ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (25/6/2023)
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ:
Προς Ρωμαίους, κεφ. 5, εδάφια 1-10
1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ 2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ῎Ετι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Αφού λοιπόν γίναμε δίκαιοι μέσω της πίστεως, έχουμε ειρήνη με τον Θεό διαμέσου της μεσιτείας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, 2 ο Οποίος με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατάσταση αυτή της χάριτος, στην οποία στεκόμαστε στερεά. Και δεν τρέμουμε τώρα την θεία οργή, αλλά καυχόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε τη δόξα του Θεού 3 και δεν καυχόμαστε μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε, αλλά καυχόμαστε και για τις θλίψεις· διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή, 4 η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό. 5 Και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει, διότι η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον Οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας. 6 Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη και μοναδική η αγάπη που μας έδειξε ο Θεός· διότι όταν εμείς ήμασταν ακόμη ασθενείς πνευματικά και δεν μπορούσαμε να εργαστούμε το καλό και να απαλλαγούμε μόνοι μας από την οργή, ο Χριστός στον κατάλληλο χρόνο που είχε ορίσει ο Θεός, πέθανε για να σώσει ανθρώπους ασεβείς. 7 Κι αυτό αποδεικνύει πράγματι την μεγάλη αγάπη του Θεού· διότι μόλις και μετά βίας θα βρεθεί άνθρωπος να πεθάνει για κάποιον δίκαιο· διότι για έναν καλό άνθρωπο ίσως να έκανε κανείς την τόλμη να πεθάνει. 8 Ο Θεός όμως δείχνει περίτρανα την αγάπη που έχει από τα βάθη Του για μας, διότι ο Χριστός πέθανε για χάρη μας, όταν εμείς ήμασταν ακόμη γεμάτοι αμαρτίες. 9 Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα που δικαιωθήκαμε με το αίμα και τη θυσία του Χριστού, θα σωθούμε μέσω Αυτού από την μέλλουσα οργή. 10 Διότι εάν συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό με τον θάνατο του Υιού Του όταν ήμασταν εχθροί, πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε θα σωθούμε διαμέσου του Χριστού, ο Οποίος δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να πεθάνει, αλλά ζει ένδοξος στους ουρανούς ως μεσίτης δικός μας.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφ. ΣΤ΄ εδάφια 22-33
22 ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; 24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.
25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; 27 Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28 Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; Καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. 30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
31 Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. 33 Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. 34 Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
22 Και δεν είναι μικρή συμφορά να κολλήσει ο νους και η καρδιά σας στα γήινα και μάταια. Για να το καταλάβετε αυτό, σας φέρνω μια εικόνα: Το λυχνάρι που δίνει φως στο σώμα είναι το μάτι˙ και το λυχνάρι που φωτίζει την ψυχή είναι ο νους. Εάν λοιπόν το μάτι σου είναι υγιές, όλο το σώμα σου θα είναι γεμάτο φως, σαν να ήταν ολόκληρο το σώμα σου μάτι. Έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρδιά σου δεν έχουν τυφλωθεί απ’ τη φιλαργυρία και την προσκόλληση στα μάταια. 23 Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμμένο και τυφλωμένο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν εκείνο που σου δόθηκε για να σου μεταδίδει φως γίνει σκοτάδι, σε πόσο σκοτάδι θα βυθιστείς; Κάτι ανάλογο θα συμβεί, εάν και ο νους σκοτιστεί από την προσκόλληση στον πλούτο. Σε πόσο ηθικό σκοτάδι θα βυθιστεί τότε η ψυχή σου! 24 Μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στον Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό.
25 Η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα. 26 Κοιτάξτε τα πουλιά που πετούν στον αέρα και δείτε ότι αυτά δεν σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν τροφές σε αποθήκες για τον χειμώνα ή τον καιρό της στερήσεως. Κι όμως ο επουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερα από αυτά; 27 Και για να καταλάβετε πόσο ανόητη και ανίσχυρη είναι αυτή η μέριμνα, σας ρωτώ: Ποιος από σας, οσοδήποτε κι αν φροντίσει, μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχη; Κανένας. Τι κατορθώνετε λοιπόν με τη μέριμνά σας; 28 Αλλά και για το ένδυμα γιατί κυριεύεστε από ανήσυχη και αγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήστε τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό, με ποιον τρόπο αυξάνουν. Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν˙ 29 κι όμως σας λέω ότι ούτε ο σοφός σε επινοήσεις Σολομών, με όλη την ξακουσμένη βασιλική του μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρή και ένδοξη περιβολή και εμφάνισή του, δεν ντύθηκε με ένδυμα τόσο ωραίο και θαυμάσιο, όπως περιβάλλεται ένα από τα αγριολούλουδα αυτά. 30 Κι αν ο Θεός ντύνει με τόση μεγαλοπρέπεια τα αγριόχορτα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό και δεν έχουν προορισμό να ζήσουν αιώνια, όπως εσείς, αλλά σήμερα υπάρχουν και αύριο ρίχνονται στο φούρνο ως καύσιμη ύλη, δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυμα, ολιγόπιστοι;
31 Μην καταληφθείτε λοιπόν ποτέ από αγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: “Τι θα φάμε”, ή “Τι θα πιούμε”, ή “Με ποιο ένδυμα θα ντυθούμε;”. 32 Διότι οι εθνικοί και ειδωλολάτρες, οι οποίοι αγνοούν εντελώς τα ουράνια αγαθά που έχουν ασυγκρίτως ανώτερη αξία, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρτά ως τα μόνα σοβαρά και απαραίτητα. Εσείς όμως μην ανησυχείτε γι’ αυτά, διότι ο ουράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώσει. 33 Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά. Και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα. 34 Μην κυριευτείτε λοιπόν από ανήσυχη φροντίδα για όσα ενδέχεται να παρουσιαστούν αύριο· διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίσει για όλα όσα θα σας συμβούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέρα η δική της σκοτούρα και ταλαιπωρία.
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ρωμ.5,1-10]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (:Αφού λοιπόν γίναμε δίκαιοι μέσω της πίστεως, έχουμε ειρήνη με τον Θεό διαμέσου της μεσιτείας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού)»[Ρωμ.5,1].
Τι σημαίνει: «εἰρήνην ἔχομεν»; Μερικοί λέγουν ότι σημαίνει «δεν διχογνωμούμε μετέχοντας σε λεκτικές διαμάχες για την εφαρμογή του μωσαϊκού νόμου», εμένα όμως μου φαίνεται πως μας μιλάει στο εξής για την όλη συμπεριφορά μας. Επειδή λοιπόν είπε πολλά για την πίστη και τη δικαίωση από τα έργα, αυτήν πρώτα έβαλε. Για να μη νομίσει κανείς πως τα λόγια αυτά είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να αδιαφορήσουμε, λέγει: «έχουμε ειρήνη». Δηλαδή, ας μην αμαρτάνουμε ποτέ πια, ούτε να επιστρέφουμε προς τα προηγούμενα, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε πόλεμο με τον Θεό. «Και πώς είναι δυνατό», αναρωτιέται ίσως κάποιος, «το να μην αμαρτάνουμε ποτέ πια;». Πώς έγινε δυνατό το προηγούμενο; Γιατί, αν, ενώ ήμασταν υπεύθυνοι για τόσα αμαρτήματα, απαλλαχτήκαμε με τον Χριστό από όλα, πολύ περισσότερο θα μπορέσουμε με Αυτόν να μείνουμε σε εκείνα που είμαστε.
Γιατί δεν είναι το ίδιο να αποκτήσουμε ειρήνη που δεν υπήρχε, και να κρατήσουμε αυτήν που δόθηκε, επειδή βέβαια η απόκτηση είναι πιο δύσκολο πράγμα από τη φύλαξη. Αλλά όμως το πιο δύσκολο έγινε εύκολο και πραγματοποιήθηκε. Επομένως και το πιο εύκολο θα είναι ευκολοκατόρθωτο σε εμάς, αν ακολουθούμε Εκείνον που για χάρη μας κατόρθωσε και αυτά. Εδώ όμως μου φαίνεται πως δεν υπονοεί μόνο το εύκολο, αλλά και το εύλογο. Γιατί, αν Αυτός μας συμφιλίωσε, ενώ ήμασταν εχθροί Του, είναι εύλογο να παραμένουμε στη συμφιλίωση και να Του αποδώσουμε αυτήν την αμοιβή, για να μη φανεί πως έχει συμφιλιώσει με τον Πατέρα σκαιούς και αχαρίστους.
«δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν(: ο Οποίος με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατάσταση αυτή της χάριτος, στην οποία στεκόμαστε στερεά)»[Ρωμ.5,2]. «Γιατί ο Χριστός», λέγει, «μας έφερε με την πίστη μας στην κατάσταση αυτή της χάριτος, στην οποία έχουμε πλέον σταθεί και εδραιωθεί». Εάν λοιπόν, ενώ βρισκόμασταν μακριά, μας έφερε κοντά, πολύ περισσότερο θα μας κρατήσει, αν πλησιάσουμε κοντά.
Εσύ όμως πρόσεχε, παρακαλώ, πως παντού αναφέρει τα δύο, και τα του Κυρίου Ιησού Χριστού και τα δικά μας. Αλλά τα δικά Του βέβαια είναι ποικίλα και πολλά και διαφορετικά, γιατί και πέθανε για χάρη μας, και μας συμφιλίωσε, και μας οδήγησε κοντά, και μας έδωσε χάρη ανέκφραστη, ενώ εμείς προσφέραμε την πίστη μόνο. Γι’ αυτό, λέγει: «με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατάσταση αυτή της χάριτος, στην οποία στεκόμαστε στερεά». Πες μου, ποια «χάριν»; Το να καταξιωθούμε να γνωρίσουμε τον Θεό, το να απαλλαχτούμε από την πλάνη, το να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια, το να επιτύχουμε με βάπτισμα όλα τα αγαθά. Σε αυτό λοιπόν μας οδήγησε, για να λάβουμε αυτά τα δώρα· ούτε βέβαια απλά για να γίνει συγχώρηση και απαλλαγή από τα αμαρτήματα μόνο, αλλά για να απολαύσουμε και άπειρα αξιώματα.
Και ούτε σε αυτά σταμάτησε, αλλά υποσχέθηκε και άλλα, εκείνα τα απόρρητα αγαθά που ξεπερνούν και νου και λόγο. Γι΄αυτό ακριβώς ανέφερε και τα δύο. Γιατί με το να πει: «τὴν χάριν ταύτην», δήλωσε τα παρόντα που λάβαμε, ενώ με το να πει: «καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(:και δεν τρέμουμε τώρα τη θεία οργή, αλλά καυχόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε τη δόξα του Θεού)», αποκάλυψε όλα τα μελλοντικά. Και καλά είπε: «ἐν ᾗ ἑστήκαμεν (:στην οποία έχουμε εδραιωθεί)». Γιατί τέτοια είναι η χάρη του Θεού. Δεν έχει τέλος, δεν γνωρίζει πέρας, αλλά και σε μεγαλύτερα πάντοτε προχωράει, πράγμα που δεν είναι δυνατό στους ανθρώπους. Τι θέλω να πω: απέκτησε κάποιος αρχή και δόξα και εξουσία, όμως δεν στάθηκε πάνω σε αυτήν παντοτινά, αλλά γρήγορα τη χάνει. Και αν ακόμη δεν του την αφαιρέσει άνθρωπος, οπωσδήποτε θα την αφαιρέσει ο θάνατος, όταν έρθει. Εκείνα όμως που ανήκουν στον Θεό δεν είναι τέτοια. Γιατί ούτε ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος, ούτε η συγκυρία των πραγμάτων, ούτε ο ίδιος ο διάβολος, ούτε ο θάνατος, όταν έρθει, θα μπορέσει να μας απομακρύνει από αυτά. Αλλά όταν πεθάνουμε, τότε με περισσότερη ακρίβεια τα κατέχουμε, και απολαμβάνουμε περισσότερα, καθώς προχωρούμε πάντοτε.
Επομένως, εάν δυσπιστείς στα μελλοντικά αγαθά, από τα παρόντα και από εκείνα που έλαβες ήδη, να πιστεύεις και σε εκείνα. Γιατί γι΄αυτό είπε: «Καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(:Και δεν τρέμουμε τώρα τη θεία οργή, αλλά καυχόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε τη δόξα του Θεού)», για να μάθεις ποια ψυχή πρέπει να έχει ο πιστός. Γιατί όχι μόνο γι’ αυτά που έχουν δοθεί, αλλά και για τα μελλοντικά σαν να έχουν δοθεί, πρέπει να έχουμε βεβαιωθεί, γιατί καυχιέται κανείς γι’ αυτά που έχουν ήδη δοθεί. Αφού λοιπόν και η ελπίδα των μελλοντικών είναι τόσο βέβαιη και σαφής, όπως η ελπίδα εκείνων που έχουν ήδη δοθεί, και για εκείνη, λέγει, με όμοιο τρόπο καυχιόμαστε. Γι΄αυτό και δόξα τα ονόμασε αυτά. Γιατί, αν συντελούν στη δόξα του Θεού, οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν, και αν ακόμη όχι για μας αλλά γι’ Αυτόν.
«Και τι λέγω», λέγει, ότι «τα μελλοντικά αγαθά είναι άξια για καύχηση;». Αλλά και τα παρόντα κακά είναι ικανά να γίνουν εγκαλλώπισμά μας και να μας κάνουν να υπερηφανευόμαστε γι’ αυτά. Γι΄αυτό και πρόσθεσε: «Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν(:Και δεν καυχόμαστε μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε, αλλά καυχόμαστε και για τις θλίψεις)»[Ρωμ.5,3]. Σκέψου λοιπόν πόσο σπουδαία είναι τα μελλοντικά, όταν μεγαλοφρονούμε και για εκείνα που φαίνονται πως είναι λυπηρά. Τόσο μεγάλη είναι η δωρεά του Θεού, και έτσι τίποτε δικό της δεν είναι δυσάρεστο. Γιατί στα έξω πράγματα οι αγώνες έχουν κόπο και πόνο και ταλαιπωρία, ενώ τα στεφάνια και τα βραβεία φέρνουν την ευχαρίστηση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά οι αγώνες δεν μας είναι λιγότερο ευχάριστοι από τα βραβεία. Επειδή λοιπόν πολλοί ήταν τότε οι πειρασμοί, ενώ η βασιλεία βρισκόταν στις ελπίδες, και τα κακά πάλι ήταν πραγματικότητα, ενώ τα αγαθά βρίσκονταν στην προσδοκία και αυτό ήταν εκείνο που παρέλυε τους ασθενέστερους, δίνει σε αυτούς τα βραβεία, ήδη και πριν από τα στεφάνια, λέγοντας ότι και στις θλίψεις πρέπει να καυχιόμαστε. Και δεν είπε, «πρέπει να καυχιέστε», αλλά «καυχιόμαστε», λέγει, παρουσιάζοντας την παραίνεση στο δικό του πρόσωπο.
Έπειτα, επειδή ο λόγος φαινόταν πως είναι ασυνήθιστος και παράξενος, εάν πρέπει να καυχιέται εκείνος που αγωνίζεται με πείνα, και που είναι σε δεσμά και σε βάσανα, και που περιφρονείται και χλευάζεται, εξηγεί στη συνέχεια αυτό. Και το πιο σημαντικό βέβαια είναι ότι άξια για καύχηση λέγει πως είναι όχι για εκείνα τα μελλοντικά μόνο, αλλά και γι’ αυτά τα παρόντα. Γιατί πραγματικά οι ίδιες οι θλίψεις είναι από μόνες τους αγαθό πράγμα.
Για ποιο λόγο; Γιατί ασκούν σε υπομονή. Γι΄ αυτό ακριβώς αφού είπε: «Καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν», πρόσθεσε και την αιτία, λέγοντας: «εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται(:διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή)»[Ρωμ.5,3]. Βλέπε πάλι την εμμονή του Παύλου, πως στο αντίθετο στρέφει τον λόγο. Επειδή δηλαδή οι θλίψεις έκαναν προπάντων αυτούς να κουράζονται για τα μελλοντικά και τους οδηγούσαν σε απόγνωση, λέγει ότι γι’ αυτές λοιπόν πρέπει να έχουμε θάρρος και να μην απελπιζόμαστε για τα μελλοντικά. «Εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται(:διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή)», λέγει, «ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει (:η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό. Και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει)»[Ρωμ.5,4-5].
Οι θλίψεις λοιπόν όχι μόνο δεν εξαφανίζουν αυτήν την ελπίδα, αλλά και την αυξάνουν. Γιατί η θλίψη έχει βέβαια και πριν από τα μελλοντικά αγαθά μέγιστο καρπό την υπομονή και το ότι κάνει τέλειο εκείνον που δοκιμάζεται, συντελεί όμως κάπως και προς τα μελλοντικά αγαθά, αφού κάνει ακμαία μέσα μας την ελπίδα. Γιατί τίποτε δεν μας κάνει τόσο να ελπίζουμε για τα αγαθά, όσο η αγαθή συνείδηση.
Κανείς από εκείνους που έχουν ζήσει σωστά δεν δυσπιστεί για τα μελλοντικά, όπως ακριβώς βέβαια πολλοί από εκείνους που έχουν παραμελήσει την ψυχική τους σωτηρία, επειδή πιέζονται από πονηρή συνείδηση, δεν θέλουν να υπάρχει ούτε κρίση, ούτε ανταπόδοση. Τι λοιπόν συμβαίνει; Σε ελπίδες βρίσκονται τα αγαθά μας; Σε ελπίδες βέβαια, αλλά όχι σε ανθρώπινες, που διαψεύδονται και ντροπιάζουν πολλές φορές εκείνον που έχει ελπίσει, αφού εκείνος που αναμενόταν να πραγματοποιήσει αυτό πέθανε, ή ενώ ζούσε άλλαξε. Όμως τα δικά μας δεν είναι τέτοια, αλλά η ελπίδα είναι βέβαιη και σταθερή. Γιατί Εκείνος που υποσχέθηκε πάντοτε ζει, και εμείς, που πρόκειται να απολαύσουμε αυτά, και αν ακόμη πεθάνουμε, θα αναστηθούμε πάλι, και τίποτε γενικά δεν υπάρχει που να μπορεί να μας ντροπιάσει, σαν δηλαδή να υπερηφανευτήκαμε χωρίς λόγο και στα χαμένα και με σαθρές ελπίδες. Αφού λοιπόν τους απομάκρυνε αρκετά κάθε αμφιβολία με αυτά τα λόγια δεν σταματάει τον λόγο μέχρι τα παρόντα, αλλά προσθέτει πάλι τα μελλοντικά, γνωρίζοντας πως οι ασθενέστεροι στην πίστη και τα παρόντα ζητούν και δεν αρκούνται σε αυτά. Και επιβεβαιώνει αυτά από εκείνα που δόθηκαν ήδη.
Για να μη λέγει δηλαδή κάποιος: «Τι λοιπόν, αν δεν θέλει να μας τα χαρίσει ο Θεός;». Γιατί το ότι μπορεί και μένει και ζει όλοι το γνωρίζουμε, από πού όμως θα μάθουμε, ότι και θα θελήσει; Από αυτά που έχουν ήδη γίνει. Από πού έχουν γίνει; Από την αγάπη, που έδειξε για μας. «Τι», λέγει, «κάνοντας;». Δίνοντας Πνεύμα Άγιο. Γι΄αυτό αφού είπε: «Ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει(:Η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει)», πρόσθεσε την απόδειξη αυτού, λέγοντας: «ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν(:διότι η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον Οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)»[Ρωμ.5,5].
Και δεν είπε: «έχει δοθεί», αλλά «έχει χυθεί μέσα στις καρδιές μας», για να δείξει την αφθονία της. Γιατί εκείνο που ήταν μέγιστο δώρο, αυτό έδωσε, όχι τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, αλλά αυτό που ήταν πιο πολύτιμο από όλα αυτά, και έκανε από ανθρώπους αγγέλους και υιούς Θεού και αδελφούς του Χριστού. Και ποιο είναι αυτό; Το Πνεύμα το άγιο. Εάν όμως δεν ήθελε να μας δωρίσει μεγάλα στεφάνια ύστερα από τους κόπους, δεν θα μας έδινε τόσα αγαθά πριν από τους κόπους. Τώρα όμως δείχνει τη θερμότητα της αγάπης Του από εδώ, γιατί δεν μας τίμησε σιγά σιγά και λίγο λίγο, αλλά έχυσε όλη την πηγή των αγαθών, και αυτά έγιναν πριν από τους αγώνες.
Επομένως και αν ακόμη δεν είσαι πάρα πολύ άξιος, μην απελπίζεσαι, γιατί έχεις μεγάλο συνήγορο την αγάπη του Κριτή. Γι΄αυτό λοιπόν, αφού είπε και αυτός: «Η ελπίδα δεν ντροπιάζει», απέδωσε το καθετί όχι στα δικά μας κατορθώματα, αλλά στην αγάπη του Θεού. Αφού ανέφερε όμως τη χορήγηση του αγίου Πνεύματος, μεταβαίνει πάλι στη συνέχεια στον σταυρό, λέγοντας τα εξής: «῎Ετι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε(:Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη και μοναδική η αγάπη που μας έδειξε ο Θεός· διότι όταν εμείς ήμασταν ακόμη ασθενείς πνευματικά και δεν μπορούσαμε να εργαστούμε το καλό και να απαλλαγούμε μόνοι μας από την οργή, ο Χριστός στον κατάλληλο χρόνο που είχε ορίσει ο Θεός, πέθανε για να σώσει ανθρώπους ασεβείς. Κι αυτό αποδεικνύει πράγματι τη μεγάλη αγάπη του Θεού· διότι μόλις και μετά βίας θα βρεθεί άνθρωπος να πεθάνει για κάποιον δίκαιο· διότι για έναν καλό άνθρωπο ίσως να έκανε κανείς την τόλμη να πεθάνει. Ο Θεός όμως δείχνει περίτρανα την αγάπη που έχει από τα βάθη Του για μας, διότι ο Χριστός πέθανε για χάρη μας, όταν εμείς ήμασταν ακόμη γεμάτοι αμαρτίες)»[Ρωμ.5,6-8]
Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Εάν λοιπόν για κάποιον ενάρετο άνθρωπο δεν θα προτιμήσει κανείς να πεθάνει αμέσως, σκέψου την αγάπη του Κυρίου, όταν φαίνεται πως Αυτός δεν σταυρώθηκε για ενάρετους, αλλά για αμαρτωλούς και εχθρούς», πράγμα που και ύστερα από αυτά λέγει: «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ(:διότι ο Χριστός πέθανε για χάρη μας, όταν εμείς ήμασταν ακόμη γεμάτοι αμαρτίες. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα που δικαιωθήκαμε με το αίμα και τη θυσία του Χριστού, θα σωθούμε μέσω Αυτού από τη μέλλουσα οργή. Διότι εάν συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό με τον θάνατο του Υιού Του όταν ήμασταν εχθροί, πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε θα σωθούμε διαμέσου του Χριστού, ο Οποίος δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να πεθάνει, αλλά ζει ένδοξος στους ουρανούς ως μεσίτης δικός μας)»[Ρωμ.5,8-10].
Και φαίνεται βέβαια τα λεγόμενα πως είναι τα ίδια, δεν είναι όμως για εκείνον που τα εξετάζει με προσοχή. Αλλά πρόσεχε· θέλει να τους βεβαιώσει για τα μελλοντικά. Και πρώτα τα παρουσιάζει από τη διάθεση του δικαίου, λέγοντας, ότι βεβαιώθηκε εκείνος, «ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι(:ότι εκείνο που υπόσχεται ο Θεός, είναι δυνατός και να το εκτελέσει)»[Ρωμ.4,21]. Έπειτα από τη χάρη που μας δόθηκε, και έπειτα από τις θλίψεις, γιατί μπορούν να μας οδηγήσουν στην ελπίδα, και από το άγιο Πνεύμα πάλι που λάβαμε. Στη συνέχεια όμως αποδεικνύει αυτό και από τον θάνατο και από τη δική μας προηγούμενη κακία. Και φαίνεται βέβαια, πράγμα που είπα προηγουμένως, πως ένα είναι το λεγόμενο, στην πραγματικότητα όμως να είναι δύο και τρία και πολύ περισσότερα. Πρώτο, ότι πέθανε· δεύτερο, ότι πέθανε για χάρη των ασεβών· και τρίτο, ότι μας συμφιλίωσε, ότι μας έσωσε, ότι μας δικαίωσε, ότι μας έκανε αθάνατους, ότι μας έκανε υιούς και κληρονόμους.
Όχι λοιπόν μόνο από τον θάνατο πρέπει να γινόμαστε ισχυροί, αλλά και από εκείνο που μας δόθηκε με τον θάνατο. Αν και βέβαια και αν ακόμη είχε πεθάνει μόνο για χάρη μας, ενώ ήμασταν τέτοιοι, αυτό το πράγμα θα ήταν μέγιστη απόδειξη αγάπης, όταν όμως φαίνεται πως, και πεθαίνοντας, δίνει δώρα, και μάλιστα τέτοια δώρα, και ενώ ήμασταν τέτοιοι, αυτά τα πράγματα ξεπερνούν κάθε υπεροχή και οδηγούν στην πίστη και αυτόν που είναι υπερβολικά αναίσθητος. Γιατί δεν είναι άλλος Αυτός που πρόκειται να μας σώσει, αλλά Εκείνος που τόσο μας αγάπησε, αν και ήμασταν αμαρτωλοί, ώστε να παραδώσει και τον εαυτό Του στον θάνατο. Είδες πόσο συμβάλλει το χωρίο αυτό στην ελπίδα των μελλοντικών αγαθών; Γιατί πριν από αυτό δύο δύσκολα πράγματα υπήρχαν για τη σωτηρία μας, το ότι και αμαρτωλοί ήμασταν, και ότι έπρεπε να σωθούμε με τον θάνατο του Κυρίου, πράγμα που ήταν και απίθανο προτού να γίνει, και χρειαζόταν πολλή αγάπη για να πραγματοποιηθεί. Τώρα επειδή έγιναν αυτά, τα υπόλοιπα είναι εύκολα, γιατί και φίλοι έχουμε γίνει, και ο θάνατος δεν χρειάζεται στη συνέχεια.
Αυτός λοιπόν που λυπήθηκε τόσο πολύ τους εχθρούς, ώστε να μη λυπηθεί το παιδί Του, τώρα που είμαστε φίλοι δεν θα βοηθήσει, τη στιγμή που δεν χρειάζεται πια να παραδώσει τον Υιό Του; Γιατί πολλές φορές κάποιος δεν σώζει ή γιατί δεν θέλει ή γιατί δεν μπορεί, έστω και αν θέλει, από τα οποία τίποτε δεν μπορούμε να πούμε για τον Θεό, από το γεγονός ότι παρέδωσε τον Υιό Του. Ότι όμως και μπορεί, και αυτό το απέδειξε ομοίως από το γεγονός ότι μας δικαίωσε, ενώ ήμασταν αμαρτωλοί. Ποιο λοιπόν μπορεί να είναι στη συνέχεια το εμπόδιο για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά; Κανένα.
Έπειτα πάλι, για να μην ντρέπεσαι και κοκκινίζεις στο μέλλον, επειδή άκουσες αμαρτωλούς και εχθρούς, ασθενείς και ασεβείς, άκουσε τι λέγει: «Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν(:Και όχι μόνο θα σωθούμε, αλλά και καυχιόμαστε για τις ευεργεσίες του Θεού. Καυχιόμαστε διαμέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, διά του Οποίου τώρα λάβαμε τη συμφιλίωση με τον Θεό)»[Ρωμ.5,11]. Τι σημαίνει: «Και όχι μόνο»; «Όχι μόνο σωθήκαμε», λέγει, «αλλά και καυχιόμαστε γι΄αυτό ακριβώς, για το οποίο νομίζει κανείς πως ντρεπόμαστε».
Γιατί το να σωθούμε ενώ ζούσαμε μέσα σε τόση κακία, είναι μέγιστη απόδειξη του ότι μας αγάπησε υπερβολικά Εκείνος που μας σώζει. Γιατί δε μας έσωσε με αγγέλους ή αρχαγγέλους, αλλά με τον Μονογενή Υιό Του. Επομένως, και το ότι μας έσωσε, και το ότι αν και ήμασταν τέτοιοι, μας έσωσε και το ότι έκαμε αυτό με τον Μονογενή Υιό Του, και όχι απλά με τον Μονογενή Υιό Του, αλλά με το αίμα Του, μας πλέκει πάρα πολλά στεφάνια καύχησης. Γιατί δεν είναι τίποτε ίσο για αιτία δόξας και παρρησίας από το να αγαπιόμαστε από τον Θεό και να αγαπάμε Αυτόν που μας αγαπάει. Αυτό κάνει τους αγγέλους λαμπρούς, αυτό τις Αρχές και τις Δυνάμεις, αυτό είναι μεγαλύτερο από τη βασιλεία. Γι΄αυτό και ο Παύλος το τοποθετούσε πριν από τη βασιλεία.
Γι΄αυτό και τις ασώματες δυνάμεις μακαρίζω, γιατί και αγαπούν Αυτόν και υπακούουν σε όλα. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και ο προφήτης τούς θαύμαζε, λέγοντας: «Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ(:Ευλογείτε και υμνείτε τον Κύριο όλοι οι άγγελοί Του, εσείς που είστε δυνατοί και κραταιοί σε ισχύ, εσείς που εκτελείτε κάθε λόγο του προστάγματός Του και πρόθυμα ακούτε τη φωνή των λόγων Του)»[Ψαλμ.102,20]. Για τον λόγο αυτόν και ο Ησαΐας εξυμνούσε τα Σεραφείμ [βλ. Ησ. 5, 1-7], παρουσιάζοντας τη μεγάλη τους αρετή από το ότι στέκονται κοντά στη δόξα εκείνη, πράγμα που ήταν απόδειξη πολύ μεγάλης αγάπης.
Ας μιμηθούμε λοιπόν και εμείς τις ουράνιες δυνάμεις και ας φροντίσουμε όχι μόνο να σταθούμε κοντά στον θρόνο, αλλά και να έχουμε μέσα μας Αυτόν που κάθεται πάνω στον θρόνο. Γιατί εκείνος αγάπησε ακόμη και αυτούς που Τον μισούσαν και εξακολουθεί να τους αγαπάει, και «βρέχει σε δίκαιους και αδίκους» [Ματθ.5,45: «Τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»]. Εσύ όμως αγάπησέ Τον τουλάχιστο, αφού σε αγαπάει· γιατί αγαπάει. «Και πώς», λέγει ίσως κάποιος, «αυτός που αγαπάει, απείλησε γέενα και κόλαση και τιμωρία;» Γι’ αυτή την ίδια την αγάπη. Γιατί ξεριζώνοντας την κακία σου και τον φόβο σαν με κάποιο χαλινάρι και συγκρατώντας την ορμή σου προς τα χειρότερα, τα πάντα κάνει και επιχειρεί, αναχαιτίζοντάς σε και με τα αγαθά και με τα λυπηρά από τον κατήφορο, επαναφέροντάς σε προς τον εαυτό Του, και απομακρύνοντας από κάθε κακία, η οποία είναι πιο φοβερή από τη γέενα.
Εάν όμως γελάς γι’ αυτά που λέγω, και θέλεις χίλιες φορές να ζεις μέσα στην κακία, παρά να τιμωρείσαι μία ημέρα, δεν είναι καθόλου παράξενο. Γιατί πραγματικά και αυτό είναι απόδειξη της ατέλειας της διάθεσής σου και της μέθης και της αθεράπευτης ασθένειάς σου. Επειδή και τα μικρά παιδιά, όταν δουν τον ιατρό να κάνει καυτηριασμούς ή να εγχειρίζει, φεύγουν και απομακρύνονται με δυνατές φωνές και σπαραγμούς, και προτιμούν πιο πολύ να υποφέρουν από τη διαρκή σήψη του σώματος, παρά, αφού υπομείνουν προσωρινό πόνο, να απολαμβάνουν στη συνέχεια την υγεία. Εκείνοι όμως που είναι συνετοί γνωρίζουν ότι η ασθένεια είναι πιο φοβερή από την εγχείριση, όπως ακριβώς βέβαια είναι χειρότερη η κακία από την τιμωρία· γιατί η μία σημαίνει θεραπεία και υγεία, ενώ η άλλη καταστροφή και παντοτινή ασθένεια.
Ότι όμως η υγεία είναι καλύτερη από την ασθένεια, είναι στον καθένα φανερό. Καθόσον και τους ληστές αξίζει να τους θρηνούμε, όχι όταν ξεσχίζονται τα πλευρά τους, αλλά όταν τρυπούν τοίχους και σκοτώνουν. Γιατί, αν η ψυχή είναι καλύτερη από το σώμα, όπως ακριβώς βέβαια και είναι, όταν αυτή καταστρέφεται, είναι περισσότερο δίκαιο να στενάζουμε και να οδυρόμαστε· αν όμως δεν αισθάνεται, για τον λόγο αυτόν πρέπει να τη θρηνούμε περισσότερο. Γιατί πραγματικά αξίζει να λυπούμαστε περισσότερο εκείνους που επιθυμούν τον ακόλαστο έρωτα, από εκείνους που μεθούν, από εκείνους που βασανίζονται. «Και αν αυτά είναι πιο φοβερά», λέγει ίσως κάποιος, «γιατί προτιμούμε αυτά περισσότερο;». Γιατί «σε άλλους ανθρώπους», σύμφωνα με την παροιμία, «αρέσουν τα χειρότερα, και αυτά προτιμούν, περιφρονώντας τα καλύτερα». Αυτό το πράγμα είναι δυνατόν να το δούμε να συμβαίνει και στα φαγητά και στις πολιτείες και στις μιμήσεις τρόπων ζωής και στην απόλαυση της ηδονής και στις γυναίκες και στα σπίτια και στους αιχμαλώτους και στα χωράφια και σε όλα τα άλλα.
Γιατί, πες μου, τι είναι πιο ευχάριστο, να ερχόμαστε σε συνουσία με γυναίκες ή με άνδρες; Με γυναίκες ή με ημίονους; Αλλά όμως θα βρούμε πολλούς να περιφρονούν βέβαια τις γυναίκες, όμως να έρχονται σε σαρκική σχέση με τα ζώα κα να ασελγούν σε σώματα ανδρών, μολονότι βέβαια τα φυσικά είναι πιο ευχάριστα από τα παρά φύση. Αλλά όμως υπάρχουν πολλοί που επιδιώκουν σαν ευχάριστα εκείνα που είναι καταγέλαστα και αηδή και προκαλούν την τιμωρία. «Γιατί», λέγει, «σε εκείνους αυτά φαίνονται πως είναι ευχάριστα». Αλλά γι΄αυτό ακριβώς συμβαίνει να είναι δυστυχισμένοι, επειδή νομίζουν πως είναι ευχάριστα εκείνα που δεν είναι ευχάριστα. Έτσι θεωρούν και την τιμωρία χειρότερη από την αμαρτία. Δεν είναι όμως έτσι, αλλά το εντελώς αντίθετο. Γιατί, αν ήταν κακό σε εκείνους που αμαρτάνουν, δεν θα πρόσθετε κακά ο Θεός στα κακά, ούτε θα ήθελε να τους κάνει χειρότερους αυτούς. Γιατί Εκείνος που κάνει τα πάντα, για να εξαφανιστεί η κακία, δεν θα ήταν δυνατό να την αυξήσει. Δεν είναι επομένως κακό σε αυτόν που αμαρτάνει η τιμωρία, αλλά στην κατάσταση που βρίσκεται το να μην τιμωρείται, όπως ακριβώς βέβαια το να μη θεραπεύεται ο άρρωστος.
Τίποτε λοιπόν δεν είναι τόσο κακό όσο η παράλογη επιθυμία. Και όταν λέγω παράλογη, εννοώ και την επιθυμία της απόλαυσης, και την επιθυμία της άκαιρης δόξας, και την επιθυμία της εξουσίας, και την επιθυμία όλων γενικά των πραγμάτων που δεν είναι απαραίτητα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, που ζει φιλήδονη και χαλαρή ζωή, νομίζει βέβαια πως είναι πιο ευτυχισμένος από όλους, στην πραγματικότητα όμως είναι πιο δυστυχισμένος από όλους, τοποθετώντας στην ψυχή του φοβερές κυρίες και τυράννους. Γι΄αυτό ο Θεός μάς έκαμε δύσκολη την παρούσα ζωή, για να μας απαλλάξει από τη δουλεία εκείνη και να μας οδηγήσει στην καθαρή ελευθερία. Γι΄αυτό και απείλησε τιμωρία και ένωσε με κόπους τη ζωή μας, περιορίζοντας τη νωθρότητά μας. Έτσι λοιπόν και οι Ιουδαίοι, όταν ήταν προσηλωμένοι στον πηλό και στην κατασκευή πλιθιών, και δίκαιοι ήταν, και τον Θεό καλούσαν συνέχεια, όταν όμως κέρδισαν την ελευθερία και γόγγυζαν, και εξόργιζαν τον Κύριο, και καταπλήγωναν τον εαυτό τους με άπειρα κακά.
«Τι λοιπόν», λέγει ίσως κάποιος, «μπορείς να πεις σε εκείνους που αλλάζουν πολλές φορές γνώμη εξαιτίας της θλίψης;». Ότι η αλλαγή δεν είναι έργο της θλίψης, αλλά της ασθενείας τους. Γιατί αν κάποιος, που έχει άρρωστο στομάχι, δεν δεχόταν πικρό φάρμακο που θα μπορούσε να το καθαρίσει, αλλά και κατέστρεφε αυτό, δεν θα κατηγορήσουμε το φάρμακο, αλλά την αρρώστια του μέλους, όπως ακριβώς βέβαια και εδώ θα κατηγορήσουμε την ευκολία της γνώμης. Γιατί εκείνος που αλλάζει εύκολα γνώμη εξαιτίας της θλίψης, πολύ εύκολα θα πάθει αυτό από τις ανέσεις. Αφού λοιπόν δεμένος πέφτει(γιατί αυτό είναι η θλίψη), πολύ περισσότερο θα πέσει λυμένος· αν αλλάζει γνώμη ενώ θλίβεται, πολύ περισσότερο θα αλλάζει, όταν είναι αποχαυνωμένος. «Και πώς θα μπορέσω», λέγει, «να μην αλλάζω γνώμη όταν θλίβομαι;». Αν κατανοήσεις ότι, είτε θέλεις είτε δεν θέλεις, θα υποφέρεις το κακό· αλλά αν το υποφέρεις με ευχαρίστηση, θα κερδίσεις πάρα πολλά, αν όμως το υποφέρεις με απελπισία και ανησυχία και βλασφημίες, ούτε τη συμφορά θα κάνεις έτσι μικρότερη, αλλά θα κάνεις μεγαλύτερο τον καταποντισμό.
Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά, εκείνο που είναι αποτέλεσμα της ανάγκης, ας το κάνουμε να είναι αποτέλεσμα της προαίρεσής μας. Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω· έχασε κάποιος γνήσιο παιδί του, άλλος ολόκληρη την περιουσία του· αν κατανοήσεις ότι δεν είναι δυνατό να διορθωθεί αυτό που έγινε, ενώ είναι δυνατό να κερδίσεις κάτι και από την ανίατη συμφορά, το να αντέξεις δηλαδή με γενναιότητα αυτό που συνέβηκε, και αν αντί για βλάσφημα λόγια απευθύνεις δοξολογία στον Κύριο, τότε τα κακά που ήρθαν σε σένα χωρίς να το θέλεις, θα γίνουν κατορθώματα της προαίρεσής σου.
Είδες πως πέθανε σε μικρή ηλικία ο υιός σου; Πες «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο(: ο Κύριος τον έδωσε, ο Κύριος τον πήρε)» [Ιώβ 1,21]. Είδες πως χάθηκε η περιουσία σου; Πες: «Αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ(: εγώ γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου, και γυμνός θα φύγω από τον κόσμο αυτόν)» [Ιώβ 1,21].
Είδες πως οι κακοί ευημερούν, ενώ οι δίκαιοι δυστυχούν και υποφέρουν άπειρα κακά, και δεν γνωρίζεις να βρεις την αιτία των όσων έγιναν; Πες: «Κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοι(:και εγώ από άποψη διανοητικής αντιλήψεως και κατανοήσεως ήμουνα χαμένος και τιποτένιος, και δεν κατάλαβα ούτε μπόρεσα να σκεφτώ βαθύτερα· έγινα ενώπιόν Σου όμοιος με άλογο κτήνος· και όπως αυτό δεν κατανοεί τους ανθρώπινους λογισμούς, έτσι και εγώ δεν κατανοούσα τις θείες Σου βουλές)» [Ψαλμ.72,22].
Εάν όμως ζητάς και την αιτία, σκέψου ότι όρισε ημέρα, κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη, και θα διώξεις κάθε απορία, γιατί ο καθένας τότε θα λάβει ό,τι αξίζει, όπως ακριβώς ο Λάζαρος και ο πλούσιος. Θυμήσου τους αποστόλους, γιατί και εκείνοι, ενώ μαστιγώνονταν και διώκονταν και υπέφεραν άπειρα δεινά, χαίρονταν, επειδή αξιώθηκαν να ατιμασθούν για χάρη του ονόματος του Χριστού. Και εσύ λοιπόν αν αρρωστήσεις, να υποφέρεις γενναία, και να ευχαριστείς τον Θεό, και έτσι θα λάβεις τον ίδιο με εκείνους μισθό. Πώς όμως, ενώ είσαι άρρωστος και υποφέρεις, θα μπορέσεις να ευγνωμονείς τον Κύριο; Εάν Τον αγαπάς γνήσια. Γιατί, αν οι τρεις νέοι που είχαν πέσει στο καμίνι και άλλοι που βρίσκονταν στις φυλακές και σε άπειρα άλλα κακά δεν σταμάτησαν να ευχαριστούν, πολύ περισσότερο θα μπορέσουν να κάνουν αυτό όσοι είναι άρρωστοι και κατέχονται από φοβερές ασθένειες.
Γιατί δεν υπάρχει, πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε, που να μην το νικάει ο πόθος. Όταν όμως υπάρχει και πόθος του Θεού, είναι υψηλότερος από όλα, και ούτε φωτιά, ούτε σίδερο, ούτε φτώχεια, ούτε αρρώστια, ούτε θάνατος, ούτε τίποτε άλλο από αυτά τα κακά θα κάνει την εμφάνισή του σε εκείνον που έχει αποκτήσει αυτόν τον έρωτα, αλλά, αφού τα περιφρονήσει όλα, θα πετάξει προς τον ουρανό και δεν θα είναι καθόλου χειρότερα από εκείνους που ζουν εκεί, βλέποντας όχι τίποτε άλλο, ούτε ουρανό, ούτε γη, ούτε θάλασσα, αλλά έχοντας στραμμένο το βλέμμα του σε μία μόνο ομορφιά, την ομορφιά εκείνης της δόξας. Και ούτε τα λυπηρά θα μπορέσουν να τον ταπεινώσουν στην παρούσα ζωή, ούτε τα αγαθά και εκείνα που περιέχουν ηδονή θα μπορέσουν να τον κάνουν αλαζόνα και υπερήφανο.
Ας αγαπήσουμε λοιπόν αυτόν τον έρωτα (γιατί τίποτε δεν είναι ίσο με αυτόν) και για τα παρόντα και για τα μελλοντικά αγαθά, ή καλύτερα πριν από αυτά, για την ίδια τη φύση του έρωτα. Γιατί θα απαλλαγούμε και από τις τιμωρίες στην παρούσα ζωή και από τις τιμωρίες στην άλλη ζωή, και θα απολαύσουμε τη βασιλεία. Πλην όμως ούτε η απαλλαγή από τη γέενα, ούτε η απόλαυση της βασιλείας είναι κάτι μεγάλο σχετικά με εκείνο που πρόκειται να ειπωθεί. Γιατί από όλα αυτά μεγαλύτερο είναι το να αγαπάει κανείς τον Χριστό και συγχρόνως να τον αγαπάει και Εκείνος. Εάν λοιπόν όταν συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους είναι ανώτερο από κάθε ηδονή, όταν στον Θεό πραγματοποιούνται και τα δύο, ποιος λόγος, ποια σκέψη θα μπορέσει να παραστήσει τη μακαριότητα αυτής της ψυχής; Δεν υπάρχει άλλη, παρά μόνο η πείρα.
Για να μάθουμε λοιπόν με την πείρα την πνευματική αυτή ευφροσύνη και την ευτυχισμένη ζωή και τον θησαυρό των απείρων αγαθών, αφού εγκαταλείψουμε τα πάντα, ας αφοσιωνόμαστε στην αγάπη εκείνη και για τη δική μας ευφροσύνη και για τη δόξα του Θεού που ποθούμε, γιατί σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με τον Μονογενή Υιό Του και το άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και σε όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Ρωμαίους επιστολήν, ομιλία Ι΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Β, σελίδες 619-647.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ. 6,22-33]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; (:Και δεν είναι μικρή συμφορά να κολλήσει ο νους και η καρδιά σας στα γήινα και μάταια. Για να το καταλάβετε αυτό, σας φέρνω μια εικόνα: Το λυχνάρι που δίνει φως στο σώμα είναι το μάτι και το λυχνάρι που φωτίζει την ψυχή είναι ο νους. Εάν λοιπόν το μάτι σου είναι υγιές, όλο το σώμα σου θα είναι γεμάτο φως, σαν να ήταν ολόκληρο το σώμα σου μάτι. Έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρδιά σου δεν έχουν τυφλωθεί απ’ τη φιλαργυρία και την προσκόλληση στα μάταια. Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμμένο και τυφλωμένο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν εκείνο που σου δόθηκε για να σου μεταδίδει φως γίνει σκοτάδι, σε πόσο σκοτάδι θα βυθιστείς; Κάτι ανάλογο θα συμβεί, εάν και ο νους σκοτιστεί από την προσκόλληση στον πλούτο. Σε πόσο ηθικό σκοτάδι θα βυθιστεί τότε η ψυχή σου!)»[Ματθ.6,22-23].
Επειδή προηγουμένως είχε αναφέρει τον νου και είπε γι’ αυτόν ότι γίνεται ολότελα υπόδουλος και αιχμάλωτος, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολα κατανοητό από τους πολλούς ανθρώπους, γι’ αυτό στρέφει τη διδασκαλία προς τα εξωτερικά και τα πράγματα που βρίσκονται μπροστά μας και που είναι περισσότερο αντιληπτά με τις αισθήσεις μας και τα καθημερινά μας βιώματα, ώστε διαμέσου αυτών να κατανοήσουν και τα πνευματικά θέματα. «Εάν λοιπόν, δεν αντιλήφθηκες», λέγει, «τι είναι τέλος πάντων η βλάβη του νου, να το καταλάβεις από τα υλικά πράγματα, διότι ό,τι είναι ο οφθαλμός για το σώμα, αυτό είναι ο νους για την ψυχή».
Όπως λοιπόν δεν θα προτιμούσες να στολίζεσαι με χρυσά κοσμήματα και να φορείς μεταξωτά ενδύματα, όμως τα μάτια σου να έχουν χάσει την όρασή τους, αλλά θεωρείς την υγεία αυτών πιο ποθητή από την αφθονία όλων αυτών των αγαθών(διότι εάν χάσεις και καταστρέψεις την όρασή σου, δεν έχεις πλέον καμία ωφέλεια από την υπόλοιπη ζωή σου)· όπως δηλαδή όταν τυφλωθούν τα μάτια σου, χάνουν ως επί το πλείστον την ενεργητικότητά τους και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, αφού θα σβήσει γι’ αυτά το φως, έτσι και όταν διαφθαρεί η διάνοιά σου, θα γεμίσει η ζωή σου από αμέτρητα κακά. Συνεπώς, όπως στη φροντίδα του σώματος, αυτό θέτουμε ως προτεραιότητα και αυτό κυρίως προσέχουμε, το να είναι υγιή τα μάτια μας, έτσι και στη φροντίδα της ψυχής πρέπει ως προτεραιότητα να θέτουμε να διατηρείται ο νους υγιής.
Εάν όμως τυφλώσουμε αυτόν, ο οποίος οφείλει να δίνει φως και στα άλλα μέλη του σώματος, τότε πώς θα βλέπουμε πλέον; Όπως εκείνος, που στέρεψε την πηγή, ξήρανε και τον ποταμό, κατά όμοιο τρόπο και εκείνος που αφάνισε τον νου του, έριξε στο σκοτάδι κάθε πράξη της επίγειας ζωής του. Γι’ αυτό ο Κύριος λέγει: «εάν το εσωτερικό σου φως είναι σκοτάδι, σε πόσο μεγάλο σκοτάδι θα βυθιστείς;». Πραγματικά όταν ο κυβερνήτης του πλοίου πνιγεί, όταν ο λύχνος σβήσει και όταν ο αρχηγός αιχμαλωτιστεί, τότε ποια ελπίδα θα έχουν οι υπήκοοι;
Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, αφού παρέλειψε να αναφέρει τώρα τους κινδύνους, τις διαμάχες και τις δίκες, οι οποίες προκαλούνται εξαιτίας του πλούτου( τις είχε υπονοήσει, βέβαια, αυτές και παραπάνω, όταν είπε: «Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτη, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ(:Να είσαι συμβιβαστικός και να έχεις συμφιλιωτικές διαθέσεις απέναντι στο δανειστή με τον οποίο βρίσκεσαι σε δίκη. Και δείξε τις διαθέσεις σου αυτές γρήγορα, για όσο διάστημα βρίσκεσαι μαζί του στον δρόμο που οδηγεί στο δικαστήριο. Πρόλαβε, μην τυχόν σε παραδώσει ο αντίδικος στο δικαστή, κι ο δικαστής σε καταδικάσει και σε παραδώσει στον εκτελεστή των ποινών και σε ρίξει στη φυλακή)»[Ματθ.5,25], με το να αναφέρει τώρα τα χειρότερα από όλα, που συμβαίνουν, απομακρύνει με τον τρόπο αυτόν από την πονηρή επιθυμία.
Πραγματικά, είναι πολύ χειρότερο το να υποδουλωθεί ο νους στο πάθος αυτό, παρά να κλειστεί στη φυλακή. Και το τελευταίο δεν συμβαίνει οπωσδήποτε, ενώ το πρώτο είναι συνδεδεμένο με την επιθυμία των χρημάτων. Γι’ αυτό και θέτει την υποδούλωση του νου, επειδή είναι βαρύτερο κακό, μετά τη φυλάκιση, που οπωσδήποτε βέβαια συμβαίνει. «Διότι ο Θεός», λέγει, «μας έδωσε τον νου, για να εξαλείψουμε την άγνοιά μας και να κρίνουμε ορθά τα πράγματα και χρησιμοποιώντας τον νου σαν ένα όπλο και φως εναντίον του καθενός που μας λυπεί και μας βλάπτει, να παραμένουμε σε ασφάλεια». Εμείς ,όμως, σπαταλούμε την δωρεά αυτή για περιττά και ανώφελα πράγματα.
Πραγματικά, τι ωφελούνται οι χρυσοντυμένοι στρατιώτες, όταν ο στρατηγός τους σύρεται στην αιχμαλωσία; Ποιο το κέρδος για ένα όμορφα διακοσμημένο πλοίο, όταν πνιγεί ο κυβερνήτης του; Τι αξία έχει ένα σώμα δυνατό, όταν τα μάτια έχουν στερηθεί την οπτική τους ικανότητα; Δηλαδή, όπως ακριβώς εάν κάποιος, τον γιατρό, ο οποίος οφείλει να παραμένει υγιής για να θεραπεύει τις ασθένειες, αφού τον κάνει να ασθενήσει, ορίσει έπειτα να τον ξαπλώσουν σε αργυρό κρεβάτι και να βρίσκεται μέσα σε χρυσό θάλαμο, δεν θα μπορεί πλέον άρρωστος ο γιατρός να προσφέρει καμία ωφέλεια στους ασθενείς, κατά όμοιο τρόπο, αν και εσύ, αφού διαφθείρεις τον νου, ο οποίος έχει τη δύναμη να διαλύει τα πάθη, καθίσεις έπειτα κοντά στον θησαυρό σου, όχι μόνο δεν θα έχεις καμία ωφέλεια, αλλά θα πάθεις μεγάλη ζημία και την ψυχή ολόκληρη θα βλάψεις.
Είδες ότι διαμέσου εκείνων, με τα οποία επιθυμούν σε κάθε περίπτωση οι άνθρωποι την πονηρία, απομακρύνει αυτούς από αυτήν και τους επαναφέρει στην αρετή; «Για ποιο λόγο», λέγει, «θέλεις τα χρήματα; Όχι για να απολαύσεις την ηδονή και την τρυφή; Αυτό λοιπόν δεν θα το επιτύχεις με τα χρήματα, αλλά με την τελείως αντίθετη κατάσταση». Πραγματικά, εάν όταν τυφλωθούμε, δεν αισθανόμαστε κανένα από τα ευχάριστα εξαιτίας της συμφοράς αυτής, πολύ περισσότερο θα πάθουμε το ίδιο, όταν διαστραφεί και διαφθαρεί ο νους μας. «Γιατί, πάλι, τα κρύβει μέσα στη γη; Για να προφυλάσσονται εκεί με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια; Αλλά και εδώ», λέγει, «το αντίθετο συμβαίνει. Όπως δηλαδή, εκείνον που νηστεύει, που ελεεί, που προσεύχεται για λόγους κενοδοξίας, διαμέσου εκείνων τα οποία προπάντων επιθυμεί, τον αποσπά από την κενοδοξία («Διότι, για ποιο λόγο προσεύχεσαι και ελεείς με τέτοιο τρόπο;», λέγει. «Επειδή επιθυμείς τη δόξα των ανθρώπων; Λοιπόν, μην προσεύχεσαι έτσι», λέγει, «και τότε θα επιτύχεις τη δόξα αυτήν κατά τη μελλοντική ημέρα της κρίσεως)», έτσι και τον φιλάργυρο διαμέσου εκείνων τα οποία προπάντων επιθυμεί, τον προσελκύει και τον αποσπά από το φοβερό αυτό πάθος του. «Τι θέλεις λοιπόν; Να φυλάσσονται τα χρήματά σου και να απολαμβάνεις την ηδονή; Και τα δύο αυτά θα σου τα δώσω με μεγάλη αφθονία, εάν καταθέσεις τα χρήματά σου εκεί που σε προτρέπω».
Βέβαια, πιο καθαρά απέδειξε τη ζημία του νου, που προκαλείται από την αιτία αυτή, στη συνέχεια, όταν έκανε λόγο για τα αγκάθια. Αλλά και τώρα στην προκειμένη περίπτωση δεν έθιξε τυχαία αυτό, αφού έδειξε ότι έχει βυθιστεί στο σκοτάδι ο άνθρωπος που κατέχεται από τη μανία της φιλαργυρίας. Και όπως εκείνοι που βρίσκονται και βαδίζουν στο σκοτάδι δεν βλέπουν τίποτε καθαρά, αλλά εάν δουν ένα σχοινί, έχουν την πλανεμένη εντύπωση ότι είναι φίδι, κι αν πάλι δουν βουνά και χαράδρες πεθαίνουν από τον φόβο τους, έτσι και αυτοί εκείνα, που δεν προκαλούν φόβο σε όσους τα βλέπουν, τα υποψιάζονται ότι μπορεί να τους βλάψουν.
Πραγματικά, φοβούνται την πενία. Ή μάλλον όχι την πενία μόνο, αλλά και την όποια ζημία θα τύχαινε να τους συμβεί. Και όταν χάσουν κάτι το ελάχιστο, λυπούνται και κλαίνε περισσότερο από εκείνους που δεν έχουν ούτε την αναγκαία τροφή. Εξάλλου, πολλοί πλούσιοι κατέφυγαν στον εκούσιο δια πνιγμού θάνατο, επειδή δεν μπόρεσαν να υποφέρουν τις δυσκολίες. Επίσης, θεωρούν τόσο σοβαρό το να υβρίζονται και να αδικούνται, ώστε και εξαιτίας αυτού, πάλι, πολλοί έθεσαν τέρμα βίαια στη ζωή τους· διότι ο πλούτος τούς κατέστησε αδύνατους για να αντιμετωπίσουν κάθε δυσχέρεια, εκτός από του να υπηρετούν τον ίδιο. Πραγματικά, όταν τους προστάζει να δουλεύουν σε αυτόν και τους φόνους αψηφούν και τις μαστιγώσεις και τις ύβρεις και κάθε προσβολή. Αυτό βέβαια είναι απόδειξη εσχάτης αθλιότητας, αφού σε εκείνα που έπρεπε να φιλοσοφούν, είναι πιο ανίσχυροι από όλους, ενώ σε εκείνα, που έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί, είναι πιο αναίσχυντοι και αυθάδεις. Ασφαλώς, με αυτούς συμβαίνει το ίδιο με εκείνο, το οποίο θα πάθει, όποιος ξόδεψε όλα τα χρήματά του σε ασήμαντα πράγματα. Αυτός λοιπόν όταν έλθει η στιγμή για την αναγκαία δαπάνη, επειδή δεν έχει τίποτε να ξοδέψει, υφίσταται τα ανίατα κακά, αφού όλη η περιουσία του δαπανήθηκε κακώς.
Και όπως ακριβώς οι άνθρωποι του θεάτρου γνωρίζουν τις πονηρές εκείνες τέχνες επάνω στη σκηνή και κατά την ώρα της ασκήσεώς τους υπομένουν πολλά παράδοξα και επικίνδυνα, ενώ σε άλλα πράγματα χρήσιμα και αναγκαία είναι πιο γελοίοι από όλους, έτσι και αυτοί εδώ. Πραγματικά εκείνοι που βαδίζουν επάνω στο τεντωμένο σχοινί και δείχνουν τόση ανδρεία, όταν κάποιο αναγκαίο θέμα απαιτεί τόλμη και ανδρεία, δεν είναι σε θέση ούτε να σκεφτούν κάτι, ούτε μπορούν να ανεχθούν κάτι παρόμοιο. Κατά όμοιο τρόπο και οι πλούσιοι, ενώ τολμούν τα πάντα χάριν των χρημάτων, δεν ανέχονται, ούτε μικρό ούτε μεγάλο να υποστούν για να συνηθίσουν να ασκούνται στην πνευματική ζωή και τις θυσίες που αυτή απαιτεί. Και όπως όσοι εργάζονται σε θέατρα και σε τσίρκα ασκούν κάτι και επικίνδυνο και ανώφελο, έτσι και οι πλούσιοι υπομένουν πολλούς κινδύνους και δυσκολίες, χωρίς να φθάνουν ποτέ σε κάποιο χρήσιμο αποτέλεσμα, και συγχρόνως, βρίσκονται σε διπλό σκοτάδι, αφενός μεν το προερχόμενο από την τύφλωση, που προκαλεί η διαστροφή του νου, και αφετέρου υπομένοντας το μεγάλο σκοτάδι που δημιουργεί η απατηλή θολούρα των βιοτικών μεριμνών. Γι’ αυτό βέβαια δεν μπορούν να βλέπουν με ευκολία. Οπωσδήποτε, όποιος βρίσκεται στο σκοτάδι, απαλλάσσεται από το σκοτάδι, μόνο όταν φανεί ο ήλιος, ενώ όποιος έχει τυφλωθεί, δεν πετυχαίνει αυτό, ούτε και όταν ανατείλει ο ήλιος. Αυτό, λοιπόν, έπαθαν και αυτοί· διότι δεν ακούνε ούτε τον Ήλιο της δικαιοσύνης, ο οποίος έλαμψε και τους συμβουλεύει, επειδή ο πλούτος τούς έκλεισε τους οφθαλμούς. Γι’ αυτό και υπομένουν διπλό σκοτάδι, το ένα από τον εαυτό τους και το άλλο επειδή δεν προσέχουν στον Διδάσκαλο.
Ας προσέχουμε, λοιπόν, σε Αυτόν με ακρίβεια, ώστε να αναβλέψουμε έστω και αργά. Και πώς είναι δυνατόν να αναβλέψεις; Εάν μάθεις το πώς τυφλώθηκες. Πώς τυφλώθηκες λοιπόν; Από την πονηρή επιθυμία. Όπως δηλαδή, ένα βλαβερό υγρό, όταν στάξει επάνω στην καθαρή κόρη ενός οφθαλμού, φέρει την τύφλωση, έτσι και ο έρωτας των χρημάτων δημιουργεί μπροστά στα μάτια μας πυκνή νεφέλη. Αλλά είναι εύκολο να διασκορπίσουμε και να διαλύσουμε τη νεφέλη αυτήν, εάν δεχτούμε την ακτίνα της διδασκαλίας του Χριστού, εάν ακούσουμε Αυτόν να μας συμβουλεύει και να λέγει: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς(:Μη μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς πάνω στη γη, όπου ο σκόρος και η φθορά της σαπίλας ή της σκουριάς αφανίζουν τα αποθηκευμένα είδη του πλούτου και όπου οι κλέφτες τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων και τα κλέβουν)»[Ματθ. 6,19].
«Και τι θα κερδίσω», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «από την ακρόαση του λόγου του Θεού, όταν με κατέχει η επιθυμία;». Μα προπάντων η συνεχής ακρόαση του θείου λόγου θα μπορέσει να νικήσει και να εξαλείψει και κάθε εμπαθή επιθυμία. Συνεπώς, εάν επιμένεις να κατέχεσαι από το πάθος αυτό, τότε σκέψου ότι δεν πρόκειται για επιθυμία· διότι τι είδους επιθυμία είναι αυτή να υπομένεις σκληρή δουλεία, να υφίστασαι την τυραννία, να δένεσαι από κάθε πλευρά, να παραμένεις στο σκοτάδι, να είσαι γεμάτος ταραχή, να υποβάλλεσαι σε ανωφελείς κόπους και να φυλάσσεις τα χρήματα για τους άλλους, πολλές φορές μάλιστα ακόμα και για τους εχθρούς σου; Ποιας επιθυμίας είναι άξια αυτά; Ποια φυγή ή δρόμο δεν αξίζουν; Τι επιθυμία είναι αυτή να εμπιστεύεσαι τον θησαυρό σου στους κλέφτες; Εάν βέβαια επιθυμείς υπερβολικά τα χρήματα, να τα μεταφέρεις εκεί όπου είναι δυνατόν να παραμένουν ασφαλή και απείρακτα· διότι όσα κάνεις τώρα, δεν αποδεικνύουν άνθρωπο, ο οποίος επιθυμεί τα χρήματα, αλλά άνθρωπο που επιθυμεί τη δουλεία, την αδικία, τη ζημία και τη συνεχή οδύνη. Εσύ λοιπόν, εάν κάποιος άνθρωπος σού υποδείξει έναν τόπο ασφαλή πάνω στη γη, είτε σε οδηγήσει και στην έρημο ακόμη, υποσχόμενος ασφάλεια στη φύλαξη των χρημάτων, δεν διστάζεις, ούτε αρνείσαι, αλλά έχεις εμπιστοσύνη και μεταφέρεις εκεί τα χρήματα. Όταν όμως αντί των ανθρώπων, σου το υπόσχεται αυτό ο Θεός και σου προτείνει όχι την έρημο, αλλά τον ουρανό, εσύ δέχεσαι τα αντίθετα αυτού.
Μολονότι, και αν ακόμη τα χρήματά σου βρίσκονται σε απόλυτη ασφάλεια εδώ στη γη, εντούτοις ουδέποτε θα μπορέσεις να απαλλαγείς από την φροντίδα. Και στην περίπτωση ακόμη που δεν τα χάσεις, δεν θα απαλλαγείς σε καμία περίπτωση από την έγνοια και την αγωνία να μη σου τα αρπάξουν. Στον ουρανό, όμως, εάν τα αποταμιεύεις, δεν θα πάθεις τίποτε από αυτά. Και επιπλέον θα ωφεληθείς, διότι δεν κρύβεις το χρυσάφι σου μόνο, αλλά και το φυτεύεις για να λάβεις εκατονταπλάσιο καρπό· διότι το ίδιο γίνεται και θησαυρός και σπόρος, μάλλον όμως κάτι ανώτερο και από τα δύο αυτά: διότι ο μεν σπόρος δεν διατηρείται συνεχώς, ενώ αυτό μένει παντοτινά, ο δε θησαυρός δεν βλαστάνει, ενώ η ενέργεια αυτή της τήρησης των εντολών του Θεού φέρει καρπούς αθάνατους.
Εάν τώρα μου αναφέρεις τον χρόνο και την αναβολή της αποδόσεως, μπορώ και εγώ να σου δείξω και να σου πω όσα απολαμβάνεις και εδώ στη γη. Εκτός αυτών, θα προσπαθήσω να σου αποδείξω από τα ίδια τα επίγεια πράγματα και τις βιοτικές φροντίδες, ότι ματαίως προβάλλεις αυτές τις προφάσεις. Πραγματικά, πολλά πράγματα κατασκευάζεις και στην παρούσα ζωή, τα οποία δεν πρόκειται να τα απολαύσεις ο ίδιος. Και όταν σε κατηγορεί κανένας, προβάλλεις τα παιδιά σου και τα παιδιά εκείνων και έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεις ικανοποιητική δικαιολογία για τους περιττούς κόπους στους οποίους υποβάλλεσαι. Όταν λοιπόν ενώ βρίσκεσαι σε βαθύ γήρας, οικοδομείς λαμπρές οικίες, πολλές μάλιστα φορές θα αποθάνεις προτού να τελειώσουν αυτές. Επίσης, όταν φυτεύεις δέντρα τα οποία θα καρποφορήσουν ύστερα από πολλά έτη (δηλαδή, όταν φυτεύεις σε ένα χωράφι δέντρα που ο καρπός τους θα έλθει ύστερα από αναρίθμητα έτη),όταν αγοράζεις περιουσίες και κτήματα, τα οποία θα περιέλθουν στην κυριότητά σου ύστερα από πολύ χρόνο, και άλλα πολλά παρόμοια με ζήλο εκτελείς, από τα οποία δεν θα λάβεις ο ίδιος την απόλαυση, άραγε για τον εαυτό σου ή για τους μεταγενέστερους τα κάνεις;
Κατά ποια λογική, λοιπόν, δεν είναι απόδειξη μεγάλης ανοησίας, εδώ από τη μια πλευρά να μην αγανακτείς καθόλου για την αναβολή του χρόνου, και μάλιστα, όταν πρόκειται με την αναβολή αυτή να χάσεις ολόκληρη την αμοιβή των κόπων σου, και από την άλλη να σε κυριεύει η αδιαφορία από την εκεί αναβολή, όταν μάλιστα σου επιφέρει μεγαλύτερο κέρδος και δεν μεταβιβάζει τα αγαθά στους άλλους, αλλά μεταφέρει σε εσένα τις δωρεές;
Πέραν τούτων, και η αναβολή δεν είναι μεγάλη· διότι τα πράγματα είναι πολύ κοντά μας, και δεν γνωρίζουμε, εάν δεν λάβουν τέλος όλα τα επίγεια κατά τη διάρκεια της δικής μας γενεάς και δεν έλθει η φοβερή εκείνη ημέρα, παρουσιάζοντας σε μας το φρικτό και αδέκαστο δικαστήριο· διότι πολλά από τα σημεία, που θα προηγηθούν αυτής, ήδη πραγματοποιήθηκαν, διότι και το Ευαγγέλιο κηρύχθηκε πλέον σε όλη την οικουμένη και οι πόλεμοι και οι σεισμοί και η πείνα συνέβησαν και δεν μας χωρίζει μεγάλη απόσταση από αυτήν. Αλλά δεν παρακολουθείς τα σημεία; Και αυτό είναι μέγιστο σημείο· διότι και οι άνθρωποι της εποχής του Νώε δεν αντιλήφθηκαν τα προμηνύματα της πανωλεθρίας εκείνης, αλλά ενώ διασκέδαζαν, έτρωγαν, νυμφεύονταν και ασχολούνταν με τις συνηθισμένες εργασίες, έτσι απροετοίμαστους τους κατέλαβε η καταστροφή εκείνη. Επίσης, και οι κάτοικοι των Σοδόμων κατά όμοιο τρόπο κατακάηκαν από τους κεραυνούς που έπεσαν τότε, ενώ ζούσαν απολαμβάνοντας, χωρίς να αντιληφθούν τίποτε από τα συμβαίνοντα.
Όλα αυτά σκεπτόμενοι, λοιπόν, ας στρέψουμε την προσοχή μας στην προετοιμασία της αποδημίας μας από τη γη· διότι και αν ακόμη δεν έλθει ποτέ η κοινή ημέρα της συντέλειας, το τέλος του καθενός είναι κοντά μας, είτε είναι γέρος κανείς, είτε νέος. Και δεν είναι δυνατόν, όταν φύγουμε από τη γη, ούτε λάδι να αγοράσουμε πλέον, ούτε να παρακαλέσουμε και να βρούμε συγνώμη, είτε παρακαλεί για εμάς ο Αβραάμ, ο Νώε, ο Ιακώβ και ο Δανιήλ. Συνεπώς, εφόσον έχουμε ακόμη καιρό, ας αποταμιεύσουμε εκ των προτέρων μεγάλη παρρησία απέναντι στον Θεό, ας συγκεντρώσουμε άφθονο λάδι, ας μεταφέρουμε τα πάντα στον ουρανό, ώστε και στον κατάλληλο καιρό, κατά τον οποίο προπάντων χρειαζόμαστε αυτά, να απολαύσουμε τα πάντα, με την χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΚΑ΄
του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
στο Υπόμνημά του στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον
«Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (:Μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στον Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)» [Ματθ.6,24].
Βλέπεις με ποιο τρόπο μάς απομακρύνει σιγά-σιγά από τα υλικά πράγματα και με περισσότερα λόγια εισάγει την εντολή για την ακτημοσύνη και κατατροπώνει την τυραννία της φιλαργυρίας; Διότι δεν αρκέστηκε, βέβαια, σε όσα είπε προηγουμένως, αν και ήταν πολλά και σπουδαία, αλλά προσθέτει και άλλα περισσότερα και φοβερότερα· διότι τι είναι πιο φοβερό από όσα τώρα έχουν λεχθεί, εάν βέβαια, επρόκειτο εμείς να σταματήσουμε να είμαστε δούλοι του Χριστού, εξαιτίας των χρημάτων; Και τι είναι πιο ποθητό, εάν, βέβαια, πρόκειται να περιφρονήσουμε την τάση μας να αποταμιεύουμε περιττά επίγεια αγαθά και να συσσωρεύουμε χρήματα, από το να διατηρήσουμε τέλεια την αφοσίωση και την αγάπη μας προς τον Κύριο; Διότι εκείνο το οποίο πάντοτε λέγω, το ίδιο θα επαναλάβω και τώρα, ότι δηλαδή, και με τα δύο παρωθεί τον ακροατή προς την υπακοή των λόγων Του και με τα ωφέλιμα και με τα βλαβερά, υποδεικνύοντας ως άριστος ιατρός και την νόσο που προέρχεται από την απροσεξία και την υγεία που χαρίζει η υπακοή.
Πρόσεξε λοιπόν με ποιον τρόπο, πάλι, καθιστά φανερό το κέρδος αυτό και πώς αποδεικνύει το συμφέρον από την αποφυγή των αντίθετων πραγμάτων. Πραγματικά, «δεν μας προξενεί, μόνο αυτήν τη βλάβη», λέγει, «ο πλούτος, επειδή εξοπλίζει τους ληστές εναντίον μας, ούτε επειδή προκαλεί μεγάλο σκοτισμό στο μυαλό μας, αλλά και επειδή μας αποκόπτει από το να είμαστε δούλοι στον Θεό και μας καθιστά αιχμαλώτους των αψύχων χρημάτων και κατά συνέπεια μας βλάπτει διπλά, με το να μας υποδουλώνει σε εκείνα, που έπρεπε να εξουσιάζουμε, και με το να μας απομακρύνει από την υπηρεσία του θελήματος του Θεού, στον Οποίον προπάντων είναι ανάγκη να είμαστε δούλοι».
Όπως δηλαδή προηγουμένως απέδειξε ότι είναι διπλή η ζημία, και όταν αποθησαυρίζουμε εδώ στη γη τα χρήματά μας, όπου ο σκόρος τα αφανίζει, και όταν δεν τα εναποθέτουμε στον ουρανό, όπου η φύλαξή τους είναι εξασφαλισμένη[πρβλ.Ματθ.6,19-21: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι·θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν(:Μη μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς πάνω στη γη, όπου ο σκόρος και η φθορά της σαπίλας ή της σκουριάς αφανίζουν τα αποθηκευμένα είδη του πλούτου κι όπου οι κλέφτες τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων και τα κλέβουν. Μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε ο σκόρος ούτε η σαπίλα και η σκουριά αφανίζουν τους αποθηκευμένους θησαυρούς σας και όπου οι κλέφτες δεν τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων σας ούτε κλέβουν. Πρέπει λοιπόν να θησαυρίζετε θησαυρούς στον ουρανό, για να είναι και η καρδιά σας προσκολλημένη στο Θεό και στα ουράνια. Διότι εκεί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας)»], κατά όμοιο τρόπο και εδώ δείχνει διπλή τη ζημία, αναφέροντας και εκείνα που απομακρύνουν από τον Θεό και εκείνα που υποτάσσουν στον μαμμωνά.
Ωστόσο δεν το θέτει ευθέως αυτό, αλλά το παρουσιάζει σιγά-σιγά με απλούς συλλογισμούς, λέγοντας τα εξής: «Κανείς δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους»· και αποκαλεί δύο διαφορετικούς «κυρίους», εκείνους οι οποίοι δίδουν αντίθετα προστάγματα· διότι εάν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήσαν και δύο· πράγματι, όπως αναφέρεται στο βιβλίο των Πράξεων για τους πρώτους Χριστιανούς, «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία(:συγχρόνως και το πλήθος εκείνων που είχαν πιστέψει στο Ευαγγέλιο είχαν αρμονική και αδιάσπαστη ομοφροσύνη, μια ψυχή και μια καρδιά ˙ διότι τόσο οι καρδιές τους όσο και ολόκληρη η πνευματική τους ύπαρξη ήταν ενωμένα. Επικρατούσε δηλαδή μεταξύ τους πλήρης συμφωνία και αρμονία φρονημάτων και συναισθημάτων. Και κανείς απ’ αυτούς δεν βρισκόταν να λέει ότι και το ελάχιστο από τα υπάρχοντά του και την περιουσία του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν μεταξύ τους όλα σε κοινή ωφέλεια και χρήση)»[Πράξ.4,32] και μολονότι ήσαν διαιρεμένοι σε πολλά σώματα, ωστόσο η ομόνοια έκανε τους πολλούς σαν να ήταν ένας άνθρωπος.
Έπειτα, προεκτείνοντας αυτά, λέγει: «Όχι μόνο δεν θα δουλέψει στον πλούτο, αλλά θα τον μισήσει και θα τον αποστραφεί· διότι ή τον ένα θα μισήσει», λέγει, «και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό»[Ματθ.6,24]. Και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έχει λεχθεί το ίδιο πράγμα. Ασφαλώς, δεν το εξέθεσε τυχαία έτσι αυτό, αλλά για να αποδείξει ότι η μεταβολή προς το καλύτερο είναι εύκολη. Για να μη λες, λοιπόν, ότι «έγινα δούλος, βρίσκομαι υπό την τυραννία του χρήματος», σου υποδεικνύει ότι είναι δυνατή η αλλαγή θέσεως και όπως ακριβώς από τη μία κατάσταση πέρασες στην άλλη, έτσι και από αυτήν είναι δυνατόν να μεταπηδήσεις σε διαφορετική.
Ο πλούτος είναι τα αγαθά της Γης σε σημαντική ποσότητα, που σκοπό έχει να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπου. Άρα ο πλούτος έρχεται να υπηρετήσει τις ανάγκες του. Και συνεπώς αφού υπηρετεί, είναι υπηρέτης και όχι αφεντικό του ανθρώπου, που δυστυχώς μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, θεοποίησε την υλική δημιουργία εφόσον έχασε από τον οπτικό ορίζοντά του τον Θεό που ως τότε αναγνώριζε ως Δημιουργό, τροφέα και κυβερνήτη του.
Είναι επομένως διπλή η ζημία, και όταν αποθησαυρίζουμε εδώ στη γη τα χρήματά μας, όπου ο σκόρος τα αφανίζει, και όταν δεν τα εναποθέτουμε στον ουρανό, όπου είναι η φύλαξή τους εξασφαλισμένη, όπως λίγο πριν σε άλλο σημείο της επί του όρους ομιλίας Του μας είχε υποδείξει. Ο πλούτος, λοιπόν, εφόσον υπάρχει, θα πρέπει να χρησιμοποιείται στη φιλανθρωπία. Πρέπει να χρησιμοποιείται στη φιλανθρωπία. Δηλαδή ο πλούτος είναι θέμα χρήσεως, όχι υποδουλώσεως, αφού βεβαίως θα καλύπτει τις ανάγκες και όχι τις επιθυμίες εκείνου που κατέχει τον πλούτο.
Αφού λοιπόν μίλησε γενικά και αόριστα, για να πείσει τον ακροατή να καταστεί αμερόληπτος κριτής των όσων λέγονται και να λάβει την απόφασή του επί τη βάσει της φύσεως των πραγμάτων, όταν πλέον τον έκανε να συμφωνήσει με τους λόγους Του[με τη γενική αρχή αυτή δηλαδή που εκφράστηκε μέσα από τα λόγια του Κυρίου στο Ματθ.6,24-βλ. και αμέσως παρακάτω], τότε αποκαλύπτει και την πραγματική Του σκέψη. Πρόσθεσε λοιπόν: «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ(:Μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στο Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24]. Ας αισθανθούμε φρίκη, αφού αντιληφθούμε τι διαπράξαμε ώστε ο Χριστός να πει και να τοποθετήσει τον χρυσό σε ίδια θέση με τον Θεό… Εάν όμως αυτό είναι φρικτό, ασφαλώς είναι πολύ πιο φρικτό να γίνεται στην πράξη και να προτιμούμε την τυραννία του χρυσού από τον φόβο του Θεού.
Τι λοιπόν; Δεν υπήρξαν Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης που να ήσαν πλούσιοι; Ο Αβραάμ, για παράδειγμα, ή ο Ιώβ δεν ήσαν πλούσιοι και μάλιστα πάρα πολύ; Και βέβαια. «Τότε με ποιον τρόπο», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «προόδευσαν στην αρετή ο Αβραάμ και ο Ιώβ;»; Ναι· ήσαν πλούσιοι. Όμως ήσαν αφεντικά και όχι υπηρέτες του πλούτου, καταναλώνοντας τον πλούτο σε εκείνους που τον είχαν ανάγκη· διότι και ο Ιώβ ήταν πλούσιος, αλλά δεν ήταν δούλος στον μαμμωνά, μα τον είχε υπό την εξουσία του και ήταν κύριος και όχι δούλος του. Σαν να ήταν λοιπόν διαχειριστής ξένων χρημάτων, έτσι θεωρούσε τα αγαθά του, χωρίς να αρπάζει τα χρήματα των άλλων, αλλά έδινε και τα δικά του στους φτωχούς. Και το σπουδαιότερο, βέβαια, είναι ότι δεν χαιρόταν, όταν τα είχε, πράγμα το οποίο αποδείκνυε, όταν έλεγε «Εἰ δὲ καὶ εὐφράνθην πολλοῦ πλούτου μοι γενομένου, εἰ δὲ καὶ ἐπ᾿ ἀναριθμήτοις ἐθέμην χεῖρά μου(:Ποτέ δεν δοκίμασα υλόφρονη χαρά και αγαλλίαση για τον πλούτο, τον οποίο απέκτησα, ποτέ δεν άπλωσα το χέρι μου προς απόκτηση αναρίθμητου πλούτου)»[Ιώβ 31,25],γι’ αυτό και δεν λυπήθηκε, όταν τα έχασε.
Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι από τους σημερινούς πλουσίους δεν είναι παρόμοιοι με εκείνους τους δικαίους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά έχουν γίνει χειρότεροι από κάθε δούλο, σαν να πληρώνουν φόρους σε κάποιο φοβερό τύραννο. Πραγματικά, ο έρωτας για την απόκτηση όλο και περισσότερων χρημάτων έχει κυριεύσει την διάνοιά τους, σαν να ήταν κάποια ακρόπολις, και από εκεί εκδίδει κάθε μέρα τα παράνομα διατάγματά του και δεν υπάρχει κανένας, που να τα παρακούει. Δεν μπορούν να αναβλέψουν στον ουρανό, καθώς είναι μονίμως προσηλωμένοι και αγχωμένοι για τη συγκέντρωση επιγείων και μόνο θησαυρών. Και κατά κανόνα ποτέ δεν είναι ευτυχισμένοι, εφόσον έχουν χάσει από τον οπτικό τους ορίζοντα τον Θεό και δεν αξιοποιούν το χάρισμα (διότι περί ταλάντου πρόκειται κι εδώ) που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός για ανακούφιση του πόνου του πλησίον, παρά μόνο στο να υπηρετούν αμέτρητες και βλαβερές επιθυμίες στις οποίες γίνονται ταλαίπωροι δούλοι.
Μη φιλοσοφείς λοιπόν περιττά πράγματα, καθόσον μίλησε μία φορά ο ίδιος ο Θεός και είπε ότι είναι αδύνατο να συνυπάρχουν η δουλεία προς τον πλούτο και η δουλεία προς τον Θεό. Μη λέγεις λοιπόν εσύ ότι είναι δυνατόν αυτό· διότι πώς είναι δυνατό να συνυπάρξουν, όταν ο μεν ένας αφέντης προστάζει να αρπάζεις όσα ανήκουν στους συνανθρώπους σου, ο δε άλλος να χαρίζεις ακόμη και αυτά που εσύ έχεις στην κατοχή σου; Όταν ο ένας αφέντης σού δίνει εντολή να σωφρονείς, ενώ ο άλλος να πορνεύεις; Όταν ο μεν ένας σού δίνει εντολή να εξουσιάζεις την κοιλιά σου ενώ ο άλλος να μεθάς και να ζεις ζωή ακόλαστη; · και ο μεν ένας διδάσκει να περιφρονείς τα υλικά πράγματα, ο δε άλλος να προσηλώνεσαι στα γήινα; · ο μεν ένας να θαυμάζεις μάρμαρα και τοίχους και ορόφους, ενώ ο άλλος και να περιφρονείς αυτά και να τιμάς την ευσέβεια;
Σε αυτήν την περίπτωση ονόμασε τον μαμμωνά «κύριο», όχι επειδή εκ φύσεως είναι κύριος, αλλά εξαιτίας της ταλαιπωρίας αυτών που υποτάσσονται σ’ αυτόν. Κατά παρόμοιο τρόπο και την κοιλιά την ονομάζει «θεό», όχι από το αξίωμα του αφεντικού, αλλά από την αθλιότητα αυτών που γίνονται δούλοι σε αυτήν, πράγμα το οποίο είναι χειρότερο από κάθε τιμωρία και ικανό να τιμωρήσει πριν από την τελική κόλαση αυτόν που συλλαμβάνει στα δίχτυά της· διότι από ποιους καταδίκους δεν θα ήσαν αθλιότεροι αυτοί που, ενώ έχουν Κύριο τον Θεό, φεύγουν όμως οικειοθελώς από την ήμερη βασιλεία Του προς τη φοβερή και σκληρή εκείνη τυραννία, όταν μάλιστα όλα αυτά προξενούν ακόμη και σε αυτήν τη ζωή τόση ζημία; Διότι πράγματι είναι απερίγραπτη και ανυπολόγιστη η ζημία από αυτό το πράγμα, καθόσον λαμβάνουν χώρα εξαιτίας αυτού και δίκες και αδικίες και διαμάχες και κόποι και βλάβη της ψυχής· και το φοβερότερο από όλα είναι το ότι χάνει κανείς τα ουράνια αγαθά, που τα παρέχει η υπηρεσία στο θέλημα του Θεού.
Αφού δίδαξε λοιπόν με όλα αυτά το συμφέρον που έχει κανείς να περιφρονεί τα χρήματα και μίλησε και για τον τρόπο που μπορεί κανείς να ασφαλίσει τα χρήματα, καθώς και για την ηδονή της ψυχής και για την απόκτηση της ευσέβειας και με ποιον τρόπο θα ασφαλίσει κανείς την ευσέβεια, παρουσιάζει στη συνέχεια δυνατή την εφαρμογή της εντολής αυτής της συμβουλής. Διότι αυτό είναι προπάντων το δείγμα της άριστης νομοθεσίας, το να μην παραγγέλλει μόνο αυτά που συμφέρουν, αλλά και να παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμοστούν.
Για τον λόγο αυτό και συνεχίζει προσθέτοντας τα εξής: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε(:Η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στο Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα)»[Ματθ.6,25]. Για να μη λένε: «Τι λοιπόν; Πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε, εάν δώσουμε όλα τα χρήματά μας;». Σε αυτήν λοιπόν την αντίρρηση λαμβάνει θέση κατά τρόπο πολύ κατάλληλο. Όπως δηλαδή, εάν έλεγε από την αρχή «Μὴ μεριμνᾶτε», θα φαινόταν ότι είναι βαριά η εντολή, κατά όμοιο τρόπο, αφού απέδειξε τη βλάβη που προκαλείται από τη φιλαργυρία, καθιστά πλέον στη συνέχεια ευπρόσδεκτη την παραίνεση αυτή. Γι’ αυτό ακριβώς και τώρα δεν είπε μόνο «Μὴ μεριμνᾶτε», αλλά πρώτα ανέφερε την αιτία , και στη συνέχεια έδωσε αυτήν την εντολή.
Πραγματικά αφού είπε: «Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι του Θεού και δούλοι του πλούτου»[Ματθ.6,24], πρόσθεσε: «Αφού λοιπόν η καρδιά σας θα πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον Θεό, για τον λόγο αυτό σας λέγω να κόψετε τη ρίζα της πλεονεξίας και να μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε και για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε». Τι εννοεί με τη λέξη «τοῦτο», όταν λέγει «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε»; Εννοεί το απερίγραπτο της ζημίας που προκαλούν όλα αυτά στην ψυχή μας· διότι η ζημία δεν περιορίζεται μόνο στα χρήματα, αλλά η πληγή αναφέρεται στα σπουδαιότερα σημεία και στην απώλεια της σωτηρίας μας, επειδή μας απομακρύνει από τον Θεό, ο οποίος μας δημιούργησε, μας φροντίζει και μας αγαπά.
Επειδή λοιπόν απέδειξε ότι η ζημία είναι απερίγραπτη, επιτείνει πλέον την εντολή. Πραγματικά δεν μας εντέλλεται να αποβάλλουμε τα υπάρχοντά μας μόνο, αλλά να μη φροντίζουμε ούτε για την αναγκαία τροφή, λέγοντας τα εξής: «μη μεριμνάτε για την ψυχή σας τι θα φάτε», όχι επειδή η ψυχή έχει ανάγκη από τροφή, αφού είναι ασώματη, αλλά μίλησε σύμφωνα με την κοινή συνήθεια· διότι, μολονότι δεν χρειάζεται την τροφή, δεν θα μπορούσε να παραμείνει διαφορετικά στο σώμα, παρά μόνο όταν τρέφεται αυτό.
Και αφού είπε αυτό, δεν το θέτει απλώς, αλλά και εδώ χρησιμοποιεί συλλογισμούς, άλλους μεν από όσα υπάρχουν σε εμάς, άλλους δε από άλλα παραδείγματα. Και από όσα συμβαίνουν σε εμάς λέγει: «Οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; (:Η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα)»[Ματθ.6,25]. «Συνεπώς, Αυτός που σας έδωσε το πολυτιμότερο, δε θα σας δώσει και το κατώτερο;» Αυτός που δημιούργησε που έπλασε τη σάρκα που τρέφεται, πώς δε θα δώσει την τροφή; Για το λόγο αυτό ακριβώς δεν είπε απλώς «μη μεριμνάτε τι θα φάτε και τι θα πιείτε και τι θα ντυθείτε», αλλά «για το σώμα σας» και «για την ψυχή σας» επειδή σκόπευε από αυτά να λάβει τις αποδείξεις, οδηγώντας τον λόγο επί τη βάσει της συγκρίσεως.
Αλλά την μεν ψυχή την έδωσε μία φορά και παραμένει αναλλοίωτη, ενώ το σώμα κάθε μέρα δίνει και αυξάνει. Επεξηγώντας λοιπόν αυτά τα δύο, δηλαδή και της ψυχής την αθανασία και του σώματος τη φθαρτότητα, πρόσθεσε τα εξής: «Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;(:Και για να καταλάβετε πόσο ανόητη και ανίσχυρη είναι αυτή η μέριμνα, σας ρωτώ: Ποιος από σας, οσοδήποτε κι αν φροντίσει, μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχη; Κανένας. Τι κατορθώνετε λοιπόν με τη μέριμνά σας;)»[Ματθ.6,27].Και χωρίς να κάνει λόγο για την ψυχή, επειδή δεν λαμβάνει αύξηση, μίλησε μόνο για το σώμα, καθιστώντας φανερό από αυτό και εκείνο, ότι δηλαδή δεν θα το αυξήσει αυτό η τροφή, αλλά η πρόνοια του Θεού. Το ίδιο πράγμα δηλώνοντας ο Παύλος με άλλες λέξεις έλεγε: «ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ᾿ ὁ αὐξάνων Θεός(:συνεπώς ούτε εκείνος που φυτεύει αξίζει τίποτε, ούτε εκείνος που ποτίζει, αλλά ο Θεός που δίνει την αύξηση. Αυτός και μόνο είναι το παν)»[Α΄Κορ.3,7].
Από αυτά λοιπόν που συμβαίνουν σε εμάς προέτρεψε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ από άλλα παραδείγματα προέτρεψε με τα εξής λόγια: «Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ(:Κοιτάξτε τα πουλιά που πετούν στον αέρα και δείτε ότι αυτά δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε μαζεύουν τροφές σε αποθήκες για το χειμώνα ή τον καιρό της στερήσεως. Κι όμως ο επουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερα από αυτά;)»[Ματθ.6,26]. Για να μη λέγει λοιπόν κανείς ότι αποκομίζουμε ωφέλεια όταν μεριμνούμε, τους αποστομώνει και με το παράδειγμα του ανώτερου και με το παράδειγμα του κατώτερου. Το σπουδαιότερο βέβαια είναι η ψυχή και το σώμα, το κατώτερο δε τα πτηνά. «Εάν λοιπόν τόσο πολύ ενδιαφέρεται», λέγει, «για τα ελάχιστα, γιατί δεν θα δώσει σε εσάς;» Και προς αυτούς μεν έτσι μίλησε( επειδή ήταν όχλος αμόρφωτος), ενώ προς τον διάβολο δεν μίλησε με αυτόν τον τρόπο. Αλλά πώς; «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ(:Είναι γραμμένο στο Δευτερονόμιο ότι ο άνθρωπος δεν θα διατηρηθεί στη ζωή μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προσταγή που θα εξέλθει από το στόμα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τροφή ακόμη θα ζήσει ο άνθρωπος)»[Ματθ.4,4].
Εδώ αναφέρει τα πτηνά και μάλιστα με έντονο συμβουλευτικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο έχει μεγάλη δύναμη για να είναι αποτελεσματική η παραίνεση. Ωστόσο ορισμένοι από τους ασεβείς έφτασαν σε τόσο μεγάλη ανοησία, ώστε να αμφισβητούν την αξία του παραδείγματος. «Διότι» λέγουν, «δεν έπρεπε ομιλώντας για ενίσχυση της προαίρεσης, να προτρέπει προς τον σκοπό αυτόν με πλεονεκτήματα από τη φύση· διότι», λέγουν, «αυτό υπάρχει σε αυτά εκ φύσεως».
Τι λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε σχετικά με αυτά; Ότι αν και αυτά υπάρχουν στα πτηνά εκ φύσεως, όμως είναι δυνατό και σε μας να συμβεί αυτό κατ’ ελεύθερη επιλογή· διότι δεν είπε «κοιτάξτε ότι τα πτηνά πετούν, πράγμα που ήταν αδύνατο στον άνθρωπο, αλλά ότι τρέφονται χωρίς φροντίδα, πράγμα που και εμείς εύκολα μπορούμε να το επιτύχουμε, εάν θέλουμε. Και αυτό το απέδειξαν έμπρακτα αυτοί που το κατόρθωσαν. Για τον λόγο αυτόν πρέπει προπαντός να θαυμάσει κανείς τη σύνεση του νομοθέτη, ότι δηλαδή αν και μπορούσε να λάβει το παράδειγμα από τους ανθρώπους και μπορούσε να αναφέρει τον Ηλία και τον Μωυσή και τον Ιωάννη και άλλους παρόμοιους, που δεν κατέβαλαν καμία μέριμνα, και να τους αναφέρει ως παράδειγμα, για να τους κατηγορήσει, όμως ανέφερε τα άλογα ζώα· διότι εάν μεν ανέφερε εκείνους τους δικαίους, θα μπορούσαν αυτοί να πουν ότι δεν γίναμε ακόμη όπως εκείνοι.
Τώρα όμως αφού αποσιώπησε αυτούς και παρουσίασε τα πτηνά του ουρανού, αφαίρεσε από αυτούς τη δικαιολογία, μιμούμενος και εδώ παλαιό νόμο. Καθόσον μάλιστα και η Παλαιά Διαθήκη προτρέπει και προς τη μέλισσα και προς το μυρμήγκι και προς το τρυγόνι και προς το χελιδόνι. Και αυτό μάλιστα δεν είναι μικρή απόδειξη τιμής, όταν, αυτά που εκείνα έχουν εκ φύσεως, αυτά να μπορούμε εμείς να τα επιτύχουμε προαιρετικά. Εάν λοιπόν τόσο πολύ φροντίζει για αυτά που προορίζονται για μας, πολύ περισσότερο θα φροντίσει για εμάς· εάν φροντίζει για τους δούλους, πολύ περισσότερο θα φροντίσει για τον κύριο. Για τον λόγο αυτόν είπε: «προσέξτε τα πτηνά» και δεν είπε ότι ούτε εκμεταλλεύονται κάτι, ούτε εμπορεύονται· διότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς απαράδεκτο· αλλά τι είπε: «Δεν σπείρουν, ούτε θερίζουν».
«Τι λοιπόν;» θα ρωτήσει κάποιος· «δεν πρέπει να σπείρει κανείς;». Δεν είπε ότι δεν πρέπει να σπείρει κανείς, αλλά ότι δεν πρέπει να μεριμνά κανείς· ούτε ότι δεν πρέπει να εργάζεται κανείς, αλλά ότι δεν πρέπει κανείς να φρονεί μικρά και ταπεινά και να ασχολείται με όλη τη δύναμή του με τις φροντίδες· διότι έδωσε εντολή και να τρεφόμαστε αλλά όμως να μη μεριμνούμε. Αυτή την παραίνεση, εμπνεόμενος εξ ουρανού, προλέγει και ο Δαβίδ, λέγοντας τα εξής, κατά τρόπο αινιγματικό: «Ἀνοίγεις σὺ τὴν χεῖρά σου καὶ ἐμπιπλᾷς πᾶν ζῷον εὐδοκίας(:Ανοίγεις Εσύ τα παντοδύναμα και γενναιόδωρα χέρια Σου και γεμίζεις κάθε ζωντανό ον με όλα τα αγαθά, που του χρειάζονται)» [Ψαλμ.144,16]· και σε άλλο σημείο: «Διδόντι τοῖς κτήνεσι τροφὴν αὐτῶν καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν(:Δοξολογήσατε Αυτόν, ο Οποίος παρέχει τροφή στα κτήνη, όπως επίσης και στα μικρά πουλιά των κοράκων, τα οποία με τους κρωγμούς τους φαίνεται σαν να Τον επικαλούνται)» [Ψαλμ.146,9].
«Ποιοι λοιπόν», θα ρωτήσει κάποιος, «δεν μερίμνησαν;» Δεν άκουσες όλους εκείνους τους δικαίους που σου προανέφερα; Δεν βλέπεις μαζί με εκείνους τον Ιακώβ, ο οποίος αναχώρησε από την πατρική του οικία χωρίς τίποτε να έχει; Δεν ακούς τον Ιακώβ λοιπόν, ο οποίος προσεύχεται και λέγει: «Ἐὰν ᾖ Κύριος ὁ Θεὸς μετ᾿ ἐμοῦ καὶ διαφυλάξῃ με ἐν τῇ ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐγὼ πορεύομαι, καὶ δῷ μοι ἄρτον φαγεῖν καὶ ἱμάτιον περιβαλέσθαι(: Εάν ο Κύριος και Θεός είναι μαζί μου και θελήσει να με διαφυλάξει στον δρόμο τον οποίο εγώ βαδίζω, και μου δώσει άρτο Αυτός τροφή και ιμάτιο για ενδυμασία και μου δώσει όσα μου χρειάζονται κατά αυτούς τους χρόνους της ξενιτείας μου)» [Γέν.28,20];Και τα λόγια αυτά που προφέρει στην προσευχή του ο Ιακώβ δεν φανερώνουν μέριμνα, αλλά είναι δείγμα ενός ανθρώπου που εμπιστεύεται το παν στον Θεό. Αυτό και οι απόστολοι το πέτυχαν, αφού απέρριψαν τα πάντα και δεν μερίμνησαν, καθώς και οι πέντε χιλιάδες και οι τρεις χιλιάδες[πρβ. Πράξ.2,41: «Οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι(:Κι αυτοί δέχθηκαν ολοκάρδια και γεμάτοι χαρά το λόγο και τη διδασκαλία του Πέτρου, και βαπτίστηκαν. Κι έτσι προστέθηκαν στα μέλη της Εκκλησίας την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι)» και Πράξ.4,4: «Πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες πέντε (:Παρ’ όλα αυτά, πολλοί απ’ αυτούς που άκουσαν τον λόγο του Πέτρου πίστεψαν, και ο αριθμός των πιστών του Ιησού Χριστού που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα έφθασε περίπου στους πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά)»].
Εάν όμως δεν δέχεσαι, ακούγοντας τόσα λόγια, να απαλλάξεις τον εαυτό σου από τα σκληρά αυτά δεσμά, κατάργησε τη φροντίδα, αφού πρώτα κατανοήσεις ότι αυτό αποτελεί ανοησία. «Διότι ποιος από σας», λέγει ο Κύριος, «μεριμνώντας μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;». Βλέπεις πως από το γνωστό έκανε φανερό και το αόρατο; «Διότι όπως ακριβώς μεριμνώντας δεν θα μπορέσεις», λέγει, «να προσθέσεις στο σώμα ούτε το ελάχιστο, κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα μπορέσεις ούτε τροφή να συγκεντρώσεις, έστω και αν έχεις αυτήν τη γνώμη». Από αυτό καθίσταται φανερό ότι δεν είναι η δική μας φροντίδα, αλλά η πρόνοια του Θεού είναι εκείνη που προξενεί το παν, ακόμη δε και εκεί όπου νομίζουμε ότι ενεργούμε μόνοι μας· ευθύς αμέσως αν ήθελε Εκείνος να μας εγκαταλείψει, ούτε φροντίδα, ούτε μέριμνα, ούτε πόνος, ούτε τίποτε άλλο από τα παρόμοια μπορεί να κάνει τίποτε, αλλά τα πάντα θα εξαφανιστούν.
Ας μην νομίζουμε λοιπόν ότι είναι ανεφάρμοστα τα προστάγματα του Θεού· διότι είναι πολλοί αυτοί που τα επιτυγχάνουν και τώρα και ζουν ευσεβή και μετρημένη ζωή. Εάν όμως εσύ το αγνοείς, δεν είναι καθόλου παράδοξο· διότι και ο Ηλίας νόμιζε ότι είναι μόνος, αλλά άκουσε τα εξής: «Καὶ καταλείψεις ἐν Ἰσραὴλ ἑπτὰ χιλιάδας ἀνδρῶν, πάντα γόνατα, ἃ οὐκ ὤκλασαν γόνυ τῷ Βάαλ, καὶ πᾶν στόμα, ὃ οὐ προσεκύνησεν αὐτῷ(:Θα αφήσεις όμως ζωντανούς και ασφαλείς μεταξύ των Ισραηλιτών, επτά χιλιάδες άντρες, όλους εκείνους οι οποίοι δεν έκαμψαν γόνυ για να προσκυνήσουν τον Βάαλ, και όλα τα στόματα εκείνα τα οποία δεν τον προσκύνησαν)» [Γ΄Βασ.19,18].
Επομένως είναι ολοφάνερο ότι και τώρα υπάρχουν πολλοί που ζουν όπως τότε οι απόστολοι, όπως ακριβώς ζούσαν τότε οι τρεις χιλιάδες και οι πέντε χιλιάδες. Εάν όμως δεν πιστεύουμε, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν όσοι ασκούν την αρετή, αλλά ότι απέχουμε πάρα πολύ από την πραγματικότητα. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που μεθά δεν θα μπορούσε να πιστέψει εύκολα, ότι υπάρχει κάποιος άνθρωπος που δεν γεύεται ούτε νερό, μολονότι βέβαια και αυτό που πέτυχαν πολλοί από τους δικούς μας μοναχούς· και αυτός που ζει με άπειρες γυναίκες, δεν μπορεί να πιστέψει, ότι είναι εύκολο κανείς να είναι παρθένος, ούτε και εκείνος που αρπάζει τα ξένα πράγματα, ότι και τα δικά του κάποιος εύκολα θα του τα αφαιρέσει, έτσι ούτε αυτοί που καταλιώνουν καθημερινά τους εαυτούς τους με μύριες φροντίδες δεν θα μπορούσαν εύκολα να το παραδεχτούν αυτό.
Το ότι βέβαια υπάρχουν πολλοί που το επιτυγχάνουν αυτό, είναι δυνατό να το αποδείξουμε από αυτούς που ζουν και στις μέρες μας ευσεβή ζωή. Γνωρίζω πολύ καλά βέβαια ότι το φορτίο της ακτημοσύνης προς το παρόν υπερβάλλει τις δυνάμεις σας, όσο κι αν αυτό είναι το τέλειο για κάθε Χριστιανό. Εσείς όμως προς το παρόν αρκεί να μάθετε τουλάχιστον να μην είστε πλεονέκτες και ότι είναι μέγιστη αρετή η ελεημοσύνη, και επιπλέον να γνωρίζετε ότι πρέπει να δίδετε με προθυμία στους φτωχούς από αυτά που έχετε. Ας απορρίψουμε, επίσης, την περιττή πολυτέλεια και να κρατήσουμε το μέτρο στη ζωή και τη συμπεριφορά μας και να μάθουμε να αποκτούμε με δικαίους κόπους όλα γενικώς εκείνα τα οποία μας είναι απαραίτητα.
Ας θυμηθούμε ότι και ο μακάριος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν συνομιλούσε με εκείνους που ασχολούνται με την είσπραξη των φόρων και με τους στρατευόμενους, έδινε εντολή να αρκούνται στους μισθούς τους [Λουκ.3,12-14: «Ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι, καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε. Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν(:Ήλθαν ακόμη ανάμεσα στους άλλους και κάποιοι τελώνες να βαπτιστούν και του είπαν: “Διδάσκαλε, τι να κάνουμε;” Και εκείνος τους είπε: “Μην εισπράττετε τίποτε παραπάνω από εκείνο που σας επιτρέπει ο νόμος να εισπράττετε”. Τον ρωτούσαν μάλιστα και κάποιοι στρατιωτικοί και του έλεγαν: “Κι εμείς τι να κάνουμε;” Και τους έλεγε: “Μην κατηγορήσετε με ψεύτικες κατηγορίες κανέναν και μην τον εκβιάσετε με το φόβο και την απειλή για να του αποσπάσετε χρήματα. Και να αρκείστε στον μισθό που παίρνετε”)»]· διότι πράγματι ήθελε να τους οδηγήσει και προς υψηλότερη φιλοσοφία, επειδή όμως δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένοι για αυτά, τους λέγει τα απλούστερα, διότι εάν τους έλεγε τα υψηλότερα από αυτά, δεν θα πρόσεχαν σε αυτά, και δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν και τα απλούστερα. Για τον λόγο αυτόν βέβαια και εγώ σας διδάσκω τα απλούστερα· διότι πράγματι γνωρίζω πολύ καλά ότι το φορτίο της ακτημοσύνης προς το παρόν υπερβάλλει τις δυνάμεις σας και όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απέχει και αυτή η φιλοσοφία από εσάς.
Επομένως ας ασχολούμαστε τουλάχιστον με τις απλές εντολές· διότι ούτε αυτό είναι μικρή παρηγορία. Μολονότι βέβαια ορισμένοι από τους Έλληνες και αυτό το πέτυχαν, αν και όχι με την κατάλληλη διάθεση, και εγκατέλειψαν όλα τα υπάρχοντά τους. Όμως εγώ θα είμαι ευχαριστημένος με σας να προσφέρετε με αφθονία την ελεημοσύνη· διότι σύντομα και προς εκείνα θα έλθουμε, εάν βαδίζουμε κατ’αυτόν τον τρόπο. Εάν όμως δεν πράττουμε ούτε αυτό, ποιας συγχωρήσεως θα μπορούσαμε να ήμασταν άξιοι, εμείς οι οποίοι λαμβάνουμε εντολή να ξεπεράσουμε τους ανθρώπους του Νόμου και αποδεικνυόμαστε κατώτεροι και από τους Έλληνες φιλοσόφους;
Εάν όμως δεν το πράττουμε ούτε αυτό, ποιας συγχωρήσεως θα μπορούσαμε να ήμασταν άξιοι εμείς, οι οποίοι λαμβάνουμε εντολή να είμαστε άγγελοι και τέκνα πιστά του Θεού, κι εμείς να μη φροντίζουμε να είμαστε έστω άνθρωποι; Διότι το να αρπάζει κανείς και να είναι αχόρταγος δεν είναι δείγμα της ημερότητας των ανθρώπων, αλλά της αγριότητας των θηρίων· μάλιστα δε είναι χειρότεροι και από εκείνα αυτοί που επιτίθενται εναντίον ξένων πραγμάτων· διότι στα θηρία μεν υπάρχει αυτή η ιδιότητα εκ φύσεως, εμείς όμως οι άνθρωποι, οι οποίοι τιμηθήκαμε με τη λογική και καταπίπτουμε σε αυτήν την παρά φύση άπρεπη ενέργεια να αρπάζουμε με πλεονεξία ακόμα και όσα ανήκουν στους άλλους, ποια συγχώρηση θα απολαύσουμε;
Αφού λοιπόν κατανοήσουμε το ύψος της φιλοσοφίας που βρίσκεται μπροστά μας, τουλάχιστον ας φθάσουμε στη μέση, για να αποφύγουμε τη μέλλουσα τιμωρία και βαδίζοντας αυτήν την οδό να μπορέσουμε να φθάσουμε στην κορυφή των αγαθών, τα οποία μακάρι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα κα η δύναμις στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΚΒ΄
του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
στο Υπόμνημά του στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον
«Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει·λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων(:Αλλά και για το ένδυμα γιατί κυριεύεστε από ανήσυχη και αγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήστε τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό, με ποιο τρόπο αυξάνουν. Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν˙κι όμως σας λέω ότι ούτε ο σοφός σε επινοήσεις Σολομώντας, με όλη την ξακουσμένη βασιλική του μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρή και ένδοξη περιβολή και εμφάνισή του, δεν ντύθηκε με ένδυμα τόσο ωραίο και θαυμάσιο, όπως περιβάλλεται ένα από τα αγριολούλουδα αυτά)»[:Ματθ.6,28-29].
Αφού μίλησε για την αναγκαία τροφή και απόδειξε ότι δεν πρέπει να μεριμνά κανένας ούτε γι’ αυτήν, προχωρεί λοιπόν προς το ευτελέστερο· διότι δεν είναι τόσο αναγκαία τα ρούχα όσο η τροφή. Εξαιτίας ποιου πράγματος λοιπόν δεν χρησιμοποιεί και εδώ το ίδιο παράδειγμα των πτηνών, ούτε μας αναφέρει το παγώνι και τον κύκνο και το πρόβατο; Καθόσον ήταν δυνατό πολλά τέτοια παραδείγματα να λάβει από τα πτηνά· επειδή θέλει και από τα δύο να αποδείξει την υπερβολή και από την ευτέλεια αυτών που έχουν τέτοια ευπρέπεια και από τη μεγαλοδωρία του καλλωπισμού που δόθηκε στα κρίνα.
Για τον λόγο αυτόν όταν συμπλήρωσε τον λόγο Του, δεν τα ονομάζει πλέον κρίνα, αλλά «χορτάρι του αγρού». Και δεν αρκείται σε αυτό το όνομα, αλλά πάλι προσθέτει κι άλλη ακόμη ευτέλεια σε αυτό, ονομάζοντάς το «σήμερον ὄντα»: «και αν ο Θεός ντύνει με τόση μεγαλοπρέπεια τα αγριόχορτα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό και δεν έχουν προορισμό να ζήσουν αιώνια, όπως εσείς, αλλά σήμερα υπάρχουν και αύριο ρίχνονται στο φούρνο ως καύσιμη ύλη, δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυμα, ολιγόπιστοι;)»[:Ματθ.6,30]. Και δεν είπε ότι και αύριο δεν θα υπάρχουν, αλλά και πάλι χρησιμοποιεί μια ευτελέστερη φράση ότι δηλαδή «ρίχνονται στο φούρνο ως καύσιμη ύλη». Και δεν είπε απλώς «το ενδύει», αλλά ότι το ενδύει κατά τόσο ωραίο τρόπο.
Βλέπεις ότι παντού χρησιμοποιεί τις υπερβολές και τις επιτάσεις; Και το κάνει αυτό για να τους ψέξει· γι΄ αυτό βέβαια και πρόσθεσε: «δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυμα, ολιγόπιστοι;)». Πράγματι και αυτό έχει πάρα πολύ έμφαση·. διότι με το «σας» δεν εννοεί τίποτα άλλο παρά το πολυτίμητο και πάρα πολύ αξιόλογο του ανθρώπινου γένους· είναι σαν να τους λέει: «εσάς τους οποίους έδωσε ψυχή, στους οποίους διέπλασε το σώμα, για τους οποίους δημιούργησε όλα όσα βλέπουμε, για τους οποίους απέστειλε προφήτες και έστειλε τον νόμο και έκανε τόσα αμέτρητα καλά για τους οποίους έδωσε τον Μονογενή Υιό Του και δώρισε γι’ Αυτόν τα αμέτρητα χαρίσματά Του». Αφού λοιπόν τους έδωσε σαφείς αποδείξεις, στη συνέχεια τους επιπλήττει αποκαλώντας τους ως ολιγόπιστους· διότι τέτοιος πρέπει να είναι αυτός που δίνει συμβουλές· δεν συμβουλεύει μόνο αλλά και ψέγει, για να τους παρακινήσει περισσότερο ώστε να πιστέψουν στους λόγους Του.
Με αυτά μας διδάσκει όχι μόνο να μη μεριμνούμε, αλλά ούτε να κατακυριευόμαστε από την πολυτέλεια των ενδυμάτων· διότι η ευπρέπεια είναι ιδιότητα της χλόης και το κάλλος του χόρτου· και μάλιστα έχει περισσότερη αξία το χορτάρι από μια τέτοιου είδους στολή. Γιατί λοιπόν μεγαλοφρονείς για πράγματα, μεταξύ των οποίων το βραβείο της νίκης το έχει η βοτάνι, με πολλή μάλιστα υπεροχή;
Και πρόσεχε πως από την αρχή αποδεικνύει το πρόσταγμα εύκολο, και πάλι τους διδάσκει από τα αντίθετα και από εκείνα που φοβούνται· διότι αφού είπε «Παρατηρήστε τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό», πρόσθεσε· «Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν». Ώστε έδωσε αυτήν την εντολή επειδή θέλει να μας απαλλάξει από τους κόπους. Δεν είναι λοιπόν κόπος το να μη μεριμνά κανείς γι’ αυτά, αλλά κόπος είναι το να μεριμνά κανείς. Και όπως ακριβώς με το να πει «δεν σπείρουν», δεν κατάργησε τον σπόρο αλλά την φροντίδα, έτσι λέγοντας «δεν κοπιάζουν, ούτε γνέθουν», δεν αφαίρεσε την εργασία αλλά την μέριμνα.
Και αν ο Σολομών νικήθηκε από την ομορφιά αυτών, και όχι μόνο μια φορά ούτε δύο, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του (διότι δεν μπορούσε κανείς να πει ότι κάποτε μεν ενδυόταν με παρόμοια, όχι όμως και στη συνέχεια, αλλά ότι δεν καλλωπίστηκε κατά αυτόν τον τρόπο ούτε μια μέρα· διότι αυτό το δήλωσε λέγοντας: «καθ’ όλη την βασιλεία του»). Και ούτε μπορεί να πει ότι από αυτό μεν το άνθος νικήθηκε, όμως το άλλο το απομιμήθηκε , αλλά ότι νικήθηκε από όλα γενικώς· (γι’ αυτό και έλεγε ότι «δεν ντύθηκε με ένδυμα τόσο ωραίο και θαυμάσιο, όπως περιβάλλεται ένα από τα αγριολούλουδα αυτά)»· διότι όσο απέχει η αλήθεια από το ψεύδος, τόση είναι η απόσταση των ενδυμάτων εκείνων και αυτών των ανθών). Εάν λοιπόν εκείνος ομολόγησε την ήττα του, ο πιο ένδοξος από όλους που ποτέ γίνονταν βασιλείς, πότε εσύ θα μπορέσεις να υπερβάλλεις και μάλλον να πλησιάσεις, έστω και στο ελάχιστο, αυτού του είδους την ομορφιά; Από όλα αυτά μας διδάσκει να μην επιθυμούμε καθόλου αυτού του είδους τον καλλωπισμό· διότι πρόσεξε το τέλος αυτού: μετά τη νίκη, ρίπτεται στον φούρνο.
Εάν λοιπόν για τα ευτελή και τα κανενός λόγου αξία, που παρέχουν κάποια τυχαία ωφέλεια, τόσο μεγάλη πρόνοια απέδειξε ο Θεός, που θα εγκαταλείψει εσένα το σπουδαιότερο από όλες τις ζωντανές υπάρξεις; Και γιατί τότε τα δημιούργησε τόσο ωραία; Για να καταστήσει γνωστή την σοφία Του και τη μεγάλη δύναμη Του, για να γνωρίσουμε από παντού την δόξα Του· διότι δεν διηγούνταν μόνο οι ουρανοί την δόξα του Θεού[Ψαλμ.18,2: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα(:Οι ουρανοί με τη μεγαλοπρεπή αρμονία και το κάλλος τους διηγούνται σε κάθε νοήμονα άνθρωπο την ένδοξη σοφία και δύναμη του Θεού που τους δημιούργησε. Την υπερθαύμαστη κτίση, την οποία δημιούργησαν οι χείρες Του, εξαγγέλλει ο ουρανός που ως απέραντος στερεωμένος θόλος εκτείνεται πάνω από εμάς)»], αλλά και η γη· και αυτό δηλώνοντας ο Δαυίδ, έλεγε: «(Αἰνεῖτε τὸν Κύριον) τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι(: Δοξολογείτε τον Κύριο τα όρη τα υψηλά και όλοι οι λόφοι, όλα τα καρποφόρα και όλα τα άγρια δέντρα όπως οι κέδροι)»[Ψαλμ.148,9]. Άλλα μεν με τον καρπό, άλλα πάλι με το μέγεθος και άλλα με το κάλλος τους αναπέμπουν την δοξολογία προς Αυτόν που τα δημιούργησε· διότι και αυτό είναι απόδειξη πολλής αφθονίας της σοφίας, όταν και στα πάρα πολύ ευτελή (διότι τι πιο ευτελές από αυτό που σήμερα υπάρχει και αύριο δεν υπάρχει;) παρέχει τόσο πολύ κάλλος. Εάν λοιπόν στο χορτάρι έδωσε αυτό που δεν του είναι αναγκαίο (διότι σε τι συντελεί το κάλλος αυτού στην τροφή της φωτιάς;), πώς δεν θα δώσει σε εσένα ό,τι σου είναι αναγκαίο; Εάν το πλέον αφελές το στόλισε με αφθονία, και αυτό όχι για κάποια ανάγκη, αλλά το έκανε από γενναιοδωρία, πολύ περισσότερο θα δώσει σε εσένα, που είσαι ο σπουδαιότερος όλων των δημιουργημάτων, όλα εκείνα που σου είναι αναγκαία.
Αφού λοιπόν απέδειξε ότι είναι πάρα πολύ μεγάλη η πρόνοια του Θεού, και επειδή έπρεπε να τους επιπλήξει στη συνέχεια, χρησιμοποιεί εδώ την επιείκεια κατηγορώντας αυτούς όχι για απιστία, αλλά για ολιγοπιστία. «Διότι εάν το χόρτο του αγρού» λέει «ο Θεός το ενδύει κατά αυτό τον τρόπο, πολύ περισσότερο θα ενδύσει εσάς ολιγόπιστοι». Και είναι αλήθεια πως όλα αυτά τα έκανε Αυτός: «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3], αλλά όμως στην αρχή πουθενά δεν μνημονεύει τον εαυτό Του· διότι ήταν αρκετό κατά αρχήν να αποδείξει την αυθεντία Του, το να λέει σε κάθε μια από τις εντολές: «Έχετε ακούσει από την ανάγνωση του Νόμου στις συναγωγές ότι είπε ο Θεός στους προγόνους μας – Εγώ όμως σας λέω…»[Ματθ.5,21,22ε].
Μην απορήσεις λοιπόν όταν και στη συνέχεια αποκρύπτει τον εαυτό Του ή λέει κάτι ταπεινό για τον εαυτό Του· διότι στην αρχή ένα σκοπό είχε, να κάνει παραδεκτό τον λόγο Του σε αυτούς, και με όλα να αποδείξει ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, αλλά ότι βρίσκεται σε αρμονία και συμφωνία με τον Πατέρα· πράγμα βέβαια που κάνει και εδώ· διότι στον τόσο μακρό λόγο Του, συνεχώς αναφέρει τον Πατέρα Του, θαυμάζοντας την σοφία Αυτού, την πρόνοια, την μέριμνα Του για όλα, και για τα μεγάλα και για τα μικρά·διότι και όταν μιλάει για την Ιερουσαλήμ, ονόμασε αυτήν «πόλη του μεγάλου βασιλέως»[Ματθ.5,35:«Μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως(:Μην ορκιστείτε ούτε στην Ιερουσαλήμ, διότι εξαιτίας του ναού του Θεού που είναι εκεί κτισμένος, είναι πόλη του μεγάλου βασιλέως Θεού)»· και όταν μνημόνευσε τον ουρανό, τον ονόμασε πάλι θρόνο του Θεού[βλ. Ματθ.5,34: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ (:Εγώ όμως σας λέω να μην ορκισθείτε καθόλου. Μην ορκιστείτε ούτε στον ουρανό, διότι ο ουρανός είναι θρόνος του Θεού)»] και όταν μιλούσε για την οικονομία στον κόσμο, σε Αυτόν πάλι αποδίδει το παν, λέγοντας ότι: «Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους»[Ματθ.5,45].
Και στην προσευχή δίδασκε κανείς να λέει πως «ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν(:τα ζητούμε όλα αυτά από Εσένα, διότι δική Σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν)»[Ματθ.6,13β]. Και εδώ μιλώντας για την πρόνοια Αυτού και αποδεικνύει ότι είναι αριστοτέχνης και στα ασήμαντα λέει ότι «ενδύει το χόρτο του αγρού». Και πουθενά δεν τον ονομάζει Πατέρα Του να μην αγανακτούν πλέον. Και αν για τα ασήμαντα και αναγκαία δεν πρέπει να μεριμνά κανείς, ποιας συγχώρησης θα μπορούσαν να τύχουν αυτοί που μεριμνούν για τα πολυτελή πράγματα; Μάλλον και ποιας συγχωρήσεως θα μπορούσαν να είναι άξιοι αυτοί που δεν κοιμούνται για να αφαιρέσουν τα πράγματα των άλλων;
«Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων(:Μην καταληφθείτε λοιπόν ποτέ από αγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: “Τι θα φάμε, ή τι θα πιούμε, ή με ποιο ένδυμα θα ντυθούμε;” Διότι οι εθνικοί και ειδωλολάτρες, οι οποίοι αγνοούν εντελώς τα ουράνια αγαθά που έχουν ασυγκρίτως ανώτερη αξία, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρτά ως τα μόνα σοβαρά και απαραίτητα. Εσείς όμως μην ανησυχείτε γι’ αυτά, διότι ο ουράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώσει)»[Ματθ.6,31-32].
Είδες πως πάλι η συμβουλή Του έγινε εντονότερη και κατέστησε γνωστό ότι δεν πρόσταξε τίποτα το ενοχλητικό, ούτε το δυσάρεστο; Όπως ακριβώς λοιπόν όταν έλεγε: «Ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; Οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; Καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; Οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν;(:Διότι εάν αγαπήσετε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, ποια ανταμοιβή έχετε να πάρετε από τον Θεό; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώνες; Κι αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας Ιουδαίους, τι σπουδαίο κάνετε; Δεν κάνουν έτσι και οι τελώνες;)»[Ματθ.5,46-47], παρότρυνε αυτούς υπενθυμίζοντας τους εθνικούς, έτσι και τώρα αναφέρει εκείνους επιπλήττοντας εμάς και δείχνοντας ότι ζητάει από εμάς κάποιο αναγκαίο χρέος· διότι ενώ πρέπει να ξεπεράσουμε κατά πολύ περισσότερο τους Γραμματείς και Φαρισαίους, ποια αξία θα δικαιούμασταν εμείς, που όχι μόνο δεν ξεπεράσαμε εκείνους, αλλά και που παραμένουμε και στην ευτέλεια των εθνικών και μιμούμαστε τη μικροψυχία τους;
Μάλιστα δεν αρκέστηκε μόνο στην επίπληξη, αλλά αφού τους επέπληξε με όλα αυτά και διήγειρε την προθυμία τους, και αφού τους έκανε να νιώσουν μεγάλη ντροπή, στη συνέχεια τους προτρέπει και με άλλο τρόπο λέγοντας: «Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων(:Εσείς όμως μην ανησυχείτε γι’ αυτά, διότι ο ουράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώσει)». Δεν είπε: «γνωρίζει ο Θεός», αλλά «γνωρίζει ο Πατέρας σας ο ουράνιος», ώστε να δημιουργήσει σε αυτούς μεγαλύτερη ελπίδα· διότι εάν είναι Πατέρας μας και μάλιστα τέτοιος Πατέρας, δεν θα μπορέσει να αδιαφορήσει για τους υιούς Του να βρίσκονται στα χειρότερα κακά, κατά τη στιγμή μάλιστα που ούτε οι άνθρωποι που είναι πατέρες δεν το ανέχονται αυτό.
Και μετά από αυτό προσθέτει και άλλον συλλογισμό. Ποιος λοιπόν είναι αυτός; «Ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων (:Ότι έχετε ανάγκη όλων αυτών)». Αυτό λοιπόν που λέγει σημαίνει το εξής. Μήπως δηλαδή αυτά είναι ασήμαντα για να τα περιφρονήσει ο Θεός; Και όμως ούτε τα ασήμαντα περιφρόνησε, όπως δηλαδή στην περίπτωση του χορταριού· στην παρούσα περίπτωση μάλιστα είναι και αναγκαία. Ώστε αυτό που θεωρείς ότι είναι αιτία της φροντίδας σου, αυτό είναι ικανό νομίζω να σε απομακρύνει από αυτήν τη φροντίδα· διότι αν ισχυρίζεσαι ότι «για τον λόγο αυτόν πρέπει να μεριμνώ, επειδή είναι αναγκαία», αντιθέτως εγώ λέγω ότι ακριβώς για τον λόγο αυτόν δεν πρέπει να μεριμνήσεις, επειδή είναι αναγκαία. Αλλά και αν ακόμη ήταν περιττά, πάλι δεν θα έπρεπε έτσι να οδηγούμαστε σε απόγνωση, αλλά θα έπρεπε να ελπίζαμε στη χορηγία τους· επειδή όμως είναι αναγκαία, δεν πρέπει καθόλου να αμφιβάλλουμε· διότι ποιος είναι εκείνος ο πατέρας, ο οποίος ανέχεται, ώστε να μην εξασφαλίσει στα παιδιά Του ούτε τα αναγκαία;
Επομένως και γι΄αυτόν τον λόγο ο Θεός οπωσδήποτε θα σου χορηγήσει· καθόσον μάλιστα Αυτός είναι δημιουργός της φύσεως και γνωρίζει με ακρίβεια Αυτός την ανάγκη της. Φυσικά ούτε αυτό δεν θα μπορούσες να πεις, ότι είναι μεν Πατέρας και ότι αναγκαία είναι αυτά που ζητούμε, όμως αγνοεί ότι έχουμε την ανάγκη τους· διότι Αυτός που γνωρίζει τη φύση, και είναι δημιουργός αυτής, και διέπλασε αυτήν κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι ολοφάνερο ότι και την ανάγκη της γνωρίζει περισσότερο από εσένα που έχεις την ανάγκη αυτών· καθόσον έτσι έκρινε Αυτός σκόπιμο ώστε αυτή να βρίσκεται σε τέτοιου είδους ανάγκη. Δεν θα εναντιωθεί λοιπόν σε αυτά που θέλησε ο Ίδιος, που δημιούργησε μεν αυτή τη μεγάλη ανάγκη, και θα απαλλάξει πάλι αυτήν από τη φυσική ανάγκη και τα αναγκαία.
Ας μη φροντίζουμε λοιπόν· διότι δεν θα κερδίσουμε τίποτε περισσότερο εκτός από το να βασανίζουμε τους εαυτούς μας· διότι όταν ο Θεός μάς δίνει και όταν μεριμνούμε και όταν δεν μεριμνούμε, και μάλιστα πολύ περισσότερο όταν δεν μεριμνούμε, ποιο είναι από τη φροντίδα επιπλέον κέρδος σου, παρά το να απαιτείς για τον εαυτό σου περιττή τιμωρία; Διότι ούτε όταν πρόκειται κάποιος να μεταβεί σε πλουσιοπάροχο γεύμα, θα φτάσει στο σημείο να φροντίζει για την τροφή, ούτε αυτός που πηγαίνει προς πηγή φροντίζει για νερό. Ας μη μεριμνούμε λοιπόν ούτε και εμείς και ας μη μικροψυχούμε τη στιγμή που έχουμε εμείς και από κάθε πηγή και από άπειρα προετοιμασμένα δείπνα, πλουσιότερη τη χορηγία της πρόνοιας του Θεού.
Μετά λοιπό από όσα προειπώθηκαν, προσθέτει και άλλον πάλι συλλογισμό για να μη χάνουμε το θάρρος μας για τέτοια πράγματα. Λέγει: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν(:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σάς ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά. Και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)»[Ματθ.6,33].
Αφού λοιπόν ελευθέρωσε την ψυχή από τη μέριμνα, μνημόνευσε τότε και τα σχετικά με τον ουρανό· διότι ήλθε να ελευθερώσει από τα παλαιά και να καλέσει προς μία μεγαλύτερη πατρίδα. Για τον λόγο αυτόν τα πράττει όλα ώστε να μας απαλλάξει από τα περιττά και από την προσήλωσή μας στα γήινα. Για τον λόγο αυτόν μνημόνευσε και τους εθνικούς, λέγοντας ότι οι εθνικοί τα επιζητούν αυτά, οι οποίοι κοπιάζουν μόνο για την παρούσα ζωή και οι οποίοι δεν κάνουν κανένα λόγο για τα μελλοντικά αγαθά, ούτε έχουν ιδέα για τα ουράνια πράγματα. Σε σας όμως δεν είναι αυτά τα πρωτεύοντα πράγματα, αλλά άλλα· διότι δεν δημιουργηθήκαμε γι’ αυτό, για να τρώμε κα να πίνουμε και να ντυνόμαστε, αλλά για να γίνουμε αρεστοί στον Θεό και να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά. Όπως ακριβώς αυτά καταλαμβάνουν κατά την προσπάθειά μας δευτερεύουσα θέση, έτσι και κατά την προσευχή μας ας είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Γι’ αυτό και έλεγε: «Να ζητείτε τη βασιλεία των ουρανών και όλα αυτά θα προστεθούν σε σας». Και δεν είπε «θα δοθούν» αλλά «θα προστεθούν», για να μάθεις ότι κανένα από αυτά που δίνονται κατά το παρόν δεν είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος των μελλοντικών αγαθών. Για τον λόγο λοιπόν αυτόν προτρέπει να μην τα ζητεί κανείς αυτά, αλλά να ζητεί μεν άλλα, να έχει πίστη όμως ότι και αυτά θα προστεθούν σε εκείνα. Επομένως να ζητάς τα μελλοντικά αγαθά και θα λάβεις και τα παρόντα· να μη ζητάς αυτά που βλέπεις, οπωσδήποτε όμως να είσαι βέβαιος πως και εκείνα θα τα λάβεις. Καθόσον δεν σου ταιριάζει να ζητείς από τον Κύριο τέτοια πράγματα· διότι ενώ οφείλεις να δαπανάς όλη τη φροντίδα και τη μέριμνα για εκείνα τα απερίγραπτα αγαθά, ντροπιάζεις πάρα πολύ τον εαυτό σου, ξοδεύοντας αυτήν στην επιθυμία των εφήμερων πραγμάτων.
«Μα τι λοιπόν;», θα ρωτήσει κάποιος· «δεν πρόσταξε να ζητεί κανείς στην προσευχή του τον άρτο;» Αλλά όμως πρόσθεσε «τόν ἐπιούσιον», και σε αυτόν πάλι πρόσθεσε το «σήμερον»[Λουκ.11,3]· πράγμα το οποίο βέβαια κάνει και τώρα· διότι δεν είπε: «μη μεριμνήσετε», αλλά «μη μεριμνήσετε για την αυριανή ημέρα»· και έτσι μας παρέχει και την ελευθερία και την ψυχή μάς προσηλώνει στα πλέον αναγκαία. Καθόσον και εκείνα πρόσταξε γι’ αυτό να τα ζητάει κανείς, όχι επειδή ο Θεός έχει ανάγκη της δικής μας υπενθυμίσεως, αλλά για να μάθουμε ότι με τη δική Του τη βοήθεια επιτυγχάνουμε αυτά τα οποία επιτυγχάνουμε, και για να εξοικειωθούμε με τη συνεχή προσευχή γι΄αυτά.
Είδες πώς τους έπεισε και σε αυτήν την περίπτωση ότι θα λάβουν οπωσδήποτε τα παρόντα αγαθά; Διότι Αυτός που χορηγεί τα μεγαλύτερα, θα δώσει πολύ περισσότερο τα μικρότερα· διότι, λέγει, «δεν είπα για τον λόγο αυτόν να μη μεριμνάτε ούτε και να ζητείτε για να ταλαιπωρείστε και να περιφέρεστε γυμνοί, αλλά για να έχετε και αυτά σε αφθονία· πράγμα που βέβαια περισσότερο από όλα ήταν ικανό να προσελκύσει αυτούς». Όπως ακριβώς λοιπόν στην περίπτωση της ελεημοσύνης αποτρέποντας αυτούς να επιδεικνύονται στους ανθρώπους, τους έπειθε περισσότερο με αυτό, με το ότι υποσχόταν ότι θα τους δίνει με περίσσεια γενναιοδωρία- «διότι ο Πατέρας σου», λέγει, «που βλέπει στα κρυφά, θα σου το αποδώσει στα φανερά)» [Ματθ.6,4] – έτσι και εδώ, αποτρέποντας αυτούς από το να ζητούν αυτά, με αυτό προπάντων τους πείθει, με το ότι δηλαδή υπόσχεται ότι θα δώσει με περίσσεια τα αγαθά σε αυτούς που δεν ζητούν· διότι λέγει: « Γι’ αυτό παραγγέλλω να μη ζητείς, όχι για να μη λάβεις, αλλά για να λάβεις με αφθονία· για να τα λάβεις όπως ακριβώς σου ταιριάζει, και με την ωφέλεια που σου αρμόζει· για να μην κάνεις τον εαυτό σου, με το να μεριμνάς και να καταπονείσαι με τη φροντίδα τους, ανάξιο και αυτών και των πνευματικών αγαθών· για να μην υπομείνεις περιττή ταλαιπωρία και εκπέσεις πάλι από αυτό που επιζητείς».
«Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς(:Μην κυριευτείτε λοιπόν από ανήσυχη φροντίδα για όσα ενδέχεται να παρουσιαστούν αύριο· διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίσει για όλα όσα θα σας συμβούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέρα η δική της σκοτούρα και ταλαιπωρία)»[Ματθ.6,34], δηλαδή η ταλαιπωρία, η συντριβή. Δεν σου είναι αρκετό το να τρως τον άρτο σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου; [Γέν.3,19: «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ(:Σε όλο το διάστημα της ζωής σου θα τρως τον άρτο σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου, μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνεις και επιστρέψει το σώμα του στη γη, από την οποία έχει πλασθεί· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξει και χώμα πάλι θα γίνει)» ], Γιατί προσθέτεις και άλλη, την ταλαιπωρία από τη φροντίδα, κατά την στιγμή που πρόκειται να ελευθερωθείς και από τους προηγούμενους κόπους;
«Κακία» λοιπόν εδώ δεν ονομάζει την πονηρία, μη γένοιτο, αλλά την ταλαιπωρία και τον πόνο και τις συμφορές· όπως ακριβώς και αλλού λέγει: «Εἰ φωνήσει σάλπιγξ ἐν πόλει, καὶ λαὸς οὐ πτοηθήσεται; εἰ ἔσται κακία ἐν πόλει, ἣν Κύριος οὐκ ἐποίησε;(: Είναι δυνατόν να σαλπίσει πολεμική σάλπιγγα σε κάποια πόλη και ο λαός να μην ταραχτεί; Είναι δυνατόν να υπάρξει κάποια σύμφορα σε μία πόλη, την οποία ο Κύριος να μην έχει παραχωρήσει;)»[Αμώς 3,6], που εννοεί όχι τις αρπαγές, ούτε τις πλεονεξίες, ούτε κανένα άλλο από τα παρόμοια, αλλά τις πληγές που προέρχονται από πάνω.
Και αλλού λέγει: « Ἐγὼ ὁ κατασκευάσας φῶς καὶ ποιήσας σκότος, ὁ ποιῶν εἰρήνην καὶ κτίζων κακά· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν πάντα ταῦτα(:Εγώ κατασκεύασα το φως και έκαμα το σκοτάδι. Επιφέρω και αποκαθιστώ ειρήνη αλλά και παραχωρώ να έρχονται συμφορές και θλίψεις. Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός, ο Οποίος κάνω όλα αυτά)» [Ησ. 45,7] · διότι ούτε εδώ εννοεί την κακία, αλλά τις ελλείψεις τροφών και τις ασθένειες, τα οποία θεωρούνται από τους πολλούς ότι είναι κακά· διότι συνηθίζεται από τον πολύ κόσμο να τα ονομάζει αυτά κακά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν και οι ιερείς και οι μάντεις των πέντε εκείνων σατραπειών, όταν έζεψαν στην κιβωτό της Διαθήκης τις αγελάδες και τις άφησαν να βαδίζουν χωρίς τις δαμάλεις, «κακία» ονόμαζαν τις θεόσταλτες εκείνες πληγές και την ολιγοψυχία και την οδύνη που συνέβη σε αυτούς εξαιτίας αυτών [πρβ. Α΄Βασ. 6,1 κ.ε.]. Αυτό λοιπόν δηλώνει και εδώ λέγοντας: «Είναι αρκετή στην κάθε μέρα η κακία της»· διότι τίποτε δεν κάνει να πονέσει τόσο η ψυχή όσο η μέριμνα και η φροντίδα.
Έτσι και ο Παύλος προτρέποντας για παρθενία έδινε την εξής συμβουλή: «Θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. Ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ(:Θέλω λοιπόν να είστε ελεύθεροι από φροντίδες που σας ζαλίζουν και σας ρίχνουν σε μεγάλη ανησυχία. Ο άγαμος στρέφει ολόκληρη την προσοχή και την φροντίδα του σε όσα παραγγέλλει ο Κύριος· φροντίζει πολύ πώς να αρέσει στον Κύριο)»[Α΄Κορ.7,32]. Επίσης όταν ο Κύριος λέγει ότι η αυριανή ημέρα θα μεριμνήσει για τον εαυτό της, δεν εννοεί ότι η ημέρα θα μεριμνήσει γι’ αυτά, αλλά επειδή μιλούσε προς ένα λαό πνευματικά ατελέστερο, θέλοντας να κάνει περισσότερο κατανοητά τα λεγόμενά Του, προσωποποιεί τον καιρό, ομιλώντας προς αυτούς σύμφωνα με τη συνήθεια των πολλών.
Και εδώ μεν συμβουλεύει απλώς, στη συνέχεια όμως και νομοθετεί λέγοντας: «Μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν, μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ῥάβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ(:Μην αποκτήσετε και μη φυλάγετε στις ζώνες σας χρυσά νομίσματα, ούτε αργυρά, ούτε χάλκινα. Ούτε να αποκτήσετε σάκο για να βάζετε σε αυτόν ψωμί για τον δρόμο που θα κάνετε. Ούτε δύο πουκάμισα να αποκτήσετε, ούτε υποδήματα εκτός από τα πέδιλα που θα φοράτε, αλλά ούτε και ραβδί. Αυτά σας είναι περιττά· διότι είστε εργάτες που εργάζεστε για την πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων, και κάθε εργάτης δικαιούται να δέχεται την τροφή του από εκείνους για τους οποίους μοχθεί)»[Ματθ.10,9-10]. Αφού δηλαδή τα απέδειξε αυτά έμπρακτα, τότε πλέον εισάγει και τη νομοθεσία που ήταν εντονότερη από τους λόγους, όταν και ο λόγος έγινε ευπρόσδεκτος, αφού επιβεβαιώθηκε προηγουμένως με τα δικά Του έργα.
Πού λοιπόν επιβεβαίωσε τους λόγους Του με τα έργα Του; Άκουσε Αυτόν που λέγει: «Καἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:Οι αλεπούδες έχουν τρύπες που τις χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη για να κουρνιάζουν, ενώ ο υιός του ανθρώπου -δηλαδή εγώ που γεννήθηκα από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος γνωστός από τις υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής ένδοξος πάνω στις νεφέλες του ουρανού- δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το κεφάλι του. Μην περιμένεις λοιπόν κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίες, όπως η δική μου)»[Ματθ. 8,20]. Και δεν αρκείται μόνο σε αυτό, αλλά παρέχει και στους μαθητές την δυνατότητα να αποδείξουν αυτά, διότι και αυτούς τους προετοίμασε έτσι και δεν τους άφησε να έχουν από τίποτε ανάγκη.
Πρόσεξε επίσης και την κηδεμονία Του, που ξεπερνά τη φιλοστοργία κάθε πατέρα· «διότι», λέγει, «σας δίνω αυτήν την εντολή όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να σας απαλλάξω από περιττές φροντίδες· διότι και αν σήμερα μεριμνήσεις για την επόμενη ημέρα, και αύριο πάλι θα μεριμνήσεις. Για ποιο λόγο λοιπόν το περιττό; Γιατί καταναγκάζεις την ημέρα να λαμβάνει περισσότερο από την ταλαιπωρία που έτυχε να έχει, και μαζί με τους δικούς της κόπους προσθέτεις και το φορτίο της επόμενης ημέρας, και όλα αυτά κατά τη στιγμή που ως προς τίποτε δεν πρόκειται να ανακουφίσεις την άλλη ημέρα από την προσθήκη που γίνεται, παρά μόνο θα φανερώσεις περίσσευμα περιττών κόπων;».
Για να τους ψέξει επίσης περισσότερο, σχεδόν σαν να έδωσε ψυχή στον χρόνο, τον παρουσιάζει ως αδικούμενο και να φωνάζει ενάντια σε αυτούς για την περιττή καταπόνησή του. Και βέβαια έλαβες την ημέρα, για να φροντίζεις για όσα ανήκουν σε αυτήν. Εξαιτίας τίνος λοιπόν προσθέτεις σε αυτήν και όσα ανήκουν στην επόμενη; Μήπως δεν είναι αρκετό φορτίο η δική της φροντίδα; Για ποιον λόγο λοιπόν τη βαρύνεις περισσότερο; Όταν μάλιστα ο νομοθέτης τα λέγει αυτά, και αυτός που πρόκειται να σε δικάσει, αναλογίσου τις αγαθές ελπίδες που προβάλλει μπροστά μας, όταν ο Ίδιος επιβεβαιώνει ότι αυτή η ζωή είναι γεμάτη από ταλαιπωρίες και κόπους, ώστε να είναι αρκετή και η φροντίδα της μιας ημέρας να μας βλάψει και να μας συντρίψει.
Παρ’ όλα αυτά όμως, αν και έχουν λεχθεί τόσα πολλά και τόσο σπουδαία, εμείς φροντίζουμε μεν για τα επίγεια, αλλά δεν φροντίζουμε καθόλου για τα ουράνια, αλλά αντιστρέψαμε την τάξη, πολεμώντας και από τις δύο πλευρές τους λόγους του Κυρίου. Πρόσεξε λοιπόν· «μη ζητείτε», μας λέγει, «καθόλου τα παρόντα»· εμείς όμως ζητούμε αυτά συνεχώς. «Ζητείτε», λέγει, «τα επουράνια»· εμείς όμως ούτε για ελάχιστη ώρα δεν ζητούμε εκείνα, αλλά αντιθέτως όση μέριμνα καταβάλλουμε για τα βιοτικά, τόση αδιαφορία επιδεικνύουμε για τα πνευματικά, και μάλιστα και πολύ μεγαλύτερη.
Ωστόσο όμως δεν μπορεί να γίνεται πάντοτε αυτό, ούτε πάντοτε είναι δυνατό αυτά να συμβαίνουν. Καλά περιφρονούμε τους λόγους Του για δέκα μέρες, για είκοσι, για εκατό· μα δεν πρέπει τέλος πάντων να επιστρέψουμε και να πέσουμε στα χέρια Αυτού που δικάζει; Ίσως όμως παρέχει παρηγορία η αναβολή. Και ποια είναι η παρηγορία, το να αναμένεις καθημερινά κόλαση και τιμωρία; Διότι εάν θέλεις κάποια παρηγορία να έχεις από αυτήν την αναβολή, λάβε τη διόρθωση που προέρχεται από τη μετάνοια· διότι και αν νομίζεις ότι η αναβολή της τιμωρίας ότι σου παρέχει κάποια ανακούφιση, πολύ μεγαλύτερο είναι το κέρδος το να μην υποπέσεις στην τιμωρία.
Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν αυτήν την αναβολή που κάνει ο Θεός προκειμένου να μας τιμωρήσει για την αδιαφορία μας, ώστε να απαλλαγούμε εντελώς από τα επικείμενα κακά· διότι δεν είναι κανένα από τα παραγγέλματά Του ούτε φορτικό, ούτε και βαρύ, αλλά είναι όλα τόσο εύκολα και εφαρμόσιμα, ώστε εάν προσφέρουμε μόνο γνήσια προαίρεση, θα μπορέσουμε να τα εφαρμόσουμε και αν ακόμη είμαστε υπεύθυνοι μυρίων αμαρτημάτων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλίες Κ΄, ΚΑ΄ και ΚΒ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 9 σελίδες 712-727 και τόμος 10, σελίδες 9-27 και 30-53 αντίστοιχα.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, σελ. 183-212.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία Κ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 712-727.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, σελ. 183- 190 (ή: 88- 92 του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLUnhXelZwYTVqWWs/view
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Εκφωνήθηκε τον καιρό του θερισμού, όπου γίνεται λόγος και για πνευματικό θέρος)
Ο ποιητής των όλων και Δεσπότης, που εποίησε τα πάντα από τα μη όντα λόγω αγαθότητος, μετά από όλα, κατά την περίσσεια της δυνάμεώς Του και τον άφραστο και ακατάληπτο πλούτο της σοφίας και χρηστότητάς Του, κατασκεύασε τον άνθρωπο με έναν παράδοξο τρόπο, αφού συνάθροισε σε ένα πλάσμα, και μάλιστα μικρό, και θα λέγαμε αφού συγκεφαλαίωσε ολόκληρη την κτίση. Γι΄αυτό και τον δημιούργησε τελευταίο, να μετέχει και των δύο κόσμων και να στολίζει και τους δύο κόσμους, δηλαδή τον ορατό αυτόν και τον αόρατο. Πραγματικά συνήψε σε αυτόν με άρρητο τρόπο νου και αίσθηση, χρησιμοποιώντας σαν μέσους γνησιότατους συνδέσμους φαντασία και δόξα και διάνοια· και έτσι κατασκεύασε το ίδιο ζώο νοερό και ορώμενο, όπως και τον αεικίνητο ουρανό συνήψε με την ακίνητη γη δια των ενδιαμέσων και έκαμε τον ίδιο κόσμο συγχρόνως πάντοτε σταθερό και κινούμενο. Όπως δηλαδή κατά τον τρόπο της κατασκευής ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι ενός τεχνίτη, έτσι έχουν πολλή συγγένεια μεταξύ τους· υπερέχουν δε αλλήλων ο ένας με το μέγεθος, ο άλλος με τη σύνεση. Και είναι ο άνθρωπος ενθησαυρισμένος στον κόσμο σαν κάποιο πολύτιμο πράγμα σε μεγαλοπρεπή οικία, κατά πολύ πολυτιμότερο από το περιέχον, σαν κάποια βασιλική σκευή σε ανάκτορα, ποικίλη και πολυτίμητη· διότι τα μεν ανάκτορα είναι κατασκευασμένα από ογκώδεις λίθους αλλά ευκολοεύρετους και από τους τυχαίους, η δε σκευή είναι κατασκευασμένη από μικρούς λίθους, αλλά δυσπόριστους και πολύτιμους.
Πόσο ανώτερος του ουρανού είναι ο ανθρώπινος νους, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού και γνωρίζει τον Θεό, και μόνο αυτός από τα εγκόσμια μπορεί να γίνει Θεός, αν θέλει, συνανυψώνοντας το σώμα της ταπεινώσεως; Πόσο διαφέρει από τη γη η ανθρώπινη αίσθηση, η οποία όχι μόνο αντιλαμβάνεται τα μέτρα και τις ποικίλες ποιότητες αυτής, αλλά ήδη διάφορες κινήσεις και έμαθε πολύσχημες και ίσως πολυσήμαντες συνόδους και διαστάσεις άστρων και αστέρων και έτσι χάρισε την αρχή στις λογικές επιστήμες; Και τα μεταξύ ουρανού και γης δε είναι κατώτερα από τα στο μεθόριο νου και αισθήσεως κατά την αξία· είναι τα ίδια κατά την αρχή της αναλογίας, αλλά διαφέρουν πολύ κατά τους περιέχοντας όγκους.
Διότι ο Θεός στόλισε τη φύση μας κατά τέτοιο τρόπο, για να γίνει περιβολή δική Του· επειδή επρόκειτο να την ενδυθεί από παρθενικά αίματα και να τη μετασκευάσει προς τα ανώτερα και να την τοποθετήσει άνω, υπεράνω κάθε αρχής και εξουσίας και κάθε ονόματος αναφερομένου, είτε στον παρόντα αιώνα είτε στον μέλλοντα. Τούτο λοιπόν προρρυθμίζοντας με σοφό και φιλάνθρωπο τρόπο μαζί τίμησε τη φύση μας με πολλές, μάλλον δε με παντοειδείς χάριτες. Επειδή λοιπόν μας έδωσε και διπλές, μάλλον δε και πολλαπλές γνωστικές δυνάμεις, χαρίζοντας νου και αίσθηση, και τα ενδιάμεσα σε αυτά, γι΄αυτό και τα αντικείμενα που πρόκεινται ενώπιόν μας για γνώση και πράξη τα έκαμε διπλό και πολλαπλό το καθένα.
Είναι λοιπόν τώρα η εποχή του θερισμού και σε μας δεν υπάρχει θερισμός· διότι δεν υπάρχει σε μας μόνο αισθητό, αλλά και λογικό και πνευματικό θέρος. Και του καθενός θερισμού καιρός είναι όλος ο κύκλος του έτους. Τώρα λοιπόν, επειδή βρισκόμαστε μέσα στον ιερό περίβολο, ανακύπτοντας λίγο από εκεί, ας αναθέσουμε σε Αυτόν τις ελπίδες, και μεταθέτοντας άνω τον νου μας, ας αναλογιστούμε το λογικό κα πνευματικό θέρος. Περί αυτών θα πούμε και εμείς τώρα λίγα προς την αγάπη σας, παρέχοντάς σας και από αυτό αφορμή για σωτηρία.
Πραγματικά εγώ σε κάθε πέρασμα έτους, όταν έρχεται αυτή η εποχή, βλέποντας τους περισσότερους να ξεχύνονται έξω από το άστυ και να κοπιάζουν για το θερισμό και για τη συλλογή και συγκομιδή των καρπών, κάνω μέσα μου τους εξής λογισμούς· επειδή υπάρχει και θέρος ανθρώπων, που τους αποκόπτει από τον παρόντα πρόσκαιρο και ρέοντα βίο και τους μετάγει σε άλλον μέλλοντα και μόνιμο βίο, άραγε ποιος που θερίζει τα άψυχα στάχυα ή μισθώνει άλλους να τα θερίσουν, που εκλέγει τους καρπούς ή τους αγοράζει από τους εκλέγοντας και τους συνάγει σε αποθήκη, ενθυμείται τον θερισμό αυτόν που πρόκειται να τον καταλάβει και φροντίζει να παρουσιαστεί στον καιρό αγαπητός στον Γεωργό των ψυχών και άξιος των αποθηκών και μονών Αυτού στους ουρανούς; Ή μήπως ο καθένας είναι εντελώς σκυμμένος προς τη γη, έχοντας τον λογισμό, όπως έχουν το σώμα οι σκαφτιάδες, όχι ανυψωμένο και ανασηκωμένο από τα γήινα;
Αλλά αν συμβαίνει αυτό, δεν διαφέρομε σε τίποτε από τους εθνικούς· διότι εκείνων είναι γνώρισμα να ασχολούνται στις επίγειες φροντίδες με όλη τη δύναμη ψυχής και σώματος· διότι δεν υπολογίζουν καθόλου τα μέλλοντα, ούτε έχουν πάντως πίστη ή έννοια για τα ουράνια. Έτσι, σύμφωνα με αυτό που έχει παραδοθεί από τη Γραφή, όλος ο βίος του ασεβούς ξοδεύεται στις φροντίδες όσων βρίσκονται κάτω και φθείρονται[Ιώβ 15,20: «Πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν φροντίδι, ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα δυνάστῃ(:Όλος ο βίος του ασεβούς τελεί υπό βασανιστική φροντίδα και ταραχή· στον δυνάστη δε και τύραννο έχουν δοθεί μετρημένα τα έτη της τυραννικής ισχύος του)»]· γι΄αυτό και ο Χριστός αφού είπε προς εμάς στα ευαγγέλια: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε(:Μην καταληφθείτε ποτέ από αγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: “Τι θα φάμε”, ή “Τι θα πιούμε”, ή “Με ποιο ένδυμα θα ντυθούμε;”)», πρόσθεσε, «πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ (:διότι οι εθνικοί και ειδωλολάτρες, οι οποίοι αγνοούν εντελώς τα ουράνια αγαθά που έχουν ασυγκρίτως ανώτερη αξία, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρτά ως τα μόνα σοβαρά και απαραίτητα)»[Ματθ.6,32]. Δεν μας απομακρύνει λοιπόν από την εργασία, αλλά απομακρύνει από τη μέριμνα, μεταθέτοντας την ελπίδα προς τον Θεό, ώστε ούτε ανέλπιδα να έχομε την εργασία, ούτε να αναθέτουμε σε αυτήν την ελπίδα μας κακώς. «Να μην μεριμνάτε λοιπόν λέγοντας τι θα φάμε ή τι θα πιούμε ή τι θα ντυθούμε», συλλογιζόμενοι τούτο παντοτινά και, σαν να απορρίπτουμε αναμενόμενη μομφή, κατευθύνοντας σε αυτό την ψυχή και κατεβάζοντάς την και μην επιτρέποντας να βλέπει προς τα άνω.
Γι΄αυτό μάλιστα και κατασκεύασε ο Θεός με τέτοιο τρόπο τη φύση μας, ώστε και όταν ακόμη το σώμα δεν ηρεμεί μόνο, αλλά και κινείται και μετακινείται και πράττει οτιδήποτε χρειάζεται, ο λογισμός να μπορεί να είναι σε άλλα πράγματα, ώστε με το σώμα μεν να εργαζόμαστε τα κατάλληλα σε αυτό, με την ψυχή δε βλέποντας προς τον Θεό να ζητούμε από Αυτόν τα ουράνια. Πραγματικά όταν παρήγγειλε να μη μεριμνούμε για τη ζωή, διότι τούτο είναι ιδιότητα των εθνικών, πρόσθεσε: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν (:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά. Και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)» [Ματθ.6,33], δείχνοντας ότι αν έχεις την κατά την ψυχή μελέτη προς τον Θεό, τίποτε δεν θα ζημιωθείς ως προς τις ανάγκες του σώματος· μάλλον δε θα έχεις και από αυτά ανελλιπώς μαζί με την ψυχική σωτηρία, αφού θα τα χορηγεί ο Θεός· διότι Αυτός είναι Εκείνος που ανοίγει το χέρι Του και γεμίζει ευδοκία κάθε ζωντανό.
Προς Αυτόν λέγει και ο Δαβίδ: «Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς·θέρος καὶ ἔαρ, σὺ ἔπλασας αὐτά (:Εσύ δημιούργησες όλα τα ωραία που υπάρχουν στη γη· το καλοκαίρι και την άνοιξη, Εσύ έπλασες αυτές τις ωραίες εποχές του έτους)»[Ψαλμ.73,17], εννοώντας όχι μόνο όσα είναι ορατά, αλλά και τα πνευματικά, γι΄αυτό και προέταξε της ανοίξεως το θέρος· διότι εάν δεν προλάβεις να εκκοπείς από τους απίστους ή και από τα φαύλα έργα και τους φαύλους ανθρώπους, δεν θα ανθίσεις στις αρετές.
Υπάρχει, λοιπόν, αδελφοί, και θέρος και έαρ και σπόρος, όχι μόνο σωματικός, αλλά και λογικός· και όχι μόνο λογικός αλλά και πνευματικός, καθώς επίσης και φυτεία και τρύγος και τα όμοια με αυτά· επειδή υπάρχει και γεωργία πνευματική και γεώργιο. Του τοιούτου δε γεωργίου Γεωργός είναι ο Θεός, όπως λέγει και ο απόστολος προς τους Κορινθίους: «Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε (:Είστε αγρός που ανήκει στον Θεό και καλλιεργείται από Αυτόν. Είστε οικοδομή του Θεού που κτίζετε από Αυτόν με όργανα Του και κτίστες Του εμάς)»[Α΄Κορ.3,9]. Και ο ίδιος ο Κύριος έλεγε στους μαθητές: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα(:Εγώ είμαι η κληματαριά κι εσείς τα κλαδιά της)»[Ιω.15,5] · «καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι(:Και ο Πατέρας μου είναι ο αμπελουργός)»[Ιω.15,1]. Και αλλού πάλι λέγει περί του εαυτού Του: «Ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι(:Ιδού, βγήκε ο σποριάς έξω στο χωράφι για να σπείρει)» [Ματθ.13,4]· ο δε σπόρος αυτός είναι ο λόγος της διδασκαλίας.
Επειδή λοιπόν ο λόγος της διδασκαλίας του Πνεύματος έχει τη θέση του σπέρματος, υπάρχει πάντως και θερισμός του σπόρου αυτού, εκτελούμενος δια της πίστεως· και τούτο δηλώνοντας πάλι ο ίδιος ο Κύριος, όταν άρχιζαν να προσέρχονται μαζικά στην πίστη Του οι άνθρωποι, έλεγε προς τους μαθητές Του: «Ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον (:Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πειστείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφτασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θεριστούν. Έτσι και σε όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχτούν τη σωτηρία)»[Ιω. 4,35]. Όπως δηλαδή τα στάχυα, καθώς ξηραίνονται από τη θέρμη του αισθητού ηλίου και αποβάλλουν το από τη χλωρότητα χρώμα, λευκαίνονται και γίνονται έτοιμα για θερισμό και συγκομιδή· έτσι και τότε, καθώς επιδημούσε στη γη δια σαρκός ο ήλιος της Δικαιοσύνης, με τη δύναμη της παρουσίας Του οι ψυχές των ανθρώπων λευκαίνονταν καθαριζόμενες, αφού διαλυόταν η επισκόπηση και διάχυση που προκαλείται σε αυτές από τον ηδονικό και ρευστό βίο, και έτσι ήταν έτοιμοι για τον πνευματικό θερισμό, ώστε να αποκοπούν πληρέστερα από την ευσέβεια και την απιστία και με την αληθινή πίστη να συναχθούν στην αιώνια ζωή.
Και αν θέλει κανείς να κατανοήσει την αλήθεια του λόγου τούτου, ότι η δύναμη της παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού τότε έκαμε τις καρδιές των ανθρώπων σαν λευκότερες και καθαρότερες και έτοιμες για την πίστη της θεοσέβειας, ας αναλογιστεί ότι τότε όλα τα έθνη δεν αναγνώριζαν τον ένα Θεό, δεσπότη και κτίστη του παντός, ήσαν δε αφοσιωμένοι στον ήλιο και στη σελήνη και τα άστρα και τα άλλα κτίσματα, και στα είδωλά τους σαν σε θεούς. Η δε δύναμη της παρουσίας του Χριστού έπεισε όλους να ομολογούν ένα Θεό δεσπότη και ποιητή του παντός. Και ό,τι πέτυχε ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και εκείνος ο Μωυσής και ο από εκείνον δοσμένος νόμος, για μόνο το γένος των Ιουδαίων, που τους έπεισε να λατρεύουν ένα Θεό, και ούτε καν σε αυτό το μόνο γένος δεν ίσχυσε έως το τέλος, αν και το θείο δόγμα είχε δοθεί σε αυτούς από τους προγόνους τους εξαρχής, αυτό επιτέλεσε για όλα τα γένη και τα έθνη η δύναμη της παρουσίας του Κυρίου. Έτσι οι χώρες έγιναν έτοιμες για τον πνευματικό θερισμό· οι από κάθε έθνος πιστεύσαντες ότι ο Ποιητής του παντός είναι Ένας, προσέρχονται πρόθυμα στον Χριστό και την αληθινή θεοσέβεια εκείνων που ακούνε με σύνεση το προφητικό και αποστολικό κήρυγμα και ερευνούν τις Γραφές.
Έτσι και μόνο με την εμφάνισή Του επί γης ο Κύριος, ήγειρε κάθε γένος ανθρώπων από την πλάνη των ειδώλων, αν και δεν τους κατέστησε όλους ευσεβείς. Άλλωστε και στον μέλλοντα αιώνα η δύναμη της δευτέρας παρουσίας θα εγείρει όλους από τον θάνατο, αν και δεν θα τους αξιώσει όλους της αληθινής ζωής. Δηλαδή οι μεν ασεβείς και δυσσεβείς και όσοι δεν έλαβαν εδώ με εξομολόγηση και μετάνοια τη συγχώρηση των αμαρτιών, διότι ούτε φύλαξαν ούτε καθάρισαν τους εαυτούς τους από τις άμετρες επιθυμίες της σαρκός, που είναι η αδηφαγία και η πολυποσία, η μέθη και η τρυφή, από τις οποίες πηγάζει η αμετρία των υπογαστρίων παθών, μαλακίες, πορνείες, μοιχείες και κάθε ακολασία, από την οποία γίνονται ποθητά τα μυσαρά λόγια και ακούσματα, καλλωπίσματα και φτιασιδώματα που, επειδή απαιτούν δαπάνες, καθιστούν τους επιδιδομένους σε αυτά κλέπτες, πλεονέκτες, αδίκους, άρπαγες· και γιατί να αναφέρω τα από εδώ μίση, τις από εδώ διαμάχες, το αμέτρητο πλήθος των μέσα στην ψυχή παθών και λογισμών της ατιμίας;
Όσοι λοιπόν δεν φύλαξαν τους εαυτούς τους από αυτά ή δεν εξιλέωσαν τον Θεό με εξομολόγηση και μετάνοια, θα αναστηθούν μεν, αλλά θα υποστούν ζωή δεινότερη από τον θάνατο, αφού παραδοθούν σε οδύνη και θλίψη και στενοχώρια και αισχύνη αιώνια, συμβιώνοντας με ακοίμητους σκώληκες και καιόμενοι σε σκοτεινό και άσβεστο πυρ, όπως και ο προφήτης Ησαΐας λέγει ότι «καὶ ἔσται ἡ ἰσχὺς αὐτῶν ὡς καλάμη στιππύου καὶ αἱ ἐργασίαι αὐτῶν ὡς σπινθῆρες πυρός, καὶ κατακαυθήσονται οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἅμα, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων(:και θα είναι η δύναμή τους όπως το καλάμι του στουπιού, που ανάβει εύκολα, και τα έργα τους τα ειδωλολατρικά σαν σπίθες φωτιάς· και θα κατακαούν όσοι καταπατούν τον Νόμο και οι αμαρτωλοί συγχρόνως, και δεν θα υπάρχει κανένας για να σβήσει τη φωτιά και να τους σώσει)»[ Ησ.1,31].
Γι’αυτό και ο απόστολος λέγει προς τους Εφεσίους: «Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ(:Φυλαχτείτε απ’ όλα αυτά, διότι πρέπει να ξέρετε καλά αυτό, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ο οποίος ουσιαστικά είναι ειδωλολάτρης, αφού η λατρεία του χρήματος απορροφά ολόκληρη την καρδιά του, δεν έχει κανένα δικαίωμα κληρονομιάς στη βασιλεία του Χριστού και Θεού)» [Εφεσ.5,5]· και για να ασφαλίσει καλύτερα και να αποστομώσει όσους έκαναν διαφορετική διδασκαλία προσθέτει: «Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας. Μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν(:Αυτή είναι η μόνο αλήθεια. Κι ας μην σας εξαπατά κανείς με λόγια κούφια και ψεύτικα· διότι για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού πάνω στους απείθαρχους και ανυπότακτους ανθρώπους)» [Εφεσ.5,6].
Παρομοίως ο ίδιος πάλι γράφοντας προς τους Κορινθίους λέγει: «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι(:Μην πλανάστε. Ούτε οι πόρνοι, ούτε οι ειδωλολάτρες, ούτε οι μοιχοί, ούτε οι εκθηλυμένοι και θηλυπρεπείς, ούτε οι αρσενοκοίτες, ούτε οι πλεονέκτες, ούτε οι κλέφτες, ούτε οι μέθυσοι, ούτε αυτοί που εμπαίζουν και βρίζουν τους άλλους, ούτε οι άρπαγες με κανένα τρόπο δεν θα κληρονομήσουν την Βασιλεία του Θεού)»[Α΄Κορ.6,9].
Από την άλλη πλευρά, όσοι πιστεύουν ορθά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και επιδεικνύουν την πίστη με έργα και φυλάσσουν τους εαυτούς τους, ή και δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας καθαρίζουν τους εαυτούς τους από τους μολυσμούς των προειρημένων αμαρτιών και ασκούν τις αντίθετες των κακών αρετές, την εγκράτεια, τη σωφροσύνη, την αγάπη, την ελεημοσύνη, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, αυτοί όλοι, όταν αναστηθούν, θα ακούσουν από τον ίδιο τον Βασιλέα των ουρανών: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου(:Ελάτε εσείς που είστε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τότε που θεμελιωνόταν ο κόσμος)» [Ματθ.25,34]· και έτσι θα συμβασιλεύουν με τον Χριστό, κληρονομώντας βασιλεία ουράνια και ασάλευτη και ζώντας παντοτινά μέσα σε φως απόρρητο και ανέσπερο και μη διακοπτόμενο ποτέ από καμία νύκτα και συμβιώνοντας με τους από τους αιώνων αγίους σε άρρητη τρυφή, στους κόλπους του Αβραάμ, από όπου απέδρασε κάθε οδύνη και λύπη και στεναγμός[Από την ευχή στους κεκοιμημένους].
Πραγματικά στην περίπτωση μεν των αψύχων σταχυών ένας θερισμός υπάρχει, στην περίπτωση δε των λογικών σταχυών, δηλαδή του γένους των ανθρώπων, ένας είναι αυτός που είπαμε, αυτός που θερίζει ανθρώπους από την απιστία και συνάγει στην πίστη όσους δέχονται το κήρυγμα του ευαγγελίου. Και αυτού του θερισμού θεριστές είναι οι Απόστολοι του Κυρίου και οι διάδοχοί τους και κατά καιρούς οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, για τους οποίους είπε παραπάνω ο Χριστός ότι «καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον(:και εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφτεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή)» [Ιω.4,36]. Τέτοια δε αμοιβή θα λάβουν από τον Θεό και οι διδάσκαλοι της ευσεβείας, διότι συνάγουν τους πειθομένους προς την αιώνια ζωή.
Άλλος δε θερισμός είναι η μετάθεση του καθενός μας από τον εδώ στον μέλλοντα βίο δια του θανάτου· ο οποίος θερισμός θεριστές έχει όχι τους Αποστόλους, αλλά τους αγγέλους, που έχουν κάτι περισσότερο από τους Αποστόλους, διότι και μετά τον θερισμό ξεδιαλέγουν και διαχωρίζουν σαν από τον σίτο τα ζιζάνια, τους πονηρούς από τους αγαθούς· και τους μεν αγαθούς προπέμπουν στη Βασιλεία των ουρανών, τους δε πονηρούς ρίπτουν στη γέενα του πυρός. Αλλά και αυτών των πραγμάτων η παράσταση θα δειχτεί άλλη φορά από το ευαγγέλιο του Χριστού, όταν Αυτός δώσει ευκαιρία και λόγο.
Είθε δε εμείς, όπως τώρα είμαστε εκλεκτός λαός του Θεού, γένος ιερό, Εκκλησία ζώντος Θεού, χωρισμένη από όλους τους ασεβείς και δυσσεβείς, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα να ευρεθούμε από μεν τα ζιζάνια χωρισμένοι, με την μερίδα δε των σωζομένων ενωμένοι, εν Χριστώ τω Κυρίω μας, που είναι ευλογητός στους αιώνες. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες Κ΄- ΜΒ΄, ομιλία ΚΣΤ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 10, σελίδες 152-171.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [: Ματθ. 6,22-33]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΜΗ ΔΥΝΑΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΑΤΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-6-1980]
(Β31)
Ένα, αγαπητοί μου, ιδιαίτερο γνώρισμα της εποχής μας, είναι η συνύπαρξις πολλών ιδεών και πολλών ρευμάτων. Είναι πραγματικά χαρακτηριστικό της εποχής μας. Είναι ένας κόσμος συγκρητιστικός. Ένας κόσμος η εποχή μας, που δεν θέλει να αποβάλλει τον άλλον, ούτε να τον διαχωρίσει, αλλά να τον συγχωνεύσει. Έτσι βλέπουμε, σε όλους τους τομείς, ιδίως στον κοινωνικό τομέα και τον πολιτικό, να υπάρχει μία ανάγκη συνυπάρξεως. Ότι δηλαδή να υπάρχεις κι εσύ, να υπάρχω κι εγώ. Να συνυπάρχομε. Δεν σου λέγω ότι είσαι ή καλός ή κακός, ούτε εγώ λέγω ότι είμαι καλός ή κακός, απλώς υπάρχεις και υπάρχω. Συνεπώς να υπάρχεις και να υπάρχω. Άρα, να συνυπάρχομε.
Και βεβαίως δεν είναι θέμα μας αυτή τη στιγμή να πούμε αν αυτό είναι καλό ή κακό. Ένα μόνο έχω να πω: ότι εις τον χώρο της πίστεως η συνύπαρξις είναι κάτι αδιανόητο. Είναι τόσο αδιανόητο, ώστε να λέγει ο Κύριος ότι δεν μπορείς να είσαι και με τον Θεό και με τον σατανά. Δεν μπορούν αυτά τα δύο να συνυπάρχουν μέσα εις την ψυχή σου. Ακούσατε τον λόγον του Κυρίου: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ». Δεν μπορείτε να δουλεύετε και εις τον Θεόν και εις τον διάβολον. Δεν μπορείτε να έχετε δύο αφεντικά -δυσὶ κυρίοις-·και τον Θεό και τον διάβολο.
Έτσι, αγαπητοί μου, βλέπομε εδώ ότι δεν είναι δυνατή μία συνύπαρξις εις τον χώρον της πίστεως. Εντούτοις, παρά τον ρητόν λόγον αυτόν του Κυρίου, οι Χριστιανοί, ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί, καταφέρνουν, εκείνο που ο Κύριος είπε: «Οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», εκείνοι να λέγουν: «Δυνάμεθα δυσί κυρίοις δουλεύειν, κατά το δοκούν· όσο θέλομε, όποτε θέλομε και κατά το μέτρο που επιθυμούμε. Και κατά τα ποσοστά που εμείς κρίνομε. Θέλομε επί παραδείγματι να έχομε ογδόντα τοις εκατό τον σατανά, είκοσι τοις εκατό τον Θεό. Ή αντίστροφα. Είκοσι τοις εκατό τον σατανά και ογδόντα τοις εκατό τον Θεό». Όμως πρέπει να το ξέρομε. Όταν λέγει ο Κύριος «Οὐ δύνασθε», αυτό το «Οὐ δύνασθε», δεν είναι με την έννοια της εντολής, αλλά είναι και με την έννοια της δυνατότητος. Δεν μπορείτε να δουλεύετε σε δύο αφεντικά. Όχι «δεν σας επιτρέπεται». Το «δεν σας επιτρέπεται», βεβαίως δεν σας επιτρέπεται. Δεν μπορείτε. Είναι αυτό που λέγει ο λαός: «Δεν χωράνε δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη». Δεν μπορείτε. Επειδή όμως εμείς κάνομε να μπορούμε, τότε θα πρέπει να διαψεύδομε τον Κύριον.
Αλλά ο Κύριος διαψεύδεται; Δεν διαψεύδεται. Και ιδού το αποτέλεσμα. Μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, όταν γίνεται προσπάθεια συνυπάρξεως αυτών των δύο κυρίων, και του Θεού και του σατανά, να επέρχεται διχασμός της ψυχής. Και έχομε αυτό το φοβερό φαινόμενο της μερικής ή της καθολικής ψυχοπαθείας. Εγώ θα σας έλεγα, αγαπητοί μου, χωρίς υπερβολήν και χωρίς ενδοιασμό· εάν σήμερα στην εποχή μας τα ψυχικά νοσήματα είναι ηυξημένα, δεν ξέρω πόσοι άλλοι λόγοι είναι εκείνοι οι οποίοι μπορεί να τα δημιουργούν, ένας βασικός λόγος, όταν θα μου λέγατε: «Οι θόρυβοι, ο τρόπος της ζωής κ.τ.λ., οι μέριμνες» -ακούσαμε και περί μερίμνης στη σημερινή ευαγγελική περικοπή-, εγώ θα σας έλεγα, βασικά είναι ένας κύριος λόγος. Ότι θέλομε να δουλεύομε σε δύο αφεντικά. Με αποτέλεσμα αυτόν τον διχασμόν της ψυχής.
Αλλά όταν λέμε ότι δεν πρέπει να δουλεύομε σε δύο αφεντικά, αλλά πρέπει να δουλεύομε μόνο σε ένα αφεντικό, τότε πώς το εννοούμε αυτό; Όταν λέγω ότι μόνο στον Θεό θέλω να δουλεύω, να είμαι δούλος μόνο του Θεού, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως βρίσκομαι στον χώρο του Θεού. Σημαίνει ότι θα ασκήσω πολύν αγώνα και πολλή προσπάθεια. Δεν πρέπει να ξεχνώ ότι είμαι ο άνθρωπος που φέρω το προπατορικόν αμάρτημα. Ότι έχω μέσα μου… έχει κολλήσει σαν τα όστρακα στο πλοίο, έχει κολλήσει μέσα μου η ασθένεια, η ανημποριά, το κακό, που έχει γίνει δευτέρα φύσις το κακό στην ύπαρξή μου. Θα πρέπει λοιπόν να αγωνίζομαι. Δεν θα πρέπει να πω ότι αμέσως, με ένα πήδημα, βρέθηκα εις τον χώρο του Θεού. Δεν μπορώ να λέγω ότι ήγγισα τον Θεόν. Θα λέγω απλώς «πορεύομαι». Θα λέγω απλώς «προσεγγίζω». Θα προσεγγίζω απροσεγγίστως. Δεν μπορώ να λέγω ότι είμαι τέλειος. Απλώς είμαι στον δρόμο να γίνω τέλειος. Άρα λοιπόν αγωνίζομαι- συγνώμη- είμαι στο μέρος του Θεού, στον χώρο του Θεού, σημαίνει έχω μία πορεία προς τον Θεό. Προσέξατέ το αυτό, το «προς τον Θεό». Γιατί πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι από τη στιγμή που θα μετανοήσουν, πρέπει να είναι τέλειοι. Το δυστύχημα είναι και το αντίστροφο. Έχουν πιστέψει ότι είναι τέλειοι, ενώ στην πραγματικότητα υστερούν φοβερά. Και μόνο γιατί μετενόησα και βρίσκομαι σε έναν χώρο που νομίζω ότι είναι του Θεού, ναι, του Θεού, αλλά ότι έγινα τέλειος…, αυτό είναι φοβερό. Είναι φοβερό. Είναι μία υπεροψία που στο τέλος με κάνει να βρίσκομαι εις την αντίθετη παράταξη, εις την παράταξη του σατανά.
Ακόμη, είμαι στον χώρο του Θεού, υπηρετώ τον Θεό, πρέπει να προσέξω και κάτι άλλο. Μία πέμπτη φάλαγγα που δρα και ενεργεί μέσα εις την ψυχή μου. Είναι ο εχθρός. Ο εχθρός θα με πολεμήσει όταν δει να τον εγκαταλείπω. Βεβαίως ο εχθρός δεν με πολεμά όταν είμαι δικός του. Θα με πολεμήσει ιδιαιτέρως όταν θα του πω: «Γεια σου παλιέ μου εχθρέ, δεν σε θέλω, σε αποκηρύσσω». Τότε θα με πολεμήσει. Και θα με πολεμήσει με κάθε τρόπο. Πρώτα-πρώτα είναι αυτός ο εαυτός μου. Ο παλιός μου αμαρτωλός εαυτός. Ο βεβαρυμένος εαυτός μου. Ύστερα είναι αυτός ο αμαρτωλός κόσμος· ο οποίος διαρκώς θα με ελκύει στο κακό. Και τρίτον είναι ο διάβολος. Προσωπικά ο διάβολος, που θα έρθει να με πολεμήσει. Ο Χριστιανός που έχει αγώνα, πρέπει να το ξέρει. Και πολλές φορές πάνε στραβά πολλά πράγματα. Πάνε ανάποδα πολλές φορές τα πράγματα. Να μη φοβείται. Ο διάβολος έχει τρία όπλα. Και τα οποία χρησιμοποιεί με κάθε τρόπο. Είναι η έκπληξις, ο αιφνιδιασμός και η απογοήτευσις. Αν το θέλετε και από στρατηγικής πλευράς είναι τρία όπλα του εχθρού φοβερά. Όταν σπείρει εις τα μετόπισθεν… σπείρει τι; Σπείρει τον φόβον, σπείρει την έκπληξιν. Τι έκανε ο εχθρός; Τι είναι αυτό; Τι σημαίνει αυτό; Ή ακόμη εκείνη η φοβερή απογοήτευση που γεννιέται στην ψυχή ότι «δεν θα νικήσω», ότι «είμαστε χαμένοι, όπως και να έχει το πράγμα». Αυτά, με την προπαγάνδα του ο εχθρός στον πολιτικό χώρο. Στον στρατιωτικό χώρο θα σπείρει τεχνηέντως. Αυτό κάνει και ο διάβολος, αγαπητοί μου.
Δεν πρέπει πρώτα-πρώτα να εκπλησσόμεθα. Ήρθε ένας πειρασμός. Μας το λέει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος. Ήρθε ένας πειρασμός. Γιατί εκπλήσσεσαι; Γιατί; Δεν τον περίμενες; Δεν τον περίμενες; Γιατί αιφνιδιάζεσαι; Ο διάβολος σε αιφνιδιάζει. Γιατί ταράσσεσαι; Γιατί λες: «Τι είναι αυτό; Και γιατί μου ‘ρθε εμένα; Σ’εμένα ήρθαν όλα τα κακά;». Νομίζομε, αγαπητοί μου, ότι «βρίσκομαι στον χώρο του Θεού» σημαίνει ότι τώρα ο Θεός θα με έχει κάτω από την προστασία Του, που τίποτε κακό δεν θα με βρει πια. Και θα είμαι ο άνθρωπος που θα είμαι μέσα σε μία γυάλα, σε ένα μπουκάλι και θα με φυλάγει εκεί ο Θεός να μην πάθω τίποτα. Δεν είναι τα πράγματα, αγαπητοί μου, έτσι. «Ἠτοιμάσθην», λέει ο ψαλμωδός, «καὶ οὐκ ἐταράχθην». Ετοιμάστηκα και για την έκπληξη και για τον αιφνιδιασμό και για την απογοήτευση και δεν ταράχτηκα. Μόνο εάν ετοιμαστούμε… Αν αύριο το πρωί, αγαπητοί μου, ξεσπάσει ένας διωγμός εναντίον των Χριστιανών, τι έχει να γίνει; Πόσοι θα μείνουν όρθιοι; Πόσοι θα έρχονται στην Εκκλησία; Αλλά γιατί λέγω «διωγμός»; Αύριο, ο πατέρας σου, η μάνα σου, ο συγγενής σου, ο γείτονάς σου, σε κοροϊδέψει, γιατί σε βλέπει να έχεις μια προκοπή πνευματική, ο διάβολος σε πειράζει εκεί. Μην αιφνιδιάζεσαι. Μην λες: «Δεν θα ξαναπάω στην Εκκλησία γιατί με κοροϊδεύουν, δεν μπορώ να αντέξω εκείνο το οποίο μου κάνουν». Αγαπητοί, πρέπει να βρεθούμε στον χώρο του Θεού, αλλά ετοιμασμένοι. Πρέπει να ξέρομε πώς θα δουλέψομε εις τον Θεόν. Δεν πρέπει δηλαδή να πέσομε θύματα του κόσμου, του σατανά, αλλά και του παλιού μας εαυτού.
Έτσι λοιπόν ας ξεκινήσουμε, αγαπητοί μου. Ας ξεκινήσουμε να ανήκουμε μόνον εις τον Θεό. Μη γινόμαστε σχιζοφρενικοί άνθρωποι. Να υπηρετούμε Θεό και διάβολο. Τον Θεό μόνο. Μόνο τον Θεό. Και τότε πραγματικά θα έχομε γίνει παιδιά του Θεού. Μόνο αν βάλομε στην άκρη τον σατανά. Και του πούμε: «Δεν σε θέλω». Μόνο αν βάλομε στην άκρη τον κόσμο και πούμε «Διαχωρίζω τις ευθύνες μου, δεν έχω καμία σχέση με τον κόσμο»…
Και τότε θα γίνομε παιδιά του Θεού.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_065.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΤΙ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ;»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-7-1989]
(Β219)
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, είναι ένα απόσπασμα από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου μας. Στην ομιλία Του αυτή ο Κύριος, που είναι μία, θα λέγαμε, συναγωγή, ένα μάζεμα, πλουσιοτάτη συναγωγή διδαχών πνευματικού βίου και προσανατολισμού, μας τονίζει όπως είδαμε, ότι ο γήινος θησαυρός σκοτίζει τον νου και δεν τον αφήνει να δει τα αγαθά του ουρανού. Αυτό είναι το ένα θέμα από αυτό το απόσπασμα από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου. Γι΄αυτό, λέει, αν ξεκίνησες, άνθρωπε, με στόχο σου τα ουράνια αγαθά, αλλά προσβλέπεις με πάθος και εις την φιλαργυρίαν, δηλαδή εις την αγάπη του χρήματος –φιλαργυρία δεν θα πει τσιγκουνιά, θα πει αγάπη προς το χρήμα, φίλος του αργυρίου- πρέπει να μάθεις ότι δεν μπορείς, λέει ο Κύριος, να δουλεύεις σε δύο αφεντικά, στον Θεό και στο χρήμα.
Κατόπιν, ένα δεύτερο σημείο, αναφέρεται ο Κύριος με πολλές εικόνες και παραδείγματα από την Δημιουργία, όπως τα κρίνα του αγρού, όπως τα πουλάκια, όπως ο Σολομών πώς ντύθηκε κ.τ.λ. ότι η αγωνιώδης φροντίδα για την ζωή σου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ολιγοπιστία· διότι δεν σκέφτηκες ότι πάνω από σένα φροντίζει ο ουράνιος Πατήρ. Συνεπώς αν έχεις αυτήν την αγωνιώδη φροντίδα, αυτή θα σε βλάψει.
Και τελειώνει με ένα συμπέρασμα επάνω σε αυτές τις δύο θέσεις της αγάπης προς τα χρήματα και της αγωνιώδους φροντίδος. Τελειώνει με το εξής συμπέρασμα ο Κύριος: «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». «Ζητάτε», λέει, «πρώτα την Βασιλεία του Θεού· ύστερα την δικαιοσύνη του Θεού· και όλα τα άλλα θα σας προστεθούν».
Βέβαια, ο Κύριος δεν εννοούσε ότι αρνείται την σημασία του χρήματος, όταν έλεγε «Τι φροντίζετε και τι μεριμνάτε;» ή ακόμη ότι… «Τι θέλεις να μαζεύεις χρήματα;», διότι το χρήμα αντιπροσωπεύει τον κόπον, τον μόχθον του ανθρώπου. Είναι καθ’ εαυτό το χρήμα άνευ σημασίας. Μάλιστα στην εποχή μας -γιατί παλιότερα είχε μία ανταπόκριση αξίας, μια αξία πραγματική- σήμερα που έχομε το χαρτονόμισμα επί παραδείγματι, το χρήμα δεν είναι παρά ένα αντιπροσωπευτικό, που έρχεται να μας πει ότι αυτό αντιπροσωπεύει κάποιον κόπον, μίαν αξίαν. Αντιπροσωπεύει. Δεν έχει καθ’ εαυτό το χρήμα μία αξία. Και συνεπώς είναι χρήσιμο διότι θα μπορούσε με τον τρόπον αυτόν κανείς να έχει μία συναλλαγή ή μία ανταλλαγή αγαθών. Κι αν λάβει κανείς υπόψιν του μάλιστα ότι το χρήμα το χρησιμοποίησε και η μικρή ομάδα του Κυρίου μας Ιησού, με ταμία μάλιστα τον Ιούδα. Καθ’ εαυτό λοιπόν το χρήμα, δεν είναι κακό. Σας είπα, είναι ένας τρόπος συναλλαγής. Θα μου δώσεις, να σου δώσω. Δηλαδή ανταλλάσσομε τους κόπους μας. Και είναι μία, θα λέγαμε, ευφυής επινόησις -επινόησις είναι ε;- του ανθρώπου.
Αλλά και το άλλο, θα λέγαμε, που είναι η φροντίδα για τα υλικά αγαθά, πώς θα ζήσομε, πώς θα ντυθούμε, όλα αυτά αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία. Αυτό θέλει να πει ο Κύριος. Δεν τα αρνείται. Όταν λέγει «ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει τι έχετε από ανάγκη». Διότι, αν το θέλετε, αγαπητοί μου, αυτά τα στοιχεία αποτελούν στοιχεία που ικανοποιούν την δομή μας. Αυτά είναι κατασκευαστικά δεδομένα. Δεν κατασκευαστήκαμε να τρώμε; Δεν κατασκευαστήκαμε να μην τρώμε. Εις την Βασιλείαν του Θεού, μετά την ανάσταση των νεκρών, δεν θα υπάρχει βεβαίως τροφή. Ούτε θα υπάρχει ανάγκη ενδύματος ή κατοικίας. Εφόσον είμεθα εις τον παρόντα κόσμο και ο τρόπος, η δομή της κατασκευής μας, η κατασκευή μας είναι τέτοια, έχομε ανάγκη από όλα αυτά. Δεν θέλει λοιπόν ο Κύριος να πει «Αυτά πετάξτε τα, δεν σας είναι χρήσιμα». Δεν μιλάει σαν τον Διογένη τον κυνικόν, που… «δεν σου χρειάζεται τίποτα, έξω από την φούχτα σου, για να πιεις νερό». Όχι. Χρειάζονται. Όλα χρειάζονται. Κι ο ίδιος ο Κύριος έκανε χρήση του πολιτισμού της εποχής Του, εν μέτρω φυσικά. Αλλά σας ξαναλέγω, ότι το θέμα Του δεν είναι εκεί, αλλά είναι ότι άλλα έχουν την προτεραιότητα· και άλλα έπονται.
Ας προσεγγίσουμε όμως αυτό το τελικό Του συμπέρασμα ότι «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» κτλ. Ο Κύριος λοιπόν είπε: «Ζητεῖτε τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ζητείτε. Το ρήμα «ζητῶ» στην αρχαία ελληνική, είναι πιο ισχυρό από το ρήμα «αἰτῶ». Θυμηθείτε εκείνο που είπε ο Κύριος: «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται, ζητεῖτε καί εὑρήσετε». Οπότε λοιπόν το «ζητῶ» είναι ισχυρότερον του «αἰτῶ». Τι σημαίνει αυτό; Θα το δούμε πάλι από την Αγία Γραφή, όταν θυμηθούμε ακόμη την παραβολή της απωλεσθείσης δραχμής, που εκείνη η γυναίκα, λέγει, έψαξε να βρει την δραχμή που έχασε και ζητεί, λέει ο Κύριος στην παραβολή, «ζητεῖ ἡ χήρα γυναῖκα ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ». Ώστε λοιπόν επιμελώς ζητεί. Ή αν το θέλετε, εκείνη την άλλη παραβολή που αναφέρεται εις την Βασιλείαν του Θεού «ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλούς μαργαρίτας». Με έμπορο που ζητεί καλά μαργαριτάρια. Ζητάει. Τι θα πει λοιπόν «ζητῶ»; Το ρήμα «ζητῶ» έρχεται να μας πει ότι «ψάχνω να βρω κάτι, κάτι που έχασα ή κάτι που είναι κρυμμένο ή κάτι που είναι μακρινό ή κάτι που είναι δύσκολο». Κρατήστε παρακαλώ αυτά τα σημεία, για να δείτε, ως προς την Βασιλείαν του Θεού, τι θέλει να πει ο Κύριος. Τι είπε ο Κύριος; «Ζητεῖτε τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή; Σαν κάτι να είναι χαμένο, σαν κάτι δύσκολο, σαν κάτι μακρινό· το οποίο τώρα πρέπει να ψάξομε να το βρούμε.
Πράγματι. Οι πρωτόπλαστοι ήσαν μέσα εις τον Παράδεισον και δεν είχαν ανάγκη να βρουν τον Παράδεισον, διότι ετοποθετήθηκαν μέσα εις τον Παράδεισον. Αλλά από την στιγμή όμως που έχασαν οι άνθρωποι τον Παράδεισον, τότε, για να δείξει ο Κύριος ότι για να ξαναποκτηθεί ο Παράδεισος χρειάζεται έρευνα, χρειάζεται κόπο, φροντίδα, δάκρυα, άσκηση· ότι δεν είναι εύκολο πράγμα, γιατί ο άνθρωπος μετά την πτώση του εχαλάρωσε τις δυνάμεις του, τις νοητικές, τις συναισθηματικές και τις βουλητικές, και συνεπώς είναι κάτι πολύ δύσκολο για να βρει την Βασιλεία του Θεού… Θυμηθείτε εκείνον τον πλούσιον νεανίσκον, ο οποίος επεθύμει μεν, δεν μπορούσε όμως να ξεκολλήσει από εκείνα τα πράγματα με τα οποία ήταν δεμένος και συγκεκριμένα με τον πλούτον. Ακόμη ο Κύριος μας είπε ότι η πύλη που οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού είναι στενή. Στενός είναι και ο δρόμος. Και συνεπώς θέλει κόπο, δυσκολία, ιδρώτα.
Ακόμη, η αναζήτηση της Βασιλείας του Θεού πρέπει να είναι επίμονη. Να έχει διάθεση εκείνος που την ζητάει, αρπακτική! Η Βασιλεία του Θεού, είπε ο Κύριος, βιάζεται (δηλαδή υφίσταται βιασμόν· άλλο ισχυρότερο ρήμα του «ζητώ» το «βιάζω») «καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν». Άλλο ρήμα το «ἁρπάζω». Βλέπετε πόσο ισχυρά ρήματα. Για να δείξει ο Κύριος ότι η Βασιλεία του Θεού για να κατακτηθεί -είπα «κατακτηθεί»-πρέπει να γίνει κανείς ούτε λίγο ούτε πολύ, βιαστής και άρπαγας. Όχι χρημάτων. Αλλά της Βασιλείας του Θεού· που δείχνει ότι δεν σου παραδίδεται η Βασιλεία του Θεού εύκολα. Γι΄αυτό, έκτοτε, μετά την πτώσιν των πρωτοπλάστων, η Βασιλεία του Θεού, αγαπητοί μου, ψάχνεται, ερευνάται. Κι αν το θέλετε, για να βρει κανείς, γιατί τι είναι η Βασιλεία του Θεού, δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτός ο Θεός. Αυτό είναι όλο η Βασιλεία του Θεού. «Καί αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή ἳνα γινώσκωσί σε, τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας, Ἰησοῦν Χριστόν». Είναι λοιπόν αυτή η γνώσις, αυτή η θεωρία του Θεού. Γι΄αυτό ο άνθρωπος μέσα εις τον Παράδεισον έβλεπε τον Θεό. Τώρα πια δεν τον βλέπει. Πρέπει να ψάξει για να Τον δει, να Τον βρει, να Τον δει. Εκεί μέσ’ τον Παράδεισον, υπήρχε άνεσις. Ήρχετο ο Θεός Λόγος και είχε μία κοινωνία με τους πρωτοπλάστους.
Τώρα δεν είναι πια τα πράγματα έτσι. Λέγει πολύ πολύ χαρακτηριστικά το βιβλίον της Σοφίας Σειράχ εις το 4ο κεφάλαιο τα εξής: «Διεστραμμένος πορεύεται μετ’ αὐτοῦ ἐν πρώτοις» –Ποιος πορεύεται; Η Σοφία. Ποια είναι η Σοφία; Η Ενυπόστατος Σοφία, ο Θεός Λόγος· που έγινε κατοπινά άνθρωπος. «Πορεύεται», λέγει, «μετ’ αυτού, μετά του ανθρώπου, κατ΄αρχάς διεστραμμένα». «Διεστραμμένα» όχι με την έννοια την ηθική. Αλλά με την έννοια την τεχνική. Δηλαδή κάτι που διαστρέφεται, κάτι που δεν είναι ευθεία γραμμή αλλά είναι στενωπή, δρομάκια από δω, ανηφορίτσες από κει, κατηφορίτσες από κει, κάτι δύσκολο. «Στην αρχή», λοιπόν, λέγει, «η Σοφία πηγαίνει… -εννοείται, εκείνος που την αναζητά την Σοφία– αναμφισβήτητα πηγαίνει μαζί του δύσκολα». Ακούστε· το υπογραμμίζω. Δύσκολα. «Φόβον δέ καί δειλίαν ἐπάξει ἐπ’ αὐτόν (:Θα του δώσει, θα του φέρει φόβο και δειλία) καί βασανίσει αὐτόν ἐν παιδείᾳ αὐτῆς (– το υπογραμμίζω ιδιαιτέρως αυτό το σημείο: Και θα τον βασανίσει τον άνθρωπο στην δική της βασανιστική παιδαγωγία. Τ’ ακούσατε; Θα τον βασανίσει) ἔως οὗ ἐμπιστεύσῃ τῇ ψυχῇ αὐτοῦ καί πειράσῃ αὐτόν ἐν τοῖς δικαιώμασιν αὐτῆς» –έως ότου, λέγει, του δημιουργήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Δηλαδή την πίστη. Έως ότου αναπτυχθεί η πίστις. Και θα τον υποβάλει, «πειράσῃ», θα τον δοκιμάσει διά των εντολών σε δοκιμασίες). «Καί πάλιν ἐπανήξει κατ’ εὐθεῖαν πρός αὐτόν (:και θα επανακάμψει η Σοφία. Αλλά αυτή τη φορά όχι για να βασανίσει) καί εὐφρανεῖ αὐτόν (:θα τον ευχαριστήσει, θα τον ευφράνει) καί ἀποκαλύψει αὐτῷ τά κρυπτά αὐτῆς(:και θα του αποκαλύψει τα μυστήρια του Ουρανού, τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού)». Αυτά είναι τα «κρυπτά» της Βασιλείας. Βλέπετε; Όλα αυτά εκφράζονται με το ρήμα «ζητῶ». «Ζητεῖτε πρῶτον», λέει, «τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ζητείτε.
Αλλά, να αναζητηθεί η Βασιλεία του Θεού, η οποία βρίσκεται με τόσο κόπο, τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι η καταξίωσις του νοήματος της ανθρωπίνης υπάρξεως. Υπάρχω για να καταξιωθώ να ζήσω μέσα σε μία κατάσταση, μέσα στην Βασιλεία του Θεού. Να πώς το είπε ο Κύριος: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου». «Ελάτε να κληρονομήσετε την ετοιμασμένη για σας βασιλεία»· που ετοιμάστηκε τότε που εθεμελιούτο η Δημιουργία. Ώστε λοιπόν η Βασιλεία είναι έτοιμη για μένα! Ναι. Με έκανε ο Θεός για την δική Του την Βασιλεία. Καταξιώνω λοιπόν την ύπαρξή μου, όταν βρεθώ τελικά εις την Βασιλείαν του Θεού. Οι ασεβείς δεν καταξιώνουν την ύπαρξή τους. Γιατί θα βρεθούν εις την αιωνία κόλαση. Και αυτό είναι το φοβερόν. Ότι δεν καταξιώνουν την ανθρωπίνη τους ύπαρξη. Την αφήνουν και πηγαίνει τσάμπα -ας μου επιτραπεί η λέξις. Την κατασπαταλούν. Την ξοδεύουν εκεί που δεν θα έπρεπε να την ξοδέψουν και συνεπώς δεν την καταξιώνουν.
Αλλά ακόμα, αν θέλετε, η Βασιλεία του Θεού είναι και η θεωρία του προσώπου του Θεού. Το εζήτησε ο Ίδιος ο Κύριος από τον Πατέρα Του τον Ουράνιον: «Πάτερ», λέγει, «οὕς δέδωκάς μοι (:εκείνους που μου έδωκες. Τους μαθητάς και διά των μαθητών όλους τους πιστούς) θέλω ἵνα ὅπου εἰμί Ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ (όπου είμαι, να είναι κι εκείνοι μαζί μου -Καταπληκτικό, δηλαδή) ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν (:για να βλέπουν την δική μου την δόξα -Και κανείς δεν μπορεί να δει την δόξα του Θεού, εάν δεν έχει και ο ίδιος δόξα) ἥν δέδωκάς μοί ὅτι ἠγάπησάς με πρό καταβολῆς κόσμου».
Ακόμη, αν θέλετε, κατά έναν θριαμβευτικόν τρόπον, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στο βιβλίο της Αποκαλύψεως λέγει: «Καί ὄψονται τό πρόσωπον Αὐτοῦ (:Και θα δουν το πρόσωπο του Χριστού-οι δίκαιοι ε;) καί τό ὄνομα Αὐτοῦ ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν (και το όνομά Του στα μέτωπά τους -που σημαίνει κτήμα του Θεού, ιδιοκτησία του Θεού, κλήρος του Θεού, λαός του Θεού). Καί κέκληται τό ὄνομα Αὐτοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ» (: Και εκλήθη το όνομα… -Τι όνομα εγράφη; Ο Λόγος του Θεού, η Ενυπόστατος Σοφία, ο Ενανθρωπήσας Λόγος, ο Ιησούς Χριστός)».
Εξάλλου, πάλι λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή: «ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστί». «Θα Τον δούμε όπως είναι». Πώς είναι; Όπως έφυγε από την Γη. Αναλαμβανόμενος με πλησμονή, πλησμονή θείας δόξης. Αν το θέλετε, όπως Τον είδαν οι τρεις μαθηταί εις το Θαβώριον όρος.
Ακόμη, η Βασιλεία του Θεού είναι η μακαριότητα του Θεού στους πιστούς, η μεταφορά της μακαριότητος. Μακαριότης θα πει ευτυχία. Συνεπώς η ευτυχία που φεύγει από τον Θεό και έρχεται εις τους πιστούς, κι εκεί απολαμβάνουν αυτήν την μακαριότητα οι πιστοί, κι αυτή η μακαριότητα προσφέρεται με δύο τρόπους. Πρώτα πρώτα σαν απουσία των λυπηρών. Και ύστερα σαν παρουσία των ευφροσύνων. Σαν απουσία των λυπηρών, μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Καί ἐξαλείψει ἀπ’αὐτῶν ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν καί ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι (:Δεν υπάρχει πια θάνατος) οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος, οὐκ ἔσται ἔτι (:δεν υπάρχει πια). Ὅτι τά πρῶτα ἀπῆλθον (:Επειδή οι πρώτες καταστάσεις, η πρώτη βαθμίδα, η επιγεία ζωή του ανθρώπου πέρασε. Πέρασε)».
Και η παρουσία των αγαθών: «Ἐγώ τῷ διψῶντι -λέγει ο Κύριος- δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος δωρεάν (:Σε εκείνον που διψά θα του δώσω Εγώ, λέγει ο Κύριος) ὁ νικῶν ἔσται αὐτῷ ταῦτα (:όλα αυτά ανήκουν σε εκείνον που θα έχει νικήσει) καί ἔσομαι αὐτῷ Θεόν καί αὐτός ἔσται μοι υἱός». Ιδού η μακαριότητα. «Ότι Εγώ θα είμαι για κείνον Θεός, κι εκείνος θα είναι για μένα υιός, παιδί». Κι όπως το παιδί απολαμβάνει τα αγαθά του Πατέρα Του, έτσι και ο άνθρωπος θα απολαμβάνει τα αγαθά του ουρανίου Πατρός.
Ακόμη είπε ο Κύριος, αγαπητοί: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». «Να ζητάτε πρώτα την Βασιλείαν του Θεού». Αυτό το «πρῶτον» βέβαια σε σχέση με ό,τι νομίζετε ότι έχετε ανάγκη από την ζωή. Δηλαδή θες να ντυθείς; Θες να φας; Ναι. Θες χρήματα; Ναι. Αλλά αυτά σε σχέση με την Βασιλεία του Θεού. Συνεπώς πρώτα η Βασιλεία του Θεού. Ύστερα αυτά. Αυτό το «πρῶτον» όπως λέγει ο Ζιγαβηνός «ἀντί τοῦ ἐξαιρέτως καί μάλιστα». Δηλαδή όλως εξαιρετικά, κατ’ εξοχήν, μάλλον μάλιστα. Κατά το μάλλον και μάλλον και μάλλον πρέπει να ζητάτε την Βασιλείαν του Θεού. Πρώτο πρώτο. Αυτό θα πει «ὅλως ἐξαιρέτως καί μάλιστα». Όπως δε, διασώζουν δύο εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης, έχομε και μίαν άλλη γραφή από το Ευαγγέλιον είναι η εξής: «Αἰτεῖτε τά μεγάλα καί τά μικρά ὑμῖν προστεθήσεται ( :Ζητάτε τα μεγάλα και τα μικρά θα σας προστεθούν)· αἰτεῖτε τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια προστεθήσεται ὑμῖν». «Ζητάτε», λέγει, «τα επουράνια και τα επίγεια θα σας προστεθούν». Είναι δηλαδή μία άλλη γραφή.
Έτσι βλέπομε εδώ ότι ο Κύριος δίδει, αυτό θέλω να προσέξομε, μία ιεράρχηση των θεμάτων. Ιεράρχηση των θεμάτων. Τι είναι πρώτο και τι είναι δεύτερο. Τι είναι τρίτο και τι είναι δέκατο. Όπως και οι εντολές όταν λέμε «Εντολή πρώτη: Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου.. Εντολή πέμπτη: το -το, εντολή δεκάτη: το- το…». Δεν σημαίνει ότι… πώς να τα κάναμε, έπρεπε να δώσομε μία αρίθμηση. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Δεν είναι τυχαία η αρίθμησις, αλλά είναι κατά μίαν ιεράρχησιν. Αν το θέλετε, οι τέσσερις πρώτες εντολές αφορούν στη σχέση μας με τον Θεό, και η παράβασή τους δεν είναι αμαρτία αλλά είναι ασέβεια, και οι άλλες έξι εντολές είναι σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, και δεν είναι ασέβεια, αλλά είναι αμαρτία. Συνεπώς η αρίθμησις, ένα, δύο, τρία, είναι όχι τυχαία αλλά σκόπιμη. Όπως κι εδώ. Όταν λέει: «Πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» –θα πει πρώτο. Το δεύτερο είναι δεύτερο. Το τρίτο είναι τρίτον. Μην κάνομε, αναποδογυρίζομε τα πράγματα και έχομε πρώτα εκείνα που είναι τελευταία και τελευταία εκείνα τα οποία είναι πρώτα.
Δυστυχώς, από την στιγμή που οι πρωτόπλαστοι έχασαν από τον οπτικό των ορίζοντα τον Θεόν Λόγον, εχάλασε μέσα τους η δυνατότητα να προσδιορίζουν ιεραρχικά τα πράγματα. Κι έτσι αυτή η κλίμακα ιεραρχήσεως έχει ανατραπεί. Βάζομε το πάνω κάτω και το κάτω επάνω. Πάρτε παράδειγμα, σε όλες τις εποχές και στην εποχή μας, οι άνθρωποι δίνουν προτεραιότητα στα υλικά αγαθά, τι μισθό θα έχομε, τι αυτοκίνητο θα έχομε και εν παρόδω μιλάμε για την Βασιλεία του Θεού, εν περιθωρίω θέτομε την Βασιλείαν του Θεού. Βλέπετε; Ότι χάσαμε αυτήν την ικανότητα να μπορούμε τα πράγματα να τα ιεραρχούμε.
Ο Κύριος γιατί ήλθε; Ήλθε να μας διορθώσει αυτήν την αμαρτωλή αντιστροφή. Αυτό δηλαδή το αμαρτωλό αναποδογύρισμα. Και πρέπει να καταλάβομε ότι είναι πολύ δύσκολο, ακόμη θεωρητικά εάν το αντιληφθούμε, πρακτικά να το εφαρμόσομε. Να τα βάλομε τα πράγματα στη σειρά τους.
Ακόμη ο Κύριος μάς είπε μαζί με την Βασιλείαν του Θεού, να ζητάμε και την δικαιοσύνη Αυτού. Τι είναι η δικαιοσύνη; Μήπως είναι η δικαιοσύνη πού θα ζητούσαν οι άνθρωποι.. «Κύριε, δεν βλέπεις τι γίνεται πάνω στη Γη; Έλα να επιβάλεις την δικαιοσύνη Σου και να επιβάλεις μία τάξη;». Ή «να επιβάλεις την δικαιοσύνη στην κατανομή των υλικών αγαθών;». Όχι αγαπητοί μου, όχι. Λέγει ο Ζιγαβηνός ότι «ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ καθ΄όλου ἀρετή». Δηλαδή δικαίωσις και δικαιοσύνη στην Αγία Γραφή θα πει, εκτός από την στενή σημασία «δικαιοσύνη» θα πει και αγιότητα. Συνεπώς το θέμα είναι να ζητάτε την αγιότητα του Θεού. Ο Θεός βέβαια είναι το πρότυπον της αγιότητος. Το πρότυπον. Πρέπει να μάθομε δηλαδή ποια είναι αυτή η αγιότητα του Θεού. Ο Κύριος είπε: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος, τέλειος ἐστίν». «Να είσαστε τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας, το υπόδειγμα, το πρότυπον. Στον ουρανό είναι τέλειος».
Τι είναι λοιπόν το να ζητώ την αγιότητα του Θεού; Να καταξιώσω το «καθ’ ὁμοίωσιν». Έγινα κατ΄εικόνα, θέλω δεν θέλω. Είμαι άνθρωπος, θέλω δεν θέλω. Αλλά το «καθ’ ὁμοίωσιν», αν θέλω. Όχι «θέλω δεν θέλω». Αν θέλω. Συνεπώς τι είναι να ζητήσω την αγιότητα του Θεού αφού ο Θεός είναι Άγιος; Να καταξιώσω το «καθ’ ὁμοίωσιν». Ο Απόστολος Παύλος είπε: «Διώκετε τόν ἁγιασμόν οὗ χωρίς (:χωρίς τον Οποίον) οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον». Η αγιότητα, μην ξεχνάμε, ότι έρχεται από τον Θεόν. Από τον Θεόν στον άνθρωπο. Αν εκείνος φυσικά την ζητήσει την αγιότητα. Και πάλι η αγιότητα γίνεται οδός που οδηγεί τον άνθρωπο προς τον Θεό. Από τον Θεό η αγιότητα και ξαναγυρίζει πάλι πίσω. Και γίνεται δρόμος, για να φθάσει ο άνθρωπος στον Θεό. Δεν έχομε παρά να θυμηθούμε την κλίμακα του Ιακώβ. Στην κορυφή της κλίμακος προβάλλεται ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι κάτω. Οφείλει να ανεβεί την κλίμακα. Αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να ανεβεί στον ουρανό, εάν δεν ριφθεί η κλίμακα από τον Ουρανό στη Γη, αν δεν στηθεί η Κλίμακα. Και τότε ανεβαίνει ο άνθρωπος προς τα εκεί. Αν θέλει.
Ο Κύριος ακόμα είπε: «Καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». «Όλα αυτά θα σας προστεθούν». Ποια; Όλα τα άλλα. Βλέπετε; Δεν αρνείται ο Κύριος τα αγαθά. Αλλά θέλει να μας πει ότι πρώτα είναι τα ουράνια και μετά τα επίγεια. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οὐκ εἶπε δοθήσεται ἀλλά προστεθήσεται». Δεν είπε «θα σας δοθούν» αλλά «θα σας προστεθούν». Διότι δεν είναι κάτι το ξεχωριστό τα επίγεια αγαθά· αλλά θα ‘ρθουν να προστεθούν σε εκείνα τα οποία ήδη θα έχομε ζητήσει.
Αγαπητοί μου, ο Κύριος με την Ενανθρώπησή Του και με την διδασκαλία Του μας έβγαλε από το σκοτάδι και την σύγχυση των αξιών. Τι αξίζει και ακόμη τι είναι πρώτο και τι είναι δεύτερο απ’ ό,τι αξίζει. Κι έδωσε το μέτρο όλων των πραγμάτων. Μας είπε ότι στην κορυφή βρίσκεται η αναζήτησις της Βασιλείας του Θεού. Ακόμα και η μίμησις της αγιότητος του Θεού. Μας έδωσε λοιπόν δύο κριτήρια. Την Βασιλεία Του και την αγιότητά Του. Μ’ αυτά τα δύο κριτήρια πρέπει να κρίνομε και να ζυγίσουμε και να μετρήσουμε όλα τα πράγματα του κόσμου τούτου. Με αυτά πρέπει να μάθομε να βλέπομε τον κόσμον και την παρούσα ζωή. Αν υποτεθεί ότι ανατρέπουμε τα πράγματα, τότε κινδυνεύομε να χάσουμε την Βασιλεία του Θεού και να αστοχήσουμε βαριά και αμετάκλητα από τον προορισμό μας. Γι΄αυτό ας ξανακούσουμε άλλη μια φορά τα λόγια του Κυρίου: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_444.mp3
Ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν στὴ γῆ, τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴ φέρει ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ὀνομάζεται χριστιανός. Ὁ Θεὸς ἔδωσε περισσότερα στοὺς χριστιανοὺς καὶ θ’ ἀπαιτήσει περισσότερα ἀπ’ αὐτούς. Στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴ φύση καὶ τὸ νοῦ. Τὴ φύση ὡς βιβλίο καί το νοῦ ὡς ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ. Στοὺς χριστιανοὺς ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὸ νοῦ, ἀφοῦ ἀποκαταστάθηκε ἡ πρώτη ἀποκάλυψη, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔδωσε τὴ νέα ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν ἐπὶ πλέον τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι φύλακας, ἑρμηνευτὴς καὶ ὁδηγὸς καὶ στὶς δυὸ ἀποκαλύψεις. Καί, τέλος, οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, που έδωσε ζωή από την αρχή της Εκκλησίας, που διδάσκει και την καθοδηγεί. Έτσι, ενώ οι μή χριστιανοί έχουν μόνο ένα χάρισμα που τους καθοδηγεί και τούς διδάσκει από το βιβλίο της φύσης – το νου – οι χριστιανοί έχουν πέντε χαρίσματα: το νου, την πρώτη αποκάλυψη (Παλαιά Διαθήκη), τη νέα αποκάλυψη (Καινή Διαθήκη), την Εκκλησία και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Ὅταν κάποιος που δεν είναι χριστιανός στρέφεται πρός τη φύση, για να τη διαβάσει και να την ερμηνεύσει, για βοήθεια έχει το φῶς ενός μόνο κεριού: του νου. Όταν ο Ιουδαίος στρέφεται στη φύση, γιά να τη διαβάσει και να την ερμηνεύσει, έχει το φῶς δύο κεριών: του νου του και της Παλαιάς Διαθήκης. “Όταν ο χριστιανός στρέφεται προς τη φύση, γιά νά τη διαβάσει και να την ερμηνεύσει, έχει το φῶς πέντε κεριών: του νου, της Παλαιάς Διαθήκης, της Καινής Διαθήκης, της Εκκλησίας και της δύναμης του Αγίου Πνεύματος. Ποιός λοιπόν βλέπει καλύτερα και καθαρότερα; Εκείνος που διαθέτει ένα κερί, ο άλλος με τα δύο ή όποιος έχει πέντε κεριά; Αναμφισβήτητα όλοι μπορούν να διαβάσουν ως ένα σημείο, δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πώς εκείνος που έχει πέντε κεριά θα δει μακρύτερα και θα διαβάσει καθαρότερα από τον άλλον που έχει ένα ή δύο κεριά.
Όταν ο άνθρωπος που πορεύεται με το φῶς πέντε κεριών τα βρίσκει όλα σβησμένα, θα νιώσει πώς βρίσκεται σε μεγαλύτερο σκοτάδι από εκείνον που βάδιζε με το φῶς ενός κεριού, που έσβησε κι αυτό. Όταν δυό άνθρωποι βρεθούν στο ίδιο σκοτάδι, εκείνος που έρχεται από πιο φωτεινό τόπο θα το νιώσει πιό βαθύ. Ὅσοι ὅμως βαδίζουν στὸ φῶς ποῦ προέρχεται ἀπὸ ἕνα μόνο κερί – μὲ καθαρὸ νοῦ – μποροῦν νὰ διακρίνουν μέσα ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ κοιλάδα αὐτῆς τῆς ζωῆς τὸ μεγάλο φῶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολο σ’ ἐκείνους ποὺ ὁ δρόμος τους φωτίζεται ἀπὸ μιὰ πεντάφωτη λυχνία. Ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ περπατοῦν μ’ ἕνα κερὶ εἶναι ἀναπολόγητοι (βλ. Ρωμ. α’ 20) ἂν ξεφύγουν ἀπό το δρόμο καὶ χαθοῦν στὸ σκοτάδι, τί ἀπάντηση μποροῦν νὰ δώσουν ἐκεῖνοι ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε νὰ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς πεντάφωτη λυχνία, ἂν ξεφύγουν ἀπὸ τὸ δρόμο Του καὶ χαθοῦν στὸ σκοτάδι; Εἶναι ἀλήθεια πῶς ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν στὴ γῆ, τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη ἐνώπιον Θεοῦ τὴν ἔχει ὁ ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ ὀνομάζεται χριστιανός.
Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ἁπλὲς καὶ καθαρὲς ἀλήθειες ποὺ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ποδοπατοῦμε θεληματικὰ ἢ ἀθέλητα. Εἶναι τόσο καθαρὲς κι ἁπλὲς οἱ ἀλήθειες αὐτές, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ποὺ κρατᾶ ἕνα κερί, ποὺ ἔχει δηλαδὴ καθαρὸ καὶ θεόσδοτο νοῦ, μπορεῖ νὰ τίς δεῖ καὶ νὰ τίς ἀναγνωρίσει. Λέει ὁ Κύριος: «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός: ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἤ, ὅλον τὸ σῶμα σου φωτεινὸν ἔσται. Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἤ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται» (Ματθ. στ’ 22,23).
Τὰ μάτια εἶναι τὰ παράθυρα τοῦ σώματος. Ἀπὸ τὰ μάτια τὸ σῶμα ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς καὶ γνωρίζει πῶς ζεῖ μέσα στὸ φῶς. Ἄν τὸ παράθυρο αὐτὸ εἶναι ἑρμητικὰ κλεισμένο, τὸ σῶμα βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα φοβερὸ σκοτάδι. Τὰ μάτια εἶναι ὁδηγὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ὁδηγὸς αὐτὸς προπορεύεται σταθερά, τὸ σῶμα προχωρεῖ μπροστὰ καὶ δὲν παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν πορεία του, τὰ πόδια πᾶνε ἐκεῖ ποὺ πρέπει, τὰ χέρια κάνουν αὐτὸ ποὺ πρέπει καὶ κάθε μέλος καὶ ὄργανο κάνει τὴ δουλειά του ὅπως πρέπει. Ἄν ὅμως ὁ ὁδηγὸς πέσει σὲ σκοτάδι, θὰ ὁδηγήσει κι τὸν ἀκολουθοῦν στὸ σκοτάδι. Ἄν τὰ μάτια σβήσουν καὶ σταματήσουν νὰ φωτίζουν τὸ σῶμα, τὸ παχὺ στρῶμα σκοταδιοῦ θὰ τὸ καλύψει! Τότε ὅλοι οἱ δρόμοι θὰ εἶναι κλειστοὶ γιὰ τὸ σῶμα. Τὰ πόδια εἴτε δὲ θὰ κινοῦνται καθόλου εἴτε θ’ ἀκολουθοῦν στραβὸ δρόμο. Τὰ χέρια εἴτε δὲ θὰ δουλεύουν εἴτε θὰ κάνουν ἄσχημα πράγματα. Κάθε ὄργανο θὰ κάνει τὸ δικό του στραβὸ ἔργο. Τὰ πόδια θὰ εἶναι βαριά, θὰ βαδίζουν ἀργά, προσπαθῶντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ν’ ἀντιμετωπίσουν τὸ σκοτάδι. Τὰ χέρια θ’ ἁπλώνονται γιὰ νὰ ψηλαφίσουν, γιὰ ν’ ἀναπληρώσουν μὲ τὴν ἁφὴ αὐτὸ ποὺ τοὺς λείπει, τὸ φώς. Τὸ αὐτὶ θὰ τεντώνεται ν’ ἀκούσει, στὴν προσπάθειά του ν’ ἀντικαταστήσει τὸ φώς. “Ὅλα ὅμως θὰ εἶναι μάταια. Χωρὶς μάτια, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μετατρέπεται σὲ φυλακή.
Τὸ βαθύτερο νόημα ποῦ ‘χοῦν τὰ λόγια αὐτὰ γίνεται ὁλοφάνερο ἀπὸ τὴν πρόταση ποὺ ἀκολουθεῖ: «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;» (Ματθ. στ’ 23). Ὁ Κύριος δὲ λέει «τὸ φῶς ποῦ εἶναι σὲ σένα», ἢ «ποῦ εἶναι μπροστά σου», ἀλλὰ μέσα σου, τὸ φῶς τὸ ἐν σοί. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐντοπίζει ὅλη τὴν εἰκόνα τοῦ ματιοῦ καὶ τοῦ σώματος στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, στὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή. Τὸ μάτι ἀντιπροσωπεύει τὸ νοῦ καὶ τὸ σῶμα τὴν ψυχή. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς ἡ ὅραση τοῦ νοῦ, καθὼς καὶ ἡ τυφλότητά του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ζητᾶ ἀπό το Θεὸ γιὰ τοὺς Ἐφεσίους νὰ κάνει «πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας» (ἅ’ 18). Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς εὔχεται: «Ἀποκάλυψαν τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σοῦ» (Ψαλμ. ριη’ 18). Ἐδῶ ἐννοεῖ τὰ μάτια τοῦ νοῦ, τὴν ἐσωτερικὴ ὅραση, μὲ τὴν ὁποία μόνο μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ το νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ νοῦς εἶναι τὸ μάτι ὁλόκληρης τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι τὸ παράθυρο τῆς ψυχῆς ποὺ βλέπει πρὸς τὸ Θεό. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρός, ἐλαφρὺς καὶ ἀνοιχτὸς στὸ Θεό, στὴν ψυχὴ πέφτει οὐράνιο φὼς κι οἱ λογισμοί μας στρέφονται κατευθεῖαν στὸ Θεό. Ὅλα μας τὰ καρδιακὰ αἰσθήματα μετατρέπονται σὲ ἀγάπη γιά το Θεὸ καί το νόμο Του. Ὅλοι μας οἱ στόχοι, οἱ ἐπιθυμίες μας κι οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς μας, τὰ πάντα, εἶναι λουσμένα στὸ φῶς. Εἶναι ὅλα καθαρὰ καὶ θέλουν νὰ ὑπηρετοῦν το Θεό. Μοιάζουν μ’ ἕναν ἡλιόλουστο ἀγρό, ὅπου τὰ κοπάδια βόσκουν κι ὁ τσοπάνος εἶναι χαρούμενος. Ἐκεῖ δὲν τολμοῦν νὰ μποῦν οἱ λύκοι, γιατί ὑπάρχει ἄπλετο φῶς. Μόνο ὅταν δύσει ὁ ἥλιος κι ἐπικρατήσει τὸ σκοτάδι, θὰ τολμήσουν νὰ μποῦν στὸν ἀγρὸ αὐτὸν οἱ λύκοι γιὰ ν’ ἁρπάξουν ὅ,τι μποροῦν.
Ὅταν ὁ νοῦς μας εἶναι φωτισμένος καὶ καθαρός, οἱ ψυχές μας ἐλευθερώνονται ἀπὸ τ’ ἄγρια θηρία τῆς κακίας καὶ τῶν παθῶν. Ἐκεῖ μπαίνουν μόνο ὅταν σκιάζονται ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ ἀρρωστημένου νοῦ. Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε πῶς ὁ ἀββᾶς Βενιαμὶν κάποτε ἦταν βαριὰ ἄρρωστος, ὅδευε πρὸς τὸ θάνατο. Οἱ μαθητὲς κι οἱ θαυμαστές του ἄρχισαν νὰ προσεύχονται μὲ πόνο δίπλα στὸ κρεβάτι του γιὰ νὰ γίνει καλά. Ὁ γέροντας ποὺ ἄκουσε γιὰ ποιό λόγο προσεύχονταν, τοὺς εἶπε: «Προσευχηθεῖτε νὰ μὴν ἀρρωστήσει ὁ μέσα μου ἄνθρωπος. Ἀπὸ τὸ σῶμα μου εἶχα πολὺ λίγη βοήθεια ὅταν ἦταν ὑγιές. Τώρα ποὺ εἶναι ἄρρωστο, δὲ νιώθω ὅτι κινδυνεύω».
“Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρός, ὅλα εἶναι καθαρὰ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος εἶναι καθαρός. «Πάντα μὲν καθαρὰ τοὺς καθαρούς» (Τίτ. ἅ’ 15). Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅμως πῶς μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο, μαζὶ μὲ τὴ μέγιστη καθαρότητα συνυπάρχει κι ἡ ἀκαθαρσία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὸ νοῦ ὅμως δὲ βλέπει τὴν ἀκαθαρσία. Ὁ καθαρὸς ἄνθρωπος κατευθύνει το νοῦ του κι ὁ νοῦς κατευθύνει τὴν ψυχὴ ὁλόκληρη μόνο σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι καθαρὰ τόσο μέσα στὸν ἄνθρωπο ὅσο καὶ στὸν κόσμο ἔξω. Κι ὅταν κατευθύνει τὸ νοῦ του μόνο σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι καθαρά, ἡ καθαρότητά του βελτιώνεται ὅλο καὶ περισσότερο. Ὅσο ὁ νοῦς μας προσεγγίζει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν τέλειο σὲ καθαρότητα καὶ σὲ φώς, τόσο καθαρότερος γίνεται. Καὶ μαζὶ μὲ τὸ νοῦ μας καθαρίζεται ἡ καρδιὰ κι ἡ ψυχή μας, φωτίζονται περισσότερο, γίνονται λαμπερὲς κι ἀποκτοῦν μεγαλύτερη ἀντίληψη.
Ὅταν ὁ νοῦς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν ἀρνιέται ἢ τὸν βλασφημεῖ, τότε τὸ κερὶ τῆς ψυχῆς σβήνει. Τότε τὸ παράθυρο τοῦ δωματίου κλείνει ἑρμητικά, ὁ ὁδηγὸς τῆς ψυχῆς παρεκκλίνει ἀπό το δρόμο του καὶ πέφτει σὲ λάκκο. Πόσο σκοτεινὴ γίνεται ἡ ψυχὴ τότε! Μέσα της ξεσπᾶ ἀνταρσία, ὁδεύει στὰ τυφλὰ καὶ παραπατᾶ ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ δρόμου στὴν ἄλλη. Μιὰ ἀχτίδα μοιάζει νὰ γίνεται ὁδηγὸς τῆς ψυχῆς, κάτι σὰν σπίθα, μὰ γρήγορα σβήνει κι αὐτὴ καὶ παραδίνει τη χειραγωγία σὲ κάποιο παροδικὸ συναίσθημα. Αὐτὸ σύντομα ἀντικαθίσταται ἀπὸ ἄλλες σκέψεις κι ἄλλα αἰσθήματα, ἀπὸ τὴ μιὰ ἐπιθυμία ἢ τὴν ἄλλη, ὡσότου τελικὰ ὁ ἄνθρωπος πέσει στὸ σκοτάδι τῆς μαύρης ἀπελπισίας. Ἡ ἀδύναμη καὶ σκοτισμένη ψυχὴ τότε παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὴν καθοδήγηση της ἀπὸ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα ποὺ ἀπὸ μόνο του ἔχει γίνει σκοτάδι καὶ τυφλότητα, ἀφοῦ τοῦ λείπει τὸ φῶς τῆς ψυχῆς. Καὶ τὸ σῶμα γίνεται ὁδηγός. Ὁ τυφλὸς ὁδηγεῖ τὸν τυφλὸ ωσότου πέσουν κι οἱ δυὸ μέσα σὲ λάκκο.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἔχουν ἐφαρμογὴ καὶ σὲ γονεῖς καὶ δασκάλους, σὲ ἡγέτες τοῦ λαοῦ καὶ στοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ γονεῖς λειτουργοῦν κατὰ κάποιο τρόπο σὰν μάτια στὰ παιδιά τους, ὅπως οἱ δάσκαλοι στοὺς μαθητὲς καὶ οἱ ἡγέτες στοὺς λαούς. Ἄν ἐκεῖνοι ποὺ προηγοῦνται δὲν μποροῦν νὰ δοῦν ποὺ πηγαίνουν, τότε πολὺ λιγότερο θὰ μποροῦν νὰ δοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν. Ἄν οἱ γονεῖς ἔχουν ξεστρατίσει, πῶς τὰ παιδιά τους θὰ μπορέσουν νὰ βροῦν τὸν ἴσιο δρόμο; Ἄν οἱ δάσκαλοι λένε ψέματα, πῶς θὰ μπορέσουν οἱ μαθητές τους νὰ μάθουν ἀπ’ αὐτοὺς τὴν ἀλήθεια; Ἄν οἱ ἡγέτες εἶναι ἄθεοι, πῶς νὰ πιστέψει ὁ λαός τους; Ἄν οἱ ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι καθαροί, πῶς νὰ διατηρηθοῦν καθαροὶ οἱ πιστοί; Τότε σ’ ἐκείνους θὰ ἰσχύσουν τὰ προφητικὰ λόγια ποῦ, χρόνια ἀμέτρητα νωρίτερα, εἶχαν ἐπαληθευτεῖ στοὺς Ἰσραηλῖτες: «βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ,οὗ μὴ συνῇτε» (Ματθ. ιγ’ 14). Αὐτὸ σημαίνει: θὰ κοιτάζετε μὲ τὰ σωματικά σας μάτια τὰ πνευματικὰ πράγματα καὶ γεγονότα καὶ δὲ θὰ τὰ βλέπετε. Γιατί τὰ σωματικὰ μάτια βλέπουν μόνο ὅ,τι εἶναι αἰσθητό, σωματικό· τα πνευματικὰ μάτια (ὁ νοὺς) βλέπουν ὅ,τι εἶναι πνευματικό. Ὅταν ἡ ὅραση τοῦ νοῦ σας εἶναι ἀνύπαρκτη, τυφλή, ὅλα τὰ πνευματικὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ καί τη γῆ παραμένουν ἀόρατα καὶ ἄγνωστα σέ σας, ἐπειδὴ βλέπετε μόνο μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ,οὗ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ,οὗ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται» (A Κορ. β’ 14). Ὁ μὴ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, ὁ σαρκικός, δὲ δέχεται ἐκεῖνα ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τοῦ φαίνονται ἀνόητα. Δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴ ἱκανότητα νὰ γνωρίσει, ἐπειδὴ αὐτὰ ἐρευνῶνται καὶ κατανοοῦνται μὲ πνευματικὸ τρόπο.
Προσέξτε τί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α Κορ. β’ 16). Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ἀπό μας ποὺ μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πῶς ἔχει νοῦν Χριστοῦ! Μακάριος εἶναι ὅποιος ἔχει ἀπορρίψει τόν ἐγκόσμιο καὶ θνητὸ νοῦ του καὶ τὸν ἔχει ἀντικαταστήσει μὲ νοῦν Χριστοῦ! Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ φωτιστεῖ ὁλόκληρος καὶ θὰ δεῖ ὅλον τὸν κόσμο λουσμένο σὲ οὐράνιο φῶς, ὅπως ὁ Μωυσῆς εἶδε τὴ φλεγόμενη βάτο. Αὐτὸς θὰ βαδίσει μὲ σιγουριὰ μέσα στὴ σκοτεινὴ κοιλάδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί ὁ δρόμος τοῦ θὰ φωτιστεῖ μὲ τὴ μέγιστη λυχνία, μὲ τὸ μάτι ποὺ βλέπει τὰ πάντα, μὲ τὸ καθαρότερο νοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ,οὗ μὴ περιπατήσει ἐν τὴ σκοτία» (Ἰωάν. ἡ’ 12).
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μάτι μας στὴ ζωή. Ἄν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ γνωρίσει τὴ ζωή, νὰ βρεῖ το δρόμο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πρέπει νὰ κοιτάζει μὲ τὸ μάτι αὐτό. Κάθε ἄλλο μάτι ἔχει σκοτιστεῖ ἐπικίνδυνα, ἔχει λίγο ἢ πολὺ κηλιδωθεῖ καὶ μεγιστοποιεῖ ἢ ἐλαχιστοποιεῖ τὰ ἀντικείμενα, ὅπως κάνουν οἱ φακοί. Τὰ παραμορφώνουν, τὰ κάνουν νὰ φαίνονται πιὸ κοντὰ ἢ πιὸ μακριά. Μόνο μὲ τὸ μάτι τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα ὅπως εἶναι, τόσο στὸν οὐρανὸ ὅσο καὶ στὴ γῆ, τόσο στοὺς ἀνθρώπους ὅσο καὶ στὴν ὑπόλοιπη πλάση. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ εἶναι πολὺ πιὸ σκληρὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἔχει δοθεῖ ἡ δυνατότητα νὰ βλέπουν μὲ τὸ μάτι τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὸ κάνουν. Αὐτοὶ θὰ εἶναι ἀναπολόγητοι.
«Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ,οὗ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνά» (Ματθ. στ’ 24). Δὲν εἶναι δυνατὸ οἱ δύο τροχοὶ κάποιου ὀχήματος νὰ κινοῦνται μπροστὰ κι οἱ ἄλλοι δύο πίσω. Δὲ γίνεται νὰ κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι τὴν ἀνατολὴ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὴ δύση. Λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας: «Ὅπως δὲν μπορεῖ τὸ ἕνα μάτι νὰ κοιτάζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ ἄλλο τὴ γῆ, ἔτσι κι ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ συνδυάσει τίς οὐράνιες μέριμνες μὲ τίς ἐπίγειες». Εἶναι δυνατὸ τὸ ἕνα πόδι νὰ βαδίζει δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ἀριστερά; Αὐτὸ δὲ γίνεται. Ἔτσι εἶναι ἀδύνατο ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ πορεύεται κανεὶς σὲ συνάντηση μέ το Θεὸ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ εἶναι σφιχτοδεμένος στὴ γῆ. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι δοῦλος καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Εἴτε θ’ ἀγαπήσει το Θεὸ καὶ θὰ μισήσει τὴν ἁμαρτία, εἴτε τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ θ’ ἀγαπήσει τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ μισήσει το Θεό. Γιὰ νὰ δώσει ἰδιαίτερη ἔμφαση σ’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸ ἐπαναλαμβάνει μὲ ἄλλα λόγια: ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσκολληθεῖ στὸ Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ προσκολληθεῖ καὶ στὸν ἐχθρό Του. Ἡ ἀγάπη γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σημαίνει μῖσος γιά το Θεό. Ὁ Θεὸς ζητάει ὁλόκληρη τὴν καρδιά μας. Καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ μᾶς προσφέρει κάθε βοήθεια κι ὅλες τίς δωρεές Του: «ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπιβλέπουσιν ἐν πάσῃ τῇ γῆ, κατισχῦσαι ἐν πάσῃ καρδίᾳ πλήρει πρὸς αὐτόν» (Β’ Παραλ. ἴστ’ 9). Τὰ μάτια τοῦ Κυρίου ἐπιβλέπουν ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ νὰ στηρίζουν καὶ νὰ ἐνισχύουν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀφοσιωμένη ὁλοκληρωτικὰ τὴν καρδιά τους σ’ Αὐτόν. Τὸ τρίπτυχο τοῦ σωστοῦ χριστιανοῦ εἶναι: τέλειος, ὁλοκληρωμένος, ἁγνὸς χωρὶς πίστη, ἐλπίδα κι ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο. Γεμᾶτος μὲ πίστη, ἐλπίδα κι ἀγάπη γιὰ τὸ ζῶντα κι ἀθάνατο Θεό.
Ὅποιος προσκολλᾶται στὸ Θεὸ πρέπει νὰ περιφρονήσει ἀληθινὰ κάθε εἶδος φθαρτης, ἀπατηλῆς καὶ θανάσιμης ἀπόλαυσης ποὺ προσφέρει αὐτὸς ὁ κόσμος. “Ὅποιος ἀντίθετα παραδίνεται ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια τῆς ἀπατηλῆς ἐλπίδας καὶ ὑπόσχεσης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁπωσδήποτε θὰ περιφρονήσει καὶ θὰ καταφρονήσει το Θεό.
«Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ,οὗ μυκτηρίζεται» (Γαλ. στ’ 7). Δὲν μπορεῖς νὰ ξεγελάσεις καὶ νὰ περιπαίξεις το Θεό. Ἐκεῖνον ποὺ ἀπορρίπτει το Θεό, θὰ τὸν ἀπορρίψει κι ὁ ἴδιος. Κι ὁ Θεὸς μὲν θὰ παραμείνει Θεός, ὁ ἄνθρωπος ὅμως θὰ ξεγραφτεῖ ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ παραμείνεις συνεπὴς στὴν ἀφοσίωσή σου στὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἔχεις διχασμένη καρδιά. Ὅταν βάλεις τὸ χέρι στὸ ἀλέτρι τοῦ Θεοῦ, μὴ γυρίζεις πίσω.
Ἀφοῦ ξεκίνησες νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ Σόδομα αὐτοῦ τοῦ κόσμου μὴν κοιτάζεις πίσω σου, γιὰ νὰ μὴ γίνεις «στήλη ἅλατος», ὅπως ἡ γυναῖκα τοῦ Λώτ, ἀνίκανος νὰ βαδίσεις μπροστὰ ἢ πίσω. Ἀφοῦ γλίτωσες ἀπὸ τὸν ἄδικο Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου, μὴν ἐπιθυμήσεις νὰ ξαναγυρίσεις στὴ σκλαβιά, ἀκόμα κι ἂν στὸ δρόμο πρὸς τὴ σωτηρία σου χρειαστεῖ ν’ ἀντιμετωπίσεις ἐμπόδια ὅπως ἡ θάλασσα κι ἡ ἔρημος, ἡ πεῖνα, ἡ δίψα κι οἱ πολυάριθμοι ἐχθροί. Ὁ Κύριος πορεύεται πάντα μπροστὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βαδίζουν το δρόμο τῆς σωτηρίας, γιὰ νά τους σώσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τοὺς προστατεύει στὴν πορεία τοὺς ἀπὸ τὴ θάλασσα, τὴν ἔρημο καὶ τοὺς πολυπληθεῖς ἐχθρούς τους.
«Οὐ,Οὗ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνά». Ὁ Κύριος ἐπισημαίνει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴν πρώτη σκέψη, ὅτι οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίους δουλεύειν. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖ κανεὶς δυὸ κυρίους ποὺ οἱ σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες καὶ τὸ θέλημά τους συγκρούονται. Ὁ δίκαιος Ἀβραὰμ ὑπηρέτησε τρεῖς κυρίους, (βλ. Γέν. ἰη’ 12). Οἱ κύριοι αὐτοὶ ὅμως ἦταν ἕνας στὴν οὐσία καὶ τὸ πνεῦμα. Μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε τριάντα ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἢ τριακόσιους ἀπὸ τοὺς ἁγίους Του. Αὐτοὶ ὅμως δὲν εἶναι τριάντα ἢ τριακόσιοι κύριοι, ἀλλὰ μόνο ἕνας. Εἶναι ὁ φωτεινὸς στρατὸς τοῦ Θεοῦ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης, ποὺ ὑπόκειται στὸν Ἕνα καὶ μοναδικὸ Κύριο: το Θεό. Τὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πῶς δὲν μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε δύο καλοὺς καὶ ἁγίους ἀνθρώπους, τὸ ἐξηγεῖ ὁ Κύριος λέγοντας πῶς ἐννοεῖ δυὸ ἀντικρουόμενες δυνάμεις ποὺ δὲν ἔχουν τίποτα κοινὸ μεταξύ τους, ὅπως ἡ νύχτα μὲ τὴ μέρα. Θεὸς καὶ μαμωνὰς εἶναι δυὸ ἀντικρούμενοι κύριοι, ἀφεντάδες, στοὺς ὁποίους μαζὶ δὲν μποροῦμε νὰ προσφέρουμε τὴν ὑπηρεσία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε το Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ τὸ μαμωνὰ γιὰ τὴν καταδίκη καὶ τὸ θάνατό μας.
Μαμωνὰς εἶναι λέξη φοινικικὴ καὶ σημαίνει «πλοῦτος». Λέγεται πὼς οἱ πολυθεϊστὲς Φοίνικες εἶχαν καὶ εἴδωλο μὲ τὸ ὄνομα αὐτό, ποὺ τὸ προσκυνοῦσαν ὡς θεὸ τοῦ πλούτου. Γιατί ὁ Κύριος χ τὴν ξένη αὐτὴ λέξη γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀντίθεση τοῦ Θεοῦ; Γιὰ νὰ δείξει τὴ βαθιὰ περιφρόνησή Τοῦ στὴ θεοποίηση τοῦ πλούτου, στὴν ὑπηρεσία καὶ τὴν αἰχμαλωσία στὰ πλούτη. «Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (A Tιμ. στ’ 10). Φιλαργυρία δὲ σημαίνει μόνο τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ γιὰ κάθε ὑπερβολικὸ καὶ ψυχοκτόνο πλοῦτο. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ Κύριος: «Δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπηρετεῖτε το Θεὸ καὶ τὸ ψέμα, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀλήθεια» ἤ «το Θεὸ καὶ τὴν ἁρπαγή, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι εὔσπλαγχνος» ἢ «τὸ Θεὸ καὶ τὴ φιληδονία, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι καθαρὸς» ἤ «το Θεὸ καί το φθόνο, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη» ἤ «το Θεὸ καὶ» ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀναμάρτητος, ἐχθρὸς τῆς ἁμαρτίας.
Γιατί ὁ Κύριος τόνισε ἰδιαίτερα τὴν ὑπηρεσία τοῦ πλούτου ὡς ἀντίθετη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ ἡ ὑπηρεσία τοῦ πλούτου προκαλεῖ καὶ κάνει δυνατὲς ὅλες τίς ἄλλες ἁμαρτίες καὶ τίς κακίες. Ὅποιος προσκολλᾶται στὸν πλοῦτο μ’ ὅλη του τὴν καρδιά, δὲ θὰ μπορέσει νὰ προφυλαχτεὶ ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴν κλοπή, τὴ λαγνεία, τὴν ψευδορκία ἢ ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ φόνο, ἁπλᾶ καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσει καὶ ν’ αὐξήσει τὰ πλούτη του. Δὲ θὰ μπορέσει νὰ προφυλαχτεὶ ἀπὸ τό φθόνο καὶ τὸ μῖσος γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν περισσότερα ἀπ’ αὐτόν. Τὰ πλούτη θὰ τοῦ ἀνοίξουν σύντομα τὸ δρόμο πρὸς κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ κακία, ὅπως τὴ μέθη, τὴν χαρτοπαιξία, τὴ φιληδονία, τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἀκαθαρσία.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει πῶς οἱ ἄλλοι τὸν φθονοὺν ἀλλὰ τὸν τιμοῦν γιὰ τὰ πλούτη του, θὰ πάψει νὰ φοβᾶται το Θεὸ καὶ νὰ τὸν προσκυνᾶ. Θ’ ἀντιμετωπίσει μὲ περιφρόνηση το νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ σύντομα θὰ καταλήξει νὰ γίνει βλάσφημος καὶ ἄθεος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος διάλεξε τὴν ὑπηρεσία τοῦ πλούτου – ἢ τοῦ μαμωνά, τοῦ δαίμονα τοῦ πλούτου – ὡς διαμετρικὰ ἀντίθετη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπηρετεῖ τὸν πλοῦτο καταλήγει στὴν αἰχμαλωσία του καὶ καταστρέφει ὁλοκληρωτικὰ τὴν ψυχή του. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει στὴν ὁμιλία του γιὰ τὴ φιλαργυρία: «Ἄξιοθρήνητος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ζητάει πολλά. Ἢ μεγάλη ἀπαίτηση δημιουργεῖ στὴ ζωὴ μιὰ λαιμαργία ἐπιθυμιῶν. Εἶναι σὰν τὴ φωτιὰ ποὺ κατακαίει τὰ πάντα καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴ σταματήσει, ὡσότου τὰ κάνει ὅλα στάχτη. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὴ φιλαργυρία. Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει;»
Σὲ μιὰν ἄλλη περίπτωση εἶχε πεῖ ὁ Κύριος: «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ;» (Ματθ. ἴστ’ 26). Ὁ κόσμος εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ παραμείνει στὴν κυριαρχία Του. Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος, ὅταν πεθάνει, θὰ μείνει χωρὶς τὸν κόσμο καὶ χωρὶς ψυχή· στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι πιὸ φτωχὸς κι ἀπὸ τὸ φτωχότερο τῶν ἐργατῶν καὶ τῶν ὑπαλλήλων του σ’ αὐτὴ τὴ ζωή.
Συνεχίζει ὁ Κύριος: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τὴ ψυχὴ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδέ το σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖον ἔστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;» (Ματθ. στ’ 25).
Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν… Γιατί; Γιὰ ποιό λόγο; Ἐπειδὴ τὰ χρήματα εἶναι τόσο ψυχοφθόρα. Ἐπειδὴ ἡ ὑπηρεσία στὸ μαμωνὰ σ’ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ θέλω νὰ γίνετε κύριοι ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλης της κτίσης, στὴν ὁποία ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν ἄνθρωπο. Δὲ θέλω νὰ γίνετε ὑπηρέτες τῶν ὑπηρετῶν σας καὶ δοῦλοι τῶν δούλων σας. Γι’ αὐτὸ μὴ γονατίζετε ἀπὸ τίς μέριμνες γιὰ τροφή, ποτὸ καὶ ἐνδύματα. Εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ δημιουργήσετε ἕνα σῶμα παρὰ νὰ τὸ συντηρεῖτε μὲ τροφὴ κι ἐνδύματα. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ ἤδη ἔκανε τὸ σπουδαιότερο, θὰ κάνει καὶ τὸ εὐκολότερο. «Οἰδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων» (Ματθ. στ’ 32). Τὸ μάτι Του εἶναι πάντα στραμμένο πάνω μας καὶ μᾶς παρακολουθεῖ. Τὸ γεμᾶτο χέρι Του εἶναι πάντα ἁπλωμένο πρὸς τὸ μέρος μας.
Δὲ βλέπουμε ὁλόγυρά μας, πρὸς κάθε κατεύθυνση, πῶς ὁ Θεὸς παρέχει τροφή, ποτὸ καὶ ἐνδύματα σ’ ὅλα τὰ πλάσματά Τοῦ; Τρέφει τὰ μηρμύγκια στὸ χῶμα, τ’ ἄγρια θηρία στὰ δάση, τὰ ψάρια στὴ θάλασσα. “Ὅταν ἔρχεται ὁ κρύος καιρός, στέλνει τὰ χελιδόνια καὶ τοὺς γερανοὺς σὲ θερμότερα κλίματα, ὅπου τὰ τρέφει ὅλο τὸ χειμῶνας βρίσκει στὴν ἀρκούδα φωλιὰ γιὰ νὰ ξεχειμωνιάσει. Ποτίζει τὰ δέντρα καὶ τὰ φυτά. Ἄρδεύει τοὺς λόφους καὶ τίς πεδιάδες. Ὑπάρχει κάποιο πλάσμα, κάποιο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ποὺ νὰ τὸ ἄφησε γυμνό; Ποιός ντύνει τὸ λιοντάρι καὶ τὴν τίγρη, το λύκο καὶ τὴν ἀλεποῦ, ἂν ὄχι Ἐκεῖνος; Ποιός φτιάχνει τοῦ κόκορα τὴ φορεσιὰ ἢ τοῦ κόρακα, ποιός κατασκευάζει τὸ καύκαλο της χελώνας καὶ τὰ λέπια τοῦ ψαριοῦ, ἂν ὄχι Ἐκεῖνος; Ποιός δίνει τὸ μαλλὶ στό πρόβατο καὶ στὴν κατσίκα, τὴ σκληρὴ τρίχα στὸ χοῖρο, τὸ δέρμα στὸ μοσχάρι καὶ τὴ χαίτη στὸ ἄλογο, ἂν ὄχι Αὐτός; Ποιός κεντᾶ τὰ φτερὰ τῆς πεταλούδας καὶ τὸ σῶμα τῆς σφήκας, ποιός φτιάχνει τὸ κέλυφος γιὰ κάθε ἔντομο ποὺ κρύβεται στὸ γρασίδι καὶ τὰ φύλλα, ἂν ὄχι Ἐκεῖνος; Ποιός ντύνει μὲ φλούδα ὅλα τὰ δέντρα καὶ στολίζει τὸ στέλεχος τοῦ καλαμποκιοῦ; Ποιός κλώθει καὶ ὑφαίνει τίς στολὲς γιὰ τὰ λουλούδια τοῦ ἀγροῦ μὲ τόση λαμπρότητα, ποὺ οὔτε οἱ ἐπίγειοι βασιλιᾶδες δὲ διαθέτουν; Ὁ Κύριος, ὁ ζωντανὸς Κύριος ποὺ τὰ δημιούργησε. Αὐτὸς ὁ Κύριος τότε, εἶναι δυνατὸ νὰ λογαριάσει μόνο τὸν ἄνθρωπο θετό, ἀνάμεσα σ’ ὅλα τὰ πλάσματά Του; Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει καὶ ποτίζει τὸ ἄγρια θηρία στὰ δάση, τὸ πράσινο στοὺς λόφους καὶ στοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ ἔντομα, θ’ ἀφήσει τὸ πιὸ ἔνδοξο καὶ τιμημένο ἀπὸ τὰ πλάσματά Του – τον ἄνθρωπο – πεινασμένο, διψασμένο καὶ γυμνό;
«Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ,οὗ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας ». Καὶ ποιός τὰ τρέφει; «Ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. στ’ 26). Δὲ λέει «ὁ Πατέρας τους», ἀλλὰ «ὁ Πατέρας σας», Ὁ Θεὸς εἶναι μόνο Δημιουργός τους, γιά σας ὅμως εἶναι κάτι παραπάνω: εἶναι ὁ Πατέρας σας. Ἐσεῖς εἶστε πολὺ καλλίτεροι, ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτά.
Μὲ τὰ λόγια Του αὐτὰ ὁ Χριστὸς δείχνει τὴν ἀσύγκριτη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα πλάσματα. Δὲν εἴμαστε καλλίτεροι ἀπὸ τὰ πουλιά; Κι ἂν εἴμαστε καλλίτεροι, εἶναι δυνατὸ καὶ πάνσοφος Θεὸς νὰ ταΐσει τὰ κατώτερα πλάσματα καὶ νὰ ξεχάσει νὰ θρέψει τὰ σπουδαιότερα ποὺ ἔχει στὸν κόσμο, δηλαδή τὰ παιδιά Του; Κι ἔπειτα ὅλες οἱ φροντίδες μᾶς γιὰ φαγητὸ καὶ ποτὸ θὰ μᾶς εἶναι ἄχρηστες ἂν ὁ Θεὸς δὲ δώσει τὴ ζωοποιό Του δύναμη στὰ προϊόντα ποὺ θὰ καταναλώσουμε. Δὲν εἶναι τὸ ψωμὶ ποὺ μᾶς τρέφει, ἀλλὰ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὸ ψωμί. Δὲν εἶναι τὸ νερὸ ποὺ μᾶς ξεδιψάει, ἀλλὰ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὸ νερό. Μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα. «Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθῆναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;» (Ματθ. στ’ 27). Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ προσθέσει ἔστω καὶ μιὰ μέρα στὴν ἐπίγεια ζωή του; «Κύριε, λέει ὁ Δαβίδ, γνώρισε τὸ πέρας μου καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἔστιν» (Ψαλμ. λὴ 5). Ἐκεῖνοι ποὺ τρῶνε καὶ πίνουν πολύ, δὲν πεθαίνουν ὅπως κι αὐτοὶ ποὺ τρῶνε λίγο; Οἱ λαίμαργοι κι οἱ ἀδηφάγοι δὲν πεθαίνουν πιὸ γρήγορα ἀπὸ τοὺς ἀσκητές; Ἐκεῖνοι ποὺ τρῶνε καὶ πίνουν πολύ, γίνονται ἔστω καὶ κατὰ τί ψηλότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Ἄν λοιπόν, μὲ τὸ νὰ φροντίζεις μόνος σου γιὰ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτό, δὲν μπορεῖς νὰ προσθέσεις οὔτε ἕνα ἑκατοστὸ στὸ ἀνάστημά σου ἢ νὰ ἐπιμηκύνεις τὴ ζωή σου ἔστω καὶ γιὰ μιὰ μέρα, ἄφησε κατὰ μέρος τίς φροντίδες γιὰ τὸ σῶμα σου καὶ μερίμνησε γιὰ τὴν ψυχή σου. Ὅταν τὸ σῶμα σου ἀποβιώσει, μὲ τὴν ψυχή σου θὰ παρουσιαστεῖς μπροστὰ στὸ Θεό.
«Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει: οὐ,οὗ κοπιᾶ οὐδε νήθει: λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομῶν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἔν τούτων» (Ματθ. στ’ 28,29). Ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὰ πουλιὰ πρῶτα, γιὰ νὰ δείξει πόσο πρέπει νὰ ντρέπονται ἐκεῖνοι ποὺ μεριμνοῦν ὑπερβολικὰ γιὰ τὴ διατροφή τους. Τώρα ἀναφέρεται σ’ ἕνα ἀκόμα κατώτερο μέρος τῆς δημιουργίας: στὰ λουλούδια τοῦ ἀγροῦ. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ κάνει νὰ ντρέπονται ἐκεῖνοι ποὺ φροντίζουν ὑπερβολικὰ γιὰ τὸ ντύσιμό τους. Γιατί ὁ Κύριος μιλάει μόνο γιὰ τὰ κρίνα κι ὄχι γιὰ κάποιο ἄλλο λουλούδι, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ στόλισε μὲ λιγότερο κάλλος ἀπὸ τὸ κρίνο; Πρῶτα ἐπειδὴ τὸ κρίνο, μὲ τὴ λευκότητά του, ἀντιπροσωπεύει τὴν ἁγνότητα. Γι’ αὐτὸ τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα λουλούδια τοῦ ἀγροῦ.
Ὁ Ἰωάννης εἶδε στὴν Ἀποκάλυψη τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανὸ «ὡς ἀρνίον… καὶ ὄχλον πολύν…εστώτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς» (Ἀποκ. ζ’ 9). Δεύτερο, ἐπειδὴ ὁ Κύριος θέλει νὰ συγκρίνει τὸ κάλλος τοῦ λουλουδιοῦ ἐκείνου μὲ τὸ βασιλιᾶ Σολομῶντα, γιὰ τὸν ὁποῖο λέγανε πῶς τοῦ ἄρεσε τὸ λευκὸ χρῶμα. Ὁ Κύριος συγκρίνει ἐπίσης τὰ κρίνα μέ το Σολομῶντα, ἐπειδὴ ὁ Σολομῶν ἦταν ὁ πλουσιότερος κι ἐνδοξότερος βασιλιᾶς τῶν ἀρχαίων χρόνων. Καὶ νὰ ποὺ ὁ βασιλιᾶς Σολομῶν, ὁ πλούσιος καὶ σοφός, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι προσπαθοῦσε νὰ ντύνεται ὅσο πολυτελέστερα καὶ πιὸ φανταχτερὰ γινόταν, δὲν μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ τὰ ἄψυχα κρίνα τοῦ ἀγροῦ ποὺ τὰ ἔντυνε ὁ Θεός. Καμιὰ ἀνθρώπινη φροντίδα καὶ προσπάθεια λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ παντοδύναμος Θεός.
«Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ,οὗ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» (Ματθ. στ’ 30). Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κρίνο εἶναι πανέμορφο, ὅμως δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό ἕνα συνηθισμένο χόρτο, ποὺ σήμερα ἀνθίζει καὶ αὔριο ξεραίνεται καὶ τὸ ρίχνουν στὸ φοῦρνο. Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ στολίζει μὲ τόση ὀμορφιὰ αὐτὸ τὸ χόρτο τοῦ ἀγροῦ, ποῦ δὲν κινεῖται ἀπὸ μόνο του, δὲ σκέφτεται οὔτε μιλάει, θ’ ἀφήσει ἐσᾶς γυμνούς, ὀλιγόπιστοι; Νὰ τὸ ξέρετε, όλιγόπἱστοι, πῶς ὅσο περισσότερο φροντίζετε ἐσεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σας, τόσο λιγότερο ἀσχολεῖται ὁ Θεὸς γιά σας.
Ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴν ἐντολὴ Τοῦ νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε ὑπερβολικὰ γιὰ τὸ τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε καὶ τί θὰ φορέσουμε. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τίς ὑπερβολικὲς φροντίδες ποῦ σκοτίζουν τὴν πνευματική μας ὅραση, τυφλώνουν το νοῦ μας καὶ μᾶς βυθίζουν στὸ σκότος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μᾶς παραδίδουν στὰ χέρια τοῦ μαμωνά, ἀπομακρυσμένους καὶ ἀποξενωμένους ἀπό το Θεό.
«Ἔχοντες δὲ διατροφῆς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α ́ Τιμ. στ’ 8). Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὅταν ἔχουμε ἐκεῖνα ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα, αὐτὰ ποὺ μᾶς παρέχει ὁ Θεός, ἂς μὴν ἐπιζητοῦμε περισσότερα. Ὅταν ἀνησυχοῦμε γιὰ περιττὰ πράγματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ φροντίδα μας γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα, αὐτὸ στὸ τέλος θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ὑπηρεσία τοῦ σατανᾶ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει νὰ ζητοῦμε μὲ τὴν προσευχὴ μᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον, τὸ καθημερινό μας σιτηρέσιο. Μὲ τὴ φράση αὐτὴ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε καὶ τὸν πνευματικὸ ἄρτο, ἐκεῖνον ποὺ ζωογονεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Μᾶς διδάσκει πῶς δὲν πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ σωματικὲς πολυτέλειες καὶ ὑπερβολές, «πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ» (Ματθ. στ’ 32). Ἐκεῖνοι ποὺ δὲ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τὴν ἀπεριόριστη δύναμη καὶ ἀγάπη Του, τὴν ἀξία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἢ τὸ κάλλος καὶ τὴ γλυκύτητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαιοσύνης Του, ἂς ζητοῦν περισσότερα ἀπ’ ὅσα χρειάζονται. Ὁ Θεὸς τοὺς δίνει σύμφωνα μὲ τίς ἐπιθυμίες τους. Ἔτσι δὲν τοὺς ὀφείλει τίποτα οὔτε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο οὔτε καὶ στὸ μέλλοντα. Κάθε ἀνταμοιβή τους τὴν παίρνουν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ὅπως τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ.
Ὅλη ἡ δόξα τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ περιορίζεται στὴν ἐπίγεια ζωή τους. Ὅλο τὸ κάλλος τῶν κρίνων τοῦ ἀγροῦ εἶναι ἐφήμερο, ἐξαντλεῖται σύντομα στὸ χρόνο. Γιὰ τὰ παιδιά Του ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει προετοιμάσει ἀπὸ καταβολῆς κόσμου τὴν οὐράνια βασιλεία Του, ὅπου τὰ περιμένει ἀνέκφραστη δόξα. Ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου λοιπὸν δὲν ἔγκειται στὴν τροφή, στὸ ποτὸ καὶ στὰ ροῦχα. Ἄν ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου ἐξαντλοῦνταν σ’ αὐτά, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἔτρεφε καὶ θὰ τὸν ἔντυνε χίλιες φορὲς καλύτερα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ τ’ ἄλλα πλάσματα ποὺ ζοῦν στὴ γῆ, στὴ θάλασσα ἢ στὸν ἀέρα. Μὰ κι ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς Σολομῶντας, μὲ ὅλη του τὴ δόξα δὲν ἦταν τόσο ὄμορφα στολισμένος ὅσο τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ καταλάβουν πῶς ἡ δόξα τους δὲ βρίσκεται στὰ πολυτελῆ ροῦχα, ἀλλὰ σὲ κάτι ἀνώτερο καὶ πιὸ ἀνθεκτικὸ στὸ χρόνο. Πρέπει νὰ πάρουν τὰ μάτια καὶ τὴν καρδιὰ τοὺς ἀπὸ τὴν ἐφήμερη δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ν’ ἀναζητήσουν τὴ δόξα ἐκείνη ποὺ τοὺς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς καὶ γιὰ τὴν ὁποία τοὺς προορίζει.
«Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ’ 33). Μὴ ζητᾶτε κουρέλια ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς δώσει βασιλικὲς στολές. Μὴν ἐπαιτεῖτε ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ βασιλικὸ τραπέζι, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σᾶς κάνει ὁμοτράπεζούς Του. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Βασιλιᾶς καὶ σεὶς εἶστε οἱ γιοί Του. Νὰ ζητᾶτε αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν σὲ βασιλικὰ παιδιά, ἐκεῖνα ποὺ εἴχατε πρὶν μὰ τὰ χάσατε μὲ τὴν ἁμαρτία. Ν’ ἀναζητᾶτε πλούτη ποῦ δὲν τὰ τρώει ὁ σκόρος, δὲν τὰ φθείρει ἡ σκουριὰ καὶ δὲν τὰ κλέβουν οἱ κλέφτες. Ἄν ἀξιωθεῖτε νὰ λάβετε τὸ ἀνώτερα, ὁπωσδήποτε θὰ λάβετε καὶ τὰ ὑποδεέστερα. Ζητεῖστε πρῶτα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κάθεται στὸ θρόνο Του καὶ βασιλεύει (βλ. Ψαλμ. ρβ’ 19), τὴ βασιλεία κάθε εὐλογίας καὶ δικαιοσύνης, ἐκεῖ ποὺ «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιγ’ 43), ὅπου δὲν ὑπάρχει πόνος, θλίψη ἢ στεναγμός, οὔτε θάνατος.
Μὴ γίνετε σὰν τὸν Ἄσωτο Υἱὸ ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ κατάντησε νὰ τρώει χοιροτροφές. Προσπαθῆστε νὰ γυρίσετε ἀπὸ τὴ μακρινὴ χώρα στὸ σπίτι τοῦ οὐράνιου Πατέρα σας, γιατί «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (εἶναι) δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ἴδ’ 17). Μὴ μοιάσετε στὸν Ἠσαύ, ποὺ πούλησε τὰ πρωτοτόκια γιὰ ἕνα πιάτο φακῆς. Θ’ ἀνταλλάξεις τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μακαριότητά της γιὰ ἕνα πιάτο φακῆ ποὺ σοῦ προσφέρει ὁ κόσμος αὐτός; Εὔχομαι νὰ μᾶς φυλάξει ὁ Θεὸς ἀπὸ τέτοια ντροπὴ καὶ ἀτιμία. Εὔχομαι νὰ καθοδηγήσει τὰ νοερὰ μάτια μας, γιὰ νὰ μὴ σκοτιστοῦν καὶ ξεστρατίσουν ἀπὸ τὸ μαμωνὰ καὶ τὸν πονηρὸ τῆς ἐπίγειας παρακμῆς καὶ ἀπάτης. Εὔχομαι νὰ μᾶς δώσει φωτισμό, ὥστε νὰ γίνουμε σὰν τοὺς υἱοὺς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχασαν τὴ βασιλεία καὶ τώρα δὲ σκέφτονται τίποτ’ ἄλλο, παρὰ πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν ξανά.
Στὴ Συρία ὑπάρχει μιὰ ἐκκλησία ποὺ ἔφτιαξε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός. Ἐκεῖ ὑπάρχει μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας νὰ τοποθετηθεῖ. Ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ διατηρεῖται ὼς σήμερα καὶ λέει: «Ἡ βασιλεία Σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων» (Ψαλμ. ρμδ’ 13). Εὔχομαι νὰ μᾶς βοηθήσει ὁ Κύριος νὰ ἐγκολπωθοῦμε τὰ λόγια αὐτά, νὰ τὰ κάνουμε δικά μας, νὰ γίνουν ἡ ἔκφραση τῆς νοσταλγίας τῆς καρδιᾶς μᾶς γιὰ τὸ Χριστό. Ὅλα τ’ ἄλλα ἔχουν δευτερεύουσα σημασία, εἶναι ἀσήμαντα. Ὅλες τίς ἄλλες ἐπίγειες βασιλεῖες τίς περιμένει τάφος, φθορά. Κι ὅταν ὁ κόσμος αὐτὸς κι οἱ ἐπίγειες βασιλεῖες παρέλθουν, οἱ δίκαιοι θὰ συμψάλουν μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους στὸν οὐρανό: «Ἡ βασιλεία Σου, Χριστὲ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ δεσποτεία Σοῦ ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ».
Στὸ μέγιστο Διδάσκαλο ὑπὸ τὸν ἥλιο, στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Θεό μας, πρέπει ὁ ὕμνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μέ το Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.