ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (8/10/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ΛΟΥΚΑ
Β΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο Θ΄, εδάφια 6-15
6Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει.7Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
6 Και πρέπει να γνωρίζετε αυτό, ότι εκείνος που σπέρνει με τσιγκουνιά, με τσιγκουνιά και θα θερίσει. Κι εκείνος που σπέρνει άφθονα, άφθονα και θα θερίσει. 7 Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του, χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται˙ διότι ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και χαρούμενο πρόσωπο. 8 Και ο Θεός έχει τη δύναμη να σας δώσει υπεράφθονη κάθε χάρη: και τη χάρη δηλαδή της προθυμίας να εισφέρετε γενναία, και τη χάρη των υλικών αγαθών, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις κι έτσι να κάνετε με το παραπάνω κάθε καλό έργο. 9 Κι έτσι να γίνει και με σας εκείνο που λέει η Αγία Γραφή: «Μοίρασε άφθονα, έδωσε στους φτωχούς˙ και η αρετή του από τις αγαθοεργίες του μένει για πάντα».
10 Και ο Θεός που χορηγεί άφθονο σπόρο σε εκείνον που σπέρνει, και άρτο για να τρώμε, ας χορηγήσει κι ας πληθύνει τα υλικά αγαθά σας κι ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας, 11 ώστε να γίνεστε πλούσιοι σε καθετί, σε κάθε είδος γενναιοδωρίας, για την οποία θα αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Αποστόλους τις συνεισφορές σας που θα τους μεταφέρουμε. 12Διότι η διακονία της φιλάνθρωπης, ευεργετικής και ιερής αυτής υπηρεσίας όχι μόνο φθάνει με το παραπάνω για τις ανάγκες των Χριστιανών, αλλά και δημιουργεί πληθώρα ευχαριστιών προς τον Θεό. 13 Κι αυτό συμβαίνει, επειδή αυτοί που ευεργετούνται από σας, με τη διακονία αυτή της ελεημοσύνης σας, αποκτούν πείρα για το ποιοι είστε, και δοξάζουν τον Θεό για την υποταγή στην ομολογία της πίστεώς σας στο Ευαγγέλιο του Χριστού και για τη γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες, τόσο τις δικές τους, όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών. 14 Και αυτοί με προσευχή και δέηση προς τον Θεό σας ποθούν πολύ, εξαιτίας της υπερβολικής χάρης που σας έδωσε ο Θεός. 15 Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Ζ΄, εδάφια 11-17
11Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.12 Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13 Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· 14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.15 Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16 Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. 17 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
11 Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί Του βάδιζαν και οι μαθητές Του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ. 12 Μόλις όμως πλησίασε στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο. Και μαζί με αυτήν ήταν και πολύς λαός απ’ την πόλη που συνόδευε και παρακολουθούσε με μεγάλη συμπόνια την κηδεία. 13 Όταν είδε την χήρα ο Ιησούς, την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε τον γιο της της είπε: «Μην κλαις». 14 Τότε πλησίασε και άγγιξε το φέρετρο. Και εκείνοι που το σήκωναν, στάθηκαν. Και είπε ο Ιησούς: «Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω». 15 Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο και άρχισε να μιλάει. Και ο Ιησούς τον παρέδωσε στη μητέρα του. 16 Όλους τότε τους κυρίευσε φόβος, διότι αισθάνονταν την παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στην αμαρτωλότητα και αναξιότητά τους. Και δόξαζαν τον Θεό και έλεγαν ότι «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας και ότι ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό Του για να τον προστατεύσει». 17 Και διαδόθηκε για τον Ιησού αυτή η φήμη της αναστάσεως του γιου της χήρας σε όλη την Ιουδαία και σε όλες τις γειτονικές περιοχές που ήταν τριγύρω από την Ιουδαία.
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Β΄Κορ. 9,6-11]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει (:Και πρέπει να γνωρίζετε και αυτό, ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίσει και λίγο σιτάρι, ενώ εκείνος που σπέρνει άφθονο σπόρο, άφθονα και θα θερίσει)»[Β΄Κορ. 9,6].
[…] Ο Απόστολος Παύλος, μιλώντας στο σημείο αυτό για τους καρπούς της ελεημοσύνης δεν χρησιμοποίησε για εκείνον που διστάζει να δώσει απλόχερα σε όσους έχουν ανάγκη, τη φράση :«Εκείνος που με μικροπρέπεια σπέρνει στο χωράφι του λιγοστό σπόρο», αλλά χρησιμοποίησε εντονότερη και ηχηρότερη έκφραση, αναφέροντας τη φράση: «Εκείνος που με τσιγκουνιά σπέρνει στο χωράφι του λιγοστό σπόρο». Και ονόμασε «σπόρο» την πράξη της ελεημοσύνης, για να πάει αμέσως ο νους σου στην ανταπόδοση και αφού κατανοήσεις το ποια είναι η συγκομιδή, θα μάθεις ότι παίρνεις περισσότερα από όσα δίνεις. Γι’ αυτό δεν είπε «εκείνος που δίνει», αλλά «εκείνος που σπέρνει» και δεν είπε «εσείς αν σπείρετε», αλλά χρησιμοποιεί λόγο που αναφέρεται σε όλους γενικά που «σπέρνουν» με αυτόν τον τρόπο. Και δεν είπε ότι θα λάβει «με αφθονία», αλλά «σαν ευλογία» που είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό.
Και πάλι στο προηγούμενο που είχε πει καταφεύγει, στο να δίνεται ως ελεημοσύνη στους φτωχούς ό,τι ευχαριστεί τον καθένα, λέγοντας: «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία(:Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του να δώσει)»· γιατί καθένας κάνει κάτι πολύ περισσότερο όταν είναι ελεύθερος, παρά όταν αναγκάζεται. Γι’ αυτό ασχολείται αρκετά με αυτό· γιατί, αφού είπε «Ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του», πρόσθεσε: «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης (:χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται)». Και δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά παρουσιάζει και μαρτυρία από τη Γραφή, λέγοντας: «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός(:Γιατί ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και με χαρούμενο πρόσωπο)»[Πρμ.22,8].
Είδες ότι συνέχεια αυτό αναφέρει; Λέγει: «Όχι ως διαταγή το λέω αυτό» και «γνώμη σας δίνω σχετικά με αυτό» και να το δίνετε «σαν αυθόρμητη προσφορά και όχι αναγκαστική». Επίσης: «Μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης ·ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός(:Όχι με λύπη ή από ανάγκη· διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλοσύνη και γλυκύτητα”)»[Β΄Κορ.9,7]. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι «ἱλαρὸν» ονομάζει τον ανοιχτοχέρη, αλλά ο Παύλος το είπε έτσι με την έννοια της πρόθυμης προσφοράς. Επειδή δηλαδή το παράδειγμα των Μακεδόνων που προαναφέρθηκε στην επιστολή καθώς και όλα τα άλλα, μπορούσαν να οδηγήσουν σε αφθονία εισφορών, δεν λέγει πολλά γι’ αυτήν, αλλά για το ότι πρέπει να δίνουμε αυθόρμητα· γιατί, αφού η ελεημοσύνη είναι έργο αρετής, και καθετί που γίνεται αναγκαστικά μειώνει τον μισθό, σωστά ενεργεί ο Παύλος κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Και δεν τους συμβουλεύει μονάχα, αλλά και εύχεται, πράγμα που το κάνει πάντοτε, λέγοντας: «Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς(:Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας δώσει υπεράφθονη κάθε χάρη· και τη χάρη δηλαδή της προθυμίας να εισφέρετε γενναία, και τη χάρη των υλικών αγαθών)»[Β΄Κορ.9,8]. Με την ευχή αυτή προσπαθεί να εξουδετερώσει κάποια σκέψη, που αντιστέκεται στη γενναιοδωρία, πράγμα που εμποδίζει και τώρα πολλούς. Γιατί πολλοί φοβούνται να δώσουν ελεημοσύνη, λέγοντας μέσα τους: «Μήπως έτσι γίνω φτωχός, μήπως έτσι εγώ βρεθώ σε ανάγκη και χρειαστώ κάποτε άλλους;». Θέλοντας λοιπόν να εξαλείψει αυτόν τον φόβο, προσθέτει την ευχή και λέγει: «Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς(:Κάθε ευεργεσία ας συσσωρεύσει περίσσια, άφθονη κάθε χάρη σε σας εκ μέρους του Θεού)». Όχι απλώς να σας δώσει, αλλά «με μεγάλη περίσσεια». Και τι σημαίνει «χάριν περισσεῦσαι»; «Να σας γεμίσει», λέει, «με τόσα αγαθά, ώστε να είναι δυνατό να περισσεύουν γι’ αυτή τη γενναιοδωρία. Για να έχετε παντού και πάντοτε όλα τα αναγκαία και να σας περισσεύουν και για αγαθοεργίες».
Πρόσεχε ότι και στην ευχή του αυτή ακόμη διακρίνεται πολλή φιλοσοφικότητα. Δεν εύχεται πλούτο και περισσεύματα, αλλά «πᾶσαν αὐτάρκειαν(:Να είστε πάντοτε σε όλα τα απαραίτητα τελείως αυτάρκεις)»[Β΄Κορ.9,8]. Και δεν είναι μόνο αυτό που πρέπει να θαυμάζουμε, αλλά και το ότι, όπως δεν ευχήθηκε τα περιττά, έτσι και δεν τους στενοχωρεί, ούτε τους αναγκάζει να δώσουν από το υστέρημά τους, αλλά δείχνει κατανόηση για την περίπτωση αυτή και ζητάει να έχουν τα απαραίτητα, δείχνοντας ότι δεν πρέπει να σπαταλούμε τα δώρα του Θεού· «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν»: «Ώστε να είστε», λέγει, «πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις κι έτσι να κάνετε με το παραπάνω κάθε καλό έργο». «Γι’ αυτό», λέγει, «ζητώ να έχετε τα απαραίτητα, για να δίνετε και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «να δίνετε», αλλά «να δίνετε ανοιχτόχερα». Για τα υλικά πράγματα ζητάει να έχουν αυτάρκεια, ενώ για τα πνευματικά να έχουν και περίσσευμα, όχι μόνο για την ελεημοσύνη, αλλά και για όλα τα άλλα· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «για κάθε έργο αγαθό».
Έπειτα, επιστρατεύοντας ένα επιχείρημα που θα τους ωθήσει σε γενναιόδωρη προσφορά, επικαλείται για σύμβουλό τους τον προφητάνακτα Δαυίδ και λέγει: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. Ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:Σκόρπισε άφθονα τις ελεημοσύνες του, έδωσε στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε)»[Ψαλμ.111,9]. Αυτό σημαίνει «Δίνετε με απλοχεριά». Γιατί η λέξη «σκόρπισε» δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά το ότι έδωσε με απλοχεριά. Γιατί αν και αυτά δεν μένουν, μένουν όμως στην αιωνιότητα τα αγαθά που προκύπτουν από αυτά που κάποτε δόθηκαν. Γιατί αυτό είναι το αξιοθαύμαστο: αν τα κρατάμε, χάνονται, αν τα σκορπίζουμε, μένουν, και μένουν αιώνια. «Δικαιοσύνη» εδώ ονόμασε τη φιλανθρωπία· γιατί, όταν ξεχύνεται απλόχερα, εξαφανίζει σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει δικαίους.
Ας μην είμαστε λοιπόν τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά. Δεν βλέπεις πόσα δίνουν άλλοι στους μίμους και στις πόρνες; Δώσε στο Χριστό τα μισά από όσα δίνουν εκείνοι στους χορευτές του δρόμου. Δώσε εσύ στους πεινασμένους τόσα, όσα από εγωισμό δίνουν εκείνοι στους θεατρίνους. Εκείνοι καλύπτουν με άφθονο χρυσό το σώμα των πορνών, και εσύ δεν καλύπτεις ούτε με ένα φθηνό ρούχο τη σάρκα του Χριστού, αν και την βλέπεις γυμνή; Ποιας συγνώμης είναι αυτό άξιο, πόσης τιμωρίας δεν είναι άξιο, όταν εκείνος προσφέρει τόσα πράγματα στη γυναίκα που τον καταστρέφει και τον ντροπιάζει, ενώ εσύ δεν προσφέρεις σχεδόν τίποτα σε εκείνον που σε σώζει και σε κάνει εκλεκτό; Αλλά ξοδεύοντας για την κοιλιά σου βέβαια και για να μεθάς και για να κάνεις ασωτίες, δεν σκέπτεσαι καθόλου τη φτώχεια· αν όμως χρειαστεί να βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι τάχα φτωχότερος από όλους. Και τρέφοντας βέβαια παράσιτους κα κόλακες, σαν να δαπανάς από πηγές, τόσο πολύ χαίρεσαι, όταν όμως συναντήσεις φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος να μη γίνεις φτωχός.
Γι’ αυτό θα κατακριθούμε τότε και από τους εαυτούς μας και από τους άλλους, και τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Γιατί θα σε ρωτήσει ο Κριτής: «Γιατί δεν έγινες τόσο γενναιόδωρος εκεί που έπρεπε;». Αυτός έδινε στην πόρνη και δεν υπολόγιζε όσα έδινε, και εσύ, προσφέροντας κάτι στον Κύριο, που είπε «να είσαι αμέριμνος»[βλ. Ματθ.6,24: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;(:Η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα)»], είσαι γεμάτος από φόβο και τρόμο; Ποιας συγνώμης θα ήσουν άξιος; Αφού κάθε άνθρωπος που βοηθούμε δεν αδιαφορεί, αλλά ανταποδίδει την ευεργεσία, πολύ περισσότερο θα μας την ανταποδώσει ο Χριστός. Εκείνος, που και χωρίς να περιμένει να πάρει κάτι πίσω από εμάς, μας δίνει πλουσιοπάροχα καθημερινά τα αγαθά Του, πώς δεν θα δώσει όταν πάρει κιόλας από εμάς όποτε κάνουμε ελεημοσύνη στους φτωχούς;
Αλλά θα πεις: «Τι γίνεται με εκείνους που πρόσφεραν πολλά και, επειδή δεν είχαν καμία ανταπόδοση, ζητιανεύουν από άλλους;». Μιλάς για εκείνους που πρόσφεραν τα πάντα, ενώ εσύ δεν δίνεις ούτε οβολό. Υποσχέσου πως θα δώσεις τα πάντα και τότε ρώτα για εκείνους. Όσο καιρό όμως είσαι τσιγκούνης και δίνεις λίγα από τα υπάρχοντά σου, τι μου προβάλλεις δισταγμούς και προφάσεις; Εμείς δεν σου ζητάμε να φτάσεις στην πιο ψηλή κορυφή της ακτημοσύνης, αλλά σε συμβουλεύουμε να περιορίζεις τα περιττά και να επιδιώκεις μόνο την αυτάρκεια. Η αυτάρκεια καθορίζεται από την ύπαρξη των αγαθών εκείνων, που είναι απαραίτητα για να ζει κανείς. Κανένας δεν θέλει να σου αφαιρέσει αυτά, κανένας δεν σου στερεί την καθημερινή τροφή. Τροφή, όχι τρυφή, όχι απολαύσεις. Ρούχα, όχι στολίδια. Ή καλύτερα, αν εξετάσει κανείς το πράγμα με προσοχή, αυτό προπάντων είναι τρυφή. Πρόσεχε.
Ποιος μπορούμε να πούμε ότι ζει περισσότερο απολαυστικά, εκείνος που τρώει χόρτα και είναι υγιής και δεν παθαίνει τίποτε δυσάρεστο, ή εκείνος που έχει συβαρίτικο τραπέζι[:οι κάτοικοι της αρχαίας Σύβαρης, πόλης της κάτω Ιταλίας, ήταν ξακουστοί για την μεγάλη τρυφή της ζωής τους] και είναι γεμάτος αρρώστιες; Όποιος μπορεί να αρκείται στα όσπρια και να είναι υγιής, ας μη ζητάει τίποτε παραπάνω, ενώ ο πιο αδύναμος που έχει ανάγκη από χορταρικά, ας τρώει. Αν είναι κανένας ακόμη πιο αδύναμος, και έχει ανάγκη από μια μέτρια ποσότητα κρεάτων, δεν θα τον εμποδίσουμε και αυτόν. Γιατί δεν δίνουμε αυτές τις συμβουλές για να εξοντώσουμε και να καταστρέψουμε τους ανθρώπους, αλλά για να περιορίσουμε τα περιττά. Και είναι περιττό, ό,τι είναι περισσότερο από το απαραίτητο. Όταν μπορούμε να ζούμε υγιεινά και με αξιοπρέπεια με κάποια αγαθά, είναι περιττό, ό,τι προστεθεί σε αυτά.
Το ίδιο πρέπει να σκεπτόμαστε και για τα ρούχα και για το φαγητό και για την κατοικία και για όλα τα άλλα, και να ζητούμε πάντοτε τα απαραίτητα. Γιατί το περιττό δεν είναι ωφέλιμο. Όταν μελετήσεις την αυτάρκεια, τότε αν θελήσεις να μιμηθείς τη χήρα που έδωσε το μοναδικό της δίλεπτο στο κουτί για τους φτωχούς, θα σε ανεβάσουμε πιο ψηλά από τα υλικά αγαθά· γιατί δεν θα αποχτήσεις ποτέ τη φιλοσοφικότητα της γυναίκας αυτής, όσο θα φροντίζεις για την αυτάρκεια· γιατί η χήρα ανέβηκε ψηλότερα από την αυτάρκεια, αφού πρόσφερε όλα όσα ήταν απαραίτητα να τη διαθρέψουν. Θα έχεις λοιπόν ακόμη δισταγμούς για τα απαραίτητα και δεν θα ντρέπεσαι να είσαι κατώτερος από μια γυναίκα, αφού όχι μόνο δεν φροντίζεις να τη μιμηθείς, αλλά έχεις και τεράστια διαφορά από αυτή; Γιατί εκείνη δεν είπε αυτά που λέτε εσείς, δηλαδή «τι θα γίνω αν μοιράσω τα πάντα και αναγκαστώ να ζητώ από άλλους», αλλά με γενναιοδωρία έδωσε όλα τα υπάρχοντά της. Και τι θα μπορούσε να πει επίσης κανείς για εκείνη τη γυναίκα της Παλαιάς Διαθήκης, τη χήρα στην πόλη Σαρεπτά της Σιδωνίας, που έζησε την εποχή του προφήτη Ηλία; Εκείνη κινδύνευε όχι μόνο να γίνει φτωχή, αλλά και να πεθάνει και να χαθεί όχι μόνο η ίδια, αλλά και τα παιδιά της. Γιατί δεν περίμενε να της δώσει κανένας αλλά θα πέθαινε αμέσως. Είδε όμως τον προφήτη, λέγει η Γραφή, και αμέσως έγινε γενναιόδωρη[βλ. Γ΄Βασ. 17,8-16]. Εσείς δεν βλέπετε χιλιάδες αγίους; Και τι λέγω, αγίους; Βλέπετε να σας παρακαλεί ο Κύριος των προφητών και, παρόλα αυτά, δεν αποφασίζετε να γίνετε φιλάνθρωποι· και ενώ έχετε αποθήκες που ξεχειλίζουν η μία μέσα στην άλλη, όμως δε δίνετε ούτε από το περίσσευμά σας.
Τι λες; Ότι είχε μπροστά της η χήρα αυτή έναν προφήτη και αυτό την έπεισε να γίνει τόσο μεγαλόψυχη; Αυτό ακριβώς είναι πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή πείστηκε ότι αυτός είναι μεγάλος και θαυμαστός. Γιατί, πώς δε σκέφτηκε όσα είναι φυσικό να σκεφτεί γυναίκα αλλόφυλη και απολίτιστη, ότι: «αν ήταν προφήτης, δεν θα είχε την ανάγκη μου; Αν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον παρέβλεπε Εκείνος. Έστω ότι οι Ιουδαίοι τιμωρούνται για τις αμαρτίες τους, αυτός όμως από πού και γιατί;». Δεν σκέφτηκε όμως τίποτα από αυτά, αλλά του άνοιξε το σπίτι της, και πριν από το σπίτι την καρδιά της, και έβαλε στη μέση ό,τι είχε και, νικώντας τη φύση και αδιαφορώντας για τα παιδιά της, προτίμησε από όλα τον προφήτη. Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλη θα είναι η τιμωρία μας, όταν αντέχουμε λιγότερο και έχουμε λιγότερη δύναμη από γυναίκα χήρα, πτωχή, αλλόφυλη, απολίτιστη μητέρα παιδιών, που δεν ήξερε τίποτε από όσα ξέρουμε εμείς. Γιατί δεν είμαστε καθόλου γενναίοι, αν έχουμε το σώμα μας δυνατό· καθόσον γενναίος είναι μόνο εκείνος που έχει δύναμη ψυχική, έστω και αν είναι κατάκοιτος στο κρεβάτι. Χωρίς τη δύναμη αυτή, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι δυνατότερος από ένα μικρό κοριτσάκι και μία ταλαίπωρη γριούλα ακόμη και αν μετακινεί όρος με τη σωματική του δύναμη. Αυτός αντιπαλεύει με άυλα κακά, ενώ ο άλλος δεν μπορεί ούτε να τα αντικρύσει.
Και για να μάθεις ότι αυτό είναι το κριτήριο της γενναιότητας, βγάλε το συμπέρασμα από αυτό το ίδιο το παράδειγμα. Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτό το ίδιο το παράδειγμα; Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτή τη γυναίκα που στάθηκε γενναία και αναδείχτηκε πιο δυνατή από όλους απέναντι και στη δύναμη της ανθρώπινης φύσης, και στον εξαναγκασμό της πείνας και στην απειλή του θανάτου; Άκουσε λοιπόν πώς την προβάλλει ο Χριστός· γιατί λέγει: «Ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν(:Σας λέω επίσης αληθινά ότι πολλές χήρες υπήρχαν την εποχή του Ηλία στο ισραηλιτικό έθνος, όταν κλείστηκε ο ουρανός και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και έξι μήνες, και είχε πέσει τότε μεγάλη πείνα σε όλη τη γη της Παλαιστίνης˙ ο Θεός όμως σε καμία απ’ αυτές τις γυναίκες των Ιουδαίων δεν έστειλε τον Ηλία παρά μόνο στα Σάρεπτα της Σιδωνίας σε μια γυναίκα χήρα, ξένη και άγνωστη σε αυτόν)» [Λουκά 4,25].
Να πω κάτι μεγάλο και καταπληκτικό; Αυτή έκαμε στον τομέα της φιλοξενίας κάτι περισσότερο από τον Αβραάμ· γιατί δεν έτρεξε σε αγέλη όπως εκείνος, αλλά με την μικρή παλάμη της ξεπέρασε όλους τους ξακουστούς για τη φιλοξενία τους. Εκείνος έβγαινε νικητής, γιατί έταξε σκοπό του αυτό, ενώ εκείνη βγήκε νικήτρια, γιατί δεν λυπήθηκε ούτε τα παιδιά της για να περιποιηθεί τον ξένο και μάλιστα χωρίς να προσδοκά ουράνια αγαθά. Εμείς αντίθετα, αν και έχουμε μπροστά μας τη βασιλεία των ουρανών, αν και κινδυνεύουμε να πάμε στην κόλαση, και το σπουδαιότερο, αν και ο Θεός έκαμε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας και ευφραίνεται και χαίρεται γι’ αυτή, βρισκόμαστε σε αδράνεια.
Μη, παρακαλώ. Ας μοιράσουμε απλόχερα, ας δώσουμε στους φτωχούς όσα πρέπει να τους δώσουμε· γιατί ο Θεός δεν κρίνει μικρή ή μεγάλη τη συνεισφορά στους φτωχούς, με κριτήριο την ποσότητά της, αλλά με κριτήριο την περιουσία του δωρητή. Πολλές φορές δηλαδή εσύ, που πρόσφερες εκατοντάδες κιλά χρυσού, πρόσφερες λιγότερα από κάποιον που πρόσφερε έναν οβολό, αφού εσύ πρόσφερες από το περίσσευμά σου. Πλην όμως έστω και έτσι δίνε και γρήγορα θα δώσεις περισσότερα.
Σκόρπισε χρήματα, για να απολαύσεις φιλανθρωπία· γιατί αυτή δεν θέλει να συνυπάρχει με τα χρήματα. Συνυπάρχει με την προσφορά τους, όχι με την παρουσία τους. Δεν είναι δυνατόν να συγκατοικούν η φιλοχρηματία και η φιλανθρωπία. Οι σκηνές τους είναι χωριστές. Μην αγωνίζεσαι λοιπόν να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα. Διώξε τη βασανιστική φιλαργυρία, αν θέλεις να κερδίσεις τη βασίλισσα· γιατί η φιλανθρωπία είναι η βασίλισσα, που από δούλους μάς μεταβάλλει σε ελεύθερους. Το αντίθετο κάνει η άλλη. Γι’ αυτό ας φροντίσουμε με πολλή προθυμία να αποφύγουμε τη μια και να καλοδεχόμαστε την άλλη, για να κερδίσουμε εδώ στη γη την ελευθερία μας και αργότερα τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ Κ΄
«Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν(:Και ο Θεός, ο οποίος παρέχει σε αφθονία σπόρο στον γεωργό που σπέρνει, και ψωμί για τροφή όλων μας, είθε να χορηγήσει, να ευλογήσει και να πληθύνει τη σπορά των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήσει έτσι τους καρπούς της αγάπης, της καλοσύνης και της αγαθοεργίας σας προς τους άλλους)»[Β΄Κορ.9,10].
Προπάντων απ’ αυτό θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς τη σύνεση του Παύλου, επειδή αφού προέτρεψε με τα πνευματικά και με τα υλικά αγαθά, κάνει το ίδιο και με την ανταπόδοση, μιλώντας για την αμοιβή της καθεμιάς. Η φράση δηλαδή «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η φιλανθρωπία του μένει αιώνια)» αναφέρεται στην πνευματική αμοιβή. Αντίστοιχα, η φράση: «Πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Είθε να πληθύνει τον σπόρο σας)» δείχνει την υλική ανταπόδοση. Δεν σταματάει όμως εδώ, αλλά ξαναγυρίζει στα πνευματικά και το παραλληλίζει συνέχεια· γιατί η φράση: «Αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν (:Ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας)» είναι η πνευματική αμοιβή. Κάνοντας αυτά, διανθίζει τον λόγο, ξεριζώνει τη δειλή και ανόητη εκείνη σκέψη και διαλύει με πολλούς τρόπους τον φόβο της φτώχειας και μάλιστα και με παράδειγμα τωρινό. Γιατί, αφού ο Θεός δίνει σε εκείνους που σπέρνουν τη γη, αφού παρέχει άφθονα εκείνα που τρέφουν το σώμα, πολύ περισσότερα δίνει σε εκείνους που καλλιεργούν τον ουρανό, σε εκείνους που μεριμνούν για την ψυχή· γιατί γι’ αυτά θέλει να φροντίζουμε περισσότερο. Αυτό δεν το εκφράζει ούτε με συλλογισμό, ούτε με τον τρόπο που το είπα εγώ, αλλά με μορφή ευχής και έτσι γίνεται φανερός ο συλλογισμός και τους κάνει να ελπίζουν περισσότερο όχι μόνο με όσα διαπιστώνει ότι γίνονται, αλλά και με όσα εύχεται. «Είθε να χορηγήσει», λέει, «και να πληθύνει το σπόρο σας και να αυξήσει τους καρπούς της φιλανθρωπίας σας».
Και εδώ υπονοεί πάλι την πλούσια αμοιβή, επειδή το «είθε να πληθύνει και να αυξήσει», αυτό το νόημα έχει. Συγχρόνως όμως δεν επιτρέπει να επιζητούμε τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «ψωμί για τροφή». Και ασφαλώς πρέπει κανείς να τον θαυμάσει και γι’ αυτό, που το ανέπτυξε και προηγουμένως: ότι δηλαδή στα απαραίτητα δεν επιτρέπει να προστεθεί τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία, ενώ τα πνευματικά συμβουλεύει να τα έχουμε με πολλή περίσσεια. Γι’ αυτό είπε και παραπάνω: «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν (:για να έχετε αυτάρκεια και να δίνετε απλόχερα για κάθε καλό έργο)». Ενώ εδώ λέγει: «Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Εκείνος που χορηγεί άρτο για να τρώμε, ας χορηγήσει και ας πληθύνει τον σπόρο σας)», δηλαδή τον πνευματικό. Και δεν ζητάει απλώς ελεημοσύνη, αλλά απλόχερη ελεημοσύνη. Γι’ αυτό την ονομάζει συνεχώς «σπόρο». Επειδή όπως ο σπόρος που πέφτει στη γη κάνει καταπράσινα τα χωράφια, έτσι και η ελεημοσύνη παράγει πολλούς καρπούς φιλανθρωπίας και δημιουργεί αξιοθαύμαστα επακόλουθα.
Και αφού ευχήθηκε τόσο μεγάλη αφθονία, δείχνει πού πρέπει να την ξοδέψουν, λέγοντας: «Ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ (: Ώστε να γίνεστε πλούσιοι σε καθετί, σε κάθε είδος γενναιοδωρίας, για την οποία θα αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Αποστόλους τις συνεισφορές σας που θα τους μεταφέρουμε)»[Β΄Κορ.9,11]. Όχι για να ξοδεύετε εκεί που δεν πρέπει, αλλά εκεί που είναι ευχάριστο για τον Θεό· γιατί ο Θεός μας επιτρέπει να έχουμε εξουσία σε μεγάλα πράγματα. Κράτησε τα μικρότερα για τον εαυτό Του και έδωσε σε εμάς τα μεγαλύτερα. Εκείνος δηλαδή έχει εξουσία στην υλική τροφή, ενώ για την νοητή άφησε την εξουσία σε εμάς· γιατί εμείς έχουμε την εξουσία να δείξουμε πράσινα τα χωράφια της ψυχής μας, επειδή δεν έχουν ανάγκη ούτε από βροχές ούτε από κατάλληλες καιρικές συνθήκες, αλλά μόνο από ηθική βούληση, που μπορεί να ανεβεί ακόμη και στον ουρανό. Την απλοχεριά την ονομάζει εδώ «ἁπλότητα» , που παράγει με τα ανθρώπινα έργα ευχαριστία στον Θεό. Επομένως, η ενέργεια αυτή δεν είναι μόνο ελεημοσύνη, αλλά και αιτία πολλής ευχαριστίας, ή καλύτερα όχι μόνο ευχαριστίας, αλλά και πολλών άλλων.
Συνεχίζοντας την επιστολή το αναφέρει για να δείξει ότι είναι πολλά τα ευεργετικά αποτελέσματα κα να τους κάνει με αυτόν τον τρόπο πιο πρόθυμους. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα πολλά; Άκουσε που τα λέγει: «Ὃτι ἡ διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας, καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν, ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ὑμῖν(:Διότι η διακονία αυτής της φιλάνθρωπης, ευεργετικής και ιερής αυτής υπηρεσίας όχι μόνο φτάνει με το παραπάνω για τις ανάγκες των Χριστιανών, αλλά και δημιουργεί πληθώρα ευχαριστιών προς τον Θεό). Κι αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί που ευεργετούνται από σας, με τη διακονία αυτή της ελεημοσύνης σας αποκτούν πείρα για το ποιοι είστε και δοξάζουν τον Θεό για την υποταγή σας στην ομολογία της πίστεως στο Ευαγγέλιο του Χριστού και για τη γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες τόσο τις δικές τους όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών. Κι αυτοί προσεύχονται και δέονται για σας στον Θεό, καθώς ποθούν πολύ να σας δουν, εξαιτίας της υπέρμετρης χάρης που σας έδωσε ο Θεός)»[ Β΄Κορ. 9,12-14].Και ιδού τι εννοεί: «Πρώτα πρώτα όχι μόνο ικανοποιείτε τις ανάγκες των αγίων[:των Χριστιανών], αλλά τις ικανοποιείτε πλουσιοπάροχα, τους προσφέρετε δηλαδή περισσότερα από όσα χρειάζονται. Έπειτα προσφέρετε ύμνο στο Θεό, αφού Τον υμνούν για την υποταγή σας στην ομολογία του Ευαγγελίου».
Και για να μην τους παρουσιάσει ότι ευχαριστούν μόνο γι’ αυτό, επειδή δηλαδή έλαβαν την ελεημοσύνη, κοίταξε πώς τους εξυψώνει. Εκείνο που είπε ο ίδιος στους Φιλιππησίους «δεν επιδιώκω να μου δώσετε», το ίδιο υποστηρίζει ότι ισχύει και γι΄αυτούς. «Χαίρονται βέβαια που ικανοποιείτε τις ανάγκες τους και ανακουφίζετε τη φτώχεια τους, πολύ περισσότερο όμως χαίρονται γιατί πιστέψατε και εκτελείτε τις εντολές του Ευαγγελίου. Απόδειξη είναι ότι προσφέρετε με τόση απλοχεριά. Έτσι προστάζει το Ευαγγέλιο». «Καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας(:Και για την γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες τόσο τις δικές τους όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών)». «Δοξάζουν», λέει, «τον Θεό, γιατί είστε τόσο γενναιόδωροι όχι μόνο σε εκείνους, αλλά σε όλους». Και είναι επαινετικό γι΄αυτούς, το ότι ευχαριστούν και για την ελεημοσύνη προς άλλους. «Δεν ευχαριστούν», λέει, «μόνο για όσα πήραν οι ίδιοι, αλλά και για όσα πήραν οι άλλοι». Αν και βρίσκονται σε μεγάλη φτώχεια, πράγμα που δείχνει ότι είναι πολύ ενάρετοι· γιατί δεν υπάρχει οι φτωχοί ζηλεύουν όσο κανένας άλλος. Εκείνους όμως δεν τους έπιασε αυτό το πάθος, και τόσο απέχουν να θλίβονται για όσα δίνετε σε άλλους, ώστε χαίρουν όχι λιγότερο από όσο χαίρονται για όσα παίρνουν οι ίδιοι. «Καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν(:Και αυτοί προσεύχονται και δέονται για εσάς στον Θεό)»· «για την ελεημοσύνη ευχαριστούν», λέγει ο Παύλος, «τον Θεό. Για την δική σας αγάπη και την δική σας συμβολή Τον παρακαλούν να αξιωθούν να σας δουν. Αυτό το ποθούν πολύ όχι για τα χρήματα, αλλά για να δουν με τα μάτια τους τη χάρη που σας έδωσε ο Θεός».
Είδες τη σύνεση του Παύλου, πώς τους εξύψωσε και έπειτα απέδωσε την εξύψωση στο Θεό και τη χαρακτήρισε «χάρη από τον Θεό»; Επειδή δηλαδή είπε μεγάλους επαίνους γι΄αυτούς, και τους είπε λειτουργούς και τους ανέβασε ψηλά-σαν να τελούσαν εκείνοι ιεροτελεστία και εκείνος να τους υπηρετούσε- και τους αποκάλεσε εκλεκτούς, δείχνει ότι αίτιος όλων αυτών είναι ο Θεός, και απευθύνει πάλι μαζί τους ευχαριστίες στο Θεό λέγοντας: «Χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ(:Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια)». Λέγοντας «δωρεά» εννοεί εδώ και τα πολλά αγαθά που αποκτούν με την ελεημοσύνη και όσοι την δίνουν και όσοι την παίρνουν. Ή εννοεί τα μυστηριακά αγαθά, που πρόσφερε με πολλή προθυμία σε όλη την οικουμένη με την ενσάρκωσή Του, πράγμα που είναι και το πιο πιθανό· γιατί, για να τους συγκρατήσει και για να τους κάνει πιο πρόθυμους, τους θυμίζει τι τους χάρισε ο Θεός· γιατί η υπενθύμιση αυτή προτρέπει άριστα σε κάθε αρετή. Γι’ αυτό και ολοκλήρωσε στο σημείο αυτό το μέρος αυτό της επιστολής. Και αφού είναι απερίγραπτη η δωρεά, τι θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ανοησία εκείνων που περιεργάζονται την ουσία του Θεού; Και δεν είναι απερίγραπτη μόνο η δωρεά Του, αλλά και η ειρήνη, με την οποία συμφιλίωσε τον ουρανό με τη γη και δε χωρεί σε ανθρώπινο νου.
Αφού λοιπόν μας ευεργέτησε τόσο, ας φροντίσουμε να δείξουμε στη ζωή μας αντάξια αρετή και να δίνουμε μεγάλη σημασία στην ελεημοσύνη. Και θα δίνουμε σημασία, αν αποφεύγουμε τις καταχρήσεις, τη μέθη, τη λαιμαργία· γιατί ο Θεός μας έδωσε και τα φαγητά και τα πιοτά όχι για καταχρήσεις, αλλά για να τρεφόμαστε. Το μεθύσι δεν το φέρνει το κρασί. Αν το έφερνε, θα μεθούσαν όλοι. Θα έλεγε όμως κάποιος: «Δεν θα έπρεπε να προκαλεί μεθύσι το πολύ κρασί». Αυτές είναι προφάσεις των μέθυσων. Γιατί, αφού τώρα που βλάπτει το πολύ δεν αποφεύγεις την κατάχρηση , αφού είναι τόσο εξευτελιστική και επιζήμια και παρόλα αυτά δε νικάς αυτήν την άθλια επιθυμία, πώς θα σταματούσες την κατάχρηση αν ήταν δυνατό να πίνεις πολύ και να μην παθαίνεις τίποτα; Άραγε δεν θα επιθυμούσες να γίνουν και τα ποτάμια κρασί; Δεν θα κατέστρεφες και δε θα εξαφάνιζες τα πάντα; Αφού υπάρχει μέτρο τροφής που, αν το ξεπεράσουμε, βλαπτόμαστε, και παρόλα αυτά δεν ανέχεσαι το χαλινό, αλλά τον σπάζεις και τρως τα πάντα, για να υπηρετήσεις την άθλια εξουσία της λαιμαργίας, τι δεν θα έκανες, αν εξαφανιζόταν αυτό το μέτρο της φύσεως; Δεν θα θυσίαζες όλο σου τον καιρό γι’ αυτό; Έπρεπε λοιπόν να κάνεις τόσο δυνατή αυτή την παράλογη επιθυμία και να μην εξουδετερώσεις τις βλάβες της κατάχρησης;
Και πόσες άλλες βλάβες δε γεννήθηκαν από αυτή; Πόσο ανόητοι είναι εκείνοι που, ενώ κυλιούνται στο μεθύσι και στις άλλες ασωτίες σαν να κυλιούνται στη λάσπη, όταν συνέλθουν λίγο, δεν κάνουν τίποτα άλλο, αλλά, αντί να επικρίνουν τα σφάλματά τους, αναρωτιούνται γιατί το πιοτό οδηγεί σε αυτό το κατάντημα. Αντί να λες λοιπόν: «Γιατί έθεσε όρια ο Θεός, γιατί δεν γίνονται όλα χωρίς μέτρο;» πες: «Γιατί δεν σταματάμε να μεθάμε; Γιατί δεν σταματάμε τις καταχρήσεις; Γιατί είμαστε πιο ανόητοι και από τα άλογα ζώα;». Αυτά έπρεπε να συζητάμε μεταξύ μας και να ακούμε την αποστολική φωνή και να γνωρίζουμε πόσες ευεργεσίες της ελεημοσύνης δείχνουν αυτά τα κακά και να εκμεταλλευόμαστε αυτόν τον θησαυρό. Γιατί, όπως είπε ο Παύλος, αυτό μας κάνει ικανούς να περιφρονούμε τα χρήματα και συμβάλλει στη δόξα του Θεού και θερμαίνει την αγάπη και μας κάνει μεγαλόψυχους και μας οδηγεί στο λειτούργημα του ιερέα, που προσφέρει μεγάλη ανταμοιβή. Γιατί ο ελεήμονας δεν φοράει μακρύ ένδυμα, δεν περιφέρεται φορτωμένος με στολίδια, δεν στολίζει το κεφάλι του με στεφάνι, αλλά φοράει τη στολή της φιλανθρωπίας, που είναι πιο αγνή από τη στολή του ιερέα, αλείφεται με λάδι που δεν αποτελείται από αισθητά υλικά, αλλά από αγαθοποιό Πνεύμα, και το στεφάνι του είναι δημιούργημα της φιλανθρωπίας του.
«Σε στεφανώνει ο Θεός», λέει ο Ψαλμωδός, «με το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών Του»[Ψαλμ.102,4: «Τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς»].Και αντί να φοράει στεφάνι με τη λέξη Θεός, γίνεται ο ελεήμονας ίσος με τον Θεό. Πώς όμως; «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:Εγώ όμως σας λέω να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να εύχεστε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας καταριούνται, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και να προσεύχεσθε για χάρη εκείνων που σας μεταχειρίζονται υβριστικά και περιφρονητικά και σας καταδιώκουν άδικα, ακόμη κι όταν ο διωγμός τους αυτός σας γίνεται για τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις. Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)» [Ματθ.5,45], λέγει.
Θέλεις να δεις και το θυσιαστήριο του ελεήμονος ανθρώπου; Δεν το έκτισε ο Βεσελεήλ[: σύγχρονος του Μωυσή· ο Θεός τον επέλεξε για να κατευθύνει το έργο της κατασκευής της Σκηνής και των εξαρτημάτων της, της Κιβωτού και του χάλκινου θυσιαστηρίου, όπως επίσης και τα ενδύματα του Αρχιερέα και των ιερέων], ούτε κανένας άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όχι με πέτρες, αλλά με ύλη λαμπρότερη από τον ουρανό, με ψυχές λογικές. Στα άγια των αγίων μπαίνει ο ιερέας. Μπορείς, κάνοντας τη θυσία αυτή, να μπεις στο ιερότερο χώρο όπου δεν υπάρχει κανένας παρά μόνο ο Πατέρας σου, εκείνος που σε βλέπει κρυφά, εκεί που δεν σε βλέπει κανένας άλλος. «Μα πώς είναι δυνατό», θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, «να μη σε βλέπει κανένας, αφού το θυσιαστήριο βρίσκεται σε δημόσιο χώρο;». Το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι τότε έκρυβαν τη θέα των ιερών σκευών οι θύρες και το παραπέτασμα, τώρα είναι δυνατό να θυσιάζεις δημόσια, όπως στα άγια των αγίων, και να είναι η θυσία αυτή πιο μυστηριακή. Γιατί, όταν δεν κάνεις κάτι για επίδειξη, και αν ακόμη σε βλέπει όλη η οικουμένη, δε σε βλέπει κανένας, επειδή εσύ δεν το έκανες για να σε δουν. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς «μην ελεείτε μπροστά στους ανθρώπους», αλλά πρόσθεσε «για να σας δουν και να σας θαυμάσουν και να σας επαινέσουν»[βλ. Ματθ.6,1: «Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς»]. Αυτό το θυσιαστήριο αποτελείται από τα ίδια τα μέλη του Χριστού και το σώμα του Κυρίου γίνεται θυσιαστήριό σου. Σεβάσου το. Στο ανθρώπινο σώμα θυσιάζεις το ιερό σώμα του Κυρίου. Αυτό το θυσιαστήριο είναι πιο φρικτό ακόμη και από το τωρινό, όχι μόνο από το προχριστιανικό.
Αλλά μην ξαφνιαστείτε. Το τωρινό θυσιαστήριο είναι θαυμαστό εξαιτίας της Θυσίας που γίνεται επάνω του. Το θυσιαστήριο του ελεήμονα δεν είναι θαυμαστό γι’ αυτό μόνο, αλλά και γιατί αποτελείται από την ίδια τη θυσία αυτή. Είναι επίσης θαυμαστό το πρώτο, γιατί είναι κτισμένο με πέτρες, αλλά γίνεται άγιο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού. Το δεύτερο όμως είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού. Ώστε πιο μυστηριακό είναι αυτό, όπου είσαι παρών εσύ ο λαϊκός.
Επομένως πώς σου φαίνεται ο Ααρών σε σύγκριση με αυτά; Πώς το στεφάνι; Πώς οι καμπάνες και τα άγια των αγίων; Τι χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε σύγκριση με το παλιό θυσιαστήριο, αφού αποδείχθηκε τόσο λαμπρό και κατά τη σύγκρισή του με το τωρινό; Εσύ σέβεσαι το τωρινό θυσιαστήριο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού, αλλά συμπεριφέρεσαι περιφρονητικά σε Αυτόν που είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού και τον βλέπεις με αδιαφορία να χάνεται. Αυτό το θυσιαστήριο μπορείς να το δεις στημένο παντού, και σε στενούς δρόμους και σε αγορές, και να γίνονται θυσίες πάνω σε αυτό κάθε ώρα. Γιατί και σε αυτό γίνεται θυσία. Και όπως στέκεται ο ιερέας και επικαλείται το άγιο Πνεύμα, έτσι και εσύ επικαλείσαι το άγιο Πνεύμα, όχι όμως με τη φωνή σου, αλλά με τις πράξεις σου· γιατί τίποτα δεν διατηρεί και δεν ανάβει περισσότερο τη φωτιά του Πνεύματος, όσο αυτό το λάδι, αν χύνεται άφθονο.
Και αν θέλεις να δεις τι γίνονται οι προσφορές σου, έλα να σου το δείξω και αυτό. Πού είναι λοιπόν ο καπνός; Ποια είναι η μυρωδιά αυτού του θυσιαστηρίου; Η δόξα και η ευχαριστία. Και ως πού φθάνει; Άραγε ως τον ουρανό; Όχι. Ξεπερνά ακόμη και τον ουρανό και τον ουρανό του ουρανού και φθάνει μπροστά στον ίδιο το θρόνο του Θεού. «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου (:Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου)», λέγει, «ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (:ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη στον Θεό και ως μια ενθύμηση για να μην σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4].
Η μυρωδιά των αισθήσεών μας δεν διασχίζει ούτε ένα μεγάλο μέρος του αέρα. Η μυρωδιά αυτή ανοίγει τις ίδιες τις πύλες των ουρανών. Εσύ δεν λες σε κανένα τίποτα. Η πράξη σου όμως φωνάζει και γίνεται θυσία δοξολογίας του Θεού, όχι θυσία σφαγμένου μοσχαριού ούτε καμένου δέρματος, αλλά πνευματικής ψυχής, που προσφέρει τα δικά της. Γιατί η θυσία αυτή είναι ανώτερη από κάθε φιλανθρωπία. Όταν δεις τέτοιο φτωχό, όχι μόνο δεν πρέπει να τον περιφρονήσεις, αλλά πρέπει και να τον σεβαστείς. Και αν δεις άλλον να τον περιφρονεί, εμπόδισέ τον, βοήθησε· γιατί έτσι θα μπορέσεις να έχεις και εσύ ο ίδιος τον Θεό βοηθό και να κερδίσεις τα αγαθά του άλλου κόσμου, τα οποία εύχομαι να τα κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄Προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΙΘ΄και Κ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 19, σελίδες 503-531.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 7,11-16]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, ούτε και τον θάνατο θα θεωρήσει ως αληθινό θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στον δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη Βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του· γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος γι’ αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη μιας διαθήκης, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κάποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. «Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;», φωνάζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χήρεψε. «Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;». Τι λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από τον θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους· τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύτερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι’ αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό.
Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέτοιο. Γιατί δεν έχασες τον Θεό, που είναι ο πραγματικός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό τον Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδινε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;(:Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποιον θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τι θα με κάνει να δειλιάσω;)» [Ψαλμ. 26,1]. Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συμπαραστάτης των χηρών» [Ψαλμ. 67,6: «Ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν»], θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ’ όσο φρόντιζε πριν.
Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ’ αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περιμένει κι εσένα το ίδιο τέλος. «Μα ο νεκρός», θα μου πεις, «σαπίζει, γίνεται σκόνη». Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να χαίρεσαι περισσότερο. Όταν θέλει κανείς να ξαναχτίσει ένα σπίτι, που πάλιωσε και έγινε ετοιμόρροπο, αφού πρώτα βγάλει τους ενοίκους, το κατεδαφίζει και το φτιάχνει πιο καλό. Και όταν γίνεται αυτό, οι ένοικοι δεν λυπούνται, επειδή βγήκαν από το παλιό σπίτι, αλλά μάλλον ευχαριστημένοι είναι. Δεν τους νοιάζει, βλέπεις, για την κατεδάφιση, που βλέπουν με τα μάτια τους, γιατί συλλογίζονται τη νέα και ωραία οικοδομή, που θα ανεγερθεί, κι ας μην τη βλέπουν ακόμα.
Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρόκειται να διαλύσει το σώμα μας, βγάζει πρώτα την ψυχή, που κατοικεί μέσα σε αυτό, όπως θα την έβγαζε από ένα παλιό και ετοιμόρροπο σπίτι, για να την εγκαταστήσει πάλι με μεγαλύτερη δόξα στο νέο σπίτι, που θα οικοδομήσει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουργήθηκε, δεν είδε ότι πλάστηκε από χώμα. Ο Θεός, δηλαδή, δεν έπλασε την ψυχή πρώτη, για να μη δει τη δημιουργία του σώματος. Γι’ αυτό η ψυχή δεν γνώριζε την ευτέλεια του σώματος. Όταν, όμως, γίνει η κοινή ανάσταση, τότε η ψυχή θα βρεθεί σε ένα νέο άφθαρτο σώμα, όχι πια στο παλιό χωμάτινο ένδυμά της.
Ο νεκρός, κι αν δεν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει όμως εκείνους που πέθαναν πιο μπροστά να γίνονται σκόνη, και διδάσκεται πολλά. Για κοίτα πόσο μαζεμένοι και συγκρατημένοι είναι μπροστά στους νεκρούς ακόμα και οι πιο περήφανοι, ακόμα και οι πιο απόκοτοι άνθρωποι! Ακούγεται η λέξη «θάνατος» και η καρδιά όλων σπαρταράει από τον φόβο. Και φιλοσοφούμε γύρω από τους τάφους και σκεφτόμαστε πού καταλήγουμε και φλυαρούμε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε, ξεχνάμε την ευτέλειά μας. Να, για παράδειγμα, όταν βρεθεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρίζει στο διπλανό του και του λέει λόγια σαν και τούτα: «Αλήθεια, πόσο ταλαίπωροι είμαστε! Πόσο ασήμαντη είναι η ζωή μας! Τι γινόμαστε, άραγε, μετά τον θάνατο; Αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και να μην κακολογούμε, να μην αδικούμε, να μη μνησικακούμε…». Φαίνεται να μιλάει με τόση ειλικρίνεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφιβάλλεις ότι την ίδια κιόλας στιγμή θα απαρνηθεί ολότελα την κακία του και θα αρχίσει να ζει ενάρετα. Μα, αλίμονο, μετά την κηδεία θα ξεχάσει και τον φόβο του και τα λόγια του, και θα συνεχίσει να ζει στην αμαρτία, όπως πρώτα.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα μας. Πες μου, για ποιον λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς τον Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του. Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ(:πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του)» [Σοφ. Σολ. 4,11]. Ήταν μήπως νέος; Και γι’ αυτό ακόμα ευχαρίστησε τον Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν’ αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν’ αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στον Θεό, όπου θα απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.
Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για τον χωρισμό από τα αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας. Με το να αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτα άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις; Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος· γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους. Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.
Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ’ εμάς όσα ανήκουν σε Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε Άλλον; Μη λες: «Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω»· γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.
Δεν βλέπεις ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια; Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι; Μήπως το στομάχι λέει: «Αφού δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα»; Τα μάτια πάλι, μήπως, επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος; Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο; Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον εαυτό του θα ζημιώσει. Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τόσο κακοί όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτα άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πώς θα αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια.
«Μα έχασα το μονάκριβο παιδί μου», θα πει ίσως κάποιος, «που πάνω του στήριζα τόσες ελπίδες». Και τι με αυτό; Ευχαρίστησε τον Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώτερος από τον Αβραάμ, που οδήγησε τον γιο του Ισαάκ στο βουνό για να τον θυσιάσει, ύστερα από θεία εντολή. Όπως εκείνος αγόγγυστα πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στον Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή. Μην κλαις, μη βαρυγκωμείς, μην αναστενάζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα παιδιά: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας(:Ο Κύριος μού τα έδωσε, ο Κύριος μού τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι το όνομά Του δοξασμένο παντοτινά)» [Ιώβ 1,21]. Έτσι αποστόμωσε και τη γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και τούτα τα λόγια, που προκαλούν τον θαυμασμό μας: «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;(:Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;)» [Ιώβ 2,10]. Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στον Θεό, που φροντίζει γι’ αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκαναν μαρτυρική τη ζωή των γονιών τους.
«Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;», θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στραβό δρόμο. Γι’ αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ.
«Και πώς να μη θρηνώ», θα πεις, «που δεν είμαι πια πατέρας;». Τί λόγια είναι τούτα; Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη νομίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου. Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια». Αλλά να σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπατήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θα αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο».
«Αλλά δεν γνωρίζω πού πήγε», ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, είναι γνωστό πού θα πάει. «Γι’ αυτό ακριβώς κλαίω», θα εξηγήσεις, «γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες». Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγκωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στον Θεό και Του λες: «Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;». Τότε θα Του έλεγες: «Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;». Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι: αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, γιατί έπαψε πια να αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στην ψυχή του· ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοηθήσεις· όχι με δάκρυα και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους Αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζονται. Και όταν εμείς κάνουμε γι’ αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι. Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.
Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχετε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλά ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ’ ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.
Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και θανάτωσέ με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη θανάτωσή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ’ εκείνα τα αγαθά. «Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα», ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιος είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Άβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Άβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.
Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Άβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιος από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στην αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;
Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ’ αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποια ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από τον θάνατο.
Με αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσα από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.
Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Αγία Γραφή: «Πολλοὶ τύραννοι ἐκάθισαν ἐπὶ ἐδάφους, ὁ δὲ ἀνυπονόητος ἐφόρεσε διάδημα(:Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθισαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα)» [Σοφία Σειράχ, 11,5].
Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποια είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: το ότι κάποτε τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.
Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: «Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τι απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή;». Πλησίασε στον τάφο και κοίτα την σκόνη, την σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη την σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στην γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν· εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.
Τι έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τι έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιος άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τι θέλει, πάλι, κι αυτή η υπερβολικά ανώφελη, και όχι η εντελώς απαραίτητη, δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με(:Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε)» [Ματθ. 25,35-36]. Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιαν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα σε υπερπολυτελή φέρετρα και με αμέτρητα στέφανα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, και εμείς αδιαφορούμε γι’ αυτό;
Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τα ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου να ‘ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θα αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θα αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε την Βασιλεία των ουρανών, για ν’ αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
«Θέματα ζωής. Από τις ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου», Τόμος Α’, σελ. 108-121, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013.Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων, καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7, 11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 6-10-1996]
(Β 345)
Κάποια μέρα, αγαπητοί μου, θέλησε ο Ιησούς να επισκεφτεί την πόλιν Ναΐν. Τον ακολουθούσαν οι μαθηταί Του και όχλος πολύς. Όταν έφθασαν εις την πύλην της πόλεως, γιατί ήταν πόλις οχυρωμένη, την ίδια στιγμή, «ἐξεκομίζετο», όπως μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς». Κάποιος που είχε πεθάνει. Ήταν νεκρό κάποιο παλικάρι, νεανίσκος χαρακτηρίζεται και μονογενής μιας χήρας γυναίκας. Την όλη εκφορά συνόδευε αρκετός κόσμος, που ήλθαν βέβαια να παρηγορήσουν αυτήν την πενθούσα μάνα. Η συνάντησις έγινε εκεί, στην πύλη της πόλεως. Ο όχλος που ηκολούθει και οι μαθηταί τον Κύριον και ο όχλος που ηκολούθει τη νεκρώσιμη εκφορά.
Τότε ο Κύριος λυπήθηκε αυτήν τη γυναίκα, πραγματικά ήταν αξιολύπητη, και της λέγει: «Μή κλαῖε». Δηλαδή, «Μην κλαις». Και τότε πλησίασε το φέρετρο, που έκειτο εκεί νεκρός ο νεανίσκος. Αυτοί που τον μετέφεραν, στάθηκαν. Και τότε ο Κύριος, σαν το πιο φυσικό πράγμα, αποτείνεται προς τον νεκρόν νεανίσκον και του λέγει: «Νεανίσκε, σοι λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, Εγώ σου το λέγω: ‘’Σήκω επάνω’’». Και ο νεανίσκος ανεκάθισε μέσα εις το φέρετρό του και άρχισε να ομιλεί!
Ομολογουμένως ήταν ένα θαύμα καταπληκτικόν. Όλοι γύρω εξέστησαν. Και φοβήθηκαν. Γιατί ό,τι έχει σχέση με τον αόρατον κόσμον, τον πνευματικό κόσμο, φοβίζει και τρομάζει φοβερά τον άνθρωπο. Και σημειώνει ο Λουκάς: «Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Όλους τους κατέλαβε φόβος. Δόξαζαν τον Θεό κι έλεγαν ότι «μεγάλος προφήτης μάς επισκέφθη», «ἐγήγερται», δηλαδή «στάθηκε στον λαό μας μέσα». Και ότι «επεσκέφθη ο Θεός τον λαόν Του». Το θεωρούσαν ότι ήταν μία επίσκεψις του Θεού αυτό, εν προσώπω βέβαια Ιησού Χριστού, τον Οποίον εξελάμβαναν ως μέγαν προφήτην.
Αλλά όταν ο λαός έλεγε ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαόν Του, πώς το εννοούσε; Μπόρεσε να συλλάβει την προσωπική επίσκεψη του Θεού; Ότι ήταν προσωπικά παρών ο Θεός; Αυτό μπόρεσε να το συλλάβει ο λαός; Όταν οι Ραββίνοι, οι διδάσκαλοι του Νόμου, διάβαζαν στον λαό την προφητεία του Βαρούχ, που λέγει ότι «Μετά τοῦτο-δηλαδή μετά από τη δημιουργία του φωτός και του σύμπαντος κόσμου– ἐπὶ γῆς ὤφθη(:εις την Γην ενεφανίσθη, Αυτός που είπε ‘’ Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς’’ στη Γη έγινε ορατός)καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη(:και συνανεστράφη τους ανθρώπους)». Πώς και οι Ραβίνοι και ο λαός μπορούσαν να εννοήσουν αυτήν την προφητείαν;
Το να μεταφερθεί ο αόρατος και πνευματικός Θεός στον χώρο της Γης και της ύλης, θα έμενε πάντοτε κάτι το ακατανόητον. Πώς είναι δυνατόν; Πώς όμως μπορούσαν τότε να εξηγήσουν κάποιες τόσο ρεαλιστικές εκφράσεις των προφητών οι Ραββίνοι; Πώς μπορούσαν να τις εξηγήσουν; Αν έπρεπε να ερμηνεύσομε, πώς θα εξηγούσαμε; Σίγουρα η ερμηνεία θα εγίνετο κατά μεταφοράν και κατά αλληγορίαν κ.λπ. Φερειπείν, εκεί που λέγει: «Ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ»(του Θεού· ‘’ἔστησαν’’, στάθηκαν τα πόδια Του. Πού; Εκεί εις το όρος των Ελαιών. Ἒστησαν τα πόδια Του). Ε, πώς θα το ερμηνεύσομε αυτό; Πώς; Ο Θεός έχει πόδια; Απλώς μεταφορικώς. Απλώς αλληγορικώς, όπως σας είπα. Δηλαδή ότι ο Θεός δίνει την εύνοιά Του, δίνει την προστασία Του, εγγίζει την Γην, δίδει το αγαθόν· αλλά ότι ο Θεός προσωπικά θα ήταν παρών κατά τρόπον απτόν, που να Τον πιάνεις, να Τον εγγίζεις, τούτο θα ήταν ακατανόητο. Γιατί ο λαός δεν μπορούσε, μα ούτε και οι Ραββίνοι, να φανταστούν την Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Δεν μπορούσαν. Ερμήνευαν, παρά την σαφήνειαν των προφητών, ερμήνευαν αλληγορικά. Γιατί; Γιατί υπήρχε ένας ορθολογισμός. Μα είναι δυνατόν ποτέ; Αφού μέχρι σήμερα σε πολλούς υπάρχει και δη Χριστιανούς μας, αυτός ο ορθολογισμός. Είναι δυνατόν ποτέ ο Θεός να είναι ἐγγιζόμενος; Είναι δυνατόν; Κατά ρεαλιστικόν δε τρόπον, ε; Όχι μεταφορικώς. Λέει εκεί στον προφήτη Ησαΐα ότι: «Ἐγώ εἰμι Θεός ἐγγίζων». Ναι. Αλλά εκεί θα μπορούσαμε να το πούμε ότι θα ήτο αλληγορικόν. Δηλαδή «είμαι κοντά». Αλλά κατά τρόπον που να πιάνω, να πιάνω, ε, να πιάνω, να άπτομαι Αυτού του Θεού, πώς είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν ποτέ; Πώς λοιπόν μπορούσε ο λαός να αντιληφθεί αυτήν την επίσκεψη του Θεού, όταν είπε ότι ο Θεός μάς επεσκέφθη· που πολύ ορθά βέβαια λέγει ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαό Του, αλλά πώς; Αυτό το πώς…
Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του προφήτου Ιωάννου και Βαπτιστού, δοξάζει τον Θεό, όταν γέννησε το παιδάκι του και λέγει προφητικότατα, είπε μίαν ωδήν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ(«γιατί επεσκέφθη τον λαό Του και έδωσε την λύτρωση». «Ἐποίησε». Είναι πιο δυνατό το «ἐποίησε» από το «έδωσε». Δηλαδή εργάστηκε το θέμα της σωτηρίας). «Ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις». Δύο φορές χρησιμοποιεί το ἐπεσκέψατο, το ρήμα «ἐπισκέπτομαι».
Εντούτοις, εντούτοις, έρχεται ο Θεός στη Γη κατά τρόπον όπως το είπαν οι προφήται, όπως το έβαλε εις το στόμα των το Πνεύμα το Άγιον, κατά τρόπον αισθητόν. Αφού βεβαίως ενεδύθη, ντύθηκε τη Δημιουργία Του. Έγινε άνθρωπος. Ο Ψαλμωδός θαυμάζει και ερωτά: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; Ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;». «Κύριε», λέει, «τι είναι ο άνθρωπος, ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άνθρωπος που τον θυμάσαι; Ή απόγονος ανθρώπου που τον επισκέπτεσαι; Ποιος είναι;».
Αλλά εδώ έχομε μίαν αποκάλυψη. Για να επισκέπτεται ο Θεός τον άνθρωπον κατά τρόπον αισθητόν, με την Ενανθρώπηση, σημαίνει ποίαν αξίαν έχει ο άνθρωπος, σαν εικόνα του Θεού. Όταν φθάνει δηλαδή ο Θεός να επισκέπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπον και να εργάζεται την Ενανθρώπηση, τότε ποιος είναι ο άνθρωπος; Πάρα πολύ μεγάλη αξία. Βλέπομε ο ένας τον άλλον, βλέπομε τα μικρά παιδιά, βλέπομε τους ηλικιωμένους και λέμε: «Ε, καλά ποιος είναι αυτός; Ένας γέρος άνθρωπος, ένα παιδάκι». Δεν μπορούμε να συλλάβομε την αξία «άνθρωπος». Ήταν ανάγκη να τύχει αποκαλύψεως. Κι εδώ έχομε ίσως το πιο δυνατό επιχείρημα, ποια είναι η αξία του ανθρώπου, όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν, εις την Ενανθρώπησιν, έχομε μίαν σαφεστάτην αποκάλυψιν. Ανάμεσα στον Θεό Λόγο και τον άνθρωπο, υπάρχει μία αμοιβαία έλξις. Αλλιώτικα δεν θα ήταν δυνατόν να συνέβαινε η Ενανθρώπησις. Ένας έρως· που μένει βέβαια αυτός ο έρως ακατανόητος. Και η δική μας αγάπη, δυστυχώς έχει ατονίσει. Και έχει διαστραφεί. Αντίθετα, η δική Του αγάπη, του Θεού Λόγου μένει αναλλοίωτη. Μας δημιούργησε, μας έπλασε, μας αγαπά, δεν έχει μεταβολές στα αισθήματά Του υπέρ των ανθρώπων. Δημιουργεί τους πρωτοπλάστους, τους τοποθετεί εις τον ωραίον παράδεισον, που λέγεται μάλιστα και «παράδεισος τρυφῆς». Τρυφή θα πει απόλαυσις. Μετά, που ήταν ένα θαυμάσιον ενδιαίτημα, κατοικία δηλαδή ο παράδεισος, κατοικία του ανθρώπου. Εν συνεχεία δε, όταν τοποθέτησε ο Θεός τον άνθρωπο εις τον Παράδεισο, τι έκανε; Τον επεσκέπτετο! Τον επεσκέπτετο!
Τι θα κάνομε στη Βασιλεία του Θεού; Θα Τον βλέπομε και θα μας βλέπει. Αυτό είναι το ύψιστον αγαθόν. Μη σας κάνει εντύπωση. Όπως ακριβώς, όταν παντρέψομε το παιδί μας, κάνομε επίσκεψη στο σπίτι Του. Γιατί; Για να το βλέπομε και να μας βλέπει. Τίποτε άλλο. Βέβαια το «τίποτ’ άλλο», μια κουβέντα. Απ’ αυτήν τη θεωρία, από το βλέπω, απορρέουν όλα τα αγαθά. Η ειρήνη, η αγάπη, η χαρά και και και…
Οι πρωτόπλαστοι δε, όταν τους επεσκέπτετο ο Θεός Λόγος, δεν μπορούμε να κατανοήσομε πώς ήταν αυτή η επίσκεψις, γιατί βέβαια ακόμη δεν είχε ενανθρωπήσει ο Θεός Λόγος, οι πρωτόπλαστοι ωστόσο δεν εκπλήσσονται για τις επισκέψεις του Θεού Λόγου. Να πουν: «Α!». Δεν εκπλήσσονται. Μάλιστα θα λέγαμε θεωρούσαν το πιο φυσικό πράγμα να τους επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Ακατανόητα, βλέπετε, ακατανόητα πράγματα… Όταν όμως αμάρτησαν, κρύπτονται, ενοχλούνται από την επίσκεψη του Θεού Λόγου. Όχι γιατί, θα λέγαμε, είναι γιατί φοβήθηκαν την παράβαση της εντολής. Όχι γιατί φοβήθηκαν την παρουσία του Θεού Λόγου. Αφού ήσαν συνηθισμένοι σε αυτό. Προσέξατέ το. Ήσαν συνηθισμένοι. Γι’ αυτούς η επίσκεψις του Θεού Λόγου, θα επαναλάβω, ήταν το πιο φυσικόν, φυσικόν πράγμα. Όπως και η ανάστασις του υιού της χήρας ήταν το πιο φυσικό πράγμα. Γιατί; Γιατί ο θάνατος δεν είναι φυσικό πράγμα· είναι παράλογον. Και ο Χριστός τι έκανε; Μία πράξη φυσική. Επαναφέρει τη ζωή· γιατί η ζωή είναι το φυσικόν πράγμα. Όχι ο θάνατος. Μία καρικατούρα μέσ’ τη δημιουργία είναι ο θάνατος. Χωρίς βεβαίως να είναι ο Θεός εισηγητής του θανάτου· αλλά εισηγητής του θανάτου είναι ο διάβολος και η αμαρτία των πρωτοπλάστων. Έτσι λοιπόν κι εδώ, τι φυσικότερον να μας επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Κι επειδή η θέα του Θεού δεν ήτο πλέον δυνατόν εις τους πρωτοπλάστους, μετά την πτώση τους, να υπάρχει, γι΄αυτό τώρα ο Θεός αποσύρεται.
Απεσύρθη ο Θεός. Αλλά δεν άφησε, όπως λέει σε μία του ομιλία ο Απόστολος Παύλος στα Λύστρα, δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς να δίνει την μαρτυρία Του. Δίνει τη μαρτυρία Του τώρα έμμεσα. Βρέχει. Είναι δόξα του Κυρίου αυτό. Γιατί; Πρέπει να ποτιστεί η Γη. «Καὶ ἐμέθυσας τοὺς αὔλακας αὐτῆς», λέει ένας Ψαλμός. «Τα αυλάκια, που είναι εκεί φυτεμένα, ό,τι είναι φυτεμένα– κοιτάξτε, τι ωραία έκφρασις: «ἐμέθυσας». Πίνω κρασί, θα πει λίγο. Όταν πιω πολύ, μεθώ. Σημαίνει «Έδωσες τόσο νερό, ώστε εμέθυσες τη Γη, τους αύλακας της Γης· που είναι εκεί τα φυτά». Αυτό είναι δόξα του Θεού. Βγαίνει ο ήλιος. Είναι δόξα του Θεού. Όπως πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα οι Εβραίοι. Δεν είναι τίποτα το εκπληκτικόν. Είπε ο Θεός: «Και τώρα, θα δείτε την δόξαν μου». Τι ήταν η δόξα Του; Το ότι πέρασαν «ἀβρόχοις ποσί», με άβρεχτα πόδια οι Εβραίοι την Ερυθρά θάλασσα. Αυτές είναι ενέργειες του Θεού. Έτσι ο Θεός δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς μαρτυρίαν. Μόνο που δεν υπήρχε πια η άμεσος θέα. Αυτό δεν υπήρχε.
Μέχρι, μέχρι που ενεδύθη ο Θεός Λόγος, γιατί Εκείνος μας εδημιούργησε, ενεδύθη τη Δημιουργία Του και ήλθε ανάμεσά μας κατά τρόπον αισθητόν. Αλλά και αυτό από αγάπη. Γιατί μας αγαπούσε. Συνέβη όμως τούτο. Όταν ήλθε, σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο 1ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε(:Ήλθε σε μας), καὶ οἱ ἴδιοι (:οι δικοί Του και μάλιστα ο λαός Του) αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Δεν Τον δέχθηκαν. Ήλθε, αλλά δεν Τον δέχτηκαν. Και ακόμη λίγο πιο κάτω, θα πει: «Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω». «Και ο κόσμος», λέγει, «δεν Τον εγνώρισε». Γιατί δεν Τον εγνώρισε; Μήπως επειδή ήλθε με αυτό το ταπεινό σχήμα; Μα, ήλθε άνθρωποι, με ταπεινό σχήμα, γιατί ο πρόγονός σας, ο Αδάμ, ήθελε να πάρει κάτι παραπάνω από το σχήμα που είχε. Ζητούσε την ισοθεΐαν. Το πάθος εκείνο που έπασχε και ο διάβολος. Και το εισηγήθη εις τον Αδάμ. Δεν ήταν ο απλός Αδάμ. Ζήτησε την ισοθεΐαν. Κι έπεσε. «Γι΄αυτό λοιπόν έρχομαι εγώ αντίθετα. Έρχομαι ταπεινός, απλός. Μπορείς να με δεχθείς; Μπορείς αυτό να το κατανοήσεις; Να με ανακαλύψεις μέσα ακριβώς σ’ αυτήν την ταπείνωσή μου; Ταπείνωση, όχι με την έννοια της αρετής. Με την έννοια του εξευτελισμού». Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «Δούλου μορφήν λαβών». «Επήρε», λέει, «μορφή δούλου».
Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που εκπλήσσει. Αλλά δεν μπορέσαμε να το γνωρίσουμε. Προσπάθησε να μας βοηθήσει να το γνωρίσουμε. Ότι μας επεσκέφθη. Ωστόσο η θέα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη περιορίστηκε μόνον εις τους δικαίους. Στον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ. Κι εκεί βέβαια αινιγματωδώς. Όταν ο Αβραάμ πέφτει σε μίαν έκστασιν… του είπε πολλά εκεί ο Θεός. Όταν ο Ιακώβ στον ύπνο του παλεύει με κάποιον, ερχόμενος πίσω εις την γην Χαναάν, παλεύει, παλεύει… Και του λέγει: -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω». -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω εάν δεν με ευλογήσεις». Του λέγει: «Ε, από δω και μπρος δεν θα λέγεσαι Ιακώβ(που θα πει πτερνιστής. Δεν ήταν βεβαίως όνομα περιωπής. Ονομάστηκε, έτσι, γιατί είχε πιάσει την φτέρνα, γενόμενος δίδυμος του Ησαύ. Πτερνιστής. Είναι άσχημη κατάστασις). «Θα λέγεσαι Ισραήλ». Δηλαδή ηγαπημένος. Βλέπετε λοιπόν ότι εμφανίζεται ο Θεός, αλλά αινιγματωδώς. Στον λαό; Εμφανίζεται με τις ενέργειές Του, με όλα εκείνα τα καταπληκτικά. Φερ’ ειπείν, ρίχνει το μάνα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ούτε μία ώρα, ούτε μία μέρα, ούτε μία εβδομάδα. 40 χρόνια. Αυτό είναι μία ενέργεια του Θεού. Έτσι εμφανίζεται, έμμεσα ο Θεός, δια των ενεργειών Του. Μόνο με εκείνα τα θαυμαστά που μπορούσε να βιώνει ο λαός.
Γι΄αυτό, η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου είναι κεντρικόν γεγονός της Ιστορίας. Τελείως βέβαια ακατανόητον, αλλά πραγματικό, ρεαλιστικό. Ο Θεός λοιπόν επισκέπτεται και τις επιμέρους, θα λέγαμε, ανθρώπινες καρδιές. Και τις επιμέρους ανθρώπινες καρδιές. Λέει ο Κύριος στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». «Να, στάθηκα, μπροστά στην πόρτα του οίκου της υπάρξεώς σου. Και χτυπώ. Και κρούω». Δεν λέγει «έκρουσα». Λέει «κρούω». Πράξη διαρκείας. «Ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν(:θα μπω μέσα) καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ». «Θα καθίσω στο τραπέζι, θα δειπνήσει αυτός μαζί μου κι εγώ μαζί του». Κι εδώ συναντούμε εκφράσεις αδιανόητα οικείες. «Χτυπάω την πόρτα». «Θύρα» είναι η προαίρεσις της υπάρξεως του ανθρώπου. Και η «κρούσις του κρούοντος την θύραν» είναι εκείνα τα μικρά-μικρά θαύματα, τα καθημερινά, που ανοίγουν και φωτίζουν τον νου και την καρδιά. Για να πει ο πιστός: «Ποιος είσαι, Κύριε; Ποιος κρούει; Τι είναι αυτό που βιώνω;». Είναι εκείνα που δημιουργούν το θάμβος και την έκπληξιν.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος έχει μία ωραία περικοπή στα Άπαντά του. Επιτρέψατέ μου να σας τη διαβάσω σε απόδοση: «Κατά καιρούς και ανεπαίσθητα πέφτει σε όλο το σώμα μία τρυφή και αγαλλίασις, που γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει, έως ότου ο άνθρωπος θεωρήσει όλα τα επίγεια, στάχτη, σποδόν και σκύβαλα. Αυτά συμβαίνουν την ώρα της προσευχής ή της αναγνώσεως ή στη συνεχή μελέτη, που απλώνεται η διάνοια και τότε θερμαίνεται ο νους. Ακόμα, αυτή η τρυφή συμβαίνει ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Σαν να κοιμάται κανείς, αλλά δεν κοιμάται. Και όταν έλθει αυτή η τρυφή, η απόλαυσις, που σφύζει σε όλο το σώμα, ο άνθρωπος τότε νομίζει ότι αυτό είναι η Βασιλεία του Θεού». Και αυτή η κατάστασις, πρέπει να σας σημειώσω, είναι χωρίς παραστάσεις, χωρίς εικόνες. Είναι ανεικόνιστος. Δεν είναι όνειρο. Δεν υπάρχει καμία εικόνα, μα καμία εικόνα. Μόνο ένα αίσθημα μακαριότητος απιθάνου. Και τότε εκεί ο άνθρωπος παίρνει μία γεύση της Βασιλείας του Θεού· που δεν μεταφέρεται ούτε με εικόνες, ούτε με λόγια. Είναι… πώς να σας το πω; Όπως ακριβώς μας δίνει κάποιος ένα μεζεδάκι, για να πάρομε μία γεύση ενός γεύματος που θα ακολουθήσει. Έτσι ο Θεός στέλνει αυτές τις γεύσεις, για να σου πει ποιο είναι το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Προσέξτε, είναι πραγματικά αυτά. Σας ξαναλέγω, δεν είναι όνειρον. Δεν είναι ύπνος, δεν είναι ξύπνιος. Είναι μία κατάστασις που ο άνθρωπος έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Αν υπάρξει ένας θόρυβος, θα ήθελε να μην υπάρξει, για να μην τελειώνει ποτέ αυτή η κατάστασις. Έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του.
Αγαπητοί, η καρδιά είναι ο χώρος συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Και οι μεγάλες χαρές του ανθρώπου. Μετά την ανάσταση των νεκρών, δεν θα είναι μόνον η καρδιά τόπος συναντήσεως του Θεού. Αλλά ο όλος άνθρωπος. Γι΄αυτό γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα(:Ακόμη δεν φανερώθηκε τι θα είμαστε) οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ (:γνωρίζομε ότι όταν θα φανερωθεί… –Το ἐάν είναι όχι υποθετικό, αλλά χρονικό) ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα(:θα είμεθα όμοιοι με Εκείνον. Όπως ήταν σαρκωμένος και θεωμένος) ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι». «Γιατί θα Τον δούμε όπως είναι». Θα Τον δούμε όπως είναι.
Ακόμη είναι και τούτο το ρεαλιστικό· που αρχίζει από τη Γη και εκπληρούται στη Βασιλεία του Θεού· που λέγει ο Θεός και στην Παλαιά και στην Καινή. Το χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος: «Καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός». Θα περπατήσω ανάμεσά τους. «Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί (λέει ο Παύλος: «έχοντες αυτές τις υποσχέσεις»),καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς(:ας καθαρίσουμε τον εαυτόν μας) ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».
Γι΄αυτό, ας προσέχομε την ζωή μας, το ήθος μας, την πίστη μας, την καρδιά μας. Γι΄αυτό λέγει η Γραφή: «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν καρδίαν(«Αλίμονο σε εκείνους που έχασαν την καρδιά τους», λέει η Σοφία Σειράχ)· Καὶ τί ποιήσετε ὅταν ἐπισκέπτηται ὁ Κύριος;». Τι θα κάνετε όταν θα σας επισκεφθεί ο Κύριος;». Ο Ισραήλ έχασε την καρδιά του. Και είπε ο Χριστός: «Αλίμονό σου, Ισραήλ -από το όρος των ελαιών το είπε- οὐκ ἔγνως(:δεν εγνώρισες) τήν ἐπισκοπήν σου -«ἐπισκοπή» θα πει επίσκεψις- ὃτι σε ἐπεσκέφθη ὁ ᾋγιος τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Κύριός σου». «Δεν το γνώρισες». Έχασε την καρδιά του. Όπως και πολλοί άνθρωποι χάνουν την καρδιά τους. Οι επισκέψεις του Θεού και δυνατές είναι και υπέροχες. Αρκεί ο Θεός να βρίσκει τόπο. Και ο τόπος είναι η καρδιά. Τότε, κατ’ αλήθειαν, λέγει, ο πιστός ότι δέχεται θείες επισκέψεις. Γιατί ο Θεός είναι πολύ κοντά μας και μας αγαπά. Και αγαπά να μας επισκέπτεται.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_695.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7,11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 19-10-1986]
(Β166)
Η σκηνή, αγαπητοί μου, της αναστάσεως του υιού της χήρας της Ναΐν, περιγράφεται λιτά μεν αλλά πολύ ζωηρά. Με ένα Του λόγο ο Κύριος, όπως ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ανέστησε εκείνο το παλληκάρι που ήταν μοναχοπαίδι εκείνης της φτωχιάς, χήρας γυναίκας. Και του είπε: «Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, νέε μου, σε εσένα το λέγω· σήκω επάνω». Και ο νεανίσκος ανεστήθη.
Φόβος και έκσταση κατέλαβε τον λαό, όπως μας περιγράφει ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. Και πολύ δίκαια, έβγαλε το συμπέρασμα ο λαός «ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Αλλά, αγαπητοί μου, και σήμερα στην εποχή μας η νεότητα παρουσιάζει μία χειρότερη νέκρωση. Και αυτή η νέκρωση είναι πνευματική. Και όπως στη βιολογική νέκρωση ενός νέου ανθρώπου λέμε όλοι «κρίμα, νέο παιδί, νέος άνθρωπος πέθανε» και υπάρχει και πολύ πένθος, έτσι, πολύ περισσότερο πένθος υπάρχει όταν δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά είναι ολόκληρη η νεολαία. Τότε ανήκει στη νέκρωση της νεολαίας πολύς οδυρμός και πολλά δάκρυα. Περπατάμε στον δρόμο και βλέπουμε αυτούς τους ζωντανούς νεκρούς που ανήκουν στη νεολαία μας. Και σας βεβαιώνω, κλαίει η ψυχή, κλαίει ασφαλώς όλων των ανθρώπων εκείνων που καταλαβαίνουν, μπορούν να νιώθουν, να προσδιορίζουν και να πενθούν. Και πενθούν. Και οδύρονται. Όταν βλέπουν περιφερομένους νεκρούς από τη νέα γενεά, από τα παιδιά μας, από τη νεολαία μας.
Αλλά εάν ο Κύριος όμως, αγαπητοί μου, πραγμάτωσε τρεις αναστάσεις, τόσες τουλάχιστον αναγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια, πιθανότατα πολλούς άλλους είχε αναστήσει, όμως πολύ περισσότερες πνευματικές νεκραναστάσεις ο Κύριος επιτελεί. Και επιτελούσε και επιτελεί και θα επιτελεί.
Αλλά ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, όπως μας τα περιγράφει το ιερό κείμενο. Λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής, όταν εξήρχετο εκείνη η συνοδεία του νεκρού από την πύλη της πόλεως Ναΐν, εισήρχετο εις την πόλιν ο Κύριος με μία πολύ μεγάλη συνοδεία πολλών ανθρώπων, θαυμαστών Του, που Τον ακολουθούσαν. Είδε το πένθος ο Κύριος. Είπε στη μητέρα: «Μὴ κλαῖε», «μην κλαις». Και τότε «προσελθών», λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, «ἥψατο τῆς σοροῦ». Τότε λέγει, αφού προσήλθε, ήγγισε την σορό. Το φέρετρο δηλαδή και τον νεκρό που ήταν μέσα στο φέρετρο. Βλέπει κανείς εδώ ότι υπάρχει ανάγκη ο Ιησούς Χριστός να προσεγγίσει την νεκρωμένη νεολαία.
Αυτή η προσέγγιση όμως πώς μπορεί να νοηθεί; Λέμε ότι πρέπει να προσεγγίσει ο Ιησούς τη νεολαία. Πώς το καταλαβαίνουμε αυτό; Πώς το εννοούμε; Αυτή η προσέγγιση γίνεται με τη Χάρη του Θεού, όταν ο Θεός δίνει τη χάρη Του, όπως ακριβώς οι ακτίνες του ηλίου αναδεύουν και αντικείμενα και πρόσωπα, έτσι, οι ακτίνες της θείας Χάριτος να έλθουν να αναδεύσουν, να χαϊδεύσουν, να εγγίσουν, να προσάψουν, να χαϊδέψουν, όπως σας το είπα, αλλά να έρθει και το δεύτερο στοιχείο. Ο ζωντανός λόγος του Θεού, που προσφέρεται από την Εκκλησία.
Η χάρις λοιπόν του Θεού και ο ζωντανός λόγος της Εκκλησίας του Θεού. Αυτός ο ζωντανός λόγος, που έρχεται απέξω και προσφέρεται, πρέπει να βρει σημεία επαφής. Προσέξτε, ο Κύριος λέει, «ἤγγισεν» εκείνον τον νεκρό. Πρέπει λοιπόν να βρει ο λόγος του Θεού αυτά τα σημεία της επαφής στη νεκρή νεολαία. Αλλά εδώ χρειάζεται όμως πάρα πολλή προσοχή· διότι όταν λέμε «σημεία επαφής» δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα προβεί σε αβαρίες για να κερδίσει τους νέους. Υπάρχει μία παρανόησις εδώ. «Να βάλουμε όργανα μουσικά, επειδή η νεολαία μας αγαπάει τη μουσική, να τα βάλουμε μέσα στη λατρεία για να προσελκύσουμε», λέμε. Επειδή μάλιστα αρέσει ο ρυθμός της τζαζ, να βάλουμε μουσική που να είναι στο ρυθμό της τζαζ, για να προσελκύσουμε τη νεολαία. «Τι κάνετε εκεί;», ερωτούμε. «Μα, σημεία επαφής βρίσκουμε ανάμεσα στην Εκκλησία, στον λόγο του Θεού και τον λαό του Θεού, κυρίως τους νέους». Λάθος βέβαια. Λάθος αγαπητοί. Δεν μπορεί να γίνει καμία αβαρία.
Έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι όταν προσφέρεται ο λόγος του Θεού ατόφιος, καθαρός, ανόθευτος και με πολλή αγάπη, με πολλήν αγάπη, αγάπη που φθάνει και ξεπερνά τα όρια της αυτοθυσίας, τότε δημιουργούνται σημεία επαφής. Δεν χρειάζεται τίποτα να τροποποιήσουμε. Αρκεί να είναι αυτός ο λόγος του Θεού ζωντανός, καθαρός, επαναλαμβάνω, και με αγάπη· γιατί η ψυχή ζητάει το αληθινό, εκείνο που προσφέρεται με αλήθεια και αυτό που προσφέρεται με αγάπη. Συνεπώς, όταν λέμε «προσέγγισις», «εύρεσις σημείων επαφής», δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να προβούμε σε υποχωρήσεις και αβαρίες τέτοιες που τελικά φθάνουμε κατά διαλεκτικό τρόπο, φθάνουμε, αγαπητοί μου, εκείνο που προσφέρουμε να μη σώζει. Και μια προσφορά λόγου Θεού που δεν σώζει, μία Εκκλησία που δεν σώζει, είναι περιττό να προσφερθεί.
«Νεανίσκε», λέει ο Κύριος. Νεανίσκε. Ωραία προσφώνησις του Κυρίου: «Νεανίσκε». «Νέε μου»· που φανερώνει… όχι το όνομα, αλλά φανερώνει την ηλικία. Πράγματι η εφηβική ηλικία και η νεανική ηλικία είναι η πιο όμορφη ηλικία. Αλλά και η πιο σκληρή και η πιο δύσκολη. Συμπαθής, αλλά δύσκολη ηλικία. Έτσι που πολλές φορές, αν κανείς μεγαλώσει και κοιτάξει πίσω τη ζωή του, μπορεί να βλέπει στα νεανικά του χρόνια και να τα νοσταλγεί. Αλλά όταν βλέπει πόσο δύσκολα πέρασε, να εύχεται να μην ξαναγύριζε στα νεανικά του χρόνια. Προβλήματα, πολλά προβλήματα. Προβλήματα υπαρξιακά. Ένας νέος άνθρωπος στέκεται μπροστά στη ζωή και αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο ίδιος, ποιοι είναι οι άλλοι, ποιος είναι ο Θεός, τι υπάρχει. Έχει ψυχή; Δεν έχει ψυχή; Ποιο είναι το μέλλον του ανθρώπου; Ποιος ο σκοπός της υπάρξεως; Αυτά τα λεγόμενα «υπαρξιακά προβλήματα», για έναν νέο που σκέπτεται, είναι βασανιστικά. Και ο πιο επιπόλαιος ακόμη νέος, έχει στιγμές που φθάνει σε ένα αδιέξοδο. Και μπορεί να αναρωτιέται και να λέγει: «Αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει;».
Προβλήματα επαγγελματικά. Το βλέπομε καθαρά αυτό στα παιδιά μας. Τι θα ακολουθήσουν και πώς θα επιτύχουν εκείνο το οποίο θέλουν να ακολουθήσουν. Προβλήματα ηθικά. Πω πω, προβλήματα ηθικά! Προβλήματα πνευματικού προσανατολισμού. «Τι θα ακολουθήσω; Πώς θα προσανατολισθώ στη ζωή μου;». Προβλήματα σχέσεων. Αυτό το τελευταίο μάλιστα το τονίζομε, γιατί το βλέπομε ανάγλυφο στην εποχή μας. Βλέπομε αγαπητοί μου τους νέους να μην έχουν αγαθές σχέσεις με τους γονείς τους, με το σπίτι τους γενικά, με την Εκκλησία, με την κοινωνία. Ο αναρχισμός, εκείνο το ανέμελο, εκείνο το «δεν με νοιάζει», εκείνο το «δεν βαριέσαι», εκείνο το «εγώ είμαι και κανείς άλλος στον κόσμο» δημιουργεί φοβερά προβλήματα σχέσεων. Τόσο που μόνα αυτά να υπήρχαν, θα λέγαμε όλα τα άλλα είναι περιττά. Αλλά αν το θέλετε, επειδή όλα τα άλλα υπάρχουν, γι’ αυτό υπάρχει πρόβλημα οξύτατο σχέσεων.
Ποιος όμως θα λύσει αυτά τα προβλήματα; Ποιος άλλος από τον Ιησού Χριστό; Πρέπει να αντιληφθεί η νεολαία μας ότι ματαιοπονεί στις αναζητήσεις της, στην κουλτούρα, στις υλιστικές και πολιτικές θεωρίες, στις ηδονές και τα ναρκωτικά. Ματαιοπονεί. Δεν θα βρει τίποτε εκεί. Όλα αυτά οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, σε ένα χάος. Και τότε έρχεται η φωνή του Κυρίου: «Νεανίσκε, σοι λέγω…». «Νεανίσκε, σε σένα μιλάω, σε εσένα μιλάω. Σε εσένα. Εγώ ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, Εγώ που στάθηκα νήπιο, Εγώ που στάθηκα έφηβος και νέος, επέρασα την ανθρώπινη αυτή ηλικία, αυτή που τώρα περνάς εσύ, Εγώ είμαι Εκείνος, ο μαθών ανθ’ ων έπαθον. Είμαι Εκείνος που έχω μάθει, από εκείνα που έχω πάθει. Δηλαδή Εγώ που δοκίμασα τη ζωή, Εγώ που πειράστηκα από τον διάβολο, που σε πειράζει και εσένα, τον ενίκησα όμως. Και τον κόσμον ενίκησα. Και τον διάβολο ενίκησα. Κι έμεινα χωρίς αμαρτία. Νέε μου, νεανίσκε μου, ομιλώ σε εσένα προσωπικά. Εσύ που ζεις τόσο έντονα την πνευματική κρίση της εποχής σου. Εσύ που έχεις βαθιές εμπειρίες της αμαρτίας. Εσύ που στράφηκες ακόμα και εναντίον μου. Σε εσένα στρέφομαι, νέε μου. Σε θεωρώ φίλο μου και θέλω να σε βοηθήσω. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει και να σε νεκραναστήσει. Στρέψου σε εμένα, όχι για να με πολεμήσεις, αλλά για να με ακούσεις. Τι έχω να σου πω; Εγέρθητι! Σήκω επάνω. Νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι. Σήκω επάνω. Εγέρθητι. Ναι. Σήκω επάνω. Εγώ ο Κύριός σου είμαι Εκείνος που σε δημιούργησα σε ορθία κατάσταση· που είναι έκφρασις, γιατί περπατάς στα δυο σου ποδάρια, έκφρασις ότι είσαι εσύ κύριος της Δημιουργίας, ότι εσύ είσαι βασιλιάς και κυρίαρχος του παντός. Ναι. Γι’ αυτό Εγώ ο Κύριός σου λέγομαι: «Κύριος των κυριευόντων». Ποιων κυριευόντων; Των κυριευόντων ανθρώπων. Γι’ αυτό Εγώ λέγομαι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων». Είμαι ο βασιλιάς τίνων; Εκείνων που βασιλεύουν. Ποιοι είναι αυτοί που βασιλεύουν; Οι άνθρωποι. Γιατί εσείς οι άνθρωποι είσαστε οι κύριοι και οι βασιλείς. Κι Εγώ είμαι ο Κύριος των κυρίων και ο Βασιλιάς των βασιλευόντων. Έτσι, η ορθία στάση, που Εγώ σε έχω έτσι δημιουργήσει, είναι έκφραση της δικής μου εικόνος στη δική σου την ύπαρξη. Αυτή η ορθία στάσις ακόμα δείχνει, εκφράζει, μία αναζήτηση εμού του Δημιουργού σου.
Εκφράζει ακόμα μία διαφοροποίηση της δικής σου της ζωής από τη ζωή των άλλων ζώων. Γι’ αυτό, σε τιμή όντας, δεν πρέπει να συγκρίνεσαι με τα ζώα. Ούτε να κατεβαίνεις στο επίπεδό τους και να επιθυμείς να τους μοιάσεις. Είσαι ευγενούς καταγωγής. Μην πέφτεις στα πάθη που σε εξομοιώνουν με τα ζώα. Σου έδωσα όλα τα αγαθά της Δημιουργίας. Μην αναζητάς το παραπάνω. Σου έδωσα το κρασί, που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Μη μεθάς. Σου ‘δωσα το ψωμί, που στηρίζει καρδίαν ανθρώπου. Μην γίνεσαι κοιλιόδουλος. Σου έδωσα όλη την ομορφιά της ζωής, σου έδωσα να χαίρεσαι κι οι αισθήσεις σου ακόμη. Μην τρυγάς στην πορνεία. Μην πηγαίνεις και γίνεις κυνηγός των ηδονών του βίου τούτου. Πρόσεξε. Όταν κάνεις αυτά, ενώ συ είσαι τιμημένος, υπάρχων εν τιμή, έρχεσαι και εξομοιούσαι με τα ζώα. Κάτι περισσότερο. Κατεβαίνεις πιο κάτω από τα ζώα.
Ο θάνατος είναι εκείνος που οριζοντιοποιεί τον άνθρωπο. Τον ξαπλώνει κάτω. Τον κάνει πτώμα. Από το «πίπτω». Τον κάνει πτώμα τον άνθρωπο. Ο θάνατος. Αλλά Εγώ είμαι η Ζωή, που έρχομαι να σου πω: «Νεανίσκε· σήκω επάνω». Νεολαία, σήκω επάνω. Στην εποχή σου, νέε μου, οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα! Ενώ Εγώ τους έκανα να περπατούν με τα δύο. Και περπατώντας με τα τέσσερα, δεν έχουν τη δυνατότητα να κοιτάξουν ψηλά. Πραγματικά θεωρούν μόνο ό,τι βλέπουν. Ό,τι δεν βλέπουν, το αγνοούν. Ό,τι είναι χώμα, αυτό μόνο βλέπουν, γιατί βλέπουν χάμω. Ό,τι είναι υλικό, αυτό βλέπουν. Και ό,τι είναι παθιασμένο, αυτό ζουν. Περπατώντας με τα τέσσερα, δεν μπορούν να σηκώσουν τον νου και την καρδία προς Εμένα, να με αναζητήσουν και να με αναγνωρίσουν. Νέε μου, ζεις σε μια εποχή, που οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα».
Αγαπητοί, έτσι ομιλεί ο Κύριος στον κάθε νέο, στη νεολαία μας. Αλλά εμείς οι μεγάλοι… ω εμείς οι μεγάλοι… Εμείς οι μεγάλοι είμαστε εκείνοι που οδηγούμε την νεολαία στο νεκροταφείο για ενταφιασμό. Εμείς κρατάμε το φέρετρο, εμείς οι μεγάλοι, το φέρετρο της νεολαίας. Δεν αφηνίασε η νεολαία μόνη της. Εμείς οι μεγάλοι της βγάλαμε τα χαλινάρια, αφαιρέσαμε τα μη, τους νόμους, τις εντολές, τα κάγκελα, και τους είπαμε ότι είναι ελεύθεροι και ότι μπορεί να κάνουν ό,τι θέλουν και μπορούν να κινούνται όπως θέλουν. Κι αν ακόμη στραφούν εναντίον μας και μας φτύσουν, θα τους πούμε: «Καλά κάνατε, παιδιά μας!». Εμείς λοιπόν αφαιρέσαμε όλα αυτά, τα χαλινάρια του νόμου του Θεού και της λογικής και της ανθρωπιάς. Κι έφτασε η νεολαία να αφηνιάσει.
Αλλά όταν ο Κύριος, αγαπητοί μου, επλησίασε το φέρετρο εκείνου του νέου της Ναΐν, λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής: «Οἱ βαστάζοντες ἔστησαν». Εκείνοι που κρατούσαν το φέρετρο, στάθηκαν. Ναι. Ας σταματήσουμε κι εμείς, οι βαστάζοντες το φέρετρο της νεολαίας. Ναι, της νεολαίας, του νέου λαού, του «κτιζομένου λαοῦ», όπως λέγει ο Ψαλμωδός[Ψαλμ.101,19]· που την οδηγούμε στον θάνατο και στο σωματικό και τον πνευματικό, με τους σάπιους νόμους μας, με τη χαλασμένη λογική μας, με τη διεφθαρμένη αγωγή μας, με τους θανατηφόρους προσανατολισμούς που δίνομε στους νέους μας, με την αποστασία που δημιουργήσαμε. Ας σταματήσουμε. Ας δώσουμε την ευκαιρία στον Χριστό να πλησιάσει τη νεκρωμένη νεολαία μας. Κι Εκείνος θα την αναστήσει. Και θα την αποδώσει πάλι στη μητέρα Εκκλησία και στη μητέρα της την πατρίδα. Κάποτε, ας το αντιληφθούμε, μόνον ο Χριστός ανέστηνε τους νεκρούς· τους σωματικά και πνευματικά νεκρούς. Γιατί Αυτός είναι η Ζωή και η Ανάστασις.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση δια χειρός του αξιοτίμου κυρίου Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_337.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7,11-17]
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ
Ο μέγας Παύλος, αποδεικνύοντας το θείο και κοινωφελές της πίστεως και εξαγγέλλοντας τα έργα της και τα κατορθώματα και τους καρπούς και την δύναμή της, αρχίζει από τους αιώνες, από τους οποίους δεν υπάρχει τίποτε αρχαιότερο. Λέει ότι «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι(:Με την πίστη και όχι με τις εξωτερικές μας αισθήσεις κατανοούμε και γνωρίζουμε ότι ο ορατός κόσμος, που έγινε μέσα στον χρόνο, δημιουργήθηκε άρτιος και αρμονικός με τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού. Και συνεπώς όσα κτίσματα βλέπουμε τώρα, έχουν γίνει ενώ δεν υπήρχαν πριν και δεν φαίνονταν με τις σωματικές αισθήσεις)»[Εβρ.11,3], και τελειώνει με την μελλοντική παγκόσμια ανάσταση και την τελείωση των αγίων που θα πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκειά της και που τίποτα δεν είναι τελειότερο από αυτήν[ βλ. Εβρ.11,39-40: «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι(:Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς. Κι αυτό διότι ο Θεός προέβλεψε για μας κάτι καλύτερο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθμό τέλειο την σωτηρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβουμε όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ αυτούς˙ όχι μόνο επειδή ζούμε στα χρόνια της απολυτρώσεως του Χριστού, αλλά και επειδή η περίοδος της αναμονής για μας είναι μικρότερη)»].
Καταρτίζοντας μάλιστα τον κατάλογο εκείνων που θαυμάστηκαν για την πίστη τους και επιμαρτυρούν αυτήν με τα προσωπικά τους παραδείγματα, λέει και το εξής, ότι με την πίστη «ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν (:με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)» [Εβρ.11,35]. Και αυτές πιο συγκεκριμένα είναι η χήρα στα Σαρεπτά και η Σουναμίτιδα, από τις οποίες η μία έλαβε τον γιο της που είχε πεθάνει πάλι ζωντανό από τον προφήτη Ηλία[Γ΄Βασ.17,23: «Καὶ κατήγαγεν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ὑπερῴου εἰς τὸν οἶκον καὶ ἔδωκεν αὐτὸ τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ εἶπεν Ἠλιού· βλέπε, ζῇ ὁ υἱός σου(:Και το κατέβασε από το υπερώο στο σπίτι και το έδωσε στη μητέρα του· και είπε ο Ηλίας: ‘’Κοίτα, ζει ο γιος σου’’)»], ενώ η Σουναμίτιδα πήρε τον δικό της πάλι πίσω ζωντανό από τον Ελισσαίο[Δ΄Βασ.4,32: «Καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ(:Και μπήκε ο Ελισσαίος στο σπίτι και ιδού, βλέπει το παιδάκι νεκρό, ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι του)»· Δ΄Βασ.4,36: «Καὶ ἐξεβόησε Ἑλισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου(:Και φώναξε τότε ο Ελισσαίος τον υπηρέτη του τον Γιεζί και του είπε: ‘’Κάλεσε αυτήν την γυναίκα την Σωμανίτιδα’’. Και την φώναξε ο Γιεζί και όταν αυτή παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Ελισσαίος της είπε: ‘’Πάρε πίσω ζωντανό τον γιο σου’’)»].
Η καθεμιά τους επέδειξε με τα έργα δυνατή πίστη. Η μεν χήρα στα Σαρεπτά την επέδειξε προλαβαίνοντας την επηγγελμένη από τον προφήτη αύξηση των τροφίμων κατά την πίστη και τρέφοντας αυτόν πριν από τα παιδιά της από τη φούχτα αλεύρι και το λίγο λάδι, τα οποία μόνα είχε να φάει, και έπειτα περιμένοντας να πεθάνει μαζί με τα παιδιά της. Αλλά και όταν μετά την προσέλευση του Ηλία αρρώστησε και πέθανε ο γιος της, διότι, λέει, «ἦν ἡ ἀῥῥώστια αὐτοῦ κραταιὰ σφόδρα, ἕως οὐχ ὑπελείφθη ἐν αὐτῷ πνεῦμα(:η αρρώστιά του ήταν τόσο πολύ σοβαρή, ώστε χειροτέρευε συνεχώς, μέχρις ότου έπαψε να αναπνέει και τελικά πέθανε)» [Γ΄Βασ. 17,17], αυτή δεν έδιωξε τον προφήτη, δεν τον μέμφθηκε, δεν απομακρύνθηκε από την θεοσέβεια που διδάχθηκε από αυτόν· αλλά κατηγόρησε τον εαυτό της και νόμισε ότι αιτία του θανάτου του παιδιού της είναι οι δικές της οι αμαρτίες· σε αυτήν την συμφορά αποκαλούσε τον Ηλία «άνθρωπο του Θεού» και κατηγορούσε μάλλον τον εαυτό της και του έλεγε μάλλον με προτρεπτικό παρά με σκωπτικό τόνο: «Τί ἐμοὶ καὶ σοί, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Εἰσῆλθες πρός με τοῦ ἀναμνῆσαι ἀδικίας μου καὶ θανατῶσαι τὸν υἱόν μου;(:Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να υπενθυμίσεις στον Θεό τις αμαρτίες μου και να με τιμωρήσει γι’ αυτές με τον θάνατο του γιου μου;)»[Γ΄Βασ. 17,18]. «Φως είσαι εσύ», λέει, «κατά μέθεξη ως διάκονος του φωτός της δικαιοσύνης, και καθώς ήλθες, κατέστησες εμφανή τα αφανή μου αμαρτήματα· αυτά λοιπόν μου θανάτωσαν τον υιό». Βλέπετε πίστη αλλόφυλης γυναίκας; Βλέπετε ταπείνωση; Γι’αυτό άλλωστε εύλογα έλαβε την εκλογή από τον Θεό και καταξιώθηκε να γίνει πρότυπο της κλήσεως και πίστεως των εθνών και έπειτα δέχθηκε και το παιδί της ζωντανό.
Η δε Σωμανίτιδα έδειξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άντρα της για τον Ελισσαίο και με όσα ετοίμασε για την φιλοξενία του προφήτη και με την αξιοπρέπεια που επέδειξε όταν πέθανε το παιδί της. Διότι, κρύβοντας ήσυχα την συμφορά, έτρεξε προς τον προφήτη και τον έσυρε προς την οικία, λέγοντας προς αυτόν: «Ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30], και με αυτήν την πίστη δέχθηκε τον υιό της αναστημένο από τον προφήτη, ώστε το εξαιρετικό αυτό θαύμα να μην είναι περισσότερο εκείνων των προφητών από όσο της πίστεως των μητέρων που δέχθηκαν τους αναστημένους γιους τους [Εβρ.11,35: «Ἒλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν(:Με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)»].
Αλλά παρά το ότι οι προφήτες είχαν συνεργό την πίστη και την προς τον Θεό ευαρέστηση των μητέρων, ο μεν Ηλίας και τα άλλα έκανε και προς τον Θεό φώναξε με ολοφυρμό λέγοντας: «Οἴμοι, Κύριε, ὁ μάρτυς τῆς χήρας, μεθ᾿ ἧς ἐγὼ κατοικῶ μετ᾿ αὐτῆς, σὺ κεκάκωκας τοῦ θανατῶσαι τὸν υἱὸν αὐτῆς(:Αλίμονο, Κύριε, Εσύ είσαι μάρτυρας της προθυμίας και της καλοσύνης, με την οποία με φιλοξενεί η χήρα αυτή. Εσύ λοιπόν έφτασες να την πληγώσεις τόσο πολύ, ώστε να θανατώσεις τον γιο της;)». Και επικαλέστηκε τον Κύριο και είπε «Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν(:Κύριε, Θεέ μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού αυτού παιδιού σε αυτό)». Και έτσι έγινε[Γ΄Βασ.17,20: «Καὶ ἐγένετο οὕτως, καὶ ἀνεβόησε τὸ παιδάριον(:Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και φώναξε)»].
Ο Ελισσαίος, από την άλλη, όχι μόνο προσφύονταν στο μικρό νεκρό παιδί, ερχόμενος και φεύγοντας από αυτό έως επτά φορές, αλλά και προσευχήθηκε προς τον Κύριο όπως έχει μαρτυρηθεί από την Αγία Γραφή, και έτσι αναζωογόνησε και ανέστησε τον υιό της Σωμανίτιδας [Δ΄Βασ.4,33-35: «Καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον· καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου. Καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ(: Ο Ελισσαίος μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε στον Κύριο. Κατόπιν ανέβηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω από το νεκρό παιδί και έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του επάνω στα μάτια του παιδιού και τα χέρια του επάνω στα χέρια του νεκρού και ξάπλωσε επάνω του. Με τον τρόπο αυτό ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. Ο Ελισσαίος σηκώθηκε, αποσύρθηκε και βάδισε εδώ και εκεί μέσα στο σπίτι και ανέβηκε πάλι στο κρεβάτι και ξάπλωσε επάνω στο παιδί όπως και προηγουμένως· αυτό το έκανε επτά φορές. Και το παιδί άνοιξε τα μάτια του!)» ].
Ο δε Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά την αναγινωσκομένη σήμερα περικοπή του Ευαγγελίου [Λουκά 7,11-16], ευσπλαχνίστηκε την χήρα, της οποίας ο υιός εκφερόταν νεκρός, και χωρίς να αργοπορήσει μήτε να διαπραγματευτεί, μήτε να προσευχηθεί, αλλά με πρόσταγμα μόνο έδωσε στην πενθούσα μητέρα τον μονογενή υιό της ζωντανό από νεκρό. Έτσι έδειξε ότι Αυτός μόνο είναι κύριος ζωής και θανάτου· διότι λέγει ο ευαγγελιστής στη συνέχεια: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν)»[Λουκά 7,11]. Ο Κύριος έρχεται για το μεγάλο αυτό θαύμα της αναστάσεως αυτόκλητος, για να δείξει όχι μόνο την ζωοποιό δύναμη, αλλά και ότι έχει ασύγκριτη την αγαθότητα και την ευσπλαχνία. Διότι τον μεν Ηλία φάνηκε σαν να τον έσκωπτε η χήρα γυναίκα στα Σαρεπτά, παρακινώντας τον να επαναφέρει στη ζωή το νεκρό παιδί της· τον δε Ελισσαίο η Σουναμίτιδα αφού τον παρατήρησε πρώτα ότι δεν προείδε τι επρόκειτο να πάθει το παιδί που θαυματουργικά είχε δώσει σε εκείνη που ήταν στείρα, έπειτα και τον κατανάγκασε λέγοντας: «Ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30]. Ο Κύριος όμως προγινώσκει μόνος Του και χωρίς να τον επικαλεστεί κανείς, πορεύεται προς την πόλη, από την οποία εκφερόταν το πεθαμένο παιδί.
«Την επόμενη μέρα βάδιζε», λέει. Και αυτό επεσήμανε πανσόφως ο ευαγγελιστής. Διότι η ανάσταση του παιδιού της χήρας υποτυπώνει την ανακαίνιση του νου μας. Διότι και η ψυχή μας εξαιτίας της αμαρτίας ήταν χήρα του ουρανίου Νυμφίου, που είχε σαν μονογενή υιό τον νου της, ο οποίος είχε πεθάνει από το κεντρί της αμαρτίας, χάνοντας την αληθινή ζωή· εκφερόταν δε και αυτός από τα πάθη που τον μετέφεραν κάπου μακριά από τον Θεό σε βυθούς άδη και απώλειας. Αλλά αφού ο Κύριος βάδισε προς εμάς και ήλθε κοντά μας με την ένσαρκη παρουσία Του, τον ανακαίνισε και τον ανήγειρε. Αυτή όμως η παρουσία δεν έγινε σε εμάς από την αρχή, αλλά ύστερα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Γι’αυτό ο ευαγγελιστής δεν παρέλειψε ούτε αυτό, λέγοντας: «Βάδιζε την επόμενη μέρα» ο Ιησούς για να αναστήσει τον πεθαμένο υιό της χήρας και να μετατρέψει το πένθος της σε ευφροσύνη.
Προσέχετε επιμελώς όσα λέγονται, αδελφοί, παρακαλώ· διότι και από σας ο καθένας, αν αισθανθεί τον μέσα του άνθρωπο πεθαμένο και θρηνήσει τις αμαρτίες του, πενθώντας και μελαγχολώντας γι’ αυτές σε μετάνοια, θα πορευτεί και προς αυτόν ο Παράκλητος παρέχοντας την αιώνια παράκληση. Διότι λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται(:Μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό)» [Ματθ.5,4].
Αλλά λέγει: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί Του βάδιζαν και οι μαθητές Του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ)» [Λουκά 7,11]. Πραγματικά ο μεν Ηλίας απομονώνεται όταν πρόκειται να αναστήσει τον υιό της χήρας στα Σαρεπτά[Γ΄Βασ.17,19: «Καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὴν γυναῖκα· δός μοι τὸν υἱόν σου. καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτῆς καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸ ὑπερῷον, ἐν ᾧ αὐτὸς ἐκάθητο ἐκεῖ, καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης(:Και είπε ο Ηλίας στην γυναίκα: «Δώσε μου τον γιο σου». Και πήρε το νεκρό παιδί από την αγκαλιά της μητέρας του και το ανέβασε στο ανώγειο δωμάτιο, στο οποίο έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε στο κρεβάτι του)» ], ο δε Ελισσαίος, αφού ανέβηκε στο υπερώο, όπου έκειτο ο πεθαμένος, «εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον(:μπήκε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε προς τον Κύριο)»· «έκλεισε την θύρα», όπως λέει η ιστορία, «μπροστά στους δύο αυτούς», δηλαδή την Σωμανίτιδα και τον μαθητή του Γιεζί[Δ΄Βασ.4,33]. Επειδή δηλαδή χρειαζόταν εκτενεστάτη δέηση προς τον Θεό, είναι δε οι άνθρωποι πλασμένοι, όταν απομονωθούν, να απασχολούν τον νου τελειότερα και να τον ανατείνουν προς τον Θεό- ενώ ο Κύριος, έχοντας αληθινά την εξουσία ζωής και θανάτου, δεν χρειάζεται καθόλου προσευχή για να ζωοποιήσει το παιδί, όχι μόνο τους μαθητές Του είχε μαζί Του, αλλά και πολύ λαό που άλλον έφερε Αυτός και άλλον βρήκε γύρω από τον κηδευόμενο. Και ενώ όλοι έβλεπαν και άκουγαν, ζωοποίησε τον νεκρό με μόνο το πρόσταγμα, κάνοντας αυτό από φιλανθρωπία σε δημόσια θέα, για να προσελκύσει όλους στην προς Αυτόν σωτήρια πίστη. Διότι «ὡς δὲ ἤγγισε(:μόλις όμως πλησίασε)», λέγει, «τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς(:στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», δηλαδή προγνωρίζοντας και της εκφοράς την ώρα ήλθε εγκαίρως· «ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς (:έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», λοιπόν, «υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα (:τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο)» [Λουκά 7,12].
Τα ίδια πράγματα στην πενθούσα και την λύπη αύξησαν πολλαπλάσια και την λύση έφεραν εξαίσια· διότι ο Κύριος βλέποντας μία μητέρα, και μάλιστα χήρα μητέρα, που στήριζε τις ελπίδες της σε ένα παιδί και το χάνει τώρα με πρόωρο θάνατο, να ακολουθεί την σορό του παιδιού και να θρηνεί με τρόπο ελεεινό, «ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε (:την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε τον γιο της της είπε: ‘’Μην κλαις’’)» . «Ευσπλαχνίστηκε», λέει -πώς δεν θα το έκανε αυτό ο «πατέρας των ορφανών και υπερασπιστής των χηρών»;[βλ.Ψαλμ.67,6: «Ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν(: Οι άδικοι και όσοι καταπιέζουν τους ασθενείς και τους αδυνάτους θα ταραχθούν και θα τρομάξουν προ του προσώπου Του· διότι Αυτός είναι ο προστάτης των αδικουμένων· είναι ο πατήρ των ορφανών και ο υπερασπιστής και συνήγορος των χηρών)» – «καὶ εἶπεν αὐτῇ», παρηγορώντας και προβλέποντας το μέλλον: «Μὴ κλαῖε» [Λουκά 7,13]. Εκείνος βέβαια γνώριζε τι επρόκειτο να πράξει, η δε γυναίκα δεν γνώριζε Αυτόν, πολύ δε περισσότερο δεν γνώριζε ούτε το μέλλον, γι’αυτό και δεν είχε πίστη και δεν ζητούσε τίποτε από Αυτόν· ούτε Αυτός απαιτούσε πίστη από αυτήν, αλλά μπορώντας τα πάντα και μην έχοντας ανάγκη ούτε την από τους πιστεύοντες συνέργεια, «προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ(:τότε πλησίασε και άγγιξε το φέρετρο)», για να δείξει ότι έχει και το σώμα Του ζωοποιό ως ομόθεη δύναμη· «καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι(:και είπε: ‘’Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω’’)».
«Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς(:Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» [Λουκά 7,14]. Διότι το κουφό το χώμα άκουσε Αυτόν που καλούσε όσα δεν υπήρχαν, ως να υπήρχαν στην πραγματικότητα πάλι, άκουσε Αυτόν που φέρει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς Του, άκουσε όχι άνθρωπο θεοφόρο, αλλά Θεό που ενανθρώπησε· και όχι μόνο «ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς(:ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» αλλά και «ἤρξατο λαλεῖν(:άρχισε να μιλάει)». Πραγματικά και στην περίπτωση του γιου της χήρας στα Σαρεπτά, όταν επέστρεψε η ψυχή του σε αυτόν, αμέσως φώναξε το μικρό παιδί, σύμφωνα με την ιστορία. Και είναι αυτό δείγμα του ότι η ανάσταση δεν είναι κατά φαντασία [Γ΄Βασ.17,21-22:«Καὶ ἐνεφύσησε τῷ παιδαρίῳ τρὶς καὶ ἐπεκαλέσατο τὸν Κύριον καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν. Καὶ ἐγένετο οὕτως, καὶ ἀνεβόησε τὸ παιδάριον(:Και προκειμένου να μεταδώσει ζωή στο νεκρό φύσησε στο παιδί τρεις φορές και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο και είπε: ‘’Κύριε ο Θεός μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού τούτου παιδιού πάλι σε αυτό’’. Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και πάλι βγήκε φωνή από το στόμα του)»].
Ο μεν Ηλίας λοιπόν ανάστησε ένα νεκρό με την προσευχή του και ο Ελισσαίος ανάστησε ένα νεκρό παιδί όταν ο ίδιος ήταν στη ζωή, αλλά και έναν άλλο νεκρό όταν και ο ίδιος ο Ελισαίος είχε πεθάνει πια[ βλ. Δ΄Βασ.13,21: «Καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῥῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ Ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ(:Τότε λοιπόν συνέβη το εξής: Ενώ οι Ισραηλίτες κήδευαν και ετοιμάζονταν να ενταφιάσουν κάποιον νεκρό, να, είδαν ξαφνικά τους αντάρτες της Μωάβ να έρχονται. Οι τρομαγμένοι Ισραηλίτες έριξαν αμέσως τον νεκρό στον τάφο του Ελισαίου και έφυγαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγιξε τα οστά του προφήτη, ανέζησε, σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος στα πόδια του)»], βεβαιώνοντας και προδεικνύοντας την θεανδρική ζωοποιό ενέργεια του Χριστού· ο δε Κύριος τρεις νεκρούς ανάστησε με πρόσταγμα πριν από τον σταυρό, το παιδί αυτό της χήρας, την θυγατέρα του αρχισυναγώγου[ βλ. Λουκά 8,54-55: «Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν (:Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: ‘’Κόρη, σήκω επάνω’’. Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»] και τον τετραήμερο Λάζαρο [Ιω. 11,43-44: «Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)»]. Στον σταυρό επίσης ανάστησε πολλούς, οι οποίοι και «ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς (:εμφανίστηκαν σε πολλούς)» [ βλ. Ματθ.27,51-53: «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη. Καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(:Και ιδού, το παραπέτασμα που χώριζε στο ναό τα Άγια από τα Άγια των Αγίων σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω˙ και η γη κλονίστηκε, και οι πέτρες στην περιφέρεια της Ιερουσαλήμ σχίστηκαν εξαιτίας του σεισμού, και τα μνημεία που ήταν στους βράχους που σχίστηκαν, άνοιξαν, και από τα μνημεία που άνοιξαν τη στιγμή εκείνη, πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν, όταν μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε πρώτος ο Χριστός. Κι αφού βγήκαν από τα μνημεία μετά την ανάστασή Του, μπήκαν στην αγία πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς)»].
Επιπλέον μετά τον για χάρη μας σταυρικό Του θάνατο ανέστησε τον εαυτό Του, μάλλον δε τον εξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος Αυτός αρχηγός της αϊδίας ζωής. Διότι όλοι οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, πάντως απέκτησαν την δική μας θνητή ζωή. Από όταν όμως Εκείνος αναστήθηκε, «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει(:ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [βλ. Ρωμ.6,9: «Εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει(:Κι έχουμε την πεποίθηση αυτή, διότι γνωρίζουμε ότι αφού ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν πεθαίνει πλέον˙ ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [Ρωμ.6,9].
Γι’αυτό και μόνος ο Κύριος «έγινε απαρχή των κεκοιμημένων» [βλ. Α΄Κορ. 15,20: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο(:Τώρα όμως ο Χριστός αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς. Όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πρωτύτερα από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός αναστήθηκε πρώτος απ’ τους άλλους και βεβαιώνει με την Ανάστασή Του ότι θα ακολουθήσει έπειτα η ανάσταση και των άλλων νεκρών)»] και «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» [Κολοσ.1,18: «Καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων(:Και Αυτός από τον Οποίο τα πάντα συγκρατούνται, είναι η κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλησίας και ο ιδρυτής της, ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να γίνει Αυτός και ως προς την ανθρώπινη φύση Του πρώτος σε όλα˙ πρώτος δηλαδή και στην Εκκλησία και στην ανάσταση)»· βλ. και Πράξ. 26,22-23: «Ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ, οὐδὲν ἐκτὸς λέγων ὧν τε οἱ προφῆται ἐλάλησαν μελλόντων γενέσθαι καὶ Μωϋσῆς, εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσι (:Αλλά ο Θεός με προστάτευσε και με γλύτωσε από τον θάνατο. Μετά λοιπόν από τη βοήθεια και την προστασία αυτή του Θεού, στέκομαι σώος και αβλαβής μέχρι την ημέρα αυτή και δίνω τη μαρτυρία μου σε μικρούς και μεγάλους. Και με τη μαρτυρία μου αυτή δεν λέω τίποτε άλλο εκτός από εκείνα που οι προφήτες και ο Μωυσής είπαν ότι πρόκειται να γίνουν. Και με βάση τους προφήτες δίνω απάντηση στα ζητήματα που συζητούνται μεταξύ των Ιουδαίων, για το αν δηλαδή ο Χριστός θα υποβαλλόταν σε σκληρό πάθος, για το αν πρώτος θα ανασταινόταν από τους νεκρούς και για το αν θα κήρυττε το φως της ευαγγελικής αλήθειας όχι μόνο στον ιουδαϊκό λαό, αλλά και στους εθνικούς)» Πράξ.26,23] και πίστωσε και επαγγέλθηκε σε μας όχι μόνο αυτήν την θνητή και πρόσκαιρη ζωή μας που κατευθύνεται από ζωικό πνεύμα, αλλά και την αποκειμένη για μας κατά τις ελπίδες μας ένθεο και αθάνατη και αιώνια· διότι αυτή είναι δώρο Του πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ από χάρη γι ‘αυτό , αλλά το πράττει για άλλους, οδηγώντας τους προς την πίστη που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής. Και εδώ πραγματικά, όπως ιστορεί σαφώς ο ευαγγελιστής, δεν αναστήθηκε το παιδί για τον εαυτό του, αλλά για την μητέρα από ευσπλαχνία γι’ αυτήν· γι’αυτό και αφού τον ανέστησε, τον έδωσε στη μητέρα του.
Αλλά βλέπετε πως ο Κύριος από ευσπλαχνία για την χήρα που πενθούσε τον υιό της, δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικούς προς αυτήν λόγους, αλλά και με έργα την βοήθησε; Έτσι να κάνουμε και εμείς κατά δύναμη και να μην είμαστε μόνο με λόγια συμπονετικοί προς όσους κακοπαθούν, αλλά να επιδείξουμε και με έργα την συμπάθειά μας προς αυτούς. Αν πραγματικά εμείς επιδείξουμε με όλη την δύναμη την ευεργεσία, και ο Θεός σε ανταμοιβή θα αντεπιδείξει με κάθε δύναμη την ευεργεσία προς εμάς. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πόσο υπεροχική και υπερβολική είναι η αμοιβή· όσο δηλαδή υπερέχει ο Θεός του ανθρώπου, τόσο υπερέχει και η δύναμη Εκείνου από την ανθρώπινη δύναμη και η χάρις που ενεργείται από την δύναμη εκείνη της χάριτος που δίδεται από μας. Αν κανείς ζητούσε χάλκινους οβολούς και ανταπέδιδε χρυσούς στατήρες, ποιος δεν θα δεχόταν την ανταλλαγή; Τώρα δε δεν πρόκειται να αλλάξουμε «χάλκεια χρυσέων(:χάλκινα αντί για χρυσά)» [Ιλιάδος Ζ236], που είναι τα δυο κατά την φύση τους μέταλλα σχεδόν ομότιμα, αλλά να προσφέρομε ανθρώπινα και να αποκομίσουμε θεία, και μάλιστα ανθρώπινα προς ανθρώπους, πράγμα που είναι φυσικό χρέος· διότι την συμπάθεια μεταξύ μας και το έλεος μεταξύ μας τα οφείλουμε οπωσδήποτε από την φύση μας. Αν επίσης κοιτάξουμε και τους πολυτρόπους οικτιρμούς του Θεού προς εμάς, παρά την προς αλλήλους συγχωρητικότητα και κοινωνικότητα και φιλανθρωπία, λέγοντας: «Ἄφετε καί ἀφεθήσεται ὑμῖν, δίδοτε καί δοθήσεται ὑμῖν(:Δώστε συγχώρεση και θα σας συγχωρεθούν και σας οι αμαρτίες σας, δώστε έλεος και θα δοθεί και σε σας έλεος από τον Θεό)»[βλ. Λουκά 6,38: «Δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν(:Δίνετε σε εκείνους που έχουν ανάγκη βοήθειας, και θα δώσει και σε σας βοήθεια ο Θεός. Η πρόνοια, η δικαιοσύνη και η αγαθότητα του Θεού θα σας δώσει στην αγκαλιά σας ένα μέτρο καλό, στοιβαγμένο και κουνημένο, ώστε να μη μένει καθόλου κενός χώρος στο δοχείο της μετρήσεως, ένα μέτρο που θα πλεονάζει και θα ξεχύνεται. Διότι με την ίδια πλούσια διάθεση και με το ίδιο μέτρο της ευεργεσίας με το οποίο μετράτε τις δωρεές σας προς τους άλλους, θα μετρήσει και θα ανταποδώσει και σε σας ο Θεός)»· Ματθ.6,14: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος(:Πρέπει λοιπόν, όταν ζητάτε τη συγχώρηση των αμαρτιών σας, να συγχωρείτε κι εσείς τους άλλους· διότι εάν συγχωρήσετε τα αμαρτήματα που σας έκαναν οι άνθρωποι, και ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει και τα δικά σας αμαρτήματα)»· Μάρκ.11,25: «Καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν(:Και ως δεύτερο όρο για να εισακουστεί η προσευχή σας σάς συνιστώ κι αυτό: Όταν στέκεστε και προσεύχεστε, να συγχωρείτε αν έχετε κάτι εναντίον οποιουδήποτε, ώστε κι ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς να σας συγχωρήσει τα παραπτώματά σας)»], πώς δεν θα αποδώσουμε ως απαραίτητο χρέος την συγνώμη και το έλεος με έργα προς τους αδελφούς που έχουν ανάγκη, εφόσον έχομε;
Επειδή μάλιστα όχι μόνο ελεηθήκαμε αλλά και τόσες πολλές ευεργεσίες δεχτήκαμε από τον Θεό, όσες δεν είναι δυνατό ούτε να απαριθμήσουμε, αλλά και εγγυήσεις πήραμε από Αυτόν πάλι ότι θα λάβουμε την ανταπόδοση με μέτρο καλό και ελεγμένο της προς τους αδελφούς ευποιίας μας, γιατί δεν τρέχουμε προς αυτήν με όλη μας την δύναμη; Γιατί δεν παραδίδουμε και την ίδια την ζωή μας για χάρη των άλλων, αν χρειαστεί, κατά μίμηση του Δεσπότη για να λάβουμε από Αυτόν αντάλλαγμα την αιώνια ζωή; Και όμως και τούτο είναι χρέος μας, αν και ίσως όχι του ενός προς τον άλλο, αλλά προς Αυτόν που έσβησε τον εαυτό Του σε θάνατο για μας, όχι μόνο για λύτρο[Ματθ.20,27-28: «Καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν(:Και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, πρέπει να ασκεί την αγάπη με κάθε ταπεινοφροσύνη και να γίνεται δούλος όλων σας. Να γίνεται διάκονος και δούλος, όπως και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει την ζωή Του λύτρο προκειμένου να εξαγοραστούν και να ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο πολλοί)»· βλ. και Α΄Τιμ.2,6: «Ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις(:Και έδωσε τον εαυτό Του λύτρο για να εξαγοράσει όλους τους ανθρώπους. Για το γεγονός αυτό της εξαγοράς μας δίνουμε εμείς οι απόστολοι τη μαρτυρία μας, αλλά προπαντός ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος και την επισφράγισε με τον θάνατό Του στον καιρό που καθόρισε ο Ίδιος)»], αλλά και για παράδειγμα και για έμπρακτη διδασκαλία, ασυγκρίτως υψηλότερη από κάθε έργο και λόγο και νου.
Διότι λέγει ο απόστολος Πέτρος: «Για αυτόν τον λόγο πέθανε ο Χριστός για χάρη μας, αφήνοντας σε μας υπογραμμό, για να ακολουθήσουμε τα ίχνη Του και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειαστεί, να θυσιάσουμε και την ψυχή μας» [βλ. Α΄Πέτρ.2,21: «Εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ(:Γι’ αυτό άλλωστε σας κάλεσε ο Θεός, για να κάνετε το καλό και να ευεργετείτε, κι όταν ακόμη παραγνωρίζεστε και υποφέρετε άδικα. Διότι κι ο Χριστός έπαθε για χάρη σας, χωρίς να φταίξει σε τίποτε, κι άφησε σε σας παράδειγμα τέλειο προς μίμηση, για να ακολουθήσετε ακριβώς πάνω στα ίχνη Του)» · Ιω.13,37: «Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω(:Του λέει ο Πέτρος: Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Οτιδήποτε κι αν χρειαστεί να υποστώ θα σε ακολουθήσω. Και την ίδια μου τη ζωή ακόμη θα προσφέρω και θα θυσιάσω για χάρη σου)»], σε εκπλήρωση των εντολών Του· διότι έτσι θα μετάσχουμε και της ζωής και βασιλείας που διαρκεί σε Αυτόν αιωνίως, συζώντας με Αυτόν αϊδίως και συνδοξαζόμενοι.
Βλέπετε αυτόν τον Μυροβλύτη, του οποίου αρχίσαμε σήμερα να προεορτάζουμε την μνήμη της ιερής μαρτυρίας;[Τα προεόρτια της μνήμης του αγίου Δημητρίου άρχιζαν την δεύτερη Κυριακή πριν από την κυρίως εορτή-26 Οκτωβρίου]. Έχυσε το αίμα του σώματός του εκούσια υπέρ του Χριστού, και γι’αυτό το κατέστησε αέναη και ανεξάντλητη πηγή πολυειδών θαυμάτων, αγιασμού ψυχής και σώματος, ευωδεστάτου και ιεροτάτου μύρου, μολονότι η μεν ψυχή του Μεγαλομάρτυρος έχει τώρα δικαίως λάβει την αΐδια και αναλλοίωτη δόξα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους, το δε σώμα δεν είναι σαν υπογραμμός και τύπος και σύμβολο προς την θειοτάτη και ουράνια δόξα που πρόκειται να αποκαλυφθεί γύρω από αυτό στο μέλλον· εάν δε ο υπογραμμός και ο τύπος είναι τέτοιος, τι θα είναι εκείνο το μελλοντικό τέλος;
Είθε και εμείς με τις πρεσβείες του ανάμεσα στους μάρτυρες Μυροβλήτη, όπως μεταλαμβάνουμε εδώ του προχεομένου από αυτόν θείου τούτου μύρου, έτσι και τότε να γίνομε θεωροί και μέτοχοι της θείας εκείνης δόξας, με την χάρη και φιλανθρωπία του ενδοξαζομένου δια των μαρτύρων του Ιησού Χριστού, του επάνω από όλα Θεού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομιλία ΜΣΤ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 11, σελίδες 86-105.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 7,11-17]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ
«Ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν»[Λουκ.7,11]
Πρόσεχε όμως πώς σε παράδοξα συνάπτει παράδοξα. Και στην περίπτωση όμως της θεραπείας του άρρωστου δούλου του εκατόνταρχου στην οποία αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως βέβαια αφού Τον κάλεσαν να βοηθήσει απάντησε, εδώ όμως, στην πόλη Ναΐν, αν και δεν καλείται για βοήθεια, πηγαίνει· γιατί κανένας δεν Τον καλούσε σε ανάσταση νεκρού, αλλά πηγαίνει σε αυτήν από μόνος Του. Και νομίζω με πάρα πολλή σοφία, για να συνδυάσει με το προηγούμενο θαύμα της θεραπείας του ασθενούς δούλου του πιστού εκατόνταρχου και αυτό· δεν ήταν βέβαια καθόλου παράδοξο να φανταστεί κανείς, ότι κάποιος θα μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας τη δόξα του Σωτήρα και λέγοντας: «Τι το αξιοθαύμαστο έγινε στο δούλο του εκατόνταρχου; Άρρωστος ήταν, δεν επρόκειτο οπωσδήποτε να πεθάνει». Και αυτό το έχει γράψει ο ευαγγελιστής, διηγούμενος αυτά που ήταν για χαρά μάλλον, παρά τα αληθινά· για να φράξει λοιπόν την ακόλαστη γλώσσα τέτοιων ανθρώπων, λέγει ότι ο Χριστός συνάντησε ήδη πεθαμένο τον νεανίσκο, τον μονογενή υιό της χήρας αυτής γυναίκας. Το πάθος ήταν αξιολύπητο και μπορούσε να προκαλέσει θρήνο και αφορμές για δάκρυα. Και ακολουθούσε το πάθος μεθυσμένη και παραλυμένη πια από τον ανείπωτο πόνο η γυναίκα και μαζί με αυτήν πολλοί άλλοι.
«Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ(:Και αφού πλησίασε, άγγιξε το φέρετρο)»[Λουκ.7,14]
Γιατί όμως δεν έκανε το θαύμα μόνο με τον λόγο, αλλά άγγιξε και τη σορό; Για να μάθεις ότι το άγιο Σώμα του Χριστού είναι ενεργό για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί είναι σώμα ζωής, και σάρκα του Λόγου που μπορεί να κάνει τα πάντα και που φόρεσε τη δύναμή Του. Όπως δηλαδή το σίδερο όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά κάνει αυτά που κάνει και η φωτιά, και εκπληρώνει τη δική του ανάγκη, έτσι, επειδή η σάρκα έγινε σάρκα Εκείνου που ζωογονεί τα πάντα, γι’ αυτό έγινε και ζωοποιός, αποκτώντας τη δύναμη να καταργεί τον θάνατο και τη φθορά· γιατί πιστεύουμε ότι το σώμα του Χριστού είναι ζωοποιό, επειδή είναι και ναός και κατοικία του ζωντανού Λόγου, έχοντας όλες τις ενέργειές του. Δεν αρκέστηκε λοιπόν μόνο στο να προστάξει, αν και ήταν συνηθισμένος να κάνει όλα όσα θέλει, αλλά έθεσε στη σορό και τα χέρια Του, δείχνοντας ότι και το σώμα Του έχει τη ζωοποιό ενέργεια.
«Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ (:Και κατέλαβε φόβος όλους και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι “προφήτης μέγας παρουσιάστηκε μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επισκέφτηκε τον λαό Του”)»[Λουκ.7,16]
Ήταν μεγάλο και αυτό σε έναν αναίσθητο και αχάριστο λαό, γιατί ύστερα από λίγο ούτε προφήτη Τον θεωρούν, ούτε ότι φανερώθηκε για το καλό του λαού, αλλά Αυτόν που κατάργησε τον θάνατο, Τον παρέδωσαν σε θάνατο, μη γνωρίζοντας ότι τότε, ναι τότε ακριβώς καταργούσε τον θάνατο, όταν έκανε την ανάσταση του εαυτού Του.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν εύαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκάν Α΄», σελ. 344-347.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Πολλοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποῦ αὐτοτιτλοφοροῦνται «Σωτῆρες τῆς ἀνθρωπότητας». Ποιός ἀπ’ ὅλους τους ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει ἀνθρώπους ἀπό το θάνατο; Στὴν ἱστορία ἔχουμε δεῖ πολλοὺς κατακτητές. Κανένας τους ὅμως δὲ νίκησε το θάνατο. Στὴ γῆ γνωρίσαμε πολλοὺς βασιλιᾶδες ποὺ εἶχαν ἑκατομμύρια ὑποτελεῖς. Κανένας τους ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ μετρήσει στοὺς ὑποτελεῖς του καὶ τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς.
Κανένας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μοναδικὸ Ἕνα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνον ποὺ μαζὶ Τοῦ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ κανένας. Δὲν εἶναι μόνο ὁ Νέος Ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Νέος Κόσμος, ὁ Δημιουργός Του. Ὄργωσε τὸν ἀγρὸ ζώντων καὶ νεκρῶν κι ἔσπειρε καὶ στοὺς δυὸ τὸν καινούργιο σπόρο τῆς ζωῆς. Οἱ νεκροὶ μπροστά του εἶναι ὅπως κι οἱ ζωντανοί, οἱ ζωντανοὶ ὅπως οἱ νεκροί. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἐμπόδιο στὴ βασιλεία Του. Παραμέρισε τὸ ἐμπόδιο αὐτὸ κι ἄνοιξε τὴ βασιλεία του στὴν ἱστορία, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ὡς τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο ποὺ θὰ γεννηθεῖ στὴ γῆ. Κοίταξε τὴ ζωὴ καί το θάνατο τοῦ ἀνθρώπου μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπ’ ὅτι βλέπουμε ἐμεῖς οἱ θνητοί. Κοίταξε καὶ εἶδε πῶς ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει μὲ τὸ σωματικὸ θάνατο, πῶς η πραγματικότητα τοῦ θανάτου γιὰ μερικοὺς ἀνθρώπους ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ τοὺς θάνατο. Πολλοὺς ζωντανούς τους βλέπει στὸν τάφο, πολλοὺς νεκροὺς σὲ σώματα ζωντανά. «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ἰ ́ 28), εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς ἀποστόλους Του. Ὁ σωματικὸς θάνατος δὲν συνεπάγεται καὶ τὸν ψυχικὸ θάνατο. Αὐτὸς προκαλεῖται μόνο ἀπὸ τὴ θανάσιμη ἁμαρτία πρὶν ἢ καὶ κατὰ τὸ σωματικὸ θάνατο, ξέχωρα ἀπ’ αὐτόν.
Μὲ τὴν πνευματικὴ ματιά Του ὁ Κύριος διαπερνᾶ το χρόνο ὅπως ἡ ἀστραπὴ τὰ σύννεφα. Οἱ ζωντανὲς ψυχὲς τόσο ἐκείνων ποὺ πέθαναν πρὸ πολλοῦ ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ δὲ γεννήθηκαν ἀκόμα ἐμφανίζονται μπροστά Του. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ εἶδε σὲ ὅραμα μιὰ πεδιάδα γεμάτη ὀστᾶ νεκρῶν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει ἂν τὰ ὀστᾶ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναζωογονηθοῦν, ὡσότου του τὸ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος. «Ὑιέ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταυτα;», τὸν ρώτησε ὁ Κύριος. «καὶ εἶπα: Κύριε Κύριε, σὺ ἐπίστη ταῦτα» (Ἰεζ. λζ’ 3). Ὁ Χριστὸς δὲν ἔβλεπε νεκρὰ ὀστᾶ, ἀλλὰ τὰ ζωντανὰ πνεύματα ποὺ εἶχαν μέσα τους. Τὸ σῶμα καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι παρὰ τὸ περίβλημα καὶ ὁ ἐξοπλισμὸς τῆς ψυχῆς. Τὸ περίβλημα αὐτὸ γερνάει καὶ γίνεται σὰν φθαρμένο ροῦχο. Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ τὸ ἀνακαινίσει καὶ θὰ ξαναντήσει μὲ αὐτὸ τὴν ψυχὴ ποῦ ἀναχώρησε.
Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ ν’ ἀπαλλάξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο φόβο, ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουργήσει ἕναν καινούργιο φόβο σ’ αὐτοὺς ποῦ ἁμαρτάνουν.
Ὁ ἀρχαῖος φόβος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σωματικὸς θάνατος. Ὁ καινούργιος φόβος εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος. Καὶ τὸν φόβο αὐτὸν ὁ Χριστὸς τὸν ἐνίσχυσε, τὸν ἔκανε πιὸ δυνατό. Ὁ φόβος τοῦ σωματικοῦ θανάτου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀναζήτηση βοήθειας ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι ἐγκαθίστανται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σκορπίζονται σ’ αὐτὸν καὶ πιάνονται ἀπ’ αὐτόν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σιγουρέψουν τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ διαμονὴ γιὰ τὸ σῶμα τους, νὰ διανύσουν ἕνα ταξίδι ὅσο μεγαλύτερο καὶ ἀβασάνιστο γίνεται. Ὁ Κύριος ὅμως λέει σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἦταν πλούσιος ὑλικὰ ἀλλὰ φτωχὸς πνευματικά: «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ σοῦ: ἃ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ἴβ’ 20). Τὸν ἄνθρωπο ποὺ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα του ἀλλὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ψυχή του, ὁ Κύριος τὸν ἀποκαλεῖ ἄφρονα. ἀνόητο. «Οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἔστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. ἴβ’ 15), εἶπε ἐπίσης ὁ Κύριος. Σὲ τί συνίσταται λοιπὸν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου; Στὴν ἐξάρτησή του ἀπό το Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὴν ψυχὴ μέ το λόγο Του καὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ ζωοποιεῖ καὶ τὸ σῶμα.
Μέ το λόγο Του ὁ Κύριος ἀνάστησε κι ἀνασταίνει ψυχὲς ἁμαρτωλές, ψυχὲς ποὺ πέθαναν πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο. Ὑποσχέθηκε πῶς θ’ ἀναστήσει τὰ νεκρὰ σώματα ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἤδη ἀποβιώσει. Μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μὲ τὰ ζωοποιὰ λόγια Του καὶ μὲ τὰ τίμια δῶρα, τὸ πάναγνο Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἀνέστησε κι ἀνασταίνει καὶ σήμερα ἀκόμα νεκρούς. Καὶ θὰ τὸ κάνει αὐτὸ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μᾶς τὸ ἐπιβεβαίωσε αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα, ἀφοῦ ἀνάστησε ἀρκετοὺς στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καθὼς καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ ὑιου του Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (Ἰωάν. ἔ’ 25). Πολλοὶ νεκροὶ ἄκουσαν τὴ φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναστήθηκαν. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἔχουμε ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς «ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς» (Λουκ. ζ 11). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε λίγο μετὰ τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ Ρωμαίου ἐκατόνταρχου στὴν Καπερναούμ. Ὁ Κύριος εἶχε σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ βιαζόταν νὰ κάνει ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερα καλὰ ἔργα καὶ νὰ δώσει ἔτσι ὑπέροχο παράδειγμα στοὺς πιστούς Του. Μ’ αὐτόν το σκοπὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ μὲ κατεύθυνση τὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ, πέρα ἀπὸ τὸ ὄρος, στὶς πλαγιὲς τοῦ ὄρους Ἑρμῶν, βρίσκεται ὡς τίς μέρες μας ἢ Ναΐν, ποὺ κάποτε ἦταν ὀχυρωμένη πόλη. Ὁ Κύριος ταξίδευε μὲ τὴ συνοδεία πολλῶν μαθητῶν καὶ πλήθους λαοῦ. Εἶχαν δεῖ ὅλοι τους πολλὰ θαύματα στὴν Καπερναοὺμ κι έλπιζαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν περισσότερα, γιατί τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχαν ἀκουστεῖ ὡς τότε στὸν Ἰσραήλ, ἐνῶ τὰ λόγια Του ἦταν σὰν ποτάμια ποὺ ἔρρεαν μέλι καὶ γάλα.
«Ὡς δὲ ἤγγισε τὴ πύλη τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἤν,ἥν,ἦν σὺν αὐτή» (Λουκ. ζ’ 12). Ὁ Κύριος μόλις εἶχε προσεγγίσει τὴν πύλη τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, ὅταν συνάντησε μιᾷ πομπῇ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν πόλη, συνοδεύοντας ἕνα νεκρὸ παιδί. Ἔτσι συναντήθηκαν ὁ Κύριος μὲ τὸ δοῦλο. Ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς συνάντησε τὸ νεκρό.
Ὁ νεκρὸς ἦταν ἕνα νεαρὸ παιδί, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὴ διήγηση, ὅτι ὁ Κύριος τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του, ἀφοῦ τὸν ἐπανέφερε στὴ ζωή. Ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ πρέπει νὰ προερχόταν ἀπὸ πλούσια κι ἐπιφανῆ οἰκογένεια, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ τὴν συνόδευε στὴν κηδεία.
«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτὴ μὴ κλαῖε» (Λουκ. ζ’ 13). Τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ συνόδευε τὴ χήρα φαίνεται πῶς τὸ ‘κανε γιὰ χάρη της, λόγῳ τῆς κοινωνικῆς της θέσης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἰσχυρὸ χτύπημα ποὺ δέχτηκε μέ το θάνατο τοῦ μοναχογιοῦ της. Ἡ θλίψη τῶν ἀνθρώπων γύρῳ, της πρέπει νὰ ἦταν πολὺ μεγάλη. Κι αὐτὸ πρέπει νὰ ἔκανε μεγαλύτερη τὴ θλίψη τῆς μητέρας καὶ αὔξησε τὰ δάκρυα ἀπόγνωσης καὶ τὸν ὀδυρμό της. Ἄν κι ἀναζητοῦμε ἄλλους γιὰ νὰ μοιραστοῦν τὴ θλίψη μας, ὅταν ὁ θάνατος ἀποσπᾶ βίαια κάποιον δικό μας ἄνθρωπο, ἡ συμμετοχή τους συνεισφέρει πολὺ λίγο στὸ νὰ μειώσει τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο μας. Ὅταν ἡ ἀδυναμία παρηγορεῖ τὴν ἀδυναμία, τότε κι ἢ παρηγοριὰ θά ‘ναι ἀδύναμη. Ὅλοι ὅσοι παραστέκονται σ’ ἕνα νεκρὸ σῶμα, κυριεύονται ἀπὸ ἕνα περίεργο συναίσθημα ποὺ δύσκολα ἐξωτερικεύεται. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ντροπή. Οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνο φοβοῦνται το θάνατο, ἀλλὰ καὶ ντρέπονται γι’ αὐτό. Ἢ ντροπὴ αὐτὴ εἶναι ἀπόδειξη – πολὺ μεγαλύτερη ἀπό το φόβο – πῶς ὁ θάνατος εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος ντρέπεται ν’ ἀποκαλύψει στὸ γιατρὸ τίς κρυφὲς πληγές του, ἔτσι κι ὅσοι ἔχουν συνείδηση ντρέπονται τὴ θνητότητά τους. Ἡ ντροπὴ αὐτὴ γιά το θάνατο μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀπόδειξη τῆς ἀθάνατης καταγωγῆς μας καὶ τοῦ ἀθάνατου προορισμοῦ μας. Τὰ ζῶα ὅταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σὰ νὰ νιώθουν ντροπὴ ποὺ εἶναι θνητά. Φανταστεῖτε πόση εἶναι ἡ ντροπὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι πνευματικὰ καλλιεργημένοι!
Σὲ τί χρησιμεύουν ὅλα τὰ κλάματα καὶ τὰ μοιρολόγια μας, ὅλη ἡ ματαιότητά μας, ὅλες οἱ τιμὲς καὶ οἱ δόξες μας, τὴν ὥρα ποὺ νιώθουμε ὅτι κομματιάζεται τὸ ἐπίγειο δοχεῖο ὅπου κατοικήσαμε ὅσο ζούσαμε; Μᾶς κατέχει ντροπὴ τόσο γιὰ τὸ εὔθραυστο τοῦ δοχείου μας ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἄφρονα ματαιότητα μὲ τὴν ὁποία γεμίσαμε τὴ ζωή μας. Σὲ τί χρησιμεύει νὰ τὸ κρύβουμε; Ἡ ντροπή μας κατέχει λόγῳ τῆς βρωμιᾶς ποὺ γεμίσαμε τὸ γήινο σαρκίο μας καὶ ποὺ ἐξέρχεται μετά το θάνατό μας, ὄχι μόνο πρὸς τὴ γῆ ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν οὐρανό. Ἡ οὐσία τοῦ πνεύματος δὲν ἀναδίδει οὔτε ἄρωμα οὔτε δυσοσμία στὸ σῶμα μας. Ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητά μας ὡς ἀνθρώπων καὶ μὲ τὰ ὑλικὰ ποὺ ἔχουμε σωρεύσει μέσα μας ὅσο ζοῦμε, ἀναδίδουμε τὸ ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ ἢ τὴ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Κύριος ἔχει ἀγάπη καὶ ἀνοχὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση. Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε συχνὰ στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων. «Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Ὅταν τὰ πρόβατα βλέπουν τὸν ποιμένα δὲν λιποψυχοῦν, οὔτε καὶ σκορπίζονται. Ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν το Θεὸ πάντα μπροστὰ στὰ μάτια τους δὲ θὰ λιποψυχοῦσαν, οὔτε καὶ θὰ σκορπίζονταν. Μερικοὶ ὅμως τὸν βλέπουν, ἄλλοι τὸν ἀναζητοῦν γιὰ νὰ τὸν δοῦν, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι τυφλοὶ ἢ ἐμπαίζουν ἐκείνους ποὺ ψάχνουν γιὰ νὰ τὸν δοῦν. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι λιποψυχοῦν, διασκορπίζονται, γίνεται ὁ καθένας ὁδηγὸς στὸν ἑαυτό του κι ἀκολουθεῖ τὸ δικό του δρόμο.
Ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἔστω καὶ τὸ μισὸ φόβο γιὰ τὸν πανταχοῦ παρόντα Θεό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ἔχουν γιὰ τὸ θάνατο, δὲ θὰ φοβοῦνταν τὸν τελευταῖο. Καὶ μάλιστα δὲ θὰ γνώριζαν τὸ θάνατο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὴν περίπτωσή μας ὁ Κύριος ἔνιωσε ἰδιαίτερη συμπάθεια γιὰ τὴ θλιμμένη μητέρα καὶ γι’ αὐτὸ τῆς εἶπε: μὴ κλαῖε. Κοίταξε βαθιὰ μέσα στὴν ψυχή της καὶ διάβασε ὅλα ὅσα γίνονταν ἐκεῖ. Ὁ σύζυγός της εἶχε πεθάνει, δὲν εἶχε σύντροφο. Τώρα πέθανε κι ὁ μοναχογιός της καὶ βρέθηκε ὁλομόναχη. Ποῦ ἦταν ὁ ζωντανὸς Θεός; Μπορεῖ νὰ νιώθει μόνος του κανεὶς ὅταν ἔχει συντροφιὰ τὸ Θεό; Μπορεῖ ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος νὰ βρεῖ καλλίτερη συντροφιά, πιὸ ἐγκάρδια, ἀπὸ τὸ συντροφιὰ τοῦ Θεοῦ; Δὲν εἶναι πιὸ κοντά μας ὁ Θεὸς ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μας, ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τίς ἀδελφές μας, ἀπὸ τοὺς γιοὺς καὶ τίς θυγατέρες μας; Μᾶς δίνει παιδιὰ κι ὕστερα μᾶς τὰ παίρνει, μὰ δὲ μᾶς ἐγκαταλείπει. Τὸ μάτι Του δὲν κουράζεται νὰ μᾶς παρακολουθεῖ, οὔτε κι ἡ ἀγάπη του γιὰ μᾶς ἔχει ἀλλοιωθεῖ. Ὅλη ἡ δυσοσμία τοῦ θανάτου μας βοηθάει νὰ προσκολληθοῦμε περισσότερο στὸ Θεό, τὸν ζῶντα Θεό.
Μὴ κλαῖε! Ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ παρηγορήσει τὴν ἀπαρηγόρητη μητέρα. Αὐτὸ τὸ λέει Ἐκεῖνος ποὺ δὲ σκέφτεται, ὅπως πολλοὶ ἀπό μας, πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ κατεβαίνει στὸν τάφο, μαζὶ μὲ τὸ νεκρὸ σῶμα του. Τὸ λέει Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν στὴν ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ, ποὺ κρατᾶ τὴν ψυχὴ αὐτὴ στὴ δική Του ἐξουσία. Κι ἐμεῖς παρηγοροῦμε αὐτοὺς ποῦ θρηνοῦν μὲ τὰ ἴδια λόγια, ἂν κι οἱ καρδιές μας εἶναι γεμᾶτες δάκρυα.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συμπάθειά μας ὅμως νιώθουμε ἀδύναμοι νὰ προσθέσουμε ὁτιδήποτε ἄλλο σ’ ἐκείνους ποὺ θρηνοῦν. Ἡ δύναμη τοῦ θανάτου ἔχει τόσο πολὺ ξεπεράσει τὴ δύναμή μας, ὥστε σερνόμαστε σὰν ἔντομα στὴ σκιά του. Καὶ καθὼς γεμίζουμε τὸν τάφο καὶ σκεπάζουμε τὸ νεκρὸ μὲ χῶμα, νιώθουμε πῶς ἐνταφιάζουμε μαζὶ κι ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας μέσα στὸ νεκρικὸ σκοτάδι τοῦ τάφου.
Ὁ Κύριος δὲν εἶπε μὴ κλαῖε στὴ γυναῖκα γιά νὰ δείξει πὼς δὲν πρέπει νὰ κλαῖμε γιὰ τοὺς νεκρούς. Ὁ ἴδιος δάκρυσε γιὰ τὸ Λάζαρο (βλ. Ἰωάν. ἰα ́ 35). Θρήνησε προκαταβολικὰ γι’ αὐτοὺς ποῦ θὰ ὑπόφεραν μὲ τὴν πτώση τῆς Ἱερουσαλὴμ (βλ. Λουκ. ἴθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν, «ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ἔ’ 4). Τίποτα δὲν ηρεμεί καὶ δὲν καθαρίζει τόσο, ὅσο τὰ δάκρυα.
Στὴν ὀρθόδοξη μεθοδολογία τῆς σωτηρίας, τὰ δάκρυα εἶναι ἀνάμεσα στὰ πρῶτα μέσα κάθαρσης τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Ὄχι μόνο πρέπει νὰ κλαῖμε γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ζωντανοὺς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. ὅπως συνέστησε ὁ Κύριος στὶς γυναῖκες τῆς Ἱερουσαλήμ: «Θυγατέρες Ἱερουσαλήμ. μὴ κλαίετε ἐπ’ ἐμέ, πλὴν ἐφ’ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ 28).
Ὑπάρχει ὅμως μιὰ διαφορὰ ἀπὸ δάκρυα σὲ δάκρυα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει τοὺς Θεσσαλονικεῖς: «ἶνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Ἀθεσσ. δ’ 13). Δὲν πρέπει νὰ θλιβόμαστε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες κι οἱ ἄθεοι, ποὺ κλαῖνε τοὺς νεκροὺς τοὺς σὰ νὰ χάθηκαν ἐντελῶς. Οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ κλαῖνε τοὺς νεκροὺς σὰν χαμένους ἀλλὰ σὰν ἁμαρτωλούς. Ἡ θλίψη τους ἑπομένως πρέπει νὰ συνοδεύεται μὲ προσευχὲς στὸ Θεὸ γιὰ νὰ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες του ἀποβιώσαντα καὶ νὰ τὸν ἐλεήσει, νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν οὐράνια βασιλεία Του.
Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ ἐπίσης γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τίς ἁμαρτίες του. Κι ὅσο πιὸ συχνὰ τὸ κάνει αὐτὸ τόσο καλύτερα. Ὄχι νὰ συμπεριφέρεται σὰν κι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεὸ καὶ δὲν ἐλπίζουν στὸ ἔλεὸς Τοῦ καὶ στὴν αἰώνια ζωή.
Ὅταν τὰ δάκρυα ἔχουν τὸ χριστιανικὸ αὐτὸ νόημα κι αὐτὴ τὴ χρήση, τότε γιατί ὁ Κύριος εἶπε στὴ μητέρα τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ μὴ κλαῖε; Ἐδῶ εἶναι ἄλλη περίπτωση. Ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε σὰν κι αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. Δὲν ἔκλαιγε γιὰ τίς ἁμαρτίες τοῦ παιδιοῦ της οὔτε καὶ γιὰ τίς δικές της. Ἔκλαιγε γιὰ τὴ σωματικὴ ἀπώλεια, γιά το χαμὸ καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση τοῦ παιδιοῦ, γιὰ τὸν αἰώνιο ἀποχωρισμό της ἀπ’ αὐτό. Ἐκεῖ ὅμως βρισκόταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ζώντων καὶ νεκρῶν. Δὲν εἶχε λοιπὸν λόγο νὰ κλαίει μπροστά Του, ὅπως δὲν ἔχει λόγο καὶ νὰ νηστεύει κανεὶς ὅταν ὁ Κύριος εἶναι παρών. Ὅταν οἱ Φαρισσαῖοι κατηγόρησαν τὸν Κύριο πῶς οἱ μαθητές Του δὲ νήστευαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀπάντησε: «Μὴ δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμφῶνος, ἐνῶ ὁ νυμφίος μετ’ αὐτῶν ἐστι, ποιῆσαι νηστεύεις;» (Λουκ. ἔ’ 34). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπόν, μπορεῖ νὰ θρηνεῖ κάποιος ὅταν βρίσκεται μαζί του καὶ Ζωοδότης, ποὺ στὴ βασιλεία Του δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλ’ ὅλοι εἶναι ζωντανοί;
Ἡ θλιμμένη χήρα ὅμως δὲ γνώριζε οὔτε τὸ Χριστὸ οὔτε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θρηνοῦσε το μοναχογιό της χωρὶς ἐλπίδα, ὅπως ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι τότε, ποῦ εἴτε δὲν εἶχαν ὁλότελα πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἴτε τὴν εἶχαν χάσει.
Σ’ αὐτὴν τὴν ἀνώφελη λόγῳ ἄγνοιας θλίψη της. ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε μὲ τὰ λόγια: Μὴ κλαῖε! Δέν της εἶπε νὰ μὴν κλάψει μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ κάνουν πολλοὶ σήμερα, ποὺ ἐννοοῦν: «Μὴν κλαῖς! Τὰ δάκρυά σου δὲ θὰ τὸν φέρουν πίσω. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα. Ὅλοι τὸν ἴδιο δρόμο θ’ ἀκολουθήσουμε». Αὐτὴ ποὺ δίνουμε ἐμεῖς εἶναι μιὰ ἀπαρηγόρητη παρηγοριά. Δὲν παρηγορεῖ κανέναν, εἴτε τὴν δίνει κανεὶς εἴτε τὴν παίρνει. Ἄλλο πρᾶγμα σκεφτόταν ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλεγε μὴ κλαῖε. Ἤθελε νὰ πεῖ: Μὴν κλαῖς, γιατί Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ. Εἶμαι ὁ ποιμένας ὅλων τῶν προβάτων. Κανένα πρόβατο δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ Ἐμένα, δὲ γίνεται νὰ μὴ γνωρίζω ποῦ βρίσκεται. Ὁ γιὸς δὲν πέθανε μὲ τὸν τρόπο ποὺ νομίζεις ἐσύ. Μόνο ἡ ψυχή του ἔφυγε ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἐγὼ ἔχω ἐξουσία στὴν ψυχή του, ὅπως καὶ στὸ σῶμα του. Λόγῳ τῆς θλίψης σου, ποῦ προέρχεται ἀπὸ ἄγνοια καὶ ἀπιστία τόσο τὴ δική σου ὅσο κι ἐκείνων ποὺ βρίσκονται γύρῳ,γύρω σου, θὰ ἑνώσω ξανὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ μὲ τὸ σῶμα του καὶ θὰ τὸν ξαναφέρω στὴ ζωή. Καὶ θὰ τὸ κάνω αὐτὸ ὄχι τόσο γιὰ δική του χάρη ὅσο γιὰ σένα καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου, γιὰ νὰ πιστέψετε πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ παρακολουθεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖτε πῶς Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας ποὺ ἦρθε, ὁ Σωτῆρας του κόσμου»,
Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια εἶπε στὴ μητέρα ὁ Κύριος μὴ κλαῖε! Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ προχώρησε στὸ ἔργο.
«Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε: νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι» (Λουκ. ζ’ 14). Τὸ ἄγγιγμα τῶν νεκρῶν ἢ τῶν πραγμάτων ποὺ βρίσκονταν κοντά του ἀπαγορευόταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, γιατί λογαριαζόταν ἀκάθαρτο. ἡ καθιέρωση αὐτὴ εἶχε νόημα τότε ποὺ ὁ Θεὸς καὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἦταν περισσότερο σεβαστὰ στὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅταν ὅμως ἡ πραγματικὴ εὐλάβεια πρὸς τὸ Θεὸ μειώθηκε, ὅπως κι ὁ σεβασμὸς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή, τότε πολλὲς ἐντολές, ἀνάμεσά τους κι αὐτὴ γιὰ τὸ ἄγγιγμα τῶν νεκρῶν, ἔγιναν δεισιδαιμονίες καὶ κέρδισαν προτεραιότητα ἀπὸ τίς μέγιστες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, γιὰ παράδειγμα, ἀνῆκαν ἢ περιτομὴ καὶ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου. Τὸ πνεῦμα τῶν ἐντολῶν αὐτῶν χάθηκε καὶ στὴ θέση τοῦ ἔμεινε τὸ πνεῦμα μιᾶς θεοποίησης τῆς βερμπαλιστικῆς μορφῆς τοῦ Νόμου.
Ο Χριστὸς ἀποκατέστησε τὸ πνεῦμα καὶ τὴ ζωὴ τῶν νόμων αὐτῶν. Οἱ καρδιὲς τῶν ἀρχόντων τοῦ λαοῦ ὅμως, τῶν τηρητῶν τοῦ Νόμου, εἶχαν τόσο πολὺ σκοτιστεῖ καὶ σκληρυνθεῖ, ὥστε ἀναζητοῦσαν νὰ θανατώσουν τὸ Χριστὸ ἐπειδὴ θεράπευε τοὺς ἀρρώστους τὸ Σάββατο. Γι’ αὐτοὺς η τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἄξιζε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, περισσότερο κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. ὁ Κύριος δὲν ἀντιδροῦσε στὴν ὀργὴ τῶν πρεσβυτέρων. Συνέχισε ν’ ἀξιοποιεῖ κάθε εὐκαιρία γιὰ νὰ τονίσει πῶς ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τίς νεκρὲς παραδόσεις καὶ τὰ ἔθιμα. Τὸ ἴδιο προσπάθησε νά κάνει καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση. Παραβίασε τὸ Νόμο καὶ ἄγγιξε τὸ φέρετρο ὅπου κείτονταν τὸ νεκρὸ παιδί. Τὸ θαῦμα τῆς νεκρανάστασης ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅμως ἦταν τόσο ἀποστομωτικό, ὥστε οἱ ἀπορημένοι Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι δὲν τόλμησαν ν’ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ διαμαρτυρηθοῦν.
Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι! Ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στὸ νεκρὸ παιδὶ στὸ ὄνομὰ Τοῦ, εἶπε σοὶ λέγω, ὄχι ὅπως οἱ προφῆτες Hλίας καὶ Ἐλισαῖος, ποὺ προσευχήθηκαν στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησαν ν’ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖνοι ἦταν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἦταν ὁ μονογενὴς Υἱός Του. Μὲ τὴ θεϊκὴ ἐξουσία ποὺ εἶχε ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ στὸ παιδὶ νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ ξαναγυρίσει στὴ ζωή. Σοὶ λέγω! Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ δὲν εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ Κύριος σὲ ἄλλη περίπτωση ἀνάστασης νεκροῦ, ἤθελε νὰ δείξει καὶ νὰ ξεκαθαρίσει πῶς ἔκανε τὸ ἔργο αὐτὸ μόνο μὲ τὴ δική του δύναμη. Ἤθελε νὰ δείξει μ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα πῶς ἔχει ἐξουσία καὶ στοὺς νεκρούς, ὅπως στοὺς ζωντανούς. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ἔγινε μὲ τὴν πίστη τῆς μητέρας τοῦ παιδιοῦ, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλὰ καὶ κανένας στὴν πομπὴ τῆς κηδείας δὲν περίμενε νὰ δεῖ τέτοιο μεγάλο θαῦμα, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου. Ὄχι, τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ἔγινε λόγῳ τῆς δικῆς της πίστης οὔτε κι ἀπὸ τὴν ἀναμονὴ κάποιων, ἀλλ’ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ δυναμικὸ λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
«Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν. καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 15). Τὸ πλάσμα ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὑπάκουσε τὴν ἐντολή Του. Ἡ ἴδια θεϊκὴ δύναμη ποῦ παλιὰ ἔδωσε πνοὴ ζωῆς στὸν πηλὸ κι ἀπὸ τὸν πηλὸ ἔγινε ὁ ἄνθρωπος, τώρα ἔδινε πνοὴ καὶ ξανάφερνε στὴ ζωὴ στὸ νεκρὸ παιδί. Ἔκανε πάλι τὸ αἷμα νὰ κυκλοφορεῖ, τὰ μάτια νὰ βλέπουν, τ’ αὐτιὰ ν’ ἀκοῦν, τὴ γλῶσσα νὰ μιλάει, τὰ κόκκαλα καὶ τὸ σῶμα νὰ κινοῦνται. Ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου Της καὶ γύρισε ἀμέσως στὸ σῶμα της. ὑπακούοντας στὴν ἐντολή Του.
Ο ὑποτελὴς ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Βασιλιᾶ κι ἀνταποκρίθηκε. Τὸ παιδὶ ἀνακάθησε στὸ φέρετρο καὶ ἤρξατο λαλεῖν. Γιατί ἄρχισε ἀμέσως νὰ μιλάει; Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν οἱ ἄνθρωποι πῶς αὐτὸ ἦταν κάποιο μαγικὸ ὅραμα ἢ πῶς κάποιο φάντασμα μπῆκε στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ παιδιου καὶ τὸν ἀνασήκωσε στὸ φέρετρο. Ἔπρεπε ν’ ἀκούσουν ὅλοι τὰ λόγια τοῦ ἀναστημένου παιδιοῦ, ὥστε νὰ μὴ μείνει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία πῶς ἦταν πραγματικὰ τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ κι ὄχι κάποιος ἄλλος μέσα του.
Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ὁ Κύριος πῆρε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ φέρετρο καὶ ἔδωκεν αὐτόν τη μητρὶ αὐτοῦ, τὸ παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ὅταν ἡ μητέρα κατάλαβε τί ἔγινε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της. τότε ἀπαλλάχτηκαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν στὴν πομπὴ ἀπό το φόβο καὶ τὴν ἀμφιβολία. Ὁ Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του γιὰ νὰ τῆς δείξει πῶς της τὸ ἔδινε χάρισμα τώρα, ὅπως κι ὅταν τὸ γεννοῦσε. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δίνει ζωὴ σὲ κάθε ἄνθρωπο μὲ τὸ δικό Του χέρι. Δὲ διστάζει νὰ πάρει κάθε πλασμένο ἄνθρωπο χωριστὰ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν στείλει σ’ αὐτὴν τὴν ἐπίγεια, τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ὁ Κύριος λοιπὸν πῆρε καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἀνάστησε καὶ τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του γιὰ νὰ τῆς δείξει πῶς δέν της εἶπε μὴ κλαῖε μάταια. Ὅταν της τὸ εἶπε αὐτὸ εἶχε κατὰ νοῦ νὰ τὴν παρηγορήσει, ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια αὐτά, ποὺ ἡ θλιμμένη μητέρα θὰ τὰ εἶχε ἀκούσει ἴσως κι ἀπὸ πολλοὺς γνωστούς της. ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ πράξη ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα μιὰ ἀπρόβλεπτη καὶ τέλεια παρηγοριά.
Τελικὰ ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ διδάξει καὶ μᾶς πῶς, ὅταν κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε ὅσο μποροῦμε προσωπικά, προσεχτικὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά μας, ὄχι μέσῳ ἄλλων, ἀπρόσεχτα καὶ βαριεστημένα. Προσέξτε πόση ἀγάπη καὶ στοργὴ ὑπάρχει σὲ κάθε λέξη καὶ κάθε κίνηση τοῦ Κυρίου μας! Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅπως καὶ σ’ ὅσες ἀνάλογες προηγήθηκαν ἢ ἀκολούθησαν, δείχνει πῶς ὄχι μόνο εἶναι τέλειο κάθε χάρισμα καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κι ὁ τρόπος ποὺ τὰ δίνει εἶναι ἐπίσης τέλειος.
«Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 16). Μὲ τὴν προσεχτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ πρὸς τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ Κύριος κατόρθωσε νὰ διώξει το φόβο γιὰ τέρατα καὶ μαγεῖες, ὁ φόβος ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει μέσα τους. Ἀλλὰ ὁ φόβος αὐτὸς ἦταν καλός, γιατί ἦταν φόβος Θεοῦ καὶ προκαλοῦσε τὴ δοξολογία στὸ Θεό. Ὁ λαὸς ὀνόμασε τὸ Χριστὸ μεγάλο προφήτη ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀπὸ παλιὰ πῶς θὰ στείλει στὸν Ἰσραὴλ (βλ. Δευτ. ἰη’ 18). Ὁ λαὸς δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει ἀκόμα πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἠταν καλὸ ὅμως ποὺ τὸ πνεῦμα τους, ποὺ ἦταν σκοτισμένο καὶ καταπιεσμένο ἀπὸ ξένους κατακτητές, μποροῦσε νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ὡς μεγάλο προφήτη. “Ἄν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἶχαν δεῖ τὰ πολυάριθμα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν φτάσει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο κατανόησης ποὺ εἶχαν οἱ ἁπλοῖ αὐτοὶ ἄνθρωποι, θὰ εἶχαν γλιτώσει ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ὅμως ἐνεργεῖ ὅπως ἐκεῖνος θεωρεῖ φυσικό, ἀκολουθεῖ τὸ δικό του πνεῦμα καὶ τὴ δική του καρδιά. Ὁ Χριστὸς ἐπανέφερε τὸ νεκρὸ στὴ ζωή, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι ἀφαίρεσαν τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Ζῶντα. Ἐκεῖνος ἀγαποῦσε τὸν ἄνθρωπο, αὐτοὶ ἦταν δολοφόνοι τῶν ἀνθρώπων – καὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος ἦταν θαυματουργὸς καλῶν ἔργων, αὐτοὶ ἦταν ἐκτελεστὲς ἐγκλημάτων. Στὸ τέλος ὅμως οἱ κακοῦργοι πρεσβύτεροι δὲν μπόρεσαν νὰ πάρουν ἄλλῃ ζωῇ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δική τους. Ὅλοι οἱ προφῆτες ποὺ εἶχαν θανατωθεῖ, ζοῦσαν παντοτινὰ μέ το Θεὸ καὶ μὲ ἀνθρώπους, ἐνῶ οἱ φονευτὲς κρύβονταν σὰν φίδια στὴ σκιὰ τῶν προφητῶν αὐτῶν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ δέχονταν ἀπὸ κάθε γενιὰ τὴν κατάκριση καὶ τὸ ἀνάθεμα. “Ἔτσι λοιπόν, μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ δὲν σκότωσαν Ἐκεῖνον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό τους.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀνάστησε τόσο εὔκολα ἐκ νεκρῶν ἄλλους, ἀνάστησε καὶ τὸν ἑαυτό Του. Φανερώθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ ὡς μέγιστο Φῶς, ποὺ ὅσο φαίνεται πῶς σβήνει, μετὰ ἀστράφτει καὶ λάμπει πολὺ περισσότερο. Σ’ αὐτὸ τὸ φῶς ζοῦμε ὅλοι, ἀναπνέουμε καὶ εὐφραινόμαστε. Το Φῶς αὐτὸ θ’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ πάλι καὶ μάλιστα σύντομα, σὲ νεκροὺς καὶ ζωντανούς. Αὐτὸ θὰ γίνει ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔρθει στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας γιὰ ν’ ἀναστήσει τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ νὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἔζησαν στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Τότε θ’ ἀποδειχτεῖ γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ καὶ μάλιστα στὴν πληρότητά της, ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Σωτῆρα μας: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ ὑιου του Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (Ἰωάν. ἔ’ 25). Τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ υἱοῦ τῆς χώρας στὴ Ναϊν ἔγινε τόσο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ θλιμμένη μάνα, ὅσο καὶ γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη στὴν ἔσχατη καὶ καθολικὴ ἀνάσταση, στὸ Θαῦμα τῶν θαυμάτων, στὴν κρίση τῶν κρίσεων, στὴ χαρὰ κάθε χαρᾶς.,χαράς.
Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.