂν δὲν ἄκουγαν τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες; Ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠσαΐας κι ὁ Ἠλίας δὲν εἶδαν το Θεὸ καὶ μίλησαν στοὺς ἀνθρώπους στὸ ὄνομά Του; Ἄν λοιπὸν τ’ ἀδέρφια του δὲν ἄκουσαν καὶ δὲν πίστεψαν αὐτούς, πῶς θὰ πίστευαν στὸ Λάζαρο ἂν ἐμφανιζόταν μπροστά τους; Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα ποιός ἦταν ὁ Λάζαρος; Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιέφερε καθόλου ὅσο ζοῦσε, ὅπως δὲν ἐνδιέφερε καὶ τὸν ἀδερφό τους. Ἔπειτα, μᾶλλον δὲ θὰ εἶχαν ἀκούσει καθόλου γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Λάζαρου. Ὅταν εἶχαν δεῖ τὸ πρόσωπό του καλυμμένο ἀπὸ ἕλκη, θὰ τὸν ἀναγνώριζαν τώρα ποὺ θὰ τοὺς παρουσιαζόταν μὲ δόξα, νὰ ἀστράφτει σὰν ἄγγελος; Πότε εἶχαν ἀκούσει τὴ φωνή του, γιὰ νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν τώρα; Πότε εἶχαν ἀκούσει τὴν ἱστορία τῆς ταλαίπωρης ζωῆς του, γιὰ νὰ τὴν ξέρουν τώρα; Δὲ θά ‘λεγαν ὅτι «αὐτὸ εἶναι ὀπτασία» ἢ «φάντασμα» ἢ «ὀφθαλμαπάτη»; Τί ὠφέλησε τὸν Σαοὺλ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Σαμουὴλ «ἐκ νεκρῶν» (Α ́ Βασ. κή’ 11-14);
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀβραὰμ δὲν βοήθησε καθόλου τὸν ἁμαρτωλὸ στὴν κόλαση. Θὰ μποροῦσε σήμερα βέβαια νὰ βοηθήσει ἐκείνους ποὺ ἐπικαλοῦνται τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν γιὰ ν’ ἀνακαλύψουν τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὸ πρόσχημα πῶς αὐτὸ ἐνδεχομένως θὰ ἐνίσχυε τὴν πίστη τους. Δὲν ὑπάρχει πραγματικὰ καλλίτερος τρόπος νὰ κάνεις ἕναν ἄνθρωπο παρανοϊκὸ καὶ νὰ τὸν στείλεις στὴν κόλαση. Ὁ πνευματισμὸς εἶναι πτήση ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι, ἡ ἀναζήτηση τοῦ φωτὸς μέσα στὸ βαθὺ σκότος. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐπικαλοῦνται τὰ πνεύματα γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια, φανερώνουν καθαρὰ πῶς δὲν πιστεύουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Πῶς λογικοὶ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ πιστεύουν στὰ πνεύματα τῶν θείων καὶ τῶν γειτόνων τους, ὅταν κανένας δὲν ξέρει ἂν τὰ πνεύματα εἶναι πραγματικὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπικαλοῦνται; Κι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν στὴν ἀλήθεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Πῶς μποροῦν οἱ θεῖες κι οἱ γείτονες, τὰ μέντιουμ κι οἱ μάγοι, νὰ βεβαιώσουν τὰ λόγια τους; Ὁ Χριστὸς βεβαίωσε τὰ λόγια Του μὲ τὸ Αἷμα Του, καθὼς καὶ μὲ τὸ αἷμα ἀμέτρητων χιλιάδων πιστῶν ἀντρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ τὸ ἔδωσαν γιά το λόγο Του. Οἱ Ἰουδαῖοι ὄχι μόνο εἶδαν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀναστημένου Λάζαρου, τοῦ ἀδερφοῦ τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας, μὰ εἶδαν καὶ τὸ σῶμα του. Καὶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ γύρευαν νὰ θανατώσουν τὸ Λάζαρο, γιὰ νὰ μὴν μαρτυρήσει τὴν ἀλήθεια (βλ. Ἰωάν. ἰ’ 11). Οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν δεῖ καὶ τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου ν’ ἀνασταίνεται, ὅπως καί το γιὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Γιατί λοιπὸν δὲν πίστεψαν;
Οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς νεκρούς τους νὰ βγαίνουν ἀπὸ τοὺς τάφους τους στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί λοιπὸν δὲν πίστεψαν; Τελικὰ ἀναγνώρισαν τὸ ἀκαταμάχητο καὶ ἀδιάσειστο γεγονὸς τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ἀντὶ ὅμως νὰ πιστέψουν, ἐκεῖνοι δωροδόκησαν τοὺς φύλακες γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀλήθεια καὶ ν’ ἀναφέρουν ψέματα. Δὲν εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ γιὰ νά μᾶς κάνουν νὰ πιστέψουμε; Ἄν θέλουμε περισσότερες μαρτυρίες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἔχουμε τὸν Ἀβραάμ, τὸ Λάζαρο καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ πλούσιο. Ἔχουμε ἐδῶ μαρτυρίες ἀπὸ τὸν παράδεισο κι ἀπὸ τὴν κόλαση, μαρτυρίες ποὺ ἐπιβεβαιώνει ὄχι κάποιο πρόσωπο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ὅποιος ἀπὸ μᾶς κι ἂν ἔβλεπε μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια τὸν παράδεισο καὶ τὴν κόλαση κι ἄκουγε τὴ συνομιλία τοῦ Ἀβραὰμ μὲ τὸν ἄσπλαχνο πλούσιο, δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει τὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά του, ὅσο μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὰ τὰ πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ γνωρίζει ὅλα τὰ μυστήρια. Εἶχε δεῖ κι εἶχε ἀκούσει ὅλα ὅσα διηγήθηκε σ’ ἐμᾶς μὲ τὴν παραβολή Του. Καὶ τώρα γνωρίζουμε τὴν ἀλήθεια. Ἄν τὴν εἴχαμε δεῖ μόνοι μας, ἴσως καὶ ν’ ἀμφιβάλαμε, νὰ νομίζαμε πῶς πρόκειται γιὰ κάποια ὀπτασία, παραίσθηση. Ἐκεῖνος ὅμως εἶδε καὶ ἄκουσε. Δὲν μποροῦσε οὔτε ν’ ἀπατήσει οὔτε ν’ ἀπατηθεῖ.
Ἀδελφοί μου! Δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ πιστεύουμε περισσότερο Ἐκεῖνον, παρὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Τὸ ζητάει αὐτὸ ἀπὸ μᾶς. Εἶναι ἡ πρώτη ἀπαίτησή του στὸ εὐαγγέλιο, τὸ νὰ πιστέψουμε δηλαδὴ περισσότερο Ἐκεῖνον παρὰ τὸν ἑαυτό μας. Νὰ τὸν πιστέψουμε περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον, εἴτε ζωντανὸς εἶναι αὐτὸς εἴτε νεκρός. Τὸ ἴδιο δὲ γίνεται μὲ τὸν ὁδηγὸ σ’ ἕνα ταξίδι καὶ στοὺς ταξιδιῶτες ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν; Δὲν ἀπαιτεῖ κι αὐτὸς νὰ τὸν ἀκολουθοῦν οἱ ταξιδιῶτες καί νὰ μὴν ἀναζητοῦν μὲ τὸ ἄπειρο μάτι τους νὰ βροῦν δικό τους δρόμο; Διαφορετικὰ ἐκεῖνοι θ’ ἀκολουθήσουν λάθος ὁδηγὸ ποῦ, γιὰ δικούς του λόγους. θὰ ἰσχυριστεῖ πῶς ξέρει κάποιο συντομότερο κι εὐκολότερο δρόμο.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ὁδηγὸς στὸ δρόμο πρὸς τὴ Βασιλεία Του, στὸ δρόμο ποὺ κανένας ἄλλος δὲν ξέρει τόσο καλὰ ὅσο Ἐκεῖνος. Πρέπει νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστὸ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι στὰ δικά μας πλανεμένα μάτια κι αὐτιὰ καὶ στὴ δική μας ὀλέθρια ἀντίληψη. Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ μὴν πλανηθοῦμε ἀπὸ διάφορα ὕποπτα πνεύματα καὶ ὀπτασίες, ἄνοιξε γιὰ χάρη μας τὸν παράδεισο καὶ τὴν κόλαση. Ἔδωσε τὴν ἄδεια στοὺς νεκροὺς νὰ μᾶς πληροφορήσουν τί εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Κι αὐτὸ ἔγινε μπροστά Του, ὥστε νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ τὴν ἀλήθεια σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν ἄλλο κόσμο. Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ μᾶς φανερώσουν μόνο τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο νὰ μάθουμε, ὥστε νὰ μὴ μιμηθοῦμε τὴν ἀσπλαχνία τοῦ πλούσιου, ἀλλὰ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Λάζαρου, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα του. Νὰ μὴ λογαριάζουμε τίποτα δικό μας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ βλέπουμε ὅλα ὅσα ἔχουμε σὰν δάνειο ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τὴ δική μας καὶ τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων.
Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.